ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ 135 ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ που απαντούν στο έργο του Ξενοφώντα

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

1 ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Χρησιμότατο υλικό για το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου

Σχηματισμός της οριστικής. Ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων α' συζυγίας

ἄγω ἦγον ἄξω (ἦξα ) ἤγαγον (ἀγάγ-) ἀγήοχα / ἦχα ἀγηόχειν / ἤχειν αἰνῶ ᾔνουν αἰνέσομαι / αἰνέσω ᾔνεσα ᾔνεκα ᾐνέκειν

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

STAMMFORMEN (SCHWERGEWICHT: κοινή)

Principal Part Quiz 4 Study Sheet

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. 1 η ΜΕΡΑ

Kάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή της συγγραφέως

Α. ΜΕΣΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

ὁμιλῶ ὁμολογῶ ποθῶ ποιῶ πολεμῶ πολιορκῶ πονῶ σκοπῶ συμμαχῶ τελῶ τηρῶ τιμωρῶ ὑμνῶ ὑπηρετῶ φοβοῦμαι ὠφελῶ

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,1,28. Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς

βλάπτω βλάψω ἔβλαψα βέβλαφα βέβλαμμαι ἐβλάβην hurt, harm θάπτω θάψω ἔθαψα τέθαμμαι ἐτάφην bury κλέπτω κλέψω ἔκλεψα κέκλοφα κέκλεμμαι ἐκλάπην steal

-ω, -σω, -σα, -κα, -µαι, -θην

PRINCIPAL PARTS BY Verb TYPES: all principal parts, all units 1!

ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ. 3. Μία συνηρημένη συλλαβή παίρνει οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται:

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Βιβλίο 1, Κεφάλαια 16-19

The Ultimate ATHENAZE I Verb Chart STRONG AORIST. 1stPP Future Aorist Perfect

Δημοσθένους, Περὶ Ἁλοννήσου, 2-3

Απρόσωπη σύνταξη: άναρθρο Απαρέμφατο Δευτερεύουσα Ονομαστική Πρόταση

Ενότητα 1. Ενότητα 2

Ο ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΝΡΙΝΟΛΗΚΤΩΝ ΚΑΙ ΥΓΡΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

passive 3 rd person Continuous Simple Future Perfect

Το ρήμα λύω στην Οριστική Ε.Φ. Επιμέλεια: Ευθυμιάδου Ευφροσύνη

Α. Παράδειγμα σχηματισμού ενεργητικού και μέσου αορίστου Β

Επιχείρηση: Παρακείμενος. Οι πρώτες μου γνώσεις για το σχηματισμό του Παρακειμένου

ΒΑΡΥΤΟΝΑ ΡΗΜΑΤΑ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΩΝ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Α ΣΥΖΥΓΙΑΣ. Ενεργητική φωνή.

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΑΚΙ!!!!)

Σ Υ Ν Τ Α Ξ Η Τ Ω Ν Ρ Η Μ Α Τ Ω Ν

System Principal Parts Tenses and Voices

ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

TEMA DE PRESENT / MODE INDICATIU /VEU ACTIVA. VERBS EN ω. TERMINACIONS (=vocal temàtica + desinències personals) PRESENT

Ασκήσεις γραμματικής

Τὰ αὐτὰ δὲ λέγοντος τοῦ Μάρδου, βασιλεὺς ἔφη: «Εἶτα τολμήσεις τὸν υἱὸν ἀποθνῄσκοντα ὑπομεῖναι;» Ὁ δὲ ἔφη «πάντων μάλιστα Κι αυτός είπε «βεβαιότατα

Λυσίου, Κατὰ Ἀγοράτου, 93-95

Λυσίου, Κατὰ Ἀλκιβιάδου Α 10-12

1β. διαβεβλημένοις,καταστηναι,επειδάν, διακείμενος, μεταμελήσειν: να αναλυθούν στα συνθετικά τους.

Λεξιλόγιο - Γραμματικές παρατηρήσεις

ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

2. Συμπληρώστε τα κενά με τον κατάλληλο τύπο του ειμί ή της προσωπικής αντωνυμίας εγώ, συ. Ὑμεῖς οἱ προδόντες τήν πόλιν.

Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 33-35

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

GCSE (9 1) Classical Greek

Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΑΡΧΑΙΑ **ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ. 1) Να κάνετε την εγκλιτική αντικατάσταση.

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Συλλαβική αύξηση είναι η προσθήκη στην αρχή του θέματος ενός -ἐ- (Προσοχή! παίρνει ψιλή). Λέγεται συλλαβική επειδή προστίθεται μια νέα συλλαβή.

Σχηματισμός Ευκτικής Παρακειμένου Ενεργητικής Φωνής. Στις σημειώσεις μας θα εστιάσουμε στον περιφραστικό τύπο, καθώς αυτός είναι ο πιο εύχρηστος.

Θ.Α. ΑΜΕΛΙΔΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΕΣ ΡΗΜΑΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Το αντικείμενο / Μεταβατικά ρήματα

Πλάτωνος, Γοργίας, 483, b d

ζήω-ζῶ Ενεργητική Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 7-8

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

έχω ΣΥΝΤΑΞΗ:1. έχω µε αιτιατική =έχω κάτι 2. έχω µε απαρέµφατο =µπορώ 3. έχω (ενέχει άρνηση µε πλάγια ερώτηση = δεν ξέρω

of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

1. Να βάλετε τους κατάλληλους τύπους του άρθρου μπροστά από τις λέξεις: μητέρες, δίψαν, σημαίαις, κινδύνου, ἔδαφος,

Λαγχάνω (ᾰ - βραχύ σε Αόριστο)

ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ (απρόσωπες εγκλίσεις)

Ξενοφῶντος, Κύρου Ἀνάβασις, Γ

Ἀνδοκίδου, Περὶ τῶν μυστηρίων 6-8

Η μουσική εξημερώνει

ΤΑ ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ

give, grant 254 Verb δαμάζω δαμάσω ἐδάμασα δεδάμακα δεδάμασμαι/δέδμημα to overpower, tame, conquer, subdue 105 Verb

Ποια μετοχή λέγεται κατηγορηματική;

OCR Greek GCSE Word List Produced by Eton College

Appearances Speech αἰνός ή όν dread, grim 74 Adjective αἱρέω αἱρήσω εἷλον ᾕρηκα ᾕρημαι ᾑρέθην

VOCABULARY AID FOR CHAPTERS 1 13 From Learn to Read New Testament Greek by David Alan Black [TABLE OF CONTENTS]

ἀγανακτῶ, ἄγαμαι (θαυμάζω), εὐδαιμονίζω / μακαρίζω (καλοτυχίζω), ζηλῶ, ἥδομαι, θαυμάζω, οἰκτίρω (λυπάμαι), ὀργίζομαι, χαίρω κ.ά.

