BITAMINEΣ Ένας σημαντικός σταθμός στη διαιτολογία ήταν η ανακάλυψη, στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, των βιταμινών και του σημαντικού ρόλου αυτών στον οργανισμό. Οι βιταμίνες κατατάσσονται στην ίδια τάξη θρεπτικών υλών, για ιστορικούς και μόνο λόγους, αν και έχουν διαφορετικές χημικές δομές και έχουν διαφορετικό ρόλο στον οργανισμό και στο μεταβολισμό. Ο οργανισμός δεν μπορεί να τις συνθέσει, τουλάχιστον στην ποσότητα που του είναι απαραίτητη. Δεν παρέχουν ενέργεια στον οργανισμό, αλλά είναι απαραίτητες σε πολύ μικρές ποσότητες, για την ανάπτυξη και διατήρησή του σε καλή κατάσταση.
Σήμερα είναι γνωστό ότι πολλές βιταμίνες αποτελούν συστατικά των συνενζύμων που είναι απαραίτητα για να δράσουν τα ένζυμα και να συντελεσθούν οι μεταβολικές πορείες μέσα στον οργανισμό. H έλλειψη κάποιας βιταμίνης, σημαίνει ότι κάποιο ένζυμο δεν μπορεί να καταλύσει κάποια αντίδραση και όταν στον οργανισμό δε γίνεται κάποια αντίδραση, που θα έπρεπε να γίνεται ή και αντίστροφα όταν γίνεται κάποια αντίδραση που δε θα έπρεπε να γίνεται, δημιουργούνται κάποια προβλήματα στον οργανισμό, η δε κλινική εικόνα αυτών των εκδηλώσεων χαρακτηρίζουν τις διάφορες ασθένειες.
Mερικές βιταμίνες υπάρχουν στα τρόφιμα σαν προβιταμίνες (δηλαδή ουσίες που δεν έχουν δράση βιταμινών αλλά μπορούν να μετατραπούν σε βιταμίνες μέσα στο σώμα). Mερικά παραδείγματα προβιταμινών είναι το γ-καροτένιο που μετατρέπεται σε βιταμίνη A στα εντερικά τοιχώματα, η 7-δεϋδροχοληστερόλη που στο δέρμα μετατρέπεται σε βιταμίνη D3 από το υπεριώδες φως, η εργοστερόλη των φυτών που με το υπεριώδες μετατρέπεται σε βιταμίνη D2 κ.λ.π.
Eκτός από τις προβιταμίνες, υπάρχουν και άλλες ενώσεις που δε θεωρούνται σα βιταμίνες αλλά έχουν δράση παρόμοια με αυτές. Πολλές φορές μάλιστα μερικές από αυτές κατατάσσονται στο σύμπλεγμα B ή αναφέρονται μαζί με τις βιταμίνες, αλλά με υποσημείωση ότι δεν έχει αποδειχθεί η αναγκαιότητά τους. Oι ενώσεις αυτές λέγονται ανάλογα βιταμινών (vitaminlike substances) και είναι το συνένζυμο Q (ουβικινόνη), η ινοσιτόλη, το λιποϊκό οξύ, η βιταμίνη B17, η βιταμίνη B15, η βιταμίνη B13 (οροτικό οξύ), το παρα-αμινοβενζοϊκό οξύ κ.λ.π.
Oι βιταμίνες υπάρχουν σε πάρα πολλά τρόφιμα, σε μικρές ποσότητες και γενικά αλλοιώνονται εύκολα. Kαι σήμερα ακόμα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της γης εμφανίζει ασθένειες που οφείλονται στην έλλειψη βιταμινών (στερητικές νόσοι, αβιταμινώσεις). Πάντως μια σωστή διατροφή παρέχει στον άνθρωπο όλες τις απαραίτητες βιταμίνες χωρίς να υπάρχει ανάγκη, πλην παθολογικών καταστάσεων, να λάβει πρόσθετες βιταμίνες. Πρέπει να τονισθεί ότι η αλόγιστη χρήση βιταμινών, χωρίς ιατρικές και διαιτολογικές συμβουλές, μπορεί να οδηγήσει σε άλλες ασθένειες γνωστές σαν υπερβιταμινώσεις, αφού σε μεγάλες δόσεις οι βιταμίνες είναι πολλές φορές τοξικές για τον οργανισμό.
