Καραχρήστος Ιωάννης,, 2005, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Περίληψη : Οικισμός της Καππαδοκίας με ελληνορθόδοξο πληθυσμό, ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού φαίνεται ότι υπερέβαινε τους 4.000. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τα μεταλλεία και το εμπόριο. Αντίθετα από ό,τι στους περισσότερους οικισμούς της Καππαδοκίας με ελληνορθόδοξο πληθυσμό, οι Μιστιώτες δεν μετανάστευαν παρά εποχιακά. Άλλες Ονομασίες Μισθί, Μισθή, Μυστή Γεωγραφική Θέση Κεντρική Μικρά Ασία Ιστορική Περιοχή Καππαδοκία Διοικητική Υπαγωγή Μουδουρλίκι Λίμνας, Καϊμακαμλίκι Πόρου, Μουτεσαριφλίκι Νίγδης, Βιλαέτι Ικονίου 1. Ανθρωπογεωγραφία Ιστορία Οικισμός στην Κεντρική Μικρά Ασία, ο οποίος βρίσκεται βορειοδυτικά της Νίγδης, σε οροπέδιο και σε ύψος 1.380 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Προέκυψε από την εγκατάλειψη παλαιότερων μικρών οικισμών, οι οποίοι ήταν διάσπαρτοι στο οροπέδιο που περιβάλλει το, και τη συνακόλουθη συγκέντρωσή τους γύρω από τον κεντρικό πυρήνα του οικισμού, και συγκεκριμένα τη γειτονιά γύρω από το ναό του Αγίου Βλασίου. Αυτό είναι και το παλαιότερο τμήμα του χωριού, το οποίο ουσιαστικά ταυτίζεται με έναν από τους προϋπάρχοντες μικρούς οικισμούς που δεν εγκαταλείφθηκε. Η κίνηση αυτή αποδίδεται στην έλλειψη συνθηκών ασφαλείας και σε αυθαιρεσίες των Οθωμανών τοπαρχών, δικαιολογία βέβαια που επαναλαμβάνεται αρκετά συχνά στις τοπικές ιστορίες-παραδόσεις των οικισμών της περιοχής. Η ανασφάλεια, σε συνδυασμό και με τη μάλλον περιορισμένη παραγωγική δυνατότητα του εδάφους, θα πρέπει να οδήγησε γύρω στο 1840 και στη μετανάστευση κάποιων κατοίκων από το σε κοντινούς οικισμούς, όπως η Δήλα, το Τσαρικλί και το Τσελτέκ, οικισμοί που θεωρούνται αποικίες του Μιστιού. 1 Τα παλαιότερα σπίτια ήταν υπόγεια, λαξευμένα πάνω στο βράχο που βρισκόταν σε εκείνο το σημείο. Γύρω στο τέλος της β δεκαετίας του 19ου αιώνα άρχισαν να χτίζονται υπέργειες κατοικίες, εξέλιξη που είχε αποτέλεσμα τη σταδιακή εγκατάλειψη των λαξευτών, οι οποίες χρησιμοποιούνταν πια ως αποθηκευτικοί χώροι. 2 Μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις φτωχών οικογενειών τα λαξευτά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται ως χώρος κατοικίας μέχρι και το 1924. Το σύνολο των κατοίκων, οι οποίοι διέμεναν σε 4 μαχαλάδες, ήταν ελληνόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι. Το γλωσσικό τους ιδίωμα περιείχε πολλά αρχαϊκά και διαλεκτικά στοιχεία και είχε δεχτεί και αρκετές επιρροές από την τουρκική γλώσσα. Στις αρχές του 19ου αιώνα εκτιμάται ότι στο κατοικούσαν περίπου 200 οικογένειες χριστιανών. 3 Προς τα τέλη του αιώνα ο πληθυσμός μάλλον αυξήθηκε, καθώς ο Φαρασόπουλος κάνει λόγο για 4.800 κατοίκους το 1895. 4 Η αυξητική τάση σε σχέση με τις αρχές του 19ου επιβεβαιώνεται και από μαρτυρίες των αρχών του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τη στατιστική του 1905, ο αριθμός των κατοίκων ανερχόταν σε 3.500, 5 οι οποίοι ανήκαν σε 800 οικογένειες. 6 Οι Μιστιώτες που ήρθαν στην Ελλάδα το 1924 με την Ανταλλαγή υπολογίζονται σε 850-900 οικογένειες, δηλαδή περίπου σε 4.400 άτομα. 7 Η σύνδεση του οικισμού με το οδικό δίκτυο ήταν σχετικά καλή, καθώς από εκεί περνούσαν δρόμοι που οδηγούσαν σε σημαντικούς οικισμούς της ευρύτερης περιοχής, όπως η Νίγδη, το Νέβσεχιρ και η Καισάρεια. Από εκεί περνούσε επίσης και ο δρόμος των καραβανιών που πήγαινε στην Κιλικία. Δημιουργήθηκε στις 11/10/2017 Σελίδα 1/5
