ΚΕΦΑΛΑΙΟ V. Οι χρηµατοοικονοµικές εξελίξεις που διαδραµατίστηκαν κατά την 8 η

Σχετικά έγγραφα
ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Value at Risk (VaR) και Expected Shortfall

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΚΡΑΙΩΝ ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΘΟ ΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ

Κατευθυντήριες γραμμές

Α Π Ο Φ Α Σ Η 8/459/ του ιοικητικού Συµβουλίου

ΕΕΟ 11. Η χρήση στατιστικών εργαλείων στην εκτιμητική

Είδη Μεταβλητών. κλίµακα µέτρησης

χρηµατοοικονοµικών παράγωγων συµβολαίων είναι για: αντιστάθµιση κινδύνων επενδυτικούς λόγους

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κατευθυντήριες γραμμές

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ BRAND NAME ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΙΣΗΓΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΕΤΑΙΡΙΩΝ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ΕΓΓΡΑΦΟ ΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΙΙΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝ ΥΝΟΥ Οκτώβριος 2004

Πρόγραμμα Σπουδών: Διοίκηση Επιχειρήσεων & Οργανισμών Θεματική Ενότητα: ΔΕΟ 41 Αγορές Χρήματος & Κεφαλαίου. Ακαδημαϊκό έτος:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. H πηγή επιχειρησιακών βιβλίων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII: ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (TRADING)

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ. Οικονομετρία

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Αποτελέσματα Άσκησης Συνολικής Αξιολόγησης 2015 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την αξιολόγηση ιδίων κινδύνων και φερεγγυότητας

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αντιμετώπιση των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων των συμμετοχών

Ι. Χ. ΜΑΥΡΙΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ- ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

Περιεχόμενα. Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα

Περίληψη Διδακτορικής Διατριβής ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Περιβάλλοντος. Ευστράτιος Γιαννούλης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I 1 ΤΡΕΧΟΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ. Η έννοια της παρακολούθησης και διαχείρισης κινδύνου έχει εφαρµογή σε ποικίλους τοµείς

Μάθημα: Διαχείριση Ρίσκου

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Ο ΗΓΙΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΙΜΟΛΟΓΗΣΗΣ ΥΠΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 120/2 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Case 04: Επιλογή Χαρτοφυλακίου IΙ «Null Risk Securities» ΣΕΝΑΡΙΟ

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ. Ενότητα 2: ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Τμήμα ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/534 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2017

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Credit Value at Risk

Ειδικά Θέματα Διαχείρισης Κινδύνου. Μεταβλητότητα (Volatility)

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜ. 123/

Κατευθυντήριες γραμμές. σχετικά με την έμμεση υποστήριξη στις πράξεις τιτλοποίησης EBA/GL/2016/08 24/11/2016

ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ

MANAGEMENT OF FINANCIAL INSTITUTIONS

Κατευθυντήριες γραμμές

Α Π Ο Φ Α Σ Η 3/378/ τoυ ιοικητικού Συµβουλίου

Εισαγωγικό Κείμενο 2 η Δημόσιας Διαβούλευσης για τη Μεθοδολογία Υπολογισμού Ελάχιστου Κόστους Υδροηλεκτρικών Μονάδων

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 113/

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Συσχέτιση (Correlation) - Copulas

Δηµοσιοποιήσεις σύµφωνα µε το Παράρτηµα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε µε την Απόφαση 9/572/23.12.

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Μεθοδολογία της Τράπεζας της Ελλάδος για την κατασκευή των δεικτών τιµών ακινήτων

JC May 2014

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΕΙΔΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ΣΥΝΟΛΟ (Α) 7, Β. ΜΕΙΟΝ: ΣΥΝΟΛΟ ΑΦΑΙΡΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Β) 2, Γ. ΣΥΝΟΛΟ ΒΑΣΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Α-Β) 4,

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων για τις μακροπρόθεσμες εγγυήσεις

ΘΕΜΑ 3 Επομένως τα μερίσματα για τα έτη 2015 και 2016 είναι 0, 08 0,104

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ 7. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Εισαγωγικές Έννοιες 13

Τεχνική Ανάλυση Μετοχής ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΓΡ.

Τα κύρια σηµεία της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι: Η πειραµατική µελέτη της µεταβατικής συµπεριφοράς συστηµάτων γείωσης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Ερώτηση 4 Πιστεύετε ότι η διάκριση µεταξύ υπηρεσιών τύπου Α και Β πρέπει να αναθεωρηθεί;

EBA/GL/2014/ Σεπτεμβρίου 2014

Είδη Μεταβλητών Κλίμακα Μέτρησης Οι τεχνικές της Περιγραφικής στατιστικής ανάλογα με την κλίμακα μέτρησης Οι τελεστές Π και Σ

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ Ενότητα 5: Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2014) 9656 final.

Τεχνική Ανάλυση Μετοχής ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΓΡ.

Επισκόπηση των εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

Γραπτή Εργασία 3 Παράγωγα Αξιόγραφα. Γενικές οδηγίες

Δημοσιοποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση 9/572/23.12.

2 Άρθρο 1 Υποχρέωση δηµοσιοποίησης πληροφοριών 1. Οι πληροφορίες του Παραρτήµατος Ι της παρούσας Απόφασης δηµοσιοποιούνται από τις Επιχειρήσεις Παροχή

ΤΟ ΝΕΟ «ΣΥΝΤΑΓΜΑ» ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΩΝ: MiFID II/ MiFIR ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ

BLACKROCK GLOBAL FUNDS. Αριθμός Εμπορικού Μητρώου Λουξεμβούργου B 6317

1.3. Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές απευθύνονται στις εποπτικές αρχές κατά την οδηγία Φερεγγυότητα II.

