ISSN 1830-3994 EL Àªµ À π Àƒø ø π ƒ ªª π Ù ÛÈ ÎıÂÛË ÙÔ Ì Ô Ï Ô Û ÂÙÈÎ Ì ÙËÓ ÚfiÛ ÛË ÛÙ ÁÁÚ Ê - 2005 øµƒπ 2006
Ù ÛÈ ÎıÂÛË ÙÔ Ì Ô Ï Ô Û ÂÙÈÎ Ì ÙËÓ ÚfiÛ ÛË ÛÙ ÁÁÚ Ê - 2005 øµƒπ 2006
Περισσότερες πληροφορίες για την Ευρωπαϊκή Ένωση παρέχονται από το Internet µέσω του εξυπηρετητή Europa (http://www.europa.eu). Βιβλιογραφικό δελτίο υπάρχει στο τέλος του τεύχους. ISBN 92-824-3263-7 ISSN 1830-3994 Ευρωπαϊκές Κοινότητες, 2006 Επιτρέπεται η αναπαραγωγή µε αναφορά της πηγής. Printed in Belgium ΤΥΠΩΜΕΝΟ ΣΕ ΧΑΡΤΙ ΛΕΥΚΑΣΜΕΝΟ ΧΩΡΙΣ ΧΛΩΡΙΟ 2
Το παρόν φυλλάδιο περιέχει την ετήσια έκθεση του Συµβουλίου σχετικά µε την εφαρµογή του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα κατά το 2005. Η έκθεση, την οποία ενέκρινε το Συµβούλιο τον Οκτώβριο του 2006, παρουσιάζει τις κανονιστικές, διοικητικές και πρακτικές αναπροσαρµογές στις οποίες προέβη το Συµβούλιο προκειµένου να τηρηθούν οι διατάξεις του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Η έκθεση παρέχει επίσης πληροφορίες σχετικά µε το δηµόσιο µητρώο των εγγράφων του Συµβουλίου, καθώς και στατιστικά στοιχεία σχετικά µε την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. Επιπλέον, η έκθεση υπογραµµίζει τις κυριότερες εξελίξεις κατά το τέταρτο έτος εφαρµογής του κανονισµού και περιέχει ανασκόπηση των καταγγελιών που υποβλήθηκαν στον Ευρωπαίο διαµεσολαβητή, των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τα Δικαστήρια της Κοινότητας κατά το 2005, σε σχέση µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, καθώς και των προσφυγών ενώπιον του Πρωτοδικείου που αφορούν την πρόσβαση στα έγγραφα του Συµβουλίου. Πρόσθετες πληροφορίες (καθώς και οι προηγούµενες εκθέσεις) όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα του Συµβουλίου και άλλα ζητήµατα σχετικά µε τη διαφάνεια παρέχονται στην ιστοσελίδα http:/www.consilium.europa.eu, ενότητα «Έγγραφα». 3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδα ΕΙΣΑΓΩΓΗ 7 Ι. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕΣ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ 9 1. Το δηµόσιο µητρώο των εγγράφων του Συµβουλίου 9 2. Πρακτικές αναπροσαρµογές 10 3. Εσωτερικές οδηγίες, ηµερίδες κατάρτισης, προσωπικό 11 ΙΙ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ 13 Επαγγελµατική προέλευση και γεωγραφική κατανοµή των αιτούντων 13 Τοµείς που αποτελούν το αντικείµενο των αιτήσεων πρόσβασης 14 Αριθµός εξεταζοµένων εγγράφων και αρνήσεων πρόσβασης 14 ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ 16 Λόγοι άρνησης 16 Ειδική εξαίρεση για τις νοµικές γνωµοδοτήσεις 16 IV. ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 18 1. Διοργανική Επιτροπή 18 2. Διοργανικός διάλογος σχετικά µε τις διάφορες πτυχές της διαφάνειας 18 3. Συµπεράσµατα του Συµβουλίου της 21ης Δεκεµβρίου 2005 σχετικά µε τη βελτίωση της ανοικτής και διαφανούς λειτουργίας του Συµβουλίου 19 V. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 20 A. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ 20 Β. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 24 VI. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 26 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΣΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ 29 5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισµού αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, σχετικά µε την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συµβουλίου και της Επιτροπής ορίζει ότι «κάθε θεσµικό όργανο δηµοσιεύει ετησίως έκθεση για το προηγούµενο έτος που περιλαµβάνει τον αριθµό των περιπτώσεων στις οποίες το θεσµικό όργανο αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφα, καθώς και τους λόγους για τις αρνήσεις αυτές και τον αριθµό των ευαίσθητων εγγράφων που δεν καταχωρήθηκαν στο µητρώο». 1 H παρούσα έκθεση αφορά την εφαρµογή του κανονισµού αριθ. 1409/2001 από το Συµβούλιο κατά τη διάρκεια του 2005. Όπως και στις προηγούµενες ετήσιες εκθέσεις 2, στην παρούσα έκθεση παρατίθενται, στο πρώτο µέρος, οι κανονιστικές, διοικητικές και πρακτικές αναπροσαρµογές στις οποίες προέβη το Συµβούλιο το 2005 προκειµένου να τηρηθούν οι διατάξεις του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Το δεύτερο µέρος είναι αφιερωµένο στην ανάλυση των αριθµητικών στοιχείων όσον αφορά τις αιτήσεις πρόσβασης για την περίοδο αναφοράς. Το τρίτο µέρος αφορά ειδικότερα την εφαρµογή από µέρους του Συµβουλίου, των εξαιρέσεων από το δικαίωµα πρόσβασης που προβλέπονται από το άρθρο 4 του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Στο τέταρτο µέρος αναφέρονται τα αξιοσηµείωτα γεγονότα του τέταρτου έτους εφαρµογής του κανονισµού, και στο πέµπτο µέρος εξετάζονται οι καταγγελίες που υποβλήθηκαν στον Ευρωπαίο Διαµεσολαβητή και οι προσφυγές στη δικαιοσύνη. Τα συµπεράσµατα της έκθεσης περιέχονται στο έκτο και τελευταίο µέρος. 1 2 Βλέπε εν προκειµένω τις προηγούµενες εκθέσεις του Συµβουλίου (που ανευρίσκονται στα έγγραφα 7957/03, 8036/04 και 8896/05), καθώς και τις εκθέσεις της Επιτροπής (COM (2003) 216 τελικό, COM (2004) 347 τελικό και COM(2005) 348 τελικό). Οι εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα έτη 2002-2005, περιλαµβάνονται στα σηµειώµατα του Γενικού Γραµµατέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Προεδρείο, της 23ης Ιανουαρίου 2003 (ΡΕ 324.992/BUR), της 19ης Φεβρουαρίου 2004 (ΡΕ 338.930/BUR/ΝΤ), 7 Μαρτίου 2005 (PE 352.676/BUR./ANN.) και 22 Μαρτίου 2006 (PE 371.089/BUR./ANN.) αντιστοίχως. Σηµειωτέον εξάλλου ότι σύµφωνα µε το άρθρο 17, παράγραφος 2 του κανονισµού αριθ. 1049/2001, η Επιτροπή δηµοσίευσε έκθεση για την εφαρµογή των αρχών του εν λόγω κανονισµού στις 30 Ιανουαρίου 2004 (COM (2004) 45 τελικό). Βλέπε έγγραφα 7957/03, 8036/04 και 8896/05. 7