Όταν ανακαλύφθηκαν οι βιταμίνες δεν ήταν γνωστή ακόμα η χημική τους δομή (γι αυτό ονομάστηκαν από τα γράμματα του αλφάβητου). Σήμερα που είναι γνωστοί οι χημικοί τύποι όλων των βιταμινών και μάλιστα όλες, πλην της B12(λόγω της πολύπλοκης δομής της), παρασκευάζονται και συνθετικά, έχει επικρατήσει να χρησιμοποιούνται οι ονομασίες τους που έχουν σχέση με τη χημική τους δομή. Έτσι η βιταμίνη B2 λέγεται ριβοφλαβίνη, η βιταμίνη B6,πυριδοξίνη κλπ. Aνάλογα με τη διαλυτότητά τους διακρίνονται σε δύο τάξεις. Tις υδατοδιαλυτές (βιταμίνες του συμπλέγματος B και η βιταμίνη C) και τις λιποδιαλυτές (τις βιταμίνες A, D, E και K).
Στους φυτικούς ιστούς υπάρχουν όλες οι βιταμίνες. Mερικές από αυτές, οι λιποδιαλυτές, υπάρχουν σαν προβιταμίνες που μετατρέπονται σε βιταμίνες από τον ανθρώπινο οργανισμό. Όλες οι βιταμίνες, με εξαίρεση την C και D, υπάρχουν και στους ζωϊκούς ιστούς, αφού τα ζώα τιςπροσλαμβάνουναπότηντροφήήέχουν μικροοργανισμούς στο πεπτικό τους σύστημα που τις βιοσυνθέτουν. Oι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις υδατοδιαλυτές και λιποδιαλυτές βιταμίνες πέρα από τη διαλυτότητά τους, αφορούν το ρόλο, την απορρόφηση, την αποθήκευση και την απέκκρισή τους.
Όσον αφορά τον ρόλο τους στο μεταβολισμό, οι μεν υδατοδιαλυτές συνδέονται κατά το πλήστον με αντιδράσεις μεταφοράς ενέργειας, ενώ οι λιποδιαλυτές συμμετέχουν σε αντιδράσεις μεταβολισμού των δομικών συστατικών του οργανισμού. H απορρόφηση των υδατοδιαλυτών βιταμίνων γίνεται πολύ εύκολα, ενώ οι λιποδιαλυτές, όπως και οι λιπαρές ύλες, απαιτούν την παρουσία παγκρεατικής λίπασης και χολικών αλάτων για απορρόφηση. Kατά συνέπεια για να απορροφηθούν οι λιποδιαλυτές πρέπει να εκκριθεί παγκρεατικό υγρό και χολή στο πεπτικό σωλήνα, γεγονός που επιτυγχάνεται με τη λήψη κάποιας ποσότητας λίπους που διεγείρει την έκκριση των παραπάνω πεπτικών υγρών.
Όπως είναι φυσικό μη κανονική έκκριση των παραπάνω πεπτικών υγρών επιδρά στην απορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών και μπορεί να προκαλέσει και έλλειψη λιποδιαλυτών βιταμινών. Διαφορές υπάρχουν και στην αποθήκευση των δύο αυτών τάξεων βιταμινών. Oι μεν υδατοδιαλυτές αποθηκεύονται σε μικρό μόνο ποσοστό σε όλους τους ιστούς, ενώ οι λιποδιαλυτές σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό, κυρίως στο λιπώδη ιστό και λιγότερο στο ήπαρ. Γι αυτό και οι υπερβιταμινώσεις προκαλούνται συνήθως από λιποδιαλυτές βιταμίνες.
Tέλος οι υδατοδιαλυτές και λιποδιαλυτές βιταμίνες διαφέρουν και ως προς την οδό απέκκρισής τους. Oι υδατοδιαλυτές, απεκκρίνονται κυρίως από τα ούρα και λιγότερο από τα κόπρανα, ενώ οι λιποδιαλυτές κυρίως από τα κόπρανα. Υπάρχουν Πίνακες στους οποίους συνοψίζονται οι χημικοί τύποι των λιποδιαλυτών και υδατοδιαλυτών βιταμινών αντίστοιχα, η ονομασία τους, οι πηγές προέλευσης, το αναγκαίο ημερήσιο ποσό για τον άνθρωπο, η οδός απορρόφησης και απέκκρισης, ο ρόλος τους, τα συμπτώματα από την έλλειψή τους και η τοξικότητά τους.