4 ΑΛΚΟΟΛΕΣ ΑΙΘΕΡΕΣ ΚΑΡΒΟΝΥΛΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΟΞΕΑ ΕΣΤΕΡΕΣ

Σχετικά έγγραφα
καρβοξυλικά οξέα μεθυλοπροπανικό οξύ

ΚΟΡΕΣΜΕΝΕΣ ΜΟΝΟΣΘΕΝΕΙΣ ΑΛΚΟΟΛΕΣ

αλκοόλες - φαινόλες 1,2,3-προπανοτριόλη ή γλυκερίνη (τρισθενής)

C x H y -OH. C x H 2x+2 y (OH) y. C x H 2x+1 OH

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΑΛΚΟΟΛΕΣ. Print to PDF without this message by purchasing novapdf (

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

ΒΛ/Μ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΟΡΟΣΗΜΟ. Τεύχος 6ο: Χημεία Γενικής Παιδείας: Αλκοόλες

4. KAPB O Ξ ΥΛΙΚΑ ΟΞΕΑ

Αντιδράσεις οξείδωσης αναγωγής οργανικών ενώσεων.

Διακρίσεις ταυτοποιήσεις οργανικών ενώσεων.

αλκοολών π.χ ποιες είναι κορεσμένες μονοσθενείς και πρωτοταγείς.

Σελίδα: 1 - ΦΕ-Χημεία Β Λ.-Αλκοόλες-Επιμέλεια: Παναγιώτης Κουτσομπόγερας. Όνομα & Επώνυμο : Τάξη: B Ημερομηνία: ΑΛΚΟΟΛΕΣ

Β / ΛΥΚΕΙΟΥ ΧΗΜΕΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Χημεία Β Λτκείξτ Τπάοεζα θεμάσωμ 33

Οργανική Χημεία Που οφείλεται η ικανότητα του άνθρακα να σχηματίζει τόσες πολλές ενώσεις; Ο άνθρακας έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά :

άνθρακα εκτός από CO, CO 2, H 2 CO 3, και τα ανθρακικά άλατα ( CO 2- Οργανική Χημεία : Η χημεία των ενώσεων του άνθρακα

καρβοξυλικά οξέα ΚΑΡΒΟΞΥΛΙΚΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Χηµεία Β' Γενικού Λυκείου

5.3 Κατηγορίες οργανικών αντιδράσεων και μερικοί μηχανισμοί οργανικών αντιδράσεων

Χημεία Β ΓΕΛ 21 / 04 / 2019

Ακόρεστες λέγονται οι ενώσεις στις οποίες δύο τουλάχιστον άτοµα άνθρακα συνδέονται µεταξύ τους µε διπλό ή τριπλό δεσµό.

Στις ερωτήσεις A1 A3, να γράψετε τον αριθμό της ερώτησης και δίπλα σε κάθε αριθμό το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση.

Β) Να γράψετε τους συντακτικούς τύπους των παρακάτω χηµικών ενώσεων: i) 1,2,3-προπανοτριόλη ii) 2-βουτένιο

Επαγγελµατικής Εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, όπως

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Φροντιστήριο ΕΠΙΓΝΩΣΗ Αγ. Δημητρίου Προτεινόμενα θέματα τελικών εξετάσεων Χημεία Β Λυκείου. ΘΕΜΑ 1 ο

5. Αντιδράσεις οξείδωσης και αναγωγής

Στις ερωτήσεις 1.1 έως 1.10 να επιλέξτε τη σωστή απάντηση:

KEΦΑΛΑΙΟ 4ο ΚΑΡΒΟΞΥΛΙΚΑ ΟΞΕΑ

Χημεία Β ΓΕΛ 21 / 04 / 2019

Οργανική χηµεία Ονοµατολογία οργανικών ενώσεων (καλύπτει και την Γ Λυκείου) Ονοµατολογία

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ. Α2. Ποια από τις επόμενες ομόλογες σειρές εμφανίζει ισομέρεια θέσης;

ΧΗΜΕΙΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

1.Συμβολιςμοί Ονοματολογία Ιςομέρεια

Αντιδράσεις προσθήκης στο καρβονύλιο των αλδεϋδών και κετονών.

ΧΗΜΕΙΑ Α ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

Διαγώνισμα στην Οργανική.

93 Λεωνίδα Τζιανουδάκη, Χημεία Β' Ε. Α., ΑΛΚΟΟΛΕΣ, ΦΑΙΝΟΛΕΣ. ο txjy ο ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΞΕΤΑΣΗΣ: ΑΛΚΟΑΕΣ ΑΙΑΡΚΕΙΑ: 25 min - ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΡΙΩΝ: 20 ΤΠΕ >ΐΓ

ΟΛΕΣ ΟΙ ΧΗΜΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ ΧΗΜΕΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ

Χημεία. ΘΕΜΑ Α A1. α - 5 μονάδες

2/12/2018 ΧΗΜΕΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ. Ξενοφών Ασβός, Ολιβία Πετράκη, Παναγιώτης Τσίπος, Γιάννης Παπαδαντωνάκης, Μαρίνος Ιωάννου

ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΉ ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ

ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2016 Β ΦΑΣΗ ΧΗΜΕΙΑ. Ηµεροµηνία: Τετάρτη 4 Μαΐου 2016 ιάρκεια Εξέτασης: 2 ώρες ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

2.2. A) Να γράψετε τους συντακτικούς τύπους και την ονοµασία όλων των άκυκλων ισοµερών που έχουν µοριακό τύπο C 3 H 6 O.

Τράπεζα Θεμάτων Β Λυκείου. Απαντήσεις στις ερωτήσεις Σωστού Λάθους. Επιμέλεια: Μανώλης Πρόιος 1 ο Κεφάλαιο Γενικό μέρος Οργανικής Χημείας