Τελική επανάληψη Αρχαίας Ελληνικής Γραμματικής

21. δεινός: 23. ἀγορά: 24. πολίτης: 26. δοῦλος: 28. σῶμα: 31. Ἑλλας: 32. παῖς: 34. ὑπέρ: 35. νύξ: 39. μῶρος: 40. ἀνήρ:

destroying, destructive, fatal, deadly, murderous

Chapter 54. The First and Second Aorist Indicative Passive

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Essential Principal Parts

Τα σύνθετα ρήματα έχουν την τάση να διατηρούν τον τόνο τους στη συλλαβή που τονίζεται και το αντίστοιχο απλό ρήμα: λύειν - ἀπολύειν, ἦχθαι - ἀπῆχθαι,

Tελευταία επανάληψη..

STAMMFORMENBILDUNG: VERBA LIQUIDA UND VERBA NASALIA

ΘΕΜΑ 181ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 2,

ΤΑΞΗ Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Οι ενότητες 2,3,5,6,7,8,10,11,12,13,14,16,18,19,21,22,23,24,25,29,30,37.

ΘΕΜΑ 393ο: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 3, 81,1-3

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 9-11

Στοιχεία συντακτικού. (βασικές γνώσεις)

Number of Part of Dictionary Entry English Definition Appearances Speech

Ασκήσεις γραμματικής

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προγραμματισμός κατά ενότητα

Ασκήσεις γραμματικής. Να γράψετε τις πλάγιες πτώσεις στα τρία γένη των δύο αριθμών: δράς, θείς, γνούς, εἰδώς, ἀδικῶν, ἀπολλύς.

PERSON PRIMARY. Aorist. Present Future Perfect (Subjunctive) Aorist. Passive. Future SECONDARY. Passive. Imperfect Aorist Pluperfect (Optative)

1. Να μεταφραστεί το τμήμα: Οὒτ' ἂν κελεύσαιμ... ἀτιμάσασ' ἒχε. Μονάδες 30

Βασικοί κανόνες κατά τη σύνταξη της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

* Σημείωση. 1 Έκθλιψη

Transcript:

ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ 135 ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ (1) ἀγγέλλω ἀγγέλλομαι ἤγγελλον ἠγγελλόμην ἀγγελῶ ἀγγελοῦμαι/ ἀγγελθήσομαι ἤγγειλα ἠγγειλάμην/ ἠγγέλθην ἤγγελκα ἤγγελμαι ἠγγέλκειν ἠγγέλμην (2) ἀγορεύω ἀγορεύομαι ἠγόρευον ἠγορευόμην ἀγορεύσω & ἐρῶ ἀγορεύσομαι/ ῥηθήσομαι ἠγόρευσα & εἶπον ἐρρήθην ἠγόρευκα & εἴρηκα εἴρημαι ἠγορεύκειν & εἰρήκειν εἰρήμην (3) ἄγω ἄγομαι ἦγον ἠγόμην ἄξω ἄξομαι/ ἀχθήσομαι ἦξα & ἤγαγον ἠγαγόμην/ ἤχθην ἦχα & ἀγήοχα ἦγμαι ἤχειν & ἀγηόχειν ἤγμην 1 (4) αἰνῶ (έω-ῶ) αἰνοῦμαι ᾔνουν Ἠνούμην αἰνέσομαι *αἰνέσω(σπν)] αἰνεθήσομαι ᾔνεσα Ἠνέθην ᾔνεκα ᾔνημαι Ἠνέκειν Ἠνήμην (5) αἱρῶ (έω-ῶ) ἁλίσκομαι αἱροῦμαι ᾕρουν ἡλισκόμην Ἡρούμην αἱρήσω ἁλώσομαι αἱρήσομαι/ αἱρεθήσομαι εἷλον ἑάλων εἱλόμην/ Ἡρέθην ᾕρηκα ἑάλωκα ᾕρημαι Ἡρήκειν ἑαλώκειν Ἡρήμην (6) αἴρω αἴρομαι (7) αἰσθάνομαι ᾖρον Ἠρόμην Ἠσθανόμην ἀρῶ ἀροῦμαι/ ἀρθήσομαι αἰσθήσομαι ἦρα ἠράμην/ἤρθην Ἠσθόμην ἦρκα ἦρμαι ᾔσθημαι ἤρκειν ἤρμην Ἠσθήμην (8) αἰσχύνω αἰσχύνομαι ᾔσχυνον Ἠσχυνόμην αἰσχυνῶ αἰσχυνοῦμαι/ αἰσχυνθήσομαι ᾔσχυνα Ἠσχύνθην (ᾔσχυγκα) ᾔσχυμμαι (Ἠσχύγκειν) Ἠσχύμμην

