5. ΚΟΙΝΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (ΚΑΠ) 5.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) αποτελεί την ενοποιηµένη αγροτική πολιτική των κρατών-µελών της ΕΕ. Περιγράφει ένα σύνολο νόµων και κανονισµών σχετικών µε την γεωργία, την κτηνοτροφία και την διακίνηση αγροτικών προϊόντων και όλες τις εκβάσεις που προκύπτουν, όπως η σταθερότητα των τιµών, η ποιότητα των προϊόντων, η επιλογή προϊόντων, η χρήση του εδάφους και η απασχόληση στον αγροτικό κλάδο. Τα παραπάνω πραγµατοποιούνται µέσω µιας περίπλοκης συλλογής οργάνων και κανονισµών που συνεπάγεται µεγάλη γραφειοκρατία, κυρίως σε εθνικό επίπεδο, και καθιστά σε µεγάλο βαθµό της λειτουργία της ΚΑΠ προβληµατική. Η κατανόηση της ΚΑΠ αποτελεί σηµαντικό κοµµάτι της µελέτης της EE µια και αποτελεί µια από τις κυριότερες πολιτικές που ακολουθεί η ΕΕ καλύπτοντας σήµερα περίπου το 50% του προϋπολογισµού της ΕΕ και έχει σηµαντικές επιδράσεις στη ζωή όλων των πολιτών της ΕΕ. Λόγω ακριβώς της µεγάλης σηµασίας της, η ΚΑΠ αποτέλεσε κατά καιρούς αντικείµενο µεγάλης διαµάχης και δέχθηκε πιέσεις από διάφορες πηγές οι οποίες οδήγησαν σε σηµαντικές αλλαγές-µεταρρυθµίσεις της κατά τη διάρκεια του χρόνου. Στα πλαίσια αυτής της ενότητας θα αναλύσουµε τα κυριότερα στοιχεία της ΚΑΠ δίνοντας µεγαλύτερη εµφάνιση στις οικονοµικές επιδράσεις της ΚΑΠ. Πιο συγκεκριµένα, θα ξεκινήσουµε µε την παρουσίαση της ΚΑΠ στην αρχική της µορφή (5.2) και στη συνέχεια θα προχωρήσουµε στην περιγραφή των µεταρρυθµίσεων της ΚΑΠ όπου θα γίνει αναφορά τόσο στις βασικές δυνάµεις πίεσης για µεταρρύθµιση (5.3.1), στις δύο κυριότερες φάσεις µεταρρύθµισης της ΚΑΠ (5.3.2 και 5.3.3) και στις πιο πρόσφατες εξελίξεις που αφορούν την ΚΑΠ (5.3.4). 5.2 ΑΡΧΙΚΗ ΚΑΠ Την µεταπολεµική περίοδο ήταν ακόµη ζωντανές στη µνήµη των καταναλωτών των 6 ιδρυτικών κρατών-µελών της ΕΟΚ οι ελλείψεις τροφίµων λόγω του Β Παγκόσµιου Πολέµου. Επίσης την ίδια περίοδο τα 6 ιδρυτικά κράτη-µέλη της ΕΟΚ ήταν εισαγωγείς πολλών αγροτικών προϊόντων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ήταν φυσικό οι βασικοί στόχοι της ΚΑΠ που τέθηκαν στην Συνθήκη της Ρώµης να αφορούν όχι µόνο 1
τη δηµιουργία κοινής αγοράς εντός της ΕΟΚ αλλά και τη διασφάλιση της προσφοράς αγροτικών προϊόντων στους καταναλωτές της ΕΟΚ. Για την επίτευξη των παραπάνω βασικών στόχων η ΕΟΚ ακολούθησε αρχικά µια πολιτική στήριξης τιµών των αγροτικών προϊόντων, η οποία όπως θα δούµε στη συνέχεια συνεπάγεται µεταφορά πόρων από τους καταναλωτές στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων µέσω των υψηλών, σε σχέση µε τις παγκόσµιες, τιµών που έθετε. Πιο συγκεκριµένα, πέρα από την κατάργηση των δασµών στο εµπόριο µεταξύ των κρατών-µελών της ΕΟΚ το πρώτο µέτρο της ΚΑΠ που