Καραχρήστος Ιωάννης,, 2005, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Στη μνήμη των προσφύγων με καταγωγή από το διατηρούνται αφηγήσεις που αφορούν παροδικά προβλήματα στις σχέσεις τους με τους μουσουλμάνους, κυρίως σε περιόδους κρίσεων. Οι Μιστιώτες επιστρατεύτηκαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και στάλθηκαν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν ως μέλη του τουρκικού στρατού. Αρκετοί, όμως, φαίνεται ότι λιποτάκτησαν και πέρασαν στο πλευρό των Ελλήνων. Περιπτώσεις λιποτακτών παρατηρήθηκαν και κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Παραδίδεται επίσης ότι το 1924 η εκκλησία του χωριού μετατράπηκε σε στρατώνα, γεγονός που δηλητηρίασε τις σχέσεις των κατοίκων με τους μουσουλμάνους μέχρι και την Ανταλλαγή. Μετά το 1924 πρόσφυγες από το εγκαταστάθηκαν στο πολεοδομικό συγκρότημα Αθηνών-Πειραιώς, στη Θεσσαλονίκη, στο Κιλκίς, στην Καβάλα και στην Κόνιτσα στη Μακεδονία, στη Μάντρα και στην Αμυγδαλέα Λαρίσης, στο Βόλο και στα Χανιά. Οι περισσότεροι όμως εγκαταστάθηκαν στο Νέο Αγιονέρι, κοντά στη Θεσσαλονίκη. 8 2. Οικονομία 2.1. Αγροτική Παραγωγή Η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν πολύ πιο σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες για τους κατοίκους στο απ ό,τι για τους κατοίκους πολλών άλλων οικισμών της Καππαδοκίας. Βέβαια, το καλλιεργήσιμο έδαφος και εδώ ήταν μάλλον άγονο, με αποτέλεσμα η απόδοση των καλλιεργειών να είναι χαμηλή. Οι Μιστιώτες καλλιεργούσαν δημητριακά κυρίως σίκαλη για την παρασκευή ψωμιού και κριθάρι για τα ζώα και λιγότερο σιτάρι, ρόκα για την παρασκευή λαδιού, όσπρια, λαχανικά, ζαρζαβατικά και φρούτα. Και τα δύο φύλα ασχολούνταν με τις αγροτικές εργασίες, τις οποίες όμως είχαν μοιράσει μεταξύ τους. Έτσι, οι άνδρες αναλάμβαναν το όργωμα των χωραφιών και οι γυναίκες συνήθως τη σπορά, ενώ ο θερισμός γινόταν από κοινού. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η αποδοτικότητα των καλλιεργειών ήταν χαμηλή, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός οικογενειών να μην καταφέρνει να συγκεντρώσει τη σίκαλη που ήταν απαραίτητη για την απρόσκοπτη παρασκευή ψωμιού καθ όλη τη διάρκεια του έτους. Υπήρχε επίσης και μικρός αριθμός ακτημόνων, οι οποίοι προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τη σίκαλη της οικογένειάς τους ανταλλάσσοντάς τη με την εργασία τους. Πιο αποδοτική φαίνεται πως ήταν η ενασχόληση με την κτηνοτροφία, καθώς τα προϊόντα της δεν προορίζονταν αποκλειστικά για τις ανάγκες της αυτοκατανάλωσης. Διατηρούσαν αιγοπρόβατα, αλλά και μεγαλύτερα ζώα αγελάδες, βόδια και βουβάλια. Παρήγαν μαλλί, κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως τυρί, βούτυρο και καϊμάκι. Αναφέρεται τέλος και μικρής κλίμακας ενασχόληση με τη μελισσοκομία. 