Ο πολιτισμός ως γνώση Μια σημαντική προσέγγιση στη μελέτη του πολιτισμού θεωρεί τον πολιτισμό γνώση: Εάν ο πολιτισμός μαθαίνεται, τότε σε μεγάλο βαθμό μπορούμε να τον περιγράψουμε με όρους γνώσης για τον κόσμο. Αυτό δε σημαίνει απλώς ότι τα μέλη ενός πολιτισμού πρέπει να γνωρίζουν ορισμένα γεγονότα ή να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν αντικείμενα, τοποθεσίες και ανθρώπους. Σημαίνει επίσης ότι πρέπει να μοιράζονται από κοινού ορισμένα πρότυπα σκέψης, τρόπους κατανόησης του κόσμου και τρόπους για να καταλήξουν σε συμπεράσματα και να κάνουν προβλέψεις (Duranti, 1997: 27). Ο Ward Goodenough, ο οποίος θεωρείται από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γνωσιολογικής θεώρησης του πολιτισμού, έγραψε:... ο πολιτισμός μιας κοινωνίας αποτελείται από όλα όσα πρέπει κανείς να γνωρίζει ή να πιστεύει για να λειτουργεί με τρόπο αποδεκτό από τα μέλη του πολιτισμού και να μπορεί να το κάνει αυτό σε σχέση με οποιοδήποτε ρόλο που τα μέλη δέχονται για το καθένα από αυτά. Ο πολιτισμός, που είναι ό,τι οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ως ξεχωριστό από τη βιολογική τους κληρονομιά, πρέπει να αποτελείται από το τελικό προϊόν της μάθησης: γνώση με μια πολύ γενική, αν και σχετική, έννοια. Βάσει αυτού του ορισμού ο πολιτισμός δεν είναι υλικό φαινόμενο δεν αποτελείται από πράγματα, ανθρώπους, συμπεριφορές ή συναισθήματα. Είναι μάλλον ένας τρόπος με τον οποίο όλα αυτά είναι οργανωμένα. Είναι το σχήμα των πραγμάτων που οι άνθρωποι έχουν στο νου, τα πρότυπα που διαθέτουν για να αντιλαμβάνονται πράγματα, ανθρώπους, συμπεριφορές ή συναισθήματα, για να σχετίζονται με αυτά και να τα ερμηνεύουν. (Goodenough, 1964: 36, στο Duranti 1997: 27) Ο Duranti (1997) αναφέρει ότι στη γνωσιολογική προσέγγιση στη μελέτη του πολιτισμού, το σώμα γνώσης που είναι απαραίτητο για ικανή συμμετοχή σε μια κοινότητα συμπεριλαμβάνει προτασιακή γνώση και διαδικασιακή γνώση. Η προτασιακή γνώση αναφέρεται σε πεποιθήσεις που μπορούμε να αντιπροσωπεύσουμε με προτάσεις όπως, οι γάτες και τα σκυλιά είναι κατοικίδια, το κάπνισμα είναι βλαβερό για την υγεία και τα νεογέννητα δεν ξέρουν να μπουσουλάνε. Αυτές είναι οι αποφάνσεις του τύπου know-that, που οι εθνογράφοι συχνά προσπαθούν να αποσπάσουν από τους πληροφορητές. Η διαδικασιακή γνώση συνίσταται σε πληροφορίες του τύπου know-how, που συχνά πρέπει να συνάγονται από παρατήρηση του πώς οι άνθρωποι διεξάγουν τα καθημερινά τους καθήκοντα και αντιμετωπίζουν επιτυχώς τα προβλήματά τους. Για να οδηγήσουμε ένα αυτοκίνητο δεν πρέπει να ξέρουμε μόνο τι κάνουν τα διάφορα μέρη του αυτοκινήτου, π.χ. άμα πατήσουμε ένα ορισμένο πετάλι η ταχύτητα του αυτοκινήτου αυξάνεται ή το αυτοκίνητο σταματάει (προτασιακή γνώση). Πρέπει επίσης να ξέρουμε πότε και πώς να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη γνώση. Πρέπει να γνωρίζουμε τις διαδικασίες, δηλαδή τις συγκεκριμένες και διαδοχικές πράξεις μέσα από τις οποίες μπορούμε να πετύχουμε ένα δεδομένο στόχο, π.