υιοθετήθηκε ήταν η εισαγωγή της τιµής παρέµβασης/ελάχιστη τιµής εισαγωγής (Minimum Import Price - MIP) για τα αγροτικά προϊόντα η οποία δεν επέτρεπε στις εσωτερικές/εγχώριες τιµές (τιµές εντός της ΕΟΚ) να πέσουν κάτω από ένα ελάχιστο επίπεδο. Η τιµή αυτή συνοδεύονταν από τις αντισταθµιστικές εισφορές εισαγωγών που ήταν ίσες µε τη διαφορά ανάµεσα στην ελάχιστη τιµή εισαγωγής (ΜΙΡ) και την χαµηλότερη τιµή που προσφέρονταν από ξένους παραγωγούς στα σύνορα της ΕΟΚ (p W ). Η ΜΙΡ θέτονταν για τα κυριότερα τουλάχιστον προϊόντα σε επίπεδο υψηλότερο από την διεθνή τιµή p W στην οποία ήταν διαθέσιµες οι εισαγωγές. Στη συνέχεια θα δούµε αυτήν τις επιδράσεις αυτού του µέτρου αναλυτικά. Στο ιάγραµµα 1, οι καµπύλες S H και d H αντίστοιχα αντιπροσωπεύουν την εγχώρια προσφορά και ζήτηση των χωρών της ΕΟΚ. Στο ίδιο διάγραµµα, η p W, είναι η διεθνής τιµή, δηλαδή η τιµή που χρεώνουν οι παραγωγοί εκτός της ΕΟΚ για τα προϊόντα που είναι διατεθειµένοι να εξάγουν στην αγορά της ΕΟΚ και η ΜΙΡ είναι η ελάχιστη τιµή εισαγωγών εντός της ΕΟΚ δηλαδή η ελάχιστη τιµή που θα πρέπει να πληρώσουν για τα εισαγόµενα προϊόντα οι καταναλωτές που βρίσκονται εντός της ΕΟΚ. Μια και η ΜΙΡ, όπως φαίνεται στο ιάγραµµα 1, είναι υψηλότερη από την p W και χαµηλότερη από την τιµή που θα υπήρχε στην ΕΟΚ σε περίπτωση που δεν υπήρχε η δυνατότητα εισαγωγών (τιµή που καθορίζεται από το σηµείο τοµής των S H και d H ), προκύπτει ότι η εγχώρια τιµή στην ΕΟΚ µετά την επιβολή του µέτρου αυτού θα ισούται µε την ΜΙΡ ενώ πριν την επιβολή του µέτρου ήταν ίση µε p W. Επίσης, µε την επιβολή του µέτρου αυτού, η εγχώρια προσφορά αυξάνεται σε συµφωνία µε τον αρχικό στόχο της ΚΑΠ από Ζ που ήταν πριν την επιβολή του µέτρου σε Ζ. Ταυτόχρονα όµως 2
µειώνεται η εγχώρια κατανάλωση από Q που ήταν πριν την επιβολή του µέτρου σε Q. Αναφορικά µε τις εισαγωγές, το µέτρο αυτό επιφέρει εκτροπή εµπορίου και πιο συγκεκριµένα επιφέρει την µείωση των εισαγωγών από (Q - Ζ) σε (Q - Ζ ). ιάγραµµα 1 Ποιά είναι τα αποτελέσµατα της αύξησης της εγχώριας τιµής από p W σε ΜΙΡ στην ευηµερία της ΕΟΚ; Με άλλα λόγια ποια είναι τα αποτελέσµατα ευηµερίας αυτού του πρώτου µέτρου της ΚΑΠ; Το παραγωγικό πλεόνασµα αυξάνεται κατά την περιοχή Α στο ιάγραµµα 1. Το καταναλωτικό πλεόνασµα αντίθετα µειώνεται κατά τις περιοχές A+B+C+D. Ταυτόχρονα όµως υπάρχουν έσοδα για την ΕΟΚ που δίνονται από την περιοχή C και προκύπτουν από τις αντισταθµιστικές εισφορές. Η επίδραση λοιπόν στην συνολική ευηµερία είναι αρνητική. Πιο συγκεκριµένα, η συνολική ευηµερία µειώνεται κατά τις περιοχές B+D. Πρέπει να σηµειώσουµε ότι πέρα από τις παραπάνω επιδράσεις, το πρώτο µέτρο της ΚΑΠ οδήγησε σε δύο περαιτέρω στρεβλώσεις. Η πρώτη έχει να κάνει µε το ότι οι µεταβολές στις διεθνείς τιµές δεν επηρεάζουν τις τιµές αγροτικών προϊόντων στην ΕΟΚ, δηλαδή η ζήτηση για εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από την ΕΟΚ είναι 3
