ΜΕΛΕΤΗ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΝΑΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΠΑΙ ΙΩΝ ΜΕ ΚΙΝΗΤΙΚΗ Α ΕΞΙΟΤΗΤΑ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ

Σχετικά έγγραφα
Θεματική Ενότητα: Κινητική Μάθηση Κινητική Ανάπτυξη Προφορικές Ανακοινώσεις 18 ου Διεθνούς Συνεδρίου Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού

Μετρήσεις και αξιολόγηση στο σχολείο. Πείραµα 12 ο. Αρχική αξιολόγηση της κινητικής αδεξιότητας

των αποτελεσμάτων της έρευναςσυμπεράσματα-επαναληψιμότητα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΣΩ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ ΜΑΙΝ ΣΕ ΤΥΠΙΚΩΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Ανάλυσης των δυνάμεων κατά τη βάδιση & ισορροπία. Αραμπατζή Φωτεινή

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗΣ ΑΛΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ. ιδάσκουσα: Λήδα Μαδεμλή

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΕΝΟΣ ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ TAEKWONDO ΣΤΙΣ ΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΠΑΙΔΙΩ Ν ΜΕ ΔΕΠ-Υ

ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

Εργαστήριο Εργοφυσιολογίας-Εργομετρίας, Τ.Ε.Φ.Α.Α. Θεσσαλονίκης, Σ.Ε.Φ.Α.Α. Α.Π.Θ.

Η παραγωγή αναφορικών προτάσεων από κυπριόπουλα παιδιά με Γλωσσική Διαταραχή

Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού, Σερρών Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 1η Κατεύθυνση: ΚΛΙΝΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΟΛΟΓΙΑ.

Μηχανική των κινήσεων σε ξηρά, νερό και αέρα

Ανάλυση ισορροπίας και κινητικότητας σπονδυλικής στήλης

Αντώνης Καμπάς Αναπληρωτής Καθηγητής

«Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ»

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΥΙΚΗΣ ΥΝΑΜΗΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Μυϊκή αντοχή. Η σχέση των τριών κύριων µορφών της δύναµης (Weineck, 1990) ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΑΛΤΙΚΟΤΗΤΑ. Ανάπτυξη της αλτικότητας στις αναπτυξιακές ηλικίες ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ. Κεντρικά ερωτήματα ΗΛΙΚΙΑ ΑΛΜΑ ΜΕ ΠΡΟΔΙΑΤΑΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΥΠΟΙ ΑΛΜΑΤΩΝ

Ανίχνευση - Αξιολόγηση - Παρεµβατική διαχείριση κινητικών µαθησιακών δυσκολιών σε µαθητές & µαθήτριες προσχολικής & 1ης σχολικής ηλικίας

710 -Μάθηση - Απόδοση. Κινητικής Συμπεριφοράς: Προετοιμασία

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. iii

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Άσκηση στις αναπτυξιακές ηλικίες

Μετρήσεις και αξιολόγηση στο σχολείο. Πείραµα 10 ο. Μέτρηση της ισορροπίας σώµατος µε τη δοκιµασία Φλαµίγκο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΙΣΟΚΙΝΗΣΗ

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΜΕΤΑΛΛΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΛΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΟΛΥΑΡΘΡΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΡΗ. Της ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ Β. ΦΩΤΕΙΝΗΣ

Ψυχολογική υποστήριξη παιδικού αθλητισμού

Οργάνωση Προγραμμάτων Αναψυχής ΙΙ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ. Πτυχιακή διατριβή

Θέµατα προς ανάλυση: Κινηµατική ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ, ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

Εγκεφαλικής Παράλυσης

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Διάλεξη 8 Εφαρμογές της στατιστικής στην έρευνα - Ι. Υπεύθυνος Καθηγητής Χατζηγεωργιάδης Αντώνης

PP #1 Μηχανικές αρχές και η εφαρµογή τους στην Ενόργανη Γυµναστική

Γιάννης Γιάκας. Συστήματα αναφοράς και μονάδες μέτρησης Γραμμικά κινηματικά χαρακτηριστικά Γωνιακά κινηματικά χαρακτηριστικά Βλητική 2/12/2013

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή Εργασία

Θέµατα προς ανάλυση: Εισαγωγή. Εισαγωγή. Εισαγωγή ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ, ΠΘ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ. Μέθοδος. Μέρη της Έρευνας. Πώς ερευνήθηκε το πρόβληµα? Μέθοδος. Ερµηνεία µετρήσεων Αξιολόγηση. Μέτρηση.

Θέμα πτυχιακής Μαθησιακές δυσκολίες και Κακοποίηση παιδιών

Ειδική προπονητική κλασικού αθλητισμού. Σπύρος Κέλλης Καθηγητής προπονητικής ΤΕΦΑΑ-ΑΠΘ

Ανάλυση βάδισης. Ενότητα 1: ΚΛΙΝΙΚΗ ΚΙΝΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Κ. Αλεξανδρής Αν. Καθηγητής, ΤΕΦΑΑ, ΑΠΘ

ΒΑΔΙΣΗ. Σοφία Α. Ξεργιά PT, MSc, PhD. Βάδιση Τμήμα Φυσικοθεραπείας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 3. ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Πρωτόγονη και αρχαία περίοδος. Ελληνική και Ρωμαϊκή περίοδος.. Μεσαίωνας..

Ανάλυση ισορροπίας και κινητικότητας σπονδυλικής στήλης

Κρανιοεγκεφαλική Κάκωση

Διάλεξη 1η Εισαγωγή Στην Ειδική Φυσική Αγωγή: Ορισμοί, Έννοιες

Ανάπτυξη ταχυδύναμης και άκυκλης ταχύτητας στις αναπτυξιακές ηλικίες

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΠΑΙΔΙΩΝ

Αντώνης Καμπάς Αναπλ. Καθηγητής. Αξιολόγηση της Αθλητικής Απόδοσης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΕΡΓΟΜΕΤΡΙΑ. Τί είναι η εργομετρία;

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ανθρω οµετρικά χαρακτηριστικά και αράµετροι φυσικών ικανοτήτων σε Έλληνες αθλητές του αλ ικού σκι υψηλού ε ι έδου

Ο ρόλος της Φυσικής δραστηριότητας στην κινητική επάρκεια και την ανάπτυξη του μυοσκελετικού συστήματος του παιδιού

Εύη Καραγιαννίδου Χημικός Α.Π.Θ. ΟΙ ΕΠΟΞΕΙΔΙΚΕΣ ΚΟΛΛΕΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ ΑΠΟ ΓΥΑΛΙ ή ΚΕΡΑΜΙΚΟ

Πρόγραμμα Θεραπευτικής Ιππασίας στην Αποκατάσταση Νεαρού Ασθενούς με Παλαιά Κρανιοεγκεφαλική Κάκωση

Πτυχιακή εργασία Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΕ ΧΡΟΝΙΟ ΑΣΘΜΑ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΣΕ ΕΦΗΒΟΥΣ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. προπόνησης ανάπτυξης ταχυδύναμης» Exercises for power training. Δρ. Γεροδήμος Βασίλειος Λέκτορας ΤΕΦΑΑ-ΠΘ

Αθλητική ταξινόμηση. Κατηγορία 1. Κατηγορία ΙΙ (κάτω άκρα) Κατηγορία ΙΙ (άνω άκρα) Β έτος

Ψυχοκινητική και Φυσική Αγωγή στην Προσχολική Ηλικία

Ανάλυση βάδισης. Ενότητα 2: Χωροχρονικές παράμετροι

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΛΕΚΤΙΚΗ ΑΠΡΑΞΙΑ

Σχολική Χρονιά Πανελλήνιες Πανελλήνιες Εξετάσεις - 12 Ιουνίου Φυσική Θετικού Προσανατολισµού Ενδεικτικές Λύσεις.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. προγραμμάτων προπόνησης ταχυδύναμης» Designing power training programs. Δρ. Γεροδήμος Βασίλειος Λέκτορας ΤΕΦΑΑ-ΠΘ

.9- ΟΙ ΧΕΙΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ 9.Ι.- ΕΡΓΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΨΕΥΔΟΛΕΞΕΩΝ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΤΥΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή μαθηματικών ικανοτήτων. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο και αποδίδονται

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Ειδική Φυσική Αγωγή. Ενότητα 4η: Αναπτυξιακές Διαταραχές Σχολικών Επιδόσεων Ι

Αξιολόγηση μυϊκής απόδοσης: Μέγιστη δύναμη και ρυθμός ανάπτυξης δύναμης (RFD)

Χαράλαµπος Τσορµπατζούδης Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού

Καρδιακοί κτύποι στους εφήβους

Αρχές Σχεδιασμού και Καθοδήγησης της Προπόνησης. Τίτλος Διάλεξης

Πρόταση Εργομετρικής Αξιολόγησης παιδιών σε Ακαδημίες

Ο ΗΓΙΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΙΑΤΡΙΒΩΝ & ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ 10 ΧΡΟΝΩΝ

ΥΝΑΜΗΣ. Ορισµοί: Ποια από τις ικανότητες βελτιώνεται περισσότερο και πιο γρήγορα;

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ 65 ΕΤΩΝ ΜΕ ΑΝΟΙΑ

Σ ΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Το διδακτικό περιεχόµενο και η ευρύτερη χρήση της γυµναστικής στη σχολική Φυσική Αγωγή

Φωτεινή Πολυχρόνη Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώτα Δημητροπούλου Λέκτορας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

«Διαγνωστικές κατηγορίες και διαγνωστικά κριτήρια για όλες τις μαθησιακές δυσκολίες, σύμφωνα με το DSM-IV, DSM-IV TR, DSM-V & ICD-10»

Η τεχνική στη προπόνηση (Θεωρητική τεκμηρίωση)

Διάλεξη 5η Μαθησιακές Δυσκολίες Σύνδρομο Μειωμένης Προσοχής Και Υπερκινητικότητας

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΔΙΟΙΚΗΣΗ της ΥΓΕΙΑΣ» ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ: ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΠΑΡΑΓΙΟΥΔΑΚΗ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Αντώνης Καμπάς Αναπλ. Καθηγητής. Αξιολόγηση της Αθλητικής Απόδοσης

ΕΝΩΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Η θέση ύπνου του βρέφους και η σχέση της με το Σύνδρομο του αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Βιωματικό, Επιμορφωτικό Σεμινάριο. Αθήνα. Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2018

TEΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΑΝΙΧΝΕΥΤΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (ΑΔΜΕ) ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ. Σ. Παπαϊωάννου, Α. Μουζάκη Γ. Σιδερίδης & Π. Σίμος

ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ (555)

21/6/2012. Μέθοδοι Κινηματικής ανάλυσης ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ. Στόχος μεθόδων κινηματικής ανάλυσης

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ & ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Θέµα Β. µάζας m = M και ασκήσουµε την ίδια οριζόντια δύναµη F, όπως ϕαίνεται στο σχήµα (2) ο δίσκος αποκτά γωνιακή επιτάχυνση µέτρου α γων(2).

Ανάλυση βάδισης. Ενότητα 5: Κινητική ανάλυση 1

Transcript:

ΕΡΜΙΟΝΗΣ Σ. ΚΑΤΑΡΤΖΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ, MSc. ΜΕΛΕΤΗ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΝΑΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΠΑΙ ΙΩΝ ΜΕ ΚΙΝΗΤΙΚΗ Α ΕΞΙΟΤΗΤΑ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στο Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης Ηµεροµηνία προφορικής εξέτασης: 16 εκεµβρίου 2005 Εξεταστική Επιτροπή Επιβλέπων: Χ. Παπαδόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Μέλος Τριµελούς Συµβουλευτικής Επιτροπής: Ν. Αγγελοπούλου Σακαντάµη, Καθηγήτρια Μέλος Τριµελούς Συµβουλευτικής Επιτροπής: Γ. Γρούϊος, Αναπληρωτής Καθηγητής Εξεταστής: Χ. Καµπίτσης, Καθηγητής Εξεταστής: Ι. Θεοδωράκης, Καθηγητής Εξεταστής: Κ. Ταξιλδάρης, Καθηγητής Εξεταστής: Θ. Κουρτέσης, Επίκουρος Καθηγητής

ii Ερµιόνη Σ. Καταρτζή Α.Π.Θ. 2006 ΜΕΛΕΤΗ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΝΑΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΠΑΙ ΙΩΝ ΜΕ ΚΙΝΗΤΙΚΗ Α ΕΞΙΟΤΗΤΑ ISBN «Η έγκριση της παρούσης ιδακτορικής ιατριβής από το Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωµών του συγγραφέα» (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2)

iii ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Με το τέλος αυτής της διδακτορικής διατριβής, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες µου προς τους ανθρώπους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πραγµατοποίησή της. Οφείλω να εκφράσω ένα µεγάλο ευχαριστώ, στον κύριο επιβλέποντα αυτής της διατριβής κ. Χρήστο Παπαδόπουλο, ο οποίος µε στήριξε ηθικά και µε καθοδήγησε επιστηµονικά έτσι ώστε αυτή η δύσκολη, αλλά ταυτόχρονα σηµαντική δουλειά να φτάσει µε επιτυχία στο τέλος της. Επίσης εκφράζω τις ευχαριστίες µου στα άλλα δύο µέλη της τριµελούς επιτροπής, την κ. Νικολέτα Αγγελοπούλου Σακαντάµη και τον κ. Γεώργιο Γρούϊο για την πολύτιµη επιστηµονική και ηθική τους βοήθεια. Εκφράζω τις ευχαριστίες µου στους κ.κ. Χρήστο Καµπίτση, Κυριάκο Ταξιλδάρη, Γιάννη Θεοδωράκη και Θωµά Κουρτέση, γιατί συνέβαλλαν σηµαντικά στην ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας. Εκφράζω ένα µεγάλο ευχαριστώ στους φορείς της Πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης, οι οποίοι βοήθησαν σηµαντικά στο πρακτικό µέρος αυτής της έρευνας και ιδιαίτερα τους διευθυντές, τους καθηγητές φυσικής αγωγής των σχολείων, τους µαθητές και τους γονείς τους. Θα ήταν παράλειψη να µην ευχαριστήσω, τους συνεργάτες του Εργαστηρίου Αθλητικής Βιοµηχανικής του ΤΕΦΑΑ Σερρών και ιδιαίτερα τους κ.κ. Φ. Αραµπατζή, Π. Καζάκα, Γ. Κοµσή, Ε. Μανωλόπουλο, Κ. Σαλονικίδη για τη σηµαντική βοήθεια σε επιστηµονικά και πρακτικά θέµατα. Τέλος, εκφράζω τις ευχαριστίες µου στην οικογένειά µου για την κατανόηση και συµπαράσταση που έδειξε σε όλη τη διάρκεια, έως το τέλος αυτής της διαδικασίας.

iv Στην οικογένειά µου

v ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΡΜΙΟΝΗ ΚΑΤΑΡΤΖΗ: Μελέτη κινηµατικών και δυναµικών παραµέτρων παιδιών µε κινητική αδεξιότητα Υπό την επίβλεψη του κ. Παπαδόπουλου Χρήστου Ο σκοπός της εργασίας ήταν να µελετηθεί η επίδραση της εφαρµογής ενός προγράµµατος παρέµβασης µε έµφαση σε θέµατα συναρµογής και ισχύος των κάτω άκρων. Το πρόγραµµα παρέµβασης στηρίχθηκε στο άθληµα της καλαθοσφαίρισης, και στη βελτίωση των βιοµηχανικών χαρακτηριστικών της κίνησης παιδιών µε προβλήµατα στην κινητική τους συναρµογή. Στην έρευνα συµµετείχαν 132 µαθητές και µαθήτριες (74 αγόρια, ηλικία 8,46 ± 0,83 έτη και 58 κορίτσια, ηλικία 8,33 ± 0,86 έτη), οι οποίοι αξιολογήθηκαν µε την κινητική δοκιµασία, Movement ABC (Henderson και Sugden, 1992) µε απώτερο στόχο τη δηµιουργία των πειραµατικών οµάδων. Έτσι προέκυψαν: α) η οµάδα παιδιών µε προβλήµατα στην κινητική συναρµογή (ΟΠΚΣ), (n=11), β) η οµάδα παιδιών µε τυπική συναρµογή (ΟΤΣ), (n=12) και γ) η οµάδα ελέγχου (ΟΕ), (n=12), η οποία αποτελούνταν από παιδιά µε τυπική συναρµογή. Στη συνέχεια οι τρεις οµάδες αξιολογήθηκαν: α) στη µέγιστη ισοµετρική δύναµη των κάτω άκρων (F maxiso ), β) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος 10 και 20 εκ. (DJ 20, 30 ), γ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ), (SJ), δ) στη δεξιότητα προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., ε) στη δεξιότητα βάδισης και στ) στη δεξιότητα ισορροπίας σε τρεις διαφορετικές στάσεις (όρθια στάση, στάση βηµατισµού «δάκτυλα -φτέρνα» και στάση «πελαργός»). Οι µετρήσεις διεξήχθησαν στο Εργαστήριο Αθλητικής Βιοµηχανικής του ΤΕΦΑΑ Σερρών και χρησιµοποιήθηκε µία βιντεοκάµερα Panasonic PV-900 (60 Ηz), και ένα δυναµοδάπεδο KISTLER (9281CA - 1000 Ηz). Η αξιολόγηση των κινηµατικών και δυναµικών δεδοµένων έγινε µε το σύστηµα APAS. Ακολούθησε πρόγραµµα προπονητικής παρέµβασης, διάρκειας 12 εβδοµάδων µε έµφαση σε θέµατα συναρµογής και ισχύος των κάτω άκρων µε την εφαρµογή δεξιοτήτων καλαθοσφαίρισης. Για να διαπιστωθεί η επίδραση του προγράµµατος παρέµβασης,

vi εφαρµόστηκε ανάλυση διακύµανσης µε επαναλαµβανόµενες µετρήσεις (Repeated Μeasures ANOVA), (p < 0,05). Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι µε την εφαρµογή του προγράµµατος παρέµβασης σηµειώθηκαν στατιστικά σηµαντικές βελτιώσεις σε δυναµικές και κινηµατικές µεταβλητές. Πιο συγκεκριµένα, το πρόγραµµα βελτίωσε τη µέγιστη ισοµετρική δύναµη, την αλτική ικανότητα, όπως αυτή αξιολογήθηκε από τα κατακόρυφα άλµατα, την ικανότητα ασφαλούς προσγείωσης, την ικανότητα ισορροπίας, καθώς και σηµαντικές βιοµηχανικές παραµέτρους της βάδισης (κινηµατικά και δυναµικά χαρακτηριστικά). Συµπερασµατικά προκύπτει ότι, η εφαρµογή ενός προγράµµατος παρέµβασης µε έµφαση σε θέµατα συναρµογής και ισχύος των κάτω άκρων, µέσα από ένα παιχνίδι µε µπάλα, µπορεί να βελτιώσει σηµαντικά βασικές κινήσεις των παιδιών µε και χωρίς προβλήµατα στην κινητική τους συναρµογή. Λέξεις Κλειδιά: κινητική αδεξιότητα, αναπτυξιακή διαταραχή της συναρµογής, κέντρο πίεσης, κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης του εδάφους, µέγιστη ισοµετρική δύναµη, αλτική ικανότητα, ισχύς, στατική ισορροπία, κινηµατική ανάλυση, βιοµηχανικά χαρακτηριστικά της κίνησης.

vii ABSTRACT ERMIONI KATARTZI: A study of kinematic and kinetic parameters of movement in children with Developmental Coordination Disorder (Under the supervision of Dr. Christos Papadopoulos) The purpose of the study was to examine the effect of an intervention program, focused on lower limbs power and coordination issues, on the improvement of biomechanical parameters of movement, in children with motor coordination problems. 132 schoolchildren participated in the study (74 boys with mean age 8.46 ± 0.83 years and 58 girls with mean age 8.33 ± 0.86 years) and performed the Movement ABC test (Henderson και Sugden, 1992). They were assigned to three experimental groups, depending on their Movement ABC scores. So, they formed the following groups: a) group with motor coordination problems (GMCP), (n=11), b) group with typical coordination (GTC) (n=12) and c) the control group (CG) (n=12). All groups performed tests of maximal isometric force, vertical drop jumps from 20 and 30 cm height, (DJ 20, 30 ), squat jumps (SJ), bilateral landings on feet, walking and static balance (quiet stance on both feet, Romberg tandem stance and one-legged stance), pre and post the application of a 12-week intervention training program focused on coordination and power aspects of lower limbs through basketball skills. All tests took place at the Sport Biomechanics Laboratory in the Dept. of Physical Education and Sport Science at Serres, Greece with the use of a video camera (Panasonic PV-900-60 Ηz), and a KISTLER (9281CA-1000 Ηz) force-plate. APAS was used for the analysis of kinetic and kinematic variables. Repeated measures ANOVA was used to examine the effectiveness of the intervention training program (p <.05). Results showed that the intervention training program improved maximal isometric force, vertical jumping ability, as well as, the ability to land from a height safely, the ability to balance and biomechanical variables regarding gait analysis (kinematic and kinetic). It is concluded that the application of an intervention training program focused on coordination and power

viii of lower limbs, using ball skills may improve motor performance in children with and without motor coordination problems. Key- words: motor awkwardness, developmental coordination disorder, Center of Pressure (COP), vertical ground reaction force, maximal isometric force, vertical jumping ability, power, static balance, kinematic analysis, biomechanical characteristics of movement.

ix ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Σελίδα ΠΕΡΙΛΗΨΗ.........v ABSTRACT......... vii ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ......... ix ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ......... xii ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ....... xviii ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ....... xxiii ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΕΩΝ....... xxiv Ι. ΜΕΛΕΤΗ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΝΑΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΠΑΙ ΙΩΝ ΜΕ ΚΙΝΗΤΙΚΗ Α ΕΞΙΟΤΗΤΑ......1 Βιολογική ανάπτυξη κατά την όψιµη σχολική ηλικία (6-10 ετών)......4 Κινητική ανάπτυξη σε παιδιά της σχολικής ηλικίας (6-12 ετών)......5 Σκοπός της έρευνας......9 Ερευνητικά ερωτήµατα......9 Ερευνητικές υποθέσεις....10 Σηµασία της έρευνας....10 Οριοθέτηση της έρευνας....10 Περιορισµοί της έρευνας....11 ΙΙ. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ....12 Η αναπτυξιακή δυσλειτουργία της συναρµογής (Α Σ)....12 Ορισµός, συχνότητα εµφάνισης και γενικά χαρακτηριστικά

x της Α Σ....12 Υποκατηγορίες των παιδιών µε Α Σ....15 Μέθοδοι αξιολόγησης και ανίχνευσης της Α Σ....18 Στατική ισορροπία....20 Βιοµηχανικά χαρακτηριστικά της ισορροπίας....20 Αναλύσεις του κέντρου πίεσης κατά την όρθια στάση ηρεµίας....22 Αξιολόγηση της ισορροπίας σε παιδιά....25 Βάδιση....27 Μηχανικά χαρακτηριστικά της βάδισης....27 Ανάπτυξη και βιοµηχανική ανάλυση της βάδισης σε παιδιά....33 εξιότητα προσγείωσης µε τα δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος....36 Κατακόρυφα άλµατα αλτική ικανότητα....41 Μυϊκή συναρµογή-αξιολόγηση κατακόρυφων αλµάτων....44 Μέγιστη δύναµη και ρυθµός ανάπτυξης της δύναµης....47 Αξιολόγηση µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων....48 Προγράµµατα παρέµβασης σε παιδιά µε Α Σ....50 ΙΙΙ. ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ....54 είγµα της έρευνας....54 Περιγραφή οργάνων....55 Κινητική δοκιµασία Movement Assessment Battery for Children....55 ισδιάστατη κινηµατική ανάλυση....58 υναµοµέτρηση....65 Μονοαξονική δυναµοκυψέλη....69 Περιγραφή των δοκιµασιών....69 Κινητική δοκιµασία Movement ABC....69 οκιµασίες στο Εργαστήριο Αθλητικής Βιοµηχανικής....70 Πρόγραµµα παρέµβασης....76 ιαδικασία αξιολόγησης δυναµικών και κινηµατικών χαρακτηριστικών....88 υναµικά χαρακτηριστικά....88

xi Κινηµατικά χαρακτηριστικά....94 Σχεδιασµός της έρευνας - Στατιστική ανάλυση....94 IV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ...96 Επίδραση του προγράµµατος παρέµβασης...96 Κριτήριο Kolmogorov-Smirnov...96 υναµικά χαρακτηριστικά...96 Κινηµατικά χαρακτηριστικά...126 V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ...144 VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ...160 VIΙ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ...163 VΙΙΙ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...181

xii ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Σελίδα Πίνακας 1. Σωµατοµετρικά χαρακτηριστικά των οµάδων.......54 Πίνακας 2. Περιεχόµενο της κινητικής δοκιµασίας Movement ABC (Henderson και Sugden, 1992) για τις κατηγορίες 2 και 3.......57 Πίνακας 3. Συντεταγµένες των σηµείων ελέγχου.......62 Πίνακας 4. Τεχνικά χαρακτηριστικά δυναµοδαπέδου KISTLER (Type: 9281CA)......66 Πίνακας 5. υναµοδάπεδο µε ενσωµατωµένο ενισχυτή παροχής 8 καναλιών (τύπος 9281CA.........68 Πίνακας 6. οµή µίας διδακτικής (προπονητικής) µονάδας.........79 Πίνακας 7. Σχεδιασµός 1 ης διδακτικής ενότητας......... 80 Πίνακας 8. Σχεδιασµός 2 ης διδακτικής ενότητας.........81 Πίνακας 9. Σχεδιασµός 3 ης διδακτικής ενότητας.........82 Πίνακας 10. Σχεδιασµός 4 ης διδακτικής ενότητας.........83 Πίνακας 11. Σχεδιασµός 5 ης διδακτικής ενότητας.........84 Πίνακας 12. Σχεδιασµός 6 ης διδακτικής ενότητας.........85 Πίνακας 13. Σχεδιασµός 7 ης διδακτικής ενότητας.........86 Πίνακας 14. Σχεδιασµός 8 ης διδακτικής ενότητας.........87 Πίνακας 15. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης (F maxiso ) (Ν) των κάτω άκρων, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........97 Πίνακας 16. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του δείκτη της σχετικής δύναµης ( Σ ) των κάτω άκρων, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........97 Πίνακας 17. Περιγραφικά δεδοµένα για τη µέγιστη ισοµετρική δύναµη των κάτω άκρων, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........98 Πίνακας 18. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του ύψους στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος (h DJ ) (cm), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........99 Πίνακας 19. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις %

xiii του χρόνου πτήσης (t πτήσης-dj ) (ms) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........100 Πίνακας 20. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της ταχύτητας απογείωσης (v απογ-dj ) (m.s -1 ), στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης......101 Πίνακας 21. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µέγιστης ισχύος (P max-dj ) (N.m.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........101 Πίνακας 22. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του µέγιστου θετικού έργου (W pos-dj ) (N.m), στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.......102 Πίνακας 23. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του συνολικού έργου (W res-dj ) (N.m) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........103 Πίνακας 24. Περιγραφικά δεδοµένα των δυναµικών µεταβλητών του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος (DJ), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........104 Πίνακας 25. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της διάρκειας θετικής φάσης (t pos-sj ) (ms) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........105 Πίνακας 26. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της ταχύτητας απογείωσης (v απογ-sj ) (m.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης......106 Πίνακας 27. Post Hoc-Tukey test µεταξύ των οµάδων για την ταχύτητα απογείωσης (v απογ-sj ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα.........106 Πίνακας 28. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή % επί τοις του µέγιστου θετικού έργου (W pos-sj ) (N.m) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........106 Πίνακας 29. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του ύψους άλµατος (h SJ ) (cm) στο κατακόρυφου άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........107 Πίνακας 30. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µέγιστης ισχύος (P max-sj ) (N.m.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........108 Πίνακας 31. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του χρόνου πτήσης (t πτήσης-sj ) (ms) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........108

xiv Πίνακας 32. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του δείκτη δύναµης αντίδρασης ( Α) στα κατακόρυφα άλµατα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........109 Πίνακας 33. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα (SJ) πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης...110 Πίνακας 34. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης (F zmax-π ) (Ν) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........111 Πίνακας 35. Post Hoc-Tukey test µεταξύ των οµάδων για τη µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (F zmax-π ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος.........112 Πίνακας 36. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της σχετικής µέγιστης κατακόρυφης δύναµης (Σ max-π ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........112 Πίνακας 37. Post Hoc-Tukey test µεταξύ των οµάδων για τη σχετική µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (Σ max-π ) κατά την προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος.........112 Πίνακας 38. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της κατακόρυφης δύναµης κατά την πρώτη επαφή µε το έδαφος (F z-1-π ) (Ν), στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........113 Πίνακας 39. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της σχετικής δύναµης πρώτης επαφής µε το έδαφος (Σ 1-Π ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........113 Πίνακας 40. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή % του χρόνου επίτευξης της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης (t Fzmax-Π ) (ms) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........114 Πίνακας 41. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του χρόνου προσγείωσης (t προσγ-π ) (ms) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης......115 Πίνακας 42. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές της δεξιότητας της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........116 Πίνακας 43. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µέγιστης δύναµης στον κατακόρυφο άξονα (F zmax-β ) (Ν) της βάδισης,

xv πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........117 Πίνακας 44. Post Hoc-Tukey test µεταξύ των οµάδων για τη µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (F zmax-β ) κατά τη βάδιση.........117 Πίνακας 45. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της σχετικής δύναµης στον κατακόρυφο άξονα (Σ z-β ) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........118 Πίνακας 46. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του χρόνου επιβράδυνσης (t y-neg-β ) (ms) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........118 Πίνακας 47. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µεταβολής της ορµής επιβράδυνσης ( p y-neg-β ) (N.s) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........119 Πίνακας 48. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της θετικής µεταβολής της ορµής στον κατακόρυφο άξονα ( p z-pos-β ) (N.s) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........120 Πίνακας 49. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές της δεξιότητας της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........121 Πίνακας 50. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της τυπικής απόκλισης των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό άξονα (Sd -x-σr ) (mm) για τη στάση βηµατισµού «δάκτυλα - φτέρνα» (mm), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης......122 Πίνακας 51. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της τυπικής απόκλισης των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα (Sd -y-σπ ) για τη στάση «πελαργός» (mm), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........123 Πίνακας 52. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της τυπικής απόκλισης των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα (Sd -y-οσ ) για την όρθια στάση(mm), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........124 Πίνακας 53. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές της δεξιότητας της ισορροπίας µε δύο πόδια στην όρθια στάση (ΟΣ), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........124 Πίνακας 54. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές της δεξιότητας της ισορροπίας στη στάση βηµατισµού (ΣR), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........125 Πίνακας 55. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές της δεξιότητας της ισορροπίας στη στάση «πελαργός» (ΣΠ), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........125

xvi Πίνακας 56. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µετατόπισης του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά τη θετική φάση ( s z-pos-dj ), (cm) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........126 Πίνακας 57. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % τη γωνιακής µετατόπισης της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-DJ ), (µοίρες) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........127 Πίνακας 58. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του γονάτου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Γ-pos-DJ ), (rad.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........128 Πίνακας 59. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Ι-pos-DJ ), (rad.s -1 ), στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........128 Πίνακας 60. Περιγραφικά δεδοµένα για τις κινηµατικές µεταβλητές των κατακόρυφων αλµάτων µετά από πτώση από ύψος 10-20 εκ., πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........130 Πίνακας 61. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της άρθρωσης του ισχίου ( φ Ι-SJ ), (µοίρες) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........131 Πίνακας 62. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-SJ ), (rad.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........132 Πίνακας 63. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-SJ ), (rad.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........132 Πίνακας 64. Περιγραφικά δεδοµένα για τις κινηµατικές µεταβλητές του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης......133 Πίνακας 65. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µετατόπισης του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα ( s z-π ), (cm) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........134 Πίνακας 66. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της ποδοκνηµικής άρθρωσης ( φ Π-Π ),

xvii (µοίρες) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........135 Πίνακας 67. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της άρθρωσης του γονάτου ( φ Γ-Π ), (µοίρες) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........136 Πίνακας 68. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-Π ), (rad.s -1 ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........136 Πίνακας 69. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-Π ), (rad.s -1 ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........137 Πίνακας 70. Περιγραφικά δεδοµένα για τις κινηµατικές µεταβλητές της δεξιότητας της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........138 Πίνακας 71. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µετατόπισης του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά την αρνητική φάση ( s z-neg-β ), (cm) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........139 Πίνακας 72. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της ποδοκνηµικής άρθρωσης στην έκκεντρη φάση ( φ Π-neg-Β ), (µοίρες) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........140 Πίνακας 73. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της ποδοκνηµικής άρθρωσης στη σύγκεντρη φάση ( φ Π-pos-Β ), (µοίρες) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........141 Πίνακας 74. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της άρθρωσης του ισχίου στη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-Β ), (µοίρες) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.141 Πίνακας 75. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της ποδοκνηµικής άρθρωσης στην έκκεντρη φάση (ω Π-neg-Β ), (rad.s -1 ) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........142 Πίνακας 76. Περιγραφικά δεδοµένα των κινηµατικών µεταβλητών της δεξιότητας της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........143

xviii ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ Σελίδα Σχήµα 1: Σχεδιασµός της έρευνας.........55 Σχήµα 2. Σηµεία ελέγχου του επιπέδου διαβάθµισης και οι δύο άξονες (x, y) για την κινηµατική ανάλυση.........61 Σχήµα 3. Σχηµατική απεικόνιση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των ποδιών (καµπύλη δύναµης-χρόνου), ενός αγοριού ηλικίας 9 ετών και βάρους 44 κιλών.........88 Σχήµα 4. Σχηµατική απεικόνιση κατακόρυφου άλµατος µε πτώση από ύψος 20 εκ. (καµπύλη δύναµης-χρόνου).........89 Σχήµα 5. Σχηµατική απεικόνιση κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ), (καµπύλη δύναµης-χρόνου).........90 Σχήµα 6. Σχηµατική απεικόνιση της δεξιότητας προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ. (καµπύλη δύναµης-χρόνου).........91 Σχήµα 7. Σχηµατική απεικόνιση της δεξιότητας βάδισης (καµπύλη δύναµης-χρόνου) στον κατακόρυφο άξονα (z).........92 Σχήµα 8. Σχηµατική απεικόνιση της δεξιότητας βάδισης (καµπύλη δύναµης-χρόνου) στον προσθοπίσθιο άξονα (y).........93 Σχήµα 9. Σχηµατική απεικόνιση της δεξιότητας βάδισης (καµπύλη δύναµης-χρόνου) στον εγκάρσιο άξονα (x).........93 Σχήµα 10. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µέγιστη ισοµετρική δύναµη (F maxiso ) των κάτω άκρων, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης......97 Σχήµα 11. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο δείκτη σχετικής δύναµης ( Σ ) των κάτω άκρων, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........98 Σχήµα 12. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο µέγιστο ύψος του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος (h DJ ), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........100 Σχήµα 13. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο χρόνο πτήσης (t πτήσης-dj ) του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........100 Σχήµα 14. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην ταχύτητα απογείωσης (θετική φάση) (v απογ-dj ) του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........101 Σχήµα 15. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µέγιστη ισχύ (P max-dj ) του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το

xix πρόγραµµα παρέµβασης.........102 Σχήµα 16. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο µέγιστο θετικό έργο (W pos-dj ) του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........102 Σχήµα 17. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο συνολικό έργο (W res-dj ) του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........103 Σχήµα 18. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη διάρκεια θετικής φάσης (t pos-sj ) του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........105 Σχήµα 19. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην ταχύτητα απογείωσης (v απογ-sj ) του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........106 Σχήµα 20. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο µέγιστο θετικό έργο (W pos-sj ) του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........107 Σχήµα 21. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο ύψος άλµατος (h SJ ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........107 Σχήµα 22. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µέγιστη ισχύ (P max-sj ) του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........108 Σχήµα 23. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο χρόνο πτήσης (t πτήσης-sj ) του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........109 Σχήµα 24. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο δείκτη δύναµης αντίδρασης ( Α) στα κατακόρυφα άλµατα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........109 Σχήµα 25. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (F zmax-π ) της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........111 Σχήµα 26. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη σχετική µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (Σ max-π ), κατά την προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........112 Σχήµα 27. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην κατακόρυφη δύναµη κατά την πρώτη επαφή µε το έδαφος (F z-1-π ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης......113

xx Σχήµα 28. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη σχετική δύναµη πρώτης επαφής µε το έδαφος (Σ 1-Π ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........114 Σχήµα 29. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο χρόνο επίτευξης της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης (t Fzmax-Π ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........114 Σχήµα 30. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο χρόνο προσγείωσης (t προσγ-π ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........115 Σχήµα 31. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µέγιστη δύναµη (F zmax-β ) στον κατακόρυφο άξονα κατά τη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........117 Σχήµα 32. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη σχετική δύναµη στον κατακόρυφο άξονα (Σ z-β ) κατά τη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........118 Σχήµα 33. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο χρόνο επιβράδυνσης (t y-neg-β ) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........119 Σχήµα 34. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µεταβολή της ορµής επιβράδυνσης ( p y-neg-β ) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........119 Σχήµα 35. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη θετική µεταβολή της ορµής στον κατακόρυφο άξονα ( p z-pos-β ) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........120 Σχήµα 36. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό άξονα (Sd -x-σr ) για τη στάση βηµατισµού «δάκτυλα φτέρνα», πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........123 Σχήµα 37. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα (Sd -y-σπ ) για τη στάση «πελαργός», πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης......123 Σχήµα 38. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα (Sd -y-οσ ) για την όρθια στάση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........124 Σχήµα 39. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά τη θετική φάση ( s z-pos-dj ) του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........127 Σχήµα 40. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-DJ ), του

xxi κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........127 Σχήµα 41. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Γ-pos-DJ ), στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης...128 Σχήµα 42. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Ι-pos-DJ ), του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης......129 Σχήµα 43. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου ( φ Ι-SJ ), του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........131 Σχήµα 44. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-SJ ), του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........132 Σχήµα 45. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-SJ ), του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........133 Σχήµα 46. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα ( s z-π ), της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........135 Σχήµα 47. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης ( φ Π-Π ), της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........135 Σχήµα 48. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του γονάτου ( φ Γ-Π ), της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........136 Σχήµα 49. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-Π ), της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........137 Σχήµα 50. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-Π ), της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........137 Σχήµα 51. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά την αρνητική φάση ( s z-neg-β ), της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........140 Σχήµα 52. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης στην έκκεντρη φάση ( φ Π-neg-Β ), της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........140

xxii Σχήµα 53. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης στη σύγκεντρη φάση ( φ Π-pos-Β ), της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........141 Σχήµα 54. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου στη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-Β ), της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........142 Σχήµα 55. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης στην έκκεντρη φάση (ω Π-neg-Β ), της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης.........142

xxiii ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Σελίδα Εικόνα 1. Τυπικός κύκλος βάδισης ενός οκτάχρονου αγοριού (Vaughan, Davis και O Connor, 1992).........29 Εικόνα 2. Σύστηµα βιοµηχανικής ανάλυσης, ARIEL (Ariel Performance Analysis System), (Ariel, 1990).........58 Εικόνα 3. Βιντεοκάµερα Panasonic PV-900 (60Hz).........59 Εικόνα 4. Αυτοκόλλητοι ανακλαστήρες τοποθετηµένοι σε επιλεγµένα σηµεία του σώµατος.........60 Εικόνα 5. Ποντίκι υπολογιστή και λάµπα συγχρονισµού.........64 Εικόνα 6. Πιεζοηλεκτρικό υναµοδάπεδο KISTLER (Type: 9281CA).........65 Εικόνα 7. Οι τρεις άξονες στο δυναµοδάπεδο (Kistler-Κoordinatensystem.........67 Εικόνα 8. Μονοαξονική δυναµοκυψέλη (AMD Co. Ltd, LC4204 K600).........69 Εικόνα 9. Μέτρηση του άλµατος από ηµικάθισµα (SJ), (γωνία γονάτου 90 ο ).......71 Εικόνα 10. Μέτρηση του κατακόρυφου άλµατος µε πτώση (DJ) από ύψος 10 και 20 εκ...72 Εικόνα 11. Μέτρηση της δεξιότητας προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ.........73 Εικόνα 12.Μέτρηση της δεξιότητας της βάδισης.........74 Εικόνα 13. Μέτρηση της δεξιότητας της ισορροπίας: α) όρθια στάση µε δύο πόδια, β) στάση βηµατισµού «δάκτυλα φτέρνα» (τύπου Romberg), γ) στάση «πελαργός»...75

xxiv ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΕΩΝ υναµικά χαρακτηριστικά α/α Συντοµογραφία Μονάδα Μέτρησης Ονοµασία Μέγιστη Ισοµετρική ύναµη 1. F maxiso N Μέγιστη Ισοµετρική ύναµη 2. Σ είκτης είκτης Σχετικής ύναµης = F maxiso / Σωµατικό Βάρος 3. F 60 N ύναµη στα πρώτα 60 ms 4. F 100 N ύναµη στα πρώτα 100 ms 5. ΡΑ είκτης είκτης Ρυθµού Ανάπτυξης της ύναµης = F 100 / F maxiso x 100 Κατακόρυφα άλµατα µετά από πτώση από ύψος 10 20 εκ. 1. F max-dj N Μέγιστη Κατακόρυφη ύναµη 2. ΣΚ DJ είκτης είκτης Σχετικής Κατακόρυφης ύναµης = F max / Σωµατικό Βάρος 3. t neg-dj ms ιάρκεια αρνητικής φάσης 4. t pos-dj ms ιάρκεια θετικής φάσης 5. t πτήσης-dj ms ιάρκεια πτήσης 6. v απογ-dj m.s -1 Ταχύτητα απογείωσης 7. h DJ cm 2 Μέγιστο ύψος άλµατος (v z /2 x 9,81) 8. h πτώσης-dj cm Ύψος πτώσης 9. Ρ max-dj N.m.s -1 Μέγιστη ισχύς 10. P µο-neg-dj N.m.s -1 Μέσος όρος ισχύος αρνητικής φάσης 11. P µο-pos-dj N.m.s -1 Μέσος όρος ισχύος θετικής φάσης 12. W neg-dj N.m Έργο αρνητικής φάσης 13. W pos-dj N.m Έργο θετικής φάσης 14. W res-dj N.m Συνολικό έργο Κατακόρυφο άλµα από σταθερή αρχική θέση (ηµικάθισµα), (γωνία γονάτου 90 ο ) 1. F max-sj N Mέγιστη κατακόρυφη ύναµη 2. ΣΚ SJ είκτης είκτης Σχετικής Κατακόρυφης ύναµης = F max / Σωµατικό Βάρος 3. t pos-sj ms ιάρκεια θετικής φάσης 4. t πτήσης-sj ms ιάρκεια πτήσης 5. v απογ-sj m.s -1 Ταχύτητα απογείωσης 6. h SJ cm 2 Ύψος άλµατος (v z /2 x 9.81) 7. P max-sj N.m.s -1 Μέγιστη Ισχύς 8. P µο-pos-sj N.m.s -1 Μέσος όρος ισχύος θετικής φάσης 9. W pos-sj N.m Έργο θετικής φάσης 10. Α είκτης είκτης δύναµης αντίδρασης = (DJmax SJmax / SJmax) x 100 εξιότητα προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ. N Κατακόρυφη δύναµη κατά την πρώτη επαφή µε το 1. F z-1-πρ έδαφος 2. Σ 1-Πρ είκτης Σχετική δύναµη κατά την πρώτη επαφή µε το έδαφος = F z-1 / Σωµατικό Βάρος

xxv 3. F zmax-πρ Ν Μέγιστη Κατακόρυφη ύναµη 4. Σ max-πρ είκτης είκτης Σχετικής Μέγιστης Κατακόρυφης ύναµης = F zmax / Σωµατικό Βάρος 5. t Fzmax-Πρ ms Χρόνος επίτευξης της µέγιστης δύναµης στον κατακόρυφο άξονα 6. t προσγ-πρ ms Χρόνος προσγείωσης εξιότητα βάδισης 1. F x-neg-β N Μέγιστη δύναµη στον πλαγιοµετωπικό άξονα (αριστερά), (x) 2. F x-pos-β N Μέγιστη δύναµη στον πλαγιοµετωπικό άξονα (δεξιά), (x) 3. F y-neg-β N Μέγιστη δύναµη στον προσθοπίσθιο άξονα (επιβράδυνσης), (y) 4. F y-pos-β N Μέγιστη δύναµη στον προσθοπίσθιο άξονα (επιτάχυνσης), (y) 5. F zmax-β N Μέγιστη δύναµη στον κατακόρυφο άξονα (z) 6. Σ z-β είκτης Σχετική δύναµη στον κατακόρυφο άξονα = Fzmax / Σωµατικό Βάρος 7. t y-neg-β ms Χρόνος επιβράδυνσης στον προσθοπίσθιο άξονα (y) 8. t y-pos-β ms Χρόνος επιτάχυνσης στον προσθοπίσθιο άξονα (y) 9. t στηρ-β ms Χρόνος στήριξης (z) 10. t Fzmax-Β ms Χρόνος επίτευξης της µέγιστης δύναµης στον κατακόρυφο άξονα (z) 11. p y-neg-β N.s υναµική ορµή επιβράδυνσης στον προσθοπίσθιο άξονα (y) 12. p y-pos-β N.s υναµική ορµή επιτάχυνσης στον προσθοπίσθιο άξονα (y) 13. p z-neg-β N.s υναµική ορµή επιβράδυνσης στον κατακόρυφο άξονα (αρνητική), (z) 14. p z-pos-β N.s υναµική ορµή επιτάχυνσης στον κατακόρυφο άξονα (θετική), (z) εξιότητα ισορροπίας (όρθια στάση, στάση βηµατισµού «φτέρνα - δάκτυλα», στάση «πελαργός») mm Μέγιστη µετατόπιση του ΚΠ στον πλαγιοµετωπικό 1. s -x-οσ-σr-σπ άξονα (x) mm Μέγιστη µετατόπιση του ΚΠ στον προσθοπίσθιο 2. s -y- ΟΣ-ΣR-ΣΠ άξονα (y) 3. Sd -x- ΟΣ-ΣR-ΣΠ mm Τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του ΚΠ στον πλαγιοµετωπικό άξονα (x) 4. Sd -y- ΟΣ-ΣR-ΣΠ mm Τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του ΚΠ στον προσθοπίσθιο άξονα (y)

xxvi Κινηµατικά χαρακτηριστικά α/α Συντοµογραφία Μονάδα Μέτρησης Ονοµασία Κατακόρυφα άλµατα µετά από πτώση από ύψος 10 20 εκ. Μετατόπιση του ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα 1. s z-neg-dj cm κατά την αρνητική φάση 2. s z-pos-dj cm Μετατόπιση του ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα κατά τη θετική φάση 3. v z-neg-dj m.s -1 την αρνητική φάση Ταχύτητα του ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα κατά 4. v z-pos-dj m.s -1 τη θετική φάση Ταχύτητα του ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα κατά 5. φ Π-neg-DJ Μοίρες ( ο ) Γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης κατά την έκκεντρη φάση 6. φ Π-pos-DJ Μοίρες ( ο ) Γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης κατά τη σύγκεντρη φάση 7. φ Γ-neg-DJ Μοίρες ( ο ) Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του γονάτου κατά την έκκεντρη φάση 8. φ Γ-pos-DJ Μοίρες ( ο ) Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του γονάτου κατά τη σύγκεντρη φάση 9. φ Ι-neg-DJ Μοίρες ( ο ) Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου κατά την έκκεντρη φάση 10. φ Ι-pos-DJ Μοίρες ( ο ) Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης κατά την έκκεντρη φάση 11. ω Π-neg-DJ rad.s -1 12. ω Π-pos-DJ rad.s -1 κατά τη σύγκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης 13. ω Γ-neg-DJ rad.s -1 κατά την έκκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου 14. ω Γ-pos-DJ rad.s -1 κατά τη σύγκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου 15. ω Ι-neg-DJ rad.s -1 την έκκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου κατά 16. ω Ι-pos-DJ rad.s -1 τη σύγκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου κατά Κατακόρυφο άλµα από σταθερή αρχική θέση (ηµικάθισµα), (γωνία γονάτου 90 ο ) 1. s z-sj cm Μετατόπισητου ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα 2. v z-sj m.s -1 Ταχύτητα του ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα 3. φ Π-SJ Μοίρες ( ο ) Γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης 4. φ Γ-SJ Μοίρες ( ο ) Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του γονάτου 5. φ Ι-SJ Μοίρες ( ο ) Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου 6. ω Π-SJ rad.s -1 Γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης 7. ω Γ-SJ rad.s -1 Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου 8. ω Ι-SJ rad.s -1 Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου

xxvii εξιότητα προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 cm 1. s z-πρ cm Μετατόπισητου ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα 2. v z-πρ m.s -1 Ταχύτητα του ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα Γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης 3. φ Π-Πρ Μοίρες ( ο ) 4. φ Γ-Πρ Μοίρες ( ο ) Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του γονάτου 5. φ Ι-Πρ Μοίρες ( ο ) Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου 6. ω Π-Πρ rad.s -1 Γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης 7. ω Γ-Πρ rad.s -1 Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου 8. ω Ι-Πρ rad.s -1 Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου εξιότητα βάδισης 1. s z-neg-β cm Μετατόπιση του ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα κατά την αρνητική φάση 2. s z-pos-β cm Μετατόπισητου ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα κατά τη θετική φάση 3. v z-neg-β m.s -1 την αρνητική φάση Ταχύτητα του ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα κατά 4. v z-pos-β 5. v x-κβ-β m.s -1 m.s -1 6. φ Π-neg-Β Μοίρες ( ο ) 7. φ Π-pos-Β Μοίρες ( ο ) 8. φ Γ-neg-Β Μοίρες ( ο ) 9. φ Γ-pos-Β Μοίρες ( ο ) 10. φ Ι-neg-Β Μοίρες ( ο ) 11. φ Ι-pos-Β Μοίρες ( ο ) Ταχύτητα του ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα κατά τη θετική φάση Οριζόντια ταχύτητα του ΚΒ στον προσθιοπίσθιο άξονα Γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης κατά την έκκεντρη φάση Γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης κατά τη σύγκεντρη φάση Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του γονάτου κατά την έκκεντρη φάση Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του γονάτου κατά τη σύγκεντρη φάση Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου κατά την έκκεντρη φάση Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση 12. ω Π-neg-Β rad.s -1 κατά την έκκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης 13. ω Π-pos-Β rad.s -1 κατά τη σύγκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης 14. ω Γ-neg-Β rad.s -1 κατά την έκκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου 15. ω Γ-pos-Β rad.s -1 κατά τη σύγκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου 16. ω Ι-neg-Β rad.s -1 την έκκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου κατά 17. ω Ι-pos-Β rad.s -1 τη σύγκεντρη φάση Γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου κατά

` I. ΜΕΛΕΤΗ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΝΑΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΠΑΙ ΙΩΝ ΜΕ ΚΙΝΗΤΙΚΗ Α ΕΞΙΟΤΗΤΑ Η κίνηση παίζει σηµαντικό ρόλο στη ζωή των παιδιών. Η απόκτηση ικανότητας για κίνηση στην αρχή της ανάπτυξης επιτρέπει στα παιδιά να εξερευνήσουν το περιβάλλον και αργότερα να αναπτυχθούν ψυχοκινητικά και ψυχοκοινωνικά, µέσα από τη συµµετοχή σε διαφορετικές µορφές παιχνιδιού και αθλητικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, ένας σηµαντικός αριθµός παιδιών σχολικής ηλικίας αντιµετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στη µάθηση κινητικών δεξιοτήτων. Μερικά από αυτά, χαρακτηρίζονται ως «παιδιά µε κινητική αδεξιότητα» (Wall, 1982). Τα παιδιά που εµφανίζουν κινητική αδεξιότητα αντιµετωπίζουν δυσκολίες στη µάθηση και την εκτέλεση κινητικών δεξιοτήτων, χωρίς εµφανή αιτία. Οι Hulme & Lord (1986), τα περιγράφουν ως παιδιά που αντιµετωπίζουν σοβαρά προβλήµατα στην επαρκή ανάπτυξη κινητικών δεξιοτήτων, χωρίς να υπάρχουν συγκεκριµένες αισθητηριακές και γνωστικές βλάβες, καθώς και ενδείξεις νευρολογικής βλάβης. Υπάρχουν τέσσερα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την κινητική αδεξιότητα: 1. Ανεπαρκής κινητική απόδοση σε βαθµό που να δηµιουργεί δυσκολίες σε δραστηριότητες της καθηµερινής ζωής, όπως η ικανότητα να τρέφεται και να ντύνεται, καθώς και δραστηριότητες του σχολείου, όπως η γραφή, η ζωγραφική και οι δραστηριότητες παιχνιδιού. 2. Απουσία νευρολογικών προβληµάτων που σχετίζονται µε πυραµιδικές, εξωπυραµιδικές και άλλες εγκεφαλικές βλάβες. 3. Τυπική, ή σχεδόν τυπική νοηµοσύνη µε υψηλούς προφορικούς δείκτες νοηµοσύνης στη δοκιµασία νοηµοσύνης WISC. 4. Αποκλίσεις, όσο αφορά τις κινητικές δεξιότητες, µε προβλήµατα λεπτού χειρισµού σε µερικές και αδρού σε άλλες. Σύµφωνα µε την τέταρτη έκδοση του ιαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των ιανοητικών υσλειτουργιών (DSM, Αµερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, ΑΡΑ, 1994), η αναπτυξιακή δυσλειτουργία της συναρµογής (Α Σ), ή κινητική αδεξιότητα, είναι

2 µία εµφανής βλάβη στην ανάπτυξη της κινητικής συναρµογής, η οποία δεν µπορεί να αποδοθεί σε µία γενική ιατρική κατάσταση, ή νοητική υστέρηση. Η διάγνωσή της βασίζεται κυρίως στις τιµές αποτελεσµάτων µιας κινητικής δοκιµασίας που βασίζεται σε κριτήρια, όπως η κινητική δοκιµασία «Movement Assessment Battery for Children» (Henderson & Sugden, 1992). Για να διαγνωστεί εάν ένα παιδί εµφανίζει αναπτυξιακή δυσλειτουργία της συναρµογής, πρέπει οι τιµές των αποτελεσµάτων να βρίσκονται έξω από τα φυσιολογικά όρια. Ωστόσο, όταν ένα παιδί εµφανίζει µία γνωστή ιατρική, ή νευρολογική κατάσταση, όπως η εγκεφαλική παράλυση, η διάγνωση της Α Σ δεν ενδείκνυται. Στην περίπτωση της νοητικής υστέρησης, η διάγνωση γίνεται µόνο εάν τα αποτελέσµατα στη δοκιµασία είναι χαµηλότερα από αυτά που αναµενόταν για τη συγκεκριµένη κατάσταση (Visser, 2003). Ένα επιπρόσθετο κριτήριο που θέτει το ιαγνωστικό Στατιστικό Εγχειρίδιο (Diagnostic Statistical Manual - DSM IV) είναι ότι οι κινητικές δυσκολίες έχουν αρνητική επίδραση στην ακαδηµαϊκή απόδοση, ή στις καθηµερινές δραστηριότητες. Οι Geuze, Jongmans, Schoemaker & Smits-Engelsman (2001), παρουσίασαν µία ανασκόπηση από 176 δηµοσιεύσεις, σχετικές µε την Α Σ, και συµπέραναν ότι, δεν είναι ξεκάθαρες οι διαδικασίες που χρησιµοποιούν οι ερευνητές για την επιλογή των παιδιών, αλλά ούτε και ευκρινές το φυσιολογικό εύρος των τιµών των αποτελεσµάτων σε µία κινητική δοκιµασία. Έχουν χρησιµοποιηθεί διαφορετικές οριακές τιµές αποτελεσµάτων, οι οποίες κυµαίνονται από την 5 η έως την 15 η ποσοστιαία µονάδα. Επιπλέον, πολλές µελέτες δεν αναφέρουν πως διαχειρίζονται τα κριτήρια εξαίρεσης και δεν αναφέρονται στην επίδραση που έχουν στην ακαδηµαϊκή απόδοση, ή στις καθηµερινές δραστηριότητες. Το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της δυσλειτουργίας είναι ένα εµφανές πρόβληµα στην ανάπτυξη της κινητικής συναρµογής. Αυτό το πρόβληµα επηρεάζει την ακαδηµαϊκή επίτευξη, καθώς επίσης και τις δραστηριότητες της καθηµερινής ζωής, όπως το ντύσιµο και το πλύσιµο. Στο σχολείο το παιδί µπορεί να εµφανίζει µία, ή και περισσότερες από τις παρακάτω δυσκολίες: αδέξια βάδιση, βραδύτητα στη µάθηση δεξιοτήτων όπως, κουτσό, τρέξιµο, ή άλµα, αργή ανάβαση και κατάβαση από σκάλες και αδυναµία στο δέσιµο κορδονιών και στο κούµπωµα κουµπιών. Επίσης, µπορεί να εµφανίζει βραδύτητα στη µάθηση ρίψης και υποδοχής µπάλας και γενικά µπορεί να θεωρηθεί αδέξιο κατά την εκτέλεση λεπτών και αδρών κινητικών δεξιοτήτων. Επιπλέον, εµφανίζει τάση να παρασύρει αντικείµενα και να σκοντάφτει πάνω σε συµµαθητές, ή αντικείµενα της τάξης. Συχνά, ο γραφικός του χαρακτήρας είναι κακός, όπως και οι δεξιότητες ζωγραφικής,

3 σχηµατισµού παζλ και κατασκευής µοντέλων παιχνιδιών. Αυτά τα παιδιά σπάνια αποδίδουν καλά σε παιχνίδια µε µπάλα (Barnett & Henderson, 1992). Μερικά άλλα στοιχεία που σχετίζονται, αλλά όχι απαραίτητα, µε την κινητική αδεξιότητα είναι: προβλήµατα συλλαβισµού, γραφής και αριθµητικής, άρθρωσης του λόγου, ετεροπλευρικότητας, προβλήµατα στον προσδιορισµό δεξιού-αριστερού και στην εικόνα του σώµατος. Επίσης, παρατηρείται µία τάση για υπερδραστηριότητα, µικρή διάρκεια προσοχής και απόσπαση αυτής, συναισθηµατικές δυσκολίες και δυσκολίες συµπεριφοράς, που συχνά οδηγούν σε απόρριψη, απόγνωση και χαµηλή αυτοεκτίµηση. Οι Barnett, Kooistra & Henderson (1998) υποστηρίζουν ότι τα παιδιά που χαρακτηρίζονται ως αδέξια ανήκουν σε δύο µεγάλες κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν παιδιά, τα οποία προβληµατίζουν τους επιστήµονες, γιατί δεν υπάρχει καµία εµφανής αιτιολογία για τις δυσκολίες τους. Αυτά τα παιδιά δεν έχουν καµία ανατοµική, βιοχηµική, ή αισθητηριακή δυσλειτουργία, δεν υπάρχει ένδειξη νευρολογικής βλάβης και έχουν καλή νοητική ικανότητα. Παρόλα αυτά, αντιµετωπίζουν σηµαντικές δυσκολίες στο να αποκτήσουν κινητικές δεξιότητες, ώστε να λειτουργούν αποτελεσµατικά στην καθηµερινή τους ζωή. Αυτή η οµάδα παιδιών έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των επιστηµόνων τα τελευταία χρόνια. Για τη δεύτερη κατηγορία παιδιών µε κινητικές δυσκολίες, η κινητική αδεξιότητα αποτελεί µία ένδειξη ή σύµπτωµα µιας πιο ευρείας ιατρικής ή ψυχολογικής κατάστασης, στην οποία πρωταρχική σηµασία έχουν τα µη κινητικά στοιχεία. Παραδείγµατα τέτοιων καταστάσεων είναι ο συγγενής υποθυρεοειδισµός, η συγγενής κώφωση, ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται από βλάβη του λαβύρινθου και το σύνδροµο Asperger και διαφορετικές µορφές αυτισµού, στις οποίες η ελλιπής κινητική συναρµογή, θεωρείται ως καθοριστικό χαρακτηριστικό. Επιπλέον, σε αυτή την κατηγορία µπορεί να ανήκουν παιδιά µε υπερκινητικότητα, δυσλεξία ή µε συγκεκριµένα προβλήµατα του λόγου. Έτσι, η προσεκτική εξέτασή τους µπορεί να αποκαλύψει σαν δευτερεύον πρόβληµα την κινητική αδεξιότητα (Barnett et al., 1998). Συνολικά, µε βάση τις θεωρίες της παρακίνησης, υποστηρίζεται από τους ερευνητές ότι, δηµιουργείται ένα σύνδροµο κινητικής αδεξιότητας σαν αποτέλεσµα των κινητικών δυσκολιών που αντιµετωπίζουν τα παιδιά (Wall, Reid & Paton, 1990). Οι Wall et al. (1990) υποστηρίζουν ότι, επειδή η έλλειψη ικανότητας στον κινητικό τοµέα είναι εµφανής, τα παιδιά που έχουν κινητικές δυσκολίες δεν µπορούν να κρύψουν την φτωχή τους απόδοση κατά τη διάρκεια των παιχνιδιών και των αθληµάτων. Οι κοινωνικές και κινητικές δυσκολίες που αντιµετωπίζει το παιδί, το αναγκάζουν να αποφεύγει να συµµετέχει σε φυσικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα σε οµαδικές. Η µη συµµετοχή εµποδίζει ακόµη

4 περισσότερο την κινητική ανάπτυξη και αυξάνει τις διαφορές µεταξύ των παιδιών και των συνοµηλίκων τους, όσον αφορά την απόδοση. Σαν συµπέρασµα προκύπτει ότι η Α Σ είναι µία πολύπλοκη κατάσταση µε ποικίλα κινητικά προβλήµατα, τα οποία απαιτούν σωστή και λεπτοµερή αξιολόγηση, έτσι ώστε να διαγνωστούν και να αντιµετωπιστούν έγκαιρα. Στον τοµέα της αξιολόγησης υπάρχουν διαθέσιµες έγκυρες δέσµες δοκιµασιών (Henderson & Sugden, 1992), οι οποίες χρησιµοποιούνται στον τοµέα της φυσικής αγωγής τα τελευταία χρόνια και σε συνδυασµό µε βιοµηχανικές αναλύσεις βασικών κινήσεων (Geuze, 2003; Larkin & Parker, 1998; Woodruff, Bothwell-Myers, Tingley & Albert, 2002) οδηγούν στην πιο ολοκληρωµένη διάγνωση και ανάλυση των κινητικών προβληµάτων. Η προσέγγιση αυτή παρέχει επίσης τη δυνατότητα σχεδιασµού αποτελεσµατικότερων προγραµµάτων παρέµβασης (Larkin & Parker, 1998). Βιολογική ανάπτυξη κατά την όψιµη σχολική ηλικία (6-10 ετών) Οι συµµετέχοντες στην παρούσα εργασία είναι παιδιά που ανήκουν στην όψιµη σχολική ηλικία, η οποία οριοθετείται από το 6 ο έως και το 10 ο έτος της χρονολογικής ηλικίας. Συνεπώς, είναι βασικό να γίνει µία αναφορά στη βιολογική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήµατος, το οποίο χαρακτηρίζεται από αργή, αλλά σταθερή αύξηση στο σωµατικό ύψος και βάρος και από µία πρόοδο στην οργάνωση των αισθητηριακών και κινητικών συστηµάτων. Οι αλλαγές στην κατασκευή του σώµατος είναι ασήµαντες. Παρόλο που αυτό το διάστηµα χαρακτηρίζεται από σταδιακή σωµατική ανάπτυξη, το παιδί έχει γρήγορα οφέλη στη µάθηση και συµµετέχει µε όλο και περισσότερη κινητική ωριµότητα σε παιχνίδια και αθλήµατα. Αυτό το διάστηµα της αργής σωµατικής ανάπτυξης δίνει στο παιδί χρόνο να συνηθίσει το σώµα του και παίζει σηµαντικό ρόλο στη βελτίωση της συναρµογής και του κινητικού ελέγχου (Gallahue & Ozmun, 1995). Επιπλέον, µέχρι την ηλικία των 5 και 6 ετών το νευρικό σύστηµα έχει φτάσει στο 90% της ανάπτυξής του, σε σχέση µε αυτό των ενηλίκων. Από την ηλικία των 12-13 ετών αναπτύσσεται πολύ αργά και είναι κοντά στην τελική του ωρίµανση. Αυτή η πρώιµη ωρίµανση του νευρικού συστήµατος καθιστά δυνατή την προπόνηση της συναρµογής και των κινητικών δεξιοτήτων, ήδη από τη γέννηση. Η πρώτη δεκαετία της ζωής είναι ιδανική για την προπόνηση αυτών των δεξιοτήτων (Mero, 1998). Οι διαφορές µεταξύ αγοριών και κοριτσιών, αναφορικά µε το µοντέλο σωµατικής ανάπτυξης, είναι αµελητέες. Και τα δύο φύλα παρουσιάζουν µεγαλύτερη ανάπτυξη των