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...13

Εισόδημα Κατανάλωση

Περιεχόμενα 9. Περιεχόμενα

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕΠΕΥ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 9/459/ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Η επίδραση της δειγματοληπτικής αβεβαιότητας των εισροών στη στοχαστική προσομοίωση ταμιευτήρα

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Κατευθυντήριες γραµµές για αρµόδιες αρχές και εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ

VΙΙΙ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΙΝ ΥΝΟΣ 4. Εξελιγµένη µέθοδος µέτρησης

Αγορές Χρήματος και Κεφαλαίου. Θεωρία Αποτελεσματικών Αγορών (Επανάληψη) Μεταπτυχιακό στην Οικονομική Επιστήμη ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ

Η Επόµενη Ηµέρα των Ελληνικών Τραπεζικών Μετοχών

CREDIT RISK - BASEL II & CRD

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Δ01 - Δ20, Δ29, Δ30: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΓΟΡΑΣ - ΠΔ/ΤΕ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΣΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ ATTICA BANK

Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (M.B.A.)


Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές).

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Πρόγραµµα Σπουδών: ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ Θεµατική Ενότητα: ΤΡΑ-61 Στρατηγική Τραπεζών Ακαδηµαϊκό Έτος:

ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ. Βιολέττα Δάλλα. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών

Τεχνική Ανάλυση Μετοχής ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΓΡ.

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ

Κατευθυντήριες γραμμές

ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της [ημέρα Μήνας ΕΤΟΣ]

Συλλογή,, αποθήκευση, ανανέωση και παρουσίαση στατιστικών δεδοµένων

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης

Transcript:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΚΑΘΟΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι χρηµατοοικονοµικές εξελίξεις που διαδραµατίστηκαν κατά την 8 η δεκαετία του προηγούµενου αιώνα αποτέλεσαν την απαρχή µιας νέας εποχής στην αντιµετώπιση του χρηµατοοικονοµικού κινδύνου η οποία ολοκληρώθηκε µε την πρώτη Συνθήκη της Βασιλείας το 1988. Οι επιµέρους λεπτοµέρειες του θεσµικού πλαισίου το οποίο ορίστηκε από την Επιτροπή της Βασιλείας ρυθµίστηκαν καθ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. 172

Η RiskMetrics TM (1994) εκτίµησε τον κίνδυνο αγοράς µέσω τριών µεθόδων εκτίµησης της Μέγιστης Αναµενόµενης υνητικής Ζηµίας (ΜΑ Ζ), το οποίο µεταγενέστερα αποτέλεσε το εφαρµοσµένο πεδίο πάνω στο οποίο θα οριοθετούνταν τα εσωτερικά υποδείγµατα. Αν και η RiskMetrics TM περιγράφει όλες τις παραδοσιακές προσεγγίσεις της ΜΑ Ζ, η υποκειµενική οπτική που παραθέτει έγινε αντικείµενο κριτικής εξαιτίας των υποθέσεων που εισάγει (π.χ. µεταξύ άλλων, σταθερότητα και γενικευµένη εφαρµογή του συντελεστή φθοράς (decay factor)). Από την άλλη πλευρά, η προτεινόµενη µεθοδολογία αποτέλεσε το εφαλτήριο για την έναρξη µιας νέας εποχής που άρχισε από την τροποποίηση της πρώτης Συνθήκης της Βασιλείας (1996 Market Risk Amendment Basel Committee). Έτσι, το 1996, η Επιτροπή της Βασιλείας τροποποίησε το επιµέρους πλαίσιο το οποίο αφορά τον κίνδυνο αγορά. Μία από τις τροποποιήσεις αφορούσε την παροχή στα πιστωτικά ιδρύµατα της διακριτικής ευχέρειας να εφαρµόσουν εσωτερικά υποδείγµατα προκειµένου να αναγνωρίσουν, να αποτιµήσουν και να διαχειριστούν τους χρηµατοοικονοµικούς κινδύνους που ενέχουν οι ανοιχτές τους θέσεις. Η Επιτροπή της Βασιλείας, καθόρισε τόσο την τυποποιηµένη µέθοδο όσο και τη µέθοδο εφαρµογής των εσωτερικών υποδειγµάτων για τον υπολογισµό των κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυµάτων που απορρέει από ανοιχτές θέσεις οι οποίες αφορούν στον κίνδυνο αγοράς. Η τυποποιηµένη µέθοδος αντιµετωπίζει, ως µεµονωµένες θέσεις, τις ανοιχτές θέσεις των πιστωτικών ιδρυµάτων µεταξύ οµοίων διαστηµάτων µέχρι τη λήξη, χωρίς να λαµβάνει υπόψη της οποιοδήποτε αποτέλεσµα µείωσης του κινδύνου αγοράς µέσω της διαφοροποίησης ή της αντιστάθµισης του χαρτοφυλακίου. Επίσης, η τυποποιηµένη µέθοδος υποθέτει οµαδοποίηση των κινδύνων αγοράς σύµφωνα µε τον παράγοντα κινδύνου που τους γεννά και όχι σύµφωνα µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (αποτίµηση, µεταβλητότητα, κτλ.) των προϊόντων που ενέχουν κίνδυνο αγοράς. Από το 1996 και µετά, τα πιστωτικά ιδρύµατα δύνανται να χρησιµοποιούν, κατόπιν εγκρίσεως από τις αρµόδιες εποπτικές αρχές, τα ως άνω εσωτερικά υποδείγµατα για τη διαχείριση του κινδύνου αγοράς. Τα πιστωτικά ιδρύµατα, από την πλευρά τους, πιεζόµενα από τις εξελίξεις και τον µεταξύ τους ανταγωνισµό εγκατέλειψαν την τυποποιηµένη µέθοδο προσέγγισης και 173

