ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ Προτάσεις για μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα και την Ευρώπη *1 ΘΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΟΥΜΕ δύο πράγματα σε σχέση με το κοινωνικό κράτος. Το πρώτο είναι ότι ειδικά σήμερα, κοντά στο 2000, στη νέα χιλιετία, η κοινωνική προστασία, οι δαπάνες για κοινωνική προστασία, η ανάγκη για κοινωνική προστασία αυξάνουν. Άρα και οι δαπάνες, η χρηματοδότηση για κοινωνική προστασία, βρίσκονται και αυτές σε μια ανιούσα τροχιά. Εδώ θα διαφωνήσουμε λοιπόν με συντηρητικές προσεγγίσεις, που υποστηρίζουν τη μείωση των κοινωνικών δαπανών. Το δεύτερο το οποίο θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε είναι ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, η ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική, δεν πρέπει να αποτελεί πανάκεια. Δεν μπορεί να υποκαταστήσει ένα σύγχρονο, μοντέρνο κοινωνικό κράτος, το οποίο χρειάζεται κάθε χώρα. Θέλουμε να θυμίσουμε με συντομία τέσσερις αφετηρίες τις οποίες πρέπει να έχουμε υπόψη μας όταν αναφερόμαστε στο κοινωνικό κράτος γενικά. Η πρώτη είναι ότι όταν αναφερόμαστε στο κράτος και την κοινωνική πολιτική, εννοούμε κυρίως μια αναδιανεμητική διαδικασία, μια δευτερογενή αναδιανομή του κοινωνικού προϊόντος. Η δεύτερη αφετηρία είναι ότι το κοινωνικό κράτος, όπως το γνωρίσαμε έως σήμερα, το κλασικό κοινωνικό κράτος, στηρίχθηκε σε ορισμένους πυλώνες. Ο πρώτος είναι ότι το κοινωνικό κράτος ήταν ένα εθνικό κράτος. Ένα κράτος εφημερίας και πρόνοιας, * 1Αναδημοσίευση με ελαφρές τροποποιήσεις από το ΙΣΤΑΜΕ-Α. ΠΑ- ΠΑΝΔΡΕΟΥ, Ημερίδες, ΙΣΤΑΜΕ, Σύγχρονο Κοινωνικό Κράτος και Ευρωπαϊκή Στρατηγική, Αθήνα, 1998, σ.σ. 76-84.
446 ΘΕOΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ το οποίο διαμορφώθηκε σε εθνικά πλαίσια. Το δεύτερο στοιχείο ήταν ότι στηρίχθηκε στη μαζική παραγωγή, το φορντικό μοντέλο εργασίας και ένα ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα. Το τρίτο είναι ότι υπήρχε μια ευνοϊκή δημογραφική πυραμίδα και το τέταρτο είναι ότι στηρίχθηκε επίσης στη μονοπυρηνική οικογένεια. Αυτά τα τέσσερα στοιχεία, τα οποία ίσχυσαν έως το 1973-75 και τα οποία θεωρούσαμε ως στηρίγματα του κοινωνικού κράτος, δεν υπάρχουν σήμερα και αυτή η αλλαγή συγκροτεί την τρίτη αφετηρία των συλλογισμών μας. Στη θέση της εθνικής αγοράς έχουμε την παγκοσμιοποίηση των οικονομιών. Το τεχνολογικό μοντέλο εργασίας δεν είναι αυτό που γνωρίσαμε, δηλαδή της μαζικής παραγωγής, αλλά έχουμε μπει σε ένα τεχνολογικό μοντέλο που απαιτεί την ευελιξία. Ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα δεν υπάρχει πλέον και η μονοπυρηνική οικογένεια αντικαθίσταται συνεχώς από τη μονογονεϊκή οικογένεια. Η δημογραφική πυραμίδα, τέλος, μετασχηματίζεται σε δημογραφικό μανιτάρι. Δηλαδή, ένας φθίνων νεανικός πληθυσμός θα πρέπει να στηρίζει και να συντηρεί με τις εισφορές που πληρώνει ένα διαρκώς αύξοντα αριθμό ηλικιωμένων ανθρώπων. Δηλαδή προχωράμε ολοταχώς προς μια γεροντική κοινωνία. Το 2050, σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, πάνω από το 50% των πολιτών μιας χώρας, θα είναι άνω των 60 ετών. Η τέταρτη αφετηρία σχετίζεται με την ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ενοποίηση και τη διαμόρφωση ενός υπερεθνικού κράτος. Αυτή τη στιγμή, δεν έχει διαμορφωθεί ένα ευρωπαϊκό κράτος, διότι λείπουν τρία βασικά στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι απουσιάζει μια κεντρική κυβέρνηση. Το δεύτερο είναι ότι δεν υπάρχει μια ενιαία αγορά εργασίας. Και το τρίτο ότι απουσιάζει ένας κοινός δημοσιονομικός μηχανισμός, ένας ευρωπαϊκός Προϋπολογισμός. Από αυτές τις τέσσερις λοιπόν αφετηρίες ξεκινώντας, θέλουμε να αναπτύξουμε τις σκέψεις μας για ένα νέο κοινωνικό κράτος, για μια νέα προσέγγιση στο κοινωνικό κράτος και στην κοινωνική πολιτική, όπως θα πρέπει να είναι σήμερα. Και αναφερόμαστε σε ένα κοινωνικό κράτος, δομημένο σε εθνικά πλαίσια πρωταρχικά, ενώ θα αναφερθούμε στο τέλος στους ευρωπαϊκούς στόχους.