χ. να επιταχύνουμε ή να σταματήσουμε το αυτοκίνητο. Επίσης χρειάζεται να αναγνωρίζουμε πότε μια κατάσταση απαιτεί να κάνουμε μια ορισμένη ενέργεια (Duranti, 1997). Αυτή η προσέγγιση μπορεί με τη σειρά της να αναλυθεί σε δυο διαφορετικές εκδοχές, τις οποίες μπορούμε να ονομάσουμε γενική και επιμεριστική (ή διαφοροποιητική) αντίστοιχα. Από τη σκοπιά της πρώτης μπορούμε να δώσουμε έμφαση σε κατηγορίες και σχήματα σκέψης που είναι οικουμενικά. Έτσι, μερικοί ανθρωπολόγοι και ψυχολόγοι μελέτησαν τα φυσικά είδη, π.χ. την κατηγορία ζωντανό είδος. Όπως λέει ο Duranti (1997), υπάρχουν ενδείξεις ότι τα παιδιά εύκολα κατανοούν του όρους που αναφέρονται σε ζωντανά είδη, χωρίς να τους έχουν διδαχθεί και με ελάχιστη άμεση εμπειρία. Αυτό θα σήμαινε ότι υπάρχουν έμφυτες προσδοκίες για την οργάνωση του καθημερινού βιολογικού κόσμου (Duranti, 1997). Ο γλωσσολόγος N. Chomsky ισχυρίζεται ότι υπάρχουν έμφυτες αρχές πρόσκτησης της γλώσσας, διότι τα παιδιά δεν έχουν τόσες εισροές όσες θα χρειάζονταν για να είναι ικανά να παράγουν το είδος γενικεύσεων που
χρειάζονται για να αποκτήσουν τα βασικά μιας γλώσσας σε σχετικά σύντομο χρόνο. Επίσης η ανθρωπολογική έρευνα έχει δείξει ότι ορισμένα είδη πολιτισμικής γνώσης δεν προέρχονται από την εμπειρία των ανθρώπων (Duranti, 1997). Από τη δεύτερη σκοπιά, την επιμεριστική, μπορεί να γίνεται λόγος για τον πολιτισμό ως κοινωνικά κατανεμημένη γνώση. Η ιδέα της κοινωνικής κατανομής της γνώσης είναι στενά συνυφασμένη με την κυρίαρχη αντίληψη του τι σημαίνει να είναι κανείς μέλος ενός πολιτισμού: Στη δυτική λαϊκή θεώρηση θεωρείται ότι όλα τα μέλη ενός πολιτισμού έχουν την ίδια γνώση. Είναι όμως φανερό ότι δεν είναι έτσι. Άνθρωποι από διαφορετικές περιοχές της χώρας, διαφορετικές οικογένειες στην ίδια κοινότητα ή ακόμη και άτομα μέσα στην ίδια οικογένεια μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικές ιδέες γύρω από θεμελιώδεις πολιτισμικές πεποιθήσεις (π.χ., για την ύπαρξη του Θεού), διαφορετικές γνώσεις για καθημερινές πολιτισμικές πρακτικές (π.χ. τη μαγειρική και το φαγητό) και διαφορετικές στρατηγικές για να ερμηνεύσουν γεγονότα και για να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα με επιτυχία (Duranti, 1997). O Duranti παραθέτει ένα απόσπασμα από το έργο του Edward Sapir, το οποίο δείχνει ότι είχε και αυτός επίγνωση αυτής της ιδιότητας του πολιτισμού: Το κάθε άτομο είναι, τότε, με την πραγματική έννοια εκπρόσωπος μιας τουλάχιστον υπο-κουλτούρας, που μπορεί να αποσπαστεί από το γενικευμένο πολιτισμό, του οποίου το άτομο είναι μέλος (Sapir, 1949a: 515, στο Duranti, 1997). Δίνοντας πάλι έμφαση σε ζητήματα γλωσσικής φύσης, ο Duranti (1997) προσθέτει ότι μερικές φορές, οι άνθρωποι μπορεί να μην έχουν επίγνωση του βαθμού ποικιλίας μέσα στην κοινότητά τους και πράγματι θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι γλωσσικές πρακτικές μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στο να επιβληθεί η εικόνα μιας ομογενούς κοινότητας. Οι γλώσσες προσφέρουν έτοιμες κατηγοριοποιήσεις και γενικεύσεις που οι άνθρωποι δέχονται ως δεδομένες. Μιλάμε για Αμερικανούς, Ιταλούς, Ιάπωνες σα να ήταν μονολιθικές