ΤΟ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Σπύρος Μητροσύλης Η γέννηση, η σημασία και τα όρια των πολιτισμικών κινήσεων και ιδεών του τέλους του 18ου αιώνα στην Ευρώπη, που μεταβιβάστηκαν στον 19 ο και σφράγισαν το κλίμα της εποχής, ενδιαφέρει από πολλές απόψεις την κατανόηση της έννοιας του αρνητικού. Η δημιουργική παραγωγή στη λογοτεχνία και στις τέχνες γενικότερα, στρατεύθηκε κυριολεκτικά σε μια πορεία κριτικής επαναδιατύπωσης και ανατρεπτικών μετασχηματισμών των παραδόσεων της. Ένδειξη αυτής της διαπίστωσης αποτελεί η άνοδος του γερμανικού ρομαντισμού, ρεύμα με ευρύτερες πολιτιστικές διαστάσεις, το οποίο όντας σε αντίθεση με τον κλασσικισμό και τον ορθολογισμό είδε κριτικά το ρεαλισμό και εστράφη στο μυστικισμό του Μεσαίωνα και των ανατολικών χωρών. Ο ρομαντισμός απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στην «αξία του άλογου στοιχείου της ψυχής», του συναισθήματος, της «ενόρασης» και της «φαντασίας» και επέδρασε άμεσα (Φίχτε, Χόντερλινγκ) ή έμμεσα (Σοπενχάουερ) στο διανοητικό κλίμα της εποχής. Η ανατροπή αυτή σήμαινε αποσύνδεση από τις παλιές σημασίες, έλλειμμα σημασιών, μη-νόημα, άγνωστο. Αφενός η έξαρση του μυστικισμού θα μπορούσε να θεωρηθεί ως άμεση επίκληση του άγνωστου ως τέτοιου και αφετέρου η συστηματική αποφυγή κάθε ίχνους άγνωστου, με την προσφυγή σε έναν άκαμπτο ντετερμινιστικό ρασιοναλισμό, δεν άφηνε κανένα χώρο στο αναπόδεικτο, στο αόριστο, στις περιθωριακές ζώνες της γνώσης. Δύο αντίθετες όψεις που συνυπήρξαν στην πολιτιστική κληρονομιά του 19 ου αιώνα διχοτομημένες. Το ιστορικό αυτό παράδειγμα συνάντησε ο Freud. Η ιδιαιτερότητα της μεγαλοφυΐας του Freud, που και ο ίδιος διακατέχονταν από τις δύο αυτές τάσεις, ήταν ακριβώς, όπως υποστηρίζει ο Jean Guillaumin, ότι κατάφερε να επινοήσει μια λογική διάταξη και ένα λόγο που εμπεριέχει αυτό το έλλειμμα κατανόησης, το μη αναπαραστάσιμο, αυτή την αρνητικότητα. Τι άλλο είναι το Α-συνείδητο, παρά μια έννοια ταυτόχρονα ορθολογική και εκ της φύσεώς της αδάμαστη από τη σκέψη; Ακόμα πιο δραστικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με το ασυνείδητο ο Freud εγκατέστησε τη μη-γνώση ως αντικείμενο της γνώσης του. Η γένεση, όμως, των εννοιών στην ψυχανάλυση δεν προέκυψε από μια διαδικασία υποθετικο-επαγωγική, εκκινώντας από την αρχική έννοια του ασυνειδήτου, αλλά από μια ένταση που εγκαταστάθηκε μεταξύ μιας διαισθητικής πρακτικής (αυτής του Freud) και μιας απαιτητικής θεωρητικοποίησης. Θα 1
μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πρακτική και η θεωρία του Freud -αλλά μάλλον η πρακτική πρώτη- «στρατεύτηκαν» σε έναν «διάλογο» της εποχής με την αρνητικότητα. Η ψυχανάλυση γεννήθηκε από τις θεραπευτικές δυσκολίες που ο Freud συνάντησε, λόγου χάρη την αποτυχία της ιατρικής διάστασης του ενεργητικού ελέγχου, της κυριαρχίας, του επείγοντος, της διαγνωστικής γνωσιακής προεξόφλησης και πρόγνωσης. Η επαναστατική πράξη του Freud ήταν ότι υιοθέτησε τη μη-πράξη. Ο Freud εγκατέλειψε τη μαχητική και θεληματική στάση της υποβολής, υποκατηγορία του ιατρικού ακτιβισμού, για μια στάση απόσυρσης: αποσύρει τις λέξεις του και αποσύρει το σώμα του έξω από τη θέα του ασθενούς του. Συγκρατείται να πράττει, να μιλάει πολύ και να απαντά. Υποχρεώνεται να αναστείλει το επείγον της κατανόησης, την επικυριαρχία της θεωρητικής σκέψης και τη χειριστικότητα της πρακτικής του. Δημιουργεί μια ολοκληρωτική ανατροπή της μέχρι τότε στάσης, θέτοντας διαισθητικά μια αρνητική λογική στη θεραπευτική διάταξη που επινοεί. Κατά κάποιο τρόπο η θέση του αρνητικού στην ψυχανάλυση θεμελιώνει την εμπειρία που την καθιστά δυνατή, διότι την ίδια στιγμή που ο ασθενής εγκαθίσταται σε μια τοποθεσία, σε ένα χώρο που ορίζεται κυρίως αρνητικά, ο αναλυτής ο ίδιος, ο οποίος είναι ένα στοιχείο του πλαισίου ή είναι αυτός που το αντιπροσωπεύει, εγκαθιστά μέσα του το σχεδίασμα, το πρωτόλειο ενός κενού, μιας απουσίας, μιας έλλειψης στον ίδιο του τον εαυτό, με το να συγκρατείται να απαντά και να πράττει, με το να αποτραβιέται από τη θέα του ασθενούς. Δηλαδή, το αρνητικό γίνεται αποδεκτό στον ίδιο τον αναλυτή και γίνεται απαιτητό να κάνει μια εργασία με τον εαυτό του, διότι πρέπει να διαχειριστεί τα πράγματα χωρίς να επιτρέψει στον εαυτό του την άμεση εκφόρτιση. Όπως πάντα συμβαίνει με την αναγωγή στην αρχή, μετά τη σύντομη αυτή εισαγωγή στις απαρχές της αναλυτικής πρακτικής, γίνεται σχεδόν αμέσως οικεία η διαπίστωση του A. Green πως η ψυχανάλυση προσφέρει τον τύπο της πρακτικής που καθιστά το αρνητικό θεατό, περισσότερο από κάθε άλλο πεδίο. Και όμως, είναι πιο δύσκολο να γίνει κατανοητό το αρνητικό στους αναλυτές που δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτή την έννοια, παρά στους φιλοσόφους λόγου χάρη. Η εξήγηση του A. Green είναι πως η σκέψη του φιλοσόφου δεν έχει άλλη πηγή παρά το διάλογο με τον εαυτό της και τον κόσμο, ενώ ο ψυχαναλυτής μιλά για την αξεπέραστη αδιαφάνεια που έχει ο ψυχισμός ενός άλλου. 2
