Λεπτομερής υδρογεωλογική διερεύνηση παράκτιων υδροφόρων του Δρ. Παντελή Σουπιού H διατήρηση και προστασία των παράκτιων υδροφόρων, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την οικονομία των παράκτιων περιοχών. Οι υπόγειοι υδατικοί πόροι (υδροφόροι), βρίσκονται σε δυναμική ισορροπία (εμπλουτισμός εκφόρτιση) και χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένες χημικές και υδραυλικές παραμέτρους. Είναι πεπερασμένοι και ευάλωτοι σε εξωτερικούς ρύπους, καθώς οι παράκτιες περιοχές παρουσιάζουν ταχύτερη τουριστική, αγροτική και πληθυσμιακή ανάπτυξη, οι παράκτιοι υδροφόροι κινδυνεύουν να υποβαθμιστούν ποσοτικά και ποιοτικά. Πράγματι, η αυξημένη ζήτηση μειώνει τα αποθέματα του υδατικού υπόγειου δυναμικού, ενώ αυξάνει και την πιθανότητα ρύπανσής του λόγω υφαλμύρινσης (διείσδυσης του θαλασσινού νερού) ή χρήσης γεωργικών φαρμάκων. Για την απαιτούμενη βέλτιστη διαχείριση των παράκτιων υδροφόρων απαραίτητη προϋπόθεση, είναι η πλήρης κατανόηση της γεωλογίας και της τεκτονικής της υπό μελέτη περιοχής, γιατί αυτά τα δεδομένα καθορίζουν τα υδραυλικά χαρακτηριστικά του υδροφορέα. Για την πληρέστερη έρευνα, πρέπει να πραγματοποιείται λεπτομερής γεωλογική και τεκτονική χαρτογράφηση της περιοχής και απεικόνιση των δεδομένων σε Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), ορμώμενη από την αναγκαιότητα που έχει προκύψει για την προστασία και την ορθή διαχείριση των υδάτων, καθιέρωσε κοινοτικό πλαίσιο, την Οδηγία 2000/60, με την οποία οργανώνει τη διαχείριση των εσωτερικών, επιφανειακών, υπογείων, μεταβατικών και παράκτιων υδάτων. Στόχος, είναι η πρόληψη και μείωση της ρύπανσής τους, η προαγωγή της βιώσιμης αξιοποίησής τους, η προστασία του περιβάλλοντός τους, η βελτίωση της κατάστασης των υδατικών οικοσυστημάτων. Στο Τμήμα Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος του ΤΕΙ Κρήτης, ο Τομέας Υδατικών Πόρων και Γεωπεριβάλλοντος εναρμονίζεται με την παραπάνω οδηγία. Το Εργαστήριο Γεωφυσικής και Σεισμολογίας με διευθυντή τον Καθηγητή Φ. Βαλλιανάτο και το Εργαστήριο Γεωπληροφορικής με διευθυντή τον καθηγητή Τ. Παπακώστα, δραστηριοποιούνται ενεργά στην αντιμετώπιση υδρογεωλογικών προβλημάτων, παρέχοντας υψηλής ποιότητας ερευνητικό έργο σε συνεργασία με ερευνητικούς φορείς άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Ρωσία, Πορτογαλία, Γαλλία, Αυστρία, Ιταλία, Γερμανία και Αγγλία) και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Την τελευταία πενταετία, έχει εκτελεστεί πληθώρα ερευνών κυρίως στη βόρεια παράκτια ζώνη της Κρήτης, τα αποτελέσματα των οποίων έχουν δημοσιευτεί σε διεθνή περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων και 32
