Οριοθέτηση Εγκληματικής Μονάδας στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο

Σχετικά έγγραφα
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες..

1. Προϋποθέσεις κατάφασης εγκλήματος τελούμενου κατ εξακολούθηση

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Α) Η θεωρητική και νοµολογιακή προσέγγιση πριν από το Ν 2408/1996 (Υπεράσπιση 1992, 357)... 9

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 248 ΚΑΙ 258 ΤΟΥ Π.Κ.

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ Προλογικό σημείωμα...5. Ι. Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα»...

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmη qσwωψerβνtyuςiopasdρfghjklzxcvbn mqwertyuiopasdfghjklzxcvbnφγιmλι qπςπζαwωeτrtνyuτioρνμpκaλsdfghςj

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΓΕΔΔ_ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ_001_ΑδικηματαΠ

Άρθρο 46 «Ενιαίος και αδιάσπαστος τίτλος σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου και επαγγελματικά προσόντα αποφοίτων Τ.Ε.Ι..

Η έμπρακτη μετάνοια και η εντελής ικανοποίηση του παθόντος στο Ποινικό Δίκαιο και στους Ειδικούς Ποινικούς Νόμους

23η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

Περιεχόμενα ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Α ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ. Πρώτο Κεφάλαιο

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων

ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

Το ποινικό φαινόμενο και η τυποποίησή του

«ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΣ ΔΟΛΟΣ ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΑΜΕΛΕΙΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ»

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Λόγοι άρσης του αδίκου στο πεδίο της ιατρικής ποινικής ευθύνης

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ NB (2002) σελ

«Ο ΝΕΟΣ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ»

Γιώργος ηµήτραινας, Λέκτορας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Ποινική ιατρική ευθύνη από αμέλεια σε πεδία κατανομής αρμοδιοτήτων

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

(2015) 1 PRO JUSTITIA ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ: ΕΥΘΥΝΗ ΙΕΡΑΡΧΙΚΩΣ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΜΕ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ. Χριστίνα Γαβρίτσα

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

09. Ποινικό Δίκαιο & Ποινική Δικονομία

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΕ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΣΕ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Τα νομικά πρόσωπα και οι κανόνες γνώσης - Μια πρόκληση για τη νομική σκέψη και πράξη

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η E Ρ Γ A Σ I A

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

Η Σύμβαση για το Κυβερνοέγκλημα

Ειδικά στοιχεία του αδίκου: προσέγγιση της έννοιας και σύνδεσή της με την πλάνη και με τα ειδικά στοιχεία του δόλου ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

Η έννοια της εξωτερικής αμέλειας των ιατρών

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. της Αθανασίας Μαρίας Παπαχρόνη (Α.Μ.: 1746/2010) ΘΕΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος. Συντομογραφίες.. Γενική Εισαγωγή. 1

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΑΞΙΟΠΟΙΝΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΜΗ ΓΝΗΣΙΟ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 23ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων. Νικόλαος Μπιτζιλέκης. Καθηγητής Α.Π.Θ.

Ποινικές όψεις της μετάβασης από το θεραπευτικό στον παρηγορικό στόχο σε ασθενείς ανιάτων χρόνιων θανατηφόρων νόσων

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Η ποινικοποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα: Το διεθνές νομικό πλαίσιο και το παράδειγμα της Ελλάδας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

«ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΟΜΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ»

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

Ένωση Δικαίου Προστασίας Καταναλωτή. Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και προστασία του καταναλωτή

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ένα ερµηνευτικό παράδειγµα από το Σύνταγµα» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ποινική ευθύνη στις σύγχρονες μορφές «ηλεκτρονικής λ ή απάτης» ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΥΛΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Ποινική ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα για εγκλήματα παράλειψης

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Β ΕΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Η ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΠΡΟΞΕΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ (VISA) ΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΥΝΕΝΩΣΗ

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. «Επείγουσα Ιατρική» ( Emergency Medicine )

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η ανυποταξία στρατιωτικού διοικητή σε πολιτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 260 ΠΚ * Έννοια και στοιχεία του εγκλήματος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Εκπόνηση εργασίας: Φωτεινή Παπαγεωργίου ΑΜ ειδικό: 592

Transcript:

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Οριοθέτηση Εγκληματικής Μονάδας στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο Διάκριση Αληθινής και Φαινομένης Συρροής Κυριακού Σ. Βικτωρία Α.Ε.Μ.: 616

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Π.Μ.Σ. Α ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Οριοθέτηση Εγκληματικής Μονάδας στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο Διάκριση Αληθινής και Φαινομένης Συρροής Ονοματεπώνυμο: Κυριακού Σ. Βικτωρία (Α.Ε.Μ.: 616) Ημερομηνία Κατάθεσης: 03/04/2012 Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Καϊάφα Γκμπάντι Μαρία 2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 1. Η «ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ» ΩΣ ΚΡΙΣΙΜΗ ΕΝΝΟΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΘΜΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ 11 1.1. Προταθέντα κριτήρια εννοιολογικής προσέγγισης και οριοθέτησης της εγκληματικής μονάδας 12 Θεωρία ενότητας Κριτήριο μυϊκής ενέργειας ή 12 παράλειψης του δράστη Θεωρία πλειονότητας Κριτήριο πλήρωσης της 14 αντικειμενικής υπόστασης Κριτήριο κοινωνικής απαξίας της συμπεριφοράς 15 του δράστη Κριτήριο μονάδας του εννόμου αγαθού 15 1.2. Κριτική αξιολόγηση - Σύνδεση εγκληματικής 18 μονάδας με την τυποποιημένη στο νόμο προσβολή μίας κατ ελάχιστο μονάδας εννόμου αγαθού 1.3. Δεύτερη μονάδα του ίδιου εγκληματικού είδους 20 Κριτήριο «φυσικής ενότητας της πράξης» 20 Κριτήριο «ειρήνευσης του εννόμου αγαθού» 23 1.4. Κριτική αξιολόγηση 26 i. Το παράδειγμα του «λαθροκυνηγού» 27 ii. Το παράδειγμα της κλοπής 29 iii. Το παράδειγμα των εγκλημάτων 30 δωροδοκίας 3

iv. Το παράδειγμα της αποπλάνησης 32 ανηλίκων v. Το παράδειγμα της παραχάραξης 33 Συμπέρασμα 33 1.5. Τελικό Συμπέρασμα - Διάκριση αληθινής και 34 φαινομενικής συρροής υπό το πρίσμα της εγκληματικής μονάδας ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 2. ΒΑΣΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗΣ ΣΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 36 2.1. Εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα (άρθρα 216 223 ΠΚ 36 2.1.1. Πλαστογραφία (άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ) και ψευδής 36 βεβαίωση (άρθρο 242 παρ. 1 ΠΚ) Το πρόβλημα 36 Οι σχετικές απόψεις 37 i. Νομολογία 37 ii. Θεωρία 38 Κριτική προσέγγιση 39 Σύνοψη 43 2.1.2. Πλαστογραφία (άρθρο 216 ΠΚ) και απάτη (άρθρο 44 386 ΠΚ) Το πρόβλημα 44 Οι σχετικές απόψεις 45 i. Νομολογία 45 ii. Θεωρία 46 Κριτική προσέγγιση 48 Σύνοψη 53 4

2.1.3. Πλαστογραφία (άρθρο 216 ΠΚ) ή υπεξαγωγή 54 εγγράφων (άρθρο 222 ΠΚ) και λαθρεμπορία (άρθρο 155 παρ. 2η ν. 2960/2001) Το πρόβλημα 54 Οι σχετικές απόψεις 54 i. Νομολογία 54 ii. Θεωρία 55 Κριτική προσέγγιση 57 Σύνοψη 59 2.2. Εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία (άρθρα 235 60 263Β ΠΚ) 2.2.1. Απιστία σχετική με την υπηρεσία (άρθρο 256 ΠΚ) 60 και υπεξαίρεση στην υπηρεσία (άρθρο 258 ΠΚ) Το πρόβλημα Οι σχετικές απόψεις 60 Κριτική προσέγγιση 61 Σύνοψη 62 2.2.2. Υπεξαίρεση στην υπηρεσία με «ιδιαίτερα 63 τεχνάσματα» (άρθρο 258γ περ. αα ΠΚ) και αυτοτελώς αξιόποινη πράξη «ως ιδιαίτερο τέχνασμα» Το πρόβλημα 63 Οι σχετικές απόψεις 64 i. Νομολογία 64 ii. Θεωρία 65 Κριτική προσέγγιση 69 Σύνοψη 73 2.3. Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα (άρθρα 264 289 ΠΚ) 74 2.3.1. Συρροή κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων μεταξύ τους 74 Το πρόβλημα 74 Οι σχετικές απόψεις 75 Κριτική προσέγγιση 77 2.3.2. Εμπρησμός (άρθρο 264 ΠΚ) ή έκρηξη (άρθρο 270 79 ΠΚ) και διακεκριμένη φθορά με φωτιά ή με κάποιο 5