αναφοράς του κινδύνου αγοράς και άρχισαν να εφαρµόζουν, επίσηµα, τη µέθοδο των εσωτερικών υποδειγµάτων. Αρχικά, οι ιευθύνσεις ιαχείρισης Κινδύνου των πιστωτικών ιδρυµάτων, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, χρησιµοποίησαν τις µεθόδους της ιστορικής προσοµοίωσης, της διακύµανσης συνδιακύµανσης και της προσοµοίωσης Monte Carlo για τον υπολογισµό της Μέγιστης Αναµενόµενης υνητικής Ζηµίας (ΜΑ Ζ), µέτρο η οποία αποτελεί τη βάση για τον υπολογισµό του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. 2 ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ Κάθε µία από τις µεθόδους, που αναφέρονται στην προηγούµενη ενότητα, συνδέεται, στο θεωρητικό πεδίο, µε κάποια εγγενή αλλά και τεκµαιρόµενα µειονεκτήµατα και πλεονεκτήµατα, τα οποία δεν εξετάζονται επαρκώς από τα πιστωτικά ιδρύµατα. Αντίθετα, η ακαδηµαϊκή κοινότητα παρέχει επαρκείς αναφορές στις αδυναµίες των υποδειγµάτων αυτών, προτείνοντας ταυτόχρονα εναλλακτικές επιλογές ή τροποποιήσεις αυτών των υποδειγµάτων. Το κεφάλαιο II επικεντρώθηκε στη σύνθεση και παρουσίαση των βασικών µεθόδων υπολογισµού της Μέγιστης Αναµενόµενης υνητικής Ζηµίας (ΜΑ Ζ). Αρχικά, παρουσιάστηκε η µεθοδολογία των δέλτα κανονικών υποδειγµάτων, τα οποία αποτελούν παραµετρικά υποδείγµατα που εκτιµώνται βάσει των ιστορικών δεδοµένων (π.χ. ισοσταθµισµένη εκτίµηση της διακύµανσης, διακύµανση και συνδιακύµανση κατά RiskMetrics TM, διακύµανση κατά ΓΑΥΣΕΥ, κτλ.). Τα παραµετρικά υποδείγµατα παράγουν, κατά κόρον, κάποια µήτρα διακύµανσης συνδιακύµανσης (ή µήτρα συσχετίσεων) η οποία αποτελεί τη βάση επαναποτίµησης των γραµµικά αποτιµηµένων ή ψευδο γραµµικά αποτιµηµένων θέσεων ώστε να παραχθεί η ΜΑ Ζ. 174

Πιο συγκεκριµένα, η µέθοδος διακύµανσης συνδιακύµανσης δεν εµφανίζει την ικανότητα ακριβούς αποτίµησης ακραίων µεταβολών που έχουν επίπτωση σε χρηµατοοικονοµικά προϊόντα σταθερού εισοδήµατος ή δικαιωµάτων προαίρεσης, τα οποία αποτιµώνται µε µη γραµµικά υποδείγµατα (π.χ. οµόλογα, δικαιώµατα προαίρεσης κτλ.). Επίσης, η µέθοδος της διακύµανσης συνδιακύµανσης υιοθετεί την απλουστευµένη υπόθεση της κανονικής κατανοµής των µεταβολών των παραγόντων κινδύνου. Αντίθετα, η µέθοδος παρουσιάζει σχετική ικανότητα πρόβλεψης των ακραίων µεταβολών σε γραµµικά αποτιµηµένα προϊόντα, εξαρτώµενη πάντα από τη µέθοδο στάθµισης των παρατηρήσεων που χρησιµοποιείται ώστε να υπολογιστεί η µεταβλητότητα των παραγόντων κινδύνου. Ανακεφαλαιώνοντας, η θεωρητική τεκµηρίωση των δέλτα κανονικών υποδειγµάτων (ή των µεθόδων διακύµανσης συνδιακύµανσης) έδειξε ότι αυτά αποτελούν τα καταλληλότερα υποδείγµατα µέτρησης της ΜΑ Ζ σε χαρτοφυλάκια τα οποία δεν περιέχουν δικαιώµατα προαίρεσης ή προϊόντα µε ενσωµατωµένα δικαιώµατα προαίρεσης. Αντίθετα, τέτοιου είδους χαρτοφυλάκια προσεγγίζονται καλύτερα από τις µεθόδους της ιστορικής προσοµοίωσης και της προσοµοίωσης Monte Carlo οι οποίες δύνανται να εφαρµόσουν ολοκληρωτικά υποδείγµατα για να αποτιµήσουν πολύπλοκα προϊόντα. Σε αντιδιαστολή µε τις γραµµικές προσεγγίσεις αποτίµησης των πολύπλοκων χρηµατοοικονοµικών προϊόντων που υποθέτουν οι παραµετρικές µέθοδοι, οι µέθοδοι ολοκληρωτικής αποτίµησης αποτελούν τις ακριβέστερες προσεγγίσεις της αποτίµησης των παραγώγων προϊόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, η ιστορική προσοµοίωση αποτελεί την ευκολότερη, σε κατανόηση, µέθοδο η οποία, όµως, µειονεκτεί ως προς τη µοναδική (και εξαρτώµενη από το παρελθόν) αλληλουχία τιµών που παρέχει για την εκτίµηση της ΜΑ Ζ. Η αλληλουχία αυτή εµπεριέχει τον κίνδυνο παράλειψης κάποιων περιόδων κατά τις οποίες η µεταβλητότητα των τιµών αλλάζει σηµαντικά. Η παραδοσιακή ιστορική προσοµοίωση (ή, άλλως ειπωµένη, άνευ συνθηκών ιστορική προσοµοίωση ή, απλά, ιστορική προσοµοίωση) επιτυγχάνει να ενσωµατώσει στην εκτίµηση της ΜΑ Ζ την προαναφερθείσα ολοκληρωτική αποτίµηση των χρηµατοοικονοµικών προϊόντων τα οποία παρουσιάζουν µη γραµµικά 175