2.2. Βιοτεχνική Παραγωγή, Εμπόριο, Μετανάστευση Στο λειτουργούσε ένας σχετικά μεγάλος τουλάχιστον σε σύγκριση με άλλους οικισμούς της Καππαδοκίας αριθμός καταστημάτων, τα οποία εξυπηρετούσαν τόσο τις ανάγκες των ντόπιων όσο και αυτές κατοίκων της γύρω περιοχής. Παρατηρήθηκε επίσης μικρής κλίμακας ενασχόληση με το εμπόριο αλατιού, το οποίο μετέφεραν από το Χατζή-Μπεκτάς και την Αλμυρά Λίμνη (Tuz golu), καθώς και με το ζωεμπόριο. Αρκετοί ήταν και οι Μιστιώτες που εργάζονταν στα μεταλλεία του Κουρτσούν Μαντέν. Αυτό, εκτός των άλλων, τους εξασφάλιζε και φορολογική ατέλεια, χαρακτηριστικό προνόμιο, άλλωστε, και άλλων ομοτέχνων τους. Η συνηθισμένη σε πολλούς οικισμούς της Καππαδοκίας πρακτική της μετανάστευσης σε αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ακολουθήθηκε από τους Μιστιώτες. Αυτοί, αντίθετα, προτίμησαν την ετήσια εποχιακή μετακίνηση, προκειμένου να εξασφαλίσουν το συμπληρωματικό εισόδημα που ήταν απαραίτητο για τον οικογενειακό τους προϋπολογισμό. Ένα μεγάλο μέρος του οικονομικά ενεργού ανδρικού πληθυσμού χωριζόταν σε ομάδες, τους λεγόμενους παρχανέδες, που ταξίδευαν για κάποιους μήνες το χρόνο προκειμένου να κατασκευάσουν επιτόπου κετσέδες και παπλώματα για τους ενδιαφερόμενους. Η κάθε ομάδα επέστρεφε στο, αφού πρώτα είχε καλύψει τις ανάγκες της περιοχής που της αναλογούσε. 3. Διοικητικό Καθεστώς, Κοινωνική Οργάνωση Όσον αφορά τη διοικητική υπαγωγή του οικισμού παρατηρήθηκαν αρκετές αλλαγές. Για κάποιο διάστημα, το οποίο Δημιουργήθηκε στις 11/10/2017 Σελίδα 2/5
Καραχρήστος Ιωάννης,, 2005, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος δυστυχώς δεν μπορέσαμε να προσδιορίσουμε επακριβώς, το ήταν έδρα μουδούρη. Γύρω στο 1870 η έδρα μεταφέρθηκε στη Λίμνα και η κατάσταση διαμορφώθηκε ως εξής: Το ήταν πια μουχταρλίκι που υπαγόταν στο μουδουρλίκι της Λίμνας, το οποίο με τη σειρά του εντασσόταν στο καϊμακαμλίκι του Πόρου του μουτεσαριφλικίου της Νίγδης, που ανήκε στο βιλαέτι του Ικονίου. Το 1924 το αναβαθμίστηκε ξανά σε μουδουρλίκι. 9 Μετά το 1870 λοιπόν ο επικεφαλής της κοινότητας του Μιστιού ήταν μουχτάρης, συνεπικουρούμενος κατά την άσκηση των καθηκόντων του από 4 συμβούλους (τσορμπατζήδες ή τεσκιλέτ), έναν για κάθε μαχαλά, τους οποίους συνήθως επέλεγε ο ίδιος. Υποψήφιοι για το αξίωμα του μουχτάρη ήταν οι πιο εύποροι ανάμεσα στους ηλικιωμένους του χωριού, οι οποίοι μάλιστα έπρεπε να κατάγονται από τα ισχυρά σόγια, 10 ή τουλάχιστον να έχουν εξασφαλίσει την υποστήριξή τους. Κατά το διάστημα 1918-1920 κάθε μαχαλάς αναδείκνυε ξεχωριστό μουχτάρη, καθένα με το δικό του συμβούλιο. Στη συνέχεια ίσχυσε εκ νέου το προηγούμενο καθεστώς. Κάθε μαχαλάς εξέλεγε επίσης από ένα μέλος για την επιτροπή της εκκλησίας, όχι πάντα χωρίς προβλήματα. Υπήρχαν τέλος και οι ακόλουθοι κοινοτικοί υπάλληλοι: ο πατρίκος, ο οποίος εκτελούσε χρέη κλητήρα, ο καντηλανάφτης και η καλόγρια ή εκκλησάρισσα. 4. Θρησκεία Εκκλησιαστικά το ανήκε στη μητρόπολη Ικονίου. Στον οικισμό υπήρχαν δύο ναοί, του Αγίου Βλασίου και του Προφήτη Ηλία. 11 Ο Άγιος Βλάσιος, που ήταν και ο κύριος ναός του οικισμού, χτίστηκε το 1844 πάνω σε παλαιότερο, υπόγειο ναό που προϋπήρχε σε αυτό το σημείο. Ο νέος ναός ήταν ιδιαίτερα μεγαλοπρεπής και έφερε 12 θόλους. 