από τα μέσα που προβλέπει το άρ. 270 ΠΚ (άρθρο 382 παρ. 2γ ΠΚ) ή απλή φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρο 381 ΠΚ ) Το πρόβλημα Οι σχετικές απόψεις 79 Κριτική προσέγγιση 82 Σύνοψη 83 2.3.3. Έκρηξη (270 ΠΚ) ή απόπειρα έκρηξης (42-270 ΠΚ) 84 και παραβάσεις σχετικές τις εκρηκτικές ύλες (272 ΠΚ) Το πρόβλημα 84 Οι σχετικές απόψεις 84 i. Νομολογία 84 ii. Θεωρία 85 Κριτική προσέγγιση 86 Σύνοψη 88 2.3.4. Έκρηξη (άρθρο 270 ΠΚ) και παράνομη οπλοφορία 89 (άρθρο 10 παρ. 13 ν. 2168/1993) Το πρόβλημα 89 Οι σχετικές απόψεις Κριτική προσέγγιση 90 Σύνοψη 91 2.3.5. Έκρηξη (άρθρο 270 ΠΚ) και οπλοχρησία (άρθρο 14 91 ν. 2168/1993) Το πρόβλημα 91 Οι σχετικές απόψεις Κριτική προσέγγιση 92 Σύνοψη 92 2.3.6. Συρροή περισσότερων παραβάσεων σχετικών με τις 93 εκρηκτικές ύλες (άρθρο 272 ΠΚ) Το πρόβλημα 93 Οι σχετικές απόψεις 93 Κριτική προσέγγιση 94 Σύνοψη 95 2.4. Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (άρθρα 372 384 96 ΠΚ) 6

2.4.1. Υπεξαίρεση (άρθρο 375 ΠΚ) και απάτη (άρθρο 386 96 ΠΚ) Το πρόβλημα 96 Οι σχετικές απόψεις Κριτική προσέγγιση 97 Σύνοψη 100 2.5. Εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων 101 (άρθρα 385 406Α ΠΚ) 2.5.1. Εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ) και απάτη (άρθρο 386 ΠΚ) 101 Το πρόβλημα 101 Οι σχετικές απόψεις 101 i. Νομολογία 101 ii. Θεωρία 102 Κριτική προσέγγιση 103 Σύνοψη 104 2.5.2. Απάτη (άρθρο 386 ΠΚ) και απάτη σχετική με τις 105 ασφάλειες (άρθρο 388 ΠΚ) Το πρόβλημα 105 Οι σχετικές απόψεις 105 i. Νομολογία 105 ii. Θεωρία 106 Κριτική προσέγγιση 107 Σύνοψη 110 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 111 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 112 7

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠ Άρειος Πάγος άρ. άρθρο αρ. περ. αριθμός περιθωρίου Αρμ Αρμενόπουλος βλ. βλέπε έκδ. έκδοση επ. επόμενα Εφ Εφετείο ΜΟΕφ Μικτό Ορκωτό Εφετείο ν. νόμος Ν.Δ. Νομοθετικό Διάταγμα Ολομ Ολομέλεια ό.π. όπως παραπάνω ΠΚ Ποινικός Κώδικας Πλημ Πλημμελειοδικείο ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη ΠοινΛογ Ποινικός Λόγος ΠοινΧρ Ποινικά Χρονικά σελ. σελίδα Συμβ Συμβούλιο τ. τόμος Τριμ. Τριμελές Υπερ υποσημ. Υπεράσπιση υποσημείωση 8

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα στο χώρο της ποινικής δογματικής με σοβαρότατες πρακτικές συνέπειες ως προς την ποινική μεταχείριση του δράστη 1 συνιστά η προβληματική της συρροής, της αρίθμησης δηλαδή περισσότερων εγκλημάτων που τελέσθηκαν, ή φαίνεται ότι τελέσθηκαν, από το ίδιο πρόσωπο σε δεδομένο χρόνο με μία ή περισσότερες μυϊκές κινήσεις 2. Η κρίση περί συρροής προϋποθέτει την υπεισέλευση του ερμηνευτή σε μία σειρά συλλογιστικών διεργασιών, ο οποίος με την ενεργοποίηση των απαραίτητων μεθοδολογικών εργαλείων καλείται να αποσαφηνίσει τη λογική και αξιολογική σχέση των υπό κρίση ποινικών διατάξεων 3, με στόχο την καταμέτρηση των εγκλημάτων και την ολοκλήρωση της υπαγωγικής διαδικασίας κατά την αντιμετώπιση του ποινικού φαινομένου. Η προβληματική της συρροής αποτέλεσε αντικείμενο μακροχρόνιων επιστημονικών συζητήσεων 4, ήδη από την κωδικοποίηση του ποινικού δικαίου στα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης κατά τις αρχές του 19 ου αιώνα και την κατάταξη των ποινικών διατάξεων σε ειδικά κεφάλαια των οικείων ποινικών κωδίκων, οπότε τέθηκε 1 Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 2, Βαθιώτης Κ., Στοιχεία Ποινικού δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007, σελ. 520, Γάφος Η., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τ. Β, έκδ., Β, 1975, σελ. 420, Κοτσαλής Λ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, 2006, σελ. 928, Μαγκάκης Γ. Α., Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα γενικού μέρους, τ. Β, 1979, σελ. 398, Μπιτζιλέκης Ν. στο βιβλίο με Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ. 326 και 370 επ., Παπαδαμάκης Α., Προβλήματα συρροής στο στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1991, σελ. 18, Παύλου Σ., Οι αρχές της φαινομενικής συρροής Ι. Επικουρικότητα και συρροή. Συμβολή στη δογματική ανάλυση του αλληλοαποκλεισμού διατάξεων και της φαινομενικής συρροής εγκλημάτων στο Ποινικό Δίκαιο, 2003, σελ. 6-7. 2 Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 1, Γάφος Η., ό.π., σελ. 419, Γεωργάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο, Διδασκαλία, 1991, σελ. 445, Ζησιάδης Ι., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τ. Β, 1971, σελ. 332, Ηλιόπουλος Τ., Σύστημα του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου, τ. Α, 1936, σελ. 557, Καραγιαννάκος Η., Επιτομή Ποινικού Δικαίου, έκδ. Β, 2007, σελ. 93, Του Ιδίου, Γενικό Ποινικό Δίκαιο, έκδ. Γ, 2005, σελ. 94, Καραγιαννόπουλος Α., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2005, σελ. 221, Καρανίκας Δ., Εγχειρίδιον Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, τ. Α, έκδ. Β, 1959, σελ. 169, Κοτσαλής Λ., ό.π., σελ. 915, Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιτομή γενικού μέρους, στ έκδοση, 2005, αρ. περ. 304, Μπιτζιλέκης Ν. στο βιβλίο με Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 326 327, Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, Απόπειρα - Συμμετοχή - Συρροή, 2008, σελ. 323, Παύλου Σ., ό.π., σελ. 5-6. 3 Σταμάτης Κ., Γενικαί αρχαί της φαινομένης συρροής εγκλημάτων και ιδίως της κατ ιδέαν, 1972, 2 επ. 4 Βλ. και Παπαχρήστο Κ., Φαινομενική συρροή εγκλημάτων. Η σχέση της ειδικότητας με την απορρόφηση, 2007, σελ. 144 επ. 9

οξύ το ζήτημα οριοθέτησης των σχέσεων μεταξύ των υπό κρίση ποινικών διατάξεων 5. Οι σχετικές προβληματικές εκκινούν από το καίριο ερώτημα τιμώρησης του δράστη για όλα ή για ένα μόνο από τα εγκλήματα των οποίων οι νομοτυπικές υποστάσεις πληρώθηκαν, οπότε στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για αληθινή συρροή ενώ στη δεύτερη για φαινομενική συρροή 6. Σε περίπτωση δε φαινομενικής συρροής ανακύπτει το ζήτημα των εφαρμοστέων αρχών, δυνάμει των οποίων θα επικρατήσει μία μόνο ποινική διάταξη έναντι των λοιπών που αξιώνουν παράλληλα την εφαρμογή τους 7, καταλήγοντας σε επιμετρητικά ζητήματα, βάσει των οποίων θα σχηματιστεί η επιβλητέα στο δράστη συνολική ποινή 8. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί η, κατά το πρώτο στάδιο της ως άνω συλλογιστικής διαδικασίας, αναζήτηση, εννοιολογική προσέγγιση, οριοθέτηση και αξιοποίηση του μεγέθους της «εγκληματικής μονάδας», ως κρίσιμης ερμηνευτικής σταθεράς για την τοποθέτηση στο «τόσο του εγκλήματος» 9. Πώς προκύπτει και πώς νοείται λοιπόν το κρίσιμο αυτό μεθοδολογικό εργαλείο που, υπό το πρίσμα των βασικών αρχών του ποινικού μας δόγματος, συμβάλλει στη διάκριση αληθινής και φαινομένης συρροής μεταξύ των επιμέρους εγκλημάτων; Η μελέτη εκκινεί με μια δογματική θεώρηση της προβληματικής, για να συνδεθεί στη συνέχεια με την πρακτική της εφαρμογή κατά την επίλυση βασικών ζητημάτων συρροής στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο. 5 Σταμάτης Κ., Γενικαί αρχαί της φαινομένης συρροής εγκλημάτων και ιδίως της κατ ιδέαν, 1972, 2 επ. 6 Βλ. ενδεικτικά Βαθιώτη Κ., Στοιχεία Ποινικού δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007, σελ. 533, Γάφο Η., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τ. Β, έκδ., Β, 1975, σελ. 434, Καραγιαννόπουλο Α., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2005, σελ. 224-227, Κατσαντώνη Α., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τ. Α, 1973, 141, Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιτομή γενικού μέρους, στ έκδοση, 2005, αρ. περ. 302 επ., Μυλωνόπουλο Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, Απόπειρα - Συμμετοχή - Συρροή, 2008, σελ. 324. 7 Για τις αρχές της φαινομένης συρροής βλ. ενδεικτικά Μαργαρίτη Λ., Παρασκευόπουλο Ν., Ποινολογία, Άρθρα 50-133 ΠΚ, στ έκδοση, 2000, σελ. 322 επ., Μπιτζιλέκη Ν., στο βιβλίο με Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ. 337 επ., Παπαχρήστο Κ., Φαινομενική συρροή εγκλημάτων. Η σχέση της ειδικότητας με την απορρόφηση, 2007, Παύλου Σ., Οι αρχές της φαινομενικής συρροής Ι, Επικουρικότητα και συρροή. Συμβολή στη δογματική ανάλυση του αλληλοαποκλεισμού διατάξεων και της φαινομενικής συρροής εγκλημάτων στο Ποινικό Δίκαιο, 2003, Σταμάτη Κ., Γενικαί αρχαί της φαινομένης συρροής εγκλημάτων και ιδίως της κατ ιδέαν, 1972. 8 Για το σχηματισμό συνολικής ποινής βλ. ενδεικτικά Μπιτζιλέκη Ν., στο βιβλίο με Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 370 επ., Μαργαρίτη Λ., Παρασκευόπουλο Ν., ό.π., σελ. 329 επ., Παπανδρέου Π., Η συνολική ποινή. Θεωρητική προσέγγιση και πρακτική εφαρμογή, 2003. 9 Ανδρουλάκης Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 87. 10

