ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΖΩΩΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Ιωάννης Σάββας Γιώργος Καζάκος Μονάδα Αναισθησιολογίας και Εντατικής Θεραπείας Κτηνιατρική Σχολή Α.Π.Θ.

Ενέσιμη αναισθησία στο σκύλο και τη γάτα. Γ. Καζάκος

Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας και παραγωγός υπεύθυνος για την απελευθέρωση των παρτίδων

Butomidor. Ήρεμα και χωρίς πόνο.

ΥΝΑΜΙΚΟ ΕΓΧΡΩΜΟ TRIPLEX ΤΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ

ΦΥΛΛΟ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ. Sedator 1,0 mg/ml, ενέσιμο διάλυμα

ΠΟΙΑ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΩΣ ΑΝΤΙΡΡΟΠΙΣΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ. Δημήτρης Α. Λαγονίδης MD, PhD, FCCP Πνευμονολόγος-Εντατικολογος


Φυσιολογία της Άσκησης

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

1. Η αναπνευστική λειτουργία. 2. Η κεντρική λειτουργία. 3. Η περιφερική λειτουργία. 4. Ο μυϊκός μεταβολισμός

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Εφαρμοσμένη Αθλητική Εργοφυσιολογία

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ ΣΕ. Παρουσίαση περιστατικού. ΑΜΕΘ Γ.Ν.Θ. «Γ. Παπανικολάου»

Καταπληξία. Δημήτριος Τσιφτσής ΤΕΠ ΓΝ Νικαίας

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ. ΑΝΔΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γαστρεντερολόγος - Ηπατολόγος


Βιολογία Α Λυκείου Κεφ. 3. Κυκλοφορικό Σύστημα. Καρδιά Αιμοφόρα αγγεία Η κυκλοφορία του αίματος Αίμα

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΕΡΙΩΝ ΠΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΙΣΤΟΥΣ

Η εφαρμογή της Καρδιοαναπνευστικής δοκιμασίας κόπωσης σε ασθενείς με Πνευμονική Αρτηριακή υπέρταση

ΠΩΣ ΕΠΙΔΡΑ Η ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

Εκτίµηση της στεφανιαίας µικροκυκλοφορίας µε διοισοφάγειο υπερηχοκαρδιογραφία Doppler στους διαβητικούς τύπου ΙΙ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ & ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΩΝ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΥΟΚΑΡ ΙΑΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΜΦΡΑΓΜΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑ Α

ΦΥΛΛΟ Ο ΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΗΣ:

Χορήγηση αναισθησίας σε ζώα με παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος. Γ. Καζάκος

ΥΔΡΟΚΕΦΑΛΟΣ ΣΕ ΕΝΗΛΙΚΕΣ

Εφαρμοσμένη Αθλητική Εργοφυσιολογία

ΤΟ ΑΓΓΕΙΑΚΟ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΘΕΟΦΑΝΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Ο σακχαρώδης διαβήτης ( ΣΔ ) είναι το κλινικό σύνδρομο που οφείλεται. είτε σε έλλειψη ινσουλίνης λόγω μείωσης η παύσης παραγωγής (σακχαρώδης

Φυσιολογία της Άσκησης - Θεραπευτική Άσκηση

Επιστηµονικό Πρόγραµµα Σεµινάριο Ιατρικής Προσοµοίωσης «Ο Καρδιοπαθής ασθενής» Οµιλητές. Microsimulation

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑ - ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ ΠΛΕΥΡΑ ΡΙΝΙΚΗ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ ΣΤΟΜΑΤΙΚΗ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ ΦΑΡΥΓΓΑΣ ΛΑΡΥΓΓΑΣ ΤΡΑΧΕΙΑ ΒΡΟΓΧΟΙ

1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ. Dorbene vet 1 mg/ ml ενέσιμο διάλυμα για σκύλους και γάτες.

ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΑΚΟΠΗ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ 1. 31/3/2011 Bogdan Raitsiou M.D 1

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Εργασία βιολογίας Μ. Παναγιώτα A 1 5 ο ΓΕΛ Χαλανδρίου Αγγειοπλαστική Bypass

ΚΑΡΔΙΟΝΕΦΡΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΥΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ Ε.Σ.Υ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Γ.Ν.

Εισαγωγή στη Φυσιολογία: Το κύτταρο και γενική φυσιολογία, 1

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΟΥΣ ΑΣΘΕΝΟΥΣ. ΚΑΡΑΤΖΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΥΣΙΚΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ P.N.FTh M.TTh

Butomidor. Ήρεμα και χωρίς πόνο.

Ε Ν Η Μ Ε Ρ Ω Σ Ο Υ. νεφρά

Zoletil Ενέσιμο αναισθητικό τιλεταμίνης και ζολαζεπάμης

Διαχείριση Οξείας και Χρόνιας Καρδιακής Ανεπάρκειας. Σοφία Στ Χατζή Νοσηλεύτρια ΠΕ, MSc, ΜΕΘ Κ/Δ, ΩΚΚ

Συστηματικές επιδράσεις της οξέωσης της υπερκαπνίας των βαριά πασχόντων ασθενών

ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ Γενική αναισθησία είναι η πλήρης, αλλά αναστρέψιμη απώλεια της συνείδησης, που συνοδεύεται από κατάργηση των αισθήσεων, αναλγησία κα

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΣΥΜΠΑΘΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΝΕΥΡΩΣΗΣ ΝΕΦΡΙΚΩΝ ΑΡΤΗΡΙΩΝ

ΟΞΕΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΠΝΟΙΑ ΥΠΝΟΥ

Φαρμακολογία Τμήμα Ιατρικής Α.Π.Θ.

Συνιστώνται για... Οι δονήσεις είναι αποτελεσματικές...

Εργαστήριο. Παθολογική Χειρουργική Νοσηλευτική ΙΙ. «Μέτρηση της αιματηρής. Αρτηριακής Πίεσης»

Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΓΕΦΥΡΟΠΡΟΜΗΚΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ (2 ο Μέρος) ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΛΛΑΡΑΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

Γυναίκα 50 ετών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι εισάγεται με ιστορικό από 48ωρου ανορεξίας, δύσπνοιας και κεφαλαλγίας. Το σάκχαρο αίματος ήταν 550mg/dl

ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥ ΑΣΘΕΝΗ ΣΤΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΕΘ

διαταραχές και δυσκολία στη βάδιση άνοια επιδείνωση του ελέγχου της διούρησης- ακράτεια ούρων

Επιστημονικά πορίσματα

11. ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ

ΑΝΑΛΓΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΠΟΥ ΘΗΛΑΖΕΙ

8/3/2019: «Ραχιαία και Επισκληρίδιος Αναισθησία Νοσηλευτική Παρέμβαση»

Όταν χρειάζεται ρύθμιση της ποσότητας των χορηγούμενων υγρών του ασθενή. Όταν θέλουμε να προλάβουμε την υπερφόρτωση του κυκλοφορικού συστήματος

Επίπεδο της συνείδησης

ΚΑΡΔΙΟΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΟΕΠΙΔΡΑΣΗ

Πληροφορίες σχετικά με την Μετεγχειρητική Αναλγησία

ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΘΕΡΜΟΜΕΤΡΗΣΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΥΠΕΡΘΕΡΜΙΑ ΠΥΡΕΤΟΣ ΥΠΟΘΕΡΜΙΑ. Λ.Β. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής, Π.Θ.

Ανταλλαγή αερίων - Αναπνευστική Ανεπάρκεια

Ο ρόλος της ΜΕΘ στη δωρεά οργάνων

Φυσιολογία του καρδιαγγειακού συστήματος. Κλειώ Μαυραγάνη

ΣΤΥΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ.

ΑΝΑΦΥΛΑΞΙΑ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΔΡΕΝΑΛΙΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑ Τ. ΜΕΡΜΙΡΗ ΔΙΕΥ/ΤΡΙΑ-ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΙΔ. ΜΟΝΑΔΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΩΝ/ΑΛΛΕΡΓΙΚΩΝΝΟΣΗΜΑΤΩΝ

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ. Λειτουργία των νεφρών. Συμπτώματα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΙΣΧΑΙΜΙΚΩΝ ΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΩΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΝ

Σκύλος. Γάτα. Δοσολογικός Πίνακας

11. ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ

Επεμβατική Ακτινολογία: Η εναλλακτική σου στη χειρουργική

ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ & ΑΣΚΗΣΗ

ΜΑΡΚΑΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΒΠΓΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΥ 2018

Παθήσεις Θυρεοειδούς. Καρακώστας Γεώργιος Διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής, Γ.Ν.Κιλκίς

Τερζή Κατερίνα ΔΤΗΝ ΑΝΘ ΘΕΑΓΕΝΕΙΟ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ανακοπής ; Το τριφασικό μοντέλο αντιμετώπισης της ανακοπής ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΗ ΦΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΟΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΟΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ

Φυσιολογία του καρδιαγγειακού συστήματος. Κλειώ Μαυραγάνη

Εκτίµηση της συµµόρφωσης στην αγωγή µε βισοπρολόλη σε ασθενείς µε ήπια ή µέτρια αρτηριακή υπέρταση στον ελληνικό πληθυσµό (µελέτη CONCORDANCE)

Φαρμακοκινητική. Χρυσάνθη Σαρδέλη

Διαλειμματικό ή συνεχόμενο τρέξιμο για τη βελτίωση της απόδοσης στην αντοχή;

3. Με ποιο άλλο σύστημα είναι συνδεδεμένο το κυκλοφορικό σύστημα;

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958. Περιεχόμενο

NeuroBloc Αλλαντική τοξίνη τύπου Β ενέσιμο διάλυμα U/ml

ΑΝΑΦΥΛΑΞΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΡΓΙΚΟ SHOCK

Καρδιά. Καρδιά. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τ.Ε.Φ.Α.Α. Άσκηση και αρτηριακή πίεση. Μεταπτυχιακό πρόγραμμα Άσκηση και Υγεία. Πασχάλης Βασίλης, Ph.D.