Ι. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕΣ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ 1. Το δηµόσιο µητρώο των εγγράφων του Συµβουλίου Σύµφωνα µε το άρθρο 11 του κανονισµού αριθ. 1049/2001, τα κοινοτικά θεσµικά όργανα παρέχουν πρόσβαση σε µητρώο εγγράφων µε ηλεκτρονική µορφή. Το δηµόσιο µητρώο των εγγράφων του Συµβουλίου, το οποίο άρχισε να λειτουργεί την 1η Ιανουαρίου 1999, περιέχει αναφορές σε όλα τα έγγραφα του Συµβουλίου που έχουν καταχωρηθεί µέσω αυτόµατου συστήµατος αρχειοθέτησης. Έτσι, κάθε µη ευαίσθητο έγγραφο που υποβάλλεται στο Συµβούλιο ή σε µια από τις προπαρασκευαστικές οµάδες και επιτροπές του και που χρησιµεύει ως βάση για τις συζητήσεις, ή το οποίο επηρεάζει τη διαδικασία λήψης απόφασης ή αντικατοπτρίζει την πορεία των εργασιών ενός φακέλου, καταχωρείται αυτοµάτως στο µητρώο. Όσον αφορά τα ευαίσθητα έγγραφα 3, ο συντάκτης διευκρινίζει τις αναφορές που µπορούν, ενδεχοµένως, να περιέχονται στο µητρώο. 4 Το µητρώο επιτρέπει την πρόσβαση στο πλήρες κείµενο µεγάλου αριθµού εγγράφων, τα οποία σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 11 του Παραρτήµατος ΙΙ του εσωτερικού κανονισµού του Συµβουλίου, πρέπει να καθίστανται απ ευθείας προσιτά στο κοινό µόλις κυκλοφορήσουν 5. Πρόκειται για τις ακόλουθες κατηγορίες εγγράφων : προσωρινές ηµερήσιες διατάξεις των συνόδων του Συµβουλίου και των προπαρασκευαστικών οµάδων και επιτροπών του (πλην ορισµένων οµάδων και επιτροπών που είναι αρµόδιες για στρατιωτικά θέµατα και θέµατα ασφαλείας), έγγραφα τρίτων που έχουν δοθεί στη δηµοσιότητα από το συντάκτη τους ή µε τη συγκατάθεσή του, στο νοµοθετικό τοµέα, σηµειώµατα για σηµεία «Ι/Α» και σηµεία «Α» υποβαλλόµενα στην ΕΜΑ και/ ή το Συµβούλιο, καθώς και σχέδια νοµοθετικών πράξεων, κοινών θέσεων και κοινά κείµενα εγκεκριµένα από την Επιτροπή Συνδιαλλαγής, στα οποία παραπέµπουν τα εν λόγω σηµειώµατα, οιοδήποτε άλλο κείµενο εγκριθέν από το Συµβούλιο και προοριζόµενο για δηµοσίευση στην Επίσηµη Εφηµερίδα, έγγραφα σχετικά µε νοµοθετική πράξη µετά τον καθορισµό κοινής θέσης, την έγκριση κοινού σχεδίου από την Επιτροπή Συνδιαλλαγής ή την οριστική έκδοση της πράξης, έγγραφα στα οποία επετράπη πλήρης πρόσβαση σε ένα µέλος του κοινού το οποίο υπέβαλε σχετικά αίτηση. 3 4 5 Για τους σκοπούς του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, νοούνται ως «ευαίσθητα έγγραφα» τα έγγραφα που φέρουν την ένδειξη «CONFIDENTIEL», «SECRET» ή «TRÈS SECRET/TOP SECRET». Βλέπε στη συνάρτηση αυτή το άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισµού αυτού. Βλέπε το άρθρο 9 παράγραφος 2, καθώς και το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Το 2005, 77.832 έγγραφα κατέστησαν έτσι προσιτά µέσω του µητρώου µόλις κυκλοφόρησαν. 9
Στις 19 Ιανουαρίου 2006, στο µητρώο είχαν καταχωρηθεί 697.111 έγγραφα όλων των γλωσσών το περιεχόµενο 459.033 εγγράφων (ήτοι το 65,8% των καταχωρηµένων στο µητρώο εγγράφων) ήταν δηµοσιοποιηµένο, δηλαδή είτε σε µορφή που «κατεβαίνει» ηλεκτρονικά (422.297 έγγραφα σε µορφή PDF ή HTML), είτε διαθέσιµο κατόπιν απλής αιτήσεως (36.736 έγγραφα συντάχθηκαν σε άλλη µορφή). Κατά συνέπεια, σε σχέση µε το προηγούµενο έτος, ο αριθµός των εγγράφων που έχουν καταχωρηθεί στο µητρώο κατά το 2005 σηµείωσε αύξηση κατά 19,4% περίπου (583.713 το Φεβρουάριο του 2005 έναντι 697.111 κατά τις αρχές του 2006), ενώ ο αριθµός εγγράφων που είναι απ ευθείας προσιτά µέσω του µητρώου αυξήθηκε σχεδόν κατά 19,3% (354.054 το Φεβρουάριο του 2005 έναντι 422.297 στις αρχές του 2006). Επίσης, τον Ιανουάριο του 2005 το µητρώο περιείχε 10.076 έγγραφα µε την ένδειξη «Ρ/Α» (δηλαδή εν µέρει προσιτά), εκ των οποίων 1.302 (σε µορφή PDF) ήταν προσιτά ηλεκτρονικά 6. Τα έγγραφα «Ρ/Α» που καταχωρήθηκαν στο µητρώο πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2004 - ηµεροµηνία µετά την οποία κάθε νέο και µερικώς προσιτό έγγραφο καθίσταται απ ευθείας προσιτό στο κοινό µέσω του µητρώου - γενικά δεν «κατεβάζονται» ηλεκτρονικά, µπορούν όµως να διατεθούν στους ενδιαφεροµένους κατόπιν αιτήσεως. Το 2005, 259.106 διαφορετικοί χρήστες συνδέθηκαν µέσω του Διαδικτύου µε το δηµόσιο µητρώο του Συµβουλίου. Συνεπώς ο συνολικός αριθµός επισκέψεων αυξήθηκε κατά 15,7%, (1.064.039 επισκέψεις το 2005 έναντι των 919.584 το 2004), πράγµα που αντιπροσωπεύει περισσότερες από 2.950 επισκέψεις ηµερησίως. Ο συνολικός αριθµός αναζητήσεων πληροφοριών (υπολογιζόµενων µε βάση τον αριθµό ανακλήσεων σε οθόνη) ανήλθε σε 5.470.970. Κατά την υπό εξέταση περίοδο, παρήχθησαν, σε αµετάφραστη γλωσσική µορφή, 294 ευαίσθητα έγγραφα, εκ των οποίων 48 διαβαθµίστηκαν ως «SECRET UE» και 246 ως «CONFIDENTIEL UE», όλα στην πρωτότυπη γλώσσα. Μεταξύ των εγγράφων αυτών, 1 έγγραφο «SECRET UE» και 49 έγγραφα «CONFIDENTIEL UE» αναφέρονται στο µητρώο, κατ εφαρµογή των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 2, και του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισµού αριθ. 1049/2001. 2. Πρακτικές αναπροσαρµογές Σύµφωνα µε τις διατάξεις του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, πρέπει να λαµβάνεται υπόψη κάθε αίτηση πρόσβασης που αφορά έγγραφα υπό την κατοχή του Συµβουλίου, τα οποία αφορούν θέµατα σχετικά µε τις πολιτικές, τις δραστηριότητες και τις αποφάσεις που εµπίπτουν στην αρµοδιότητα του Συµβουλίου, συµπεριλαµβανοµένων των αιτήσεων που αφορούν διαβαθµισµένα έγγραφα. Η διεκπεραίωση των αιτήσεων πρόσβασης σε διαβαθµισµένα έγγραφα, απαιτεί διεξοδική εξέταση από µέρους των αρµοδίων υπηρεσιών της Γενικής Γραµµατείας του Συµβουλίου. Κατά το 2005 το Τµήµα Διαφάνειας έλαβε και εξέτασε 755 αιτήσεις πρόσβασης σε 593 τέτοια έγγραφα, 124 εκ των οποίων είχαν διαβαθµισθεί ως «CONFIDENTIEL UE» και 469 ως «RESTREINT UE». Προκειµένου να προβούν στην εξέτασή τους οι υπάλληλοι του Τµήµατος Διαφάνειας διαβουλεύονται συστηµατικά µε τους συντάκτες/ τα αρµόδια τµήµατα. 6 10 Η µερική δηµοσιοποίηση εφαρµόζεται σύµφωνα µε το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισµού. Το 2005, ο συνολικός αριθµός εγγράφων που κατέστησαν µερικώς προσιτά στο κοινό αυξήθηκε κατά 22,5% (βλ. λεπτοµερή στοιχεία στη σελίδα 10).
