Τι κινητοποιεί τους μαθητές για να μάθουν Χημεία;

Σχετικά έγγραφα
Διερεύνηση κινήτρων μάθησης Χημείας και Φυσικής μεταξύ φοιτητών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης

Διδάσκοντας Φυσικές Επιστήμες

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Κίνητρα των µαθητών για να µάθετε Χηµεία: Η Ελληνική Περίπτωση

F. Cano and A.B.G. Berben, Departement of Educational Psycology, University of Granada, Granada, Spain

Μελέτη των Στάσεων Των Μαθητών Γυμνασίου στη Φυσική με τις ΤΠΕ

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ TIMSS

Επιστημολογικές πεποιθήσεις για τα μαθηματικά και επίδοση σε αριθμητικά έργα με το μηδέν

Μιχαηλίδου Μαρία Πανεπιστήμιο Κύπρου. Κωνσταντίνου Κωνσταντίνος Π.

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΚΑΙ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Η ΧΡΗΣΗ «ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ» ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΩΝ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΑΠΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ ΠΕ04 ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Μονοπαραγοντική Ανάλυση Διακύμανσης Ανεξάρτητων Δειγμάτων

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Ελλήνων Δασκάλων και Επιστημονικών Εμπειρογνωμόνων «Αντιλήψεις Κίνητρο του μαθητή να μάθει Χημείας

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

LMNQ. A Structural Analysis of Learning Motivation and Negative Learning Motivation Questionnaire (LMNQ) and a Trial of Standardization

ΜΙΓΜΑ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Παράγοντες που επηρεάζουν την εκµάθηση των µαθηµατικών από τους µαθητές του Λυκείου

Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Π.Μ.Σ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Περίγραμμα Εισηγήσεων

Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Χρήση Υπολογιστή στο Σπίτι από Έφηβους Μαθητές και Μαθήτριες

þÿ ¼ ¼± Ä Â ÆÅùº  ÃÄ ½

Αθανάσιος Φ. Κατσούλης

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΠΙ ΟΣΗΣ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΥΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΕΝΟΣ ΑΕΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ

περιλαμβάνει αντιδιαισθητικές έννοιες

Εκπαιδευτική Έρευνα: Μέθοδοι Συλλογής και Ανάλυσης εδομένων Έλεγχοι Υποθέσεων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

Κλίµα παρακίνησης στο µάθηµα της Φ.Α. και υγιεινές συµπεριφορές

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας στη ΜΕ

Η επίδραση του προσανατολισμού στόχων επίτευξης στην αυτο-ρύθμιση της μάθησης κινητικής δεξιότητας στη φυσική αγωγή.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Ποσοτικές ερευνητικές προσεγγίσεις

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Σχέση αυτεπάρκειας και πληροφοριακής συµπεριφοράς των χρηστών της βιβλιοθήκης του ΤΕΙ ΑΘΗΝΑΣ

ΔΙΣΚΟΚΗΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΛΑΤΦΟΡΜΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

12/11/16. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 1/2. Τι είναι «ερευνητικό πρόβλημα» 2/2

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

648 Πρακτικά Συνεδρίου - ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Πανεπιστήμιο Πατρών Π.Τ.Δ.Ε. - Κέντρο Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Θέμα εργασίας : «Η επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών» Μπούτσκου Λεμονιά

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

Δρ Μαριλένα Παντζιαρά Λειτουργός Παιδαγωγικού Ινστιτούτου/Αναλυτικά Προγράμματα Μαθηματικών

The purpose of this study is to investigate the attitudes of adolescents toward internet

Τάσεις στις επιλογές των μαθητών στα πλαίσια των συνθετικών εργασιών τους. Εκτίμηση του παράγοντα "Νέες τεχνολογίες"

( 2) 4, 4.1, 4.1.1,

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (# 252) 5 η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Παραδοτέο Π.1 (Π.1.1) Εκθέσεις για προµήθεια εκπαιδευτικού υλικού

(Δεκέμβριος 2015) 1. Ταυτότητα της έρευνας

ΑΕΙ Πειραιά ΤΤ. Statistics ΤΜΗΜΑ. Valid 9743 N Missing 0. Mean 4,45. Median 4,00. Std. Deviation 2,593. Variance 6,722

Προσανατολισμός των Millennials απέναντι στην καριέρα σε περίοδο οικονομικής κρίσης

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ

ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΟΙΤΗΣΗ ΤΟΥΣ. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Διδασκαλία και μάθηση στο πολυπολιτισμικό σχολείο: δημιουργώντας κίνητρα μάθησης

«Σχεδίαση, ανάπτυξη και στατιστική επεξεργασία ερωτηματολογίων. Εφαρμογές στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας στην Εκπαίδευση»

Μάθημα 5 ο. Κοινωνικο-γνωστικές Προσεγγίσεις για τη Μάθηση: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση. Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D.