OΞΥ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΛΥΒΟΥ ΕΛΕΝΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ ΤΕ Τ.Ε.Π ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ Γ.Ν.Α

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ. Λιδοκαΐνη Υδροχλωρική Μονοϋδρική 2%+ επινεφρίνη 1:80000Τοπικό αναισθητικό + επινεφρίνη ή νορεπινεφρίνη

Κυκλοφορικό σύστημα. Από μαθητές και μαθήτριες του Στ 1

ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΡΔΙΑ

ΠEΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Παράρτημα III. Τροποποιήσεις των σχετικών παραγράφων της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος και των φύλλων οδηγιών χρήσης

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΚΛΙΝΙΚΩΝ ΚΛΙΝΙΚΗ ΖΩΩΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΥΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΩΝ ΠΡΟΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΜΥΕΛΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΕ ΣΚΥΛΟΣ ΥΠΟ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΜΕ ΙΣΟΦΛΟΥΡΑΝΙΟ ΤΙΜΟΚΛΕΙΑ Μ ΚΟΥΣΗ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΣ Α.Π.Θ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016

ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: Αναγνώστου Τυλέµαχος Καζάκος Γεώργιος Πατσίκας Μηχαήλ (επιβλέπων) (µέλος) (µέλος)

Πίνακας Περιεχοµένων Πρόλογος... 4 Εισαγωγή... 5 Νευρο-ανατοµία και φυσιολογία... 6 Προαναισθητική αγωγή... 8 Ακετυλοπροµαζίνη... 8 Δεξµεδετοµιδίνη... 10 Βουτορφανόλη... 13 Εγκατάσταση της αναισθησίας... 15 Προποφόλη... 15 Διατήρηση της αναισθησίας Εισπνευστική αναισθησία... 16 Ισοφλουράνιο... 16 Σκοπός της µελέτης... 18 Υλικά και Μέθοδοι... 19 Στατιστική ανάλυση... 22 Αποτελέσµατα... 23 Συζήτηση... 40 Βιβλιογραφία... 50

Πρόλογος Η παρούσα µελέτη έχει σκοπό την εύρεση και την τεκµηρίωση ενός ασφαλούς προαναισθητικού πρωτοκόλλου για χρήση σε σκύλους που υποβάλλονται σε µυελογραφική εξέταση µε έγχυση του σκιαγραφικού υλικού στην γεφυροπροµηκική δεξαµενή (υποινιακή έγχυση). Αφορµή για την έρευνα αποτέλεσαν οι ανεπιθύµητες ενέργειες, που µπορεί να εµφανιστούν κατά την υποινιακή έγχυση λόγω της επίδρασης που έχει στο κεντρικό νευρικό σύστηµα. Υπεύθυνος για τη σύνταξη του πρωτοκόλλου και για τη διεξαγωγή της ερευνητικής εργασίας είναι ο κος Γ. Καζάκος, επίκουρος καθηγητής αναισθησίας, χειρουργικής και εντατικής θεραπείας του Α.Π.Θ., τον οποίο θα ήθελα να ευχαριστήσω θερµά, τόσο για την υποστήριξη, όσο και για όλες τις γνώσεις και εµπειρίες που απέκτησα µέσα στα δύο χρόνια που εργάστηκα στην κλινική του πανεπιστηµίου. Δεν αυξήθηκε µόνο η εµπειρία και οι γνώσεις µου, αλλά κυρίως διαµόρφωσα έναν κριτικό τρόπο σκέψης, απαραίτητο σε κάθε επιστήµονα του κλάδου µας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω το ίδιο θερµά όλους τους καθηγητές της αναισθησιολογίας και εντατικής θεραπείας, κ.κ. Ι. Σάββα και Τ. Αναγνώστου για όλη τη βοήθεια και την υποστήριξή τους. Επίσης πρέπει να ευχαριστήσω το ακτινολογικό τµήµα της Μονάδας Απεικονιστικής Διαγνωστικής του Τµήµατος Κτηνιατρικής του ΑΠΘ, και ιδιαίτερα τον καθηγητή κο Μ. Πατσίκα, που χωρίς τη στήριξή του, δεν θα ήταν δυνατή η πραγµατοποίηση της έρευνας και την επίκουρη καθηγήτρια κα Π. Παπαδοπούλου, για τη βοήθειά της. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους καθηγητές της Κλινικής Ζώων Συντροφιάς του ΑΠΘ για τις γνώσεις και τη συνεργασία που είχα µαζί τους τα δύο

χρόνια του µεταπτυχιακού, καθώς και όλους τους µεταπτυχιακούς φοιτητές για τις στιγµές που µοιραστήκαµε. Μάρτιος, 2016 Εισαγωγή Η µυελογραφία είναι µία συχνά χρησιµοποιούµενη νευρο-απεικονιστική τεχνική, η οποία χρησιµοποιείται στη διάγνωση των συµπιεστικών διαταραχών του νωτιαίου µυελού στους σκύλους και τις γάτες (da Costa 2011). Παρά τη µεγάλη ανάπτυξη και τις δυνατότητες που παρέχουν οι νέες τρισδιάστατες απεικονιστικές τεχνικές, η έγχυση σκιαγραφικού στον υπαραχνοειδή χώρο, συνεχίζει να αποτελεί µια απλή και αποτελεσµατική διαγνωστική µέθοδο, ένα χρήσιµο εργαλείο για τη διάγνωση των συµπιεστικών µυελοπαθειών (Arany Toth 2013). Ο βασικότερος λόγος, για τον οποίο πολλές φορές αποφεύγεται η χρήση της µυελογραφίας είναι το γεγονός ότι είναι µια επεµβατική διαγνωστική µέθοδος. Η λανθασµένη εφαρµογή της τεχνικής µπορεί να προκαλέσει διάτρηση της αυχενικής µοίρας του νωτιαίου µυελού ή ακόµα και του εγκεφαλικού στελέχους, έγχυση του σκιαγραφικού στο νωτιαίο µυελό και αιµορραγία. Ακόµα, όµως, και στις περιπτώσεις που η τεχνική εφαρµόζεται σωστά, µπορεί να προκύψουν επιπλοκές. Οι συνηθέστερες σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία είναι οι τονικοκλονικοί σπασµοί, η άπνοια, οι καρδιοαναπνευστικές διαταραχές, η παρατεταµένη ανάνηψη, οι επιληπτικές κρίσεις κατά την ανάνηψη, ο έµετος, η διαταραχή της νευρολογικής κατάστασης, ακόµα και ο θάνατος του ζώου που µπορεί να οφείλεται στη χηµική επίδραση του σκιαγραφικού στο νευρικό ιστό (da Costa 2011).

Η εµφάνιση επιπλοκών και διαταραχών στην υποινιακή έγχυση είναι συνηθέστερη στις µεγαλόσωµες φυλές σκύλων, όταν η αναισθησία τερµατίζεται σύντοµα µετά τη λήξη της εξέτασης. Η συχνότητα εµφάνισης επιληπτικών κρίσεων ποικίλει σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία και κυµαίνεται από 1% έως και 21% (da Costa 2011). Η εµφάνιση επιληπτικών κρίσεων είναι πιο συχνή στα Doberman pincher και τα Rottweiler σε σχέση µε άλλες φυλές σκύλων. Η έγχυση µεγάλου όγκου σκιαγραφικού συνδέεται µε µεγαλύτερα ποσοστά επιπλοκών σε σχέση µε την έγχυση µικρού όγκου (da Costa 2011), ενώ και η χρήση ιωδιούχων σκιαγραφικών υλικών έχει τεκµηριωθεί ότι προκαλεί ερεθισµό του νευρικού ιστού και µηνιγγίτιδα (Arany Toth 2013). Επίσης, διαταραχές εµφανίζονται συχνότερα όταν η αλλοίωση εντοπίζεται στην αυχενική µοίρα του νωτιαίου µυελού (da Costa 2011). H κατανόηση των νευρο-ανατοµικών και φυσιολογικών µηχανισµών που προκαλούν τις διαταραχές και τις επιπλοκές της µυελογραφίας, σε συνδυασµό µε την εύρεση και την τεκµηρίωση του καταλληλότερου αναισθητικού σχήµατος και της καταλληλότερης σκιαγραφικής ουσίας, θα µπορούσαν να βοηθήσουν στη µείωση και την αντιµετώπιση των επιπλοκών της µεθόδου, ώστε να καταστεί η µυελογραφία ακόµα πιο ασφαλής. Κρίνεται σκόπιµο να γίνει αναφορά, στη συνέχεια, στους νευροανατοµικούς και φυσιολογικούς µηχανισµούς που ενοχοποιούνται για τις επιπλοκές της µυελογραφίας, αλλά και στα φάρµακα που χρησιµοποιούνται συχνότερα στην προαναισθητική αγωγή, την εγκατάσταση και τη διατήρηση της αναισθησίας και τα οποία µελετήθηκαν στην παρούσα έρευνα. Νευρο-ανατομία και φυσιολογία Το κρανίο και ο σπονδυλικός σωλήνας, που περιβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστηµα, συνιστούν έναν άκαµπτο χώρο, µε αποτέλεσµα οποιαδήποτε αύξηση στον

