Εικόνες του Δυτικοευρωπαίου µέσα από την Ιστορία 9 Μεθοδολογικές Επισηµάνσεις Ο ι προσεγγίσεις των σχέσεων του Υστεροβυζαντινού και του Νεότερου Ελληνισµού µε τη Δύση συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι κατά τη Λατινοκρατία (13 oς -17 ος αι.) συντελέστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική χερσόνησο µια ευρεία επαφή ανθρώπινων συνόλων, των «Δυτικών» µε τους εγχώριους πληθυσµούς. Αυτή η συνύπαρξη, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, θα εγκαινίαζε την περιπετειώδη προσπάθεια αλληλοκατανόησης δύο διαφορετικών Κόσµων, καθιστώντας την σηµαντική παράµετρο στη συλλογική µνήµη των Ελλήνων. Η σύσταση του ελληνικού εθνικού κράτους, µε την επακόλουθη πνευµατική του κατεύθυνση, είναι το κοµβικό σηµείο που θα καθορίσει, µεταξύ όλων των άλλων, και την ιστορική αξιολόγηση της Λατινοκρατίας 1. Ο προβληµατισµός που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα του 19 ου αιώνα για τις τύχες του Βυζαντίου µετά την άλωση του 1204, µας υποδεικνύει τη σηµασία που προσέλαβε η ένταξη της περιόδου αυτής στην εθνική ιστορία της χώρας. Σε αυτόν τον κρίσιµο αιώνα, κατά τον οποίο οργανωνόταν το ι- στορικό παρελθόν του Ελληνισµού και οι πνευµατικοί φορείς του τόπου στρατεύονταν στην υπηρέτηση της εθνικής ιδέας, παρουσιάζει ενδιαφέρον να δει κανείς ποια θέση επιφύλαξαν αυτοί οι φορείς για τη Λατινοκρατία, που τότε ονοµαζόταν συλλήβδην «Φραγκοκρατία». Ήταν η εποχή κατά την οποία το ελληνικό παρόν, παρότι προσπαθούσε να επικοινωνήσει µε το δυτικοευρωπαϊκό παρόν, υπο- 1. Ο σηµερινός αποδεκτός όρος για τις Δυτικές Κυριαρχίες στην Ανατολή, ε- πιµεριζόµενες στη «Φραγκοκρατία» και τη «Βενετοκρατία». Βλ. και Χρ. Μαλτέζου «Βυζάντιο Βενετία: Μια σχέση αγάπης και µίσους», Η Τέταρτη Σταυροφορία και ο Ελληνικός Κόσµος, ΕΙΕ (2008), σ. 20.
10 Δηµήτριος Κ. Γιαννακόπουλος χρεωνόταν να ενδιαφερθεί και για τη σχέση του µε τους Ευρωπαίους του παρελθόντος. Είναι προφανές ότι το περιεχόµενο της δεύτερης σχέσης διέφερε ουσιαστικά από της πρώτης, αν δεν ερχόταν σε σύγκρουση µαζί του. Στη µία, είχαµε τον Δυτικό / Ευρωπαίο, «πρότυπο» και «προστάτη», στην άλλη «εχθρό» και «κατακτητή». Είναι πολλές οι εργασίες (οι νεότερες και οι εντελώς πρόσφατες) που διερευνούν τη σχέση της πνευµατικής Ελλάδας του 19 ου αιώνα µε το ιστορικό παρελθόν της. Το πώς συγκρότησαν οι πνευ- µατικοί φορείς του ελληνικού κράτους την εθνική µνήµη αποτελεί πάντα ενδιαφέρον ερευνητικό πεδίο και διαρκή πρόκληση για καρποφόρα αναζήτηση. Η παρούσα ερευνητική απόπειρα φιλοδοξεί να καλύψει ένα κενό στην ανάλυση αυτής της διαδικασίας. Εστιάζει στην επεξεργασία από µέρους των Ελλήνων διανοουµένων (περ. 1840-1900) της ιστορικής σχέσης του ελληνόφωνου χώρου µε τους Δυτικούς, ως κυρίαρχους. Το κατά πόσο αυτή η αρχική πρόσληψη της περιόδου της Λατινοκρατίας εξακολουθεί να συντηρείται στο επίπεδο και των σηµερινών αναζητήσεων για τις σχέσεις των Ελλήνων µε τη Δυτική Ευρώπη, συνιστά µια προβληµατική η οποία επίσης απασχολεί τον συγγραφέα. Μέσα από τη συνολική θεώρηση των κυριότερων απόψεων, αλλά κυρίως των ερµηνευτικών σχηµάτων τα οποία µεταχειρίστηκαν οι Έλληνες στοχαστές από το 1830 κ.