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 1. Η «ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ» ΩΣ ΚΡΙΣΙΜΗ ΕΝΝΟΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΘΜΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ Σημείο αναφοράς της προβληματικής της αρίθμησης των εγκλημάτων αποτελεί η γενική έννοια του εγκλήματος, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 14 ΠΚ, κατά την οποία «Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο» 10. Έτσι, ως συστατικά στοιχεία της έννοιας του εγκλήματος αναφύονται: α) Η πράξη, ως ανθρώπινη αυτοκυβερνούμενη μυϊκή ενέργεια ή παράλειψη με κοινωνικό νόημα, αντιληπτή με τις αισθήσεις, που επιφέρει αιτιωδώς μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο 11, β) ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, όπως προκύπτει από την προσβολή (βλάβη ή διακινδύνευση) εννόμου αγαθού 12, γ) ο καταλογισμός, που αναφέρεται στον υποκειμενικό σύνδεσμο του ψυχοπνευματικού κόσμου του δράστη με το βλαπτικό ή επικίνδυνο για τα έννομα αγαθά αποτέλεσμα που αντικειμενικά επέφερε 13 και δ) η ποινική πρόβλεψη, που συνίσταται στην τυποποίηση της πράξης σε ποινική διάταξη με αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση υπό συγκεκριμένα πλαίσια ποινής 14. Η προσέγγιση της ως άνω γενικής έννοιας του εγκλήματος συνιστά αναγκαίο συλλογιστικό προστάδιο της αρίθμησης, στο μέτρο που καθορίζει το αντικείμενό της, συνιστώντας την αφετηρία της. Εντούτοις, η αναγωγή στα γενικά στοιχεία του εγκλήματος δεν επαρκεί για την επιζητούμενη αρίθμηση 15, βασική προϋπόθεση της οποίας, ως τέτοιας, είναι η ποσότητα και η ομοιότητα των προς μέτρηση στοιχείων 16, κάτι που σε επίπεδο εγκλημάτων επέρχεται μετά την ολοκλήρωση της υπαγωγικής διαδικασίας και τη μετάβαση από το αφηρημένο επίπεδο της ποινικής πρόβλεψης στο «μερικό» της υπό κρίση περίπτωσης 17. Ο ερμηνευτής, ειδικότερα, καλείται να 10 Ανδρουλάκης Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 9. 11 Βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιτομή γενικού μέρους, στ έκδοση, 2005, αρ. περ. 170 επ. 12 Βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη Ι., ό.π., αρ. περ. 737. 13 Βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη Ι., ό.π., αρ. περ. 224 επ., 866 επ. 14 Βλ. αντί άλλων Μανωλεδάκη Ι., ό.π., αρ. περ. 18 επ. 15 Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 18 επ. 16 Μανωλεδάκης Ι., To έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, 1998, αρ. περ. 262, Του Ιδίου, Γενική θεωρία του ποινικού δικαίου, έκδ. Β, 1978, σελ. 35. 17 Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 19-20, Μανωλεδάκης Ι., ό.π., αρ. περ. 262, Του Ιδίου, ό.π., σελ. 36. 11

αποσαφηνίσει τις σχέσεις των ποινικών διατάξεων που αξιώνουν την εφαρμογή τους, οι οποίες συνιστούν αφηρημένους εγκληματικούς τύπους 18, με το συγκερασμό του αφηρημένου και του συγκεκριμένου στο ενδιάμεσο επίπεδο του «μερικού» - «ενικού», ως ενός από τα πολλά και όμοια που περιλαμβάνονται στο γενικό 19. Από αυτό ακριβώς το στάδιο της νοητικής διεργασίας, αναφύεται η μονάδα του εγκλήματος ως κρίσιμη έννοια στον πυρήνα της προβληματικής της μέτρησης των εγκλημάτων. 1.1. Προταθέντα κριτήρια εννοιολογικής προσέγγισης και οριοθέτησης της εγκληματικής μονάδας Σε τι συνίσταται η έννοια της «εγκληματικής μονάδας» και ποιο το κρίσιμο στοιχείο για την οριοθέτησή της από έτερη; Πρόκειται για νευραλγικά ερωτήματα στον πυρήνα επιστημονικών συζητήσεων περί συρροής, με την τοποθέτηση στα οποία συνάπτεται άμεσα το ζήτημα της αρίθμησης των εγκλημάτων. Η επιστημονική προσέγγιση της προβληματικής, από γενέσεώς της, δε συνοδεύθηκε από ομοφωνία για την υπόδειξη μιας γενικά αποδεκτής προσφερόμενης λύσης, ώστε τα προταθέντα, ανά τον χρόνο, κριτήρια για την εννοιολογική προσέγγιση και τη συνακόλουθη οριοθέτηση της εγκληματικής μονάδας ποικίλλουν. Θεωρία ενότητας - Κριτήριο μυϊκής ενέργειας ή παράλειψης του δράστη Κατά τη «θεωρία της ενότητας», σε περίπτωση μίας πράξης, νοούμενης ως μυϊκής ενέργειας ή παράλειψης, ακόμη και αν αυτή πληροί τις αντικειμενικές υποστάσεις περισσότερων εγκλημάτων, πρόκειται για ένα έγκλημα 20. Η «θεωρία της ενότητας» βασίζεται στην εξίσωση «ένα έγκλημα = μία πράξη», εντοπίζοντας την εγκληματική μονάδα στη μυϊκή ενέργεια ή παράλειψη του 18 Βλ. και Μανωλεδάκη Ι., Γενική θεωρία του ποινικού δικαίου, έκδ. Β, 1978, σελ. 35, Παπαχρήστο Κ., Φαινομενική συρροή εγκλημάτων. Η σχέση της ειδικότητας με την απορρόφηση, 2007, σελ. 173 επ. 19 Ανδρουλάκης Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 19-20, Μανωλεδάκης Ι., To έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, 1998, αρ. περ. 262, Του Ιδίου, Γενική θεωρία του ποινικού δικαίου, έκδ. Β, 1978, σελ. 35. 20 Βλ. ενδεικτικά Καρανίκα Δ., Εγχειρίδιον Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, τ. Α, έκδ. Β, 1959, σελ. 169, Κατσαντώνη Α., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τ. Α, 1973, σελ. 125 επ. 12

δράστη. Ωστόσο, η πράξη, χωρίς τη σύνδεσή της με ορισμένο εγκληματικό αποτέλεσμα διά της προσβολής εννόμου αγαθού, αποτελεί συμπεριφορά ποινικά αδιάφορη 21. Περαιτέρω, η πράξη, ως βασική προϋπόθεση του εγκλήματος, καταδεικνύει τη θεμελιακή αρχή του ποινικού μας συστήματος, κατά την οποία αποκλείεται να χαρακτηρισθεί το φρόνημα ως έγκλημα 22. Η εξίσωση δηλαδή «έγκλημα = πράξη» νοείται ως «έγκλημα = όχι φρόνημα», αντιστοιχία η οποία δε φαίνεται χρήσιμη να μας δώσει κατευθύνσεις για την προβληματική της αρίθμησης. Σε κάθε περίπτωση, το έγκλημα και η μέτρησή του δε συνιστούν αντικείμενα μιας τυποκρατικής και μηχανιστικής θεώρησης 23. Για αυτό το λόγο άλλωστε η επιζητούμενη αρίθμηση αποτελεί ένα από τα πλέον δύσβατα πεδία της ποινικής δογματικής: Το επίμαχο κριτήριο πρέπει να ανταποκρίνεται σε μεγέθη ουσιαστικά, ικανά να αποδώσουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την αναλογία εγκληματικής προσβολής και επιβαλλόμενης ποινής, κάτι που δε συμβαίνει, για παράδειγμα, με την αποδοχή ενός εγκλήματος, επί τη βάσει της μοναδικότητας της μυϊκής ενέργειας του δράστη, σε περίπτωση βιασμού ανηλίκου από τον πατέρα του, οπότε συντρέχει περίπτωση βιασμού (336 ΠΚ), αποπλάνησης ανηλίκου (339 ΠΚ) και αιμομιξίας (345ΠΚ). Συνεπώς, η θεωρία της ενότητας, παραγνωρίζοντας τη θεμελιώδη αρχή του ποινικού μας συστήματος περί σύνδεσης της πράξης με ορισμένο εγκληματικό αποτέλεσμα, στηριζόμενη σε μια «μαθηματική» λογική αριθμητικών τύπων και αντιστοιχιών, δυνάμενη, παράλληλα, να οδηγήσει σε άτοπα πρακτικά συμπεράσματα, δε μπορεί να γίνει αποδεκτή ως γνώμονας προσέγγισης και οριοθέτησης της εγκληματικής μονάδας. 21 Βλ. ενδεικτικά Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιτομή γενικού μέρους, στ έκδοση, 2005, αρ. περ. 176 επ., Ηλιόπουλο Τ., Σύστημα του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου, τ. Α, 1936, σελ. 568-569, Τζωρτζόπουλο Χ., Συρροή εγκλημάτων, ΑρχΠοινΕπιστ 1939, 125 επ. 22 Βλ. ενδεικτικά Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιτομή γενικού μέρους, στ έκδοση, 2005, αρ. περ. 170. 23 Βλ. και Τζωρτζόπουλο Χ., Συρροή εγκλημάτων, ΑρχΠοινΕπιστ 1939, 125 επ. 13

