ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Σχετικά έγγραφα


Μονοπώλιο. Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη Ι. Αρ. Διάλεξης: 10

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑ

Τόμος Γ - Δημόσια Οικονομική

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη Ι. Αρ. Διάλεξης: 11

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 2 Ενότητα #7: Μονοπώλιο (II)


Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 4 η. Επιπτώσεις Επενδυτικών Έργων και Μέτρων Πολιτικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. 2. Τι περιλαμβάνει ο στενός και τι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και με βάση ποια λογική γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ τους;

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

Δημόσια Οικονομική. Κατ επιλογήν υποχρεωτικό, 3 ώρες εβδομαδιαίως, Θεωρία, Διδάσκον: Νικόλαος Τσούνης. Νικόλαος Τσούνης Δημόσια Οικονομική 1

Βασικά σημεία πλάνο απάντησης :

Διάλεξη 15. Αποτελεσματική και δίκαιη φορολογία

Μικροοικονομική. Ζήτηση και προσφορά

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ Σάββατο Proslipsis.gr ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ 18 ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΕΙ

Εισαγωγή. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto. 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου)

Περιγραφή Μαθήματος-Εισαγωγή στις. δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς

Ιδιωτικοποίηση ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ. Δρ. Κων/νος Κάρρας ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου


ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ. Φορολογική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη


Μικροοικονομική. Ελαστικότητες

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη Ι. Αρ. Διάλεξης: 8

Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Ιούλιος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ. Κεφάλαιο 12. Τα χαρακτηριστικά των µονοπωλιακών αγορών

Καθοδηγόντας την ανάπτυξη: αγορές εναντίον ελέγχων. Δύο διαφορετικά συστήματα καθοδήγησης της ανάπτυξης εκ μέρους της αγοράς:

Μονοπώλιο. Μονοπώλιο Κλωνάρης Στάθης

εάν είναι ο µοναδικός πωλητής του προϊόντος Το προϊόν της, δεν έχει στενά υποκατάστατα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Μαρία Πεμπετζόγλου Eπίκουρη Καθηγήτρια

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Διάλεξη 2α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ TΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας. Οικονομικά της ευημερίας 3/9/2017. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Ακαδημαϊκό έτος Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Χειμώνας-Άνοιξη Μάθημα: Δημόσια Οικονομική Διδασκαλία: Γεωργία Καπλάνογλου

Τα μέσα της εμπορικής πολιτικής

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΡΙΣΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΥ ΦΟΡΟΥ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο Η έννοια της επιχείρησης. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

Η Θεωρία της Εμπορικής Πολιτικής

ΘΕΣΜΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (ECΟ464) ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΕΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΟΥ COASE

Διάλεξη 13. Αποτελεσματική και δίκαιη φορολογία. 1 Ράπανος - Καπλάνογλου 2016/7

2. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει ο μαθητής

Μονοπωλιακή Ισορροπία - Αν η αγορά του αγαθού Α είναι πλήρως ανταγωνιστική, τότε η ατομική επιχείρηση θεωρεί δεδομένη την τιμή (p) και, επομένως,


ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

Πλήρης ανταγωνισμός. Καθηγήτρια: Β. ΠΕΚΚΑ- ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ. Υποψήφια Διδάκτωρ: Σ. ΤΑΚΑΟΓΛΟΥ

Εξηγώντας την Ύπαρξη Πολυεθνικών Επιχειρήσεων: Θεωρητικά Υποδείγματα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Μικροοικονομική. Μορφές αγοράς

Διάλεξη 3. Οικονομικά της ευημερίας 2/26/2016. Περίγραμμα. Εργαλεία δεοντολογικής ανάλυσης. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto: ορισμός. ορισμός.

Περιφερειακή Ανάπτυξη

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Εισαγωγή

- Αθήνα, 13 Απριλίου

Τέλειος ανταγωνισμός είναι μια ακραία συμπεριφορά της αγοράς, όπου πολλές εταιρίες ανταγωνίζονται με τις παρακάτω προϋποθέσεις :

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2008

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

9. Κάθε στρατηγική επιχειρηματική μονάδα αποφασίζει για την εταιρική στρατηγική που θα εφαρμόσει. α. Λάθος. β. Σωστό.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ. Η δοµή της αγοράς και οι πρακτικές τιµολόγησης

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΓΙΑ ΔΥΝΑΤΟΥΣ ΛΥΤΕΣ

Διάλεξη 10. Αρχές φορολογίας. 1 Ράπανος - Καπλάνογλου 2018/19

Η θεωρία Weber Προσέγγιση του ελάχιστου κόστους

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ (Παράδειγμα: ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ)

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Μ.Ε. Διακρίσεις Επιχειρήσεων

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

Κεφάλαιο 4 Ειδικοί συντελεστές παραγωγής και διανομή εισοδήματος

Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ TΩN ΤΙΜΩΝ

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

Κεφάλαιο 3. Παραγωγικότητα της εργασίας και συγκριτικό πλεονέκτημα: Το Ρικαρδιανό υπόδειγμα

Αποτροπή Εισόδου και Οριακή Τιμολόγηση

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ

Διάλεξη 9 η ( ) Αξία Μέσω της Τιμολόγησης

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 3 η. Αποτελεσματικότητα και Ευημερία

ΣΥΝΘΕΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Οικονομικά για Νομικούς Μέρος 1ο Οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

To 2 ο Θεμελιώδες Θεώρημα Ευημερίας

Συμπεράσματα από την ανάλυση για την Ευρωπαϊκή Ένωση

ΜΙΚΡΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΜΕ ΕΝΟΤΗΤΑ 5η: Οικονομίες & Νεοκλασική Πολιτική Οικονομία

Τα μέσα εμπορικής πολιτικής 1. δασμός

ΕΡΩΤΗΜΑ 1: ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ?

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ν. Τάτσος Αθήνα, 2015

1. Εισαγωγή Το κράτος δεν περιορίζεται συνήθως στην άσκηση βασικών λειτουργιών, όπως είναι η εθνική άμυνα, η δικαιοσύνη, η δημόσια τάξη κλπ, αλλά ιδρύει και επιχειρήσεις για την παραγωγή και διάθεση στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Ο θεσμός των δημοσίων επιχειρήσεων αναπτύχθηκε κυρίως στον 20 ο αιώνα και η εξέλιξή του παρουσίασε αξιοσημείωτες διακυμάνσεις. Αναπτύχθηκε έντονα μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 30, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά την πετρελαϊκή κρίση στα μέσα της δεκαετίας του 70, ενώ παρουσίασε αντίστροφη πορεία μετέπειτα με τις αποκρατικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων να φτάνουν στο αποκορύφωμά τους τη δεκαετία του 90. Συγκεκριμένα, η ύφεση που προκάλεσε η μεγάλη οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 30 ώθησε τις κυβερνήσεις των χωρών να αυξήσουν το βαθμό παρέμβασής τους στην οικονομία ιδρύοντας τραπεζικά ιδρύματα για τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού τομέα, εθνικοποιώντας τομείς της βιομηχανίας για την προώθηση της εκβιομηχάνισης και αναλαμβάνοντας επιχειρηματικές πρωτοβουλίες για την καλύτερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων (άνθρακας, ξυλεία, χαλυβουργία κλπ). Το δεύτερο μεγάλο κύμα εθνικοποιήσεων πραγματοποιήθηκε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και απέβλεπε στην ανοικοδόμηση της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό το κράτος ανέλαβε τον έλεγχο τομέων της οικονομίας οι οποίοι απαιτούν μεγάλα κεφάλαια, όπως είναι ο πιστωτικός και ο ασφαλιστικός τομέας, η ηλεκτρική ενέργεια, οι σιδηρόδρομοι, το υγραέριο κλπ. Τέλος στο τρίτο μεγάλο κύμα εθνικοποιήσεων, που πραγματοποιήθηκε μετά την πετρελαϊκή κρίση των μέσων της δεκαετίας του 70 περιήλθαν στην κατοχή του κράτους χρεοκοπημένες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα για να μην ανασταλεί η λειτουργία τους, να διατηρηθεί η απασχόλησης, να γίνουν επενδύσεις για να τονωθεί η οικονομία και να ενισχυθούν οι λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές. 2

Ο τρόπος όμως αυτός ανάπτυξης των δημοσίων επιχειρήσεων, ενώ συνέβαλε στην επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί - οι οποίοι ήταν αυτοί που οδήγησαν στην εθνικοποίηση οικονομικών δραστηριοτήτων - δεν βοήθησε τις δημόσιες επιχειρήσεις να λειτουργήσουν και να οργανωθούν αποτελεσματικά. Επέδρασε επίσης αρνητικά στα οικονομικά του κράτους με συνέπεια από τα τέλη της δεκαετίας του 70 να αρχίσει αντίστροφη πορεία με τη μεταφορά οικονομικών δραστηριοτήτων από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. 2. Τα χαρακτηριστικά των δημοσίων επιχειρήσεων Αν και δεν υπάρχει ενιαίος και γενικά αποδεκτός ορισμός για τις δημόσιες επιχειρήσεις, ως κύρια χαρακτηριστικά τους θα μπορούσαν να αναφερθούν τα εξής: 1. Όπως και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι δημόσιες επιχειρήσεις αποτελούν παραγωγικές μονάδες οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών. 2. Τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παρέχουν και γενικά οι σκοποί τους οποίους επιδιώκουν οι δημόσιες επιχειρήσεις ορίζονται από το δημόσιο φορέα που τις ιδρύει και τις εποπτεύει και αναφέρονται στον ιδρυτικό τους νόμο. 3. Η ιδιοκτησία τους ανήκει πλήρως ή κατά το μεγαλύτερο μέρος στο κράτος ή σε άλλους δημόσιους φορείς. 4. Σε αντίθεση με άλλες δραστηριότητες του κράτους, τα αγαθά και οι υπηρεσίες των δημοσίων επιχειρήσεων παρέχονται με αντίτιμο. 5. Οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν υπάγονται στη δημόσια διοίκηση και είναι συχνά ανεξάρτητες από αυτή. Εποπτεύονται όμως και ελέγχονται από τη δημόσια διοίκηση όσον αφορά την τήρηση του σκοπού τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις διαφέρουν τόσο από τη δημόσια διοίκηση όσο και από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. 3

