ιασφάλιση Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ευρώπη The quality of a university study programme is defined not only by a great many aspects relating to the content and organisation of the curriculum, but also by the people who look at it-the students and graduates, the faculty, the academic world, the Higher Education Inspectorate and the Ministry of Education, and by organizations in society, including future employers. Protocol for the External Assessment of Educational Programmes 2000-20005 VSNU, Holland Εισαγωγή Σήµερα βασική διαδικασία, σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης, στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης αποτελεί η Αξιολόγηση ή η Πιστοποίηση Προγραµµάτων Σπουδών ή/και Ιδρυµάτων. Μερικά χρόνια πριν οι διαδικασίες αυτές ήταν άγνωστες για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, εφαρµοζόµενες µόνο στις ΗΠΑ. Γιατί άραγε συµβαίνει αυτό; Είναι γιατί τυφλά ακολουθούµε πρότυπα και ορολογία βόρειας Αµερικής αγνοώντας το γεγονός ότι λειτουργούµε σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο; Είναι µήπως γιατί µικρές οµάδες γραφειοκρατών οχυρωµένες στις Εθνικές Επιτροπές ιασφάλισης Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση κάθε χώρας θέλουν να σταθεροποιήσουν και να επεκτείνουν την ισχύ τους στο Πανεπιστηµιακό Σύστηµα; Ή είναι ένας τρόπος ώστε η «θέληση της αγοράς» να επιβάλει έµµεσα τους δικούς της κανόνες στην Ανώτατη Εκπαίδευση; Ισως υπάρχει σπόρος αλήθειας σ αυτά. Αλλά είναι αλήθεια επίσης ότι τα τελευταία χρόνια συνετελέστει µία προφανής αναγκαστική αλλαγή στη σχέση µεταξύ της κεντρικής εξουσίας (κυβέρνησης) και του συστήµατος της Ανωτάτης Εκπαίδευσης που οδήγησε στην εφαρµογή της Αξιολόγησης ή/και Πιστοποίησης Σπουδών και Ιδρυµάτων. Αυτή η αλλαγή προέκυψε όταν συνειδητοποιήθηκε ότι τα συστήµατα του κλειστού (κρατικού) ελέγχου και έγκρισης (πιστοποίησης;) των διαδικασιών λειτουργίας και προγραµµάτων σπουδών δεν µπόρεσαν να ελέγξουν την πολλαπλή ανάπτυξη και παγκόσµια επέκταση του συστήµατος. Η αύξηση του αριθµού σπουδαστών κυρίως στις δεκαετίες 1980 και 1990 (στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ο αριθµός φοιτητών στην Ανωτάτη Εκπαίδευση αυξήθηκε κατά περίπου 40%) συνοδεύτηκε από εγκρίσεις νέων προγραµµάτων ή και νέων Πανεπιστηµίων, χωρίς ανάλογη χρηµατοδότηση. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας 1980 εθεωρείτο ότι η ανάπτυξη του συστήµατος θα µπορούσε να ελεγχθεί µέσω «προγραµµάτων 3 ή 4 ετών» εγκεκριµένων από το Υπουργείο, χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσµατα. Ετσι, γύρω στο 1995 θεωρήθηκε, ότι για να ελεγχθεί η επέκταση του Πανεπιστηµιακού Συστήµατος ήταν αρκετό να δοθεί στα Πανεπιστήµια η ελευθερία να διαχειρίζονται τους πόρους τους (συνολική κρατική χρηµατοδότηση) και να επιλέγουν ελεύθερα την στρατηγική τους, ελεγχόµενα αλλά και χρηµατοδοτούµενα 1
