ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ Αρχαιολόγος ΚΣτ ΕΚΠΑ Νέα ταφικά στοιχεία από την αρχαία Αιξωνή (σημερινή Γλυφάδα) Η Αιξωνή, ένας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους αρχαίους Δήμους της Αττικής, εκτεινόταν, κατά τους ιστορικούς χρόνους, στην περιοχή που καταλαμβάνει σήμερα ο Δήμος της Γλυφάδας. Ο Στράβων στο έργο του «Γεωγραφικά», καταγράφοντας την περιήγησή του από τον Πειραιά προς το Σούνιο, αναφέρει την Αιξωνή μετά το δήμο του Αλιμούντος και πριν το δήμο των Αλών Αιξωνίδων που εν πολλοίς συμπίπτει με τη σημερινή Βούλα. Στο τέλος του 19 ου αιώνα, πολλοί Ευρωπαίοι περιηγητές περνώντας από την περιοχή, διαπίστωσαν διάσπαρτες επιφανειακές αρχαιότητες, τις οποίες και συνέδεσαν με τον αρχαίο Δήμο της Αιξωνής. Κυρίως, όμως η γνώση μας για τον αρχαίο δήμο, βασίζεται στα αποτελέσματα των πολυάριθμων και πολύ σημαντικών αρχαιοτήτων που ήρθαν και εξακολουθούν να έρχονται στο φως, τις τελευταίες δεκαετίες, στην περιοχή της Γλυφάδας, στο πλαίσιο του αρχαιολογικού ελέγχου που ασκείται από την εκάστοτε αρμόδια Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Ο Υμηττός ανατολικά και η θάλασσα δυτικά αποτελούν τα φυσικά όρια του δήμου, ενώ από βόρεια και νότια, κάποιο φυσικό όριο, ίσως ρέμα ή χείμαρρος που κατέβαινε από το βουνό, αποτελούσαν, κατά πάσα πιθανότητα, τα αντίστοιχα όρια του. Στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, κατά την αρχαιότητα, σημαντικότατο ρόλο διαδραμάτισε η αλιεία και κυρίως η γεωργία. Συγκεκριμένα, τον 6 ο αιώνα π.χ. οι κάτοικοι της Αιξωνής παρακινημένοι από την ευνοϊκή αγροτική πολιτική του τύραννου Πεισίστρατου, καθάρισαν και στη συνέχεια καλλιέργησαν εντατικά τα κτήματά τους. Μεγαλύτερη όμως άνθηση παρατηρείται στην περιοχή στο τέλος του 6 ου αιώνα π.χ., ύστερα από την αναμόρφωση του πολιτειακού συστήματος και την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος από τον Κλεισθένη (508 π.χ.). Την εποχή αυτή, ανασυγκροτήθηκαν και οργανώθηκαν οι αττικοί δήμοι, γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά στην συνένωση διαφορετικών, οικονομικά και κοινωνικά, ανθρώπινων ομάδων σε μία ομοιογενή πολιτειακή ενότητα. Οι καινούριοι Δήμοι που δημιουργήθηκαν από τους προϋπάρχοντες συνοικισμούς και τις κοινότητες, απέκτησαν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, είχαν δική τους εκκλησία, αιρετές και κληρωτές αρχές, περιουσία, ταμείο και αρχεία, ενώ από τους πολίτες τους εκλέγονταν οι βουλευτές για τη Βουλή των 500. Οι κάτοικοι του Δήμου της Αιξωνής, ο οποίος αποτελούσε έναν από τους πλουσιότερους δήμους της Αττικής, ανήκαν στην παραλιακή «τριττύ» της Κεκροπίδος φυλής και εξέλεγαν έντεκα (11) βουλευτές που υπολογίζεται ότι αντιστοιχούν σε 460 δημότες. Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα πολυπληθή δήμο της Αττικής, ανάλογο των όμορων δήμων των Αλών Αιξωνίδων και του Αναγυρούντος, ο οποίος τοποθετείται στη σημερινή Βάρη. Στους χρόνους αυτούς, παρατηρείται μια μετατόπιση του κέντρου του οικισμού από την παραλία προς το εσωτερικό, και πιο συγκεκριμένα γύρω από το σημερινό ναό του Αγίου Νικολάου, στην περιοχή Πυρνάρι. Η άποψη αυτή τεκμηριώνεται πλέον με βεβαιότητα, ύστερα από το πλήθος των αρχιτεκτονικών καταλοίπων που βρέθηκαν στη συγκεκριμένη θέση, κυρίως οικιστικού χαρακτήρα. Η παραλία