Παρά τον συχνά εξόχως περίπλοκο χαρακτήρα των φακέλων που πρέπει να εξετασθούν, η Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου µπόρεσε να αντιµετωπίσει το συνεπαγόµενο αυξανόµενο διοικητικό φόρτο και να συµµορφωθεί προς τους όρους και τις χρονικές προθεσµίες που ορίζονται από τον κανονισµό αριθ. 1049/2001. Σηµειωτέον, στη συνάρτηση αυτή, ότι η προθεσµία απάντησης είναι 15 εργάσιµες ηµέρες µε δυνατότητα παράτασης κατά 15 εργάσιµες ηµέρες σε περιπτώσεις δεόντως αιτιολογηµένες, λόγου χάρη όταν η αίτηση αφορά πολύ µεγάλο αριθµό εγγράφων. Το 2005, η µέση προθεσµία διεκπεραίωσης των αρχικών αιτήσεων ήταν 13 εργάσιµες ηµέρες. Η Γραµµατεία του Συµβουλίου έκανε χρήση της δυνατότητας παράτασης των προθεσµιών στο 15,5% των αρχικών αιτήσεων αλλά υποχρεούται να κάνει συχνότερα χρήση αυτής της δυνατότητας για τις απαντήσεις στις επιβεβαιωτικές αιτήσεις, οι οποίες πρέπει να εξετάζονται από την Οµάδα «Πληροφόρηση» πριν να υποβληθούν στην ΕΜΑ και στο Συµβούλιο προς έγκριση, για κάθε ένα δε από τα στάδια αυτά απαιτείται κάποιο χρονικό διάστηµα. Όπως προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 6 του κανονισµού αριθ. 1049/2001, το Συµβούλιο εξετάζει συστηµατικά τη δυνατότητα χορήγησης µερικής πρόσβασης στα αιτούµενα έγγραφα. Η πρακτική αυτή παρέχει τη δυνατότητα να εξασφαλισθεί µεγαλύτερη διαφάνεια, ιδίως στο νοµοθετικό τοµέα. Στις περιπτώσεις που ένα έγγραφο εξακολουθεί να συζητείται στα πλαίσια του Συµβουλίου ή των προπαρασκευαστικών του οργάνων, και εφόσον το έγγραφο αυτό αντανακλά τις θέσεις των αντιπροσωπειών, ενδέχεται να ανακύψει µια κατάσταση στην οποία η πλήρης δηµοσιοποίηση του εγγράφου µπορεί να επηρεάσει τη διεξαγωγή των διαπραγµατεύσεων. Στις περιπτώσεις αυτές το Συµβούλιο εφαρµόζει, κατά γενικό κανόνα, το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισµού, χορηγώντας πρόσβαση στο περιεχόµενο των προπαρασκευαστικών εγγράφων ενόσω αυτά εξακολουθούν να αποτελούν αντικείµενο συζητήσεων, αλλά χωρίς να κατονοµάζονται οι αντιπροσωπείες. Έτσι, οι ενδιαφερόµενοι µπορούν να παρακολουθήσουν τη διεξαγωγή των εργασιών χωρίς να θίγεται η διαδικασία λήψης απόφασης του θεσµικού οργάνου. Η πρακτική αυτή ωστόσο δεν θίγει τη δυνατότητα εφαρµογής άλλων εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισµού. 3. Εσωτερικές οδηγίες, ηµερίδες κατάρτισης προσωπικού Όπως και κατά τα προηγούµενα έτη, κατά το 2005 η Γραµµατεία του Συµβουλίου οργάνωσε σειρά ηµερίδων κατάρτισης 7 για το προσωπικό του Συµβουλίου που είναι επιφορτισµένο µε την παραγωγή εγγράφων προκειµένου να εξοικειωθεί µε τις ακολουθητέες διαδικασίες και πρακτικές όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. 7 Συνολικά, οργανώθηκαν πέντε ηµερίδες κατάρτισης κατά την υπό εξέταση περίοδο (τρεις κατά το πρώτο εξάµηνο του 2005 και δύο κατά το δεύτερο εξάµηνο) διεξήχθησαν επί πλέον ειδικές συνεδριάσεις ενηµέρωσης του προσωπικού του Τµήµατος Διαφάνειας, των µελών των διαφόρων ενδιαφεροµένων τµηµάτων της ΓΓΣ και των µελών των προπαρασκευαστικών οµάδων και επιτροπών του Συµβουλίου. 11
Κατά το 2005, το προσωπικό της Μονάδας της Γενικής Γραµµατείας του Συµβουλίου «!Διαφάνεια, πρόσβαση στα έγγραφα και ενηµέρωση του κοινού» (ΓΔ ΣΤ) ανερχόταν σε 14 υπαλλήλους οι οποίοι ήταν κατανεµηµένοι ως εξής: Πρόσβαση στα έγγραφα : 2 Α*, 2 B*, 4 C* και 1 D* Ενηµέρωση του κοινού : 1 Β* και 4 C* Τα µέλη της υπηρεσίας «Ενηµέρωση του κοινού» διεκπεραιώνουν τις αιτήσεις του κοινού για ενηµέρωση, κατ εφαρµογή του κώδικα ορθής διοικητικής συµπεριφοράς για τη Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου 8. Κατά το 2005, η υπηρεσία διεκπεραίωσε 13.147 αιτήσεις ενηµέρωσης που παρελήφθησαν µε το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο (11.785) ή δι επιστολής (1.362) 9. 8 9 12 Απόφαση του Γενικού Γραµµατέα του Συµβουλίου/ Ύπατου Εκπροσώπου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας της 25ης Ιουνίου 2001 σχετικά µε κώδικα ορθής διοικητικής συµπεριφοράς για τη Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το προσωπικό της στις υπηρεσιακές τους επαφές µε το κοινό, EE C 189 της 5.7.2001, σ. 1. Κατά το 2004, ο αντίστοιχος αριθµός ανήλθε σε 9.227 (8.529 αιτήσεις ενηµέρωσης που παρελήφθησαν µε το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο και 698 αιτήσεις δι επιστολής).
ΙΙ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ Οι αιτήσεις πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα του Συµβουλίου εξετάζονται σε πρώτη φάση από τη Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου. Εάν η Γραµµατεία του Συµβουλίου αρνηθεί εν µέρει ή εν όλω την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, ο αιτών µπορεί να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση προκειµένου το Συµβούλιο να αναθεωρήσει τη θέση του. Σε περίπτωση πλήρους ή µερικής απόρριψης µιας επιβεβαιωτικής αίτησης, ο αιτών µπορεί να υποβάλει είτε καταγγελία στον Ευρωπαίο Διαµεσολαβητή, είτε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το Παράρτηµα της παρούσας έκθεσης περιέχει στατιστικές για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συµβουλίου για τα πρώτα τέσσερα πλήρη έτη µετά από την έναρξη ισχύος του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Κατά την υπό εξέταση περίοδο, το Συµβούλιο έλαβε 2.100 αιτήσεις πρόσβασης σε 9.457 έγγραφα συνολικά. Ο αριθµός των εγγράφων που κατέστησαν προσιτά στο κοινό εν µέρει ή εν όλω (µετά από αρχικές ή επιβεβαιωτικές αιτήσεις) ανήλθε σε 7.788 κατά το 2005. Όπως καταδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία σχετικά µε τον αριθµό αναζητήσεων πληροφοριών στο δηµόσιο µητρώο εγγράφων του Συµβουλίου µέσω του Διαδικτύου, το Διαδίκτυο εξακολουθεί να αποτελεί ένα σηµαντικό ερευνητικό εργαλείο για τους πολίτες που επιθυµούν να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό καταδεικνύεται από αύξηση κατά 16% περίπου του αριθµού των επισκέψεων (αριθµός που σηµειώνει αύξηση επί τρία διαδοχικά έτη). Επαγγελµατική προέλευση και γεωγραφική κατανοµή των αιτούντων Όσον αφορά τις αρχικές αιτήσεις, οι αιτούντες είναι κυρίως σπουδαστές και ερευνητές (32,4%). Περιλαµβάνονται επίσης στις πλέον εκπροσωπούµενες κοινωνικές και επαγγελµατικές κατηγορίες οι δικηγόροι (10,2%), ο βιοµηχανικός και ο εµπορικός τοµέας και οι οµάδες πίεσης (17,2%). Δεδοµένου ότι οι αιτούντες δεν υποχρεούνται να δηλώσουν την ταυτότητά τους ούτε να αιτιολογήσουν την αίτησή τους, η οποία κατά κανόνα διαβιβάζεται ηλεκτρονικά, είναι άγνωστο το επάγγελµα σηµαντικού ποσοστού αιτούντων (16,8%). Στα πλαίσια των επιβεβαιωτικών αιτήσεων, η πλειονότητα των αιτούντων είναι επίσης σπουδαστές ή ερευνητές (28,1%). Οι δηµοσιογράφοι αντιπροσωπεύουν µόνον το 6,3% των αιτούντων στην επιβεβαιωτική φάση, πράγµα που εξηγείται ιδίως από το γεγονός ότι για τους δηµοσιογράφους τα δηµόσια µητρώα εγγράφων των θεσµικών οργάνων συνιστούν απλώς µια πηγή πληροφοριών µεταξύ άλλων. Εξάλλου, οι δηµοσιογράφοι, στη µεγάλη τους πλειοψηφία, ενδιαφέρονται µάλλον για την άµεση επικαιρότητα. Εποµένως δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι οι ελάχιστες αιτήσεις πρόσβασης τις οποίες υποβάλλουν δηµοσιογράφοι αφορούν κατ ουσία τη δηµοσιογραφία που ασχολείται µε έρευνες και ως εκ τούτου έχουν τον ίδιο χαρακτήρα µε τις αιτήσεις πρόσβασης που προέρχονται από τον πανεπιστηµιακό χώρο. 13
Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανοµή των αιτούντων, είναι σκόπιµο να σηµειωθεί ότι η πλειονότητα των αρχικών αιτήσεων προέρχονται από το Βέλγιο (27,5%), τη Γερµανία (12,7%) και το Ηνωµένο Βασίλειο (7,9%). Οι αιτήσεις που προέρχονται από τρίτες χώρες (εκτός της ΕΕ) αντιπροσωπεύουν το 6,7% του συνόλου, οι δε επιβεβαιωτικές αιτήσεις προέρχονται κυρίως από τις ακόλουθες τέσσερις χώρες : Βέλγιο (28,1%), Ηνωµένο Βασίλειο (18,8%), Γερµανία (12,5%), Ιταλία (9,4%) και Κάτω Χώρες (9,4%) 10. Σηµειωτέον ότι πολλές πολυεθνικές επιχειρήσεις και διεθνή δικηγορικά γραφεία, καθώς και µεγάλος αριθµός ενώσεων που εκπροσωπούν τους διάφορους οικονοµικούς και βιοµηχανικούς τοµείς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν την έδρα τους στις Βρυξέλλες, πράγµα που εξηγεί τον σχετικά υψηλό αριθµό αρχικών αιτήσεων πρόσβασης και επιβεβαιωτικών αιτήσεων που προέρχονται από το Βέλγιο. Τοµείς που αποτελούν το αντικείµενο αιτήσεων πρόσβασης Όσον αφορά τους τοµείς που αποτελούν το αντικείµενο αιτήσεων, παρέµεινε υψηλό το ενδιαφέρον για τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις (22,5%) 11. Εν συνεχεία, κατά φθίνουσα τάξη, οι αιτήσεις αφορούν έγγραφα σχετικά µε τις εξωτερικές σχέσεις και την ΚΕΠΠΑ (12,8%), το περιβάλλον (7,7%), την εσωτερική αγορά (6,2%) και τις µεταφορές (5,3%). Το ενδιαφέρον που επιδεικνύουν οι αιτούντες στους τοµείς της ΚΕΠΠΑ (12,8% των αιτήσεων κατά το 2005 έναντι 14,6% κατά το 2004) και του περιβάλλοντος (7,7% κατά το 2005 έναντι 6,8% κατά το 2004) παραµένει σχετικά σταθερό, ενώ το ποσοστό των αιτήσεων που αφορούν αιτήσεις σχετικά µε την εσωτερική αγορά σηµείωσε έντονη µείωση κατά το προηγούµενο έτος (6,2% κατά το 2005 έναντι 14,2% κατά το 2004). 12 Αριθµός εξεταζοµένων εγγράφων και αρνήσεων πρόσβασης Κατά την υπό εξέταση περίοδο, η Γενική Γραµµατεία εξέτασε 9.457 έγγραφα και εξ αυτών κατέστησε προσιτά στο κοινό 7.535 σε αρχική φάση (απάντηση της Γενικής Γραµµατείας εξ ονόµατος του Συµβουλίου) υποβλήθηκαν 51 επιβεβαιωτικές αιτήσεις, που αφορούσαν 253 έγγραφα, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσµα να αποφασίσει το Συµβούλιο να δηµοσιοποιήσει ακόµη 130 έγγραφα (60 εξ ολοκλήρου και 70 εν µέρει). 10 11 12 14 Το 2004, οι περισσότερες επιβεβαιωτικές αιτήσεις προέρχονταν από το Βέλγιο (48,3%), το Ηνωµένο Βασίλειο (20,7%) και την Ιταλία (10,3%). Ο αριθµός αυτός έχει σηµειώσει ελαφρά άνοδο σε σχέση µε το προηγούµενο έτος. Κατά το 1999 το 37% των αιτήσεων πρόσβασης αφορούσαν τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις, ποσοστό το οποίο κατήλθε σε 29% κατά το 2000, σε 29,5% το 2001, σε 24,4% το 2002 και σε 22% το 2003. Από τα έγγραφα τα οποία έγιναν προσιτά εν όλω µετά από αιτήσεις πρόσβασης, άνω των 19% αφορούσαν τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις, 12,6% την ΚΕΠΠΑ, 14,2% τον τοµέα της εκπαίδευσης, της νεολαίας και του πολιτισµού, 11,3% την εσωτερική αγορά και 8,9% την περιβαλλοντική πολιτική. Από το συνολικό αριθµό των εγγράφων που έγιναν προσιτά (εν όλω ή εν µέρει), 22,2% αφορούσαν τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις, 13,3% την ΚΕΠΠΑ, 12,2% τον τοµέα της εκπαίδευσης, της νεολαίας και του πολιτισµού, 10,4% την εσωτερική αγορά και 8,3% την περιβαλλοντική πολιτική.
Εποµένως, από τα 9.457 ζητηθέντα έγγραφα κατά την υπό εξέταση περίοδο, το Συµβούλιο αρνήθηκε να δηµοσιοποιήσει 1.669 (αρχικές και επιβεβαιωτικές αιτήσεις µαζί), πράγµα που αντιστοιχεί σε ποσοστό πρόσβασης 67,3% (ζητηθέντα έγγραφα και έγγραφα που δηµοσιοποιήθηκαν εξ ολοκλήρου) ή 81,2% αν ληφθούν υπόψη και τα έγγραφα για τα οποία χορηγήθηκε µερική πρόσβαση. Μολονότι το ποσοστό πρόσβασης στα έγγραφα του Συµβουλίου κατά το 2005 ήταν χαµηλότερο από το ποσοστό του προηγουµένου έτους (85,7% κατά το 2004), τα αριθµητικά αυτά στοιχεία πρέπει να θεωρηθούν υπό το πρίσµα των σηµαντικών αριθµών εγγράφων (77.832 κατά το 2005 έναντι 68.996 κατά το 2004), τα οποία καθίστανται απ ευθείας προσιτά µέσω του µητρώου µόλις κυκλοφορήσουν. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι αυξήθηκε η χρησιµοποίηση της µερικής δηµοσιοποίησης. Το 2005, 1.096 έγγραφα κατέστησαν µερικώς προσιτά στο κοινό κατόπιν αρχικών αιτήσεων (έναντι 902 το 2004), 76 κατόπιν επιβεβαιωτικών αιτήσεων (έναντι 47 το 2004) και 2 έγγραφα µετά από εξέταση καταγγελιών που υποβλήθηκαν στον Ευρωπαίο Διαµεσολαβητή (έναντι 1 το 2004). 15
ΙΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ Λόγοι άρνησης Όσον αφορά τις αρχικές αιτήσεις, ο λόγος του οποίου γίνεται συχνότερα επίκληση είναι η προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήµισυ του συνόλου των αρνήσεων (48,3%), και εν συνεχεία προβάλλονται η προστασία του δηµόσιου συµφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (20,6%), τη δηµόσια ασφάλεια (15,8%), και η άµυνα και οι στρατιωτικές υποθέσεις (6,4%). Στο 6,1% των περιπτώσεων γίνεται επίκληση πολλών λόγων για την άρνηση: έτσι, η προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων είναι ένας λόγος που συνδέεται συχνά µε την προστασία του δηµοσίου συµφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (1,4%) ή τη δηµόσια ασφάλεια (0,8%). Όσον αφορά τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις, έγινε επίκληση του λόγου της προστασίας του δηµοσίου συµφέροντος όσον αφορά τη δηµόσια ασφάλεια στο 49,6% των απορριπτικών αποφάσεων το 2005, (27% κατά το 2004). Όσο για την προστασία του δηµοσίου συµφέροντος προκειµένου για τις διεθνείς σχέσεις, κατά το 2005, έγινε επίκληση του λόγου αυτού σε 20,3% των περιπτώσεων (έναντι 21,2% το 2004), ενώ η προστασία του δηµοσίου συµφέροντος προκειµένου για την άµυνα και στρατιωτικά ζητήµατα ήταν λόγος απόρριψης στο 5,7% των περιπτώσεων (έναντι του 25,9% το 2004). Η κατάσταση όσον αφορά την επίκληση της προστασίας της διαδικασίας λήψης αποφάσεων ως λόγου άρνησης πρόσβασης παρέµεινε αµετάβλητη σε σχέση µε το προηγούµενο έτος: κατά το 2005 έγινε επίκληση του λόγου αυτού σε 11,4% των περιπτώσεων (11,8% κατά το 2004). Τέλος, στο 13% των απορριπτικών αποφάσεων, ο λόγος αυτός συσχετίσθηκε µε άλλους λόγους άρνησης, όπως η προστασία του δηµοσίου συµφέροντος όσον αφορά τη δηµόσια ασφάλεια (3,3% των περιπτώσεων). Ειδική εξαίρεση για τις νοµικές γνωµοδοτήσεις Η αιτιολόγηση που βασίζεται στην προστασία δικαστικών διαδικασιών και των νοµικών γνωµοδοτήσεων (εξαίρεση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση του κανονισµού αριθ. 1049/2001) χρησιµοποιήθηκε, στη µεν αρχική φάση, µόνον στο 1,8% των αποφάσεων άρνησης κατά το 2005 (8,8% κατά το 2004). Δεν χρησιµοποιήθηκε καθόλου στη επιβεβαιωτική φάση κατά την υπό εξέταση περίοδο, ενώ είχε χρησιµοποιηθεί για 4,7% των απορριπτικών αποφάσεων κατά το 2004. Μολονότι η εξαίρεση αυτή δεν είναι η αιτιολογία άρνησης που χρησιµοποιεί συχνότερα το Συµβούλιο, ωστόσο θα πρέπει να υπογραµµισθεί η σηµασία της για την εύρυθµη λειτουργία και την αποτελεσµατικότητα των εργασιών του οργάνου. 13 13 16 Εφόσον υπάρχει δυνατότητα, χορηγείται µερική πρόσβαση, σύµφωνα µε το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, στα έγγραφα που περιέχουν τις γνώµες της Νοµικής Υπηρεσίας του Συµβουλίου και στις εισηγήσεις της Νοµικής Υπηρεσίας κατά τις εργασίες του Συµβουλίου και των προπαρασκευαστικών του οργάνων. Η τακτική αυτή επιτρέπει να παρέχονται στους ενδιαφεροµένους τα πραγµατικά στοιχεία που περιλαµβάνονται στα έγγραφα, ενώ ταυτόχρονα διαφυλάσσεται το απόρρητο των νοµικών γνωµοδοτήσεων καθεαυτών.