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 447 Η βασική θέση μας είναι ότι η κοινωνική προστασία και η κοινωνική πολιτική είναι πιο αναγκαία σήμερα από ό,τι στο παρελθόν. Ακριβώς γιατί αυξάνονται οι κοινωνικοί κίνδυνοι και η ανασφάλεια, που συνεπάγονται η παγκοσμιοποίηση των οικονομιών και η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων. Η κοινωνική προστασία σήμερα είναι αναγκαία και στην οικονομία, αλλά και στην κοινωνική συνοχή. Πώς είναι αναγκαία στην οικονομική ανάπτυξη: Η αύξηση του κοινωνικού προϊόντος και των θέσεων εργασίας και της απασχόλησης απαιτούν τη συνεχή εκπαίδευση και μετεκπαίδευση των εργαζομένων. Η διά βίου κατάρτιση αναδεικνύεται στην κατεξοχήν διαδικασία οικονομικής μεγέθυνσης και καταπολέμησης της ανεργίας. Παράλληλα, η ανάγκη για μεγαλύτερη ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις επιβάλλει τη σταθερότητα και την ασφάλεια των κοινωνικών σχέσεων. Ο εργαζόμενος πρέπει να προστατευθεί από την ανεργία και τους άλλους κινδύνους. Εάν η ευελιξία στην παραγωγή, λοιπόν, είναι αίτημα των καιρών, τότε αυτή πρέπει να συνοδεύεται από μεγαλύτερη ασφάλεια των εργαζομένων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε όλες τιs ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου, οι δαπάνες για κοινωνική προστασία βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, ανεξαρτήτως του τρόπου κάλυψής τους. Δηλαδή, αν είναι ιδιωτική ή κρατική η χρηματοδότηση. Έχουν γίνει ορισμένες μελέτες πρόσφατα από την ολλανδική προεδρία, οι οποίες απέδειξαν ότι η Σουηδία, η Ολλανδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν το ίδιο επίπεδο κοινωνικής προστασίας. Απορροφάται περίπου το 27-28% του ΑΕΠ. Βέβαια στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή η προστασία καλύπτει περισσότερο τον ιδιωτικό τομέα, ενώ στις ευρωπαϊκές χώρες συνεισφέρει περισσότερο ο δημόσιος. Αυτή λοιπόν η διαπίστωση υπογραμμίζει ότι η κοινωνική πολιτική και η κοινωνική προστασία αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης. Μειώσεις και περικοπές δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα πλήττουν ευθέως την αναπτυξιακή διαδικασία... Η κοινωνική προστασία είναι αναγκαία και απαραίτητη για την κοινωνική συνοχή. Η επιτάχυνση των τεχνολογικών αλλα-
448 ΘΕOΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ γών, η απελευθέρωση του εμπορίου, η απρόσκοπτη μεταφορά πόρων και πλούτου από χώρα σε χώρα διά μέσου γιγαντιαίων χρηματοοικονομικών συναλλαγών και η συνεχής μεταβολή του επιχειρηματικού και παραγωγικού περιβάλλοντος που συνεπάγονται αποδιαρθρώνουν τον κοινωνικό ιστό, αποσταθεροποιούν τις κοινωνικές σχέσεις, ερημώνουν γεωγραφικές περιφέρειες και οδηγούν ένα μέρος της κοινωνίας στον κοινωνικό αποκλεισμό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, όπως οι νέοι, οι γυναίκες και οι μακροχρόνια άνεργοι. Η παρέμβαση του κράτος για την προστασία αυτών των ομάδων πρέπει να έχει ως σκοπό την αποτροπή της εξαθλίωσης και την κοινωνική επανένταξή τους. Είναι βέβαιο ότι στο άμεσο μέλλον η ανάγκη για δαπάνες αυτού του είδους θα αποκτήσει επείγοντα χαρακτήρα. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι λοιπόν έτοιμες να ανταποκριθούν, προετοιμάζοντας μεταρρυθμίσεις στα φορολογικά τους συστήματα. Η κοινωνική συνοχή και η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού θα απαιτήσουν επαναπροσανατολισμό και ίσως αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Μια νέα κοινωνική πολιτική, λοιπόν, πρέπει να έχει ως αφετηρία και σκοπούμενο τους δύο προηγούμενους στόχους. Δηλαδή, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Στη συζήτηση που διεξάγεται σήμερα διεθνώς, αντιπαρατίθενται δύο παραδείγματα. Αυτά των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Διαπιστώνεται ότι στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 80 και 90, η προσαρμογή της αγοράς εργασίας οδήγησε στην αύξηση της απασχόλησης. Παράλληλα, όμως, αυξήθηκαν οι κοινωνικές ανισότητες και μειώθηκε το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων. Αντίθετα, η «ακαμψία» που επέδειξαν οι ευρωπαϊκές χώρες είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των ανέργων σε 18,5 εκατομμύρια. Διασφαλίστηκαν ωστόσο η κοινωνική σταθερότητα και η ισότητα, καθώς δεν αυξήθηκε η ψαλίδα των εισοδημάτων. Το ερώτημα, λοιπόν, προκύπτει από μόνο του. Το δίλημμα: Είναι πραγματικά το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο εχθρικό προς την απασχόληση και την ανάπτυξη, όπως διατείνονται όχι μόνο οι νεοφιλελεύθεροι; Είναι η ισότητα ασυμβίβαστη με τη
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 449 δημιουργία νέων θέσεων εργασίας; Πώς μπορούμε να πετύχουμε την οικονομική και ταυτόχρονα την κοινωνική ανάπτυξη; Η απάντηση, την οποία ανιχνεύουμε, ίσως βρίσκεται στη μετατόπιση των αντιλήψεών μας από το κράτος πρόνοιας στη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού κράτος, που προσανατολίζεται στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όπως μας έχει προτείνει ο Σούμπετερ. Το σημερινό πολιτικό πρόβλημα, επομένως, είναι πώς θα επιτευχθεί συναίνεση με τους κοινωνικούς εταίρους, για ένα εναλλακτικό μοντέλο του μεταβιομηχανικού κράτους πρόνοιας. Τα ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσει αυτό το κράτος είναι τρία: Πώς θα πετύχουμε να συνδέσουμε την υψηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας; Πώς θα προστατεύσουμε το οικονομικό κύτταρο, την επιχείρηση, από το διεθνή ανταγωνισμό και το κοινωνικό κύτταρο, τον άνθρωπο, από την οικονομική εξαθλίωση; Πώς θα συμβιβάσουμε την προστασία των παλαιοτέρων γενεών, των ηλικιωμένων, με τα δικαιώματα των νέων για εργασία και ασφάλεια; Άραγε υπάρχει ένας τρίτος δρόμος μεταξύ μιας Ευρώπης της ανεργίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της κοινωνικής ανισότητας; Πώς μπορούμε να εξαλείψουμε το μη ανταγωνιστικό καθεστώς στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας από την εφαρμογή της παραδοσιακής κοινωνικής πολιτικής; Πώς θα αποφύγουμε τα ανεπαρκή κίνητρα για τους εργαζομένους, που προέρχονται, π.χ. στις ΗΠΑ, από την κοινωνική ανισότητα, την έλλειψη εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων; Μια ενδιάμεση λύση απαιτεί το συνδυασμό ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και κοινωνικής προστασίας. Η πρώτη επιτυγχάνεται με την προσαρμογή και τον εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασία. Την κατάργηση όλων εκείνων των ρυθμίσεων που επιβαρύνουν τη δράση και την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Η δεύτερη απαιτεί μια νέα αναδιανομή του τελικού προϊόντος διά μέσου μιας νέας φορολογικής πολιτικής. Αυτές οι δύο πολιτικές πρέπει να προχωρήσουν παράλληλα, προκειμένου να οικοδομηθεί το απαραίτητο κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Μια προοδευτική ανταγωνιστική στρατηγική δεν πρέπει να αποβλέπει μόνο στην ευελιξία της