Είναι αλήθεια ότι η πρώτη προσέγγιση της ψυχανάλυσης ως corpus θεωρητικο-πρακτικό είναι σήμερα ορατή υπό την οπτική γωνία μιας θετικότητας, για να μην πω ενός θετικισμού: Θεωρητικές έννοιες, όροι, θεραπευτικό πλαίσιο. Όμως η θετικότητα αυτή εμπεριέχει το αρνητικό. Για παράδειγμα, το αναλυτικό πλαίσιο στην αρχή της ψυχαναλυτικής αγωγής γίνεται αντιληπτό στη θετικότητά του ως ένα περιέχον που λαμβάνει τη συνειδητή συμφωνία του ασθενούς, από τον οποίο ζητείται να σεβαστεί τις ρήτρες και είναι μόνο σε αυτό το επίπεδο που απαιτείται η βούληση του ασθενούς. Σε αντιδιαστολή το περιεχόμενο του πλαισίου που θα έρθει να καταλάβει το χώρο είναι το άγνωστο, το μη-εκούσιο, το ασυνείδητο, δηλαδή το αρνητικό. Η αναλυτική συνθήκη (situation analytique) εμφανίζεται, έτσι, να ενέχει κάτι το αναπόδραστα, αποφασιστικά καινούργιο και μοναδικό, σε σχέση με τους συνήθεις τρόπους των διανθρώπινων συναλλαγών. Η πιο κοντινή, ίσως, συνθήκη της σχέσης αναλυτή-αναλυόμενου είναι αυτή που ο Lacan έχει ισχυριστεί μεταξύ του δασκάλου Zen και του μαθητή του, που το λιγότερο, που μπορούμε να πούμε, είναι ότι δεν ανήκει στο πάνθεον της δυτικής κουλτούρας. Συμπερασματικά, λοιπόν, ήδη προγραμματικά στα θεμέλιά της η αναλυτική συνθήκη σφραγίζεται από μια εταιρική σχέση (και όχι συμμαχική) μεταξύ της θετικότητας της ορθολογικής σκέψης και του αρνητικού. Όλη ίσως η ανάπτυξη της ψυχανάλυσης ως θεωρίας θα μπορούσε να ειδωθεί μέσα από αυτό το πρίσμα. Η θεωρία του Freud θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντανάκλαση του αρνητικού, της έλλειψης που ενέχει η αναλυτική συνθήκη. Για παράδειγμα αναφέρουμε ότι με το όνειρο ο Freud ανακαλύπτει μια εργασία, την εργασία του ονείρου, που επιτελείται στον ψυχισμό, όταν η συνείδηση απουσιάζει. Με το πένθος ανακαλύπτει την εργασία του πένθους, που επιτελείται όταν το αντικείμενο λείπει οριστικά (απώλεια). Με το βασικό μοντέλο του ψυχισμού, της ψευδαισθητικής πραγμάτωσης της επιθυμίας, ο Freud θέτει την έλλειψη και την ανικανοποίητη επιθυμία στη βάση του ψυχισμού και την ψευδαισθησιακή αναπαράσταση ως την πρώτη βασική απάντηση στην έλλειψη, την απουσία του αντικειμένου. Από την άλλη πλευρά ο Freud δεν ανέπτυξε τη θεωρία του πλαισίου. Ίσως η θεωρητικοποίηση αυτή έπρεπε να ανασταλεί και να «σιωπήσει» μέχρις ότου αναπτυχθεί η θεωρία του ψυχισμού, τροφοδοτούμενη υπογείως από την αναλυτική συνθήκη. Όπως γνωρίζουμε η θεωρητικοποίηση έγινε μετά τον Freud από τους Bleger, Baranger, Winnicot, Donnet, Green.. 3
Στην πρώτη φάση της εμπειρικής εγκατάστασης από τον Freud, το πλαίσιο απετέλεσε μια ανατροπή του θεραπευτικού πλαισίου της ύπνωσης και μια προκαταρκτική συνθήκη για τη δημιουργία μιας επιφάνειας εργασίας, μια συνθήκη για την ψυχαναλυτική αγωγή. Η ψυχανάλυση, όμως, των ψυχωτικών ή προψυχωτικών ασθενών, μετά τον Freud, έδειξε ότι το πλαίσιο με τη συνέχεια που το χαρακτηρίζει, όχι μόνο επιτρέπει στον ασθενή το προχώρημα της