όγκο των περιεχοµένων (εγκέφαλος, αίµα, εγκεφαλονωτιαίο υγρό), να προκαλεί αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης (ΕΠ). Έτσι, οποιαδήποτε αλλαγή σε κάποια από τις συνιστώσες θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίρροπη αλλαγή στις δύο άλλες συνιστώσες προκειµένου να µην αυξηθεί η ΕΠ (Arany-Toth 2013). Έρευνες στην ιατρική του ανθρώπου έχουν δείξει πως ακόµα και µια µικρή αύξηση του όγκου του εγκεφαλονωτιαίου υγρού προκάλεσε αισθητή αύξηση της ΕΠ (Arany-Toth 2013). Σε ό,τι αφορά τη µυελογραφία, πολλές έρευνες καταλήγουν στο συµπέρασµα πως η ΕΠ επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι ο όγκος της ουσίας που εγχέεται, αλλά και η δόση έγχυσης, η ιδιαίτερη ανατοµία του ατόµου, οι τιµές των φυσιολογικών παραµέτρων προ της έγχυσης και οι υφιστάµενες παθολογικές καταστάσεις (Löfgren et al 1973). Σύγχρονες έρευνες πιθανολογούν πως η αύξηση της πίεσης στον υπαραχνοειδή χώρο συµβάλλει στη µείωση της κυκλοφορίας του αίµατος στον εγκέφαλο µε συνέπεια την εµφάνιση νευρολογικών διαταραχών µετά το πέρας της µυελογραφίας (Arany-Toth 2013). Η πίεση διαιµάτωσης του εγκεφάλου (ΠΔΕ) αποτελεί έναν από τους δείκτες της αιµατικής ροής στον εγκέφαλο και µπορεί να υπολογιστεί ως η διαφορά µεταξύ της µέσης αρτηριακής πίεσης (ΜΑΠ) και της ΕΠ (ΠΔΕ=ΜΑΠ-ΕΠ) (Ivan & Choo 1982). Οι φυσιολογικές τιµές της ΕΠ σε υγιείς, αναισθητοποιηµένους σκύλους σε πλάγια κατάκλιση κυµαίνεται µεταξύ 5-12mmHg (Simpson & Reed 1987). Οποιαδήποτε αύξηση της ΕΠ προκαλεί µείωση της ΠΔΕ, µε αποτέλεσµα την αντισταθµιστική πρόκληση συστηµατικής υπέρτασης προκειµένου να διατηρηθεί κατά το δυνατόν η ΠΔΕ σε υψηλά επίπεδα. Εάν η ΠΔΕ είναι φυσιολογική, η ροή του αίµατος στον εγκέφαλο (ΡΑΕ) εξαρτάται από τον τόνο των εγκεφαλικών αρτηριών, ΡΑΕ=ΜΑΠ/EAA (EAA=εγκεφαλική αγγειακή αντίσταση). Η αγγειακή αντίσταση εξαρτάται από τις µεταβολικές ανάγκες του εγκεφάλου και ελέγχεται από αγγειακούς

και χηµικούς αυτορρυθµιστικούς µηχανισµούς. Σηµαντικό ρόλο παίζει η µερική πίεση του CO 2 στο αίµα (Bagley 1996). Η συστηµατική υπέρταση προκαλεί αγγειοσύσπαση των αγγείων του εγκεφάλου, ενώ η υπόταση έχει σαν αποτέλεσµα την αγγειοδιαστολή, ώστε να διατηρηθεί η ροή του αίµατος στον εγκέφαλο φυσιολογική. Λόγω των αυτορρυθµιστικών µηχανισµών, η ΡΑΕ είναι ανεξάρτητη της συστηµατικής αρτηριακής πίεσης για αρκετά µεγάλο εύρος τιµών (50>ΜΑΠ >150mmHg). Όταν όµως η συστηµατική αρτηριακή πίεση ξεπερνά αυτά τα όρια (ΜΑΠ >150 ή <50mmHg), τότε η ροή του αίµατος εξαρτάται άµεσα από την ΠΔΕ. Όταν η ΜΑΠ είναι κάτω από 50-60mmHg µπορεί η διαιµάτωση του εγκεφάλου να είναι ελλιπής ακόµα και αν η ΕΠ είναι φυσιολογική. Η αναισθητική διαχείριση µπορεί να επηρεάσει την ΡΑΕ µε πολλούς τρόπους, όπως µε την επίδραση στην αρτηριακή πίεση, τη µερική πίεση του CO 2, την υποθερµία, αλλά και µε τη δράση των αναισθητικών φαρµάκων στους αυτορρυθµιστικούς µηχανισµούς του εγκεφάλου και των αγγείων (Grayetal 1987, Arany-Toth 2013, Nishimorietal 2005). Η ενδεχόµενη αύξηση της ΕΠ και η επίδραση της αναισθησίας κατά τη διενέργεια της µυελογραφίας, προκαλούν ιδιαίτερες αιµοδυναµικές αλλαγές οι οποίες δεν έχουν µελετηθεί εκτενώς στη διεθνή βιβλιογραφία (Arany-Toth 2013). Προαναισθητική αγωγή Ακετυλοπρομαζίνη Η ακετυλοπροµαζίνη ανήκει στα παράγωγα της φαινοθειαζίνης, τα οποία χρησιµοποιούνται ευρέως στην κτηνιατρική πράξη για τις ηρεµιστικές τους ιδιότητες (McConnell et al 2007). Οι επωφελείς δράσεις που επιτυγχάνονται µε τη χρήση της ακετυλοπροµαζίνης στην προαναισθητική αγωγή περιλαµβάνουν την ηρέµηση και τη µείωση του άγχους, ειδικά όταν χορηγείται σε συνδυασµό µε οπιοειδή, τη βελτίωση

της ποιότητας ανάνηψης του ζώου µετά το πέρας της αναισθησίας, τη µείωση των δόσεων των αναισθητικών φαρµάκων που απαιτούνται για την εγκατάσταση και τη διατήρηση της αναισθησίας και την προστασία από κοιλιακές εκτακτοσυστολές και κοιλιακό ινιδισµό που είναι δυνατόν να προκληθούν από τις κατεχολαµίνες (Monteiro et al 2007). Η χορήγηση φαινοθειαζινών στο σκύλο έχει ως αποτέλεσµα την εκδήλωση ποικίλων δράσεων. Στις προτεινόµενες δόσεις, µειώνουν την αυθόρµητη κινητική δραστηριότητα και το ενδιαφέρον του ζώου για το περιβάλλον, χωρίς να µειώνουν την ικανότητα διέγερσης του. Επιπροσθέτως, έχουν αντιεµετική, όπως και ήπια αντιισταµινική δράση. Άλλες καταγεγραµµένες δράσεις περιλαµβάνουν τη µείωση της δράσης της σεροτονίνης και την αναστολή της δράσης της ακετυλοχολινεστεράσης (McConnelletal 2007). Ακόµα, µπορούν να προκαλέσουν υπόταση κυρίως εξαιτίας της αγγειοδιαστολής που προκαλούν, υποθερµία λόγω της µείωσης των κατεχολαµινών στον υποθάλαµο και µείωση του αιµατοκρίτη και της συγκέντρωσης της αιµοσφαιρίνης πιθανόν εξαιτίας της δέσµευσης των ερυθρών από το σπλήνα (McConnell et al 2007). Ειδικότερα για την υπόταση, οι φαινοθειαζίνες προκαλούν αποκλεισµό των α 1 -αδρενεργικών υποδοχέων µε συνέπεια την πρόκληση αγγειοδιαστολής και υπότασης κατά τη διάρκεια της αναισθησίας (Monteiro et al 2007). Οι φαινοθειαζίνες δρουν µετά από σύνδεση σε µετασυναπτικούς υποδοχείς δοπαµίνης στο κεντρικό νευρικό σύστηµα προκαλώντας καταστολή του δικτυωτού σχηµατισµού του προµήκη (Barnhart et al 2000). Η δοπαµίνη πιστεύεται ότι είναι ανασταλτικός νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου και βρίσκεται σε µεγάλες συγκεντρώσεις στο µεταιχµιακό σύστηµα και τα βασικά γάγγλια. Οι δοπαµινεργικοί D 2 υποδοχείς αναστέλλουν τη δράση της αδενυλικής κυκλάσης και προκαλούν την

απελευθέρωση αραχιδονικού οξέος, την κινητοποίηση του ασβεστίου, την καταστολή της απελευθέρωσης της προλακτίνης και τη ρύθµιση των αντλιών του καλίου. Έρευνες έδειξαν πως ο αποκλεισµός αυτών των υποδοχέων πιθανό να συνδέεται µε επιληπτική δραστηριότητα. Οι φαινοθειαζίνες προκαλούν αποκλεισµό αυτών των υποδοχέων (McConnell et al 2007). Έτσι, η χορήγηση ακετυλοπροµαζίνης έχει ενοχοποιηθεί για τη µείωση του ουδού της πρόκλησης επιληπτικών κρίσεων και έχει υποστηριχτεί ότι αντενδείκνυται η χρήση της σε ασθενείς µε ιστορικό επιληπτικών κρίσεων. Πρέπει να σηµειωθεί ότι η πλειονότητα των αναφορών στη βιβλιογραφία προέρχεται από την ιατρική του ανθρώπου. Έρευνα στην κτηνιατρική βιβλιογραφία απέτυχε να στηρίξει τον ισχυρισµό (McConnell et al 2007). Σε έρευνες που έχουν διεξαχθεί δεν φάνηκε να συνδέεται η χορήγηση της ακετυλοπροµαζίνης µε την εµφάνιση επιληπτικών κρίσεων σε σκύλους µε ιστορικό κρίσεων (McConnell et al 2007, Drynan et al 2012, Tobias et al 2006). Οι κλινικά χρησιµοποιούµενες δόσεις της ακετυλοπροµαζίνης στο σκύλο είναι 0.025-0.2 mg/kg iv, im ή sc. Δεν υπάρχει αναφορά στη βιβλιογραφία ως προς το χρόνο ηµίσειας ζωής του φαρµάκου στο σκύλο, πάντως µε βάση τα κλινικά δεδοµένα αυτός φαίνεται να είναι αρκετά µακρύς. Από µελέτες που έγιναν στο άλογο, ο χρόνος ηµίσειας ζωής ήταν οι 3 ώρες, ενώ η µέγιστη δράση καταγράφηκε στα 30 µε 60 λεπτά µετά την ενδοφλέβια χορήγηση (McConnell et al 2007). Δεξμεδετομιδίνη Η δεξµεδετοµιδίνη αποτελεί παράγωγο της ιµιδαζόλης (Herbert et al 2007) και αποτελεί το δεξιόστροφο ισοµερές της µεδετοµιδίνης. Aνήκει στους α 2 - αδρενεργικούς αγωνιστές, οι οποίοι χρησιµοποιούνται συχνά στην αναισθησία των µικρών ζώων, εξαιτίας της ισχυρής ηρεµιστικής δράσης και των αναλγητικών

