ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ (ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ, ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ) ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ Γ ΑΝΑΚΟΠΗ ΤΜΗΜΑ 2 ΤΑΥΤΟΣΗΜΟ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΛΟΙΠΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 1
Πίνακας περιεχομένων 1. Εισαγωγή... 3 2. Οικογένεια σημάτων/σειρά σημάτων... 3 3. Συνύπαρξη των συγκρουόμενων σημάτων στην αγορά της ίδιας εδαφικής περιοχής... 6 3.1. Συνύπαρξη σημάτων που εμπλέκονται σε διαδικασία ανακοπής... 7 4. Περιπτώσεις πραγματικής σύγχυσης... 9 5. Προγενέστερες αποφάσεις κοινοτικών ή εθνικών αρχών οι οποίες αφορούν συγκρούσεις ταυτόσημων (ή όμοιων) σημάτων... 10 5.1. Προγενέστερες αποφάσεις του Γραφείου... 10 5.2. Προγενέστερες εθνικές δικαστικές και άλλες αποφάσεις... 10 6. Αλυσιτελή επιχειρήματα για την εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης... 12 6.1. Συγκεκριμένες στρατηγικές εμπορικής προώθησης... 12 6.2. Αίτηση κοινοτικού σήματος που χαίρει φήμης... 12 Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 2
1. Εισαγωγή Το Γραφείο εξετάζει κατά κανόνα τους πιο χαρακτηριστικούς και συνήθως λυσιτελείς παράγοντες που σχετίζονται με τον κίνδυνο σύγχυσης υπό χωριστές κεφαλίδες ( 1 ) πριν από το τμήμα της απόφασης που περιέχει τη συνολική εκτίμηση. Οι παράγοντες αυτοί εξετάστηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών. Ωστόσο, η συνολική εκτίμηση λαμβάνει υπόψη και άλλους παράγοντες, βασισμένους σε ισχυρισμούς και αποδείξεις που προβάλλουν και προσκομίζουν τα μέρη, οι οποίοι είναι λυσιτελείς για τη λήψη απόφασης επί του κινδύνου σύγχυσης. Στο παρόν κεφάλαιο εξετάζονται τέτοια επιχειρήματα/ισχυρισμοί που προβάλλουν συχνά τα μέρη. 2. Οικογένεια σημάτων/σειρά σημάτων Όταν η ανακοπή κατά αίτησης καταχώρισης κοινοτικού σήματος στηρίζεται σε πολλά προγενέστερα σήματα και τα εν λόγω σήματα έχουν χαρακτηριστικά βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην ίδια «σειρά» ή «οικογένεια», ο κίνδυνος σύγχυσης μπορεί να προκληθεί από τη δυνατότητα συσχέτισης μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και των προγενεστέρων σημάτων που αποτελούν μέρος της σειράς. Τα δικαστήρια έχουν δώσει σαφείς ενδείξεις ότι οι δύο προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικά (απόφαση της 23/02/2006, T-194/03, «Bainbridge», σκέψεις 123 έως 127, επικυρωθείσα με την απόφαση της 13/09/2007, C-234/06 P, «Bainbridge», σκέψη 63). Πρώτον, ο δικαιούχος σειράς προγενεστέρων καταχωρίσεων πρέπει να αποδείξει τη χρήση όλων των σημάτων που ανήκουν στη σειρά ή, τουλάχιστον, αριθμού σημάτων που μπορεί να αποτελέσουν «σειρά». Δεύτερον, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν πρέπει μόνο να είναι παρόμοιο προς τα αποτελούντα μέρος της σειράς σήματα, αλλά να έχει και χαρακτηριστικά που μπορούν να το συσχετίσουν με τη σειρά. Η συσχέτιση πρέπει να οδηγεί το κοινό να πιστέψει ότι το προσβαλλόμενο σήμα αποτελεί επίσης μέρος της σειράς, δηλαδή ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες μπορεί να προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Τούτο δεν μπορεί να συμβαίνει, παραδείγματος χάρη, όταν το κοινό στοιχείο των προγενεστέρων σημάτων της ίδιας σειράς προϊόντων χρησιμοποιείται στο αμφισβητούμενο σήμα σε διαφορετική θέση από αυτήν στην οποία βρίσκεται συνήθως στα σήματα που ανήκουν στη σειρά ή έχουν διαφορετικό σημασιολογικό περιεχόμενο. Επομένως, για να γίνει δεκτό ένα επιχείρημα βασισμένο στην ύπαρξη οικογένειας σημάτων, ο ανακόπτων πρέπει να αποδείξει ότι χρησιμοποίησε τα σήματα, τα οποία συνθέτουν την εικαζόμενη οικογένεια, στην αγορά και σε τέτοιο βαθμό ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να έχει εξοικειωθεί με τη συγκεκριμένη οικογένεια σημάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ανακόπτων πρέπει να αποδείξει ότι η οικογένεια σημάτων χαίρει φήμης: η κανονική χρήση αρκεί, εφόσον είχε ως αποτέλεσμα την καθιέρωση της οικογένειας σημάτων στην αγορά. Εξυπακούεται ότι η διαπίστωση φήμης δεν μπορεί παρά να ενισχύσει το επιχείρημα περί ύπαρξης οικογένειας σημάτων. 1 (i) Ομοιότητα προϊόντων και υπηρεσιών (ii) ομοιότητα των σημείων (iii) διακριτικά και κυρίαρχα στοιχεία των συγκρουόμενων σημείων (iv) διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος (v) ενδιαφερόμενο κοινό και βαθμός προσοχής. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 3