Βάσει της νοµολογίας που έχει καθιερωθεί εδώ και πολλά χρόνια 14 και που επικύρωσε κατά το 2004 το Πρωτοδικείο µε την απόφασή του στην υπόθεση Turco 15, το Συµβούλιο κρίνει ότι οι ανεξάρτητες γνωµοδοτήσεις που παρέχει η Νοµική Υπηρεσία στο Συµβούλιο του επιτρέπουν να εξασφαλίζει τη συµβατότητα των πράξεών του προς το κοινοτικό δίκαιο και να προωθεί τις συζητήσεις για τις νοµικές πτυχές ενός φακέλου. Εάν το Συµβούλιο στερηθεί του µέσου αυτού, θα υποβαθµιστεί η αποτελεσµατικότητα των εργασιών του. Για το λόγο αυτόν, είναι προς το δηµόσιο συµφέρον να έχει το Συµβούλιο πρόσβαση σε ανεξάρτητες νοµικές γνωµοδοτήσεις. 14 15 Βλ. εν προκειµένω, τη διάταξη του Πρωτοδικείου, της 3ης Μαρτίου 1998, στην υπόθεση Τ-610/97 R, Carlsen και άλλοι κατά Συµβουλίου, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-485, σηµεία 45 έως 47, καθώς και την απόφασή του, της 8ης Νοεµβρίου 2000, στην υπόθεση Τ-44/97, Ghignone και άλλοι κατά Συµβουλίου, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-1023, σηµεία 47 και 48. Η νοµολογία αυτή χρησιµοποιήθηκε από το Δικαστήριο στη διάταξή του της 23ης Οκτωβρίου 2002 στην υπόθεση C-445/00, Αυστρία κατά Συµβουλίου, σηµείο 12. Βλέπε εν προκειµένω την απόφαση του Δικαστηρίου, της 23ης Νοεµβρίου 2004, στην υπόθεση Τ-84/03 Maurizio Turco κατά Συµβουλίου (δεν έχει ακόµη δηµοσιευθεί στη Συλλογή), σηµείο 62 και επόµενα. Η απόφαση αυτή έχει εφεσιβληθεί (υποθέσεις C-39/05 και C-50/05 Ρ). 17
IV. ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1. Διοργανική Επιτροπή Σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, συγκροτήθηκε το 2002 µια διοργανική επιτροπή µε στόχο τη διερεύνηση της βέλτιστης πρακτικής, την εξέταση ενδεχόµενων διαφορών και τη συζήτηση των µελλοντικών εξελίξεων όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. Η Διοργανική Επιτροπή πραγµατοποίησε µια συνεδρίαση σε επίπεδο Γενικού Γραµµατέα (Συµβούλιο, Κοινοβούλιο και Επιτροπή) κατά την υπό εξέταση περίοδο. Κατά το 2005 διεξήχθησαν επίσης πολλές συνεδριάσεις µεταξύ των τµηµάτων του Συµβουλίου, του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής που είναι αρµόδια για την εφαρµογή του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Τα κύρια ζητήµατα που συζητήθηκαν κατά τη συνεδρίαση των Γενικών Γραµµατέων των τριών οργάνων στις 11 Νοεµβρίου 2005 ήταν τα εξής: η µελλοντική αναθεώρηση του κανονισµού αριθ. 1049/2001 υπό το πρίσµα της έκθεσης αξιολόγησης της Επιτροπής (COM(2004) 45), η δηµιουργία του νέου µητρώου επιτροπολογίας της Επιτροπής, και η δυνατότητα βελτίωσης των µητρώων εγγράφων των οργάνων ούτως ώστε να είναι πιο φιλικά για το χρήστη και προσιτά στο γενικό κοινό. Κατά το τέλος της συνεδρίασής της η Διοργανική Επιτροπή αποφάσισε να εγκρίνει την έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπή (COM(2004) 45) και να συστήσει τεχνική οµάδα η οποία θα είναι επιφορτισµένη µε την κριτική αντιµετώπιση των ιστοχώρων των τριών µητρώων, µε εντολή τη διερεύνηση πιθανών βελτιώσεων των τριών ιστοχώρων και την εναρµόνιση και διασύνδεσή τους. 2. Διοργανικός διάλογος σχετικά µε τις διάφορες πτυχές της διαφάνειας Στα πλαίσια του διοργανικού διαλόγου σχετικά µε τις διάφορες πτυχές της διαφάνειας, διεξήχθη στις 23 Νοεµβρίου 2005 συνεδρίαση των Γενικών Γραµµατέων των ευρωπαϊκών οργάνων και των µελών της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, οι Γενικοί Γραµµατείς προέβησαν σε ανασκόπηση των µέτρων που έχουν λάβει τα θεσµικά τους όργανα όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα και την πρόσβαση του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων καθώς και όσον αφορά συναφή ζητήµατα. Αναφέρθηκε επίσης σειρά πρακτικών µέτρων (που έχουν ληφθεί ή που προγραµµατίζονται) που επιτρέπουν στο κοινό να εντοπίζει ευκολότερα στο Διαδίκτυο τα προπαρασκευαστικά έγγραφα των κοινοτικών οργάνων εφόσον ενεργούν υπό νοµοθετική ιδιότητα. 18
3. Συµπεράσµατα του Συµβουλίου της 21ης Δεκεµβρίου 2005 σχετικά µε τη βελτίωση της ανοικτής και διαφανούς λειτουργίας του Συµβουλίου Καθ' όλη τη διάρκεια του 2005, κεντρικό ζήτηµα του διοργανικού διαλόγου υπήρξε η πρόσβαση του κοινού στις συζητήσεις του Συµβουλίου σχετικά µε νοµοθετικές πράξεις. Τα µέτρα που έλαβε το Συµβούλιο και τα οποία παραθέτει στα συµπεράσµατά του της 21ης Δεκεµβρίου 2005 16 και η γενική πολιτική που θέσπισε το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του Ιουνίου 2006 σχετικά µε τη διαφάνεια 17 αντικατοπτρίζουν τη σηµασία που αποδίδουν πλέον τα κοινοτικά όργανα στην αρχή της πρόσβασης του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Σύµφωνα µε τα µέτρα που θεσπίσθηκαν από το Συµβούλιο το Δεκέµβριο του 2005 και από το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο τον Ιούνιο του 2006 όλες οι συζητήσεις σχετικά µε νοµοθετικές πράξεις που πρόκειται να εκδοθούν είναι ανοικτές στο κοινό, ανοικτές επίσης είναι και οι ψηφοφορίες και η επεξήγηση των ψήφων των µελών του Συµβουλίου. Αυτό σηµαίνει ότι όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στην ηµερήσια διάταξη συνόδου του Συµβουλίου που είναι ανοικτή στο κοινό δηµοσιεύονται πριν από τη διεξαγωγή της συνόδου του Συµβουλίου. 18 Επί πλέον, προκειµένου να εξασφαλισθεί η ευρύτερη δυνατή πρόσβαση στο γενικό κοινό, από το καλοκαίρι του 2006 όλες οι δηµόσιες συζητήσεις και συσκέψεις, καθώς και οι δηµόσιες ψηφοφορίες για ζητήµατα που υπάγονται στη διαδικασία συναπόφασης, θα αναµεταδίδονται σε όλες τις γλώσσες µε βίντεο συνεχούς ροής στον ιστοχώρο του Συµβουλίου. 16 17 18 Βλέπε έγγραφο 15834/05. Βλέπε έγγραφα 10633/06, σ. 23 και 24, και 10926/06, σ. 11-14. Βλέπε έγγραφο 10926/06, Παράρτηµα ΙΙ, σ. 7. 19
V. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Α. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ Σε αυτό το τµήµα της ανά χείρας έκθεσης παρατίθενται ορισµένες καταγγελίες οι οποίες υποβλήθηκαν στον Ευρωπαίο Διαµεσολαβητή και στο πλαίσιο των οποίων εφαρµόστηκε ο κανονισµός αριθ. 1049/2001. Από τις καταγγελίες που εξετάζονται ήδη στην ετήσια έκθεση του Συµβουλίου για το 2004, αναφέρονται δύο υποθέσεις για τις οποίες ο Διαµεσολαβητής δεν είχε ακόµη αποφανθεί κατά τη στιγµή της δηµοσίευσης της προηγούµενης ετήσιας έκθεσης του Συµβουλίου 19. Επίσης, στην ανά χείρας έκθεση εξετάζεται σχετικά διεξοδικά η µόνη καταγγελία που υποβλήθηκε κατά το 2005 σχετικά µε την εφαρµογή από το Συµβούλιο του κανονισµού αριθ. 1049/2001. 1. Καταγγελία αριθ. 2395/2003/GG, που υπεβλήθη στον Ευρωπαίο Διαµεσολαβητή το Δεκέµβριο του 2003 Η καταγγελία αυτή δεν αφορά το δικαίωµα πρόσβασης σε έγγραφα υπό την αυστηρή του έννοια, αλλά µάλλον το δηµόσιο χαρακτήρα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του Συµβουλίου υπό την ευρεία έννοια του όρου. 20 Με την επιστολή που απηύθυναν στον Γενικό Γραµµατέα/ Ύπατο Εκπρόσωπο στις 18 Σεπτεµβρίου 2003, οι καταγγέλλοντες πρότειναν να τροποποιηθεί ο εσωτερικός κανονισµός του Συµβουλίου, έτσι ώστε να διεξάγονται δηµοσίως οι σύνοδοι του Συµβουλίου οσάκις αυτό συνέρχεται ως νοµοθέτης. Στην απάντησή του µε ηµεροµηνία 19 Νοεµβρίου 2003, ο Γενικός Γραµµατέας υπενθύµισε ότι οι διατάξεις του άρθρου 8 του εσωτερικού κανονισµού του Συµβουλίου απηχούν τη συµβιβαστική λύση στην οποία κατέληξαν οι Αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της Σεβίλλης στα πλαίσια µεταρρυθµιστικής διαδικασίας η οποία συνιστά ουσιαστική αλλαγή των υφισταµένων πρακτικών, µε στόχο την ενίσχυση της αποτελεσµατικότητας των εργασιών του Συµβουλίου πριν από τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το 2004. Στην καταγγελία τους προς τον Διαµεσολαβητή οι καταγγέλλοντες επεσήµαιναν ότι η αρχή της διεξαγωγής των συνόδων του Συµβουλίου δηµοσία, όταν το Συµβούλιο ενεργεί ως νοµοθέτης, προβλέπεται από τη Συνθήκη για τη θέσπιση συντάγµατος της Ευρώπης. Διετύπωναν επίσης το επιχείρηµα ότι η αρχή σύµφωνα µε την οποία οι αποφάσεις πρέπει να λαµβάνονται µε τον διαφανέστερο δυνατό τρόπο, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 1 παρ. 2 της Συνθήκης ΕΕ, συνιστά γενική αρχή δικαίου που θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στον εσωτερικό κανονισµό του Συµβουλίου. 19 20 20 Βλ. ετήσια έκθεση του Συµβουλίου σχετικά µε την πρόσβαση στα έγγραφα 2004, σ. 27-29. Βλέπε την προαναφερόµενη ετήσια έκθεση, σ. 27.