3. Οι διαφορές των δημοσίων επιχειρήσεων από τη δημόσια διοίκηση Οι βασικές διαφορές των δημοσίων επιχειρήσεων από τη δημόσια διοίκηση είναι οι εξής : 1. Η δημόσια διοίκηση καλύπτει ένα ευρύ φάσμα στόχων και αρμοδιοτήτων, ενώ οι στόχοι και οι αρμοδιότητες των δημοσίων επιχειρήσεων είναι περιορισμένοι και συγκεκριμένοι. Οι στόχοι αυτοί αναφέρονται ρητά στον ιδρυτικό τους νόμο και είναι π.χ. η παροχή νερού από την ΕΥΔΑΠ, τηλεπικοινωνιών από τον ΟΤΕ, σιδηροδρομικών μεταφορών από τον ΟΣΕ κ.ο.κ. Οι στόχοι της δημόσιας διοίκησης είναι σαφώς ευρύτεροι. 2. Η νομική μορφή των δημοσίων επιχειρήσεων είναι διαφορετική από αυτή της δημόσιας διοίκησης και είναι περισσότερο προσαρμοσμένη στις ανάγκες και στους κανόνες της αγοράς. Για παράδειγμα, οι δημόσιες επιχειρήσεις λειτουργούν με βάση τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και έχουν συνήθως τη μορφή της Ανώνυμης Εταιρείας, κάτι που τις κάνει πιο ευέλικτες στο να ανταποκριθούν στις ανάγκες και στον τρόπο λειτουργίας της αγοράς. Αντίθετα, οι δημόσια διοίκηση λειτουργεί με βάση τους κανόνες του δημοσίου δικαίου, ενώ η οικονομική της διαχείριση γίνεται με βάση τους κανόνες του δημόσιου λογιστικού, το οποίο από τη φύση του θέτει περιορισμούς στην οικονομική ευελιξία τους. 3. Η δημόσια επιχείρηση επιβάλλει τιμή στα αγαθά και στις υπηρεσίες που παρέχει, ενώ οι υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης, πλην κάποιων εξαιρέσεων, παρέχονται δωρεάν. Έτσι, πληρώνουμε αντίτιμο στη ΔΕΗ για τις υπηρεσίες που μας παρέχει, όπως και στην ΕΥΔΑΠ, στον ΟΤΕ κλπ. Αντίστοιχο αντίτιμο δεν πληρώνουμε για τις υπηρεσίες που μας παρέχει η δημόσια διοίκηση. Σημειώνεται ωστόσο ότι οι παροχές της δημόσιας διοίκησης είναι «δωρεάν» με την έννοια ότι για να τις αποκτήσουμε δεν καταβάλλουμε άμεσα κάποιο αντίτιμο. Το κόστος τους καλύπτεται από έσοδα που προέρχονται από τη φορολογία τα οποία καταβάλλει το κοινωνικό σύνολο. 4

4. Οι διαφορές των δημοσίων επιχειρήσεων από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις Οι διαφορές ανάμεσα στις δημόσιες και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις αφορούν κυρίως τους στόχους τους, το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς και τον τρόπο οργάνωσης, λειτουργίας και ελέγχου τους. Οι διαφορές αυτές είναι οι εξής : 1. Ενώ οι ιδιωτικές επιχειρήσεις επιδιώκουν την επίτευξη ιδιωτικών στόχων, όπως είναι η μεγιστοποίηση των κερδών, η αύξηση των πωλήσεων και η αύξηση του μεριδίου τους στην αγορά, οι δημόσιες επιχειρήσεις επιδιώκουν συνήθως την επίτευξη κοινωνικών στόχων, όπως είναι η διανομή του εισοδήματος και η αύξηση της κοινωνικής ευημερίας. Γιατί, αν οι δημόσιες επιχειρήσεις είχαν τους ίδιους στόχους με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και αν δραστηριοποιούνταν σε τομείς στους οποίους μπορούν να δραστηριοποιηθούν ιδιωτικές επιχειρήσεις που να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο την επιθυμητή από αυτό ποσότητα στην ίδια τιμή, δεν θα υπήρχε λόγος παρέμβασης του κράτους και ανάληψης από αυτό επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, όπως θα φανεί παρακάτω, οι δημόσιες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν στην πράξη μια σειρά από προβλήματα με συνέπεια να μη θεωρείται πάντοτε δεδομένο ότι εξυπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον καλύτερα από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. 2. Οι δημόσιες και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις διαφέρουν πολύ ως προς το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ανήκουν σε ιδιωτικούς φορείς, ενώ οι δημόσιες επιχειρήσεις ανήκουν πλήρως ή μερικώς στο Δημόσιο. Ωστόσο, η ιδιοκτησία των κεφαλαίων δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο για το χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως δημόσιας, αλλά η δυνατότητα του κράτους να προσδιορίζει τους σκοπούς της και να ελέγχει τη διοίκησή της. 3. Ενώ στις ιδιωτικές επιχειρήσεις τα όργανα διοίκησης ορίζονται από τους ιδιοκτήτες τους (π.χ. στις ανώνυμες εταιρείες από τη γενική συνέλευση των μετόχων), στις δημόσιες επιχειρήσεις τα αντίστοιχα όργανα ορίζονται κατά 5

κανόνα από τους δημόσιους φορείς στην αρμοδιότητα των οποίων υπάγονται οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίοι και τις εποπτεύουν. Έτσι, επειδή οι δημόσιες επιχειρήσεις ανήκουν καθ ολοκληρία ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στο κράτος, τα όργανα διοίκησής τους ορίζονται από αυτό. Η διαφορά αυτή είναι ουσιώδης, γιατί τα όργανα διοίκησης είναι αυτά που μπορούν να διασφαλίσουν ότι μια επιχείρηση λειτουργεί πράγματι για το κοινωνικό συμφέρον. 5. Λόγοι ανάληψης επιχειρηματικής δραστηριότητας από το κράτος Οι λόγοι για τους οποίους το κράτος αναλαμβάνει επιχειρηματικές δραστηριότητες έχουν να κάνουν με τους επιδιωκόμενους από αυτό σκοπούς. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι οι εξής : 5.1. Εξωτερικές κοινωνικές επιδράσεις Ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες προκαλούν όφελος ή κόστος ανάλογα, όχι μόνο σε αυτούς που καταναλώνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους, άλλα και σε τρίτους οι οποίοι δεν επιβαρύνονται για το όφελος που αποκομίζουν ή δεν αποζημιώνονται για το κόστος που υφίστανται από αυτές τις δραστηριότητες. Ως παράδειγμα δραστηριότητας που ωφελεί και άλλους, πέραν αυτών που τις απολαμβάνουν άμεσα, μπορεί να αναφερθεί ο εμβολιασμός για την πρόληψη νοσημάτων. Γιατί από τον εμβολιασμό δεν ωφελούνται μόνο οι εμβολιαζόμενοι, αλλά και το κοινωνικό σύνολο, αφού με αυτόν προλαμβάνεται η εξάπλωση νοσημάτων, περιορίζονται οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία κλπ. Αντίθετα, ως παράδειγμα δραστηριότητας που επιβαρύνει τρίτους μπορεί να αναφερθεί μια επιχείρηση η οποία με τη λειτουργία της ρυπαίνει το περιβάλλον. Η επιχείρηση αυτή δεν επιβαρύνει μόνο αυτούς που προμηθεύονται τα προϊόντα της, αλλά και όσους επηρεάζονται από τη ρύπανση του περιβάλλοντος που προκαλεί. Οι θετικές και αρνητικές αυτές εξωτερικές κοινωνικές επιδράσεις, είναι γνωστές στην 6