5 ποδιών απ ότι του κορµού, απλά τα αγόρια τείνουν να έχουν ελαφρώς µακρύτερα πόδια, χέρια και σωµατικό ύψος σε όρθια στάση, κατά την παιδική ηλικία. Παροµοίως, τα κορίτσια παρουσιάζουν µεγαλύτερο πλάτος ισχίων και µέγεθος µηρών. Ωστόσο, υπάρχουν σχετικά ελάχιστες διαφορές των δύο φύλων, αναφορικά µε τη σωµατική κατασκευή και το σωµατικό βάρος πριν την έναρξη της προεφηβείας (Malina & Bouchard, 1991). Συνεπώς, αγόρια και κορίτσια µπορούν να συµµετέχουν µαζί σε αθλητικές δραστηριότητες. Στην όψιµη παιδική ηλικία, εµφανίζεται πολύ αργή ανάπτυξη του µεγέθους του εγκεφάλου, µολονότι συντελείται µία επιµήκυνση και διεύρυνση του κεφαλιού προς το τέλος αυτής της περιόδου. Επιπλέον, οι αντιληπτικές ικανότητες βελτιώνονται σταδιακά. Τα αισθητηριακά και κινητικά όργανα συνεργάζονται µε αρµονία και συνεπώς, προς το τέλος της παιδικής ηλικίας το παιδί µπορεί να εκτελέσει πολύπλοκες δεξιότητες (Gallahue & Ozmun, 1995). Κινητική ανάπτυξη σε παιδιά της σχολικής ηλικίας (6-12 ετών) Σύµφωνα µε τον Gallahue (1993) η φυσική αγωγή συνεισφέρει σε µεγάλο βαθµό στην απόκτηση των κινητικών δεξιοτήτων, οι οποίες χωρίζονται σε βασικές και εξειδικευµένες (αθλητικές). Και οι δύο κατηγορίες χωρίζονται σε δεξιότητες ισορροπίας, µετακίνησης και χειρισµού. Μια βασική κινητική δεξιότητα είναι µια οργανωµένη σειρά από βασικές κινήσεις, οι οποίες περιλαµβάνουν συνδυασµό κινητικών µοντέλων δύο, ή τριών µελών του σώµατος. Μια εξειδικευµένη (αθλητική) δεξιότητα είναι µια βασική κινητική δεξιότητα, ή συνδυασµός αυτών, οι οποίες εφαρµόζονται στο πλαίσιο µιας αθλητικής δραστηριότητας. Αναφορικά µε τις κατηγορίες των κινητικών δεξιοτήτων, οι δεξιότητες ισορροπίας αποτελούν τη βάση για τις υπόλοιπες κατηγορίες δεξιοτήτων (µετακίνησης - χειρισµού). Στις δεξιότητες ισορροπίας το σώµα παραµένει στην όρθια θέση και κινείται γύρω από τον οριζόντιο και τον κάθετο άξονα. Οι δεξιότητες ισορροπίας εστιάζονται στη στατική ισορροπία και τη δυναµική ισορροπία (ισορροπία προσγείωση, αλλαγή κατεύθυνσης, σταµάτηµα). Οι δεξιότητες µετακίνησης, είναι οι δεξιότητες στις οποίες το σώµα µετακινείται σε οριζόντια, ή κατακόρυφη κατεύθυνση από ένα σηµείο σε ένα άλλο (βάδιση, άλµατα, τρέξιµο). Οι χειριστικές διακρίνονται σε δεξιότητες αδρού και λεπτού χειρισµού (ρίψη, υποδοχή µπάλας, στατική ντρίµπλα, λάκτισµα (Gallahue, 1993). Όπως αναφέρεται από τον Gallahue (1993), η ενσωµάτωση των διαφόρων αθληµάτων µέσα στο ωρολόγιο πρόγραµµα της φυσικής αγωγής του σχολείου αποτελεί βασικό παράγοντα για τη βελτίωση των εξειδικευµένων (αθλητικών) δεξιοτήτων και των τριών κατηγοριών που προαναφέρθηκαν. Για παράδειγµα, µε την καλαθοσφαίριση δίνεται

6 έµφαση σε δεξιότητες ισορροπίας (πίβοτ, αλλαγή κατεύθυνσης, άµυνα, προσποιήσεις κτλ) και µετακίνησης (τρέξιµο, γλίστρηµα, άλµατα) καθώς και χειριστικές δεξιότητες (πάσα, υποδοχή, σουτ, ντρίµπλα, ριµπάουντ). Το χρονικό διάστηµα από τα 2 έως τα 7 έτη, συνίσταται για την απόκτηση των βασικών κινητικών δεξιοτήτων. Σύµφωνα µε τους Gallahue & Ozmun (1995) τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να εκτελούν τις περισσότερες βασικές κινητικές δεξιότητες σε ένα ώριµο στάδιο εκτέλεσης, γύρω από την ηλικία των 6 ετών. Τα στάδια εκτέλεσης των δεξιοτήτων καθορίστηκαν κατόπιν συστηµατικής έρευνας (Gallahue, 1993; McClenaghan & Gallahue, 1978; Roberton, 1978). Η φάση για την εισαγωγή στις αθλητικές δεξιότητες, τυπικά αρχίζει γύρω από την ηλικία των 7 ετών. Σ αυτή την ηλικία τα περισσότερα παιδιά αρχίζουν να αναπτύσσουν ενδιαφέρον για διάφορα αθλήµατα (Gallahue, 1993). Σύµφωνα µε τον Gallahue (1993) και τους Gallahue & Ozmun (1995) σηµαντικό ρόλο στην ποιοτική εκτέλεση των κινητικών δεξιοτήτων παίζουν οι ικανότητες της ισορροπίας, της συναρµογής, της ευκινησίας, της ταχύτητας της κίνησης και της ισχύος. Χωρίς την επαρκή ανάπτυξη αυτών των χαρακτηριστικών της φυσικής κατάστασης, η εκµάθηση δεξιοτήτων από τα παιδιά περιορίζεται, αλλά και χωρίς την επαρκή εκµάθηση δεξιοτήτων, η απόκτηση ενός επαρκούς επιπέδου αυτών των χαρακτηριστικών της φυσικής κατάστασης, δεν είναι δυνατή. Στην παρούσα εργασία, το ενδιαφέρον εστιάστηκε στην ισορροπία, τη συναρµογή, την ταχύτητα της κίνησης και την ισχύ, ως παράγοντες που εξετάσθηκαν και αξιολογήθηκαν, και για αυτό το λόγο θα γίνει µία εκτενής αναφορά στο γενικό θεωρητικό πλαίσιο αυτών των χαρακτηριστικών. Η ισορροπία επηρεάζεται από την όραση, το εσωτερικό αυτί, την παρεγκεφαλίδα και τις απολίξεις των νεύρων (υποδοχείς) στους µύες, τις αρθρώσεις και τους τένοντες των σκελετικών µυών. Η ικανότητα της ισορροπίας, ιδιαίτερα στα παιδιά, επηρεάζεται από την όραση. Οι Cratty & Martin (1969) υποστήριξαν ότι, τα αγόρια και τα κορίτσια κάτω από την ηλικία των 6 ετών δεν µπορούν να ισορροπήσουν στο ένα πόδι µε τα µάτια κλειστά. Από την ηλικία των 7, ωστόσο, µπορούν να ισορροπήσουν χωρίς τη βοήθεια της όρασης, ενώ η ικανότητα ισορροπίας συνεχίζει να βελτιώνεται µε την ηλικία. Η χρήση της όρασης βοηθάει τα παιδιά να εστιάζουν την προσοχή τους σε ένα σηµείο αναφοράς και να ισορροπούν, καθώς επίσης και να ελέγχουν το σώµα τους στις στατικές και δυναµικές δεξιότητες ισορροπίας. Οι ικανότητες κιναίσθησης και αφής παίζουν επίσης ένα σηµαντικό ρόλο στην ισορροπία και βελτιώνονται µε την ηλικία, ενώ συνεισφέρουν περισσότερο στην ικανότητα ισορροπίας των ενηλίκων, από ότι των παιδιών (Parker, 1980). H ισορροπία επηρεάζεται επίσης από το όργανο του λαβυρίνθου στο αυτί, του οποίου η ανάπτυξη σε

7 σχέση µε την ισορροπία ολοκληρώνεται κατά τη γέννηση. Ο λαβύρινθος συνεργάζεται µε τα συστήµατα όρασης, αφής και κιναίσθησης για τον έλεγχο της ισορροπίας (Parker, 1980). Η ισορροπία, η οποία χωρίζεται σε στατική και δυναµική, είναι η ικανότητα του ατόµου να διατηρεί τη σταθερότητά του σε σχέση µε τη δύναµη της βαρύτητας και να κάνει µικρές προσαρµογές στη θέση του σώµατός του, όταν αυτό τοποθετείται σε διάφορες θέσεις. Στατική ισορροπία είναι η ικανότητα του ατόµου να διατηρεί τη σταθερότητά του σε µία ακίνητη θέση (στάση σε ένα πόδι, ή στάση σε πλατφόρµα ισορροπίας). Οι πιο γνωστοί τρόποι αξιολόγησης της στατικής ισορροπίας για τα παιδιά, είναι η στάση στο ένα πόδι και η στάση πάνω σε πλατφόρµα ισορροπίας. Η έρευνα για την ανάπτυξη της στατικής ισορροπίας στα παιδιά, δείχνει µία γραµµική τάση βελτίωσής της, από την ηλικία των 2 έως και 12 ετών (Keogh, 1965). Ο DeOreo (1980) υποστήριξε ότι, δεν υπάρχουν εµφανείς διαφορές µεταξύ αγοριών και κοριτσιών στη στατική ισορροπία και ότι υπάρχει µία σταθερότητα απόδοσης κατά την ηλικία των 8 ετών και στα δύο φύλα, πριν τη ραγδαία βελτίωση από την ηλικία των 9 έως και 12 ετών. υναµική ισορροπία είναι η ικανότητα του ατόµου να διατηρεί τη σταθερότητά του, όταν το σώµα είναι σε κίνηση, όπως όταν βαδίζει σε µία δοκό ισορροπίας, ή όταν αναπηδά σε ένα τραµπολίνο. Γνωστή δοκιµασία αξιολόγησης της δυναµικής ισορροπίας σε παιδιά αποτελεί η βάδιση σε δοκό ισορροπίας (Gallahue, 1993). Η ανάπτυξη της δυναµικής ισορροπίας ακολουθεί την ίδια τάση µε αυτή της στατικής (DeOreo, 1980). Στην ουσία, όλες οι κινήσεις περιλαµβάνουν στοιχεία στατικής και δυναµικής ισορροπίας, διότι η ισορροπία αποτελεί µία βασική µεταβλητή όλων των κινήσεων. Γι αυτό το λόγο τα παιδιά θα πρέπει να αρχίζουν τη βελτίωση της ικανότητας ισορροπίας από πολύ νωρίς. Συναρµογή είναι η ικανότητα της ενσωµάτωσης ξεχωριστών κινητικών συστηµάτων µε διαφορετικά αισθητήρια όργανα για την παραγωγή µιας αποτελεσµατικής κίνησης. Η αρµονική συνεργασία του συγχρονισµού, του ρυθµού και της αλληλουχίας στην κίνηση είναι σηµαντική για µια συναρµοσµένη κίνηση. Σε τέτοιου είδους κινήσεις µπορούν να εµπλέκονται διαφορετικά µέρη του σώµατος, όπως η συναρµογή ποδιού- µατιού στο λάκτισµα µιας µπάλας ή στο ανέβασµα µίας σκάλας. Η συναρµογή χεριού- µατιού απαιτείται τόσο σε κινήσεις λεπτού χειρισµού, όσο και σε αδρές κινήσεις, όπως η υποδοχή και το χτύπηµα µιας µπάλας µε εξωτερικό αντικείµενο π.χ. ρακέτα. Η συναρµογή βρέθηκε να σχετίζεται µε την ισορροπία, την ταχύτητα και την ευκινησία, αλλά όχι µε τη δύναµη και την αντοχή (Barrow & McGee, 1978). Επίσης, υποστηρίζεται ότι τα αγόρια εµφανίζουν καλύτερη συναρµογή από τα κορίτσια στην παιδική ηλικία. Οι τρόποι

8 αξιολόγησης της συναρµογής που προτείνονται από τους Gallahue & Ozmun (1995) είναι τα άλµατα µε σχοινάκι, το κουτσό σε στόχους, και η ντρίµπλα µε τα χέρια και τα πόδια. Η ισχύς είναι το πηλίκο του παραγόµενου έργου και του χρόνου που απαιτείται γι αυτό. Όσο µεγαλύτερο είναι το έργο στη µονάδα του χρόνου, τόσο µεγαλύτερη είναι και η ισχύς. Μία έννοια που συνήθως χρησιµοποιείται στην προπονητική είναι η ταχυδύναµη, της οποίας η ανάπτυξη περιλαµβάνει µία σχέση µεταξύ της µυϊκής δύναµης και της ταχύτητας. Συνεπώς, η µηχανική ισχύς ορίζεται ως το γινόµενο της δύναµης και της ταχύτητας, µε την οποία η δύναµη παράγει έργο (Baumann, 1996). Αυτός ο συνδυασµός της δύναµης µε την ταχύτητα εµφανίζεται στα παιδιά όταν τρέχουν γρήγορα, κάνουν άλµατα, χτυπούν µια µπάλα µε εξωτερικό αντικείµενο µακριά, ή την πετούν µακριά. Η ταχύτητα σύσπασης των µυών, όπως επίσης η δύναµη και η συναρµοστική χρήση των µυών, καθορίζει το βαθµό της ισχύος στο ανθρώπινο βιολογικό σύστηµα (Gallahue, 1993; Gallahue & Ozmun, 1995). Η έρευνα που πραγµατοποιήθηκε από τον Keogh (1965) σε παιδιά ηλικίας από 6 έως 12 ετών έδειξε, ότι τα αγόρια έχουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση µε τα κορίτσια σε όλες τις ηλικίες. Η διαφορά αυτή αρχίζει να εµφανίζεται από την ηλικία των 7 ετών και αυξάνεται κυρίως µετά την ηλικία των 10 ετών (Updyke, 1992). Ωστόσο, διαφορές ανάλογα µε την ηλικία και το φύλο σχετίζονται άµεσα µε την ετήσια αύξηση του επιπέδου της δύναµης και της ταχύτητας της κίνησης, όπως επίσης και µε διάφορους κοινωνικούς και πολιτισµικούς παράγοντες που σχετίζονται µε τη συµµετοχή των δύο φύλων σε αθλητικές δραστηριότητες (Gallahue & Ozmun, 1995). Όπως προαναφέρθηκε, η δύναµη αποτελεί έναν παράγοντα καθορισµού της ισχύος. Αναφορικά µε την ανάπτυξη της δύναµης στα παιδιά έχουν πραγµατοποιηθεί πολύ λίγες έρευνες. Ωστόσο, οι έρευνες που έχουν γίνει δείχνουν, ότι η δύναµη αναπτύσσεται στα παιδιά χρόνο µε το χρόνο. Στην ουσία, η δύναµη έχει φανεί ότι αναπτύσσεται πιο ραγδαία από το µέγεθος των µυών κατά την παιδική ηλικία και αυτό πιθανόν να οφείλεται στη βελτίωση των δεξιοτήτων και της συναρµογής, που απαιτείται για να εκτελεστεί µία µέγιστη σύσπαση. Αυτό το δεδοµένο υποστηρίζει και την άποψη ότι, υπάρχει αλληλοσυσχέτιση µεταξύ δύναµης, συναρµογής και κινητικής απόδοσης στα παιδιά (Asmussen, 1973; Bar- Or, 1989; Sale, 1989). Αναφορικά µε το φύλο φάνηκε ότι τα επίπεδα δύναµης των παιδιών της προσχολικής και σχολικής ηλικίας είναι παρόµοια, µε ένα µικρό προβάδισµα των αγοριών, εξαιτίας του ελαφρώς υψηλότερου σωµατικού τους βάρους και ύψους σε σχέση µε τα κορίτσια (Clarke, 1971; Corbin, 1980). Σύµφωνα µε τα παραπάνω προκύπτει ότι, τα παιδιά κατά την όψιµη παιδική ηλικία έχουν την ικανότητα να εκτελούν σε ένα ώριµο στάδιο όλες τις κινητικές δεξιότητες, όπως

9 τη βάδιση, την προσγείωση µε δύο πόδια και τα κατακόρυφα άλµατα. Επίσης, οι ικανότητες της ισορροπίας, της συναρµογής, της δύναµης και της ισχύος βρίσκονται σε ένα αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο. Τα δεδοµένα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα για την εφαρµογή σχετικών δοκιµασιών αξιολόγησης µε στόχο τη διάγνωση τυχών προβληµάτων που σχετίζονται µε την κινητική απόδοση. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σηµασία για τη διάγνωση της κινητικής απόδοσης σε παιδιά που εµφανίζουν Α Σ, έτσι ώστε να συγκριθούν µε παιδιά τυπικής κινητικής ανάπτυξης της ίδιας ηλικίας. Ωστόσο, στον τοµέα της κινητικής αξιολόγησης παιδιών µε Α Σ υπάρχει ένα ερευνητικό κενό, αναφορικά µε τη χρήση βιοµηχανικών µεθόδων αξιολόγησης βασικών κινήσεων. Επιπλέον, στον τοµέα των προγραµµάτων παρέµβασης δεν έχει αναφερθεί η εφαρµογή προγράµµατος, το οποίο να περιλαµβάνει µεθόδους βελτίωσης των χαρακτηριστικών της ταχύτητας, της δύναµης και της συναρµογής και ταυτόχρονα να είναι ευέλικτο και εφαρµόσιµο στο χώρο του σχολείου, τόσο στο ωρολόγιο πρόγραµµα, όσο και στο ευρύτερο πρόγραµµα του ολοήµερου σχολείου. Σκοπός της έρευνας Σκοπός της έρευνας ήταν: α) Να αξιολογηθούν δυναµικές παράµετροι της δοκιµασίας της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων και της στατικής ισορροπίας, καθώς και δυναµικά και κινηµατικά χαρακτηριστικά των κατακόρυφων αλµάτων µε πτώση από ύψος (DJ) και από σταθερή αρχική θέση - ηµικάθισµα (SJ), της δεξιότητας της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση και της βάδισης παιδιών που εµφανίζουν προβλήµατα στην κινητική τους συναρµογή και β) Να µελετηθεί η επίδραση ενός προγράµµατος παρέµβασης, µε έµφαση σε θέµατα δύναµης, ταχύτητας (ισχύος) και συναρµογής των κάτω άκρων, στη βελτίωση των δυναµικών και κινηµατικών χαρακτηριστικών των προαναφερόµενων παραµέτρων, στα παιδιά µε και χωρίς κινητική αδεξιότητα. Ερευνητικά ερωτήµατα Τα βασικά ερυενητικά ερωτήµατα που τέθηκαν κατά το σχεδιασµό της έρευνας ήταν: Μπορεί ένα πρόγραµµα παρέµβασης µε έµφαση στη συναρµογή και την ισχύ των κάτω άκρων να βελτιώσει, τη µέγιστη ισοµετρική δύναµη των κάτω άκρων;

10 την αλτική ικανότητα στα κατακόρυφα άλµατα µε πτώση από ύψος 10 και 20 εκ. και από σταθερή αρχική θέση - ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ) και την ικανότητα ασφαλούς προσγείωσης µε τα δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ.; την ικανότητα στατικής ισορροπίας σε τρεις διαφορετικές θέσεις µε αυξανόµενο βαθµό δυσκολίας, στην όρθια στάση µε δύο πόδια, στη στάση «πελαργός» και στη στάση βηµατισµού «δάκτυλα-φτέρνα» (τύπου Romberg); και τη βάδιση; Ερευνητικές υποθέσεις 1) Υπάρχει βελτίωση στη µέγιστη ισοµετρική δύναµη των κάτω άκρων, 2) Υπάρχει βελτίωση σε δυναµικές και κινηµατικές µεταβλητές των κατακόρυφων αλµάτων µε πτώση από ύψος 10 και 20 εκ. και από σταθερή αρχική θέση - ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ) και της ικανότητας ασφαλούς προσγείωσης µε τα δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., 3) Υπάρχει βελτίωση στα δυναµικά χαρακτηριστικά της ικανότητας στατικής ισορροπίας σε τρεις διαφορετικές θέσεις µε αυξανόµενο βαθµό δυσκολίας, 4) Υπάρχουν διαφορές σε δυναµικές και κινηµατικές παραµέτρους της βάδισης, µετά την εφαρµογή ενός προγράµµατος παρέµβασης µε έµφαση σε θέµατα συναρµογής και ισχύος των κάτω άκρων σε παιδιά µε κινητική αδεξιότητα και σε παιδιά µε τυπική κινητική ανάπτυξη ίδιας ηλικίας και φύλου. Σηµασία της έρευνας Τα αποτελέσµατα της έρευνας αποσκοπούν στο να βοηθήσουν στην αποτελεσµατικότερη διάγνωση παιδιών µε Α Σ, αξιολογώντας δυναµικά και κινηµατικά χαρακτηριστικά βασικών κινήσεων, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη συµµετοχή τους σε προγράµµατα φυσικής αγωγής και αθλητισµού. Η γνώση αυτή παρέχει επίσης τη δυνατότητα για ορθολογικό σχεδιασµό αποτελεσµατικών προγραµµάτων παρέµβασης, τα οποία είναι εύκολα εφαρµόσιµα στο σχολικό, ή το αθλητικό περιβάλλον. Οριοθέτηση της έρευνας Τα παιδιά που αξιολογήθηκαν ήταν µαθητές της δευτέρας, τρίτης και τετάρτης τάξης των δηµοτικών σχολείων της πόλης των Σερρών.

11 Οι δοκιµασίες που χρησιµοποιήθηκαν ήταν αρχικά η δοκιµασία ανίχνευσης της κινητικής αδεξιότητας (Κινητική δοκιµασία ABC-Henderson και Sugden, 1992), δοκιµασίες στο Εργαστήριο Αθλητικής Βιοµηχανικής του ΤΕΦΑΑ Σερρών, οι οποίες περιλάµβαναν δυναµική και κινηµατική ανάλυση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων και της στατικής ισορροπίας, καθώς επίσης και δυναµική και κινηµατική ανάλυση των κατακόρυφων αλµάτων µε πτώση από ύψος 10 και 20 εκ. και από σταθερή αρχική θέση - ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ), της βάδισης και της προσγείωσης µε τα δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ. Το πρόγραµµα παρέµβασης περιλάµβανε εκµάθηση βασικών δεξιοτήτων καλαθοσφαίρισης µε έµφαση στη βελτίωση της συναρµογής και της ισχύος των κάτω άκρων. Το πρόγραµµα εφαρµόστηκε για διάστηµα 12 εβδοµάδων, µε συχνότητα 2 φορές την εβδοµάδα και χρονική διάρκεια 50 λεπτά σε κάθε διδακτική µονάδα. Περιορισµοί της έρευνας Η γενίκευση των αποτελεσµάτων της έρευνας, περιορίζεται από τους παρακάτω παράγοντες: Στην έρευνα έγινε συνολική παρουσίαση των αποτελεσµάτων και δεν έγιναν συγκρίσεις µεταξύ των διαφορετικών ηλικιακών οµάδων και των φύλων. εν έγινε έλεγχος και άλλων προβληµάτων, ή καταστάσεων που σχετίζονται µε Α Σ όπως, προβλήµατα προσοχής και συγκέντρωσης, µαθησιακές δυσκολίες, δυσλεξία, δυσγραφία, καθώς επίσης και κοινωνικοί παράγοντες. εν ζητήθηκε από τους γονείς ιατρικό ιστορικό, σχετικά µε θέµατα προωρότητας, ή ανατοµικών ανωµαλιών των παιδιών που ανήκαν στην οµάδα µε προβλήµατα κινητικής συναρµογής. εν επαναλήφθηκε η διαδικασία αξιολόγησης των παιδιών µε την κινητική δοκιµασία ABC µετά το τέλος του προγράµµατος παρέµβασης, ώστε να εξαχθούν συµπεράσµατα για το αν το πρόγραµµα παρέµβασης βελτίωσε το επίπεδο κινητικής συναρµογής, όπως αυτό αξιολογείται από την προαναφερόµενη κινητική δοκιµασία. εν εφαρµόστηκε δοκιµασία διατήρησης µετά την τελική µέτρηση, ώστε να διαπιστωθεί αν, το πρόγραµµα παρέµβασης επιφέρει µονιµότερες αλλαγές στις κινητικές µεταβλητές που αξιολογήθηκαν.

12 II. ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Η αναπτυξιακή δυσλειτουργία της συναρµογής (Α Σ) Ορισµός, συχνότητα εµφάνισης και γενικά χαρακτηριστικά της Α Σ Η αναπτυξιακή δυσλειτουργία της συναρµογής (Developmental Coordination Disorder - DCD), είναι ένας όρος που χρησιµοποιείται από την Αµερικανική Ψυχιατρική Εταιρία (ΑΡΑ), (Manual for Mental Disorders - Diagnostical Statistic Manual - DSM-IV, 1994), και τον Παγκόσµιο Οργανισµό Υγείας (WHO), (Classification of Diseases and Related Problems - ICD-10, 1993). Για τη δυσλειτουργία αυτή έχουν χρησιµοποιηθεί πολλοί όροι όπως, αναπτυξιακή αδεξιότητα, δυσπραξία, αντιληπτικοκινητική δυσλειτουργία και κινητικές δυσκολίες, όµως ο όρος κινητική αδεξιότητα είναι αυτός που χρησιµοποιείται από τους περισσότερους ερευνητές. Η χρήση ενός κοινού όρου έχει θετικές και πρακτικές εφαρµογές (Wright, 1997). Η αναπτυξιακή αδεξιότητα δεν είναι κατάσταση που ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Αναφορές έχουν γίνει από το 1911 από τον Dupre (De Ajuriaguerra & Stambak, 1969), ο οποίος περιέγραψε ένα σύνδροµο κινητικής ανεπάρκειας, το οποίο χαρακτήρισε ως αδεξιότητα της εκούσιας κίνησης. Τα παιδιά που περιέγραψε, εµφάνιζαν εξεσηµασµένα τενόντια αντανακλαστικά και ήπια υπερτονικότητα. Υποστήριξε ότι, το σύνδροµο µπορεί να διαχωριστεί από σοβαρές κινητικές διαταραχές όπως, παράλυση ή πάρεση, µε την πιο λεπτή νευροπαθολογία του, η οποία επηρεάζει την κινητική λειτουργία του ατόµου στην καθηµερινή ζωή. Η µεγαλύτερη όµως συνεισφορά στη µελέτη της αδεξιότητας έγινε το 1937 από τον Orton (Hulme & Lord, 1986). Περιέγραψε την κινητική αδεξιότητα των παιδιών σε σχέση µε την απουσία βλάβης πυραµιδικών, εξωπυραµιδικών, ή άλλων εγκεφαλικών οδών, οι οποίες ελέγχουν την εκούσια κίνηση και την απέδωσε σε διαταραχές του κινητικού προγραµµατισµού και της οπτικοκινητικής αναγνώρισης. Υποστήριξε ότι, επηρεάζονται οι αδρές κινήσεις του σώµατος, όπως το βάδισµα και το τρέξιµο, αλλά και οι χειριστικές δεξιότητες. Επίσης, παρατήρησε συχνά συναισθήµατα κατωτερότητας σε παιδιά του σχολείου (Hulme & Lord, 1986).

13 Η συχνότητα εµφάνισης της Α Σ απαντάται περίπου στο 5-10% του συνολικού πληθυσµού των παιδιών (ΑΡΑ, 1994; Gubbay, 1975; Henderson & Hall, 1982; Wright, 1997). Έρευνες σε παγκόσµιο επίπεδο έδειξαν ότι, η συχνότητα εµφάνισης κυµαίνεται από 2,7% έως 15% (Gubbay, 1975; Henderson, Rose & Henderson, 1992; Iloeje, 1987; van Dellen, Vaessen & Schoemaker, 1990; Wright, Sugden, Ng & Tan, 1994). Κλινικές µελέτες έχουν δείξει µεγαλύτερη συχνότητα εµφάνισης στα αγόρια παρά στα κορίτσια (Gordon & McKinlay, 1980). Ωστόσο, παρά τη γενική συµφωνία, όσον αφορά τη συχνότητα εµφάνισης, η κινητική αδεξιότητα δεν είναι ένα πρόβληµα που µπορεί να καθοριστεί και να εντοπισθεί εύκολα, όπως η εγκεφαλική παράλυση ή η δισχιδής ράχη, και δεν υπάρχει καµία διαδικασία αξιολόγησης που να µπορεί να καθορίσει τη συχνότητα εµφάνισής της µε ευκρίνεια (Wright & Sugden, 1996). Ένα άλλος λόγος που δυσκολεύει την αξιολόγηση συχνότητας εµφάνισης της κινητικής αδεξιότητας είναι ότι, τα παιδιά που εµφανίζουν το πρόβληµα αποτελούν µια ανοµοιογενή οµάδα, µε επιµέρους υποκατηγορίες και διαφορετικά χαρακτηριστικά η κάθε µία. Συνεπώς, όχι µόνο διαφέρουν από τα παιδιά χωρίς αδεξιότητα, αλλά παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και µεταξύ τους (Hoare, 1994; Maeland, 1992; Visser, 2003). Σε µερικά παιδιά, οι δυσκολίες φαίνονται µόνο στις λεπτές δεξιότητες, ενώ σε άλλα µόνο στις αδρές. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι, το περιβάλλον περιορίζει ή επηρεάζει τον κινητικό έλεγχο του παιδιού. Όταν το περιβάλλον είναι σταθερό και το παιδί σε στατική θέση, εµφανίζονται λίγα προβλήµατα. Ωστόσο, όταν υπάρχει σύµπτωση µεταξύ δεξιοτήτων, όπως στην υποδοχή της µπάλας, η εκτέλεση της δεξιότητας απαιτεί προσαρµογή από το παιδί και τότε αν υπάρχουν δυσκολίες, αυτές γίνονται εύκολα αντιληπτές. Σε άλλα παιδιά, η έλλειψη κινητικού ελέγχου είναι εµφανής σε κάθε επίπεδο, µολονότι σε µερικές δεξιότητες, το πρόβληµα είναι πιο έντονο, από ότι σε άλλες. Υπάρχουν πολλά στοιχεία, που πρέπει να ληφθούν υπόψη, έτσι ώστε να επιτευχθεί µία συνολική ανάλυση των χαρακτηριστικών που εµφανίζουν τα παιδιά µε κινητική αδεξιότητα. Οι δυσκολίες του παιδιού µπορεί να εµφανίζονται εξαιτίας ελλιπούς ικανότητας σχεδιασµού, έλλειψη κατανόησης, ή µίας γνωστικής δυσκολίας, που αφορά τη δεξιότητα και το πώς αυτή µπορεί να συνδυαστεί µε άλλες κινήσεις. Οι πηγές δυσκολίας είναι αµέτρητες και µπορούν να είναι µονο- ή πολυδιάστατες (Wright, 1997). Σύµφωνα µε την Wright (1997) υπάρχει µία παράδοση σύγκρισης και αντιπαράθεσης των διαφορετικών ικανοτήτων των παιδιών µε κινητική αδεξιότητα και παιδιών ίδιας ηλικίας χωρίς κινητική αδεξιότητα. Αυτή η προσέγγιση, όσον αφορά τα ατοµικά στοιχεία της αδεξιότητας δίνει έγκυρα αποτελέσµατα.

14 Παρόλο το ερευνητικό ενδιαφέρον για την κατάσταση της Α Σ, η αιτιολογία και η πρόγνωσή της δεν έχει ακόµα διευκρινιστεί, και για να συµβεί αυτό, όπως υποστηρίζει ο Visser (2003), πρέπει να εξεταστούν όλες οι υποκατηγορίες του πληθυσµού των παιδιών µε Α Σ, διότι όπως προαναφέρθηκε, παρουσιάζουν µεγάλη ανοµοιογένεια µεταξύ τους. Ένας παράγοντας που δυσκολεύει την κατανόηση της αιτιολογίας και της πρόγνωσης της Α Σ είναι η διαφωνία σχετικά µε τη φύση της δυσλειτουργίας. Στη βιβλιογραφία υποστηρίζεται ότι, η Α Σ σχετίζεται µε προβλήµατα αισθητηριακά και κινητικών δεξιοτήτων. Τα παιδιά µε Α Σ βρέθηκε να εµφανίζουν προβλήµατα στον έλεγχο της στάσης τους (ισορροπία), (Wann, Mon-Williams & Rushton, 1998; Williams & Woollacott, 1997), όπως επίσης και στις κινητικές δεξιότητες λεπτού χειρισµού (Smits-Engelsman, Niemeijer & Van Galen, 2001). Επιπλέον, τα κινητικά αυτά προβλήµατα αποδόθηκαν σε προβλήµατα αισθητηριακά, κινητικά και αισθητικοκινητικής ενσωµάτωσης. Μεταξύ των οπτικών προβληµάτων που παρατηρήθηκαν, εµφανίζεται µία δυσκολία στην εκτίµηση του µεγέθους αντικειµένων (Hulme, Biggersta, Moran & McKinlay, 1982; Hulme, Smart & Moran, 1982; Hulme, Smart, Moran & McKinlay, 1984; Lord & Hulme, 1988) και δυσκολίες στον εντοπισµό ενός αντικειµένου στο χώρο (Schoemaker, van der Wees, Flapper, Verheij- Janssen et al., 2001). Επιπρόσθετα, οι Wilson & Maru (1996, 1999) και οι Wilson, Maru & McKenzie (1997) παρατήρησαν µία µειωµένη ικανότητα στην άµεση οπτική προσοχή. Αρκετές µελέτες έχουν παρατηρήσει δυσκολίες στον κιναισθητικό τοµέα, όπως µειωµένη κιναισθητική οξύτητα (Coleman, Piek & Livesey, 1997; Laszlo, Bairstow, Bartrip & Rolfe, 1988; Laszlo, Bairstow, Bartrip & Rolfe, 1996; Piek, Pitcher & Hay, 1999; Smyth & Mason, 1998), προβλήµατα στην ταχύτητα µεθόδευσης κιναισθητικών πληροφοριών, αλλά όχι στην ταχύτητα µεθόδευσης οπτικών πληροφοριών (Smyth & Glencross, 1986) και µία βραδύτητα, αλλά ακρίβεια στη διαδικασία επιλογής αντίδρασης σε ερέθισµα (Rösblad & von Hofsten, 1994; Van Dellen & Geuze, 1988). Ωστόσο, η δυσλειτουργία αυτή έχει σχετιστεί µε προβλήµατα στο σχεδιασµό οπτικών και κιναισθητικών πληροφοριών (Mon-Williams, Pascal & Wann, 1994; Mon-Williams, Wann & Pascal, 1999; Sigmundsson, Ingvaldsen & Whiting, 1997). Άλλοι ερευνητές εντόπισαν προβλήµατα στην εκτέλεση κινήσεων, χωρίς να υπάρχει κάποιο αντιληπτικό πρόβληµα (Hoare, 1994; Raynor, 2001). Τα παιδιά µε Α Σ εµφάνισαν µεγαλύτερη µεταβλητότητα στο συγχρονισµό και τη δύναµη σε µυϊκές συστολές, τόσο σε ρυθµικές όσο και σε ανεξάρτητες ασκήσεις (Geuze & Kalverboer, 1987; 1994; Lundy-Ekman, Ivry, Keele & Woollacott, 1991; Parker, Larkin & Wade, 1997; Piek & Skinner, 1999; Volman & Geuze, 1998a, 1998b; Williams & Castro, 1997; Williams,

15 Woollacott & Ivry, 1992). Για παράδειγµα, τα αποτελέσµατα της µελέτης των Geuze και Kalverboer (1987), έδειξαν ότι υπάρχει µία αστάθεια στον έλεγχο των χρονικών στοιχείων της κίνησης και µία ανακρίβεια κατά την εκτέλεση µίας δεξιότητας στόχευσης µε το δάκτυλο του χεριού. Επίσης, ο Wann (1987) υποστήριξε, ότι τα παιδιά µε κινητική αδεξιότητα παρουσιάζουν κακό γραφικό χαρακτήρα, επειδή οι µηχανισµοί για την οργάνωση αυτής της δεξιότητας, είναι ανεπαρκώς ανεπτυγµένοι για τη λεπτή εκτέλεσή της. Τέλος, οι Parush, Yochman, Cohen & Gershon (1998) παρατήρησαν δυσκολίες στην οπτικοκινητική ενσωµάτωση. Από όλες αυτές τις έρευνες προκύπτει ότι, η Α Σ είναι ένα αρκετά γενικευµένο πρόβληµα, το οποίο επηρεάζει την κίνηση, καθώς επίσης και την αντίληψη. Ωστόσο, είναι σηµαντικό να τονιστεί ότι, τα αποτελέσµατα των προαναφερόµενων ερευνών στηρίχθηκαν σε οµαδικές διαφορές και όχι σε εξατοµικευµένα δεδοµένα. Τυπικά, οι διαφορές µεταξύ των παιδιών µε Α Σ και των οµάδων ελέγχου προέρχονται κυρίως από µία υποοµάδα των παιδιών µε Α Σ. Είναι αρκετά συχνό το φαινόµενο να υπάρχουν παιδιά µε Α Σ, τα οποία εκτελούν στο ίδιο επίπεδο µία συγκεκριµένη µέτρηση, όπως και τα τυπικά παιδιά (Wright & Sugden, 1996). Προφανώς, δεν είναι όλα τα παιδιά που έχουν διαγνωσθεί µε Α Σ, όµοια. Πολλοί ερευνητές έχουν ήδη παρατηρήσει ότι υπάρχουν υποκατηγορίες στην Α Σ (Wright & Sugden, 1996). Αυτό που πιθανόν περιπλέκει ακόµη περισσότερο την κατανόηση της αιτιολογίας και της πρόγνωσης της Α Σ, είναι η συνύπαρξη των κινητικών δυσκολιών µε δυσκολίες σε άλλους µη κινητικούς τοµείς. Πολλά παιδιά, στα οποία γίνεται διάγνωση Α Σ, εµφανίζουν επίσης προβλήµατα στην προσοχή και τη συγκέντρωση, καθώς και συγκεκριµένες µαθησιακές δυσκολίες, όπως η δυσλεξία. Παρόλο που αυτό αποτελεί γνωστό φαινόµενο, λίγοι ερευνητές ασχολήθηκαν. Μία πολύ καλή ανασκόπηση αυτών των ερευνών παρέχει ο Visser (2003). Υποκατηγορίες των παιδιών µε Α Σ Η έλλειψη γνώσης σχετικά µε την πρόγνωση της Α Σ είναι ένα µεγάλο πρόβληµα, γιατί ενώ µερικά παιδιά φαίνεται να ξεπερνούν τα κινητικά τους προβλήµατα είτε µε, είτε χωρίς προγράµµατα παρέµβασης, άλλα παιδιά συνεχίζουν να εµφανίζουν προβλήµατα στην εκτέλεση των κινητικών δεξιοτήτων στην εφηβεία και την ενήλικη ζωή τους (Cantell, Smith & Ahonen, 1994; Geuze & Börger, 1993; Visser, Geuze & Kalverboer, 1998). Είναι πολύ πιθανό η ύπαρξη αναπτυξιακών διαφορών µεταξύ των παιδιών µε Α Σ να αντανακλά την ύπαρξη υποκατηγοριών, των οποίων η µελέτη µπορεί να οδηγήσει σε µία καλύτερη κατανόηση της κατάστασης.

16 Οι πρώτες έρευνες σχετικά µε τις υποκατηγορίες εστιάστηκαν σε περιγραφικές αναλύσεις των χαρακτηριστικών της κινητικής απόδοσης παιδιών µε Α Σ (Gubbay, 1975; Henderson & Hall, 1982). Πρόσφατα οι ερευνητές έχουν αρχίσει να χρησιµοποιούν τη στατιστική ανάλυση της δέσµης οµοειδών (cluster analysis) στην έρευνα των υποκατηγοριών. Σε αυτή την προσέγγιση εφαρµόζεται µία σειρά µετρήσεων και οι εξεταζόµενοι οµαδοποιούνται µε βάση τις τιµές των αποτελεσµάτων στις µετρήσεις. Το 1994 δηµοσιεύθηκαν τρεις εργασίες, οι οποίες χρησιµοποίησαν αυτή τη συγκεκριµένη ανάλυση της οµαδοποίησης για να ανιχνεύσουν υποκατηγορίες παιδιών µε Α Σ (Dewey & Kaplan, 1994; Hoare, 1994; Miyahara, 1994). Οι υποκατηγορίες που παρατηρήθηκαν σε αυτές τις έρευνες διέφεραν τόσο στον αριθµό, όσο και στα χαρακτηριστικά τους. Η Hoare (1994) εφάρµοσε µετρήσεις οπτικής αντίληψης, οπτικοκινητικής ενσωµάτωσης, χειριστικών δεξιοτήτων, κιναισθητικής οξύτητας, ισορροπίας και δροµικής ταχύτητας και εντόπισε πέντε υποκατηγορίες. Πιο συγκεκριµένα, η µία οµάδα είχε δυσκολία στην εκτέλεση κινητικών δεξιοτήτων, µε απουσία αντιληπτικών προβληµάτων. Μία δεύτερη οµάδα εµφάνιζε δυσκολίες και στον κινητικό και στον αντιληπτικό τοµέα. Μία τρίτη οµάδα είχε καλή απόδοση σε οπτικές δεξιότητες, αλλά κακή σε δεξιότητες που απαιτούσαν κιναισθητική µεθόδευση. Στην τέταρτη οµάδα, φάνηκε διαχωρισµός µεταξύ των αντιληπτικών δεξιοτήτων και καµία δυσκολία µε τις κιναισθητικές δεξιότητες, αλλά µικρή ικανότητα σε δεξιότητες που είχαν σχέση µε οπτικά ερεθίσµατα. Τέλος, η πέµπτη οµάδα εµφάνισε ένα µικτό προφίλ, εµφανίζοντας ένα διαχωρισµό ικανοτήτων στον αδρό κινητικό τοµέα. Το συµπέρασµα από αυτήν τη µελέτη ήταν ότι, µολονότι αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν γενικά προβλήµατα, αυτά είναι αδύνατο να γενικευθούν σε όλες τις αισθήσεις. Οι Dewey & Kaplan (1994) εφάρµοσαν µετρήσεις ισορροπίας, αµφίπλευρης συναρµογής, συναρµογής των άνω άκρων, µεταβατικών χειρονοµιών και κινητικής αλληλουχίας και εντόπισαν τέσσερις υποκατηγορίες. Ο Miyahara (1994), χρησιµοποιώντας µετρήσεις δροµικής ταχύτητας, ευκινησίας, ισορροπίας, δύναµης, ταχύτητας και επιδεξιότητας των άνω άκρων, εντόπισε τέσσερις υποκατηγορίες, αλλά διαφορετικές από αυτές που αναφέρθηκαν από τους Dewey & Kaplan (1994). Παρά την έλλειψη συµφωνίας των αποτελεσµάτων των ερευνών, εξήχθη ένα κοινό συµπέρασµα, ότι ο διαχωρισµός σε υποκατηγορίες χαρακτηρίζεται από δυσκολίες σε όλες τις µετρήσεις του αισθητικοκινητικού τοµέα. Οι Wright & Sugden (1996) ανέφεραν παρόµοια αποτελέσµατα, χρησιµοποιώντας την ίδια στατιστική ανάλυση των οµοειδών, σε µία σειρά δεδοµένων της κινητικής δοκιµασίας «ABC», εντοπίζοντας µία οµάδα µε γενικευµένα προβλήµατα, ενώ οι άλλες

17 οµάδες εµφάνιζαν δυσκολίες σε συγκεκριµένους τοµείς της κίνησης, όπως στην υποδοχή της µπάλας, σε κινητικές δεξιότητες λεπτού χειρισµού, ή την ισορροπία. Πιο συγκεκριµένα, εντόπισαν τέσσερις οµάδες παιδιών, τα οποία, παρόλο που όλα παρουσίαζαν γενικές δυσκολίες, τα κινητικά προβλήµατα εντοπίστηκαν σε συγκεκριµένους τοµείς. Τα παιδιά της πρώτης οµάδας, έδειξαν το πιο οµοιογενές προφίλ από τις τέσσερις οµάδες, χωρίς ιδιαίτερες αποκλίσεις από το µέσο όρο και αποτελούσαν την οµάδα µε τα λιγότερα προβλήµατα. Ωστόσο, τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι, ενώ χρειαζόταν βελτίωση σε όλους τους κινητικούς τοµείς, οι δυσκολίες τους δεν ήταν τόσο σοβαρές, ώστε να χαρακτηριστούν ως παιδιά µε Α Σ. Έτσι, αποτέλεσαν την οµάδα παιδιών «σε κίνδυνο». Η Hoare (1994), δε βρήκε παρόµοια οµάδα στην µελέτη της. Στην έρευνά της βρέθηκε µία οµάδα (δεύτερη), η οποία είχε τέσσερις από τις πέντε τιµές αποτελεσµάτων κάτω από το µέσο όρο, αλλά η τιµή στον παράγοντα «υποδοχή µπάλας» ήταν η πιο χαµηλή για όλα τα παιδιά µε αδεξιότητα. Αυτά τα παιδιά χρειάζονται ιδιαίτερη βοήθεια, έτσι ώστε να µπορέσουν να εκτελέσουν δεξιότητες ρίψεων, στόχευσης και υποδοχής. Μία άλλη οµάδα (οµάδα) χρειαζόταν περισσότερη βοήθεια, όταν το περιβάλλον άλλαζε, αλλά παρουσίασε δυσκολίες και στον έλεγχο του σώµατος. Οι αλλαγές στο περιβάλλον δε βρίσκονται υπό τον έλεγχο του ατόµου και για να αντιµετωπιστούν, απαιτείται ανάλογη κινητική συµπεριφορά. Η ικανότητα πρόβλεψης είναι ένας παράγοντας που βοηθάει στην αντιµετώπιση απροσδόκητων καταστάσεων και έχει φανεί ότι τα παιδιά µε αδεξιότητα έχουν πρόβληµα σε αυτήν την ικανότητα (Lord & Hulme, 1988). Οι Rösblad & Gard (1998) υποστήριξαν ότι, όταν τα παιδιά έχουν πρόβληµα στον προγραµµατισµό της κίνησης, ή στην πρόβλεψη, επιβραδύνουν τις κινήσεις τους. Αυτή η στρατηγική επιβράδυνσης αποτελεί πλεονέκτηµα, όταν το παιδί έχει στον έλεγχό του τον προγραµµατισµό της κίνησης, όµως, οι περισσότερες καταστάσεις απαιτούν γρήγορη αντίδραση και συνεπώς σε αυτές τα παιδιά µε αδεξιότητα αποτυγχάνουν. Στην έρευνά τους, τα παιδιά µιας οµάδας (τέταρτης) παρουσίασαν την πιο εµφανή δυσκολία από όλες τις οµάδες. Πέτυχαν το χειρότερο αποτέλεσµα στις µεταβλητές «γρήγορα χέρια» και «δυναµική ισορροπία», γεγονός που δηλώνει ότι, αυτή η οµάδα έχει την πιο άµεση ανάγκη για βοήθεια, εξαιτίας των προβληµάτων στη γραφή, τη ζωγραφική και σε άλλες χειριστικές δεξιότητες που απαιτούνται στην τάξη και το παιχνίδι. Αυτό το αποτέλεσµα συµφωνεί µε τα αποτελέσµατα από τη µελέτη της Hoare (1994), η οποία βρήκε µία αντίστοιχη οµάδα παιδιών µε προβλήµατα χειρισµού και δυναµικής ισορροπίας. Συνολικά, αυτά τα αποτελέσµατα υποστηρίζουν την ύπαρξη µιας υποκατηγορίας Α Σ µε γενικευµένα

18 αισθητικοκινητικά προβλήµατα, ή ίσως, όπως υποστηρίζει η Hoare (1994) µια αντιληπτική δυσλειτουργία. Σε µία ανασκόπηση της βιβλιογραφίας από τους Macnab, Miller & Polatajko (2001) τονίστηκε ότι, η ασυµφωνία των αποτελεσµάτων των προαναφερόµενων ερευνών πιθανόν να προκλήθηκε από παράγοντες όπως, διαφορές στο δείγµα, στις µεταβλητές που χρησιµοποιήθηκαν στην ανάλυση και στις στατιστικές διαδικασίες. Σε µία απάντηση στη µελέτη της Hoare (1994), οι Macnab et al. (2001) βρήκαν µία δοµή της ανάλυσης που ήταν όµοια µε αυτή που αναφέρθηκε από τη Hoare (1994). Αυτό υποστήριξε και την άποψη ότι, η στατιστική ανάλυση της δέσµης οµοειδών είναι µία χρήσιµη τεχνική, η οποία παρέχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά µε το δείγµα και τις µεταβλητές που χρησιµοποιούνται. Παρόλα αυτά, οι µελέτες σχετικά µε τις υποκατηγορίες της Α Σ δεν παρέχουν επαρκή γνώση για την αιτιολογία και την πρόγνωση της κατάστασης. Όπως υποστηρίζουν οι Kaplan, Wilson, Dewey & Crawford (1998) οι υποκατηγορίες διαφέρουν ανάλογα µε τη συνύπαρξη της Α Σ µε άλλες µαθησιακές δυσκολίες και γι αυτό απαιτείται περαιτέρω έρευνα σε αυτόν τον τοµέα. Γενικά, τα παιδιά µε αδεξιότητα εµφανίζουν ένα εύρος δυσκολιών, τόσο σε σχέση µε τη σοβαρότητα της κατάστασης, όσο και µε τη φύση της. Οι δυσκολίες τους δεν παρουσιάζονται σε όλες τις κινητικές δεξιότητες και υπάρχει µία ποικιλοµορφία µεταξύ των οµάδων της Α Σ (Hoare, 1994; Wright & Sugden, 1996). Σαν συνέπεια, το γεγονός αυτό δυσκολεύει ακόµη περισσότερο την ανίχνευσή τους µε µία απλή δοκιµασία και εποµένως, την έγκαιρη παρέµβαση µε προοπτική την επίλυση των προβληµάτων τους στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Μέθοδοι αξιολόγησης και ανίχνευσης της Α Σ Όπως προαναφέρθηκε, η ανίχνευση αυτών των παιδιών αποτελεί ένα πρόβληµα, διότι όχι µόνο διαφέρουν από τα τυπικά παιδιά, αλλά παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και µεταξύ τους (Hoare, 1994; Maeland, 1992; Visser, 2003). Όπως αναφέρει ο Keogh (1982), η κινητική απόδοση µπορεί να αξιολογηθεί µε ποικίλους τρόπους και από διαφορετικές προοπτικές. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι υπάρχει µικρή συµφωνία µεταξύ των αποτελεσµάτων των ερευνών, όσον αφορά τον καθορισµό των παιδιών µε αδεξιότητα. Έτσι, προκύπτει η ανάγκη της δόµησης µιας απλής δέσµης αξιολόγησης, η οποία θα καλύπτει ποικίλες κινητικές δεξιότητες. O Davis (1984) προτείνει να εξετάζονται οι κινητικές δεξιότητες ανεξάρτητα, λαµβάνοντας υπόψη την εξειδίκευση των δεξιοτήτων. Αντί για ένα συνολικό αποτέλεσµα, θα πρέπει να δίνεται ένα προφίλ της απόδοσης του ατόµου, το οποίο θα ανιχνεύει τις δυνατότητες και τις αδυναµίες στον

19 κινητικό τοµέα. Με τον ίδιο τρόπο, οι Stott, Henderson & Moyes (1986), τονίζουν ότι η κινητική ικανότητα, δεν λαµβάνεται ως µία σταθερή και µοναδική ικανότητα, αλλά ότι µπορεί να διαιρεθεί σε πολλές ικανότητες, µε τις οποίες τα παιδιά είναι προικισµένα, σε διαφορετικό βαθµό. Συνεπώς, η ανίχνευση της κινητικής αδεξιότητας έχει προβλήµατα και απαιτεί διαφορετικές προσεγγίσεις. Έχουν αναπτυχθεί πολλές δοκιµασίες και µέθοδοι αξιολόγησης της κινητικής απόδοσης των παιδιών. Μερικές από αυτές, είναι δοκιµασίες ανίχνευσης των κινητικών δυσκολιών των παιδιών και βασίζονται σε νόρµες. Αυτές οι δοκιµασίες, βασίζονται κυρίως σε τιµές του αποτελέσµατος και εστιάζονται στο τι µπορεί και δεν µπορεί να κάνει το παιδί, ενώ η απόδοσή του κρίνεται ανάλογα µε τη χρονολογική του ηλικία. Μία άλλη οµάδα δοκιµασιών, είναι οι δοκιµασίες που βασίζονται σε κριτήρια, τα οποία εξετάζουν το πώς το παιδί εκτελεί τη δεξιότητα, ενώ η απόδοση κρίνεται ανάλογα µε ένα κριτήριο κινητικού µοντέλου. Εξαιτίας της λεπτοµερούς µελέτης και διάγνωσης της κινητικής απόδοσης, αυτές οι δοκιµασίες οδηγούν σε προτάσεις για παρέµβαση. Ένας άλλος τρόπος καθορισµού των παιδιών µε κινητική αδεξιότητα, είναι η αξιολόγηση από τους δασκάλους. Πολλές έρευνες έχουν εστιάσει το ενδιαφέρον τους, στο εάν υπάρχει συµφωνία µεταξύ της αξιολόγησης των δασκάλων, και του αποτελέσµατος των κινητικών δοκιµασιών. Η Gubbay (1975) ζήτησε από τους δασκάλους να συµπληρώσουν ένα ερωτηµατολόγιο που περιλάµβανε ερωτήσεις σχετικά µε την αθλητική ικανότητα και τη γενική αδεξιότητα των παιδιών. Παρόµοια έρευνα πραγµατοποιήθηκε και από τους Sovik & Maeland (1986). Σε µία έρευνα των Keogh, Sugden, Reynard & Calkins (1979) συγκρίθηκαν τρεις διαδικασίες αξιολόγησης, ένα ερωτηµατολόγιο δασκάλων, κλίµακες παρατήρησης από ειδικούς της φυσικής αγωγής και µία κινητική δοκιµασία. ε βρέθηκε καµία σηµαντική συµφωνία στον καθορισµό του προβλήµατος. Αντίθετα, οι Henderson & Hall (1982) βρήκαν στενή σχέση µεταξύ τριών µεθόδων αξιολόγησης, µίας κλίµακας αξιολόγησης για το δάσκαλο, µίας κινητικής δοκιµασίας και µίας νευροαναπτυξιακής εξέτασης. Η Maeland (1992) σύγκρινε δύο κινητικές δοκιµασίες το Test of Motor Proficiency (TMP), (Gubbay, 1975), το οποίο είναι µία δοκιµασία ανίχνευσης και απαιτεί λίγο χρόνο εκτέλεσης και το Test of Motor Impairment (TOMI), (Stott, Moyes & Henderson, 1984), το οποίο καλύπτει ένα ευρύ πεδίο κινητικών χαρακτηριστικών, καθώς επίσης και ένα ερωτηµατολόγιο για το δάσκαλο. Παρά το γεγονός ότι, ανιχνεύθηκε ίδιο ποσοστό παιδιών, κάθε δέσµη αξιολόγησης ανίχνευσε διαφορετική οµάδα παιδιών. Η ερευνήτρια αιτιολόγησε αυτό το αποτέλεσµα ως έλλειψη εκπαίδευσης των δασκάλων. Στην έρευνα των Henderson & Hall (1982), η συµφωνία µεταξύ των δοκιµασιών δικαιολογήθηκε από το γεγονός ότι οι δάσκαλοι έλαβαν

20 συστηµατική εκπαίδευση, για ένα χρόνο, παρατηρώντας την κινητική αδεξιότητα σε παιδιά. Ένας άλλος παράγοντας που µπορεί να επηρέασε την κρίση των δασκάλων στις προηγούµενες µελέτες ήταν η ηλικία των παιδιών. Η φύση των κινητικών δυσκολιών είναι πιθανό να αλλάζει µε την ηλικία και να είναι δυσκολότερο για τους δασκάλους να ανιχνεύσουν το πρόβληµα σε µεγαλύτερες ηλικίες. Στην έρευνα της Maeland (1992) τα παιδιά ήταν 10 ετών, ενώ σ αυτή των Henderson & Hall (1982) ήταν 6,7 ετών. Μέχρι στιγµής ο συνδυασµός διαφορετικών µεθόδων φαίνεται να είναι η πιο αποτελεσµατική µέθοδος ανίχνευσης (Keogh et al., 1979; Henderson & Hall, 1982). Οι Wall et al. (1990), αναφέρουν ότι µία από τις πιο αξιόπιστες και έγκυρες δοκιµασίες για ανίχνευση της κινητικής αδεξιότητας, είναι το Test of Motor Impairment (TOMI), (Stott et al., 1984). Μεταγενέστερα, οι Henderson & Sugden (1992), παρουσίασαν µία πιο εξελιγµένη µορφή του TOMI, το Movement Assessment Battery for Children (Movement ABC). Αυτή η δοκιµασία, είτε µε την προηγούµενη, είτε µε τη νέα µορφή της, αποτελεί την πιο δηµοφιλή δοκιµασία στη βιβλιογραφία (Maeland, 1992; Miyahara, Tsujii, Hanai et al., 1998; Rosblad & Gard, 1998; Smits-Engelsman, Henderson & Michels, 1998; Wright et al., 1994). Πιο συγκεκριµένα, η δοκιµασία αποτελείται από τρία µέρη, το ερωτηµατολόγιο που συµπληρώνεται από τους δασκάλους (Movement ABC Checklist), την κινητική δοκιµασία ABC, καθώς και οδηγίες για παρέµβαση. Και τα τρία µέρη της δοκιµασίας έχουν χρησιµοποιηθεί σε πολλές χώρες (Kourtessis, Tzetzis, Kioumourtzoglou & Mavromatis 2001; Miyahara et al., 1998; Rösblad & Gard, 1998; Smits-Engelsman et al., 1998; Wright & Sugden, 1998; Wright et al., 1994). Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται µία τάση των ερευνητών να χρησιµοποιούν εργαστηριακές δοκιµασίες, που περιλαµβάνουν τη βιοµηχανική ανάλυση βασικών δεξιοτήτων όπως η βάδιση (Woodruff et al., 2002), η στατική ισορροπία (Geuze, 2003), η προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος (Larkin & Parker, 1998), ως συµπληρωµατικές µεθόδους για την καλύτερη έρευνα και κατανόηση της Α Σ και κατά συνέπεια την αποτελεσµατικότερη δόµηση προγραµµάτων παρέµβασης. Στατική ισορροπία Βιοµηχανικά χαρακτηριστικά της ισορροπίας Η ανάπτυξη των ικανοτήτων της ισορροπίας είναι σηµαντική για την απόκτηση και τον έλεγχο των κινητικών δεξιοτήτων (Massion, 1992). Έρευνες στο χώρο της βιοµηχανικής έχουν δείξει, ότι ο έλεγχος της στατικής ισορροπίας πρέπει να αποκτηθεί πριν το παιδί µάθει να περπατά (Bril & Breniere, 1993). Στην ουσία, σύµφωνα µε τον

21 Thelen (1989), η έλλειψη στατικού ελέγχου εµποδίζει την απόκτηση της ανεξάρτητης κίνησης στη µικρή ηλικία. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι δίποδα και µετακινούνται πάνω από το έδαφος µε το ένα πόδι σε επαφή (βάδιση), ή χωρίς καθόλου επαφή (τρέξιµο), ή και µε τα δύο πόδια σε επαφή (στάση), δηµιουργεί µία πρόκληση διερεύνησης του συστήµατος ελέγχου της ισορροπίας. Επειδή τα δύο τρίτα της µάζας του σώµατος του ανθρώπου βρίσκονται στα δύο τρίτα του σωµατικού ύψους πάνω από το έδαφος, θα δηµιουργούνταν ένα έµφυτο ασταθές σύστηµα, αν το σύστηµα ελέγχου της ισορροπίας δεν λειτουργούσε διαρκώς. Το σύστηµα ισορροπίας προκαλείται περισσότερο, κυρίως, κατά τη διάρκεια της βάδισης, όταν ξεκινάει και τελειώνει ο κύκλος ενός βήµατος, κατά τη στροφή, κατά την αποφυγή εµποδίων (τροποποίηση µήκους βηµατισµού, αλλαγή κατεύθυνσης, πέρασµα πάνω από αντικείµενα), κατά την πρόσκρουση πάνω σε ανθρώπους, ή αντικείµενα. Συνεπώς, το µεγαλύτερο µέρος της έρευνας έχει εστιαστεί στην προσπάθεια διατάραξης του συστήµατος ισορροπίας µε ποικίλους τρόπους, µε στόχο να ποσοτικοποιήσει την ανθρώπινη αντίδραση (Winter, 1995). Τρία µεγάλα αισθητηριακά συστήµατα εµπλέκονται στην ισορροπία και τη στάση του σώµατος. Η όραση είναι το σύστηµα, που κυρίως, εµπλέκεται στο σχεδιασµό της κίνησης και στην αποφυγή εµποδίων που υπάρχουν στην πορεία. Το σύστηµα του έσω αυτιού αποτελεί τη «γυροσκοπική πυξίδα» του ανθρώπου, η οποία ανιχνεύει τις γραµµικές και γωνιακές επιταχύνσεις. Το κιναισθητικό σύστηµα, το οποίο περιλαµβάνει πολλά αισθητήρια, τα οποία ανιχνεύουν τη θέση και την ταχύτητα των µελών του σώµατος, την επαφή τους µε εξωτερικά αντικείµενα (κρούση) και το έδαφος, και τον προσανατολισµό της βαρύτητας (Winter, 1995). Ο Winter (1995) στην ανασκόπησή του αναφέρει βασικούς ορισµούς, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την κατανόηση των θεµάτων της βιοµηχανικής ανάλυσης της στατικής ισορροπίας. Πιο συγκεκριµένα, ως στάση, περιγράφει τον προσανατολισµό των µελών του σώµατος σε σχέση µε το διάνυσµα της βαρύτητας. Στη συνέχεια, η ισορροπία, είναι ένας γενικός όρος που περιγράφει τη δυναµική της στάσης του σώµατος, έτσι ώστε να προλαµβάνεται η πτώση. Σχετίζεται µε τις δυνάµεις αδράνειας που ενεργούν στο σώµα και τα αδρανειακά χαρακτηριστικά των µελών του σώµατος. Κέντρο µάζας (ΚΜ), είναι το σηµείο της συνολικής µάζας του σώµατος, σε ένα γενικό σύστηµα αναφοράς και αποτελεί τον µέσο όρο του κέντρου µάζας κάθε µέλους του σώµατος, τρισδιάστατα. Το ΚΜ είναι µία παθητική µεταβλητή, η οποία ελέγχεται από το σύστηµα ελέγχου της ισορροπίας. Τέλος, κέντρο πίεσης (ΚΠ), είναι το σηµείο εφαρµογής

22 του ανύσµατος των κατακόρυφων δυνάµεων αντίδρασης του εδάφους που αναπαριστά ένα σταθµικό µέσο όλων των πιέσεων στην επιφάνεια του εδάφους και είναι ανεξάρτητο από το κέντρο µάζας. Αν το ένα πέλµα είναι σε επαφή µε το έδαφος το καθαρό κέντρο πίεσης βρίσκεται σε αυτό το πέλµα. Εάν και τα δύο πόδια βρίσκονται σε επαφή µε το έδαφος, το καθαρό κέντρο πίεσης βρίσκεται κάπου ανάµεσα στα δύο πέλµατα, ανάλογα µε το βάρος, το οποίο δίνεται από κάθε πέλµα. Συνεπώς, όταν και τα δύο πόδια είναι σε επαφή µε το έδαφος, υπάρχουν διαφορετικά κέντρα πίεσης κάτω από κάθε πέλµα. Όταν χρησιµοποιείται ένα δυναµοδάπεδο, τότε είναι διαθέσιµο µόνο το καθαρό κέντρο πίεσης και των δύο πελµάτων. Τα δύο δυναµοδάπεδα ποσοτικοποιούν τις αλλαγές του κέντρου πίεσης σε κάθε πόδι. Η θέση του κέντρου πίεσης κάτω από κάθε πόδι αντανακλά άµεσα το νευρικό έλεγχο των µυών της ποδοκνηµικής. Η αυξηµένη δραστηριότητα των καµπτήρων του πέλµατος µετακινεί το κέντρο πίεσης προς τα µπροστά, ενώ η αυξηµένη δραστηριότητα των µυών στρέψης το µετακινεί πλευρικά (Winter, 1995). Αναλύσεις του κέντρου πίεσης κατά την όρθια στάση ηρεµίας Η όρθια ήρεµη στάση έχει αποτελέσει το θέµα πολλών ερευνητικών εργασιών. Η πιο σηµαντική µέτρηση, η οποία έχει καταγραφεί είναι το κέντρο πίεσης από ένα δυναµοδάπεδο. Η κίνηση του κέντρου πίεσης έχει καταγραφεί, τόσο σε προσθιοπίσθια, όσο και σε πλαγιοµετωπική κατεύθυνση. Η πιο συχνά χρησιµοποιούµενη θέση των ποδιών είναι µε το ένα δίπλα στο άλλο και ο πιο συχνά αναφερόµενος έλεγχος είναι στην προσθιοπίσθια κατεύθυνση και αναφέρεται ως «στρατηγική της ποδοκνηµικής». Στη βιβλιογραφία το σώµα αναφέρεται ως ανεστραµµένο εκκρεµές, το οποίο αιωρείται στον προσθοπίσθιο άξονα, γύρω από την ποδοκνηµική (Winter, 1995). Στον προσθοπίσθιο άξονα έχουν περιγραφεί στη βιβλιογραφία η στρατηγική της ποδοκνηµικής και του ισχίου (Horak & Nashner, 1986). Η στρατηγική της ποδοκνηµικής έχει εφαρµογή στην ήρεµη όρθια στάση και κατά τη διάρκεια µικρών διαταραχών της ισορροπίας, και προβλέπει ότι οι πελµατιαίοι και οι ραχιαίοι καµπτήρες ενεργούν για να ελέγχουν το σώµα (ανεστραµµένο εκκρεµές). Σε συνθήκες διατάραξης της ισορροπίας, ή όταν οι µύες της ποδοκνηµικής αδυνατούν να ενεργήσουν, χρησιµοποιείται η στρατηγική του ισχίου για να κάµψει το ισχίο και συνεπώς, το κέντρο µάζας µετακινείται προς τα πίσω, ή για να το εκτείνει και τότε το κέντρο µάζας µετακινείται µπροστά (Winter, 1995).