ομάδες. Χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως σε αυτή τη χώρα πιστεύουμε στην ελευθερία ή στα Αγγλικά προτιμούνται οι μικρές προτάσεις, παρόλο που η έννοια ελευθερία δεν είναι κάτι που το μοιράζονται από κοινού όλα τα μέλη μιας κοινωνίας και η έννοια της μικρής πρότασης εξαρτάται από τα συμφραζόμενα και συχνά παραβιάζεται από τους καλύτερους συγγραφείς. Η γλώσσα, όχι μόνο ως σύστημα ταξινόμησης αλλά και ως πρακτική, ως τρόπος να παίρνουμε και να δίνουμε στον κόσμο, έρχεται σε μας με πολλές αποφάσεις ήδη ειλημμένες σε ό,τι αφορά τη σκοπιά και την ταξινόμηση. 1 Αν και αυτό δε σημαίνει ότι όταν δύο άτομα χρησιμοποιούν την ίδια έκφραση οπωσδήποτε μοιράζονται τις ίδιες πεποιθήσεις ή την ίδια αντίληψη μιας συγκεκριμένης κατάστασης, τα στερεότυπα αναπαράγονται μέσα από τη μη-αναστοχαστική χρήση γλωσσικών εκφράσεων που προϋποθέτουν διαφοροποίηση κατά φύλο, φυλή ή κοινωνική τάξη (Duranti, 1997). Ο Anthony Wallace έδωσε περισσότερη έμφαση στην ποικιλία που απαντάται μέσα σε έναν πολιτισμό παρά στις ομοιότητες: Αν και οι κοινότητες ποικίλλουν ως προς το βαθμό διαφορετικότητας που περιέχουν, η διαφοροποίηση αποτελεί τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Στην ανθρωπολογία o Anthony Wallace πρώτος εισήγαγε την εναλλακτική θεώρηση του πολιτισμού ως οργάνωσης της διαφορετικότητας με τα θεωρητικά του έργα για τον πολιτισμό και την προσωπικότητα (βλ. Wallace, 1961: 28). Σύμφωνα με τον Wallace αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που μοιράζονται τον ίδιο πολιτισμό δεν είναι η ομοιομορφία αλλά η ικανότητά τους για αμοιβαία πρόβλεψη. Οι κοινότητες είναι επιτυχείς, δηλαδή επιβιώνουν με ένα βιώσιμο βαθμό εσωτερικής σύγκρουσης, όχι όταν όλοι σκέφτονται το ίδιο (πράγμα που φαίνεται αδύνατο), αλλά όταν διαφορετικές απόψεις και αναπαραστάσεις μπορούν να συνυπάρχουν. Η φυλετική και εθνοτική διάκριση, καθώς και η διάκριση των φύλων και η βία είναι εκδηλώσεις προβλημάτων που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν στο να δεχτούν ότι άλλοι τρόποι ζωής και άλλοι τρόποι ομιλίας έχουν νόημα όπως και οι δικοί τους. Το έργο του John Gumperz και των συνεργατών του γύρω από τη χρήση της γλώσσας σε πολύγλωσσες κοινότητες τονίζει τους 1 Ο Duranti εννοεί ότι η κάθε γλώσσα μας επιβάλλει ένα έτοιμο σύστημα ταξινόμησης, το οποίο είναι μέρος της ίδιας της γλώσσας.
συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους η γλώσσα μπορεί να αποτελεί εμπόδιο στην κοινωνική ολοκλήρωση (integration) (Gumperz, 1982a,1982b Jupp, Roberts and Cook-Gumperz, 1982) (Duranti, 1997). Πολιτισμικά Πρότυπα/ Σχήματα Στα πλαίσια της πολιτισμικής ιστορίας, η οποία επικεντρώνεται στην κατανόηση της διαμόρφωσης των πολιτισμών, ονομάζεται πολιτισμικό πρότυπο/ σχήμα το δομημένο σύνολο των μηχανισμών μέσα από τους οποίους ένας πολιτισμός προσαρμόζεται στο περιβάλλον του. Αυτή την έννοια θα χρησιμοποιήσει και θα εμβαθύνει η σχολή πολιτισμός-και-προσωπικότητα και ειδικά οι ανθρωπολόγοι Ruth Benedict και Margaret Mead. 2 Η Ruth Benedict πιστεύει ότι κάθε πολιτισμός