Αξιολόγηση Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο Πρώτο Έτος Αξιολόγησης (Ιούλιος 2009)

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΥΠΡΟΥ

Εκµάθηση προµαθηµατικών εννοιών για ΑµεΑ στο φάσµα του Αυτισµού µε το λογισµικό LT125-ThinkingMind

þÿ ÀÌ Ä º± µä À ¹ ¼ ½

ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ: ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΩΝ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΟΣ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 2000 ΩΣ ΤΟ 2013.

ΕΡΕΥΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΑΓΓΛΙΚΑ Ι. Ενότητα 7α: Impact of the Internet on Economic Education. Ζωή Κανταρίδου Τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής

Εκπαιδευτική Ψυχολογία

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

Εννοιολογική χαρτογράφηση. Τ. Α. Μικρόπουλος

Παιδαγωγικές Εφαρμογές Η/Υ (Θεωρία) 21/03/2017. Διδάσκουσα: Αδαμαντία Κ. Σπανακά

Αιτιώδεις σχέσεις αντίληψης σχολικής ικανότητας με σχολική επίδοση και προετοιμασία για το σχολείο

Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η

Αποτελέσματα Έργου EUfolio

Αλληλεπιδράσεις των ΤΠΕ, της εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας και των Θεωριών Οικοδόμησης της Γνώσης: Μια μελέτη περίπτωσης

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Αλγοριθµική και νοηµατική µάθηση της χηµείας: η περίπτωση των πανελλαδικών εξετάσεων γενικής παιδείας 1999

Διδακτική των Φυσικών Επιστημών Ενότητα 2: Βασικό Εννοιολογικό Πλαίσιο

Α ΜΕΡΟΣ 1.ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Η αυθεντική ηγεσία και ο ρόλος της στις αλλαγές. Ονοματεπώνυμο: Μουμτζής Ευάγγελος- Δημήτριος Σειρά: 9 Επιβλέπων Καθηγητής: Ολίβια Κυριακίδου

«Η Γενιά Χ και οι στάσεις της απέναντι στην αξιολόγηση της εργασίας»

Διερεύνηση της πρόθεσης των μαθητών του 1 ου ΕΠΑ.Λ Φλώρινας για συμμετοχή σε δράσεις και προγράμματα ΠΕ για την προστασία του περιβάλλοντος

Kορίτσια - Εκπαίδευση

Κεφάλαιο 14. Ανάλυση ιακύµανσης Μονής Κατεύθυνσης. Ανάλυση ιακύµανσης Μονής Κατεύθυνσης

Ο Θεσμός του Μέντορα στην Ελληνική Εκπαίδευση: Διερεύνηση των απόψεων και στάσεων των Εκπαιδευτικών Λυκείου του Ν. Χανίων.

Οι εννοιολογικοί χάρτες και οι εφαρμογές τους στη διδασκαλία με τη βοήθεια της τεχνολογίας

ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΑΣ. January 1. Ανάλυση έτους 2012

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΠΟΥ ΕΠΙ ΡΟΥΝ ΣΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

Καρτσιώτου Θωμαϊς M.Sc. Δασκάλα Δ.Σ. Παληού Καβάλας Περίληψη

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ. Επιστημονικός Υπεύθυνος Έρευνας : Καθηγητής Επαμεινώνδας Πανάς


ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΨΕΥΔΟΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΤΥΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Αξιολόγηση του Μουσικού Σχολείου (Οκτώβριος 2015)

Εμπειρική διερεύνηση των στάσεων των καταναλωτών απέναντι στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

Μάθημα 5 ο. Κοινωνικο-γνωστικές Προσεγγίσεις για τη Μάθηση: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση. Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D.

Transcript:

Τι κινητοποιεί τους μαθητές για να μάθουν Χημεία; Σάλτα Κατερίνα 1, Κουλουγλιώτης Διονύσης 2 1 2 ο Πρότυπο Πειραματικό Γενικό Λύκειο Αθηνών, ksalta@chem.uoa.gr 2 Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ιονίων Νήσων, Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος Τ.Ε., dkoul@teiion.gr Περίληψη Τα κίνητρα των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για να μάθουν Χημεία διερευνήθηκαν με το Ερωτηματολόγιο Κινήτρων Χημείας, μια προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα και στη Χημεία του Science Motivation Questionnaire II. Το δείγμα αποτέλεσαν 330 μαθητές (163 αγόρια 167 κορίτσια), από τα οποία 146 φοιτούσαν στο Γυμνάσιο και 184 στο Λύκειο. Η επιβεβαιωτική ανάλυση παραγόντων μας παρείχε ενδείξεις για την εγκυρότητα του ερωτηματολογίου, καθώς επίσης και για τη δυνατότητα για ουσιαστικές συγκρίσεις μεταξύ των ομάδων. Τα κίνητρα βαθμών, σταδιοδρομίας, τα εσωτερικά κίνητρα, η αυτοαποτελεσματικότητα, και o αυτοπροσδιορισμός επιβεβαιώθηκαν ως χαρακτηριστικά των κινήτρων των μαθητών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα κορίτσια είχαν υψηλότερο αυτοπροσδιορισμό από τα αγόρια, ανεξάρτητα ηλικιακής ομάδας. Επιπλέον, οι μαθήτριες Γυμνασίου είχαν περισσότερα κίνητρα σταδιοδρομίας και εσωτερικά κίνητρα από τα αγόρια της ίδιας ηλικιακής ομάδας. Τέλος, το σύνολο των μαθητών Γυμνασίου υπερείχαν στα κίνητρα βαθμών από τους μαθητές Λυκείου. Abstract Τhe Chemistry Motivation Questionnaire II, an adaptation of the Science Motivation Questionnaire II to the Greek language and to Chemistry, was used in order to investigate secondary school students motivation to learn chemistry,. The sample consisted of 330 secondary school students (163 boys 167 girls), of which 146 were in lower secondary school while 184 were in upper secondary school. Confirmatory factor analyses provided evidence for the validity of the questionnaire, as well as for engaging in meaningful comparisons between groups. Grade and career motivation, intrinsic motivation, self-efficacy, and selfdetermination were confirmed as components of students motivation. The results showed that girls had higher self-determination relative to the boys irrespective of age group. In addition, girls in lower secondary school performed higher both in career and intrinsic motivation relative to the boys of the same age group. Moreover, lower secondary school students had higher grade motivation relative to upper secondary school students. Εισαγωγή Τα κίνητρα μάθησης αποτελούν μια σύνθετη πολυδιάστατη δομή που αλληλεπιδρά με τη γνωστική λειτουργία και επηρεάζει τη μάθηση. Στην εκπαιδευτική έρευνα, τα κίνητρα για μάθηση θεωρούνται ως ''μια εσωτερική κατάσταση που προκαλεί, κατευθύνει και συντηρεί τη συμπεριφορά των μαθητών'' (Koballa and Glynn 2007, p. 85). Οι ερευνητές της Διδακτικής 172