ε. προκειµένου να εντάξουν τη λατινική κατάκτηση στο γνωστό τριµερές σχήµα της Ελληνικής Ι- στορίας, επιχειρείται να απαντηθούν ορισµένα ερωτήµατα. Ένα από αυτά, για παράδειγµα, είναι, αν η κυριαρχία των Λατίνων εκλήφθηκε ως ιδιαίτερη περίοδος ή αντιµετωπίστηκε ως µέρος της Ιστορίας του Βυζαντίου, και αν οι ίδιοι θεωρήθηκαν ετερόδοξοι κατακτητές ή αρχέγονοι Ευρωπαίοι. Ακόµη, ποια ήταν η επίδραση «της ανακάλυψης» του Μεσαίωνα από τους Δυτικοευρωπαίους ι- στορικούς στην ιστοριογραφική προσέγγιση του «ελληνικού µεσαίωνα» από τους Έλληνες οµοτέχνους τους. Στην όποια, δηλαδή, θεώρηση του συγκεκριµένου ιστορικού παρελθόντος βάρυνε η επιστηµονική διάσταση (υπό την επίδραση του νεοφερµένου στην Ελ-
Εικόνες του Δυτικοευρωπαίου µέσα από την Ιστορία 11 λάδα ιστορισµού) ή η βιωµατική προσέγγιση των παθών ενός λαού (την οποία εξέτρεφε την ίδια εποχή η επιβίωση του ροµαντισµού); Συνακόλουθα, εγείρεται και το ζήτηµα, αν η λεγόµενη Φραγκοκρατία (συµπεριλαµβανοµένης σε αυτήν και της Ενετοκρατίας) έτυχε µιας αποκλειστικά και µόνο εθνικής εξέτασης. Η ιστορική εκείνη διερεύνηση που αναδεικνύει την πολιτιστική ανταλλαγή ως κύρια συνέπεια, αλλά και τις θετικές πλευρές της ευρύτερης επαφής δύο πολιτισµών, είχε κάποια θέση στη γενικότερη πρόσληψη της περιόδου; Το προς έρευνα υλικό των πηγών δεν είναι τόσο εκτεταµένο χρονικά, όσο ποικίλο ειδολογικά. Ο λόγος είναι ότι στην υπό δια- µόρφωση ταυτότητα των Νεοελλήνων έχουν όλοι οι πνευµατικοί άνθρωποι λόγο και όχι µόνο οι ιστορικοί που έχουν αναλάβει το ρόλο της περιβολής του «εθνικώς ορθού» µε επιστηµονική επιχειρηµατολογία. Θα πρέπει να σηµειωθεί, επίσης, ότι ανάµεσα στους διανοούµενους που απαρτίζουν τον πνευµατικό κόσµο της Ελλάδας του 19 ου αιώνα και στοχάζονται για τις σχέσεις µε τη Δύση, δεν συγκαταλέγονται µόνο όσοι ζουν και δηµιουργούν εντός του λιλιπούτειου Βασιλείου. Περιλαµβάνονται και µερικοί που προέρχονται από τον αλύτρωτο ελληνισµό, όπως ο Δηµ. Βερναρδάκης (1833-1907), ή τη Διασπορά, όπως ο Κ. Π. Καβάφης (1863-1933). Πρόκειται για δύο χαρακτηριστικές, µολονότι εντελώς διαφορετικές, µορφές που α- νατροφοδοτούνται από την πνευµατική κοινωνία της Ελλάδας και έρχονται σε επαφή µε τις προσπάθειες για εθνική αυτογνωσία. Ένα µέρος του πνευµατικού κόσµου που ασχολήθηκε µε το ρόλο του «Δυτικού» στην εθνική ιστορία αποτελούν σηµαντικοί λογοτέχνες (ποιητές και πεζογράφοι, όπως οι Α. Βαλαωρίτης 1824-1879, Κ. Παλαµάς 1859-1943, Γ. Σουρής 1853-1919, Α. Καρκαβίτσας 1866-1922, Α. Παπαδιαµάντης 1851-1911). Μια άλλη κατηγορία συγκροτούν καταξιωµένοι κριτικοί και διάφοροι λόγιοι (π.χ. ο Σκαρλάτος Βυζάντιος 1798-1878, ο Α. Γ. Πασπάτης 1814-1891, ο Μ. Ρενιέρης 1815-1897, ο Δ. Βικέλας 1835-1908, ο Π. Γιαννόπουλος 1869-1910).