ιδιοτήτων τους (Murrell et al 2005). Οι ιδιότητες που συντελούν στη χρήση των α 2 - αγωνιστών στα αναισθητικά πρωτόκολλα είναι η ισχυρή ηρέµηση σε συνδυασµό µε αναλγητική δράση, η µείωση της δόσης των αναισθητικών φαρµάκων που θα χρησιµοποιηθούν µε σκοπό να επιτευχθεί χειρουργική αναισθησία, η προληπτική αναλγησία και η δυνατότητα ανταγωνισµού του φαρµάκου. Οι α 2 -αδρενεργικοί αγωνιστές ασκούν τη δράση τους µε τη σύνδεσή τους στους προσυναπτικούς α 2 υποδοχείς, µε αποτέλεσµα την αναστολή της απελευθέρωσης νοραδρεναλίνης, όµως συνδέονται και σε µετασυναπτικούς υποδοχείς σε πολλά σηµεία του σώµατος (Herbert et al 2007). Το πιο σηµαντικό αποτέλεσµα της διέγερσης των α 2 υποδοχέων είναι η αναστολή της αδενυλικής κυκλάσης, µε συνέπεια τη µείωση της σύνθεσης camp, ενός σηµαντικού ρυθµιστή της λειτουργίας των κυττάρων. Μία άλλη δράση σχετίζεται µε την ενεργοποίηση της G-πρωτεΐνης των αντλιών ιόντων καλίου, που προκαλεί την υπερπόλωση των νευρικών κυττάρων και πιθανά σχετίζεται µε τη µείωση της διέγερσης των νευρώνων του κεντρικού νευρικού συστήµατος που ακολουθεί τη χορήγηση α 2 αγωνιστών. Επίσης, προκαλείται µείωση της αγωγιµότητας των ιόντων ασβεστίου. Μετασυναπτικοί α 2 υποδοχείς έχουν διακριτό ρόλο στη λειτουργία πολλών ιστών και οργάνων, όπως του ήπατος, του παγκρέατος, των νεφρών, του λιπώδους ιστού και του οφθαλµού (Murrell et al 2005). Στον σκύλο, οι επιδράσεις των α 2 -αγωνιστών στο κυκλοφορικό περιλαµβάνουν, µεταξύ άλλων, τη διφασική αλλαγή της αρτηριακής πίεσης του αίµατος (Murrell et al 2005). Αν και η χρήση των α 2 -αγωνιστών συνήθως αρχικά προκαλεί υπέρταση λόγω της περιφερικής αγγειοσύσπασης, εντούτοις η υπόταση, η οποία προκαλείται από τη µείωση των κατεχολαµινών στην κυκλοφορία του αίµατος, είναι η επίδραση που ακολουθεί χρονικά (Herbert et al 2007). Στην υπόταση

υποστηρίζεται ότι πιθανώς συµβάλλει και η βραδυκαρδία που προκαλούν οι α 2 - αγωνιστές. Σε κλινικές µελέτες στον σκύλο, η χορήγηση των α 2 -αγωνιστών δεν έχει σχετιστεί µε υπόταση. Είναι πιθανό στους σκύλους να υπάρχει µεγαλύτερη ευαισθησία ως προς το αγγειοσυσπαστικό αποτέλεσµα των α 2 -αγωνιστών σε σχέση µε τον άνθρωπο στον οποίον κυριαρχεί η υπόταση. Ακόµα, από τη χρήση των α 2 - αγωνιστών προκαλείται µείωση της καρδιακής συχνότητας, αύξηση της συστηµατικής αγγειακής αντίστασης και της κεντρικής φλεβικής πίεσης. Συχνά καταγράφονται µικρές αλλαγές στην πνευµονική αρτηριακή πίεση ή στην πίεση ενσφήνωσης στα πνευµονικά τριχοειδή. Παράλληλα προκαλείται µείωση της καρδιακής παροχής, παρόλο που δεν είναι γνωστό πόσο επικίνδυνη µπορεί να είναι για τα ζώα. Έρευνα έδειξε ότι η παροχή αίµατος στον εγκέφαλο, τους νεφρούς, την καρδία και το ήπαρ διατηρήθηκε µετά τη χορήγηση δεξµεδετοµιδίνης εις βάρος άλλων µη ζωτικής σηµασίας οργάνων (Murrell et al 2005). Η διαπίστωση δευτέρου βαθµού κολποκοιλιακού αποκλεισµού κατά την παρακολούθηση των ζώων µε τη χρήση ηλεκτροκαρδιογραφήµατος είναι αρκετά συχνή, όπως και η διαπίστωση περιόδων φλεβοκοµβικής παύσης (Neto 2009). Η δράση της δεξµεδετοµιδίνης στον αερισµό είναι πολύ µικρή. Ακόµα και σε µεγάλες δόσεις δεν περιορίζει τη λειτουργία των πνευµόνων, ενώ υποστηρίζεται ότι µπορεί να έχει και βρογχοδιασταλτική δράση. Παράλληλα, η δεξµεδετοµιδίνη θεωρείται ότι ρυθµίζει την ανταπόκριση του οργανισµού στο stress µε τη µείωση της νευρο-ορµονικής αντίδρασης, µε τη µείωση των επιπέδων της αδρεναλίνης και της νοραδρεναλίνης στο πλάσµα του αίµατος και µε τη µείωση της δράσης του συµπαθητικού. Ως προς το ουροποιητικό σύστηµα, αυξάνει την παραγωγή του ούρου. Επιπροσθέτως, υποστηρίζεται ότι στα ζώα η χορήγηση α 2 -αγωνιστών προκαλεί µείωση της ΕΠ χωρίς να αυξάνεται η αγγειακή αντίσταση των αγγείων του

εγκεφάλου. Άλλωστε, στην ιατρική του ανθρώπου είναι γνωστό ότι η δεξµεδετοµιδίνη έχει νευροπροστατευτικές ιδιότητες, χωρίς να έχουν εξηγηθεί πλήρως οι µηχανισµοί δράσης (Herbert et al 2007). Οι α 2 -αγωνιστές έχουν ισχυρή αναλγητική δράση (Neto 2009). Αναγνωρισµένη είναι η συνέργεια ανάµεσα στους α 2 -αγωνιστές και στα οπιοειδή ως προς την αναλγητική επίδραση. Ο αναλγητικός µηχανισµός δράσης των α 2 - αγωνιστών δεν είναι πλήρως εξακριβωµένος εντούτοις περιλαµβάνονται νωτιαία και υπερ-νωτιαία σηµεία δράσης (Murrell et al 2005). Ταυτόχρονα, η χρήση των α 2 - αγωνιστών µπορεί να περιορίσει ή ακόµα και να αντιστρέψει την αλλοδυνία που προκύπτει από απολίνωση ενός νεύρου ή από άλλου είδους νευροπαθητικό πόνο όπως έδειξε µελέτη σε ποντίκια (Murrell et al 2005). Βουτορφανόλη Η βουτορφανόλη είναι ένα συνθετικό παράγωγο της µορφίνης, η οποία έχει κοινές ιδιότητες µε τα οπιοειδή αναλγητικά όπως η µορφίνη, ενώ διαθέτει και ανταγωνιστικές ιδιότητες, οι οποίες την κατατάσσουν στους αγωνιστές-ανταγωνιστές, στην ίδια κατηγορία µε την πενταζοκίνη και την ναλβουφίνη (Dyson 1990). Συγκεκριµένα πρόκειται για αγωνιστή των κ-υποδοχέων και ανταγωνιστή των µ- υποδοχέων των οπιοειδών που χρησιµοποιείται στην αναισθησία πολλών ειδών ζώων (Santos et al 2011). Η βουτορφανόλη µπορεί να χρησιµοποιηθεί µαζί µε άλλα αναλγητικά και ηρεµιστικά φάρµακα στα πλαίσια ενός ισορροπηµένου αναισθητικού πρωτοκόλλου (Sederberg et al 1981). Επίσης, θεωρείται πως έχει πολύ πιο αποτελεσµατική αντιβηχική δράση σε σύγκριση µε την κωδεΐνη ή την δεξτροµεθορφάνη. Αυτές οι αντιβηχικές της ιδιότητες την καθιστούν κατάλληλη για την προαναισθητική αγωγή ζώων βραχυκεφαλικών φυλών, επιτρέποντας έτσι τη

διατήρηση του τραχειοσωλήνα για µεγαλύτερο χρόνο κατά την ανάνηψη (Dyson 1990). Η χρήση του φαρµάκου έχει ως αποτέλεσµα σχετικά µικρή επίδραση στο κυκλοφορικό και αναπνευστικό σύστηµα, ενώ η καταστολή του αναπνευστικού που προκαλεί είναι µικρότερη συγκριτικά µε τη χορήγηση µορφίνης (Santosetall., 2011). Η καταστολή του αναπνευστικού που προκαλείται από τη βουτορφανόλη είναι παρόµοια µε αυτή που προκαλούν τα άλλα οπιοειδή, ενώ και η µείωση της καρδιακής συχνότητας είναι συχνή µε τη χρήση του φαρµάκου, σε µικρότερη κλίµακα, όµως, σε σχέση µε τη µείωση που προκαλεί η µορφίνη (Dyson 1990). Σε σκύλους στους οποίους χορηγήθηκε ακετυλοπροµαζίνη και οξυµορφόνη ή βουτορφανόλη παρατηρήθηκαν µικρές αλλαγές στο ph, τη συγκέντρωση διττανθρακικών, τη µερική πίεση του O 2 και του CO 2 του αρτηριακού αίµατος (Cornick & Hartsfield 1992). Μετά από επισκληρίδια χορήγηση της βουτορφανόλης προκλήθηκε µόνο ελαφρά καταστολή του κυκλοφορικού και αναπνευστικού συστήµατος, ενώ δεν διαπιστώθηκαν νευρολογικές διαταραχές (Troncy et al 1996). Σε σκύλους στους οποίους συνδυάστηκε η χορήγηση βουτορφανόλης µε εισπνευστική αναισθησία, παρατηρήθηκε µείωση της καρδιακής συχνότητας, της αρτηριακής πίεσης και της καρδιακής παροχής, ενώ δεν καταγράφηκε µείωση στην πνευµονική αρτηριακή πίεση (Tyner et al 1989). Σε άλλη έρευνα παρατηρήθηκε διατήρηση της καρδιακής παροχής και µη σηµαντική καταστολή του αναπνευστικού Santos et al 2011). Η χρήση του συνδυασµού της µεδετοµιδίνης µε τη βουτορφανόλη ως προαναισθητική αγωγή στους σκύλους διαπιστώθηκε ότι προκαλεί βαθιά και καλής ποιότητας καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήµατος, αντίστοιχη της καταστολής που προκαλεί η µεδετοµιδίνη µόνη της σε µεγαλύτερες δόσεις ή σε