των Φυσικών Επιστημών υιοθετούν διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις κατά τη μελέτη των κινήτρων μάθησης (Koballa & Glynn 2007), πρακτική που έχει οδηγήσει και στην ανάπτυξη μιας εκτεταμένης ορολογίας (Murphy and Alexander 2000). Η προσέγγιση της θεωρίας των στόχων επίδοσης σχετίζεται με επιθυμητές καταστάσεις που ορίζει ο μαθητής για τον εαυτό του και για την επίτευξη των οποίων είναι πρόθυμος να καταβάλλει προσπάθεια. Μια άλλη, η θεωρία του αυτοπροσδιορισμού, θεωρεί ότι η κατανόηση των ανθρώπινων κινήτρων απαιτεί τη μελέτη έμφυτων ψυχολογικών αναγκών για επάρκεια, αυτονομία και συγγένεια. Ένα συνδυασμό προσεγγίσεων ενσωματώνει η κοινωνικογνωστική θεωρία, η οποία δίνει έμφαση στις αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατομικών, συμπεριφορικών και κοινωνικών παραγόντων (Bandura 2001, Pintrich 2003). Στο πλαίσιο της κοινωνικής γνωστικής θεωρία, ο Pintrich και οι συνεργάτες του (1993) πρότειναν ένα μοντέλο εννοιολογικής αλλαγής για την περιγραφή της μάθησης κατά το οποίο οι γνωστικές δομές και αυτές των κινήτρων αλληλοεπηρεάζονται μεταξύ τους και την ίδια στιγμή επηρεάζονται και από το κοινωνικό πλαίσιο. Με τη σειρά τους, οι δύο δομές (γνωστικές και κίνητρα) θεωρείται ότι επηρεάζουν τη μάθηση και, ως εκ τούτου, τις επιδόσεις των μαθητών (Pintrich, 2000). Μια δομή κινήτρων γενικά αντιστοιχεί σε μια λανθάνουσα μεταβλητή η οποία θεωρείται ως μια επεξηγηματική μεταβλητή που δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμη (Kline 2011) και επομένως μπορεί να εκτιμηθεί μόνο έμμεσα. Αυτό επιτυγχάνεται πειραματικά με τη χρήση ορισμένων ερωτήσεων που δείχνουν το πώς αυτή η συγκεκριμένη δομή γίνεται αντιληπτή από τους ερωτώμενους. Ο προσδιορισμός των αντιλήψεων των μαθητών είναι σημαντικός, δεδομένου ότι οι αντιλήψεις τους επηρεάζουν τις ενέργειές τους (Scott et al 2007). Πρόσφατα, έχουν αναπτυχθεί αρκετά εργαλεία μέτρησης των κινήτρων των μαθητών να μάθουν Φυσικές Επιστήμες. Από τη σκοπιά της κοινωνικογνωστικής θεωρίας, ο Glynn και οι συνεργάτες του (2011), έχουν αναπτύξει και αξιολογήσει το Science Motivation Questionnaire II (SMQ II). Σειρά ερευνών έχει δώσει ενδείξεις ότι αυτό αποτελεί αξιόπιστο και έγκυρο εργαλείο για την αποτίμηση των παρακάτω πέντε συνιστωσών των κινήτρων φοιτητών κολλεγίου να μάθουν Φυσικές Επιστήμες στις ΗΠΑ (Glynn et al. 2011): εσωτερικά κίνητρα (intrinsic motivation), αυτοπροσδιορισμός (self-determination), αυτοαποτελεσματικότητα (self-efficacy), κίνητρα σταδιοδρομίας (career motivation) και κίνητρα βαθμών (grade motivation). Τα εσωτερικά κίνητρα αναφέρονται στην εγγενή ικανοποίηση που αισθάνεται ο κάθε μαθητής από τη μάθηση των Φυσικών Επιστημών, ενώ τα κίνητρα σταδιοδρομίας και βαθμών αποτελούν εξωτερικά κίνητρα, δηλαδή σχετίζονται με τη μάθηση των Φυσικών Επιστημών ως μέσο για έναν συγκεκριμένο σκοπό (Mazlo et al. 2002, Eccles et al. 2006). Ο αυτοπροσδιορισμός αναφέρεται στο πως πιστεύουν οι μαθητές ότι ελέγχουν τη μάθησή τους (Black and Deci 2000), ενώ η αυτοαποτελεσματικότητα αναφέρεται στις πεποιθήσεις των μαθητών σχετικά με τις επιδόσεις τους στα μαθήματα των Φυσικών Επιστημών (Lawson et al. 2007). Όσον αφορά την έρευνα σχετικά με τα κίνητρα στην εκπαίδευση, οι περισσότερες μελέτες αφορούν στα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες. Επιπλέον, η πλειονότητα αυτών των μελετών έχουν γίνει με φοιτητές. Ως εκ τούτου, τόσο από ακαδημαϊκή όσο και από πρακτική άποψη (π.χ. για χρήση στην εκπαιδευτική διαδικασία και στη λήψη αποφάσεων), είναι σημαντικό να διερευνηθούν τα κίνητρα των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να μάθουν διάφορα αντικείμενα Φυσικών Επιστημών, όπως τη Χημεία. Λαμβάνοντας υπόψη, επίσης, την ανάγκη για έγκυρες μετρήσεις που επιτρέπουν διαπολιτισμικές συγκρίσεις, ο σκοπός της έρευνας που παρουσιάζεται στην παρούσα εργασία ήταν να ελεγχθεί η εγκυρότητα της ελληνικής και σχετικής με τη Χημεία έκδοσης του SMQ II, του Ερωτηματολόγιο Κινήτρων Χημείας (ΕΚΧ), και κατόπιν να διερευνηθούν τα κίνητρα των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. 173