12 Αναφέρονται εφτά, μάλλον απαίδευτοι ιερείς, ο καθένας από τους οποίους είχε τη δική του ενορία, ιερουργούσαν όμως εκ περιτροπής στο ναό του Αγίου Βλασίου. Αμείβονταν από ειδική εισφορά των κατοίκων, ήταν όμως αναγκασμένοι να τη συμπληρώνουν με εισοδήματα από γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες. 13 Όσοι από τους κατοίκους μπορούσαν να καλύψουν τα απαιτούμενα έξοδα, θεωρούσαν υποχρέωσή τους να κάνουν το προσκυνηματικό ταξίδι στα Ιεροσόλυμα, το γνωστό και ως χατζηλίκι. Τέλος, μία ακόμα θρησκευτική πρακτική με ιδιαίτερη σημασία για τους κατοίκους ήταν η λεγόμενη γιορτή των σογιών, η οποία για το κάθε σόι συνέπιπτε με την ημέρα που ήταν αφιερωμένη στο δικό του προστάτη άγιο. Με την ευκαιρία αυτή τιμούσαν τους νεκρούς προγόνους και παράλληλα ενίσχυαν τη συνοχή του σογιού. 5. Εκπαίδευση Το επίπεδο της εκπαίδευσης ήταν μάλλον χαμηλό, τουλάχιστον σε σύγκριση με εκείνο άλλων οικισμών της ευρύτερης περιοχής. Σύμφωνα με τη στατιστική της επαρχίας Ικονίου, το 1905 λειτουργούσε στο τριτάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων με ένα δάσκαλο και 200 μαθητές. 14 Η διδασκαλία γινόταν μόνο κατά τους χειμερινούς μήνες, αφού το υπόλοιπο διάστημα οι μαθητές συμμετείχαν στις αγροτικές εργασίες. Διδάσκονταν στοιχειώδεις γνώσεις γραφής και ανάγνωσης στην ελληνική και την τουρκική γλώσσα, καθώς και βασικές γνώσεις μαθηματικών. 1. Κωστάκης, Θ., Το της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), τομ. Α, σελ. 25, 43. 2. Κωστάκης, Θ., Το της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), τομ. Α, σελ. 54. 3. Κύριλλος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορική περιγραφή του εν Βιέννη προεκδοθέντος χωρογραφικού πίνακος της μεγάλης αρχισατραπίας Ικονίου (Κωνσταντινούπολη 1815), σελ. 21. 4. Φαρασόπουλος, Σ., Τα Σύλατα: Μελέτη του νομού Ικονίου υπό γεωγραφικήν, φιλολογικήν και εθνολογικήν έποψιν (Αθήνα 1895), σελ. 79. 5. «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 46. Ο Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 151, ανεβάζει Δημιουργήθηκε στις 11/10/2017 Σελίδα 3/5
Καραχρήστος Ιωάννης,, 2005, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος μάλιστα τον πληθυσμό σε 5.000 κατοίκους. 6. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 219. Ο Κωστάκης, Θ., Το της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), τομ. Α, σελ. 10, κάνει λόγο για 700 οικογένειες, χωρίς όμως ακριβή χρονολογικό προσδιορισμό. 7. Κωστάκης, Θ., Το της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), τομ. Α, σελ. 15. 8. Κωστάκης, Θ., Το της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), σελ. 25 και τομ. Β, σελ. 536 κ.ε. 9. Κωστάκης, Θ., Το της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), τομ. Α, σελ. 5, 399. 10. Οι ευρύτερες πατρογραμμικές κατά βάση συγγενικές ομάδες αποτελούσαν βασικό κύτταρο της δομής της οικογένειας και της συγγενικής ομάδας, αλλά ταυτόχρονα και της κοινωνικής οργάνωσης γενικότερα. Κωστάκης, Θ., Το της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), τομ. Α, σελ. 396-397 και 400-401. 