τελείως ανελαστική σε µεταβολές των διεθνών τιµών. Σαν αποτέλεσµα αυτής της ανελαστικότητας ακόµη και αν οι εξαγωγείς προς την ΕΟΚ µειώσουν τις τιµές τους, αυτό δεν θα επηρεάσει καθόλου τις εξαγωγές τους προς την ΕΟΚ. Οι χαµηλότερες τιµές από την πλευρά των εξαγωγέων θα οδηγήσουν σε µείωση των εσόδων τους, σε αύξηση των εισροών στον κοινοτικό προϋπολογισµό (λόγω αύξησης της αντισταθµιστικής εισφοράς), αλλά και σε αύξηση της απώλειας κοινωνικής ευηµερίας από πλευράς ΕΟΚ (λόγω της µεγαλύτερης απόστασης ανάµεσα στις διεθνείς και τις εσωτερικές τιµές). Η δεύτερη είναι ότι, λόγω της ύπαρξης της αντισταθµιστικής εισφοράς, µειώνονται οι εισαγωγές στην ΕΟΚ και αυξάνεται έτσι η προσφορά των συγκεκριµένων προϊόντων στον υπόλοιπο κόσµο. Η αύξηση αυτής της προσφοράς οδηγεί στη µείωση των διεθνών τιµών. Συνέπεια αυτού του αποτελέσµατος είναι η περαιτέρω απώλεια ευηµερίας εντός και εκτός ΕΟΚ. Οι δύο αυτές στρεβλώσεις αποτέλεσαν όπως θα δούµε στη συνέχεια (5.3.1) την κύρια αιτία για την άσκηση πίεσης εκ µέρους των εµπορικών εταίρων στο γύρο της Ουρουγουάης για µεταρρύθµιση της ΚΑΠ. Εξαιτίας της στήριξης των τιµών σε επίπεδα υψηλότερα από τα διεθνή (εξαιτίας του πρώτου µέτρου της ΚΑΠ που περιγράψαµε παραπάνω) αλλά και της ταυτόχρονης µεγάλης τεχνολογικής προόδου που παρουσιάστηκε στον αγροτικό τοµέα, η εγχώρια προσφορά αγροτικών προϊόντων στην ΕΟΚ αυξάνονταν συνεχώς κατά τη διάρκεια τόσο της δεκαετίας του 1970 όσο και της δεκαετίας του 1980 ξεπερνώντας την εγχώρια ζήτηση και καταλήγοντας στη δηµιουργία υπερβάλλουσας προσφοράς σε πολλά προϊόντα όπως τα δηµητριακά, τα γαλακτοκοµικά προϊόντα, η ζάχαρη, το κρασί, το βοδινό κρέας και κάποια φρούτα. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε στην υιοθέτηση του µηχανισµού µεσολαβητικών αγορών/εξαγωγικών επιδοτήσεων για την εσωτερική στήριξη των τιµών. Στην περίπτωση των µεσολαβητικών αγορών, οι αρµόδιες εθνικές αρχές προσφέρονται να αγοράσουν προϊόντα στην τιµή p i ( ιάγραµµα 2). Η τιµή αυτή καθορίζεται σε κοινοτικό επίπεδο και λειτουργεί στην πράξη σαν κατώτερο όριο τιµής στην αγορά (price floor) και το οποίο τίθεται σχεδόν πάντα πάνω από την τιµή εξαγωγών p X την οποία θα λάµβαναν οι αγρότες της ΕΟΚ αν εξήγαγαν το πλεόνασµα των αγροτικών προϊόντων εκτός της ΕΟΚ ( ιάγραµµα 2). Εναλλακτικά, οι αρµόδιες αρχές προσφέρουν στους εγχώριους παραγωγούς εξαγωγική επιδότηση ίση µε τη διαφορά p i p X έτσι ώστε να καταφέρουν να εξάγουν το πλεόνασµα τους. Αυτό το µέτρο δεν εφαρµόστηκε σε όλα τα αγροτικά προϊόντα, αλλά εφαρµόστηκε σε κάποια 4