(9) αἰτῶ (έω-ῶ) αἰτοῦμαι (10) αἰτιῶμαι (άομαι - ῶμαι) ᾔτουν Ἠτούμην Ἠτιώμην αἰτήσω αἰτήσομαι αἰτιάσομαι ᾔτησα Ἠτησάμην/ Ἠτήθην Ἠτιασάμην/ Ἠτιάθην ᾔτηκα ᾔτημαι Ἠτίαμαι Ἠτήκειν Ἠτήμην Ἠτιάμην (11) ἀκούω ἀκούομαι ἤκουον ἠκουόμην ἀκούσομαι ἀκουσθήσομαι ἤκουσα ἠκουσάμην/ ἠκούσθην ἀκήκοα ἤκουσμαι ἀκηκόειν & ἠκηκόειν ἠκούσμην (12) ἀλλάττω(-σσω) ἀλλάττομαι (-σσομαι) ἤλλαττον(-σσω) ἠλλαττόμην (-σσόμην) ἀλλάξω ἀλλάξομαι/ ἀλλαχθήσομαι & ἀλλαγήσομαι ἤλλαξα ἠλλάχθην & ἠλλάγην ἤλλαχα ἤλλαγμαι ἠλλάχειν ἠλλάγμην 2 (13) ἀμαρτάνω ἀμαρτάνεται (απρόσωπο) (14) ἀνοίγω ἀνοίγομαι ἠμάρτανον ἠμαρτάνετο ἀνέῳγον ἀνεῳγόμην ἀμαρτήσομαι - ἀνοίξω ἀνοίξομαι ἤμαρτον ἠμαρτήθη ἀνέῳξα ἀνεῲχθην ἠμάρτηκα ἠμάρτηται ἀνέῳχα ἀνέῳγμαι ἠμαρτήκειν ἠμάρτητο ἀνεῲχειν ἀνεῲγμην ἀνεῲξομαι (15) ἀξιῶ (όω-ῶ) ἀξιοῦμαι (16) ἄρχω ἄρχομαι ἠξίουν ἠξιούμην ἦρχον ἠρχόμην ἀξιώσω ἀξιώσομαι ἄρξω ἄρξομαι/ ἀρχθήσομαι ἠξίωσα ἠξιωσάμην/ἠξιώθην ἦρξα ἠρξάμην/ ἤρχθην ἠξίωκα ἠξίωμαι (ἦρχα) ἦργμαι ἠξιώκειν ἠξιώμην (ἤρχειν) ἤργμην (17) ἄχθομαι ἠχθόμην ἀχθέσομαι/ἀχθεσθήσομαι ἠχθέσθην ἤχθημαι/λελύπημαι ἠχθήμην/ἐλελυπήμην (18) βαίνω βαίνομαι (19) βάλλω βάλλομαι ἔβαινον - ἔβαλλον ἐβαλλόμην βήσομαι *βαθήσομαι+ βαλῶ βαλοῦμαι/ βληθήσομαι ἔβην ἐβάθην ἔβαλον ἐβαλόμην/ ἐβλήθην βέβηκα βέβαμαι βέβληκα βέβλημαι ἐβεβήκειν ἐβεβάμην ἐβεβλήκειν ἐβεβλήμην

(20) βλάπτω βλάπτομαι (21) βοηθῶ (έω-ῶ) ἔβλαπτον ἐβλαπτόμην ἐβοήθουν βλάψω βλάψομαι/ βλαβήσομαι βοηθήσω ἔβλαψα ἐβλάφθην & ἐβλάβην ἐβοήθησα βέβλαφα βέβλαμμαι βεβοήθηκα ἐβεβλάφειν ἐβεβλάμμην ἐβεβοηθήκειν (22) βουλεύω (23) βούλομαι (24) γίγνομαι ἐβούλευον ἐβουλόμην ἐγιγνόμην βουλεύσω βουλήσομαι/ βουληθήσομαι γενήσομαι/ γενηθήσομαι ἐβούλευσα ἐβουλήθην ἐγενόμην/ἐγενήθην βεβούλευκα βεβούλημαι γέγονα & γεγένημαι ἐβεβουλεύκειν ἐβεβουλήμην ἐγεγόνειν & ἐγεγενήμην (25) γιγνώσκω γιγνώσκομαι (26) γράφω γράφομαι ἐγίγνωσκον ἐγιγνωσκόμην ἔγραφον ἐγραφόμην γνώσομαι γνωσθήσομαι γράψω γράψομαι/ γραφήσομαι ἔγνων ἐγνώσθην ἔγραψα ἐγραψάμην/ ἐγράφην ἔγνωκα ἔγνωσμαι γέγραφα γέγραμμαι ἐγνώκειν ἐγνώσμην ἐγεγράφειν ἐγεγράμμην 3 (27) δέδοικα, δέδια (28) δείκνυμι, δεικνύω δείκνυμαι ἐδεδοίκειν ἐδείκνυν, ἐδείκνυον ἐδεικνύμην δείσομαι δείξω δείξομαι/ δειχθήσομαι ἔδεισα ἔδειξα ἐδειξάμην/ ἐδείχθην - δέδειχα δέδειγμαι - ἐδεδείχειν ἐδεδείγμην (29) δέχομαι (30) δεῖ δέω δέομαι ἐδεχόμην ἔδει ἔδεον ἐδεόμην δέξομαι/ δεχθήσομαι δεήσει δεήσω δεήσομαι/ δεηθήσομαι ἐδεξάμην/ ἐδέχθην ἐδέησε ἐδέησα ἐδεήθην δέδεγμαι δεδέηκε δεδέηκα δεδέημαι ἐδεδέγμην ἐδεδεήκει ἐδεδεήκειν ἐδεδεήμην (31) δηλῶ (όω-ῶ) δηλοῦμαι (32) διδράσκω ἐδήλουν ἐδηλούμην ἐδίδρασκον δηλώσω δηλωθήσομαι δράσομαι ἐδήλωσα ἐδηλώθην (ἀπ)έδραν δεδήλωκα δεδήλωμαι δέδρακα ἐδεδηλώκειν ἐδεδηλώμην ἐδεδράκειν (33) δίδωμι δίδομαι (34) δρῶ (άω-ῶ) δρῶμαι ἐδίδουν ἐδιδόμην ἔδρων ἐδρώμην δώσω δοθήσομαι δράσω - ἔδωκα ἐδόμην/ ἐδόθην ἔδρασα ἐδράσθην δέδωκα δέδομαι δέδρακα δέδραμαι ἐδεδώκειν ἐδεδόμην ἐδεδράκειν ἐδεδράμην