χαρακτηριστικά, διατηρώντας, ταυτόχρονα, τα πλεονεκτήµατα της χρήσης της πραγµατικής πολυµεταβλητής κατανοµής των παραγόντων κινδύνου, που σχετίζονται µε τις ανοιχτές θέσεις του πιστωτικού ιδρύµατος, και της αφανούς χρήσης των αλληλεπιδράσεων µεταξύ των παραγόντων κινδύνου. Παρόλα αυτά, η ιστορική προσοµοίωση δεν είναι σε θέση να συνυπολογίσει δυναµικά τις χρηµατοοικονοµικές εξελίξεις οι οποίες εµφανίζονται απρόσµενα, κυρίως διότι υποθέτει τη χρήση µοναδικού µονοπατιού το οποίο ορίζεται από τα ιστορικά δεδοµένα. Καλύπτοντας το παραπάνω κενό, η προσοµοίωση Monte Carlo θεωρείται το πιο ολοκληρωµένο υπόδειγµα µεταξύ των παραδοσιακών µεθόδων, αλλά ταυτόχρονα το πιο δύσκολο στην εφαρµογή του καθώς προϋποθέτει προσοµοιώσεις για ένα µεγάλο πλήθος αλληλουχιών. Η προσοµοίωση Monte Carlo, εκτός από τη δυσκολία της εννοιολογικής κατανόησής της από την ανώτατη διοίκηση, δεν επιτρέπει την εξοικονόµηση χρόνου κατά τον υπολογισµό της ΜΑ Ζ καθώς απαιτούνται πολύπλοκοι και πολυάριθµοι ενδιάµεσοι υπολογισµοί. Για το λόγο αυτό, στην παρούσα διδακτορική διατριβή δεν εξετάστηκαν οι εµπειρικές ιδιότητες της µεθόδου Monte Carlo, παρά το ότι η µέθοδος παρουσιάστηκε θεωρητικά. Επίσης, στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάζονται, συνολικά, οι αδυναµίες που συνδέονται µε κάθε στάδιο εφαρµογής των παραδοσιακών µεθόδων εκτίµησης της ΜΑ Ζ. Τα κυριότερα µειονεκτήµατα και πλεονεκτήµατα των παραπάνω µεθόδων δύναται να οµαδοποιηθούν σε αυτά που αφορούν την αποτίµηση των ανοιχτών θέσεων, την αναπαράσταση της κατανοµής των παραγόντων κινδύνου, την εκτίµηση των αλληλεπιδράσεων, την πρόβλεψη ακραίων γεγονότων, την ευκολία και τη συντοµία των υπολογισµών και τον κίνδυνο σωστής εξειδίκευσης του υποδείγµατος. Στο τέλος του κεφαλαίου II παρατέθηκαν οι εναλλακτικές µεθοδολογίες (Barone-Adesi et al, 1999; McNeil και Frey, 2000 και Boudoukh et al, 1998) βελτίωσης της αποδοτικότητας των παραδοσιακών µεθόδων. Επίσης, προτάθηκαν καινοτόµες µεθοδολογίες διαχείρισης του 176

κινδύνου αγοράς, οι οποίες βασίζονται στα κεντρικά οριακά θεωρήµατα των Fisher Tippet Gnedenko (µέγιστα ανά οµάδες) και των Picklands Dalkema de Hann (υπερβάσεις του σηµείου αναφοράς). Στο κεφάλαιο III παρουσιάστηκαν, συνθετικά, οι βιβλιογραφικές αναφορές που αναφέρονται στην εµπειρική διερεύνηση της αποτελεσµατικότητας κάθε µεθόδου. Η µέθοδος διακύµανσης συνδιακύµανσης, η οποία βασίζεται στη θεωρία χαρτοφυλακίου του Markowitz (1952), παρατηρήθηκε, από την εµπειρική ανασκόπηση, ότι δεν διαθέτει τη δυνατότητα πρόβλεψης των δυναµικών χαρακτηριστικών του κινδύνου αγοράς. Ωστόσο, οι βιβλιογραφικές αναφορές δεν παρέχουν ξεκάθαρη εικόνα για την συγκριτική αποτελεσµατικότητα των µεθόδων εκτίµησης της ΜΑ Ζ. Για το λόγο αυτό, ο συγγραφέας διεξήγαγε εκτεταµένες εµπειρικές έρευνες προκειµένου να βρεθεί η καταλληλότερη προς εφαρµογή παραδοσιακή µέθοδος εκτίµησης της ΜΑ Ζ. Η αρχική αξιολόγηση των υποδειγµάτων αφορούσε την επιλογή του αποτελεσµατικότερου εκτιµητή της µελλοντικής µεταβλητότητας των παραγόντων κινδύνου για τα παραµετρικά υποδείγµατα. Η τεκµαρτή µεταβλητότητα (για τον δείκτη FTSE 100) αποδείχθηκε περισσότερο αποτελεσµατικός και αµερόληπτος εκτιµητής της µελλοντικής µεταβλητότητας σύµφωνα µε µια σειρά µεθόδων εκτίµησης. Παρόλα αυτά απέτυχε να αναπαραστήσει αποτελεσµατικά την µελλοντική µεταβλητότητα µέσω των υποδειγµάτων ΓΑΥΣΕ, οπότε απορρίφθηκε η περαιτέρω χρήση της σε υπό συνθήκες παραµετρικά υποδείγµατα πρόβλεψης της ΜΑ Ζ τα οποία χρησιµοποιούν ΓΑΥΣΕ. Εν συνεχεία, αξιολογήθηκαν οι παραδοσιακές µεθοδολογίες ιστορικής προσοµοίωσης και διακύµανσης συνδιακύµανσης, µέσω του εκ των υστέρων ελέγχου που προτείνεται από την Επιτροπή της Βασιλείας, και αποδείχθηκε ότι η πρώτη µέθοδος είναι αποτελεσµατικότερη από τη δεύτερη µέθοδο στην πρόβλεψη της ΜΑ Ζ. Κατ αυτόν τον τρόπο επιλέχθηκε η 177