οικονομική ορολογία ως εξωτερικές κοινωνικές οικονομίες και εξωτερικές κοινωνικές επιβαρύνσεις αντίστοιχα. Αν δεν υπάρξει παρέμβαση από το κράτος, η ανάληψη των δραστηριοτήτων αυτών από τον ιδιωτικό τομέα θα έχει ως αποτέλεσμα το επίπεδο της παραγωγής να είναι διαφορετικό από αυτό που επιθυμεί η κοινωνία, με συνέπεια να μην υπάρχει μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας. Δηλαδή, στις περιπτώσεις αυτές, ο μηχανισμός των τιμών οδηγεί σε παραγωγή μικρότερη από αυτή που επιθυμεί η κοινωνία, όταν υπάρχουν εξωτερικές κοινωνικές οικονομίες και αντίθετα σε παραγωγή μεγαλύτερη από αυτή που επιθυμεί η κοινωνία, όταν υπάρχουν εξωτερικές κοινωνικές επιβαρύνσεις. Συγκεκριμένα, αν την παροχή των αγαθών που προκαλούν εξωτερικές οικονομίες την αναλάβουν ιδιωτικές επιχειρήσεις, το επίπεδο της παραγωγής τους θα είναι μικρότερο από αυτό που επιθυμεί η κοινωνία, γιατί οι ιδιωτικές επιχειρήσεις λαμβάνουν τις αποφάσεις τους με κριτήριο το ιδιωτικό όφελος και παραβλέπουν το πρόσθετο όφελος που συνεπάγεται η παραγωγή τους για τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Αυτό συμβαίνει γιατί η τιμή που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι καταναλωτές για να αποκτήσουν τα αγαθά αυτά, με βάση την οποία προσδιορίζουν οι επιχειρήσεις την παραγωγή τους, δεν ενσωματώνει το όφελος που απολαμβάνουν η κοινωνία από τα αγαθά αυτά, αλλά μόνο το ιδιωτικό όφελος. Αντίστοιχα, αν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις αναλάβουν την παραγωγή αγαθών που προκαλούν εξωτερικές επιβαρύνσεις, το επίπεδο της παραγωγής τους θα είναι υψηλότερο από αυτό που επιθυμεί η κοινωνία, γιατί οι επιχειρήσεις αυτές λαμβάνουν υπόψη για την παραγωγή τους μόνο το ιδιωτικό κόστος και όχι το κόστος που προκαλεί η παραγωγή τους στο κοινωνικό σύνολο. Δηλαδή, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς στους οποίους υπάρχουν εξωτερικές οικονομίες έχουν την τάση να υποτιμούν το συνολικό κοινωνικό όφελος των δραστηριοτήτων τους και να παράγουν ποσότητα μικρότερη από την κοινωνικά επιθυμητή, ενώ αυτές που δραστηριοποιούνται σε τομείς στους οποίους υπάρχουν εξωτερικές επιβαρύνσεις έχουν την τάση να υποεκτιμούν το συνολικό κόστος των 7

δραστηριοτήτων τους και παράγουν ποσότητα μεγαλύτερη από αυτή που είναι κοινωνικά επιθυμητή. Μία λύση στο πρόβλημα αυτό είναι να λάβει το κράτος μέτρα τα οποία θα οδηγήσουν τις επιχειρήσεις να παράγουν την ποσότητα που είναι κοινωνικά επιθυμητή. Τα μέτρα αυτά είναι η επιδότηση των επιχειρήσεων που παράγουν αγαθά που προκαλούν εξωτερικές κοινωνικές οικονομίες και η φορολόγηση των δραστηριοτήτων που προκαλούν εξωτερικές κοινωνικές επιβαρύνσεις ή η επιβολή κάποιων περιορισμών. Έτσι, με την επιδότηση μιας δραστηριότητας που προκαλεί εξωτερικές κοινωνικές οικονομίες μειώνεται το κόστος παραγωγής της και οδηγούνται οι επιχειρήσεις στο να παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα. Αντίθετα, με τη φορολόγηση ενός προϊόντος ή μιας δραστηριότητας που προκαλεί εξωτερικές κοινωνικές επιβαρύνσεις, αυξάνει το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων που τα παράγουν με συνέπεια τον περιορισμό της προσφοράς και την παραγωγή της κοινωνικά επιθυμητής ποσότητας. Βέβαια, στην πράξη η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος φορολόγησης ή παροχής επιχορηγήσεων με στόχο την «εσωτερίκευση» των εξωτερικών επιδράσεων στο κόστος παραγωγής δεν είναι εύκολη, αλλά συναντά ποικίλων κατηγοριών δυσκολίες. Μια άλλη λύση για την αντιμετώπιση της υποπροσφοράς και της υπερπροσφοράς αγαθών που προκαλούν εξωτερικές κοινωνικές οικονομίες και εξωτερικές κοινωνικές επιβαρύνσεις είναι να αναλάβει τις δραστηριότητες αυτές το κράτος συστήνοντας δημόσιες επιχειρήσεις. Το ποια από τις δυο πολιτικές θα επιλεγεί, δηλαδή της παρέμβασης του κράτους με την ίδρυση κάποιας δημόσιας επιχείρησης ή της παρέμβασής του με την επιβολή φορολογίας ή παροχή επιδοτήσεων στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, πρωτίστως πολιτικούς. Εξαρτάται όμως και από το μέγεθος των εξωτερικών επιδράσεων που ασκούν οι συγκεκριμένες δραστηριότητες. Αν οι εξωτερικές επιδράσεις είναι σχετικά μικρές, ίσως να αποτελεί προσφορότερη λύση η επιβολή κάποιου φόρου ή η παροχή κάποιας επιδότησης, ενώ αν οι εξωτερικές επιδράσεις είναι μεγάλες ίσως να αποτελεί προσφορότερη λύση η ανάληψη της παραγωγής από το κράτος με την ίδρυση μιας δημόσιας επιχείρησης. 8

5.2. Αποφυγή της εκμετάλλευσης των καταναλωτών από ιδιωτικά μονοπώλια. Ένας δεύτερος σημαντικός λόγος για την ίδρυση δημοσίων επιχειρήσεων είναι για να αποφευχθεί η εκμετάλλευση των καταναλωτών από ιδιωτικά μονοπώλια στη δημιουργία των οποίων αναπόφευκτα οδηγούνται οι κλάδοι παραγωγής που λειτουργούν κάτω από συνθήκες φθίνοντος κόστους. Συγκεκριμένα, όταν αυξάνει η παραγωγή των επιχειρήσεων αυξάνουν συνήθως το μέσο και το οριακό 1 τους κόστος, γιατί αυξανομένης της ζήτησης των συντελεστών παραγωγής, αυξάνουν και οι αμοιβές τους. Υπάρχουν όμως κάποιες δραστηριότητες στις οποίες, όσο αυξάνει η παραγωγή, το μέσο και το οριακό τους κόστος παραγωγής μειώνεται. Το χαρακτηριστικό των δραστηριοτήτων αυτών είναι ότι έχουν πολύ υψηλό σταθερό κόστος παραγωγής, δηλαδή πολύ υψηλό κόστος παραγωγής το ύψος του οποίου δεν μεταβάλλεται με το μέγεθος της παραγωγής, με συνέπεια το μέσο και το οριακό κόστος να μειώνονται όσο αυξάνει το επίπεδο της παραγωγής. Παραδείγματα τέτοιων δραστηριοτήτων αποτελούν η ηλεκτρική ενέργεια, η ύδρευση, οι επικοινωνίες, οι σιδηρόδρομοι κλπ οι οποίες απαιτούν έργα υποδομής (π.χ. δίκτυα διανομής, σιδηροδρομικές γραμμές κλπ) το επίπεδο των οποίων δεν επηρεάζεται άμεσα από το ύψος παραγωγής. Συνέπεια του πολύ υψηλού σταθερού κόστους παραγωγής είναι το επίπεδο παραγωγής στο οποίο ελαχιστοποιείται το μέσο κόστος να είναι πολύ υψηλό σε σχέση με τη ζητούμενη ποσότητα ή αλλιώς, η ποσότητα που ζητείται στην αγορά να είναι μικρότερη από αυτήν στην οποία ελαχιστοποιείται το κόστος παραγωγής. Κατά συνέπεια, η φύση των δραστηριοτήτων αυτών επιβάλλει την ανάληψή τους από μια μόνο επιχείρηση, για αυτό και οι δραστηριότητες αυτές αποκαλούνται «φυσικά μονοπώλια». Δηλαδή μονοπώλια τα οποία δημιουργεί ο μηχανισμός των τιμών εκ των πραγμάτων, λόγω της φύσης της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Έπεται ότι αν αφεθεί η ανάληψη αυτών των δραστηριοτήτων στον ιδιωτικό τομέα, το μονοπώλιο που θα δημιουργηθεί θα έχει την τάση να εκμεταλλευτεί τους καταναλωτές παράγοντας ποσότητα μικρότερη από την κοινωνικά επιθυμητή και 1 Το κόστος παραγωγής μιας επιπλέον μονάδας προϊόντος 9