12 Δηµήτριος Κ. Γιαννακόπουλος Πάνω απ όλα, όµως, ενδιαφέρουν οι ιστορικοί µε την ευρεία έννοια (ιστοριογράφοι, καθηγητές Ιστορίας, ιστοριοδίφες) µερικοί λόγω της γνώσης του αντικειµένου και της ιδιαίτερης ενασχόλησης µε αυτό (Σπ. Ζαµπέλιος 1885-1881, Κ. Σάθας 1842-1914, Επ. Σταµατιάδης 1835-1901), άλλοι ως παράγοντες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής που υποχρεώνονται να εκφέρουν έναν δηµόσιο λόγο, όπως οι Κ. Δ. Σχινάς (1801-1857), Κ. Δ. Παπαρρηγόπουλος (1815-1891), Π. Καλλιγάς (1814-1896), Στ. Κουµανούδης (1818-1899), Σπ. Λάµπρος (1851-1919) και Γ. Κρέµος (1839-1923). Ξεχωριστή θέση, εξάλλου, καταλαµβάνει η ιδιαίτερη και οµοιογενής πλειάδα των συγγραφέων του ιστορικού µυθιστορήµατος και του ιπποτικού δράµατος. Για τη συγκεκριµένη οµάδα των µυθιστοριογράφων, ο µεσαιωνικός ελληνισµός και η «ξενοκρατία» που γνώρισε συνιστούν έναν καινούργιο και πολύ παραγωγικό χώρο έµπνευσης. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι µερικοί από τους ιστορικούς διακρίθηκαν και στην ιπποτική λογοτεχνία (Λάµπρος, Ζα- µπέλιος κ.ά.), σε µια εποχή όπου τα όρια µεταξύ ιστορίας και µυθιστορίας ήταν συγκεχυµένα, και εµφανίζονταν και στην Ελλάδα τα πρώτα παράγωγα του είδους. Από το έργο πνευµατικών ανθρώπων της Ελλάδας του 19 ου αιώνα, όπως οι προηγούµενοι, παράγεται µια πλούσια ρητορική, αλλά και ένας αξιόλογος έντεχνος λόγος (κυρίως µυθιστορηµατικός), σχετικά µε την ιστορική παράδοση του Ελληνικού Έθνους, ποια πρέπει να είναι αυτή, ποιες είναι οι καταβολές της και ποια η δυναµική της µέχρι τη συγκεκριµένη χρονική στιγµή. Σε αυτήν την πνευµατική παραγωγή απαντώνται πολλές αναφορές στην περίοδο της µετά την Δ Σταυροφορία κατάστασης του Ελληνισµού. Αν και αυτή η παραγωγή είναι, γενικά, οµοιογενής µε διαύλους επικοινωνίας των φορέων της, κρίθηκε σκόπιµος για µεθοδολογικούς λόγους ο βασικός διαχωρισµός της σε δοκιµιακό λόγο (ιστοριογραφικό, δηµοσιογραφικό κλπ) και σε µυθοπλαστικό (λογοτεχνικό και θεατρικό). Είναι προφανές ότι από το σύνολο των παρατιθέµενων απόψεων µεγαλύτερη σηµασία έχουν όσες αποτυπώνονται ως σχολια-
Εικόνες του Δυτικοευρωπαίου µέσα από την Ιστορία 13 σµοί και προσωπικές θέσεις, έναντι εκείνων που συνιστούν απλές ιστορικές διαπιστώσεις και παραδοχές. Στην πρώτη κατηγορία ε- ντάσσονται οι πολύ ενδιαφέρουσες θεωρήσεις όχι των ειδηµόνων της ιστορικής έρευνας αλλά των πνευµατικών ανθρώπων, γενικότερα, που αισθάνονται την ανάγκη να εκφραστούν επί του µεγάλου θέµατος της «ιστορικής συνέχειας της ελληνικής φυλής», που ήταν κυρίαρχο στα 3/4 του 19 ου αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις τοποθετήσεις τους σχετικά µε την περίοδο της Λατινοκρατίας φροντίζουν να διανθίζουν το λόγο τους µε λαϊκές αντιλήψεις και επιβιώσεις µακραίωνης προφορικής παράδοσης, στοιχείο µε ιδιαίτερη σηµασία, καθώς απηχεί και την τρέχουσα αντίληψη των κατώτερων στρωµάτων για τη σχέση µε τους «Φράγκους». Εννοείται ότι τον βασικό κορµό αποτελούν οι εργασίες των εκπροσώπων της επιστηµονικής ιστοριογραφίας, το περιεχόµενο και η συλλογιστική της