450 ΘΕOΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ αγοράς εργασίας, δηλαδή εισαγωγή της μερικής απασχόλησης, διευθέτηση πρώην εργασίας, τοπικά σύμφωνα απασχόλησης, αλλά και σε μια επιθετική πολιτική επενδύσεων στην εκπαίδευση, την εξειδίκευση, τη συνεχιζόμενη κατάρτιση ως μέσο διείσδυσης σε νέες αγορές και άντλησης για τη δεδομένη χώρα ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Η ασφάλιση κατά της ανεργίας πρέπει να μετατραπεί σε ασφάλιση για την απασχόληση. Δηλαδή συνεχή ανανέωση των γνώσεων και των δεξιοτήτων του εργαζομένου. Αυτή είναι και η αληθινή έννοια της περίφημης απασχολησιμότητας. Οι παθητικές επιδοματικές πολιτικές υποστήριξης των ανέργων πρέπει να μετασχηματιστούν σε κίνητρα για αναζήτηση, ανάληψη και παραμονή στην εργασία. Η παγίδα της υπερβολικής προστασίας είναι αντικίνητρο προς την εργασία. Η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της οικονομίας συνδέεται ωστόσο άρρηκτα με τη χρηματοδότηση της κοινωνικής προστασίας. Η τελευταία χρηματοδοτείται από τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, που αποτελούν το μη μισθολογικό κόστος εργασίας. Σε μια διεθνοποιημένη οικονομία, όπου οι μακροοικονομικοί χειρισμοί της συναλλαγματικής πολιτικής εξαφανίζονται βαθμιαία -με το ενιαίο νόμισμα θα εξαφανιστούν τελείως- το εργατικό κόστος ως στοιχείο ανταγωνιστικότητας αποκτά πλέον πρωταρχική σημασία. Χώρες με χαμηλά ημερομίσθια και αδύνατη κοινωνική προστασία εμφανίζονται έτσι να πλεονεκτούν σημαντικά στο διεθνή ανταγωνισμό. Η συμπίεση του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους εργασίας από άλλες χώρες οδηγεί στο φαινόμενο του κοινωνικού ντάμπινγκ. Το τελευταίο, από εξαίρεση που ήταν και είναι, μετατρέπεται βαθμιαία σε κανόνα στη διεθνή πρακτική, καθώς υιοθετείται ή τείνει να υιοθετηθεί από το σύνολο των χωρών. Για τις ανεπτυγμένες βεβαίως χώρες ανακύπτει το πρόβλημα ποιος θα αντικαταστήσει την απώλεια πόρων για την κοινωνική ασφάλιση και προστασία, εφόσον βεβαίως υπάρχει η επιθυμία για διατήρηση του υπάρχοντος επιπέδου κοινωνικής προστασίας. Και αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Στο ίδιο δίλημμα σχετικά με τη χρηματοδότηση οδηγεί και το
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 451 αδιέξοδο του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Δηλαδή, όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι πρέπει να χρηματοδοτούν ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό συνταξιούχων. Επομένως, η νέα ανταγωνιστική οικονομία, εάν χρειάζεται σταθερές κοινωνικές σχέσεις, πρέπει να τιs εξασφαλίσει μέσω του κράτους. Η πρότασή μας είναι μια ενδιάμεση λύση και συγκρούεται έτσι με δύο βασικά επιχειρήματα των παραδοσιακών προσεγγίσεων. ΠΡΩΤΟΝ, με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, που επιζητά την πλήρη εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής προστασίας. Το νέο ανταγωνιστικό κράτος πρόνοιας πρέπει να διατηρήσει στον πυρήνα του την αναδιανομή του κοινωνικού προϊόντος. Πρέπει να κρατήσουμε την κοινωνική πολιτική ως αναδιανεμητική διαδικασία. Η κοινωνική πολιτική ήταν και πρέπει, λοιπόν, να παραμείνει αναδιανεμητική. Ο κρατικός προϋπολογισμός, το κράτος, πρέπει να παρεμβαίνουν στην οικονομία και με μια δευτερογενή διανομή του εθνικού προϊόντος να διορθώνουν ή να βελτιώνουν ανισότητες ή ανισορροπίες που διαπιστώνονται κατά την πρωτογενή διανομή στους συντελεστές παραγωγής μέσω της αγοράς. ΔΕΥΤΕΡΟΝ, με την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση, που βλέπει την κοινωνική πολιτική ως ένα μέσο για τον κοινωνικό εξισωτισμό ή την επίτευξη σοσιαλιστικών στόχων. Το νέο κοινωνικό κράτος πρέπει να χρησιμοποιήσει τους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς για λιγότερο φιλόδοξους, αλλά ουσιαστικούς στόχους. Ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι στόχοι: Ο πρώτος είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας διά μέσου της χρηματοδότησης του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, της εκπαίδευσης και άλλων. Ο δεύτερος στόχος μπορεί να είναι η εξασφάλιση της κοινωνικής ασφάλισης διά μέσου χρηματοδότησης μιας εθνικής σύνταξης για όλους τους πολίτες. Ο τρίτος στόχος μπορεί να είναι η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής μέσω οικοδόμησης ενός προστατευτικού ιστού ασφαλείας, της εισαγωγής δηλαδή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, της βοήθειας σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες κ.λπ.
452 ΘΕOΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Κεντρικό ρόλο στο νέο ανταγωνιστικό κράτος πρόνοιας, λοιπόν, αναμένεται να παίξει ο κρατικός προϋπολογισμός. Μια ριζική μεταρρύθμιση των φορολογικών συστημάτων είναι απαραίτητη για τη χρηματοδότηση αυτών των νέων στόχων κοινωνικής προστασίας. Είναι ενδιαφέρον ότι σήμερα στη Γερμανία η μεταρρύθμιση του συστήματος των συντάξεων συζητείται ταυτόχρονα με τη φορολογική μεταρρύθμιση. Στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες αυτή η μεταρρύθμιση καθυστερεί, λόγω των ειδικών δημοσιονομικών αναγκών, του προγράμματος σύγκλισης με την ΟΝΕ. Προτάσεις για νέους πόρους και φόρους που θα χρηματοδοτήσουν την κοινωνική ασφάλιση βεβαίως είναι πάρα πολλές. Είναι αυτονόητο, ωστόσο, ότι οι νέοι πόροι πρέπει να προέλθουν από εκείνες τιs κοινωνικές τάξεις που θα επωφεληθούν από τη νέα οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Αυτά σε σχέση με το πώς βλέπουμε το σύγχρονο κοινωνικό κράτος. Στο σημείο αυτό θα ήταν σημαντικό να διατυπώσουμε ορισμένες θέσεις σχετικά με μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την κοινωνική πολιτική, για το πώς πρέπει να βλέπουμε το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος ή αλλιώς το «16ο» μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως λένε οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας. Η ευρωπαϊκή στρατηγική της Ελλάδας μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να έχει τους ακόλουθους στόχους, κατά τη γνώμη μας. Ο πρώτος στόχος είναι η επιβεβαίωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Παρά τις επιμέρους διαφορές σε ομάδες κρατών, το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη αντιπροσωπεύει μια σημαντική πολιτισμική κατάκτηση. Το σύνολο των Ευρωπαίων πολιτών υποστηρίζει τη διατήρησή του, όπως δείχνουν πρόσφατες δημοσκοπήσεις, δηλαδή υποστηρίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της προστασίας και των μηχανισμών αλληλεγγύης. Η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής προστασίας συνολικά πρέπει να απορριφθεί. Μόνο συμπληρωματικά μπορεί να αναγνωριστεί ρόλος στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Παράλληλα, το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο έπαιξε και παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη, ρόλο που δεν πρέπει να αγνοηθεί και στο μέλλον.
