ISSN 1830-3994 QC-AF-10-001-EL-C EL ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ DG F Ετήσια έκθεση του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα - 2009 ΕΚΘΕΣΕΙΣ DOI 10.2860/14191 DGF-Création graphique 026/2010 RS 27/2010 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2010
Ετήσια έκθεση του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα - 2009 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2010
Προειδοποίηση Το παρόν φυλλάδιο έχει εκπονηθεί από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και χορηγείται μόνο για πληροφόρηση. Για οιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο μπορείτε να επισκεφθείτε τις ιστοσελίδες του Διαδικτύου: www.european-council.europa.eu www.consilium.europa.eu ή να απευθυνθείτε στην υπηρεσία «Information au public» («Ενημέρωση του κοινού») της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου στην εξής διεύθυνση: Rue de la Loi 175 B-1048 Βρυξέλλες τηλ.: +32 (0)2 281 56 50 Φαξ: +32 (0)2 281 49 77 Διαδίκτυο: www.consilium.europa.eu/infopublic Πολλές άλλες πληροφορίες σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση διατίθενται στο Διαδίκτυο μέσω του εξυπηρετητή Europa (http://www.europa.eu). Στο τέλος του φυλλαδίου υπάρχει βιβλιογραφικό δελτίο. Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 2010 ISBN 978-92-824-2721-7 DOI 10.2860/14191 QC-AF-10-001-EL-C Ευρωπαϊκή Ένωση, 2010 Printed in Belgium
Στο παρόν έντυπο περιλαμβάνεται η ετήσια έκθεση του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα το 2009. Στην έκθεση αυτή, η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο τον Απρίλιο 2010, παρουσιάζονται οι ρυθμιστικές, διοικητικές και πρακτικές αναπροσαρμογές στις οποίες προέβη το Συμβούλιο προκειμένου να διασφαλίζεται η συμφωνία προς τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Περιλαμβάνονται επίσης πληροφορίες σχετικά με το δημόσιο μητρώο των εγγράφων του Συμβουλίου, καθώς και στατιστικές σχετικά με τη δημόσια πρόσβαση σε έγγραφα. Επιπλέον, στην έκθεση παρουσιάζονται τα αξιοσημείωτα γεγονότα του όγδοου έτους εφαρμογής του κανονισμού και οι καταγγελίες που υποβλήθηκαν στον Ευρωπαίο διαμεσολαβητή, καθώς και οι αποφάσεις που εξέδωσαν τα κοινοτικά δικαστήρια το 2009 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 σε περιπτώσεις που αφορούσαν πρόσβαση σε κείμενα του Συμβουλίου. Επιπρόσθετες πληροφορίες (και οι προηγούμενες εκθέσεις) σχετικά με την πρόσβαση σε κείμενα του Συμβουλίου και άλλα θέματα διαφάνειας διατίθενται στην ιστοσελίδα του Διαδικτύου http://www.consilium.europa.eu, στη στήλη «Έγγραφα». 3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδα ΕΙΣΑΓΩΓΗ 7 I. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕΣ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ 9 1. Το δημόσιο μητρώο των εγγράφων του Συμβουλίου 9 2. Πρακτικές αναπροσαρμογές 10 3. Νομοθετική διαφάνεια 11 4. Εσωτερικές οδηγίες, ημερίδες κατάρτισης, προσωπικό 11 II. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ 12 Επαγγελματική προέλευση και γεωγραφική κατανομή των αιτούντων 12 Τομείς που αποτελούν το αντικείμενο των αιτήσεων πρόσβασης 13 Αριθμός εξεταζόμενων εγγράφων και αρνήσεων πρόσβασης 13 III. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ 14 Λόγοι άρνησης 14 IV. ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 15 1. Πρόταση αναδιατύπωσης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 15 2.. Έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας 15 3. Διοργανική Επιτροπή «Πρόσβαση στα έγγραφα» 16 V. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 17 A. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ 17 B. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 19 VI. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 20 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΣΤΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ 21 5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής προβλέπει ότι «Κάθε θεσμικό όργανο δημοσιεύει ετησίως έκθεση για το προηγούμενο έτος, που περιλαμβάνει τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες το θεσμικό όργανο αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφα, καθώς και τους λόγους για τις αρνήσεις αυτές και τον αριθμό των ευαίσθητων εγγράφων που δεν καταχωρίσθηκαν στο μητρώο.» 1. H παρούσα έκθεση αφορά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1409/2008 από το Συμβούλιο κατά τη διάρκεια του 2009. Όπως και στις προηγούμενες ετήσιες εκθέσεις 2, στην παρούσα έκθεση παρατίθενται, στο μέρος Ι, οι κανονιστικές, διοικητικές και πρακτικές αναπροσαρμογές στις οποίες προέβη το Συμβούλιο το 2009 προκειμένου να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Το μέρος ΙΙ είναι αφιερωμένο στην ανάλυση των στατιστικών στοιχείων όσον αφορά τις αιτήσεις πρόσβασης για την περίοδο αναφοράς. Το μέρος ΙΙΙ αφορά ειδικότερα την εφαρμογή, εκ μέρους του Συμβουλίου, των εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης που προβλέπονται από το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Στο μέρος IV αναφέρονται τα αξιοσημείωτα γεγονότα του ογδόου έτους εφαρμογής του κανονισμού και στο μέρος V εξετάζονται οι καταγγελίες που υποβλήθηκαν στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και οι προσφυγές στη δικαιοσύνη. Τα συμπεράσματα της έκθεσης περιέχονται στο τελευταίο τμήμα της, το μέρος VI. 1 2 Βλέπε εν προκειμένω τις προηγούμενες εκθέσεις του Συμβουλίου (έγγρ. 7957/03, 8036/04, 8896/05, 13354/1/06 REV 1, 8184/07, 8475/08 και 8503/09) καθώς και τις εκθέσεις της Επιτροπής (COM(2003) 216 τελικό, COM(2004) 347 τελικό, COM(2005) 348 τελικό, COM (2007) 548 τελικό, COM (2007) 841 τελικό, COM(2008) 630 τελικό και COM(2009) 331 τελικό). Οι εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα έτη 2002-2007 περιλαμβάνονται στα σημειώματα του Γενικού Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς το Προεδρείο με ημερομηνίες 23 Ιανουαρίου 2003 (PE 324.992/BUR), 19 Φεβρουαρίου 2004 (PE 338.930/BUR/NT), 7 Μαρτίου 2005 (PE 352.676/BUR./ANN.), 22 Μαρτίου 2006 (PE 371.089/BUR./ANN.), 23 Απριλίου 2007 (PE 388.097/BUR), 18 Απριλίου 2008 (PE 402.460/BUR/ANN) και 9 Ιουνίου 2009 (PE 421.924/BUR/ANN). Σημειωτέον εξάλλου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, η Επιτροπή δημοσίευσε έκθεση για την εφαρμογή των αρχών του εν λόγω κανονισμού στις 30 Ιανουαρίου 2004 (COM (2004) 45 τελικό). Βλέπε έγγραφα 7957/03, 8036/04, 8896/05, 13354/1/06 REV 1, 8184/07, 8475/08 και 8503/09. 7
I. ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΕΣ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ 1. Το δημόσιο μητρώο των εγγράφων του Συμβουλίου Σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα παρέχουν πρόσβαση σε μητρώο εγγράφων με ηλεκτρονική μορφή. Το δημόσιο μητρώο των εγγράφων του Συμβουλίου, το οποίο άρχισε να λειτουργεί την 1η Ιανουαρίου 1999, περιέχει αναφορές σε όλα τα έγγραφα του Συμβουλίου που έχουν καταχωρισθεί μέσω αυτόματου συστήματος αρχειοθέτησης. Κατά τον τρόπο αυτό, κάθε μη ευαίσθητο έγγραφο που υποβάλλεται στο Συμβούλιο ή σε ένα από τα προπαρασκευαστικά όργανά του και χρησιμεύει ως βάση για τις συζητήσεις ή το οποίο επηρεάζει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων ή αντικατοπτρίζει την πορεία των εργασιών ενός φακέλου καταχωρίζεται αυτομάτως στο μητρώο. Όσον αφορά τα ευαίσθητα έγγραφα 3, ο συντάκτης διευκρινίζει τις αναφορές που μπορούν, ενδεχομένως, να περιέχονται στο μητρώο 4. Το μητρώο επιτρέπει την πρόσβαση στο πλήρες κείμενο μεγάλου αριθμού εγγράφων, τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του Παραρτήματος ΙΙ του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου, πρέπει να καθίστανται απευθείας προσιτά στο κοινό μόλις κυκλοφορήσουν 5. Πρόκειται για τις ακόλουθες κατηγορίες εγγράφων: προσωρινές ημερήσιες διατάξεις των συνόδων του Συμβουλίου και των προπαρασκευαστικών οργάνων του (πλην ορισμένων οργάνων που είναι αρμόδια για στρατιωτικά θέματα και θέματα ασφαλείας), έγγραφα υποβαλλόμενα στο Συμβούλιο τα οποία περιέχονται σε σημείο της ημερήσιας διάταξής του με την αναφορά «δημόσια σύσκεψη» ή «δημόσια συζήτηση» σύμφωνα με το άρθρο 8 του εσωτερικού κανονισμού 6, στο νομοθετικό τομέα, σημειώματα για σημεία «Ι/Α» και σημεία «Α», υποβαλλόμενα στην ΕΜΑ και/ή το Συμβούλιο, καθώς και σχέδια νομοθετικών πράξεων και κοινών θέσεων και κοινά κείμενα εγκεκριμένα από την Επιτροπή Συνεννόησης, στα οποία παραπέμπουν τα εν λόγω σημειώματα, έγγραφα σχετικά με νομοθετική πράξη μετά τον καθορισμό κοινής θέσης, την έγκριση κοινού σχεδίου από την Επιτροπή Συνεννόησης ή την οριστική έκδοση της πράξης, οποιοδήποτε άλλο κείμενο εγκρινόμενο από το Συμβούλιο και προοριζόμενο για δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα, έγγραφα τρίτων που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα από το συντάκτη τους ή με τη συγκατάθεσή του, έγγραφα στα οποία επετράπη πλήρης πρόσβαση σε ένα μέλος του κοινού το οποίο υπέβαλε σχετική αίτηση. Στις 31 Δεκεμβρίου 2009 είχαν καταχωρισθεί στο μητρώο 1.371.608 έγγραφα όλων των γλωσσών το περιεχόμενο 1.039.973 εγγράφων (ήτοι το 75,8 % των καταχωρισμένων στο μητρώο εγγράφων) ήταν δημοσιοποιημένο, δηλαδή είτε σε μορφή που «κατεβαίνει» ηλεκτρονικά (1.017.286 έγγραφα σε μορφή PDF ή HTML) είτε διαθέσιμο κατόπιν απλής αιτήσεως (22.687 έγγραφα συντάχθηκαν σε άλλη μορφή). Κατά συνέπεια, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ο αριθμός των εγγράφων που περιλαμβάνονται στο μητρώο το 2008 αυξήθηκε κατά 14,7 % (1.371.608 στα τέλη του 2009 έναντι 1.195.509 στα τέλη του Δεκεμβρίου του 2008), ενώ ο αριθμός εγγράφων που είναι απευθείας προσιτά μέσω του μητρώου αυξήθηκε κατά 21,4 % (1.039.973 στα τέλη του 2009 έναντι 856.261 στα τέλη του 2008). Επίσης, στις 31 Δεκεμβρίου 2009 το μητρώο περιείχε 22.686 έγγραφα με την ένδειξη «Ρ/Α» (δηλαδή εν μέρει προσιτά), εκ των οποίων 3.891(σε μορφή PDF) ήταν προσιτά ηλεκτρονικά (σε μορφή PDF) 7. Τα έγγραφα «Ρ/Α» που καταχωρίσθηκαν στο μητρώο πριν από την 1η Φεβρουαρίου 2004 (ημερομηνία μετά την οποία κάθε νέο και μερικώς προσιτό έγγραφο καθίσταται απευθείας προσιτό στο κοινό μέσω του μητρώου) γενικά δεν «κατεβάζονται» ηλεκτρονικά, μπορούν όμως να διατεθούν στους ενδιαφερομένους κατόπιν αιτήσεως. 3 4 5 6 7 Για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, νοούνται ως «ευαίσθητα έγγραφα» τα έγγραφα που φέρουν την ένδειξη «CONFIDENTIEL», «SECRET» ή «TRΕS SECRET/TOP SECRET». Βλέπε εν προκειμένω το άρθρο 9 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού. Βλέπε το άρθρο 9 παράγραφος 2 καθώς και το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Το 2009, 122.160 έγγραφα κατέστησαν κατά τον τρόπο αυτό προσιτά μέσω του μητρώου μόλις κυκλοφόρησαν. Βλέπε το άρθρο 11 παράγραφος 5 στοιχείο β) του Παραρτήματος ΙΙ του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου, ΕΕ L 325, 11.12.2009, σ. 53-54. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το ζήτημα αυτό, βλ. επίσης σημείο Ι.3 της ανά χείρας έκθεσης, σ. 8-9. Η μερική δημοσιοποίηση εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισμού. 9
Το 2009, 554.952 διαφορετικοί χρήστες συνδέθηκαν μέσω του Διαδικτύου με το δημόσιο μητρώο του Συμβουλίου. Ο συνολικός αριθμός των επισκέψεων κατά το 2009 ανήλθε σε 1.176.017, ενώ ο συνολικός αριθμός αναζητήσεων πληροφοριών (υπολογιζόμενων με βάση των αριθμό ανακλήσεων σε οθόνη) ανήλθε σε 10.011.440. Κατά την υπό εξέταση περίοδο παρήχθησαν, στην πρωτότυπη γλώσσα, 2.549 ευαίσθητα έγγραφα, εκ των οποίων 20 διαβαθμίστηκαν ως «SECRET UE» και 425 ως «CONFIDENTIEL UE». Μεταξύ των εγγράφων αυτών, 1 έγγραφο «SECRET UE» και 156 έγγραφα «CONFIDENTIEL UE» αναφέρονται στο μητρώο, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 και το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. 2. Πρακτικές αναπροσαρμογές Σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κάθε αίτηση πρόσβασης που αφορά έγγραφα υπό την κατοχή του Συμβουλίου, τα οποία αφορούν θέματα σχετικά με τις πολιτικές, τις δραστηριότητες και τις αποφάσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των αιτήσεων που αφορούν διαβαθμισμένα έγγραφα. Η διεκπεραίωση των αιτήσεων πρόσβασης σε διαβαθμισμένα έγγραφα απαιτεί διεξοδική εξέταση εκ μέρους των αρμόδιων υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου. Το 2009 η υπηρεσία «Διαφάνεια» εξέτασε συνολικά 825 διαβαθμισμένα έγγραφα, εκ των οποίων 34 είχαν διαβαθμισθεί ως «CONFIDENTIEL UE» και 791 ως «RESTREINT UE» 8. Οι υπάλληλοι της υπηρεσίας «Διαφάνεια», προκειμένου να προβούν στην εξέταση των εγγράφων αυτών, διαβουλεύονται συστηματικά με τους αρμόδιους συντάκτες/υπηρεσίες. Το 2009, η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου προσέφυγε στη δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας εξέτασης των αρχικών αιτήσεων σε 20,1% των περιπτώσεων, δηλαδή λιγότερο από ό,τι κατά το παρελθόν έτος (22% το 2008). Κατά το 2009 ο μέσος χρόνος διεκπεραίωσης ανήλθε σε 14 εργάσιμες ημέρες (έναντι 16 εργάσιμων ημερών κατά το 2008). Για τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις οι οποίες, προτού υποβληθούν προς έγκριση στην ΕΜΑ και το Συμβούλιο, εξετάζονται από την Ομάδα «Ενημέρωση», η μέση προθεσμία ήταν 26 εργάσιμες ημέρες το 2009, έναντι 25 εργάσιμων ημερών το 2008 9. Όπως προβλέπεται από το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, το Συμβούλιο εξετάζει συστηματικά τη δυνατότητα χορήγησης μερικής πρόσβασης στα αιτούμενα έγγραφα. Η πρακτική αυτή παρέχει τη δυνατότητα να εξασφαλισθεί μεγαλύτερη διαφάνεια, ιδίως στο νομοθετικό τομέα. Στις περιπτώσεις που ένα έγγραφο εξακολουθεί να συζητείται στο πλαίσιο του Συμβουλίου ή των προπαρασκευαστικών του οργάνων και εφόσον το έγγραφο αυτό αντανακλά τις θέσεις των αντιπροσωπιών, ενδέχεται να ανακύψει μια κατάσταση στην οποία η πλήρης δημοσιοποίηση του εγγράφου μπορεί να επηρεάσει τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων. Στις περιπτώσεις αυτές το Συμβούλιο εφαρμόζει, κατά γενικό κανόνα, το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού, χορηγώντας πρόσβαση στο περιεχόμενο των προπαρασκευαστικών εγγράφων ενόσω αυτά εξακολουθούν να συζητούνται, αλλά χωρίς να κατονομάζονται οι αντιπροσωπίες. Κατά τον τρόπο αυτό οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να παρακολουθήσουν τη διεξαγωγή των εργασιών χωρίς να θίγεται η διαδικασία λήψης αποφάσεων του οργάνου. Η πρακτική αυτή ωστόσο δεν θίγει τη δυνατότητα εφαρμογής άλλων εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού. 8 9 Τα εν λόγω έγγραφα αφορούσαν ιδίως τους τομείς της ΚΕΠΠΑ (31,4 %), της ΕΠΑΑ (28,4%) και της Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (27%). Η προθεσμία απάντησης, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, είναι 15 εργάσιμες ημέρες, με δυνατότητα παράτασης κατά άλλες 15 ημέρες σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, π.