23 Το µεγαλύτερο µέρος των ερευνών σχετικά µε την όρθια στάση ηρεµίας έχει χρησιµοποιήσει τη µέτρηση του κέντρου πίεσης σ ένα δυναµοδάπεδο. Ωστόσο, υπάρχει σύγχυση σχετικά µε την ερµηνεία του σήµατος του κέντρου πίεσης σε αυτές τις µετρήσεις. Πολλοί ερευνητές αναφέρθηκαν στο κέντρο πίεσης, ως «στατική ταλάντωση» (Diener, Dichgans, Bather & Gompf, 1984). Άλλοι ερευνητές (Okubo, Watanabe, Takeya & Baron, 1979; Spaepen, Peeraer & Willems, 1979) περιέγραψαν τις καταγραφές του κέντρου πίεσης ως κέντρο βάρους, ενώ µία οµάδα εξίσωσε το κέντρο πίεσης µε ανεξάρτητες µετρήσεις από δεδοµένα κινηµατογράφησης. Οι έρευνες αυτές αγνόησαν τα δεδοµένα από την εργασία των Murray, Seireg & Scholz (1967), οι οποίοι έδειξαν µία ξεκάθαρη διαφορά µεταξύ των τροχιών του κέντρου πίεσης και του κέντρου βάρους. Μία παρόµοια κριτική καταγράφηκε από τους Geursen, Altena, Massen & Verduin (1976), οι οποίοι αναγνώρισαν ότι σε ένα µοντέλο ανεστραµµένου εκκρεµούς, η διαφορά µεταξύ κέντρου πίεσης και κέντρου µάζας πρέπει να µετρηθεί αναλογικά µε την οριζόντια επιτάχυνση του κέντρου µάζας. Ωστόσο, σύγχυση δηµιουργήθηκε από µία οµάδα που υποστήριξε ότι, η µετατόπιση του κέντρου πίεσης προκλήθηκε από µία µετατόπιση στο κέντρο βάρους (Kapteyn, Bles, Njiokiktjien et al., 1983). Οι Murray et al. (1967) και οι Prieto, Myklebust & Myklebust (1993) παρατήρησαν, ότι οι µετακινήσεις του κέντρου πίεσης ήταν µεγαλύτερες από τις αντίστοιχες του κέντρου βάρους σε υψηλότερες συχνότητες, τόσο στον προσθοπίσθιο, όσο και στον πλαγιοµετωπικό άξονα. Ο Winter (1995) στην ανασκόπησή του προσπάθησε να ερµηνεύσει το ότι, οι µετακινήσεις του κέντρου βάρους είναι µικρότερες από τις διακυµάνσεις του κέντρου πίεσης, τόσο στον προσθοπίσθιο, όσο και στον πλαγιοµετωπικό άξονα. Σε όλες τις έρευνες µε συµµετέχοντες από τον τυπικό πληθυσµό (Diener et al., 1984; Hasan, Lichtenstein & Shiavi, 1990; Lucy & Hayes, 1985; Okubo et al., 1979) κατά τη στάση µε κλειστά µάτια το εύρος του κέντρου πίεσης ήταν µεγαλύτερο στον προσθοπίσθιο και στον πλαγιοµετωπικό άξονα. Στη στήριξη µε το ένα πόδι, µε κλειστά µάτια, όχι µόνο το εύρος του κέντρου πίεσης ήταν µεγαλύτερο, αλλά και οι διακυµάνσεις στις τρεις δυνάµεις αντίδρασης του εδάφους ήταν σηµαντικά υψηλές (Goldie, Evans & Bach, 1992). Άλλες µετρήσεις της µετατόπισης του κέντρου πίεσης έγιναν ως προς το µήκος της πορείας και της περιοχής. Πορεία είναι το µήκος της µετατόπισης της τροχιάς του κέντρου πίεσης (ανεξάρτητη από την κατεύθυνση), (Diener et al., 1984; Hasan et al., 1990; Kapteyn et al., 1983), και οδηγεί στο συµπέρασµα ότι το σύστηµα ελέγχου του ανθρώπινου σώµατος είναι ανεξάρτητο από την κατεύθυνση της τροχιάς του κέντρου πίεσης. Οι Collins & DeLuca (1993), ανέλυσαν την τυχαία πορεία της τροχιάς του κέντρου

24 πίεσης χρησιµοποιώντας στατιστική µηχανική και κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι, το σύστηµα ελέγχου ήταν ίδιο για τον προσθοπίσθιο και τον πλαγιοµετωπικό άξονα. Για το γενικό µοντέλο της ισορροπίας φάνηκε ότι για την όρθια στάση στα δύο πόδια, στον πλαγιοµετωπικό άξονα, ο νευροµυϊκός έλεγχος γίνεται µέσω του µηχανισµού επιφόρτισης του ισχίου, ενώ ο έλεγχος στον προσθοπίσθιο άξονα είναι ανεξάρτητος, και γίνεται από την ποδοκνηµική. Σε άλλες τυπικές στάσεις ισορροπίας, όπως η στάση Romberg (το ένα πέλµα σε ευθεία µπροστά από το άλλο) υπήρχαν διαφορές στις διακυµάνσεις στον πλαγιοµετωπικό σε σχέση µε τον προσθοπίσθιο άξονα. Στη στάση Romberg το εύρος του κέντρου πίεσης ήταν σηµαντικά µεγαλύτερο από αυτό στην όρθια στάση µε δύο πόδια (Black et al., 1982; Okubo et al., 1979). Οι Goldie, Bach & Evans (1989) σε µεγάλης κλίµακας έρευνα αξιοπιστίας, σε τέσσερις διαφορετικές στάσεις ισορροπίας (όρθια στάση µε δύο πόδια, σε βηµατισµό, το ένα πέλµα εµπρός από το άλλο σε επαφή, και στάση µε ένα πόδι) κατέγραψαν ότι, οι τρεις δυνάµεις αντίδρασης ήταν πιο ενδεικτικές από ότι οι µετρήσεις του κέντρου πίεσης. Οι Kirby, Price & MacLeod (1987) παρατήρησαν αλλαγές του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό και τον προσθοπίσθιο άξονα, σε 14 διαφορετικές στάσεις ισορροπίας (διαφορετικές πλευρικές τοποθετήσεις στο χώρο, διαφορετικές τοποθετήσεις σε προσθοπίσθιο άξονα, και διαφορετικές εξωτερικές ή εσωτερικές στροφές του πέλµατος). Οι µεγαλύτερες αλλαγές του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό άξονα ήταν στην όρθια στάση µε τα πόδια το ένα δίπλα στο άλλο. Τοποθετώντας το ένα πόδι 30 εκ. µπροστά από το άλλο και σε πλάγια απόσταση 15 εκ., αυξανόταν οι αλλαγές του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό και προσθοπίσθιο άξονα. Στρέφοντας το πόδι εσωτερικά 25 ο και 45 ο επίσης αυξήθηκαν οι αλλαγές του κέντρου πίεσης. Σε µελέτες που έγιναν σε ηλικιωµένους υπάρχουν ενδείξεις αυξηµένου εύρους µετατόπισης του κέντρου πίεσης (Brocklehurst, Robertson & James-Groom, 1982; Dorman, Fernie & Holliday, 1978; Era & Heikkinen, 1985; Hasselkus & Shambes, 1975; Lucy et al., 1985; Overstall, Exton-Smith, Imms & Johnson, 1977) και υψηλότερες συχνότητες των σηµάτων του κέντρου πίεσης (Lucy et al., 1985; Dorman et al., 1978). Μια έξοχη ανασκόπηση των µετρήσεων της όρθιας στάσης και άλλων σκελετικών µυϊκών και νευρικών µετρήσεων στους ηλικιωµένους παρουσιάστηκε από τους Vandervoort, Gill, Sandrin & Vyse (1990). Ωστόσο, δηµιουργείται το ερώτηµα αν οι αυξήσεις στο εύρος της µετατόπισης του κέντρου πίεσης σε στατικές συνθήκες αποτελούν απαραίτητα ένδειξη έλλειψης ισορροπίας (Patla, Frank & Winter, 1990), ιδιαίτερα όταν γνωστές παθολογικές καταστάσεις παρουσιάζουν µία µείωση του εύρους του κέντρου πίεσης (Gauthier-Gagnon,

25 St. Pierre, Drouin & Riley, 1986), και όταν τα παιδιά παρουσιάζουν µεγάλες µετακινήσεις του κέντρου πίεσης, παρόµοιες µε τους ηλικιωµένους (Zemicke, Gregor & Crafty, 1982). Σε διαταραχές της ισορροπίας το εύρος της µετατόπισης του κέντρου πίεσης αυξάνεται σηµαντικά. Ασθενείς µε προβλήµατα στην παρεγκεφαλίδα εντοπισµένα σε πέντε διαφορετικές θέσεις, συγκρίθηκαν αρχικά µεταξύ τους και µετά µε τυπικό πληθυσµό (Diener et al., 1984). Μερικές µετρήσεις του κέντρου πίεσης έδειξαν σηµαντικές διαφορές. Για παράδειγµα, το εύρος στον προσθοπίσθιο άξονα και η πορεία της ταλάντωσης, στην κατάσταση µε τα µάτια κλειστά ήταν µεγαλύτερα, σε ασθενείς µε πρόβληµα στον πρόσθιο λοβό, από ότι σε ασθενείς µε προβλήµατα στις άλλες τέσσερις θέσεις εντοπισµού του προβλήµατος. Οι Lucy et al. (1985) ανέφεραν ότι τα µεγέθη του εύρους της µετατόπισης του κέντρου πίεσης ήταν µεγαλύτερα στον προσθοπίσθιο και πλαγιοµετωπικό άξονα για 10 ασθενείς µε προβλήµατα στην παρεγκεφαλίδα και άλλες διαγνώσεις. Συνεπώς, το κέντρο πίεσης αποτελεί έναν δηµοφιλή τρόπο αξιολόγησης της όρθιας στάσης ηρεµίας για όλες τις ηλικιακές κατηγορίες και τις γνωστές παθολογικές καταστάσεις. Αξιολόγηση της ισορροπίας σε παιδιά Όσον αφορά την αξιολόγηση της ισορροπίας σε παιδιά, αναφέρεται ότι, η ισορροπία στο ένα πόδι αποτελεί τον πιο γνωστό τρόπο αξιολόγησης της ικανότητας της στατικής ισορροπίας (Gallahue & Osmun, 1995). Αρκετοί ερευνητές µελέτησαν την ισορροπία στο ένα πόδι, µε ανοικτά και κλειστά µάτια και µε τα χέρια ελεύθερα στα πλάγια του κορµού, ή στηριγµένα στα ισχία (Cratty, 1986; DeOreo, 1980; Eckert & Rarick, 1975). Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εκτέλεσης του ώριµου µοντέλου της ισορροπίας στο ένα πόδι από τα παιδιά συνοψίζονται στην ικανότητα να ισορροπούν µε κλειστά µάτια, στη σωστή χρήση των χεριών και του κορµού, στη σωστή θέση του ποδιού αιώρησης, στην εστίαση του βλέµµατος σε εξωτερικό αντικείµενο και στην αλλαγή του ποδιού στήριξης χωρίς να χάνεται η ισορροπία. Σύµφωνα µε τους Gallahue & Ozmun (1995) τα προβλήµατα εκτέλεσης της δεξιότητας της ισορροπίας στο ένα πόδι, αναφορικά µε τα κάτω άκρα και τον κορµό, εντοπίζονται στην αδυναµία να εκτελεστεί και από τα δύο πόδια, στην αδυναµία ελέγχου του σώµατος, στην οπτική παρακολούθηση του ποδιού στήριξης και στην υπερβολική εξάρτηση από εξωτερική υποστήριξη (Gallahue & Osmun, 1995). Ωστόσο, στο γενικό πληθυσµό σηµαντικές αλλαγές συµβαίνουν στο σύστηµα ελέγχου της στάσης γύρω από την ηλικία των 6-7 ετών. Οι οπτικές πληροφορίες φαίνεται να είναι κυρίαρχες στον έλεγχο της στάσης πριν την ηλικία των 6-7, ενώ παρατηρείται µια

26 µετάβαση σε έναν πολυαισθητηριακό έλεγχο µετά από την ηλικία αυτή (Bertenthal & Clifton, 1996; Shumway-Cook & Woollacott, 1985; Woollacott, Debu & Mowatt, 1987; Woollacott, Debu & Shumway-Cook, 1987; Woollacott, Shumway-Cook & Williams, 1989). Αυτή η µετάβαση οδηγεί σε µείωση της στατικής ταλάντωσης κατά την ήρεµη στάση. Επιπλέον, τα παιδιά κάτω από 6-7 ετών, σε αντίθεση µε τα µεγαλύτερα παιδιά, έχουν µειωµένη ικανότητα ισορροπίας όταν χάνουν τις αισθητηριακές πληροφορίες για στατικό έλεγχο. Επίσης, έχουν δυσκολία να µεταβούν από τη χρήση κιναισθητικών πληροφοριών σε οπτικές, όταν οι πρώτες δεν εναρµονίζονται µε τη στατική ταλάντωση (Shumway-Cook & Woollacott, 1985; Woollacott, Debu & Shumway-Cook, 1987). Η έρευνα δείχνει ότι στα παιδιά µε προβλήµατα στον αντιληπτικοκινητικό τοµέα εµφανίζονται προβλήµατα στην ισορροπία. Επειδή η ανάπτυξη του ελέγχου της ισορροπίας αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη όλων των κινητικών δεξιοτήτων, προβλήµατα στην ανάπτυξή του, οδηγούν και σε προβλήµατα ανάπτυξης κινητικών δεξιοτήτων (Massion, 1992). Η κινητική ανάπτυξη στα παιδιά µε κινητική αδεξιότητα, ή προβλήµατα συναρµογής ακολουθεί αργούς ρυθµούς σε σχέση µε τα τυπικά παιδιά, και αυτό επεκτείνεται και στις δεξιότητες ισορροπίας. Οι δεξιότητες ισορροπίας βρέθηκε να είναι ανεπαρκώς ανεπτυγµένες σε ένα µεγάλο ποσοστό των παιδιών µε κινητική αδεξιότητα, ή προβλήµατα συναρµογής (Geuze, 2003; Visser et al., 1998). Επιπρόσθετα, η στατική ισορροπία, ή ο έλεγχος της στάσης παρουσιάζει επίσης ανεπάρκεια σε παιδιά, ή εφήβους µε κινητικά προβλήµατα (Cantell et al., 1994; Hoare, 1994; Williams, Fisher & Tritschler, 1983). Μελέτες σχετικά µε τις υποκατηγορίες της κινητικής αδεξιότητας (Hoare, 1994; Macnab et al., 2001) έδειξαν ότι υπάρχουν υποκατηγορίες παιδιών µε προβλήµατα που εντοπίζονται κυρίως στη στατική ισορροπία. Οι περισσότερες από αυτές τις έρευνες αξιολόγησαν τη χρονική διάρκεια που τα παιδιά µπορούσαν να διατηρήσουν την ισορροπία τους. Το ερώτηµα που προκύπτει είναι τι είδους προβλήµατα παρουσιάζουν στον έλεγχο της ισορροπίας. Αυτό το ερώτηµα προσπάθησε να απαντήσει µία έρευνα που πραγµατοποιήθηκε από τον Geuze (2003) και στην οποία συµµετείχαν παιδιά µε προβλήµατα κινητικής συναρµογής και ιδιαίτερα προβλήµατα ισορροπίας, τα οποία συγκρίθηκαν µε παιδιά τυπικής συναρµογής 6-12 ετών. Χρησιµοποιήθηκε δυναµοδάπεδο και αναλύθηκε το κέντρο πίεσης σε καταστάσεις όρθιας στάσης ηρεµίας µε δύο και ένα πόδι, µε και χωρίς οπτική επαφή. Οι µετρήσεις της ισορροπίας µε δυναµοδάπεδο προτείνονται από τη βιβλιογραφία, γιατί είναι ευαίσθητες σε ηλικιακές διαφορές (Riach & Hayes, 1987) και σε κλινικές καταστάσεις, διαχωρίζοντας

27 ασθενείς µε προβλήµατα από τον τυπικό πληθυσµό (Wooley, Roobin, Kantner & Amstrong, 1993). Τα αποτελέσµατα έδειξαν µία βελτίωση της στατικής ισορροπίας µε την πάροδο της ηλικίας, αλλά µόνο µικρές διαφορές µεταξύ των τυπικών παιδιών και των παιδιών µε κινητική αδεξιότητα. Επίσης, το κέντρο πίεσης ήταν διαφορετικό για τις πιο δύσκολες συνθήκες ισορροπίας, αποτέλεσµα που συµφωνεί µε τα αποτελέσµατα των ερευνών που αναλύονται στην ανασκόπηση του Winter (1995). Τα παιδιά µε προβλήµατα συναρµογής είχαν µεγαλύτερη δυσκολία στη στάση µ ένα πόδι και τα µάτια κλειστά. Το γενικό συµπέρασµα από αυτή τη µελέτη είναι ότι, τα παιδιά µε προβλήµατα κινητικής συναρµογής, κάτω από κανονικές συνθήκες, δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυσκολία στον έλεγχο της στατικής ισορροπίας. Μόνο κάτω από δύσκολες συνθήκες (διατάραξη της στατικής ήρεµης όρθιας θέσης) αυξάνουν τη στατική ταλάντωση σαν αποτέλεσµα του µη ικανοποιητικού επιπέδου ισορροπίας που έχουν (Geuze, 2003). Σαν συµπέρασµα θα µπορούσε να διατυπωθεί ότι, η περιορισµένη έρευνα, η οποία σχετίζεται µε την αξιολόγηση της στατικής ισορροπίας των παιδιών και ιδιαίτερα αυτών µε Α Σ, αποτελεί πρόκληση για περαιτέρω µελέτη, χρησιµοποιώντας συνδυασµένους τρόπους βιοµηχανικής ανάλυσης της κίνησης, έτσι ώστε να γίνεται ακριβής διάγνωση των προβληµάτων στην κινητική ανάπτυξη. Βάδιση Μηχανικά χαρακτηριστικά της βάδισης Η βάδιση είναι µία «µέθοδος µετακίνησης, η οποία περιλαµβάνει την κίνηση και των δύο ποδιών εναλλάξ, έτσι ώστε να παρέχει στήριξη και προώθηση» (Whittle, 1991). Είναι µία πολύπλοκη δεξιότητα, η οποία απαιτεί την αλληλεπίδραση του κεντρικού νευρικού συστήµατος, του µυοσκελετικού συστήµατος, πολλών αισθητηριακών συστηµάτων, δυνάµεων βαρύτητας και περιβαλλοντικών παραγόντων (Gallahue & Ozmun, 1995). Στην περίπτωση που κάποιος δεν έχει γεννηθεί µε µία κινητική αναπηρία, ή δεν έχει υποστεί κάποιο ατύχηµα, το βάδισµα αποτελεί µία από τις πιο παραµεληµένες κινητικές δεξιότητες. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει ποικιλοµορφία στο τυπικό µοντέλο βαδίσµατος, κυρίως όσον αφορά στη χρήση των µυών, υποστηρίζεται ότι, υπάρχει ένα ευκρινώς καθορισµένο «φυσιολογικό µοντέλο» βάδισης και ένα «φυσιολογικό εύρος», το οποίο µπορεί να οριοθετηθεί για τις περισσότερες µετρήσιµες παραµέτρους (Whittle, 1991). Το βάδισµα έχει οριστεί ως η διαδικασία κατά την οποία, πραγµατοποιείται µια συνεχής απώλεια και ανάκτηση της ισορροπίας όταν το σώµα µετακινείται προς τα εµπρός σε όρθια θέση. Το µοντέλο της βάδισης έχει µελετηθεί εκτενώς σε βρέφη, παιδιά και

28 ενήλικες. Η έναρξη του βαδίσµατος στα βρέφη εξαρτάται από την ωρίµανση, αλλά επηρεάζεται και από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οι Burnett & Johnson (1971) δήλωσαν ότι ο µέσος όρος ηλικίας για την επίτευξη της ανεξάρτητης βάδισης είναι οι 12 ½ µήνες, µ ένα εύρος 9-17 µήνες. Πολλοί ερευνητές περιέγραψαν το µοντέλο βάδισης και υποστήριξαν ότι το ώριµο µοντέλο βάδισης επιτυγχάνεται µεταξύ 4 και 7 ετών (Eckert, 1987; Grieve & Gaer, 1966; Wickstrom, 1983; Williams, 1983). Ωστόσο, συνεχίζουν να υπάρχουν αµελητέες αλλαγές στο µοντέλο βάδισης, οι οποίες δεν είναι ορατές µε µία απλή οπτική παρατήρηση. Υποστηρίζεται ότι, απαιτούνται πολύπλοκες τεχνικές (βιντεοανάλυση, δυναµοµέτρηση, ηλεκτροµυογραφία), για την ανίχνευση αυτών των αλλαγών στη δεξιότητα της βάδισης (Wickstrom, 1983). Σύµφωνα µε τους Gallahue & Ozmun (1995), τα ποιοτικά στοιχεία εκτέλεσης του ώριµου µοντέλου της δεξιότητας της βάδισης είναι τα εξής πέντε: η αντανακλαστική αιώρηση των χεριών, η στενή βάση στήριξης, ο χαλαρός επιµήκης βηµατισµός, η µικρή κατακόρυφη άρση, η σαφής επαφή του ποδιού µε το έδαφος µε φτέρνα-δάκτυλα. Σύµφωνα µε τους Gallahue & Ozmun (1995) τα αναπτυξιακά προβλήµατα εκτέλεσης της δεξιότητας της βάδισης, αναφορικά µε τα κάτω άκρα και τον κορµό, εντοπίζονται κυρίως στην τοποθέτηση του ποδιού, στην υπερβολική κλίση του κορµού προς τα µπροστά, στην περιστροφή του κορµού, στην προσγείωση µε όλο το πέλµα και στη στροφή του πέλµατος. Οι Vaughan, Davis & O Connor (1992) ανέλυσαν λεπτοµερειακά το µηχανισµό της βάδισης και των διαφορετικών φάσεων σε ένα κύκλο βάδισης. Το βάδισµα έχει δύο βασικά στοιχεία, την περιοδικότητα της κίνησης του κάθε ποδιού, από τη θέση στήριξης στην επόµενη, και επαρκείς δυνάµεις αντίδρασης του εδάφους, οι οποίες εφαρµόζονται στα πόδια για να στηρίξουν το σώµα. Αυτή η περιοδική κίνηση του ποδιού είναι η ουσία της κυκλικής φύσης της ανθρώπινης βάδισης. Στον κύκλο της βάδισης υπάρχουν δύο κύριες φάσεις, η φάση στήριξης, κατά την οποία το πόδι είναι στο έδαφος και η φάση αιώρησης κατά την οποία το ίδιο πόδι αιωρείται. Η φάση στήριξης µπορεί να υποδιαιρεθεί σε τρεις φάσεις: α) αρχική διπλή στήριξη, όταν και τα δύο πόδια είναι σε επαφή µε το έδαφος, β) στήριξη του ενός ποδιού, όταν το δεξί πόδι είναι σε επαφή µε το έδαφος και το αριστερό αιωρείται µπροστά και γ) δεύτερη διπλή στήριξη, όταν και τα δύο πόδια είναι πάλι σε επαφή µε το έδαφος (Εικ. 1).

29 -----------------Φάση στήριξης--------------------------/----φάση αιώρησης------- Αρχική διπλή στήριξη + Στήριξη στο ένα πόδι + εύτερη διπλή στήριξη Αρχική Αρχή Μέση Τελική Προαιώρηση Επαφή Επιβάρυνσης Στάση Στάση Εικόνα 1. Τυπικός κύκλος βάδισης ενός οκτάχρονου αγοριού (Vaughan, Davis & O Connor, 1992) Ο κύκλος της βάδισης για τα τυπικά άτοµα υποδιαιρείται σε οκτώ περιόδους, πέντε κατά τη στήριξη και τρεις κατά την αιώρηση. Στην παρούσα µελέτη άµεσο ενδιαφέρον παρουσίασε η φάση στήριξης, συνεπώς οι περίοδοι της φάσης αιώρησης δεν θα αναλυθούν. Έτσι, οι περίοδοι για τη στήριξη είναι: Η επαφή της φτέρνας (heel strike), αρχίζει τον κύκλο της βάδισης και αναπαριστά το σηµείο, στο οποίο το κέντρο βάρους του σώµατος είναι στο χαµηλότερο σηµείο του, Πάτηµα µε όλο το πέλµα (foot-flat), είναι η στιγµή που το πέλµα του ποδιού βρίσκεται σε επαφή µε το έδαφος, Μέση στάση (midstance), όταν το πόδι αιώρησης περνά το πόδι στήριξης και το κέντρο βάρους του σώµατος βρίσκεται στο ψηλότερο σηµείο του, Άρση φτέρνας (heel-off), όταν η φτέρνα χάνει την επαφή της µε το έδαφος και αρχίζει µία ώθηση από τους τρικεφάλους µύες, η οποία προκαλεί µία πελµατιαία κάµψη της ποδοκνηµικής και Άρση ακροδακτύλων (toe-off), όπου τελειώνει η φάση στήριξης καθώς το πόδι αφήνει το έδαφος (Cochran, 1982). Επιπρόσθετα, επειδή το προαναφερόµενο µοντέλο των φάσεων της βάδισης έχει εφαρµογή σε άτοµα του τυπικού πληθυσµού, δηµιουργήθηκε ένα άλλο µοντέλο (Εικ. 1) για πληθυσµούς µε διάφορες παθολογίες, το οποίο διαιρεί τη φάση στήριξης σε αρχική επαφή

30 (0%), αρχή επιβάρυνσης (0-10%), µέση στάση (10-30%), τελική στάση (30-50%) και φάση προαιώρησης (50-60%), (Cochran, 1982). Σχετικά µε την έναρξη και την ολοκλήρωση ενός κύκλου βάδισης, ο Winter (1995) αναφέρει ότι, στόχος στην όρθια στάση είναι η διατήρηση του κέντρου µάζας του σώµατος µέσα στη βάση στήριξης µε ασφάλεια. Ωστόσο, όταν το σώµα κινείται πάνω στο έδαφος είτε µ ένα βηµατισµό, είτε µε περισσότερους, το κριτήριο της ισορροπίας αλλάζει σε µεγάλο βαθµό. Στην περίπτωση αυτή στόχος είναι να κινηθεί το σώµα έξω από τη βάση στήριξης και ταυτόχρονα να αποφευχθεί η πτώση. Στο σταθερό βάδισµα, ή το τρέξιµο το κέντρο µάζας είναι πάντα έξω από τη βάση στήριξης (εκτός από την περίοδο της στήριξης µε τα δύο πόδια). Αυτή η κατάσταση της ισορροπίας έχει περιγραφεί σαν δυναµική ισορροπία, που σηµαίνει ότι το πόδι αιώρησης έχει µία τροχιά, η οποία θα επιτύχει συνθήκες ισορροπίας κατά την επόµενη φάση στήριξης. Παρακάτω θα αναλυθούν οι καταστάσεις που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια απλών βηµάτων, ή κατά τη διάρκεια της έναρξης του κύκλου της βάδισης, και το πόσο σταθερή ισορροπία επιτυγχάνεται κατά την ολοκλήρωση του κύκλου της βάδισης. Μια πρωτοποριακή εργασία σχετικά µε την έναρξη του κύκλου βάδισης δηµοσιεύθηκε από τους Herman, Cook, Cozzens & Freedman (1973), στην οποία, τα χαρακτηριστικά της έναρξης περιγράφηκαν µε δυναµικά, κινηµατικά και ηλεκτροµυογραφικά δεδοµένα. Οι κατακόρυφες δυνάµεις αντίδρασης από κάθε δυναµοδάπεδο έδειξαν την αλληλουχία της φόρτισης και της αποφόρτισης του κάθε ποδιού. Αρχικά το πόδι αιώρησης επιβαρυνόταν µε βάρος πάνω από το 50% του βάρους του σώµατος σε ηρεµία, ενώ ταυτόχρονα το πόδι στήριξης αποφορτιζόταν από το ίδιο φορτίο. Μετά συνέβαινε µία ραγδαία αποφόρτιση του ποδιού αιώρησης, µε µία ίση επιβάρυνση του ποδιού στήριξης. Αυτή η αλληλουχία γεγονότων είναι ίδια µε αυτή που αναφέρεται σε πρόσφατες έρευνες. Η κινηµατική ανάλυση περιορίστηκε σε γωνίες των αρθρώσεων και συνεπώς δεν ήταν εφικτό να ερµηνευτούν σε σχέση µε το κέντρο µάζας και τη βάση στήριξης. Οι Mann, Hagey, White & Liddell (1979) ανέφεραν µετρήσεις σε δυναµοδάπεδο για την έναρξη του κύκλου βάδισης σε 10 συµµετέχοντες. Οι καταγραφές του κέντρου πίεσης, έδειξαν µία αρχική πλάγια και προς τα πίσω µετατόπιση του ποδιού αιώρησης, µετά µια απότοµη µετατόπιση του ποδιού στήριξης καθώς το πόδι αιώρησης αποφορτιζόταν. Οι Breniere, Do & Sanchez (1981), Breniere & Do (1986) και οι Breniere, Do & Bouisset (1987) χρησιµοποιώντας δεδοµένα από δυναµοδάπεδο, διαπίστωσαν ότι,

31 κατά την αρχική φάση της έναρξης του κύκλου βάδισης το κέντρο πίεσης φάνηκε να µετακινείται προς τα πίσω, ενώ το κέντρο µάζας µετακινήθηκε προς τα µπροστά. Οι Jian, Winter, Ishac & Gilchrist (1993) παρουσίασαν τις συνδυασµένες τροχιές του κέντρου πίεσης και του κέντρου µάζας κατά την έναρξη και την ολοκλήρωση του κύκλου βάδισης. Καταγράφηκαν 5 προσπάθειες των τεσσάρων ατόµων και χρησιµοποιήθηκαν τρία δυναµοδάπεδα και τέσσερις βιντεοκάµερες. Η αξιολόγηση των τροχιών του κέντρου µάζας και του κέντρου πίεσης έδειξαν ότι, το κέντρο πίεσης κινήθηκε προς τα πίσω και προς το πόδι αιώρησης κατά τη φάση απελευθέρωσης. Η θεωρία του ανεστραµµένου εκκρεµούς προβλέπει, ότι αυτή η µετατόπιση κάνει το κέντρο µάζας να µετακινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Η τροχιά του κέντρου µάζας µετακινήθηκε µπροστά και προς το πόδι στήριξης. Τα δυναµικά χαρακτηριστικά που προκάλεσαν αυτή τη µετατόπιση του κέντρου πίεσης περιγράφονται από την ακόλουθη διαδικασία. Η προς τα πίσω κίνηση του κέντρου πίεσης προκλήθηκε από µία στιγµιαία µείωση στη δραστηριότητα των καµπτήρων του πέλµατος (βοηθούµενη µερικώς από µία αύξηση της δραστηριότητας των καµπτήρων µυών της ράχης του άκρου ποδιού). Αναφορικά µε την ολοκλήρωση του κύκλου βάδισης έχουν καταγραφεί λίγες έρευνες. Οι Jian et al. (1993) ανέφεραν ότι οι µετακινήσεις του κέντρου πίεσης και µάζας κατά την έναρξη και την ολοκλήρωση του κύκλου βάδισης είναι παρόµοιες. Στην έρευνά τους η έναρξη του βαδίσµατος προκλήθηκε από τη στήριξη των ατόµων µε το αριστερό πόδι, και καταγράφηκε στο πρώτο από τα τρία δυναµοδάπεδα. Τα άτοµα έπρεπε να σταµατήσουν κατά τα επόµενα δυο βήµατα, όταν το δεξί και το αριστερό πόδι στηρίχθηκαν στο δεύτερο και τρίτο δυναµοδάπεδο, αντίστοιχα. Η µείωση της ταχύτητας κίνησης δεν έγινε αντιληπτή για το µεγαλύτερο µέρος της φάσης στήριξης του αριστερού ποδιού. Η µόνη ένδειξη για τη µείωση της ταχύτητας κίνησης προς τα εµπρός, φάνηκε από τη µείωση στην ώθηση του αριστερού ποδιού. Μετά την επαφή της φτέρνας του δεξιού ποδιού, το κέντρο πίεσης κινήθηκε απότοµα προς τα εµπρός εξαιτίας της αύξησης της δραστηριότητας των καµπτήρων του πέλµατος. Η µηχανική ανάλυση της ισχύος έδειξε µία σηµαντική απώλεια µηχανικής ενέργειας, η οποία απορροφήθηκε από τους καµπτήρες του πέλµατος. Η απότοµη κίνηση του κέντρου πίεσης προς τα εµπρός, αντέστρεψε τη φορά του ανύσµατος της επιβράδυνσης. Κατά την επιφόρτιση του τελικού ποδιού (αριστερό) το κέντρο πίεσης µετακινήθηκε απότοµα προς το µέσο σηµείο ανάµεσα στα δύο πόδια. Συµπερασµατικά προκύπτει, ότι η ολοκλήρωση του κύκλου βάδισης είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί απ ότι η έναρξη, διότι το Κεντρικό Νευρικό Σύστηµα (ΚΝΣ) πρέπει να προβλέψει τη µελλοντική θέση του κέντρου µάζας. εν υπάρχει αµφιβολία ότι

32 ακόµη και στη στάση ηρεµίας το ΚΝΣ µε κάποιο τρόπο υπολογίζει το κέντρο µάζας του σώµατος και µπορεί να θεωρηθεί, ότι κυρίως εµπλέκεται το αισθητικοκινητικό σύστηµα. Υπάρχουν ενδείξεις, ότι οι ηλικιωµένοι δεν εµφανίζουν οµαλή ολοκλήρωση του κύκλου βάδισης, όπως οι νέοι ενήλικες. Θα ήταν πολύ χρήσιµες ανάλογες πληροφορίες από ασθενείς µε διαταραχές της ισορροπίας (Winter, 1995). Συνοπτικά, θα µπορούσε να αναφερθεί, ότι η βάδιση στους ανθρώπους που είναι δίποδα, ως δραστηριότητα ισορροπίας, αποτελεί πρόκληση για το ΚΝΣ, η οποία είναι διαφορετική από τη δραστηριότητα της ισορροπίας κατά τη στάση. Οι έρευνες για τη στάση και την ισορροπία κατά την ήρεµη ή τη διαταραγµένη στάση έχουν καθορίσει την κυριαρχία των µυών της ποδοκνηµικής στον προσθοπίσθιο άξονα και των προσαγωγών απαγωγών του ισχίου κατά των πλαγιοµετωπικό άξονα. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αν σκεφθεί κανείς, ότι η δραστηριότητα της ισορροπίας διατηρεί το κέντρο βάρους του σώµατος µε ασφάλεια µέσα στη βάση στήριξης. Ωστόσο, κατά τη βάδιση η δραστηριότητα αυτή αλλάζει. Για την επιτάχυνση του κέντρου βάρους προς τα εµπρός πρέπει να ξεκινήσει µία πτώση προς τα µπροστά, έτσι ώστε να επιταχύνει το κέντρο βάρους µπροστά από τη βάση στήριξης. Η αντίθετη διαδικασία ισχύει για την ολοκλήρωση του κύκλου βάδισης, δηλαδή την επαναφορά του κέντρου βάρους µέσα στη βάση στήριξης. Μόλις επιτευχθεί η έναρξη, το κέντρο βάρους µετακινείται κατά µήκος του µέσου ορίου του πέλµατος. Συνεπώς, οι µύες της ποδοκνηµικής δεν είναι πια σηµαντικοί, επειδή η αποστολή για τη διατήρηση της ισορροπίας έχει αλλάξει (Winter, 1987). Έτσι, οποιαδήποτε δραστηριότητα των µυών της ποδοκνηµικής για τη διατήρηση της στάσης δεν µπορεί να αποτρέψει µία πτώση, απλά µπορεί να ρυθµίσει την επιτάχυνση του κέντρου βάρους στον προσθοπίσθιο και στον πλαγιοµετωπικό άξονα. Μόνο µε µία ασφαλή τοποθέτηση του ποδιού αιώρησης µπορεί να αποφευχθεί η πτώση σε κάθε βήµα. Η επανασταθεροποίηση µπορεί να επιτευχθεί κατά τη διάρκεια των δύο σύντοµων περιόδων της διπλής στήριξης (µε τα δύο πόδια), αν και κατά τη φάση αυτή η βάση στήριξης δεν είναι τόσο σταθερή (το ένα πόδι στηρίζει το βάρος του σώµατος στη µικρή περιοχή της φτέρνας, ενώ το άλλο ωθεί µε το εµπρός µέρος του άκρου ποδιού). Το δεύτερο δύσκολο σηµείο της βάδισης είναι η αναγκαιότητα να γίνεται η κατανοµή της µάζας του σώµατος, έτσι ώστε τα δύο τρίτα της συνολικής µάζας του κεφαλιού, των χεριών και του κορµού, να βρίσκονται στα δύο τρίτα του ύψους του σώµατος πάνω από το έδαφος. Ως ένα ανεστραµµένο εκκρεµές είναι από τη φύση του ασταθές. Συνοπτικά, παρά την ύπαρξη όλων αυτών των προβληµάτων ελέγχου, το ΚΝΣ καταφέρνει να διατηρήσει το µεγάλο φορτίο αδράνειας του κεφαλιού-χεριώνκορµού όρθιο.

33 Ανάπτυξη και βιοµηχανική ανάλυση της βάδισης σε παιδιά Η κατανόηση των διαφορών που υπάρχουν στα µοντέλα βαδίσµατος είναι σηµαντική για τη διάγνωση και την αντιµετώπιση παθολογικών καταστάσεων στα παιδιά. Σε µία ανασκόπηση βιβλιογραφίας σχετικά µε την ωρίµανση της βάδισης από τον Sutherland (1997) και εξετάζοντας βιοµηχανικές παραµέτρους της κίνησης, τέθηκαν δύο ερωτήµατα: α) σε τι διαφέρει η βάδιση των παιδιών από αυτή των ενηλίκων και β) πότε τα παιδιά επιτυγχάνουν µοντέλα βάδισης αντίστοιχα µε αυτά των ενηλίκων. Επιπρόσθετα δόθηκε έµφαση στο να καθοριστούν οι παράγοντες που ελέγχουν την απόκτηση χαρακτηριστικών βάδισης, παρόµοιων µ αυτών των ενηλίκων. Μέχρι σήµερα τα βιβλιογραφικά δεδοµένα που περιγράφουν το µοντέλο βάδισης των αναπτυσσόµενων παιδιών είναι σχετικά σπάνια και συγκρίσεις γίνονται κυρίως για λόγους διαγνωστικούς και παρέµβασης. Πιο συγκεκριµένα, ο Sutherland (1997) υποστήριξε, ότι όσον αφορά το µήκος διασκελισµού, το ρυθµό και την ταχύτητα κίνησης, το νευρικό σύστηµα ωριµάζει περίπου στην ηλικία των 4 ετών. Μέχρι την ηλικία των 4 ετών ο παράγοντας διασκελισµός (το µήκος διασκελισµού διαιρεµένο µε το µήκος του ποδιού) αυξάνει, αλλά από εκεί και πέρα παραµένει σταθερός και όµοιος µε τον παράγοντα διασκελισµό των ενηλίκων. Αναφορικά µε τα κινηµατικά χαρακτηριστικά της βάδισης ανέφερε, ότι είναι παρόµοια µε αυτά των ενηλίκων, ενώ για τα δυναµικά χαρακτηριστικά υπάρχει διχογνωµία. Τα προαναφερόµενα δεδοµένα στηρίζονται στην έρευνα των Sutherland, Olshen, Biden & Wyatt (1988), οι οποίοι δηµιούργησαν νόρµες του µοντέλου βάδισης για παιδιά µεταξύ 1 και 7 ετών, αναλύοντας κινηµατικά, δυναµικά και ηλεκτροµυογραφικά δεδοµένα της βάδισης 413 παιδιών. Πιο συγκεκριµένα, τα δυναµικά δεδοµένα που αφορούν τη βάδιση σε παιδιά κάτω των δύο ετών, έτσι ώστε να µελετηθεί η εξέλιξή της, είναι πολύ δύσκολο να αποκτηθούν, γιατί συνήθως το παιδί έρχεται σε επαφή µε το δυναµοδάπεδο και µε τα δύο πόδια διαδοχικά, κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Γενικότερα όµως, οι δυναµικές καµπύλες στον κατακόρυφο, προσθοπίσθιο και πλαγιοµετωπικό άξονα, σε παιδιά δύο ετών και πάνω, είναι παρόµοιες µε των ενηλίκων, εκτός από µικρές διαφορές. Η κατακόρυφη καµπύλη δύναµης εµφανίζει µεγαλύτερο τονισµό της καµπύλης στη φάση της µέσης στάσης (στήριξης), και η δεύτερη κορύφωση της δύναµης δεν ξεπερνά το 100% του βάρους του σώµατος για τα παιδιά από 2-7 ετών. Η δεύτερη κορύφωση της δύναµης είναι κάτω από το 100% του βάρους σώµατος και για τα µικρότερα παιδιά (Sutherland et al., 1988), υποδηλώνοντας, ότι υπάρχει ένας παράγοντας ωρίµανσης που σχετίζεται µε τη σύγκεντρη δραστηριότητα των

34 πελµατιαίων καµπτήρων της ποδοκνηµικής κατά την τελική στάση (Sutherland, Cooper & Daniel, 1980). Οι Oeffinger, Augsburger & Cupp (1997), βρήκαν µία αύξηση του εύρους στις ροπές της ραχιαίας κάµψης της ποδοκνηµικής στο προσθοπίσθιο επίπεδο σε παιδιά ηλικίας 4 ετών και άνω. Επιπλέον, παρατήρησαν µία µείωση της φάσης απορρόφησης της δύναµης στην καµπύλη της ισχύος της ποδοκνηµικής και µία αύξηση στην παραγωγή ισχύος µε την αύξηση της ηλικίας. Επίσης, παρατηρήθηκε µία µείωση στην παραγωγή ισχύος κατά την κίνηση του ισχίου, τόσο κατά την αρχική έκταση του ισχίου (φάση προ-αιώρησης), όσο και κατά την αρχική αιώρηση (κάµψη ισχίου), δεδοµένα που βρίσκονται σε συµφωνία µε αντίστοιχες παρατηρήσεις του Winter (1990). Αυτά τα δεδοµένα υποδηλώνουν ότι οι νέοι βαδιστές, χρησιµοποιούν περισσότερο τους εκτείνοντες και καµπτήρες µύες του ισχίου, για παραγωγή ισχύος, παρά τους πελµατιαίους καµπτήρες της ποδοκνηµικής. Τα αποτελέσµατα των Oeffinger et al. (1997) φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση µε τα αποτελέσµατα της έρευνας των Ounpuu, Davis & DeLuca (1996), οι οποίοι εξέτασαν τις ροπές των αρθρώσεων της ποδοκνηµικής, του ισχίου και του γόνατος, αλλά και κινηµατικά χαρακτηριστικά κατά τη βάδιση 31 παιδιών ηλικίας 5-16 ετών. ιαπίστωσαν ότι το µοντέλο βάδισης ήταν όµοιο µε αυτό των ενηλίκων, ήδη από την ηλικία των 5 ετών. Ωστόσο, αυτό το συµπέρασµα βασίστηκε σε ποιοτικές συγκρίσεις δεδοµένων του µέσου όρου επίδοσης παιδιών 5-16 ετών µε ενήλικες από προηγούµενες µελέτες (Kadaba, Ramakrishnan & Wootten, 1990) και δεν έγιναν συγκρίσεις µεταξύ των διαφορετικών ηλικιών. Παρόλα αυτά και οι δύο έρευνες επιβεβαιώνουν ότι, το γενικό σχήµα των καµπυλών από δυναµικά δεδοµένα είναι σταθερό, όµως οι Oeffinger et al. (1997), παρατήρησαν κάποιες διαφορές στο εύρος των ροπών και της ισχύος µε την αύξηση της ηλικίας. Αντιθέτως, σε µεταγενέστερη έρευνα, οι Cupp, Oeffinger, Tylkowski & Augsburger (1999), σύγκριναν τα δυναµικά χαρακτηριστικά παιδιών ηλικίας 4-5, 6-7 και 8-10 ετών σε σχέση µε µία οµάδα ελέγχου ενηλίκων 18-21 ετών. Παρά το γεγονός ότι, οι ταχύτητες βάδισης ήταν όµοιες, και οι ροπές ποσοτικοποιήθηκαν ανάλογα µε το βάρος του σώµατος, διαπιστώθηκαν σηµαντικές διαφορές στα δυναµικά χαρακτηριστικά σε σχέση µε τους ενήλικες. Πιο συγκεκριµένα, οι διαφορές στο προσθοπίσθιο επίπεδο περιλάµβαναν χαµηλότερες τιµές της µέγιστης ροπής έκτασης του γόνατος και της µέγιστης ροπής της πελµατιαίας κάµψης της ποδοκνηµικής, όπως επίσης, και διαφορές στην τιµή της ισχύος της ποδοκνηµικής και του γόνατος.

35 Οι ηλικιακές διαφορές στα προφίλ βάδισης των παιδιών και των ενηλίκων ερµηνεύτηκαν ως ένδειξη, ότι τα παιδιά δεν έχουν την απαιτούµενη νευροµυϊκή ωρίµανση για να υποστηρίξουν ένα µοντέλο βάδισης, παρόµοιο µε αυτό των ενηλίκων (Sutherland, 1997). Μία άλλη εξήγηση µπορεί να είναι ότι τα δυναµικά χαρακτηριστικά της βάδισης παιδιών και ενηλίκων διαφέρουν µεταξύ τους, επειδή υπάρχουν διαφορές στο µέγεθος του σώµατος και στις αναλογίες των µελών του σώµατος (Cupp et al., 1999). Μία πρόσφατη έρευνα από τους Ganley & Powers (2005), προσπαθώντας να λύσει τα µεθοδολογικά σφάλµατα των προηγούµενων ερευνών, σύγκρινε κινηµατικά, δυναµικά και ανθρωποµετρικά χαρακτηριστικά της δεξιότητας του βαδίσµατος σε παιδιά επτά ετών, µε αντίστοιχα των ενηλίκων. Εξετάσθηκαν οι γωνίες των αρθρώσεων και οι ροπές, καθώς επίσης και η ισχύς. Επιλέχθηκαν παιδιά αυτής της ηλικίας γιατί, όπως υποστηρίζει η βιβλιογραφία, το µοντέλο των δυναµικών χαρακτηριστικών της βάδισης συνεχίζει να ωριµάζει, µολονότι τα κινηµατικά χαρακτηριστικά είναι όµοια µε αυτά των ενήλικων. Τα αποτελέσµατα έδειξαν, ότι σε όλες τις µεταβλητές που εξετάσθηκαν τα παιδιά ήταν παρόµοια µε τους ενήλικες, µολονότι εµφάνισαν χαµηλότερες τιµές της µέγιστης ροπής της πελµατιαίας κάµψης της ποδοκνηµικής και µικρότερη παραγωγή και απορρόφηση της µέγιστης ισχύος στην ποδοκνηµική κατά την παρατεταµένη στήριξη. Ωστόσο, υποστηρίχθηκε η υπόθεση, ότι τα παιδιά δεν έχουν τον απαιτούµενο νευροµυϊκό έλεγχο, ιδιαίτερα στην ποδοκνηµική, για να εκτελέσουν ένα µοντέλο βάδισης απόλυτα ανάλογο των ενηλίκων. Συµπερασµατικά προκύπτει ότι, τα παιδιά παρουσιάζουν µία ποικιλοµορφία στο µοντέλο της βάδισης τόσο µεταξύ τους (Lasko-McCarthey, Beuter & Biden, 1990), όσο και µε τον ίδιο τους τον εαυτό, σε όλες τις ηλικιακές οµάδες, σε σχέση µε τους ενήλικες (Gorton, Stevens, Masso & Vannah, 1997). Πιο συγκεκριµένα οι Gorton et al. (1997) αναφέρουν στην έρευνά τους ότι, παρόλο που το µοντέλο βάδισης σε παιδιά 5-16 ετών ήταν σταθερό, η δυνατότητα επανάληψης ήταν µικρότερη για τα µικρότερα παιδιά. Παράλληλα, σε µία διαχρονική έρευνα οι Stansfield, Hazlewood, Hillman et al. (1999), ι µελέτησαν την κινηµατική και δυναµική ανάλυση του βαδίσµατος σε τυπικά παιδιά ηλικίας 5-12 ετών και υποστήριξαν ότι, σηµαντικός παράγοντας που επηρεάζει το µοντέλο βαδίσµατος είναι η ταχύτητα βάδισης και όχι η ηλικία των παιδιών. Εξάλλου, ενώ πολλά από τα κινηµατικά χαρακτηριστικά έχουν ωριµάσει ως το 4 ο έτος της ηλικίας, ο ρυθµός, το µήκος του διασκελισµού και η ταχύτητα βάδισης συνεχίζουν να αλλάζουν µε την ωρίµανση έως το 15 ο έτος (Sutherland et al., 1988; Whittle, 1991).

36 Αναφορικά µε το θέµα της ταχύτητας βάδισης, µία έρευνα από τους Gormley, Jenkinson, Walsh & O'Brien (1999) υποστήριξε ότι, η ταχύτητα βάδισης πιθανόν να επιδρά στη βάδιση των παιδιών και αποτελεί έναν παράγοντα που θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη σε οποιαδήποτε εργαστηριακή έρευνα. Στην έρευνά τους σε παιδιά παρατήρησαν υψηλότερες ταχύτητες βάδισης στο εργαστήριο σε σχέση µε τη βάδιση σε φυσικό περιβάλλον. Επιπλέον, αναφορικά µε παιδιατρική έρευνα σε εργαστήριο, σε σχέση µε τη δεξιότητα του βαδίσµατος και την εκτέλεσή της µε και χωρίς παπούτσια, οι Oeffinger, Brauch, Cranfill et al. (1999) δεν παρατήρησαν διαφορές στα κινηµατικά και δυναµικά χαρακτηριστικά της δεξιότητας του βαδίσµατος κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης σε παιδιά ηλικίας 7-10 ετών. Όπως προαναφέρθηκε, λόγω της ανάπτυξης του ώριµου µοντέλου της βάδισης, νωρίς στη ζωή του ανθρώπου, η αξιολόγηση του βαδίσµατος αποκτά ιδιαίτερη σηµασία για παιδιά που εµφανίζουν αναπτυξιακά προβλήµατα στον κινητικό τους έλεγχο, µε σκοπό την έγκαιρη διάγνωση και αντιµετώπισή τους. Αναφορικά µε την αξιολόγηση της βάδισης σε παιδιά µε Α Σ έχει αναφερθεί στη βιβλιογραφία έρευνα από τους Woodruff et al. (2002), οι οποίοι προσπάθησαν να αναπτύξουν ένα δείκτη απόδοσης της βάδισης και να εξετάσουν τις κατηγοριοποιήσεις του µοντέλου βάδισης των παιδιών µε Α Σ. Χρησιµοποίησαν τη µέθοδο της κινηµατικής ανάλυσης σε παιδιά µε Α Σ, ηλικίας 6-7 ετών. Η ανάλυση σύµφωνα µε το δείκτη απόδοσης της βάδισης έδειξε, ότι τα παιδιά µε Α Σ εµφανίζουν µη τυπικά µοντέλα βάδισης συγκρινόµενα µε δεδοµένα τυπικών παιδιών ηλικίας 3-7 ετών (Sutherland et al., 1988) και συναντάται, επίσης, µεγάλη ποικιλοµορφία µεταξύ των ίδιων των παιδιών. Συνεπώς, φαίνεται να υπάρχει κενό στη βιβλιογραφία αναφορικά µε τη χρήση βιοµηχανικών µεθόδων ανάλυσης του βαδίσµατος (κινηµατικής και δυναµικής), τόσο µεταξύ των παιδιών µε Α Σ, όσο και ατοµικά στο ίδιο παιδί, µε στόχο τη διάγνωση συγκεκριµένων κινητικών προβληµάτων και κατ επέκταση την εφαρµογή αποτελεσµατικών προγραµµάτων παρέµβασης. εξιότητα προσγείωσης µε τα δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος Οι µεγάλες δυνάµεις, οι οποίες εφαρµόζονται στο ανθρώπινο σώµα κατά την κρούση δηµιουργούν προϋποθέσεις για τραυµατισµούς. Τα µεγέθη των δυνάµεων αντίδρασης του εδάφους φαίνεται να αυξάνονται καθώς η ταχύτητα της κρούσης αυξάνει (McNitt-Gray, 1991). Οι µέγιστες δυνάµεις αντίδρασης του εδάφους κατά την εκτέλεση

37 µιας απλής προσγείωσης µετά από πτώση από ύψος, αυξάνονται σταδιακά από 3 (ύψος πτώσης 50 εκ.) µέχρι και 12 φορές το σωµατικό βάρος (ύψος πτώσης 2 µ.), (Hyoku, Shibukawa, Ae, Hashihara, Yokoi & Kawabata, 1984). Ενώ, κατά τη διάρκεια προσγειώσεων µε τα δύο πόδια µετά από κατακόρυφα άλµατα, τα µέγιστα µεγέθη των κατακόρυφων δυνάµεων αντίδρασης έχουν βρεθεί ότι κυµαίνονται µεταξύ 3,5 µέχρι και 7,5 φορές το βάρος του σώµατος (Gross & Nelson, 1987; Nigg, Denoth & Neukomm, 1981; Valiant & Cavanagh, 1983). Οι στρατηγικές που ευνοούν µεγάλους βαθµούς ελευθερίας στην κάµψη των αρθρώσεων κατά τη διάρκεια της προσγείωσης µε συγκεκριµένη ταχύτητα κρούσης, έχουν αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσµατικές για τη µείωση των δυνάµεων κρούσης (Lees, 1981; Nigg, 1985). Ο McNitt-Gray (1991) συγκρίνοντας τα κινηµατικά και δυναµικά χαρακτηριστικά της προσγείωσης από τρία διαφορετικά ύψη πτώσης, µεταξύ αθλητών της ενόργανης γυµναστικής και συµµετεχόντων σε προγράµµατα αναψυχής, υποστήριξε ότι η αύξηση της ταχύτητας κρούσης αύξησε την κάµψη των ισχίων (εκτός από την ποδοκνηµική), τη γωνιακή ταχύτητα και τη δύναµη κρούσης. Η ικανότητα για αποτελεσµατική προσγείωση µε τα δύο πόδια είναι βασικής σηµασίας για την ασφαλή συµµετοχή των παιδιών σε ποικίλες παιχνιώδεις δραστηριότητες. Όταν το παιδί µπορεί να ελέγξει την προσγείωση µετά από πτώση, κουτσό, αναπήδηση και τρέξιµο, η δύναµη κρούσης απορροφάται αποτελεσµατικά. Σε αυτές τις δραστηριότητες η προσγείωση µε χαµηλές δυνάµεις κρούσης, µπορεί να οδηγήσει στην πρόληψη κακώσεων (Larkin & Parker, 1998). Έρευνα που πραγµατοποιήθηκε από τον Kellis (2001), στην οποία εξετάσθηκε η κατανοµή πίεσης στο πέλµα σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, κατά τη διάρκεια πέντε διαφορετικών κινήσεων: στάση µ ένα και µε δύο πόδια, προσγείωση στο ένα και στα δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος και βάδιση, έδειξε ότι οι πιέσεις που αναπτύχθηκαν στο πόδι ήταν υψηλότερες στην προσγείωση σε σχέση µε τις άλλες κινήσεις. Συνεπώς, η δεξιότητα της προσγείωσης απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και πρέπει να συµπεριλαµβάνεται σε προγράµµατα εξάσκησης. Για να προσγειωθεί µε ασφάλεια ένα παιδί πρέπει να προβλέψει το χρόνο και τις εξωτερικές δυνάµεις της προσγείωσης (McKinley & Pelland, 1994) και να είναι σε θέση να παράγει τις κατάλληλες έκκεντρες µυϊκές συστολές, οι οποίες θα επιβραδύνουν την ταχύτητα του σώµατος και τελικά θα το προστατεύσουν από την επικίνδυνη δύναµη αντίδρασης του εδάφους. Η τεχνική που χρησιµοποιούν τα παιδιά κατά την προσγείωση µετά από πτώση έχει περιγραφεί σπάνια, ενώ έµφαση έχει δοθεί στη φάση προώθησης, παρά στη φάση προσγείωσης (Schot & Dufek, 1993).