Εάν ο ανακόπτων αποδείξει την ύπαρξη οικογένειας σημάτων, είναι σφάλμα να συγκρίνεται η ανακοπτόμενη αίτηση με κάθε επιμέρους προγενέστερο σήμα που συνθέτει την οικογένεια. Αντιθέτως, η σύγκριση πρέπει να γίνεται μεταξύ του προσβαλλόμενου σήματος και της οικογένειας στο σύνολό της, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το αμφισβητούμενο σημείο εμφανίζει τα χαρακτηριστικά εκείνα τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν στη σκέψη των καταναλωτών τη συσχέτιση με την οικογένεια σημάτων του ανακόπτοντος. Στην πραγματικότητα, η σύγκριση των επιμέρους συγκρουόμενων σημείων μπορεί ακόμη και να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι τα σημεία διαφέρουν στο σύνολό τους, ενώ η συσχέτιση του αμφισβητούμενου σημείου με την προγενέστερη οικογένεια σημάτων μπορεί να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας ο οποίος θα κρίνει τη διαπίστωση του κινδύνου σύγχυσης. Η διαπίστωση ότι ο ανακόπτων διαθέτει οικογένεια σημάτων απαιτεί τη χρήση τουλάχιστον τριών σημάτων, αριθμός που αποτελεί ελάχιστο κατώτατο όριο για να ληφθεί υπόψη ένα τέτοιο επιχείρημα. Απόδειξη χρήσης η οποία αφορά μόνον δύο σήματα δεν μπορεί να τεκμηριώσει την ύπαρξη σειράς σημάτων. Για να αντιληφθεί το κοινό ότι μια ομάδα σημάτων αποτελεί οικογένεια, πρέπει ο κοινός παρονομαστής της ανακοπτόμενης αίτησης και η προγενέστερη οικογένεια σημάτων να έχουν διακριτικό χαρακτήρα, είτε εγγενή είτε αποκτηθέντα μέσω της χρήσης, ώστε να καθίσταται εφικτή η άμεση συσχέτιση όλων αυτών των σημείων. Ομοίως, το κοινό δεν θα αντιληφθεί μια ομάδα σημάτων ως οικογένεια εάν τα άλλα συνθετικά στοιχεία των προηγούμενων σημείων κυριαρχούν στη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα εν λόγω σημεία. Προγενέστερα σημεία Αμφισβητούμενο σημείο Αριθ. υπόθεσης Ophtal, Crom-Ophtal, Visc- Ophtal, Pan-Ophtal ALERGOFTAL R 0838/2001-1 Προϊόντα και υπηρεσίες: 5 Εδαφική περιοχή: Γερμανία Εκτίμηση: Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι διαφορές μεταξύ των σημείων ήταν τέτοιες ώστε να αποκλείεται το ενδεχόμενο να γίνει αντιληπτό το αμφισβητούμενο σήμα ως ανήκον στην οικογένεια σημάτων του ανακόπτοντος (με την παραδοχή ότι είχε διαπιστωθεί η ύπαρξη της εν λόγω οικογένειας). Ειδικότερα, το τμήμα έκρινε ότι ενώ η επικαλούμενη «σειρά» εξαρτιόταν από την ύπαρξη σε κάθε περίπτωση της κατάληξης «-ophtal» (και όχι «oftal») με προηγούμενο ενωτικό, το αμφισβητούμενο σημείο δεν περιείχε ακριβώς την ίδια κατάληξη ούτε αντικατόπτριζε ακριβώς τις ίδιες αρχές διάρθρωσης. Όταν το «ophtal» συνδυάζεται με τα «Pan-», «Crom-» και «Visc-», αυτά τα μερικώς διαχωρισμένα προθέματα αποκτούν μεγαλύτερη διακριτική αξία, επηρεάζοντας σημαντικά τη συνολική εντύπωση που προκαλεί καθένα από τα σήματα ως ολότητα, παρέχοντας σε κάθε περίπτωση αρχικά στοιχεία σαφώς διαφορετικά από το πρώτο ήμισυ «Alerg» του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση. Βλέποντας το «Alergoftal», ο γερμανός καταναλωτής δεν θα σκεφτεί να το διαιρέσει σε δύο στοιχεία, ενώ αντιθέτως καλείται να πράξει κάτι τέτοιο όταν συναντά σήματα τα οποία απαρτίζονται από δύο στοιχεία χωρισμένα με ενωτικό (σκέψεις 14 και 18). Προγενέστερα σημεία Αμφισβητούμενο σημείο Αριθ. υπόθεσης TIM OPHTAL, SIC OPHTAL, LAC OPHTAL κ.λπ. OFTAL CUSI T-160/09 Προϊόντα και υπηρεσίες: 5 Εδαφική περιοχή: ΕΕ Εκτίμηση: Το στοιχείο «Ophtal», το οποίο υποδηλώνει οφθαλμολογικά σκευάσματα, είναι ένα αδύναμο στοιχείο στην οικογένεια σημάτων. Τα στοιχεία TIM, SIC και LAC είναι τα στοιχεία που διαθέτουν διακριτικό χαρακτήρα (σκέψεις 92 και 93). Συνήθως, τα σήματα που αποτελούν «οικογένεια» και χρησιμοποιούνται ως τέτοια είναι όλα καταχωρισμένα σήματα. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η αρχή Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 4