χ. όταν η αίτηση αφορά πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων. 10
3. Νομοθετική διαφάνεια Πέραν των εγγράφων τα οποία καθίστανται προσιτά μέσω του μητρώου έπειτα από αίτηση πρόσβασης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, δημοσιοποιείται κατ έτος σημαντικός αριθμός νομοθετικών εγγράφων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 6 του Παραρτήματος ΙΙ του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου 10. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι, εάν δεν εφαρμόζονται μία ή περισσότερες από τις διατάξεις του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, όλα τα προπαρασκευαστικά έγγραφα που αφορούν νομοθετική πράξη δημοσιοποιούνται εξ ολοκλήρου μετά την οριστική έκδοση της σχετικής πράξης 11. Σημειωτέον εν προκειμένω, ότι το βαθμιαίο άνοιγμα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του Συμβουλίου μετά τη θέσπιση, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, της γενικής πολιτικής για τη διαφάνεια τον Ιούνιο του 2006 12 καθώς και η έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, 13 συνέβαλαν στην περαιτέρω διεύρυνση της πρόσβασης στα έγγραφα του Συμβουλίου. Αυτό ισχύει ιδίως, αλλά όχι μόνον, στον τομέα της νομοθεσίας. Έτσι, το άρθρο 11 παράγραφος 5 του Παραρτήματος ΙΙ του εσωτερικού κανονισμού προβλέπει ότι όλα τα έγγραφα που απαριθμούνται στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου για δημόσια σύσκεψη ή δημόσια συζήτηση καθίστανται προσιτά ηλεκτρονικά στην διαδικτυακή σελίδα του Συμβουλίου στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 14 Παραλλήλως η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου καταρτίζει κάθε μήνα συνοπτική κατάσταση που περιέχει ιδίως όλες τις νομοθετικές πράξεις τις οποίες θέσπισε το Συμβούλιο κατά το μήνα αυτό. Η σύνοψη περιλαμβάνει επίσης πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών, τον κανόνα ψηφοφορίας που εφαρμόσθηκε καθώς και τις δηλώσεις σχετικά με τις νομοθετικές πράξεις που καταχωρίσθηκαν στα πρακτικά του Συμβουλίου 15. 4. Εσωτερικές οδηγίες, ημερίδες κατάρτισης, προσωπικό Όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, το 2009 η Γραμματεία του Συμβουλίου οργάνωσε σειρά ημερίδων κατάρτισης 16 για το προσωπικό του Συμβουλίου που είναι επιφορτισμένο με την παραγωγή εγγράφων προκειμένου να εξοικειωθεί με τις ακολουθητέες διαδικασίες και πρακτικές όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. Το 2009, μετά από εσωτερική αναδιοργάνωση της Γραμματείας του Συμβουλίου, συστάθηκε νέα Διεύθυνση για τη Διαφάνεια, στο πλαίσιο της οποίας η Υπηρεσία του Συμβουλίου για την Πρόσβαση στα Έγγραφα έγινε κλάδος μιας νέας μονάδας (ΓΔ F 2 A) που περιλαμβάνει τους τομείς της Πρόσβασης στα Έγγραφα (12 υπάλληλοι) και των Αρχείων (35 υπάλληλοι). 10 11 12 13 14 15 16 Υπενθυμίζεται εν προκειμένω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 255 παράγραφος 3 της Συνθήκης ΕΚ, το Συμβούλιο καθώς και η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εισάγουν, στον εσωτερικό τους κανονισμό, ειδικές διατάξεις για την πρόσβαση στα έγγραφα. Στην περίπτωση του Συμβουλίου αυτές οι ειδικές διατάξεις περιέχονται στο Παράρτημα ΙΙ του εσωτερικού κανονισμού. Επιπλέον, από το άρθρο 207 παράγραφος 3 της Συνθήκης ΕΚ που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 255 παράγραφος 3 προκύπτει ότι το Συμβούλιο παρέχει μεγαλύτερη πρόσβαση στα έγγραφά του όταν ενεργεί στο πλαίσιο της νομοθετικής του εξουσίας. Η ίδια αρχή, που εφαρμόζεται στα τρία θεσμικά όργανα τα οποία συμμετέχουν άμεσα στη νομοθετική διαδικασία, καθιερώνεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Κατά την τελευταία τριετία δημοσιοποιήθηκαν κατά μέσο όρο 600 προπαρασκευαστικά έγγραφα κατ έτος, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 6 του Παραρτήματος ΙΙ του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου. Βλ τις ετήσιες εκθέσεις του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα για το 2006 (σ. 17-18) και το 2007 (σ. 20-21). Βλ. κεφάλαιο 4, σημείο 2, της παρούσας έκθεσης. Βλ. ειδικότερα, άρθρο 11 παράγραφος 5 του Παραρτήματος ΙΙ του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου, ΕΕ L 325, 11.12.2009, σ. 53-54. Η μηνιαία σύνοψη είναι προσιτή στον ιστότοπο του Συμβουλίου http://www.consilium.europa.eu στη στήλη «Έγγραφα» - «Νομοθετική διαφάνεια» - «Κατάλογος των πράξεων του Συμβουλίου». Τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας κατά τις συσκέψεις του Συμβουλίου για πράξεις που εκδίδονται με συναπόφαση είναι προσιτά στην ίδια διεύθυνση, στη στήλη «Έγγραφο» - Νομοθετική διαφάνεια» - «Δημόσιες ψηφοφορίες». Συνολικά οργανώθηκαν έξι ημερίδες κατάρτισης κατά την περίοδο αναφοράς. 11
II. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ Οι αιτήσεις του κοινού για πρόσβαση σε έγγραφα του Συμβουλίου διεκπεραιώνονται στο αρχικό στάδιο από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου. Εάν η Γραμματεία του Συμβουλίου αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, ο αιτών μπορεί να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση προκειμένου το θεσμικό όργανο να αναθεωρήσει τη θέση του. Σε περίπτωση πλήρους ή μερικής απόρριψης επιβεβαιωτικής αίτησης, ο αιτών μπορεί να υποβάλει καταγγελία στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή ή προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Παράρτημα της παρούσας έκθεσης περιέχει στατιστικές για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου για τα πέντε τελευταία έτη (2005-2009). Κατά την περίοδο αναφοράς το Συμβούλιο έλαβε από το κοινό 2.666 αιτήσεις πρόσβασης σε 8.443 έγγραφα συνολικά. Ο αριθμός των εγγράφων που κατέστησαν προσιτά στο κοινό εν όλω ή εν μέρει (έπειτα από αρχικές ή επιβεβαιωτικές αιτήσεις) ανήλθε σε 6.452 το 2009. Όπως καταδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό αναζητήσεων πληροφοριών στο δημόσιο μητρώο εγγράφων του