έχουν αποτελέσει μέρος διατριβών ειδίκευσης και διδακτορικών διατριβών. Θα παρουσιάσομε ειδικότερα τρεις μελέτες, που έγιναν σε παράκτιες περιοχές της βοριοδυτικής και κεντρικής Κρήτης. Συγκεκριμένα, στη λεκάνη του ποταμού Κερίτη στο νομό Χανίων, στο δημοτικό διαμέρισμα Απτέρων του δήμου Σούδας και στον Γεροπόταμο στο νομό Ρεθύμνης. Λεκάνη του ποταμού Κερίτη Από το 2003 και σε συνεργασία με τη Νομαρχία Χανίων ξεκίνησε μεγάλης κλίμακας υδρογεωλογική, υδρογεωχημική και υδρογεωφυσική διερεύνηση σε συνεργασία με Ιταλούς και Ρώσους επιστήμονες στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης του Ποταμού Κερίτη στον Κάμπο Χανίων (Σχήμα 1). Η υδρογεωφυσική διερεύνηση αποτέλεσε τη διατριβή ειδίκευσης της κας. Α. Κάντα, που είναι απόφοιτος του Τμήματος Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος του ΤΕΙ Κρήτης (Kanta 2009). Σε έκταση 150 Km 2, μελετήθηκαν τα υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά του υπόγειου φρεάτιου και καρστικού υδροφόρου, παρέχοντας πληροφορίες για το δυναμικό του υπόγειου υδροφόρου της περιοχής. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η περιοχή παρουσιάζει μια από τις μεγαλύτερες παροχές ύδατος (2700 m3/h) στην Ελλάδα. Από τη μελέτη της περιοχής, προέκυψαν ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία του υπόγειου υδροφόρου καθώς και στοιχεία των υδραυλικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή. Μοντέλα επικινδυνότητας ποιοτικής υποβάθμισης παρουσιάζονται στο Σχήμα 2 (Kouli et al. 2007, 2008, Soupios et al. 2007, Sdao et al. 2009, 2010, Kanta 2009, Kanta et al. 2009). έ ρ ε υ ν α Σχήμα 1. Ευρύτερη περιοχής της υδρολογικής λεκάνης του Π. Κερίτη (Kanta et al. 2009). Προσδιορισμός θέσεων ανόρυξης γεωτρήσεων στο Δήμο Σούδας Η αυξανόμενη ζήτηση πόσιμου νερού σε συνδυασμό με την ελαχιστοποίηση του κόστους διερεύνησης και τη μεγιστοποίηση των εξαγόμενων συμπερασμάτων όσον αφορά το υπόγειο υδατικό δυναμικό μιας περιοχής ενδιαφέροντος, απαιτεί την εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών (υδρογεωφυσική 33
υπεδάφους, μέχρι το βάθος των 200 μέτρων και την ερμηνεία του υδρογεωλογικού καθεστώτος (Σχήμα 4). Σχήμα 2. Προσδιορισμός της επικινδυνότητας του υπόγειου υδροφόρου (Sdao et al. 2009) διερεύνηση τεχνολογίες εντοπισμού υδατικών πόρων). Το 2008-2009 εκτελέστηκε για το Δήμο Σούδας (Σχήμα 3), Δημοτικό Διαμέρισμα. Απτέρων, λεπτομερής υδρογεωλογική μελέτη. Πραγματοποιήθηκε τριδιάστατη απεικόνιση του υπεδάφους και μελέτη του υδρογεωλογικού και υδραυλικού καθεστώτος με σκοπό τον προσδιορισμό βέλτιστων θέσεων υδροληψίας (ανόρυξη υδρογεωτρήσεων) (Σουπιός 2009). Για τη μελέτη εφαρμόστηκαν σύγχρονες γεωφυσικές τεχνικές (μέθοδος παροδικού ηλεκτρομαγνητικού πεδίου και γεωηλεκτρικής τομογραφίας) για την τρισδιάστατη ανακατασκευή του Σκοπός, ήταν ο προσδιορισμός των βέλτιστων θέσεων υδροληψίας, ταυτοποιώντας τις γεωλογικές και τεκτονικές δομές μέχρι το βάθος των 150-200 μέτρων από την επιφάνεια του εδάφους και λαμβάνοντας υπόψη τεχνικοοικονομικά κριτήρια καθώς και τα ποσοτικά/ποιοτικά χαρακτηριστικά του υπόγειου υδροφόρου (Soupios et al. 2009). Υδρογεωλογική διερεύνηση στον Γεροπόταμο To 2006, σε συνεργασία με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ρεθύμνου και τον Οργανισμό Ανάπτυξης Δυτικής Κρήτης (Ο.