Ημερομηνία: 29/03/15. Διάρκεια διαγωνίσματος: 120. Εξεταζόμενο μάθημα: Χημεία Β Λυκείου. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Τσίκο Σύλβια ΘΕΜΑ Α

Για τις ερωτήσεις Α1 έως και Α4 να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της ερώτησης και δίπλα το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο ΑΛΚΟΟΛΕΣ - ΦΑΙΝΟΛΕΣ

-H 2 H2 O R C COOH. α- κετοξύ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Αντιδράσεις υποκατάστασης

Χηµεία Β' Γενικού Λυκείου

1 Συγκεντρωτικός πίνακας για χρησιμοποίηση των δεδομένων της εκφώνησης ώστε να βρίσκουμε τη μορφή του συντακτικού τύπου των ενώσεων

Φροντιστήρια ΕΠΙΓΝΩΣΗ Αγ. Δημητρίου Προτεινόμενα θέματα τελικών εξετάσεων Χημεία Β Λυκείου. ΘΕΜΑ 1 ο

ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ Η ΧΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΪΝΤΩΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ

Οργανική Χημεία. Κεφάλαιο 17 & 18: Αλκοόλες, θειόλες, αιθέρες και εποξείδια

KΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΟΞΕΑ. Print to PDF without this message by purchasing novapdf (

R X + NaOH R- OH + NaX

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2013

Αντιδράσεις οργανικών οξέων οργανικών βάσεων.

Β ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΧΗΜΕΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ. Ημερομηνία: 22 Απριλίου 2017 Διάρκεια Εξέτασης: 3 ώρες ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

Εύρεση Συντακτικού τύπου από ονομασία

Εύρεση Σ.Τ. με αντιδράσεις προσθήκης στο ΔΙΠΛΟ και ΤΡΙΠΛΟ ΔΕΣΜΟ (Να γίνονται όλες οι αντιδράσεις)

1 C 8 H /2 O 2 8 CO H 2 O

III. ΧΗΜΕΙΑ. Β τάξης ημερήσιου Γενικού Λυκείου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ Δεύτερο συνθετικό (κορεσμένη ή ακόρεστη;) (απλοί, διπλοί, τριπλοί δεσμοί;)

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

Σάββατο, 18 Μαρτίου 2017

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΑ ΧΗΜΕΙΑΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ (Δ. Δ.7 ο ) ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΥΛΗ

ΜΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗ ΒΔΟΜΑΔΑ ΔΙΔΑΚΤΕΑ ΥΛΗ ΣΤΟΧΟΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

Ονοματολογία Οργανικών Ενώσεων

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2015

Χημεία Β Λυκείου Β ΓΕΛ 12 / 04 / 2018

φύλλα εργασίας ονοματεπώνυμο:

Οργανική Χηµεία. Κεφάλαιο 17 & 18: Αλκοόλες, θειόλες, αιθέρες και εποξείδια

ΧΗΜΕΙΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. + SO 4 Βάσεις είναι οι ενώσεις που όταν διαλύονται σε νερό δίνουν ανιόντα υδροξειδίου (ΟΗ - ). NaOH Na

Χηµεία Β' Γενικού Λυκείου

ΑΛΚΕΝΙΑ- ΑΙΘΕΝΙΟ Ή ΑΙΘΥΛΈΝΙΟ Έχουν τον γενικό μοριακό τύπο: C ν Η 2ν (ν 2)

Ημερομηνία: Σάββατο 14 Απριλίου 2018 Διάρκεια Εξέτασης: 3 ώρες

Χηµεία Β' Γενικού Λυκείου

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2019 Β ΦΑΣΗ

Διακρίσεις - Ταυτοποιήσεις

ΚΟΡΕΣΜΕΝΟΙ Υ ΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ ΑΛΚΑΝΙΑ

81 Λεωνίδα Τζιανουδάκη, Χημεία Β' Ε. Α., ΑΛΚΟΟΛΕΣ, ΦΑΙΝΟΛΕΣ ΑΛΚΟΟΛΕΣ-ΦΑΙΝΟΛΕΣ ΑΛΚΟΟΛΕΣ

Χημεία Β Λυκείου Γενικής Παιδείας. Ασκήσεις τράπεζας θεμάτων στο 1 ο Κεφάλαιο

9 o Μάθημα. Οργανική Χημεία Θεωρία Μαθήματα Ακαδημαϊκού Έτους

Θέμα 2ο Να συμπληρώσετε τον παρακάτω πίνακα: Μοριακός τύπος Γενικός μοριακός τύπος Ονομασία ομόλογης σειράς CH 2 O C 5 H 10 C 2 H 5 Cl

Κεφάλαιο 18 Καρβοξυλικά Οξέα και Εστέρες Καρβοξυλικών Οξέων

ΠΡΟΣΟΧΗ!!! Αυτά που είναι γραµµένα µε κόκκινη γραµµατοσειρά είναι εκτός ύλης.