Η ταυτότητα της έρευνας Το ΕΚΧ αποτελείται από 25 ερωτήσεις πεντάβαθμης κλίμακας Likert οι οποίες αποτελούν μετάφραση του SMQ II από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα. Η ομάδα των μεταφραστών προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ γλωσσικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, έτσι ώστε η μετάφραση και προσαρμογή των ερωτήσεων να τις καθιστά κατάλληλες για τους Έλληνες μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Salta & Koulougliotis 2015). Η έρευνα διεξήχθη σε 4 σχολεία της Αττικής. Συμμετείχαν εθελοντικά 330 μαθητές (163 αγόρια και 167 κορίτσια) Γυμνασίου (n=146) και Λυκείου (n=184). Για τη στατιστική ανάλυση επιλέχθηκε η Επιβεβαιωτική Ανάλυση Παραγόντων (ΕΑΠ), δεδομένου ότι η παρούσα μελέτη στοχεύει να ελέγξει την προτεινόμενη από τον Glynn και τους συνεργάτες του (Glynn et al. 2011) δομή κινήτρων των μαθητών για να μάθουν χημεία. Σε αντίθεση με την Διερευνητική Ανάλυση Παραγόντων (ΔΑΠ), που είναι κατάλληλη για την ανάπτυξη ενός ερωτηματολογίου, η ΕΑΠ προτιμάται όταν υπάρχει ισχυρή υπόθεση σχετικά με τον αριθμό των παρατηρούμενων μεταβλητών σε ένα μοντέλο μέτρησης (Usher & Pajares 2009). Επιπλέον, η ΕΑΠ μας παρέχει έναν αυστηρό έλεγχο ισοδυναμίας μεταξύ των ομάδων (αγόρια-κορίτσια, μαθητές Γυμνασίου Λυκείου) του δείγματος. Αποτελέσματα και σχόλια Οι τιμές τεσσάρων δεικτών καταλληλότητας: το πηλίκο χ 2 προς το πλήθος των βαθμών ελευθερίας (χ 2 /df), ο Comparative Fit Index (CFI), ο Root Mean Square Error of Approximation (RMSEA), και τέλος ο Standardized Root Mean Square Residual (SRMR) σε διαδοχικές ΕΑΠ πολλαπλών ομάδων (Πίνακας 1) δείχνουν ότι το προτεινόμενο μοντέλο των πέντε συνιστωσών ταιριάζει ικανοποιητικά με τα δεδομένα μας, αποδεικνύοντας έτσι την εγκυρότητα και αξιοπιστία του ερωτηματολογίου. Οι τιμές του πηλίκου χ 2 /df υποδεικνύουν μια καλή προσαρμογή του υποθετικού μας μοντέλου στα δεδομένα μας, δεδομένου ότι εμπίπτει εντός του συνιστώμενου εύρους 1,0-3,0 (Glynn et al. 2011). Για τον δεύτερο δείκτη (CFI) τιμές μεγαλύτερες του 0,90, όπως συμβαίνει σε δύο ομάδες μας (μαθητές Λυκείου σύνολο μαθητών), μας διασφαλίζουν ότι το μοντέλο μας είναι αποδεκτό για τις αντίστοιχες ομάδες (Hu & Bentler 1999). Ο δείκτης RMSEA συνδέεται με τα διαστήματα εμπιστοσύνης, και οι τιμές του σε όλες τις περιπτώσεις είναι εντός του εύρους 0,05-0,07 για διάστημα εμπιστοσύνης 90%, που σημαίνει ότι είμαστε κατά 90% βέβαιοι ότι η πραγματική τιμή RMSEA στον πληθυσμό θα είναι μέσα στα όρια 0,05-0,07, που αντιπροσωπεύει έναν καλό βαθμό ακρίβειας (Byrne, 2010). Οι τιμές του δείκτη SRMR είναι 0,06 για το σύνολο του δείγματος και 0,07 για τις μικρότερες ομάδες και θεωρούνται αποδεκτές (Hu & Bentler 1999) δείχνοντας ότι το μοντέλο εξηγεί συσχετίσεις ενός μέσου σφάλματος (διαφορά μεταξύ παρατηρούμενης και προβλεπόμενης συσχέτισης) 0,06 και 0,07 αντίστοιχα (Byrne, 2010). Πίνακας 1: Δείκτες στατιστικής καταλληλότητας για το Ερωτηματολόγιο Κινήτρων Χημείας και για την κάθε ομάδα μαθητών Ομάδες χ 2 /df CFI RMSEA SRMR 1,89 0,86 0,07 0,07 1,68 0,90 0,06 0,07 Μαθητές Γυμνασίου 1,72 0,84 0,07 0,07 Μαθητές Λυκείου 1,79 0,91 0,07 0,07 174