Συμβουλίου μέσω του Διαδικτύου, το Διαδίκτυο εξακολουθεί να αποτελεί ένα σημαντικό ερευνητικό εργαλείο για τους πολίτες που επιθυμούν να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επαγγελματική προέλευση και γεωγραφική κατανομή των αιτούντων Όσον αφορά τις αρχικές αιτήσεις, οι αιτούντες ήταν κυρίως σπουδαστές και ερευνητές (33,6 %). Περιλαμβάνονταν επίσης στις πλέον εκπροσωπούμενες κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες οι δικηγόροι (11,4 %), ο βιομηχανικός και ο εμπορικός τομέας και οι ομάδες πίεσης (17,2 %). Δεδομένου ότι οι αιτούντες δεν υποχρεούνται να δηλώσουν την ταυτότητά τους ούτε να αιτιολογήσουν την αίτησή τους, η οποία κατά κανόνα διαβιβάζεται ηλεκτρονικά, είναι άγνωστο το επάγγελμα σημαντικού ποσοστού αιτούντων (12,7 %). Στο πλαίσιο των επιβεβαιωτικών αιτήσεων, οι περισσότεροι αιτούντες ήταν επίσης σπουδαστές ή ερευνητές (46,9 %). Ωστόσο, ο αριθμός αιτήσεων από το βιομηχανικό και τον εμπορικό τομέα και τις ομάδες πίεσης αυξήθηκε έντονα κατά το 2009 (18,8% έναντι 10,5% το 2008). Μολονότι το 6,2 % των επιβεβαιωτικών αιτήσεων πρόσβασης το 2009 υποβλήθηκε από δημοσιογράφους, αυτή η κατηγορία αιτούντων αντιστοιχούσε στο 2,8% μόνο των αιτούντων στο αρχικό στάδιο. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι για τους δημοσιογράφους τα δημόσια μητρώα εγγράφων των θεσμικών οργάνων συνιστούν απλώς μια πηγή πληροφοριών μεταξύ άλλων. Εξάλλου, οι δημοσιογράφοι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ενδιαφέρονται μάλλον για την άμεση επικαιρότητα. Επομένως δεν είναι απορίας άξιο το γεγονός ότι οι ελάχιστες αιτήσεις πρόσβασης τις οποίες υπέβαλαν δημοσιογράφοι αφορούσαν κατ ουσία τη δημοσιογραφία που ασχολείται με έρευνες και ως εκ τούτου είχαν τον ίδιο χαρακτήρα με τις αιτήσεις πρόσβασης που προέρχονταν από τον πανεπιστημιακό χώρο. Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή των αιτούντων, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι οι περισσότερες αρχικές αιτήσεις προέρχονταν από το Βέλγιο (28,2 %), τη Γερμανία (14,7 %) και το Ηνωμένο Βασίλειο (8,7 %). Οι αιτήσεις από χώρες εκτός ΕΕ ανήλθαν σε 6,9 % του συνόλου. Επιβεβαιωτικές αιτήσεις υποβλήθηκαν κυρίως από τη Γερμανία (25,8%), το Βέλγιο (22,6%), την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο (9,7% και οι δύο). 17 Οι αριθμοί που αντιπροσωπεύουν επιβεβαιωτικές αιτήσεις από χώρες εκτός της ΕΕ σημειώνουν επίσης σημαντική αύξηση (9,7% έναντι 0% το 2008). Ο σχετικά υψηλός αριθμός αρχικών αιτήσεων πρόσβασης και επιβεβαιωτικών αιτήσεων που προέρχονταν από το Βέλγιο εξηγείται από το γεγονός ότι πολλές πολυεθνικές επιχειρήσεις και διεθνή δικηγορικά γραφεία καθώς και μεγάλος αριθμός ενώσεων που εκπροσωπούν τους διάφορους οικονομικούς και βιομηχανικούς τομείς σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν την έδρα τους στις Βρυξέλλες. 17 Το 2008, οι περισσότερες επιβεβαιωτικές αιτήσεις προέρχονταν από το Βέλγιο (30%) και τη Γερμανία (20%) 12
Τομείς που αποτελούν το αντικείμενο των αιτήσεων πρόσβασης Όσον αφορά τους τομείς που αποτελούν το αντικείμενο των αιτήσεων πρόσβασης, διαπιστώνεται πάντοτε έντονο ενδιαφέρον για τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις (15,3 %) 18. Οι αιτήσεις αφορούν εν συνεχεία κατά φθίνουσα σειρά έγγραφα σχετικά με τις εξωτερικές σχέσεις και την ΚΕΠΠΑ (12,2 %), το περιβάλλον (8,6 %), την υγεία και τους καταναλωτές (8,1%), την εσωτερική αγορά (7,7%), τη φορολογία (7,6%) και τη γεωργία και την αλιεία (7,3 %). Το ενδιαφέρον των αιτούντων για τις εξωτερικές σχέσεις και την ΚΕΠΠΑ (12,2% των αιτήσεων το 2009 έναντι 16,2% των αιτήσεων το 2008 και 18,1% των αιτήσεων το 2007) παρέμεινε σχετικά σταθερό, ενώ οι αιτήσεις σχετικά με την υγεία και τους καταναλωτές (8,1% το 2009 έναντι 1,9% το 2008 και 2,1% το 2007) και σχετικά με την εσωτερική αγορά (7,7% το 2009 έναντι 3,4% το 2008 και 2,9% το 2007) αυξήθηκε σημαντικά. 19 Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι μολονότι οι αιτήσεις που αφορούν «κλασσικά» νομοθετικά έγγραφα που αφορούν, λόγου χάρη, την ανταγωνιστικότητα, έχουν σημειώσει σχετικά σταθερή μείωση κατά τα τελευταία έτη (1,1% το 2007, 2,6% το 2008 και 1,9% το 2009 έναντι 5,3% το 2004 και 5,8% το 2005), αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά έλλειψη ενδιαφέροντος του κοινού για τον τομέα αυτό αλλά οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι μεγάλος αριθμός νομοθετικών εγγράφων κατέστησαν προσιτά μέσω του δημόσιου μητρώου των εγγράφων του Συμβουλίου ευθύς ως κυκλοφόρησαν. Πράγματι, το 2009 κυκλοφόρησαν ως δημόσια έγγραφα σύνολο 122.160 έγγραφα (δηλ. 69,4% των 176.073 εγγράφων τα οποία παρήχθησαν και καταχωρήθηκαν στο μητρώο κατά τη διάρκεια του έτους). Αριθμός εξεταζόμενων εγγράφων και αρνήσεων πρόσβασης Κατά την περίοδο αναφοράς η Γενική Γραμματεία εξέτασε 8.443 έγγραφα και εξ αυτών κατέστησε προσιτά στο κοινό 6.452 στο αρχικό στάδιο (5.335 εξ ολοκλήρου και 1.117 εν μέρει) (απάντηση της Γενικής Γραμματείας εξ ονόματος του Συμβουλίου). Υποβλήθηκαν 33 επιβεβαιωτικές αιτήσεις, που αφορούσαν 351 έγγραφα, με αποτέλεσμα να αποφασίσει το Συμβούλιο να δημοσιοποιήσει 88 ακόμη έγγραφα (61 εξ ολοκλήρου και 27 εν μέρει). Κατά συνέπεια, από τα 8.794 έγγραφα που εξετάσθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς (είτε στο αρχικό είτε στο επιβεβαιωτικό στάδιο), 2.254 δεν κατέστησαν προσιτά, πράγμα που αντιστοιχεί σε ποσοστό πρόσβασης 63,9 % (έγγραφα που ζητήθηκαν και κατέστησαν προσιτά εξ ολοκλήρου) ή 77,5 % όταν λαμβάνονται επίσης υπόψη τα έγγραφα στα οποία δόθηκε μερική πρόσβαση. 18 19 Αυτός ο αριθμός αυξάνεται σταθερά κατά την περίοδο 2005-2008, από 22,5% το 2005 σε 24,5% το 2006 και σε 26,8% το 2007, φθάνοντας το 25,4% το 2008. Από τα έγγραφα που κατέστησαν εξ ολοκλήρου προσιτά έπειτα από αιτήσεις πρόσβασης το 19,9 % αφορούσε τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις, το 15,6 % την ΚΕΠΠΑ, το 9,4 % το περιβάλλον, το 7% την φορολογία και το 5,6% την εσωτερική αγορά. Από το συνολικό αριθμό των εγγράφων που κατέστησαν προσιτά (εξ ολοκλήρου ή εν μέρει) το 20,4 % αφορούσε τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις, το 15,4 % την ΚΕΠΠΑ, το 8,9 % το περιβάλλον, το 6% την φορολογία και το 5,8% την εσωτερική αγορά. 13
III. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ Λόγοι άρνησης Όσον αφορά τις αρχικές αιτήσεις, ο λόγος άρνησης του οποίου έγινε συχνότερα επίκληση ήταν η προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, η οποία αντιστοιχούσε στο ήμισυ σχεδόν του συνόλου των αρνήσεων (39,2 %), ακολουθούμενη από την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (22,7 %), τη δημόσια ασφάλεια (5,6 %) και την άμυνα και τις στρατιωτικές υποθέσεις (3,5 %). Στο 28,2 % των περιπτώσεων έγινε επίκληση πολλών λόγων άρνησης: η προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τη δημόσια ασφάλεια αναφέρθηκε συχνά ως λόγος άρνησης σε συνδυασμό με την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (42 %), ενώ η προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του θεσμικού οργάνου αναφέρθηκε τακτικά σε συνδυασμό με την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, περιλαμβανομένων των διαπραγματεύσεων για εμπορικά θέματα, θέματα διεύρυνσης κ.λπ. (9,2 %). Ως προς τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις, η προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις προβλήθηκε ως λόγος για το 14,5 % των αρνήσεων πρόσβασης το 2009 (77,4 % το 2008), ενώ η προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τη δημόσια ασφάλεια προβλήθηκε στο 7,6 % των περιπτώσεων (16,1 % το 2008). Στο 77,9 % των περιπτώσεων έγινε επίκληση πολλών λόγων άρνησης. Ο συχνότερος λόγος άρνησης που αναφέρθηκε ήταν η προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τη δημόσια ασφάλεια σε συνδυασμό με την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (97,7 %). Η επίκληση της προστασίας δικαστικών διαδικασιών και των νομικών γνωμοδοτήσεων (εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 δεύτερη περίπτωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001) ως λόγου πλήρους άρνησης χρησιμοποιήθηκε στο αρχικό στάδιο στο 0,4 % των αποφάσεων το 2009 (έναντι 1,6% το 2008) στο επιβεβαιωτικό στάδιο, δεν αναφέρθηκε ποτέ ως λόγος πλήρους άρνησης κατά το 2009, όπως συνέβη και κατά το 2008. Εάν μέρη μόνο του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από κάποια εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισμού. Ο λόγος άρνησης του οποίου έγινε συχνότερα επίκληση στο αρχικό στάδιο το 2009 ήταν η προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, η οποία αντιστοιχούσε στο ήμισυ σχεδόν του συνόλου των αρνήσεων (40 %), ακολουθούμενη από την προστασία δικαστικών διαδικασιών και των νομικών γνωμοδοτήσεων (9,8 %), η προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (9 %) και τη δημόσια ασφάλεια (5 %). Όσον αφορά τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις, ο λόγος άρνησης του οποίου έγινε συχνότερα επίκληση το 2009 ήταν η προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τη δημόσια ασφάλεια σε συνδυασμό με την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις (29,6 %), η προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων (26 %) και η προστασία δικαστικών διαδικασιών και των νομικών γνωμοδοτήσεων (18,5%). Eπιπλέον, η προστασία δικαστικών διαδικασιών και νομικών γνωμοδοτήσεων σε συνδυασμό με την προστασία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων αναφέρθηκε ως λόγος στο 18,5% των περιπτώσεων στις οποίες η πρόσβαση σε ένα έγγραφο είχε απορριφθεί εν μέρει στην επιβεβαιωτική φάση 20. 20 Για τεχνικούς λόγους, τα στατιστικά στοιχεία στο Παράρτημα της παρούσας έκθεσης δεν δείχνουν ακόμη τους διάφορους λόγους για τη χορήγηση μερικής πρόσβασης. Αυτό θα είναι δυνατό από το 2010 και μετά. 14
IV. ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1. Πρόταση αναδιατύπωσης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 Το 2009, το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνέχισαν να εξετάζουν την πρόταση αναδιατύπωσης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής 21. Στις 11 Μαρτίου 2009, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε συνολικά 92 τροπολογίες στο κείμενο της Επιτροπής, αλλά ανέβαλε την ψηφοφορία του για το νομοθετικό ψήφισμα για την επόμενη κοινοβουλευτική του περίοδο και, άρα, την επίσημη ολοκλήρωση της πρώτης του ανάγνωσης για τη νομοθετική πρόταση. Εν αναμονή περαιτέρω αποσαφήνισης της θέσης του Κοινοβουλίου, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2009 η Ομάδα «Πληροφόρηση» του Συμβουλίου προέβη σε λεπτομερή κατ άρθρον εξέταση της αναδιατυπωμένης πρότασης, λαμβάνοντας υπόψη όσες από τις τροπολογίες που ενέκρινε το Κοινοβούλιο το Μάρτιο του 2009 αφορούσαν τις τροποποιήσεις που προβλέπει η αναδιατυπωμένη πρόταση, καθώς και τα σχόλια και τις προτάσεις που έκαναν οι αντιπροσωπίες 22. Ωστόσο, μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές τον Ιούνιο του 2009, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν ανέλαβε εκ νέου ουσιαστικές εργασίες για την αναδιατυπωμένη πρόταση πριν από το Φεβρουάριο του 2010 23, ενώ μέχρι τώρα δεν έχει τεθεί κανένα χρονοδιάγραμμα για την περάτωση της πρώτης ανάγνωσης του Κοινοβουλίου. 2. Η έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, οι σχετικές διατάξεις που αντικαθιστούν εκείνες του άρθρου 255 της πρώην Συνθήκης ΕΚ περιέχονται στο άρθρο 15 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι νέες διατάξεις της Συνθήκης επεκτείνουν το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα όλων των θεσμικών οργάνων, των οργανισμών και των λοιπών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και με μερικούς περιορισμούς όσον αφορά έγγραφα του Δικαστηρίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι οι απαραίτητες προσαρμογές της υπάρχουσας νομοθεσίας της ΕΕ στις διατάξεις του άρθρου 15 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ μπορούν να γίνουν στα πλαίσια της τρέχουσας επανεξέτασης του κανονισμού 1049/2001 24. Όσον αφορά στη πρόσβαση του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων των θεσμικών οργάνων, ας σημειωθεί ότι το άρθρο 16 παράγραφος 8 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και το άρθρο 15 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζουν ότι το Συμβούλιο συνέρχεται δημοσίως όταν διαβουλεύεται και ενεργεί επί σχεδίου νομοθετικής πράξης. Η αρχή αυτή επίσης συμβάλλει στη διεύρυνση της πρόσβασης στα έγγραφα του Συμβουλίου, εφόσον τα έγγραφα τα σχετικά με στοιχεία που συζητούνται στις δημόσιες συνόδους του Συμβουλίου αυτομάτως δημοσιοποιούνται και διατίθενται στις επίσημες γλώσσες της ΕΕ στον διαδικτυακό ιστοχώρο του Συμβουλίου 25. 21 22 23 24 25 COM (2008) 229 τελικό. Η πρόταση, που διαβιβάστηκε από την Επιτροπή στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 7 Μαΐου 2008, έχει ως στόχο να ενημερώσει ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 (γνωστού ως «κανονισμός Århus») για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντική πληροφόρηση, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη την πρόσφατη νομολογία περί πρόσβαση σε έγγραφα, την οποία επεξεργάστηκε το Πρωτοδικείο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Βλ. επίσης την ετήσια έκθεση του Συμβουλίου σχετικά με την πρόσβαση σε έγγραφα κατά το 2008, σελ. 15 16. Βλ. έγγραφο 10859/1/09, σελ. 1-3. Βλ. έγγραφο 6185/10, σελ. 6. Εάν, εντούτοις, η νομοθετική διαδικασία για την έγκριση της αναδιατυπωμένης πρότασης της Επιτροπής δεν μπορέσει να ολοκληρωθεί μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, η Επιτροπή θα εξετάσει τη δυνατότητα να υποβάλει περιορισμένη πρόταση που θα τροποποιεί τον τρέχοντα κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 μόνο όσον αφορά τις αλλαγές που επιφέρει το άρθρο 15 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ. το επεξηγηματικό σημείωμα της Επιτροπής σχετικά με την ευθυγράμμιση της πρότασης για αναδιατύπωση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 με τις διατάξεις του άρθρου 15 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), που περιέχεται στο έγγραφο 5461/10. Βλ. άρθρο 7 παράγραφος 2 του εσωτερικού Κανονισμού του Συμβουλίου καθώς επίσης και το άρθρο 11 παράγραφος 5) του παραρτήματος ΙΙ του εσωτερικού Κανονισμού του Συμβουλίου, ΕΕ L 325, της 11.12.2009, Σ. 53-54. 15