Θεωρία πλειονότητας Κριτήριο πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασης Σε αντίθεση με τη «θεωρία της ενότητας», η «θεωρία της πλειονότητας» εντοπίζει την εγκληματική μονάδα στην πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης των υπό κρίση εγκλημάτων. Εφόσον, δηλαδή, πληρούνται περισσότερες αντικειμενικές υποστάσεις, υφίστανται πλείονα εγκλήματα 24. Εντούτοις, η νοητική διεργασία της αρίθμησης έπεται της υπαγωγικής διαδικασίας, κατά την οποία ελέγχεται η πλήρωση τόσο της αντικειμενικής υπόστασης και των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου, όπου αυτοί συντρέχουν, όσο και του καταλογισμού. Αν κάποιο από τα μεγέθη αυτά δεν πληρούται, δεν έχουμε έγκλημα και συνεπώς ούτε εγκληματική μονάδα, ώστε δεν υφίσταται αντικείμενο μέτρησης. Έτσι, φτάνοντας στο στάδιο της αρίθμησης, η πλήρωση της νομοτυπικής μορφής των υπό μέτρηση εγκλημάτων είναι δεδομένη 25. Το ζήτημα, ωστόσο, της οριοθέτησης της εγκληματικής μονάδας όχι μόνο δε λύθηκε, αλλά ανακύπτει οξύ: Οι πλείονες διατάξεις που αξιώνουν την εφαρμογή τους, κατόπιν κατάφασης των στοιχείων τους διά της υπαγωγικής διαδικασίας, θα εφαρμοστούν στο σύνολό τους; Αν η απάντηση είναι θετική, χωρίς καμία περαιτέρω στάθμιση, επί τη βάσει αποκλειστικά της πλήρωσης της νομοτυπικής μορφής, τότε η «εγκληματική μονάδα» ταυτίζεται ουσιαστικά με το «έγκλημα» και η αρίθμηση δε συνιστά παρά ένα «ψευδοπρόβλημα», επιλυόμενο αυτόματα με την ολοκλήρωση της υπαγωγής, κάτι που ασφαλώς δε μπορεί να γίνει δεκτό. Η πλήρωση, επομένως, της αντικειμενικής υπόστασης και συνολικά της νομοτυπικής μορφής εγκλημάτων δεν επαρκεί ως κριτήριο οριοθέτησης της εγκληματικής μονάδας, συνιστώντας αυτονόητη προϋπόθεση για τη συνδρομή αντικειμένου μέτρησης, οπότε και ανακύπτει η κρίσιμη προβληματική της αρίθμησης. 24 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 87-94, Τζωρτζόπουλο Χ., ό.π, ο οποίος εντοπίζει την εγκληματική μονάδα στην πλήρωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος. 25 Βλ. και Μπιτζιλέκη Ν. στο βιβλίο με Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ. 336. 14

Κριτήριο κοινωνικής απαξίας της συμπεριφοράς του δράστη Σύμφωνα με το κριτήριο της κοινωνικής απαξίας της συμπεριφοράς του δράστη, δεύτερη εγκληματική μονάδα και συνακόλουθα αληθινή συρροή υφίσταται όταν η κοινωνική απαξία όλης της πολυδιάστατης συμπεριφοράς του δράστη εκφράζεται μόνο με το σύνολο των εγκλημάτων που πραγμάτωσε και έτσι μπορεί και να καλυφθεί μόνο με το συνδυασμό των διατάξεων που το προβλέπουν 26. Πράγματι, κατά τη συλλογιστική διεργασία της συρροής, ο ερμηνευτής εμπλέκεται σε διαδικασίες κρίσης περί της λογικής και αξιολογικής ετερότητας των επιμέρους εγκλημάτων ώστε, σε περίπτωση επικάλυψης, δε δικαιολογείται η αποδοχή πλειόνων εγκλημάτων και η συνακόλουθη επιβολή αυξημένης ποινικής κύρωσης 27. Συνεπώς, η αυτοτέλεια της απαξίας των επιμέρους εγκλημάτων συνιστά εξαιρετικά κρίσιμο παράγοντα για την οριοθέτηση της εγκληματικής μονάδας 28. Πότε ωστόσο υφίσταται αυτή η αυτοτέλεια, ώστε η κοινωνική απαξία της συμπεριφοράς του δράστη εκφράζεται μόνο με το σύνολο των πραγματωθέντων εγκλημάτων; Πρέπει συνεπώς να εντοπισθεί το «κριτήριο του κριτηρίου» που θα προσδιορίσει την έννοια της εγκληματικής απαξίας και συνακόλουθα της εγκληματικής μονάδας. Κριτήριο μονάδας του εννόμου αγαθού Σύμφωνα με το κριτήριο του Μανωλεδάκη περί μονάδας του εννόμου αγαθού, στα πλαίσια ενός φιλελεύθερου προσανατολισμού ποινικού συστήματος, όπου το έγκλημα δε μπορεί παρά να νοείται σε σύνδεση με την προσβολή εννόμου αγαθού και η πράξη αντλεί την εγκληματική της απαξία συνδεόμενη με ορισμένο εγκληματικό αποτέλεσμα, ως κρίσιμο μέγεθος αναφοράς για την προβληματική της μέτρησης του 26 Κοτσαλής Λ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, 2006, σελ. 923-924, Κωστάρας Α., Έννοιες και θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, έκδ. Β, 2004, αρ. περ. 992, Μαγκάκης Γ. Α., Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα γενικού μέρους, τ. Β, 1979, σελ. 396, Μπιτζιλέκης Ν. στο βιβλίο με Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ. 336, 366, Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, Απόπειρα - Συμμετοχή - Συρροή, Αθήνα 2008, σελ. 324, Ραφτόπουλος Π., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό και Ειδικό Μέρος (Θεωρία και Πράξη), 1998, σελ. 248, Χαραλαμπάκης Α., Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, έκδ. 5 η, 2003, σελ. 411. 27 Μπιτζιλέκης Ν. στο βιβλίο με Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ. 366. 28 Βλ. και Ζησιάδη Ι., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τ. Β, 1971, αρ.περ. 487, Μπιτζιλέκη Ν. στο βιβλίο με Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 366-367, Μπουρόπουλο Α., Ερμηνεία Ποινικού Κώδικος (κατ άρθρον), Γενικόν Μέρος, τ. Α, 1959, σελ. 236-237. 15