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 453 Δεύτερος στόχος μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής είναι η προσπάθεια για κατοχύρωση ενός ελάχιστου επιπέδου κοινωνικής προστασίας για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες. Στη συζήτηση που γίνεται υπάρχουν δύο ακραίες προτάσεις. Η μια προτείνει ένα πλήρως αποκεντρωμένο ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, δηλαδή την απουσία κοινωνικών ρυθμίσεων. Είναι η πρόταση των εργοδοτών, η πρόταση των συντηρητικών κυβερνήσεων της Ευρώπης, που βλέπουν την ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική μόνο στο επίπεδο της επικουρικότητας. Και υπάρχει και η κορπορατιστική στρατηγική των ευρωπαϊκών συνδικάτων, κυρίως των βορειοευρωπαϊκών χωρών και ιδίως της Γερμανίας, που επιθυμούν ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, πιστό αντίγραφο του εθνικού κράτους. Υπάρχει και μια ρεαλιστική, αποτελεσματική πρόταση, η οποία προτείνεται κυρίως από διανοουμένους της Δυτικής Ευρώπης, και η οποία υποστηρίζει ακριβώς την ενδιάμεση λύση της κατοχύρωσης ενός ελάχιστου επιπέδου κοινωνικής προστασίας για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες. Ο θεσμός του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος πρέπει να εισαχθεί στις χώρες, όπως και στην Ελλάδα, όπου απουσιάζει. Το ίδιο ισχύει για μια σειρά άλλων μέτρων για τις ευπαθείς ομάδες ή τους κοινωνικά αποκλεισμένους. Εάν τώρα οι πόροι προέρχονται από έναν κεντρικό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ή από εθνικούς πόρους, έχει σημασία, βεβαίως, να συζητηθεί. Ωστόσο, σημαντικότερο είναι η εισαγωγή μιας ομοιόμορφης ελάχιστης κοινωνικής προστασίας, ώστε έτσι να αναπτύσσεται παράλληλα και η συνείδηση του Ευρωπαίου πολίτη. Τρίτος στόχος μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής είναι η καταπολέμηση της ανεργίας. Η ύπαρξη 18,5 εκατομμυρίων ανέργων είναι ένα ανεπίτρεπτο φαινόμενο για μια κοινωνική Ευρώπη. Η πολιτική απασχόλησης παρέμεινε έως σήμερα εκτός κοινοτικής εξουσίας, στην ευθύνη των εθνικών κυβερνήσεων. Η ελληνική κυβέρνηση συνέβαλε άμεσα, ώστε η απασχόληση να συμπεριληφθεί ως ειδικό κεφάλαιο στη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Για πρώτη φορά στο Άμστερνταμ διακηρύχθηκε ότι η καταπολέμηση της ανεργίας είναι θέμα κοινού ενδιαφέροντος. Με την τελευταία ειδική σύνοδο απασχόλησης στο Λουξεμ-
454 ΘΕOΔΩΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ βούργο, τέθηκαν τα πρώτα θεμέλια, έστω και σε επίπεδο εποπτείας, για κοινοτική παρακολούθηση και συντονισμό των εθνικών πολιτικών απασχόλησης. Η Σύνοδος βεβαίως δεν έδωσε απάντηση σε αυτό που ζητούσαν τα συνδικάτα, τα σοσιαλιστικά κόμματα και οι πολίτες της Ευρώπης. Τα μέτρα που προτάθηκαν είναι ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν τη συνεχώς διογκούμενη ανεργία. Σημαντικό ρόλο στη μείωση της ανεργίας αναμένεται να παίξει και η υιοθέτηση από τα Κράτη Μέλη του 35ώ- ρου. Γαλλία και Ιταλία έχουν δεσμευθεί για την εφαρμογή του μετά το 2000. Η ελληνική κυβέρνηση διά στόματος του τότε υπουργού Εργασίας, κ. Παπαϊωάννου, ζήτησε στη διεθνή διάσκεψη του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας στη Γενεύη, τη συγχρονισμένη διεθνώς εφαρμογή του 35ώρου. Να αναλάβει