θεραπείας του, αλλά παίζει το ρόλο αυτού που στον καιρό του ήταν η αναγκαία συνθήκη της δόμησης του υποκειμένου, δηλαδή οι μητρικές φροντίδες. Στη συνέχεια του Bleger, θα λέγαμε ότι το πλαίσιο είναι ο θεματοφύλακας του αδιαφοροποίητου μέρους του ψυχισμού, ενσαρκώνει το μη-εγώ που είναι ως εκ τούτου το πλαίσιο του εγώ, διχοτομημένο από το εγώ. Δηλαδή, όσο περισσότερο ο ασθενής μας παραπέμπει σε αδιαφοροποίητες και συγχωνευτικές πλευρές του εγώ του, τόσο περισσότερο αποδίδουμε σημασία στο πλαίσιο. Και αντίστροφα, όσο δείχνει ικανός για διαφοροποιημένη λειτουργία, τόσο η ερμηνεία διεκδικεί τα δικαιώματά της. Απόδειξη για αυτό είναι ότι το πλαίσιο, υπό την επιρροή των Βινικοτιανών ιδεών, γίνεται αντιληπτό σήμερα ως αντίστιξη στην ερμηνεία και του αποδίδεται μεγαλύτερη προσοχή. Το αποτέλεσμα αυτής της πορείας είναι, όπως λέει ο J. L. Donnet, ότι το πλαίσιο από προκαταρκτική συνθήκη της θεραπείας παραπέμπει σήμερα στην πρωταρχική συνθήκη της δόμησης του υποκειμένου. Η αρνητικοποίηση της θεωρίας του πλαισίου ανεστράφη και φτάσαμε σήμερα στη διαπίστωση μιας αναγκαίας αντιστοιχίας μεταξύ δόμησης του αναλυτικού πλαισίου-δόμησης του ψυχισμού του υποκειμένου. Αυτό που αποκαλύπτεται είναι ότι το ψυχαναλυτικό πλαίσιο δεν είναι μια αυθαίρετη επινόηση του δημιουργού της Ψυχανάλυσης, αλλά μια διάταξη που μιμείται τον ψυχισμό του ανθρώπου. Πώς οφείλουμε να αντιληφθούμε αυτό το μη-εγώ, που είναι ένα είδος πλαισίου στο εγώ και που η αναλυτική διάταξη μιμείται ή και ενσαρκώνει; Είναι εδώ που η θεωρία του A. Green μας δίνει κάποιες έννοιες κλειδιά για να κατανοήσουμε αυτή την αντιστοιχία. Η πλαισίωση του ψυχικού χώρου του υποκειμένου συντελείται δια της δημιουργίας μιας πλαισιώνουσας δομής, η οποία συγκροτείται, αφού πρώτα οριοθετηθεί ένας ψυχικός χώρος ξεχωριστός δια των προ της απώθησης μηχανισμών της διπλής αντιστροφής (αντιστροφή στο αντίθετο και αντιστροφή επί αυτού). Η πλαισιώνουσα δομή προκύπτει στη συνέχεια δια της αρνητικής ψευδαίσθησης της μητέρας, κατά την οποία αρνητικοποιούνται οι πρωτόλειες οπτικές, απτικές και 4
κιναισθητικές αντιλήψεις της μητέρας, μετατρεπόμενες σε πλαίσιο ή οθόνη και σε περιέχον ή στην αίσθηση ότι τα πράγματα κρατούνται μαζί στην ψυχική σκηνή, είναι συνδεδεμένα ή δυνάμενα να συνδεθούν (αυτό που αντιστοιχεί στην αρνητικοποίησηεσωτερίκευση του holding του Winnicott). Η αρνητική ψευδαίσθηση της μητέρας είναι εδώ ένας δομητικός μηχανισμός, διότι επιτρέπει αφενός την εσωτερίκευση της μητέρας μετατρέποντάς την σε πλαισιώνουσα δομή του υποκειμένου και αφετέρου την οριοθέτησή του σε ξεχωριστή μονάδα, διότι οι επενδύσεις του προς