38 Σύµφωνα µε τους Gallahue & Ozmun (1995), τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να εκτελούν το ώριµο µοντέλο της βασικής δεξιότητας της προσγείωσης στα δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, σε ηλικία περίπου έξι ετών. Αναφέρονται τρεις φάσεις του µοντέλου της δεξιότητας, η απογείωση, η φάση πτήσης και η προσγείωση. Στην παρούσα έρευνα σκοπός ήταν να µελετηθούν χαρακτηριστικά που αφορούν στην προσγείωση (φάση στήριξης). Συνεπώς, σύµφωνα µε το ώριµο µοντέλο εκτέλεσης της δεξιότητας, το παιδί θα πρέπει να προσγειώνεται ταυτόχρονα µε τα δύο πόδια στο έδαφος, πρώτα µε τα ακροδάκτυλα και µετά µε τη φτέρνα, τα πέλµατά του να είναι ανοιχτά όσο το άνοιγµα των ώµων και να κάµπτει τα γόνατα και το ισχίο ανάλογα µε το ύψος της πτώσης. Ωστόσο, αναφέρονται και λάθη, τα οποία παρατηρούνται κατά την εκτέλεση της δεξιότητας, και οφείλονται σε αναπτυξιακές δυσκολίες, όπως η υπερβολική ή καθόλου κλίση του κορµού, η µη ταυτόχρονη προσγείωση στα δύο πόδια, η προσγείωση µ όλο το πέλµα, η µη επαρκής κάµψη των γονάτων για αποτελεσµατική απορρόφηση των δυνάµεων αντίδρασης του εδάφους και η προσγείωση χωρίς έλεγχο (Gallahue & Osmun, 1995). Το πόσο σωστά και αποτελεσµατικά τα παιδιά, και ιδιαίτερα αυτά µε Α Σ, µπορούν να ελέγξουν τη δεξιότητα της προσγείωσης αποτελεί σηµαντικό θέµα, διότι η δυσκολία στη συναρµογή και τον έλεγχο της προσγείωσης, η οποία είναι αναπόσπαστο τµήµα ποικίλων κινητικών δραστηριοτήτων, οδηγεί στην αποµάκρυνση των παιδιών από τη φυσική δραστηριότητα στο χώρο του παιχνιδιού (Bouffard, Watkinson, Thompson et al., 1996) µε φυσικό επακόλουθο, χαµηλά επίπεδα φυσικής κατάστασης (O Beirne, Larkin & Cable, 1994). Αρκετές µελέτες περιγράφουν τη δεξιότητα της προσγείωσης σε παιδιά (Gervais, 1994; Larkin, Hoare, Phillips & Smith, 1988; Larkin & Hoare, 1992; Larkin & Parker, 1998; Lees, 1981; McNair & Prapavessis, 1999; Monson, Larkin & Parker, 1991; Myazaki, Machida, Matsuda et al., 1993; Pelland, McKinley & Beuter, 1990; Prapavessis, McNair, Anderson & Hohepa, 2003; Tant & Wilkerson, 1990). Στην έρευνά του ο Lees (1981) σύγκρινε την προσγείωση στα κατακόρυφα άλµατα αγοριών ηλικίας 8-11 ετών, µε την αντίστοιχη των ενηλίκων. Οι ενήλικες εκτέλεσαν τις προσγειώσεις σύµφωνα µε δύο διαφορετικά µοντέλα, δηλαδή, «δυνατά» και «ήπια». Το µοντέλο της «δυνατής» προσγείωσης χαρακτηρίστηκε από υψηλή κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης του εδάφους, µειωµένη κάµψη των αρθρώσεων µετά την κρούση και ταυτόχρονη επιβράδυνση των τµηµάτων των κάτω άκρων. Το µοντέλο της «ήπιας» προσγείωσης χαρακτηρίστηκε από µικρότερη κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης, αυξηµένη κάµψη των αρθρώσεων κατά τη διάρκεια της στήριξης και σταδιακή επιβράδυνση των τµηµάτων των κάτω άκρων. Ο Lees (1981) συµπέρανε, ότι η προσγείωση είναι µία

39 δεξιότητα που δεν είναι καλά αναπτυγµένη στα παιδιά και κατά συνέπεια δεν µπορούν να εµφανίζουν χαµηλές δυνάµεις αντίδρασης. Επιπρόσθετα, υποστήριξε ότι, επειδή το µοντέλο της «ήπιας» προσγείωσης, σαν δεξιότητα, δεν αποτελεί µέρος της διδασκαλίας κινητικών δεξιοτήτων, και επειδή αρκετοί ενήλικες παρουσιάζουν προβλήµατα ελέγχου της δύναµης κατά την προσγείωση, η διδασκαλία της δεξιότητας είναι απαραίτητη για την εκµάθηση της σωστής τεχνικής της δεξιότητας (Lees, 1981). Μελέτες σε παιδιά µε τυπική συναρµογή έδειξαν ποικίλες διαφοροποιήσεις ανά ηλικία, όσον αφορά στον έλεγχο και την παραγωγή της δύναµης. Στην έρευνα των Tant και Wilkerson (1990) δεν βρέθηκαν διαφορές µεταξύ «δυνατών» και «ήπιων» προσγειώσεων, σε ένα δείγµα 30 παιδιών, µε µέση ηλικία τους 103 µήνες. Τα παιδιά πέφτοντας από διαφορετικά ύψη (15, 20, 25 και 30 εκατ.) εµφάνισαν υψηλές κατακόρυφες δυνάµεις αντίδρασης του εδάφους, οι οποίες αυξανόταν, όσο αυξανόταν και το ύψος από το οποίο έπεφταν, και οι οποίες µειώθηκαν στη δεύτερη προσπάθεια. Πιο συγκεκριµένα, καταγράφηκαν κατακόρυφες δυνάµεις αντίδρασης, οι οποίες κυµάνθηκαν από 2,3 έως 12,1 φορές το βάρος του σώµατος, για όλα τα ύψη πτώσης. Οι McNair & Prapavessis (1999) δηµιούργησαν νόρµες, σχετικά µε την κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης του εδάφους σε εφήβους µε µέση ηλικία 16 έτη. Η προσγείωση έγινε µετά από πτώση από ύψος 30 εκ. και αξιολογήθηκε η κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης του εδάφους σε σχέση µε το φύλο, τη συχνότητα συµµετοχής σε αθλητικές δραστηριότητες και το είδος του αθλήµατος στο οποίο συµµετείχαν, όµως δε βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές, ως προς αυτούς τους παράγοντες. Συνολικά ο µέσος όρος της κατακόρυφης δύναµης αντίδρασης του εδάφους ήταν 4,5 φορές το βάρος του σώµατος και σαν συµπέρασµα προέκυψε, ότι το φύλο, η συχνότητα συµµετοχής σε αθλητικές δραστηριότητες και το είδος του αθλήµατος δεν αποτελούν παράγοντες, οι οποίοι καθορίζουν το µέγεθος της κατακόρυφης δύναµης αντίδρασης του εδάφους κατά την προσγείωση και συνεπώς την ποιότητα εκτέλεσης αυτής της δεξιότητας. Σε µία έρευνα στην οποία συµµετείχαν κορίτσια και γυναίκες ηλικίας από 3,5 30 έτη και εκτελούσαν άλµατα µε το ένα πόδι (κουτσό), παρατηρήθηκαν αλλαγές στον έλεγχο της παραγωγής δύναµης µε την αύξηση της ηλικίας, συνοδευόµενες από βελτίωση της δυναµικής ισορροπίας και καλύτερο έλεγχο του κορµού (Monson et al., 1991). Σε µία άλλη έρευνα, στην οποία συµµετείχαν αγόρια και κορίτσια ηλικίας 6-20 ετών, οι Myazaki et al. (1993) ανέφεραν ότι η µέγιστη δύναµη ως προς το βάρος του σώµατος µειώθηκε µε την άνοδο της ηλικίας, µε εξαίρεση την ηλικία των 12-14 ετών. Αυτή η ηλικιακή κατηγορία εµφάνισε µία παροδική αύξηση, την οποία οι συγγραφείς, συσχετίζουν µε τη ραγδαία αύξηση σε ύψος και βάρος και τη µείωση της δύναµης κατά

40 την εφηβεία. Σε συνδυασµό µε τη µείωση της µέγιστης δύναµης, ως προς το βάρος του σώµατος και την άνοδο της ηλικίας, παρατηρήθηκε και µία µείωση των γωνιών των αρθρώσεων της ποδοκνηµικής, του γονάτου, του ισχίου και του κορµού, κατά τη µέγιστη κάµψη του γονάτου. Επιπρόσθετα, µε την αύξηση της ηλικίας, παρατηρήθηκε µία αύξηση στο χρόνο που χρειαζόταν να επιτευχθεί η µέγιστη δύναµη. Αντίθετα, στα παιδιά ηλικίας 12-14 ετών εµφανίστηκε µία παροδική µείωση. Σε κλινικό περιβάλλον έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά µε κινητικά προβλήµατα εµφανίζουν ελλιπή έλεγχο του κορµού και πραγµατοποιούν προσγειώσεις µε τα πόδια άκαµπτα και µε όλο το πέλµα (Larkin et al., 1992). Για την τεχνική που χρησιµοποιείται κατά την προσγείωση µε δύο πόδια η πλειοψηφία των παιδιών µε Α Σ, ηλικίας 7-9 ετών, εµφάνισε έλλειψη επιβράδυνσης των αρθρώσεων των κάτω άκρων από την πιο µακρινή στην πιο κοντινή στο σώµα άρθρωση, αναφορικά µε τη χρονική σειρά και αλληλουχία, που χρησιµοποιούν τα τυπικά παιδιά (Larkin et al., 1992). Οι Larkin et al. (1988), χρησιµοποιώντας τη µέθοδο της κινηµατικής ανάλυσης, υποστήριξαν ότι παιδιά ηλικίας 9-11 ετών µε ελλιπή συναρµογή εµφάνισαν µείωση στο εύρος κίνησης του ισχίου, του γονάτου και της ποδοκνηµικής κατά την προσγείωση µετά από άλµα σε µήκος, δίχως φορά. Επιπλέον, εµφάνισαν µειωµένη κάµψη κατά την προσγείωση, µετά από ένα ψηλό άλµα µ ένα πόδι (κουτσό), σε σχέση µε τα τυπικά παιδιά. Συνολικά τα αποτελέσµατα αυτά παραπέµπουν στο συµπέρασµα, ότι τα παιδιά µε κινητική αδεξιότητα εµφανίζουν µια τεχνική προσγείωσης λιγότερο αποτελεσµατική και ελεγχόµενη. Σε µία µεταγενέστερη έρευνα οι Larkin et al. (1998), µελετώντας τα δυναµικά και τα κινηµατικά χαρακτηριστικά της προσγείωσης παιδιών ηλικίας 7-9 ετών µε και χωρίς Α Σ, υποστήριξαν, ότι τα παιδιά µε Α Σ εµφανίζουν µικρότερες κατακόρυφες δυνάµεις αντίδρασης, µικρότερο εύρος κίνησης της ποδοκνηµικής, µεγαλύτερο εύρος κίνησης του ισχίου και µεγαλύτερο χρόνο επίτευξης της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης αντίδρασης του εδάφους, σε σχέση µε τα τυπικά παιδιά. Τα αποτελέσµατα αυτά έρχονται σε αντίθεση µε αποτελέσµατα προηγούµενων ερευνών, οι οποίες υποστηρίζουν ότι τα παιδιά µε Α Σ εκτελούν «δυνατές» προσγειώσεις. Η εξήγηση που δίνουν οι ερευνητές είναι ότι τα παιδιά µε Α Σ θεώρησαν την προσγείωση σαν µία δύσκολη άσκηση και αντιµετώπισαν µεγαλύτερη δυσκολία στον προσχεδιασµό της, ενώ επικεντρώθηκαν περισσότερο στη φάση της προσγείωσης. Αναφορικά µε τα προγράµµατα, τα οποία έχουν εφαρµοστεί για τη βελτίωση της δεξιότητας της προσγείωσης µε δύο πόδια στη βιβλιογραφία αναφέρεται η εφαρµογή ενός

41 προγράµµατος παρέµβασης µε έµφαση σε βασικά µηχανικά σηµεία της προσγείωσης, µε αποτέλεσµα να µειωθεί η κίνηση στο ισχίο και να βελτιωθεί µε αυτόν τρόπο το µοντέλο της κίνησης. Το προαναφερόµενο πρόγραµµα εφαρµόστηκε τόσο σε παιδιά µε τυπική συναρµογή, όσο και σε παιδιά µε κινητική αδεξιότητα. Επιπλέον σε µία άλλη έρευνα από τους Prapavessis et al. (2003) διαπιστώθηκε ότι µία παρέµβαση µε έµφαση στην κίνηση των αρθρώσεων κατά την εκτέλεση της προσγείωσης µετά από πτώση από ύψος 30 εκ., µπορεί να µειώσει την κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης του εδάφους σε παιδιά τυπικής κινητικής ανάπτυξης, σχολικής ηλικίας (µέσος όρος ηλικίας 9 έτη). Ωστόσο, τα αποτελέσµατα αυτής της παρέµβασης ήταν παροδικά, αναφορικά µε τη βελτίωση του µοντέλου προσγείωσης. Συµπερασµατικά, τα παιδιά σε σχέση µε τους ενήλικες εµφανίζουν µικρότερο εύρος κίνησης κατά την κάµψη των κάτω άκρων, µικρότερο χρόνο για την επίτευξη της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης αντίδρασης του εδάφους, και υψηλότερη κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης του εδάφους κατά την προσγείωσή τους µετά από πτώση από ύψος. Συνολικά, έχει διεξαχθεί περιορισµένη έρευνα µε θέµα το µοντέλο προσγείωσης των παιδιών, παρόλο που η προσγείωση µετά από πτώση από ύψος εµπλέκεται στην αύξηση των τραυµατισµών των κάτω άκρων κατά τη φυσική δραστηριότητα και τον αθλητισµό (Dufek & Bates, 1991). Επιπλέον, αναφορικά µε τα προγράµµατα παρέµβασης, τα οποία έχουν εφαρµοστεί για τη βελτίωση της δεξιότητας της προσγείωσης µε έµφαση στα µηχανικά στοιχεία της, τόσο σε παιδιά του τυπικού πληθυσµού, όσο και σε παιδιά µε Α Σ, φαίνεται να είναι αποτελεσµατικά. Τα αποτελέσµατά τους όµως δεν είναι µόνιµα, και συνεπώς η εξάσκηση δεν πρέπει να σταµατάει (Prapavessis et al., 2003). Μια πιο ολοκληρωµένη εικόνα της διαφορετικής τεχνικής, της κίνησης των αρθρώσεων και των δυνάµεων που συµπεριλαµβάνονται στη δεξιότητα της προσγείωσης των παιδιών µε διαφορετικά επίπεδα κινητικής συναρµογής, µπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη προγραµµάτων προπόνησης, τα οποία θα παρέχουν πιο µόνιµα αποτελέσµατα στα θέµατα βελτίωσης του µοντέλου εκτέλεσης της προσγείωσης, και συνεπώς στην πρόληψη τραυµατισµών σε όλα τα παιδιά. Κατακόρυφα άλµατα αλτική ικανότητα Τα υγιή παιδιά συχνά συµµετέχουν σε παιχνίδια, στα οποία τρέχουν (µε σταθερή ταχύτητα, επιταχύνουν, επιβραδύνουν), βηµατίζουν, εκτελούν άλµατα «κουτσό», πηδούν,

42 αναρριχούνται, παλεύουν, πετούν αντικείµενα, ωθούν και έλκουν, κάνοντας µυϊκή εργασία υψηλής ισχύος, µε αποτέλεσµα να αυξάνουν την ισχύ των µυών τους. Σε µικρής διάρκειας κινητικά µοντέλα, όπως, τα άλµατα, οι ρίψεις, τα χτυπήµατα µε εξωτερικό αντικείµενο (ρακέτα), η µυϊκή δύναµη, και ιδιαίτερα η ικανότητα να αναπτυχθεί γρήγορα, παίζουν πολύ σηµαντικό ρόλο (Mero, 1998). Συνεπώς, η γνώση των παραγόντων που καθορίζουν την ικανότητα για συναρµογή και ανάπτυξη της ισχύος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Επιπλέον, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι δοκιµασίες των κατακόρυφων αλµάτων χρησιµοποιούνται στο χώρο της φυσικής αγωγής, της φυσικής κατάστασης, και των προγραµµάτων άθλησης, ως µέσο αξιολόγησης της αλτικής ικανότητας και της ισχύος των κάτω άκρων (Aragon-Vargas, 2000; Papadopoulos, Salonikidis & Schmidtbleicher, 1997; Papadopoulos & Salonikidis, 2000). Η κατακόρυφη αλτική ικανότητα αποτελεί µία ιδιαίτερη µορφή ανάπτυξης της δύναµης, κατά την οποία παρατηρείται µια αρχική κίνηση προς τα κάτω, που συνοδεύεται από µια ενεργοποίηση των µυών και ακολουθεί µια κίνηση προς τα πάνω, λόγω της βράχυνσης των µυών. Αυτός ο τύπος είναι γνωστός ως κύκλος διάτασης βράχυνσης (Asmussen, 1974; Bosco & Komi, 1979). Η ιδιαιτερότητα του κύκλου διάτασηςβράχυνσης και η ικανότητα του οργανισµού να εργάζεται αποτελεσµατικότερα κάτω από αυτές τις συνθήκες, έγινε αντικείµενο έρευνας από πολύ νωρίς (Bosco & Viitasalo, 1982; Cavagna, Saibene & Margaria, 1965; Komi, 1986). Η αλτική ικανότητα αποτελεί µία ανεξάρτητη µορφή δύναµης και η ανάπτυξή της εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τη µέγιστη δύναµη. Σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία η δύναµη χωρίζεται σε τρεις µορφές: τη µέγιστη δύναµη, το ρυθµό ανάπτυξης της δύναµης (ΡΑ ) και την αντοχή στη δύναµη. Όλες οι µορφές δύναµης είναι µορφολογικά και λειτουργικά ανεξάρτητες µεταξύ τους και βελτιώνονται µε εξειδικευµένες µεθόδους προπόνησης (Bührle, 1985). Οι έρευνες των Bührle, Schmidtbleicher & Ressel (1983) κατέληξαν στο συµπέρασµα, ότι η µέγιστη δύναµη αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη του ρυθµού ανάπτυξης της δύναµης. Στο ίδιο συµπέρασµα κατέληξε και ο Gollhofer (1987), ο οποίος διαπίστωσε ότι, η κατακόρυφη αλτική ικανότητα αποτελεί µία ανεξάρτητη ικανότητα δύναµης, και η ανάπτυξή της βασίζεται σ ένα καλά αναπτυγµένο επίπεδο µέγιστης δύναµης. Στον κύκλο διάτασης-βράχυνσης το σώµα πρέπει να αναπτύξει ύστερα από µια έκκεντρη (υποχωρητική) συστολή µια µεγάλη σύγκεντρη ώθηση (Schmidtbleicher & Gollhofer, 1982). Πολλοί συγγραφείς (Bosco, Komi & Ito, 1981; Bosco et al., 1982; Cavagna et al., 1965; Cavagna, Komarek & Mazzoleni, 1971; Komi, Salonen & Järvinen, 1984; Schmidtbleicher & Gollhofer, 1982; Schmidtbleicher, Gollhofer & Frick, 1988)

43 ασχολήθηκαν µε το υψηλό δυναµικό απόδοσης που αναπτύσσεται κατά τον κύκλο διάτασης-βράχυνσης. Η κυριότερη αιτία πρόκλησης αυτού του δυναµικού είναι, σύµφωνα µε τους συγγραφείς, η ελαστική συµπεριφορά του µυοτενόντιου συστήµατος. Είναι αποδεδειγµένο, ότι κατά τη διάρκεια της έκκεντρης φάσης αποθηκεύεται κινητική ενέργεια στα ελαστικά στοιχεία του µυοτενόντιου συστήµατος, η οποία απελευθερώνεται στη σύγκεντρη φάση που ακολουθεί. Η εξήγηση αυτού του φαινοµένου µέσω ενός φυσικο- µηχανικού µοντέλου δεν είναι αρκετή. Από φυσιολογική άποψη, το δυναµικό απόδοσης του κύκλου διάτασης-βράχυνσης οφείλεται στην καλά αναπτυγµένη µέγιστη δύναµη, ή στον οικονοµικότερο τρόπο εργασίας των µυών (Cavagna et al., 1965; Winter, 1984). Στον κύκλο διάτασης-βράχυνσης ο έκκεντρος και σύγκεντρος τρόπος εργασίας των µυών δεν µπορούν να εξετάζονται χωριστά, παρά µόνο ως ενότητα. Αυτή η µορφή συστολής από τη µια οδηγεί σε υψηλή µηχανική απόδοση σε συνθήκες υψηλής έντασης και από την άλλη, η ηλεκτρική ενεργοποίηση παραµένει χαµηλή, παρά την υψηλή τάση που αναπτύσσεται (Bosco et al., 1982). Η αξιολόγηση της ικανότητας απόδοσης του κύκλου διάτασης-βράχυνσης οδήγησε στην κατηγοριοποίηση των κατακόρυφων αλµάτων από τους Asmussen & Bonde-Peterson (1974) ως εξής: Κατακόρυφο άλµα από σταθερή αρχική θέση - ηµικάθισµα (SJ Squat Jump). Ο εξεταζόµενος είναι στη θέση ηµικάθισµα (γωνία στο γόνατο 90º) και δεν προηγείται επιπλέον φάση διάτασης. Η συστολή που πραγµατοποιείται είναι σύγκεντρη. Κατακόρυφο άλµα µε αρχική επιτάχυνση προς τα κάτω (CMJ-Counter movement Jump). Ο εξεταζόµενος βρίσκεται στην όρθια θέση και ακολούθως εκτελεί ελεύθερα κίνηση προς τα κάτω µέχρι τη θέση ηµικάθισµα και στη συνέχεια εκτελεί κίνηση προς τα πάνω. Ο κύκλος αυτός ονοµάζεται αργός κύκλος διάτασης βράχυνσης και Κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος (DJ-Drop Jump). Ο εξεταζόµενος βρίσκεται όρθιος πάνω σε πλινθίο (π.χ. 40 εκ.), προβάλει ελαφρώς το ένα πόδι του έξω από το πλινθίο, πέφτει και προσγειώνεται µε τα δύο πόδια και στη συνέχεια εκτελεί κατακόρυφο άλµα προς τα πάνω (Gollhofer, 1987; Παπαδόπουλος, 2005). Ο Aragon-Vargas (2000) υποστηρίζει ότι τα διαφορετικά είδη αλµάτων απαιτούν διαφορετικά κινητικά προγράµµατα από το κεντρικό νευρικό σύστηµα, για να υπάρξει νευροµυϊκή συναρµογή εκτέλεσης του συγκεκριµένου άλµατος. Για παράδειγµα, το κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ) µπορεί να χρησιµοποιηθεί σαν η πιο βασική λειτουργική έκφραση της εκρηκτικής δύναµης των ποδιών, καθώς απαιτεί µόνο

44 σύγκεντρη ενεργοποίηση των µυών. Το κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, απαιτεί υψηλά επίπεδα έκκεντρης ενεργοποίησης, η οποία ακολουθείται από υψηλά επίπεδα σύγκεντρης ενεργοποίησης και απαιτεί συναρµογή µε ακρίβεια και εκτεταµένη ενεργοποίηση των κινητικών µονάδων. Συνεπώς, το κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, µπορεί να αποτελέσει µία βάση του δυναµικού εκρηκτικής δύναµης των µυών και το κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση ύψους να αποτελεί δείκτη της ανάπτυξης αυτού του δυναµικού (Blimkie, 1993; Ozmun, Mikesky & Surburg, 1994). Η απόδοση στα αθλητικά άλµατα ορίζεται κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις: Από την κινητική ενέργεια του σώµατος στην αρχή της φάσης ώθησης, η οποία µπορεί να είναι 0 (από ηρεµία), ή πολύ µεγάλη (µε αντίθετη κίνηση), Από το ύψος πτώσης (µεγάλο, ή µικρό), τη φάση στήριξης (µεγάλη, ή µικρή) και την αποθήκευση ενέργειας στο µυοτενόντιο σύνολο (µύες ταχείας, ή βραδείας συστολής). Από τον τρόπο εκτέλεσης του άλµατος (εκτέλεση µε ένα ή δύο πόδια). Αυτές οι διαφορετικές συνθήκες εκτέλεσης του κατακόρυφου άλµατος προϋποθέτουν διαφορετικές τεχνικές εκτέλεσης και φυσικά διαφορετικές προϋποθέσεις φυσικής κατάστασης (µέγιστης δύναµης). Όλα τα άλµατα όµως εξαρτώνται από τρεις βασικούς παράγοντες: Την αύξηση της ταχύτητας απογείωσης, Τα κάτω άκρα που αποτελούν το βασικό παράγοντα ώθησης και µεταφοράς ενέργειας και Τη διάρκεια και την απόσταση επιτάχυνσης που είναι περιορισµένη (Baumann, Glitsch & Quade, 1987). Μυϊκή συναρµογή-αξιολόγηση κατακόρυφων αλµάτων Η ικανότητα να διαθέτει κανείς τις κινητικές του µονάδες διαβαθµισµένα, χαρακτηρίζεται ως ενδοµυϊκή συναρµογή (Grosser, 1991). Το επίπεδό της είναι υψηλό όταν ο αθλητής, κατά πρώτο λόγο, έχει µια καλή ικανότητα για διαφοροποίηση της δύναµης και κατά δεύτερο λόγο, όταν µπορεί να ενεργοποιήσει ταυτόχρονα ένα υψηλό αριθµό διαθέσιµων κινητικών µονάδων. Οι αθλητικές κινήσεις, όµως, δεν εκτελούνται µόνον από ένα µυ. Είναι γνωστό ότι κατά την εκτέλεση διαφόρων κινητικών ενεργειών το κεντρικό νευρικό σύστηµα στέλνει νευρικές ώσεις σ ένα συγκεκριµένο αριθµό µυών. Η συνεργασία αυτών των µυών ή των µυϊκών οµάδων που συµµετέχουν στην κίνηση, χαρακτηρίζεται ως

45 µεσοµυϊκή συναρµογή. Ως αποτέλεσµα προκύπτει η ανάπτυξη δύναµης από πλευράς τους και η παραγωγή κίνησης (Guyton, 1984). Όταν µια κινητική δραστηριότητα περιλαµβάνει κινήσεις σε περισσότερες από µία αρθρώσεις, όπως είναι τα κατακόρυφα άλµατα, ο µεγάλος αριθµός των βαθµών ελευθερίας επιτρέπει θεωρητικά τη διεξαγωγή της µε ποικίλους τρόπους. Ωστόσο, έπειτα από πρακτική εξάσκηση, οι σύνθετες κινητικές δραστηριότητες διεξάγονται µε στερεότυπο τρόπο και για την επίτευξη ενός ιδανικού αποτελέσµατος απαιτείται ένα ειδικό κινητικό πρότυπο των µελών του σώµατος και µια ειδική συναρµογή των µυών, που προκαλούν την κίνηση (Bobbert & van Ingen Schenau, 1988). Η µυϊκή συναρµογή χαρακτηρίζεται απ το µέγεθος, τη χρονική διάρκεια και την αλληλουχία της δραστηριότητας των µυών που συµµετέχουν στην κίνηση (Oddsson, 1989). Η ποιότητα της µεσοµυϊκής συναρµογής εξαρτάται από τη συνεργασία των µυών που πραγµατοποιούν την κίνηση (αγωνιστές) και αυτών που είναι υπεύθυνοι για την αντίθετη κίνηση (ανταγωνιστές). Όσο περισσότεροι µύες, ή µυϊκές οµάδες συµµετέχουν στην κίνηση, δηλαδή, όσο πιο πολύπλοκη είναι η εξέλιξη της κίνησης, τόσο µεγαλύτερη σηµασία αποκτά η µεσοµυϊκή συναρµογή για την ικανότητα παραγωγής δύναµης. Ένα υψηλό επίπεδο µεσοµυϊκής συναρµογής εκδηλώνεται µε άριστη ροή της κίνησης, µε σκόπιµο ρυθµό της κίνησης, µε ακριβή εκτέλεση της κίνησης και τελικά µε µια µεγάλη ανάπτυξη εξωτερικής δύναµης. Παρόλο που οι αγωνιστές µύες πρέπει να είναι ικανοί να αναπτύξουν γρήγορα τη µέγιστή τους δύναµη, οι ανταγωνιστές θα πρέπει να χαλαρώνουν. Ειδικά προπονητικά ερεθίσµατα επιδιώκουν να µειώσουν τη συνενεργοποίηση των ανταγωνιστών µυών και να αναπτύξουν το συντονισµό των αγωνιστών και συναγωνιστών µυών (Schmidtbleicher, 1992; Young, 1993). Ο καλός µυϊκός συντονισµός και η ειδική ανάπτυξη της δύναµης είναι σηµαντικοί συντελεστές βελτίωσης της κατακόρυφης αλτικής ικανότητας. Οι µύες που κύρια ευθύνονται για την πραγµατοποίηση ενός άλµατος είναι οι εκτείνοντες των κάτω άκρων. Παρόλο που το κατακόρυφο άλµα φαίνεται να είναι µια απλή κινητική διαδικασία, στην οποία όλοι οι εκτείνοντες των κάτω άκρων ενεργοποιούνται µέγιστα από την αρχή της φάσης ώθησης (κίνηση προς τα επάνω), η διαδικασία εκτέλεσης είναι πιο σύνθετη (Kreighbaum & Barthels, 1990). Το κινητικό µοντέλο στο κατακόρυφο άλµα προϋποθέτει την κατακόρυφη επιτάχυνση των µελών του σώµατος σε µια χρονική ακολουθία. Στη διαδικασία αυτή δε συµµετέχουν µόνο οι µονοαρθρικοί µύες, αλλά κύρια οι διαρθρικοί, οι οποίοι δίνουν τη λύση της µετατροπής της

46 κυκλικής κίνησης των µελών σε κατακόρυφη µετατόπιση του κέντρου βάρους του σώµατος. Σύµφωνα µε τους Pandy, Zajac, Sim & Levine (1990) και Pandy & Zajac, (1991), κατά την ιδανική επίδοση στο κατακόρυφο άλµα, η αλληλουχία της δραστηριότητας των µυών των κάτω άκρων παρουσιάζει ένα πρότυπο ενεργοποίησης απ τους κοντινούς προς τους µακρινούς µύες (δηλ. ισχίο, γόνατο, ποδοκνηµική). Πιο συγκεκριµένα: Πρώτοι δραστηριοποιούνται οι εκτείνοντες του ισχίου: µέγας γλουτιαίος και οπίσθιοι µηριαίοι, Ακολουθούν οι εκτείνοντες του γόνατος: έσω πλατύς και ορθός µηριαίος, και Στη συνέχεια ενεργοποιείται ο υποκνηµίδιος και τελευταίος ο γαστροκνήµιος. Αυτό σηµαίνει ότι δεν δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα όλοι οι µύες των κάτω άκρων. Τα αποτελέσµατα των Pandy et al., (1990) ταυτίζονται µε τα ερευνητικά αποτελέσµατα των Bobbert & van Ingen Schenau (1988) και Pandy & Zajac (1991). Στα παιδιά η ικανότητα ανάπτυξης της δύναµης, παρόλο που θεωρείται από τους πιο σηµαντικούς παράγοντες για την ανάπτυξη των κινητικών δεξιοτήτων, αποτελεί τοµέα στον οποίο υπάρχουν ακόµη σηµεία προς διερεύνηση. Επιπλέον, έχουν καταγραφεί µορφολογικές, ιστολογικές και βιοχηµικές διαφορές µεταξύ των µυών των παιδιών και των ενηλίκων. Αυτές οι διαφορές οφείλονται στο ότι: α) η διάµετρος των µυϊκών ινών συνεχίζει να αυξάνεται µέχρι να ολοκληρωθεί η ανάπτυξη (σωµατική ωρίµανση), β) ο αριθµός των σαρκοµερίων αυξάνεται και οι µύες γίνονται µακρύτεροι µε την ανάπτυξη (σωµατική ωρίµανση), γ) στο σαρκοπλασµατικό δίκτυο αυξάνεται η πρόσληψη και δέσµευση ασβεστίου µε τη σωµατική ωρίµανση, δ) η δραστηριότητα της φωσφοφρουκτοκινάσης στα παιδιά έως 11-12 ετών, φαίνεται ότι αντιστοιχεί µόνο στο 40% της δραστηριότητας των ενηλίκων, και ε) τα παιδιά φαίνεται να έχουν χαµηλότερη ικανότητα για γλυκόλυση σε σχέση µε τους ενήλικες (Asai & Aoki, 1996). Στην ίδια έρευνα (Asai & Aoki, 1996), εκτελέσθηκαν δυναµικές κάµψεις του αγκώνα και στατικές - ισοµετρικές συστολές από τους καµπτήρες του αγκώνα µε µέγιστη προσπάθεια και αξιολογήθηκαν οι σχέσεις δύναµης-ταχύτητας, δύναµης-χρόνου και ηλεκτροµυογραφίας, µεταξύ παιδιών ηλικίας 6 ετών και ενηλίκων. Βρέθηκε ότι υπήρχε µία χρονική υστέρηση µεγαλύτερη στα παιδιά από ότι στους ενήλικες για κάθε σχετικό φορτίο. Στις ισοµετρικές δοκιµασίες, ο µέγιστος ρυθµός ανάπτυξης της δύναµης ήταν σηµαντικά χαµηλότερος στα παιδιά, από τον αντίστοιχο των ενηλίκων, κατά την αρχική σύσπαση (pre-tension). Με µια αύξηση στην αρχική τάση ο ρυθµός των ενηλίκων παρουσίασε σταδιακή µείωση, ενώ των παιδιών δεν

47 έδειξε καµία αλλαγή. Η ηλεκτροµηχανική χρονική υστέρηση που παρατηρήθηκε στα παιδιά ήταν υψηλότερη από την αντίστοιχη των ενηλίκων. Συµπερασµατικά, τόσο για δυναµικές, όσο και για στατικές συστολές, η ταχύτητα συστολής στα παιδιά ήταν χαµηλότερη σε σχέση µε τους ενήλικες. Σχετικά µε την αξιολόγηση της αλτικής ικανότητας και της ισχύος στα παιδιά, παρά τα περιορισµένα ερευνητικά δεδοµένα, µερικές έρευνες έχουν δείξει αρκετά καλές συσχετίσεις µεταξύ της µέγιστης δύναµης των κάτω άκρων και του µέγιστου ύψους του άλµατος (Blackburn & Morrissey, 1998). Έρευνες που ασχολήθηκαν µε διαφορές της αλτικής ικανότητας των δύο φύλων σε πληθυσµούς νέων, έδειξαν ότι δεν υπήρχαν, τόσο στην απόδοση στο κατακόρυφο άλµα από σταθερή αρχική θέση, όσο και στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, σε παιδιά ηλικίας 11-12 ετών που συµµετείχαν σε διάφορα αθλήµατα (Bencke, Damsgaard, Sackmose et al., 2002). Αντίθετα, πρόσφατη έρευνα η οποία πραγµατοποιήθηκε από τους Gantiraga, Katartzi, Komsis & Papadopoulos (2005), εντόπισε σηµαντικές διαφορές στην αλτική ικανότητα µεταξύ αγοριών και κοριτσιών 7-9 ετών. Αυτό αποδόθηκε στις διαφορές που υπάρχουν σε αυτήν την ηλικία αναφορικά µε την κατασκευή του σώµατο (Malina & Bouchard, 1991). Επίσης, ο Keogh (1965) υποστήριξε ότι από την ηλικία των 6 έως την ηλικία των 12 ετών, τα αγόρια έχουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση µε τα κορίτσια. Οι διαφορές σε θέµατα δύναµης και ισχύος αρχίζουν να φαίνονται από την ηλικία των 7 ετών. Επίσης, υποστηρίζεται ότι τα αγόρια εµφανίζουν καλύτερη συναρµογή από τα κορίτσια στην παιδική ηλικία (Gallahue & Ozmun, 1995). Το γεγονός ότι η έρευνα των Gantiraga et al. (2005) βρήκε διαφορές εξηγείται από τις προαναφερόµενες απόψεις. Μία έρευνα που πραγµατοποιήθηκε από τους Crasselt, Forchel, Kroll & Schulz (1990) έδειξε ότι τα αγόρια αρχίζουν να πηδούν ψηλότερα από τα κορίτσια στην ηλικία των 14 ετών. Στη διαχρονική έρευνα των Mero, Vuorimma & Häkkinen (1990), παρατηρήθηκε σηµαντική βελτίωση της αλτικής ικανότητας σε αγόρια γύρω από την ηλικία των 14 ετών. Μέγιστη δύναµη και ρυθµός ανάπτυξης της δύναµης Η µέγιστη δύναµη είναι η υψηλότερη δυνατή δύναµη που µπορεί να ασκήσει ένας αθλητής εκούσια ενάντια σε µια αντίσταση. εν παίζει κανένα ρόλο, αν οι µύες πρέπει να συσταλθούν ισοµετρικά, ή δυναµικά-σύγκεντρα (Grosser, 1991). Η µέγιστη δύναµη και ο ρυθµός ανάπτυξης της δύναµης (ΡΑ ) δεν είναι ανεξάρτητες ικανότητες. Η µέγιστη δύναµη αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη του ΡΑ. Ανάλυση συσχετίσεων έδειξε ότι, η µέγιστη δύναµη είναι βασική ικανότητα, αλλά όχι όµως και κυρίαρχη προϋπόθεση για τη

48 µεγιστοποίηση του άλµατος σε αγωνίσµατα µε απαιτήσες σε αλτική ικανότητα (Gollhofer, 1987; Schmidtbleicher, 1988; Bührle, 1989). Ειδικά στα κατακόρυφα άλµατα µετά από πτώση από ύψος, η προπόνηση απαιτεί εξειδικευµένες προπονητικές λύσεις, που περισσότερο έχουν να κάνουν µε την προστασία του µυϊκού συστήµατος από τις µεγάλες επιβαρύνσεις που προκύπτουν, και τον ταυτόχρονο περιορισµό του χρόνου στήριξης, εάν και εφ όσον αυτό απαιτείται. Αντίθετα, ο ΡΑ είναι σπουδαίος παράγοντας για την εκτέλεση του κατακόρυφου άλµατος. Ο παράγοντας αυτός ορίζεται από την καµπύλη της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης, ως η απότοµη ανάπτυξη της δύναµης (Kraemer & Newton, 1994). Η αύξηση της δύναµης στη µονάδα του χρόνου αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της ταχύτητας της κίνησης και έχει υψηλή συσχέτιση µε το κατακόρυφο άλµα (Behm & Sale, 1993; Häkkinen & Komi, 1985; Schmidtbleicher, 1992). Νεότερες εργασίες διαπίστωσαν ότι ο χρόνος ανάπτυξης της δύναµης έχει υψηλή συσχέτιση µε τη µέγιστη µυϊκή ενεργοποίηση των µυών των κάτω άκρων και µε την σειρά που ενεργοποιούνται στο κατακόρυφο άλµα. Αυτή η σχέση πρέπει να λαµβάνεται υπόψη στον έλεγχο ενός άλµατος µε σκοπό πάντα τη µεγιστοποίησή του (Bobbert & Zandwijk, 1999). Στο ίδιο συµπέρασµα καταλήγουν οι Newton, Kraemer & Häkkinen (1999) που σε µια εργασία τους µε βολεϊµπολίστες, διαπίστωσαν ότι η βελτίωση της αλτικής ικανότητας κατά ένα µεγάλο βαθµό οφειλόταν στον ρυθµό ανάπτυξης της µέγιστης δύναµης. Αξιολόγηση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων Οι ισοµετρικές δοκιµασίες περιλαµβάνουν την εφαρµογή δύναµης σε µια ακίνητη συσκευή µέτρησης κατά τη διάρκεια µιας µέγιστης εκούσιας συστολής (Abernethy, Wilson & Logan, 1995). Οι ισοµετρικές δοκιµασίες είναι δηµοφιλείς, διότι έχουν χρησιµοποιηθεί ευρέως για την αξιολόγηση της ικανότητας του νευροµυϊκού συστήµατος να παράγει δύναµη (Häkkinen, 1993; Sale, 1991). Μερικοί ερευνητές υποστήριξαν ότι, τόσο ο ρυθµός ανάπτυξης της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης, όσο και η µέγιστη ισοµετρική δύναµη σχετίζονται σηµαντικά µε την αθλητική απόδοση (Häkkinen, Komi & Kauhanen, 1986; Viitasalo & Aura, 1984). Επίσης, σε πρόσφατη έρευνα των Katartzi, Gantiraga, Komsis & Papadopoulos (2005) σε παιδιά σχολικής ηλικίας (7-9 ετών), παρατηρήθηκε µία ικανοποιητική σχέση τόσο της σχετικής µέγιστης ισοµετρικής δύναµης, όσο και του ρυθµού ανάπτυξης της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων µε την ικανότητα απόδοσης στα κατακόρυφα άλµατα (SJ & DJ). Ωστόσο, άλλοι ερευνητές, δεν έχουν

49 εντοπίσει, ή εντόπισαν χαµηλές συσχετίσεις µεταξύ του ρυθµού ανάπτυξης της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης και της απόδοσης στα κατακόρυφα άλµατα, όπως επίσης και της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης µε την απόδοση στα κατακόρυφα άλµατα (Jaric, Ristanovic & Corcoss, 1989; Viitasalo, Häkkinen & Komi, 1981; Young & Bilby, 1993). Επιπλέον, σε προηγούµενες µελέτες, εµφανίστηκαν µεγάλες αποκλίσεις στις γωνίες που χρησιµοποιήθηκαν κατά την αξιολόγηση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης, σε ενήλικες (Häkkinen, Pakarinen, Alen et al., 1987). Ερευνητικές εργασίες σε νεαρούς πληθυσµούς, κατέγραψαν δεδοµένα από µετρήσεις ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων σε διαφορετικές γωνίες στην άρθρωση του γονάτου, όπως 90 ο, 110 ο, 120 ο, 140 ο and 160 ο (Ioakimidis, Gerodimos, Kellis & Kellis, 2002; Pääsuke, Ereline & Gapeyeva, 2001; Ramsay, Blimkie, Smith et al., 1990). Παρόλα αυτά, η πρόσφατη βιβλιογραφία προτείνει πως οι δοκιµασίες ισοµετρικής δύναµης, όταν χρησιµοποιούνται για πρόβλεψη της απόδοσης, πρέπει να εκτελούνται στη γωνία στην οποία επιτυγχάνεται η µέγιστη δύναµη της αθλητικής κίνησης που εστιάζει το ενδιαφέρον (Murphy, Wilson, Pryor & Newton, 1995). Αναφορικά µε την αξιολόγηση της ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων λίγες µελέτες αναφέρονται σε πληθυσµούς νέων και αυτές εστιάστηκαν κυρίως σε αγόρια προεφηβικής, εφηβικής και µεταεφηβικής ηλικίας (Ioakimidis et al., 2002; Pääsuke et al., 2001; Ramsay et al., 1990) και συνεπώς υπάρχει έλλειψη δεδοµένων από παιδιά σχολικής ηλικίας (Katartzi et al., 2005). Επιπλέον, υπάρχουν ελάχιστα δεδοµένα και για τα δύο φύλα (Gantiraga et al., 2005; Ioakimidis et al., 2002; Maridaki, Kounalakis, Phillipou et al., 1999; Pääsuke et al., 2001; Ramsay et al., 1990). Στην έρευνα των Gantiraga et al. (2005) τα αγόρια 7-9 ετών εµφάνισαν υψηλότερες τιµές, αναφορικά µε τη σχετική µέγιστη δύναµη και το ΡΑ. Σύµφωνα µε τους Blimkie & Sale (1998), τα κορίτσια παρουσιάζουν χαµηλότερες συνολικές τιµές απόλυτης δύναµης (αθροίσµατα από διαφορετικές µυϊκές οµάδες) από ότι τα αγόρια, αλλά έναν αρκετά παρόµοιο ΡΑ κατά την προεφηβική ηλικία. Ωστόσο, τα οφέλη σε δύναµη και οι διαφορές των δύο φύλων σε θέµατα δύναµης κατά την παιδική ηλικία φαίνεται να σχετίζονται µε αλλαγές στη σωµατική ωρίµανση, το µέγεθος των µυών, τη νευροµυϊκή και την ενδοκρινική ανάπτυξη. Η κληρονοµικότητα και οι συνήθειες ζωής, όπως η φυσική δραστηριότητα και η συµµετοχή στον αθλητισµό, µπορούν επίσης να επηρεάσουν τη δύναµη (Blimkie & Sale, 1998). Επιπλέον, οι διαφορές των δύο φύλων αναφορικά µε τη σχετική δύναµη πριν την εφηβεία, πιθανόν να οφείλονται εν µέρει στο µεγαλύτερο ποσοστό λίπους στο βάρος των κοριτσιών, καθώς και σε κοινωνικοπολιτισµικούς παράγοντες (Blimkie & Sale, 1998; Kemper, 1986). Συνοπτικά, οι περισσότερες έρευνες σε θέµατα ισοµετρικής δύναµης σε παιδιά εστιάστηκαν στη µέγιστη

50 εκούσια ισοµετρική δύναµη της λαβής του χεριού (Blimkie & Sale, 1998) και σπάνια σε µετρήσεις των κάτω άκρων (Gantiraga et al., 2005; Katartzi et al., 2005). Αναφορικά µε τα θέµατα δύναµης των παιδιών µε Α Σ, µια πρόσφατη έρευνα από την Raynor (2001), διαπίστωσε χαµηλά επίπεδα δύναµης των κάτω άκρων σε παιδιά µε Α Σ, αξιολογώντας τα τόσο σε ισοµετρικό, όσο και σε ισοκινητικό δυναµόµετρο. Η ίδια υποστήριξε, ότι προγράµµατα µυϊκής ενδυνάµωσης πιθανόν να µπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά µε Α Σ, να ξεπεράσουν τα προβλήµατα που εµφανίζουν στην κίνησή τους. Ως αποτέλεσµα η αξιολόγηση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων, αποτελεί έναν τοµέα που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς στα παιδιά, και η οποία σε συνδυασµό µε άλλες µετρήσεις δύναµης των κάτω άκρων, όπως τα κατακόρυφα άλµατα (Papadopoulos et al., 1997; Papadopoulos et al., 2000), µπορούν να δώσουν σηµαντικά δεδοµένα, τόσο σε παιδιά µε τυπική κινητική ανάπτυξη, όσο και σε παιδιά που παρουσιάζουν αναπτυξιακές δυσκολίες στην κίνηση. Προγράµµατα παρέµβασης σε παιδιά µε Α Σ Παρά το γεγονός ότι έχουν διεξαχθεί πολλές έρευνες σχετικά µε την ανίχνευση των αναπτυξιακών προβληµάτων συναρµογής, δεν έχουν πραγµατοποιηθεί έρευνες στον τοµέα της παρέµβασης και της διαχείρισης του προβλήµατος. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις, ότι χωρίς διόρθωση του προβλήµατος οι δυσκολίες επιδεινώνονται στην πορεία της ζωής του ατόµου (Geuze & Borger, 1993; Gilberg, Gilberg & Groth, 1989; Losse, Henderson, Elliman et al., 1991). Επιπρόσθετα, όσο πιο νωρίς εφαρµοσθεί η παρέµβαση, τόσο καλύτερα θα είναι και τα αποτελέσµατα (Schoemaker, Hijlkema & Kalverboer, 1994). Η Henderson (1992), τονίζει ότι δεν υπάρχει συγκεκριµένο πρόγραµµα αντιµετώπισης της κινητικής αδεξιότητας, το οποίο να υποστηρίζεται επιστηµονικά. Έτσι, παρέχει µερικές προτάσεις µέσα από το πακέτο αξιολόγησης του ABC. Ο Hall (1988) προτείνει ότι η παρέµβαση θα πρέπει να εστιάζεται στην ίδια τη δεξιότητα, η οποία προκαλεί τα προβλήµατα. Συνεπώς, προτείνει µία προσέγγιση µε έµφαση στη δεξιότητα, για την αντιµετώπιση της κινητικής αδεξιότητας. Στο εγχειρίδιο του Movement Assessment Battery for Children (Movement ABC), οι συγγραφείς αναφέρουν την προσέγγισή τους ως γνωστική κινητική. Υποστηρίζουν ότι, η λύση στα κινητικά προβλήµατα έχει τρία στοιχεία, το σχεδιασµό, την εκτέλεση και την αξιολόγηση. Η διαδικασία συνεχίζεται µε ανάλυση και προσαρµογή της δεξιότητας και έτσι, συνδυάζεται η αξιολόγηση µε την παρέµβαση, παρέχοντας εξάσκηση σε πραγµατικές και

51 σχετικές συνθήκες (Henderson & Sugden, 1992). Οι Larkin & Parker (1998) ακολούθησαν την ίδια προσέγγιση εξάσκησης στη συγκεκριµένη δεξιότητα, αξιολογώντας τα παιδιά στο εργαστήριο µε έµφαση στα κινηµατικά και δυναµικά στοιχεία της προσγείωσης µε δύο πόδια, µετά από πτώση από ύψος. Οι Marchiori, Wall & Bedingfield (1987), πρόσθεσαν επιπλέον, ότι η εξάσκηση από µόνη της δεν βοηθάει στη βελτίωση του προβλήµατος, αλλά απαιτείται ανατροφοδότηση µε τη µορφή της γνώσης του αποτελέσµατος. Ανάλογη υπόθεση, υποστηρίζεται και σε έρευνα των Revie & Larkin (1993). Σύµφωνα µε τους Wright & Sugden (1998), πριν ο καθηγητής φυσικής αγωγής (ΚΦΑ) υιοθετήσει µια παρέµβαση µε βάση τις δεξιότητες, θα πρέπει να γνωρίζει ότι το παιδί αντιµετωπίζει πρόβληµα στην υποδοχή ή στο σταµάτηµα µιας µπάλας. Ανάλογα µε τη σοβαρότητα και τη φύση των δυσκολιών θα πρέπει να απλοποιήσει το µαθησιακό περιβάλλον για το παιδί και να αναλύσει τις δεξιότητες, ώστε να το βοηθήσει να αποκτήσει τον έλεγχο αυτών των δεξιοτήτων. Σε περίπτωση σοβαρών δυσκολιών θα πρέπει να χωριστεί η κίνηση, και η έναρξη να γίνει µε δραστηριότητες ισορροπίας, πριν την εισαγωγή απλών σχετικών δεξιοτήτων µε µπάλα. Αν το παιδί κατέχει τις σταθεροποιητικές βασικές δεξιότητες, όπως η στατική ισορροπία, τότε ο ΚΦΑ θα πρέπει να απλοποιήσει και να γενικεύσει τις χειριστικές δεξιότητες, διευρύνοντας έτσι τις εµπειρίες του παιδιού µε εξάσκηση µε µεγαλύτερες µπάλες, µε ρολάρισµα πριν την ρίψη κ.ο.κ. Με αυτόν τον τρόπο θα χτίσει σταδιακά τη γνώση και την επιτυχία του παιδιού στις χειριστικές δεξιότητες. Σε αυτήν την περίπτωση ο καθηγητής φυσικής αγωγής σχεδιάζει την παρέµβασή του, αφού πρώτα εντοπίσει τις αδυναµίες του παιδιού σε λειτουργικές δεξιότητες. Οι Bishop & Horvat (1984) βρήκαν ότι ασκήσεις όπως κοιλιακοί, ραχιαίοι, κάµψεις και άλµατα σε µήκος, είχαν πιο σταθερή βελτίωση από ότι κινητικές δεξιότητες, όπως ρίψη και λάκτισµα, σε ένα πρόγραµµα, κατά το οποίο οι γονείς επέβλεπαν τα παιδιά τους στο σπίτι. Αντίθετα, οι Marchiori et al. (1987), αναφέρουν ότι η απόδοση δύο παιδιών µε κινητική αδεξιότητα σε µία κίνηση στο χόκεϊ, ήταν ασταθής, παρά το γεγονός ότι, η εξάσκηση διήρκεσε έξι εβδοµάδες, και η επίβλεψη έγινε από τους γονείς στο σπίτι. Στη συγκεκριµένη έρευνα η αξιολόγηση έγινε µε κινηµατογραφική ανάλυση της κίνησης, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ακρίβεια των αποτελεσµάτων. Ανάλογη υπόθεση, υποστηρίζεται και σε έρευνα των Revie & Larkin (1993), στην οποία εξετάσθηκε η επίδραση εντατικής διδασκαλίας και εξάσκησης, που περιλάµβανε κινητικές δεξιότητες όπως, ρίψη πάνω από τον ώµο, κουτσό, λάκτισµα µπάλας σε στόχο, και αναπήδηση και υποδοχή µίας µπάλας του βόλεϊ. Τα αποτελέσµατα έδειξαν σηµαντικά οφέλη στην απόδοση, για όλες τις δεξιότητες εκτός από το άλµα κουτσό. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι, δόθηκε λιγότερος

52 χρόνος εξάσκησης στην παρέµβαση στο κουτσό, από ότι στις άλλες δεξιότητες, και επίσης ο χρόνος µοιράστηκε στην εξάσκηση και των δύο ποδιών. Άλλοι λόγοι που πιθανά ευθύνονται είναι, ότι υπάρχει σχέση ηλικίας µε τη διαφορά στην απόδοση στο άλµα κουτσό, µεταξύ των δύο ποδιών (Denckla, 1974) και συνεπώς, νευροαναπτυξιακοί περιορισµοί στη µάθηση της δεξιότητας. Επίσης, το άλµα κουτσό αποτελεί έναν παράγοντα ένδειξης της κινητικής αδεξιότητας σε παιδιά 5 ετών (Johnston, Crawford, Short et al., 1987) και παιδιά 6-9 ετών (Hoare, 1994). Οι Wright & Sugden (1998), εφάρµοσαν ένα πρόγραµµα παρέµβασης πέντε εβδοµάδων, βασισµένο στο εγχειρίδιο του Movement ABC. Τα ατοµικά προφίλ των παιδιών φάνηκε να βελτιώνονται µετά την παρέµβαση, στηρίζοντας ότι αυτή µπορεί να λαµβάνει χώρα στο σχολείο, αν γίνει λεπτοµερής σχεδιασµός για το κάθε παιδί µε αδεξιότητα. Συνεπώς, ο δάσκαλος µπορεί να δουλεύει µέσα στο αναλυτικό πρόγραµµα του σχολείου. Οι Rintala, Pienimaki, Ahonen et al. (1998), εξέτασαν τα αποτελέσµατα από την εφαρµογή δύο προγραµµάτων παρέµβασης διάρκειας 10 εβδοµάδων, ενός ψυχοκινητικού και ενός τυπικού προγράµµατος φυσικής αγωγής, από ΚΦΑ. Το ψυχοκινητικό περιλάµβανε, αδρές δεξιότητες (βάδισµα, τρέξιµο, άλµατα σε τραµπολίνο) και ασκήσεις γνώσης του σώµατος. Το πρόγραµµα φυσικής αγωγής περιλάµβανε, βασικές κινητικές δεξιότητες, µέσα από παιχνίδια και αθλητικές δραστηριότητες. Ως όργανο αξιολόγησης της απόδοσης από την παρέµβαση χρησιµοποιήθηκε το Test of Gross Motor Development (Ulrich, 1985), το οποίο είναι σχεδιασµένο να αξιολογεί αδρές κινητικές (π.χ. τρέξιµο, κουτσό) και χειριστικές δεξιότητες (π.χ. ρίψη, υποδοχή). Παρατηρήθηκε βελτίωση της απόδοσης όλων των παιδιών και των δύο οµάδων, όµως το ψυχοκινητικό πρόγραµµα βελτίωσε περισσότερο τις χειριστικές δεξιότητες. Οι Larkin & Parker (1998) αξιολογώντας τα µοντέλα προσγείωσης µετά από πτώση από ύψος, εφάρµοσαν ένα πρόγραµµα παρέµβασης έξι εβδοµάδων, κατά το οποίο τα παιδιά ασκήθηκαν στη συγκεκριµένη δεξιότητα. Σύγκριναν παιδιά µε κινητική αδεξιότητα και παιδιά χωρίς κινητική αδεξιότητα και χρησιµοποίησαν τη µέθοδο της βιντεοσκόπησης της κίνησης, καθώς και δυναµικά χαρακτηριστικά, βάσει των οποίων καθοδήγησαν τα παιδιά στην παρέµβαση. Οι διαφορές που βρέθηκαν µεταξύ των παιδιών µε και χωρίς κινητική αδεξιότητα ήταν στην κατακόρυφη δύναµη προσγείωσης, στο χρόνο προσγείωσης και στις κινηµατικές παραµέτρους των αρθρώσεων των κάτω άκρων. Η µόνη προσαρµογή που σηµειώθηκε από την παρέµβαση ήταν, η µείωση του εύρους της κίνησης στο ισχίο, σαν αποτέλεσµα των οδηγιών να βλέπουν ψηλά και να «κάθονται» κατά την προσγείωση.

53 Συµπερασµατικά προκύπτει ότι, υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις για το πώς µπορούν να αντιµετωπιστούν τα κινητικά προβλήµατα σε ένα παιδί. Όµως, όποια προσέγγιση και να χρησιµοποιηθεί, απαιτεί χρόνο και συνεχή προσπάθεια από όλους (Wall et al., 1990). Επίσης, η Raynor (2001) πρότεινε, µε δεδοµένη την ύπαρξη προβληµάτων σε θέµατα δύναµης των παιδιών µε Α Σ, µία προσέγγιση µε έµφαση στη µυϊκή ενδυνάµωση, ως πρόγραµµα διόρθωσης και βελτίωσης του προβλήµατος της Α Σ. Παράλληλα, µία προσέγγιση που να δίνει έµφαση σε στοιχεία της φυσικής κατάστασης, όπως η συναρµογή, και η ισχύς των κάτω άκρων, µέσα από µία αθλοπαιδιά, η οποία είναι εφαρµόσιµη στο χώρο του σχολείου, δεν έχει πραγµατοποιηθεί. Πιο συγκεκριµένα ο Mero (1998) προτείνει τη διδασκαλία κυρίως ασκήσεων δύναµης, κατά την προ-εφηβεία (εύρος ηλικίας 7-11 έτη). Επιστηµονικές έρευνες δείχνουν ότι σε αυτήν την ηλικιακή φάση, η προπόνηση δύναµης αυξάνει τη δύναµη και βελτιώνει την κινητική συναρµογή, αυξάνει την ενεργοποίηση των κινητικών µονάδων, και παράγει άλλες απροσδιόριστες νευρολογικές προσαρµογές, οι οποίες περιλαµβάνουν την καλύτερη συναρµογή των µυϊκών οµάδων. Αυτές οι προσαρµογές είναι πολύ πιθανόν να αποτελούν τους σηµαντικότερους παράγοντες για την βελτίωση της δύναµης (Ramsay et al., 1990). Ο Mero (1998) προτείνει περίπου κατά µέσο όρο δύο προπονητικές µονάδες ασκήσεων συναρµογής και ισχύος ανά εβδοµάδα για παιδιά, τα οποία συµµετέχουν σε αθλητικές δραστηριότητες. Επιπλέον τονίζει ότι, όταν τα παιδιά µάθουν την άσκηση, τότε µπορεί να αυξηθεί η ένταση της προπόνησης ισχύος. Για το γενικό πληθυσµό των παιδιών του σχολείου τονίζει ότι, είναι σηµαντικό να προπονούνται σε όσα διαφορετικά αθλήµατα θέλουν, και µε αυτόν τον τρόπο µπορούν να ενεργοποιούν τις µυϊκές ίνες ταχείας συστολής. Εάν µάθουν να το κάνουν αυτό, αργότερα στην ενήλικη ζωή τους θα µπορούν να συνεχίσουν αυτού του είδους την προπόνηση και έτσι θα διατηρούν τις µυϊκές ίνες βραδείας και ταχείας συστολής των µεγάλων µυϊκών οµάδων σε ένα πολύ καλό επίπεδο.

54 ΙΙΙ. ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ είγµα της έρευνας Στην έρευνα συµµετείχαν 132 µαθητές και µαθήτριες, (n = 74 αγόρια ηλικίας 8,46 ± 0,83 έτη και n = 58 κορίτσια ηλικίας 8,33 ± 0,86 έτη) της δευτέρας, τρίτης και τετάρτης τάξης δηµοτικών σχολείων (7-10 ετών) της πόλης των Σερρών. Το σύνολο του δείγµατος αξιολογήθηκε µε την κινητική δοκιµασία Movement ABC (Henderson & Sugden, 1992) µε στόχο τη δηµιουργία των πειραµατικών οµάδων. Από το αρχικό δείγµα των παιδιών προέκυψαν τρεις οµάδες, οι οποίες συµµετείχαν στην περαιτέρω έρευνα. Η πειραµατική οµάδα Α, η οποία αποτελούνταν από 11 παιδιά, τα οποία είχαν τιµές στη δοκιµασία Movement ABC κάτω από τη 15 η ποσοστιαία µονάδα, και τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως οµάδα παιδιών µε προβλήµατα στην κινητική συναρµογή (ΟΠΚΣ). Η πειραµατική οµάδα Β, η οποία αποτελούνταν από 12 παιδιά τα οποία, είχαν τιµές πάνω από τη 15 η ποσοστιαία µονάδα, και τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως οµάδα µε τυπική συναρµογή (ΟΤΣ). Η οµάδα ελέγχου (ΟΕ) αποτελούµενη από 12 παιδιά µε τιµές πάνω από τη 15 η ποσοστιαία µονάδα. Οι οµάδες δεν συµµετείχαν σε αθλητικές δραστηριότητες εκτός σχολείου, δεν είχαν υποεπίδοση στα µαθήµατα του σχολείου, ενώ τα παιδιά που είχαν προβλήµατα στην όραση συµµετείχαν στην αξιολόγηση µε διορθωµένη όραση. Τα σωµατοµετρικά χαρακτηριστικά της κάθε οµάδας παρουσιάζονται στον πίνακα 1. Πίνακας 1. Σωµατοµετρικά χαρακτηριστικά των οµάδων ΟΜΑ ΕΣ n ΗΛΙΚΙΑ (Έτη) ΣΩΜ. ΒΑΡΟΣ (Κιλά) ΣΩΜ. ΥΨΟΣ (Εκατοστά) Πειραµατική οµάδα Α 11 8,52 ± 0,98 37,41 ± 6,87 141,36 ± 2,42 (ΟΠΚΣ) Πειραµατική οµάδα Β 12 8,39 ± 0,47 32,83 ± 6,45 139,5 ± 4,27 (ΟΤΣ) Οµάδα ελέγχου (ΟΕ) 12 8,41 ± 0,89 38,08 ± 5,95 143,17 ± 7,21 Οι οµάδες αξιολογήθηκαν στη µέγιστη ισοµετρική δύναµη των κάτω άκρων σε µονοαξονικό δυναµόµετρο, στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος 10 και 20 εκ. (DJ), στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ), (SJ), στη δεξιότητα

55 προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., στη δεξιότητα βάδισης, και στη δεξιότητα ισορροπίας σε τρεις διαφορετικές θέσεις (όρθια στάση, στάση βηµατισµού «δάκτυλα - φτέρνα» (τύπου Romberg) και στάση «πελαργός»). Πραγµατοποιήθηκαν δύο µετρήσεις, αρχική (διάγνωση) και τελική µέτρηση (έλεγχος), πριν και µετά την εφαρµογή ενός προγράµµατος παρέµβασης διάρκειας 12 εβδοµάδων, µε στόχο τη βελτίωση των δυναµικών και κινηµατικών χαρακτηριστικών των κινητικών δεξιοτήτων. Όλες οι δοκιµασίες έλαβαν χώρα στο Εργαστήριο Αθλητικής Βιοµηχανικής του ΤΕΦΑΑ Σερρών. Στο σχήµα 1 παρουσιάζεται ο συνολικός σχεδιασµός της έρευνας. Σχήµα 1: Σχεδιασµός της έρευνας Περιγραφή οργάνων Κινητική δοκιµασία Movement Assessment Battery for Children. Για την αρχική κινητική αξιολόγηση και ανίχνευση των παιδιών µε προβλήµατα στην κινητική τους συναρµογή εφαρµόστηκε η κινητική δοκιµασία Movement ABC (Henderson & Sugden, 1992). Η δοκιµασία στο σύνολό της αποτελείται από τρία µέρη: α) Κινητική δοκιµασία, η οποία είναι σχεδιασµένη, έτσι ώστε να µπορεί να εφαρµοσθεί ατοµικά, και απαιτεί από το κάθε παιδί την εκτέλεση συγκεκριµένων δεξιοτήτων, β) Ερωτηµατολόγιο (Movement ABC Checklist, Henderson & Sugden, 1992; Sugden &

56 Sugden, 1991), το οποίο συµπληρώνεται από το δάσκαλο, ή το γονέα του παιδιού και αφορά τις καθηµερινές δραστηριότητες του παιδιού, και γ) Πακέτο οδηγιών µε θέµατα παρέµβασης. Στην παρούσα µελέτη εφαρµόστηκε µόνο το κινητικό µέρος της δοκιµασίας, και λήφθηκαν υπόψη οι οδηγίες για το σχεδιασµό της παρέµβασης. Η κινητική δοκιµασία Movement ABC βασίζεται σε νόρµες (norm referenced test), οι οποίες καλύπτουν τις ηλικίες 4-12 ετών. Αποτελεί εξέλιξη της βελτιωµένης έκδοσης της κινητικής δοκιµασίας Test of Motor Impairment-Henderson revision (TOMI, Stott et al., 1984), η οποία µε τη σειρά της αποτελεί εξέλιξη της πρώτης έκδοσης του ΤΟΜΙ από το 1972 (Henderson & Sugden 1992; Wright & Sugden, 1996). Απαιτούνται περίπου 20-30 για την εκτέλεσή της από το κάθε παιδί, και αυτό εξαρτάται από την ηλικία και το βαθµό των κινητικών δυσκολιών του παιδιού. Μπορεί να εφαρµοστεί από επαγγελµατίες µε ποικίλο επιστηµονικό υπόβαθρο και εµπειρία, τόσο στον εκπαιδευτικό, όσο και τον ιατρικό τοµέα (Henderson & Sugden 1992). Η δοκιµασία περιλαµβάνει τρεις ενότητες: α) επιδεξιότητα χεριών, β) δεξιότητες µε µπάλα, και γ) δυναµική και στατική ισορροπία. Αποτελείται από 32 ασκήσεις οργανωµένες σε τέσσερις σειρές (οκτώ ασκήσεις σε κάθε σειρά). Η κάθε σειρά αντιστοιχεί σε µία από τις τέσσερις κατηγορίες ηλικιών: Κατηγορία 1 (ηλικίες 4, 5 και 6), Κατηγορία 2 (ηλικίες 7-8), Κατηγορία 3 (ηλικίες 9-10), και Κατηγορία 4 (ηλικίες 11-12). Η αξιοπιστία της δοκιµασίας µεταξύ των µετρήσεων σε διαφορετικές χρονικές στιγµές αναφέρεται ότι είναι 0,75 (r), ενώ για µετρήσεις από διαφορετικούς εξεταστές η αξιοπιστία ανέρχεται 0,70 (r), (Henderson & Sugden, 1992). Για τη συγκεκριµένη έρευνα εφαρµόστηκαν οι ασκήσεις των κατηγοριών 2 και 3 (πίνακας 2). Βαθµολόγηση, κριτήρια διαφοροποίησης και νόρµες του ABC. Το παιδί βαθµολογείται µε ένα κινητικό αποτέλεσµα από το 0 έως το 5, ανάλογα µε την επίδοση σε κάθε άσκηση (δευτερόλεπτα, βήµατα, επιτυχίες, ανάλογα µε τη δοκιµασία). Εάν η άσκηση εκτελεσθεί χωρίς κανένα πρόβληµα, τότε το αποτέλεσµα θα είναι 0 (δηλ. επιτυχές). Αντίθετα, εάν η άσκηση εκτελεσθεί µε πολλά προβλήµατα, τότε το αποτέλεσµα θα είναι 5 (δηλ. πολύ κακή επίδοση). Στο τέλος τα αποτελέσµατα και των οκτώ ασκήσεων αθροίζονται και βγαίνει το συνολικό κινητικό αποτέλεσµα που µπορεί να κυµαίνεται από 0 (για ένα παιδί χωρίς καµία δυσκολία) έως 40 (για ένα παιδί µε πολύ σοβαρές δυσκολίες στην κινητική συναρµογή). Στο Παράρτηµα I παραθέτονται τα φύλλα βαθµολόγησης για τις δύο ηλικιακές κατηγορίες που χρησιµοποιήθηκαν στην παρούσα έρευνα.

57 Πίνακας 2. Περιεχόµενο της κινητικής Sugden, 1992) για τις κατηγορίες 2 και 3 δοκιµασίας Movement ABC (Henderson και Κατηγορίες Κατηγορία 2 (ηλικίες 7-8) Κατηγορία 3 (ηλικίες 9-10) Επιδεξιότητα χεριών 1.Τοποθέτηση «καρφιών» 2. «Κέντηµα» (Πέρασµα κλωστής σε ξύλινη ράβδο) 3. Ιχνογραφία λουλουδιού 1. Μεταφορά «καρφιών» 2. Βίδωµα «παξιµαδιών σε βίδα» 3. Ιχνογραφία λουλουδιού Ασκήσεις µε µπάλα 1.Πέταγµα και πιάσιµο της µπάλας µε το ένα χέρι 2. Πέταγµα ενός σακουλιού σ ένα κουτί 1.Πέταγµα και πιάσιµο της µπάλας µε τα δύο χέρια 2. Πέταγµα ενός σακουλιού σε ένα κουτί Ισορροπία Στατική Ισορροπία στο ένα πόδι (Θέση πελαργού) υναµική 1. Πήδηµα κουτσό σε τετράγωνα 2. Περπάτηµα φτέρνα µύτη εναλλάξ Στατική Ισορροπία στο ένα πόδι (Θέση πελαργού) σε ξύλινη βάση υναµική 1. Πήδηµα κουτσό σε τετράγωνα 2. Ισορροπία µπάλας σε ξύλινη βάση Το συνολικό κινητικό αποτέλεσµα υποδεικνύει το βαθµό που το παιδί υπολείπεται ή όχι κινητικά σε σύγκριση µε το επίπεδο της ηλικίας του, και δε διαχωρίζει τα παιδιά που λειτουργούν πάνω από αυτό το επίπεδο. Τα όρια διαφοροποίησης είναι η 15 η και η 5 η χαµηλότερη ποσοστιαία θέση. Έτσι, ένα παιδί που το συνολικό κινητικό του αποτέλεσµα αντιστοιχεί από τη χαµηλότερη 15 η έως την 6 η ποσοστιαία θέση σε σύγκριση µε τις νόρµες που έχουν οριστεί για την ηλικία του, τότε βρίσκεται σε οριακή κατάσταση έχοντας σίγουρα κάποια κινητικά προβλήµατα. Εάν το συνολικό κινητικό του αποτέλεσµα αντιστοιχεί από την πέµπτη χαµηλότερη ποσοστιαία θέση και κάτω, έχει σίγουρα σοβαρά κινητικά προβλήµατα. Στο Παράρτηµα II παραθέτονται οι νόρµες που χρησιµοποιήθηκαν στην παρούσα έρευνα. Τα στοιχεία από τα οποία δηµιουργήθηκαν οι νόρµες δείχνουν ότι περίπου 30% των παιδιών παρουσιάζουν ελαφρές κινητικές δυσκολίες, 10% µέτριες, ενώ ένα 5% παρουσιάζει σοβαρές κινητικές δυσκολίες (Causgrove-Dunn & Watkinson, 1996). Αξιοπιστία και εγκυρότητα του ABC. Όπως προαναφέρθηκε, τα στοιχεία σχετικά µε την αξιοπιστία και εγκυρότητα της κινητικής δοκιµασίας Movement ABC, είναι ικανοποιητικά. Οι τιµές που παρατίθενται στο Βιβλίο Οδηγιών αναφέρονται στα αποτελέσµατα που διαχωρίζουν τα παιδιά µε δυσκολίες στην κίνηση από τα υπόλοιπα.