(35) δύναμαι (36) ἐῶ (άω-ῶ) ἐῶμαι (37) ἐθέλω, θέλω ἐδυνάμην & ἠδυνάμην εἴων εἰώμην ἤθελον δυνηθήσομαι ἐάσω ἐάσομαι ἐθελήσω & θελήσω ἐδυνησάμην/ ἐδυνήθην & εἴασα εἰάθην ἠθέλησα ἠδυνήθην & ἐδυνάσθην εἴακα εἴαμαι ἠθέληκα δεδύνημαι εἰάκειν εἰάμην ἠθελήκειν ἐδεδυνήμην (38) εἰμί (39) εἶμι (ἔρχομαι) (40) ἐλαύνω ἐλαύνομαι ἦν & ᾖ ᾖα & ᾔειν ἤλαυνον ἠλαυνόμην ἔσομαι εἶμι ἐλῶ (άω) ἐλάσομαι/ ἐλαθήσομαι ἐγενόμην ἦλθον ἤλασα ἠλασάμην/ ἠλάθην γέγονα ἐλήλυθα ἐλήλακα ἐλήλαμαι ἐγεγόνειν ἐληλύθειν ἐληλάκειν ἐληλάμην (41) ἐννοῶ (έω- ῶ) ἐννοοῦμαι (42) ἐπίσταμαι ἐνενόουν ἐνενοούμην ἠπιστάμην ἐννοήσω - ἐπιστήσομαι ἐνενόησα ἐνενοήθην ἠπιστήθην ἐννενόηκα - - ἐνενενοήκειν - - 4 (43) ἐπιχειρῶ(έω-ῶ) ἐπιχειροῦμαι (44) ἐρωτῶ (άω-ῶ) ἐρωτῶμαι ἐπεχείρουν ἐπεχειρούμην ἠρώτων ἠρωτώμην ἐπιχειρήσω - ἐρωτήσω & ἐρήσομαι ἐρωτηθήσομαι ἐπεχείρησα ἐπεχειρήθην ἠρώτησα & ἠρόμην ἠρωτήθην ἐπικεχείρηκα - ἠρώτηκα ἠρώτημαι* ἐπεκεχειρήκειν - ἠρωτήκειν ἠρωτήμην * προζη. Πρκ. ἠρωηήζθω απαρ. Πρκ. ἠρωηῆζθαι μηχ. ἠρωηημένα (45) εὑρίσκω εὑρίσκομαι (46) ἔχω ἔχομαι εὕ(ηὕ)ρισκον εὑ(ηὑ)ρισκόμην εἶχον εἰχόμην εὑρήσω εὑρήσομαι/ εὑρεθήσομαι ἕξω & σχήσω ἕξομαι & σχήσομαι εὗ(ηὗ)ρον εὑ(ηὑ)ρόμην/ εὑρέθην ἔσχον ἐσχόμην εὕ(ηὕ)ρηκα εὕ(ηὕ)ρημαι ἔσχηκα ἔσχημαι εὑ(ηὑ)ρήκειν εὑ(ηὑ)ρήμην ἐσχήκειν ἐσχήμην (47) ζητῶ(έω-ῶ) ζητοῦμαι (48) ζήω-ῶ ἐζήτουν ἐζητούμην ἔζων ζητήσω ζητήσομαι/ ζητηθήσομαι ζήσω/ ζήσομαι & βιώσομαι ἐζήτησα ἐζητησάμην/ ἐζητήθην ἐβίων & ἔζησα ἐζήτηκα ἐζήτημαι βεβίωκα & ἔζηκα ἐζητήκειν ἐζητήμην ἐβεβιώκειν & ἐζήκειν

(49) ἡγοῦμαι (έομαι-οῦμαι) (50) ἡττῶμαι/ ἡσσῶμαι (άομαι, ῶμαι) ἡγούμην ἡττώμην/ ἡσσώμην ἡγήσομαι/ἡγηθήσομαι ἡττήσομαι /ἡττηθήσομαι ἡγησάμην/ ἡγήθην ἡττήθην ἥγημαι ἥττημαι ἡγήμην ἡττήμην (51) (ἀπο)θνῄσκω ἔθνῃσκον θανοῦμαι ἔθανον τέθνηκα* ἐτεθνήκειν τεθνήξω & τεθνηκώς ἔσομαι * ηέθνηκα : διπλοί ηύποι ζε Πρκ. & Υπερ. οριστ. Πρκ: τέθναμεν, τέθνατε, τεθνᾶσι(ν) ευκτ. Πρκ.: τεθναίην, τεθναίης, τεθναῖεν απρμυ. Πρκ: τεθνάναι μτχ. Πρκ: τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεός (και τεθνέως) Υπερ: γ πληθ.: ἐτέθνασαν (52) θύω θύομαι (53) ἵημι ἵεμαι ἔθυον ἐθυόμην ἵην ἱέμην θύσω θύσομαι/ τυθήσομαι ἥσω ἥσομαι/ ἑθήσομαι ἔθυσα ἐθυσάμην/ ἐτύθην ἧκα ἡκάμην/ εἵμην/ εἵθην τέθυκα τέθυμαι εἷκα εἷμαι ἐτεθύκειν ἐτεθύμην εἵκειν εἵμην 5 (54) ἀφικνοῦμαι (έομαι-οῦμαι) (55) ἵστημι ἵσταμαι ἀφικνούμην ἵστην ἱστάμην ἀφίξομαι στήσω στήσομαι/ σταθήσομαι ἀφικόμην ἔστησα ἐστησάμην/ ἔστην/ ἐστάθην ἀφῖγμαι στήσας ἔχω ἕστηκα ἀφίγμην στήσας εἶχον εἱστήκειν & ἑστήκειν (56) καλῶ (έω-ῶ) καλοῦμαι ἐκάλουν ἐκαλούμην καλῶ, καλέσω καλοῦμαι (καλέσομαι)/κληθήσομαι ἐκάλεσα ἐκαλεσάμην/ ἐκλήθην κέκληκα κέκλημαι ἐκεκλήκειν ἐκεκλήμην (57) κατηγορῶ (έω- ῶ) κατηγοροῦμαι (58) κελεύω κελεύομαι κατηγόρουν κατηγορούμην ἐκέλευον ἐκελευόμην κατηγορήσω & κατερῶ κατηγορηθήσομαι κελεύσω κελεύσομαι/ κελευσθήσομαι κατηγόρησα & κατεῖπον κατηγορήθην ἐκέλευσα ἐκελευσάμην/ ἐκελεύσθην κατηγόρηκα & κατείρηκα κατηγόρημαι κεκέλευκα κεκέλευσμαι κατηγορήκειν & κατειρήκειν κατηγορήμην ἐκεκελεύκειν ἐκεκελεύσμην