ιστορική προσοµοίωση ως η αντιπροσωπευτικότερη µέθοδος των παραδοσιακών µεθόδων µέτρησης της ΜΑ Ζ. Τέλος, στο ίδιο κεφάλαιο παρουσιάστηκε µια εµπειρική έρευνα που αφορά την εκτίµηση της ΜΑ Ζ για τέσσερις ευρωπαϊκούς µετοχικούς δείκτες µε βάση τις υπό συνθήκες και άνευ συνθηκών µεθόδους ιστορικής προσοµοίωσης και Θεωρίας Ακραίων Τιµών. Τα αποτελέσµατα, τα οποία αξιολογήθηκαν, επίσης, µε βάση το θεσµικό πλαίσιο της Επιτροπής της Βασιλείας φανέρωσαν ότι η ΜΑ Ζ µπορεί να αξιοποιηθεί µε ποικίλλους τρόπους. Η συγκεκριµένη εµπειρική έρευνα, παρόλο που δεν παρέχει καθολικό κανόνα επιλογής υποδείγµατος υπολογισµού της ΜΑ Ζ από τους συµµετέχοντες στην αγορά και από αρµόδιες αρχές εποπτείας του πιστωτικού συστήµατος, έδειξε ότι οι άνευ συνθηκών εξειδικεύσεις παράγουν ασφαλέστερες προβλέψεις έναντι των άνευ συνθηκών προσεγγίσεων. Εποµένως, οι άνευ συνθηκών προσεγγίσεις και των δύο µεθόδων (ιστορική προσοµοίωση και ΘΑΤ) φαίνεται να είναι καταλληλότερες προς χρήση από την πλευρά των εποπτικών αρχών, καθώς, χρησιµοποιώντας το σύνολο του δείγµατος παράγουν συντηρητικότερα αποτελέσµατα. Παρόλα αυτά, η στατική αξιολόγηση των υποδειγµάτων αποτίµησης δεν µας παρέχει σαφή εικόνα για τα δυναµικά χαρακτηριστικά τους και την ακρίβεια των εκτιµήσεων σε βάθος χρόνου. Για το σκοπό αυτό, έγιναν επαναλαµβανόµενες και συνεχείς εκτιµήσεις της ΜΑ Ζ οι οποίες µε τη σειρά τους συγκρίθηκαν µε τις πραγµατικές ζηµίες των υπό εξέταση χαρτοφυλακίων (κεφάλαιο IV). Η διδακτορική διατριβή εστιάστηκε στη σύγκριση της αποτελεσµατικότητας των παραδοσιακών µεθόδων εκτίµησης της ΜΑ Ζ, των µεθόδων που έχουν ως βάση τις παραδοσιακές µεθόδους αλλά επικαιροποιούν τη µεταβλητότητα και, τέλος, των καινοτόµων µεθόδων οι οποίες βασίζονται σε ένα διαφορετικό εννοιολογικό υπόβαθρο. Πιο συγκεκριµένα, συγκρίθηκαν οι µέθοδοι πρόβλεψης της ΜΑ Ζ σύµφωνα µε την παραδοσιακή ιστορική προσοµοίωση, την υπό συνθήκες ιστορική προσοµοίωση και την υπό συνθήκες ΘΑΤ. 178

Η µέθοδος της υπό συνθήκες ιστορικής προσοµοίωσης δεν παράγει στο σύνολό της αποτελέσµατα τα οποία είναι εµφανώς καλύτερα σε σχέση µε τη µέθοδο της παραδοσιακής ιστορικής προσοµοίωσης, σε αντίθεση µε τα όσα έχουν υποστηριχθεί θεωρητικά από τη διεθνή βιβλιογραφία. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σε ένα ευρύτερο φάσµα παραγόντων κινδύνου οι οποίοι αποτελούν µέρος ενός επαρκώς διαφοροποιηµένου χαρτοφυλακίου. Από την άλλη πλευρά, όπως ήταν αναµενόµενο, οι προβλέψεις της ΜΑ Ζ που παράγονται από τη ΘΑΤ είναι περισσότερο συντηρητικές από τις αντίστοιχες των παραδοσιακών µεθόδων και των υπό συνθήκες µεθόδων. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα την επιβάρυνση των πιστωτικών ιδρυµάτων µε επιπλέον κεφαλαιακές απαιτήσεις εφόσον ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής παραµείνει ίδιος για όλες τις µεθόδους. 3 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Στην τρέχουσα ενότητα καταγράφονται τα συµπεράσµατα σε σχέση µε τη συµπεριφορά και την αποδοτικότητα των µεθόδων και των εκτιµητών που τις συνθέτουν. Σε σχέση µε την αποτελεσµατικότητα των εκτιµητών, παρατηρήθηκε ότι η τεκµαρτή µεταβλητότητα των δικαιωµάτων προαίρεσης στον µετοχικό δείκτη FTSE 100 είναι ο περισσότερο αµερόληπτος και αποτελεσµατικός εκτιµητής της µελλοντικής µεταβλητότητας παρόλο που δεν µπορεί να εφαρµοστεί σε υποδείγµατα ΓΑΥΣΕ. Παρόλα αυτά κρίνεται εφικτή και αποτελεσµατική η χρήση της σε έρευνες οι οποίες χρησιµοποιούν τις µεθόδους εκτίµησης της ΜΑ Ζ για µεµονωµένους παράγοντες κινδύνου καθώς η συγκεκριµένη τεκµαρτή µεταβλητότητα δεν παρέχει το µέτρο της συνδιακύµανσης το οποίο είναι απαραίτητο για την εκτίµηση της ΜΑ Ζ ενός χαρτοφυλακίου. 179