της «οικογένειας σημάτων» να επεκτείνεται επίσης και σε μη καταχωρισμένα σήματα, εφόσον κάτι τέτοιο είναι συμβατό με τις διατάξεις της οικείας εθνικής νομοθεσίας. Η παραδοχή ότι ένα συγκεκριμένο σήμα εντάσσεται σε μια οικογένεια σημάτων προϋποθέτει ότι το κοινό συνθετικό στοιχείο των σημείων είναι ταυτόσημο ή πολύ όμοιο. Ήσσονος σημασίας γραφικές διαφορές στο κοινό συνθετικό στοιχείο δεν αποκλείουν την παραδοχή ύπαρξης σειράς σημάτων, όταν τέτοιες διαφορές μπορούν να γίνουν αντιληπτές από το κοινό ως μοντέρνα παρουσίαση της ίδιας γραμμής προϊόντων. Αντιθέτως, γράμματα τα οποία διαφέρουν από, ή προστίθενται στο κοινό συνθετικό στοιχείο γενικά δεν επιτρέπουν την παραδοχή ύπαρξης οικογένειας σημάτων. Κανονικά, το κοινό στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει την οικογένεια εμφανίζεται στην ίδια θέση εντός των σημάτων. Επομένως, το ίδιο (ή ένα πολύ όμοιο) στοιχείο το οποίο εμφανίζεται στην ίδια θέση στο αμφισβητούμενο σημείο αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι το μεταγενέστερο σήμα μπορεί να συσχετίζεται με την οικογένεια σημάτων του ανακόπτοντος. Από την άλλη πλευρά, εάν το κοινό στοιχείο εμφανίζεται σε διαφορετική θέση στο αμφισβητούμενο σημείο, κάτι τέτοιο εμποδίζει σοβαρά τη δημιουργία τέτοιας συσχέτισης στη σκέψη των καταναλωτών. Για παράδειγμα, το αμφισβητούμενο σημείο ISENBECK δεν είναι πιθανό να συσχετιστεί με μια οικογένεια σημάτων BECK, στην οποία το στοιχείο BECK βρίσκεται στην αρχή των σημείων που απαρτίζουν την οικογένεια. Τέλος, το επιχείρημα περί ύπαρξης «οικογένειας σημάτων» δεν είναι απαραίτητο να προβληθεί στη διαδικασία ως λόγος ανακοπής, αλλά μπορεί να ληφθεί υπόψη ως πρόσθετο πραγματικό περιστατικό, απόδειξη ή επιχείρημα. Επομένως, ο ανακόπτων, ο οποίος βάσισε την ανακοπή του σε μεμονωμένο προγενέστερο σήμα (καταχωρισμένο ή μη), μπορεί να προβάλει στο πλαίσιο της διαδικασίας τον ισχυρισμό και να προσκομίσει αποδείξεις ότι το προγενέστερο σήμα έχει χρησιμοποιηθεί μαζί με άλλα σήματα, σχηματίζοντας μια οικογένεια σημάτων υπό τις προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις. Παραδείγματα στα οποία τα τμήματα προσφυγών έκριναν ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη οικογένειας σημάτων: Προγενέστερα σημεία Αμφισβητούμενο σημείο Αριθ. υπόθεσης UniSECTOR uni-gateway R 31/2007-1 Προϊόντα και υπηρεσίες: 36 (χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες) Εδαφική περιοχή: Γερμανία Εκτίμηση: Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι ο ανακόπτων είχε, πράγματι, παράσχει επαρκείς αποδείξεις, προσκομίζοντας, ειδικότερα, αναφορές στον οικείο εξειδικευμένο Τύπο, όπως στο FINANZtest, και παραπέμποντας στο σημαντικό μερίδιο αγοράς (17,6 %) επενδυτικών ταμείων «Uni» μεταξύ των γερμανικών εταιρειών διαχείρισης κεφαλαίων, για να καταδείξει ότι χρησιμοποιεί το πρόθεμα «UNI» για αριθμό γνωστών επενδυτικών ταμείων. Υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης για την οικογένεια σημάτων, καθώς οι οικείοι εμπορικοί κύκλοι θα συμπεριλάβουν το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση στη σειρά, επειδή είναι διαρθρωμένο σύμφωνα με συγκρίσιμη αρχή (σκέψεις 43 και 44). Προγενέστερα σημεία Αμφισβητούμενο σημείο Αριθ. υπόθεσης UNIFIX, BRICOFIX, MULTIFIX, CONSTRUFIX, TRABAFIX κ.λπ. ZENTRIFIX R 1514/2007-1 Προϊόντα και υπηρεσίες: 1, 17 και 19 (κολλητικές ουσίες) Εδαφική περιοχή: Ισπανία Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 5
Εκτίμηση: Το τμήμα έκρινε ότι ο ανακόπτων είχε αποδείξει την ύπαρξη της οικογένειας σημάτων. Πρώτον, ο ανακόπτων απέδειξε δεόντως ότι όλα τα σήματα τα οποία συνθέτουν την οικογένεια χρησιμοποιούνται. Τιμολόγια και διαφημιστικά έντυπα αποτελούν επαρκή απόδειξη ότι προϊόντα τα οποία φέρουν τα εν λόγω σήματα διατίθενται στους καταναλωτές στην αγορά. Επομένως, οι καταναλωτές γνωρίζουν την ύπαρξη οικογένειας σημάτων. Δεύτερον, το ZENTRIFIX διαθέτει χαρακτηριστικά τα οποία αναπαράγουν εκείνα των σημάτων της οικογένειας. Το στοιχείο FIX τοποθετείται στο τέλος, αλλά το στοιχείο που προηγείται παραπέμπει σε κάτι το οποίο έχει κάποια σχέση με κόλλες. Τα δύο στοιχεία τίθενται το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς κανένα σημείο στίξης, παύλα ή φυσικό διαχωρισμό και η γραμματοσειρά που χρησιμοποιείται για τα δύο στοιχεία είναι η ίδια (σκέψεις 43 και 44). Προγενέστερα σημεία Αμφισβητούμενο σημείο Αριθ. υπόθεσης CITIBANK, CITIGOLD, CITICORP, CITIBOND, CITICARD, CITIEQUITY κ.