συνδυασµό µε την πεθιδίνη (Bartram et al 1994). Επίσης, έχει διαπιστωθεί συνέργεια µεταξύ των α 2 -αγωνιστών και των οπιοειδών ως προς την αναλγητική δράση (Murrell et al 2005). Εγκατάσταση της αναισθησίας Προποφόλη Η προποφόλη είναι ένα µη βαρβιτουρικό ενέσιµο γενικό αναισθητικό. Η χρήση της επιφέρει µικρής διάρκειας (µερικά λεπτά) αναισθησία, η οποία ακολουθείται από γρήγορη και οµαλή ανάνηψη (Papich 2010). Η προποφόλη χρησιµοποιείται ενδοφλεβίως για χηµική συγκράτηση προκειµένου να πραγµατοποιηθούν µικρής διάρκειας και ανώδυνες εξετάσεις-παρεµβάσεις (π.χ. υπερηχοτοµογραφική εξέταση, περιποίηση τραύµατος, εξέταση του ανώτερου αναπνευστικού) ή για να γίνει εφικτή η διασωλήνωση της τραχείας και να συνεχιστεί η διατήρηση της αναισθησίας µε εισπνευστικό αναισθητικό (Khursheed Mama 2013). Μετά τη χορήγηση της προποφόλης, η συγκέντρωση του φαρµάκου στο πλάσµα του αίµατος µειώνεται πολύ γρήγορα. Χάρη σε αυτήν την ιδιότητα, η προποφόλη µπορεί να χορηγηθεί µε επαναληπτικές χορηγήσεις χωρίς να επηρεαστεί ο χρόνος ανάνηψης (Khursheed Mama 2013). Έτσι, το φάρµακο µπορεί να χρησιµοποιηθεί και για τη διατήρηση της αναισθησίας. Η χορήγηση προτείνεται να γίνεται µε αργό ρυθµό ώστε να επιτραπεί η οµαλή κατανοµή του φαρµάκου στο αίµα και τον εγκέφαλο και να µειωθεί η πιθανότητα υπερδοσίας. Με αυτό τον τρόπο θα µειωθούν και οι πιθανότητες πρόκλησης διαταραχών της λειτουργίας του κυκλοφορικού και του αναπνευστικού συστήµατος (Khursheed Mama 2013). Οι πιο συνήθης ανεπιθύµητη ενέργεια που παρατηρείται κατά την εγκατάσταση της αναισθησίας µε προποφόλη είναι η άπνοια. Επίσης, λόγω του κινδύνου να προκληθεί υποξία από την καταστολή του αναπνευστικού, προτείνεται η

παροχή οξυγόνου (Papich 2010). Ειδικά όταν η προποφόλη χορηγείται σε άπαξ χορηγήσεις (bolus), συχνά παρατηρείται και καταστολή της λειτουργίας του κυκλοφορικού συστήµατος, αν και αυτή είναι πιο πιθανό να παρατηρηθεί σε ζώα µε καρδιαγγειακές παθήσεις. Πιο συχνά παρατηρείται υπόταση, κυρίως λόγω µείωσης της περιφερικής αγγειακής αντίστασης, αν και έχει καταγραφεί και αρνητική ινοτρόπος δράση (Khursheed Mama 2013). Ακόµα, η προποφόλη αυξάνει την αρρυθµογόνο δράση της επινεφρίνης, ωστόσο η ίδια δεν είναι αρρυθµογόνος. Επίσης µειώνει την ενδοκρανιακή και την πίεση διαιµάτωσης του εγκεφάλου (Bransco Keith, 2007). Τέλος, προκειµένου να αποφευχθεί η επικίνδυνη για τη ζωή σήψη, που είναι πιθανό να προκληθεί από χορήγηση επιµολυσµένου φαρµάκου, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη χρήση και τη διατήρηση των περιεκτών του φαρµάκου (Khursheed Mama 2013). Διατήρηση της αναισθησίας Εισπνευστική αναισθησία Ισοφλουράνιο Το ισοφλουράνιο ανήκει στα αλογονοµένα εισπνευστικά αναισθητικά, όπως το αλοθάνιο και το ενφλουράνιο (Shores 1985). Αποτελεί ένα εξαίρετο αναισθητικό φάρµακο, το οποίο προσφέρει ταχεία εγκατάσταση της αναισθησίας και ανάνηψη από αυτήν. Λόγω της σταθερής µοριακής δοµής που διακρίνει το ισοφλουράνιο, µόνο ένα πολύ µικρό ποσοστό της ουσίας µεταβολίζεται και έτσι µειώνεται κατά πολύ η πιθανότητα τοξίκωσης (Sousaetal 2008). Η χορήγηση ισοφλουρανίου προκαλεί µείωση της αρτηριακής πίεσης, της καρδιακής παροχής, του όγκου παλµού και του έργου της αριστερής κοιλίας σε βαθµό που εξαρτάται από τη δόση (Sousaetal 2008). Ακόµα, το ισοφλουράνιο είναι ένα αναισθητικό που προκαλεί µικρή επιβάρυνση του µυοκαρδίου σε σχέση µε τα

περισσότερα εισπνευστικά αναισθητικά και έτσι έχει ευρεία όρια ασφάλειας σε ό,τι αφορά το κυκλοφορικό σύστηµα. Παρά όλα αυτά, µειώνει τη συσπαστικότητα της καρδιάς και την ελαστότητα των αρτηριών. Όλες οι επιδράσεις στο κυκλοφορικό σύστηµα είναι δοσοεξαρτώµενες (Sousaetal 2008). Κατά καιρούς έχει αναφερθεί ότι το ισοφλουράνιο προκαλεί ταχυκαρδία στο σκύλο, όµως, αυτό το εύρηµα αµφισβητείται (Sousaetal 2008). Μάλιστα, σε συγκεκριµένη έρευνα, η προκαλούµενη ταχυκαρδία δεν αποδόθηκε στο ισοφλουράνιο, αλλά στην απελευθέρωση κατεχολαµινών (Brahinetal 1984). Στην ίδια έρευνα παρατηρήθηκε πως η χρήση οπιοειδών στην προαναισθητική αγωγή είχε ως αποτέλεσµα την πρόληψη της εµφάνισης ταχυκαρδίας. Σε ό,τι αφορά το αναπνευστικό σύστηµα, το ισοφλουράνιο προκαλεί αρκετά έντονη καταστολή του αερισµού, υπογραµµίζοντας έτσι την ανάγκη για υποστήριξη του αναπνευστικού (Shores 1985). Σχετικά µε το νευρικό σύστηµα, το ισοφλουράνιο, σε αντίθεση µε τα περισσότερα εισπνευστικά αναισθητικά, διατηρεί τη ροή του αίµατος στον εγκέφαλο παρά τις µεταβολές που προκαλεί στην αρτηριακή πίεση του αίµατος, µε αποτέλεσµα να διατηρείται και η παροχή οξυγόνου στον εγκέφαλο (McPherson et al 1988). Ωστόσο, το ισοφλουράνιο προκαλεί αύξηση της ΕΠ. Σε σχετική έρευνα, η αύξηση της ΕΠ και της πίεσης του εγκεφαλονωτιαίου υγρού αντιµετωπίστηκε µε τον υπεραερισµό των πνευµόνων (Shores 1985). Σε περιπτώσεις σοβαρής βλάβης του εγκεφάλου, προτιµάται η χρήση του ισοφλουρανίου σε σχέση µε άλλα εισπνευστικά αναισθητικά, καθώς προκαλεί λιγότερη υπεραιµία, αλλά και επειδή φαίνεται να προσφέρει προστασία κατά τη στέρηση του οξυγόνου στον εγκέφαλο µε τη διατήρηση ATP και φωσφοκρεατινίνης (McPherson et al 1988). Η διατήρηση του αερόβιου µεταβολισµού από το ισοφλουράνιο δείχνει ότι πρόκειται για ένα εισπνευστικό αναισθητικό που διατηρεί το λόγο της παροχής προς την κατανάλωση

του οξυγόνου και προστατεύει τον εγκέφαλο από υποξία. Ο πιθανός µηχανισµός µέσω του οποίου επιτυγχάνεται αυτό, είναι η µείωση της κατανάλωσης του οξυγόνου µέσω της µείωσης της ηλεκτρικής δραστηριότητας του φλοιού (Newberg et al 1984). Σκοπός της μελέτης Ο σκοπός της παρούσας µελέτης ήταν η σύγκριση δύο διαφορετικών πρωτοκόλλων προαναισθητικής αγωγής σε σκύλους που λαµβάνουν γενική αναισθησία (εγκατάσταση µε προποφόλη και διατήρηση µε ισοφλουράνιο) ως προς την επίδραση που έχουν στις διάφορες µετρήσιµες φυσιολογικές παραµέτρους που αφορούν το κυκλοφορικό και του αναπνευστικό, κατά τη διενέργεια και µέχρι το πέρας της µυελογραφίας. Υπόθεση εργασίας για την παρούσα έρευνα αποτέλεσε ότι τα δύο διαφορετικά πρωτόκολλα δεν επηρεάζουν µε διαφορετικό τρόπο τις διάφορες µετρήσιµες φυσιολογικές παραµέτρους που αφορούν το κυκλοφορικό και το αναπνευστικό κατά τη διεξαγωγή της µυελογραφίας και µέχρι το τέλος της εξέτασης.