εγκλήματος αναφύεται το έννομο αγαθό, όπου και εντοπίζεται ο πυρήνας του ειδικότερου περιεχομένου της εγκληματικής απαξίας της συμπεριφοράς του δράστη 29. Ειδικότερα, στο μέτρο που το έγκλημα αποτελεί προσβολή εννόμου αγαθού, η εγκληματική μονάδα αντιστοιχεί στην προσβολή μιας μονάδας εννόμου αγαθού, η οποία συνιστά το στοιχειώδες αυτοτελές ποινικό μέγεθος που αξιώνει για την προσβολή του μία ποινή 30. Όπως βέβαια τονίζεται από τον ίδιο το συγγραφέα, η αυτοτέλεια ενός εννόμου αγαθού δεν πρέπει να συλλαμβάνεται κατά τρόπο μηχανιστικό, ώστε να οδηγούμαστε στο συμπέρασμα περί πλειόνων εγκληματικών μονάδων σε περίπτωση διαπλοκής περισσότερων εννόμων αγαθών στο πεδίο της εγκληματικής προσβολής, στο μέτρο που υπάρχουν περιπτώσεις που τα έννομα αγαθά μπορεί να διαπλέκονται κατά την κοινωνική μορφή εμφάνισής τους, ώστε η επίκληση της αυτοτέλειάς τους δεν εμφανίζεται δικαιολογημένη 31. Πώς λοιπόν «μετρώνται» τα έννομα αγαθά για την ανεύρεση της μονάδας τους; Κατ αντιστοιχία με τη μέτρηση του εγκλήματος, έτσι και η μέτρηση του εννόμου αγαθού, ως τέτοια, προϋποθέτει ποσότητα και ομοιότητα των προς μέτρηση στοιχείων (πολλά και όμοια) 32. Απομένει λοιπόν, ο εντοπισμός του πρόσφορου, κατά τα ανωτέρω, νοητού επιπέδου αρίθμησης εννόμων αγαθών. Κατά τη «διαλεκτική σύλληψη» 33, η έννοια του εννόμου αγαθού παρουσιάζει τρεις όψεις σε αδιαίρετη ενότητα, ώστε το έννομο αγαθό δε μπορεί να νοηθεί δίχως κάποια από αυτές: α) τη γενικότητα ή καθολικότητα, η οποία εκφράζει το γένος του εννόμου αγαθού, που αντιπροσωπεύει ορισμένη αξία και συνιστά το αντικείμενο προστασίας των ποινικών νόμων, ως αφηρημένων εγκληματικών τύπων, β) τη 29 Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιτομή γενικού μέρους, στ έκδοση, 2005, αρ. περ.302, Του Ιδίου, To έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, 1998, αρ. περ. 261, 274, Του Ιδίου, Γενική θεωρία του ποινικού δικαίου, έκδ. Β, 1978, σελ. 35, Του Ιδίου, Ουσιώδη τινά ζητήματα επί συρροής εγκλημάτων, Αρμ 1969, 257 επ., Παπαδαμάκης Α., Προβλήματα συρροής στο στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1991, σελ. 25, Παύλου Σ., Οι αρχές της φαινομενικής συρροής Ι, Επικουρικότητα και συρροή. Συμβολή στη δογματική ανάλυση του αλληλοαποκλεισμού διατάξεων και της φαινομενικής συρροής εγκλημάτων στο Ποινικό Δίκαιο, 2003, σελ. 8. 30 Μανωλεδάκης Ι., ό.π., Του Ιδίου, ό.π., Παύλου Σ., ό.π. 31 Μανωλεδάκης Ι., Η τυποποίηση οικονομικών εγκλημάτων σε ειδικούς ποινικούς νόμους και η συρροή τους με αντίστοιχα εγκλήματα τυποποιημένα στον Ποινικό Κώδικα, σε «Τα οικονομικά εγκλήματα», Πρακτικά Δ Πανελλήνιου Συνεδρίου της ΕΕΠΔ, 1991, σελ. 97 επ. και σε «Μελέτες για Εμβάθυνση στο Ποινικό Δίκαιο», έκδ. Ζ, 2005, σελ. 463. 32 Μανωλεδάκης Ι., To έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, 1998, αρ. περ. 262, Του Ιδίου, Γενική θεωρία του ποινικού δικαίου, έκδ. Β, 1978, σελ. 35. 33 Μανωλεδάκης Ι., Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, 1973, ιδίως σελ. 35 επ. 16

μερικότητα ή ειδικότητα, η οποία εκφράζει το είδος του εννόμου αγαθού, αποδίδοντας έτσι την εξειδικευμένη μερικότητα του γένους που παραμένει αναλλοίωτο στα είδη του και γ) την ατομικότητα, η οποία αποδίδει σε συγκεκριμένο επίπεδο το έννομο αγαθό ως εμπειρικό αγαθό, ως υλικό αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου. Από τις όψεις της έννοιας του εννόμου αγαθού, η γενική καθολική όψη παρουσιάζει μεν ποσότητα αλλά όχι ομοιότητα, στο μέτρο που κάθε έννομο αγαθό στην καθολικότητά του, ως αξία, είναι διαφορετικό από το άλλο, ενώ η ατομικότητα παρουσιάζει, στη μοναδικότητα και το ανεπανάληπτό της, απέραντη ποσότητα και ετερότητα 34. Αντίθετα, η μερικότητα αποδίδει ποσότητα απέναντι στη γενική καθολικότητα και, ως συγκεκριμένη γενικότητα απέναντι στην ατομικότητα, αποβάλλει τη μοναδικότητα και ετερότητα της τελευταίας, συνθέτοντας έτσι την απαιτούμενη ποσότητα και ομοιότητα για τη μέτρηση των εννόμων αγαθών 35. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τονίζεται η σημασία της συνδρομής και των υπόλοιπων όψεων για το σχηματισμό της «μονάδας», εν όψει της αλληλεξάρτησής τους κατά το σχηματισμό της έννοιας του εννόμου αγαθού. Ειδικότερα, η αφηρημένη όψη προσδιορίζει τη μέτρηση σε ένα maximum, όπως αυτό προκύπτει από το γένος του εννόμου αγαθού, ενώ η ατομικότητα σε ένα minimum, περιορίζοντας σε ένα ελάχιστο όριο τη μονάδα του εννόμου αγαθού, που είναι ένα ενσώματο αντικείμενο, κάτω από το οποίο δεν υφίσταται «μονάδα» 36. Περαιτέρω, υποστηρίζεται πως, για το σχηματισμό της μονάδας του εννόμου αγαθού, απαιτείται η συνδρομή της έννοιας της «επιφάνειας δυνατότητας προσβολής», στο μέτρο που υπάρχουν έννομα αγαθά που παρουσιάζουν περισσότερες από μία δυνατότητες προσβολής, όπως είναι η σωματική ακεραιότητα, σε αντίθεση με τη ζωή που παρέχει μόνο μία επιφάνεια προσβολής, αποτελώντας έτσι μία μονάδα εννόμου αγαθού 37. Έτσι, ως επιπλέον παράγοντας για την εννοιολογική προσέγγιση της μονάδας του εννόμου αγαθού, τίθεται η «ελαστικότητα» αυτού, εξαρτώμενη από την ικανότητα του υλικού αντικειμένου που εξατομικεύει τη 34 Μανωλεδάκης Ι., To έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, 1998, αρ. περ. 262-263, Του Ιδίου, Γενική θεωρία του ποινικού δικαίου, έκδ. Β, 1978, σελ. 35-36. 35 Μανωλεδάκης Ι., ό.π., αρ. περ. 264, Του Ιδίου, ό.π., σελ. 36. 36 Μανωλεδάκης Ι., ό.π., αρ. περ. 265-266, Του Ιδίου, ό.π., σελ. 37. 37 Μανωλεδάκης Ι., ό.π., αρ. περ. 267, Του Ιδίου, ό.π., σελ. 38 επ. 17

μερικότητα του εννόμου αγαθού να μην εξαντλεί σε μια ατομική στιγμή απώλειας τον προορισμό του 38. Έτσι, στα πλαίσια της «διαλεκτικής σύλληψης» του εννόμου αγαθού, η μονάδα του ορίζεται ως «η συγκεκριμένη μερικότητα ενός (και του ίδιου γένους) αγαθού σε μία δυνατότητα («επιφάνεια») προσβολής της, που εξατομικεύεται τουλάχιστον σε ένα υλικό αντικείμενο». 39 Το κριτήριο της μονάδας του εννόμου αγαθού ακολουθείται πλέον από σημαντική μερίδα της επιστήμης 40. Η κρατούσα στη νομολογία άποψη αξιοποιεί μεν το μέγεθος του εννόμου αγαθού για τη διάκριση της φαινομένης από την αληθινή συρροή, χωρίς ωστόσο να ανάγεται στη μονάδα του, αρκούμενη στη θεώρησή του σε γενικό αφηρημένο επίπεδο 41. 1.2. Κριτική αξιολόγηση - Σύνδεση εγκληματικής μονάδας με την τυποποιημένη στο νόμο προσβολή μίας κατ ελάχιστο μονάδας εννόμου αγαθού Το κριτήριο της μονάδας του εννόμου αγαθού εντοπίζει ορθά τον πυρήνα της προβληματικής της εγκληματικής μονάδας στο έννομο αγαθό, που ως «λογική αφετηρία του ποινικού φαινομένου» 42 και απόλυτη προϋπόθεση της ποινικής τιμώρησης, δε μπορεί παρά να αποτελεί το βασικό μέγεθος αδίκου και τον καθοριστικό παράγοντα για τη «μέτρηση» της εγκληματικής απαξίας της 38 Μανωλεδάκης Ι., ό.π., Του Ιδίου, ό.π., σελ. 40. 39 Μανωλεδάκης Ι., ό.π., αρ. περ. 266. 40 Βλ. ενδεικτικά Καϊάφα-Γμπάντι Μ., Η διαφορά ή αυτοτέλεια των επιμέρους εγκλημάτων δεν αποτελεί κριτήριο για την κατάφαση αληθινής συρροής, Παρατηρήσεις σε ΑΠ 110/1998, Υπερ 1998, 1064 επ., και σε «Εμβάθυνση στην Ποινική Νομολογία», 2006, σελ. 213-216, Παπαδαμάκη Α., Προβλήματα συρροής στο στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1991, σελ. 25, Παύλου Σ., Οι αρχές της φαινομενικής συρροής Ι, Επικουρικότητα και συρροή. Συμβολή στη δογματική ανάλυση του αλληλοαποκλεισμού διατάξεων και της φαινομενικής συρροής εγκλημάτων στο Ποινικό Δίκαιο, 2003, σελ. 7, Του Ιδίου, «Απορρόφηση» και «επικουρικότητα» στη φαινομένη συρροή και ειδικότερα η αρχή της «μη τιμωρητής πρότερης ή ύστερης πράξεως», ΠοινΧρ 2006, 769 επ. 41 Βλ. ιδίως ΟλΑΠ 179/1990, ΠοινΧρ 1990, 996, ΟλΑΠ 180/1990, ΠοινΧρ 1990, 1002, στις οποίες και παραπέμπουν οι ΑΠ 2426/2008, Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 3/2005, Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 35/2005, ΠοινΔικ 2005, 672, ΕφΘεσ 289/2001, ΠοινΔικ 2003, 28, ΑΠ 517/1999, ΠοινΧρ 2000, 143, ΑΠ 971/1992, ΠοινΧρ 1972, 707. 42 Μανωλεδάκης Ι., To έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, 1998, αρ. περ. 261. 18