από αυτά όπως στο σιτάρι, στο κριθάρι, στο αποβουτυρωµένο γάλα σε σκόνη, στο βοδινό κρέας και στο κρασί. Σε µια διαφοροποιηµένη µορφή εφαρµόστηκε επίσης σε συγκεκριµένα φρούτα, λαχανικά και ψάρια των οποίων το πλεόνασµα δεν µπορεί να αποθηκευτεί και πρέπει να καταστραφεί. ιάγραµµα 2 Στο ιάγραµµα 2 µπορούµε να δούµε τις επιδράσεις της χρήσης αυτού του µηχανισµού ο οποίος λειτουργεί σαν πρόσθετο µέτρο στο µέτρο της χρήσης της ελάχιστης τιµής εισαγωγής (MIP) σε συνδυασµό µε τις αντισταθµιστικές εισφορές που προαναφέραµε. Πριν την εφαρµογή του επιπλέον αυτού µέτρου, η εγχώρια τιµή στην ΕΟΚ ισούται µε την τιµή εξαγωγών p Χ. Αυτό ισχύει γιατί στην τιµή ΜΙΡ υπάρχει πλεόνασµα στην ΕΟΚ (µεγαλύτερη εγχώρια προσφορά από ότι εγχώρια ζήτηση) οπότε και δεν µπορεί να διατηρηθεί η εγχώρια τιµή στο ύψος της ΜΙΡ και πέφτει σε p Χ. Σε αυτήν την περίπτωση η εγχώρια προσφορά είναι ίση µε Ζ Χ και η εγχώρια κατανάλωση είναι ίση µε Q Χ. Μετά την εφαρµογή του µέτρου των µεσολαβητικών αγορών/εξαγωγικών επιδοτήσεων, η εγχώρια τιµή είναι ίση µε την ελάχιστη εγχώρια τιµή p ι. Σε αυτήν την περίπτωση η εγχώρια προσφορά αυξάνεται από Ζ Χ σε Ζ Χ ενώ η εγχώρια κατανάλωση µειώνεται από Q Χ σε Q i. Αντίστοιχα, το εγχώριο πλεόνασµα αυξάνεται από (Z X Q X ) σε (Z i Q i ). Αυτές οι επιδράσεις µε τη σειρά τους µεταφράζονται σε αύξηση του 5
παραγωγικού πλεονάσµατος κατά τις περιοχές H+I+J και σε µείωση του καταναλωτικού πλεονάσµατος κατά τις περιοχές H+I. Το πλεόνασµα, Ζ i - Q i, αγοράζεται από µεσολαβητικά καταστήµατα, το κόστος στον προϋπολογισµό που προκύπτει από την παρέµβαση αυτή αντιστοιχεί στις περιοχές I+J+K. Αυτό είναι το κόστος που προκύπτει αν όλο το πλεόνασµα, Ζ i - Q i, εξάγονταν µε τη βοήθεια µιας εξαγωγικής επιδότησης ίση µε p i - p Χ. Εναλλακτικά, το κόστος αυτό είναι η απώλεια των µεσολαβητικών αρχών από την αγορά του πλεονάσµατος σε τιµή p i και την πώληση του στο εξωτερικό από τους ίδιους σε τιµή p Χ. Συνολικά, η αύξηση στο παραγωγικό πλεόνασµα κατά τις περιοχές H+I+J µόνο µερικώς αντισταθµίζει την απώλεια µε αποτέλεσµα να έχουµε µείωση στην συνολική ευηµερία ίση κατά τις περιοχές I+K. Πρέπει να σηµειωθεί ότι το σύστηµα των µεσολαβητικών αγορών δεν µπορεί να λειτουργήσει χωρίς την εφαρµογή του µέτρου της ελάχιστης τιµής εισαγωγής ΜΙΡ αν η p i ξεπερνά την p W. Αν η ΜΙΡ δεν υπερέβαινε την p i, τότε θα ήταν επικερδής η εισαγωγή σε τιµή p W µε σκοπό την πώληση στους µεσολαβητές και θα δηµιουργούνταν έτσι µια ασταθής κατάσταση. Εποµένως, αν και στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το κύριο µέτρο στήριξης της τιµών των αγροτικών προϊόντων υπήρξε η µεσολαβητική αγορά, το µέτρο του ΜΙΡ ήταν απαραίτητο για την προστασία της λειτουργίας της µεσολαβητικής αγοράς. 