3. Διοργανική επιτροπή «Πρόσβαση στα έγγραφα» Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1049/2001 για την πρόσβαση στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα θεσμικά όργανα πρέπει να συγκροτήσουν μια διοργανική επιτροπή με στόχο τη διερεύνηση της βέλτιστης πρακτικής, την εξέταση ενδεχόμενων διαφορών και τη συζήτηση των μελλοντικών εξελίξεων όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. Σύμφωνα με την εξουσιοδότησή της, και έπειτα από την πρωτοβουλία της σουηδικής Προεδρίας, η Επιτροπή συνεδρίασε σε πολιτικό επίπεδο στις 15 Δεκεμβρίου 2009 στο Στρασβούργο προκειμένου να εξετάσει τρόπους και μέσα για να ενισχύσει περαιτέρω τις δυνατότητες των πολιτών να ασκούν το δικαίωμά τους για πρόσβαση στα έγγραφα, όπως ορίζεται στις Συνθήκες και τον κανονισμό 1049/2001 26. Κατά τη συνεδρίαση, η σουηδέζα Υπουργός υποθέσεων της ΕΕ Cecilia Malmström, μαζί με την αντιπρόεδρο της Επιτροπής Margot Wallström και την αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Diana Wallis, επισκόπησαν τις προηγούμενες εργασίες της Επιτροπής και τις πρωτοβουλίες για να βελτιωθεί περαιτέρω η διαφάνεια και η πρόσβαση του κοινού, παραδείγματος χάρη το πρόγραμμα δράσης «Ανοικτότητα», που παρουσιάστηκε από τον αντιπρόεδρο Wallström στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιανουάριο του 2009. Σε αυτή τη βάση, συμφώνησαν για μια σειρά μέτρων με στόχο τη βελτίωση της αποδοτικότητας των εργασιών της Επιτροπής και τη διευκόλυνση της πρόσβασης του κοινού σε έγγραφα και πληροφορίες που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Όσον αφορά τις μελλοντικές εργασίες της Επιτροπής, προτάθηκε η Επιτροπή να συνεδριάζει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο σε πολιτικό επίπεδο. Η ετήσια συνεδρίαση θα ήταν σκόπιμο να πραγματοποιηθεί το Μάιο, μετά την έγκριση των ετήσιων εκθέσεων των θεσμικών οργάνων σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001. Πρόσθετες συνεδριάσεις θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν όποτε κριθεί απαραίτητο. 26 Εκτός τούτου, τα τμήματα του Συμβουλίου, του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής που είναι υπεύθυνα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 συνεδρίασαν πέντε φορές το 2009 για να συγκρίνουν και να ανταλλάξουν πρακτική εμπειρία κατά την εφαρμογή του κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη την πρόσφατη νομολογία σχετικά με τη πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα. 16
V. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ A. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ Το επόμενο τμήμα της παρούσας έκθεσης αναφέρεται σε τέσσερις καταγγελίες που υποβλήθηκαν στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 1049/2001. Από τις τέσσερις υποθέσεις, μια καταγγελία αναφέρθηκε ήδη στην ετήσια έκθεση του Συμβουλίου για το 2008, όπου και μπορεί να ανατρέξει ο αναγνώστης 27. Οι υπόλοιπες τρεις καταγγελίες, οι οποίες υποβλήθηκαν το 2009, συνοψίζονται κατωτέρω. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του καταστατικού του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, πολλά από τα σχετικά έγγραφα με τις προαναφερθείσες καταγγελίες, μεταξύ των οποίων ορισμένα ταξινομημένα έγγραφα, ελέγχθηκαν από τις υπηρεσίες του Διαμεσολαβητή στους χώρους της Γραμματείας του Συμβουλίου στις 8 Δεκεμβρίου 2009. Καταγγελία 90/2009/(JD)OV που υποβλήθηκε στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή στις 12 Ιανουαρίου 2009 Η καταγγελία αυτή αφορά την απόφαση του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2008, με την οποία αρνήθηκε την πρόσβαση στα έγγραφα 12875/08, 13448/08, 13750/08, 13382/08, 13637/08 και 13949/08, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο α), τρίτη περίπτωση του κανονισμού 1049/2001 (προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις). Όλα τα ζητούμενα έγγραφα αφορούν τις διαπραγματεύσεις για την εμπορική συμφωνία καταπολέμησης της παραποίησης (ACTA). Πριν από την απόφασή του, το Συμβούλιο είχε εξετάσει τη δυνατότητα να χορηγήσει μερική πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6 του κανονισμού, αλλά είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξαίρεση σχετικά με την προστασία των διεθνών σχέσεων ισχύει για το περιεχόμενο των εγγράφων στο σύνολό του. Στην καταγγελία του, ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι η απόφαση του Συμβουλίου να μην του χορηγήσει πρόσβαση στα προαναφερθέντα έγγραφα ήταν αδικαιολόγητη επειδή η μελλοντική εμπορική συμφωνία καταπολέμησης της παραποίησης (ACTA), μόλις ολοκληρωθεί, θα περιέχει νέο νομικό πλαίσιο και θα είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη και ότι έτσι αποτελεί «(εν μέρει) de facto νομοθεσία». Προ αυτής της κατάστασης, ο καταγγέλλων αμφισβητεί την άρνηση του Συμβουλίου να δημοσιοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα βασισμένο στην προστασία των διεθνών σχέσεων. Ο καταγγέλλων επιπλέον αμφισβητεί την απόφαση του Συμβουλίου να μην χορηγήσει μερική πρόσβαση στα έγγραφα σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισμού. Στην απάντησή του σε αυτή την καταγγελία της 29ης Απριλίου 2009, το Συμβούλιο επισήμανε ότι τα ζητούμενα έγγραφα αφορούσαν σαφώς τη διεξαγωγή διεθνών διαπραγματεύσεων και δεν πρέπει να θεωρηθούν ως νομοθετικά έγγραφα υπό την έννοια του εσωτερικού Κανονισμού του Συμβουλίου. Επιπλέον, το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα έγγραφα αφορούν προτάσεις και παρατηρήσεις για τις θέσεις που υπέβάλε η ΕΕ και οι διαπραγματευτικοί της εταίροι κατά τις διαπραγματεύσεις της ACTA, η κοινοποίηση των οποίων, λόγω του ευαίσθητου περιεχομένου τους, θα έπληττε την ικανότητα της ΕΕ να διεξαγάγει δεόντως τις εν λόγω διαπραγματεύσεις. Επιπλέον, θα ήταν αδύνατο να δημοσιευθούν μόνο τα μέρη των εγγράφων που περιέχουν τη θέση της ΕΕ, όπως πρότεινε ο καταγγέλλων, χωρίς να αποκαλυφθούν και οι θέσεις των διαπραγματευτικών εταίρων της ΕΕ. Η υπόθεση αυτή εκκρεμεί ακόμη. Καταγγελία 523/2009/TS που υποβλήθηκε στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή στις 28 Φεβρουαρίου 2009 Η καταγγελία αυτή αφορά την άρνηση του Συμβουλίου να παράσχει πρόσβαση στο έγγραφο 14483/06. Το ζητούμενο έγγραφο, που είναι ταξινομημένο RESTREINT UE, αφορά την έγκριση απάντησης σε επιστολή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη διαβίβαση πληροφοριών στην προσωρινή Επιτροπή για την εικαζόμενη χρήση των ευρωπαϊκών κρατών από τη CIA για τη μεταφορά και την παράνομη κράτηση αιχμαλώτων. 27 Η καταγγελία 944/2008/OV που υποβλήθηκε στο Διαμεσολαβητή στις 2 Απριλίου 2008 (ακόμα εκκρεμεί) συνοψίζεται στην ετήσια έκθεση του Συμβουλίου για την πρόσβαση στα έγγραφα κατά το 2008, σελ. 17. 17