βέβαια ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε, καθώς στον όρμο, βόρεια της Χερσονήσου της Πούντα, βρισκόταν το λιμάνι των Αιξωνέων. Ανατολικά του λιμανιού, στο ύψος περίπου της Λεωφόρου Ποσειδώνος, περνούσε η αρχαία παράκτια οδός, η οποία ξεκινώντας από τον Πειραιά διέσχιζε τους δήμους που αναφέρθηκαν, ενώ μεγάλης σημασίας για την περιοχή ήταν και η αστική οδός, που ξεκινούσε από το άστυ και κατέληγε στο Σούνιο. Η οδός αυτή ταυτίζεται στο μεγαλύτερο τμήμα της με τον οδικό άξονα της Λεωφόρου Βουλιαγμένης. Εκτός των δύο κύριων οδικών αρτηριών, κατά τον 4 ο αι. π. Χ., αναπτύχθηκε ένα ολοκληρωμένο οδικό δίκτυο με 159
δευτερεύουσες, καθέτους και παράλληλες προς αυτές οδούς που εξυπηρετούσαν τους Αιξωνείς στην καθημερινότητά τους. Αξιοσημείωτο για το δήμο της Αιξωνής, όπως και για άλλους δήμους που βρίσκονταν κοντά στο άστυ, είναι το γεγονός ότι δεν έχει διαπιστωθεί συγκεκριμένη θέση κεντρικού νεκροταφείου. Αντίθετα, εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν σε διάφορα σημεία της περιοχής μικρότερα ή μεγαλύτερα νεκροταφεία, τα οποία μάλιστα, τις περισσότερες φορές, βρίσκονται σε εγγύτητα με οικιστικά κατάλοιπα. Μία τέτοια περίπτωση νεκροταφείου αποτελούν οι τάφοι που ανασκάφηκαν από την ομιλούσα, το Φθινόπωρο του 2007, στο οικόπεδο Τσαμπαρλίδη, επί των οδών Αρτέμιδος και Θεμιστοκλέους. Το οικόπεδο βρίσκεται στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, όπου τοποθετείται από τους μελετητές το κέντρο του αρχαίου Δήμου της Αιξωνής, επομένως και ο σημαντικότερος πυρήνας του. Στο οικόπεδο ερευνήθηκαν δεκαεπτά (17) τάφοι που περιορίζονταν στο βορειοδυτικό μέρος του οικοπέδου. Το νεκροταφείο, στο οποίο ανήκαν οι τάφοι εκτείνεται και βορειότερα, στα δύο όμορα οικόπεδα της οδού Θεμιστοκλέους, δεδομένου ότι στο τρίτο οικόπεδο είχε ανασκαφεί από την κ. Κωνσταντίνα Καζά ταφικός περίβολος του 4 ου αιώνα π. Χ. και μεγάλος αριθμός τάφων του 5 ου αιώνα π.χ. Ο χώρος επομένως που καταλαμβάνουν τα τρία αυτά οικόπεδα μπορεί να αποδοθεί σε ενιαίο νεκροταφείο, σχεδόν παρόδιο, καθ ότι σε πολύ μικρή απόσταση ανατολικά τους, διερχόταν η αστική οδός. Οι δεκαεπτά (17) ταφές που ερευνήθηκαν στο οικόπεδο Τσαμπαρλίδη συνίστανται σε οχτώ (8) εγχυτρισμούς (φωτ), ταφές δηλαδή, κυρίως, νηπίων ή βρεφών μέσα σε αγγεία, έξι (6) ορύγματα πυρών (φωτ) και τρεις (3) λακκοειδείς τάφους. Τοποθετούνται χρονολογικά, βάσει των κτερισμάτων που συνόδευαν τους νεκρούς, από το δεύτερο μισό του 6 ου αιώνα π.χ. έως και το πρώτο τέταρτο του 5 ου αιώνα π.χ. Για την κατασκευή τους (φωτ) χρησιμοποιήθηκε η φυσικός βράχος της περιοχής, στην επιφάνεια του οποίου διανοίχθηκαν λάκκοι, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο βαθείς, ανάλογα με τον τύπο του τάφου. Όλοι οι τάφοι ήταν κτερισμένοι κυρίως με ληκύθους διακοσμημένες με τη μελανόμορφη τεχνική, αλλά και με απλά μελαμβαφή αγγεία, όπως σκύφους, πυξίδες, λεκανίδες και μία όλπη. Βρέθηκαν επίσης χάλκινα διακοσμητικά στοιχεία από την ένδυση των νεκρών. Από τα ορύγματα δύο ταφικών πυρών περισυνελέγησαν καρποί ελιάς, που παραπέμπουν στα ξύλα ελιάς που είχαν χρησιμοποιηθεί για την καύση των νεκρών. Ως συνήθως, και στις πυρές του οικοπέδου Τσαμπαρλίδη, βρέθηκαν ελάχιστα οστά, ενώ οι σκελετοί αποκαθίστανται σχεδόν πλήρως στους περισσότερους λακκοειδείς