5.3 ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΠ 5.3.1 Πιέσεις για Μεταρρύθµιση Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν οι βασικές πηγές πίεσης για τις µεταρρυθµίσεις της ΚΑΠ, δηλαδή οι δυνάµεις που οδήγησαν στις µεταρρυθµίσεις της ΚΑΠ. Προϋπολογιστική/ ηµοσιονοµική πίεση Το προϋπολογιστικό/δηµοσιονοµικό κόστος της ΚΑΠ αποτελούσε µια σταθερή πηγή πίεσης για την ΚΑΠ. Οι συνολικές δαπάνες που κατευθύνονταν στην ΚΑΠ έφταναν το 73% του προϋπολογισµού της ΕΟΚ το 1980 και έπεσαν στο 66% το 1989 (στην υποενότητα 5.3.2 θα περιγραφούν τα µέτρα που οδήγησαν σε αυτήν την αλλαγή). Οι µεταρρυθµίσεις που ακολούθησαν µείωσαν περαιτέρω τις δαπάνες που κατευθύνονταν στην ΚΑΠ, µε αποτέλεσµα από το 1993 και µετά αυτές να µην ξεπερνούν το 50% του προϋπολογισµού της ΕΕ. 6
Καταναλωτική πίεση Έχουν πραγµατοποιηθεί διάφορες εκτιµήσεις σχετικά µε το µέσο κόστος που επιβάλλεται στις µη αγροτικές οικογένειες της ΕΕ µέσω των υψηλότερων τιµών και των φόρων που υπάρχουν για την στήριξη της ΚΑΠ. Αυτό το κόστος κυµαίνεται ανάµεσα στα 24 και 40 ευρώ εβδοµαδιαίως για µια οικογένεια µε 4 µέλη. Μια ακόµη και τα φτωχότερα µέλη µιας κοινωνίας (αυτοί που δεν πληρώνουν φόρους λόγω χαµηλού εισοδήµατος) επιβαρύνονται µε το 60% περίπου του µέσου αυτού κόστους (µια και όλοι πρέπει να τραφούν) και τα µεγάλα αγροκτήµατα και γενικότερα οι πλουσιότεροι αγρότες επωφελούνται περισσότερο από την ΚΑΠ, η ΚΑΠ έχει δικαίως επικριθεί για την µεταβίβαση πόρων από τα φτωχότερα µέλη της κοινωνίας σε κάποια άλλα µέλη τα οποία είναι σχετικά ευκατάστατοι (αν και υπάρχουν και φτωχοί αγρότες στην ΕΕ). Αν και το παραπάνω γεγονός είναι γενικά αποδεκτό, η πολιτική οµάδα πίεσης για τα συµφέροντα των καταναλωτών δεν έχει αποκτήσει το ίδιο βάρος επίδρασης όσο η οµάδα πίεσης των αγροτών και της αγροτικής βιοµηχανίας η οποία έχει κεντρική θέση στις διαπραγµατεύσεις για την αγροτική πολιτική. Συνεπώς, είναι σε µεγάλο βαθµό στα χέρια των ακαδηµαϊκών και ειδικά των οικονοµολόγων η υποστήριξη ότι η ΚΑΠ πρέπει να µεταρρυθµιστεί στη βάση του υπερβολικού κόστους της για τις µη αγροτικές οικογένειες (που είναι καταναλωτές και φορολογούµενοι). Εξωτερική πίεση: Ο γύρος της Ουρουγουάη της GATT Η ΚΑΠ οδήγησε στην προοδευτική αύξηση των στρεβλώσεων εµπορίου µέχρι το 1990. Πιο συγκεκριµένα, στα σηµαντικότερα αγροτικά προϊόντα (π.χ. σιτάρι, βούτυρο, βοδινό κρέας), παρουσιάστηκε είτε µεγάλη αύξηση στις καθαρές εξαγωγές της ΕΟΚ ανάµεσα στο 1973 και το 1992 είτε, ακόµη πιο εντυπωσιακά, µεταβολή της ΕΟΚ από καθαρό εισαγωγέα σε καθαρό εξαγωγέα. Οι χώρες µη-µελή της ΕΟΚ που ήταν εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων υπέφεραν τόσο από τον περιορισµό της αγοράς της ΕΕ λόγω της αρχής της Κοινοτικής προτίµησης εντός της αγοράς της ΕΕ αλλά και από το γεγονός ότι είχαν να αντιµετωπίσουν αυξηµένο ανταγωνισµό στις άλλες αγορές από τις επιδοτούµενες εξαγωγές της ΕΕ. Η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, για παράδειγµα, επηρεάστηκαν αρνητικά από την είσοδο του Ηνωµένου Βασιλείου στην ΕΟΚ καθώς και οι ΗΠΑ (που αποτελούν τον µεγαλύτερο εξαγωγέα αγροτικών προϊόντων στον 7