συμπεριφοράς του δράστη, προσδίδοντας την επιζητούμενη αυτοτέλεια και κοινωνική απαξία στις επιμέρους εγκληματικές πράξεις 43. Εντούτοις, η νομοτυπική περιγραφή ορισμένων εγκλημάτων προαπαιτεί την προσβολή περισσότερων μονάδων εννόμου αγαθού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση 44, 45, χρήσης πληθυντικού αριθμού κατά την περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς 46, ή ακόμη και διαφορετικών μονάδων εννόμου αγαθού, όπως στην περίπτωση των σύνθετων εγκλημάτων 47, 48, 49. Άλλωστε, η νομοτυπική διάπλαση, υπό την έννοια του τρόπου κατά τον οποίο είναι καταστρωμένες οι ποινικές διατάξεις που αξιώνουν την εφαρμογή τους, περιλαμβάνει τα κατ ιδίαν στοιχεία που έχουν ληφθεί υπόψη νομοθετικά για τη σύνθεση της εγκληματικής απαξίας και τα οποία, κατά τη σύγκριση των ποινικών διατάξεων στις οποίες ανήκουν, στα πλαίσια της συλλογιστικής διεργασίας της συρροής, ενδέχεται να αλληλοκαλύπτονται απαξιολογικά, υποδεικνύοντας έτσι την εφαρμογή μίας μόνο ποινικής διάταξης. Έτσι, πίσω από τη νομοτυπική διάπλαση κρύβεται η αρχή της απαγόρευσης της διπλής αξιολόγησης 50, η οποία, ως θεμελιακή αρχή που διατρέχει τα ποινικό μας σύστημα, εμποτίζει, ως βασικό σημείο αναφοράς, όλη τη συλλογιστική διεργασία της συρροής. 43 Βλ. και Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. στο βιβλίο του Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιτομή γενικού μέρους, ζ έκδοση, 2005, αρ. περ. 455. 44 Βλ. ενδεικτικά τις διατάξεις των άρ. 134 παρ. 1Β, 135 παρ. 1, 140, 146-149, 151, 264 α ΠΚ. 45 Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. στο βιβλίο του Μανωλεδάκη Ι., ό.π. 46 Βλ. και Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 7, Του Ιδίου, Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 48, Βαθιώτη Κ., Στοιχεία Ποινικού δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007, σελ. 523, Κοτσαλή Λ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, 2006, σελ. 936-937, Κωστάρα Α., Έννοιες και θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, έκδ. Β, 2004, αρ. περ. 970, Μαγκάκη Γ. Α., Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα γενικού μέρους, τ. Β, 1979, σελ. 399, Μυλωνόπουλο Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, Απόπειρα - Συμμετοχή - Συρροή, 2008, σελ. 328, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή κάνουν λόγο για «ενότητα εκ του νόμου». 47 Βλ. για παράδειγμα τη διάταξη του άρ. 380 ΠΚ που απαιτεί τόσο προσβολή κατά της προσωπικής ελευθερίας, όσο και προσβολή κατά της ιδιοκτησίας. 48 Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. στο βιβλίο του Μανωλεδάκη Ι., ό.π. 49 Βλ. και Γάφο Η., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τ. Β, έκδ., Β, 1975, σελ. 424, Κατσαντώνη Α., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τ. Α, 1973, σελ. 127, Μπουρόπουλο Α., Ερμηνεία Ποινικού Κώδικος (κατ άρθρον), Γενικόν Μέρος, τ. Α, 1959, σελ. 237, Μυλωνόπουλο Χ., ό.π., σελ. 327, Χαραλαμπάκη Α., Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, έκδ. 5 η, 2003, σελ. 409, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή κάνουν λόγο για «νομική ενότητα της πράξης». 50 Βλ. ενδεικτικά Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 48, Μπιτζιλέκη Ν. στο βιβλίο με Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., ό.π., σελ. 336, Παπαχρήστο Κ., Φαινομενική συρροή εγκλημάτων, Η σχέση της ειδικότητας με την απορρόφηση, 2007, σελ. 173 επ. 19

Συνεπώς, η τυποποίηση της προσβολής στο νόμο αποτελεί το βασικό μέγεθος αναφοράς για τη συγκρότηση της εγκληματικής μονάδας 51, θεωρημένης υπό το πρίσμα της απαγόρευσης της πολλαπλής τιμώρησης του δράστη για το ίδιο πράγμα. Έτσι, η εγκληματική μονάδα ανακύπτει από την τυποποιημένη στο νόμο προσβολή, η οποία αναφέρεται σε μία τουλάχιστον μονάδα εννόμου αγαθού, κάτω από την οποία δε δύναται να υπάρξει έγκλημα 52. 1.3. Δεύτερη μονάδα του ίδιου εγκληματικού είδους Βασική προβληματική αποτελεί ο καθορισμός της εγκληματικής μονάδας στα πλαίσια της ίδιας εγκληματικής προσβολής. Έτσι, σε περίπτωση, για παράδειγμα, σωματικής βλάβης κατά του Α και επανάληψής της κατά του ιδίου, πότε θα πρόκειται για την ίδια εγκληματική μονάδα και πότε για περισσότερες ώστε να γίνει λόγος για φαινομένη 53 και για αληθινή συρροή αντίστοιχα; Κριτήριο «φυσικής ενότητας της πράξης» Σύμφωνα με το κριτήριο της «φυσικής ενότητας της πράξης», πρόκειται για ένα έγκλημα σε περίπτωση ενότητας των επιμέρους πράξεων κατά τη φυσική αντίληψη του καθημερινού βίου, σύμφωνα με τα κριτήρια των φυσικών επιστημών, ώστε να τελούν σε άμεση χωροχρονική συνάφεια και να φαίνονται ακόμη και για τον 51 Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. στο βιβλίο του Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιτομή γενικού μέρους, ζ έκδοση, 2005, αρ. περ. 455-456., Κωστάρας Α., Έννοιες και θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, έκδ. Β, 2004, αρ. περ. 616. 52 Καϊάφα-Γκμπάντι Μ. στο βιβλίο του Μανωλεδάκη Ι., ό.π., αρ. περ. 456. 53 Βλ. όμως Μπιτζιλέκη Ν. στο βιβλίο με Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, σελ.331-332, Του Ιδίου, Αρχές και συνέπειες της φαινομενικής συρροής εγκλημάτων, ΠοινΧρ 2007, 97 επ., ο οποίος αρνείται τη δυνατότητα φαινομενικής συρροής στα πλαίσια του ίδιου εγκληματικού είδους, θεωρώντας πως, εάν δε συντρέχει αληθινή συρροή, πρόκειται για ενιαία εγκληματική προσβολή, στο μέτρο που οι επιμέρους πράξεις είναι απλώς κομμάτια που συνθέτουν τον ίδιο εγκληματικό τύπο και μια ενδεχόμενη αναγωγή στους κανόνες επίλυσης της φαινομενικής συρροής δεν θα είχε να εισφέρει τίποτα στην προβληματική. Στην ίδια κατεύθυνση και οι Κατσαντώνης Α., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τ. Α, 1973, σελ. 129, Κοτσαλής Λ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, 2006, σελ. σελ. 939 επ., Κωστάρας Α., Έννοιες και θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, έκδ. Β, 2004, αρ. περ. 970, Μαγκάκης Γ. Α., Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα γενικού μέρους, τ. Β, 1979, σελ. 400, Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, Απόπειρα - Συμμετοχή - Συρροή, 2008, σελ. 336 επ., Χαραλαμπάκης Α., Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, έκδ. 5 η, 2003, σελ. 409. 20