αυτήν αρνητικοποιούνται. Αντιστοιχεί στην εσωτερίκευση του διευκολύνοντος περιβάλλοντος του Winnicott. Από θεωρητική άποψη αποτελεί μία μεταψυχολογική θεώρηση που απαντά α) στο πως γίνεται η πρώτη εσωτερίκευση, β) στο πως θέτονται οι βάσεις για τη γέννηση της αντίληψης και γ) στο πως σ έναν επαρκώς φυσιολογικό ψυχισμό, η αντίληψη και η αναπαράσταση σε γενικές γραμμές δεν συγχέονται. Πρόκειται για ένα φαινόμενο πιο αρχέγονο από αυτό που ονομάζουμε ενδοβολή της μητέρας και αποτελεί την προϋπόθεση για την επεξεργασία της ικανότητας (της εμπειρίας) του να είναι κανείς μόνος παρουσία κάποιου άλλου. Η πλαισιώνουσα δομή, επειδή αποτελεί τη μήτρα της αυτοοργάνωσης και της μοναδικότητας του ψυχισμού, (δηλαδή το ξεχώρισμα από τον άλλο, την ανακλαστικότητα και την αυτοαναφορά) είναι η προϋπόθεση της συγκρότησης του υποκειμένου και της κατηγορίας της απουσίας που είναι ενδιάμεση της παρουσίας και της απώλειας. Με άλλα λόγια, η πρώτη εσωτερίκευση δεν είναι μια ενσωμάτωση μιας ρεαλιστικά, θετικά οριζόμενης μορφής, αλλά η δημιουργία ενός πλαισίου αόρατου και σιωπηλού, το οποίο θα αποτελέσει ένα είδος μήτρας του συμβολικού ή της σκέψης, επιτρέποντας τη δημιουργία θετικών μορφών. Η συγκρότηση μιας ενεργούς απουσίας θα επιτρέψει τη δημιουργία του ψυχισμού. Η αρνητικοποίηση της εκτυφλωτικής παρουσίας θα επιτρέψει την ανάδυση των αναπαραστάσεων. Κάτι ανάλογο γίνεται και με το αναλυτικό πλαίσιο. Μήπως δεν διαπιστώνουμε ότι όταν έχει εγκατασταθεί η ψυχαναλυτική διαδικασία το αναλυτικό πλαίσιο γίνεται πιο ελαφρό, αθόρυβο; Συχνά το παρομοιάζουν με το σιωπηλό, υγιές σώμα, σ αυτή την περίπτωση το πλαίσιο είναι σαν να εξαφανίζεται, με μια λέξη αρνητικοποιείται. Το αναλυτικό πλαίσιο, τότε αποτελεί την προϋπόθεση της συμβολοποίησης, όπως λέει ο R. Roussillon η κατά τον J.L.Donnet συμβολίζει τη συμβολοποίηση. Αντίθετα η κλινική των δύσκολων περιπτώσεων δείχνει πως η ψυχαναλυτική διαδικασία δεν εγκαθίστανται πάντα, το πλαίσιο κάνει αισθητή την παρουσία του και η μήτρα αυτή που προτείνεται δεν είναι χρησιμοποιήσιμη. Η ικανότητα να είσαι 5
μόνος παρουσία κάποιου άλλου, που φέρεται ως δεδομένη από την ψυχαναλυτική διάταξη, γίνεται ζητούμενο της ψυχαναλυτικής διαδικασίας. Όπως λένε ο J.L.Donnet και ο R. Roussillon το ψυχαναλυτικό πλαίσιο πρέπει να κατασκευαστεί ή να κατακτηθεί μέσα από την ψυχαναλυτική διαδικασία. Η θετικοποίηση αυτή του πλαισίου παραπέμπει στην πλημμελή συγκρότηση της πλαισίωσης του υποκειμένου και ως εκ τούτου στην μη επαρκή σύσταση ενός δυνητικού χώρου λευκού για τις αναπαραστάσεις Παράλληλα παραπέμπει στην πλημμελή συγκρότηση ενός ενδιάμεσου