Μετά από την καταγγελία αυτή, το Συµβούλιο έλαβε κατά βάση τη θέση ότι το ζήτηµα είναι πολιτικού και συνταγµατικού µάλλον παρά διοικητικού χαρακτήρα. Εποµένως, είχε επιφυλάξεις για το κατά πόσον συνιστά κατά πρώτο λόγο περίπτωση κακής διοίκησης. Ο εσωτερικός κανονισµός του Συµβουλίου είναι, κατά τη γνώµη του, πλήρως σύµφωνος προς τις Συνθήκες. Εξάλλου, το Συµβούλιο υποστήριξε καθ' όλη τη διαδικασία ότι είχε εφαρµόσει ορθά τους ισχύοντες κανόνες, πράγµα το οποίο δεν αµφισβητήθηκε από τους καταγγέλλοντες. Στις 4 Οκτωβρίου 2005, ο Ευρωπαίος Διαµεσολαβητής υπέβαλε ειδική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην οποία επαναλάµβανε τη σύστασή του. Στις 4 Απριλίου 2006, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισµα, που βασιζόταν σε έκθεση την οποία είχε συντάξει η Επιτροπή Αναφορών του Κοινοβουλίου, το οποίο υποστήριζε τις συστάσεις του Ευρωπαίου Διαµεσολαβητή. 21 2. Καταγγελία αριθ. 2366/2004/OV της 28ης Ιουλίου 2004 Η καταγγελία αυτή, η οποία ήδη αναφέρεται στην ετήσια έκθεση που καλύπτει το έτος 2004, 22 αφορά ισχυρισµό για άρνηση πρόσβασης σε έγγραφο που αφορούσε την εφαρµογή της αρχής του δεδικασµένου (ne bis in idem) στη νοµοθεσία του ανταγωνισµού. Στις 4 Ιουλίου 2006, ο Ευρωπαίος Διαµεσολαβητής έκλεισε την υπόθεση χωρίς να έχει διαπιστώσει κακή διοίκηση. Ο Ευρωπαίος Διαµεσολαβητής έκρινε ότι η θέση του Συµβουλίου όπως αντικατοπτρίζεται στην απόφασή του της 8ης Ιουλίου 2004 σχετικά µε την αρχική αίτηση πρόσβασης σε έγγραφα και στην απόφασή του της 13ης Ιουλίου 2004 σχετικά µε την επιβεβαιωτική αίτηση πρόσβασης σε έγγραφα φαίνεται εύλογη. 3. Καταγγελία αριθ. 1875/2005/GG της 17ης Μαΐου 2005 Η καταγγελία αυτή αναφέρεται σε ισχυρισµό άρνησης του Συµβουλίου να επιτρέψει την πρόσβαση σε κάθε έγγραφο που είχε στην κατοχή του όσον αφορά τη διαπραγµάτευση και την υπογραφή της Συµφωνίας της ΕΕ σχετικά µε το νοµικό καθεστώς των δυνάµεων, της 17ης Νοεµβρίου 2003 (EU SOFA), 23 συµπεριλαµβανοµένων εγγράφων που αφορούσαν την οργάνωση των διαπραγµατεύσεων. Στην απάντησή της, της 21ης Μαρτίου 2005, στην αρχική αίτηση, η Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου είχε πληροφορήσει τον καταγγέλλοντα ότι υπάρχουν δύο είδη προπαρασκευαστικών εγγράφων: (α) ορισµένα έγγραφα τα οποία ήδη παρατίθενται στον ιστοχώρο του Συµβουλίου στα πλαίσια του µητρώου εγγράφων του Συµβουλίου και (β) τα έγγραφα SN 4438/01, 4438/01 REV 1, 4438/4/01 REV 4 και 4438/5/01 REV 5. Η Γενική Γραµµατεία παρέχει µόνον µερική πρόσβαση στα έγγραφα της δεύτερης οµάδας, αποκρύπτοντας τα τµήµατα των εγγράφων που περιέχουν νοµική γνωµοδότηση. 21 22 23 Πρβ. το ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε την ειδική έκθεση του Ευρωπαίου Διαµεσολαβητή µετά από το σχέδιο σύστασης προς το Συµβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την καταγγελία 2395/2003/GG σχετικά µε την ανοικτή λειτουργία των συνόδων του Συµβουλίου όταν ενεργεί ως νοµοθέτης (2005/2243/(ΙΝΙ) (Τ6-0121/2006) και την ιδία πρωτοβουλία έκθεση (Α6-0056/2006) που υπέβαλε η Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 3 Μαρτίου 2006. Βλέπε την ετήσια έκθεση του Συµβουλίου σχετικά µε την πρόσβαση στα έγγραφα - 2004, σ. 25. ΕΕ C 321, 31.12.2003, σ. 6. 21
Στις 24 Μαρτίου 2005, ο καταγγέλλων υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση στο Συµβούλιο, µε το επιχείρηµα ότι δεδοµένης της εµβέλειας της Συµφωνίας και του γεγονότος ότι η διαδικασία εκπόνησης της Συµφωνίας διάρκεσε άνω των δύο ετών, µπορεί να υποτεθεί ότι το Συµβούλιο είχε στην κατοχή του περισσότερα από τα τέσσερα αυτά έγγραφα. Εξάλλου, η ίδια η αρίθµηση των εγγράφων αυτών παραπέµπει στην ύπαρξη άλλων σχετικών εγγράφων. Στην απάντησή του στον καταγγέλλοντα, στις 11 Μαΐου 2005, το Συµβούλιο δήλωσε ότι δεν έχουν εντοπισθεί άλλα έγγραφα σχετικά µε τη διαπραγµάτευση και την υπογραφή της EU SOFA, και ότι το κενό που παρατηρείται στην αρίθµηση των εγγράφων οφείλεται στο γεγονός ότι τα έγγραφα SN 438/2/01 REV 2 και 4438/3/01 REV 3 θεωρήθηκαν άκυρα κατά το στάδιο παραγωγής τους. Στην αίτησή του της 10ης Μαρτίου 2005, ο καταγγέλλων ζήτησε επίσης έναν πλήρη και ολοκληρωµένο κατάλογο όλων των εγγράφων στα οποία το Συµβούλιο θα µπορούσε να αποφασίσει να αρνηθεί την πρόσβαση, συµπεριλαµβανοµένων των «ευαίσθητων εγγράφων» κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Δεδοµένου ότι η Γενική Γραµµατεία δεν είχε θίξει το ζήτηµα αυτό στην αρχική της απάντηση στον καταγγέλλοντα, αυτός επανέλαβε το αίτηµα αυτό στην επιβεβαιωτική του αίτηση. Στην απάντησή του, στις 11 Μαΐου 2005, το Συµβούλιο επεσήµανε ότι, σύµφωνα µε το άρθρο 9 του κανονισµού, το Συµβούλιο δεν υποχρεούται ούτε να αποκαλύπτει κάθε λεπτοµέρεια σχετικά µε ένα ευαίσθητο έγγραφο ούτε να το καθιστά προσιτό στο κοινό, εκτός εάν ο συντάκτης του έχει αποφασίσει διαφορετικά. Σύµφωνα µε το Συµβούλιο, η µόνη υποχρέωση του θεσµικού οργάνου εν προκειµένω είναι να δηλώνει κατά το τέλος εκάστου ηµερολογιακού έτους το συνολικό αριθµό εγγράφων που χαρακτηρίσθηκαν ως «Confidentiel», «Secret» και «Τοp secret» κατά τη διάρκεια του έτους, σύµφωνα µε το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Στην καταγγελία του στον Ευρωπαίο Διαµεσολαβητή, της 17ης Μαΐου 2005, ο καταγγέλλων ισχυρίσθηκε ότι µε την άρνησή του να παράσχει πλήρη ή µερική πρόσβαση σε όλα τα ζητηθέντα έγγραφα, ή να δικαιολογήσει την άρνηση πρόσβασης στα έγγραφα αυτά, το Συµβούλιο δεν συµµορφώθηκε πλήρως προς τις υποχρεώσεις του δυνάµει του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Εξάλλου, ισχυρίσθηκε ότι το Συµβούλιο δεν είχε εξετάσει κατά πόσον όφειλε να παράσχει πλήρη ή µερική πρόσβαση σε οιοδήποτε ευαίσθητο έγγραφο, και να δικαιολογήσει την άρνηση να παράσχει πρόσβαση σε τυχόν τέτοια έγγραφα. Αρνούµενο να εξετάσει τα συγκεκριµένα επιχειρήµατα που του είχαν υποβληθεί, το Συµβούλιο είχε ενεργήσει κακόπιστα και δεν είχε εξετάσει µε τη δέουσα προσοχή την αρχική αίτηση και την επιβεβαιωτική αίτηση. Στη γνώµη του όσον αφορά την καταγγελία αυτή, της 27ης Ιουλίου 2005, το Συµβούλιο επεσήµανε ότι δυνάµει των ισχυόντων κανόνων, όλα τα κείµενα που υποβάλλονται στο Συµβούλιο ή σε ένα από τα προπαρασκευαστικά του όργανα και τα οποία (α) πρόκειται να χρησιµεύσουν ως βάση συζητήσεων, (β) επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ή (γ) αντικατοπτρίζουν την πρόοδο που έχει σηµειωθεί όσον αφορά ένα δεδοµένο θέµα, πρέπει να διανέµονται ως έγγραφα «standard» («ST»). Κατά συνέπεια, εντοπίζονται αυτοµάτως στο σύστηµα παραγωγής εγγράφων του Συµβουλίου και (εκτός εάν δεν έχουν καταχωρηθεί σύµφωνα µε το άρθρο 9 παράγραφος 3 του κανονισµού αριθ. 1049/2001) καταχωρούνται αυτοµάτως στο µητρώο του Συµβουλίου. 22