Αντίθετα, αν αποδειχθεί η ίδια αποτελεσµατικότητα της τεκµαρτής µεταβλητότητας από τα δικαιώµατα προαίρεσης σε συναλλαγµατικές ισοτιµίες, θα ήταν δυνατόν να εφαρµοστεί καθ ολοκληρίαν η µέθοδος των τεκµαρτών διακυµάνσεων συνδιακυµάνσεων στο υποχαρτοφυλάκιο που αφορά τις ανοιχτές συναλλαγµατικές θέσεις. Αξιολογώντας όλες τις µεθόδους µε τη µέθοδο του εκ των υστέρων ελέγχου, που παρέχεται από την Επιτροπή της Βασιλείας, αποδείχθηκε ότι η µέθοδος της ιστορικής προσοµοίωσης υπερέχει έναντι της µεθόδου διακύµανσης συνδιακύµανσης και παράγει σχεδόν τα ίδια αποτελέσµατα µε τη µέθοδο της υπό συνθήκες ιστορικής προσοµοίωσης. Πέραν της εκτίµησης της πιθανολογικής ΜΑ Ζ, το σύγχρονο πιστωτικό ίδρυµα, προκειµένου να διαµορφώσει µια πλήρη εικόνα για τον κίνδυνο αγοράς στον οποίο είναι εκτεθειµένο, θα πρέπει να διεξάγει συστηµατικούς και εµπεριστατωµένους ελέγχους ακραίων καταστάσεων, οι οποίοι να βασίζονται αποκλειστικά στο δείγµα ακραίων γεγονότων. Ο έλεγχος ακραίων καταστάσεων, ο οποίος αποτελεί αξιολόγηση της βιωσιµότητας της οικονοµικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύµατος σε περίπτωση εµφάνισης ακραίων µεταβολών των τιµών, είναι διακριτή εργασία και εναλλακτική προσέγγιση της πιθανολογικής µέτρησης του κινδύνου αγοράς του πιστωτικού ιδρύµατος. Οι παραδοσιακές και οι υπό συνθήκες µέθοδοι εκτίµησης της ΜΑ Ζ δεν παράγουν επιπλέον χρησιµότητα η οποία θα ωφελήσει την παραγωγικότητα του πιστωτικού ιδρύµατος, καθώς το πιστωτικό ίδρυµα που τις εφαρµόζει καλείται να διεξάγει καλείται να διεξάγει επιπλέον τον έλεγχο ακραίων καταστάσεων, ως εναλλακτική µέθοδο αξιολόγησης του κινδύνου αγοράς. Συνεπώς, τα παραδοσιακά υποδείγµατα και οι αποκλίσεις τους δεν προσφέρουν τη δυνατότητα πρόβλεψης µεταβολών οι οποίες προέρχονται από ακραία γεγονότα. Αντίθετα, οι µέθοδοι που σχετίζονται µε τη Θεωρία Ακραίων Τιµών (ΘΑΤ) προσφέρουν το θεωρητικό υπόβαθρο για την ενοποίηση της πρόβλεψης της ΜΑ Ζ και του ελέγχου ακραίων καταστάσεων σε µία ενιαία τιµή εκτίµησης καθώς χρησιµοποιείται µόνο το δείγµα των 180

ακραίων µεταβολών (πέραν του συνήθους ποσοστηµορίου) που παρουσιάζουν οι παράγοντες κινδύνου, προσδίδοντας στην εκτίµηση της ΜΑ Ζ ένα επιπλέον στοιχείο το οποίο λείπει από τις παραδοσιακές µεθόδους. Εποµένως, οι µέθοδοι που βασίζονται στη ΘΑΤ παρήγαγαν, όπως αναµενόταν, µεγαλύτερες τιµές ΜΑ Ζ και, συνεπακόλουθα, µεγαλύτερες κεφαλαιακές απαιτήσεις από τις παραδοσιακές µεθόδους. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις, που θα ζητηθούν από τα πιστωτικά ιδρύµατα, τα οποία εφαρµόζουν την συγκεκριµένη µέθοδο, αναµένεται να ελαφρυνθούν από κάποιο µικρότερο πολλαπλασιαστικό συντελεστή καθώς η συντηρητικότητα της µεθόδου της ΘΑΤ παράγει λιγότερες υπερβάσεις έναντι των µεθόδων που επιδεικνύουν λιγότερη συντηρητικότητα, ελάφρυνση η οποία δεν παρατηρήθηκε στην εµπειρική διερεύνηση της µελέτης. Η ΘΑΤ δεν παρήγαγε τέτοιο αριθµό υπερβάσεων ώστε η υψηλή τιµή της ΜΑ Ζ να αντισταθµίζεται από χαµηλότερους πολλαπλασιαστικούς συντελεστές µε αποτέλεσµα να παράγει τις ίδιες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Ωστόσο, προκειµένου να γίνει συνολική αξιολόγηση της µεθόδου θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η εκτίµηση της ΜΑ Ζ µε την ΘΑΤ παράγει µικρότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις σε σχέση µε τις παραδοσιακές, και ήδη εφαρµοζόµενες, µεθόδους σε ένα ευρύτερο φάσµα χρηµατοοικονοµικών προϊόντων. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να εξεταστεί το κατά πόσο ο λόγος των προβλέψεων της ΜΑ Ζ µε βάση την ήδη εφαρµοζόµενη µέθοδο σε σχέση µε την προσέγγιση της ΘΑΤ είναι αντίθετος του λόγου των αντίστοιχων πολλαπλασιαστικών συντελεστών που παράγονται από τις δύο µεθόδους. Πέραν της ανάλυσης των κεφαλαιακών απαιτήσεων, η προσέγγιση της ΘΑΤ παρέχει στο πιστωτικό ίδρυµα τη δυνατότητα για πλήρη αναδιοργάνωση της ιεύθυνσης ιαχείρισης Κινδύνων διότι ενσωµατώνει σε µία εκτίµηση την πρόβλεψη της ΜΑ Ζ και του ελέγχου ακραίων καταστάσεων. Αυτή η ενσωµάτωση έχει διττή επίπτωση στην αποτελεσµατικότητα των εργασιών της τράπεζας. Από τη µία πλευρά υπάρχει η δυνατότητα για συνεπακόλουθη συγχώνευση των εργασιών της τράπεζας η οποία οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας και µείωση του λειτουργικού κόστους. Από την άλλη πλευρά µειώνεται αισθητά ο λειτουργικός 181