Στην καταγγελία του, ο καταγγέλλων βάλλει κατά της απόφασης του Συμβουλίου στο μέτρο που αρνήθηκε τη μερική πρόσβαση σε όσα μέρη του εγγράφου φέρεται ότι περιείχαν στοιχεία σχετικά με το πρόγραμμα παραδόσεων της CIA και άλλες σχετικές πληροφορίες. Συνεπώς, υποστηρίζει ότι τα σχετικά μέρη του ζητούμενου εγγράφου πρέπει να δημοσιοποιηθούν. Στην απάντησή του σε αυτή την καταγγελία της 28ης Μαΐου 2009, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τη θέση που είχε υποστηρίξει στην απάντησή του της 19ης Ιανουαρίου 2009 προς το επικυρωτικό αίτημα του καταγγέλλοντος, δηλαδή ότι η πρόσβαση στο έγγραφο 14483/06 πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 1 (α) του κανονισμού (προστασία των διεθνών σχέσεων). Εν όψει του ευαίσθητου περιεχομένου του εγγράφου ], η κοινοποίησή του θα ήταν καταστρεπτική για την καλή λειτουργία των σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ, ιδίως καθόσον θα παρεμπόδιζε τις διπλωματικές προσπάθειες που καταβάλλονται διαρκώς προκειμένου να βρεθούν εποικοδομητικές λύσεις σε ζητήματα που κείνται σε τομείς ύψιστης πολιτικής σπουδαιότητας. Επιπλέον, η μερική πρόσβαση στο έγγραφο έπρεπε να απορριφθεί, καθόσον η εξαίρεση σχετικά με την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις ισχύει για ολόκληρο το έγγραφο. Η υπόθεση αυτή εκκρεμεί ακόμη. Καταγγελία 1170/2009/KM που υποβλήθηκε στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή στις 30 Απριλίου 2009 Η καταγγελία αυτή αφορά την απόφαση του Συμβουλίου να μην παράσχει πλήρη πρόσβαση στο έγγραφο 10673/02, το οποίο περιέχει πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα και τις γενετικώς τροποποιημένες ζωοτροφές Στην καταγγελία του, ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι το Συμβούλιο παρέλειψε να απαντήσει σε επικυρωτικό αίτημα για πρόσβαση στο έγγραφο 10673/02, επικαλείται δε διαδικαστικά και ουσιαστικά σφάλματα κατά την αντιμετώπιση της αίτησής του στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι οι λόγοι που προέβαλε το Συμβούλιο για την άρνηση της πρόσβασης στο έγγραφο 10673/02 ήταν αντιφατικοί και ότι το Συμβούλιο δεν είχε τεκμηριώσει την ανάγκη να προστατευθούν οι νομικές συμβουλές που περιέχονται στο επίδικο έγγραφο. Στην απάντησή του σε αυτή την καταγγελία της 10ης Ιουλίου 2009, το Συμβούλιο απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος περί διαδικαστικών λαθών, επισήμανε δε ότι η άρνησή του να χορηγήσει πρόσβαση στις νομικές συμβουλές που περιέχονται στο έγγραφο 10673/02 είναι απολύτως σύμφωνη με την ερμηνεία την οποία έδωσε το Δικαστήριο, στην απόφασή τoυ της 1ης Ιουλίου 2008, στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001. Το Συμβούλιο επομένως θεωρεί ότι οι νομικές συμβουλές που παρείχε η Νομική Υπηρεσία για το ζήτημα αυτό παραμείνουν κρίσιμες εν όψει της τωρινής και της μελλοντικής νομοθετικής εργασίας του Συμβουλίου, πράγμα που δικαιολογεί τη συνεχή προστασία των αντίστοιχων μερών βάσει της δεύτερης περίπτωσης του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού 1049/2001. Στην απάντησή του της 24ης Απριλίου 2009 στο επικυρωτικό αίτημα του καταγγέλλοντος, το Συμβούλιο είχε επιπλέον τεκμηριώσει την ανάγκη προστασίας, αναφέροντας συγκεκριμένους και ειδικούς λόγους κατά πλήρη συμμόρφωση με τις αρχές που θέσπισε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 1ης Ιουλίου 2008. Η υπόθεση αυτή εκκρεμεί ακόμη. B. ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Το 2009 τα ενωσιακά δικαστήρια δεν εξέδωσαν αποφάσεις σε υποθέσεις σχετικές με πρόσβαση σε έγγραφα του Συμβουλίου. Ωστόσο, πέντε υποθέσεις στις οποίες αμφισβητείται η νομιμότητα αποφάσεων απόρριψης της πρόσβασης, που έλαβε το Συμβούλιο βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, εκκρεμούσαν στα τέλη του 2009 ενώπιον των δικαστηρίων της ΕΕ. Μία από αυτές καλύφθηκε στην έκθεση του Συμβουλίου του 2008 σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα, στην οποία καλείται να ανατρέξει ο αναγνώστης 28. Nέες προσφυγές ακυρώσεως που ασκήθηκαν κατά αποφάσεων του Συμβουλίου να αρνηθεί την πρόσβαση 28 Βλ. την έκθεση του Συμβουλίου του 2008 ετήσια σχετικά με την πρόσβαση σε έγγραφα, σελίδα 18. 18
Συνολικά, το 2009 ασκήθηκαν τέσσερις προσφυγές ακυρώσεως κατά αποφάσεων που αρνούνται την πρόσβαση τις οποίες έλαβε το Συμβούλιο βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Κατά πρώτον, στην υπόθεση T-233/09, Acces Info Europe κατά Συμβουλίου, ο προσφεύγων αμφισβητεί την άρνηση του Συμβουλίου να αποκαλύψει την ταυτότητα των αντιπροσωπιών, οι θέσεις των οποίων αναφέρονται σε έγγραφο σχετικά με νομοθετική πρόταση που συζητείται ακόμα από προπαρασκευαστικά όργανα του Συμβουλίου. Υπέρ της προσφυγής ακυρώσεώς του, ο προσφεύγων επικαλείται (α) παραβίαση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, καθόσον ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο δεν έχει αποδείξει πώς η γνωστοποίηση των ταυτοτήτων των αντιπροσωπιών θα θίξει σοβαρά τη διαδικασία του για τη λήψη απόφασης και, επιπλέον, ότι δεν είχε λάβει υπόψη το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί την γνωστοποίηση (β) παράλειψη συμμόρφωσης με την υποχρέωση να παράσχει επαρκή αιτιολόγηση, σύμφωνα με το άρθρο 253 της Συνθήκης ΕΚ και τα άρθρα 7 παρ. 1 και 8 παρ. 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Υπάρχουν επίσης δύο προσφυγές ακύρωσης στις υποθέσεις Τ-359/09 και Τ-465/09, Jurαšinović κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πρώτη προσφυγή ακύρωσης ο προσφεύγων ζητά την ακύρωση της απόφασης της 17ης Ιουνίου της Γενικής Γραμματείας που αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με τις δραστηριότητες επιτήρησης της Αποστολής Επιτήρησης της ΕΕ στην περιοχή Knin της Κροατίας και την παρεπόμενη σιωπηρή άρνηση στη φάση επιβεβαίωσης. Στη δεύτερη προσφυγή ακύρωσης, ο προσφεύγων ζητά την ακύρωση της πραγματικής απόφασης του Συμβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2009, στην οποία το Συμβούλιο απέρριψε εν μέρει επιβεβαιωτική αίτηση για τα ίδια έγγραφα. Στις δύο αυτές υποθέσεις ο προσφεύγων ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το Συμβούλιο έχει παραβιάσει την τρίτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δεδομένου ότι δεν έχει πιστοποιήσει πώς η κοινοποίηση των εγγράφων ζητούμενων θα είχε επιπτώσεις στην προστασία των διεθνών σχέσεων, οι οποίες έχει αποτύχει να λάβει υπόψη τη μικραίνοντας σημασία τέτοιας προστασίας με τη διάβαση του χρόνου, και, τελικά, ότι έχει αποτύχει να εξηγήσει πώς εκείνα τα έγγραφα έρχονται να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα. Μια