Χημεία Β Λυκείου. Σελίδα 1 από 5. α. HC CH + Na NaC CNa + H 2. β. CH 3 CH 2 CHCH 3 CH 3 CH=CHCH 3 + H 2 O

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Β ΤΑΞΗ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21/04/ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΧΗΜΕΙΑ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΕΞΙ (6)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΔΑ: Β42Α9-2ΟΗ ΦΕΚ 2893 Β ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

31 ος ΠΜΔΧ B ΛΥΚΕΙΟΥ

ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΎΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΕΝΟΤΗΤEΣ

Σωτήρης Χρονόπουλος ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ. 1. Τι μελετά η Οργανική Χημεία;

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ Χ Η Μ Ε Ι Α Σ - Β ΛΥΚΕΙΟΥ 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ 2 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Θέμα 1 ο

ΙΣΟΜΕΡΕΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΜΑΤΩΝ Β ΛΥΚΕΙΟΥ

Δείτε πώς δυο άνθρακες δίνουν με υδρογόνο τρείς διαφορετικές χημικές ενώσεις:

Transcript:

4 ΑΛΚΟΟΛΕΣ ΑΙΘΕΡΕΣ ΚΑΡΒΟΝΥΛΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΟΞΕΑ ΕΣΤΕΡΕΣ 4.1. Υδροξυενώσεις Οι υδροξυενώσεις είναι οι οργανικές ενώσεις που περιέχουν στο μόριό τους τουλάχιστον ένα υδροξύλιο (-ΟΗ). Διακρίνονται σε αλκοόλες (αλειφατικές, κυκλικές και αρωματικές) και στις φαινόλες. CH 3 CH 2 OH CH 3 CH 2 CH 2 OH HOCH 2 CH 2 CH 2 OH Αιθανόλη 1-προπανόλη 1,4-βουτανοδιόλη Υδροξυβενζόλιο ή φαινόλη Η αιθανόλη είναι η αλκοόλη που περιέχουν τα οινοπνευματώδη ποτά γι αυτό ονομάζεται και οινόπνευμα. Οι κορεσμένες μονοσθενείς αλκοόλες ονομάζονται κατά IUPAC από το όνομα του αντίστοιχου υδρογονάνθρακα και την κατάληξη όλη. Τα κατώτερα μέλη της σειράς είναι γνωστά και με τις εμπειρικές τους ονομασίες όπως η μεθανόλη CH 3 OH που είναι γνωστή ως μεθυλική αλκοόλη ή ξυλόπνευμα και η αιθανόλη CH 3 CH 2 OH ή αιθυλική αλκοόλη ή οινόπνευμα. 4.1.α. Κορεσμένες μονοσθενείς αλκοόλες Οι κορεσμένες μονοσθενείς αλκοόλες θεωρητικά προκύπτουν από τους κορεσμένους υδρογονάνθρακες με αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου από ένα υδροξύλιο. Αποτελούν την ομόλογη σειρά οργανικών ενώσεων με γενικό τύπο C v H 2v+1 ΟH ή C v H 2v+2 O ή πιο απλά R-OH. βενζυλική αλκοόλη αιθανόλη ή αιθυλική αλκοόλη (Η ένωση αυτή ΔΕΝ είναι φαινόλη αλλά μια αρωματική αλκοόλη) 61

Χαρακτηριστικές ομάδες και ομόλογες σειρές XΑΡΑΚΤΗΡΙ- ΣΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΓΕΝΙΚΟΣ Μ.Τ. (ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ) ΟΜΟΛΟΓΗ ΣΕΙΡΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ Χ Άτομο αλογόνου CVH2V+1X ΑΛΚΥΛΑΛΟΓΟΝΙΔΙΑ Br CH 3 (F, Cl, Br, I) OH υδροξύλιο CVH2V+2O (CVH2V+1OΗ) ΚΟΡΕΣΜΕΝΕΣ ΜΟΝΟΣΘΕΝΕΙΣ ΑΛΚΟΟΛΕΣ H 3 C H 2 C OH CVH2V+2O ΚΟΡΕΣΜΕΝΟΙ H 3 C O CH 3 αιθερομάδα (CμH2μ+1O CVH2V+1) ΜΟΝΟΑΙΘΕΡΕΣ CVH2VO (CνH2ν+1CHO) ΚΟΡΕΣΜΕΝΕΣ ΑΛΔΕΫΔΕΣ H 3 C C C O H H 2 αλδεϋμάδα CVH2VO H 3 C C CH 3 κετονομάδα (CμH2μ+1CO CVH2V+1) ΚΟΡΕΣΜΕΝΕΣ ΚΕΤΟΝΕΣ O CVH2VO2 (CνH2ν+1COOH) ΚΟΡΕΣΜΕΝΑ ΜΟΝΟΚΑΡΒΟΞΥΛΙΚΑ ΟΞΕΑ H 3 C C O OH καρβοξύλιο CVH2VO2 H C O CH 3 ΚΟΡΕΣΜΕΝΟΙ εστερομάδα (CμH2μ+1COO CVH2V+1) ΕΣΤΕΡΕΣ O 62