(59) κομίζω κομίζομαι (60) κόπτω κόπτομαι ἐκόμιζον ἐκομιζόμην ἔκοπτον ἐκοπτόμην κομιῶ κομιοῦμαι/ κομισθήσομαι κόψω κόψομαι/ κοπήσομαι ἐκόμισα ἐκομισάμην/ ἐκομίσθην ἔκοψα ἐκοψάμην/ ἐκόπην κεκόμικα κεκόμισμαι κέκοφα κέκομμαι ἐκεκομίκειν ἐκεκομίσμην ἐκεκόφειν ἐκεκόμμην (61) κρίνω κρίνομαι (62) κτῶμαι (κτάομαι-ῶμαι) ἔκρινον ἐκρινόμην ἐκτώμην κρινῶ κρινοῦμαι/κριθήσομαι κτήσομαι/κτηθήσομαι ἔκρινα ἐκρινάμην/ ἐκρίθην ἐκτησάμην/ ἐκτήθην κέκρικα κέκριμαι κέκτημαι & ἔκτημαι ἐκεκρίκειν ἐκεκρίμην ἐκεκτήμην & κεκτημένος (ἐκτημένος) ἦν κεκτήσομαι/ἐκτήσομαι (63) (ἀπο)κτείνω/ ἀποκτίννυμι/ἀποκτιννύω (64) λαγχάνω ἀπέκτεινον/ἀπεκτίννυν ἐλάγχανον ἀποκτενῶ λήξομαι ἀπέκτεινα & ἀπέκτανον ἔλαχον ἀπέκτονα εἴληχα ἀπεκτόνειν εἰλήχειν 6 (65) λαμβάνω λαμβάνομαι (66) λανθάνω (ἐπι)λανθάνομαι ἐλάμβανον ἐλαμβανόμην ἐλάνθανον ἐπελανθανόμην λήψομαι ληφθήσομαι λήσω ἐπιλήσομαι/ἐπιλησθήσομαι ἔλαβον ἐλαβόμην ἔλαθον ἐπελαθόμην εἴληφα εἴλημμαι λέληθα ἐπιλέλησμαι εἰλήφειν εἰλήμμην ἐλελήθειν ἐπελελήσμην εἰληφώς ἔσομαι εἰλημμένος ἔσομαι (67) λέγω 1 λέγομαι ἔλεγον ἐλεγόμην λέξω & ἐρῶ ῥηθήσομαι & λεχθήσομαι ἔλεξα, εἶπον & εἶπα ἐρρήθην & ἐλέχθην εἴρηκα εἴρημαι & λέλεγμαι εἰρήκειν & εἰρηκώς ἦν εἰρήμην & εἰρημένος ἦν εἰρήσομαι & λελέξομαι (68) (συλ)λέγω 2 (συλ)λέγομαι (συν)έλεγον (συν)ελεγόμην (συλ)λέξω (συλ)λέξομαι/(συλ)λεχθήσομαι & (συλ)λεγήσομαι (συν)έλεξα (συν)ελεξάμην/(συν)ελέχθην& (συν)ελέγην (συν)είλοχα (συν)είλεγμαι & (συλ)λέλεγμαι (συν)ειλόχειν (συν)ειλέγμην & (συν)ελελέγμην