χαρακτηρίζεται από ένα ορισμένο πρότυπο, δηλαδή ένα ορισμένο ύφος. Αυτό που ορίζει έναν πολιτισμό δεν είναι η παρουσία ή η απουσία τούτου του χαρακτηριστικού γνωρίσματος ή εκείνου του πλέγματος πολιτισμικών γνωρισμάτων, αλλά ο συνολικός της προσανατολισμός σε τούτη ή εκείνη τη κατεύθυνση, προς το λιγότερο ή περισσότερο συνεκτικό πρότυπο σκέψης και πράξης.... Κάθε πολιτισμός προσφέρει στα άτομα ένα ασυνείδητο σχήμα για όλες της δραστηριότητες της ζωής (Cuche, 2001: 65). Κατά τη Margaret Mead υπάρχει στενός δεσμός ανάμεσα στο πολιτισμικό πρότυπο, τη μέθοδο διαπαιδαγώγησης και τον κυρίαρχο τύπο προσωπικότητας: Η ατομική προσωπικότητα δεν εξηγείται από τα βιολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα (π.χ. φύλο) αλλά από το ιδιαίτερο πολιτισμικό πρότυπο μιας δεδομένης κοινωνίας, το οποίο καθορίζει την αγωγή του παιδιού. Από τις πρώτες στιγμές της ζωής το άτομο εμποτίζεται από αυτό το πρότυπο, από ένα ολόκληρο σύστημα ρητών ή άρρητων κινήτρων και απαγορεύσεων που όταν ενηλικιωθεί το οδηγούν να συμμορφώνεται, ασυνείδητα, με τις θεμελιώδεις αρχές της κουλτούρας 3.... Η δομή της ενήλικης προσωπικότητας, η οποία απορρέει από τη μεταβίβαση της κουλτούρας μέσω της διαπαιδαγώγησης, είναι κατ αρχήν προσαρμοσμένη στο πρότυπο αυτής της κουλτούρας. (Cuche, 2001: 68) Ακόμα στη σ. 86 ο Cuche αναφέρει ότι στις σύγχρονες κοινωνίες τα πολιτισμικά πρότυπα εξελίσσονται συνεχώς. Συνεπώς, τα άτομα προβαίνουν σε συνεχή αναθεώρηση του πρότυπου που έχουν εσωτερικεύσει κατά την παιδική ηλικία. Είδαμε ότι η Ruth Benedict και η Margaret Mead χρησιμοποιούν τον όρο πολιτισμικό πρότυπο αναφερόμενες σε έναν ολόκληρο πολιτισμό. Κάθε πολιτισμός φέρεται να χαρακτηρίζεται από ένα πρότυπο. Άλλοι τονίζουν ότι η πολιτισμική γνώση κάθε ανθρώπινης ομάδας αποτελείται από ένα σύνολο πολιτισμικών προτύπων: Τα μέλη ενός πολιτισμού σε μεγάλο βαθμό μοιράζονται από κοινού πρότυπα σκέψης και αντίληψης μέσα από τα οποία κατανοούν αυτά που συμβαίνουν γύρω τους, συνδέουν μεταξύ τους φαινόμενα και καταστάσεις, ερμηνεύουν γεγονότα, καταλήγουν σε συμπεράσματα και κάνουν προβλέψεις. Σε αυτά τα πρότυπα σκέψης και αντίληψης, σε αυτές τις νοητικές δομές που αποτελούν την πολιτισμική γνώση, οι επιστήμονες έχουν αναφερθεί με διαφορετικούς όρους. Ένας από αυτούς είναι ο όρος πολιτισμικά πρότυπα 2 Την απόδοση πολιτισμικό πρότυπο έχει επιλέξει ο Έλληνας μεταφραστής του βιβλίου Η έννοια της κουλτούρας στις κοινωνικές επιστήμες (Cuche, 2001), το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Γαλλικά. Το έργο της Benedict και της Mead στο οποίο γίνεται αναφορά γράφτηκε στα Αγγλικά. 3 Κουλτούρα είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο μεταφραστής του Cuche. Για τα ίδια φαινόμενα εγώ προτιμώ τον όρο πολιτισμός, ο οποίος χρησιμοποιείται από τους περισσότερους Έλληνες ανθρωπολόγους.