Οι κορεσμένες μονοσθενείς αλκοόλες διακρίνονται σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς ή τριτοταγείς ανάλογα με το αν το υδροξύλιό τους συνδέεται σε πρωτοταγές, δευτεροταγές ή τριτοταγές άτομο άνθρακα. Δεσμός Υδρογόνου Αν συγκριθούν τα σημεία ζέσεως των αλκοολών με εκείνα των υδρογονανθράκων ή αιθέρων, που έχουν ίδιες ή παραπλήσιες σχετικές μοριακές μάζες (ΣΜΜ), διαπιστώνεται ότι οι αλκοόλες βράζουν σε υψηλές θερμοκρασίες, όπως συμβαίνει και με το νερό. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται με την παρουσία δεσμών υδρογόνου μεταξύ των δίπολων μορίων τους. Φυσικές ιδιότητες Τα κατώτερα μέλη της σειράς των κορεσμένων μονοσθενών αλκοολών είναι υγρά με σχετικά ευχάριστη οσμή, που αναμειγνύονται με το νερό σε οποιαδήποτε αναλογία. Τα μεσαία μέλη είναι επίσης υγρά, ελαιώδη, με μάλλον δυσάρεστη οσμή και δυσδιάλυτα στο νερό. Τα ανώτερα μέλη είναι στερεά, άοσμα και αδιάλυτα στο νερό. Οι αλκοόλες, ιδιαίτερα τα πρώτα μέλη της σειράς, αποτελούν άριστα διαλυτικά μέσα για πολλές άλλες οργανικές ενώσεις. Η αιθανόλη είναι άχρωμο υγρό με ευχάριστη δηκτική γεύση και σχετικά ευχάριστη οσμή. Η παρουσία των δεσμών υδρογόνου ανάμεσα στα μόρια των αλκοολών εξηγεί ακόμη και τη μεγάλη διαλυτότητα των κατώτερων αλκοολών στο νερό διότι υπάρχει η δυνατότητα σύνδεσης των μορίων του νερού και της αλκοόλης όπως φαίνεται στο σχήμα: Στις ανώτερες αλκοόλες, το υδρόφοβο αλκύλιο R γίνεται αισθητά μεγάλο, γι αυτό το φαινόμενο εξασθενίζει, με αποτέλεσμα όσο αυξάνεται η M r τους να γίνονται και περισσότερο δυσδιάλυτες στο νερό. 63

4.2. Αιθέρες Οι αιθέρες αποτελούν την ομόλογη σειρά των οργανικών ενώσεων που είναι ισομερείς με τις κορεσμένες μονοσθενείς αλκοόλες, και έχουν γενικό τύπο C v H 2v+2 O. Στους αιθέρες ένα άτομο οξυγόνου ενώνεται απευθείας με δύο αλκύλια. Αν τα αλκύλια είναι ίδια τότε ο αιθέρας ονομάζεται απλός ενώ αν τα αλκύλια είναι διαφορετικά τότε ο αιθέρας ονομάζεται μεικτός. γενικός τύπος των αιθέρων διμεθυλαιθέρας μεθυλαιθυλαιθέρας Φυσικές ιδιότητες Οι αιθέρες είναι πιο πτητικές ενώσεις από τις ισομερείς τους αλκοόλες επειδή τα μόριά τους δεν συνδέονται με δεσμούς υδρογόνου. Τα πρώτα μέλη είναι αέρια, τα μεσαία υγρά, και τα ανώτερα στερεά. Διαλύονται ελάχιστα στο νερό, ενώ οι υγροί αιθέρες είναι άριστα διαλυτικά μέσα άλλων οργανικών ουσιών. Χημικές ιδιότητες Οι αιθέρες καίγονται και ιδιαίτερα τα κατώτερα μέλη τους είναι πολύ εύφλεκτα: Ανάμεσα στα μόρια των αιθέρων, παρόλο που περιλαμβάνονται άτομα οξυγόνου, επειδή αυτά δεν συνδέονται απευθείας με άτομα υδρογόνου, δεν είναι δυνατό να υπάρξουν δεσμοί υδρογόνου. Γι αυτό οι αιθέρες έχουν πολύ χαμηλότερα σημεία ζέσης από τις ισομερείς τους αλκοόλες. C v H 2v+2 O + 3v/2 O 2 vco 2 + (v+1)h 2 O 64

Διαιθυλαιθέρας Ο διαιθυλαιθέρας είναι άχρωμο υγρό, ευκίνητο, πολύ πτητικό με χαρακτηριστική «αιθέρια» οσμή. διαιθυλαιθέρας 4.3. Καρβονυλικές ενώσεις Οι καρβονυλικές ενώσεις με γενικό μοριακό τύπο C v H 2v O (αλδεΰδες και κετόνες) περιέχουν στο μόριό τους τη δισθενή ρίζα που ονομάζεται καρβονύλιο. Η ρίζα CHO αποτελεί τη χαρακτηριστική ομάδα της ομόλογης σειράς των αλδεϋδών και ονομάζεται αλδεϋδομάδα. Οι κετόνες είναι οι ενώσεις, στις οποίες το καρβονύλιο είναι απευθείας ενωμένο με δυο αλκύλια. Ο διαιθυλαιθέρας χρησιμοποιείται ευρύτατα ως διαλυτικό μέσο. Επίσης στα χημικά εργαστήρια για την πραγματοποίηση εκχυλίσεων. Επειδή κατά τη γρήγορη εξάτμιση του παράγεται ψύχος, χρησιμοποιείται για την επίτευξη χαμηλών θερμοκρασιών. Ακόμη χρησιμοποιείται ως αναισθητικό αντί του χλωροφορμίου. Αλδεΰδες C v H 2v O, v 1 Καρβονύλιο Κετόνες απλή μικτή C v H 2v O, v 3 αλδεΰδη κετόνη Αν το δύο αλκύλια της κετόνης είναι όμοια τότε αυτή ονομάζεται απλή, αν είναι διαφορετικά μεικτή. Ονοματολογία Σύμφωνα με το σύστημα IUPAC, οι αλδεΰδες ονομάζονται από τον αντίστοιχο υδρογονάνθρακα που έχει τον ίδιο αριθμό ατόμων άνθρακα και την 65