λπ. CITIGATE R 821/2005-1 (προσβληθείσα με προσφυγή T-301/09) Προϊόντα και υπηρεσίες: 9, 16 (προϊόντα δυνητικώς συνδεόμενα με χρηματοδότηση) Εδαφική περιοχή: ΕΕ Εκτίμηση: Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι οι αποδείξεις οι οποίες συνίσταντο ειδικότερα σε αποσπάσματα από τους δικτυακούς τόπους των ανακοπτόντων, ετήσιες εκθέσεις, διαφημίσεις στον Τύπο κ.λπ. βρίθουν παραπομπών στα σήματα CITICORP, CITIGROUP, CITICARD, CITIGOLD, CITIEQUITY. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το CITIBANK έχει τη φύση γενικού σήματος ή βασικού σήματος και ότι οι ανακόπτοντες έχουν αναπτύξει ολόκληρη σειρά επιμέρους σημάτων βασισμένων στην έννοια CITI. Το αμφισβητούμενο σήμα CITIGATE είναι το είδος του σήματος που οι ανακόπτοντες θα μπορούσαν να προσθέσουν στο χαρτοφυλάκιο σημάτων CITI, ιδίως εάν επιθυμούν να προσφέρουν μια νέα υπηρεσία σε πελάτες και να δώσουν έμφαση στην ιδέα της πρόσβασης (σκέψεις 23 και 24). 3. Συνύπαρξη των συγκρουόμενων σημάτων στην αγορά της ίδιας εδαφικής περιοχής Ο καταθέτης κοινοτικού σήματος μπορεί να ισχυριστεί ότι τα συγκρουόμενα σήματα συνυπάρχουν στη σχετική εδαφική περιοχή. Συνήθως το επιχείρημα της συνύπαρξης προβάλλεται όταν ο καταθέτης είναι δικαιούχος εθνικού σήματος το οποίο αντιστοιχεί στην αίτηση κοινοτικού σήματος στην εδαφική περιοχή στην οποία προστατεύεται το αντιτάξιμο σήμα. Ο καταθέτης μπορεί επίσης να αναφερθεί σε συνύπαρξη με σήμα που ανήκει σε τρίτο. Επομένως, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ δύο διαφορετικών καταστάσεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται αμφότερες «συνύπαρξη» από τα μέρη: η συνύπαρξη δύο σημάτων που εμπλέκονται σε διαδικασία ανακοπής μπορεί να συνιστά απόδειξη της μη ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης για το ενδιαφερόμενο κοινό (βλ. κατωτέρω) όταν οι ανταγωνιστές χρησιμοποιούν πολλά παρόμοια σήματα (εκτός των δύο σημάτων που εμπλέκονται στη διαδικασία ανακοπής), η συνύπαρξη μπορεί να επηρεάζει το εύρος προστασίας του προγενέστερου δικαιώματος. Βλ. Κατευθυντήριες γραμμές, Μέρος Γ, Ανακοπή, Τμήμα 2, Ταυτόσημο και κίνδυνος σύγχυσης, Κεφάλαιο 4, Διακριτικός χαρακτήρας. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 6
3.1. Συνύπαρξη σημάτων που εμπλέκονται σε διαδικασία ανακοπής Στη διαδικασία ανακοπής, ο καταθέτης κοινοτικού σήματος ισχυρίζεται πολύ συχνά ότι τα συγκρουόμενα σήματα συνυπάρχουν σε εθνικό επίπεδο και ότι ο ανακόπτων ανέχεται τη συνύπαρξη. Περιστασιακά, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η συνύπαρξη είναι αποδεκτή από τα μέρη βάσει συμφωνίας περί συνύπαρξης. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η συνύπαρξη δύο σημάτων σε δεδομένη αγορά να μπορεί, μαζί με άλλα στοιχεία, να μειώνει τον κίνδυνο δημιουργίας σύγχυσης στο ενδιαφερόμενο κοινό ως προς τα σήματα αυτά (απόφαση της 03/09/2009, C-498/07P, «La Española», σκέψη 82). Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο κίνδυνος σύγχυσης που διαπιστώνει το Γραφείο μεταξύ δύο συγκρουόμενων σημάτων μειώνεται λόγω της συνύπαρξης στην αγορά ορισμένων προγενέστερων σημάτων (απόφαση της 11/05/2005, T-31/03, «Grupo Sada», σκέψη 86). Ωστόσο, η ενδεικτική αξία της συνύπαρξης πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα. Ενδέχεται να υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τη συνύπαρξη δύο σημάτων σε εθνικό επίπεδο, π.χ. διαφορετική πραγματική ή νομική κατάσταση στο παρελθόν ή συμφωνίες προηγούμενων δικαιωμάτων μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Επομένως, ενώ γίνεται δεκτό στη θεωρία ότι η συνύπαρξη ασκεί επιρροή στη διαπίστωση κινδύνου σύγχυσης, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εν λόγω συνύπαρξη αποτελεί πειστική απόδειξη περί της απουσίας κινδύνου σύγχυσης είναι, στην πράξη, πολύ δύσκολο να εξακριβωθούν και σπάνια υπερισχύουν. Για να αποδείξει ο καταθέτης κοινοτικού σήματος ότι η συνύπαρξη βασιζόταν στην απουσία κάθε κινδύνου σύγχυσης για το ενδιαφερόμενο κοινό πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις: Συγκρίσιμη κατάσταση. Τα προγενέστερα («συνυπάρχοντα») σήματα και τα εξεταζόμενα σήματα είναι ταυτόσημα με τα εμπλεκόμενα στη διαδικασία ανακοπής ενώπιον του Γραφείου (απόφαση της 11/05/2005, T-31/03, «Grupo Sada», σκέψη 86, απόφαση της 18/09/2012, T-460/11, «BÜRGER», σκέψεις 60 και 61) και αφορούν τα ίδια προϊόντα ή τις ίδιες υπηρεσίες με τα συγκρουόμενα σήματα (απόφαση της 30/03/2010, R 1021/2009-1, «Eclipse», σκέψη 14). Η συνύπαρξη αφορά τις χώρες που εμπλέκονται στην υπόθεση (π.