Σύµφωνα µε τους ισχύοντες κανόνες, τα αποκαλούµενα «έγγραφα χωρίς αριθµό» («SN») δεν µπορούν πλέον να χρησιµοποιούνται για τους στόχους αυτούς. Τα έγγραφα αυτά προορίζονται αποκλειστικά προς εσωτερική χρήση της Γενικής Γραµµατείας για διοικητικούς σκοπούς, όπως η µετάφραση. Δεν διανέµονται σε µέλη του Συµβουλίου ή σε µέλη των προπαρασκευαστικών του οργάνων. Ωστόσο, το σύστηµα αυτό δεν ίσχυε κατά το χρόνο της παραγωγής των διαφόρων διατυπώσεων του εγγράφου SN 4438/01. Κατά το 2001, υπήρχε ακόµη η δυνατότητα παραγωγής εγγράφων «SN» προς διανοµή στις αντιπροσωπείες. Η διανοµή των εν λόγω εγγράφων «SN» γινόταν από το τµήµα που τα είχε συντάξει µάλλον παρά από το κεντρικό τµήµα διαχείρισης εγγράφων. Μετά από νέες έρευνες, το Συµβούλιο ανακάλυψε ότι, αντίθετα από τα στοιχεία που είχαν δοθεί αρχικά, είχαν παραχθεί και διανεµηθεί στα προπαρασκευαστικά όργανα του Συµβουλίου και άλλες αναθεωρηµένες διατυπώσεις του εγγράφου SN 4438/01. Οι διαφορετικές αυτές διατυπώσεις του εγγράφου δεν είχαν φορτωθεί στο αυτοµατοποιηµένο κύκλωµα µε το οποίο καθίσταται δυνατή η καταχώρηση όλων των εγγράφων του Συµβουλίου και η διατήρησή τους στα ηλεκτρονικά αρχεία του οργάνου. Εποµένως, ελλείψει αποδείξεων για το ό,τι οι αναθεωρηµένες αυτές µορφές του εγγράφου είχαν καταγραφεί ηλεκτρονικά και επικυρωθεί, κρίθηκαν άνευ ουσίας. Το Συµβούλιο ζήτησε συγγνώµη στον καταγγέλλοντα για την αβλεψία. Παρέσχε πλήρη πρόσβαση στις αναθεωρηµένες διατυπώσεις REV 6 ως REV 10 και µερική πρόσβαση στις αναθεωρηµένες διατυπώσεις REV 2 και REV 3 του εγγράφου SN 4438/01. Όσον αφορά τους ισχυρισµούς περί άρνησης χορήγησης πρόσβασης σε ευαίσθητα έγγραφα, το Συµβούλιο επιβεβαίωσε ότι δεν υπήρχαν σχετικά ευαίσθητα έγγραφα. Στις 9 Νοεµβρίου 2005, ο Ευρωπαίος Διαµεσολαβητής έκλεισε την υπόθεση, διατυπώνοντας µια κριτική παρατήρηση σχετικά µε τον τρόπο αντιµετώπισης, κατά πρώτο λόγο, της αίτησης πρόσβασης σε έγγραφα την οποία είχε υποβάλει ο καταγγέλλων, αλλά και διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποστηρίζουν την άποψη του καταγγέλλοντος ότι το Συµβούλιο είχε ενεργήσει κακόπιστα. Όσον αφορά τον ισχυρισµό περί άρνησης πρόσβασης σε ευαίσθητα έγγραφα, ο Ευρωπαίος Διαµεσολαβητής έκρινε ότι ο καταγγέλλων δεν είχε προσκοµίσει στοιχεία που να ανασκευάζουν τη δήλωση του Συµβουλίου σύµφωνα µε την οποία δεν υπήρχαν ευαίσθητα έγγραφα που άπτονταν του ζητήµατος το οποίο αφορούσε η αίτηση του καταγγέλλοντος, και ότι, κατά συνέπεια, δεν υπήρχαν λόγοι διεξαγωγής περαιτέρω ερευνών όσον αφορά αυτή την πτυχή της υπόθεσης. 23
Β. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Αποφάσεις που εκδόθηκαν το 2005 κατ' εφαρµογή των κανόνων σχετικά µε την πρόσβαση στα έγγραφα Το 2005, το Πρωτοδικείο εξέδωσε τρεις αποφάσεις σε υποθέσεις που αφορούσαν την πρόσβαση σε έγγραφα του Συµβουλίου. Στις 26 Απριλίου 2005, το Πρωτοδικείο εξέδωσε αποφάσεις στις κοινές υποθέσεις Τ- 110/03, Τ-150/03 και Τ-405/03, José María Sison κατά Συµβουλίου. 24 Στις 5 Απριλίου και στις 14 Ιουλίου 2005 εκδόθηκαν δύο άλλες αποφάσεις στις υποθέσεις Τ-376/03 και Τ-371/03, που αφορούν και οι δύο την εφαρµογή του άρθρου 6 του Παραρτήµατος ΙΙΙ του κανονισµού υπηρεσιακής κατάστασης των κοινοτικών οργάνων. Οι προσφεύγοντες είχαν ισχυρισθεί, µεταξύ άλλων, ότι είχαν παραβιασθεί οι αρχές της διαφάνειας και της πρόσβασης σε έγγραφα που ορίζονται από το άρθρο 255 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ. 25 Όσον αφορά τα τµήµατα των αποφάσεων στις υποθέσεις Τ-376/03 και Τ-371/03, τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερη συνάφεια προς την ερµηνεία του άρθρου 18 του κανονισµού αριθ. 1049/2001, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωµα πρόσβασης σε έγγραφα του Συµβουλίου δυνάµει του άρθρου 255 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ και του κανονισµού αριθ. 1049/2001 µπορεί να περιορισθεί ή να εξαιρεθεί - δυνάµει της αρχής σύµφωνα µε την οποία ο ειδικός κανόνας υπερισχύει του γενικού (lex specialis derogat legi generali) - σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν ειδικοί κανόνες που διέπουν ειδικά ζητήµατα. Οι προαναφερόµενες διατάξεις σχετικά µε τη διαφάνεια και την πρόσβαση σε έγγραφα θα µπορούσαν εποµένως να µην αντιτίθενται στην αρχή του άρθρου 6 του Παραρτήµατος ΙΙΙ του κανονισµού υπηρεσιακής κατάστασης, σύµφωνα µε το οποίο «οι εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής είναι µυστικές». Η αρχή αυτή θεσπίσθηκε για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των εξεταστικών επιτροπών και της αντικειµενικότητας των εργασιών τους. 26 Εκκρεµούσες υποθέσεις στο Δικαστήριο σχετικά µε αποφάσεις του Συµβουλίου για άρνηση παροχής πρόσβασης σε έγγραφα Επί του παρόντος εκκρεµούν στα κοινοτικά δικαστήρια τέσσερις υποθέσεις στις οποίες αµφισβητείται η νοµιµότητα αποφάσεων του Συµβουλίου για την άρνηση παροχής πρόσβασης µε βάση τον κανονισµό αριθ. 1049/2001, εκ των οποίων δύο ήδη αναφέρονταν στην προηγούµενη έκθεση του Συµβουλίου για την πρόσβαση σε έγγραφα, στην οποία παραπέµποµε τον αναγνώστη. 27 24 25 26 27 24 Δεδοµένου ότι η απόφαση στις κοινές υποθέσεις Τ-110/03, Τ-150/03 και Τ-405/03 αναφέρεται ήδη σχετικά διεξοδικά στην προηγούµενη έκθεση του Συµβουλίου σχετικά µε την πρόσβαση σε έγγραφα, παραπέµπουµε τον αναγνώστη στη σύνοψη της απόφασης αυτής που περιέχεται στις σελίδες 31 και 32 της ετήσιας έκθεσης του Συµβουλίου - 2004. Σηµειωτέον, ωστόσο, ότι επί του παρόντος ασκείται προσφυγή όσον αφορά την υπόθεση αυτή ενώπιον του Δικαστηρίου (Υπόθεση C- 266/05 P). Βλέπε αποφάσεις στις υποθέσεις Τ-376/03, Hendrickx κατά Συµβουλίου, και Τ-371/03, Le Voci κατά Συµβουλίου. Βλέπε απόφαση στην υπόθεση Τ-376/03, παράγραφοι 55-57, και στην υπόθεση Τ-371/03, παράγραφοι 120-124. Βλέπε σύνοψη των εκκρεµών υποθέσεων Τ-3/00, Πιτσιόρλας κατά Συµβουλίου και ΕΚΤ, και Τ- 264/04, WWF-EPO κατά Συµβουλίου, στην ετήσια έκθεση του Συµβουλίου για την πρόσβαση σε έγγραφα - 2004, σ. 28 και 29.