κατάληξη άλη, ενώ οι κετόνες παίρνουν την κατάληξη όνη. μεθανάλη ή φορμαλδεΰδη αιθανάλη ή ακεταλδεΰδη μεθανάλη προπανόνη ή ακετόνη η διαφόρων οργανικών ουσιών και υλικών (ζάχαρη, ξύλο, χαρτί, κ.ά.). Είναι αέριο με χαρακτηριστική ερεθιστική οσμή. Υδατικό διάλυμα φορμαλδεΰδης (περίπου 40%) ονομάζεται φορμόλη και χρησιμεύει ως αντισηπτικό. Μεγάλες ποσότητες φορμαλδεΰδης χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία πλαστικών. Η αιθανάλη (ή ακεταλδεΰδη) σχηματίζεται κατά την αλκοολική ζύμωση ως ενδιάμεσο προϊόν. Είναι υγρό άχρωμο, πολύ ευκίνητο, που αναμειγνύεται με το νερό την αλκοόλη και τον αιθέρα σε οποιαδήποτε αναλογία. Η προπανόνη (ή ακετόνη) υπάρχει σε μικρά ποσά στοαίμα και στον ιδρώτα. Είναι υγρό άχρωμο, ευκίνητο, με ευχάριστη οσμή που αναμειγνύεται με το νερό την αιθανόλη και τον αιθέρα σε κάθε αναλογία. Χρησιμεύει ως διαλυτικό μέσο, αλλά και για την παρασκευή διαφόρων πλαστικών υλικών. αιθανάλη προπανόνη 66

4.4. Οργανικά οξέα Τα οργανικά οξέα είναι οι ενώσεις εκείνες που περιέχουν στο μόριό τους την χαρακτηριστική ομάδα του καρβοξυλίου COOH. Για τον λόγο αυτό ονομάζονται καρβοξυλικά οξέα. Για την καλύτερη μελέτη των καρβοξυλικών οξέων, αυτά ταξινομούνται σε: Μονοκαρβοξυλικά, δικαρβοξυλικά και γενικότερα πολυκαρβοξυλικά, ανάλογα με τον αριθμό των καρβοξυλίων στο μόριό τους: (αιθανοϊκό οξύ) (αιθανοϊδιικό οξύ) Κορεσμένα ή ακόρεστα ανάλογα με το αν στο μόριό τους υπάρχουν μόνο απλοί ή και διπλοί ή τριπλοί δεσμοί: Καρβοξυλομάδα (βουτανοϊκό οξύ) Το όνομα «καρβοξύλιο» προέρχεται από το όνομα των ομάδων «καρβονύλιο» και «υδροξύλιο». Αλειφατικά (άκυκλα) ή αρωματικά: (μεθανοϊκό οξύ) Υπάρχουν ακόμη και οργανικά οξέα που εκτός από το καρβοξύλιο, περιέχουν στο μόριό τους και άλλες χαρακτηριστικές ομάδες, όπως αλογόνα, μεθανικό οξύ (μεθανοϊκό οξύ) 67

υδροξύλια, αμινοξέα κ.λπ., που ονομάζονται αντίστοιχα αλογονοξέα, υδροξυοξέα, αμινοξέα κ.λπ. 4.4.α. Κορεσμένα μονοκαρβοξυλικά οξέα Τα κορεσμένα μονοκαρβοξυλικά οξέα C v H 2v+1 COOH μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχονται από τους κορεσμένους υδρογονάνθρακες με αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου από μια καρβοξυλική ομάδα. βενζοϊκό οξύ (το απλούστερο αρωματικό οξύ) Δεσμός υδρογόνου Όπως συμβαίνει και στις αλκοόλες, τα σημεία ζέσεως των λιπαρών οξέων είναι πάρα πολύ υψηλά σε σύγκριση με εκείνα άλλων οργανικών ενώσεων με παραπλήσιο μοριακό βάρος, λόγω της δυνατότητας δημιουργίας δεσμών υδρογόνου. βενζοϊκό οξύ αιθανικό οξύ (αιθανοϊκό οξύ) Δεσμοί υδρογόνου στα οργανικά οξέα προπενικό οξύ 68

Φυσικές ιδιότητες Τα κατώτερα μέλη της ομόλογης σειράς των μονοκαρβοξυλικών οξέων είναι υγρά, άχρωμα, ευκίνητα, με χαρακτηριστική διαπεραστική οσμή (την οσμή του ξυδιού), που αναμειγνύονται με το νερό σε κάθε αναλογία. Τα μεσαία μέλη είναι υγρά, ελαιώδη, με δυσάρεστη οσμή (το βουτυρικό οξύ μυρίζει σαν ταγγισμένο βούτυρο) και ελάχιστα διαλυτά στο νερό. Συντακτικός Τύπος HCOOH Όνομα κατά IUPAC μεθανικό οξύ (μεθανοϊκό οξύ) Εμπειρική ονομασία μυρμηκικό οξύ Πολλά καρβοξυλικά οξέα είναι γνωστά με εμπειρικά ονόματα (βλ. διπλανό πίνακα). CH 3 COOH αιθανικό οξύ (αιθανοϊκό οξύ) οξικό οξύ CH 3 CH 2 COOH προπανικό οξύ (προπανοϊκό οξύ) προπιονικό οξύ CH 3 CH 2 CH 2 COOH βουτανικό οξύ (βουτανοϊκό οξύ) βουτυρικό οξύ CH3CHCOOH CH 3 μεθυλοπροπανικό οξύ (μεθυλοπροπανοϊκό οξύ) ισοβουτυρικό CH 3 (CH 2 ) 14 COOH δεκαεξανικό οξύ (δεκαεξανοϊκό οξύ) παλμιτικό οξύ CH 3 (CH 2 ) 16 COOH δεκαοκτανικό οξυ (δεκαοκτανοϊκό οξύ) στεατικό οξύ Τα ανώτερα μέλη είναι στερεά, κρυσταλλικά σώματα, άοσμα και αδιάλυτα στο νερό. Όλα γενικά τα λιπαρά οξέα είναι διαλυτά στον αιθέρα και την αιθανόλη. 69