58 Ελέγχθηκε κατά πόσο η αξιολόγηση παιδιών που παρουσίαζαν αποτελέσµατα κάτω από τη 15 η ή την 5 η χαµηλότερη ποσοστιαία θέση παρέµενε σταθερή σε διαφορετικές µετρήσεις. Το ποσοστό συµφωνίας µεταξύ µετρήσεων σε διαφορετικές χρονικές στιγµές κυµαίνεται από 73% έως 97% (Henderson & Sugden, 1992). Όσον αφορά την εγκυρότητα οι Henderson & Sugden (1992) αναφέρουν ότι, από τη σύγκριση του Movement ABC µε το Bruininks-Oseretsky Test of Motor Proficiency (Bruninks 1978, όπως αναφέρεται από τους Henderson & Sugden, 1992) ο συντελεστής συσχέτισης ήταν σηµαντικός (r =.53). Επιπλέον, η αντίστοιχη κινητική δοκιµασία έχει γίνει αποδεκτή, έχει εφαρµοστεί από πολλούς επιστήµονες σε πολλές χώρες (Kourtessis et al., 1998; Maeland, 1992; Miyahara et al., 1998; Rosblad & Gard, 1998; Smits-Englesman et al., 1998; Wright et al., 1994), είναι εύκολη στη χρήση της, και αποτελεί µία από τις πιο έγκυρες κινητικές δοκιµασίες για παιδιά. ισδιάστατη κινηµατική ανάλυση Για την κινηµατική ανάλυση των κατακόρυφων αλµάτων, της δεξιότητας της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., και της βάδισης χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος της δισδιάστατης βιντεοανάλυσης, µέσω του συστήµατος κινηµατικής ανάλυσης APAS (Ariel Performance Analysis System), (Ariel, 1990), (εικόνα 2). Η δισδιάστατη ανάλυση της κίνησης περιελάµβανε 3 φάσεις: α) Καταγραφή της κίνησης, β) Ψηφιοποίηση και γ) Αξιολόγηση των δεδοµένων. Εικόνα 2. Σύστηµα βιοµηχανικής ανάλυσης, ARIEL (Ariel Performance Analysis System), (Ariel, 1990)

59 α) Καταγραφή της κίνησης Για τη βιντεοσκόπηση των κατακόρυφων αλµάτων και των κινητικών δεξιοτήτων που προαναφέρθηκαν, χρησιµοποιήθηκε µία βιντεοκάµερα Panasonic PV-900 (Ariel, 1990), (εικόνα 3), η οποία, - παρείχε δυνατότητα καταγραφής της κίνησης, µε ταχύτητα λήψης 60 Ηz, - διέθετε αυτόµατα προσαρµοσµένη ταχύτητα φωτοφράκτη µεταξύ 1/60 και 1/250, ανάλογα µε τη φωτεινότητα του αντικειµένου που βιντεοσκοπήθηκε, - διέθετε αυτόµατα προσαρµοσµένο διάφραγµα, και - διέθετε προσαρµοσµένο τηλεφακό zoom 12:1 (Panasonic-operating Instructions) Εικόνα 3. Βιντεοκάµερα Panasonic PV-900 (60Hz) H χρήση του τηλεφακού επέτρεπε τη βιντεοσκόπηση της κίνησης από µακριά, έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται το αντιληπτικό σφάλµα, ενώ ταυτόχρονα επιτεύχθηκε το απαιτούµενο µέγεθος της εικόνας του εξεταζόµενου σύµφωνα µε τις οδηγίες των Kreighbaum & Barthels (1990). Η βιντεοκάµερα τοποθετήθηκε πάνω σ ένα σταθερό τρίποδα, ώστε να µην υπόκειται σε κραδασµούς κατά τη διάρκεια της λήψης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο οπτικός της άξονας να σχηµατίζει γωνία 90 µοιρών (κάθετα) µε το επίπεδο της κίνησης, για να µπορεί να καταγράφει τα επιλεγµένα σηµεία κατά τη διάρκεια ολόκληρης της κινητικής δραστηριότητας. Για την επίτευξη ιδανικών συνθηκών φωτισµού, χρησιµοποιήθηκε ένας προβολέας (Reflecta 3002), µε λάµπα των 300 Watt στα 220 Volt. Ο προβολέας τοποθετήθηκε πάνω στη µηχανή λήψης. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα να αντανακλούν καλά και να είναι ευδιάκριτοι οι αυτοκόλλητοι ανακλαστήρες, που τοποθετήθηκαν πάνω σε επιλεγµένα σηµεία του σώµατος (8), στα τέσσερα (4) σηµεία ελέγχου του επιπέδου διαβάθµισης και στο σταθερό σηµείο αναφοράς (1).

60 Για τον προσδιορισµό των αρθρώσεων και των µελών του σώµατος τοποθετήθηκαν αυτοκόλλητοι ανακλαστήρες σύµφωνα µε τις υποδείξεις των Ariel (1990) και Lohmann, Roche & Martorell (1988), στα ακόλουθα σηµεία (εικόνα 4): 1. στο φύµα του 5 ου µεταταρσίου, 2. στο έξω σφυρό, 3. στο έξω µεσάρθριο διάστηµα του γονάτου (η τοποθέτηση έγινε σε έκταση της άρθρωσης του γονάτου, αφού προηγουµένως εντοπίστηκε το σηµείο µε κάµψη της συγκεκριµένης άρθρωσης), 4. στο µείζονα τροχαντήρα του µηριαίου οστού, 5. στην άρθρωση του ώµου (µείζον βραχιόνιο όγκωµα), 6. στην άρθρωση του αγκώνα (κεφαλή της κερκίδας), 7. στην πηχεοκαρπική άρθρωση, και 8. στο µετωπιαίο λοβό Εικόνα 4. Αυτοκόλλητοι ανακλαστήρες τοποθετηµένοι σε επιλεγµένα σηµεία του σώµατος Οι ανακλαστήρες τοποθετήθηκαν στην πλευρά του σώµατος κάθε εξεταζόµενου, η οποία ήταν ορατή κατά τη λήψη και µε τη βοήθειά τους ορίστηκαν έξι µέλη: άκρο πόδι, κνήµη, µηρός, κορµός, χέρια και κεφάλι (Bobbert & van Ingen Schenau, 1988). Οι ανακλαστήρες τοποθετήθηκαν πάνω σε γυµνή επιφάνεια σώµατος, όπου αυτό ήταν δυνατό, για να ελαχιστοποιηθεί η µετακίνησή τους εξαιτίας της µετακίνησης των ρούχων κατά την εκτέλεση των αλµάτων (Nigg, 1986). Η χρήση τους διευκόλυνε τη µελέτη της κίνησης των µελών κατά την διάρκεια εκτέλεσης των κατακόρυφων αλµάτων και των κινητικών δεξιοτήτων, καθώς και τη διαδικασία της αυτόµατης ψηφιοποίησης, λόγω των καλών συνθηκών φωτισµού.

61 Για τον προσδιορισµό του δισδιάστατου καρτεσιανού συστήµατος αναφοράς, στο οποίο υπολογίστηκαν οι συντεταγµένες των επιλεγµένων σηµείων του σώµατος, χρησιµοποιήθηκε ένα σταθερό σηµείο στο έδαφος που αποτελούσε το σηµείο αναφοράς των αξόνων (Ariel, 1990). Πάνω σ αυτό το σταθερό σηµείο τοποθετήθηκε ένας αυτοκόλλητος ανακλαστήρας, ο οποίος υπήρχε στο πεδίο λήψης κατά τη βιντεοσκόπηση των σηµείων ελέγχου, και φαινόταν σε κάθε εικόνα κατά τη διάρκεια ολόκληρης της κινητικής δραστηριότητας. Για τον υπολογισµό των γωνιακών κινηµατικών χαρακτηριστικών της κίνησης του κάθε µέλους, το κάθε επιµέρους τοπικό καρτεσιανό σύστηµα αναφοράς καθορίστηκε µέσω του λογισµικού του APAS, στο τελικό (µακρινό) σηµείο που όριζε το κάθε µέλος (Robertson & Springings, 1987). Για τη διαβάθµιση του χώρου, όπου εκτελέστηκαν τα άλµατα και οι κινητικές δεξιότητες, χρησιµοποιήθηκαν 4 σηµεία ελέγχου, τα οποία βρισκόταν πάνω σε µία κατασκευή από αλουµινένιους σωλήνες, γνωστών διαστάσεων, που καλείται επίπεδο διαβάθµισης. Το επίπεδο διαβάθµισης είχε διαστάσεις 180 cm х 180 cm, για να ανταποκρίνεται στις διαστάσεις του χώρου όπου διεξαγόταν η κίνηση (Ariel, 1990). Όλες οι διαστάσεις ήταν µετρηµένες από τον κεντρικό επιµήκη άξονα του αλουµινένιου σωλήνα. Η εξωτερική διάµετρος των σωλήνων αλουµινίου ήταν 44,45 mm, που σηµαίνει ότι, ο κάθε σωλήνας είχε ακτίνα 22,225 mm. Τα 4 σηµεία ελέγχου κάλυπταν όλο το χώρο όπου διεξαγόταν η κίνηση και ήταν ευδιάκριτα από τη µηχανή λήψης κατά τη διάρκεια της βιντεοσκόπησης (Σχήµα 2). y x Σχήµα 2. Σηµεία ελέγχου του επιπέδου διαβάθµισης και οι δύο άξονες (x, y) για την κινηµατική ανάλυση Η θέση των σηµείων ελέγχου µετρήθηκε σ ένα δισδιάστατο καρτεσιανό σύστηµα συντεταγµένων, όπου κάθε σηµείο ελέγχου είχε µια x και µία y τιµή. Σ αυτό το δισδιάστατο καρτεσιανό σύστηµα συντεταγµένων

62 ως σηµείο τοµής των αξόνων ορίστηκε η κάτω αριστερή γωνία του επιπέδου διαβάθµισης (1), ο άξονας των y είχε κατακόρυφη διεύθυνση, και ο άξονας των x είχε προσθοπίσθια διεύθυνση (σχήµα 2). Τα 4 σηµεία ελέγχου είχαν τις εξής συντεταγµένες (σε εκατοστά), (πίνακας 3): Πίνακας 3. Συντεταγµένες των σηµείων ελέγχου Αριθµός σηµείου ελέγχου x y 1. 0.00 0.00 2. 180.00 0.00 3. 180.00 180.00 4. 0.00 180.00 Σύµφωνα µε τις υποδείξεις του Winter (1990), αρχικά βιντεοσκοπήθηκε το επίπεδο διαβάθµισης (σηµεία ελέγχου και σταθερό σηµείο), το οποίο στη συνέχεια αποµακρύνθηκε για να διεξαχθεί ανεµπόδιστα η κίνηση, ενώ η βιντεοκάµερα παρέµεινε σταθερή. Η βιντεοκάµερα δεν µετακινήθηκε από τη θέση της, δεν υπέστη κραδασµούς και δεν επιχειρήθηκε µεταβολή του µεγέθους λήψης (zoom), κατά τη διεξαγωγή των κατακόρυφων αλµάτων και των κινητικών δεξιοτήτων, και µεταξύ της καταγραφής των σηµείων ελέγχου και των κινήσεων. Στη συνέχεια βιντεοσκοπήθηκε η κινητική δραστηριότητα (κατακόρυφα άλµατα, κινητικές δεξιότητες), ενώ στο πεδίο λήψης υπήρχε πάντα το ίδιο σταθερό σηµείο (σηµείο τοµής των αξόνων του δισδιάστατου καρτεσιανού συστήµατος συντεταγµένων), που είχε καταγραφεί και κατά τη βιντεοσκόπηση των σηµείων ελέγχου. Σε κάθε καταγραφή φαινόταν ο κωδικός του εξεταζόµενου, και ο αριθµός της προσπάθειας σε µια πινακίδα. β) Ψηφιοποίηση Εξοπλισµός. Για τον καθορισµό της θέσης των επιλεγµένων σηµείων του σώµατος του εξεταζοµένου, σε σχέση µε το δισδιάστατο καρτεσιανό σύστηµα αναφοράς, µε απώτερο σκοπό τον υπολογισµό των κινηµατικών χαρακτηριστικών της κίνησης, ακολουθήθηκε η διαδικασία της αυτόµατης ψηφιοποίησης (Kreighbaum & Barthels, 1990). H κάθε βιντεοταινία προβλήθηκε µέσω ενός βίντεο SVHS, Panasonic-Model AG-7150, σε µια έγχρωµη οθόνη 17 ιντσών. Το συγκεκριµένο βίντεο παρείχε δυνατότητα οριζόντιας ανάλυσης πάνω από 400 γραµµές (Panasonic Video-Operating Instructions, 53). Η έγχρωµη οθόνη 17 ιντσών παρέχει δυνατότητα ανάλυσης 1024 x 768 (17 Color Monitor- User s Manual).

63 ιαδικασία ψηφιοποίησης. Για την ψηφιοποίηση των επιλεγµένων σηµείων του σώµατος έπρεπε κατ αρχήν να ακολουθηθεί η διαδικασία µεταφοράς των εικόνων στο σύστηµα ανάλυσης του APAS. Αρχικά καταγράφηκε η εικόνα των σηµείων ελέγχου και στη συνέχεια καταγράφηκαν οι εικόνες της κινητικής δραστηριότητας (κατακόρυφα άλµατα, δεξιότητα προσγείωσης, βάδισης και ισορροπίας), λίγο πριν την έναρξη της κίνησης (10 εικόνες) έως και την ολοκλήρωσή της (+ 10 εικόνες). Πριν την έναρξη της ψηφιοποίησης υπολογίστηκε το σφάλµα, λόγω της βαρελοειδούς παραµόρφωσης του ειδώλου στην οθόνη προβολής. Αυτό επιτεύχθηκε µέσω ενός αλγόριθµου του συστήµατος APAS, ψηφιοποιώντας τις γωνίες ενός παραλληλόγραµµου που εµφανιζόταν πάνω στην οθόνη προβολής (Ariel, 1990). Μετά τη διαδικασία καταγραφής των εικόνων, τόσο των σηµείων ελέγχου, όσο και της κινητικής δραστηριότητας, πραγµατοποιήθηκε προβολή εικόνα-εικόνα στην ειδική έγχρωµη οθόνη προβολής, όπου διεξήχθη η διαδικασία αυτόµατης ψηφιοποίησης της κάθε εικόνας. Πριν την έναρξη της διαδικασίας ψηφιοποίησης, καταχωρήθηκαν ο αριθµός των σηµείων ελέγχου, οι συντεταγµένες τους και οι µονάδες µέτρησής τους (εκατοστά). Η ψηφιοποίηση των σηµείων ελέγχου και του σταθερού σηµείου έγιναν µε τη σειρά που είχαν καταχωρηθεί οι συντεταγµένες τους (πίνακας 3). Η ψηφιοποίηση των επιλεγµένων σηµείων του σώµατος πραγµατοποιήθηκε αρχικά µε την ψηφιοποίηση του σταθερού σηµείου, που αποτελούσε την αρχή των αξόνων του δισδιάστατου καρτεσιανού συστήµατος αναφοράς, και στη συνέχεια µε τον καθορισµό των δισδιάστατων συντεταγµένων κάθε επιλεγµένου σηµείου µε το ποντίκι του υπολογιστή, σε σχέση µε το σηµείο αναφοράς, που ήταν σταθερό στο χώρο, σε κάθε εικόνα (Ariel, 1990). γ) Υπολογισµός δεδοµένων Καθορισµός των χρονικών διαστηµάτων µεταξύ των εικόνων. Τα χρονικά διαστήµατα µεταξύ των εικόνων ήταν δεδοµένα από τη συχνότητα δειγµατοληψίας. Επειδή η βιντεοσκόπηση πραγµατοποιήθηκε µε ταχύτητα λήψης (συχνότητα δειγµατοληψίας ) 60 εικόνες / δευτερόλεπτο, η χρονική διαφορά µεταξύ των εικόνων ήταν 1/60 δευτερόλεπτα (0,017 sec). Μ αυτόν τον τρόπο η κίνηση ήταν ορισµένη στο χρόνο. Ως χρονική στιγµή µηδέν καθορίστηκε η έναρξη της κίνησης µε την ενεργοποίηση ενός λαµπτήρα που χρησιµοποιήθηκε ως γεγονός συγχρονισµού. Το σύστηµα συγχρονισµού που αναπτύχθηκε είχε ως εξής: Το λογισµικό του APAS συνδέθηκε µε ένα ποντίκι, στο οποίο είχε προσαρµοστεί ένας διακόπτης τύπου button MOFSET και επέτρεπε τη διέλευση του ρεύµατος από ένα τροφοδοτικό 12 Volt προς ένα λαµπτήρα, ο οποίος άναβε µε το κλικ της

64 έναρξης της δραστηριότητας και την ταυτόχρονη έναρξη της δυναµοµέτρησης (εικόνα 5). Μ αυτόν τον τρόπο, ο λαµπτήρας παρείχε το αναγκαίο οπτικό σήµα για τον συγχρονισµό της βιντεοκάµερας λήψης µε το δυναµοδάπεδο (γεγονός συγχρονισµού). Εικόνα 5. Ποντίκι υπολογιστή και λάµπα συγχρονισµού Εξοµάλυνση. Για την εξοµάλυνση των δισδιάστατων συντεταγµένων x, y, χρησιµοποιήθηκε µέσω του λογισµικού του APAS η µέθοδος των ψηφιακών κατοδιαβατών φίλτρων Butterworth, που έχει αποδειχθεί ότι παρουσιάζουν τα καλύτερα αποτελέσµατα κατά την εξοµάλυνση των µηχανικών σηµάτων. Η συχνότητα κοπής καθορίστηκε στα 5 Hz. Για την επιλογή της συγκεκριµένης συχνότητας κοπής ελέγχθηκε το φάσµα συχνοτήτων της κάθε συντεταγµένης, µέσω ανάλυσης Fourier (Winter, 1990). Επιπρόσθετα πραγµατοποιήθηκε ανάλυση υπολοίπων (residuals analysis), για ένα φάσµα συχνοτήτων κοπής από 4 έως 16 Hz, αυξανόµενο κατά 2 Hz. Η εξαγωγή των υπολοίπων (αφιλτράριστα διαστήµατα) για κάθε συχνότητα κοπής, για ένα σύνολο Ν τιµών (δειγµάτων), πραγµατοποιήθηκε µέσω του προγράµµατος Mathcad-Plus 5-0, σύµφωνα µε τον τύπο: R 1 N 2 ( f = i c ) ( X X j ) N i= 1 Όπου Xi = αφιλτράριστη τιµή του i δείγµατος και Όπου Xj = φιλτραρισµένη τιµή του j δείγµατος, µε συχνότητα κοπής fc (Winter, 1990).

65 H εξαγωγή της καµπύλης των υπολοίπων για το σύνολο των επιλεγµένων συχνοτήτων κοπής, πραγµατοποιήθηκε µέσω των γραφικών του προγράµµατος Εxcel 2000. Αφού ολοκληρώθηκε η εξοµάλυνση των δισδιάστατων συντεταγµένων των επιλεγµένων σηµείων του σώµατος, εξήχθησαν τα κινηµατικά χαρακτηριστικά των κινήσεων για κάθε χρονική στιγµή. Τα κινηµατικά χαρακτηριστικά υπολογίστηκαν µέσω του λογισµικού του APAS και αφορούσαν τις γραµµικές και γωνιακές θέσεις και ταχύτητες του ΚΒ του σώµατος και των αρθρώσεων αντίστοιχα. υναµοµέτρηση Εξοπλισµός. Για τη µέτρηση των δυνάµεων αντίδρασης του εδάφους χρησιµοποιήθηκε ένα δυναµοδάπεδο KISTLER (Type: 9281CA), (εικόνα 6), το οποίο ήταν εφοδιασµένο µε 4 πιεζοηλεκτρικούς µετατροπείς. Για την πλήρη αξιοποίηση των χαρακτηριστικών των πιεζοκρυστάλλων, που αποτελούσαν το µετρικό του σύστηµα, τοποθετήθηκε στο έδαφος, µε τη χρήση ενός ειδικού πλαισίου ανάρτησης (Mounting Frame τύπου 9423). Το πλαίσιο ανάρτησης σκυροδετήθηκε στο έδαφος, ώστε να εξασφαλιστεί η οριζοντίωσή του και η υψηλή του σταθεροποίηση. Το ηλεκτρικό φορτίο (Pc) που παραγόταν από τους 4 πιεζοηλεκτικούς µετατροπείς, όταν ενεργούσε πάνω τους κάποιο µηχανικό αίτιο (πίεση), µεταφερόταν µέσω ενός οµοαξονικού καλωδίου (Type: 1681B5), µήκους 5m, σ έναν ενισχυτή φορτίου (Type: 5233A2), όπου ενισχυόταν και µετατρεπόταν σε ηλεκτρική τάση (Volt). Στη συνέχεια το αναλογικό σήµα µετατρεπόταν σε ψηφιακό, µέσω µιας κάρτας µετατροπής αναλογικών σηµάτων σε ψηφιακά (ARIEL Analog/digital input 16 A/D Channels) και καταγραφόταν σ έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Οι έξοδοι από τους τέσσερις (4) δυναµικούς αισθητήρες είναι συνδεδεµένοι εσωτερικά µε τα οκτώ (8) κανάλια για να επιτρέπουν τις µετρήσεις δύναµης στους τρεις άξονες. Έτσι, µπορούν να υπολογιστούν οι συντεταγµένες του κέντρου πίεσης (CοP) και της ροπής (Τ z ), (πίνακας 4). Εικόνα 6. Πιεζοηλεκτρικό υναµοδάπεδο KISTLER (Type: 9281CA)

66 Πίνακας 4. Τεχνικά χαρακτηριστικά δυναµοδαπέδου KISTLER (Type: 9281CA) Εύρος F x F y F z kn -10 10-10 20 Βαθµονοµηµένο µερικό εύρος (Καλιµπραρισµένο) F x F y F z kn 0..1 0..2 Φορτίο F x F y F z kn -15/15-15/25 Γραµµικότητα %FSO <±0,5 (0,3) 1) Υστέρηση %FSO < 0,5 (0,3) 1) Crosstalk F x <=> F y F x,y => F z % <± 1,5 F z => F x,y Φυσική Συχνότητα f o (x,y) f o (z) Hz Hz ~1000 ~1000 Εύρος θερµοκρασίας λειτουργίας o C 0 60 Βάρος kg ~16 Πίεση επιφάνειας σ z N/mm 2 <5 Βαθµός προστασίας Din40050 IP65 Ικανοποιεί τα κριτήρια για ιατρικό ηλεκτρικό εξοπλισµό και συστήµατα ΕΝ 60601-1+Α1+Α2 ΕΝ 60601-1-1+Α1 (1) τιµές στην παρένθεση = τυπικές (2) οι τιµές στην παρένθεση εφαρµόζονται έξω από το παραλληλόγραµµο 240 x 400 που σχηµατίζεται από τους αισθητήρες. Καταγραφή δυνάµεων. Η καταγραφή των δυνάµεων έγινε µέσω του δυναµοδαπέδου KISTLER (Type: 9281CA), µε τη χρήση τεσσάρων τρισδιάστατων µετατροπέων δύναµης, ένα σε κάθε γωνία στους τρεις καρτεσιανούς άξονες x, y, z (εικόνα 7). Υπήρχε, δηλαδή, δυνατότητα καταγραφής των τριών ορθογώνιων συνιστωσών Fx, Fy και Fz του διανύσµατος της συνισταµένης δύναµης αντίδρασης του εδάφους (F R ). Η συχνότητα δειγµατοληψίας κατά την καταγραφή των δυνάµεων ορίστηκε στα 1000 Hz. Η δύναµη που καταµετρήθηκε σε κάθε έναν από τους τέσσερις πιεζοηλεκτρικούς µετατροπείς ήταν: Fx1, Fx2, Fx3, Fx4 Fy1, Fy2, Fy3, Fy4 Fz1, Fz2, Fz3, Fz4 Και οι τρεις συνιστώσες της συνισταµένης δύναµης F ήταν: Fx = Fx1 + Fx2,+Fx3 + Fx4 Fy= Fy1 + Fy2 +Fy3 + Fy4 Fz= Fz1 + Fz2 + Fz3 + Fz4 Η δύναµη Fz ήταν η κατακόρυφη συνιστώσα της δύναµης αντίδρασης του εδάφους. Η οριζόντια συνιστώσα Fy ήταν η συνιστώσα της δύναµης αντίδρασης του εδάφους κατά

67 την προσθοπίσθια διεύθυνση, που ταυτιζόταν µε τη µεγαλύτερη πλευρά του δυναµοδαπέδου (60 cm). Η οριζόντια συνιστώσα Fx ήταν η συνιστώσα της δύναµης αντίδρασης του εδάφους κατά την εγκάρσια διεύθυνση, που ταυτιζόταν µε την µικρότερη πλευρά του δυναµοδαπέδου (40 cm). Επειδή η δύναµη ασκούνταν για κάποιο χρονικό διάστηµα, µέσω του δυναµοδαπέδου καταγραφόταν η πορεία της δύναµης αντίδρασης του εδάφους σε σχέση µε το χρόνο (εγχειρίδιο KISTLER). Από τη γραφική παράσταση αυτής της µεταβολής της δύναµης σε σχέση µε το χρόνο, µπορούσε να υπολογισθεί στη συνέχεια, µέσω ολοκλήρωσης, η ώθηση που ασκούνταν σε συγκεκριµένα χρονικά διαστήµατα (Kreighbaum & Barthels, 1990). Εικόνα 7. Οι τρεις άξονες στο δυναµοδάπεδο (Kistler-Κoordinatensystem) Ενισχυτής Φορτίου (Type 5233 A2). Για την ενίσχυση του σήµατος του δυναµοδαπέδου, το οποίο εκφραζόταν σε µηχανικές µονάδες (Nt), χρησιµοποιήθηκε ένας ενισχυτής φορτίου (Type 5233 A2) µε 8 κανάλια (πίνακας 5). Το κάθε κανάλι ενίσχυε τις µηχανικές µονάδες από το αντίστοιχο κανάλι µέτρησης του δυναµοδαπέδου. Τα 8 κανάλια µέτρησης οµαδοποιήθηκαν ως εξής: 1 η Οµάδα: 2 η Οµάδα Fx 1,2 Fz 1 Fx 3,4 Fz 2 Fy 1,4 Fz 3 Fy 2,3 Fz 4

68 H δυνατότητα ενίσχυσης (Range) των 8 καναλιών εκφραζόταν σε µηχανικές µονάδες (N) και δεν ήταν κοινή για κάθε οµάδα (1 η και 2 η Οµάδα). 1 η 2η Range 1 = ± 125 Ν ± 250 Ν Range 2 = ± 250 N ± 500 N Range 3 = ± 1,25 kn ± 2,5 kn Range 4 = ± 2,5 kn ± 5 kn Tο σήµα εξόδου απ τον ενισχυτή ήταν ± 5 Volt. Πίνακας 5. υναµοδάπεδο µε ενσωµατωµένο ενισχυτή παροχής 8 καναλιών (τύπος 9281CA) Εύρος 1 (ανά κανάλι) F x, F y N/5V ~125 3) F z ~250 3) Εύρος 1 (Συνολικό) F x F y N ~250 3) F z ~1000 3) Αναλογίες εύρους 1:2:3:4 1:2:10:20 (±0,5%) Κατώφλι mn <250...4) Ταχύτητα ρεύµατος mn/s <± 10 Παροχή τάσης VDC 10 30 Παροχή ρεύµατος ma ~ 45 Έξοδος τάσης V 0 ± 5 Έξοδος ρεύµατος ma 0 2 Είσοδοι ελέγχου (optocoupler) V ma 5 45 0,4 4,4 Ικανοποιεί τα κριτήρια για εκποµπή EMC και ανοσοποίηση EMC ΕΝ 50081-1 ΕΝ 50082-1 Εξαρτήµατα µονάδας ελέγχου για το Τύπος 5233Α2 δυναµοδάπεδο (9281 CA) Αριθµός καναλιών 8 Αριθµός εύρους F x, F y 4 F z Σύνδεση εξόδου 8BNCneg Παροχή ηλεκτρισµού VAC 230/115 Κατανάλωση ηλεκτρισµού VA <23 ιαστάσεις mm 170x126x55 3) ονοµαστική τιµή 4) εύρος 1 µόνον Συγχρονισµός κινηµατικών και δυναµικών χαρακτηριστικών. Για το συγχρονισµό µεταξύ των οργάνων µέτρησης, δηλαδή του δυναµοδάπεδου και της βιντεοκάµερας λήψης, χρησιµοποιήθηκε ένα σύστηµα συγχρονισµού, έτσι ώστε να είναι γνωστό, σε ποια χρονική στιγµή άρχισε η καταγραφή των κινηµατικών και δυναµικών χαρακτηριστικών.

69 Η διάρκεια της µέτρησης είχε ορισθεί για τα κατακόρυφα άλµατα και τις κινητικές δεξιότητες στα 5 sec. Ως εικόνα συγχρονισµού (frame offset =0) ορίστηκε η πρώτη εικόνα στο βίντεο, στην οποία εµφανίζεται η πρώτη πυράκτωση του λαµπτήρα. Στην εικόνα αυτή, συγχρονίζονται τα κινηµατικά µε τα δυναµικά χαρακτηριστικά. Μέσω αυτής της διαδικασίας καθορίστηκε η στιγµή έναρξης της κίνησης, που αποτελούσε πλέον το γεγονός συγχρονισµού και αντιστοιχούσε στη χρονική στιγµή 0 του πίνακα των αριθµητικών κινηµατικών δεδοµένων. Μονοαξονική δυναµοκυψέλη. Για τη µέτρηση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων (F maxiso ) χρησιµοποιήθηκε µία µονοαξονική δυναµοκυψέλη (AMD Co., Ltd LC4204 K600, 1000 Hz), που ήταν προσαρτηµένη πάνω σε ειδική συσκευή, κάθετα στο έδαφος. Πιο συγκεκριµένα, χρησιµοποιήθηκε µια ειδικά σχεδιασµένη κατασκευή ώθησης των ποδιών (leg press), η οποία αποτελούνταν από ένα µεταλλικό πλαίσιο, ένα κάθισµα και µια µεταλλική µπάρα κάτω από την οποία τοποθετήθηκε η δυναµοκυψέλη (εικόνα 8). Η δυναµοκυψέλη ήταν συνδεδεµένη µε µία A/D (analog/digital) κάρτα µετατροπής και έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή Pentium III µε µαθηµατικό επεξεργαστή και ειδικά σχεδιασµένο λογισµικό (Visual Basic++) για τη συλλογή και την αξιολόγηση των δεδοµένων. Εικόνα 8. Μονοαξονική δυναµοκυψέλη (AMD Co., Ltd LC4204 K600) Περιγραφή των δοκιµασιών Κινητική δοκιµασία Movement ABC Επίσηµη άδεια για τη συµµετοχή των µαθητών και µαθητριών στην έρευνα ζητήθηκε και χορηγήθηκε από το αρµόδιο τµήµα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του ΥΠ.Ε.Π.Θ. (Παράρτηµα III).

70 Οι µαθητές και οι µαθήτριες των δηµοτικών σχολείων αξιολογήθηκαν µε την κινητική δοκιµασία Movement Assessment Battery for Children (Henderson & Sugden, 1992). Οι µετρήσεις πραγµατοποιήθηκαν σε ειδικά διαµορφωµένους χώρους σύµφωνα µε τις οδηγίες των Henderson & Sugden (1992) και κάθε µαθητής και µαθήτρια αξιολογήθηκε ατοµικά, από την ερευνήτρια, σε µέρες και ώρες που συµφωνήθηκαν µε τους διευθυντές των σχολείων. Οι ασκήσεις της δοκιµασίας εκτελέσθηκαν µε τη σειρά που αναφέρονται στο Βιβλίο Οδηγιών (Henderson & Sugden, 1992) µε σκοπό να τηρηθεί η εγκυρότητά της (πίνακας 2). Οι υποχρεώσεις της ερευνήτριας ήταν: α) να διατηρεί το ενδιαφέρον του παιδιού χωρίς άγχος κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης, παρέχοντας θετική ενίσχυση, β) να αξιολογεί το παιδί βάσει του φύλλου βαθµολόγησης και των διαδικασιών της κινητικής δοκιµασίας, και γ) να υποδεικνύει σωστά και να καθοδηγεί το παιδί, βάσει των κατευθύνσεων που παραθέτονται στο Βιβλίο Οδηγιών της δοκιµασίας. Η ερευνήτρια πριν τη διαδικασία της αξιολόγησης επισκέφθηκε κατ επανάληψη τα δηµοτικά σχολεία, έτσι ώστε να αποτελεί οικείο πρόσωπο για τους µαθητές και τις µαθήτριες. Επιπρόσθετα, 15 λεπτά περίπου πριν την αξιολόγηση, αφιέρωνε χρόνο για συζήτηση µε το κάθε παιδί, όπου του εξηγούσε τι επρόκειτο να ακολουθήσει, µε σκοπό να αποφευχθούν τυχόν συναισθήµατα φόβου και άγχους. οκιµασίες στο Εργαστήριο Αθλητικής Βιοµηχανικής Μετά το πέρας της αρχικής κινητικής αξιολόγησης, έγινε η κατάταξη των παιδιών ανάλογα µε το επίπεδο της κινητικής τους συναρµογής και δηµιουργήθηκαν οι οµάδες για την περαιτέρω συµµετοχή τους στην έρευνα. Από τα 132 παιδιά που αξιολογήθηκαν αρχικά, µόνο τα 35 συµµετείχαν στο δεύτερο µέρος της έρευνας. Από τους γονείς των συγκεκριµένων 35 παιδιών ζητήθηκε ειδική γραπτή άδεια για τη συµµετοχή των παιδιών σε εργαστηριακές δοκιµασίες και στο πρόγραµµα παρέµβασης (Παράρτηµα IV). Οι εργαστηριακές δοκιµασίες παρουσιάζονται παρακάτω, και είναι οι εξής: Μέγιστη ισοµετρική δύναµη των κάτω άκρων. Οι εξεταζόµενοι, σε καθιστή θέση, µε τη ράχη τους να ακουµπά την πλάτη του καθίσµατος (γωνία στο άνοιγµα του καθίσµατος 100 ο ), είχαν τα πέλµατά τους τοποθετηµένα στη δυναµοκυψέλη, ενώ η γωνία της άρθρωσης του γονάτου παρέµενε κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης στις 90 ο. Η ράχη και η µέση έπρεπε να εφάπτονται µε την πλάτη του καθίσµατος. Το σώµα τους σταθεροποιήθηκε και τα χέρια ήταν µπροστά στο στήθος σταυρωτά για να µειωθεί η πιθανότητα συµµετοχής άλλων µυών (εικόνα 8). Η οδηγία που δόθηκε από τον εξεταστή ήταν να εφαρµόσουν τη

71 µεγαλύτερη δυνατή δύναµη που µπορούσαν και µε τα δύο πόδια «πίεσε όσο πιο γρήγορα και δυνατά µπορείς» (Bemben, Clasey & Massey, 1990) για 3 δευτερόλεπτα. Από τον κάθε εξεταζόµενο εκτελέστηκαν τρεις δοκιµασίες µε 3 λεπτά διάλειµµα, και για ανάλυση επιλέχθηκε η καλύτερη προσπάθεια, αναφορικά µε τη µέγιστη δύναµη (Andersen & Henckel, 1987). Κατακόρυφα άλµατα. Οι εξεταζόµενοι εκτέλεσαν δύο διαφορετικού τύπου κατακόρυφα άλµατα, κατακόρυφο άλµα µε πτώση από ύψος 10 και 20 εκ. (DJ) και κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα (SJ). Το άλµα από ηµικάθισµα άρχιζε από µία θέση µε γωνία κάµψης του γονάτου 90 ο και ακολουθούσε µία κίνηση κατά την οποία, οι εκτείνοντες µύες των κάτω άκρων συσπώνται σύγκεντρα (εικόνα 9). Η αρχική θέση για το κατακόρυφο άλµα µε πτώση από ύψος, ήταν η όρθια θέση πάνω σε ένα πλινθίο (10 και 20 εκ.). Ο εξεταζόµενος έβγαζε το ένα πόδι ελαφρά µπροστά και έπεφτε κατακόρυφα προς τα κάτω. Στη συνέχεια, χωρίς να έρθει σε µεγάλη χρονική επαφή µε το έδαφος, εκτελούσε το άλµα όσο το δυνατόν ψηλά. Οι εξεταζόµενοι παρακινούνταν να πηδήσουν όσο πιο ψηλά µπορούσαν. Η µυϊκή εργασία των ποδιών κατά την επαφή µε το έδαφος αποτέλεσε τον κύκλο διάτασης - βράχυνσης (εικόνα 10). Τα κατακόρυφα άλµατα εκτελέστηκαν µε τα χέρια στη µεσολαβή, έτσι ώστε να περιορίζεται η επίδραση από την αιώρηση των χεριών. Εκτελέστηκαν 3 προσπάθειες για κάθε διαφορετικό άλµα (10 και 20 εκ.) και το καλύτερο άλµα επιλέχθηκε για ανάλυση σύµφωνα µε το µεγαλύτερο ύψος άλµατος. Μεταξύ των αλµάτων δόθηκε διάλειµµα 1 λεπτού (Pääsuke et al., 2001). Όλα τα κατακόρυφα άλµατα εκτελέστηκαν πάνω στο δυναµοδάπεδο Kistler και βιντεοσκοπήθηκαν. Εικόνα 9. Μέτρηση του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα (SJ), (γωνία γονάτου 90 ο )

72 Εικόνα 10. Μέτρηση του κατακόρυφου άλµατος µε πτώση (DJ) από ύψος 10 και 20 εκ. εξιότητα προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ. Οι εξεταζόµενοι εκτέλεσαν τρεις προσγειώσεις µε τα δύο πόδια µετά από πτώση από ένα πλινθίο ύψους 20 εκ., πάνω στο δυναµοδάπεδο Kistler. Η τεχνική του άλµατος βασίστηκε στην τεχνική που αναφέρεται από τον McNitt-Gray (1991). Το ύψος επιλέχθηκε ανάλογα µε τους περιορισµούς των παιδιών µε προβλήµατα συναρµογής κατά την πιλοτική µελέτη και την αντίστοιχη βιβλιογραφία (Kellis, 2001). Τα άλµατα εκτελέστηκαν µε τα χέρια τοποθετηµένα στο ύψος του ισχίου (µεσολαβή), έτσι ώστε να ελεγχθούν οι περιττές κινήσεις των χεριών, και να περιοριστούν οι βαθµοί ελευθερίας της δεξιότητας. Η πτώση εκτελέστηκε ως εξής: τα παιδιά στεκόταν στην άκρη του πλινθίου, µε τα πόδια στο άνοιγµα των ώµων και τα χέρια στο ύψος του ισχίου. Τα διατηρούσαν σε αυτή τη θέση σε όλη τη διάρκεια του άλµατος. Το άλµα ξεκινούσε βηµατίζοντας έξω από το πλινθίο µε το δεξί πόδι, έχοντας τεντωµένο το αριστερό πόδι. Η προσγείωση άρχιζε, µε την ταυτόχρονη επαφή και των δύο ποδιών µε το δυναµοδάπεδο και ολοκληρωνόταν στο σηµείο που το σώµα ανακτώντας την ισορροπία του ερχόταν στην όρθια στάση. Η δεξιότητα βιντεοσκοπήθηκε και καταγράφηκαν οι δυνάµεις αντίδρασης του εδάφους (εικόνα 11). Ο χρόνος προσγείωσης καθορίστηκε από τη χρονική διάρκεια της επαφής µε το έδαφος, έως ότου ο ανακλαστήρας του ισχίου φτάσει στο µικρότερο δυνατό ύψος. Για αξιολόγηση επιλέχθηκε, η προσπάθεια µε τη µικρότερη κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης του εδάφους (η πιο «ήπια» προσγείωση), (Larkin & Parker, 1998).

73 Εικόνα 11. Μέτρηση της δεξιότητας προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ. εξιότητα βάδισης. Για την αξιολόγηση της δεξιότητας της βάδισης, οι εξεταζόµενοι έπρεπε να περπατήσουν µε το δικό τους ρυθµό (ταχύτητα) κατά µήκος ενός ξύλινου διαδρόµου 10 µέτρων, ο οποίος ήταν καλυµµένος µε ειδική µοκέτα γκρι χρώµατος. Η µοκέτα κάλυπτε το δυναµοδάπεδο, το οποίο βρισκόταν στο µέσο του διαδρόµου. Όπως αναφέρεται σε προηγούµενες µελέτες (Wearing, Urry & Smeathers, 2000), η αρχική θέση του κάθε εξεταζόµενου τροποποιήθηκε, έτσι ώστε, το κυρίαρχο πόδι να πατήσει στο δυναµοδάπεδο στο πέµπτο βήµα, χωρίς να µεταβληθεί το µοντέλο βάδισης. Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης το βλέµµα έπρεπε να παραµένει µπροστά σε ένα σταθερό σηµείο (ανακλαστήρα), στο ύψος των µατιών, που καθορίστηκε από τον εξεταστή. Επιπλέον, τους ζητήθηκε να ολοκληρώσουν την εκτέλεση στο τέλος του διαδρόµου. Αρχικά, δόθηκε ένα διάστηµα εξοικείωσης 6-8 δοκιµασιών µέχρι να µπορέσουν να πατήσουν στο δυναµοδάπεδο µε το σωστό πόδι. Καταγράφηκαν 3 προσπάθειες και για την ανάλυση επιλέχθηκε µία προσπάθεια µετά από οπτική σύγκριση των διαφορετικών προσπαθειών και εξέταση των καµπυλών δύναµης χρόνου (Kellis, 2001). Η δοκιµασία της δεξιότητας της βάδισης πραγµατοποιήθηκε στο δυναµοδάπεδο Kistler και βιντεοσκοπήθηκε (εικόνα 12).

74 Εικόνα 12. Μέτρηση της δεξιότητας της βάδισης εξιότητα ισορροπίας. Οι εξεταζόµενοι αξιολογήθηκαν σε τρεις διαφορετικές θέσεις στατικής ισορροπίας αυξανόµενης δυσκολίας (Geuze, 2003). α) Φυσιολογική όρθια θέση ηρεµίας µε δύο πόδια. Από τους εξεταζόµενους ζητήθηκε να σταθούν πάνω στο δυναµοδάπεδο και να ισορροπήσουν φυσιολογικά στα δύο πόδια. Μετά τους ζητήθηκε να µείνουν όσο το δυνατόν πιο ακίνητοι και να διατηρήσουν την ισορροπία τους. Τα χέρια σε όλη τη διάρκεια της µέτρησης, παρέµειναν ελεύθερα προς τα κάτω (εικόνα 13α). β) Στάση βηµατισµού «δάκτυλα φτέρνα» (τύπου Romberg). Από τους εξεταζόµενους ζητήθηκε να σταθούν πάνω στο δυναµοδάπεδο και να τοποθετήσουν τη φτέρνα του µη κυρίαρχου ποδιού µπροστά από τα δάκτυλα του κυρίαρχου ποδιού χωρίς να αφήσουν χώρο ανάµεσα. Τα χέρια σταθεροποιήθηκαν στο ύψος του ισχίου (µεσολαβή). Τη στιγµή που ο εξεταζόµενος σταθεροποιούνταν σωστά, ξεκινούσε η αξιολόγηση (εικόνα 13β). γ) Στάση «Πελαργός». Από τους εξεταζόµενους ζητήθηκε να σταθούν πάνω στο δυναµοδάπεδο µε το κυρίαρχο πόδι και να τοποθετήσουν το πέλµα του µη κυρίαρχου ποδιού (σε κάµψη) στο ύψος του γονάτου του κυρίαρχου ποδιού. Τη στιγµή που ο εξεταζόµενος σταθεροποιούνταν σωστά, ξεκινούσε η αξιολόγηση. Τα χέρια σταθεροποιήθηκαν στο ύψος του ισχίου (µεσολαβή), (εικόνα 13γ). Η αξιολόγηση και η καταγραφή των δυναµικών δεδοµένων της ισορροπίας για τις τρεις διαφορετικές στάσεις ισορροπίας, διήρκεσε 5 δευτερόλεπτα και οι εξεταζόµενοι έπρεπε να παραµείνουν όσο το δυνατόν ακίνητοι. όθηκε αρκετός χρόνος, έτσι ώστε να σταθεροποιηθούν στη θέση τους και να αισθανθούν άνετα. Η έναρξη της αξιολόγησης καθοριζόταν από την ετοιµότητα του εξεταζόµενου. Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης το βλέµµα έπρεπε να παραµείνει µπροστά σε ένα σταθερό σηµείο (ανακλαστήρα), στο ύψος των µατιών, σε απόσταση περίπου 2 µέτρα, που

75 καθορίστηκε από τον εξεταστή. Εκτέλεσαν δύο προσπάθειες για κάθε στάση και υπολογίστηκε ο µέσος όρος των δύο προσπαθειών για περαιτέρω ανάλυση (Amiridis, Hatzitaki & Arampatzi, 2003). Η αξιολόγηση της στατικής ισορροπίας έγινε πάνω στο δυναµοδάπεδο Kistler. (α) (β) (γ) Εικόνα 13 α, β, γ. Μέτρηση της δεξιότητας της ισορροπίας: α) όρθια στάση µε δύο πόδια, β) στάση βηµατισµού «δάκτυλα φτέρνα» (τύπου Romberg), γ) στάση «πελαργός» Όλες οι εργαστηριακές µετρήσεις ολοκληρώθηκαν σε δύο ηµέρες για κάθε εξεταζόµενο. Την πρώτη ηµέρα εκτελέστηκαν µε σειρά σύµφωνα µε το βαθµό δυσκολίας, η δεξιότητα της ισορροπίας (όλες οι θέσεις), η δεξιότητα της προσγείωσης και η δεξιότητα της βάδισης. Την επόµενη ηµέρα εκτελέστηκαν οι µετρήσεις της ισοµετρικής δύναµης και των κατακόρυφων αλµάτων, έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα επίδρασης της κόπωσης. Πριν τη συµµετοχή στις δοκιµασίες προηγήθηκε προθέρµανση των κάτω άκρων για 5 λεπτά, σε ένα εργοποδήλατο τύπου MONARK ergomedic (814 E, classe A, din 32932). Επιπλέον, δινόταν για κάθε άσκηση µία δοκιµαστική προσπάθεια για εξοικείωση, εκτός από τη δεξιότητα της βάδισης (6-8 δοκιµαστικές προσπάθειες). Η έρευνα πραγµατοποιήθηκε τα έτη 2000 και 2001. Συγκεκριµένα: α) η ανίχνευση των παιδιών µε προβλήµατα κινητικής συναρµογής έγινε από τον Οκτώβριο έως το εκέµβριο του 2000 και τις ώρες λειτουργίας των δηµοτικών σχολείων (9 00 13 00 π.µ.), β) η αρχική αξιολόγηση (διάγνωση) στο εργαστήριο πραγµατοποιήθηκε από το Φεβρουάριο του 2001 και σε ώρες (15 00 19 00 µ.µ.), έτσι ώστε να µην παρακωλύεται η λειτουργία του σχολείου, γ) το πρόγραµµα παρέµβασης εφαρµόστηκε από το Μάρτιο έως το Μάιο (12

76 εβδοµάδες) του 2001 σε γυµναστήριο της πόλης κάθε ευτέρα και Τετάρτη (15 00 17 00 µ.µ.) και δ) η τελική µέτρηση (έλεγχος) πραγµατοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2001 κάτω από τις ίδιες εργαστηριακές συνθήκες (15 00 19 00 µ.µ.). Κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας τηρήθηκαν αυστηρά οι κανονισµοί που σχετίζονται µε την ανάπτυξη των παιδιών και τις εργαστηριακές δοκιµασίες (Rowland, 1993) και η όλη διαδικασία προϋπόθετε αρχική εξοικείωση µε τις µετρήσεις που θα επακολουθούσαν και ενθάρρυνση των παιδιών, έτσι ώστε να αποβάλλουν τυχόν άγχος και φόβο. Πρόγραµµα παρέµβασης Τα παιδιά χωρίστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, σε τρεις οµάδες ανάλογα µε το επίπεδο κινητικής τους συναρµογής, το οποίο καθορίστηκε από τη δοκιµασία Movement ABC. Έτσι, διαµορφώθηκαν δύο οµάδες στις οποίες εφαρµόστηκε το πρόγραµµα παρέµβασης, και µία οµάδα ελέγχου (ΟΕ). Η πρώτη οµάδα παρέµβασης (ΟΠΚΣ) αποτελούνταν από 11 παιδιά, τα οποία µε βάση το Movement ABC φάνηκε να εµφανίζουν προβλήµατα στην κινητική τους συναρµογή. Η δεύτερη οµάδα παρέµβασης αποτελούνταν από 12 παιδιά που µε βάση το Movement ABC χαρακτηρίσθηκαν ως παιδιά µε τυπική συναρµογή (ΟΤΣ). Η οµάδα ελέγχου αποτελούνταν από παιδιά µε τυπική συναρµογή (ΟΕ). Οι δύο οµάδες παρέµβασης ακολούθησαν το ίδιο πρόγραµµα εξάσκησης, το οποίο βασίστηκε στη διδασκαλία βασικών καλαθοσφαιρικών δεξιοτήτων σύµφωνα µε το πρόγραµµα του σχολείου, για 12 εβδοµάδες, συχνότητας δύο φορές την εβδοµάδα και για διάρκεια µιας διδακτικής ώρας (50 λεπτά) κάθε φορά. Ο εκπαιδευτής ήταν η ίδια η ερευνήτρια, η οποία έχει αρκετή εµπειρία σε θέµατα εφαρµογής προγραµµάτων προπόνησης και φυσικής αγωγής, σε παιδιά µε θέµα την καλαθοφαίριση. Για τη δόµηση του προγράµµατος ακολουθήθηκαν οδηγίες από τους δηµιουργούς του Movement ABC (Henderson & Sugden, 1992), καθώς και βασικές αρχές ανάπτυξης των παιδιών και παιδαγωγικές αρχές που σχετίζονται µε τους σκοπούς και τους στόχους του µαθήµατος της σχολικής φυσικής αγωγής στο δηµοτικό (ΥΠΕΠΘ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Τµήµα Πρωτοβάθµιας Εκπαίδευσης, 1997; Gallahue, 1993). Πιο συγκεκριµένα, επικρατέστερη άποψη σχετικά µε τα προγράµµατα παρέµβασης για τη βελτίωση της κινητικής αδεξιότητας είναι αυτή που υποστηρίζει την εστίαση του προγράµµατος παρέµβασης στη δεξιότητα που παρουσιάζει τα προβλήµατα (Hall, 1988; Henderson & Sugden, 1992; Larkin & Parker, 1998; Marchiori et al., 1987; Revie & Larkin, 1993; Wright & Sugden, 1998). Με βάση αυτό, στην παρούσα έρευνα δόθηκε έµφαση στη βελτίωση δεξιοτήτων που αφορούν την ισορροπία, την προσγείωση µε τα δύο

77 πόδια και το βάδισµα. Επιπλέον, η έρευνα προτείνει προγράµµατα φυσικής αγωγής, τα οποία περιλαµβάνουν βασικές κινητικές δεξιότητες, µέσα από παιχνίδια και αθλητικές δραστηριότητες (Rintala et al., 1998). Συνεπώς, στην παρούσα έρευνα επιλέχθηκε η καλαθοσφαίριση σαν βασική αθλητική δραστηριότητα παρέµβασης, γιατί αποτελεί βασική δραστηριότητα του τυπικού προγράµµατος φυσικής αγωγής, αλλά και του ολοήµερου σχολείου µε αποτέλεσµα, οι προτάσεις από την έρευνα να είναι εύκολα εφαρµόσιµες από τους καθηγητές φυσικής αγωγής, στο χώρο του σχολείου. Επειδή η εξάσκηση έγινε µέσα από βασικές δεξιότητες καλαθοσφαίρισης, οι οποίες χωρίζονται σε κινητικές, σταθεροποιητικές (ισορροπίας) και χειριστικές, δόθηκε µεγάλη έµφαση στην άποψη των Wright & Sugden (1998), ότι ανάλογα µε τη σοβαρότητα και τη φύση των δυσκολιών, θα πρέπει να απλοποιηθεί το µαθησιακό περιβάλλον για το παιδί και να αναλύονται οι δεξιότητες. Έτσι λοιπόν, σε περίπτωση δυσκολίας χωρίστηκε η κίνηση, και έγινε η έναρξη µε δραστηριότητες ισορροπίας, πριν την εισαγωγή απλών χειριστικών δεξιοτήτων µε µπάλα. Μόλις το παιδί αποκτούσε καλό έλεγχο στις σταθεροποιητικές βασικές δεξιότητες, όπως η στατική ισορροπία, τότε απλοποιούνταν και γενικευόταν οι χειριστικές δεξιότητες, ευρύνοντας έτσι τις εµπειρίες του παιδιού, π.χ. µε εξάσκηση µε µεγαλύτερες µπάλες, µε µικρότερες µπάλες, µε ρολάρισµα πριν τη ρίψη κ.ο.κ. Με αυτόν τον τρόπο έγινε προσπάθεια να δοµηθεί σταδιακά η γνώση και η επιτυχία του παιδιού στις χειριστικές δεξιότητες, και γενικότερα στις δεξιότητες της καλαθοσφαίρισης. Επιπρόσθετα, η ισχύς και η κινητική συναρµογή αποτελούν παράγοντες που παίζουν σηµαντικό ρόλο στη συνεργασία και την αλληλεπίδραση µεταξύ των σκελετικών µυών και του κεντρικού νευρικού συστήµατος. Με δεδοµένο ότι η ανάπτυξη της κινητικής συναρµογής διεξάγεται κατά την πρώιµη παιδική ηλικία, παρέχεται µια βάση για βελτίωση των δεξιοτήτων σε αυτή την ηλικία (Mero, 1998). Επιπλέον, όπως υποστηρίζεται από τον Mero (1998), τα παιδιά του σχολείου που δεν ασχολούνται συστηµατικά µε τον αθλητισµό, µπορούν να ασχοληθούν µε όσα οµαδικά αθλήµατα επιθυµούν, διότι, οι ποικίλες δραστηριότητες στις οποίες συµµετέχουν, µέσα από αυτά, όπως τρέξιµο, κουτσό, άλµατα, ρίψεις, προπονούν τους µύες τους. Συχνά, αυτά τα οµαδικά παιχνίδια είναι τόσο έντονα, που βελτιώνουν την ισχύ των µυών που ενεργοποιούνται. Με δεδοµένο ότι τα παιδιά µε κινητική αδεξιότητα εµφανίζουν χαµηλά επίπεδα φυσικής κατάστασης (Taylor, 1982; Wall, 1982; Wall et al., 1990) και κυρίως σε θέµατα ισχύος των κάτω άκρων (Raynor, 2001), έγινε προσπάθεια, το πρόγραµµα εξάσκησης να στοχεύει και στη βελτίωση ισχύος των κάτω άκρων, µε δεδοµένο ότι όλες οι κινήσεις που αξιολογήθηκαν αφορούσαν τα πόδια. Στην παρούσα έρευνα λαµβάνοντας υπόψη όλες τις προαναφερόµενες απόψεις, δοµήθηκε ένα πρόγραµµα

78 παρέµβασης κατάλληλο για εφαρµογή στο χώρο του σχολείου και βασισµένο στην καλαθοσφαίριση, ένα οµαδικό άθληµα, το οποίο ενδείκνυται για τη βελτίωση της κινητικής συναρµογής µέσα από τις ποικίλες κινητικές εµπειρίες που παρέχει. Το πρόγραµµα περιλάµβανε 24 προπονητικές (διδακτικές) µονάδες και η κάθε προπονητική µονάδα αποτελούνταν από 5 λεπτά προθέρµανση, 15 λεπτά εισαγωγή και εξάσκηση της νέας δεξιότητας καλαθοσφαίρισης, 15 λεπτά ασκήσεις ή παιχνίδια βασικών δεξιοτήτων ισορροπίας και χειρισµού, 10 λεπτά παιχνιώδεις δραστηριότητες συναρµογής και ισχύος των ποδιών και 5 λεπτά αποθεραπεία µε ένα παιχνίδι από την καλαθοσφαίριση. Μια ενδεικτική µονάδα φαίνεται στον πίνακα 6. Σχεδιάστηκαν 8 µονάδες εξάσκησης (πίνακες 7-13) και η κάθε µονάδα επαναλαµβανόταν τρεις φορές µε µόνη διαφορά το τµήµα εισαγωγή και εξάσκηση της δεξιότητας καλαθοσφαίρισης, το οποίο άλλαζε στο τρίτο µάθηµα - 2 µαθήµατα εισαγωγής-εκµάθησης (1#) και 1 εξάσκησης (2#). Η άσκηση, ή οι ασκήσεις που συµβολίζονται µε το 1# είναι οι ασκήσεις εισαγωγής, ή εκµάθησης, οι οποίες εφαρµόζονται στο πρώτο και δεύτερο µάθηµα, από τα τρία που αφορούν τη δεξιότητα, ενώ µε το 2# η άσκηση ή οι ασκήσεις εξάσκησης που εφαρµόζονται στο τρίτο µάθηµα και αντικαθιστούν την 1#. Στο τρίτο µάθηµα η 1# παραλείπεται και η 2# µπαίνει στο τέλος της ενότητας των δεξιοτήτων καλαθοσφαίρισης. Οι δεξιότητες καλαθοσφαίρισης χωρίστηκαν σε 4 οµάδες σύµφωνα µε τον Gallahue (1993): πάσα και υποδοχή (πάσα στήθους, σκαστή, πάνω από το κεφάλι µε δύο χέρια), ντρίµπλα (στατική, προωθητική ντρίµπλα), πίβοτ - σταµατήµατα και σουτ (σουτ από στάση µε ένα χέρι). Τα όργανα που χρησιµοποιήθηκαν ήταν µπάλες διαφορετικών µεγεθών, κώνοι, στεφάνια και αυτοσχέδια όργανα, όπως σβηστήρες και σακουλάκια µε άµµο. Η δόµηση των µονάδων βασίστηκε στη σχετική βιβλιογραφία (Gallahue, 1993; Mero, 1998). Παρακάτω αναλύονται οκτώ (8) προπονητικές (διδακτικές) µονάδες.

79 Πίνακας 6. οµή µίας διδακτικής (προπονητικής) µονάδας ιδακτική µονάδα ιάρκεια εξιότητες Προθέρµανση 5 Παιχνίδι µε απλές δεξιότητες (κινητικές, ισορροπίας) Εισαγωγή (1#) και εξάσκηση (2#) δεξιότητας καλαθοσφαίρισης εξιότητες µπάλας εξιότητες ισορροπίας Συναρµογή και ισχύς των κάτω άκρων 15 5 10 Προασκήσεις και εξάσκηση (π.χ. πάσα) π.χ. Επίδειξη της πάσας στήθους. ιάταξη σε ζευγάρια κίνηση χωρίς µπάλα. Πάσες, ντρίµπλες, (διαφορετικά είδη µπάλας νερόµπαλα, µπάσκετ, τένις) (Παιχνίδι). Βάδισµα απλό και µύτη φτέρνα, τρέξιµο, στις γραµµές του γηπέδου, αλλαγή κατεύθυνσης, σταµατήµατα µε έµφαση στη σωστή προσγείωση, στροφές (Παιχνίδι). 10 Παιγνιώδεις δραστηριότητες (τρέξιµο επιτάχυνση - επιβράδυνση) άλµατα λαγουδάκια, σταµατήµατα, άλµατα µε την µπάλα ανάµεσα στα πόδια, άλµατα κατά µήκος, κουτσό, άλµατα µε πέταγµα της µπάλας). Κυνηγητό µε αλµατάκια - µια µπάλα ανάµεσα στα πόδια (νερόµπαλα). Αποθεραπεία 5 Παιχνίδι συνεργασίας ή σκυταλοδροµία από καλαθοσφαίριση.

80 Πίνακας 7. Σχεδιασµός 1 ης διδακτικής ενότητας ιδακτική Μονάδα ιάρκεια εξιότητες ανά τάξη Β Γ και Προθέρµανση 5 Κινητικό Παιχνίδι Κινητικό Παιχνίδι «Χρώµατα». «Χρώµατα». εξιότητα καλαθοσφαίρισης 15 Πάσα στήθους Υποδοχή µπάλας. 1# Επίδειξη εκτέλεση χωρίς µπάλα (5 ). 1# Σε ζευγάρια κυκλική κίνηση της µπάλας (ο ένας δίνει από πάνω και ο άλλος µε κυκλική κίνηση χεριών παίρνει απόσταση µισό µέτρο) (5 ). Σε ζευγάρια πάσες στήθους (5 ) (νερόµπαλες, βόλεϊ, σφουγγαρένιες). 2# Πάσες σε στοίχους. Εκτελούν πάσες στήθους και πηγαίνουν πίσω από τη γραµµή τους. 2# Η ίδια άσκηση αλλά πηγαίνουν στο τέλος του απέναντι στοίχου. Πάσα στήθους Υποδοχή µπάλας. 1# Επίδειξη εκτέλεση χωρίς µπάλα (5 ). 1# Σε ζευγάρια κυκλική κίνηση της µπάλας (ο ένας δίνει από πάνω και ο άλλος µε κυκλική κίνηση χεριών παίρνει απόσταση µισό µέτρο) (5 ). Σε ζευγάρια πάσες στήθους (5 ) (καλαθοσφαίρισης, νερόµπαλες, βόλεϊ, σφουγγαρένιες). 2# Πάσες σε στοίχους. Εκτελούν πάσες στήθους και πηγαίνουν πίσω από τη γραµµή τους. 2# Η ίδια άσκηση αλλά πηγαίνουν στο τέλος του απέναντι στοίχου. εξιότητες µπάλας 5 Παιχνίδι πέντε πάσες. Παιχνίδι πέντε πάσες. εξιότητες ισορροπίας Συναρµογή-ισχύς των κάτω άκρων 10 10 Περπάτηµα απλό κατά µήκος των γραµµών που οριοθετούν το γήπεδο της καλαθοσφαίρισης (5 ). Περπάτηµα µύτη- φτέρνα στο µισό γήπεδο σε µορφή σκυταλοδροµίας (5 ). Ο Σπρίντερ (5 ). Σκυταλοδροµία Λαγουδάκια µέσα σε στεφάνια (5 ). Αποθεραπεία 5 Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης στο µισό γήπεδο (µόνο πάσες δύο οµάδες) Περπάτηµα απλό κατά µήκος των γραµµών που οριοθετούν το γήπεδο της καλαθοσφαίρισης (5 ). Περπάτηµα µύτη- φτέρνα στο µισό γήπεδο σε µορφή σκυταλοδροµίας (5 ). Ο Σπρίντερ (5 ) Σκυταλοδροµία Λαγουδάκια µέσα σε στεφάνια (5 ). Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης στο µισό γήπεδο (µόνο πάσες δύο οµάδες).

81 Πίνακας 8. Σχεδιασµός 2 ης διδακτικής ενότητας ιδακτική Μονάδα ιάρκεια εξιότητες ανά τάξη Β Προθέρµανση 5 Κινητικό Παιχνίδι «Μίµηση ζώων». εξιότητα 15 Πάσα σκαστή καλαθοσφαίρισης 1# Επίδειξη εκτέλεση χωρίς µπάλα (5 ). Σε ζευγάρια πάσες σκαστές (5 ) (νερόµπαλες, βόλεϊ, σφουγγαρένιες). Σε στοίχους δύο οµάδες πάσα σκαστή και ο πρώτος πάει στο τέλος της σειράς του (5 ). 2# Σε στοίχους δύο οµάδες πάσα σκαστή και ο πρώτος πάει στο τέλος της απέναντι σειράς. εξιότητες µπάλας εξιότητες ισορροπίας Συναρµογή-ισχύς των κάτω άκρων 5 10 10 Σε ζευγάρια-δύο µπάλες κάθε ζευγάρι, ο ένας εκτελεί στήθους ο άλλος σκαστή (σφουγγαρένια ή νερόµπαλα). Μαρµαρωµένα αγαλµατάκια κυνηγητό απλό τρέξιµο (πόζα ισορροπία στα δύο πόδιαπελαργός) (5 ). Σκυταλοδροµία-γρήγορο βάδισµα µε ένα σβηστήρι στο κεφάλι (5 ). Κυνηγητό - κουτσό (5 ). Σκυταλοδροµία Μια µπάλα (σφουγγαρένια) ανάµεσα στα γόνατα (5 ). Αποθεραπεία 5 Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης στο µισό γήπεδο (µόνο πάσες δύο οµάδες) - στήθους σκαστή. Γ και Κινητικό Παιχνίδι «Μίµηση ζώων». Πάσα σκαστή 1# Επίδειξη εκτέλεση χωρίς µπάλα (5 ). Σε ζευγάρια πάσες σκαστές (5 ). (µπάσκετ, νερόµπαλες, βόλεϊ, σφουγγαρένιες). Σε στοίχους δύο οµάδες πάσα σκαστή και ο πρώτος πάει στο τέλος της σειράς του (5 ). 2# Σε στοίχους δύο οµάδες πάσα σκαστή και ο πρώτος πάει στο τέλος της απέναντι σειράς. Σε ζευγάρια-δύο µπάλες κάθε ζευγάρι, ο ένας εκτελεί στήθους ο άλλος σκαστή (µπάλα µπάσκετ, βόλεϊ, νερόµπαλα). Μαρµαρωµένα αγαλµατάκια κυνηγητό απλό τρέξιµο (πόζα ισορροπία στα δύο πόδιαπελαργός) (5 ). Σκυταλοδροµία- τρέξιµο µε ένα σβηστήρι στο κεφάλι (5 ). Κυνηγητό κουτσό (5 ). Σκυταλοδροµία Μια µπάλα (νερόµπαλα) ανάµεσα στα γόνατα (5 ). Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης στο µισό γήπεδο (µόνο πάσες δύο οµάδες) - στήθους σκαστή.

82 Πίνακας 9. Σχεδιασµός 3 ης διδακτικής ενότητας ιδακτική Μονάδα ιάρκεια εξιότητες ανά τάξη Β Προθέρµανση 5 Κινητικό Παιχνίδι - «Αµοιβάδα». εξιότητα 15 Πάσα πάνω από το κεφάλι καλαθοσφαίρισης µε δύο χέρια. 1# Επίδειξη εκτέλεση χωρίς µπάλα (5 ). 1# Ζευγάρια - πάσες από εδραία θέση (5 ). Σε ζευγάρια πάσες από όρθια θέση (5 ) (νερόµπαλες, βόλεϊ, σφουγγαρένιες). 2# Σε στοίχους δύο οµάδες πάσα πάνω από το κεφάλι µε δύο χέρια και ο πρώτος πάει στο τέλος της απέναντι σειράς. 2# Σε ζευγάρια πάσες στήθους, σκαστής και πάνω από το κεφάλι µε τα εξιότητες µπάλας εξιότητες ισορροπίας Συναρµογή-ισχύς των κάτω άκρων 5 10 10 δύο χέρια.. Παιχνίδι «Μάζεψε τις µπάλες». Μαρµαρωµένα αγαλµατάκια κυνηγητό κουτσό (πόζα ισορροπία πελαργός) (5 ). Σκυταλοδροµία-σε ζευγάρια µε µία πόζα (αγκαλιασµένοι κουτσό πιάνοντας το ελεύθερο πόδι) (5 ). «Ανθρώπινη ντρίµπλα» (5 ). «Πύραυλε απογειώσου» (5 ). Αποθεραπεία 5 Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης στο µισό γήπεδο (µόνο πάσες δύο οµάδες). Γ και Κινητικό Παιχνίδι - «Αµοιβάδα». Πάσα πάνω από το κεφάλι µε δύο χέρια. 1# Επίδειξη εκτέλεση χωρίς µπάλα (5 ). 1# Ζευγάρια - πάσες από εδραία θέση (5 ). Σε ζευγάρια πάσες από όρθια θέση (5 ) (καλαθοσφαίρισης, νερόµπαλες, βόλεϊ). 2# Σε στοίχους δύο οµάδες πάσα πάνω από το κεφάλι µε δύο χέρια και ο πρώτος πάει στο τέλος της απέναντι σειράς. 2# Η προηγούµενη άσκηση µε επανάληψη των τριών ειδών πάσας που έµαθαν. Παιχνίδι «Μάζεψε τις µπάλες». Μαρµαρωµένα αγαλµατάκια κυνηγητό κουτσό (πόζα ισορροπία πελαργός) (5 ). Σκυταλοδροµία-σε ζευγάρια µε µία πόζα (αγκαλιασµένοι κουτσό πιάνοντας το ελεύθερο πόδι) (5 ). «Ανθρώπινη ντρίµπλα» (5 ). «Πύραυλε απογειώσου» (5 ). Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης στο µισό γήπεδο (µόνο πάσες δύο οµάδες).