χώρου, μεταξύ ενόρμησης και αντικειμένου, λόγω της συγχωνευτικής σχέσης με το αντικείμενο. Η αναπαράσταση ως εκπρόσωπος της ενόρμησης συγχέεται με την αναπαράσταση ως εκπρόσωπο της συγχωνευτικής σχέσης με το αντικείμενο. Ας δούμε μια άλλη αντιστοιχία του ψυχαναλυτικού πλαισίου και της εργασίας του ψυχισμού. Όπως προείπαμε, από τις απαρχές της ψυχαναλυτικής πρακτικής, αυτό που χαρακτήριζε την ψυχαναλυτική διάταξη, το βασικό της συστατικό, ήταν η έλλειψη ή η απουσία, ακριβέστερα η απούσα παρουσία: απουσία του αναλυτή από τον οπτικό ορίζοντα του αναλυόμενου, απουσία του αναλυτή ως δεύτερου πόλου στην αναμενόμενη διάδραση με τον αναλυόμενο. Ο αναλυτής κατέχει μια θέση κυρίως ακροαματική, γεγονός που διπλασιάζει κατά κάποιον τρόπο την αντιληπτική απουσία και απουσία του, διότι όταν παρεμβαίνει δεν το κάνει ως πρόσωπο, αλλά ως ερμηνευτική λειτουργία ή ως imago που πραγματώνεται μέσα στη συνθήκη. Τέλος ο αναλυτής δεν απαντά στα αιτήματα του αναλυομένου και σιωπά στις επιθυμίες που του απευθύνονται. Αυτή η βασική συνθήκη, μάλιστα, ισχύει κατ ελάχιστον και στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ή ψυχανάλυση πρόσωπο με πρόσωπο, διότι και τότε ο αναλυτής προτάσσει τη μη απάντηση στα επείγοντα αιτήματα του ασθενούς. Από την άλλη πλευρά ο αναλυόμενος είναι εντεταλμένος να ασκηθεί στον ελεύθερο συνειρμό, που ο A. Green θεωρεί ως αντιπροσωπευτική μορφή του αρνητικού, διότι προϋποθέτει το χαλάρωμα της θετικότητας που κατευθύνει τη συνείδηση. Η συνειρμική ομιλία και η αρνητικότητα του πλαισίου συνεργάζονται και η μη θετική, μετωπική διαχείρισή της από τον αναλυτή ως εκπρόσωπο του πλαισίου, της έλλειψης που αναδύεται, οδηγεί σε μια διέγερση των ενορμήσεων ή αποκάλυψη των ενορμήσεων, σε μια διέγερση της ψυχικής εκπροσώπησης της ενόρμησης που δυνητικά πυροδοτεί την κίνηση της επιθυμίας. Τι άλλο είναι η αναπαράσταση ή αναπαραστασιμότητα ως προϊόν εργασίας του ψυχισμού, παρά η πρώτη απάντηση, το 6
πρώτο πεπρωμένο της ενόρμησης, που πρέπει να βρεθεί στους κόλπους της ψυχικής δομής για να αντιμετωπίσει τη μη ευχαρίστηση και την απουσία του αντικειμένου; Στην αναλυτική συνθήκη είναι σαν να γινόμαστε θεατές της εξιστόρησης της συνάντησης του υποκειμένου με τη συμβολοποίηση. Η αναλυτική, λοιπόν, διάταξη μιμείται την προβληματική της εκπροσώπησης της ενόρμησης, οξύνει την ανάδυση του αρνητικού, οξύνει την προβληματική της αναπαράστασης και είναι τότε που γινόμαστε μάρτυρες διαφορετικών πεπρωμένων της αναπαραστασιμότητας. Αν δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, θα διαπιστώσουμε πως από τη μια, τα περισσότερα στοιχεία του πλαισίου