4.5. Χημικές ιδιότητες οργανικών ενώσεων 4.5.α. Χημικές ιδιότητες αλκοολών Καύση Οι κορεσμένες μονοσθενείς αλκοόλες καίγονται κατά τη γενική αντίδραση: π.χ. Κατά την καύση της αιθανόλης, δημιουργείται χαρακτηριστική γαλάζια φλόγα και ελευθερώνεται ικανό ποσό θερμότητας, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο. Εκ πρώτης όψεως, η εστεροποίηση μοιάζει με την εξουδετέρωση, αλλά στην ουσία είναι εντελώς διαφορετική. Εστεροπoίηση Επειδή οι αλκοόλες δεν δημιουργούν ιοντικά διαλύματα, δεν θεωρούνται βάσεις, όμως αντιδρούν με τα οξέα. Η αντίδραση οξέος με αλκοόλη ονομάζεται εστεροποίηση, είναι αμφίδρομη και δίνεται γενικά από την παρακάτω εξίσωση: αιθανοϊκός αιθυλεστέρας* *το πρώτο συνθετικό του ονόματος του εστέρα αναφέρεται στο οξύ από το οποίο προήλθε, ενώ το δεύτερο συνθετικό στην αντίστοιχη αλκοόλη. π.χ. αιθανικό οξύ αιθανόλη αιθανοϊκός αιθυλεστέρας 70

Οξείδωση Οι πρωτοταγείς αλκοόλες οξειδώνονται σε αλδεΰδες και οι αλδεΰδες σε οξέα: ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το [Ο] συμβολίζει κατάλληλη οξειδωτική ουσία. Για την οξείδωση των αλκοολών στο εργαστήριο χρησιμοποιείται συνήθως διάλυμα υπερμαγγανικού καλίου (KΜnO 4 ) ή διάλυμα διχρωμικού καλίου (K 2 Cr 2 O 7 ) παρουσία οξέος. Στη βιομηχανία, η οξείδωση γίνεται με αέριο Ο 2 παρουσία ειδικών καταλυτών. Οι δευτεροταγείς αλκοόλες οξειδώνονται προς κετόνες: Oι τριτοταγείς αλκοόλες δεν οξειδώνονται εύκολα. 71

Αλκοτέστ H αιθανόλη δεν μεταβάλλεται χημικώς μέσα στο σώμα του ανθρώπου και κυκλοφορεί διαλυμένη στο αίμα. Καθώς το αίμα κυκλοφορεί μέσα από τους πνεύμονες, μια ποσότητα αιθανόλης εξατμίζεται λόγω το ότι αυτή είναι μια πτητική ουσία. Η συγκέντρωση της αιθανόλης στον εκπνεόμενο αέρα σχετίζεται με τη συγκέντρωσή της στο αίμα κι έτσι μπορεί να προσδιοριστεί η ποσότητά της στο αίμα. O λόγος της αιθανόλης στον εκπνεόμενο αέρα προς την αιθανόλη στο αίμα είναι 1 / 2,1. Έτσι αντί να πρέπει να πάρουμε αίμα από έναν πιωμένο οδηγό αυτοκινήτου, οι αστυνομικοί χρησιμοποιούν ειδικές συσκευές. Το όριο της αιθανόλης (ΕtΟΗ) μέχρι το οποίο είναι νόμιμη η οδήγηση είναι 9 mg. Aυτό σημαίνει ότι υπάρχουν 0,009 g ΕtΟΗ / 1000 ml αίματος ή 0,09 g ΕtΟΗ / 100 ml αίματος. Υπάρχουν τρεις μέθοδοι στις οποίους βασίζεται ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης της αιθανόλης στον εκπνεόμενο αέρα: Η μία μέθοδος χρησιμοποιεί τη χημική αντίδραση οξείδωσης της ΕtΟΗ προς οξικό οξύ από όξινο υδατικό διάλυμα: 2K 2 Cr 2 O 7 (aq) + 3CH 3 CH 2 OH + 8H 2 SO 4 (aq) 2Cr 2 (SO 4 ) 3 (aq) + 2K 2 SO 4 (aq) + 3CH 3 COOH(aq) + 11H 2 O Το αντιδρών οξειδωτικό διχρωμικό κάλιο (K 2 Cr 2 O 7 ) έχει πορτοκαλλί χρώμα ενώ το προϊόν θειικό χρώμιο (Cr 2 (SO 4 ) 3 ) έχει μπλε χρώμα. Οι άλλες δύο μέθοδοι βασίζονται σε σύγχρονες μεθόδους χημικής ανάλυσης Η μία στη φασματοσκοπία υπερύθρου και η άλλη στη χημική αντίδραση της ΕtΟΗ σε κυψελίδα καυσίμου.. 72