(69) λείπω λείπομαι (70) μανθάνω ἔλειπον ἐλειπόμην ἐμάνθανον λείψω λείψομαι/ λειφθήσομαι μαθήσομαι ἔλιπον & ἔλειψα ἐλιπόμην/ ἐλείφθην ἔμαθον λέλοιπα λέλειμμαι μεμάθηκα ἐλελοίπεν ἐλελείμμην ἐμεμαθήκειν (71) μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μίσγω μείγνυμαι, μίσγομαι ἐμείγνυν, ἐμείγνυον, ἔμισγον ἐμειγνύμην μείξω μείξομαι/ μειχθήσομαι & μιγήσομαι ἔμειξα ἐμειξάμην/ἐμείχθην & ἐμίγην μέμειχα & μείξας ἔχω μέμειγμαι ἐμεμείχειν & μείξας εἶχον ἐμεμείγμην (72) μένω (73) μιμνῂσκω μιμνῂσκομαι * Ιδιαιηερόηηηες μέμνημαι: ἔμενον ἐμίμνῃσκον ἐμιμνῃσκόμην Υποτ. μονολεκτικά: μενῶ μνήσω μνήσομαι/ μνησθήσομαι μεμνῶμαι, μεμνῇ, μεμνῆται κλπ ἔμεινα ἔμνησα ἐμνησάμην/ ἐμνήσθην Ευκτ. μονολεκτικά (με διπλό ηύπο): μεμένηκα - μέμνημαι* μεμνῄμην, μεμνῇο, μεμνῇτο κλπ ἐμεμενήκειν - ἐμεμνήμην & μεμνῴμην, μεμνῷο, μεμνῷτο (ζπν. οι περιθραζηικοί ηύποι) 7 (74) νέμω νέμομαι (75) νικῶ (άω-ῶ) ἔνεμον ἐνεμόμην ἐνίκων νεμῶ νεμοῦμαι/νεμηθήσομαι νικήσω ἔνειμα ἐνειμάμην/ἐνεμήθην ἐνίκησα νενέμηκα νενέμημαι νενίκηκα ἐνενεμήκειν ἐνενεμήμην ἐνενικήκειν (76) νοῶ (έω-ῶ) νοοῦμαι (77) νομίζω νομίζομαι ἐνόουν ἐνοούμην ἐνόμιζον ἐνομιζόμην νοήσω νοήσομαι/νοηθήσομαι νομιῶ νομιοῦμαι/ νομισθήσομαι ἐνόησα ἐνοησάμην/ἐνοήθην ἐνόμισα ἐνομίσθην νενόηκα νενόημαι νενόμικα νενόμισμαι ἐνενοήκειν ἐνενοήμην ἐνενομίκειν ἐνενομίσμην (78) οἶδα (79) οἰκῶ (έω-ῶ) οἰκοῦμαι (80) οἴομαι, οἶμαι ᾔδειν/ ᾔδη ᾤκουν ᾠκούμην ᾠόμην, ᾤμην εἰδήσω/ εἴσομαι οἰκήσω οἰκήσομαι οἰήσομαι/ οἰηθήσομαι ἔγνων ᾤκησα ᾠκησάμην/ ᾠκήθην ᾠήθην ἔγνωκα ᾤκηκα ᾤκημαι νενόμικα & ὑπείληφα ἐγνώκειν ᾠκήκειν ᾠκήμην ἐνενομίκειν & ὑπειλήφειν

(81) (ἀπ)όλλυμι, (ἀπ)ολλύω (ἀπ)όλλυμαι (82) ὄμνυμι, ὀμνύω ὄμνυμαι ἀπώλλυν, ἀπώλλυον ἀπωλλύμην ὤμνυν, ὤμνυον ὠμνύμην ἀπολῶ ἀπολοῦμαι ὀμοῦμαι ὀμοσθήσομαι ἀπώλεσα ἀπωλόμην ὤμοσα ὠμοσάμην/ ὠμόσθην & ὠμόθην ἀπολώλεκα ἀπόλωλα ὀμώμοκα ὀμώμομαι & ὀμώμοσμαι ἀπωλωλέκειν ἀπωλώλειν ὠμωμόκειν ὠμωμόσμην ὀμωμοκώς ἔσομαι (83) ὁμολογῶ (έω- ῶ) ὁμολογοῦμαι (84) ὁρῶ (άω-ῶ) ὁρῶμαι ὡμολόγουν ὡμολογούμην ἑώρων ἑωρώμην ὁμολογήσω ὁμολογήσομαι ὄψομαι ὀφθήσομαι ὡμολόγησα ὡμολογησάμην/ εἶδον εἰδόμην/ ὤφθην/ ὠψάμην ὡμολογήθην ἑόρακα, ἑώρακα ἑώραμαι, ἑόραμαι & ὦμμαι ὡμολόγηκα ὡμολόγημαι & ὄπωπα ἑωράμην & ὤμμην ὡμολογήκειν ὡμολογήμην ἑωράκειν (85) ὀφείλω ὀφείλομαι (86) ὀφλισκάνω ὤφειλον ὠφειλόμην ὠφλίσκανον ὀφειλήσω - ὀφλήσω ὠφείλησα & ὤφελον ὠφειλήθην ὦφλον ὠφείληκα - ὤφληκα ὠφειλήκειν - ὠφλήκειν 8 (87) πάσχω (88) παύω παύομαι ἔπασχον ἔπαυον ἐπαυόμην πείσομαι παύσω παύσομαι/ παυσθήσομαι & παυθήσομαι ἔπαθον ἔπαυσα ἐπαυσάμην/ ἐπαύσθην & ἐπαύθην πέπονθα πέπαυκα πέπαυμαι ἐπεπόνθειν ἐπεπαύκειν ἐπεπαύμην (89) πείθω πείθομαι (90) πειρῶ (άω-ῶ) πειρῶμαι ἔπειθον ἐπειθόμην ἐπείρων ἐπειρώμην πείσω πείσομαι/πεισθήσομαι πειράσω πειράσομαι/ πειραθήσομαι ἔπεισα (ἔπιθον) ἐπιθόμην/ ἐπείσθην ἐπείρασα ἐπειρασάμην/ ἐπειράθην πέπεικα πέπεισμαι & πέποιθα πεπείρακα πεπείραμαι ἐπεπείκειν ἐπεπείσμην & ἐπεποίθειν ἐπεπειράκειν ἐπεπειράμην (91) πέμπω πέμπομαι (92) πίνω πίνομαι ἔπεμπον ἐπεμπόμην ἔπινον ἐπινόμην πέμψω πέμψομαι/ πεμφθήσομαι πίομαι & πιοῦμαι ποθήσομαι ἔπεμψα ἐπεμψάμην/ ἐπέμφθην ἔπιον ἐπόθην πέπομφα πέπεμμαι πέπωκα πέπομαι ἐπεπόμφειν ἐπεπέμμην ἐπεπώκειν ἐπεπόμην