ευνοούν την ανάδυση του αρνητικού, από την άλλη, ο αναλυτής με την τεχνική του (που είναι και αυτός ένα στοιχείο του πλαισίου), αυτό που επιγραμματικά προσπαθεί να επιτελέσει, είναι να απαλύνει, να εξημερώσει, να αφήσει το αρνητικό να εκδηλωθεί σε μικρές ποσότητες, αν μπορώ να ισχυριστώ, έτσι ώστε να διευκολύνει τη συμβολοποίηση και την ένταξή του, την υποκειμενοποίηση. Όταν αυτή η διάταξη αποτύχει, γινόμαστε μάρτυρες της αποτυχίας εγκατάστασης της αναλυτικής συνθήκης. Είτε διότι το ξεδίπλωμα της θεραπείας γίνεται τραυματικό για τον αναλυόμενο, ο οποίος μπορεί να επιδείξει μια υπέρμετρη δυσανεξία στον ελεύθερο συνειρμό, που τον βιώνει ως κατακερματισμό (και συνήθως τότε εισάγονται οι παραλλαγές του πλαισίου), είτε ήδη από την αρχή ο αναλυόμενος μας δείχνει μια έκδηλη δυσανεξία στις θεατές αρνητικές όψεις του πλαισίου, με αποτέλεσμα (πολύ συχνά με τη δικιά του επιλογή) να μην ενδείκνυται η ψυχαναλυτική θεραπεία σε ξαπλωτή θέση. Σ αυτές τις περιπτώσεις θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι το αρνητικό αναδύεται με μεγαλύτερη σφοδρότητα από όση μπορεί να αντέξει ένα εγώ που δεν εχει εσωτερικεύσει επαρκώς τη δυνατότητα συνδέσεων και εκεί είναι που γινόμαστε μάρτυρες της αποδομητικής και όχι δομητικής εργασίας του. Κατά τον A.Green, το αρνητικό από πηγή εργασίας, (απώθηση που οργανώνει τον εσωτερικό ψυχικό χώρο) γίνεται από μόνο του ένα αποτέλεσμα (η διχοτόμηση, το κενό, το λευκό ή η αρνητική θεραπευτική αντίδραση). Με άλλα λόγια συντελείται μια εκτροπή του αρνητικού σε αρνητισμό. Οι άμυνες από πηγή εργασίας παραλύουν την εργασία του ψυχισμού. Η παρουσία του αναλυτή εγκαλείται de facto, διότι η απουσία του δεν ισοδυναμεί για τον αναλυόμενο με μια δυνητική παρουσία, αλλά με μια απώλεια ή ένα κενό. Η συνάντηση στο παρόν αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Η πλημμελής εσωτερίκευση στον αναλυόμενο θέτει ως διακύβευμα της συνεδρίας, το ζήτημα της εσωτερίκευσης μέσα από τη συνάντηση με τον αναλυτή. Ίσως θα μπορούσαμε να 7
πούμε ότι τότε ο αναλυτής από στοιχείο του αναλυτικού πλαισίου μετατρέπεται σε εκπρόσωπό του και αυτό που προσφέρει είναι ένα μοντέλο προς εωτερίκευση; Ο A.Green μας λέει ότι ο αναλυτής πέραν των παραμέτρων του πλαισίου (πρόσωπο με πρόσωπο) προτείνει αυτό το οποίο έχει εσωτερικεύσει ο ίδιος, κυρίως από την προσωπική του ανάλυση, που συνίσταται στη δικιά του ανεκτικότητα απέναντι στο αρνητικό, όπου η δυνητικότητα έχει δικαίωμα στην ύπαρξη. Ο ψυχαναλυτής προσφέρει ένα μοντέλο προς ταύτιση, κατά το οποίο συναισθάνεται τα βιώματα του αναλυόμενου, χωρίς όμως να τον συνεπαίρνει ο λόγος του. 8