μαθητών 2,15 0,91 0,06 0,06 Όρια τιμών δεικτών για καλή προσαρμογή μοντέλου-δεδομένων 1,0 3,0 >0,90 0,05-0,07 <0,08 Παρά το γεγονός ότι οι τιμές του δείκτη CFI σε κάποιες περιπτώσεις είναι ελαφρώς χαμηλότερες από το κατώτατο όριο, γενικά το μοντέλο μπορεί να θεωρηθεί ως ''αποδεκτό'' με βάση το σύνολο των δεικτών καταλληλότητας. Συνολικά, από τους δείκτες αξιολόγησης έχουμε ισχυρές ενδείξεις ότι: (α) οι συμμετέχοντες που ανήκουν σε διαφορετικές ομάδες αντιλαμβάνονται τη δομή των κινήτρων με τον ίδιο τρόπο, (β) οι διαφορετικές ομάδες αποκρίνονται στις ερωτήσεις με τον ίδιο τρόπο, (γ) τα άτομα που έχουν το ίδιο επίπεδο σε ένα λανθάνων χαρακτηριστικό των κινήτρων θα έχουν και την ίδια επίδοση στην παρατηρούμενη μεταβλητή ανεξάρτητα από την ομάδα που ανήκουν. Επομένως, μπορούν να γίνουν αξιόπιστες συγκρίσεις μεταξύ των διαφόρων ομάδων. Το ΕΚΧ αποτελείται από πέντε υποκλίμακες με πέντε ερωτήματα η κάθε μία. Κάθε υποκλίμακα μετρά αντίστοιχα μία από τις πέντε συνιστώσες κινήτρων: Τα εσωτερικά κίνητρα (ΕΚ) αντανακλούν την εσωτερική ικανοποίηση του μαθητή από τη μάθηση της Χημείας. Ο αυτοπροσδιορισμός (ΑΠ) αναφέρεται στον έλεγχο που πιστεύει πως έχει ο μαθητής στην εκμάθηση τη Χημείας. Η αυτοαποτελεσματικότητα (ΑΑ) αναφέρεται στην πεποίθηση των μαθητών για το πόσο καλά μπορούν να τα πάνε στο μάθημα. Τέλος, η απόκτηση καλών βαθμών (ΚΒ) στο μάθημα και μιας σταδιοδρομίας (ΚΣ) σχετική με τη Χημεία αποτελούν τις δύο συνιστώσες εξωτερικών κινήτρων. Οι τιμές του Cronbach α κυμαίνονται από 0,71 (εσωτερικά κίνητρα μαθητών Γυμνασίου), που θεωρείται ως «αποδεκτή», μέχρι 0,90 (κίνητρα σταδιοδρομίας μαθητών Λυκείου), που θεωρείται «πολύ καλή», και είναι ανάλογες προηγούμενης έρευνας με φοιτητές (Glynn et al. 2011). Οι πέντε συνιστώσες κινήτρων παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις (Πίνακας 2), με τιμές που κυμαίνονται από 0,23 (μεταξύ κινήτρων σταδιοδρομίας και αυτοπροσδιορισμού για τα κορίτσια) ως 0,77 (μεταξύ κινήτρων βαθμών και αυτοαποτελεσματικότητας για τους μαθητές Λυκείου). Πίνακας 2: Συσχετίσεις μεταξύ των συνιστωσών κινήτρων για όλες τις ομάδες ΚΒ Κίνητρα Βαθμών Αυτοαποτελεσματικότητα Αυτοπροσδιορισμός Κίνητρα σταδιοδρομίας Σ* Α* Κ* Γ* Λ* Σ* Α* Κ* Γ* Λ* Σ* Α* Κ* Γ* Λ* Σ* Α* Κ* Γ* Λ* ΑΑ.66.65.65.59.77 ΑΠ.56.60.53.52.60.45.51.41.40.49 ΚΣ.48.53.40.40.52.54.66.41.48.58.37.47.23.46.32 ΕΚ.48.47.49.44.53.57.58.59.57.58.53.56.46.53.53.70.69.69.72.67 * Σ: μαθητών, Α:, Κ:, Γ: Μαθητές Γυμνασίου, Λ: μαθητές Λυκείου Το σχήμα 1 απεικονίζει τη σύγκριση των ομάδων μαθητών (αγόρια, κορίτσια, σύνολο μαθητών: άξονας y) για τις δύο βαθμίδες της εκπαίδευσης (Γυμνάσιο- Λύκειο: διαφορετικό χρώμα) που έγινε με χρήση των μέσων όρων των επιδόσεων τους (εύρος επιδόσεων από 0 έως 20: άξονας x) για κάθε συνιστώσα κινήτρων. Η αμφίδρομη ανάλυση διακύμανσης έδειξε σημαντική επίδραση της ηλικίας των μαθητών στα κίνητρα βαθμών (F (1, 326)=9,242, p <0,05), με τους μαθητές Γυμνασίου να υπερτερούν από τους μαθητές του Λυκείου. Επιπλέον, 175