κόσµο) υπέφεραν, ειδικότερα στην αρχή της δεκαετίας του 1980, πριν την έναρξη δηλαδή του γύρου διαπραγµατεύσεων της Ουρουγουάης της GATT το 1986. Οι ανησυχίες των ΗΠΑ σχετικά µε την ΚΑΠ είναι προφανείς από το γεγονός ότι αν και οι ΗΠΑ ήταν αυτές που επέµεναν να µην συµπεριληφθεί η αγροτική πολιτική στους πρώτους γύρους διαπραγµατεύσεων και συµφωνιών της GATT, στο γύρο των διαπραγµατεύσεων της Ουρουγουάης, η αγροτική πολιτική όχι µόνο αποτελούσε ένα από τα 15 διαπραγµατευτικά θέµατα αλλά και οι ΗΠΑ δήλωναν ότι χωρίς ικανοποιητική διευθέτηση του αγροτικού θέµατος, δεν θα υπόγραφαν την συµφωνία της GATT. Στην προσπάθεια τους οι ΗΠΑ να πετύχουν την δραστική µείωση των πολιτικών αγροτικής στήριξης είχαν την υποστήριξη και άλλων χωρών εξαγωγές αγροτικών προϊόντων όπως η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Κατά τη διάρκεια του γύρου της Ουρουγουάης, οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να χαλαρώσουν την θέση τους και συµφώνησαν να δεχτούν ότι συγκεκριµένα είδη στήριξης µπορούσαν να επιτραπούν. Αυτά περιλάµβαναν πληρωµές στήριξης τις οποίες δικαιούνταν να πάρουν οι αγρότες µόνο αν υιοθετήσουν συγκεκριµένα µέτρα περιορισµού της προσφοράς όπως η αγρανάπαυση (δηλαδή η µη χρήση ενός µέρους γης που ήταν καλλιεργήσιµη πριν). Η αποδοχή τέτοιου είδους µέτρων αποδείχθηκε τελικά κρίσιµη για την κάλυψη του χάσµατος µεταξύ των θέσεων των ΗΠΑ και της ΕΟΚ και οι µεταρρυθµίσεις MacSharry της ΚΑΠ που έγιναν το 1992 (υπενότητα 5.3.3), πριν δηλαδή ολοκληρωθεί ο γύρος της Ουρουγουάης (1994) έγιναν αποδεκτές σαν τη βάση για την τήρηση των δεσµεύσεων της ΕΕ. Περιβαλλοντική πίεση Καθώς η αγροτική παραγωγή στην Ευρώπη εντάθηκε µετά το 1969 εµφανίστηκαν ανησυχίες για τις επιδράσεις της στο περιβάλλον. Το µέγεθος των αγρών αυξήθηκε µε την εξάλειψη δέντρων και την εκκαθάριση µικρών δεντρόφυτων περιοχών. Τα θηλαστικά, πουλιά και ψάρια επηρεάστηκαν αρνητικά από την µεγάλη χρήση µικροβιοκτόνων κάποια από τα οποία οδηγούν στην δηµιουργία καταστροφικής συσσώρευσης τοξικών µειγµάτων στην τροφική αλυσίδα, κ.α. Στο βαθµό που οι περισσότερες από τις περιβαλλοντικές ανησυχίες είναι συνέπεια της εντατικοποίησης της παραγωγής, η οποία αυτοπαρακινήθηκε από την πολιτική 8