χ. επικαλούμενη συνύπαρξη στη Δανία είναι αλυσιτελής εάν η ανακοπή βασίζεται σε ισπανικό σήμα απόφαση της 13/07/2005, T-40/03, «Julián Murúa Entrena», σκέψη 85). Εάν το προγενέστερο σήμα είναι κοινοτικό σήμα, ο καταθέτης κοινοτικού σήματος πρέπει να αποδεικνύει συνύπαρξη σε ολόκληρη την ΕΕ. Μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον η συνύπαρξη στην αγορά. Το γεγονός και μόνον ότι αμφότερα τα σήματα υπάρχουν στο εθνικό μητρώο (τυπική συνύπαρξη) δεν αρκεί. Ο καταθέτης κοινοτικού σήματος πρέπει να αποδεικνύει ότι τα σήματα χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά (απόφαση της 13/04/2010, R 1094/2009-2, «Business Royals», σκέψη 34). Η συνύπαρξη πρέπει να νοείται ως «εκ παραλλήλου χρήση» συντρεχόντων και θεωρητικά συγκρουόμενων σημάτων (απόφαση της 08/01/2002, R 360/2000-4, «No Limits», σκέψη 13 και απόφαση της 05/09/2002, R 0001/2002-3, «Chee.Tos», σκέψη 22). Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το διάστημα συνύπαρξης: στην απόφαση της 01/03/2005, T-185/03, «Enzo Fusco», η επικαλούμενη συνύπαρξη επί μόλις Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 7
τέσσερις μήνες θεωρήθηκε προφανώς υπερβολικά σύντομη. Επιπλέον, η συνύπαρξη των σημάτων πρέπει να αφορά διάστημα πλησίον της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης κοινοτικού σήματος (απόφαση της 12/05/2010, R 607/2009-1, «Elsa Zanella», σκέψη 39). Η μη ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης μπορεί να συνάγεται μόνον από την «ειρηνική» συνύπαρξη των αμφισβητούμενων σημάτων στην οικεία αγορά (C-498/07P, «La Española», σκέψη 82 απόφαση της 08/12/2005, T-29/04, «Cristal Castellblanch», σκέψη 74 και απόφαση της 24/11/2005, T-346/04, «Arthur et Felicie», σκέψη 64). Αυτό δεν συμβαίνει όταν η σύγκρουση αποτέλεσε αντικείμενο προσφυγής ενώπιον εθνικών δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων (υποθέσεις παραποίησης/απομίμησης, ανακοπές ή αιτήσεις για διαγραφή σήματος). Επιπλέον, η ειρηνική συνύπαρξη των σημάτων στη σχετική εθνική αγορά δεν αντισταθμίζει τον κίνδυνο σύγχυσης, εάν βασίζεται σε συμφωνίες προγενέστερων δικαιωμάτων μεταξύ των μερών, συμπεριλαμβανομένων συμφωνιών επίλυσης διαφορών ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, καθώς τέτοιες συμφωνίες, ακόμη και αν βασίζονται στην εκτίμηση της νομικής κατάστασης από τα μέρη, μπορεί να έχουν αμιγώς οικονομικούς ή στρατηγικούς λόγους. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις. Στην προδικαστική απόφαση της 22/09/2011, C-482/09, «BUD», το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δύο ταυτόσημα σήματα τα οποία προσδιορίζουν ταυτόσημα προϊόντα μπορούν να συνυπάρχουν στην αγορά στον βαθμό που υπήρξε μακροχρόνια καλόπιστη εκ παραλλήλου χρήση των εν λόγω σημάτων και η εν λόγω χρήση δεν θίγει ή δεν μπορεί να θίξει την ουσιώδη λειτουργία του σήματος που έγκειται στο να εγγυάται στους καταναλωτές την προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Όσον αφορά τις συμφωνίες περί συνύπαρξης μεταξύ των μερών, πολιτική του Γραφείου είναι να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης τέτοιες συμφωνίες, όπως και κάθε άλλος συναφής παράγοντας, αλλά οι εν λόγω συμφωνίες δεν είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτικές για το Γραφείο. Αυτό ισχύει ιδίως όταν η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα και της πάγιας νομολογίας οδηγούν σε συμπέρασμα το οποίο έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο της συμφωνίας. Για παράδειγμα, εάν τα σημεία και τα προϊόντα/υπηρεσίες που συγκρίνονται είναι επαρκώς όμοια ώστε να συνάγεται κίνδυνος σύγχυσης, ιδιωτική συμφωνία μεταξύ των μερών η οποία έχει διαφορετικό περιεχόμενο, δηλαδή αποκλείει τον κίνδυνο σύγχυσης, δεν μπορεί να υπερισχύσει της εκτίμησης του Γραφείου. Δεν υπάρχει νομική βάση για την αποδοχή μιας τέτοιας προσέγγισης, ο δε κανονισμός για το κοινοτικό σήμα δεν αναθέτει τέτοιες εξουσίες στο Γραφείο. Εάν μια συμφωνία αποτελεί αντικείμενο διαφοράς ενώπιον εθνικών οργάνων ή εάν εκκρεμεί δικαστική διαδικασία και το Γραφείο εκτιμά ότι η έκβασή της μπορεί να έχει σημασία για την υπό κρίση υπόθεση, το Γραφείο μπορεί να αποφασίσει την αναστολή της ενώπιόν του διαδικασίας. Επιπλέον, κατά κανόνα, τίποτε δεν εμποδίζει τον ανακόπτοντα να ασκήσει ανακοπή κατά αίτησης κοινοτικού σήματος, ανεξάρτητα από το κατά πόσον άσκησε προηγουμένως ανακοπή κατά άλλων (εθνικών) σημάτων του καταθέτη. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί «αντιφατική συμπεριφορά» και να ερμηνευθεί εις βάρος του ανακόπτοντος, ιδίως επειδή στη διαδικασία ανακοπής, εν αντιθέσει προς ό,τι ισχύει στη διαδικασία ακυρότητας, δεν προβλέπεται η άμυνα της «ανοχής» (οι κανόνες για τη διαδικασία ανακοπής δεν περιλαμβάνουν διάταξη αντίστοιχη εκείνης του άρθρου 54 Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 8
του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, σύμφωνα με την οποία ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος δύναται να επικαλεστεί ως άμυνα το γεγονός ότι αυτός που ζητεί την ακυρότητα ανέχθηκε τη χρήση του κοινοτικού σήματος για περισσότερα από 5 έτη). 4. Περιπτώσεις πραγματικής σύγχυσης Κίνδυνος σύγχυσης σημαίνει πιθανότητα σύγχυσης του ενδιαφερόμενου καταναλωτή και δεν απαιτεί πραγματική σύγχυση. Όπως επιβεβαίωσε ρητώς το Πρωτοδικείο, «[ ] δεν απαιτείται η απόδειξη πραγματικής συγχύσεως, αλλά η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως» (απόφαση της 24/11/2005, T-346/04, «Arthur et Felicie», σκέψη 69). Στη συνολική εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες. Η απόδειξη πραγματικής σύγχυσης είναι ένας παράγοντας ο οποίος μπορεί να συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης κινδύνου σύγχυσης. Πάντως, η ενδεικτική αξία του δεν πρέπει να υπερεκτιμάται, και τούτο για τους ακόλουθους λόγους: πρέπει να θεωρείται ότι στην πραγματική καθημερινή ζωή θα υπάρχουν πάντοτε μεμονωμένα άτομα τα οποία συγχέουν και παρερμηνεύουν τα πάντα και άλλα τα οποία είναι εξαιρετικά προσεκτικά και απολύτως εξοικειωμένα με κάθε σήμα και, επομένως, η υπόδειξη της ύπαρξης των δύο αυτών κατηγοριών ατόμων δεν έχει καμία νομική αξία, καθώς οδηγεί σε υποκειμενικά συμπεράσματα όσον αφορά την αντίληψη των στοχευόμενων καταναλωτών, η αξιολόγηση είναι κανονιστική. Ο μέσος καταναλωτής θεωρείται ότι «έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος», παρότι σε αμιγώς πραγματικές συνθήκες μερικοί καταναλωτές είναι εξαιρετικά προσεκτικοί και ενημερωμένοι, ενώ άλλοι είναι απρόσεκτοι και εύπιστοι (απόφαση της 10/07/2007, R 0040/2006-4 SDZ, «Direct World», σκέψη 32). Επομένως, περιπτώσεις πραγματικής σύγχυσης μπορούν να επηρεάσουν τη διαπίστωση κινδύνου σύγχυσης μόνον εάν αποδεικνύεται ότι οι συγκεκριμένες περιπτώσεις συνοδεύουν συνήθως την ύπαρξη των συγκρουόμενων σημάτων στην αγορά, στη συνήθη κατάσταση στο εμπόριο, η οποία αφορά τα οικεία προϊόντα και/ή τις οικείες υπηρεσίες. Για τη δέουσα συνεκτίμηση των αποδείξεων σχετικά με το πλήθος των περιπτώσεων στις οποίες υπήρξε πραγματική σύγχυση, η εκτίμηση πρέπει να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη το πλήθος των ευκαιριών σύγχυσης. Εάν ο όγκος των επιχειρηματικών συναλλαγών είναι μεγάλος, αλλά οι περιπτώσεις σύγχυσης είναι σπάνιες, μια τέτοια απόδειξη ελάχιστα θα επηρεάσει την εκτίμηση κινδύνου σύγχυσης. Η μη ύπαρξη πραγματικής σύγχυσης εξετάστηκε στο πλαίσιο της συνύπαρξης ανωτέρω. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 9
5. Προγενέστερες αποφάσεις κοινοτικών ή εθνικών αρχών οι οποίες αφορούν συγκρούσεις ταυτόσημων (ή όμοιων) σημάτων 5.1. Προγενέστερες αποφάσεις του Γραφείου Όσον αφορά προγενέστερες αποφάσεις του Γραφείου σε συγκρούσεις ταυτόσημων ή όμοιων σημάτων, το Πρωτοδικείο έχει αποφανθεί ότι: «[ ] κατά πάγια νομολογία [ ] η νομιμότητα των αποφάσεων [του Γραφείου] πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς βάσει του [κανονισμού για το κοινοτικό σήμα] και όχι βάσει μιας προηγούμενης πρακτικής του Γραφείου ως προς τη λήψη αποφάσεων». (Βλ. απόφαση της 30/06/2004, T-281/02, «Mehr für Ihr Geld», σκέψη 35) Επομένως, το Γραφείο δεν δεσμεύεται από τις προγενέστερες αποφάσεις του, καθώς κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται χωριστά και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητές της. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι προγενέστερες αποφάσεις του Γραφείου δεν είναι δεσμευτικές, η συλλογιστική και το αποτέλεσμά τους πρέπει παρ όλα αυτά να λαμβάνονται δεόντως υπόψη όταν το Γραφείο κρίνει μια υπόθεση. Αυτό τονίστηκε στην απόφαση της 10/03/2011, C-51/10 P, «1000», σκέψεις 73, 74 και 75: «[Τ]ο ΓΕΕΑ υποχρεούται να ασκεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η αρχή της χρηστής διοικήσεως. Λαμβανομένων υπόψη των δύο αυτών αρχών, το ΓΕΕΑ πρέπει, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, να λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί επί παρόμοιων αιτήσεων και να διερωτάται με ιδιαίτερη προσοχή για το αν πρέπει ή όχι να αποφασίσει κατά τον ίδιο τρόπο [ ]. Πέραν αυτού, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της νομιμότητας». Η ενδεικτική αξία της προηγούμενης απόφασης θα περιορίζεται, καταρχήν, σε υποθέσεις οι οποίες εμφανίζουν επαρκώς στενή ομοιότητα με την υπό εξέταση περίπτωση. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 1 του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, σε διαδικασίες ανακοπής, το Γραφείο περιορίζεται στην εξέταση των πραγματικών περιστατικών, των αποδείξεων και των επιχειρημάτων των μερών. Για τον λόγο αυτό, ακόμη και σε περιπτώσεις οι οποίες βασίζονται σε συγκρίσιμα πραγματικά περιστατικά και αφορούν παρόμοια νομικά ζητήματα, η έκβαση μπορεί να είναι διαφορετική λόγω των διαφορετικών επιχειρημάτων και αποδείξεων που προβάλλουν και προσκομίζουν τα μέρη. 5.2. Προγενέστερες εθνικές δικαστικές και άλλες αποφάσεις Οι αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων και εθνικών γραφείων σε υποθέσεις που αφορούν συγκρούσεις μεταξύ ταυτόσημων ή όμοιων σημάτων σε εθνικό επίπεδο δεν έχουν Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 10
δεσμευτική ισχύ για το Γραφείο. Σύμφωνα με τη νομολογία, το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων είναι αυτοτελές σύστημα, με το δικό του σύνολο σκοπών και ιδιαίτερων κανόνων, του οποίου η εφαρμογή είναι ανεξάρτητη κάθε εθνικού συστήματος. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα καταχώρισης ενός σημείου ως κοινοτικού σήματος πρέπει να αξιολογείται βάσει της σχετικής νομοθεσίας και μόνον (απόφαση της 13/09/2010, T-292/08, «Often», σκέψη 84 και απόφαση της 25/10/2006, T-13/05, «Oda», σκέψη 59). Επομένως, οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε ένα κράτος μέλος ή σε ένα κράτος το οποίο δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δεσμεύουν το Γραφείο (βλ. απόφαση της 24/03/2010, T-363/08, «Nollie», σκέψη 52). Εντούτοις, η συλλογιστική και η έκβαση των αποφάσεων πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη, ιδίως όταν η απόφαση λήφθηκε σε κράτος μέλος το οποίο εμπλέκεται στη διαδικασία. Τα εθνικά δικαστήρια γνωρίζουν πολύ καλά τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του κράτους μέλους τους, ιδίως όσον αφορά την πραγματικότητα της αγοράς στην οποία διατίθενται τα προϊόντα και οι υπηρεσίες, καθώς και την αντίληψη των σημείων από τους πελάτες. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση εκ μέρους του Γραφείου. Προγενέστερο σημείο Αμφισβητούμενο σημείο Αριθ. υπόθεσης MURUA T-40/03 Προϊόντα και υπηρεσίες: 33 Εδαφική περιοχή: Ισπανία Εκτίμηση: Το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη το σκεπτικό απόφασης του εθνικού δικαστηρίου όσον αφορά την εξήγησή του για την αντίληψη των επωνύμων από το κοινό στην οικεία χώρα: όσον αφορά το ζήτημα του κατά πόσον το ενδιαφερόμενο κοινό στην Ισπανία θα αποδώσει γενικά μεγαλύτερη προσοχή στο επώνυμο «Murúa» από ό,τι στο επώνυμο «Entrena» στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι, μολονότι δεν είναι υποχρεωτική για τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα, η ισπανική νομολογία μπορεί να παρέχει χρήσιμες ενδείξεις (σκέψη 69). Προγενέστερο σημείο Αμφισβητούμενο σημείο Αριθ. υπόθεσης OFTEN T-292/08 Προϊόντα και υπηρεσίες: 14 Εδαφική περιοχή: Ισπανία Εκτίμηση: Για την εκτίμηση της συγκεκριμένης υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε μη συναφή την ισπανική νομολογία, σύμφωνα με την οποία το μέσο ισπανικό κοινό έχει κάποια γνώση της αγγλικής: «εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται καμία πραγματική ή νομική εκτίμηση που να αντλείται από την εθνική νομολογία την οποία επικαλέστηκε και που να μπορεί να δώσει μια χρήσιμη ένδειξη για την επίλυση του αμφισβητούμενου ζητήματος. [ ] Συγκεκριμένα, απλώς και μόνον η εκτίμηση ότι ορισμένες αγγλικές λέξεις είναι γνωστές σε έναν Ισπανό καταναλωτή, δηλαδή οι λέξεις master, easy και food, ακόμη και αν υποτεθεί ότι απορρέει από τη σχετική εθνική νομολογία, δεν καθιστά δυνατό να συναχθεί το ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά τη λέξη often» (σκέψη 85). Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 11