αναδείχτηκαν σημαντικές επιδράσεις του φύλου των μαθητών στον αυτοπροσδιορισμό (F (1, 326)=13,108, p<0,001), και των μαθητών Γυμνασίου στα κίνητρα σταδιοδρομίας (F (1, 326)=6,209, p<0,05) και στα εσωτερικά κίνητρα (F (1, 326)=15,077, p<0,001). Συγκεκριμένα, τα κορίτσια έχουν σημαντικά υψηλότερα κίνητρα αυτοπροσδιορισμού σε σχέση με τα αγόρια. Επίσης, οι μαθήτριες Γυμνασίου υπερέχουν στα κίνητρα σταδιοδρομίας και τα εσωτερικά κίνητρα από τα αγόρια της ίδιας ηλικίας. Σχήμα 1: Τα κίνητρα των μαθητών για να μάθουν Χημεία (α) κίνητρα βαθμών (β) αυτοαποτελεσματικότητα (γ) αυτοπροσδιορισμός (δ) κίνητρα σταδιοδρομίας (ε) εσωτερικά κίνητρα Συμπεράσματα Η παρούσα έρευνα παρέχει πειραματικές ενδείξεις για την εγκυρότητα και την αξιοπιστία της χρήσης του ΕΚΧ για τη μέτρηση των κινήτρων των Ελλήνων μαθητών να μάθουν Χημεία. Βρέθηκε ότι οι βαθμοί αποτελούν το κυριότερο κίνητρο των μαθητών και σχετίζεται με τις απόψεις τους για την αυτοαποτελεσματικότητά τους, γεγονός που υποστηρίζει ότι η τελευταία μπορεί να προβλέψει τις επιδόσεις τους στο μάθημα της Χημείας. Αντίθετα η σταδιοδρομία είναι η συνιστώσα που κινητοποιεί λιγότερο τους μαθητές και η συσχέτιση της με τα εσωτερικά κίνητρα υποδηλώνει ότι τα τελευταία προσανατολίζουν τους μαθητές σε επιλογή σπουδών σχετικών με τη Χημεία. Η μέτρια έως ισχυρή συσχέτιση των εξωτερικών κινήτρων (βαθμών και σταδιοδρομίας) με τα εσωτερικά κίνητρα για όλες τις ομάδες θα μπορούσε να ερμηνευθεί από την κεντρική ιδέα της θεωρίας του αυτοπροσδιορισμού, ότι δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων, αλλά ότι οι 176

συμπεριφορές που κατευθύνονται από τα κίνητρα ποικίλλουν ως προς το βαθμό στον οποίο είναι αυτόνομες (εσωτερικά κίνητρα) ή ελεγχόμενες (κίνητρα βαθμού και σταδιοδρομίας) (Ryan και Deci, 2000). Παρόλο που έχει διαπιστωθεί ότι τα κίνητρα των μαθητών μειώνονται καθώς μεταβαίνουν σε ανώτερες βαθμίδες εκπαίδευσης (Pintrich 2003), στη παρούσα έρευνα η μείωση αυτή διαπιστώθηκε μόνο για τα κίνητρα βαθμών, υποδηλώνοντας ότι η φθίνουσα τάση στα κίνητρα των μαθητών οφείλεται περισσότερο στο εκπαιδευτικό πλαίσιο και όχι σε ατομικά χαρακτηριστικά. Όπως και σε προηγούμενη έρευνα με φοιτητές (Glynn et al. 2011), το σύνολο των κοριτσιών παρουσιάζουν υψηλότερα κίνητρα αυτοπροσδιορισμού, αλλά αντίθετα με αυτή, οι μαθήτριες του Γυμνασίου υπερτερούν και στα εσωτερικά κίνητρα και στα κίνητρα σταδιοδρομίας. Οι διαφορές των φύλων μπορούν να αποδοθούν τόσο σε κοινωνικούς παράγοντες (π.χ. οικογένεια, φίλοι, μέσα ενημέρωσης) όσο και σε διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών κατά την εφηβεία. Οι ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις των μαθητών/τριών στα κίνητρα σταδιοδρομίας (μέσοι όροι 9.32/20 και 9.19/20 για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου αντίστοιχα) παρέχουν μία άμεση μέτρηση της χαμηλής προθυμίας του ελληνικού μαθητικού πληθυσμού για να επιλέξει μια επαγγελματική σταδιοδρομία που να σχετίζεται με τη Χημεία, γεγονός που υποδείχθηκε έμμεσα και σε σχετική πρόσφατη μελέτη (Salta et al., 2012). Παρομοίως, οι παρατηρούμενες χαμηλές επιδόσεις στα κίνητρα αυτοπροσδιορισμού για όλες τις ηλικιακές ομάδες (μέσοι όροι 10.64/20 και 10.43/20 για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου αντίστοιχα) είναι πιθανό να σχετίζονται με συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος όπως το απαιτητικό περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων Χημείας, οι λίγες διαθέσιμες ώρες διδασκαλίας και η περιορισμένη χρήση της πρακτικής εργαστηριακής μεθόδου διδασκαλίας (Halkia and Mantzouridis 2005). Η δυνατότητα χρήσης ενός έγκυρου εργαλείου (Ερωτηματολόγιο Κινήτρων Χημείας, ΕΚΧ) για την αξιόπιστη ποσοτική διερεύνηση των κινήτρων των Ελλήνων μαθητών για τη μάθηση της Χημείας μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη σε πολλά επίπεδα: στη σχολική τάξη (για παράδειγμα για την αξιόπιστη αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου), στον ακαδημαϊκό χώρο (εκπαιδευτική έρευνα), και στην χάραξη και εφαρμογή εκπαιδευτικής πολιτικής (σχεδιασμός και αξιολόγηση αναλυτικών προγραμμάτων, εκπαιδευτικού υλικού και μεθόδων διδασκαλίας). Βιβλιογραφία Bandura A. (2001). Social cognitive theory: An agentive perspective. Annual Review of Psychology, 52, 1 26. Black A. E. and Deci E. L. (2000). The effects of instructors autonomy support and students autonomous motivation on learning organic chemistry: a self-determination theory perspective. Science Education, 84, 740 756. Byrne B. M. (2010). Structural equation modeling with AMOS: basic concepts, applications, and programming. 2nd edn, NY: Routledge. Eccles J. S., Simpkins S. D. and Davis-Kean P. E. (2006). Math and science motivation: a longitudinal examination of the links between choices and beliefs. Dev. Developmental Psychology, 42, 70 83. Glynn S. M., Brickman P., Armstrong N., and Taasoobshirazi G. (2011). Science Motivation Questionnaire II: Validation with science majors and nonscience majors. Journal of Research in Science Teaching, 48, 1159-1176. Halkia Κ. and Mantzouridis D. (2005). Students views and attitudes towards the communication code used in press articles about science. International Journal of Science Education, 27, 1395-1411. 177