οποίας, αν και παραπέµπουν σε έναν κοινό άξονα αναφοράς, παρουσιάζουν αξιοσηµείωτες παραλλαγές. Ο εκπεφρασµένος αλλά και ο εσωτερικός διάλογος των ιστορικών τόσο µεταξύ τους όσο και µε τους υπόλοιπους εκπροσώπους του ελληνικού πνευµατικού κόσµου σχετικά µε τη σχέση του Βυζαντίου µε τους Δυτικούς, αλλά και της λατινικής κατάκτησης µε τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον κυρίως, επειδή διαµορφώνει ένα πρίσµα µέσα από το οποίο γίνεται αντιληπτή η σύγχρονη της εποχής Δυτική Ευρώπη. Το επιστηµονικό υπόβαθρο για την ενασχόληση των Ελλήνων του 19 ου αιώνα µε το µεσαιωνικό παρελθόν τους δεν έχει, βέβαια, δηµιουργηθεί από τους ίδιους, αλλά από προγενέστερους Ευρωπαίους συγγραφείς και ερευνητές. Με το δεδοµένο, λοιπόν, µιας προϋπάρχουσας ιστοριογραφίας για τους µεσαιωνικούς Έλληνες, όχι όµως από Έλληνες ιστορικούς, ιδιαίτερα σηµαντικός είναι και ο «διάλογος» αυτών των τελευταίων µε τον Ed.Gibbon, τον Κ. Hopf, τον J. Ph. Fallmerayer, τον J. A. Buchon, τον J. W. Zinkeisen και άλλους. Η εργασία που ακολουθεί βασίζεται οπωσδήποτε σε επιλεκτική αποδελτίωση των σχετικών έργων. H αξιοποίησή της, ωστόσο, πι-
14 Δηµήτριος Κ. Γιαννακόπουλος στεύουµε ότι µπορεί να οδηγήσει στην ανασύνθεση µιας αντιπροσωπευτικής εικόνας, της πρώτης που σχηµάτισαν οι άνθρωποι των Γραµµάτων στην Ελλάδα για την ιστορική σχέση του ευρύτερου χώρου µε τη Δύση. Η διαχρονική ισχύς της ιδεολογικής αποτύπωσης αυτής της σχέσης και ο βαθµός της ευθυγράµµισής της µε το λαϊκό αίσθηµα, αποτελεί κατά τη γνώµη µας ένα σηµαντικό ιστορικό και κοινωνιολογικό ζητούµενο. Επειδή η τεκµηρίωση της παρούσας ερµηνευτικής προσέγγισης στηρίζεται στα πρωτότυπα κείµενα όσων συγγραφέων του 19 ου αιώνα κρίθηκαν αντιπροσωπευτικοί, τα παρατιθέµενα αποσπάσµατα από τα έργα τους είναι αρκετά συχνά και εκτεταµένα, ώστε να είναι ευχερέστερη και πληρέστερη η εκτίµηση της επιρροής των απόψεών τους. Παρόλο που η πνευµατική παραγωγή κάποιων συγγραφέων συνεχίζεται και τον 20 ό αιώνα, µας ενδιαφέρει µόνο το έργο τους που εντάσσεται στον κρίσιµο 19 ο αιώνα. Η χρονική οριοθέτηση της ανάλυσης στο τέλος του δεν είναι συµβατική. Όπως θα διαπιστωθεί, η δεκαετία του 1890 σηµατοδοτεί µια ουσιαστική αλλαγή στην επιστηµονική αξιολόγηση της περιόδου της Λατινοκρατίας, η ο- ποία δεν µπορεί να µην ληφθεί υπόψη. Οι νεότερες ιστοριογραφικές θεωρήσεις των επιµέρους ιστορικών φάσεών της, αλλά και οι σύγχρονες προσεγγίσεις των δύο συνοίκων στοιχείων, των Βυζαντινών µε τους Δυτικούς, στον άξονα της «ετερότητας» («Otherness») αποτέλεσαν χρήσιµους µεθοδολογικούς οδηγούς. Οπωσδήποτε λήφθηκαν υπόψη οι έρευνες οι σχετικές µε τις ι- δεολογικές κατευθύνσεις της ελληνικής πνευµατικής ζωής κατά το 19 ο αιώνα. Αξιοποιήθηκαν, ακόµη, εργασίες αναφερόµενες στους µηχανισµούς µε τους οποίους οι ιστορικές κοινωνίες συγκροτούν τις ταυτότητές τους. Τα πορίσµατα όλων αυτών των νεώτερων προσεγγίσεων χρησιµοποιήθηκαν ως εργαλείο ανάλυσης της πνευµατικής στάσης έναντι ενός δυτικότροπου παρελθόντος, ίσως περισσότερο τραυ- µατικού από το Οθωµανικό.