τάφους. Μόνο σε μία περίπτωση εγχυτρισμού νηπίου σε πίθο, διατηρήθηκε το κρανίο και τα κάτω άκρα, ενώ στους υπόλοιπους εγχυτρισμούς, για τους οποίους χρησιμοποιήθηκαν μικρότερου μεγέθους αγγεία, δεν διατηρήθηκαν ίχνη από τα βρέφη. Ως αγγείο εγχυτρισμού βρέφους είχε χρησιμοποιηθεί και ο αμφορέας, που θα παρουσιαστεί στη συνέχεια, επειδή αποτελεί το σημαντικότερο εύρημα όχι μόνο της συγκεκριμένης ανασκαφής, αλλά κατέχει εξέχουσα θέση ανάμεσα στα κλασικά αγγεία που έχουν βρεθεί έως τώρα στην περιοχή, καθ ότι αποδίδεται σε γνωστό αγγειογράφο. Στο εσωτερικό του δεν βρέθηκαν οστά, αλλά μόνο δύο (2) μικρογραφικοί ταινιωτοί σκύφοι, οι οποίοι χρονολογούνται στο β μισό του 6 ου π.χ. αιώνα, την εποχή δηλαδή που πραγματοποιήθηκε η ταφή. Το αγγείο ανήκει στους αμφορείς ενιαίου περιγράμματος, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι, εξαιτίας της συνεχόμενης καμπής που παρουσιάζει το σώμα του αγγείου από το στόμιο έως και τη βάση. Το ωοειδές σώμα του είναι μεγάλου μεγέθους, με δύο κυλινδρικές λαβές και κυρτή βάση, σχήματος ανεστραμμένου εχίνου. Αυτός ο τύπος αμφορέα αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή σχήματα των αττικών αγγειογράφων του μελανόμορφου ρυθμού, κατά το β και το γ τέταρτο του 6 ου αιώνα π.χ. Είναι η εποχή που στην Αττική δραστηριοποιείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αττικού μελανόμορφου ρυθμού, ο αγγειογράφος και πιθανόν αγγειοπλάστης, Λυδός. Τα έργα του, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα δημιουργίας, τοποθετούνται χρονολογικά από το 570 έως και το 530 π.χ., διάστημα που συμπεριλαμβάνει τη μέση και την ώριμη φάση του αττικού μελανόμορφου ρυθμού. Συναγωνίζονται δε, υπερβαίνοντας κάποιες φορές σε σημασία και αξία, τα έργα του ζωγράφου της Ακρόπολης και του Νεάρχου, αλλά και αργότερα, έργα του Άμαση και του Εξηκία. Ζωγραφίζει κυρίως σε μεγάλα αγγεία, θέματα που προέρχονται τόσο από τη 160
σύγχρονη ζωή, όσο και από τον κόσμο των θεών και των ηρώων, προσδίδοντάς τους μνημειακό χαρακτήρα. Διακρίνεται για τη συμμετρία στις συνθέσεις του, το δυνατό σχέδιο, την ακριβή και λεπτομερειακή χάραξη και τις εύσαρκες και εκφραστικές μορφές. Ο Λυδός συνετέλεσε καθοριστικά στην εξέλιξη της μελανόμορφης τεχνικής και προετοίμασε το έδαφος για τις δημιουργίες των κατά τι νεοτέρων του, Άμαση και Εξηκία. Ο αμφορέας της Γλυφάδας και στις δύο όψεις φέρει παράσταση νεαρού ιππέα στα δεξιά. Ο ιππέας με το δεξί του χέρι κρατάει τα ηνία του ίππου του, ενώ με το αριστερό κρατάει δόρυ και τα ηνία ενός δεύτερου ίππου, που βρίσκεται πίσω από τον πρώτο. Η παράσταση περιορίζεται μέσα σε μετόπη, ακολουθώντας την συνηθισμένη στα έργα του Λυδού πρακτική, να τοποθετεί τις παραστάσεις του μέσα σε μετόπες. Το θέμα της αναχώρησης πολεμιστή για τη μάχη αποτελεί προσφιλές και συνηθισμένο θέμα στα μελανόμορφα αγγεία. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, ο νεαρός ιππέας που εικονίζεται δεν διαθέτει πολεμική εξάρτυση και επομένως πρόκειται για τον ιπποκόμο, ο οποίος, όπως έχει προταθεί, επιστρέφει από τη μάχη χωρίς τον ιπποβάτη που χάθηκε στον πόλεμο. Αντίθετα, στο σημαντικότερο ίσως έργο της ώριμης φάσης του Λυδού, στον αμφορέα της Νεάπολης, εκτός από τον ιπποτρόφο παρουσιάζεται σε δεύτερο επίπεδο και ο ιπποβάτης με περικεφαλαία και πανοπλία, έτοιμος για τη μάχη. Είναι γνωστό πως οι ιππείς πολεμούσαν με δύο ίππους, τον ένα από τους οποίους ίππευε ο «ιπποτρόφος», ο οποίος στις δύσκολες στιγμές βοηθούσε τον «ιπποβάτη». Τέτοιες σκηνές θυμίζουν την αριστοκρατική και πλούσια καταγωγή των Αθηναίων ευγενών, καθώς η κατοχή και η συντήρηση ίππου ήταν δαπανηρή υπόθεση και ως εκ τούτου προνόμιο μόνο των πλουσίων πολιτών. Αν και ο αμφορέας της Γλυφάδας παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον αμφορέα της Νεάπολης ως προς τη διάταξη της παράστασης, το σχήμα του αγγείου, το θέμα, και κυρίως τη μνημειακότητα, ο τελευταίος είναι πιο εξελιγμένος και υστερότερος. Χρονολογείται στο τέλος της μέσης φάσης δημιουργίας του καλλιτέχνη, δηλαδή στο 540 π.χ. περίπου. Ο αμφορέας της Γλυφάδας επομένως θα ήταν δυνατόν να τοποθετηθεί χρονολογικά γύρω στο 550 π.χ., κάπου ανάμεσα στον αμφορέα της Νεάπολης και σε ένα άλλο πρωιμότερο έργο του Λυδού, τον αποσπασματικά σωζόμενο αμφορέα της Βασιλείας. Ο τελευταίος που εμφανίζει το ίδιο επίσης θέμα, αλλά με περισσότερες μορφές, χρονολογείται στα 560 π.χ. περίπου. Στο άνω αριστερό μέρος της παράστασης του αμφορέα της Γλυφάδας εικονίζεται αετός να πετά προς την ίδια κατεύθυνση με αυτή του ιππέα. Η παράσταση του αετού είναι αγαπημένο θέμα του Λυδού και συναντάται σε πολλά έργα του. Τα πουλιά στα αγγεία αποτελούν καλούς ή κακούς οιωνούς, καλά ή κακά προμηνύματα δηλαδή, για τις τύχες των πολεμιστών που αναπαρίστανται. Ο τρόπος απόδοσης του αετού, αν και διαθέτει λιγότερη χάραξη, μοιάζει με αυτόν του αμφορέα της Νεάπολης. Εκτός από τον αετό, το χέρι του Λυδού ανιχνεύεται στη απόδοση του ματιού με δύο ομόκεντρους κύκλους και στην δήλωση των κανθών με δυο μικρές οριζόντιες γραμμές, του στόματος με μια οριζόντια χάραξη, του αστραγάλου με ένα αγκιστροειδές χάραγμα, της κόμης, καθώς και στην απόδοση των ανατομικών λεπτομερειών του σώματος του ίππου. Η παράσταση επιστέφεται από διακοσμητική ζώνη με κλειστά και ανοιχτά άνθη λωτού, εναλλάξ τοποθετημένα, τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με μίσχους, διακοσμητικό θέμα ιδιαίτερα συνηθισμένο τόσο στον Λυδό, όσο και σε άλλους ζωγράφους του μελανόμορφου ρυθμού. Στη δευτερεύουσα πίσω όψη του αμφορέα της Γλυφάδας επαναλαμβάνεται το ίδιο θέμα με διακριτές όμως διαφορές και ως προς την εκτέλεση του σχεδίου που φαίνεται ατελές και ως προς κάποιες άλλες λεπτομέρειες. Συνοπτικά, αναφέρω ότι το σχέδιο και το αισθητικό αποτέλεσμα της παράστασης της πίσω όψης, υστερεί κατά πολύ από τα αντίστοιχα της κύριας όψης, ίσως λόγω της αποτυχημένης όπτησης που παρατηρείται στο αγγείο. Μόνο η απόδοση του αετού, που εδώ πετάει σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή του ιππέα, μπορεί να συγκριθεί με την προσεγμένη απόδοση της κύριας όψης. Πρόκειται για πολυτελές αγγείο της αρχαιότητας, το οποίο μάλιστα όταν έσπασε, επισκευάστηκε λόγω της αξίας του με μολύβδινους συνδέσμους, για να χρησιμοποιηθεί εκ νέου ως ταφικό πλέον αγγείο από την οικογένεια των Αιξωνέων στην οποία ανήκε. Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συντηρητές Λάζαρο Βαλσαμή και Μάνια Κωστοπούλου, το φωτογράφο Παναγιώτη Βούλγαρη. Ιδιαιτέρως θέλω να ευχαριστήσω την κ. 161
Κωνσταντίνα Καζά για την ενθάρρυνση και την πολλαπλή βοήθεια που μου παρείχε από το χώρο της ανασκαφής έως τώρα. 162
163
164