Στις υποθέσεις C-39/05 P, Βασίλειο της Σουηδίας κατά Συµβουλίου, και C-52/05 P, Maurizio Turco κατά Συµβουλίου, οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεµβρίου 2004 στην υπόθεση Τ-84/03 (Maurizio Turco κατά Συµβουλίου). 28 Στην πέµπτη υπόθεση, C-266/05 P, ο José Maria Sison άσκησε έφεση κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου, της 26ης Απριλίου 2005 στις προαναφερόµενες κοινές υποθέσεις Τ-110/03, Τ-150/03 και Τ- 405/03. 29 Εκκρεµούσες υποθέσεις στο Δικαστήριο σχετικά µε αποφάσεις της Επιτροπής να αρνηθεί πρόσβαση σε έγγραφα όπου το Συµβούλιο παρεµβαίνει ως τρίτος. Τέλος, το Συµβούλιο παρενέβη σε δύο υποθέσεις, την Τ-5/05, Verband der Internationale Caterer in Deutschland e.v. κατά Επιτροπής, και την Τ-444/05, S.p.A. Navigazione Libera del Golfo κατά Επιτροπής, όπου οι προσφεύγοντες είχαν ασκήσει προσφυγές ακύρωσης των αποφάσεων της Επιτροπής για άρνηση πρόσβασης σε έγγραφα. Και στις δύο υποθέσεις, δεν παρασχέθηκε πρόσβαση βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 5 του κανονισµού αριθ. 1049/2001, σύµφωνα µε το οποίο ένα κράτος µέλος µπορεί να ζητήσει από ένα όργανο να µην αποκαλύψει έγγραφο προερχόµενο από το εν λόγω κράτος µέλος χωρίς προηγούµενη συγκατάθεσή του, και στις δύο υποθέσεις οι προσφεύγοντες υπαινίσσονται ότι η διάταξη αυτή είναι παράνοµη. Δεδοµένου ότι µε τον ισχυρισµό αυτό αµφισβητείται η εγκυρότητα µιας πράξης του Συµβουλίου, απαιτείται η παρέµβαση του Συµβουλίου ως τρίτου. 28 29 Βλέπε απόφαση στην υπόθεση Τ-84/03 (που αναφέρεται στην ετήσια έκθεση του Συµβουλίου για το 2004, σ. 30-31), παράγραφος 62 και εξής. Στην προσφυγή του, ο κ. Turco ισχυρίζεται, µεταξύ άλλων, ότι το Πρωτοδικείο παρερµηνεύει και εφαρµόζει εσφαλµένα τον όρο «νοµική συµβουλή» του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισµού αριθ. 1049/2001 και ότι το Δικαστήριο σφάλλει χαρακτηρίζοντας την περί ης ο λόγος νοµική γνώµη ως «νοµική συµβουλή», ενώ το Βασίλειο της Σουηδίας ισχυρίζεται στην προσφυγή του ότι το Πρωτοδικείο σφάλλει στην κρίση του ότι υπάρχει «γενική απαίτηση απορρήτου» για τις γνώµες της νοµικής υπηρεσίας επί νοµοθετικών ζητηµάτων. Στην υπόθεση αυτή, ο κ. Sison διατυπώνει συγκεκριµένα τον ισχυρισµό ότι το Πρωτοδικείο περιόρισε ως µη όφειλε την εµβέλεια της επανεξέτασης της νοµιµότητας της απόφασης του Συµβουλίου για την άρνηση πρόσβασης στα αιτούµενα έγγραφα χωρίς να απαντήσει στα επιχειρήµατα του αιτούντος και στην ιδιαίτερη κατάστασή του. Η γνώµη του γενικού εισαγγελέα του Δικαστηρίου σχετικά µε την υπόθεση αυτή διατυπώθηκε στις 22 Ιουνίου 2006. 25
VΙ. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η πείρα που απέκτησε το Συµβούλιο κατά την εφαρµογή του κανονισµού αριθ. 1049/2001 το 2005 καταδεικνύει τη σηµασία του δηµοσίου του µητρώου ως εργαλείου αναζήτησης για τους πολίτες που ενδιαφέρονται να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την επικαιρότητα της Κοινότητας. Όπως αναφέρεται στο πρώτο µέρος της παρούσας έκθεσης, ο αριθµός επισκέψεων ανήλθε κατά 16% περίπου κατά το 2005 (1.064.039 επισκέψεις κατά το 2005 έναντι 919.584 κατά το 2004) είναι η τρίτη διαδοχική ετήσια αύξηση. Το 68,6% των εγγράφων του Συµβουλίου τα οποία παρήχθησαν το 2005 - δηλαδή 77.832 από τα 113.398 νέα έγγραφα που έχουν καταχωρηθεί στο µητρώο - κατέστησαν προσιτά στο κοινό αµέσως µόλις κυκλοφόρησαν. Εξάλλου, από την 1η Φεβρουαρίου 2004, κάθε νέο έγγραφο για το οποίο το Συµβούλιο χορηγεί µερική πρόσβαση µπορεί να ανακληθεί ηλεκτρονικά. Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι ο αριθµός αιτήσεων πρόσβασης, σταθερά ανοδικός από την έναρξη λειτουργίας του δηµοσίου µητρώου του Συµβουλίου το 1999 έως το 2003, µειώθηκε αισθητά το 2004 και το 2005. 30 Σηµειωτέον ότι οι αιτήσεις πρόσβασης καθαυτές αφορούν σχεδόν αποκλειστικά έγγραφα καταχωρηµένα αλλά τα οποία δεν είναι άµεσα προσιτά µέσω του µητρώου. Πολλά από τα έγγραφα που ζητήθηκαν το 2005 ήταν έγγραφα διαβαθµισµένα (124 ως CONFIDENTIEL UE και 469 ως RESTREINT UE) η εξέταση τους - µια συχνά πολύ περίπλοκη διαδικασία - συνεπάγεται πρόσθετο φόρτο εργασίας όχι µόνο για τους υπαλλήλους του Συµβουλίου που διεκπεραιώνουν τις αιτήσεις µόλις παραληφθούν, αλλά και για τους υπαλλήλους και συντάκτες των εγγράφων αυτών που είναι τοποθετηµένοι στις διάφορες υπηρεσίες, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις πρέπει να εξετάσουν και οι ίδιοι τα ζητούµενα έγγραφα βάσει του κανονισµού αριθ. 1049/2001. Τούτου λεχθέντος, παρά τον όλο και πιο περίπλοκο χαρακτήρα των εξεταζοµένων φακέλων, η Γενική Γραµµατεία του Συµβουλίου αντεπεξέρχεται στον συνακόλουθο σηµαντικό διοικητικό φόρτο, τηρώντας παράλληλα τις προθεσµίες που ορίζει ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Ενδεικτικά, το 2005 η µέση προθεσµία διεκπεραίωσης ήταν 13 εργάσιµες ηµέρες για τις αρχικές αιτήσεις. 31 Για τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις, οι οποίες προτού υποβληθούν προς έγκριση στην ΕΜΑ και στο Συµβούλιο εξετάζονται από την οµάδα «Πληροφόρηση», η µέση προθεσµία ήταν 26 εργάσιµες ηµέρες το 2005, έναντι 24 εργασίµων ηµερών το 2004. 30 31 26 Ωστόσο, κατά το πρώτο εξάµηνο του 2006 σηµειώθηκε και πάλι έντονη αύξηση του αριθµού των αιτήσεων πρόσβασης και του αριθµού των αιτούµενων εγγράφων (άνω των 1.350 αιτήσεων όσον αφορά άνω των 5.000 εγγράφων κατά τη διάρκεια του εξαµήνου). Μετά από την αύξηση του αριθµού των υπαλλήλων του τµήµατος Διαφάνεια, Πρόσβαση στα έγγραφα και Ενηµέρωση του κοινού κατά τις αρχές του 2006, η µέση προθεσµία διεκπεραίωσης µειώθηκε σε 11 ηµέρες παρά την έντονη αύξηση του αριθµού των αιτήσεων κατά το πρώτο εξάµηνο του 2006.