Εικόνες του Δυτικοευρωπαίου µέσα από την Ιστορία 15 Θεωρώ υποχρέωσή µου να ευχαριστήσω και από τη θέση αυτή τον Οµότιµο Καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής του EKΠΑ κ. Ευάγγελο Χρυσό, για την τιµητική προσφορά του να µελετήσει την εργασία, καθώς και τις Μαρία Ντούρου-Ηλιοπούλου, Καθηγήτρια των Μέσων Νεωτέρων Χρόνων της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, και την κ. Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Καθηγήτρια της Ιστορίας Νέου Ελληνισµού του ΕΚΠΑ, για την προθυµία µε την οποία προέβησαν σε χρήσιµες υποδείξεις, συνεισφέροντας στην επιστηµονική αρτιότητα του έργου. Δ. Κ. Γιαννακόπουλος
16 Δηµήτριος Κ. Γιαννακόπουλος Αναγκαίες διευκρινίσεις Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, όλες οι περικοπές από τα αυθεντικά κείµενα (γραµµένα σε αρχαΐζουσα γλώσσα) έχουν µεταφερθεί στην πολυτονική τους γραφή. Κρίθηκε ότι, εκτός του επιβαλλόµενου σεβασµού στα µνηµεία αυτά του λόγου, η µονοτονική γραφή θα δηµιουργούσε, λόγω της µορφοσυντακτικής τους δοµής, πρόβληµα κατανόησης. Ζητείται η επιείκεια των αναγνωστών για τα τυχόν τονικά λάθη. Σε µονοτονική γραφή έχουν καταχωρηθεί µόνο οι τίτλοι της ίδιας κατηγορίας, είτε ως παραποµπές, είτε ως Βιβλιογραφία. Δεν θεωρήθηκε απαραίτητο να σηµειωθούν οι εκδόσεις των έργων εκείνων της ελληνικής κλασικής λογοτεχνίας (πεζών ή ποιητικών), των οποίων µέρη αξιοποιήθηκαν ως πηγές τεκµηρίωσης της παρούσας µελέτης. Πρόκειται, εξάλλου, για πνευµατική δηµιουργία µε συνεχείς ανατυπώσεις µεν, αλλά ουσιαστικά αναλλοίωτη ως προς το περιεχόµενό της. Αποσπάσµατα από λογοτεχνικά κείµενα, κυρίως ποιητικά, γραµµένα στη «δηµοτική» γλώσσα της γενιάς του 1880 έχουν συµπεριληφθεί σε µονοτονική γραφή. Για τον χαρακτηρισµό συνολικά των περιόδων των δυτικών κυριαρχιών χρησιµοποιείται ο δόκιµος επιστηµονικά όρος «Λατινοκρατία». Ο όρος «Φραγκοκρατία», όταν χρησιµοποιείται, δηλώνει την πρώιµη φάση της λατινικής κατάκτησης (1204-1261), και τα καθεστώτα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και του Δουκάτου των Αθηνών (µέχρι τον 15 ο αιώνα). Σε όσες περιπτώσεις αναφέρεται η «Φραγκοκρατία» ως συνολικός χαρακτηρισµός του 19 ου αιώνα για τη Λατινοκρατία, η λέξη τίθεται εντός εισαγωγικών.