τέταρτη προσφυγή ακύρωσης ασκήθηκε, στην υπόθεση Τ-529/09, Sophie in t Veld κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ζητά την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου της 29ης Οκτωβρίου 2009, στην οποία το Συμβούλιο αρνήθηκε μερικώς την πρόσβαση στο 11897/09. Το εν λόγω έγγραφο (ταξινομείται RESTREINT UE) εκφέρει γνώμη της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου σχετικά με μια σύσταση της Επιτροπής στο Συμβούλιο για να επιτρέψει το άνοιγμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για μια διεθνή συμφωνία για να κάνει διαθέσιμος στα οικονομικά στοιχεία μηνύματος τμήματος Ηνωμένου Υπουργείου Οικονομικών για να αποτρέψει και να καταπολεμήσει την τρομοκρατία και την τρομοκρατική χρηματοδότηση. Στην απόφασή του το Συμβούλιο αρνήθηκε την πρόσβαση σε ορισμένα μέρη του εγγράφου σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 1 (α) (προστασία των διεθνών σχέσεων) και τη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 2 (προστασία των νομικών συμβουλών), αλλά είχε χορηγήσει πρόσβαση σε εκείνα τα μέρη του εγγράφου που δεν καλύφθηκε από τις εν λόγω εξαιρέσεις. Υποστηρίζοντας την αίτηση προσφυγής της, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το Συμβούλιο είχε παραβιάσει την τρίτη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 1 (α) και τη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δεδομένου ότι δεν είχε πιστοποιήσει ότι η κοινοποίηση του εγγράφου ζητούμενου θα είχε επιπτώσεις στην προστασία των διεθνών σχέσεων ή των νομικών συμβουλών. Επιπλέον, υποστηρίχτηκε ότι το Συμβούλιο είχε παραβιάσει το άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, ιδίως η αρχή της αναλογικότητας, με τη χορήγηση της πολύ περιορισμένης μερικής πρόσβασης 11897/09. Επιπλέον, το Συμβούλιο δεν είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωση να παρέχει αιτιολόγηση, η οποία προκύπτει από το άρθρο 296 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκκρεμείς υποθέσεις όσον αφορά αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με την άρνηση πρόσβασης σε έγγραφα, στις οποίες παρεμβαίνει το Συμβούλιο Το 2009, το Συμβούλιο παρενέβη στην υπόθεση C-28/08, Επιτροπή κατά Bavarian Lager Co. Ltd, προς υποστήριξη της προσφυγής ακύρωσης κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου, με την οποία το τελευταίο ερμήνευσε τη σχέση μεταξύ του δικαιώματος του κοινού για πρόσβαση στα έγγραφα και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επίσης, το Συμβούλιο παρεμβαίνει υπέρ της Επιτροπής στην υπόθεση Τ-444/05, S.p.A. Navigazione Libera del Golfo κατά Επιτροπής, στην οποία ο προσφεύγων εμμέσως αμφισβητεί το κύρος του άρθρου 4 παρ. 5 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1049/2001. 19
VI. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η πείρα που απέκτησε το Συμβούλιο όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2009 το 2008 καταδεικνύει τη σημασία του δημόσιου μητρώου του ως εργαλείου αναζήτησης για τους πολίτες που επιθυμούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα. Όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος της ανά χείρας έκθεσης, το 2009 οι επισκέψεις ανήλθαν σε 1.176.017, ενώ οι συνολικές αναζητήσεις πληροφοριών (με βάση τον αριθμό ανακλήσεων στην οθόνη) ανήλθε σε 10.011.440. Στις 31 Δεκεμβρίου 2009, στο μητρώο είχαν καταχωρισθεί 1.371.608 έγγραφα (όλων των γλωσσών), εκ των οποίων 1.039.973 (75,8 % των καταχωρισμένων) ήταν δημόσια. Αυτό συνιστά 14,7 % αύξηση του αριθμού των εγγράφων που εμφαίνονταν στο μητρώο τo 2008 και 21,4 % αύξηση του αριθμού των εγγράφων που είναι απευθείας προσιτά μέσω του μητρώου στο τέλος του 2008. Σημειωτέον επίσης ότι το 69,4% των εγγράφων που παρήγαγε το Συμβούλιο το 2009 -δηλ. 122.160 από τα 176.073 έγγραφα που καταχωρήθηκαν στο μητρώο κατά τη διάρκεια του έτουςκατέστησαν προσιτά στο κοινό αμέσως μόλις κυκλοφόρησαν. Παρά τον αυξανόμενο αριθμό εγγράφων που είναι προσιτά στο κοινό μέσω του μητρώου αμέσως μόλις κυκλοφορήσουν, κατά την περίοδο αναφοράς διαπιστώθηκε αύξηση του αριθμού αιτήσεων (κατά 19,1 %). Οι αιτήσεις πρόσβασης αφορούν κυρίως έγγραφα που έχουν καταχωρισθεί στο μητρώο. Όπως επιβεβαιώνεται από τα στατιστικά δεδομένα που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα της παρούσας έκθεσης, το 27 % περίπου των αιτήσεων πρόσβασης σε έγγραφα του Συμβουλίου που υποβλήθηκαν το 2009 αφορά τους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, των εξωτερικών σχέσεων και της ΚΕΠΠΑ. Υπάρχει επίσης ένα σαφώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα έγγραφα του Συμβουλίου σχετικά με τους τομείς του περιβάλλοντος, της πολιτικής υγείας και καταναλωτών και της εσωτερικής αγοράς (24.4% των αιτημάτων). 825 συνολικά από τα έγγραφα που εξετάσθηκαν (το 9,8 % περίπου των εγγράφων που ζητήθηκαν το 2009) ήταν διαβαθμισμένα (34 ως CONFIDENTIEL UE και 791 ως RESTREINT UE). Η εξέτασή τους -μια συχνά πολύ περίπλοκη διαδικασία- που πραγματοποιείται από τους υπαλλήλους του Συμβουλίου που διεκπεραιώνουν τις αιτήσεις μόλις παραληφθούν, καθώς και από τους υπαλλήλους διάφορων υπηρεσιών που συνέταξαν τα έγγραφα, οι οποίοι, στο πλαίσιο των διαδικασιών εσωτερικής διαβούλευσης μεταξύ της Υπηρεσίας Διαφάνειας και των υπηρεσιών προέλευσης, καλούνται τακτικά να εξετάσουν οι ίδιοι τα ζητούμενα έγγραφα βάσει των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001. Εν προκειμένω, δεν θα πρέπει να λησμονηθεί η συμβολή της Ομάδας «Ενημέρωση» στη διεκπεραίωση των επιβεβαιωτικών αιτήσεων και την εξέταση των καταγγελιών στο Διαμεσολαβητή. Η Ομάδα εργασίας πραγματοποίησε 15 συνεδριάσεις το 2009. Τα κύρια καθήκοντά της περιλαμβάνουν την εξέταση εγγράφων για τα οποία έχει υποβληθεί επιβεβαιωτική αίτηση, και την εξέταση και οριστική διατύπωση των σχεδίων απαντήσεων σε αυτές τις αιτήσεις, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις αφορούν πολύπλοκα ζητήματα που άπτονται της δημόσιας ασφάλειας, της άμυνας και των στρατιωτικών υποθέσεων ή των διεθνών σχέσεων. Το 2009, η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου προσέφυγε στη δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας εξέτασης των αρχικών αιτήσεων στο 20,1 % των περιπτώσεων, ποσοστό μικρότερο απ ό,τι το προηγούμενο έτος (22 % το 2008). Ο μέσος χρόνος επεξεργασίας ήταν 14 εργάσιμες ημέρες το 2009 (έναντι 16 ημερών το 2008). Για τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις οι οποίες, προτού υποβληθούν προς έγκριση στην ΕΜΑ και το Συμβούλιο, εξετάζονται από την Ομάδα «Ενημέρωση», ο μέσος χρόνος ήταν 26 εργάσιμες ημέρες το 2009, έναντι 25 εργάσιμων ημερών το 2008. Χάρη στη διεξοδική εξέταση των αρχικών αιτήσεων, κατέστη δυνατό να μειωθεί ο αριθμός των επιβεβαιωτικών αιτήσεων από το μέγιστο του 2.4 % το 2005 σε 1% περίπου των αρχικών αιτήσεων κατά τα τελευταία έτη. Το 2009, υπήρξαν 33 επιβεβαιωτικές αιτήσεις οι οποίες αντιστοιχούν στο 1,2 % των αρχικών αιτήσεων. 20