τρίτο ως ενιαία πράξη που απαρτίζει το όλο 54. Πότε ωστόσο συντρέχει η επιζητούμενη χωροχρονική συνάφεια και ποιος είναι ο καθοριστικός παράγοντας για την κρίση του τρίτου παρατηρητή περί ενότητας της πράξης; Πρόκειται για μια «θολή» θεώρηση που δε δίνει σαφείς κατευθύνσεις, χρήζουσα περαιτέρω εξειδίκευσης 55. Ποικίλα είναι τα επιμέρους κριτήρια που έχουν προταθεί για την επεξήγηση της «φυσικής ενότητας της πράξης». Ενδεικτικά έχει υποστηριχθεί η «ενότητα του δόλου» ως κρίσιμος παράγοντας για τη συνένωση της πλειονότητας σε ένα έγκλημα, η «ενότητα του αποτελέσματος» στην περίπτωση που η προσβολή κείται εντός του εκάστοτε ποσοτικού πλαισίου (quantum) προσβολής καθώς και η «ενότητα της κατάστασης» βάσει τόσο της έλλειψης αυτοτελούς απαξίας των επιμέρους πράξεων («αξιολογική πλευρά της ενότητας») όσο και της κοινής ψυχικής προέλευσης και των κινήτρων του δράστη («προσωπική πλευρά της ενότητας») 56. Σε ένα ποινικό σύστημα φιλελεύθερου προσανατολισμού όπου η αφετηρία του ποινικού ενδιαφέροντος εντοπίζεται στην πράξη 57, 58, ο κρίσιμος παράγοντας για την οριοθέτηση της εγκληματικής μονάδας, συναπτόμενης με το καίριο πρακτικό ζήτημα της τιμώρησης του δράστη για ένα ή περισσότερα εγκλήματα, δε μπορεί να εξαρτάται από μεγέθη αμιγώς υποκειμενικά όπως η «ενότητα του δόλου». Άλλωστε, μια τέτοια θεώρηση οδηγεί σε άτοπα πρακτικά αποτελέσματα, αρκεί να σκεφτεί κανείς την περίπτωση του δράστη, που μετά από κάποια χτυπήματα κατά του θύματος, θεωρώντας ότι το ξυλοφόρτωσε αρκετά, στρέφεται να φύγει. Προτού όμως αποχωρήσει, αλλάζει γνώμη και επανέρχεται με νέα χτυπήματα κατά του ίδιου προσώπου 59. Κατά το κριτήριο της «ενότητας του δόλου», ελλείψει ενιαίας βούλησης, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η ύπαρξη δεύτερης εγκληματικής μονάδας και συνεπώς η αληθινή συρροή των σωματικών βλαβών που τέλεσε ο δράστης. Αντ 54 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 96 επ., Του Ιδίου, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 17 επ., ο οποίος παραθέτει τη «φυσική ενότητα της πράξης» ως προταθέν στη γερμανική επιστήμη κριτήριο, Βαθιώτη Κ., Στοιχεία Ποινικού δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007, σελ. 520-521, Μυλωνόπουλο Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, Απόπειρα - Συμμετοχή - Συρροή, 2008, σελ. 336 επ. 55 Βλ. και Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 17. 56 Για την παράθεση των σχετικών κριτηρίων στα πλαίσια της γερμανικής επιστήμης βλ. Ανδρουλάκη Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 98 επ., Του Ιδίου, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 17-18. 57 Άρθρα 1, 14 ΠΚ, 7 Σ. 58 Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιτομή γενικού μέρους, στ έκδοση, 2001, αρ. περ. 170, 286. 59 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 18. 21

αυτού και προκειμένου να γίνει δεκτή η ύπαρξη ενός μόνο εγκλήματος, υποστηρίζεται από τον Binding, εισηγητή της διδασκαλίας περί ενιαίου δόλου, η ευθεία αναγωγή στη «φυσική αντίληψη», η οποία «κατισχύει της επιχειρηματολογίας» 60. Με τον τρόπο αυτό, είναι σαφής η αδυναμία της θεώρησης περί ενότητας του δόλου να λειτουργήσει ως κριτήριο της «φυσικής ενότητας της πράξης», αδυναμία που αναγνωρίζεται από τον ίδιο τον υποστηρικτή της και δε δύναται να αντιμετωπισθεί με την οποιαδήποτε αναγωγή στο ζητούμενο της «φυσικής αντίληψης». Αναφορικά με το κριτήριο της «ενότητας του αποτελέσματος» το οποίο συντρέχει σε περίπτωση προσβολής κείμενης εντός του εκάστοτε quantum προσβολής, τα ποσοτικά όρια της εγκληματικής προσβολής συνιστούν μέγεθος επισφαλές, μη δυνάμενο να προσδιορισθεί 61. Για παράδειγμα, σε περίπτωση ενός διαρρήκτη ο οποίος αφαιρεί περισσότερα υλικά αντικείμενα από μια οικία, όπου και επιστρέφει την επομένη, πού εντοπίζεται το quantum προσβολής; Στην πάροδο της ημέρας; Και αν επιστρέψει σε μία ώρα; Στην πάροδο αυτής; Πόσο μεγάλη πρέπει να είναι η χρονική απόσταση μεταξύ των επιμέρους πράξεων ώστε η προσβολή να κείται εντός του εκάστοτε quantum ; 62 Συνεπώς, η εν λόγω θεώρηση αδυνατεί να δώσει απαντήσεις σε περίπτωση διακοπής της συνέχειας των επιμέρους πράξεων 63, η οποία και αποτελεί το βασικό ζητούμενο στην προβληματική της αναζήτησης της δεύτερης εγκληματικής μονάδας του ίδιου εγκληματικού είδους. Το κριτήριο της «ενότητας της κατάστασης», αξιοποιεί το αξιολογικό στοιχείο της αυτοτελούς απαξίας των επιμέρους πράξεων, συνδέοντάς το με το υποκειμενικό της ψυχικής προέλευσης και των κινήτρων του δράστη. Κατά τον Maiwald, εισηγητή της εν λόγω θεώρησης, η συνέχιση της πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος σημαίνει απλώς ποσοτική ένταση της προσβολής, στερούμενη αυτοτελούς εγκληματικής απαξίας, εφόσον ο δράστης προέβη στις επιμέρους πράξεις στα πλαίσια της ίδιας κατάστασης, ώστε όλες να έχουν κοινή ψυχική προέλευση και κοινά κίνητρα 64. Ωστόσο, η εν λόγω θεώρηση δε μπορεί να γίνει δεκτή, στο μέτρο 60 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., ό.π., σελ. 18, Toυ Ιδίου, Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 104. 61 Βλ. και Ανδρουλάκη Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 109. 62 Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 18-19. 63 Ibid. 64 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 18, Toυ Ιδίου, Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 103-104. 22

που εξαρτά την κρίση περί αυτοτέλειας της εγκληματικής απαξίας των επιμέρους πράξεων από μεγέθη όχι μόνο υποκειμενικά και επισφαλή αλλά κείμενα εκτός της έννοιας του εγκλήματος 65, για το οποίο οι υποκείμενες καταστάσεις που ώθησαν το δράστη σε αυτό είναι αδιάφορες, λαμβανόμενες υπόψη μόνο στα πλαίσια της επιμέτρησης, ως ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β και γ. Συνεπώς, το κριτήριο της «φυσικής ενότητας της πράξης», μη δυνάμενο να προσδιορισθεί σαφώς από τους υποστηρικτές του, δε μπορεί να δώσει ασφαλείς κατευθύνσεις στην προβληματική της οριοθέτησης της εγκληματικής μονάδας στα πλαίσια του ίδιου εγκλήματος, υφισταμένης έτσι της ανάγκης αναγωγής σε εκείνο τον καθοριστικό παράγοντα που θα υποδείξει το σημείο τομής και ουσιαστικής διαφοροποίησης των επιμέρους προσβολών, ώστε να γίνει λόγος για δεύτερη εγκληματική μονάδα και συνακόλουθα, για αληθινή συρροή. Κριτήριο «ειρήνευσης του εννόμου αγαθού» Αποκρούοντας το κριτήριο της «φυσικής ενότητας της πράξης» και τις εξειδικεύουσες αυτό θεωρήσεις, ο Ανδρουλάκης υποστηρίζει πως η αναζήτηση της ορθής λύσης στο ζήτημα της δεύτερης εγκληματικής μονάδας του ίδιου εγκληματικού είδους πρέπει να εκκινήσει όχι από το στοιχείο που ενώνει τα επιμέρους αλλά από αυτό που τα διαφοροποιεί 66. Έτσι, το κέντρο βάρους της προβληματικής εντοπίζεται στο στοιχείο που ενυπάρχει πάντοτε στην πρώτη πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης, όχι όμως και στη δεύτερη, που δεν είναι άλλο από την κατάλυση της κοινωνικής ειρήνης, δηλαδή της κοινωνικά εμπεδωμένης εμπιστοσύνης στο απρόσβλητο του εννόμου αγαθού με την «περιχαράκωσή» του μέσα στην οικεία «σφαίρα επιρροής και χρήσης» και για όσο χρόνο διαρκεί αυτή η κατάλυση 67. Συνεπώς, σε περίπτωση που η επερχόμενη πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης λάβει χώρα στα πλαίσια της αυτής κατάλυσης της ειρήνευσης του εννόμου αγαθού, η οποία εντωμεταξύ δεν είχε αποκατασταθεί, πρόκειται για μία εγκληματική μονάδα, αδυνατώντας έτσι να στοιχειοθετήσει επόμενο έγκλημα, 65 Ανδρουλάκης Ν., Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 19, Toυ Ιδίου, Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 113-114. 66 Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 19. 67 Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 20, Του Ιδίου, ό.π., σελ. 115 επ. 23