επιβάλλοντας τιμή υψηλότερη από αυτή που θα υπήρχε αν η αγορά ήταν ανταγωνιστική. Και εδώ, ή θα πρέπει η δραστηριότητα να αφεθεί σε κάποια ιδιωτική επιχείρηση, η οποία θα πρέπει να επιδοτηθεί, ώστε να παραχθεί η ποσότητα που επιθυμεί το κοινωνικό σύνολο, ή να αναληφθεί η δραστηριότητα από κάποια δημόσια επιχείρηση. Kαι επειδή στην πράξη ο έλεγχος της παραγωγής μιας δημόσιας επιχείρησης είναι συχνά ευκολότερος από την επιδότηση και τον έλεγχο μιας ιδιωτικής επιχείρησης, πολλοί δημόσιοι φορείς προτιμούν την ανάληψη των δραστηριοτήτων αυτών από τους ίδιους με τη δημιουργία μιας δημόσιας επιχείρησης. 5.3. Οικονομίες κλίμακας Η συγκέντρωση της παραγωγής ενός κλάδου σε μια δημόσια επιχείρηση επιτρέπει, λόγω μεγέθους, την εκμετάλλευση οικονομιών κλίμακας με συνέπεια τη μείωση του κόστους παραγωγής. Ο αντίλογος ωστόσο που προβάλλεται συχνά στο επιχείρημα αυτό είναι ότι η αποτελεσματικότητα των δημοσίων επιχειρήσεων συγκρινόμενη με αυτή του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλή, λόγω της γραφειοκρατική τους δομής και οργάνωσης, των πολιτικών επιρροών που ασκούνται στις αποφάσεις τους (συμπεριλαμβανομένης της αναξιοκρατίας), της έλλειψης κινήτρων για τα στελέχη τους κλπ. Λόγω των μειονεκτημάτων αυτών ορισμένοι προτείνουν, αντί για την ανάληψη της παραγωγής από το κράτος με τη δημιουργία δημοσίων επιχειρήσεων, την επιδότηση της κατανάλωσης ή την επιδότηση της παραγωγής των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Η λύση όμως αυτή εμφανίζει κάποια προβλήματα στην εφαρμογή (π.χ. έλεγχος επιχειρήσεων όσον αφορά τα συμφωνηθέντα για την ποιότητα των προϊόντων και τις τιμές κλπ), κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει στο ότι είναι αποτελεσματικότερο και συμφέρον οικονομικά να ιδρυθεί μια δημόσια επιχείρηση. 5.4. Ο έλεγχος της πολιτικής και οικονομικής ισχύος 10

Αν κάποιες οικονομικές δραστηριότητες αφεθούν στον ιδιωτικό τομέα, ενδέχεται να υπάρξει συγκέντρωση μεγάλης πολιτικής και οικονομικής ισχύος στους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων που ασκούν αυτές τις δραστηριότητες τις οποίες μπορεί να εκμεταλλευθούν για ίδιον όφελος. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθούν οι βιομηχανίες όπλων, τα διυλιστήρια πετρελαίου κλπ. 5.5. Άσκηση οικονομικής πολιτικής Με τη συγκέντρωση μέρους της παραγωγής υπό τον έλεγχο του κράτους αυξάνουν οι δυνατότητες παρέμβασής του για την άσκηση πολιτικής για τη σταθεροποίηση της οικονομίας και την οικονομική ανάπτυξη. Ελέγχει δηλαδή το κράτος μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, των επενδύσεων, της συνολικής ζήτησης και της απασχόλησης, με συνέπεια την αποτελεσματικότερη παρέμβασή του στην οικονομία. 5.6. Κρατικό μονοψώνιο Μερικές φορές το κράτος είναι ο μοναδικός ή ο σημαντικότερος αγοραστής κάποιων προϊόντων, κάτι που το οδηγεί στην ανάληψη της παραγωγής των προϊόντων αυτών και στην καθετοποίηση της παραγωγής. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί ο τομέας της υγείας, ο τομέας της παραγωγής πυρομαχικών κλπ. 5.7. Δραστηριότητες που δεν προσελκύουν την ιδιωτική πρωτοβουλία Τέτοιες δραστηριότητες είναι συνήθως αυτές οι οποίες από τη φύση τους ενέχουν μεγάλη αβεβαιότητα και εξαιρετικά υψηλούς κινδύνους, οι οποίες είναι λογικό να μην προσελκύουν το ενδιαφέρον των ιδιωτών. Ιδιαίτερα, αν οι δραστηριότητες αυτές απαιτούν - όπως ισχύει συχνά στην πράξη - πολύ μεγάλα κεφάλαια τα οποία οι ιδιωτικές επιχειρήσεις μπορεί να μη διαθέτουν ή να μην είναι πρόθυμες να διακινδυνεύσουν, η ανάληψή τους από τον ιδιωτικό τομέα είναι αδύνατη, παρά το ότι μπορεί να θεωρείται κοινωνικά επιθυμητή. Τις δραστηριότητες αυτές, εφόσον είναι επωφελείς για το κοινωνικό σύνολο, μπορεί να τις αναλάβει το κράτος 11

συστήνοντας αντίστοιχες επιχειρήσεις. Ως παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η πυρηνική ενέργεια, και η εξερεύνηση του διαστήματος. 5.8. Ενίσχυση του ανταγωνισμού Ορισμένες φορές το κράτος αναλαμβάνει κάποια επιχειρηματική δραστηριότητα για να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά. Κατ αυτό τον τρόπο επιδιώκει τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων αγαθών ή υπηρεσιών και κυρίως τη συγκράτηση των τιμών. Ο αντίλογος στο επιχείρημα αυτό είναι ότι η τεχνολογική αναποτελεσματικότητα και το υψηλό κόστος παραγωγής που χαρακτηρίζουν συνήθως τις δημόσιες επιχειρήσεις δεν αφήνουν περιθώρια για την ενίσχυση μέσω αυτών του ανταγωνισμού και τη μείωση των τιμών, ενώ παράλληλα η ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν είναι τέτοιο που μπορεί να ωθήσει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις του κλάδου να βελτιώσουν την ποιότητα των δικών τους αγαθών και υπηρεσιών. Η κριτική αυτή, αν και επιβεβαιώνεται συχνά στην πράξη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφράζει τον κανόνα. 5.9. Άντληση εσόδων Μερικές φορές το κράτος δραστηριοποιείται επιχειρηματικά σε τομείς οι οποίοι θεωρούνται πρόσφοροι για την άντληση εσόδων. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί στη χώρα μας ο Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΟΠΑΠ). Ωστόσο, κατά κανόνα, η άντληση εσόδων δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο ίδρυσης τέτοιων δημοσίων επιχειρήσεων. Έτσι, για παράδειγμα, στην περίπτωση του ΟΠΑΠ δεν αποτέλεσαν τα έσοδα το μόνο κίνητρο ανάληψης αυτής της δραστηριότητας από την πλευρά του κράτους, αλλά και η παροχή εγγυήσεων για τη σωστή λειτουργία του οργανισμού και τη διαδικασία των στοιχημάτων. Ένα παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί η επιχείρηση Ελληνικά Πετρέλαια, όπου η ίδρυσή της από το κράτος δεν έγινε αποκλειστικά με μοναδικό κριτήριο την άντληση εσόδων, αλλά και την παρέμβασή της για την ενίσχυση του ανταγωνισμού και τη συγκράτηση των τιμών των καυσίμων. 12

6. Δραστηριότητες που προσφέρονται περισσότερο για την ίδρυση δημοσίων επιχειρήσεων Έχοντας εξετάσει τους λόγους για τους οποίους το κράτος και οι εποπτευόμενοι από αυτό φορείς αναλαμβάνουν την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, ένα ερώτημα που ανακύπτει είναι αν υπάρχουν δραστηριότητες οι οποίες πρέπει ή θεωρούνται περισσότερο κατάλληλες από άλλες να αναληφθούν από το Δημόσιο με τη μορφή επιχειρήσεων. Δηλαδή, τίθεται το ερώτημα αν είναι σκόπιμο και πρέπον το Δημόσιο να εμπλέκεται ως επιχειρηματίας με οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα ή να περιορίζεται η δραστηριότητά του αυτή μόνο σε τομείς και δραστηριότητες που συγκεντρώνουν κάποια χαρακτηριστικά. Πράγματι, αν παρατηρήσει κανείς τους τομείς και τις δραστηριότητες στις οποίες δραστηριοποιούνται στις διάφορες χώρες οι δημόσιες επιχειρήσεις θα διαπιστώσει ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα του κράτους δεν επεκτείνεται σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες, αλλά περιορίζονται σε δραστηριότητες που έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Οι βασικές κατηγορίες δραστηριοτήτων που προσελκύουν την ίδρυση δημοσίων επιχειρήσεων είναι οι δραστηριότητες που προκαλούν εξωτερικές κοινωνικές επιδράσεις, οι δραστηριότητες με φθίνον κόστος παραγωγής και οι δραστηριότητες που δεν προσελκύουν την ιδιωτική πρωτοβουλία 7. Οι στόχοι των δημοσίων επιχειρήσεων Οι κύριοι στόχοι των δημοσίων επιχειρήσεων προκύπτουν από την ονομασία τους και καταγράφονται αναλυτικά στους ιδρυτικούς τους νόμους. Πέρα όμως από τους στόχους αυτούς, οι δημόσιες επιχειρήσεις χρησιμοποιούνται συνήθως στην πράξη και για την επίτευξη άλλων στόχων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι : α) Η βελτίωση της κατανομής των πόρων, β) Η βελτίωση της διανομής του εισοδήματος και του πλούτου, γ) Η προώθηση της 13