(93) πίπτω (94) πλέω πλέομαι ἔπιπτον ἔπλεον ἐπλεόμην πεσοῦμαι πλεύσομαι & πλευσοῦμαι πλευσθήσομαι ἔπεσον ἔπλευσα ἐπλεύσθην πέπτωκα πέπλευκα πέπλευσμαι ἐπεπτώκειν & πεπτωκώς ἦν ἐπεπλεύκειν ἐπεπλεύσμην (95) πλήττω, πλήσσω πλήττομαι, πλήσσομαι (96) πνέω πνέομαι ἔπληττον, ἔπλησσον ἐπληττόμην, ἐπλησσόμην ἔπνεον ἐπνεόμην πλήξω πλήξομαι/ πληγήσομαι πνεύσομαι πνευσθήσομαι ἔπληξα ἐπληξάμην/ ἐπλήγην & πνευσοῦμαι πέπληγα πέπληγμαι ἔπνευσα ἐπνεύσθην ἐπεπλήγειν ἐπεπλήγμην πέπνευκα πέπνευσμαι ἐπεπνεύκειν ἐπεπνεύσμην (97) ποιῶ (έω-ῶ) ποιοῦμαι (98) πράττω, πράσσω πράττομαι ἐποίουν ἐποιούμην ἔπραττον, ἔπρασσον ἐπραττόμην ποιήσω ποιήσομαι/ ποιηθήσομαι πράξω πράξομαι/ πραχθήσομαι ἐποίησα ἐποιησάμην/ ἐποιήθην ἔπραξα ἐπραξάμην/ ἐπράχθην πεποίηκα πεποίημαι πέπραχα & πέπραγα πέπραγμαι ἐπεποιήκειν ἐπεποιήμην ἐπεπράχειν & ἐπεπράγειν ἐπεπράγμην 9 (99) πυνθάνομαι (100) ῥίπτω, ῥιπτῶ (έω- ῶ) ῥίπτομαι, ῥιπτοῦμαι ἐπυνθανόμην ἔρριπτον, ἐρρίπτουν ἐρριπτόμην πεύσομαι [& πευσοῦμαι] ῥίψω - ἐπυθόμην ἔρριψα ἐρρίφθην & ἐρρίφην πέπυσμαι ἔρριφα ἔρριμμαι ἐπεπύσμην ἐρρίφειν - (101) σκεδάννυμι, σκεδαννύω σκεδάννυμαι ἐσκεδάννυν, ἐσκεδάννυον ἐσκεδαννύμην σκεδῶ (άω-ῶ) & σκεδάσω σκεδασθήσομαι ἐσκέδασα ἐσκεδασάμην/ ἐσκεδάσθην - ἐσκέδασμαι - ἐσκεδάσμην (102) σκευάζω σκευάζομαι (103) σκοπῶ (έω-ῶ) σκοποῦμαι(έομαι-οῦμαι) ἐσκεύαζον ἐσκευαζόμην ἐσκόπουν ἐσκοπούμην σκευάσω σκευασθήσομαι *σκοπήσω+ σκέψομαι ἐσκεύασα ἐσκευασάμην/ ἐσκευάσθην [ἐσκόπησα+ ἐσκεψάμην ἐσκεύακα ἐσκεύασμαι - ἔσκεμμαι ἐσκευάκειν ἐσκευάσμην & ἐσκευασμένος ἦν - ἐσκέμμην ἐσκέψομαι

(104) στέλλω στέλλομαι (105) στρατεύω στρατεύομαι ἔστελλον ἐστελλόμην ἐστράτευον ἐστρατευόμην στελῶ στελοῦμαι/ σταλήσομαι στρατεύσω στρατεύσομαι ἔστειλα ἐστειλάμην/ ἐστάλθην ἐστράτευσα ἐστρατευσάμην/ ἐστρατεύθην & ἐστάλην ἐστράτευκα ἐστράτευμαι ἔσταλκα ἔσταλμαι ἐστρατεύκειν ἐστρατεύμην ἐστάλκειν ἐστάλμην (106) στρέφω στρέφομαι ἔστρεφον ἐστρεφόμην στρέψω στρέψομαι/ στραφήσομαι ἔστρεψα ἐστρεψάμην/ ἐστρέφθην & ἐστράφην ἔστροφα ἔστραμμαι ἐστρόφειν & στρέψας εἶχον ἐστράμμην (107) σφάλλω σφάλλομαι (108) σῴζω σῴζομαι ἔσφαλλον ἐσφαλλόμην ἔσῳζον ἐσῳζόμην σφαλῶ σφαλοῦμαι/ σφαλήσομαι σώσω σώσομαι/ σωθήσομαι ἔσφηλα(ἔσφαλα) ἐσφάλην ἔσωσα ἐσωσάμην/ ἐσώθην ἔσφαλκα ἔσφαλμαι σέσωκα σέσωμαι & σέσωσμαι ἐσφάλκειν ἐσφάλμην ἐσεσώκειν ἐσεσώμην & ἐσεσώσμην σεσωκώς ἔσομαι 10 (109) τάττω, τάσσω τάττομαι, τάσσομαι (110) τελευτῶ (άω-ῶ) τελευτῶμαι ἔταττον, ἔτασσον ἐταττόμην, ἐτασσόμην ἐτελεύτων ἐτελευτώμην τάξω τάξομαι/ ταχθήσομαι τελευτήσω τελευτήσομαι & ταγήσομαι ἐτελεύτησα ἐτελευτήθην ἔταξα ἐταξάμην/ ἐτάχθην & ἐτάγην τετελεύτηκα τετελεύτημαι τέταχα τέταγμαι ἐτετελευτήκειν ἐτετελευτήμην ἐτετάχειν ἐτετάγμην τετάξομαι (111) τείνω τείνομαι ἔτεινον ἐτεινόμην τενῶ τενοῦμαι/ ταθήσομαι ἔτεινα ἐτεινάμην/ ἐτάθην τέτακα τέταμαι ἐτετάμην (112) τέμνω τέμνομαι (113) τίθημι τίθεμαι ἔτεμνον ἐτεμνόμην ἐτίθην ἐτιθέμην τεμῶ τεμοῦμαι/ τμηθήσομαι θήσω θήσομαι/ τεθήσομαι ἔτεμον ἐτεμόμην/ ἐτμήθην ἔθηκα ἐτέθην/ ἐθέμην τέτμηκα τέτμημαι τέθεικα & τέθηκα τέθειμαι & κεῖμαι ἐτετμήκειν ἐτετμήμην ἐτεθείκειν ἐτεθείμην & ἐκείμην