δηλαδή η ΔΟΕ μια πρωτοβουλία για την ταυτόχρονη εφαρμογή του 35ώρου. Είναι ένας ρεαλιστικός στόχος, που θα προστατεύει χώρες λιγότερο ανταγωνιστικές όπως η Ελλάδα. Η ευρωπαϊκή στρατηγική για το κοινωνικό κράτος πρέπει να θέτει ως τέταρτο στόχο την ανάπτυξη ενός κεντρικού ευρωπαϊκού δημοσιονομικού μηχανισμού, που θα επιτρέπει την αναδιανομή πόρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι προφανές ότι η πρόοδος της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης συνεπάγεται μεγάλες μετακινήσεις κεφαλαίων, επιχειρήσεων και παραγωγικών δραστηριοτήτων, που συμβάλλουν στην αύξηση της ανεργίας. Είναι λογικό, λοιπόν, οι κερδισμένοι της ΟΝΕ να πληρώσουν το βάρος αυτής της προσαρμογής. Ανεξάρτητα, ωστόσο, από αυτή τη σκοπιμότητα, η καταπολέμηση της ανεργίας και η οικοδόμηση ενός ελαχίστου ιστού κοινωνικής ασφαλείας απαιτούν μια κεντρική αναδιανομή πόρων και έναν κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Και υπάρχει και ένας πέμπτος στόχος. Πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί σε πολιτικές εναρμόνισης ή υιοθέτησης κοινών κανόνων και ρυθμίσεων κοινωνικού και εργασιακού χαρακτήρα. Είναι βέβαιο ότι η επιδίωξη πολλών βορειοευρωπαϊκών χωρών και συνδικάτων για την εναρμόνιση και κοινή ρύθμιση των κοινωνικών και εργασιακών προτύπων αποβλέπει στην αποφυ-
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 455 γή του κοινωνικού ντάμπινγκ, από χώρες φθηνού κόστους εργασίας, όπως η Ελλάδα και άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες. Αυτή είναι η στρατηγική των βορείων χωρών και βεβαίως των βορειοευρωπαϊκών συνδικάτων, που βλέπουν ότι αυτός ο ανταγωνισμός μπορεί να ωθήσει σε απώλεια θέσεων εργασίας σε αυτές τις χώρες και σε μια ροή κεφαλαίων προς τα εδώ, προς το Νότο. Η ανεπιφύλακτη υιοθέτηση των υψηλότερων κοινωνικών στάνταρντς των ευρωπαϊκών χωρών, π.χ. μισθοί, συντάξεις, δεν σημαίνει πάντα άνοδο του βιοτικού επιπέδου για τους Έλληνες εργαζόμενους. Το παράδειγμα ενοποίησης των δύο Γερμανιών είναι πολύ χαρακτηριστικό. Η γρήγορη σύγκλιση των οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων τους οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της ανεργίας, καθώς χάθηκε το συγκριτικό πλεονέκτημα που διέθετε η Ανατολική Γερμανία. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, εάν υιοθετηθεί ταυτόχρονα από όλες τις χώρες το υψηλό επίπεδο μισθών, συντάξεων και εισφορών που ισχύουν στις βιομηχανικές χώρες του Βορρά. Συμπερασματικά πρέπει να τονιστεί ότι καθώς μεταβάλλεται η φύση της εργασίας, τα συστήματα κοινωνικής προστασίας πρέπει να παρέχουν περισσότερη σταθερότητα και ασφάλεια στους εργαζομένους. Η ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας είναι το ζητούμενο στη νέα εποχή της διεθνοποίησης της οικονομίας και της κοινωνίας της πληροφορίας. Το νέο κοινωνικό κράτος οφείλει να προσφέρει κοινωνική προστασία, περισσότερες θέσεις εργασίας και να δημιουργεί πλούτο. Ο μετασχηματισμός του κλασικού κράτους πρόνοιας επιβάλλεται να συντελεστεί γρήγορα με τόλμη και φαντασία. Πολύτιμο στοιχείο σε αυτή τη διαδικασία είναι ο κοινωνικός διάλογος. Οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να αντιληφθούν έγκαιρα το ρόλο και την ευθύνη τους, συμβάλλοντας ουσιαστικά σε αυτόν το μεγάλο μετασχηματισμό.