Υλικά και Μέθοδοι Για τη συµµετοχή στην έρευνα όλων των ζώων που περιλήφθηκαν στην παρούσα µελέτη, εξασφαλίστηκε η σύµφωνη γνώµη των ιδιοκτητών τους. Οι σκύλοι που χρησιµοποιήθηκαν στη µελέτη επιλέχθηκαν από εκείνους που παραπέµφθηκαν για µυελογραφία στην Μονάδα Απεικονιστικής Διαγνωστικής της Κλινικής Ζώων Συντροφιάς του Α.Π.Θ. µε κλινική εικόνα που παρέπεµπε σε δυσλειτουργία του νωτιαίου µυελού. Περαιτέρω κριτήρια ένταξης αποτέλεσαν το ελάχιστο βάρος των 5kg, καθώς και η είσοδος της βελόνας στην γεφυροπροµηκική δεξαµενή. Σκύλοι που εµφάνιζαν κλινική εικόνα συµβατή µε εγκεφαλικές διαταραχές ή οποιαδήποτε διαταραχή της λειτουργίας του αναπνευστικού ή κυκλοφορικού συστήµατος αποκλείστηκαν από τη µελέτη. Πριν τη διενέργεια της µυελογραφίας πραγµατοποιούνταν γενική κλινική εξέταση, ενώ δεν πραγµατοποιούνταν αιµατολογικές ή βιοχηµικές εξετάσεις αν δεν υπήρχε κάποια ένδειξη από την κλινική εξέταση. Οι σκύλοι που περιλήφθηκαν στην έρευνα κατανεµήθηκαν σε δύο οµάδες ανάλογα µε το πρωτόκολλο προαναισθητικής αγωγής που τους χορηγήθηκε. Η κατανοµή στις δύο οµάδες έγινε έτσι ώστε οι οµάδες να είναι, κατά το δυνατόν, ισάριθµες ως προς τον αριθµό των νευρολογικών συνδρόµων που η κάθε µια περιελάµβανε. Στα ζώα της πρώτης οµάδας χορηγήθηκε δεξµεδετοµιδίνη (Dexdomitor, Φινλανδία) σε δόση 180 µg/m 2 (οµάδα dex) και σε εκείνα της δεύτερης ακετυλοπροµαζίνη (Acepromazinemaleate, ΗΠΑ) σε δόση 0.05 mg/kg σε συνδυασµό µε βουτορφανόλη (Dolorex, Γερµανία) σε δόση 0.1 mg/kg (οµάδα acp-b). Οι εγχύσεις γίνονταν ενδοµυϊκά στο δικέφαλο µηριαίο µυ από τον ίδιο πάντα κτηνίατρο και ακολούθως ο σκύλος έµενε υπό παρακολούθηση σε ήρεµο περιβάλλον. Στη συνέχεια και αφού δινόταν χρόνος 20-25 min για την επίδραση της προαναισθητικής αγωγής,

το ζώο τοποθετούνταν σε πλάγια κατάκλιση και γινόταν µέτρηση της θερµοκρασίας στο απευθυσµένο και λήψη του πρώτου δείγµατος αρτηριακού αίµατος µε παρακέντηση της µηριαίας αρτηρίας µετά από κούρεµα και αντισηψία. Το δείγµα αρτηριακού αίµατος λαµβανόταν µε ειδική ηπαρινισµένη σύριγγα αερίων αίµατος (Rapidlyte Siemens, Γερµανία) σύµφωνα µε τις προδιαγραφές του αναλυτή αερίων αίµατος και η ανάλυση του δείγµατος πραγµατοποιούνταν άµεσα σε αναλυτή αερίων αίµατος (Rapidpoint 400 Siemens, Γερµανία). Ακολούθως, εισαγόταν ενδοφλέβιος καθετήρας στη µία κεφαλική φλέβα, µέσω του οποίου άρχιζε η χορήγηση Lactated Ringer s (Lactated Ringer, Ελλάδα) µε ρυθµό 10 ml/kg/h, η οποία συνεχιζόταν σε όλη τη διάρκεια της αναισθησίας. Η εγκατάσταση της αναισθησίας γινόταν µε χορήγηση προποφόλης (Propofol MCT/LCT Fresenius 1%, Αυστρία) σε δόση 1 mg/kg ενδοφλέβια, η οποία επαναλαµβανόταν όσες φορές κρινόταν σκόπιµο έως ότου το βάθος της αναισθησίας να επιτρέπει τη διασωλήνωση της τραχείας. Ακολουθούσε η διασωλήνωση της τραχείας µε τραχειοσωλήνα κατάλληλης διαµέτρου µε αεροθάλαµο και η χορήγηση µίγµατος ισοφλουρανίου (Isoflo, Γερµανία) (ρύθµιση εξαερωτήρα στο 2%) και οξυγόνου (ροή 2 L/min) µέσω κυκλικού ηµίκλειστου κυκλώµατος για τη διατήρηση της αναισθησίας. Στη συνέχεια καθετηριαζόταν η ραχιαία επιπολής µετατάρσια αρτηρία για την άµεση µέτρηση της αρτηριακής πίεσης, καθώς και για τη λήψη των υπόλοιπων δειγµάτων αρτηριακού αίµατος. Παράλληλα µε την αρτηριακή πίεση, δεδοµένα συλλέγονταν για την καρδιακή και την αναπνευστική συχνότητα, τον καρδιακό και τον αναπνευστικό ρυθµό και την τελοεκπνευστική µερική πίεση του διοξειδίου του άνθρακα (PETCO2). Η καταγραφή των δεδοµένων γινόταν ανά λεπτό για όλη τη διάρκεια της αναισθησίας µε ηλεκτρονικές συσκευές παρακολούθησης των ζωτικών

λειτουργιών (monitors) (PM-9000 VetMindray, Κίνα) (Capnomac Ultima Datex Engstrom, Φινλανδία). Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της µυελογραφίας και για το χρονικό διάστηµα µεταξύ της εισόδου της βελόνας υποϊνιακά και µέχρι και ένα λεπτό µετά την έγχυση του σκιαγραφικού, η καταγραφή των ενδείξεων του monitor πραγµατοποιούνταν µε οπτικο-ακουστική συσκευή (καταγραφή video), ώστε να µελετηθεί αργότερα και µε άνεση χρόνου οποιαδήποτε επίδραση µπορεί να έχει η έγχυση του σκιαγραφικού στις αιµοδυναµικές παραµέτρους και τις παραµέτρους της λειτουργίας του αναπνευστικού συστήµατος. Η λήψη του δεύτερου δείγµατος αρτηριακού αίµατος πραγµατοποιούνταν αµέσως πριν την είσοδο στο δέρµα της βελόνας νωτιαίας παρακέντησης (Spinocan Braun, Γερµανία) µέσω της οποίας θα γινόταν η έγχυση του σκιαγραφικού (Omnipaque, Healthcare, USA) και το τρίτο δείγµα συλλεγόταν αµέσως µετά την έξοδο της βελόνας από το δέρµα µετά το πέρας της έγχυσης. Για να εξασφαλιστεί η ακεραιότητα των αποτελεσµάτων, πριν τη λήψη του δείγµατος αφαιρούνταν από τον καθετήρα 3ml αίµατος, τα οποία επαναχορηγούνταν στο σκύλο µέσω του φλεβικού καθετήρα. Τα δείγµατα συλλέγονταν µε ειδική σύριγγα, η οποία περιείχε ηπαρίνη, σύµφωνα µε τις προδιαγραφές του αναλυτή αερίων αίµατος, και τοποθετούνταν σε θερµοµονωτικό περιέκτη µε πάγο, όπου και διατηρούνταν έως και µία ώρα µέχρι την εξέτασή τους στον αναλυτή αερίων αίµατος. Τα ζώα αξιολογούνταν για την εµφάνιση άπνοιας, βραδυκαρδίας, ταχυκαρδίας, αρρυθµιών, καθώς και για την εµφάνιση διαταραχών της αρτηριακής πίεσης αµέσως µετά τη χορήγηση του σκιαγραφικού. Ως ταχυκαρδία/βραδυκαρδία και υπέρταση/υπόταση ορίστηκε η αύξηση/µείωση κατά 20% από τις αντίστοιχες τιµές καρδιακής συχνότητας και µέσης αρτηριακής πίεσης που µετρήθηκαν αµέσως πριν την είσοδο στο δέρµα της βελόνας νωτιαίας παρακέντησης. Ως άπνοια ορίστηκε

η απουσία αναπνοής για τουλάχιστον 20 sec. Παράλληλα οι σκύλοι παρακολουθούνταν κατά τη διάρκεια της ανάνηψης για ενδεχόµενη εκδήλωση επιληπτικών κρίσεων ή άλλων παρενεργειών της εξέτασης. Στατιστική ανάλυση Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσµάτων έγινε µε τη χρήση του univariate tests (general linear model) και multivariate tests. Όλες οι παράµετροι των αερίων του αίµατος οι οποίες µετρήθηκαν σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγµές συγκρίθηκαν µεταξύ των δύο πρωτοκόλλων (οµάδα dex, οµάδα acp-b) που µελετήθηκαν. Οι παράµετροι των αερίων αίµατος που χρησιµοποιήθηκαν είναι το ph (ph), η µερική πίεση του διοξειδίου του άνθρακα (PaCO 2 ), η µερική πίεση του οξυγόνου (PaO 2 ), τα διττανθρακικά (HCO 3 ), ο αιµατοκρίτης (Hct), η αιµοσφαιρίνη (Hb), ο κορεσµός του οξυγόνου (SaO 2 ), η γλυκόζη (Glu). Στη στατιστική ανάλυση χρησιµοποιήθηκαν και οι τιµές από τις ζωτικές παραµέτρους που µετρούνταν κατά τη διάρκεια της αναισθησίας. Έγινε σύγκριση της µέσης, συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεσης (MAP,SAP, DAP), της µέσης καρδιακής και αναπνευστικής συχνότητας (HR,RR), του όγκου αναπνοής (TV), του εισπνεόµενου και εκπνεόµενου ισοφλουρανίου (FΙiso, Exiso) ως προς τα δύο πρωτόκολλα. Για συντοµία στην ανάλυση των αποτελεσµάτων θα χρησιµοποιηθούν οι συντοµογραφίες. Τα αποτελέσµατα παρουσιάζονται ως µέση τιµή +/- τυπική απόκλιση (ελάχιστη τιµή, µέγιστη τιµή) και σαν 95% στατιστική σηµαντικότητα.