(114) τιμῶ (άω- ῶ) τιμῶμαι ἐτίμων ἐτιμώμην τιμήσω τιμήσομαι/ τιμηθήσομαι ἐτίμησα ἐτιμησάμην/ ἐτιμήθην τετίμηκα τετίμημαι ἐτετιμήκειν ἐτετιμήμην τετιμηκώς ἔσομαι (115) τρέπω τρέπομαι ἔτρεπον ἐτρεπόμην τρέψω τρέψομαι/ τρεφθήσομαι & τραπήσομαι ἔτρεψα/ ἔτραπον ἐτρεψάμην/ ἐτραπόμην/ ἐτρέφθην & ἐτράπην τέτροφα τέτραμμαι ἐτετρόφειν ἐτετράμμην (116) τρέφω τρέφομαι (117) τρέχω ἔτρεφον ἐτρεφόμην ἔτρεχον θρέψω θρέψομαι/ τραφήσομαι δραμοῦμαι ἔθρεψα ἐθρεψάμην/ ἐτράφην & ἐθρέφθην ἔδραμον τέτροφα τέθραμμαι δεδράμηκα ἐτετρόφειν ἐτεθράμμην ἐδεδραμήκειν 11 (118) τυγχάνω (119) ὑπισχνοῦμαι (έομαι-οῦμαι) ἐτύγχανον ὑπισχνούμην τεύξομαι, τευξοῦμαι ὑποσχήσομαι ἔτυχον ὑπεσχόμην τετύχηκα [τέτευχα] ὑπέσχημαι ἐτετυχήκειν & τετυχηκώς ἦν ὑπεσχήμην (120) φαίνω φαίνομαι ἔφαινον ἐφαινόμην φανῶ φανοῦμαι/ φανήσομαι ἔφηνα ἐφηνάμην/ ἐφάνην & ἐφάνθην πέφαγκα πέφασμαι & πέφηνα ἐπεφάγκειν ἐπεφάσμην & ἐπεφήνειν (121) φέρω φέρομαι ἔφερον ἐφερόμην οἴσω οἴσομαι/ οἰσθήσομαι & ἐνεχθήσομαι ἤνεγκον & ἤνεγκα ἠνεγκάμην/ἠνεγκόμην & ἠνέχθην ἐνήνοχα ἐνήνεγμαι ἐνηνόχειν ἐνηνέγμην (122) φεύγω (123) φημί (124) φθάνω ἔφευγον ἔφην, ἔφασκον ἔφθανον φεύξομαι & φευξοῦμαι φήσω φθήσομαι *φθάσω+ ἔφυγον ἔφησα, ἔφην & εἶπον ἔφθασα/ ἔφθην πέφευγα εἴρηκα ἔφθακα ἐπεφεύγειν εἰρήκειν ἐφθάκειν

(125) φθείρω φθείρομαι (126) φροντίζω φροντίζομαι ἔφθειρον ἐφθειρόμην ἐφρόντιζον ἐφροντιζόμην φθερῶ φθεροῦμαι/ φθαρήσομαι φροντιῶ φροντιοῦμαι ἔφθειρα ἐφθάρην ἐφρόντισα - ἔφθαρκα ἔφθαρμαι πεφρόντικα πεφρόντισμαι ἐφθάρκειν ἐφθάρμην ἐπεφροντίκειν ἐπεφροντίσμην (127) φυλάττ(σσ)ω φυλάττ(σσ)ομαι (128) φύω φύομαι ἐφυλαττ(σσ)ον ἐφυλαττ(σσ)όμην ἔφυον ἐφυόμην φυλάξω φυλάξομαι/ φυλαχθήσομαι φύσω φύσομαι & φυήσομαι ἐφύλαξα ἐφυλαξάμην/ ἐφυλάχθην ἔφυσα ἔφυν/ ἐφύην πεφύλαχα πεφύλαγμαι γεγέννηκα πέφυκα ἐπεφυλάχειν ἐπεφυλάγμην ἐγεγεννήκειν ἐπεφύκειν & πεφυκώς ἦν (129) χρή & χρεὼν ἐστί (130) χρῶμαι (ήομαι - ῶμαι) χρν & ἔχρην ἐχρώμην (ἀπό)χρήσει *χρσται] χρήσομαι/ χρησθήσομαι ἔχρησε ἐχρησάμην/ ἐχρήσθην - κέχρημαι - ἐκεχρήμην 12 (131) χωρῶ (έω- ῶ) συγχωροῦμαι (132) ψεύδω ψεύδομαι ἐχώρουν συνεχωρούμην ἔψευδον ἐψευδόμην χωρήσομαι & χωρήσω συγχωρηθήσομαι ψεύσω ψεύσομαι/ ψευσθήσομαι ἐχώρησα συνεχωρήθην ἔψευσα ἐψευσάμην/ἐψεύσθην κεχώρηκα συγκεχώρημαι - ἔψευσμαι ἐκεχωρήκειν συνεκεχωρήμην - ἐψεύσμην (133) (ἐπι)ψηφίζω ψηφίζομαι (134) ὠνοῦμαι (έομαι-οῦμαι) (ἐπ)εψήφιζον ἐψηφιζόμην ἐωνούμην (ἐπι)ψηφιῶ ψηφιοῦμαι/ ψηφισθήσομαι ὠνήσομαι (ἐπ)εψήφισα ἐψηφισάμην/ ἐψηφίσθην ἐπριάμην/ ἐωνήθην (ἐπ)εψήφικα ἐψήφισμαι ἐώνημαι (ἐπ)εψηφίκειν ἐψηφίσμην ἐωνήμην (135) ὠφελῶ (έω-ῶ) ὠφελοῦμαι ὠφέλουν ὠφελούμην ὠφελήσω ὠφελήσομαι/ ὠφεληθήσομαι ὠφέλησα ὠφελήθην ὠφέληκα ὠφέλημαι ὠφελήκειν ὠφελήμην