συνιστώντας απλώς ποσοτική επιβάρυνση του πρώτου 68. Αντίθετα, σε περίπτωση που μετά την πρώτη πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης, η καταλυθείσα κοινωνική ειρήνη αποκαταστάθηκε πριν τη νέα προσβολή, πρόκειται για νέα κατάλυση με την επερχόμενη πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνεπώς για δεύτερη εγκληματική μονάδα 69. Στο ερώτημα περί των ορίων κατάλυσης της εμπιστοσύνης και επέλευσης της αποκατάστασής της, ο Ανδρουλάκης τονίζει πως για όσο χρόνο ο δράστης παραμένει ανεπίτρεπτα στην αλλότρια σφαίρα εξουσίασης και ελέγχου καθώς και στις περιπτώσεις πρόσκαιρης απομάκρυνσής του για καλύτερη διεξαγωγή του εγχειρήματος, βρισκόμαστε ενώπιον της αυτής, μη αποκατασταθείσας κατάλυσης και συνεπώς της αυτής εγκληματικής μονάδας, με την επιφύλαξη της παρέμβασης εκπροσώπων των κοινωνικών ασφαλιστικών θεσμών, οπότε θα αποκατασταθεί εντωμεταξύ η «ειρήνευση» και συνεπώς θα γίνει λόγος για δεύτερη εγκληματική μονάδα 70. Απαραίτητη προϋπόθεση σε κάθε περίπτωση είναι η αντίστοιχη προσωπική στάση του δράστη, καταφάσκουσα την κατάλυση της κοινωνικής ειρήνης 71. Πέραν ωστόσο των περιπτώσεων όπου η κατάλυση της ειρήνευσης των εννόμων αγαθών και η αποκατάστασή της νοούνται σε σχέση με την εισβολή και παραμονή του δράστη στην αλλότρια σφαίρα επιρροής και χρήσης, οπότε πρόκειται για «εγκλήματα απλής προσβολής» 72, υπάρχουν εγκλήματα όπου το ζήτημα των ορίων της κατάλυσης τίθεται διαφορετικά 73. Προς ευχερέστερη αντιμετώπιση του ζητήματος, ο Ανδρουλάκης κάνει λόγο για «εγκλήματα σχέσης», η πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης των οποίων προϋποθέτει τη σύναψη μιας «επίψογης προσωπικής σχέσης» ανάμεσα στο δράστη και το θύμα ή τον αναγκαίο συμμέτοχο και για «εγκλήματα οργάνωσης» ή «οργανωμένης προσβολής», η αντικειμενική υπόσταση των οποίων προϋποθέτει μια ορισμένη οργάνωση, τεχνική ή βιοτική 74. Έτσι, ενδεικτικά, στην περίπτωση των «εγκλημάτων σχέσης», ο Ανδρουλάκης εντάσσει τις περιπτώσεις της αιμομιξίας (345 ΠΚ), της αποπλάνησης ανηλίκων (339 68 Ανδρουλάκης Ν., Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 20, Toυ Ιδίου, Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 118. 69 Ibid. 70 Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 21, Του Ιδίου, ό.π., σελ. 127-128. 71 Ανδρουλάκης Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 128. 72 Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 132. 73 Ανδρουλάκης Ν., Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 22, Toυ Ιδίου, Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 129. 74 Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 21-22, Του Ιδίου, ό.π., σελ. 129-132. 24

ΠΚ), της δωροδοκίας δωροληψίας (235-237 ΠΚ), ενώ ως χαρακτηριστικά παραδείγματα των «εγκλημάτων οργάνωσης» αναφέρει την παραχάραξη (207 ΠΚ) και τη νοθεία τροφίμων, φαρμάκων κλπ. (281 ΠΚ) 75. Συνεπώς, όσο διατηρείται η επίψογη σχέση και η οργάνωση αντίστοιχα, ο δράστης παραμένει ανεπίτρεπτα στην αλλότρια σφαίρα νόμιμης επιρροής και χρήσης, συντηρουμένης της αυτής κατάλυσης του εννόμου αγαθού, οπότε πρόκειται για ένα έγκλημα 76. Για παράδειγμα, όσες φορές και αν ασελγήσει ο παιδεραστής στον ανήλικο, όσα δώρα και αν λάβει ο υπάλληλος, εφόσον οι πράξεις αυτές αποτελούν έκφραση της ίδιας επίψογης σχέσης, πρόκειται για ένα έγκλημα 77. Ανάλογα υποστηρίζονται σε σχέση με την οργάνωση, οπότε θα έχουμε νέο έγκλημα σε περίπτωση ανακατασκευής και επαναφοράς σε λειτουργία των εγκαταστάσεων του παραχαράκτη ή του νοθευτή τροφίμων, φαρμάκων κλπ., οι οποίες είχαν προηγουμένως καταστραφεί ή τεθεί σε αχρησία 78. Αναφορικά δε με την περίπτωση των «εγκλημάτων απλής προσβολής», ο Ανδρουλάκης αναφέρεται στο παράδειγμα του λαθροκυνηγού ο οποίος, σε περίπτωση διακοπής της δράσης του προκειμένου να αναπαυθεί σε μια ερημική καλύβα, ώστε εν συνεχεία να τη συνεχίσει, διαπράττει ένα μόνο έγκλημα, σε αντίθεση με την περίπτωση της διανυκτέρευσής του σε γειτονικό χωριό, οπότε η δράση του την επομένη θα έχει αριθμητική αυτοτέλεια 79. Το κριτήριο της «ειρήνευσης του εννόμου αγαθού» υιοθετείται από την απολύτως κρατούσα άποψη 80, χωρίς ωστόσο να υπάρχει σύγκλιση ως προς την ακριβή οριοθέτηση της «καταλυθείσας κοινωνικής ειρήνης». Για παράδειγμα, κατά μία άποψη, συντρέχει νέα προσβολή και συνεπώς νέα εγκληματική μονάδα της ιδιοκτησίας σε περίπτωση που ο διαρρήκτης εγκαταλείψει την οικία, επανερχόμενος 75 Ανδρουλάκης Ν., Γενικό Μέρος ΙΙΙ, Συρροή Παραγραφή, 2008, σελ. 22, Toυ Ιδίου, Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 129-130. 76 Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 22, Toυ Ιδίου, ό.π., σελ. 131. 77 Ibid. 78 Ανδρουλάκης Ν., ό.π., σελ. 22-23, Του Ιδίου, ό.π., σελ. 131. 79 Ανδρουλάκης Ν., Περί συρροής εγκλημάτων, Δογματική Θεμελίωσις, τ. Α, 1966, σελ. 132. 80 Βλ. ενδεικτικά Βαθιώτη Κ., Στοιχεία Ποινικού δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007, σελ. 521, Καραγιαννόπουλο Α., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2005, σελ. 221, Κατσαντώνη Α., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τ. Α, 1973, σελ. 129, Κοτσαλή Λ Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, 2006, σελ. 939 επ., Κωστάρα Α., Έννοιες και θεσμοί του Ποινικού Δικαίου, έκδ. Β, 2004, αρ. περ. 969, Μαγκάκη Γ. Α., Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα γενικού μέρους, τ. Β, 1979, σελ. 400, Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Επιτομή γενικού μέρους, στ έκδοση, 2001, αρ. περ. 309, Μπιτζιλέκη Ν. στο βιβλίο με Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008, Μυλωνόπουλο Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, Απόπειρα - Συμμετοχή - Συρροή, 2008, σελ. 338, Χαραλαμπάκη Α., Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, έκδ. 5 η, 2003, σελ. 409. 25

την επομένη ή μετά από λίγες ημέρες 81, ενώ κατά άλλη άποψη, δεν αρκεί η εγκατάλειψη της οικίας από το δράστη για την αποκατάσταση της ειρήνευσης του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας, αλλά απαιτείται είτε η αποκατάσταση της δυνατότητας εξουσίασης του κατόχου στα πράγματα, η οποία δεν υφίσταται ενόσω αυτός απουσιάζει, είτε αλλαγή της εξουσιαστικής συμπεριφοράς του κατόχου πάνω στα υπόλοιπα πράγματα, κατόπιν γνώσης της γενόμενης αφαίρεσης 82. 1.4. Κριτική αξιολόγηση Η θεώρηση της κατάλυσης και αποκατάστασης του ειρηνευμένου status του εννόμου αγαθού, ως κριτηρίου οριοθέτησης της δεύτερης μονάδας του ίδιου εγκληματικού είδους, εντοπίζει ορθά την ουσία της προβληματικής στο έννομο αγαθό και τη διαφοροποίηση της κατάστασής του από την αρχική προσβολή, σε μια προσπάθεια συγκεκριμενοποίησης του κρίσιμου εκείνου μεγέθους που σηματοδοτεί τη συγκρότηση νέας μονάδας. Εντούτοις, η ανάγκη αποσαφηνίσεων δεν έχει παρακαμφθεί, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για την έκφραση διαφοροποιημένων, κατ αποτέλεσμα, απόψεων στα πλαίσια του αυτού κριτηρίου: Πότε ακριβώς επέρχεται λοιπόν η «κατάλυση της ειρήνευσης του εννόμου αγαθού»; Ειδικότερα, εκκινώντας από τα «εγκλήματα απλής προσβολής», ανακύπτει το ζήτημα του ακριβούς προσδιορισμού της «σφαίρας νομίμου επιρροής και χρήσης», μεγέθους καθοριστικού για την προσέγγιση και οριοθέτηση της εγκληματικής μονάδας. Για παράδειγμα, πώς νοείται η «σφαίρα νομίμου επιρροής και χρήσης» στην περίπτωση του λαθροκυνηγού; Είναι πράγματι κρίσιμη η διανυκτέρευση του δράστη στο γειτονικό χωριό αντί της ερημικής καλύβας, ώστε να γίνει λόγος περί δεύτερης εγκληματικής μονάδας και συνακόλουθα αληθινής συρροής 83 ; Πώς καθορίζεται η «σφαίρα νομίμου επιρροής και χρήσης» στην περίπτωση των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, εάν ο δράστης επανέλθει στην αλλότρια ιδιοκτησία για την αφαίρεση των υπολοίπων αντικειμένων που είχε αφήσει ανέπαφα την προηγούμενη; Πώς προσδιορίζεται το «πρόσκαιρο» της απομάκρυνσής του για την καλύτερη διεξαγωγή του εγχειρήματος, μέγεθος που προτάσσεται ως ενδεικτικό 81 Κατσαντώνης Α., ό.π., σελ. 129-130, Κωστάρας Α., ό.π. 82 Μπιτζιλέκης Ν. στο βιβλίο με Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., ό.π., Του Ιδίου, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, Άρθρα 372-384 α ΠΚ, έκδ. 12 η, 2004. 83 Βλ. υποσημ. υπ αρ. 69. 26