στήριξης τιµών της ΕΕ, διάφορες ισχυρές οµάδες περιβαλλοντικής πίεσης έκαναν την εµφάνιση τους ζητώντας την µεταρρύθµιση της ΚΑΠ. Παρόλα αυτά, πριν από τις µεταρρυθµίσεις του 1992, τα περιβαλλοντικά µέτρα που υπήρχαν µέσα στα πλαίσια της ΚΑΠ ήταν περιορισµένα. Αυτά τα µέτρα όµως παίζουν ακόµη πιο σηµαντικό ρόλο στις πιο πρόσφατες µεταρρυθµίσεις της ΚΑΠ (υποενότητα 5.3.4). 5.3.2 Αρχικές Μεταρρυθµίσεις της ΚΑΠ Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 πραγµατοποιήθηκαν οι πρώτες σηµαντικές αλλαγές στην ΚΑΠ οι οποίες στόχευαν στην µείωση είτε των τιµών των προϊόντων είτε των ποσοτήτων για τις οποίες ίσχυαν οι υψηλές τιµές. Οι αλλαγές αυτές περιλάµβαναν κυρίως την εισαγωγή τριών νέων µηχανισµών ελέγχου της προσφοράς. Ο πρώτος από αυτούς του µηχανισµούς ήταν οι ποσοστώσεις (ίσχυαν για τη ζάχαρη και εφαρµόστηκαν το 1984 και στην παραγωγή γάλακτος), ο δεύτερος ήταν τα τέλη συνυπευθυνότητας (αποτελούσαν ουσιαστικά φόρους στους παραγωγούς γάλακτος και σιτηρών) και ο τρίτος ήταν οι σταθεροποιητές σύµφωνα µε τους οποίους η τιµή του προϊόντος µειωνόταν αν η παραγωγή του ξεπερνούσε ένα προκαθορισµένο όριο. Στη συνέχεια θα επικεντρωθούµε στην ανάλυση των ποσοστώσεων οι οποίες συνεχίζουν να υπάρχουν και υποστηρίζεται ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν τουλάχιστον µέχρι το 2014-15. ιαβάστε λεπτοµερώς ΟΛΗ την ανάλυση των ποσοστώσεων στις σελίδες 250-253 στο βιβλίο των Γεωργακόπουλου και Τσακαλώτου. 5.3.3 Μεταρρυθµίσεις McSharry Οι αποκαλούµενες µεταρρυθµίσεις McSharry (πήραν την ονοµασία τους από τον Επίτροπο της ΕΕ) υιοθετήθηκαν το 1992 και µπήκαν σε εφαρµογή το 1993/1994. ιαβάστε λεπτοµερώς ΟΛΗ την ανάλυση των µεταρρυθµίσεων στις σελίδες 253-259 στο βιβλίο των Γεωργακόπουλου και Τσακαλώτου (όλη η ενότητα µε τίτλο Η µεταρρύθµιση του 1992 ). 5.3.4 Πιο Πρόσφατες Μεταρρυθµίσεις και το Μέλλον της ΚΑΠ 9
Οι µεταρρυθµίσεις McSharry της ΚΑΠ ουσιαστικά εφαρµόστηκαν χωρίς καµιά αλλαγή µέχρι το 1999. Το 2000-2001 ένα νέο πακέτο αλλαγών/µεταρρυθµίσεων συµφωνήθηκε µε την ονοµασία Ατζέντα 2000. Σύµφωνα µε τις µεταρρυθµίσεις του πακέτου Ατζέντα 2000, η τιµή παρέµβασης για τα δηµητριακά προϊόντα (σιτηρά κλπ) µειώθηκε κατά 15%. Η µείωση αυτή αντισταθµίστηκε µερικώς από την αύξηση των αποζηµιώσεων αγρανάπαυσης για τα δηµητριακά. Μειώθηκε επίσης κατά 20% η τιµή παρέµβασης για το βοδινό κρέας ενώ οι διάφορες αµοιβές που δίνονταν στην περίπτωση του βοδινού κρέατος αυξήθηκαν για να αντισταθµίσουν µερικώς την µείωση της τιµής παρέµβασης. Περιέργως το καθεστώς για τα γαλακτοκοµικά προϊόντα παρέµεινε αµετάλλακτο. Γενικότερα, οι αλλαγές του Ατζέντα 2000 κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της µεταβολής από το σύστηµα της στήριξης τιµών στις απευθείας επιδοτήσεις, µια µεταβολή που ξεκίνησε ήδη από τις µεταρρυθµίσεις McSharry το 1992. Οι µεταρρυθµίσεις του πακέτου Ατζέντα 2000 έδιναν