Αποτελέσματα Από τα 18 ζώα που εξετάστηκαν, τα 16 πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης στη µελέτη. Τα υπόλοιπα περιστατικά απορρίφθηκαν λόγω ελλιπούς συλλογής στοιχείων. Στην οµάδα dex εντάχθηκαν 9 ζώα και στην acp-b εντάχθηκαν 7 ζώα. Στην έρευνα περιλήφθηκαν σκύλοι που ανήκαν σε 10 φυλές, ενώ 5 από αυτούς ήταν ακαθόριστης φυλής. Το µέσο βάρος των σκύλων ήταν 19,3 kg (14,3-24,4) και η µέση ηλικία τους 6,4 έτη (4,8-8,1). Οι 14 σκύλοι ήταν αρσενικοί και µόνο 2 θηλυκοί. Διαπιστώθηκε διαφορά ως προς τη δόση (mg/kg) της προποφόλης που απαιτήθηκε για την εγκατάσταση της αναισθησίας. Στην οµάδα dex η µέση τιµή της χορηγηθείσας προποφόλης ήταν 3.6 mg/kg (2.3-4.9), ενώ στην οµάδα acp-b 4.5mg/kg (2.9-6.1). Η διαφορά ωστόσο δεν ήταν στατιστικά σηµαντική (p = 0,299). Αέρια Αίματος Οι µέσες τιµές των διαφόρων παραµέτρων των αερίων του αίµατος για τις δύο οµάδες, όπως αυτές µετρήθηκαν στις 3 διαφορετικές χρονικές στιγµές φαίνονται στον πίνακα 1. Όταν ερευνήθηκε η επίδραση του χρόνου στις διάφορες παραµέτρους των αερίων του αίµατος προέκυψε ότι η επίδραση του χρόνου ήταν στατιστικά σηµαντική στις µεταβολές που παρουσίασαν τα ph, PaCΟ 2, PaO 2, HCO 3, Hct, Hb, SaO 2 (διαγράµµατα 1-7). Δεν υπήρξε επίδραση του χρόνου στη Glu (διάγραµµα 8). Όταν ελέγχθηκε η ύπαρξη στατιστικά σηµαντικής διαφοράς στις διάφορες παραµέτρους ως προς το διαφορετικό πρωτόκολλο προαναισθητικής αγωγής, φάνηκε πως η επίδραση ήταν σηµαντική στις τιµές της Glu. Συγκεκριµένα, στα ζώα της οµάδας dex διαπιστώθηκαν στατιστικά σηµαντικά υψηλότερες τιµές γλυκόζης αίµατος από εκείνες στα ζώα της οµάδας acp-b. Η διαφορά ήταν στατιστικά σηµαντική τόσο για τη χρονική στιγµή πριν την έγχυση του σκιαγραφικού (t2) (p =

0,012), όσο και για τη χρονική στιγµή µετά την έγχυση (t3) (p = 0,013) (διάγραµµα 8). Τα αποτελέσµατα χρησιµοποιήθηκαν για τη δηµιουργία διαγραµµάτων στα οποία φαίνεται η µεταβολή της µέσης τιµής της κάθε µεταβλητής στις τρεις χρονικές στιγµές που έγιναν οι µετρήσεις για τις δύο οµάδες. Στα διαγράµµατα διαπιστώνεται µία σταδιακή µείωση του ph ως προς το χρόνο που ήταν κοινή για τις δύο οµάδες. Επίσης παρατηρείται σταδιακή αύξηση του PaCO 2, του PaO 2 και των HCO 3 που ήταν παρόµοια για τις δύο οµάδες. Ο Hct όπως και η Hb παρουσίασαν µείωση η οποία ήταν πιο έντονη στην οµάδα του acp-b. Η διαφορά ανάµεσα στις δύο οµάδες ήταν στατιστικά σηµαντική µόνο για τη χρονική στιγµή t2 δηλαδή πριν την έγχυση του σκιαγραφικού για τον Hct (p = 0,020) και για την Hb (p = 0,021). Ο SaO 2 παρουσίασε παροδική αύξηση και στις 2 οµάδες. Οι γραφικές παραστάσεις παρουσιάζονται πιο αναλυτικά παρακάτω.

Γραφική παράσταση 1. Οι µέσες τιµές του ph δείγµατος αρτηριακού αίµατος στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης-βουτορφανόλης (acpb) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση 20 λεπτά µετά την προνάρκωση, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση αµέσως µετά την έγχυση του σκιαγραφικού. Γραφική παράσταση 2. Οι µέσες τιµές της µερικής πίεσης του διοξειδίου του άνθρακα (PaCO 2 ) στο αρτηριακό αίµα στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης-βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση 20 λεπτά µετά την προνάρκωση, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση αµέσως µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 3. Οι µέσες τιµές της µερικής πίεσης του οξυγόνου στο αρτηριακό αίµα (PaO 2 ) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης-βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση 20 λεπτά µετά την προνάρκωση, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µετρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση αµέσως µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 4. Οι µέσες τιµές των διττανθρακικών (HCO 3 ) στο αρτηριακό αίµα στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνηςβουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση 20 λεπτά µετά την προνάρκωση, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση αµέσως µετά την έγχυση του σκιαγραφικού. Γραφική παράσταση 5. Οι µέσες τιµές του αιµατοκρίτη (Hct) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης-βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση 20 λεπτά µετά την προνάρκωση, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µετρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση αµέσως µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 6. Οι µέσες τιµές της αιµογλοβίνης (Hb) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης-βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση 20 λεπτά µετά την προνάρκωση, ως χρονική στιγµή 2* ορίζεται η µετρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση αµέσως µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 7. Οι µέσες τιµές του κορεσµού του οξυγόνου (SaO 2 ) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης-βουτορφανόλης (acpb) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση 20 λεπτά µετά την προνάρκωση, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µετρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση αµέσως µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 8. Οι µέσες τιµές της γλυκόζης (Glu) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης-βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση 20 λεπτά µετά την προνάρκωση, ως χρονική στιγµή 2* ορίζεται η µετρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση αµέσως µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Ζωτικές παράµετροι (monitoring) Παρακάτω παρατίθενται οι γραφικές παραστάσεις ζωτικών παραµέτρων και άλλων παραµέτρων στις δύο οµάδες της έρευνας στη διάρκεια του χρόνου Γραφική παράσταση 9: Οι µέσες τιµές της καρδιακής συχνότητας (HR) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 0 ορίζεται η µέτρηση µετά την εγκατάσταση της αναισθησίας, ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση κατά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση 15 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 4 ορίζεται η µέτρηση 30 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 5 ορίζεται η µέτρηση 1 λεπτό µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 10: Οι µέσες τιµές της αναπνευστικής συχνότητας (RR) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης βουτορφανόλης (acpb) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 0 ορίζεται η µέτρηση µετά την εγκατάσταση της αναισθησίας, ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση κατά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση 15 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 4 ορίζεται η µέτρηση 30 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 5 ορίζεται η µέτρηση 1 λεπτό µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 11: Οι µέσες τιµές του όγκου αναπνοής (TV) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 0 ορίζεται η µέτρηση µετά την εγκατάσταση της αναισθησίας, ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση κατά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση 15 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 4 ορίζεται η µέτρηση 30 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 5 ορίζεται η µέτρηση 1 λεπτό µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 12: Οι µέσες τιµές της συστολικής αρτηριακής πίεσης του αίµατος (SAP) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 0 ορίζεται η µέτρηση µετά την εγκατάσταση της αναισθησίας, ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση κατά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση 15 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 4 ορίζεται η µέτρηση 30 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 5 ορίζεται η µέτρηση 1 λεπτό µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 13: Οι µέσες τιµές της διαστολικής αρτηριακής πίεσης του αίµατος (DAP) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 0 ορίζεται η µέτρηση µετά την εγκατάσταση της αναισθησίας, ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση κατά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση 15 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 4 ορίζεται η µέτρηση 30 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 5 ορίζεται η µέτρηση 1 λεπτό µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 14: Οι µέσες τιµές της µέσης αρτηριακής πίεσης του αίµατος (MAP) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 0 ορίζεται η µέτρηση µετά την εγκατάσταση της αναισθησίας, ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση κατά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση 15 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 4 ορίζεται η µέτρηση 30 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 5 ορίζεται η µέτρηση 1 λεπτό µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 15: Οι µέσες τιµές του τελοεκπνευστικού διοξειδίου του άνθρακα (ETco 2 ) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 0 ορίζεται η µέτρηση µετά την εγκατάσταση της αναισθησίας, ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση κατά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση 15 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 4 ορίζεται η µέτρηση 30 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 5 ορίζεται η µέτρηση 1 λεπτό µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 16: Οι µέσες τιµές του εισπνεόµενου ισοφλουρανίου (FIiso) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 0 ορίζεται η µέτρηση µετά την εγκατάσταση της αναισθησίας, ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση κατά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση 15 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 4 ορίζεται η µέτρηση 30 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 5 ορίζεται η µέτρηση 1 λεπτό µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Γραφική παράσταση 17: Οι µέσες τιµές του εκπνεόµενου ισοφλουρανίου (ETiso) στις οµάδες της δεξµεδετοµιδίνης (dex) και της ακετυλοπροµαζίνης βουτορφανόλης (acp-b) στη διάρκεια του χρόνου. Ως χρονική στιγµή 0 ορίζεται η µέτρηση µετά την εγκατάσταση της αναισθησίας, ως χρονική στιγµή 1 ορίζεται η µέτρηση αµέσως πριν την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 2 ορίζεται η µέτρηση κατά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 3 ορίζεται η µέτρηση 15 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού, ως χρονική στιγµή 4 ορίζεται η µέτρηση 30 δευτερόλεπτα µετά την έγχυση του σκιαγραφικού και ως χρονική στιγµή 5 ορίζεται η µέτρηση 1 λεπτό µετά την έγχυση του σκιαγραφικού.