Hu L. and Bentler P. M. (1999). Cutoff criteria for fit indexes in covariance structure analysis: conventional criteria versus new alternatives. Structural Equation Modeling, 6, 1 55. Kline R. B. (2011). Principles and practice of structural equation modeling, 3rd edn, New York: Guildford Press. Koballa T.R., Jr. and Glynn S. M. (2007). Attitudinal and motivational constructs in science education, in: S.K. Abell and N. Lederman (Eds.), Handbook for Research in Science Education. Mahwah, NJ: Erlbaum, pp. 75 102. Lawson A. E., Banks D. L. and Logvin M. (2007). Self-efficacy, reasoning ability, and achievement in college biology. Journal of Research in Science Teaching, 44, 706 724. Mazlo J., Dormedy D. F., Neimoth-Anderson J. D., Urlacher T., Carson G. A. and Kelter P. B. (2002). Assessment of motivational methods in the general chemistry laboratory. Journal of College Science Teaching, 36, 318 321. Murphy P. K. and Alexander P. A. (2000). A Motivated Exploration of Motivation Terminology. Contemporary Educational Psychology, 25, 3 53. Pintrich P. R. (2000). An achievement goal perspective on issues in motivation terminology, theory, and research. Contemporary Educational Psychology, 25, 92 104. Pintrich P. R. (2003). A motivational science perspective on the role of student motivation in learning and teaching contexts. Journal of Educational Psychology, 95, 667 686. Pintrich P. R., Marx R. W. and Boyle R. A. (1993). Beyond cold conceptual change: the role of motivational beliefs and classroom contextual factors in the process of conceptual change. Review of Educational Research, 63, 167 199. Ryan R. M. and Deci E. (2000). Intrinsic and extrinsic motivations: classic definitions and new directions. Contemporary Educational Psychology, 25, 54 67. Salta K., Gekos M., Petsimeri I. and Koulougliotis D. (2012). Discovering factors that influence the decision to pursue a chemistry related career: a comparative analysis of the experiences of non-scientist adults and chemistry teachers in Greece. Chemistry Education Research and Practice, 13, 437-446. Salta K. and Koulougliotis D. (2015). Assessing motivation to learn chemistry: adaptation and validation of Science Motivation Questionnaire II with Greek secondary school. Chemistry Education Research and Practice, 16, 237-250. Scott P., Asoko H. and Leach J. (2007). Student conceptions and conceptual learning in science, in: S.K. Abell and N. Lederman (Eds.), Handbook for Research in Science Education. Mahwah, NJ: Erlbaum, pp. 31 56. Usher E. L. and Pajares F. (2009). Sources of self-efficacy in mathematics: a validation study. Contemporary Educational Psychology, 34, 89 101. 178