4.5.β. Χημικές ιδιότητες καρβονυλικών ενώσεων Οξείδωση Οι αλδεΰδες και οι κετόνες παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες επειδή έχουν στο μόριό τους τη δισθενή ρίζα του καρβονυλίου, αλλά και διαφορές επειδή οι αλδεΰδες έχουν ένα άτομο υδρογόνου απευθείας ενωμένο με το άτομο άνθρακα του καρβονυλίου. Έτσι λοιπόν οι αλδεΰδες οξειδώνονται προς οξέα ακόμη και με ήπια οξειδωτικά μέσα, ενώ οι κετόνες δεν οξειδώνονται εύκολα. Αναγωγή Οι αλδεΰδες και οι κετόνες ανάγονται καταλυτικά προς πρωτοταγείς και δευτεροταγείς αλκοόλες αντίστοιχα. Οι κετόνες δεν οξειδώνονται εύκολα. Η αιθανάλη (ή ακεταλδεΰδη) χρησιμοποιείται για την παρασκευή του οξικού οξέος και ως αναγωγικό μέσο για την κατασκευή κατόπτρων (καθρεφτών). Χημικές ιδιότητες οργανικών οξέων Όξινος χαρακτήρας. Αυτός εκφράζει το σύνολο των ιδιοτήτων που οφείλονται στην ικανότητα των οξέων να δημιουργούν σε υδατικά διαλύματα κατιόντα Η +. Οι ιδιότητες αυτές των οξέων είναι: 1) Έχουν όξινη γεύση και αλλάζουν το χρώμα των δεικτών. 2) Αντιδρούν με βάσεις: π.χ. 73

3) Διασπούν τα ανθρακικά άλατα και ελευθερώνουν αέριο CO 2 (ανίχνευση οξέων): 2RCOOH + Na 2 CO 3 2RCOONa + H 2 O +CO 2 π.χ. 2ΗCOOH + Na 2 CO 3 2ΗCOONa + H 2 O +CO 2 4) Αντιδρούν με μέταλλα δραστικότερα του υδρογόνου: π.χ. 5) Εστεροποίηση Όπως ήδη γνωρίζουμε, τα κορεσμένα μονοκαρβοξυλικά οξέα αντιδρούν με αλκοόλες σε όξινο περιβάλλον σχηματίζοντας εστέρες: π.χ. (αιθανοϊκός αιθυλεστέρας) Χρήσεις Στο παρακάτω σχήμα συνοψίζονται οι σημαντικότερες βιομηχανικές παρασκευές και χρήσεις του οξικού οξέος. αιθανικός αιθυλεστέρας (αιθανοϊκός αιθυλεστέρας) 74

4.6. Μέθοδοι παρασκευής οργανικών ενώσεων 4.6.α Γενικές μέθοδοι παρασκευής αλκοολών Οι αλκοόλες είναι δυνατό να παρασκευαστούν εργαστηριακά με διάφορους τρόπους. Από το πετρέλαιο Μεγάλες ποσότητες αιθυλικής αλκοόλης παρασκευάζονται σε πετροχημικά εργαστήρια από το αιθυλένιο, το οποίο σε κατάλληλες συνθήκες (παρουσία θειικού οξέος) αντιδρά με το νερό και δίνει αιθανόλη σε μεγάλη απόδοση. Από τα αλκένια Η προσθήκη νερού στα αλκένια μπορεί να εφαρμοστεί γενικά για την παρασκευή κορεσμένων μονοσθενών αλκοολών: 75

Παρασκευή μεθανόλης με ξηρά απόσταξη ξύλου Η μεθανόλη μπορεί εύκολα να παρασκευαστεί με ξηρά απόσταξη των ξύλων, γι αυτό ονομάζεται και ξυλόπνευμα Στην αντίδραση αυτή οφείλεται η παρουσία μεθανόλης σε αλκοολούχα ποτά όπως το τσίπουρο, όταν στην απόσταξη μαζί με τα σταφύλια υπάρχουν και τα κουκούτσια τους. Η μεθανόλη όταν καταποθεί μπορεί να προκαλέσει τύφλωση. Μια ειδική μέθοδος παρασκευής της μεθανόλης Οι σύγχρονες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής μεθανόλης στηρίζονται στην παρακάτω σύνθεση: υψηλή πίεση υψηλή θερμοκρασία Χρήσεις: Τα μεγαλύτερα ποσά αιθανόλης χρησιμοποιούνται στα αλκοολούχα ποτά. Στον παρακάτω πίνακα βλέπουμε άλλες συνήθεις χρήσεις της αιθανόλης. 76

Με αλκοολική ζύμωση Η παρασκευή αιθανόλης από τη γλυκόζη που περιέχεται στα σταφύλια ονομάζεται αλκοολική ζύμωση και γίνεται παρουσία του ενζύμου ζυμάση: Το προϊόν είναι το κρασί. Γενικά, το ιδιαίτερο ποτό που παράγεται σε κάθε περίπτωση (κρασί, μπίρα, ουίσκι, βότκα) εξαρτάται από την ύλη ζύμωσης (σταφύλια, κριθάρι, σίκαλη, καλαμπόκι), τις συνθήκες ζύμωσης (αν διαφεύγει το CO 2 ή αυτό εμφιαλώνεται) και τη διαδικασία μετά από τη ζύμωση (απόσταξη ή όχι). 4.6.β. Γενικές μέθοδοι παρασκευής καρβονυλικών ενώσεων Ανίχνευση του αέριου CO 2 που παράγεται κατά την αλκοολική ζύμωση: Το αέριο διαβιβάζεται σε ασβεστόνερο, οπότε το διάλυμα θολώνει λόγω σχηματισμού του δυσδιάλυτου άλατος ανθρακικό ασβέστιο: CO 2 (g) + Ca(OH) 2 (aq) CaCO 3 (s) + H 2 O 77

4.6.γ. Παρασκευές οξικού οξέος Βιομηχανικές παρασκευές οξικού οξέος: Με καταλυτική οξείδωση της ακεταλδεΰδης: καταλύτης Το ξύδι είναι διάλυμα οξικού οξέος, το οποίο παρασκευάζεται από τη ζύμωση κρασιού ή άλλου αλκοολούχου ποτού μικρής περιεκτικότητας σε οινόπνευμα (περίπου 5%-8%). Κατά τη διεργασία αυτή συμβαίνει οξείδωση της αιθανόλης προς οξικό οξύ παρουσία του ενζύμου αλκοολοξειδάση:. Από τα ζωικά ή φυτικά λίπη μπορούμε με κατάλληλη διεργασία να πάρουμε τα ανώτερα μέλη των κορεσμένων οργανικών οξέων σε μεγάλη καθαρότητα. 78