83 Πίνακας 10. Σχεδιασµός 4 ης διδακτικής ενότητας ιδακτική Μονάδα ιάρκεια εξιότητες ανά τάξη Β Προθέρµανση 5 Κινητικό Παιχνίδι «Ο λαγός και η χελώνα». εξιότητα 15 Στατική ντρίµπλα καλαθοσφαίρισης 1# Αρµονική αντίθεση χεριού ποδιού, περπατώντας -τρέχοντας (χτύπηµα γονάτου µε το αντίθετο χέρι) (5 ). 1# Βελτίωση καρπού δάκτυλα από καθιστή και από γονάτιση ντρίµπλα επί τόπου -Α (5 ). Από όρθια θέση, στην τελική γραµµή ντρίµπλα στατική -Α (5 ) (νερόµπαλες, βόλεϊ). 2# Στατική ντρίµπλα µπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά µε τα παραγγέλµατα του καθηγητή ( -Α). 2# Παιχνίδι στον κύκλο: σε ζεύγη ενώ ντριµπλάρουν, προσπαθούν ταυτόχρονα να κλέψουν και τη µπάλα του άλλου. εξιότητες µπάλας εξιότητες ισορροπίας 5 Παιχνίδι Κυνηγητό µε ντρίµπλα. 10 Άσκηση αλλαγής κατεύθυνσης (5 ). Σκυταλοδροµία- Τρέξιµο ζικ-ζακ µέσα από κώνους (5 ). «Κοκκοροµαχία» (5 ). Συναρµογή-ισχύς 10 των κάτω άκρων «Πάτα τα πόδια µου» (5 ). Αποθεραπεία 5 Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης στο µισό γήπεδο (µόνο πάσες και µία ντρίµπλα δύο οµάδες). Γ και Κινητικό Παιχνίδι «Ο λαγός και η χελώνα». Στατική ντρίµπλα 1# Αρµονική αντίθεση χεριού ποδιού, περπατώντας -τρέχοντας (χτύπηµα γονάτου µε το αντίθετο χέρι) (5 ). 1# Βελτίωση καρπού δάκτυλα από καθιστή και από γονάτιση ντρίµπλα επί τόπου -Α (5 ). Από όρθια θέση, στην τελική γραµµή ντρίµπλα στατική -Α (5 ) (καλαθοσφαίρισης, νερόµπαλες, βόλεϊ). 2# Στατική ντρίµπλα µπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά µε τα παραγγέλµατα του καθηγητή ( -Α). 2# Παιχνίδι στον κύκλο: σε ζεύγη ενώ ντριµπλάρουν, προσπαθούν ταυτόχρονα να κλέψουν και τη µπάλα του άλλου. Παιχνίδι Κυνηγητό µε ντρίµπλα. Άσκηση αλλαγής κατεύθυνσης (5 ). Σκυταλοδροµία- Τρέξιµο ζικ-ζακ µέσα από κώνους (5 ). «Κοκκοροµαχία» (5 ). «Πάτα τα πόδια µου» (5 ). Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης στο µισό γήπεδο (µόνο πάσες και µία ντρίµπλα δύο οµάδες).

84 Πίνακας 11. Σχεδιασµός 5 ης διδακτικής ενότητας ιδακτική Μονάδα ιάρκεια εξιότητες ανά τάξη Β Προθέρµανση 5 Κινητικό Παιχνίδι «Χρώµατα». εξιότητα Προωθητική ντρίµπλα 1# καλαθοσφαίρισης Από γονάτιση προσπαθούν να σηκώσουν µε τον καρπό και τα δάκτυλα µια στατική µπάλα από το έδαφος (5 ). Ντρίµπλα προωθητική 15 από τη µία στην άλλη τελική, επιστροφή µε το άλλο χέρι βαδίζοντας τρέχοντας (5 ). Ντρίµπλα ζικ-ζακ µέσα από κώνους (5 ) (νερόµπαλες, βόλεϊ). 2# Ντρίµπλα σε όλο το γήπεδο µε εναλλαγές στατικής- προωθητικής (βλέµµα µπροστά επίδειξη αριθµών από τον καθηγητή). 2# Άσκηση «καθρέφτης». Ντριµπλάρουν σε ζεύγη και ο ένας µιµείται τον άλλο (ντρίµπλα στατική, προωθητική, αλλαγής ρυθµού). εξιότητες µπάλας εξιότητες ισορροπίας Συναρµογή-ισχύς των κάτω άκρων 5 10 10 Παιχνίδι Ντρίµπλα ελεύθερα στο χώρο χωρίς να συγκρούονται µικραίνει ο χώρος σταδιακά. Περπάτηµα απλό κατά µήκος των γραµµών που οριοθετούν το γήπεδο της καλαθοσφαίρισης (5 ). Περπάτηµα µύτη- φτέρνα στο µισό γήπεδο σε µορφή σκυταλοδροµίας (5 ). Κυνηγητό µε µίµηση ζώων (5 ). Σκυταλοδροµία Λαγουδάκια µέσα σε στεφάνια (5 ). Γ και Κινητικό Παιχνίδι «Χρώµατα». Προωθητική ντρίµπλα 1# Από γονάτιση προσπαθούν να σηκώσουν µε τον καρπό και τα δάκτυλα µια στατική µπάλα από το έδαφος (5 ). Ντρίµπλα προωθητική από τη µία στην άλλη τελική, επιστροφή µε το άλλο χέρι βαδίζοντας τρέχοντας (5 ). Ντρίµπλα ζικ-ζακ µέσα από κώνους(5 ) (καλαθοσφαίρισης, νερόµπαλες, βόλεϊ). 2# Ντρίµπλα σε όλο το γήπεδο µε εναλλαγές στατικής- προωθητικής (βλέµµα µπροστά επίδειξη αριθµών από τον καθηγητή). 2# Άσκηση «καθρέφτης». Ντριµπλάρουν σε ζεύγη και ο ένας µιµείται τον άλλο (ντρίµπλα στατική, προωθητική, αλλαγής ρυθµού). Παιχνίδι Ντρίµπλα ελεύθερα στο χώρο χωρίς να συγκρούονται µικραίνει ο χώρος σταδιακά. Περπάτηµα απλό κατά µήκος των γραµµών που οριοθετούν το γήπεδο της καλαθοσφαίρισης (5 ). Περπάτηµα µύτη- φτέρνα στο µισό γήπεδο σε µορφή σκυταλοδροµίας (5 ). Κυνηγητό µε µίµηση ζώων (5 ). Σκυταλοδροµία Λαγουδάκια µέσα σε στεφάνια (5 ).

85 Αποθεραπεία 5 Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης στο µισό γήπεδο (µόνο πάσες και έως 3 ντρίµπλες δύο οµάδες). Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης στο µισό γήπεδο (µόνο πάσες και έως 3 ντρίµπλες δύο οµάδες). Πίνακας 12. Σχεδιασµός 6 ης διδακτικής ενότητας ιδακτική Μονάδα ιάρκεια εξιότητες ανά τάξη Β Γ και Προθέρµανση 5 Κινητικό Παιχνίδι «Μίµηση ζώων». Κινητικό Παιχνίδι «Μίµηση ζώων». εξιότητα καλαθοσφαίρισης 15 Σταµάτηµα βηµατισµός Σταµατήµατα µε δύο πόδια. 1# Επίδειξη εκτέλεση επιτόπου (5 ). Μετά από βάδισµα, τρέξιµο (5 ). Με ντρίµπλα σταµατήµατα σε όλο το γήπεδο (5 ) (νερόµπαλες, βόλεϊ). 2# Σταµάτηµα µετά από πάσα (χέρι χέρι, σκαστή, στήθους. 2# Σε ζευγάρια, εκτελούν ντρίµπλα, σταµάτηµα, πάσα (στήθους, σκαστή, πάνω από το κεφάλι µε δύο χέρια). Σταµατήµατα µε δύο πόδια. 1# Επίδειξη εκτέλεση επιτόπου (5 ). Μετά από βάδισµα, τρέξιµο (5 ). Με ντρίµπλα σταµατήµατα σε όλο το γήπεδο (5 ) (καλαθοσφαίρισης, νερόµπαλες, βόλεϊ). 2# Σταµάτηµα µετά από πάσα (χέρι χέρι, σκαστή, στήθους. 2# Σε ζευγάρια, εκτελούν ντρίµπλα, σταµάτηµα, πάσα (στήθους, σκαστή, πάνω από το κεφάλι µε δύο χέρια). εξιότητες µπάλας 5 Παιχνίδι φωλιέςσταµατήµατα µέσα στα στεφάνια τρέχοντας ελεύθερα, ή ντριµπλάροντας. Ένα στεφάνι λιγότερο. Παιχνίδι φωλιέςσταµατήµατα µέσα στα στεφάνια τρέχοντας ελεύθερα, ή ντριµπλάροντας. Ένα στεφάνι λιγότερο. εξιότητες ισορροπίας 10 Μαρµαρωµένα αγαλµατάκια κυνηγητό απλό τρέξιµο (πόζα ισορροπία στα δύο πόδιαπελαργός) (5 ). Σκυταλοδροµία-γρήγορο βάδισµα µε ένα σβηστήρι στο κεφάλι(5 ). Μαρµαρωµένα αγαλµατάκια κυνηγητό απλό τρέξιµο (πόζα ισορροπία στα δύο πόδιαπελαργός) (5 ). Σκυταλοδροµία-γρήγορο βάδισµα µε ένα σβηστήρι στο κεφάλι(5 ). Συναρµογή-ισχύς των κάτω άκρων 10 Κυνηγητό µε άλµα καγκουρώ (δύο πόδια ενωµένα) (5 ). Σκυταλοδροµία Μια µπάλα (σφουγγαρένια) ανάµεσα στα γόνατα (5 ). Κυνηγητό µε άλµα καγκουρώ (δύο πόδια ενωµένα) (5 ). Σκυταλοδροµία Μια µπάλα (νερόµπαλα) ανάµεσα στα γόνατα (5 ). Αποθεραπεία 5 Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης

86 στο µισό γήπεδο (πάσες ντρίµπλες σταµατήµατα - δύο οµάδες). στο µισό γήπεδο (πάσες ντρίµπλες σταµατήµατα - δύο οµάδες). Πίνακας 13. Σχεδιασµός 7 ης διδακτικής ενότητας. ιδακτική Μονάδα ιάρκεια εξιότητες ανά τάξη Β Προθέρµανση 5 Κινητικό Παιχνίδι «Αµοιβάδα». εξιότητα 15 Μετωπιαίο- Ραχιαίο Πίβοτ καλαθοσφαίρισης 1# Επίδειξη εκτέλεση επιτόπου (5 ). 1# Αρχικά 1/4 και µετά ½ στροφή. Βάδισµα σταµάτηµαπίβοτ, και τρέξιµοσταµάτηµα-πίβοτ (5 ). Με ντρίµπλα σταµάτηµα πίβοτ σε όλο το γήπεδο (5 ) (νερόµπαλες, βόλεϊ). 2# Σε στοίχους ο ένας πίσω από τον άλλο µε µία µπάλα, στο ύψος της γραµµής της ελεύθερης βολής. Ο πρώτος µε τη µπάλα ντριµπλάρει ως την τελική, κάνει σταµάτηµα, πίβοτ και πάσα. εξιότητες µπάλας εξιότητες ισορροπίας Συναρµογή-ισχύς των κάτω άκρων 5 10 10 Πλάτη στον τοίχο πίβοτ και πάσα (στήθους - σκαστή). Μαρµαρωµένα αγαλµατάκια κυνηγητό κουτσό (πόζα ισορροπία πελαργός) (5 ). Σκυταλοδροµία-σε ζευγάρια µε µία πόζα (αγκαλιασµένοι κουτσό πιάνοντας το ελεύθερο πόδι) (5 ). «Πύραυλε απογειώσου» (5 ) Σκυταλοδροµία Λαγουδάκια µέσα σε στεφάνια (5 ). Αποθεραπεία 5 Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης (πάσες ντρίµπλες σταµατήµατα πίβοτ Γ και Κινητικό Παιχνίδι «Αµοιβάδα». Μετωπιαίο- Ραχιαίο Πίβοτ 1# Επίδειξη εκτέλεση επιτόπου (5 ). 1# Αρχικά 1/4 και µετά 1/2 στροφή. Βάδισµα σταµάτηµαπίβοτ, και τρέξιµοσταµάτηµα-πίβοτ (5 ). Με ντρίµπλα σταµάτηµα πίβοτ σε όλο το γήπεδο (5 ) (µπάσκετ, νερόµπαλες, βόλεϊ). 2# Σε στοίχους ο ένας πίσω από τον άλλο µε µία µπάλα, στο ύψος της γραµµής της ελεύθερης βολής. Ο πρώτος µε τη µπάλα ντριµπλάρει ως την τελική, κάνει σταµάτηµα, πίβοτ και πάσα. Πλάτη στον τοίχο πίβοτ και πάσα (στήθους - σκαστή). Μαρµαρωµένα αγαλµατάκια κυνηγητό κουτσό (πόζα ισορροπία πελαργός) (5 ). Σκυταλοδροµία-σε ζευγάρια µε µία πόζα (αγκαλιασµένοι κουτσό πιάνοντας το ελεύθερο πόδι) (5 ). Ανθρώπινη ντρίµπλα (5 ) «Πύραυλε απογειώσου» (5 ). Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης (πάσες ντρίµπλες σταµατήµατα πίβοτ.

87 Πίνακας 14. Σχεδιασµός 8 ης διδακτικής ενότητας ιδακτική Μονάδα ιάρκεια εξιότητες ανά τάξη Β Προθέρµανση 5 Κινητικό Παιχνίδι «Ο λαγός και η χελώνα». εξιότητα 15 Σουτ σε στάση µε ένα χέρι. καλαθοσφαίρισης 1# Επίδειξη Εκτέλεση χωρίς µπάλα. 1# Σε ύπτια κατάκλιση κίνηση για σουτ και η µπάλα επιστρέφει στο χέρι του το ίδιο από όρθια θέση(5 ). Ζευγάρια: από εδραία θέση εκτελούν σουτ ο ένας στον άλλον. Το ίδιο από όρθια θέση (5 ). Σε απόσταση 1µ. από το ταµπλώ και γωνία 45 ο κάνουν πολλά σουτ και από τις δύο πλευρές (5 ) (νερόµπαλες, βόλεϊ). 2# Σε στοίχο στο κέντρο του γηπέδου µε µπάλες µε µέτωπο στο καλάθι. Αρχικά ντρίµπλα και σταµάτηµα κοντά στο καλάθι (κώνος). Μετά ο καθηγητής κοντά στο καλάθι. Πάσα από το µαθητή πάσα πρώτα χέριχέρι και µετά σκαστή, σταµάτηµα σουτ. εξιότητες µπάλας εξιότητες ισορροπίας 5 10 Σκυταλοδροµία - ντρίµπλα σταµάτηµα σουτ αρ. ντρίµπλα πάσα. Άσκηση αλλαγής κατεύθυνσης (5 ). Σκυταλοδροµία- Τρέξιµο ζικ-ζακ µέσα από κώνους (5 ). Κοκκοροµαχία (5 ). Συναρµογή-ισχύς 10 των κάτω άκρων Κυνηγητό - κουτσό (5 ). Αποθεραπεία 5 Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης (πάσες ντρίµπλες σταµατήµατα σουτ. Γ και Κινητικό Παιχνίδι «Ο λαγός και η χελώνα». Σουτ σε στάση µε ένα χέρι. 1# Επίδειξη Εκτέλεση χωρίς µπάλα. 1# Σε ύπτια κατάκλιση κίνηση για σουτ και η µπάλα επιστρέφει στο χέρι του το ίδιο από όρθια θέση(5 ). Ζευγάρια: από εδραία θέση εκτελούν σουτ ο ένας στον άλλον. Το ίδιο από όρθια θέση (5 ). Σε απόσταση 1µ. από το ταµπλώ και γωνία 45 ο κάνουν πολλά σου και από τις δύο πλευρές (5 ) (καλαθοσφαίρισης, νερόµπαλες, βόλεϊ). 2# Σε στοίχο στο κέντρο του γηπέδου µε µπάλες µε µέτωπο στο καλάθι. Αρχικά ντρίµπλα και σταµάτηµα κοντά στο καλάθι (κώνος). Μετά ο καθηγητής κοντά στο καλάθι. Πάσα από το µαθητή πάσα πρώτα χέριχέρι, σκαστή και στήθους (όλες οι πάσες που έµαθαν), σταµάτηµα σουτ. Σκυταλοδροµία - ντρίµπλα σταµάτηµα σουτ αρ. ντρίµπλα πάσα. Άσκηση αλλαγής κατεύθυνσης (5 ). Σκυταλοδροµία- Τρέξιµο ζικ-ζακ µέσα από κώνους (5 ). Κοκκοροµαχία (5 ). «Πάτα τα πόδια µου» (5 ). Παιχνίδι καλαθοσφαίρισης (πάσες ντρίµπλες σταµατήµατα σουτ.

88 Αναλυτικά τα περιεχόµενα της παρέµβασης, δεξιότητες, παιχνίδια, ασκήσεις, παρατίθενται στο Παράρτηµα V και εφαρµόστηκαν µε σειρά από το εύκολο στο δύσκολο και από το απλό στο σύνθετο, ενώ το τµήµα της συναρµογής και της ισχύος παρουσίαζε αυξανόµενη επιβάρυνση αναφορικά µε τις επαναλήψεις των ασκήσεων, ή το χρόνο διάρκειας µίας άσκησης. ιαδικασία αξιολόγησης δυναµικών και κινηµατικών χαρακτηριστικών Για τη στατιστική επεξεργασία των δυναµικών και κινηµατικών δεδοµένων κατά τη διάρκεια των δοκιµασιών αξιολογήθηκαν τα εξής: υναµικά χαρακτηριστικά Μέγιστη ισοµετρική δύναµη. Από τη δοκιµασία της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων στη δυναµοκυψέλη αξιολογήθηκαν (σχήµα 3): Η µέγιστη ισοµετρική δύναµη (F maxiso ) Ο δείκτης σχετικής δύναµης = F maxiso / Σωµατικό Βάρος ( Σ ) Η δύναµη στα πρώτα 60 ms (F 60 ) Η δύναµη στα πρώτα 100 ms (F 100 ) και Ο δείκτης ρυθµού ανάπτυξης της δύναµης = F 100 / F maxiso x 100 ( ΡΑ ). Σχήµα 3. Σχηµατική απεικόνιση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των ποδιών (καµπύλη δύναµης-χρόνου), ενός αγοριού ηλικίας 9 ετών και βάρους 44 κιλών

89 Κατακόρυφα άλµατα. Για τον προσδιορισµό των δυναµικών χαρακτηριστικών κατά τη διάρκεια της φάσης στήριξης (αρνητική θετική), από τις τρεις συνιστώσες της συνισταµένης δύναµης αντίδρασης του εδάφους, η κατακόρυφη συνιστώσα έχει τη µεγαλύτερη συνεισφορά στη συνισταµένη δύναµη (Miller, 1990) και από αυτήν αξιολογήθηκαν για το κατακόρυφο άλµα µε πτώση από ύψος 10-20 εκ. (σχήµα 4): Η µέγιστη κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης του εδάφους, Ο δείκτης της σχετικής κατακόρυφης δύναµης = F max / Σωµατικό Βάρος, Η διάρκεια της αρνητικής και θετικής φάσης, Η διάρκεια πτήσης, Η ταχύτητα απογείωσης, 2 Το µέγιστο ύψος του άλµατος (v z /2 x 9,81) Η µέγιστη µηχανική ισχύς, ο µέσος όρος ισχύος στην αρνητική και θετική φάση, και Το συνολικό µηχανικό έργο, το µέγιστο µηχανικό έργο στην αρνητική και τη θετική φάση. 6000 5000 4000 N 3000 2000 1000 0 1 101 201 301 401 501 601 701 801 ms Σχήµα 4. Σχηµατική απεικόνιση κατακόρυφου άλµατος µε πτώση από ύψος 20 εκ. (καµπύλη δύναµης-χρόνου) Για το κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ) αξιολογήθηκαν (σχήµα 5): Η µέγιστη κατακόρυφη δύναµη, Ο δείκτης της σχετικής κατακόρυφης δύναµης = F max / Σωµατικό Βάρος, Η διάρκεια της θετικής φάσης, Η διάρκεια πτήσης,

90 Η ταχύτητα απογείωσης, 2 Το µέγιστο ύψος του άλµατος (v z /2 x 9,81), Η µέγιστη µηχανική ισχύς και ο µέσος όρος ισχύος της θετικής φάσης, Το έργο της θετικής φάσης, και Ο δείκτης δύναµης αντίδρασης ( Α) = (DJmax SJmax / SJmax) x 100. Η ανάλυση των δυναµικών δεδοµένων των κατακόρυφων αλµάτων έγινε µε ειδικό λογισµικό πρόγραµµα, στο ΜS Windows Office XP, Excel (Παπαδόπουλος, Σµυρνιώτη, Γάλλος, και συν., 2005). 2500 2000 1500 N 1000 500 0-500 1 101 201 301 401 501 601 701 801 901 1001 ms Σχήµα 5. Σχηµατική απεικόνιση κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ), (καµπύλη δύναµης-χρόνου) εξιότητα προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ. Οι µεταβλητές για τη δεξιότητα της προσγείωσης επιλέχθηκαν σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία (Larkin & Parker, 1998) και βασίστηκαν στην κατακόρυφη συνιστώσα της δύναµης αντίδρασης του εδάφους από την καµπύλη δύναµης - χρόνου. Πιο συγκεκριµένα αξιολογήθηκαν (σχήµα 6): Η κατακόρυφη δύναµη πρώτης επαφής µε το έδαφος, Η σχετική δύναµη πρώτης επαφής µε το έδαφος = F z-1 / Σωµατικό Βάρος, Η µέγιστη κατακόρυφη δύναµη,

91 Ο δείκτης της σχετικής µέγιστης κατακόρυφης δύναµης = F zmax / Σωµατικό Βάρος, Ο χρόνος επίτευξης της F zmax, και Ο χρόνος προσγείωσης. 6000 5000 4000 N 3000 2000 1000 0 1 101 201 301 401 501 601 701 ms Σχήµα 6. Σχηµατική απεικόνιση της δεξιότητας προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ. (καµπύλη δύναµης-χρόνου) εξιότητα βάδισης. Τα δεδοµένα αναλύθηκαν σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία (Baumman, 1996; Wearing et al., 2000) και βασίστηκαν στην κατακόρυφη συνιστώσα της δύναµης αντίδρασης του εδάφους και τη δύναµη στον πλαγιοµετωπικό και προσθοπίσθιο άξονα, από τις καµπύλες δύναµης - χρόνου. Όλοι οι υπολογισµοί έγιναν µέσω του APAS. Έτσι αξιολογήθηκαν (σχήµατα 7, 8, 9): Η µέγιστη δύναµη στον κατακόρυφο άξονα (z), Η σχετική δύναµη στον κατακόρυφο άξονα = F zmax / Σωµατικό Βάρος, Η µέγιστη δύναµη (επιβράδυνσης και επιτάχυνσης) στον προσθοπίσθιο άξονα (y), Η µέγιστη δύναµη (αριστερά και δεξιά) στον εγκάρσιο άξονα (x), Ο χρόνος επιβράδυνσης και επιτάχυνσης (y), Ο χρόνος στήριξης (z), Ο χρόνος επίτευξης της µέγιστης δύναµης στον κατακόρυφο άξονα (z), Το ολοκλήρωµα της δύναµης (επιβράδυνσης και επιτάχυνσης) στο χρόνο, στον προσθοπίσθιο άξονα (y), και Το ολοκλήρωµα της δύναµης στο χρόνο, στον κατακόρυφο άξονα (z). Το ολοκλήρωµα της δύναµης στο χρόνο αντιπροσωπεύει την ώθηση ή τη µεταβολή της ορµής και δίνεται από τον τύπο p = F. t (Baumann, 1996).

92 1200 1000 800 N 600 400 200 0-200 1 101 201 301 401 501 601 701 801 901 1001 ms Σχήµα 7. Σχηµατική απεικόνιση της δεξιότητας βάδισης (καµπύλη δύναµης-χρόνου) στον κατακόρυφο άξονα (z) 400 300 200 100 N 0-100 1 101 201 301 401 501 601 701 801 901 1001 1101-200 -300-400 ms Σχήµα 8. Σχηµατική απεικόνιση της δεξιότητας βάδισης (καµπύλη δύναµης-χρόνου) στον προσθοπίσθιο άξονα (y)

93 150 100 N 50 0-50 -100 1 101 201 301 401 501 601 701 801 901 1001 1101-150 ms Σχήµα 9. Σχηµατική απεικόνιση της δεξιότητας βάδισης (καµπύλη δύναµης-χρόνου) στον εγκάρσιο άξονα (x). εξιότητα ισορροπίας. Οι διαφορές στον έλεγχο της στατικής ισορροπίας και στις τρεις θέσεις εντοπίστηκαν µέσω των δεδοµένων του κέντρου πίεσης (CοP) στον πλαγιοµετωπικό (εγκάρσιο) άξονα (x) και στον προσθοπίσθιο άξονα (y). Το κέντρο πίεσης αποτελεί την άµεση αντανάκλαση του νευρικού ελέγχου των µυών της ποδοκνηµικής (Winter, 1995). Η µετατόπιση του κέντρου πίεσης (εκ.) καθορίστηκε από τις δυνάµεις αντίδρασης του εδάφους. Η θέση του κέντρου πίεσης (a x, a y ) υπολογίστηκε από τις δυνάµεις αντίδρασης του εδάφους και τις ροπές σύµφωνα µε τις ακόλουθες εξισώσεις: a x = (F x * a z0 - M y ) / F z a y = (F y * a z0 - M x ) / F z a z0 : η απόσταση µεταξύ της επιφάνειας της πλατφόρµας και του εδάφους F x : η συνισταµένη των δυνάµεων για τον άξονα x, F y : συνισταµένη των δυνάµεων για τον άξονα y, M x : η ροπή στον άξονα x M y : η ροπή στον άξονα y Η ταλάντωση του σώµατος υπολογίστηκε από: τη µέγιστη µετατόπιση του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό (x) και στον προσθοπίσθιο άξονα (y), και την τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό άξονα (x) και στον προσθοπίσθιο άξονα (y).

94 Κινηµατικά χαρακτηριστικά Για τον προσδιορισµό των κινηµατικών χαρακτηριστικών κατά τη διαδικασία εκτέλεσης των κατακόρυφων αλµάτων, της προσγείωσης και του βαδίσµατος αξιολογήθηκαν: Η κατακόρυφη µετατόπιση του ΚΒΣ (cm), Η κατακόρυφη γραµµική ταχύτητα του ΚΒΣ (m.s -1 ), Οι γωνιακές µετατοπίσεις και οι γωνιακές ταχύτητες των αρθρώσεων του σώµατος (ποδοκνηµική, γόνατο και ισχίο), (µοίρες και rad.s -1 ), ως προς το πολικό τοπικό σύστηµα αναφοράς, του οποίου ως σηµείο τοµής των αξόνων λαµβάνεται το τελικό σηµείο που ορίζει το κάθε µέλος, και θεωρείται ως κέντρο περιστροφής. Υπολογίστηκε µόνο η γωνιακή ταχύτητα ως προς τον άξονα y του επιπέδου xy, που είναι ο άξονας κατά τον οποίο υπολογίστηκαν οι κινήσεις ( ισδιάστατη ανάλυση). Οι µεταβλητές που αξιολογήθηκαν παρουσιάζονται αναλυτικά στον Κατάλογο Συντοµεύσεων. Σχεδιασµός της έρευνας - Στατιστική ανάλυση Ο έλεγχος όλων των υποθέσεων, που αφορούσαν την παρέµβαση πραγµατοποιήθηκε µέσω του στατιστικού προγράµµατος SPSS 11.0 (for Windows). Αρχικά χρησιµοποιήθηκαν µέθοδοι περιγραφικής στατιστικής, δηλαδή υπολογίστηκαν ο αριθµητικός µέσος (mean), και η τυπική απόκλιση (Standard deviation, SD). Ακολούθησαν µέθοδοι επαγωγικής στατιστικής. Πρώτα έγινε ο έλεγχος της κανονικότητας της κατανοµής των εξεταζοµένων (εξαρτηµένων) µεταβλητών (Kolmogorov-Smirnov). Για να διαπιστωθεί η σηµαντικότητα της διαφοράς των κινηµατικών και δυναµικών χαρακτηριστικών των κινήσεων που προαναφέρθηκαν, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος των επαναλαµβανόµενων µετρήσεων (repeated measures). Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται αναλυτικά τα αποτελέσµατα σχετικά µε την απόδοση των τριών οµάδων παιδιών, στις δύο µετρήσεις πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, στις µεταβλητές που προαναφέρθηκαν. Εξετάσθηκαν οι ακόλουθες υποθέσεις: αν υπήρξε βελτίωση λόγω του προγράµµατος παρέµβασης (παράγοντας «µέτρηση»), διαφορά στην εξέλιξη της απόδοσης µεταξύ των οµάδων (τεστ αλληλεπίδρασης), και αν στο σύνολο των µετρήσεων υπήρχε διαφορά στην απόδοση µεταξύ των οµάδων (παράγοντας «οµάδα» - between groups). Η σειρά παρουσίασης των αποτελεσµάτων είναι:

95 1. υναµικά χαρακτηριστικά: ισοµετρική δύναµη, κατακόρυφο άλµα µε πτώση από ύψος 10 και 20 εκ., κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, δεξιότητα προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., δεξιότητα βάδισης και δεξιότητα ισορροπίας (όρθια στάση, στάση βηµατισµού «δάκτυλα-φτέρνα», στάση «πελαργός»). 2. Κινηµατικά χαρακτηριστικά: κατακόρυφο άλµα µε πτώση από ύψος 10 και 20 εκ., κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, δεξιότητα προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ. και δεξιότητα βάδισης. Συνεπώς, χρησιµοποιήθηκε ανάλυση διακύµανσης επαναλαµβανόµενων µετρήσεων (2x3), µε εξαρτηµένη µεταβλητή την τιµή σε κάθε µία από τις µεταβλητές που προέκυψαν από τα κινηµατικά και δυναµικά χαρακτηριστικά των κινήσεων, που εξετάστηκαν πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης (παράγοντας «µέτρηση»). Ανεξάρτητη µεταβλητή ήταν η αντίστοιχη οµάδα των παιδιών. Οι πιθανές αλληλεπιδράσεις ανάµεσα στις οµάδες και τη µέτρηση πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης αναλύθηκαν µε post hoc test (Tukey). Οι αναλύσεις έγιναν στην κάθε κίνηση, για κάθε µία κινηµατική και δυναµική µεταβλητή ξεχωριστά. Οι ανεξάρτητες µεταβλητές ήταν: Η οµάδα (3 επίπεδα: ΟΠΚΣ, ΟΤΣ και ΟΕ), και Η µέτρηση (2 επίπεδα: αρχική και τελική µέτρηση πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης).

96 IV. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Επίδραση του προγράµµατος παρέµβασης Κριτήριο Kolmogorov-Smirnov Τα αποτελέσµατα της δοκιµασίας Kolmogorov-Smirnov για τον έλεγχο της κανονικότητας της κατανοµής των εξαρτηµένων µεταβλητών, σε όλες τις οµάδες παιδιών, πριν και µετά την εφαρµογή του προγράµµατος παρέµβασης, δεν παρουσίασαν στατιστική σηµαντικότητα (p>0,05) γεγονός που δηλώνει ότι όλες οι εξαρτηµένες µεταβλητές ακολούθησαν κανονική κατανοµή. Για τον έλεγχο των διαφορών στα δυναµικά και στα κινηµατικά χαρακτηριστικά στις τρεις οµάδες παιδιών, πριν και µετά την εφαρµογή του προγράµµατος παρέµβασης, χρησιµοποιήθηκε ανάλυση διακύµανσης µε επαναλαµβανόµενες µετρήσεις (repeated measures, ANOVA), (p<0,05). Αρχικά, πραγµατοποιήθηκε µια ανάλυση διακύµανσης µονής κατεύθυνσης (one-way ANOVA) στις αρχικές µετρήσεις, σε όλες τις µεταβλητές (δυναµικές - κινηµατικές), για να διαπιστωθεί η οµοιότητα του αρχικού επιπέδου επίδοσης στις τρεις οµάδες. Από την ανάλυση δεν προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των τριών οµάδων στις αρχικές µετρήσεις, σε καµία µεταβλητή (p>0,05). υναµικά χαρακτηριστικά Μέγιστη ισοµετρική δύναµη. Από τις µεταβλητές που εξετάσθηκαν προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στη µέγιστη ισοµετρική δύναµη (F maxiso ), (F (1, 32) = 9,2, p = 0,005), (πίνακας 15 - σχήµα 10) και το δείκτη της σχετικής δύναµης ( Σ ), (F (1, 32) = 6,86, p = 0,013 και F (2, 32) =5,19, p=0,011), (πίνακας 16 - σχήµα 11). Το τεστ αλληλεπίδρασης έδειξε ότι, οι οµάδες δεν παρουσίασαν µεταξύ τους διαφορετική εξέλιξη από µέτρηση σε µέτρηση, δηλ. δεν παρουσιάστηκε αλληλεπίδραση µεταξύ µέτρησης και πειραµατικής οµάδας. Ωστόσο, στην F maxiso, και στον Σ, βρέθηκαν διαφορές ως προς

97 τον παράγοντα «µέτρηση». Επιπλέον, για το Σ προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές και ως προς τον παράγοντα «οµάδα». Πίνακας 15. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης (F maxiso ) (Ν) των κάτω άκρων, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 552 ± 220,8 702 ± 321,4 * 150 27,17 ΟΤΣ (n =12) 721 ± 332,2 912 ± 399,7 * 191 26,5 ΟΕ (n =12) 661 ± 174,5 669 ± 268,2 8 1,2 N Μέγιστη Ισοµετρική ύναµη (F maxiso ) των κάτω άκρων 1200 1000 800 600 912 400 552 721 661 702 669 200 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 10. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µέγιστη ισοµετρική δύναµη (F maxiso ) των κάτω άκρων πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 16. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του δείκτη της σχετικής δύναµης ( Σ ) των κάτω άκρων, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 1,53 ± 0,65 1,88 ± 084 0,35 22,87 ΟΤΣ (n =12) 2,22 ± 0,85 2,74 ± 0,93 * 0,52 23,42 ΟΕ (n =12) 1,78 ± 0,39 1,79 ± 0,54 0,01 0,56

98 4 3,5 3 2,5 2 1,5 1 0,5 0 είκτης Σχετικής ύναµης ( Σ ) 2,22 2,74 1,78 1,53 1,88 Πριν Μετά 1,79 ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 11. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο δείκτη σχετικής δύναµης ( Σ ) των κάτω άκρων πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Στον πίνακα 17 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για τις δυναµικές µεταβλητές της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης που εξετάσθηκαν, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών τους. Πίνακας 17. Περιγραφικά δεδοµένα για τη µέγιστη ισοµετρική δύναµη των κάτω άκρων, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλητές ΟΠΚΣ (n=11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) F maxiso (Ν) 552 (220,8) 702 (321,4) 721 (332,2) 912 (399,7) 661 (174,5) 669 (268,2) F µέτρηση = 9,21 0,005 Σ 1,53 (0,65) F 60 (Ν) F 100 (Ν) ΡΑ 107 (39,92) 146 (42,97) 26,5 (10,56) 1,88 (0,84) 147 (84,66) 242 (126,2) 35,2 (11,88) 2,22 (0,85) 178 (84,46) 232 (104,2) 32,1 (14,6) 2,74 (0,93) 152 (69,06) 239 (99,66) 27,6 (8,52) 1,78 (0,39) 144 (77,1) 211 (105,3) 32,4 (14,83) 1,79 (0,54) 135 (74,85) 207 (142,5) 28,9 (8,4) F µέτρηση = 6,86 F οµάδα = 5,19 0,013 0,011 ns ns ns Κατακόρυφα άλµατα µε πτώση από ύψος 10-20 εκ. Στα κατακόρυφα άλµατα µε πτώση από ύψος 10-20 εκ. επιλέχθηκε για ανάλυση το καλύτερο άλµα µε κριτήριο το

99 µέγιστο ύψος του άλµατος και εξετάστηκε από ποιο ύψος πτώσης (h πτώσης ) (10 ή 20 εκ.) επιτεύχθηκε αυτό. Το ύψος πτώσης δεν παρουσίασε καµία στατιστικά σηµαντική αλληλεπίδραση και διαφορά µεταξύ των οµάδων και των µετρήσεων. Ωστόσο, φάνηκε ότι το καλύτερο άλµα επιτεύχθηκε από ύψος περίπου 15 εκατοστά πριν το πρόγραµµα παρέµβασης, ενώ µετά το πρόγραµµα παρέµβασης το ύψος κυµάνθηκε µεταξύ 14,5 εκατοστά για την ΟΠΚΣ έως 17,5 εκατοστά για τις άλλες δύο οµάδες. Οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για το h πτώσης και για τις τρεις οµάδες, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, φαίνονται στον πίνακα 24. Προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στο µέγιστο ύψος άλµατος (h DJ ), (F (1, 32) = 44,33, p < 0,000 και F (2, 32) =7,41, p=0,002), (πίνακας 18 - σχήµα 12), στο χρόνο πτήσης (t πτήσης-dj ), (F (1, 32) = 41,59, p < 0,000 και F (2, 32) =6,84, p=0,003), (πίνακας 19 - σχήµα 13), στην ταχύτητα απογείωσης (θετική φάση), (v απογ-dj ), (F (1, 32) = 23,51, p < 0,000), (πίνακας 20 - σχήµα 14), στη µέγιστη ισχύ (P max-dj ), (F (1, 32) = 13,46, p = 0,001), (πίνακας 21 - σχήµα 15), στο µέγιστο θετικό έργο (W pos-dj ), (F (1, 32) = 5,42, p =0,026), (πίνακας 22 - σχήµα 16), και στο συνολικό έργο (W res-dj ), (F (1, 32) = 5,07, p = 0,031), (πίνακας 23 - σχήµα 17). Το τεστ αλληλεπίδρασης έδειξε ότι, οι οµάδες δεν παρουσίασαν µεταξύ τους διαφορετική εξέλιξη από µέτρηση σε µέτρηση, δηλ. δεν παρουσιάστηκε αλληλεπίδραση µεταξύ µέτρησης και πειραµατικής οµάδας σε καµία από τις µεταβλητές που εξετάσθηκαν. ιαφορές, ως προς τον παράγοντα «µέτρηση», βρέθηκαν στο h DJ, στον t πτήσης-dj, στην v απογ-dj, στην P max-dj, στο W pos-dj, και στο W res-dj. Επιπλέον, βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές ως προς τον παράγοντα «οµάδα», στο h DJ, και τον t πτήσης- DJ. Πίνακας 18. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του µέγιστου ύψους στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος (h DJ ), (cm), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 15,52 ± 2,09 17,83 ± 3,00 * 2,31 14,88 ΟΤΣ (n =12) 19,17 ± 2,71 22,83 ± 2,2 * 3,66 19,09 ΟΕ (n =12) 16, 84 ± 4,07 18,93 ± 3,07 2,09 12,41

100 cm 30 25 20 15 10 5 0 Μέγιστο ύψος άλµατος (h DJ ) 15,52 19,17 16,84 17,83 22,83 18,93 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 12. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο µέγιστο ύψος του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος (h DJ ), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 19. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του χρόνου πτήσης (t πτήσης-dj ) (ms) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 357 ± 20 380 ± 30 * 23 6,44 ΟΤΣ (n =12) 394 ± 30 431 ± 20 * 37 9,39 ΟΕ (n =12) 368 ± 40 391 ± 40 * 23 6,44 ms 500 400 300 200 100 Χρόνος πτήσης (t πτήσης-dj ) 357 394 368 380 431 391 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 13. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο χρόνο πτήσης (t πτήσης-dj ) του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

101 Πίνακας 20. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της ταχύτητας απογείωσης (v απογ-dj ) (m.s -1 ), στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 1,75 ± 0,13 1,86 ± 0,36 * 0,11 6,28 ΟΤΣ (n =12) 1,93 ± 0,29 2,11 ± 0,36 * 0,18 9,32 ΟΕ (n =12) 1,8 ± 0,29 1,92 ± 0,31 0,12 6,67 m.s -1 2,5 Ταχύτητα απογείωσης (v απογ-dj ) 2 1,5 1 0,5 1,75 1,93 1,8 1,86 2,11 1,92 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 14. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην ταχύτητα απογείωσης (θετική φάση) (v απογ-dj ) του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 21. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µέγιστης ισχύος (P max-dj ) (N.m.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα µε πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης. ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 2228 ± 557 2781 ± 794,2 * 553 24,82 ΟΤΣ (n =12) 2082 ± 566,1 2310 ± 623,1 228 10,95 ΟΕ (n =12) 2954 ± 719,3 2440 ± 725,3 * -514-17,4

102 N.m.s -1 Μέγιστη ισχύς (P max-dj ) 3000 2000 1000 2228 2082 2954 2781 2310 2440 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 15. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µέγιστη ισχύ (P max-dj ) του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 22. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του µέγιστου θετικού έργου (W pos-dj ) (N.m), στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 342 ± 60,99 442 ± 68,98 100 29,23 ΟΤΣ (n =12) 314 ± 32,92 364 ± 45,45 * 50 15,92 ΟΕ (n =12) 427 ± 60,57 400 ± 64,75-27 -6,32 N.m 500 400 Μέγιστο θετικό έργο (W pos-dj ) 300 200 342 314 427 442 364 400 100 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 16. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο µέγιστο θετικό έργο (W pos-dj ) του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

103 Πίνακας 23. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του συνολικού έργου (W res-dj ) (N.m) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 483 ± 67,52 582 ± 91,41 * 99 20,49 ΟΤΣ (n =12) 418 ± 48,69 503 ± 48,49 * 85 20,33 ΟΕ (n =12) 558 ± 70 600 ± 75,48 42 7,52 N.m Συνολικό έργο (W res-dj ) 600 500 400 300 200 483 418 558 582 503 600 100 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 17. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο συνολικό έργο (W res-dj ) του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Στον πίνακα 24 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις των δυναµικών µεταβλητών που εξετάστηκαν για τα κατακόρυφα άλµατα µε πτώση από ύψος 10-20 εκ. πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών τους.

104 Πίνακας 24. Περιγραφικά δεδοµένα των δυναµικών µεταβλητών του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος (DJ), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλητές ΟΠΚΣ (n=11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) F max-dj (N) 1273 1495 1079 1095 1641 1271 ns (310,3) (584,2) (214,1) (347,5) (969) (475,8) ΣΚ DJ 3,52 4,01 3,37 3,34 4,28 3,33 ns (0,89) (1,29) (0,46) (0,83) (2,13) (1,03) t neg-dj 214 187 175 218 178 271 ns (ms) (80) (70) (80) (50) (70) (180) t pos- DJ (ms) 211 (60) 210 (80) 177 (50) 186 (30) 226 (60) 198 (50) ns t πτήσης DJ (ms) V απογ DJ (m.s -1 ) h DJ (cm) h πτώσης- DJ (cm) P max-dj (N.m.s -1 ) P µο-neg-dj (N.m.s -1 ) P µο-pos-dj (N.m.s -1 ) W neg- DJ (N.m) W pos- DJ (N.m) W res-dj (N.m) 357 (20) 1,75 (0,13) 15,52 (2,09) 14,55 (5,22) 2228 (557) 660 (217,3) 1619 (337,2) 141 (10,61) 342 (60,99) 483 (67,52) 380 (30) 1,86 (0,36) 17,83 (3,00) 15 (5,22) 2781 (794,2) 751 (372,9) 2103 (529,9) 140 (12,06) 442 (68,98) 582 (91,41) 394 (30) 1,93 (0,29) 19,17 (2,71) 15 (5,22) 2082 (566,1) 597 (202,9) 1774 (414,1) 104 (17,11) 314 (32,92) 418 (48,69) 431 (20) 2,11 (0,36) 22,83 (2,2) 14,55 (5,22) 2310 (623,1) 638 (216,5) 1960 (480) 139 (6,34) 364 (45,45) 503 (48,49) 368 (40) 1,8 (0,29) 16,84 (4,07) 17,5 (4,52) 2954 (719,3) 739 (369,6) 1892 (395,3) 131 (11,35) 427 (60,57) 558 (70) 391 (40) 1,92 (0,31) 18,93 (3,07) 17,5 (4,52) 2440 (725,3) 738 (275,6) 2018 (338,2) 200 (16,02) 400 (64,75) 600 (75,48) F µέτρηση = 41,59 F οµάδα = 6,84 F µέτρηση = 23,51 F µέτρηση = 44,32 F οµάδα = 7,41 F µέτρηση 0,000 0,003 0,000 0,000 0,002 ns = 13,46 0,001 ns F µέτρηση ns ns = 5,42 0,026 F µέτρηση = 5,06 0,031 Κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα. Στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στο ύψος άλµατος (h SJ ), (F (1, 32) = 33,47, p<0,000), (πίνακας 29 - σχήµα 21), στη µέγιστη ισχύ (P max-sj ), (F (1, 32) =17,31, p<0,000), (πίνακας 30 - σχήµα 22), στο µέγιστο θετικό έργο (W pos-sj ), (F (2, 32) =6,48, p=0,004 και F (1, 32) = 25,87, p<0,000), (πίνακας 28 - σχήµα 20), στη διάρκεια της θετικής φάσης (t pos-sj ), (F

105 (2, 32) = 5,24, p=0,011), (πίνακας 25 - σχήµα 18), στο χρόνο πτήσης (t πτήσης-sj ), (F (1, 32) = 33,77, p<0,000), (πίνακας 31- σχήµα 23), στην ταχύτητα απογείωσης (v απογ-sj ), (F (2, 32) =3,93, p=0,03, F (1, 32) = 16,8, p<0,000 και F (2,32) =3,86, p=0,031), (πίνακας 26 - σχήµα 19), και στο δείκτη της δύναµης αντίδρασης ( Α), (F (1, 32) = 5,89, p=0,021 και F (2, 32) = 4,84, p=0,015), (πίνακας 32 - σχήµα 24). Το τεστ της αλληλεπίδρασης έδειξε ότι οι οµάδες παρουσίασαν µεταξύ τους διαφορετική εξέλιξη από µέτρηση σε µέτρηση, δηλ. παρουσιάστηκε αλληλεπίδραση µεταξύ µέτρησης και πειραµατικής οµάδας στην t pos-sj, στην v απογ-sj, και στο W pos-sj, Από την εφαρµογή των τεστ πολλαπλών συγκρίσεων Post Hoc-Tukey προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των οµάδων, µόνο για την v απογ-sj. Προέκυψε στατιστικά σηµαντική διαφορά της 2 ης οµάδας µε τις υπόλοιπες οµάδες (πίνακας 27). Επιπλέον, βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στο h SJ, στην P max-sj, στο W pos-sj, στον t πτήσης-sj, στην v απογ-sj, και στον Α, ως προς τον παράγοντα «µέτρηση» καθώς και στην v απογ-sj και τον Α, ως προς τον παράγοντα «οµάδα». Πίνακας 25. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της διάρκειας θετικής φάσης (t pos-sj ) (ms) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 382 ± 70 344 ± 70 * -38-9,95 ΟΤΣ (n =12) 369 ± 70 336 ± 40-33 -8,94 ΟΕ (n =12) 316 ± 60 381 ± 80 65 20,57 ms ιάρκεια θετικής φάσης (t pos-sj ) 400 300 200 100 382 369 316 344 336 381 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 18. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη διάρκεια της θετικής φάσης (t pos-sj ) του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

106 Πίνακας 26. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της ταχύτητας απογείωσης (v απογ-sj ) (m.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 1,66 ± 0,31 1,86 ± 0,31 0,2 12,05 ΟΤΣ (n =12) 1,85 ± 0,33 2,04 ± 0,33 0,19 10,27 ΟΕ (n =12) 1,77 ± 0,36 1,85 ± 0,35 0,08 4,52 m.s -1 2 1,5 1 0,5 0 Ταχύτητα απογείωσης (v απογ-sj ) 1,66 1,85 1,77 1,86 2,04 1,85 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 19. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην ταχύτητα απογείωσης (v απογ-sj ) του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 27. Post Hoc-Tukey test µεταξύ των οµάδων για την ταχύτητα απογείωσης (v απογ- SJ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα ΟΜΑ ΕΣ ΟΠΚΣ (n= 11) ΟΤΣ (n=12) 3 η : ΟΕ (n=12) ΟΠΚΣ (n = 11) 3,03* 2,42 ΟΤΣ (n =12) 5,45** ΟΕ (n =12) * = p <.05 ** = p <.001 Πίνακας 28. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του µέγιστου θετικού έργου (W pos-sj ) (N.m) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 212 ± 45,21 189 ± 56,06 * -23-10,85 ΟΤΣ (n =12) 201 ± 42,91 199 ± 42,53-2 0,99 ΟΕ (n =12) 157 ± 36,36 216 ± 37,89 * 59 37,58

107 N.m 300 Θετικό έργο (W pos-sj ) 250 200 150 100 50 0 212 201 Πριν 157 189 199 Μετά 216 ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 20. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο µέγιστο θετικό έργο (W pos-sj ) του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 29. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του ύψους άλµατος (h SJ ) (cm) στο κατακόρυφου άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 14,2 ± 4,03 18 ± 3,35 * 3,8 26,76 ΟΤΣ (n =12) 17,8 ± 4,46 21,5 ± 3,82 * 3,7 20,78 ΟΕ (n =12) 16,4 ± 4,4 17,7 ± 3,69 1,3 7,92 cm 25 20 15 10 5 0 Ύψος άλµατος (h SJ ) 14,2 17,8 16,4 18 21,5 17,7 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 21. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο ύψος άλµατος (h SJ ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

108 Πίνακας 30. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µέγιστης ισχύος (P max-sj ) (Ν.m.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 1257 ± 173,9 1384 ± 312,3 127 10,1 ΟΤΣ (n =12) 1239 ± 284 1465 ± 287,4 * 226 18,24 ΟΕ (n =12) 1299 ± 242,9 1419 ± 267 120 9,23 N.m.s -1 Μέγιστη ισχύς (P max-sj ) 1500 1000 500 1257 1239 1299 1384 1465 1419 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 22. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µέγιστη ισχύ (P max-sj ) του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 31. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του χρόνου πτήσης (t πτήσης-sj ) (ms) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 337 ± 50 381 ± 30 * 44 13,05 ΟΤΣ (n =12) 377 ± 50 417 ± 40 * 40 10,61 ΟΕ (n =12) 362 ± 50 377 ± 40 15 4,14

109 ms Χρόνος πτήσης (t πτήσης-sj ) 400 300 200 100 337 377 362 381 417 377 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 23. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο χρόνο πτήσης (t πτήσης-sj ) του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης 23 13 3-7 -17-27 -37 είκτης ύναµης Αντίδρασης ( Α) 12,6 5,9 5,3 9,1 2,8-13,9 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 24. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο δείκτη δύναµης αντίδρασης ( Α) στα κατακόρυφα άλµατα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 32. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του δείκτη δύναµης αντίδρασης ( Α) στα κατακόρυφα άλµατα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) -13,9 ± 22,65 2,8 ± 16,39 * 16,7 120,14 ΟΤΣ (n =12) 5,9 ± 11,01 12,6 ± 11,68 6,7 113,55 ΟΕ (n =12) 5,3 ± 18,03 9,1 ± 17,34 3,8 71,69 Στον πίνακα 33 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για τις δυναµικές µεταβλητές που εξετάστηκαν για το κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα (SJ), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών τους.

110 Πίνακας 33. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα (SJ) πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλητές ΟΠΚΣ (n=11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) F max-sj (N) 757 744 670 718 734 767 ns (154) (148) (154) (154) (88) (88) ΣΚ - SJ 2,06 2,00 2,17 2,20 2,00 2,05 ns ( είκτης) (0,28) (0,23) (0,25) (0,22) (0,33) (0,28) t pos-sj (ms) 316 (60) 381 (80) 369 (70) 336 (40) 382 (70) 344 (70) F αλληλεπί 0,011 t πτήσης-sj (ms) v απογ-sj (m.s -1 ) 337 (50) 1,66 (0,31) h SJ (cm) 14,2 (4,03) P max-sj 1257 (N.m.s -1 ) (173,9) P µο-pos-sj 497 (N.m.s -1 ) (114) W pos-sj (N.m) Α ( είκτης) 212 (45,21) -13,9 (22,65) 381 (30) 1,86 (0,31) 18 (3,35) 1384 (312,3) 566 (153,3) 189 (56,06) 2,8 (16,39) 377 (50) 1,85 (0,33) 17,8 (4,46) 1239 (284) 545 (133,7) 201 (42,91) 5,9 (11,01) 417 (40) 2,04 (0,33) 21,5 (3,82) 1465 (287,4) 591 (151,7) 199 (42,53) 12,6 (11,68) 362 (50) 1,77 (0,36) 16,4 (4,4) 1299 (242,9) 555 (125) 157 (36,36) 5,3 (18,03) 377 (40) 1,85 (0,35) 17,7 (3,69) 1419 (267) 549 (148,2) 216 (37,89) 9,1 (17,34) δραση =5,24 F µέτρηση = 33,77 0,000 F µέτρηση = 16,8 0,000 F οµάδα = 3,86 0,031 F αλληλεπί δραση 0,03 =3,93 F µέτρηση = 33,47 0,000 F µέτρηση = 17,31 0,000 ns F µέτρηση = 25,87 F αλληλεπί δραση= 6,48 F µέτρηση = 5,89 F οµάδα = 4,84 0,000 0,004 0,021 0,015 εξιότητα προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ. Aπό τις δυναµικές µεταβλητές που εξετάσθηκαν προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές, στην κατακόρυφη δύναµη κατά την πρώτη επαφή µε το έδαφος (F z-1-πρ ), (F (1, 32) = 12,32, p =0,001), (πίνακας 38 - σχήµα 27), στη σχετική κατακόρυφη δύναµη κατά την πρώτη επαφή µε το έδαφος (Σ 1-Πρ ), (F (1, 32) = 14,4, p =0,001), (πίνακας 39 - σχήµα 28), στη µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (F zmax-πρ ), (F (2, 32) =8,45, p=0,001, F (1, 32) = 12,07, p =0,001 και (F (2, 32) =3,35, p=0,048), (πίνακας 34 - σχήµα 25), στη σχετική µέγιστη κατακόρυφη δύναµη

111 (Σ max-πρ ), (F (2, 32) = 7,21, p=0,003 και F (1, 32) = 16,5, p <0,000), (πίνακας 36 - σχήµα 26), στο χρόνο επίτευξης της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης (t Fzmax-Πρ ), (F (1, 32) = 8,56, p =0,006), (πίνακας 40 - σχήµα 29), και στο χρόνο προσγείωσης (t προσγ-πρ ), (F (1, 32) = 10,04, p =0,003), (πίνακας 41 - σχήµα 30). Το τεστ αλληλεπίδρασης έδειξε ότι, οι οµάδες παρουσίασαν µεταξύ τους διαφορετική εξέλιξη από µέτρηση σε µέτρηση, δηλ. παρουσιάστηκε αλληλεπίδραση µεταξύ µέτρησης και πειραµατικής οµάδας στην F zmax-πρ και στην Σ max-πρ. Από την εφαρµογή των τεστ πολλαπλών συγκρίσεων Post Hoc-Tukey προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στην F zmax-πρ, (πίνακας 35) και στην Σ max-πρ, (πίνακας 37), µεταξύ της 2 ης και 3 ης οµάδας. Επιπλέον, προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στην F z-1-πρ, στην Σ 1-Πρ, στην F zmax-πρ, στην Σ max-πρ, στον t Fzmax-Πρ, και στον t προσγ-πρ, ως προς τον παράγοντα «µέτρηση». Επιπλέον, βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές, ως προς τον παράγοντα «οµάδα», στην F zmax-πρ. Πίνακας 34. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης (F zmax-πρ ) (Ν) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 1626 ± 705,7 1049 ± 337 * -577-35,48 ΟΤΣ (n =12) 1118 ± 253,6 796 ± 243 * -322-28,8 ΟΕ (n =12) 1113 ± 250,5 1257 ± 510,6 144 12,93 Ν Μέγιστη κατακόρυφη δύναµη (F zmax-πρ ) 2000 1500 1000 500 1626 1118 1113 1049 796 1257 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 25. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (F zmax- Πρ) της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

112 Πίνακας 35. Post Hoc-Tukey test µεταξύ των οµάδων για τη µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (F zmax-πρ ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος ΟΜΑ ΕΣ ΟΠΚΣ (n = 11) ΟΤΣ (n =12) ΟΕ (n =12) ΟΠΚΣ (n = 11) 2,75 2,27 ΟΤΣ (n =12) 5,03 ** ΟΕ (n =12) * = p <.05 ** = p <.001 Πίνακας 36. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της σχετικής µέγιστης κατακόρυφης δύναµης (Σ max-πρ ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 4,29 ± 1,39 2,79 ± 0,58 * -1,5-34,96 ΟΤΣ (n =12) 3,47 ± 0,78 2,27 ± 0,75 * -1,2-34,58 ΟΕ (n =12) 2,99 ± 0,53 3,24 ± 0,98 0,25 8,36 είκτης Σχετική µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (Σ max-πρ ) 4 2 4,29 3,47 2,99 2,79 2,27 3,24 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 26. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη σχετική µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (Σ max-πρ ) κατά την προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 37. Post Hoc-Tukey test µεταξύ των οµάδων για τη σχετική µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (Σ max-πρ ) κατά την προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος ΟΜΑ ΕΣ ΟΠΚΣ (n = 11) ΟΤΣ (n =12) ΟΕ (n =12) ΟΠΚΣ (n = 11) 2,08 1,8 ΟΤΣ (n =12) 3,88** ΟΕ (n =12) * = p <.05 ** = p <.001

113 Πίνακας 38. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της κατακόρυφης δύναµης κατά την πρώτη επαφή µε το έδαφος (F z-1-πρ ) (Ν), στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 810 ± 248,6 553 ± 182,3 * -257-31,73 ΟΤΣ (n =12) 715 ± 242,4 554 ± 311 * -161-22,52 ΟΕ (n =12) 761 ± 239,5 681 ± 279,8-80 -10,51 Κατακόρυφη δύναµη κατά την πρώτη επαφή Ν µε το έδαφος (F z-1-πρ ) 1000 800 600 400 810 715 761 553 554 681 200 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 27. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην κατακόρυφη δύναµη κατά την πρώτη επαφή µε το έδαφος (F z-1-πρ ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 39. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της σχετικής δύναµης πρώτης επαφής µε το έδαφος (Σ 1-Πρ ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 2,2 ± 0,58 1,51 ± 0,48 * -0,69-31,36 ΟΤΣ (n =12) 2,23 ± 0,67 1,64 ± 0,69 * -0,59-26,45 ΟΕ (n =12) 2,03 ± 0,54 1,8 ± 0,71-0,23-11,33

114 είκτης 3 2,5 2 1,5 1 0,5 0 Σχετική δύναµη κατά την πρώτη επαφή µε το έδαφος (Σ 1-Πρ ) 2,2 2,23 2,03 Πριν 1,51 1,64 1,8 Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 28. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη σχετική δύναµη πρώτης επαφής µε το έδαφος (Σ 1-Πρ ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 40. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή % του χρόνου επίτευξης της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης (t Fzmax-Πρ ) (ms) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 70 ± 20 100 ± 60 * 30 42,85 ΟΤΣ (n =12) 70 ± 20 90 ± 30 * 20 28,57 ΟΕ (n =12) 70 ± 10 70 ± 10 0 0 ms Χρόνος επίτευξης της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης (t Fzmax-Πρ ) 150 100 50 70 70 70 100 90 70 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 29. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο χρόνο επίτευξης της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης (t Fzmax-Πρ ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

115 Πίνακας 41. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή % του χρόνου προσγείωσης (t προσγ-πρ ) (ms) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 170 ± 50 264 ± 70 * 94 55,29 ΟΤΣ (n =12) 218 ± 60 260 ± 80 42 19,26 ΟΕ (n =12) 226 ± 110 258 ± 100 32 14,15 ms Χρόνος προσγείωσης (t προσγ-πρ ) 300 200 100 0 170 218 226 Πριν 264 260 258 Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 30. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο χρόνο προσγείωσης(t προσγ-πρ ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Στον πίνακα 42 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για τις δυναµικές µεταβλητές που εξετάστηκαν για τη δεξιότητα της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών τους.

116 Πίνακας 42. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές της δεξιότητας της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλητές ΟΠΚΣ (n=11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) F z-1-πρ (N) 810 (248,6) 553 (182,3) 715 (242,4) 554 (311) 761 (239,5) 681 (279,8) F µέτρηση = 12,32 0,001 Σ 1-Πρ ( είκτης) 2,2 (0,58) 1,51 (0,48) 2,23 (0,67) 1,64 (0,69) 2,03 (0,54) 1,8 (0,71) F µέτρηση = 14,39 0,001 F zmax-πρ (N) Σ max-πρ ( είκτης) t Fzmax-Πρ (ms) t προσγ-πρ (ms) 1626 (705,7) 4,29 (1,39) 70 (20) 170 (50) 1049 (337) 2,79 (0,58) 100 (60) 264 (70) 1118 (253,6) 3,47 (0,78) 70 (20) 218 (60) 796 (243) 2,27 (0,75) 90 (30) 260 (80) 1113 (250,5) 2,99 (0,53) 70 (10) 226 (110) 1257 (510,6) 3,24 (0,98) 70 (10) 258 (100) F µέτρηση = 12,06 F αλληλεπί δραση= 8,45 F οµάδα =3,35 F µέτρηση = 16,5 F αλληλεπί δραση= 7,21 F µέτρηση 0,001 0,001 0,048 0,000 0,003 = 8,56 0,006 F µέτρηση = 10,04 0,003 εξιότητα βάδισης. Για τη δεξιότητα της βάδισης από τις µεταβλητές που εξετάσθηκαν προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές, στη µέγιστη δύναµη στον κατακόρυφο άξονα (z), (F zmax-β ), (F (2, 32) = 3,85, p=0,032), (πίνακας 43 - σχήµα 31), στη σχετική δύναµη στον κατακόρυφο άξονα (z), (Σ z-β ), (F (2, 32) =4,62, p=0,017), (πίνακας 45 - σχήµα 32), στη µέγιστη δύναµη επιτάχυνσης στον προσθοπίσθιο άξονα (y), (F y-pos-β ), (F (2, 32) = 4,42, p=0,02), στο χρόνο επιβράδυνσης (t y-neg-β ), (y), (F (1, 32) = 6,75, p =0,014), (πίνακας 46 - σχήµα 33), στο χρόνο επιτάχυνσης (t y-pos-β ), (y), (F (2, 32) =4,96, p=0,013), στο χρόνο στήριξης (t στηρ-β ), (z), (F (2,32) =5,64, p=0,008), στη µεταβολή της ορµής επιβράδυνσης ( p y-neg-β ), (y), (F (1, 32) = 5,81, p =0,022), (πίνακας 47 - σχήµα 34), στη µεταβολή της ορµής επιτάχυνσης στον προσθοπίσθιο άξονα ( p y-pos-β ), (y), (F (2, 32) =5,25, p=0,011), και στη θετική µεταβολή της ορµής στον κατακόρυφο άξονα ( p z-pos-β ), (z), (F (1, 32) = 4,35, p =0,045 και F (2, 32) =4,48, p=0,019), (πίνακας 48 - σχήµα 35). Για τις προαναφερόµενες µεταβλητές προέκυψαν, ωστόσο, τα ακόλουθα αποτελέσµατα: Το τεστ αλληλεπίδρασης έδειξε ότι, οι οµάδες παρουσίασαν µεταξύ τους διαφορετική εξέλιξη από µέτρηση σε

117 µέτρηση, δηλ. παρουσιάστηκε αλληλεπίδραση µεταξύ µέτρησης και πειραµατικής οµάδας στην F zmax-β και στην Σ z-β. Από την εφαρµογή των τεστ πολλαπλών συγκρίσεων Post Hoc-Tukey προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ όλων των οµάδων, µόνο για την F zmax-β, (πίνακας 44). Επιπλέον, ως προς τον παράγοντα «µέτρηση» βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στον t y-neg-β, στη p y-neg-β και στη p z-pos-β. Ωστόσο, διαφορές εντοπίστηκαν και ως προς τον παράγοντα «οµάδα», στην F y-pos-β, στον t y-pos-β, στον t στηρ-β, στη p y-pos-β, και στη p z-pos-β. Πίνακας 43. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µέγιστης δύναµης στον κατακόρυφο άξονα (F zmax-β ), (Ν) της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 410 ± 78,19 404 ± 54,09-6 -1,46 ΟΤΣ (n =12) 375 ± 81,84 366 ± 80,41-9 -2,4 ΟΕ (n =12) 408 ± 66,97 444 ± 57,72 * 36 8,82 N Μέγιστη δύναµη στον κατακόρυφο άξονα (F zmax- Β) 500 400 300 200 410 375 408 404 366 444 100 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 31. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µέγιστη δύναµη (F zmax-β ) στον κατακόρυφο άξονα κατά τη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 44. Post Hoc-Tukey test µεταξύ των οµάδων για τη µέγιστη κατακόρυφη δύναµη (F zmax-β ) κατά τη βάδιση ΟΜΑ ΕΣ ΟΠΚΣ (n = 11) ΟΤΣ (n =12) ΟΕ (n =12) ΟΠΚΣ (n = 11) 5,34** 4,08** ΟΤΣ (n =12) 9,42** ΟΕ (n =12) * = p <.05 ** = p <.001

118 Πίνακας 45. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της σχετικής δύναµης στον κατακόρυφο άξονα (Σ z-β ) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 1,12 ± 0,1 1,1 ± 0,11-0,02-1,78 ΟΤΣ (n =12) 1,18 ± 0,1 1,12 ± 0,07 * -0,06-5,08 ΟΕ (n =12) 1,09 ± 0,66 1,15 ± 0,09 * 0,06 5,5 Σχετική δύναµη στον κατακόρυφο άξονα (Σ z-β ) 1,5 1 0,5 1,12 1,18 1,09 1,1 1,12 1,15 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 32. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη σχετική δύναµη στον κατακόρυφο άξονα (Σ z-β ) κατά τη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 46. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % του χρόνου επιβράδυνσης (t y-neg-β ) (ms) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 384 ± 50 334 ± 40 * -50-13,02 ΟΤΣ (n =12) 397 ± 70 364 ± 60-33 -8,31 ΟΕ (n =12) 373 ± 60 368 ± 40-5 -1,34

119 ms Χρόνος επιβράδυνσης (t y-neg-β ) 400 300 200 100 384 397 373 334 364 368 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 33. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στο χρόνο επιβράδυνσης (t y-neg-β ) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 47. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µεταβολής της ορµής επιβράδυνσης ( p y-neg-β ), (N.s) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 12,5 ± 2,81 10,5 ± 3,44-2 -16 ΟΤΣ (n =12) 11 ± 2,89 10 ± 3,6-1 -9,09 ΟΕ (n =12) 11,7 ± 2,99 10,4 ± 2,55-1,3-11,11 N.s 15 Μεταβολή της ορµής επιβράδυνσης ( p y-neg-β ) 10 5 12,5 11 11,7 10,5 10 10,4 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 34. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών της µεταβολής της ορµής επιβράδυνσης ( p y-neg-β ) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

120 N.s 150 Θετική µεταβολή της ορµής στον κατακόρυφο άξονα ( p z-pos-β ) 100 50 0 89,4 95,5 73,1 103,1 110,1 76,3 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 35. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών της θετικής µεταβολής της ορµής στον κατακόρυφο άξονα ( p z-pos-β ) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 48. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της θετικής µεταβολής της ορµής στον κατακόρυφο άξονα ( p z-pos-β ) (N.s) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 89,4 ± 31,7 103,1 ± 26,28 13,7 15,32 ΟΤΣ (n =12) 95,5 ± 24,67 110,1 ± 36,9 14,6 15,28 ΟΕ (n =12) 73,1 ±28,68 76,3 ± 17 3,2 4,37 Στον πίνακα 49 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για τις δυναµικές µεταβλητές που εξετάστηκαν για τη δεξιότητα της βάδισης πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών τους.