οικονομικής ανάπτυξης, δ) Η σταθεροποίηση της οικονομίας και, ε) Η ενίσχυση του ανταγωνισμού. 7.1. Η βελτίωση της κατανομής των πόρων Η βελτίωση της κατανομής των πόρων αποτελεί ίσως το σημαντικότερο στόχο των δημοσίων επιχειρήσεων. Ειδικότερα, από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι η λειτουργία τους είναι ιδιαίτερα σημαντική σε δραστηριότητες που προκαλούν εξωτερικές κοινωνικές επιδράσεις ή εκεί που υπάρχουν φυσικά μονοπώλια. Γιατί, οι τιμές στις οποίες διαθέτουν τα προϊόντα τους οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι χαμηλότερες από τις τιμές που θα διέθεταν τα προϊόντα αυτά στην αγορά οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, αν υπάρχουν εξωτερικές κοινωνικές οικονομίες και υψηλότερες από τις τιμές που θα διέθεταν τα προϊόντα στην αγορά οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, αν υπάρχουν εξωτερικές κοινωνικές επιβαρύνσεις. Κατά συνέπεια, με τη λειτουργία τους οι δημόσιες επιχειρήσεις συμβάλλουν στην παραγωγή της ποσότητας που επιθυμεί η κοινωνία και στη βελτίωση της κατανομής των πόρων. Ομοίως, στην περίπτωση των φυσικών μονοπωλίων οι δημόσιες επιχειρήσεις επιβάλλουν τιμές χαμηλότερες από αυτές που θα επέβαλαν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις με συνέπεια την παραγωγή της κοινωνικά επιθυμητής ποσότητας και την αύξηση της κοινωνικής ευημερίας. Την άποψη όμως αυτή δεν τη συμμερίζονται όλοι οι αναλυτές γιατί, όπως θα φανεί παρακάτω, οι δημόσιες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται συνήθως από τεχνολογική αναποτελεσματικότητα, η οποία προκαλεί αύξηση του κόστους παραγωγής σε επίπεδα ανώτερα αυτών των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Έτσι, υποστηρίζουν ότι το προαναφερόμενο πλεονέκτημα των δημοσίων επιχειρήσεων περιορίζεται αισθητά ή και αντισταθμίζεται πλήρως από την τεχνολογική τους αναποτελεσματικότητα. 7.2. Η βελτίωση της διανομής του εισοδήματος και του πλούτου Αν και η σκοπιμότητα παρέμβασης των δημοσίων επιχειρήσεων στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου αμφισβητείται έντονα από τους οικονομολόγους με 14

το αιτιολογικό ότι η κοινωνική πολιτική πρέπει να ασκείται από το κράτος και όχι από τις δημόσιες επιχειρήσεις ή/και ότι υπάρχουν άλλα μέσα, περισσότερο κατάλληλα για την πολιτική αυτή (π.χ. φόροι, μεταβιβαστικές πληρωμές), ένας από τους στόχους που επιδιώκουν συχνά οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι η, μέσω της τιμολογιακής τους πολιτικής, καλύτερη διανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Αυτό το επιδιώκουν συνήθως επιβάλλοντας χαμηλές τιμές στα προϊόντα και στις υπηρεσίες που θεωρούνται πρώτης ανάγκης, τα οποία καταναλώνονται κυρίως από τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις και γενικά με τη διαφοροποίηση του τιμολογίου τους υπέρ των χαμηλότερων οικονομικά τάξεων. 7.3. Η προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης Οι δημόσιες επιχειρήσεις με την επενδυτική και την τιμολογιακή τους πολιτική επιτελούν συχνά σημαντικό ρόλο στην προώθηση του στόχου της οικονομικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, αναλαμβάνουν έργα υποδομής, παρέχουν υπηρεσίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη (τηλεπικοινωνίες, συγκοινωνίες κλπ), διαθέτουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους στους κλάδους που θεωρούνται στρατηγικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που θα διαμορφώνονταν στην ελεύθερη αγορά κλπ. Όσον αφορά την προώθηση του στόχου της περιφερειακής ανάπτυξης, οι δημόσιες επιχειρήσεις διαθέτουν συχνά τα προϊόντα τους σε χαμηλότερες τιμές στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας, συμβάλλοντας κατ αυτό τον τρόπο στη μείωση του κόστους παραγωγής στις περιοχές αυτές και συνακόλουθα στην αύξηση της ανταγωνιστικότητά τους, στην αύξηση των επενδύσεων σ αυτές τις περιοχές, στην αύξηση της απασχόλησης κλπ. Πολλοί ωστόσο υποστηρίζουν ότι το κόστος των πολιτικών αυτών δεν πρέπει να το φέρουν οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες οφείλουν να λειτουργούν με άλλα κριτήρια, αλλά ο κρατικός προϋπολογισμός, έτσι ώστε να μπορεί να συγκριθεί η αποτελεσματικότητα των δημοσίων επιχειρήσεων με αυτή των ιδιωτικών επιχειρήσεων και να μην επηρεάζεται από άλλους παράγοντες. 15

7.4. Η σταθεροποίηση της οικονομίας Με την τιμολογιακή και την επενδυτική τους πολιτική οι δημόσιες επιχειρήσεις επιδιώκουν συχνά τη σταθεροποίηση της οικονομίας, δηλαδή τον περιορισμό της ανεργίας και του πληθωρισμού. Για παράδειγμα, αρκετά συχνά, οι δημόσιες επιχειρήσεις, αν και θα έπρεπε, λόγω αύξησης π.χ. του κόστους παραγωγής τους, να προχωρήσουν σε αύξηση των τιμολογίων τους, το καθυστερούν ή/και αυξάνουν μερικώς μόνο τις τιμές τους, για να περιορισθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της αύξησης αυτής στον πληθωρισμό. Ομοίως, σε περιόδους κατά τις οποίες το επίπεδο της ενεργού ζήτησης είναι μειωμένο, αυξάνουν τις επενδύσεις τους, ούτως ώστε να αυξηθεί η ζήτηση, με προφανείς επιπτώσεις στην παραγωγή και στην απασχόληση. Αλλά και στον τομέα των προμηθειών οι δημόσιες επιχειρήσεις προτιμούν συχνά τα εγχώρια προϊόντα από τα εισαγόμενα, για να ενισχύσουν το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας. Η πολιτική αυτή των δημοσίων επιχειρήσεων έχει δεχθεί έντονη κριτική και δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την επίτευξη στόχων μακροοικονομικής πολιτικής αλλά να περιορίζονται στους στόχους των ιδίων των επιχειρήσεων. 7.5. Η ενίσχυση του ανταγωνισμού Μερικές φορές το κράτος επιδιώκει με την ίδρυση δημοσίων επιχειρήσεων να ενισχύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά, να βελτιώσει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και να συγκρατήσει τις τιμές. Έτσι, στην περίπτωση αυτή οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν λειτουργούν μονοπωλιακά, αλλά παράλληλα με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και ανταγωνιστικά με αυτές. Έπεται ότι για να μπορέσουν οι δημόσιες επιχειρήσεις να πετύχουν το σκοπό τους θα πρέπει το επίπεδο των υπηρεσιών που παρέχουν να είναι πράγματι ανταγωνιστικό. Γιατί, αν είναι υποδεέστερο αυτού των ιδιωτικών επιχειρήσεων ή αν λόγω αδυναμιών στη διοίκηση και στην παραγωγή, όπως συχνά συμβαίνει με τις δημόσιες επιχειρήσεις, το κόστος παραγωγής τους είναι υψηλό, δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά για τη βελτίωσης των υπηρεσιών και τη συγκράτηση των τιμών. 16

Μάλιστα, δεν αποκλείεται να συμβεί το αντίθετο. Για παράδειγμα, αν μια δημόσια επιχείρηση, ως κυρίαρχη επιχείρηση στον κλάδο, καθορίζει την τιμολογιακή του πολιτική, και η τιμή που επιβάλλει στα προϊόντα της, προκειμένου να καλύψει το αυξημένο κόστος της, είναι σχετικά υψηλή, η ύπαρξη της στον κλάδο θα βοηθήσει τις ανταγωνίστριες ιδιωτικές επιχειρήσεις στην επίτευξη αυξημένων κερδών. 8. Τομείς στους οποίους δραστηριοποιούνται συνήθως οι δημόσιες επιχειρήσεις Οι δημόσιες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται συνήθως σε ορισμένους κλάδους ή τομείς οικονομικής δραστηριότητας στους οποίους η λειτουργία τους μπορεί να θεωρηθεί σκόπιμη, περισσότερο δικαιολογημένη ή περισσότερο ευνοϊκή. Οι τομείς αυτοί δραστηριοποίησης των δημοσίων επιχειρήσεων είναι συνήθως οι εξής: 8.1. Οι μεταφορές Οι μεταφορές αποτελούν αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας του κράτους σε πολλές χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Ελλάδα. Κατά κύριο λόγο το κράτος δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών. Στον τομέα αυτό τα σταθερά έξοδα για την κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου είναι πολύ υψηλά με συνέπεια να υπάρχουν συνθήκες δημιουργίας φυσικού μονοπωλίου. Ένας άλλος λόγος είναι οι εξωτερικές επιδράσεις που ασκούν οι σιδηροδρομικές μεταφορές, δεδομένου ότι τόσο το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών (συχνότητα δρομολογίων, ποιότητα υπηρεσιών κλπ), όσο και το κόστος τους επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Το κράτος δραστηριοποιείται επίσης έντονα και στον τομέα των αστικών και υπεραστικών οδικών συγκοινωνιών, όπου εκτός από την Κεντρική Διοίκηση δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ). Αν και στην περίπτωση των οδικών συγκοινωνιών δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις δημιουργίας φυσικού μονοπωλίου, οι εξωτερικές επιδράσεις που 17