(cultural models). Ένας άλλος όρος είναι πολιτισμικά σχήματα (cultural schemas) (Quinn & Holland, 1987). Ο προσδιορισμός πολιτισμικός δηλώνει ότι τα εν λόγω πρότυπα ή σχήματα είναι συλλογικά, δημιουργία μιας ομάδας ανθρώπων που ζούνε μαζί και μοιράζονται σε κάποιο βαθμό τον ίδιο τρόπο ζωής. Κάποια πολιτισμικά πρότυπα μπορεί να είναι πολύ ευρέως διαδεδομένα σε μεγάλο αριθμό ομάδων. Στο παρόν κείμενο ο όρος πολιτισμικά πρότυπα (και πολιτισμικά σχήματα) χρησιμοποιείται με την έννοια που έχει στο προηγούμενο απόσπασμα (Quinn & Holland, 1987). Κάθε πολιτισμός χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο πολιτισμικών προτύπων τα οποία τα μέλη αρχίζουν να μαθαίνουν από τη γέννησή τους. Στους περισσότερους πολιτισμούς υπάρχει π.χ. κάποιος θεσμός που μοιάζει με το γάμο. Παράλληλα τα μέλη έχουν μάθει το πρότυπο του γάμου. Πρόκειται για πρότυπα σκέψης και αντίληψης που τους επιτρέπουν να εξάγουν συμπεράσματα, να κάνουν προβλέψεις και να έχουν προσδοκίες σχετικά με το ποιος μπορεί να συνάψει γάμο, με ποιον, πού και κάτω από ποιες συνθήκες, ποιος πρέπει να προσφέρει ένα δώρο, πότε να πάει το δώρο, τι να φορέσει τη μέρα του γάμου, εάν τον καλέσουν, κλπ. Επίσης, το πρότυπο του γάμου περιλαμβάνει γνώση σχετικά με το εάν και πώς μπορεί (ή πρέπει) ο γάμος να ακυρωθεί Οι πολιτισμοί διαφέρουν ως προς τα πρότυπα σε σχέση με το γάμο. Μέσα στον ίδιο πολιτισμό μπορεί κανείς να συναντήσει αντιφατικά μεταξύ τους πολιτισμικά πρότυπα. Ακόμα και στο ίδιο άτομο μπορεί να συνυπάρχουν αντιφατικά πρότυπα. 4 Ανατρέχουμε στα πολιτισμικά πρότυπα για να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα γύρω μας, να κάνουμε προβλέψεις και να εξάγουμε συμπεράσματα. Επίσης, τα πολιτισμικά πρότυπα συνεπάγονται κανόνες συμπεριφοράς. Ένα συγκεκριμένο πρότυπο συνδυάζεται με μερικές πράξεις και όχι με άλλες και αυτοί οι συνδυασμοί, που συχνά διαφέρουν μεταξύ ανθρώπινων ομάδων, είναι μέρος της πολιτισμικής γνώσης. Έτσι, το πρότυπο της ιδιοκτησίας συμπεριλαμβάνει τη γνώση ότι, αν έχω ένα αυτοκίνητο και το πουλήσω, το αυτοκίνητο παύει να είναι δικό μου. Τα αρνητικά στερεότυπα είναι και αυτά πολιτισμικά πρότυπα. Συντελούν στο σχηματισμό ερμηνειών και νοημάτων. Μας οδηγούν να περιμένουμε μια ορισμένη (αρνητική) συμπεριφορά από άτομο που ανήκει σε μια ορισμένη ομάδα την οποία έχουμε ταξινομήσει αρνητικά (D Andrade 1984 Quinn & Holland 1987 Strauss & Quinn 1997). Συχνά τα πολιτισμικά πρότυπα επηρεάζουν τις πράξεις μας σε σχέση με αυτούς τους ανθρώπους. Το πρότυπο της επιτυχίας στην Ελλάδα συνεπάγεται ότι έχει τεράστια σημασία να έχει κανείς καλή επίδοση στο σχολείο και να αποκτήσει (τουλάχιστον) ένα πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών. Τέτοιοι κανόνες συμπεριφοράς αποτελούν περιορισμούς στις πράξεις των ανθρώπων, επειδή μέσα σε μια ομάδα επιβραβεύονται αυτοί που τηρούν τους κανόνες και τιμωρούνται όσοι δεν τους τηρούν. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οι ανθρώπινες πράξεις πάντοτε προσδιορίζονται από τα πολιτισμικά πρότυπα και τους κανόνες που αυτά συνεπάγονται. Για παράδειγμα, παρόλο που το πολιτισμικό πρότυπο της κλοπής συμπεριλαμβάνει τη γνώση ότι οι σχετικές πράξεις είναι καταδικαστέες, αυτό δε σημαίνει ότι μέσα στην ομάδα δε θα γίνονται κλοπές (D Andrade, 1984 Quinn & Holland, 1987). Στο πλαίσιο της προσέγγισης που έχω ονομάσει ο πολιτισμός ως γνώση τα πολιτισμικά πρότυπα ή πολιτισμικά σχήματα είναι μέρος της πολιτισμικής γνώσης. Πρόκειται για νοητικές δομές που σε κάποιο (συχνά μεγάλο) βαθμό μοιραζόμαστε από κοινού με ανθρώπους που έχουν 4 Σε μια μελέτη που διεξήγαγα το 1998, πρόσεξα μια στάση που μου φαινόταν αντιφατική στον τρόπο με τον οποίο πολλοί πληροφορητές μιλούσαν για την αποτυχία στις γενικές εξετάσεις. Από τη μια μεριά το ζήτημα της επιτυχίας ή αποτυχίας στις εξετάσεις παρουσιαζόταν στα λόγια τους σαν ζήτημα ζωής ή θανάτου. Από την άλλη μεριά, όταν τους ανάγκαζα να αναπτύξουν κα άλλο τις σκέψεις τους, οι περισσότεροι κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η αποτυχία στις εξετάσεις δεν είναι αποτυχία στη ζωή. Πιστεύω ότι η αντίφαση είναι μόνο φαινομενική. Πρέπει να ξεχωρίσουμε μεταξύ (α) της αποτυχίας ως πραγματική εμπειρία, την οποία ο πληροφορητής ή κάποιο πολύ κοντινό του πρόσωπο έχουν βιώσει, και (β) της αποτυχίας ως αφηρημένης έννοιας. Πρόκειται ουσιαστικά για τη διάκριση μεταξύ πράξης και θεωρίας (Benincasa, 1997).
το δικό μας τρόπο ζωής και εμπειρίες όμοιες με τις δικές μας. Αυτές οι νοητικές δομές, σχετικά σταθερές στο χρόνο, είναι προϊόν προηγούμενων αλληλεπιδράσεων με τον έξω κόσμο. 5 Ο άνθρωπος πάντα γεννιέται και μεγαλώνει μέσα σε μια ομάδα. Η πολιτισμική γνώση της ομάδας του είναι ήδη εκεί και γι αυτό ο άνθρωπος τείνει να θεωρεί αυτή τη γνώση αυτονόητη. Κοινωνικές οντότητες όπως ο γάμος ή η κλοπή γίνονται αντιληπτές ως φυσικές οντότητες. Ό άνθρωπος τείνει να τις αποδέχεται ως δεδομένες και να θεωρεί ότι π.χ. ο γάμος ή η επιτυχία πραγματικά υπάρχουν. Παράλληλα τείνει να δεχτεί τη σχετική συμπεριφορά ως αυτονόητη. Μέσα στην ίδια ομάδα είναι δυνατόν διαφορετικοί άνθρωποι να έχουν βιώσει εμπειρίες που τους οδηγούν στο να αναπτύξουν πρότυπα που διαφέρουν αρκετά από τα πρότυπα της πλειοψηφίας της ομάδας. Εντούτοις, μόνο τα πρότυπα/ σχήματα που μοιραζόμαστε με άλλους είναι πολιτισμικά (D Andrade, 1984 Quinn & Holland, 1987 Strauss & Quinn, 1997). Οι νοητικές δομές (τα πρότυπα) μέσα από τις οποίες ερμηνεύουμε τον κόσμο αναπτύσσονται (α) μέσω της απλής παρατήρησης συζητήσεων και πράξεων άλλων μελών της κοινότητας και (β) μέσω της ρητής διδασκαλίας (Strauss & Quinn, 1997). Η ρητή διδασκαλία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ποικίλους κοινωνικούς χώρους, μεταξύ των οποίων είναι η οικογένεια και το σχολείο. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί προγραμματίζουν καταστάσεις στις οποίες το άτομο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να μιμηθεί τη συμπεριφορά που αυτοί επιτιμούν (ή τη συμπεριφορά που θεωρείται επιθυμητή από τους αρμόδιους για τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής). 5 Σήμερα οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν ότι ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού γενετικής κληρονομιάς και επίδρασης του περιβάλλοντος, αν και οι επιστήμονες συνεχίζουν να διαφωνούν ως προς το πόσο συνεισφέρει ο κάθε παράγοντας.