Α.ΔΥ.Κ.), ξεκίνησε ευρείας κλίμακας υδρογεωλογική διερεύνηση στην ευρύτερη περιοχή του Γεροποτάμου. Η περιοχή έρευνας παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, λόγω αυξημένης τουριστικής ανάπτυξης (στην παράκτια ζώνη αναπτύσσονται μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες), μεγάλης αγροτικής Σχήμα 3. Αποτύπωση της ευρύτερης περιοχής έρευνας (Δ. Σούδας, Ν. Χανιών) (Σουπιός 2009). 34
Σχήμα 4. Τρισδιάστατη υδρογεωφυσική αποτύπωση του υπεδάφους μέχρι τα 200 μέτρα. Οι σκιασμένες περιοχές (ελλείψεις) ορίζουν τις θέσεις υψηλού υδατικού δυναμικού (θέσεις ανόρυξης γεώτρησης), ενώ τα βέλη ορίζουν τις ζώνες τροφοδοσίας (Soupios et al. 2009). ανάπτυξης και λοιπής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Επιπλέον, χημικές αναλύσεις υδατικών δειγμάτων από γεωτρήσεις της ευρύτερης περιοχής, υπέδειξαν έντονη ποιοτική υποβάθμιση του υπόγειου υδροφόρου. Τέλος, γεωλογικά η περιοχή παρουσιάζει έντονη ανομοιογένεια και ως εκ τούτου πολυπλοκότητα. Η εν λόγω έρευνα αποτέλεσε το θέμα της διδακτορικής διατριβής της κας. Δ. Καλησπέρη, που είναι απόφοιτος του Τμήματος Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος του ΤΕΙ Κρήτης (Kalisperi 2009). Σε μια περιοχή έκτασης 40 Km2, εκτελέστηκαν πληθώρα γεωφυσικών διασκοπήσεων (γεωηλεκτρικές βυθοσκοπήσεις, γεωηλεκτρικές τομογραφίες και ηλεκτρομαγνητικές βυθοσκοπήσεις παροδικού πεδίου) (Kalisperi et al. 2009), γεωχημικών και ισοτοπικών αναλύσεων (Kalisperi et al. 2010), συνδυασμένες πάντα με λεπτομερή γεωλογική και τεκτονική μελέτη (Σχήμα 5). έ ρ ε υ ν α Σχήμα 5. Πολιτικός και γεωλογικός χάρτης της περιοχής μελέτης (Kalisperi et al. 2010). 35
Σχήμα 6. Υδρογεωχημική ερμηνεία των δειγμάτων που ελήφθησαν από την περιοχή μελέτης (Kalisperi et al. 2010). Από τη μελέτη προέκυψαν λεπτομερή γεωχημικά (Σχήμα 6) και υδρογεωφυσικά (Σχήμα 7) στοιχεία. Από τη συναξιολόγηση τους ανακατασκευάστηκε το υδρογεωλογικό μοντέλο της περιοχής έρευνας, παρέχοντας δεδομένα για τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του υπόγειου υδροφόρου της περιοχής ενδιαφέροντος. Το νερό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με κάθε ζωντανό οργανισμό, με την οικονομική ανάπτυξη των περιοχών στις οποίες εμφανίζεται, με τη διατήρηση των οικοσυ- στημάτων και την ποιότητα του περιβάλλοντος. Παρά την τεχνολογική και «πολιτισμική» εξέλιξη δε βρέθηκε υποκατάστατό του για τη ζωή, την ανάπτυξη και το περιβάλλον. Για ένα καλύτερο αύριο, απαιτείται διεπιστημονική προσέγγιση του προβλήματος από ανθρώπους με όραμα και αγάπη για το περιβάλλον και την αειφόρο ανάπτυξη. Στο τμήμα Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος αυτή η προσέγγιση συνδυάζεται με την επιστημονική γνώση. Σχήμα 7. Με μαύρα και κόκκινα τετράγωνα παρουσιάζονται οι θέσεις των γεωφυσικών διασκοπήσεων (Kalisperi et al. 2009). 36