προκαλεί η χαμηλού κόστους εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού εξηγούν την τάση δραστηριοποίησης του κράτους και στον τομέα αυτό. Τέλος, σε αρκετές χώρες (μέχρι πριν λίγα χρόνια και στην Ελλάδα) το κράτος δραστηριοποιείται επιχειρηματικά και στον τομέα των αερομεταφορών. 8.2. Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες Ο τομέας της τηλεφωνίας είναι επίσης ένας τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται το κράτος στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Όπως και στην περίπτωση των μεταφορών, ο βασικός λόγος για τον οποίο το κράτος αναλαμβάνει τη δραστηριότητα αυτή είναι ότι στην τηλεφωνία (ιδιαίτερα στην ενσύρματη) το σταθερό κόστος είναι τόσο υψηλό που δημιουργεί συνθήκες φυσικού μονοπωλίου. Παράλληλα, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες προκαλούν εξωτερικές οικονομίες, αφού οι καλές και φθηνές τηλεφωνικές επικοινωνίες διευκολύνουν την οικονομική ανάπτυξη, ενώ η ανάληψή τους από το κράτος διασφαλίζει σε μεγαλύτερο βαθμό το απόρρητο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Παρόλα αυτά, ο τομέας των τηλεφωνικών επικοινωνιών δεν αποτελεί αποκλειστικότητα κρατικής δραστηριότητας σε όλες τις χώρες. Ιδιαίτερα όσον αφορά την κινητή τηλεφωνία, η παροχή της γίνεται κατά κανόνα από ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν παράλληλα με τις κρατικές. Αυτό συμβαίνει γιατί, ο τομέας αυτός είναι νεότερος και έχουν στο μεταξύ αλλάξει κάποιες αντιλήψεις. Παράλληλα έχει σημειωθεί πρόοδος στην τεχνολογία και επιπλέον στον τομέα αυτό δεν υφίστανται συνθήκες που να ευνοούν την ύπαρξη φυσικού μονοπωλίου. Αλλά και στη σταθερή τηλεφωνία έχουν δραστηριοποιηθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας και ιδιωτικές επιχειρήσεις τηλεφωνίας, ενώ σε κάποιες άλλες χώρες η δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα είναι παλαιότερη και πολύ ευρύτερη. 8.3. Οι ταχυδρομικές υπηρεσίες 18

Την αποκλειστικότητα των ταχυδρομικών υπηρεσιών την είχε στο παρελθόν το κράτος. Ένας λόγος γι αυτό είναι ότι και στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών υπάρχουν συνθήκες φυσικού μονοπωλίου, αφού θα ήταν ασύμφορη η διανομή επιστολών και εντύπων στην ίδια περιοχή από περισσότερους του ενός διανομείς, όταν όλες οι επιστολές και τα έντυπα θα μπορούσαν να διανεμηθούν οικονομικότερα μόνο από έναν. Εκτός αυτού, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες προκαλούν εξωτερικές οικονομίες, αφού η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και το κόστος τους επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι αποτελούσαν στο παρελθόν την κύρια, αν όχι την αποκλειστική, δυνατότητα επικοινωνίας. Παράλληλα, η ανάληψη από την πλευρά του κράτους της υπηρεσίας αυτής διασφάλιζε σε μεγάλο βαθμό το απόρρητο της αλληλογραφίας, το οποίο δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανείς εύκολα σε ιδιωτικούς φορείς. Το αποκλειστικό προνόμιο δραστηριοποίησης του κράτους στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών δεν υφίσταται πλέον και ορισμένες τουλάχιστον κατηγορίες ταχυδρομικών υπηρεσιών παρέχονται παράλληλα σήμερα δημόσιες και από ιδιωτικές επιχειρήσεις (π.χ. οι υπηρεσίες ταχυμεταφορών). από 8.4. Η ηλεκτρική ενέργεια Στον τομέα της ενέργειας πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ παραγωγής και διανομής. Σε ορισμένες χώρες τόσο η παραγωγή όσο και η διανομή ηλεκτρικής ενέργειας έχει αναληφθεί από δημόσιες επιχειρήσεις, σε άλλες η παραγωγή έχει αναληφθεί από δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά η διανομή παραμένει κρατική, ενώ σε άλλες η παραγωγή και η διανομή έχουν παραχωρηθεί στον ιδιωτικό τομέα. Όπως σε προηγούμενες περιπτώσεις, ο κύριος λόγος δραστηριοποίησης του κράτους στον τομέα αυτό είναι το μεγάλο πάγιο κόστος το οποίο δημιουργεί συνθήκες φυσικού μονοπωλίου, όσο και οι εξωτερικές οικονομίες. Και επειδή οι συνθήκες αυτές ισχύουν κυρίως για τη διανομή, η δραστηριοποίηση του κράτους όσον αφορά την ενέργεια είναι σαφώς πιο έντονη στον τομέα αυτό και λιγότερο 19

εμφανής στον τομέα της παραγωγής, όπου σε πολλές χώρες είναι αισθητή πλέον η παρουσία του ιδιωτικού τομέα. 8.5. Άλλοι τομείς Η επιχειρηματική δραστηριότητα του κράτους δεν εξαντλείται στους παραπάνω τομείς, αλλά επεκτείνεται και σε άλλους, όχι όμως με την ίδια συχνότητα και βάθος. Ως τέτοιοι μπορούν αν αναφερθούν ο τομέας της βιομηχανίας όπλων, της παραγωγής και διανομής φωταερίου, της διύλισης και εμπορίας καυσίμων, κλπ. Μερικές φορές επίσης η επιχειρηματική του δραστηριότητα επεκτείνεται και σε τομείς καθαρά εμπορικού χαρακτήρα όπως είναι η βιομηχανία αυτοκινήτων και οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις Η δραστηριοποίηση του κράτους στους παραπάνω τομείς μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτούς προκαλούν εξωτερικές επιδράσεις, αποτελούν φυσικά μονοπώλια ή δεν προσελκύουν τον ιδιωτικό τομέα, Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις στις οποίες το κράτος δραστηριοποιείται για την πραγματοποίηση κερδών με τα οποία ενισχύει τα γενικά του έσοδα. 9. Η σχέση των δημοσίων επιχειρήσεων με τη δημόσια διοίκηση Οι δημόσιες επιχειρήσεις εποπτεύονται από τη δημόσια διοίκηση και λαμβάνοντας ως κριτήριο τη σχέση τους με αυτήν διακρίνονται : α) ανάλογα με τη συμμετοχή που έχει το κράτος στις δημόσιες επιχειρήσεις και, β) ανάλογα με το βαθμό της διοικητικής εξάρτησης των δημοσίων επιχειρήσεων από τη δημόσια διοίκηση. 9.1. Διακρίσεις δημοσίων επιχειρήσεων με κριτήριο τη συμμετοχή του κράτους 20

Με κριτήριο τη συμμετοχή του κράτους στην επιχείρηση, οι δημόσιες επιχειρήσεις διακρίνονται σε : 1. Αμιγείς δημόσιες επιχειρήσεις 2. Μεικτές δημόσιες επιχειρήσεις Στις αμιγείς δημόσιες επιχειρήσεις, ο μοναδικός μέτοχος είναι το κράτος, ενώ στις μεικτές δημόσιες επιχειρήσεις συμμετέχουν τόσο δημόσιοι όσο και ιδιωτικοί φορείς. Τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των παραπάνω κατηγοριών επιχειρήσεων πηγάζουν από τη συμμετοχή ή την έλλειψη συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα σ αυτές. Ειδικότερα, οι αμιγείς δημόσιες επιχειρήσεις συγκρινόμενες με τις μεικτές παρουσιάζουν το μειονέκτημα ότι δεν απολαμβάνουν τα οφέλη από τη συμμετοχή σ αυτές του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος είναι συνήθως περισσότερο καινοτόμος, γιατί έχει τα κίνητρα, τα μέσα και τη γνώση για την ανάπτυξη και την αύξηση της αποτελεσματικότητας της επιχείρησης. Το πλεονέκτημα όμως των αμιγών δημοσίων επιχειρήσεων είναι ότι δεν κινδυνεύουν να εκτραπούν από τους βασικούς στόχους τους που αποβλέπουν στο κοινωνικό όφελος, που μπορεί να προκαλούσε η συμμετοχή σ αυτές ιδιωτικών φορέων, των οποίων οι στόχοι είναι διαφορετικοί. Στις μεικτές επιχειρήσεις ισχύει το αντίστροφο. Έχουν τα πλεονεκτήματα από τη συμμετοχή σε αυτές του ιδιωτικού τομέα ιδιαίτερα αν συμμετέχουν οι εκπρόσωποί τους ενεργά στη διοίκηση της επιχείρησης αλλά ελλοχεύει ο κίνδυνος οι επιχειρήσεις αυτές να εκτραπούν από το βασικό τους σκοπό. Γιατί, ακόμη και αν η συμμετοχή των ιδιωτών σ αυτές αποτελεί τη μειοψηφία, μπορεί η επιρροή τους στη λήψη των αποφάσεων να είναι σημαντική, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να εκτραπούν σταδιακά του αρχικού τους σκοπού. 9.2. Διακρίσεις με κριτήριο το βαθμό διοικητικής εξάρτησης 21