περισσότερη έµφαση σε περιβαλλοντικούς στόχους. Απαιτούσε από τα κράτη-µέλη να πάρουν µια σειρά από περιβαλλοντικά µέτρα ενισχύοντας τα περιβαλλοντικά κριτήρια που θα χρησιµοποιούν για τις απευθείας επιδοτήσεις. Επίσης οι µεταρρυθµίσεις αυτές έδιναν περισσότερη ελευθερία στα κράτη-µέλη σε µια σειρά από περιοχές όπως στην φορολόγηση των απευθείας επιδοτήσεων και στη χρήση των όποιων εσόδων προέκυπταν για τη χρηµατοδότηση είτε περιβαλλοντικών σκοπών είτε άλλων σκοπών όπως η πρόωρη συνταξιοδότηση. Γενικότερα, οι µεταρρυθµίσεις του πακέτου Ατζέντα 2000 µπορεί να θεωρηθούν ως ένα βήµα προς την κατεύθυνση της επανεθνικοποίησης της αγροτικής πολιτικής. Το 2004 τα µέλη της ΕΕ αυξήθηκαν σε 25 και το 2007 σε 28. Τα περισσότερα από τα κράτη που προστέθηκαν βασίζονται περισσότερο στον αγροτικό τοµέα από τα παλαιότερα κράτη-µέλη της ΕΕ. Πιο συγκεκριµένα, τα 10 νέα κράτη που προστέθηκαν το 2004, οδήγησαν σε αύξηση του πληθυσµού της ΕΕ κατά περίπου 19% και σε αύξηση της αγροτικής έκτασης της ΕΕ κατά 28%. Για τα νέα λοιπόν αυτά κράτη-µέλη, οι όροι της εισόδου τους στην ΚΑΠ αποτελούσε πολύ σηµαντικό θέµα. Αρχικά δεν ήταν ξεκάθαρο αν το σύστηµα στήριξης της ΚΑΠ θα επεκταθεί πλήρως και στα νέα κράτη- µέλη. Τελικά αποφασίστηκε η πλήρης είσοδος τους στην ΚΑΠ µέσω της σταδιακής συµµετοχής τους στις απευθείας επιδοτήσεις, ξεκινώντας από το 25% αυτών των 10
επιδοτήσεων και φτάνοντας στο 100% του επίπέδου που ισχύει για τα υπόλοιπα κράτη- µέλη µέχρι το 2013. Προφανώς αυτές οι δεσµεύσεις µείωσαν τις δυνατότητες για την πραγµατοποίηση µιας ευρύτερης µεταρρύθµιση της ΚΑΠ, που πιθανώς επιθυµούσε η ΕΕ, πριν το 2013. Μια σηµαντική απόφαση της ΕΕ που πάρθηκε το 2005 ήταν η συνένωση όλων των απευθείας επιδοτήσεων της ΚΑΠ σε µια Ενιαία Αποδεσµευτική Ενίσχυση (Single Farm Payment) ανά εκµετάλλευση. Πιο συγκεκριµένα, µέχρι το 2005, µια συγκεκριµένη αγροτική έκταση µπορεί να λάµβανε αποζηµίωση για την αγρανάπαυση, επιδότηση για βοδινό κρεάς ή και επιδότηση για κάποιο άλλο αγροτικό προϊόν. Με την εφαρµογή της Ενιαίας Αποδεσµευτικής Ενίσχυσης όλες αυτές οι επιδοτήσεις συνενώνονται σε µία για κάθε αγροτική έκταση (µια επιδότηση ανά εκµετάλλευση) βασισµένη σε ότι δικαιούνταν στο τέλος του αγροτικού έτους 2004-2005. Το ποσό αυτό της επιδότησης δεν θα µεταβληθεί στο µέλλον. Ταυτόχρονα, το 2001 ξεκίνησε ο γύρος διαπραγµατεύσεων Doha για τον ΠΟΕ (Παγκόσµιο Οργανισµό Εµπορίου) ο οποίος δεν έχει ολοκληρωθεί ακόµη, στα πλαίσια του οποίου προβλέπεται να παρθούν µια σειρά από αποφάσεις σχετικά µε την αγροτική πολιτική. Χαρακτηριστικά αναφέρουµε ότι στο προσχέδιο της τελικής συµφωνίας το εκέµβριο του 2005 ένα από τα µέτρα που συµφωνήθηκε ήταν η κατάργηση όλων των εξαγωγικών επιδοτήσεων µέχρι το 2013. 11