κίνδυνος ο οποίος σχετίζεται µε τις εκτιµήσεις της ΜΑ Ζ καθώς εµπλέκονται λιγότεροι τεχνολογικοί και ανθρώπινοι πόροι. 4 ΣΥΜΒΟΛΗ Τα εσωτερικά υποδείγµατα των πιστωτικών ιδρυµάτων που βασίζονται στη ΘΑΤ, δεν παρουσιάζουν την παραµικρή ένδειξη βελτίωσης της ωφελιµότητας σε σχέση µε τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Αντίθετα, η εφαρµογή ενός εσωτερικού υποδείγµατος το οποίο είναι βασισµένο στην υπό-συνθήκες προσέγγιση της ΘΑΤ απαιτεί περισσότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις καθώς, ενώ παράγει µεγαλύτερες προβλέψεις ΜΑ Ζ ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής δεν διαφοροποιείται από τις άλλες δύο µεθόδους. Βάσει των προηγούµενων αποτελεσµάτων, το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο δεν ενθαρρύνει την εφαρµογή εσωτερικών υποδειγµάτων υψηλής ακρίβειας έναντι των συµβατικών υποδειγµάτων. Παρά το γεγονός ότι τα µεγάλης ακρίβειας υποδείγµατα δεν παράγουν βελτιστοποίηση της ωφελιµότητας σε επίπεδο κεφαλαιακών απαιτήσεων θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν για την παραγωγή σεναρίων διεξαγωγής ελέγχων ακραίων καταστάσεων. Το προτεινόµενο υπόδειγµα µέτρησης και αξιολόγησης του κινδύνου αγοράς δύναται να χρησιµοποιηθεί και για τον καθορισµό των ορίων συναλλαγών για κάθε διεύθυνση που σχετίζεται µε την διαπραγµάτευση χρεογράφων ή την εν γένει λήψη θέσεων σε προϊόντα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Κατ αυτόν τον τρόπο αποκλείεται η περίπτωση του ασυµβίβαστου που θέλει τον διαχειριστή διαθεσίµων να θέτει τα όρια σε συναλλαγές που διεξάγει ο ίδιος. Η ΘΑΤ χρησιµοποιήθηκε ως εργαλείο για τον καθορισµό αυτών των ορίων τα οποία αποτελούν ένα συνδυασµό των ορίων ΜΑ Ζ και των ορίων που προκύπτουν από τον έλεγχο ακραίων καταστάσεων. 182

Τα πιστωτικά ιδρύµατα, που χρησιµοποιούν τους ελέγχους ακραίων καταστάσεων για να ορίσουν όρια συναλλαγών, θα πρέπει να γνωστοποιούν στη διοίκηση τους ελέγχους στην ίδια συχνότητα µε τη συχνότητα ανακοίνωσης των ορίων στους διαπραγµατευτές οι οποίοι υπόκεινται σε όρια συναλλαγών. Η ποσοτικοποίηση των ορίων έχει ως σηµείο εκκίνησης την πολιτική απόφαση της Επιτροπής Κινδύνων για τη µέγιστη ανεκτή επιδείνωση κάποιου µεγέθους µέτρησης της βιωσιµότητας της τράπεζας. Ο δείκτης αναφοράς που προτείνεται στην παρούσα διδακτορική διατριβή είναι ο είκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ( ΚΕ). Έτσι, η παρούσα µελέτη προτείνει ως κατώτερο όριο ανοχής του ΚΕ το 8%, επίπεδο το οποίο αποτελεί το κατώτερο όριο που θα µπορούσαν να ανεχθούν οι εποπτικές αρχές και βάση του οποίου ορίζονται τα όρια συναλλαγών. Εναλλακτικά, η Επιτροπή Κινδύνων του πιστωτικού ιδρύµατος θα µπορούσε να ορίσει ένα ανώτερο όριο ανοχής του ΚΕ στην περίπτωση που υιοθετεί συντηρητικότερη πολιτική αντιµετώπισης κινδύνων. 5 ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ Οι περιορισµοί που αντιµετωπίστηκαν στην διδακτορική διατριβή αφορούσαν κυρίως δύο κατηγορίες: την συλλογή και επεξεργασία των δεδοµένων και τους περιορισµούς που σχετίζονται µε τα προς εφαρµογή υποδείγµατα. Η εξέταση των διαφόρων µεθόδων στάθµισης για την πρόβλεψη της µεταβλητότητας απέδειξε ότι οι µέθοδοι που βασίζονται σε σταθµίσεις (πλην ενός µικρού αριθµού εξαιρέσεων) δεν επιτρέπονται από την Επιτροπή της Βασιλείας. Ο λιγοστός αριθµός των εξαιρέσεων που επιτρέπεται παράγει σχεδόν τα ίδια αποτελέσµατα µε την ισοσταθµισµένη µέθοδο. Εποµένως, η Συνθήκη της Βασιλείας υποδεικνύει τη χρήση κάποιων υποδειγµάτων και αποκλείει τη χρήση κάποιων άλλων κάτι που ενέχει τον κίνδυνο επιλογής λανθασµένου υποδείγµατος. Τοιουτοτρόπως, χρησιµοποιήθηκε η ισοσταθµισµένη µέθοδος υπολογισµού της µήτρας διακυµάνσεων συνδιακυµάνσεων. Συνεπώς, αυτό που απέµεινε είναι η επιλογή του 183