Με κριτήριο τη διοικητική εξάρτηση από τη δημόσια διοίκηση, οι δημόσιες επιχειρήσεις διακρίνονται σε : 1. Επιχειρήσεις πλήρως εξαρτημένες από τη δημόσιας διοίκηση 2. Επιχειρήσεις μερικώς εξαρτημένες από τη δημόσια διοίκηση 3. Επιχειρήσεις πλήρως ανεξάρτητες από τη δημόσια διοίκηση Ειδικότερα : 9.2.1. Επιχειρήσεις πλήρως εξαρτημένες από τη δημόσια διοίκηση Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν δική τους νομική υπόσταση, η οποία είναι διαφορετική από αυτή της δημόσιας διοίκησης, αλλά στην ουσία αποτελούν προέκταση αυτής. Δηλαδή, οι επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής δεν έχουν οικονομική αυτοτέλεια, αλλά ο προϋπολογισμός τους είναι ενσωματωμένος στον προϋπολογισμό των δημόσιων φορέων που τις εποπτεύουν, η διοίκησή τους ασκείται συνήθως από στελέχη της δημόσιας διοίκησης, οι υπηρεσιακές συνθήκες των υπαλλήλων (διορισμός, προαγωγές, άδειες, απόλυση κλπ) καθορίζονται από τις ίδιες διατάξεις που καθορίζουν τις αντίστοιχες υπηρεσιακές συνθήκες των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης, κ.ο.κ. Είναι προφανές, ότι οι επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής εμφανίζουν όλες τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης, όπως είναι η έλλειψη κινήτρων, η περιορισμένη ευελιξία στη λήψη αποφάσεων, η ευθυνοφοβία κλπ. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις αυτές είναι περισσότερο ευάλωτες σε πολιτικές σκοπιμότητες και κριτήρια, κάτι που δεν μπορεί να είναι σε όφελος της ανάπτυξης και αποτελεσματικότητάς τους. Το πλεονέκτημά τους όμως είναι ότι οι πιθανότητες να εκτραπούν του αρχικού τους σκοπού είναι περιορισμένες. 9.2.2. Επιχειρήσεις μερικώς εξαρτημένες από τη δημόσια διοίκηση 22

Οι επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής αποτελούν μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ των πλήρως ανεξάρτητων και των πλήρως εξαρτημένων από τη δημόσια διοίκηση επιχειρήσεων. Διαφέρουν κατ αρχάς από τις πλήρως εξαρτημένες επιχειρήσεις, γιατί διέπονται από τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου ενώ, όπως προαναφέρθηκε, οι πλήρως εξαρτημένες επιχειρήσεις διέπονται από τις διατάξεις του δημοσίου δικαίου. Όσον αφορά τη λήψη των αποφάσεων, οι αποφάσεις που αφορούν διοικητικά θέματα ή λειτουργικά θέματα καθημερινότητας λαμβάνονται από τη διοίκηση των επιχειρήσεων, ενώ αυτές που αφορούν βασικούς στόχους πολιτικής λαμβάνονται από τη δημόσια διοίκηση. Για παράδειγμα, οι αποφάσεις για προαγωγές υπαλλήλων, προμήθειες υλικών ή εξοπλισμού κλπ μπορεί να λαμβάνονται από τη διοίκηση των επιχειρήσεων, ενώ η τιμολογιακή τους πολιτική και οι επενδύσεις αποφασίζονται από τη δημόσια διοίκηση. Σε κάθε περίπτωση, το τι ακριβώς εμπίπτει στις αρμοδιότητες της διοίκησης των επιχειρήσεων και τι χρήζει έγκρισης του δημόσιου φορέα που τις εποπτεύει, προσδιορίζεται στον ιδρυτικό τους νόμο. Συνάγεται ότι με τον τρόπο αυτό μπορούν να αποφευχθούν αρκετά από τα μειονεκτήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω για τις πλήρως εξαρτημένες από τη δημόσια διοίκηση επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, με τη ελευθερία που παρέχεται στη διοίκηση των επιχειρήσεων της κατηγορίας αυτής να λαμβάνουν αποφάσεις για διοικητικά και τρέχοντα γενικά ζητήματα μπορεί οι αποφάσεις αυτές να λαμβάνονται γρήγορα, περιορίζονται οι γραφειοκρατικές διαδικασίες που χαρακτηρίζουν τη δημόσια διοίκηση, η εξέλιξη του προσωπικού μπορεί να είναι αξιοκρατική κλπ. Παράλληλα, διατηρώντας η δημόσια διοίκηση το δικαίωμα λήψης αποφάσεων για θέματα στρατηγικής σημασίας, διασφαλίζεται ότι οι επιχειρήσεις δεν θα αποκλίνουν του αρχικού τους σκοπού. Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι στην πράξη τα πράγματα δεν λειτουργούν τόσο αρμονικά. Πολύ συχνά η δημόσια διοίκηση παρεμβαίνει ακόμη και σε τρέχοντα ζητήματα, με συνέπεια τα πλεονεκτήματα αυτής της οργανωτικής μορφής να εξασθενίζουν ή να εξαφανίζονται. 23

9.2.3. Επιχειρήσεις πλήρως ανεξάρτητες από τη δημόσια διοίκηση Οι επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής έχουν συνήθως τη νομική μορφή της ανώνυμης εταιρείας (ΑΕ), είναι από διοικητικής πλευράς πλήρως ανεξάρτητες από τη δημόσια διοίκηση και ως ΑΕ διέπονται πλήρως από τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν υπόκεινται σε κανενός είδους έλεγχο. Εφόσον πρόκειται για δημόσιες επιχειρήσεις η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο διατηρούν το δικαίωμα ελέγχου των δραστηριοτήτων τους και της διασφάλισης του κοινωνικού συμφέροντος. Οι επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής, αν αφεθούν να λειτουργήσουν ελεύθερες, χωρίς επηρεασμούς και επιδράσεις από την πολιτική εξουσία και τη δημόσια διοίκηση, εμφανίζουν στη λειτουργία τους τα πλεονεκτήματα των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Όσον αφορά τη διασφάλιση του κοινωνικού συμφέροντος, εξαρτάται από τον ασκούμενο σε αυτές πολιτικό έλεγχο. 10. Η τιμολογιακή πολιτική των δημοσίων επιχειρήσεων Η τιμολογιακή πολιτική των δημοσίων επιχειρήσεις διαφέρει από αυτή των ιδιωτικών επιχειρήσεων γιατί οι δύο αυτές κατηγορίες επιχειρήσεων έχουν κατά κανόνα διαφορετικούς στόχους. Συγκεκριμένα, ενώ οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν συνήθως ως στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών, καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της τιμολογιακής πολιτικής των δημοσίων επιχειρήσεων είναι ο στόχος που έθεσε το κράτος για την ίδρυσή τους, για την επίτευξη του οποίου και επέλεξε να χρησιμοποιήσει αυτό το θεσμό. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη ότι όσο αυξάνεται η ποσότητα ενός προϊόντος, μειώνονται οι τιμές, ο στόχος των ιδιωτικών επιχειρήσεων για μεγιστοποίηση των κερδών τους επιτυγχάνεται όταν το ποσό που εισπράττουν από 24

την πώληση της τελευταίας μονάδας παραγωγής των προϊόντων τους (οριακό έσοδο) ισούται με το κόστος παραγωγής της μονάδας αυτής (οριακό κόστος). Γιατί, αν τα έσοδα από τη διάθεση της τελευταίας αυτής μονάδας παραγωγής είναι περισσότερα από το κόστος της, η επιχείρηση θα έχει περιθώρια περαιτέρω αύξησης των κερδών της με την παραγωγή επιπλέον μονάδων προϊόντος. Αντίθετα, αν τα έσοδα από τη διάθεση της τελευταίας αυτής μονάδας παραγωγής είναι μικρότερα από το κόστος παραγωγής της, η επιχείρηση θα έχει από την πώληση της μονάδας αυτής ζημία, την οποία θα μπορούσε να αποφύγει με μείωση της παραγωγής της. Κατά συνέπεια, η μεγιστοποίηση των κερδών σε μια ιδιωτική επιχείρηση επιτυγχάνεται στο επίπεδο παραγωγής στο οποίο εξισώνεται το οριακό έσοδο με το οριακό κόστος. Η κατάσταση ωστόσο στις δημόσιες επιχειρήσεις είναι διαφορετική, γιατί οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν αποβλέπουν στη μεγιστοποίηση των κερδών, γεγονός που επηρεάζει την τιμολογιακή τους πολιτικής. 10.1. Επιχειρήσεις που επιδιώκουν την άριστη κατανομή των πόρων Βασικός στόχος των δημοσίων επιχειρήσεων είναι η επίτευξη άριστης κατανομής των πόρων, δηλαδή η παραγωγή της ποσότητας που επιθυμεί το κοινωνικό σύνολο, το κόστος της οποίας είναι πρόθυμο να καλύψει. Είναι χρήσιμο κατά συνέπεια να εξετασθεί η τιμολογιακή πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουν οι δημόσιες επιχειρήσεις που επιδιώκουν την επίτευξη του στόχου αυτού. Οι δημόσιες επιχειρήσεις που επιδιώκουν άριστη κατανομή των πόρων πρέπει να επιβάλλουν τιμή στα προϊόντα τους ίση με το οριακό κόστος (P=MC). Αυτό γίνεται άμεσα κατανοητό αν ληφθεί υπόψη αφενός ότι η τιμή αντανακλά την αξιολόγηση (όφελος) των καταναλωτών για το προϊόν που παράγει η επιχείρηση ή αλλιώς το μέγιστο ποσό που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι καταναλωτές για να αποκτήσουν μια μονάδα του προϊόντος, και αφετέρου ότι το οριακό κόστος δείχνει το κόστος παραγωγής της τελευταίας μονάδας του συγκεκριμένου αγαθού. Έπεται ότι η μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας επιτυγχάνεται όταν το όφελος που 25