Παρότι, επιτρέπεται καταρχήν, να λαμβάνονται υπόψη αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων και αρχών, οι αποφάσεις αυτές πρέπει να εξετάζονται με όλη την απαιτούμενη προσοχή και με επιμέλεια (απόφαση της 15/07/2011, T-108/08, «Good Life», σκέψη 23). Συνήθως, η ερμηνεία μιας τέτοιας απόφασης απαιτεί την υποβολή επαρκών πληροφοριών, ιδίως σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων βασίστηκε η απόφαση. Επομένως, η ενδεικτική αξία τους θα περιορίζεται στις σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες τα πραγματικά περιστατικά και τα νομικά ζητήματα της υπόθεσης παρουσιάζονται πλήρως στη διαδικασία ανακοπής και είναι πειστικά και σαφή και δεν αμφισβητούνται από τα μέρη. Οι ανωτέρω κατευθυντήριες γραμμές δεν θίγουν την ισχύ των αποφάσεων των δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων οι οποίες αφορούν ανταγωγές έκπτωσης ή κήρυξης ακυρότητας κοινοτικών σημάτων. 6. Αλυσιτελή επιχειρήματα για την εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης 6.1. Συγκεκριμένες στρατηγικές εμπορικής προώθησης Η εξέταση του κινδύνου σύγχυσης που διενεργεί το Γραφείο είναι διερευνητική. Εν αντιθέσει προς τις περιπτώσεις παραποίησης/απομίμησης σήματος όπου τα δικαστήρια εξετάζουν συγκεκριμένες περιστάσεις στις οποίες τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και η ειδική φύση της χρήσης του σήματος είναι καθοριστικής σημασίας το Γραφείο εξετάζει τον κίνδυνο σύγχυσης με πιο αφηρημένο τρόπο. Για τον λόγο αυτό, οι συγκεκριμένες στρατηγικές εμπορικής προώθησης είναι αλυσιτελείς. Το Γραφείο πρέπει να λαμβάνει ως σημείο αναφοράς τις συνήθεις περιστάσεις υπό τις οποίες διατίθενται στην αγορά τα προϊόντα τα οποία καλύπτουν τα σήματα, δηλαδή τις περιστάσεις εκείνες οι οποίες είθισται να αναμένονται για την κατηγορία προϊόντων που καλύπτουν τα σήματα. Οι ιδιαίτερες περιστάσεις υπό τις οποίες διατίθενται πραγματικά στην αγορά τα προϊόντα που καλύπτουν τα σήματα δεν έχουν, καταρχήν, αντίκτυπο στην εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης, επειδή μπορεί να διαφέρουν χρονικά ανάλογα με τις επιθυμίες των δικαιούχων των σημάτων (απόφαση της 15/03/2007, C-171/06 P, «Quantum», σκέψη 59, απόφαση της 22/03/2012, C-354/11 P, «G», σκέψη 73 και απόφαση της 21/06/2012, T-276/09, «Yakut», σκέψη 58). Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ένα μέρος προσφέρει τα καθημερινής κατανάλωσης προϊόντα του (οίνο) για πώληση σε υψηλότερη τιμή από τους ανταγωνιστές του είναι ένας αμιγώς υποκειμενικός παράγοντας εμπορικής προώθησης, ο οποίος είναι, για τον λόγο αυτό, αλυσιτελής κατά την εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης (απόφαση της 14/11/2007, T-101/06, «Castell del Remei Oda», σκέψη 52). 6.2. Αίτηση κοινοτικού σήματος που χαίρει φήμης Οι καταθέτες ισχυρίζονται συχνά ότι δεν θα υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης με το προγενέστερο σήμα, επειδή το κοινοτικό σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση χαίρει φήμης. Ένα τέτοιο επιχείρημα δεν ευσταθεί, επειδή το δικαίωμα σε ένα κοινοτικό σήμα ξεκινά από την ημερομηνία κατάθεσης του κοινοτικού σήματος και όχι νωρίτερα, το δε κοινοτικό σήμα πρέπει να εξετάζεται, σε σχέση με τη διαδικασία ανακοπής, από τη συγκεκριμένη ημερομηνία και έπειτα. Επομένως, κατά την εξέταση του κατά πόσον το κοινοτικό σήμα εμπίπτει σε οποιονδήποτε από τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου, Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 12
γεγονότα ή πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα πριν από την ημερομηνία κατάθεσης του κοινοτικού σήματος είναι αλυσιτελή, επειδή τα δικαιώματα του ανακόπτοντος, στο μέτρο που προηγούνται χρονικά του κοινοτικού σήματος, είναι προγενέστερα του κοινοτικού σήματος του καταθέτη. Κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση από το Γραφείο, Μέρος Γ, Ανακοπή Σελίδα 13