αποτελεσµατικότερου εκτιµητή της διακύµανσης ανάµεσα στην ισοσταθµισµένη µέθοδο των ιστορικών παρατηρήσεων για την εκτίµηση της µεταβλητότητας και στην εκτίµηση της µεταβλητότητας που προκύπτει αναστρέφοντας το υπόδειγµα αποτίµησης του δικαιώµατος προαίρεσης µε υποκείµενο προϊόν τον σχετικό παράγοντα κινδύνου. Η τεκµαρτή µεταβλητότητα που εξετάστηκε αφορούσε τον χρηµατιστηριακό δείκτη FTSE 100 ενώ τελικά ο δείκτης που χρησιµοποιήθηκε στην κυρίως µελέτη ήταν ο δείκτης S&P500. Παρόλο που παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά, το ακριβέστερο θα ήταν να γίνει εκτίµηση της αποτελεσµατικότητας της τεκµαρτής µεταβλητότητας για τον S&P500, αλλά η έλλειψη στοιχείων για δικαιώµατα προαίρεσης στον S&P500 οδήγησε τη µελέτη σε αυτήν την απλούστευση. Επίσης, καθ όλη τη διάρκεια της µελέτης ήταν αναπόφευκτη η συλλογή στοιχείων για τον δείκτη S&P500 τα οποία να µην περιλαµβάνουν το στοιχείο της ασύγχρονης διαπραγµάτευσης των µετοχών που τον συνθέτουν. Τέλος, ήταν αναπόφευκτη η χρήση υποδείγµατος αποτίµησης των δικαιωµάτων προαίρεσης (Black, 1976) καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιµα ηµερήσια δεδοµένα για τα εν λόγω προϊόντα. Η χρήση υποδείγµατος για την τιµολόγηση των προϊόντων ενέχει τον κίνδυνο επιλογής λανθασµένου υποδείγµατος εφόσον δεν έχουµε γνώση της πραγµατικής τιµής των προϊόντων. 6 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Το κεφάλαιο III παρουσιάζει το θεωρητικό υπόβαθρο αλλά και την εµπειρική µελέτη που αποδεικνύει ότι καµία από τις δύο προσεγγίσεις (ιστορική και τεκµαρτή) για την εκτίµηση της µεταβλητότητας δεν είναι ικανή, από µόνη της, να προβλέψει αµερόληπτα και αποτελεσµατικά την µελλοντική πραγµατική µεταβλητότητα. Για το σκοπό αυτό χρησιµοποιήθηκε ένας µεγάλος αριθµός οικονοµετρικών υποδειγµάτων και στατιστικών ελέγχων ο οποίος κατέδειξε ότι ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης της µελλοντικής µεταβλητότητας είναι η συνδυαστική χρήση των δύο εκτιµήσεων της µεταβλητότητας. Καθώς για την άντληση του συγκεκριµένου συµπεράσµατος χρησιµοποιήθηκε µόνο ο δείκτης του FTSE 100, κρίνεται αναγκαία η εξέταση 184

ενός ευρύτερου πλέγµατος παραγόντων κινδύνου προκειµένου να παγιοποιηθούν γενικευµένα συµπεράσµατα. Επίσης, κρίνεται αναγκαία και η περαιτέρω διερεύνηση της αποτελεσµατικότητας των προβλέψεων της µήτρας διακυµάνσεων συνδιακυµάνσεων για ολόκληρο το φάσµα χαρτοφυλακίων σε ανοιχτές συναλλαγµατικές θέσεις. Εποµένως, προκειµένου να στηριχθεί, περαιτέρω, η εφαρµοσιµότητα της µεθόδου από τα πιστωτικά ιδρύµατα, θα πρέπει να αποδειχθεί από µελλοντικές έρευνες, ότι εκτός από την λειτουργική ενσωµάτωση της πρόβλεψης ακραίων γεγονότων στον υπολογισµό της ΜΑ Ζ και στον καθορισµό των ορίων συναλλαγών, η µέθοδος της ΘΑΤ διασφαλίζει: (i) ότι η συντηρητική εκτίµηση της ΜΑ Ζ ενός διαφοροποιηµένου χαρτοφυλακίου, µέσω της µεθόδου της ΘΑΤ, αντισταθµίζεται επαρκώς από τους πολλαπλασιαστικούς συντελεστές της Επιτροπής της Βασιλείας σε σχέση µε άλλες µεθόδους εκτίµησης της ΜΑ Ζ ή (ii) ότι οι µεγαλύτερες κεφαλαιακές απαιτήσεις αντισταθµίζονται από την εξοικονόµηση του λειτουργικού κόστους που ενέχουν άλλες προσεγγίσεις εκτίµησης της ΜΑ Ζ ή (iii) ότι επιτυγχάνεται επαρκής µείωση του λειτουργικού κινδύνου, έναντι άλλων προσεγγίσεων, ώστε να δικαιολογείται η εφαρµογή ενός υποδείγµατος ΘΑΤ. 185