αποκομίζεται από την τελευταία μονάδα κατανάλωσης ενός προϊόντος ισούται με το κόστος του, ή αλλιώς, όταν παράγεται η ποσότητα στην οποία εξισώνεται το οριακό κόστος με το οριακό όφελος. Γιατί, αν η ποσότητα ενός προϊόντος που παράγεται/καταναλώνεται είναι μικρότερη από το επίπεδο αυτό, το όφελος από την παραγωγή/κατανάλωση μιας επιπλέον μονάδας θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος του, που σημαίνει ότι η ποσότητα πρέπει να αυξηθεί. Αντίθετα, αν η ποσότητα παραγωγής/κατανάλωσης είναι μεγαλύτερη από το επίπεδο αυτό, το οριακό κόστος είναι μεγαλύτερο από το οριακό όφελος, που σημαίνει ότι η ποσότητα του προϊόντος είναι μεγαλύτερη από το άριστο επίπεδο και πρέπει να μειωθεί. Το κριτήριο αυτό δεν ισχύει για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, γιατί οι επιχειρήσεις αυτές έχουν ως βασικό στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών, η οποία επιτυγχάνεται στο επίπεδο παραγωγής στο οποίο εξισώνεται το οριακό έσοδο με το οριακό κόστος (MR=MC). Γιατί, όταν το επίπεδο παραγωγής είναι τέτοιο που το οριακό έσοδο μίας ιδιωτικής επιχείρησης είναι μεγαλύτερο από το οριακό της κόστος, η επιχείρηση αυτή μπορεί να αυξήσει τα κέρδη της αυξάνοντας την παραγωγής της. Αντίθετα, αν το οριακό της κόστος είναι μεγαλύτερο από το οριακό της έσοδο, η επιχείρηση μπορεί να αυξήσει τα κέρδη της μειώνοντας την παραγωγή της. Έτσι, η μεγιστοποίηση των κερδών των ιδιωτικών επιχειρήσεων επιτυγχάνεται στο επίπεδο παραγωγής στο οποίο MR=MC. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η τιμολογιακή πολιτική των δημοσίων επιχειρήσεων που επιδιώκουν αριστοποίηση της κατανομής των πόρων, δηλαδή μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας, διαφέρει από την τιμολογιακή πολιτική των ιδιωτικών επιχειρήσεων που έχουν ως στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών. Διαφορές υπάρχουν επίσης στην τιμολογιακή πολιτική των δημοσίων επιχειρήσεων που έχουν ως στόχο την άριστη κατανομή των πόρων, αλλά λειτουργούν σε διαφορετικές μορφές αγοράς. 10.1.1. Επιχειρήσεις που λειτουργούν ως μονοπώλια και έχουν φθίνον κόστος 26

Όπως προαναφέρθηκε, οι περισσότερες από τις δημόσιες επιχειρήσεις που επιδιώκουν αριστοποίηση της κατανομής των πόρων αποτελούν φυσικά μονοπώλια, δηλαδή ιδρύονται σε τομείς στους οποίους το κόστος είναι φθίνον. Θα ήταν κατά συνέπεια σκόπιμο να αρχίσει η ανάλυση της τιμολογιακής πολιτικής των δημοσίων επιχειρήσεων από την περίπτωση αυτή. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εφόσον μια δημόσια επιχείρηση επιδιώκει την άριστη κατανομή των πόρων, πρέπει η τιμή που επιβάλλει στα προϊόντα της να είναι ίση με το οριακό της κόστος. Μια τέτοια όμως τιμολογιακή πολιτική οδηγεί αναπόφευκτα σε ζημίες, γιατί όταν το κόστος είναι φθίνον, το οριακό κόστος είναι νομοτελειακά χαμηλότερο από το μέσο κόστος και επειδή, με βάση τα προαναφερθέντα, η τιμή που θα επιβάλλει η επιχείρηση αυτή στα προϊόντα της πρέπει να είναι ίση με το οριακό κόστος, η επιχείρηση θα λειτουργεί με ζημίες. Η περίπτωση αυτή απεικονίζεται στο Διάγραμμα 1. τιμή D MC AC Co Po O Qo B A D ποσότητα Διάγραμμα 1. Η ισορροπία μίας μονοπωλιακής δημόσιας επιχείρησης που έχει φθίνον κόστος και επιδιώκει άριστη κατανομή των πόρων 27

Στο διάγραμμα αυτό, η καμπύλη AC παριστάνει την καμπύλη μέσου κόστους της δημόσιας επιχείρησης, η καμπύλη MC την καμπύλη οριακού κόστους και η καμπύλη DD την καμπύλη ζήτησης του προϊόντος από τους καταναλωτές. Το σημείο ισορροπίας είναι το σημείο Α, στο οποίο τέμνεται η καμπύλη ζήτησης του προϊόντος με την καμπύλη οριακού κόστους. Στο σημείο αυτό η τιμή που επιβάλλει η επιχείρηση είναι Ρ 0 και η ποσότητα ισορροπίας Q 0. Στο σημείο όμως αυτό, όπου τέμνονται οι καμπύλες ζήτησης και οριακού κόστους, οι επιχειρήσεις που λειτουργούν σε συνθήκες φθίνοντος κόστους, τις οποίες εξετάζουμε εδώ, η καμπύλη του οριακού κόστους βρίσκεται κάτω από την καμπύλη του μέσου κόστους και άρα υπάρχει ζημία. Πράγματι, όπως προκύπτει από το διάγραμμα, το μέσο κόστος παραγωγής της ποσότητας Q 0 είναι ΟC 0, δηλαδή μεγαλύτερο από την επιβαλλόμενη τιμή, με συνέπεια η επιχείρηση για κάθε μονάδα προϊόντος να έχει ζημία P 0 C 0. Δηλαδή, για το σύνολο του παραγομένου προϊόντος Q 0, πραγματοποιεί ζημίες ίσες με P 0 ABC 0. Η παραπάνω ανάλυση υποθέτει ότι η ζήτηση που αντιμετωπίζει μια δημόσια επιχείρηση είναι σταθερή. Αρκετά συχνά όμως, οι δημόσιες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν το φαινόμενο η ζήτηση των προϊόντων τους να διαφέρει ανάλογα με την εποχή του έτους ή την ώρα της ημέρας. Ως παράδειγμα μπορούν μα αναφερθούν οι επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεπικοινωνιών, οι οποίες αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερη ζήτηση την ημέρα από ότι τη νύχτα. Άλλες πάλι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν διαφορετική ζήτηση σε κάποιες εποχές του έτους από ότι σε κάποιες άλλες (π.χ. ορισμένες υπηρεσίες συγκοινωνιών). Οι επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής, προκειμένου να εξισώνουν την τιμή με το οριακό κόστος παραγωγής θα πρέπει να επιβάλλουν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους διαφορετικές τιμές. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να επιβάλλουν υψηλότερη τιμή, όταν η ζήτηση είναι μεγάλη, και μικρότερη τιμή, όταν η ζήτηση είναι μικρή. 28

Τιμή D MC D P P D D O Q Q ποσότητα ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2. Η ισορροπία μια μονοπωλιακής δημόσιας επιχείρησης που αντιμετωπίζει διαφορετικές συνθήκες ζήτησης σε διαφορετικές χρονικές περιόδους Η περίπτωση αυτή απεικονίζεται στο Διάγραμμα 2. Στο διάγραμμα αυτό απεικονίζεται η περίπτωση μιας δημόσιας επιχείρησης η οποία αντιμετωπίζει μια περίοδο υψηλής ζήτησης η οποία παριστάνεται από την καμπύλη D D και μια περίοδο χαμηλής ζήτησης η οποία παριστάνεται από την καμπύλη DD. Για την επίτευξη άριστης κατανομής των πόρων και προκειμένου η τιμή να είναι ίση με το οριακό κόστος παραγωγής, η επιχείρηση αυτή θα πρέπει να επιβάλλει δύο τιμές. Μια τιμή Ρ, όταν η ζήτηση είναι μεγάλη, και μια τιμή Ρ, όταν η ζήτηση είναι μικρή. 10.1.2. Επιχειρήσεις που λειτουργούν ως μονοπώλια και έχουν σταθερό κόστος Η περίπτωση μιας μονοπωλιακής επιχείρησης που έχει σταθερό κόστος απεικονίζεται στο Διάγραμμα 3. Εφόσον η επιχείρηση αυτή έχει σταθερό οριακό κόστος παραγωγής, το μέσο κόστος της θα είναι ίσο με το οριακό της κόστος, τα οποία παριστά η ευθεία MC=AC. 29