11. Κωστάκης, Θ., Το της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), τομ. Α, σελ. 251-263. Για δύο ναούς κάνει λόγο και ο Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 219. Αντίθετα, στη «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 46 αναφέρεται μόνο ένας ναός. 12. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 152. 13. «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 46 Κωστάκης, Θ., Το της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), τομ. Α, σελ. 268. 14. «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 46. Ο Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 219, ανεβάζει τον αριθμό των μαθητών σε 260. Τέλος, ο Κωστάκης, Θ., Το της Καππαδοκίας (Αθήνα 1977), τομ. Α, σελ. 173, αναφέρει 150 μαθητές το 1900, 120 μαθητές και 2 δασκάλους το 1914 και περίπου 400 μαθητές το 1917. Βιβλιογραφία : Αντωνόπουλος Σ., Μικρά Ασία, Αθήναι 1907 Ασβέστη Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας, Αθήνα 1980 Κοντογιάννης Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος, Αθήναι 1921 Φαρασόπουλος Σ., Τα Σύλατα: Μελέτη του νομού Ικονίου υπό γεωγραφικήν, φιλολογικήν και εθνολογικήν έποψιν, Αθήνα 1895 Κωστάκης Θ., Το της Καππαδοκίας, τομ. 2, Αθήνα 1977 Κύριλλος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορική περιγραφή του εν Βιέννη προεκδοθέντος χωρογραφικού πίνακος της μεγάλης αρχισατραπίας Ικονίου, Κωνσταντινούπολη 1815 Γλωσσάριo : βιλαέτι (βαλιλίκι), το Η ανώτατη βαθμίδα της διοίκησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία αφορούσε μεγάλες διοικητικές περιοχές. Οι μεγάλες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν αρχικά εγιαλέτ. Η νέα διαίρεση του 1864 εισήγαγε τον όρο βιλαγέτ (vilayet), κατά αντιστοιχία προς το γαλλικό διοικητικό όρο départment, μικρότερης όμως έκτασης. Ο διοικητής του βιλαετιού ονομαζόταν βαλής και είχε εκτεταμένες δικαιοδοσίες. Δημιουργήθηκε στις 11/10/2017 Σελίδα 4/5
Καραχρήστος Ιωάννης,, 2005, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος καϊμακαμλίκι, το Oθωμανική διοικητική μονάδα που αντικατέστησε τον καζά στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864. κετσές, ο Μάλλινο ύφασμα που κατασκευαζόταν από το μαλλί αρνιών ηλικίας μέχρις ενός έτους. μουδίρης (μουδούρης), ο Κατώτερος αξιωματούχος της επαρχιακής διοίκησης κατά την Ύστερη Oθωμανική περίοδο, διοικητής ενός μουδιρλικιού. μουδιρλίκι (μουδουρλίκι), το Οθωμανική διοικητική μονάδα στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο, υποδιαίρεση του καϊμακαμλικιού, με διοικητή το μουδίρη ή μουδούρη. μουτεσαριφλίκι, το Οθωμανική διοικητική μονάδα μεσαίου μεγέθους που αντικατέστησε το σαντζάκι κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864. μουχτάρης, ο Αιρετός κοινοτικός υπάλληλος, ο επικεφαλής της κοινότητας σε επίπεδο χωριού ή συνοικίας. μουχταρλίκι, το Διοικητική περιφέρεια μικρής έκτασης στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνήθως μια συνοικία ή ένα χωριό, που διοικούνταν από το μουχτάρη. Δημιουργήθηκε στις 11/10/2017 Σελίδα 5/5