121 Πίνακας 49. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές της δεξιότητας της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλητές ΟΠΚΣ (n=11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) F x-negβ (N) 28,13 23,81 21,06 24,28 28,78 22,66 ns (7,91) (8,52) (11,23) (14,64) (9,79) (10,23) F x-pos-β (N) 15,75 23,29 19,63 17,65 16,83 19,33 ns (6,67) (12,69) (8,63) (9,44) (7,47) (5,89) F y-neg-β (N) 76,12 (15,89) 76,68 (21,35) 69,42 (19,34) 70,24 (19,49) 77,41 (16,25) 72,63 (19,33) ns F y-pos-β (N) 58,59 (15,05) F zmax-β (N) 410 (78,19) Σ z-β ( είκτης) t y-neg-β (ms) t y-pos-β (ms) t στηρ-β (ms) t Fzmax-Β (ms) p y-neg-β (N.s) p y-pos-β (N.s) p z-neg-β (N.s) p z-pos-β (N.s) 1,12 (0,1) 384 (50) 316 (70) 699 (70) 327 (180) 12,5 (2,81) 8,6 (3,01) 98,8 (20,56) 89,4 (31,7) 56,99 (16,53) 404 (54,09) 1,1 (0,11) 334 (40) 335 (50) 670 (30) 354 (180) 10,5 (3,44) 9,1 (3,64) 96,2 (18,66) 103,1 (26,28) 57,32 (27,6) 375 (81,84) 1,18 (0,1) 397 (70) 281 (80) 634 (90) 282 (190) 11 (2,89) 7,3 (3,34) 88,7 (23,44) 95,5 (29,67) 49,95 (13,26) 366 (80,41) 1,12 (0,07) 364 (60) 280 (50) 646 (60) 277 (180) 10 (3,6) 7,6 (2,11) 89,6 (20,21) 110,1 (36,9) 74 (19.63) 408 (66,97) 1,09 (0,66) 373 (60) 342 (50) 715 (40) 264 (160) 11,7 (2,99) 10,2 (2,36) 96,7 (19,97) 73,1 (28,68) 71,74 (19,19) 444 (57,72) 1,15 (0,09) 368 (40) 348 (80) 715 (80) 284 (190) 10,4 (2,55) 11,5 (3,04) 102,2 (15,63) 76,3 (17) F οµάδα = 4,42 0,02 F αλληλεπί δραση= 3,85 F αλληλεπί δραση= 4,62 F µέτρηση 0,032 0,017 =6,75 0,014 F οµάδα = 4,96 0,013 F οµάδα = 5,64 0,008 ns F µέτρηση =5,81 0,022 F οµάδα = 5,25 0,011 ns F µέτρηση =4,35 F οµάδα = 4,48 0,045 0,019 εξιότητα ισορροπίας. Στη δεξιότητα της ισορροπίας για τη διάρκεια των 5 δευτερολέπτων σε τρεις διαφορετικές θέσεις, όρθια στάση (ΟΣ), στάση βηµατισµού «δάκτυλα - φτέρνα» (Romberg) (ΣR), στάση «πελαργός» (ΣΠ) προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό άξονα για τη στάση βηµατισµού (Sd -x-σr ), (F (2, 32) = 7,44, p =0,002 και F

122 (1, 32) = 11,85, p =0,002), (πίνακας 50 - σχήµα 36), και στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα, για την όρθια στάση (Sd -y- ΟΣ), (F (1, 32) = 7,52, p =0,01), (πίνακας 52 - σχήµα 38), και τη στάση «πελαργός» (Sd -y-σπ ), (F (2, 32) = 6,08, p =0,006 και (F (1, 32) = 5,27, p =0,028), (πίνακας 51 - σχήµα 37). Για τις προαναφερόµενες µεταβλητές προέκυψαν, επίσης, τα ακόλουθα αποτελέσµατα: Το τεστ αλληλεπίδρασης έδειξε ότι οι οµάδες παρουσίασαν µεταξύ τους διαφορετική εξέλιξη από µέτρηση σε µέτρηση, δηλ. παρουσιάστηκε αλληλεπίδραση µεταξύ µέτρησης και πειραµατικής οµάδας στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό άξονα για τη στάση βηµατισµού (Sd -x-σr ), και στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα (Sd -y- ΣΠ), για τη στάση «πελαργός». Ωστόσο, από την εφαρµογή των τεστ πολλαπλών συγκρίσεων Post Hoc-Tukey, δεν προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των οµάδων. Επιπλέον, βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές, ως προς τον παράγοντα «µέτρηση», στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό άξονα (Sd -x-σr ) για τη στάση βηµατισµού και στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα (Sd -y-οσ ) για την όρθια στάση, και τη στάση «πελαργός» (Sd -y-σπ ). Αναφορικά µε τον παράγοντα «οµάδα» δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές. Πίνακας 50. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της τυπικής απόκλισης των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό άξονα (Sd - x-σr) για τη στάση βηµατισµού «δάκτυλα - φτέρνα» (mm), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 0,38 ± 0,1 0,24 ± 0,05 * -0,14-36,84 ΟΤΣ (n =12) 0,35 ± 0,1 0,27 ± 0,06 * -0,08-22,85 ΟΕ (n =12) 0,25 ± 0,06 0,28 ± 0,08 0,03 12

123 mm 0,6 Τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του ΚΠ στον πλαγιοµετωπικό άξονα (Sd -x-σr ) στη στάση "Romberg" 0,4 0,2 0 0,38 0,35 0,25 0,24 0,27 0,28 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 36. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό άξονα (Sd -x-σr ) για τη στάση βηµατισµού «δάκτυλα - φτέρνα», πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 51. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της τυπικής απόκλισης των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα (Sd -y- ΣΠ) για τη στάση «πελαργός» (mm), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 0,77 ± 0,3 0,49 ± 0,1 * -0,28-36,36 ΟΤΣ (n =12) 0,66 ± 0,2 0,5 ± 0,3-0,16-24,24 ΟΕ (n =12) 0,45 ± 0,1 0,56 ± 0,2 0,11 24,44 Τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του ΚΠ στον προσθιοπίσθιο άξονα (Sd -y-σπ ) στη στάση mm 1,2 "Πελαργός" 1 0,8 0,6 0,4 0,77 0,66 0,2 0,45 0,49 0,5 0,56 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 37. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα (Sd -y-σπ ) για τη στάση «πελαργός», πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

124 Πίνακας 52. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της τυπικής απόκλισης των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα (Sd -y- ΟΣ) για την όρθια στάση (mm), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 0,34 ± 0,1 0,24 ± 0,07 * -0,1-29,41 ΟΤΣ (n =12) 0,34 ± 0,1 0,27 ± 0,1-0,07-20,59 ΟΕ (n =12) 0,29 ± 0,1 0,31 ± 0,1 0,02 6,89 Τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του ΚΠ στον mm προσθιοπίσθιο άξονα (Sd -y-οσ ) στην όρθια στάση 0,5 0,4 0,3 0,2 0,1 0,34 0,34 0,29 0,24 0,27 0,31 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 38. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στην τυπική απόκλιση των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα (Sd -y-οσ ) για την όρθια στάση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Στον πίνακα 53 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για τις δυναµικές µεταβλητές που εξετάστηκαν για τη δεξιότητα της ισορροπίας µε δύο πόδια στην όρθια στάση (ΟΣ), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών. Πίνακας 53. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές της δεξιότητας της ισορροπίας µε δύο πόδια στην όρθια στάση (ΟΣ), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλητές ΟΠΚΣ (n=11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) -x-οσ 2,99 2,59 2,94 3,41 3,21 2,82 ns (mm) (0,96) (1,28) (0,9) (0,76) (0,83) (0,91) -y-οσ 3,75 3,87 3,06 3,58 2,64 2,88 ns (mm) (0,86) (0,92) (0,8) (1,54) (1,38) (1,12) Sd -x-οσ 0,23 0,18 0,28 0,23 0,25 0,22 ns (mm) (0,06) (0,04) (0,1) (0,08) (0,1) (0,07) Sd -y-οσ (mm) 0,34 (0,1) 0,24 (0,07) 0,34 (0,1) 0,27 (0,1) 0,29 (0,1) 0,31 (0,1) F µέτρηση =7,52 0,01

125 Στον πίνακα 54 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για τις δυναµικές µεταβλητές που εξετάστηκαν για τη δεξιότητα της ισορροπίας στη στάση βηµατισµού «δάκτυλα - φτέρνα», πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών. Πίνακας 54. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές της δεξιότητας της ισορροπίας στη στάση βηµατισµού (ΣR), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλητές ΟΠΚΣ (n=11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) -x-σr 3,54 3,56 2,85 5,2 2,3 2,57 ns (mm) (0,88) (1,74) (0,9) (1,9) (0,84) (0,7) -y-σr (mm) 3,93 (1,42) 3,76 (1,26) 3,84 (1,2) 3,37 (1,03) 2,71 (0,9) 3,43 (1,36) ns Sd -x-σr (mm) Sd -y-σr (mm) 0,38 (0,1) 0,56 (0,2) 0,24 (0,05) 0,35 (0,1) 0,35 (0,1) 0,53 (0,1) 0,27 (0,06) 0,74 (1,25) 0,25 (0,06) 0,36 (0,1) 0,28 (0,08) 0,78 (1,24) F µέτρηση = 11,85 F αλληλεπί δραση= 7,44 0,002 0,002 ns Στον πίνακα 55 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για τις δυναµικές µεταβλητές που εξετάστηκαν για τη δεξιότητα της ισορροπίας στη στάση «πελαργός», πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών. Πίνακας 55. Περιγραφικά δεδοµένα για τις δυναµικές µεταβλητές της δεξιότητας της ισορροπίας στη στάση «πελαργός» (ΣΠ), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλητές ΟΠΚΣ (n=11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) -x-σπ 4,47 3,96 4,3 4,32 3,03 2,92 ns (mm) (1,36) (0,85) (1,17) (1,72) (1,09) (0,7) -y-σπ 5,38 4,99 4,5 5,78 3,18 4,4 ns (mm) (2,1) (1,83) (1,72) (1,29) (0,8) (1,93) Sd -x-σπ (mm) 0,6 (0,3) 0,45 (0,1) 0,5 (0,2) 0,53 (0,5) 0,37 (0,1) 0,42 (0,1) ns Sd -y-σπ (mm) 0,77 (0,3) 0,49 (0,1) 0,66 (0,2) 0,5 (0,3) 0,45 (0,1) 0,56 (0,2) F µέτρηση = 5.26 F αλληλεπί δραση= 6.08 0,028 0,006

126 Κινηµατικά χαρακτηριστικά Κατακόρυφα άλµατα µε πτώση από ύψος 10-20 εκ (DJ). Στα κατακόρυφα άλµατα µε πτώση από ύψος 10-20 εκ. επιλέχθηκε για ανάλυση το καλύτερο άλµα µε κριτήριο το µέγιστο ύψος του άλµατος και εξετάστηκε από ποιο ύψος πτώσης (h πτώσης-dj ), (10 ή 20 εκ.) επιτεύχθηκε αυτό, όπως ακριβώς και στα δυναµικά χαρακτηριστικά. Από τις µεταβλητές που εξετάσθηκαν προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά τη θετική φάση ( s z-pos-dj ), (F (1, 32) = 5,8, p = 0,022), (πίνακας 56 - σχήµα 39), στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-DJ ), (F (1, 32) = 4,93, p = 0,034), (πίνακας 57 - σχήµα 40), στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Γ-pos-DJ ), (F (1, 32) = 8,45, p = 0,007 και F (2, 32) = 9,94, p<0,000), (πίνακας 58 - σχήµα 41), στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου κατά την έκκεντρη φάση (ω Ι-neg-DJ ), (F (2, 32) = 3,86, p=0,031) και στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Ι-pos-DJ ), (F (1, 32) = 5,43, p = 0,026 και F (2, 32) = 8,17, p=0,001), (πίνακας 59 - σχήµα 42). Το τεστ αλληλεπίδρασης έδειξε ότι οι οµάδες δεν παρουσίασαν µεταξύ τους διαφορετική εξέλιξη από µέτρηση σε µέτρηση, δηλ. δεν παρουσιάστηκε αλληλεπίδραση µεταξύ µέτρησης και πειραµατικής οµάδας για καµία από τις κινηµατικές µεταβλητές που εξετάσθηκαν. Ωστόσο, στατιστικά σηµαντικές διαφορές εµφανίστηκαν ως προς τον παράγοντα «µέτρηση», στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά τη θετική φάση ( s z-pos-dj ), στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-DJ ), τη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Γ-pos-DJ ), και τη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση(ω Ι-pos-DJ ). Αναφορικά µε τον παράγοντα «οµάδα» σηµαντικές διαφορές εντοπίστηκαν στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Γ-pos-DJ ), στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου κατά την έκκεντρη φάση (ω Ι- neg-dj), και στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Ι- pos-dj). Πίνακας 56. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µετατόπισης του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά τη θετική φάση ( s z-pos-dj ), (cm) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 26 ± 6 28 ± 6 0,02 7,69 ΟΤΣ (n = 12) 26 ± 6 31 ± 4 * 0,05 19,23 ΟΕ (n = 12) 26 ± 5 26 ± 5 0 0

127 Μετατόπιση του ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα cm κατά τη θετική φάση ( s z-pos-dj ) 40 30 20 10 26 26 26 28 31 26 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 39. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά τη θετική φάση ( s z-pos-dj ), του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 57. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-DJ ), (µοίρες) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 56,7 ± 20,35 69,5 ± 20,48 * 12,8 22,57 ΟΤΣ (n = 12) 63,9 ± 23,06 79,5 ± 17,96 * 15,6 24,41 ΟΕ (n = 12) 65,5 ± 25,48 66,4 ± 35,25 0,9 1,37 Γωνιακή µετατόπιση του ισχίου στη σύγκεντρη φάση φ ο 100 ( φ Ι-pos-DJ ) 80 60 40 63,9 65,5 69,5 79,5 56,7 66,4 20 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 40. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-DJ ), του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

128 Πίνακας 58. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του γονάτου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Γ-pos-DJ ), (rad.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 7,9 ± 1,26 9,3 ± 0,94 * 1,4 17,7 ΟΤΣ (n = 12) 8,6 ± 1,01 9,7 ± 1,42 * 1,1 12,8 ΟΕ (n = 12) 10,1 ± 1,44 10,2 ± 1,12 0,1 0,1 Γωνιακή ταχύτητα γονάτου στη σύγκεντρη rad.s -1 φάση (ω Γ-pos-DJ ) 15 10 5 7,9 8,6 10,1 9,3 9,7 10,2 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 41. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Γ-pos-DJ ), στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 59. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Ι-pos-DJ ), (rad.s -1 ), στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 7,5 ± 1,11 8,6 ± 2,17 * 1,1 14,7 ΟΤΣ (n = 12) 9 ± 1,34 9,1 ± 1,04 * 0,1 1,1 ΟΕ (n = 12) 6,8 ± 0,9 7,8 ± 1,5 1 14,7

129 rad.s -1 15 Γωνιακή ταχύτητα ισχίου στη σύγκεντρη φάση (ω Ι-pos-DJ ) 10 5 0 7,5 9 6,8 8,6 9,1 7,8 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 42. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση (ω Ι-pos-DJ ), του κατακόρυφου άλµατος µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Στον πίνακα 60 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις των κινηµατικών µεταβλητών που εξετάστηκαν για το κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος 10 20 εκ., πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών τους.

130 Πίνακας 60. Περιγραφικά δεδοµένα για τις κινηµατικές µεταβλητές των κατακόρυφων αλµάτων µετά από πτώση από ύψος 10-20 εκ., πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλητές ΟΠΚΣ (n =11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) s z-neg-dj (cm) 18 (6) 23 (8) 20 (5) 23 (5) 22 (7) 22(6) ns s z-pos-dj (cm) 26 (6) 28 (6) 26 (6) 31 (4) 26 (5) 26 (5) v z-neg -DJ 1,55 1,73 1,61 1,59 1,66 1,53 (ms -1 ) (0,26) (0,53) (0,37) (0,25) (0,48) (0,11) v z-pos-dj 1,62 1,79 1,84 1,86 1,72 1,71 (ms -1 ) (0,20) (0,33) (0,38) (0,13) (0,30) (0,19) φ Π-neg -DJ 43,0 42,0 44,7 42,3 44,7 47,0 (φ ο ) (8,68) (16,48) (13,56) (11,12) (10,02) (16,27) 58,6 64,7 64,0 66,8 60,5 64,5 φ Π-pos-DJ (12,66) (23,82) (9,78) (7,73) (8,69) (φ ο (9,11) ) φ Γ-neg-DJ 48,8 45,1 56,3 56,0 46,4 47,9 (φ ο ) (16,76) (12,93) (22,07) (13,61) (16,71) (18,69) φ Γ-pos -DJ 62,2 57,8 71,4 73,9 60,1 66,6 (φ ο ) (13,46) (19,59) (19,63) (8,12) (15,17) (12,62) φ Ι-neg -DJ 29,4 41,9 37,7 46,8 35,6 36,5 (φ ο ) (21,57) (29,14) (14,71) (19,71) (20,8) (20,84) φ Ι-pos-DJ 56,7 69,5 63,9 79,5 65,5 66,4 (φ ο ) (20,35) (20,48) (23,06) (17,96) (25,48) (35,25) ω Π-neg -DJ 7,2 7,3 6,6 5,9 6,2 7,3 (rad.s -1 ) (1,22) (2,6) (2,13) (2) (2,5) (2) ω Π-pos -DJ 8,6 10,3 9,6 9 9,2 9,5 (rad.s -1 ) (2,1) (5,2) (1,5) (1,2) (1,7) (1,2) ω Γ-neg -DJ 6,6 6,2 6,7 7 6 5,9 (rad.s -1 ) (1,8) (1,5) (1,9) (1,2) (1,2) (1,2) ω Γ-pos -DJ (rad.s -1 ) ω Ι-neg-DJ (rad.s -1 ) ω Ι-pos-DJ (rad.s -1 ) 7,9 (1,26) 4,2 (1,4) 7,5 (1,11) 9,3 (0,94) 4,7 (2,1) 8,6 (2,17) 8,6 (1,01) 5,4 (2,1) 9 (1,34) 9,7 (1,42) 5,6 (1,5) 9,1 (1,04) 10,1 (1,44) 3,9 (1,4) 6,8 (0,9) 10,2 (1,12) 4,2 (1,6) 7,8 (1,5) F µέτρηση = 5,8 0,022 ns F µέτρηση ns ns ns ns ns ns = 4,93 0,034 ns F µέτρηση = 8,45 F οµάδα = 9,94 F οµάδα = ns ns 0,007 0,000 3,86 0,031 F µέτρηση = 5,43 F οµάδα = 8,17 0,026 0,001 Κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ), (SJ). Στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα (SJ) βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου ( φ Ι-SJ ), (F (1, 32) = 7,45, p = 0,01), (πίνακας 61-

131 σχήµα 43), στη γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης (ω Π-SJ ), (F (1, 32) = 3,9, p = 0,03), στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-SJ ), (F (1, 32) = 16,42, p < 0,000 και F (1, 32) = 6,62, p = 0,004), (πίνακας 62 - σχήµα 44), και στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-SJ ), (F (1, 32) = 20,63, p < 0,000), (πίνακας 63 - σχήµα 45). Το τεστ αλληλεπίδρασης έδειξε ότι οι οµάδες δεν παρουσίασαν µεταξύ τους διαφορετική εξέλιξη από µέτρηση σε µέτρηση, δηλ. δεν παρουσιάστηκε αλληλεπίδραση µεταξύ µέτρησης και πειραµατικής οµάδας, για καµία από τις κινηµατικές µεταβλητές που εξετάσθηκαν. Ωστόσο, ως προς τον παράγοντα «µέτρηση» εµφανίστηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου ( φ Ι-SJ ), στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-SJ ), και στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-SJ ). Αναφορικά µε τον παράγοντα «οµάδα», στατιστικά σηµαντικές διαφορές βρέθηκαν στη γωνιακή ταχύτητα ποδοκνηµικής άρθρωσης (ω Π-SJ ), και στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-SJ ). Πίνακας 61. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της άρθρωσης του ισχίου ( φ Ι-SJ ), (µοίρες) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 71,3 ± 27,61 93,8 ± 23,19 * 22,5 31,55 ΟΤΣ (n = 12) 86,1 ± 19,85 94,7 ± 15,75 * 8,6 9,98 ΟΕ (n = 12) 83,9 ± 15,32 83,9 ± 13,32 0 0 φ ο 120 100 80 60 40 20 0 Γωνιακή µετατόπιση ισχίου ( φ Ι-SJ ) 71,3 86,1 83,9 93,8 94,7 83,9 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 43. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου ( φ Ι-SJ ), του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

132 Πίνακας 62. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-SJ ), (rad.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 11,3 ± 2,9 12,6 ± 2 * 1,3 11,5 ΟΤΣ (n = 12) 13,4 ± 2,8 14,5 ± 1,3 * 1,1 8,2 ΟΕ (n = 12) 13,4 ± 1,5 13,2 ± 1,9-0,2-1,5 rad.s -1 20 Γωνιακή ταχύτητα γονάτου (ω Γ-SJ ) 15 10 5 11,3 13,4 13,4 12,6 14,5 13,2 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 44. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-SJ ), του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 63. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-SJ ), ( rad.s -1 ) στο κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 10 ± 3 12,3 ± 2,4 * 2,3 23 ΟΤΣ (n = 12) 11,6 ± 2 12,8 ± 2,1 1,2 10,3 ΟΕ (n = 12) 11,5 ± 1,7 13,9 ± 3,2 * 2,4 20,8

133 rad.s -1 20 Γωνιακή ταχύτητα ισχίου (ω Ι-SJ ) 15 10 5 10 11,6 11,5 12,3 12,8 13,9 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 45. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-SJ ), του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Στον πίνακα 64 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για τις κινηµατικές µεταβλητές που εξετάστηκαν για το κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών τους. Πίνακας 64. Περιγραφικά δεδοµένα για τις κινηµατικές µεταβλητές του κατακόρυφου άλµατος από ηµικάθισµα (SJ), πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλητές ΟΠΚΣ (n=11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) s z-sj (cm) 27 (7) 28 (7) 29 (4) 28 (4) 31 (5) 28 (5) ns 2,54 2,22 2,74 2,72 2,37 2,38 ns v z-sj (ms -1 ) φ Π-SJ (φ ο ) φ Γ-SJ (φ ο ) φ Ι -SJ (φ ο ) ω Π-SJ (rad.s -1 ) ω Γ-SJ (rad.s -1 ) ω Ι-SJ (rad.s -1 ) (0,64) 70,2 (11,01) 69,1 (13,36) 71,3 (27,61) 12,4 (3,4) 11,3 (2,9) 10 (3) (0,46) 67,2 (12,42) 77,2 (13,6) 93,8 (23,19) 11,4 (3,5) 12,6 (2) 12,4 (2,4) (0,48) 70,4 (8,18) 78,8 (13,71) 86,1 (19,85) 13,6 (2,6) 13,4 (2,8) 11,6 (2) (0,47) 67,4 (8,74) 77,4 (9,84) 94,7 (15,75) 13,4 (3,2) 14,5 (1,3) 12,8 (2,1) (0,42) 69,5 (11,15) 74,5 (9,71) 83,9 (15,32) 9,8 (3,7) 13,4 (1,5) 11,5 (1,7) (0,34) 71,1 (8,63) 78,1 (6,56) 83,9 (13,32) 11,5 (3) 13,2 (1,9) 13,9 (3,2) F µέτρηση ns ns = 7,45 0,01 F οµάδα = 3,91 0,03 F µέτρηση =16,42 0,000 F οµάδα = 6,62 0,004 F µέτρηση = 20,63 0,000

134 εξιότητα της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ. Για τη δεξιότητα της προσγείωσης µε δύο πόδια, από τις µεταβλητές που εξετάσθηκαν, προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές, στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα ( s z-πρ ), (F (1, 32) = 15,79, p <0,000), (πίνακας 65 - σχήµα 46), στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης ( φ Π-Πρ ), (F (1, 32) = 25,8, p <0,000), (πίνακας 66 - σχήµα 47), στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του γονάτου ( φ Γ-Πρ ), (F (1, 32) = 4,62, p =0,039), (πίνακας 67 - σχήµα 48), στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-Πρ ), (F (1, 32) = 9,92, p =0,004), (πίνακας 68 - σχήµα 49) και στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-Πρ ), (F (1, 32) = 9,71, p =0,004), (πίνακας 69 - σχήµα 50). Το τεστ αλληλεπίδρασης έδειξε ότι, οι οµάδες δεν παρουσίασαν µεταξύ τους διαφορετική εξέλιξη από µέτρηση σε µέτρηση, δηλ. δεν παρουσιάστηκε αλληλεπίδραση µεταξύ µέτρησης και πειραµατικής οµάδας. Ωστόσο, προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές ως προς τον παράγοντα «µέτρηση» στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα ( s z-πρ ), στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης ( φ Π- Πρ), στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του γονάτου ( φ Γ-Πρ ), στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-Πρ ), και στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-Πρ ). Ως προς τον παράγοντα «οµάδα» δεν βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στις κινηµατικές µεταβλητές της δεξιότητας της προσγείωσης. Πίνακας 65. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µετατόπισης του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα ( s z-πρ ), (cm) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 22 ± 9 18 ± 4-4 -18,18 ΟΤΣ (n = 12) 25 ± 9 16 ± 6 * -9-36 ΟΕ (n = 12) 17 ± 9 16 ± 9-1 -5,88

135 Μετατόπιση ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα ( s z-πρ ) cm 40 30 20 10 22 25 17 18 16 16 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 46. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα ( s z-πρ ), της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 66. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της ποδοκνηµικής άρθρωσης ( φ Π-Πρ ), (µοίρες) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 48,1 ± 17,28 40,2 ± 10,24-7,9-16,42 ΟΤΣ (n = 12) 55,6 ± 11,08 45,4 ± 9,62 * -10,2-18,34 ΟΕ (n = 12) 62,8 ± 10,58 55,8 ± 13,47-7 -11,14 φ ο Γωνιακή µετατόπιση ποδοκνηµικής ( φ Π-Πρ ) 60 40 20 48,1 55,6 62,8 40,2 45,4 55,8 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 47. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης ( φ Π-Πρ ), της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

136 Πίνακας 67. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της άρθρωσης του γονάτου ( φ Γ-Πρ ), (µοίρες) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 47,5 ± 26,21 46,4 ± 29,66-1,1-2,31 ΟΤΣ (n = 12) 57,6 ± 20,05 51,3 ± 11,96-6,3-10,93 ΟΕ (n = 12) 63,5 ± 25,12 48,0 ± 20,44 * -15,5-24,4 φ ο 80 Γωνιακή µετατόπιση γονάτου ( φ Γ-Πρ ) 60 40 20 47,5 57,6 63,5 46,4 51,3 48 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 48. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του γονάτου ( φ Γ-Πρ ), της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 68. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-Πρ ), ( rad.s -1 ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 9,2 ± 2,4 7,2 ± 2,8 * -2-21,74 ΟΤΣ (n = 12) 8,9 ± 2,5 7,8 ± 1,4-1,1-12,36 ΟΕ (n = 12) 9 ± 2,3 7,5 ± 2,4-1,5-16,7

137 rad.s -1 15 Γωνιακή ταχύτητα γονάτου (ω Γ-Πρ ) 10 5 9,2 8,9 9 7,2 7,8 7,5 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 49. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του γονάτου (ω Γ-Πρ ), της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 69. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-Πρ ), (rad.s -1 ) στην προσγείωση µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 6,5 ± 2,6 5 ± 1,8 * -1,5-23,1 ΟΤΣ (n = 12) 6 ± 2,3 4,8 ± 1,5-1,2-20 ΟΕ (n = 12) 6,6 ± 2,9 5,1 ± 2,2-1,5-22,7 rad.s -1 10 Γωνιακή ταχύτητα ισχίου (ω Ι-Πρ ) 8 6 4 2 6,5 6 6,6 5 4,8 5,1 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 50. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της άρθρωσης του ισχίου (ω Ι-Πρ ), της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

138 Στον πίνακα 70 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για τις κινηµατικές µεταβλητές που εξετάστηκαν για τη δεξιότητα της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών τους. Πίνακας 70. Περιγραφικά δεδοµένα για τις κινηµατικές µεταβλητές της δεξιότητας της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλητές ΟΠΚΣ (n=11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) s z-πρ (cm) 22 (9) 18 (4) 25 (9) 16 (6) 17 (9) 16 (9) v z -Πρ 1,88 1,65 1,69 1,63 1,72 1,71 (ms -1 ) (0,35) (0,25) (0,39) (0,31) (0,29) (0,27) 48,1 40,2 55,6 45,4 62,8 55,8 φ Γ-Πρ (φ ο ) (17,28) (10,24) (11,08) (9,62) (10,58) (13,47) F µέτρηση = 15,79 0,000 ns F µέτρηση =25,8 0,000 φ Γ-Πρ (φ ο ) φ Ι-Πρ (φ ο ) ω Π -Πρ ( rad.s -1 ) ω Γ -Πρ ( rad.s -1 ) ω Ι-Πρ ( rad.s -1 ) 47,5 (26,21) 38,0 (29,71) 11,2 (3,4) 9,2 (2,4) 6,5 (2,6) 46,4 (29,66) 37,2 (28,59) 8,4 (1,9) 7,2 (2,8) 5 (1,8) 57,6 (20,05) 35,6 (10,92) 9,5 (3) 8,9 (2,5) 6 (2,3) 51,3 (11,96) 41,7 (24,73) 9,4 (1,7) 7,8 (1,4) 4,8 (1,5) 63,5 (25,12) 55,5 (35,01) 10 (1,8) 9 (2,3) 6,6 (2,9) 48,0 (20,44) 38,8 (21,49) 10,2 (3) 7,5 (2,4) 5,1 (2,2) F µέτρηση = 4,62 0,039 ns F µέτρηση ns =9,92 0,004 F µέτρηση 0,004 = 9,71 εξιότητα βάδισης. Για τη δεξιότητα της βάδισης από τις µεταβλητές που εξετάσθηκαν, προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές, στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά την αρνητική φάση ( s z-neg-β ), (F (1, 32) = 6,7, p =0,014), (πίνακας 71 - σχήµα 51), στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης κατά την έκκεντρη φάση ( φ Π-neg-Β ), (F (1, 32) = 26,88, p <0,000), (πίνακας 72 - σχήµα 52), στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης κατά τη σύγκεντρη φάση ( φ Π-pos- Β), (F (1, 32) = 459,83, p <0,000), (πίνακας 73 - σχήµα 53), στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-Β ), (F (1, 32) = 6,68, p =0,014), (πίνακας 74 - σχήµα 54) και στη γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης κατά την έκκεντρη φάση (ω Π-neg-Β ), (F (1, 32) = 15,93, p <0,000), (πίνακας 75 - σχήµα 55). Το τεστ αλληλεπίδρασης έδειξε ότι, οι οµάδες δεν παρουσίασαν µεταξύ τους διαφορετική εξέλιξη

139 από µέτρηση σε µέτρηση, δηλ. δεν παρουσιάστηκε αλληλεπίδραση µεταξύ µέτρησης και πειραµατικής οµάδας. Ωστόσο, προέκυψαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές ως προς τον παράγοντα «µέτρηση» στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά την αρνητική φάση ( s z-neg-β ), στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης κατά την έκκεντρη φάση ( φ Π-neg-Β ), στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης κατά τη σύγκεντρη φάση ( φ Π-pos-Β ), στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-Β ), και στη γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης κατά την έκκεντρη φάση (ω Π-neg-Β ). Ως προς τον παράγοντα «οµάδα» δεν βρέθηκαν στατιστικά σηµαντικές διαφορές στις κινηµατικές µεταβλητές της δεξιότητας της βάδισης. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι, η γραµµική ταχύτητα του κέντρου βάρους του σώµατος κατά την έναρξη της φάσης στήριξης, στον προσθοπίσθιο άξονα (x), δεν παρουσίασε στατιστικά σηµαντική αλληλεπίδραση, ούτε κύριες επιδράσεις ως προς τον παράγοντα «µέτρηση» και «οµάδα». Γεγονός που εξασφάλισε σταθερή ταχύτητα κατά την έναρξη της φάσης στήριξης και συνεπώς σταθερές συνθήκες αξιολόγησης για όλες τις οµάδες, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης. Η γραµµική ταχύτητα του κέντρου βάρους στον προσθοπίσθιο άξονα (x), κυµάνθηκε µεταξύ 1,14 και 1,22 m.s -1. Πίνακας 71. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της µετατόπισης του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά την αρνητική φάση ( s z- neg-β), (cm) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 2,6 ± 1,3 2,2 ± 1,5-0,4-15,4 ΟΤΣ (n = 12) 2,4 ± 1,3 1,3 ± 1,3-1,1-45,8 ΟΕ (n = 12) 2,3 ± 1,2 1,6 ± 1,2 0,7-30,4

140 Μετατόπιση ΚΒ στον κατακόρυφο άξονα ( s z-neg-β ) cm 5 4 3 2 1 0 2,6 2,4 Πριν 2,3 2,2 1,3 1,6 Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 51. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη µετατόπιση του κέντρου βάρους στον κατακόρυφο άξονα κατά την αρνητική φάση ( s z-neg-β ), της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 72. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της ποδοκνηµικής άρθρωσης στην έκκεντρη φάση ( φ Π-neg-Β ), (µοίρες) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 18,1 ± 7,48 7,4 ± 5,44 * -10,7-59,11 ΟΤΣ (n = 12) 22,0 ± 20,77 5,1 ± 4,15 * -16,9-76,81 ΟΕ (n = 12) 15,5 ± 4,64 17,4 ± 4,47 1,9 12,25 φ ο Γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσηςστην έκκεντρη φάση ( φ Π-neg-Β ) 40 30 20 10 0 18,1 22 15,5 Πριν 7,4 5,1 Μετά 17,4 ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 52. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης στην έκκεντρη φάση ( φ Π-neg-Β ), της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης

141 φ ο Γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης στη σύγκεντρη φάση ( φ Π-pos-Β ) 50 40 30 20 10 0 38,2 32,1 36,5 Πριν 5,6 6,2 Μετά 26,3 ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 53. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής άρθρωσης στη σύγκεντρη φάση ( φ Π-pos-Β ), της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 73. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της ποδοκνηµικής άρθρωσης στη σύγκεντρη φάση ( φ Π-pos-Β ), (µοίρες) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 38,2 ± 7,15 5,6 ± 3,41 * -32,6-85,34 ΟΤΣ (n = 12) 32,1 ± 7,33 6,2 ± 4,66 * -25,9-80,68 ΟΕ (n = 12) 36,5 ± 4,66 26,3 ± 3,76-10,2-27,94 Πίνακας 74. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής µετατόπισης της άρθρωσης του ισχίου στη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-Β ), (µοίρες) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 16,1 ± 11,02 24,5 ± 11,83 * 8,4 52,17 ΟΤΣ (n = 12) 16,5 ± 6,8 20,8 ± 10,52 4,3 26,06 ΟΕ (n = 12) 18,0 ± 8,66 19,5 ± 7,9 1,5 8,34

142 φ ο 35 30 25 20 15 10 5 0 Γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου στη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-B ) 16,1 16,5 18 24,5 20,8 Πριν Μετά 19,5 ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 54. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή µετατόπιση της άρθρωσης του ισχίου στη σύγκεντρη φάση ( φ Ι-pos-Β ), της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης στην έκκεντρη φάση (ω Π-neg-B ) rad.s -1 4 3 2 1 2,6 2,8 2,4 1,9 1,8 2,1 0 Πριν Μετά ΟΠΚΣ ΟΤΣ ΟΕ Σχήµα 55. Σχηµατική απεικόνιση των διαφορών στη γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής άρθρωσης στην έκκεντρη φάση (ω Π-neg-Β ), της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Πίνακας 75. Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις, διαφορές και µεταβολή επί τοις % της γωνιακής ταχύτητας της ποδοκνηµικής άρθρωσης στην έκκεντρη φάση (ω Π-neg-Β ), ( rad.s -1 ) στη βάδιση, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης ΟΜΑ ΕΣ Πριν Μετά ιαφορά Μεταβολή % ΟΠΚΣ (n = 11) 2,6 ± 0,6 1,9 ± 0,7 * -0,7 26,9 ΟΤΣ (n = 12) 2,8 ± 0,7 1,8 ± 0,9 * -1 35,7 ΟΕ (n = 12) 2,4 ± 0,5 2,1 ± 0,8-0,3 12,5

143 Στον πίνακα 76 φαίνονται συνολικά οι µέσοι όροι και οι τυπικές αποκλίσεις για τις κινηµατικές µεταβλητές που εξετάστηκαν για τη δεξιότητα της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, καθώς και ο έλεγχος των διαφορών τους. Πίνακας 76. Περιγραφικά δεδοµένα των κινηµατικών µεταβλητών της δεξιότητας της βάδισης, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης Μεταβλη τές ΟΠΚΣ (n=11) X (Sd) ΟΤΣ (n=12) X (Sd) ΟΕ (n=12) X (Sd) Στατιστική Ανάλυση Μέτρηση Αρχική Τελική Αρχική Τελική Αρχική Τελική F Sig. (p) s z-neg-β 2,6 2,2 2,4 1,3 2,3 1,6 F µέτρηση (cm) (1,3) (1,5) (1,3) (1,3) (1,2) (1,2) =6.7 0,014 s z-pos-β 2,6 2,1 1,9 1,6 2,3 1,6 ns (cm) (1,6) (1,7) (1,5) (1,2) (1,8) (0,9) v z-neg-β 0,41 0,36 0,36 0,32 0,36 0,29 ns (m.s -1 ) (0,16) (0,10) (0,22) (0,09) (0,14) (0,09) v z-pos-β 0,45 0,31 0,32 0,31 0,45 0,38 ns (m.s -1 ) (0,15) (0,13) (0,12) (0,13) (0,16) (0,29) v x-κβ-β (m.s -1 ) 1,2 (0,22) 1,25 (0,12) 1,14 (0,26) 1,22 (0,19) 1,18 (0,24) 1,2 (0,22) ns φ Π-neg -Β (φ ο ) 18,1 (7,48) 7,4 (5,44) 22,0 (20,77) 5,1 (4,15) 15,5 (4,64) 17,4 (4,47) F µέτρηση =26.87 0,000 38,2 5,6 32,1 6,2 36,5 26,3 F φ µέτρηση Π-pos-Β (φ ο ) (7,15) (3,41) (7,33) (4,66) (4,66) (3,76) =459.8 0,000 φ Γ-neg-Β 14,5 16,6 15,4 13,2 15,8 17,8 ns (φ ο ) (6,69) (7,08) (8,93) (7,42) (5,42) (9,68) φ Γ-pos-Β 13,4 18,0 14,1 19,1 17,9 15,6 ns (φ ο ) (5,34) (5,73) (10,14) (8,00) (13,87) (7,34) φ Ι-neg-Β (φ ο ) 11,2 (6,56) 9,1 (6,36) 10,0 (7,22) 8,6 (5,19) 11,2 (4,98) 6,7 (3,31) ns φ Ι-pos-Β (φ ο ) 16,1 (11,02) 24,5 (11,83) 16,5 (6,8) 20,8 (10,52) 18,0 (8,66) 19,5 (7,9) F µέτρηση =6.68 0,014 ω Π-neg-Β (rad.s -1 ) 2,6 (0,6) 1,9 (0,7) 2,8 (0,7) 1,8 (0,9) 2,4 (0,5) 2,1 (0,8) F µέτρηση =15.93 0,000 ω Π-pos-Β 5,6 5,3 5,8 5,2 5,7 5,3 ns (rad.s -1 ) (2) (1,2) (1,2) (1,5) (1,9) (1,06) ω Γ-neg-Β 3,5 4,4 4,4 3,8 3 4,3 ns (rad.s -1 ) (1,3) (1,9) (1,9) (1,5) (0,9) (2,1) ω Γ-pos-Β (rad.s -1 ) 2,7 (1,9) 2,7 (1,1) 2,8 (1,2) 2,5 (0,9) 2,1 (0,6) 2,1 (0,9) ns 2,5 2,2 2,3 2,7 2,4 2,1 ns ω Ι-neg -Β (rad.s -1 ) ω Ι-pos -Β (rad.s -1 ) (1,2) 3,7 (2) (0,7) 3,03 (0,15) (1,1) 3,6 (1,4) (1,1) 3,8 (1,7) (1) 2,9 (0,7) (0,9) 2,9 (1,3) ns

144 V. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Στην παρούσα έρευνα αξιολογήθηκαν, α) δυναµικά χαρακτηριστικά της δοκιµασίας της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων και της στατικής ισορροπίας, καθώς και δυναµικά και κινηµατικά χαρακτηριστικά των κατακόρυφων αλµάτων µε πτώση από ύψος και από ηµικάθισµα, της δεξιότητας της προσγείωσης µε δύο πόδια από πτώση και του βαδίσµατος, παιδιών που εµφανίζουν προβλήµατα στην κινητική συναρµογή τους και β) η επίδραση ενός προγράµµατος παρέµβασης µε έµφαση στη συναρµογή και ισχύ των κάτω άκρων µέσα από το άθληµα της καλαθοσφαίρισης, στη βελτίωση των δυναµικών και κινηµατικών χαρακτηριστικών των προαναφερόµενων παραµέτρων, στα παιδιά µε και χωρίς προβλήµατα κινητικής συναρµογής. Τα αποτελέσµατα επιβεβαίωσαν τις αρχικές υποθέσεις αυτής της έρευνας, ότι, ένα αντίστοιχο πρόγραµµα παρέµβασης, µπορεί να βελτιώσει, τη µέγιστη ισοµετρική δύναµη των κάτω άκρων, την αλτική ικανότητα στα κατακόρυφα άλµατα πτώσης από ύψος 10 και 20 εκ. και από ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ) και την ικανότητα ασφαλούς προσγείωσης µε τα δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20 εκ., την ικανότητα ισορροπίας στην όρθια στάση µε δύο πόδια, στη στάση «πελαργός» και στη στάση βηµατισµού «δάκτυλα - φτέρνα», τη βάδιση τόσο σε παιδιά µε προβλήµατα κινητικής συναρµογής, όσο και σε παιδιά µε τυπική συναρµογή. Μέγιστη ισοµετρική δύναµη Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι, τόσο η µέγιστη ισοµετρική δύναµη (F maxiso ), όσο και ο δείκτης της σχετικής δύναµης ( Σ ) βελτιώθηκε σηµαντικά στην οµάδα µε προβλήµατα κινητικής συναρµογής (27,2%), και στην οµάδα των παιδιών µε τυπική συναρµογή (26,5%) κατά το ίδιο περίπου ποσοστό. Ο Σ παρόλο που η αύξησή του ήταν 22,9% και 23,4% για τις δύο οµάδες, αντίστοιχα, σηµαντική διαφορά φάνηκε µόνο για τα παιδιά µε

145 τυπική συναρµογή. Το αποτέλεσµα αυτό µπορεί να οφείλεται στην µη στατιστική, αλλά εµφανή διαφορά, στα σωµατοµετρικά χαρακτηριστικά των παιδιών της οµάδας ΟΠΚΣ τα οποία ήταν βαρύτερα από τα τυπικά. Ο Σ είναι ένας δείκτης, ο οποίος επηρεάζεται από το σωµατικό βάρος και συνεπώς παρόλο που υπάρχει βελτίωση σε παρόµοιο ποσοστό µε την οµάδα των τυπικών παιδιών από την επίδραση του προγράµµατος παρέµβασης, αυτή δεν είναι σηµαντική. Σηµαντικές µεταβολές δεν παρατηρήθηκαν στις υπόλοιπες µεταβλητές της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης, από την επίδραση του προγράµµατος παρέµβασης. Η οµάδα των παιδιών µε προβλήµατα κινητικής συναρµογής έδειξε, επίσης µία τάση να βελτιώνει το δείκτη του ρυθµού ανάπτυξης της δύναµης ( ΡΑ ), (απότοµη αύξηση της δύναµης), (µη στατιστικά σηµαντικά), ενώ η οµάδα των τυπικών παιδιών έδειξε µία τάση µείωσης. Η παρατήρηση αυτή, µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι, το πρόγραµµα παρέµβασης, απαιτεί ειδικά προπονητικά ερεθίσµατα για να βελτιώσει τον ΡΑ στα παιδιά µε τυπική συναρµογή. Όπως προαναφέρθηκε, ο ΡΑ είναι ένας παράγοντας που περιλαµβάνει το στοιχείο της ταχύτητας κίνησης και σχετίζεται µε την αλτική ικανότητα τόσο σε ενήλικες, όσο και σε παιδιά (Behm & Sale, 1993; Häkkinen & Komi, 1985; Katartzi et al., 2005; Schmidtbleicher, 1992). Ωστόσο, η τάση βελτίωσης στα παιδιά µε προβλήµατα κινητικής συναρµογής, πιθανόν να οφείλεται στο χαµηλό αρχικό επίπεδο αυτού του δείκτη (Raynor, 2001). Συνεπώς, ένα αντίστοιχο πρόγραµµα παρέµβασης µπορεί να αποδειχθεί σηµαντική βοήθεια για τη βελτίωση των παραµέτρων της ισχύος και της συναρµογής των κάτω άκρων, το οποίο θα ενθαρρύνει τα παιδιά µε ΠΚΣ να συµµετέχουν µε επιτυχία στο µάθηµα της φυσικής αγωγής στο σχολείο, ή σε προγράµµατα οµαδικών αθληµάτων σε συλλόγους. Μία άλλη διαπίστωση είναι οι µεγάλες τυπικές αποκλίσεις που παρατηρήθηκαν σε αυτόν το δείκτη, για τα παιδιά µε ΠΚΣ, σε σχέση µε τα τυπικά παιδιά. Αυτό καταδεικνύει τη µεγάλη ετερογένεια (Hoare, 1994; Wright & Sugden, 1996) που παρουσιάζει αυτή η οµάδα παιδιών, αναφορικά µε την απόδοση, σε παραµέτρους της ισχύος των κάτω άκρων και δίνει το ερέθισµα για τη λεπτοµερή και σε βάθος αξιολόγηση αυτών των παραµέτρων. Συµπερασµατικά προκύπτει ότι, µία αξιολόγηση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης σε συνδυασµό µε άλλες µετρήσεις δύναµης των κάτω άκρων, όπως τα κατακόρυφα άλµατα (Papadopoulos et al., 1997; Papadopoulos et al., 2000), θα βοηθήσει στην εφαρµογή αποτελεσµατικότερων προγραµµάτων παρέµβασης.

146 Κατακόρυφα άλµατα αλτική ικανότητα Κατακόρυφα άλµατα µετά από πτώση από ύψος 10-20 εκ. (DJ. Αναφορικά µε τα δυναµικά χαρακτηριστικά, τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι το πρόγραµµα παρέµβασης βελτίωσε σηµαντικά το ύψος του άλµατος στην οµάδα των παιδιών µε ΠΚΣ κατά 2,3 εκ. (14,9%) και στην οµάδα των παιδιών µε τυπική συναρµογή κατά 3,7 εκ. (19%). Όµως το µέγιστο ύψος, ως αποτέλεσµα ενός κατακόρυφου άλµατος, δεν µπορεί να δώσει από µόνο του µια πλήρη εικόνα για το πώς και πόση ενέργεια χρειάζεται για να επιτευχθεί το συγκεκριµένο ύψος. Το µηχανικό έργο και η µηχανική ισχύς µπορούν να συµπληρώσουν τη συνολική εικόνα απόδοσης του µηχανικού συστήµατος, στο κατακόρυφο άλµα (Παπαδόπουλος & Αραµπατζής, 1995). Έτσι, ελέγχοντας και άλλες δυναµικές µεταβλητές, οι οποίες να συµπληρώνουν τη συνολική εικόνα απόδοσης στο κατακόρυφο άλµα µετά από από πτώση ύψους, παρατηρήθηκε µία παρόµοια τάση ανάλογη µε το ύψος του άλµατος. Πιο συγκεκριµένα, η µέγιστη ισχύς αυξήθηκε σηµαντικά στην οµάδα µε ΠΚΣ κατά 24,8%, ενώ η αύξηση στην οµάδα της τυπικής συναρµογής δεν ήταν στατιστικά σηµαντική. Σηµαντική διαπίστωση για αυτή τη µεταβλητή είναι ότι, µειώθηκε σηµαντικά στην οµάδα ελέγχου. Παρόµοια αυξητική τάση παρατηρήθηκε στο µέγιστο θετικό έργο (29,2%) και (15,9%), και το συνολικό έργο (20,5%) και (20,3%) για τις δύο οµάδες, αντίστοιχα. Το µηχανικό έργο βελτιώθηκε στη σύγκεντρη φάση, άλλα και σ όλη τη φάση στήριξης. Σαν συµπέρασµα προκύπτει ότι, το πρόγραµµα παρέµβασης κατάφερε να βελτιώσει τη µέγιστη δύναµη των εκτεινόντων µυών των κάτω άκρων, οδηγώντας στην παραγωγή µεγαλύτερου µηχανικού έργου και κατ επέκταση καλύτερης µηχανικής ισχύος σε ένα κύκλο διάτασηςβράχυνσης. Μάλιστα οι Bosco et al. (1982) και Bosco & Komi (1979), επισήµαναν υψηλό µηχανικό έργο στη φάση της ώθησης των αλµάτων µετά από πτώση από ύψος, σε σύγκριση µε άλλα κατακόρυφα άλµατα και υποστήριξαν, ότι αυτό οφείλεται στην ελαστική ενέργεια που αποθηκεύεται στην αρνητική φάση και χρησιµοποιείται µετέπειτα, ενισχύοντας τη σύγκεντρη φάση. Το ποσό της ενέργειας που αποθηκεύεται στα κατά σειρά ελαστικά στοιχεία έχει άµεση σχέση µε τη δύναµη του µυός και όχι µε το ποσό ενέργειας που µπορεί να αποθηκεύσει ο µυς. Περισσότερη ενέργεια αποθηκεύεται σε ένα δυνατό µυ (Bobbert, 1990). Συνεπώς, αυτή η διαπίστωση σε συνδυασµό µε τη βελτίωση της µέγιστης ισοµετρικής δύναµης των κάτω άκρων, οδηγεί στο συµπέρασµα, ότι το πρόγραµµα παρέµβασης κατάφερε να επιφέρει σηµαντικές αλλαγές στην απόδοση σε δύναµη των µυών των παιδιών και στην αξιοποίηση αυτής της δύναµης στα κατακόρυφα άλµατα. Επιπλέον, σηµαντική διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι, ενώ για το µηχανικό έργο δεν παρατηρήθηκαν διαφοροποιήσεις στις δύο οµάδες σε σχέση µε το πρόγραµµα παρέµβασης,

147 η οµάδα µε ΠΚΣ, κατάφερε να αξιοποιήσει δόκιµα αυτό το έργο και να παράγει υψηλά επίπεδα µηχανικής ισχύος, η οποία αποτελεί παράγωγο µέγεθος του έργου, στον κύκλο διάτασης βράχυνσης (οικονοµική κίνηση). Αυτό αποτελεί σηµείο προβληµατισµού σε σχέση µε την εφαρµογή προγραµµάτων παρέµβασης, καθώς επίσης και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εµφανίζουν τα παιδιά µε ΠΚΣ στην αξιοποίηση της ενέργειας στον κύκλο διάτασης βράχυνσης. Ταυτόχρονα, αναφορικά µε τα κινηµατικά χαρακτηριστικά, τα αποτελέσµατα έδειξαν µία σηµαντική αύξηση της µετατόπισης του ΚΒΣ στον κατακόρυφο άξονα κατά 5 εκ. στη θετική φάση του άλµατος (σύγκεντρη φάση), για την οµάδα µε τυπική συναρµογή. Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε µία σηµαντική αύξηση της γωνιακής µετατόπισης του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση, κατά 12,8 µοίρες στα παιδιά µε ΠΚΣ και κατά 15,6 µοίρες στην τυπική οµάδα. Παρόµοια τάση αύξησης, ακολούθησαν και οι γωνιακές ταχύτητες του γόνατου και του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση, γεγονός που φανερώνει ότι το πρόγραµµα παρέµβασης κατάφερε να βελτιώσει αποτελεσµατικότερα τους διαρθρικούς µύες που δρουν στο γόνατο και στην ποδοκνηµική, και συνεπώς να βελτιώσει τη λειτουργία αυτών των αρθρώσεων και στις δύο οµάδες. Η αύξηση της µετατόπισης του ΚΒΣ σε συνδυασµό µε τη µεγαλύτερη σύγκεντρη γωνιακή ταχύτητα που αναπτύχθηκε στο γόνατο και στην ποδοκνηµική, στα παιδιά µε ΤΣ δείχνει τη δυνατότητα να µετατρέπουν γρηγορότερα και αποτελεσµατικότερα την κίνηση από περιστροφική σε κατακόρυφη, σε σχέση µε τα παιδιά µε ΠΚΣ. Η ανατοµική κατασκευή του σώµατος δεν επιτρέπει µεγάλες γωνιακές ταχύτητες στο ισχίο και στο γόνατο κατά την πλήρη έκταση, για αποφυγή τραυµατισµών, ενώ από µία µηχανική προσέγγιση, η έκταση του ισχίου και του γόνατος διακόπτει την ανάπτυξη της κατακόρυφης επιτάχυνσης, η οποία έχει επιτευχθεί πριν από την πλήρη έκταση. Από αυτό το συνδυασµό διαπιστώνεται ότι, το µέγιστο κατακόρυφο ύψος, µετά το τέλος της ώθησης, µπορεί να επιτευχθεί µόνο όταν συνδυαστεί η ικανότητα των µυών να παράγουν έργο και ταυτόχρονα, όταν υπάρχει αρµονικός συντονισµός των κινήσεων των επιµέρους µυϊκών οµάδων (Bobbert & van Ingen Schenau 1988). Συνεπώς, δύο στοιχεία είναι υπεύθυνα για τη µεγιστοποίηση της κατακόρυφης αλτικής ικανότητας, η µέγιστη ικανότητα παραγωγής ενέργειας των µυών σε ένα µικρό χρονικό διάστηµα και σε µια καθορισµένη απόσταση επιτάχυνσης (ενδοµυϊκή συναρµογή) και ο συντονισµός δράσης των συµµετεχόντων µυών στην κίνηση (µεσοµυϊκή συναρµογή). Στην παρούσα έρευνα φαίνεται ότι η οµάδα των παιδιών µε τυπική συναρµογή διαφοροποιήθηκε σηµαντικά δείχνοντας καλύτερη απόδοση, ως προς αυτόν τον παράγοντα σε σχέση µε τα παιδιά µε ΠΚΣ. Αυτή η διαπίστωση αποτελεί

148 ερέθισµα για την περαιτέρω διερεύνηση ανάλογων χαρακτηριστικών διαφοροποίησης των παιδιών, έτσι ώστε να εφαρµόζονται προγράµµατα παρέµβασης, τα οποία να βελτιώνουν αυτά τα χαρακτηριστικά στα παιδιά µε διαφορετικό επίπεδο συναρµογής. Αξίζει να σηµειωθεί ότι, δεν παρατηρήθηκε καµία µεταβολή στις γωνιακές µετατοπίσεις και ταχύτητες κατά την έκκεντρη φάση. Συνεπώς, το πρόγραµµα παρέµβασης δεν κατάφερε να βελτιώσει την απόδοση των εκτεινόντων µυών των κάτω άκρων, έτσι ώστε να υπερνικήσουν την επιβάρυνση της διάτασης. Ωστόσο, η βελτίωση της σύγκεντρης φάσης δείχνει ότι, δεν προϋποθέτει απαραίτητα και µία καλύτερη έκκεντρη φάση. Κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ). Από τα αποτελέσµατα των δυναµικών χαρακτηριστικών φάνηκε ότι το ύψος του άλµατος αυξήθηκε σηµαντικά κατά 4 περίπου εκατοστά και στις δύο οµάδες, ενώ παρατηρήθηκε µία σηµαντική µείωση στην παραγωγή µηχανικού έργου, η οποία ήταν µεγαλύτερη για την οµάδα µε ΠΚΣ (10,8%) σε σχέση µε την άλλη οµάδα (0,99%). Σε αυτό το σηµείο αξίζει να αναφερθεί ότι, ενώ οι δύο οµάδες που παρακολούθησαν το πρόγραµµα παρέµβασης µείωσαν την παραγωγή έργου σηµαντικά, η οµάδα ελέγχου, όχι µόνο δεν έµεινε σταθερή στα προηγούµενα επίπεδα, αλλά αύξησε σηµαντικά (35,6%) την παραγωγή έργου. Παρόµοια τάση µείωσης, ακολούθησε και ο χρόνος της θετικής φάσης γεγονός που δικαιολογεί ακόµη περισσότερο, ότι η αλτική ικανότητα των παιδιών µε ΠΚΣ, βελτιώθηκε σηµαντικά, αφού στο µικρότερο δυνατό χρόνο εκτελέστηκε το ψηλότερο άλµα µε τη µεγαλύτερη οικονοµία σε ενέργεια. Το δεδοµένο αυτό ενισχύει και η στατιστικά σηµαντική αύξηση της µέγιστης ισχύος, και συµπληρώνει ακόµη περισσότερο την εικόνα της αποτελεσµατικής εκτέλεσης του κατακόρυφου άλµατος και τη βελτίωση της αλτικής ικανότητας στο σύνολό της µε την εφαρµογή του προγράµµατος. Εδώ θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η παραγωγή µέγιστης ισχύος κατά το άλµα, σηµείωσε µία τάση αύξησης στην οµάδα µε ΠΚΣ, αλλά όχι στατιστικά σηµαντική. Αυτό θα µπορούσε να αποτελέσει προβληµατισµό προς διερεύνηση σχετικά µε τα επίπεδα ισχύος των κάτω άκρων, τα οποία έχει αυτή η οµάδα παιδιών (Raynor, 2001) και την εξατοµικευµένη παροχή προγραµµάτων παρέµβασης σε σχέση µε τη διάρκεια, τη συχνότητα και την επιβάρυνση. Τέλος, ο δείκτης δύναµης αντίδρασης ( Α), ο οποίος είναι ένας δείκτης που προκύπτει από το συνδυασµό των δύο κατακόρυφων αλµάτων (µε πτώση από ύψος και από ηµικάθισµα) και προσδιορίζει την ικανότητα του µυϊκού συστήµατος να αντιδρά αποτελεσµατικά σε συνθήκες που αφορούν το γρήγορο κύκλο διάτασης-βράχυνσης, χρησιµοποιώντας δόκιµα τα ελαστικά και αντανακλαστικά στοιχεία του µυοτενόντιου

149 συστήµατος (Παπαδόπουλος, 2005), φάνηκε να βελτιώνεται σηµαντικά στην οµάδα µε ΠΚΣ. Πιο συγκεκριµένα, ενώ αρχικά η οµάδα αυτή είχε αρνητικές τιµές του Α, µε την εφαρµογή του προγράµµατος παρέµβασης φτάνουν σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, ενώ η οµάδα µε τυπική συναρµογή απλά δείχνει µία τάση βελτίωσης (µη στατιστικά σηµαντική) σε αυτή την παράµετρο. Αναφορικά µε τα κινηµατικά χαρακτηριστικά, παρατηρήθηκε, µία στατιστικά σηµαντική αύξηση της γωνιακής µετατόπισης του ισχίου κατά 22,5 µοίρες στην οµάδα µε ΠΚΣ και 8,6 µοίρες στη δεύτερη πειραµατική οµάδα. Η οµάδα ελέγχου δεν παρουσίασε καµία µεταβολή. Ακόµη, φάνηκε ότι το πρόγραµµα παρέµβασης οδήγησε σε µία σηµαντική αύξηση της γωνιακής ταχύτητας του γονάτου και του ισχίου και στις δύο οµάδες. Τα αποτελέσµατα αυτά σε συνδυασµό µε τα αποτελέσµατα των κινηµατικών µεταβλητών στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, οδηγούν σε σηµαντικά συµπεράσµατα, που αφορούν κυρίως το δείγµα και κατά δεύτερον το πρόγραµµα παρέµβασης σε σχέση µε τον κύκλο διάτασης - βράχυνσης. Το πρόγραµµα παρέµβασης κατάφερε να βελτιώσει κυρίως την απόδοση κατά τη σύγκεντρη φάση, βελτίωση που εντοπίζεται και στα δύο διαφορετικά κατακόρυφα άλµατα. Στο άλµα από ηµικάθισµα, που θεωρείται µία βάση του δυναµικού εκρηκτικής δύναµης των µυών, καθώς απαιτεί µόνο σύγκεντρη ενεργοποίηση των µυών, παρατηρήθηκαν σηµαντικές µεταβολές των κινηµατικών µεταβλητών (γωνιακή µετατόπιση του ισχίου και γωνιακές ταχύτητες ισχίου και γονάτου), κατά τη σύγκεντρη φάση και στις δύο οµάδες. Παρόµοιες µεταβολές παρατηρήθηκαν και στο κατακόρυφο άλµα µετά από πτώση από ύψος, το οποίο θεωρείται δείκτης της ανάπτυξης του δυναµικού της εκρηκτικής δύναµης των µυών, καθώς προϋποθέτει υψηλά επίπεδα έκκεντρης ενεργοποίησης, η οποία ακολουθείται από υψηλά επίπεδα σύγκεντρης ενεργοποίησης (Aragon-Vargas, 2000; Blimkie, 1993; Ozmun, Mikesky & Surburg, 1994; Παπαδόπουλος, 2005). Αυτό το γεγονός έχει να κάνει µε τη σύνδεση της έκκεντρης σύγκεντρης φάσης και συνεπώς µε τον κύκλο διάτασηςβράχυνσης, ο οποίος φαίνεται να παρουσιάζει πρόβληµα στη µεταφορά της ελαστικής ενέργειας, σε αυτή την ηλικιακή κατηγορία. Όπως είναι γνωστό, στον κύκλο διάτασηςβράχυνσης, το σώµα πρέπει να αναπτύξει ύστερα από µια έκκεντρη (υποχωρητική) συστολή µια µεγάλη σύγκεντρη ώθηση (Schmidtbleicher & Gollhofer, 1982), γεγονός που δηµιουργεί ένα δυναµικό που οφείλεται στην ελαστική συµπεριφορά του µυοτενόντιου συστήµατος. Έχει υποστηριχθεί ότι, κατά τη διάρκεια της έκκεντρης φάσης, αποθηκεύεται κινητική ενέργεια στα ελαστικά στοιχεία του µυοτενόντιου συστήµατος, η οποία απελευθερώνεται στη σύγκεντρη φάση που ακολουθεί. Από φυσιολογική άποψη, το

150 δυναµικό απόδοσης του κύκλου διάτασης-βράχυνσης οφείλεται, στην καλά αναπτυγµένη µέγιστη δύναµη, ή στον οικονοµικότερο τρόπο εργασίας των µυών στον κύκλο διάτασηςβράχυνσης (Cavagna et al., 1965; Winter, 1984). Συµπερασµατικά προκύπτει ότι, τόσο η οµάδα των παιδιών µε ΠΚΣ, όσο και η οµάδα µε τυπική συναρµογή, παρουσίασε παρόµοιο µοντέλο απόδοσης, στον κύκλο διάτασης-βράχυνσης αναφορικά µε τα κινηµατικά χαρακτηριστικά. Η µόνη διαφορά των δύο οµάδων ήταν ότι, η οµάδα µε τυπική συναρµογή έδειξε µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητα στο να µετατρέπει γρηγορότερα και αποτελεσµατικότερα την κίνηση του κατακόρυφου άλµατος από περιστροφική σε κατακόρυφη. Αυτό το συµπέρασµα προέκυψε, από την αύξηση της µετατόπισης του ΚΒΣ σε συνδυασµό µε τη µεγαλύτερη σύγκεντρη γωνιακή ταχύτητα που αναπτύχθηκε στο γόνατο και στη ποδοκνηµική. Μία άλλη διαπίστωση είναι ότι πιθανόν η ηλικία των παιδιών δηµιουργεί κάποιο εµπόδιο στην καλύτερη λειτουργία του κύκλου διάτασηςβράχυνσης (µεταφορά ενέργειας), λόγω των βιολογικών διαφορών του µυϊκού συστήµατος σε σχέση µε τους ενήλικες (Asai & Aoki, 1996) και τέλος ίσως για τη βελτίωση του κύκλου διάτασης βράχυνσης να χρειάζονται προπονητικά ερεθίσµατα διαφορετικά, τόσο σε ένταση όσο και σε διάρκεια, ώστε να δηµιουργήσουν προσαρµογές στο νευροµυϊκό σύστηµα του παιδιού και να επηρεάσουν τον κύκλο διάτασης βράχυνσης. Τα συµπεράσµατα τα οποία προκύπτουν από τα αποτελέσµατα των δυναµικών και κινηµατικών µεταβλητών για τη µέγιστη ισοµετρική δύναµη και τα κατακόρυφα άλµατα στο σύνολό τους, είναι ότι το πρόγραµµα παρέµβασης κατάφερε να προκαλέσει θετικές µεταβολές σε σηµαντικά στοιχεία που σχετίζονται µε τη µέγιστη δύναµη των κάτω άκρων. Επιπλέον, δηµιούργησε προϋποθέσεις για την αποθήκευση ελαστικής ενέργειας στον κύκλο διάτασης-βράχυνσης, που δεν φάνηκε ξεκάθαρα από τα κινηµατικά χαρακτηριστικά αν αξιοποιήθηκε σωστά. Ταυτόχρονα, οι σηµαντικές µεταβολές που σηµειώθηκαν στο άλµα από ηµικάθισµα, τόσο σε δυναµικές, όσο και σε κινηµατικές µεταβλητές, δηλώνουν ότι το πρόγραµµα κατάφερε να βελτιώσει τη συνολική αλτική ικανότητα των παιδιών και των δύο οµάδων. Επιπλέον, ο ΡΑ που υποστηρίζεται ότι έχει υψηλή συσχέτιση µε το κατακόρυφο άλµα (Behm & Sale, 1993; Häkkinen & Komi, 1985; Schmidtbleicher, 1992) έδειξε µία τάση βελτίωσης στην οµάδα µε ΠΚΣ. Ο ΡΑ θα πρέπει να αποτελεί παράγοντα, ο οποίος θα ελέγχεται και θα λαµβάνεται υπόψη κατά τη δόµηση προγραµµάτων παρέµβασης, µε στόχο τη βελτίωση της ισχύος των κάτω άκρων. Ωστόσο, τοµέα προς διερεύνηση αποτελούν τόσο δεδοµένα που αφορούν στον κύκλο διάτασης βράχυνσης, όσο και προγράµµατα παρέµβασης για τη βελτίωση της µεταφοράς ενέργειας σε αυτόν, σε παιδιά µε διαφορετικά επίπεδα κινητικής συναρµογής.