Δεν παρατηρήθηκαν σηµαντικές µεταβολές της καρδιακής συχνότητας (ταχυκαρδία, βραδυκαρδία) ούτε της αρτηριακής πίεσης του αίµατος (υπέρταση, υπόταση), αλλά ούτε και άπνοια ή αρρυθµίες σε κανένα ζώο οποιασδήποτε από τις δύο οµάδες. Μετά το τέλος της αναισθησίας και κατά την ανάνηψη παρατηρήθηκε επιληπτική κρίση µόνο σε ένα σκύλο οµάδας acp-b, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 6,25%, η οποία χρειάστηκε φαρµακευτική αντιµετώπιση. Μετά τη χορήγηση µιδαζολάµης (0,2 mg/kg iv) η ανάνηψη συνεχίστηκε χωρίς άλλες επιπλοκές. Συζήτηση Η παρούσα έρευνα περιέλαβε 16 σκύλους, εκ των οποίων 14 ήταν αρσενικοί, ενώ µόνο οι 2 ήταν θηλυκοί. Η συντριπτική πλειοψηφία συνεπώς ήταν αρσενικοί, σε ποσοστό 87,5%. Σε έρευνα που συµπεριέλαβε 503 σκύλους, το 59,3% αυτών ήταν αρσενικοί (Da Costa Ronaldo 2011). Άλλη έρευνα συµπεριέλαβε 43 σκύλους εκ των οποίων οι 32 ήταν αρσενικοί, δηλαδή ποσοστό 72,7% (Arany-Toth 2013). Συνεπώς, θα µπορούσε να υποστηριχθεί πως από τα ζώα που χρίζουν µυελογραφίας για τη διερεύνηση της νευρολογικής διαταραχής τους, το ποσοστό των αρσενικών φαίνεται να είναι µεγαλύτερο από αυτό των θηλυκών. Ωστόσο, λόγω του περιορισµένου αριθµού των περιστατικών της παρούσας έρευνας, δεν µπορούν να εξαχθούν ασφαλή συµπεράσµατα. H χρήση της µυελογραφίας στη διάγνωση συµπιεστικών µυελοπαθειών είναι πλέον ευρέως διαδεδοµένη, αν και κατά καιρούς διατυπώθηκαν αµφιβολίες σχετικά µε την ασφάλεια της τεχνικής και την πιθανότητα εµφάνισης επιληπτικών κρίσεων στους σκύλους µετά την εφαρµογή της. Πρόσφατη µελέτη έχει δείξει ότι το ποσοστό

των σκύλων που εµφάνισε επιληπτικές κρίσεις µετά το πέρας της µυελογραφίας ήταν χαµηλό (3%) (Da Costa Ronaldo 2011). Στην παρούσα µελέτη διαπιστώθηκε πως µόνο 1 εκ των 16 ζώων που µελετήθηκαν εµφάνισε επιληπτική κρίση (6,25%). Πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι δυνατό στην παρούσα µελέτη να αποδοθεί στη µυελογραφία η πρόκληση της επιληπτικής κρίσης, αλλά ούτε στη χρήση ενός εκ των δύο πρωτοκόλλων προαναισθητικής αγωγής, καθώς στο εν λόγω περιστατικό δεν διαπιστώθηκε συµπιεστική µυελοπάθεια, αλλά ετέθη διάγνωση γενικευµένου νευροµυοπαθητικού προβλήµατος µε ραγδαία εξέλιξη. Στην παρούσα έρευνα διαπιστώθηκε κλινική διαφορά ως προς τη συνολική δόση της προποφόλης που απαιτήθηκε για την εγκατάσταση της αναισθησίας και την επίτευξη διασωλήνωσης της τραχείας των σκύλων. Στην οµάδα Dex χορηγήθηκαν κατά µέσο όρο 3,7 mg/kg, ενώ στην οµάδα Acp-b η δόση ήταν µεγαλύτερη 4,5 mg/kg. Βέβαια, η διαφορά δεν ήταν στατιστικά σηµαντική. Από τη βιβλιογραφία προκύπτει πως παρόµοια αποτελέσµατα διαπιστώθηκαν σε µελέτη σε σκύλους στην οποία η οµάδα της ακετυλοπροµαζίνης χρειάστηκε µεγαλύτερες δόσεις προποφόλης (Hunt 2012). Σε άλλη έρευνα στην οποία δε χρησιµοποιήθηκε προποφόλη για την εγκατάσταση της αναισθησίας, αλλά αλφαξαλόνη και η διατήρηση της αναισθησίας συνεχίστηκε µε ενδοφλέβια χορήγηση αλφαξαλόνης, βρέθηκε ότι στην οµάδα της δεξµεδετοµιδίνης ο ρυθµός έγχυσης ήταν ελαφρώς µειωµένος συγκριτικά µε την οµάδα της ακετυλοπροµαζίνης (Herbert 2012). Παράλληλα στην οµάδα dex παρατηρήθηκε µικρότερη κατανάλωση ισοφλουρανίου σε σχέση µε την οµάδα acp-b. Παρότι η διαφορά δεν είναι στατιστικά σηµαντική ωστόσο τα αποτελέσµατα επιβεβαιώνουν ότι η χορήγηση δεξµεδετοµιδίνης έχει ως αποτέλεσµα µεγαλύτερη µείωση των απαιτήσεων σε γενικό αναισθητικό για την εγκατάσταση και τη

διατήρηση της αναισθησίας σε σχέση µε τη χορήγηση ακετυλοπροµαζίνηςβουτορφανόλης στα συγκεκριµένα ζώα και µε τη χρήση των συγκεκριµένων δόσεων. Στατιστικά σηµαντική διαφορά παρατηρήθηκε µεταξύ των δύο οµάδων στην τιµή της συγκέντρωσης της γλυκόζης. Η οµάδα dex εµφάνισε υπεργλυκαιµία µε την µέση τιµή της γλυκόζης να φτάνει τα 150 mg/dl µετά την έγχυση του σκιαγραφικού, ενώ αντίθετα στην οµάδα acp-b η τιµή της γλυκόζης διατηρήθηκε µέσα στα φυσιολογικά όρια. Η παρατηρούµενη υπεργλυκαιµία αποδίδεται στο διαφορετικό προαναισθητικό πρωτόκολλο. Η δεξµεδετοµιδίνη έχει συνδεθεί µε την πρόκληση υπεργλυκαιµίας στο σκύλο. Σε έρευνα που έγινε σε υγιείς σκύλους το 2012 παρατηρήθηκε σηµαντική αύξηση της γλυκόζης στην οµάδα που χορηγήθηκε δεξµεδετοµιδίνη (Restitutti et al 2012). Σε άλλη ερευνητική εργασία που έγινε σε σκύλους µε διάφορες παθήσεις, η δεξµεδετοµιδίνη οµοίως προκάλεσε αύξηση της συγκέντρωσης της γλυκόζης και στις δύο διαφορετικές δοσολογίες που χρησιµοποιήθηκαν (Mazumdar et al 2015). Άλλη εργασία έδειξε ότι η δεξµεδετοµιδίνη αυξάνει τη συγκέντρωση της γλυκόζης και καταστέλλει την παραγωγή ινσουλίνης σε υγιείς σκύλους και σε σκύλους µε ινσουλίνωµα (Guedes 2013). Η προκαλούµενη υπεργλυκαιµία πιθανότατα οφείλεται στη δράση των α 2 - αδρενεργικών αγωνιστών που συνδέεται µε ενεργοποίηση της αυξητικής ορµόνης και καταστολή της έκκρισης ινσουλίνης λόγω άµεσης ανασταλτικής δράσης στα β- κύτταρα του παγκρέατος (Mazumdar et al 2015). Η τιµή του αιµατοκρίτη (Hct) παρουσίασε µείωση και στις δύο οµάδες, όµως στην οµάδα acp-b οι τιµές ήταν χαµηλότερες, µε στατιστικά σηµαντική διαφορά µεταξύ των δύο οµάδων τη χρονική στιγµή πριν την έγχυση του σκιαγραφικού (p = 0,020). Η τιµή της αιµοσφαιρίνης (Hg) ακολούθησε την πορεία της τιµής του αιµατοκρίτη. Διαπιστώθηκε και πάλι στατιστικά σηµαντική διαφορά µεταξύ των δύο

οµάδων τη χρονική στιγµή πριν την έγχυση του σκιαγραφικού (p = 0,021). Οι παρατηρούµενες µειώσεις τεκµηριώνονται από την βιβλιογραφία, τόσο για τη χρήση της δεξµεδετοµιδίνης όσο και για τη χρήση της ακετυλοπροµαζίνης. Άλλη έρευνα κατέγραψε µείωση της τιµής του αιµατοκρίτη και της αιµοσφαιρίνης µετά τη χορήγηση δεξµεδετοµιδίνης σε σκύλους (Mazumdar et al 2015). Σε άλλη έρευνα καταγράφηκε πως η οµάδα της δεξµεδετοµιδίνης εµφάνισε υψηλότερες τιµές αιµατοκρίτη σε σχέση µε την οµάδα της ακετυλοπροµαζίνης (Grasso et al, 2015), όπως παρατηρήθηκε και στην παρούσα µελέτη. Σε έρευνα που έγινε σε κουνέλια στα οποία χορηγήθηκε ακετυλοπροµαζίνη διαπιστώθηκε µείωση του αιµατοκρίτη και της αιµοσφαιρίνης (Khalaf et al 2014). Βασικό αίτιο της µείωσης του αιµατοκρίτη είναι η αιµοδιάλυση που προκαλείται λόγω της χορήγησης υγρών ενδοφλεβίως µετά την έναρξη της αναισθησίας (Mazumdar et al 2015). Στην περίπτωση της δεξµεδετοµιδίνης, η µείωση της αιµοσφαιρίνης και του αιµατοκρίτη δικαιολογείται περαιτέρω από τη µείωση της δραστηριότητας του συµπαθητικού που προκαλεί τη συγκέντρωση ερυθροκυττάρων στον σπλήνα (Mazumdar et al 2015). Με τον ίδιο τρόπο, λόγω του α-αδρενεργικού αποκλεισµού που ασκεί η ακετυλοπροµαζίνη πιθανότητα επέρχεται χαλάρωση του σπλήνα και προκαλείται συγκέντρωση ερυθροκυττάρων στο όργανο µειώνοντας τα διαθέσιµα ερυθροκύτταρα στην κυκλοφορία (Khalaf et al 2014). Στην παρούσα έρευνα, η καρδιακή συχνότητα παρέµεινε σταθερή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας χωρίς να εµφανίσει σηµαντικές διαφορές ανάµεσα στις δύο οµάδες. Σε έρευνα που έγινε σε βραχυκεφαλικούς σκύλους, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε µυελογραφία, παρατηρήθηκε ταχυκαρδία αλλά µόνο στα πρώτα λεπτά µετά την έναρξη της αναισθησίας (Schuszler 2008). Σε αντίστοιχη έρευνα σε κουνέλια, παρατηρήθηκε µείωση της καρδιακής συχνότητας (Praestholm 1977), ενώ σε άλλη