Χρήσεις του οξικού οξέος Στο παρακάτω σχήμα συνοψίζονται οι σημαντικότερες βιομηχανικές παρασκευές και χρήσεις του οξικού οξέος. ακρυλικό οξύ 4.7. Ακόρεστα οξέα Τα πιο σημαντικά ακόρεστα οξέα είναι το προπενικό οξύ (ακρυλικό) και το μεθυλοπροπενικό οξύ (μεθακρυλικό). Τα δύο αυτά οξέα είναι άχρωμα, με έντονη ερεθιστική οσμή, ευδιάλυτα στο νερό, τον αιθέρα και την αιθανόλη. Με πολυμερισμό κυρίως των εστέρων τους (π.χ. του μεθακρυλικού μεθυλεστέρα) παράγονται πλαστικά υλικά εξαιρετικής διαφάνειας που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή υαλοπινάκων ασφαλείας (πλεξιγκάς, plexiglas) οι οποίοι είναι εντελώς διαφανείς και δεν αλλοιώνουν την ορατότητα από τον εσωτερικό χώρο στο περιβάλλον και αντίστροφα. Εκτός από την μοναδική αντοχή που διαθέτουν (πολλαπλάσια σε σύγκριση με ένα κοινό τζάμι), προσφέρουν και πλήρη προστασία από τις υπεριώδεις ακτίνες. μεθακρυλικό οξύ μεθακρυλικός μεθυλεστέρας 79

4.8. Δικαρβονικά οξέα Δικαρβονικά ονομάζονται τα οξέα που στο μόριό τους περιέχουν δύο καρβοξυλικές ομάδες. Τα σπουδαιότερα δικαρβονικά οξέα δίνονται στον παρακάτω πίνακα. Τα δικαρβονικά οξέα είναι στερεές ουσίες, κρυσταλλικές, άχρωμες και άοσμες. Είναι ισχυρότερα οξέα από τα μονοκαρβονικά, όμως η ισχύς τους ελαττώνεται όσο τα δύο καρβοξύλια είναι πιο απομεμακρυσμένα μεταξύ τους. Το οξαλικό οξύ (αιθανοδιικό οξύ) είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση ιδιαίτερα στο φυτικό βασίλειο, κυρίως υπό τη μορφή των αλάτων του με ασβέστιο (πέτρες στα νεφρά) ή κάλιο. Το βουτενοδιικό οξύ είναι ακόρεστο δικαρβονικό οξύ που εμφανίζει γεωμετρική ισομέρεια: Το ισομερές cis είναι το μηλεϊνικό οξύ, ενώ το ισομερές trans ονομάζεται φουμαρικό οξύ. οξαλικό οξύ (cis ισομερές) οξαλικό οξύ (trans ισομερές) μηλονικό οξύ ηλεκτρικό οξύ γλουταρικό οξύ 80

αδιπικό οξύ 4.9. Υδροξυοξέα Υδροξυοξέα είναι τα καρβονικά οξέα που περιέχουν στο μόριό τους ένα ή περισσότερα υδροξύλια. 2-υδροξυπροπανικό οξύ (γαλακτικό οξύ) Φυσικές ιδιότητες Τα υδροξυοξέα είναι ουσίες κρυσταλλικές, ευδιάλυτες στο νερό και στην αιθανόλη. Ως οξέα είναι γενικά ισχυρότερα από τα αντίστοιχα μονοκαρβονικά και μάλιστα τόσο περισσότερο ισχυρά όσο πιο κοντά στο μόριο βρίσκεται το καρβοξύλιο προς το υδροξύλιο. Γαλακτικό οξύ Το σημαντικότερο υδροξυοξύ είναι το γαλακτικό οξύ, το οποίο είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση. Η περιεκτικότητα των μυών σε γαλακτικό οξύ αυξάνει κατά τη σωματική άσκηση και αυτό προκαλεί το αίσθημα της κόπωσης. Η γαλακτική ζύμωση σακχάρων που περιέχονται στο γάλα συμβαίνει κατά την παρασκευή του γιαουρτιού ή άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (ξινόγαλα). Η ξινή γεύση του γιαουρτιού οφείλεται στο γαλακτικό οξύ που περιέχεται σε αυτό. Παρασκευή Το γαλακτικό οξύ παρασκευάζεται με γαλακτική ζύμωση διαφόρων σακχάρων, κυρίως γλυκόζης ή γαλακτόζης παρουσία του ενζύμου λακτάση: C6H12O6 γλυκόζη γαλακτικό οξύ 81

Ισομερισμός cis-trans: κλειδί στη λειτουργία των ματιών Ο ισομερισμός cis-trans των αλκενίων γίνεται εύκολα φωτοχημικά (με την επίδραση του φωτός). Στη διαδικασία αυτή βασίζεται η λειτουργία της όρασης. Τα κύτταρα του ματιού περιέχουν μια ερυθρή χρωστική που ονομάζεται ροδοψίνη. Aυτή αποτελείται από μια πρωτεϊνη, την οψίνη, που περιέχει στο ενεργό κέντρο της μια ουσία που λέγεται 11-cis-ρετινάλη. Όταν προσπέσει φως στην cis-ρετινάλη, αυτή ισομερίζεται προς την ισομερή trans-ρετινάλη. 82