151 εξιότητα προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος 20εκ. Αναφορικά µε τα δυναµικά χαρακτηριστικά, τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι το πρόγραµµα παρέµβασης µείωσε σηµαντικά τις κατακόρυφες δυνάµεις αντίδρασης του εδάφους. Πιο συγκεκριµένα, η µέγιστη κατακόρυφη δύναµη µειώθηκε κατά 35,5% στην οµάδα των παιδιών µε ΠΚΣ σε σχέση µε τα τυπικά παιδιά (28,8), ενώ η δύναµη πρώτης επαφής µειώθηκε σε ποσοστό 31,7% και 22,5% στις αντίστοιχες οµάδες (ΠΚΣ & ΤΣ). Παρόµοια µείωση παρατηρήθηκε και στις σχετικές κατακόρυφες δυνάµεις. Επιπλέον, ο µέσος όρος της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης στην παρούσα εργασία ήταν 4,3 φορές το σωµατικό βάρος για την οµάδα µε ΠΚΣ και 3,5 φορές το σωµατικό βάρος για την οµάδα µε ΤΣ, στις αρχικές µετρήσεις. Αυτές η τιµές βρίσκονται σε συµφωνία µε τιµές από άλλες µελέτες (Larkin & Parker, 1998; Tant & Wilkerson, 1990) για το ίδιο ύψος πτώσης. Με την εφαρµογή του προγράµµατος παρέµβασης παρατηρήθηκε µία µείωση κατά 1,5 και 1,2 φορές το βάρος του σώµατος για τις δύο οµάδες αντίστοιχα. Αντίστοιχα µε τη µείωση των δυνάµεων παρατηρήθηκε µία σηµαντική αύξηση του χρόνου επίτευξης της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης κατά 42,8% και 28,6%, καθώς και του χρόνου προσγείωσης κατά 55,3% και 19,26%, στις δύο οµάδες (ΠΚΣ & ΤΣ) αντίστοιχα. Η αύξηση του χρόνου επίτευξης σε σχέση µε την αύξηση της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης αντίδρασης συµφωνεί µε προηγούµενες αναφορές. Οι Tant & Wilkerson (1990) και οι Myazaki et al. (1993) ανέφεραν ότι συντοµότεροι χρόνοι ως την απόκτηση της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης, σχετίστηκαν µε υψηλότερες κατακόρυφες δυνάµεις για όλα τα ύψη πτώσης που εξετάσθηκαν. Μια πιο πρόσφατη έρευνα από τους Larkin & Parker (1998) παρουσίασε παρόµοια αποτελέσµατα αναφορικά µε τους χρόνους σε παιδιά µε και χωρίς προβλήµατα κινητικής συναρµογής. Συνεπώς, σύντοµος χρόνος ως την απόκτηση της µέγιστης κατακόρυφης δύναµης οδηγεί σε µία υψηλή κατακόρυφη δύναµη. Ωστόσο, η µεγαλύτερη βελτίωση των δυναµικών παραµέτρων στην οµάδα µε ΠΚΣ, πιθανόν να οφείλεται στο χαµηλότερο αρχικό επίπεδο της ικανότητας προσγείωσης (Larkin et al., 1992), ή στην επίδραση του προγράµµατος µέσω των ασκήσεων για τη βελτίωση της συναρµογής και της ισχύος των κάτω άκρων (Raynor, 2001). Έτσι τα παιδιά µε ΠΚΣ κατάφεραν να ελέγχουν καλύτερα την κίνηση, σε σχέση µε την οµάδα τυπικής συναρµογής, η οποία είχε ένα καλύτερο αρχικό επίπεδο ελέγχου. Επιπλέον, στα κινηµατικά χαρακτηριστικά παρατηρήθηκε µία στατιστικά σηµαντική µείωση στη γωνιακή µετατόπιση της ποδοκνηµικής για την οµάδα των τυπικών παιδιών, καθώς και αντίστοιχες µειώσεις των γωνιακών ταχυτήτων του γόνατος και του ισχίου στην οµάδα των παιδιών µε ΠΚΣ.

152 Τα αποτελέσµατα στο σύνολό τους δείχνουν ότι το πρόγραµµα κατάφερε να βελτιώσει σηµαντικά το µοντέλο προσγείωσης κυρίως στα παιδιά µε ΠΚΣ. Τόσο οι δυναµικές, όσο και οι κινηµατικές µεταβλητές καταδεικνύουν ότι, τα παιδιά προσγειώθηκαν µε µικρότερες δυνάµεις καταφέρνοντας να απορροφήσουν αποτελεσµατικά τη δύναµη αντίδρασης του εδάφους, αυξάνοντας τους χρόνους επίτευξης της µέγιστης δύναµης και προσγείωσης και µειώνοντας ταυτόχρονα τις γωνιακές ταχύτητες του ισχίου και του γόνατος. Αν η εκτέλεση της προσγείωσης θεωρηθεί ότι, αποτελεί την έκκεντρη φάση ενός κατακόρυφου άλµατος µε πτώση από ύψος, κατά την οποία όµως όλη η µηχανική ενέργεια πρέπει να απορροφηθεί αποτελεσµατικά, και όχι να µεταφερθεί σε ένα κατακόρυφο άλµα, τότε προκύπτει ότι, τα παιδιά µε ΠΚΣ, βελτιώθηκαν σηµαντικά στον τοµέα συναρµογής και ισχύος των κάτω άκρων. Αυτό το αποτέλεσµα επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσµατα των κατακόρυφων αλµάτων. Αυτή η διαπίστωση συµφωνεί µε την άποψη των McKinley & Pelland (1994) ότι, για να προσγειωθεί µε ασφάλεια ένα παιδί πρέπει να προβλέψει το χρόνο και τις εξωτερικές δυνάµεις της προσγείωσης και να είναι σε θέση να παράγει τις κατάλληλες έκκεντρες µυϊκές συστολές, οι οποίες θα επιβραδύνουν την ταχύτητα του σώµατος, και τελικά θα το προστατεύσουν από την επικίνδυνη δύναµη αντίδρασης του εδάφους. Ένα άλλο σηµείο που πρέπει να προσεχθεί είναι ότι στην παρούσα έρευνα δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σηµαντικές µεταβολές στη γωνιακή µετατόπιση του ισχίου. Στην έρευνα των Larkin & Parker (1998) υποστηρίχθηκε ότι όσο πιο πολύ αυξανόταν το εύρος της γωνιακής µετατόπισης του ισχίου, τόσο µικρότερη κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης του εδάφους εµφανιζόταν, και εξηγήθηκε ως ένας µηχανισµός που χρησιµοποιούν τα παιδιά για να προσγειώνονται µε ασφάλεια, µετριάζοντας την κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης του εδάφους. Έτσι, προσπάθησαν εφαρµόζοντας ένα πρόγραµµα παρέµβασης να βελτιώσουν την κίνηση της άρθρωσης του ισχίου (Larkin & Parker, 1998). Επιπλέον, έρευνες υποστηρίζουν ότι τα παιδιά αυτής της ηλικιακής κατηγορίας και κυρίως τα παιδιά µε ΠΚΣ, χρησιµοποιούν στρατηγικές ελέγχου της προσγείωσης µετά από άλµα, ή κουτσό, κατά τις οποίες χρησιµοποιείται περισσότερο ο κορµός (Pelland et al., 1990; Monson et al., 1991). Όµως, η υπερβολική κίνηση του κορµού δεν αποτελεί ένδειξη για τη σωστή και ασφαλή εκτέλεση της δεξιότητας της προσγείωσης, γεγονός που υποστηρίζεται και στην παρούσα έρευνα, καθώς τα αποτελέσµατα δείχνουν µία τάση µείωσης της γωνιακής µετατόπισης του ισχίου µετά την εφαρµογή του προγράµµατος, η οποία είναι εµφανής κυρίως στα παιδιά µε ΠΚΣ. Το παράδοξο εδώ είναι ότι, η οµάδα της τυπικής συναρµογής έδειξε µία τάση αύξησης αυτής

153 της γωνιακής µετατόπισης, γεγονός που υποδηλώνει ότι µε την υπερβολική κίνηση του κορµού, προσπάθησαν να ισοσταθµίσουν και να απορροφήσουν την µεγάλη κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης (Pelland et al., 1990; Monson et al., 1991). Προτείνεται τα παιδιά να διδάσκονται την τεχνική της δεξιότητας της προσγείωσης, έτσι ώστε να αποφεύγουν την υπερβολική κίνηση στον κορµό και να επικεντρώνονται σε στρατηγικές που δίνουν έµφαση σε µεγάλο εύρος κίνησης στο γόνατο και την ποδοκνηµική, καθώς και σε µεγάλους χρόνους προσγείωσης (Pelland et al., 1990; Monson, Larkin & Parker, 1991). Παρόλο που, το µοντέλο της ασφαλούς προσγείωσης που υποστηρίζεται από τη βιβλιογραφία (Lees, 1981) φαίνεται να επιτεύχθηκε από την εφαρµογή του προγράµµατος παρέµβασης, στην παρούσα έρευνα για τις οµάδες που εξετάστηκαν, ένα επιπλέον συµπέρασµα είναι ότι το πρόγραµµα επέδρασε διαφορετικά στις δύο οµάδες παιδιών και φάνηκε να είναι αποτελεσµατικότερο για την οµάδα µε ΠΚΣ. Αυτό το αποτέλεσµα αποκτά ιδιαίτερη σηµασία, γιατί η µη σωστή και αποτελεσµατική εκτέλεση αυτής της δεξιότητας, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα ποικίλων κινητικών δραστηριοτήτων, από τα παιδιά και ιδιαίτερα από αυτά µε προβλήµατα κινητικής συναρµογής, µπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση για τραυµατισµούς των κάτω άκρων (Larkin & Parker, 1998). Συνεπώς, µπορεί να οδηγήσει στην αποµάκρυνση των παιδιών από τη φυσική δραστηριότητα και το χώρο του παιχνιδιού (Bouffard, Watkinson & Thompson, 1996), µε φυσικό επακόλουθο τα χαµηλά επίπεδα στη φυσική τους κατάστασης (O Beirne et al., 1994). Εποµένως, ο εντοπισµός των σηµείων που πρέπει να δοθεί έµφαση κατά τη δόµηση προγραµµάτων παρέµβασης, ώστε να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες κινητικές ανάγκες του παιδιού, είναι σηµαντικός παράγοντας για την ενθάρρυνση της συµµετοχής σε προγράµµατα φυσικής αγωγής και άθλησης, τόσο στο χώρο του σχολείου, όσο και στον παιδικό αθλητισµό. Αναφορικά µε την εφαρµογή και την αποτελεσµατικότητα προγραµµάτων παρέµβασης µε στόχο την βελτίωση της ικανότητας προσγείωσης, από την έρευνα των Larkin & Parker (1998), φάνηκε ότι το πρόγραµµα που εφάρµοσαν µε έµφαση σε βασικά µηχανικά σηµεία της προσγείωσης κατάφερε να βελτιώσει το µοντέλο της κίνησης, µε αναφορά στη µείωση της υπερβολικής κίνησης του ισχίου και όχι ως προς τους άλλους παράγοντες (χρόνος προσγείωσης, µέγιστη κατακόρυφη δύναµη). Η εξήγηση που δίνεται από τους συγγραφείς είναι ότι, το πρόγραµµα δεν είχε µεγάλη διάρκεια και συχνότητα (έξι εβδοµάδες, ένα µάθηµα την εβδοµάδα). ιαφορετικά αποτελέσµατα έδειξε και η έρευνα των Prapavessis et al. (2003) στην οποία η παρέµβαση µε έµφαση στην κίνηση των αρθρώσεων κατά την εκτέλεση της κίνησης, κατάφερε να µειώσει την κατακόρυφη δύναµη αντίδρασης του εδάφους σε παιδιά τυπικής κινητικής ανάπτυξης, σχολικής ηλικίας (9

154 ετών). Ωστόσο, τα αποτελέσµατα αυτής της παρέµβασης ήταν παροδικά και όχι µόνιµα, αναφορικά µε τη βελτίωση του µοντέλου προσγείωσης. Αυτές οι δύο µελέτες αποτελούν λόγο για περαιτέρω προβληµατισµό σχετικά µε τη δόµηση προγραµµάτων παρέµβασης, τα οποία να έχουν µονιµότερα αποτελέσµατα. Σε αυτό το σηµείο πρέπει να αναφερθεί ότι, το πρόγραµµα που εφαρµόστηκε στην παρούσα εργασία βελτίωσε, το µοντέλο προσγείωσης, δίνοντας έµφαση σε στοιχεία της συναρµογής και της ισχύος των κάτω άκρων, χωρίς όµως να εξεταστεί η µονιµότητα των αποτελεσµάτων. Λαµβάνοντας τα αποτελέσµατα στο σύνολό τους παρέχουν συµπεράσµατα χρήσιµα τόσο για τους καθηγητές φυσικής αγωγής, όσο και για τους προπονητές µικρών αθλητών. Παρόλο που υπάρχει η άποψη ότι, οι δεξιότητες προσγείωσης εκτελούνται φυσικά, µαθαίνονται γρήγορα, και µπορεί κανείς να τις θυµηθεί εύκολα, ιδιαίτερα από τα παιδιά µε τυπική συναρµογή, φαίνεται ότι στα µικρά παιδιά, απαιτούν εκτεταµένη διδασκαλία και συνεχή ενθάρρυνση. Η βασική δεξιότητα της προσγείωσης προτείνεται να διδάσκεται ακολουθώντας τα σηµεία κλειδιά που αφορούν τα βιοµηχανικά χαρακτηριστικά της κίνησης και να µην θεωρείται δεδοµένο ότι τα παιδιά θα µάθουν να την εκτελούν σωστά από µόνα τους. Αυτό, έχει ιδιαίτερη σηµασία για τα παιδιά µε ΠΚΣ, τα οποία αποφεύγουν τη συµµετοχή σε παιχνίδια και δραστηριότητες που απαιτούν έλεγχο και συναρµογή στην κίνηση. Επιπλέον, αυτή η διαπίστωση µπορεί να έχει σηµαντική συνεισφορά στη δηµιουργία προγραµµάτων εξάσκησης µε έµφαση σε θέµατα συναρµογής και ισχύος των κάτω άκρων, τα οποία να παρέχουν µονιµότερα αποτελέσµατα σε σχέση µε τη βελτίωση αυτής της δεξιότητας, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα πολλών αθλητικών δραστηριοτήτων, αλλά και παράγοντα κινδύνου για τραυµατισµούς των κάτω άκρων. εξιότητα βάδισης Τα αποτελέσµατα από την ανάλυση των δυναµικών χαρακτηριστικών έδειξαν ότι, το πρόγραµµα βελτίωσε σηµαντικά στοιχεία του µοντέλου της βάδισης. Αρχικά, εµφανίστηκε µία σηµαντική µείωση της µέγιστης δύναµης στον κατακόρυφο άξονα, γεγονός που δηλώνει ότι, η βάδιση γινόταν πιο απαλά και συνεπώς µειώθηκαν οι πιθανότητες για την αρνητική επίδραση της δύναµης κρούσης στα κάτω άκρα. Σηµαντική µείωση παρατηρήθηκε στο χρόνο επιβράδυνσης και στο ολοκλήρωµα επιβράδυνσης στον προσθοπίσθιο άξονα. Στην παρούσα έρευνα η αρνητική ορµή, δηλαδή η ορµή της φάσης επιβράδυνσης (κοντραρίσµατος) στον προσθοπίσθιο άξονα µειώθηκε και επίσης αυτό το κοντράρισµα έγινε πιο σύντοµα. Ουσιαστικά, αυτό δηλώνει ένα απαλότερο πάτηµα, αλλά και µία εξοικονόµηση ενέργειας κατά την έκκεντρη φάση του βαδίσµατος, η οποία

155 µεταφέρθηκε στην επόµενη φάση της επιτάχυνσης αποτελεσµατικά. Αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι, αυτά τα αποτελέσµατα ήταν στατιστικά σηµαντικά µόνο για την οµάδα µε ΠΚΣ. Επίσης, µία σηµαντική αύξηση σηµειώθηκε στο θετικό ολοκλήρωµα στον κατακόρυφο άξονα. Από την ανάλυση των κινηµατικών χαρακτηριστικών προέκυψε ότι η µετατόπιση του ΚΒΣ στον κατακόρυφο άξονα κατά την αρνητική φάση (έκκεντρη) µειώθηκε σηµαντικά κατά 0,01 µ. και στις δύο οµάδες, γεγονός που σηµαίνει, ότι η κίνηση του βαδίσµατος έγινε πιο σταθερή κατά την προς τα κάτω κίνηση του σώµατος στη φάση στήριξης. Επίσης, παρατηρήθηκε µία µείωση της γωνιακής µετατόπισης της ποδοκνηµικής άρθρωσης, τόσο κατά την έκκεντρη, όσο και κατά τη σύγκεντρη φάση, γεγονός που ενισχύει ακόµη περισσότερο τη σταθερότητα της κίνησης του βαδίσµατος. Πιο συγκεκριµένα, κατά την έκκεντρη φάση παρατηρήθηκε µία µείωση κατά 10,7 µοίρες στην οµάδα µε ΠΚΣ και 16,9 µοίρες στην οµάδα µε ΤΣ, ενώ κατά τη σύγκεντρη φάση αυτές οι µειώσεις ήταν 32,6 µοίρες και 25,9 µοίρες, αντίστοιχα. Παράλληλα, παρατηρήθηκε µία σηµαντική αύξηση κατά 8,4 µοίρες στην γωνιακή µετατόπιση του ισχίου κατά τη σύγκεντρη φάση, στην οµάδα των παιδιών µε ΠΚΣ αποτέλεσµα το οποίο, αν συνδυαστεί και µε τα άλλα κινηµατικά αποτελέσµατα φανερώνει ότι το πρόγραµµα επέδρασε σηµαντικά στις αρθρώσεις του γόνατου και της ποδοκνηµικής. Ωστόσο, έρευνες υποστηρίζουν ότι, τα παιδιά, χρησιµοποιούν περισσότερο τους εκτείνοντες και καµπτήρες µύες του ισχίου, για παραγωγή ισχύος κατά τη βάδιση, παρά τους πελµατιαίους καµπτήρες της ποδοκνηµικής (Oeffinger et al., 1997), διότι δεν έχουν τον απαιτούµενο νευροµυϊκό έλεγχο, στην ποδοκνηµική, για να εκτελέσουν ένα µοντέλο βάδισης απόλυτα ανάλογο των ενηλίκων (Ganley & Powers, 2005). Συνεπώς στην παρούσα έρευνα, τα παιδιά µε ΠΚΣ, στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν το µοντέλο βάδισης µετά το πρόγραµµα, δεν χρησιµοποίησαν τον κορµό (αύξηση γωνιακής µετατόπισης της άρθρωσης του ισχίου), το οποίο αποτελεί ένδειξη αναπτυξιακής δυσκολίας (Gallahue & Osmun, 1995), και κατάφεραν να διατηρήσουν το µεγάλο φορτίο αδράνειας του κεφαλιού-χεριών-κορµού, όρθιο (Winter, 1987) κατά τη διάρκεια της βάδισης. Επίσης, µείωση παρατηρήθηκε στη γωνιακή ταχύτητα της ποδοκνηµικής κατά την έκκεντρη φάση και στις δύο οµάδες. Αυτή η µείωση συµβαδίζει µε τη µείωση της κατακόρυφης δύναµης και υποδηλώνει την αποτελεσµατική απορρόφηση της από το µυϊκό σύστηµα. Υποστηρίζεται ότι, το µοντέλο βάδισης από την ηλικία των 4 ετών έχει µία µορφή ανάλογη µε αυτή των ενηλίκων σε ρυθµό, µήκος διασκελισµού, ταχύτητα κίνησης και κινηµατικά χαρακτηριστικά, λόγω της ωρίµανσης του νευρικού συστήµατος. Αυτό δεν

156 ισχύει όµως για τα δυναµικά χαρακτηριστικά (Sutherland, 1997), στα οποία παρατηρούνται κάποιες διαφορές στο εύρος των ροπών και της ισχύος εξαιτίας των διαφορές στο µέγεθος του και τις αναλογίες των µελών του σώµατος (Cupp et al., 1999; Oeffinger et al., 1997). Παρόλα αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν µία ποικιλοµορφία στο µοντέλο της βάδισης µεταξύ τους (Lasko-McCarthey, Beuter & Biden, 1990) και επιπλέον φαίνεται να αντιµετωπίζουν µία δυσκολία επανάληψης του ίδιου µοντέλου βάδισης από προσπάθεια σε προσπάθεια (Gorton et al., 1997). Επιπρόσθετα, λόγω της ανάπτυξης του ώριµου µοντέλου της βάδισης, από νωρίς στη ζωή του ανθρώπου, η αξιολόγηση του βαδίσµατος αποκτά ιδιαίτερη σηµασία για παιδιά που εµφανίζουν αναπτυξιακά προβλήµατα στον κινητικό τους έλεγχο, µε σκοπό την έγκαιρη διάγνωση και αντιµετώπισή τους µε κατάλληλα προγράµµατα παρέµβασης. Το πρόγραµµα παρέµβασης, το οποίο εφαρµόστηκε στην παρούσα έρευνα, κατάφερε να βελτιώσει το µοντέλο της βάδισης σε παιδιά µε ΠΚΣ. Αυτό είναι πολύ σηµαντικό για τη δηµιουργία προγραµµάτων βελτίωσης µιας αρκετά παραµεληµένης δεξιότητας, τόσο στα παιδιά διαφορετικού επιπέδου κινητικής συναρµογής, όσο και σε ενήλικες που παρουσιάζουν πρόβληµα στον κινητικό τους συντονισµό. Αν τα αποτελέσµατα της βάδισης µπορούν να συνδυαστούν µε τα αποτελέσµατα από τη µέγιστη ισοµετρική δύναµη και τα κατακόρυφα άλµατα, θα µπορούσε να εξαχθεί το συµπέρασµα ότι, η βελτίωση στοιχείων δύναµης και ταχύτητας των κάτω άκρων, µέσα από το πρόγραµµα παρέµβασης κατάφερε να βελτιώσει και το µοντέλο της βάδισης στα παιδιά, συνολικά. εξιότητα ισορροπίας. Τα αποτελέσµατα των δυναµικών χαρακτηριστικών έδειξαν σηµαντική µείωση της τυπικής απόκλισης των µετατοπίσεων του κέντρου πίεσης στον προσθοπίσθιο άξονα για την οµάδα µε ΠΚΣ, στη δεξιότητα της ισορροπίας στην όρθια στάση (ΟΣ) µε δύο πόδια και τη στάση «πελαργός» (ΣΠ). Επίσης, η ίδια µεταβλητή εµφάνισε µία σηµαντική µείωση στον πλαγιοµετωπικό άξονα, για τη στάση βηµατισµού «δάκτυλα - φτέρνα» (ΣR) και στις δύο οµάδες. Σηµαντική παρατήρηση αποτελεί ότι οι αντίστοιχες µεταβλητές σηµείωσαν µία αυξητική τάση για την οµάδα ελέγχου, η οποία δεν παρακολούθησε το πρόγραµµα παρέµβασης. Αναφορικά µε τη βελτίωση της δυναµικής παραµέτρου της ισορροπίας σε όρθια στάση µε δύο πόδια και στη στάση «πελαργός», η µεταβολή επιτεύχθηκε στον προσθοπίσθιο άξονα. Υποστηρίζεται ότι, η θέση του κέντρου πίεσης κάτω από κάθε πόδι

157 αντανακλά άµεσα το νευρικό έλεγχο των µυών της ποδοκνηµικής και ότι η αυξηµένη δραστηριότητα των καµπτήρων του πέλµατος µετακινεί το κέντρο πίεσης προς τα µπροστά. Ο έλεγχος στην προσθιοπίσθια κατεύθυνση αναφέρεται ως «στρατηγική της ποδοκνηµικής» και το σώµα αναφέρεται ως ανεστραµµένο εκκρεµές το οποίο αιωρείται στον προσθοπίσθιο άξονα, γύρω από την ποδοκνηµική (Winter, 1995). Γενικότερα, στον προσθοπίσθιο άξονα, έχουν περιγραφεί στη βιβλιογραφία, η στρατηγική της ποδοκνηµικής και του ισχίου (Horak & Nashner, 1986). Η στρατηγική της ποδοκνηµικής έχει εφαρµογή στην ήρεµη όρθια στάση και κατά τη διάρκεια µικρών διαταραχών της ισορροπίας, ενώ σε συνθήκες διατάραξης της ισορροπίας, ή όταν οι µύες της ποδοκνηµικής αδυνατούν να ενεργήσουν, χρησιµοποιείται η στρατηγική του ισχίου για να κάµψει το ισχίο και να βοηθήσει στον έλεγχο της ισορροπίας (Winter, 1995). Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι για την όρθια στάση µε δύο πόδια, στον πλαγιοµετωπικό άξονα, ο νευροµυϊκός έλεγχος γίνεται µέσω του µηχανισµού επιφόρτισης του ισχίου, ενώ ο έλεγχος στον προσθοπίσθιο άξονα είναι ανεξάρτητος και γίνεται από την ποδοκνηµική (Collins & DeLuca, 1993). Στη στάση βηµατισµού «δάκτυλα-φτέρνα» παρατηρήθηκαν µεταβολές, οι οποίες βελτίωσαν τον έλεγχο της ισορροπίας στον πλαγιοµετωπικό άξονα, δηλαδή µειώθηκε η ταλάντωση του κέντρου πίεσης δεξιά-αριστερά. Υποστηρίζεται ότι η πλευρική µετακίνηση του σώµατος οφείλεται στην αυξηµένη δραστηριότητα των µυών στρέψης της ποδοκνηµικής (Winter, 1995). Αυτή η διαφοροποίηση των µεταβλητών στον πλαγιοµετωπικό άξονα συµφωνεί µε δεδοµένα από άλλες µελέτες, οι οποίες εντόπισαν σηµαντικές διακυµάνσεις του κέντρου πίεσης στον πλαγιοµετωπικό άξονα σε σχέση µε τον προσθοπίσθιο και φυσικά µεγαλύτερο εύρος του κέντρου πίεσης από αυτό στην όρθια στάση µε δύο πόδια (Black et al., 1982; Okubo et al., 1979). Λαµβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδοµένα, το πρόγραµµα παρέµβασης κατάφερε να µειώσει την ταλάντωση του σώµατος εµπρός πίσω, δηλαδή να βελτιώσει την ικανότητα ισορροπίας σε δύο στάσεις διαφορετικού βαθµού δυσκολίας (όρθια στάση µε δύο πόδια και στάση «πελαργός»), καθώς επίσης και την ταλάντωση δεξιά και αριστερά (στάση βηµατισµού), πιθανόν βελτιώνοντας τη µηχανική απόδοση και την ικανότητα ελέγχου των µυών του πέλµατος (Winter, 1995). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποτελέσµατα για την αποτελεσµατικότητα του προγράµµατος παρέµβασης, στην οµάδα µε ΠΚΣ. Αυτή η οµάδα παιδιών χαρακτηρίζεται από προβλήµατα στον έλεγχο της στατικής ισορροπίας (Geuze, 2003; Visser et al., 1998) και η ισορροπία στο ένα πόδι («πελαργός») αποτελεί ένα τµήµα της συνολικής αξιολόγησης του επιπέδου της κινητικής συναρµογής µε το MABC

158 (Henderson & Sugden, 1992). Η παρούσα έρευνα έρχεται να συµπληρώσει το συνολικό πλαίσιο βελτίωσης της ικανότητας στατικής ισορροπίας παρέχοντας ένα πρόγραµµα παρέµβασης µε διαφορετικά στοιχεία από αυτά που έχουν προταθεί µέχρι σήµερα για τη βελτίωση της κινητικής αδεξιότητας (Henderson & Sugden, 1992; Rintala et al., 1998; Wright & Sugden, 1998). Το πιο πιθανόν να µπορεί να λύσει και το θέµα της ανοµοιογένειας των παιδιών αυτής της οµάδας (Hoare, 1994; Macnab et al., 2001; Wright & Sugden, 1996), η οποία δυσκολεύει τη δόµηση ενός προγράµµατος παρέµβασης ικανού να µετριάσει τις κινητικές δυσκολίες αυτών των παιδιών. Πρόγραµµα παρέµβασης Το πρόγραµµα παρέµβασης το οποίο εφαρµόστηκε στην παρούσα έρευνα, περιλάµβανε στοιχεία διδασκαλίας βασικών δεξιοτήτων µίας αθλοπαιδιάς (καλαθοσφαίριση), καθώς επίσης και στοιχεία που έχουν να κάνουν µε τον παράγοντα ισχύς και συναρµογή των κάτω άκρων, δοσµένα µέσα από παιχνιώδεις δραστηριότητες. Τα αποτελέσµατα στο σύνολό τους έδειξαν ότι, το πρόγραµµα αυτό κατάφερε να βελτιώσει σηµαντικές παραµέτρους της ισχύος και συναρµογής των κάτω άκρων, και κατ επέκταση να βελτιώσει κινητικές δεξιότητες όπως, η προσγείωση µε τα δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος και η βάδιση. Οι δεξιότητες αυτές θεωρούνται ότι µαθαίνονται αυτόµατα και λόγω της ωρίµανσης. Τέλος υπήρξαν µεταβολές και στις ικανότητες ελέγχου της στατικής ισορροπίας, τόσο στην οµάδα παιδιών µε ΠΚΣ, όσο και στην οµάδα µε ΤΣ. Σηµαντική διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι, το πρόγραµµα ήταν ιδιαίτερα αποτελεσµατικό στα παιδιά µε ΠΚΣ, σε σχέση µε την οµάδα των τυπικών παιδιών. Αυτό αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν ληφθεί υπόψη η περιορισµένη εφαρµογή προγραµµάτων παρέµβασης στα παιδιά µε κινητική αδεξιότητα (Hall, 1988, Henderson & Sugden, 1992; Larkin & Parker, 1998; Marchiori et al., 1987; Revie & Larkin, 1993; Rintala et al., 1998; Wright & Sugden, 1998) και οι ενδείξεις ότι, χωρίς διόρθωση του προβλήµατος οι δυσκολίες επιδεινώνονται στην πορεία της ζωής του ατόµου (Geuze & Borger, 1993; Gilberg et al., 1989; Losse et al., 1991). Μέχρι σήµερα, τα προγράµµατα που εφαρµόστηκαν έδιναν έµφαση στην εξάσκηση της δεξιότητας, στην οποία το παιδί αντιµετώπιζε το πρόβληµα (Hall, 1988, Henderson & Sugden, 1992; Larkin & Parker, 1998; Wright & Sugden, 1998), ενώ άλλες έρευνες τόνισαν το συνδυασµό αυτής της προσέγγισης µε την παροχή ανατροφοδότησης (Marchiori et al., 1987; Revie & Larkin, 1993). Μια διαφορετική προσέγγιση εξάσκησης µέσα από δεξιότητες κολύµβησης χρησιµοποιήθηκε σε µία άλλη έρευνα, η οποία έδωσε σηµαντικά αποτελέσµατα στην αντιµετώπιση των προβληµάτων της κινητικής συναρµογής

159 (Kourtessis et al., 2001). Ωστόσο, τονίστηκε η αναγκαιότητα για δόµηση προγραµµάτων παρέµβασης, έτσι ώστε να εφαρµόζονται στο χώρο του σχολείου από τον καθηγητή φυσικής αγωγής και στο πλαίσιο του αναλυτικού προγράµµατος (Rintala et al., 1998; Wright & Sugden, 1998). Παρόλο που οι προαναφερόµενες έρευνες υποστήριξαν την αποτελεσµατικότητα των προγραµµάτων παρέµβασης που εφάρµοσαν, τόνισαν επιπλέον και την αναγκαιότητα εφαρµογής εξατοµικευµένων προγραµµάτων παρέµβασης για το κάθε παιδί µε αδεξιότητα µέσα στο χώρο του σχολείου (Wright & Sugden, 1998). Αυτή η άποψη έχει µεγάλη σηµασία, λαµβάνοντας υπόψη την µεγάλη ετερογένεια, την οποία εµφανίζουν τα παιδιά µε ΠΚΣ µεταξύ τους, αναφορικά µε την κινητική τους απόδοση (Hoare, 1994; Macnab et al., 2001; Wright & Sugden, 1996). Το πρόγραµµα που εφαρµόστηκε στην παρούσα έρευνα προσπάθησε να βελτιώσει παραµέτρους της κινητικής απόδοσης των παιδιών, µε δυνατότητα εφαρµογής στο χώρο του σχολείου, ακολουθώντας στοιχεία του αναλυτικού προγράµµατος και δίνοντας νέες κατευθύνσεις (θέµατα προπόνησης συναρµογής και ισχύος). Επίσης, το πρόγραµµα απευθύνθηκε στο σύνολο των παιδιών µε κινητική αδεξιότητα και δεν χρειάστηκε να γίνει εξατοµίκευση για το κάθε παιδί, γεγονός που θα αποτελούσε δυσκολία στην εφαρµογή του. Εξάλλου, τα θέµατα της ισχύος και της συναρµογής, φάνηκε να παρουσιάζουν προβλήµατα σε παιδιά µε αδεξιότητα και προτάθηκε η εφαρµογή µιας προσέγγισης µε έµφαση στη µυϊκή ενδυνάµωση, ως πρόγραµµα διόρθωσης και βελτίωσης του προβλήµατος της κινητικής αδεξιότητας (Raynor, 2001). Επιπλέον, οι επιστηµονικές έρευνες προτείνουν τη διδασκαλία κυρίως ασκήσεων δύναµης και ταχύτητας (ισχύς), γιατί σε αυτή την ηλικιακή φάση, η προπόνηση δύναµης αυξάνει τη δύναµη και βελτιώνει την κινητική συναρµογή, αυξάνει την ενεργοποίηση των κινητικών µονάδων, και παράγει άλλες απροσδιόριστες νευρολογικές προσαρµογές, οι οποίες περιλαµβάνουν την καλύτερη συναρµογή των µυϊκών οµάδων. Αυτές οι προσαρµογές είναι πολύ πιθανόν να αποτελούν τους σηµαντικότερους παράγοντες για την βελτίωση της δύναµης (Mero, 1998; Ramsay et al., 1990). Επίσης, έχουν γίνει προτάσεις για δύο (2) κατά µέσο όρο προπονητικές µονάδες ασκήσεων συναρµογής και ισχύος ανά εβδοµάδα για παιδιά, τα οποία συµµετέχουν σε αθλητικές δραστηριότητες, ενώ για το γενικό πληθυσµό των παιδιών του σχολείου η βελτίωση επέρχεται µέσα από διαφορετικά αθλήµατα ενεργοποιώντας τις µυϊκές ίνες ταχείας συστολής (Mero, 1998). Ακολουθώντας τις προαναφερόµενες οδηγίες, το πρόγραµµα παρέµβασης στην παρούσα έρευνα κατάφερε να επιφέρει σηµαντικά αποτελέσµατα στην κινητική απόδοση των παιδιών, και να παρέχει σηµαντικές πληροφορίες τόσο για την φυσική αγωγή του σχολείου, όσο και για τον παιδικό αθλητισµό.

160 VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Το πρόγραµµα παρέµβασης σε συνδυασµό µε στοιχεία συναρµογής και ισχύος των κάτω άκρων και µιας αθλητικής δραστηριότητας µε µπάλα (καλαθοσφαίριση), προκάλεσε θετικές µεταβολές σε σηµαντικά στοιχεία (δυναµικά και κινηµατικά) που σχετίζονται µε τη µέγιστη δύναµη των κάτω άκρων, και δηµιούργησε προϋποθέσεις για την αποθήκευση ελαστικής ενέργειας κατά τον κύκλο διάτασης-βράχυνσης, βελτίωσε τη συνολική αλτική ικανότητα των παιδιών και των δύο οµάδων, κατάφερε να επιφέρει σηµαντικές αλλαγές στην απόδοση στα κατακόρυφα άλµατα, µέσω της βελτίωσης της δύναµης των µυών των κάτω άκρων, και στην αξιοποίηση αυτής της δύναµης. Επιπλέον, η οµάδα µε προβλήµατα κινητικής συναρµογής κατάφερε να αξιοποιήσει σηµαντικά το µηχανικό έργο και να παράγει αποτελεσµατικά επίπεδα µηχανικής ισχύος, στον κύκλο διάτασης βράχυνσης, δουλεύοντας οικονοµικότερα, οδήγησε σε µία τάση βελτίωσης του ΡΑ στην οµάδα µε ΠΚΣ. Ο δείκτης του ΡΑ φαίνεται να αποτελεί σηµαντικό εργαλείο στη δόµηση προγραµµάτων παρέµβασης, µε στόχο την ισχύ και τη συναρµογή των κάτω άκρων, βελτίωσε σηµαντικά το µοντέλο προσγείωσης κυρίως στα παιδιά µε ΠΚΣ. Πιο συγκεκριµένα, τα παιδιά προσγειώθηκαν µε µικρότερες δυνάµεις καταφέρνοντας να απορροφήσουν αποτελεσµατικά τη δύναµη αντίδρασης του εδάφους, µέσω της αύξησης των χρόνων επίτευξης της µέγιστης δύναµης και προσγείωσης, και της ταυτόχρονης µείωσης των γωνιακών ταχυτήτων του ισχίου και του γόνατος. Τα παιδιά µε ΠΚΣ, βελτίωσαν σηµαντικά το νευροµυϊκό τους έλεγχο, ώστε να παράγουν τις κατάλληλες έκκεντρες µυϊκές συστολές, οι οποίες επιβράδυναν την ταχύτητα του σώµατος και τελικά το προστάτευσαν από την επικίνδυνη δύναµη αντίδρασης του εδάφους (ασφαλής προσγείωση), (McKinley & Pelland, 1994),

161 βελτίωσε το µοντέλο βάδισης παρουσιάζοντας ένα απαλότερο πάτηµα αλλά και µία εξοικονόµηση ενέργειας κατά την έκκεντρη φάση του βαδίσµατος, η οποία µεταφέρθηκε στην επόµενη φάση της επιτάχυνσης αποτελεσµατικά, µε το σώµα πιο όρθιο και µεγαλύτερη έµφαση στις αρθρώσεις του γόνατου και της ποδοκνηµικής, Βελτίωσε την ικανότητα ελέγχου της στατικής ισορροπίας, µειώνοντας την ταλάντωση του σώµατος στον προσθοπίσθιο άξονα, στην όρθια στάση µε δύο πόδια και τη στάση «πελαργός», καθώς επίσης και την ταλάντωση δεξιά και αριστερά στη στάση βηµατισµού «δάκτυλα - φτέρνα», πιθανόν βελτιώνοντας τη µηχανική απόδοση και την ικανότητα ελέγχου των µυών του πέλµατος (Winter, 1995). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά το γεγονός ότι, οι µεταβολές αρκετών µεταβλητών, που εξετάσθηκαν συνολικά, πριν και µετά το πρόγραµµα παρέµβασης, ήταν στατιστικά σηµαντικές κυρίως για την οµάδα µε ΠΚΣ. Η διαπίστωση αυτή ίσως να µπορέσει να δώσει ερεθίσµατα για τη δόµηση προγραµµάτων παρέµβασης µε διαφορετικά στοιχεία από αυτά που έχουν προταθεί µέχρι τώρα, για τη βελτίωση της κινητικής αδεξιότητας (Henderson & Sugden, 1992; Rintala et al., 1998; Wright & Sugden, 1998), και ίσως να µπορέσει να λύσει και το θέµα της ανοµοιογένειας των παιδιών αυτής της οµάδας (Hoare, 1994; Macnab et al., 2001; Wright & Sugden, 1996), η οποία δυσκολεύει τη δόµηση ενός προγράµµατος παρέµβασης ικανού να βελτιώσει την κινητική απόδοση και τον έλεγχο αυτών των παιδιών. Λαµβάνοντας υπόψη τα αποτελέσµατα στο σύνολό τους, συµπεραίνουµε ότι η βελτίωση των παραµέτρων που σχετίζονται µε τη µέγιστη ισοµετρική δύναµη των κάτω άκρων και τα κατακόρυφα άλµατα, µεταφέρθηκε στη δεξιότητα της προσγείωσης µε δύο πόδια µετά από πτώση από ύψος, στη βάδιση και στην ικανότητα της στατικής ισορροπίας, λόγω της εµφανούς βελτίωσης στοιχείων ισχύος και συναρµογής των κάτω άκρων. Συνεπώς, προτείνεται τα προγράµµατα παρέµβασης που υποστηρίζονται από τη βιβλιογραφία και δίνουν έµφαση στην εξάσκηση µιας δεξιότητας, η οποία παρουσιάζει πρόβληµα στα παιδιά µε ΠΚΣ, να περιλαµβάνουν δραστηριότητες µε έµφαση στη βελτίωση της ισχύος και της συναρµογής των µελών του σώµατος που απαιτούνται για την εκτέλεση αυτής της δεξιότητας, µε στόχο τη βελτίωση της κινητικής απόδοσης και του τελικού κινητικού ελέγχου. Οι µελλοντικές έρευνες, προτείνεται να διαφοροποιηθούν ως προς:

162 τη χρήση διαφορετικών προγραµµάτων παρέµβασης, τα οποία να προϋποθέτουν βελτίωση της µεταφοράς ενέργειας στον κύκλο διάτασης - βράχυνσης, σε παιδιά µε διαφορετικά επίπεδα κινητικής συναρµογής, τη χρήση διαφορετικών προγραµµάτων παρέµβασης µε στόχο τη διαφοροποίηση της τεχνικής εκτέλεσης της κίνησης (κινηµατικών χαρακτηριστικών), τη χρήση διαφορετικών προγραµµάτων παρέµβασης, τα οποία να δηµιουργούν µόνιµες προσαρµογές και βελτίωση στην κινητική απόδοση, κυρίως των παιδιών µε κινητική αδεξιότητα. Αυτό µπορεί να επιτευχθεί, αν µετά το τέλος της παρέµβασης, ακολουθήσει µία δοκιµασία διατήρησης της απόδοσης, την ηλικία των παιδιών (µικρότερες και µεγαλύτερες ηλικίες), και τις ποιοτικές και ποσοτικές µεταβλητές που θα επιλεγούν.

163 VII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I Φύλλα βαθµολόγησης για τις ηλικιακές κατηγορίες ΙΙ (ηλικίες 7-8) και ΙΙΙ (ηλικίες 9-10) και πρωτόκολλο αξιολόγησης στο εργαστήριο Ηλικιακή Κατηγορία ΙΙΙ 9-10 ετών Όνοµα Φύλο. ιεύθυνση.. Ηµερ. Εξέτασης Ηµερ. Γέννησης Ηλικία... Σχολείο Τάξη/Τµήµα... Όνοµα Αξιολογητή.. Προτιµώµενο χέρι (Χέρι γραφής )... Άλλες Πληροφορίες... ΣΚΟΡ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ MOVEMENT ABC Κινητικό Σκορ + + + = ΣΚΟΡ ΚΙΝΗΤΙΚΟΥ ΤΕΣΤ MOVEMENT ABC Χειριστική επιδεξιότητα εξιότητες µε µπάλα Στατική και υναµική Ισορροπία + + = + = + + = ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΣΚΟΡ ΚΙΝΗΤΙΚΗΣ Α ΕΞΙΟΤΗΤΑΣ

164 ΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙ ΕΞΙΟΤΗΤΑ 1. ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΡΦΙΩΝ ΣΕ ΣΕΙΡΕΣ 2. ΒΙ ΩΜΑ ΠΑΞΙΜΑ ΙΟΥ Χρόνος απόδοσης σε δευτερόλεπτα F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Χρόνος απόδοσης σε δευτερόλεπτα F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Προτιµώµενο χέρι Προσπάθεια 1 η 2η Αντίθετο χέρι 9 10 Σκορ 9 10 0-12 0-12 0 0 0-14 0-13 13 13 1 1 15 14 14-2 2 16 15 15 14 3 3 17 16 16-17 15-16 4 4 18-19 17 18+ 17+ 5 5 20+ 18+ Σκορ άσκησης* Προσπάθεια 1 η 2 η Σκορ 9 10 0 0-20 0-17 1 21-23 18-19 2 24 20-21 3 25-28 22 4 29-33 23-24 5 34+ 25+ Σκορ άσκησης * Σκορ άσκησης= (προτιµώµενο χέρι + αντίθετο χέρι) /2 3. ΙΧΝΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΥΛΟΥ ΙΟΥ Αριθµός Λαθών F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Προσπάθεια 1 η 2 η Χέρι Γραφής. Σκορ 9 10 0 0 0 1 1 1 2 - - 3 2 2 4 3-5 4+ 3+ Σκορ άσκησης

165 ΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕ ΜΠΑΛΑ 1. ΥΠΟ ΟΧΗ ΜΠΑΛΑΣ ΜΕ ΥΟ ΧΕΡΙΑ 2. ΡΙΨΗ ΣΑΚΟΥΛΙΟΥ Αριθµός σωστών υποδοχών F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Σκορ 9 10 0 6-10 8-10 1 5 7 2 4 6 3 3 4-5 4 1-2 1-3 5 0 0 Σκορ άσκησης Αριθµός σωστών στόχων F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Χέρι που χρησιµοποιήθηκε... Σκορ 9 10 0 5-10 6-10 1 4 5 2 3-3 2 4 4-3 5 0-1 0-2 Σκορ άσκησης ΣΤΑΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΣΤΟ ΕΝΑ ΠΟ Ι ΣΕ ΤΑΜΠΛΟ Χρόνος ισορροπίας σε δευτερόλεπτα F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Προτιµώµενο πόδι Προσπάθεια 1 η 2η Αντίθετο πόδι 9 10 Σκορ 9 10 6-20 9-20 0 0 6-20 8-20 5 6-8 1 1 5 6-7 4 5 2 2 4 5 3 4 3 3 3 4 2 3 4 4 2 3 0-1 0-2 5 5 0-1 0-2 Σκορ άσκησης* Σκορ άσκησης= (προτιµώµενο πόδι + αντίθετο πόδι) / 2

166 ΥΝΑΜΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ 1. ΚΟΥΤΣΟ ΣΕ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ Αριθµός σωστών αλµάτων F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Προτιµώµενο πόδι Προσπάθεια 1 η 2 η 3η Αντίθετο πόδι 9 10 Σκορ 9 10 5 5 0 0 5 5 - - 1 1 - - - - 2 2 4 4 4 4 3 3 3 3 1-3 3 4 4 1-2 2 0 0-2 5 5 0 0-1 Σκορ άσκησης* Σκορ άσκησης= (προτιµώµενο πόδι + αντίθετο πόδι) / 2 2. ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΜΠΑΛΑΣ Αριθµός πτώσεων F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. 1 η 2 η 3 η Προσπάθεια Χέρι που χρησιµοποιήθηκε... Σκορ 9 10 0 0 0 1 - - 2 1 1 3 2 2 4 3-4 3-4 5 5+ 5+ Σκορ άσκησης

167 Ηλικιακή Κατηγορία ΙΙ 7-8 ετών Όνοµα Φύλο. ιεύθυνση.. Ηµερ. Εξέτασης Ηµερ. Γέννησης Ηλικία... Σχολείο Τάξη/Τµήµα... Όνοµα Αξιολογητή.. Προτιµώµενο χέρι (Χέρι γραφής )... Άλλες Πληροφορίες... ΣΚΟΡ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ MOVEMENT ABC Κινητικό Σκορ + + + = ΣΚΟΡ ΚΙΝΗΤΙΚΟΥ ΤΕΣΤ MOVEMENT ABC Χειριστική επιδεξιότητα εξιότητες µε µπάλα Στατική και υναµική Ισορροπία + + = + = + + = ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΣΚΟΡ ΚΙΝΗΤΙΚΗΣ Α ΕΞΙΟΤΗΤΑΣ

168 ΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙ ΕΞΙΟΤΗΤΑ 1. ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΡΦΙΩΝ 2. «ΚΕΝΤΗΜΑ» Χρόνος απόδοσης σε δευτερόλεπτα F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Προτιµώµενο χέρι Προσπάθεια 1 η 2 η Αντίθετο χέρι 7 8 Σκορ 7 8 0-24 0-21 0 0 0-29 0-25 25-27 22-23 1 1 30-31 26-28 28-29 24 2 2 32-33 29-30 30-33 25-27 3 3 34-37 31-32 34-39 28-29 4 4 38-47 33-34 40+ 30+ 5 5 48+ 35+ Χρόνος απόδοσης σε δευτερόλεπτα F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Προσπάθεια 1 η 2 η Σκορ 7 8 0 0-20 0-20 1 21-22 21-22 2 23-24 23-24 3 25-28 25-28 4 29-43 29-39 5 44+ 40+ Σκορ άσκησης Σκορ άσκησης* * Σκορ άσκησης= (προτιµώµενο χέρι + αντίθετο χέρι) / 2 3. ΙΧΝΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΥΛΟΥ ΙΟΥ Αριθµός Λαθών F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Προσπάθεια 1 η 2 η Χέρι Γραφής. Σκορ 7 8 0 0-2 0 1 3 1 2 4 2 3 5-6 3-6 4 7-10 7-9 5 11+ 10+ Σκορ άσκησης

169 ΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕ ΜΠΑΛΑ 1. ΑΝΑΠΗ ΗΣΗ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣ 2. ΡΙΨΗ ΣΑΚΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΠΙΑΣΙΜΟ ΜΕ ΕΝΑ ΧΕΡΙ Αριθµός σωστών υποδοχών R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Προτιµώµενο χέρι Αντίθετο χέρι 7 8 Σκορ 7 8 9-10 10 0 0 8-10 9-10 8 9 1 1 7 8 7 8 2 2 6 7 6 7 3 3 5 6 4-5 5-6 4 4 4 5 0-3 0-4 5 5 0-3 0-4 Σκορ άσκησης* Αριθµός σωστών στόχων F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Χέρι που χρησιµοποιήθηκε... Σκορ 7 8 0 6-10 6-10 1 5 5 2 4 4 3 3 3 4 2 2 5 0-1 0-1 Σκορ άσκησης * Σκορ άσκησης= (προτιµώµενο χέρι + αντίθετο χέρι) / 2 ΣΤΑΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ «ΠΕΛΑΡΓΟΥ» Χρόνος ισορροπίας σε δευτερόλεπτα F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Προτιµώµενο πόδι Προσπάθεια 1 η 2 η Αντίθετο πόδι 7 8 Σκορ 7 8 12-20 20 0 0 11-20 19-20 9-11 13-19 1 1 8-10 11-18 7-8 9-12 2 2 5-7 9-10 6 6-8 3 3 4 6-8 4-5 4-5 4 4 3 4-5 0-3 0-3 5 5 0-2 0-3 Σκορ άσκησης* Σκορ άσκησης= (προτιµώµενο πόδι + αντίθετο πόδι) / 2

170 ΥΝΑΜΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ 1. ΑΛΜΑΤΑ ΣΕ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ Αριθµός σωστών αλµάτων F για την αποτυχία, R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. Προσπάθεια 1 η 2 η 3 η Σκορ 7 8 0 5 5 1 - - 2 4 4 3 3 3 4 2 2 5 0-1 0-1 Σκορ άσκησης 2. ΒΑ ΙΣΜΑ «ΑΚΤΥΛΑ - ΦΤΕΡΝΑ» Αριθµός σωστών βηµάτων R για την άρνηση και I για την ακαταλληλότητα του τεστ για το παιδί. 1 η 2 η 3 η Προσπάθεια Σκορ 7 8 0 13-15 15 1 8-12 14 2 7 13 3 5-6 10-12 4 3-4 7-9 5 0-2 0-6 Σκορ άσκησης

171 Αξιολόγηση στο Εργαστήριο Αθλητικής Βιοµηχανικής του ΤΕΦΑΑ Σερρών ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΟΚΙΜΑΣΙΑΣ Ατοµικά στοιχεία δοκιµαζόµενου Ονοµατεπώνυµο :... file:... Ηµεροµηνία γέννησης :.../.../19... Ηµεροµηνία εξέτασης :.../.../2000 Σχολείο... Όνοµα εξεταστή :... ιεύθυνση :... Σωµατικό βάρος :...(Κg)... Σωµατικό ύψος :...(cm) Τηλέφωνο :... Είδος αθλητικής απασχόλησης :... και διάρκεια :... ηµ/εβδ Α. Μέτρηση στατικής ισορροπίας για διάστηµα 5 δευτ. ύο πόδια «πελαργός» Romberg Προσπάθεια 1 :......... Προσπάθεια 2 :......... Προσπάθεια 3 :......... Β. εξιότητα βάδισης Προσπάθεια 1 :... Προσπάθεια 2 :... Προσπάθεια 3 :.... Προσγείωση µε δύο πόδια µετά από άλµα από ύψος 20 εκ. Προσπάθεια 1 :... cm Προσπάθεια 2 :... cm Προσπάθεια 3 :... cm Ε. Κατακόρυφο άλµα από ηµικάθισµα (γωνία γονάτου 90 ο ), (SJ) Προσπάθεια 1 :... cm Προσπάθεια 2 :... cm Προσπάθεια 3 :... cm ΣΤ. Κατακόρυφο άλµα µε πτώση από ύψος 10, 20 εκ. (DJ) 10εκ. 20εκ. Προσπάθεια 1 :...... Προσπάθεια 2 :...... Προσπάθεια 3 :...... Ζ. Μέγιστη ισοµετρική δύναµη (άρθρωση γόνατου 90 ο ), (F maxiso ) Προσπάθεια 1 :... Kg Αρίθµηση θέσης:... Προσπάθεια 2 :... Kg Προσπάθεια 3 :... Kg Παρατηρήσεις:

172 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II Νόρµες βαθµολόγησης του ΑΒC για το συνολικό αποτέλεσµα (κατά ηλικία σε χρόνια) Συνολικό κινητικό αποτέλεσµα Ποσοστιαία θέση 6-12+ Συνολικό κινητικό αποτέλεσµα Ποσοστιαία θέση 6-12+ 0 96 13,5 5 0,5 93 14 5 1 89 14,5 4 1,5 84 15 3 2 79 15,5 3 2,5 70 16 2 3 65 16,5 2 3,5 60 17 2 4 54 17,5 1 4,5 49 18 1 5 45 18,5 1 5,5 40 19 6 36 19,5 6,5 32 20 7 29 20,5 7,5 26 21 8 22 21,5 8,5 20 22 9 18 22,5 9,5 16 23 10 15 23,5 10,5 13 24 11 11 24,5 11,5 9 25+ 12 8 12,5 7 13 6

173 Παράρτηµα III Επιστολή και επίσηµη άδεια από το αρµόδιο τµήµα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του ΥΠ.Ε.Π.Θ, για τη συµµετοχή των µαθητών και µαθητριών στην έρευνα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού, Σερρών Εργαστήριο Αθλητικής Βιοµηχανικής Σέρρες 10/09/ 2000 ΠΡΟΣ /νση Σπουδών ευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης ΤΜΗΜΑ Α ΕΡΜΟΥ 15-3 ος όροφος, Τηλ. 01-3235722 Υπόψη Κα Πασχαλίδου Αξιότιµη Κυρία, στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής από την Υποψήφια ιδάκτορα του τµήµατός µας Κα Ερµιόνη Καταρτζή, µε θέµα «Μελέτη κινηµατικών και δυναµικών παραµέτρων παιδιών µε κινητική αδεξιότητα», προβλέπεται να διεξαχθεί έρευνα σε δηµοτικά σχολεία της πόλης των Σερρών, για το σχολικό έτος 2000 2001, µε στόχο την ανίχνευση της κινητικής αδεξιότητας σε παιδιά σχολικής ηλικίας, την αξιολόγηση των ικανοτήτων τους και την εφαρµογή προπονητικού προγράµµατος παρέµβασης για τον έλεγχο των τρόπων βελτίωσης της κινητικής αδεξιότητας. Σας αποστέλλουµε τα απαιτούµενα στοιχεία και τις σχετικές πληροφορίες που σας είναι απαραίτητες για τη γνωµοδότησή σας και σας παρακαλούµε, για µια όσο το δυνατό σύντοµη απάντησή σας. Θα βρίσκοµαι στη διάθεσή σας για κάθε πιθανή σας ερώτηση. Με εκτίµηση, Χρήστος Παπαδόπουλος Επίκ. Καθηγητής ιεύθυνση Εργαστηρίου: Τ.Ε.Φ.Α.Α. Σερρών - Εργαστήριο Αθλητικής Βιοµηχανικής - Άγιος Ιωάννης - 62110 Σέρρες - τηλ. & Fax: 0321-21618, κιν.: 0932-755011, e-mail: biolab@phed-sr.auth.gr, Ιnternet-site: http://www.auth.gr/tefaa-sr/biolab

174

175 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV Ενηµέρωση και γραπτή άδεια των γονέων για τη συµµετοχή των παιδιών στις εργαστηριακές δοκιµασίες και στο πρόγραµµα παρέµβασης ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Αγαπητοί γονείς, Σέρρες, 6/02/ 2001 Στο πλαίσιο ερευνητικού προγράµµατος, το οποίο διεξάγεται από το Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού Σερρών, του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, και συγκεκριµένα από το Εργαστήριο Αθλητικής Βιοµηχανικής ( ιευθυντής: ρ. Παπαδόπουλος Χρήστος) ενδιαφερόµαστε για την ανίχνευση των κινητικών δεξιοτήτων των παιδιών του δηµοτικού σχολείου. Ο έλεγχος και η καθοδήγηση των δεξιοτήτων αυτών, θα οδηγήσει στην καλύτερη κατανόηση της κινητικής ανάπτυξης των παιδιών. Επιπλέον, θα µας δοθεί η δυνατότητα να κάνουµε προτάσεις προς το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σχετικά µε τα αναλυτικά προγράµµατα του µαθήµατος της Φυσικής Αγωγής στο δηµοτικό σχολείο, µε στόχο την αποτελεσµατικότερη κινητική ανάπτυξη των παιδιών. Ήδη το Υπουργείο Παιδείας, έχει εκδώσει άδεια (υπ.αρ 2 6/2/2001- πράξης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου), σύµφωνα µε την οποία µπορούµε να προχωρήσουµε στην εφαρµογή του προγράµµατος. Για την εφαρµογή του προγράµµατος θα επιθυµούσαµε τη συµµετοχή του παιδιού σας σε κινητικά τεστ, τα οποία θα διεξαχθούν στο χώρο του Τ.Ε.Φ.Α.Α. Σερρών (Εργαστήριο Αθλητικής Βιοµηχανικής). Επιπλέον, θα επιθυµούσαµε τη συµµετοχή των παιδιών σε ένα πρόγραµµα εξάσκησης κινητικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων 2 φορές την εβδοµάδα για 12 εβδοµάδες, στο χώρο του 20ου σχολείου, µετά το τέλος του ωρολογίου προγράµµατος (1.45 2.25µµ.). Κάθε µάθηµα θα περιλαµβάνει ασκήσεις όπως τις ορίζει το αναλυτικό πρόγραµµα του σχολείου, οι οποίες θα γίνονται µέσα από παιχνίδια και µέσα σε κλίµα παρακίνησης και ενθάρρυνσης των παιδιών. Σκοπός αυτού του προγράµµατος είναι να εξασκήσει ικανότητες και δεξιότητες των παιδιών (ισορροπία, δύναµη κά ) και να ερευνήσει τις διαφορές των παιδιών όσον αφορά τις κινητικές ικανότητες πριν, µετά και κατά τη διάρκεια της εξάσκησης. Σε αυτό το πρόγραµµα εξάσκησης θα συµµετέχουν παιδιά, τα οποία θα επιλεχθούν τυχαία από την ευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη τάξεις του ηµοτικού σχολείου. Θα θέλαµε λοιπόν την άδειά σας για τη συµµετοχή του παιδιού σας σε αυτό το πρόγραµµα. Το παιδί θα είναι ελεύθερο να εγκαταλείψει το πρόγραµµα εάν και όποτε το θελήσει. Το πρόγραµµα θα ξεκινήσει στις 1/3/2001 και για αυτό το λόγο θα θέλαµε την απάντησής σας, όσο το δυνατόν συντοµότερα. Παρακαλούµε να επιστρέψετε την επιστολή απάντησης που ακολουθεί στη διεύθυνση του σχολείου σας. Εάν έχετε οποιαδήποτε απορία µη διστάσετε να επικοινωνήσετε µε την υπεύθυνη του προγράµµατος Κα Καταρτζή Ερµιόνη στα τηλέφωνα: 67990 ή 0945 284355. Ευχαριστούµε για τη συνεργασία σας. Με εκτίµηση, Τµήµα Επιστήµης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισµού, Σερρών Εργαστήριο Αθλητικής Βιοµηχανικής Χρήστος Παπαδόπουλος Επικ. Καθηγητής