ως προς τα αντικειµενικά αποτελέσµατα των δραστηριοτήτων τους. Αποτέλεσµα τα Ιδρύµατα να ανταγωνίζονται για περισσότερα χρήµατα και «καλλίτερα αποτελέσµατα» (π.χ. µεγαλύτερο αριθµό εισακτέων, περισσότεροι απόφοιτοι). Αυτός ο ανταγωνισµός όµως µπορεί να οδηγήσει σε όχι θετικά (ποιοτικά) αποτελέσµατα, οπότε χρειάζεται παρέµβαση από την κεντρική εξουσία ώστε οι παρεχόµενες υπηρεσίες από τα Ιδρύµατα να «πιστοποιούνται». ηλαδή µια κεντρική αρχή (Εθνική Επιτροπή ιασφάλισης Ποιότητας) θα πρέπει να προσδιορίζει τους βασικούς κανόνες και τις βασικές διαδικασίες βάσει των οποίων «τα αντικειµενικά αποτελέσµατα» αλλά και τα ίδια τα Ιδρύµατα της Ανώτατης Εκπαίδευσης θα πρέπει να αξιολογούνται και να πιστοποιούνται. Ταυτόχρονα η ελεύθερη διακίνηση φοιτητών, διδασκόντων και κυρίως εργαζοµένων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης επέβαλαν ακόµα µια επιπλέον παράµετρο, την «Ευρωπαϊκή ιάσταση» της Ανώτατης Εκπαίδευσης στα κράτη µέλη της, µε σκοπό την καθιέρωση µιας ποιοτικής Ευρωπαϊκής Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η ιασφάλιση της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ευρώπη Πρωτοπόρες χώρες στην υτική Ευρώπη, γύρω στα 1985, υπήρξαν το Ηνωµένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ολλανδία. Η ανία ήταν η πρώτη χώρα που ακολούθησε (1990) και στη συνέχεια το «κίνηµα ποιότητας» ξαπλώθηκε στην υπόλοιπη υτική Ευρώπη µε διαφορετικά κίνητρα. Στις Σκανδιναβικές χώρες ήταν η επιθυµία για µαζική ποιοτική εκπαίδευση, µε την δηµιουργία νέων περιφερειακών Ιδρυµάτων και νέων προγραµµάτων σπουδών, ενώ στην Ολλανδία και αργότερα στην Γερµανία και Ιταλία για βελτίωση της αποδοτικότητας των Ιδρυµάτων. Καταγραφή του 1998 έδειχνε ότι όλες σχεδόν οι υτικές Ευρωπαϊκές χώρες είχαν Εθνική Πολιτική για εκτίµηση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Αξιοσηµείωτες εξαιρέσεις η Γερµανία, η Ελλάδα και η Ιταλία. Σήµερα όλες οι χώρες της Ευρώπης, εκτός της Ελλάδας, έχουν ιδρύσει Εθνικά Συστή- µατα ιασφάλισης της Ποιότητας σύµφωνα µε την σχετική Σύσταση του Συµβουλίου των Υπουργών (1998), θεωρώντας τα ως θεµελιώδες χαρακτηριστικό της Ανώτατης Εκπαίδευσής τους. Τα Ιδρύµατα ενθαρρύνονται να δηµιουργήσουν τον δικό τους εσωτερικό µηχανισµό διασφάλισης της ποιότητας, που θα βάλει και τις βάσεις για εξωτερική αξιολόγηση. Οι Εθνικές Επιτροπές ιασφάλισης της Ποιότητας διακρίνονται ως προς τον ορισµό τους και στο που αναφέρονται (ιδιοκτησία) τον σκοπό, τον ρόλο τους και τις ενέργειές τους, καθώς και αν είναι κοινές για το Πανεπιστηµιακό και Τεχνολογικό τοµέα ή όχι. Ετσι υπάρχουν διάφορα µοντέλα στις διάφορες χώρες, ενώ µερικές χώρες έχουν περισσότερες από µία επιτροπές επιφορτισµένες η κάθε µία µε διαφορετικό αντικείµενο π.χ. αξιολόγηση ή πιστοποίηση. Άλλες επιτροπές συµµετέχουν σ αυτές τις διαδικασίες, ενώ άλλες απλώς καθορίζουν το πλαίσιο και βοηθούν τα Ιδρύµατα. Στη Γαλλία, Ηνωµένο Βασίλειο και Σλοβακία η ευθύνη (accountability) έναντι της κοινωνίας αποτελεί τον κύριο προσανατολισµό της εξωτερικής αξιολόγησης, ενώ οι υπόλοιπες χώρες θεωρούν την βελτίωση και ανάπτυξη της ποιότητας. 2
Το Συµβούλιο της Ευρώπης δηλώνει ότι «η αυτονοµία και ανεξαρτησία της δοµής και λειτουργίας των επιτροπών ή οργανισµών ιασφάλισης Ποιότητας (όσον αφορά διαδικασίες και µεθόδους) συµβάλουν στην αποτελεσµατικότητα των διαδικασιών της διασφάλισης ποιότητας και στην αποδοχή (αξιοπιστία) των αποτελεσµάτων». Από την άλλη µεριά είναι γενικά παραδεκτό ότι οι Επιτροπές αυτές θα πρέπει να λειτουργούν σε στενή συνεργασία µε την ακαδηµαϊκή κοινότητα και να λαµβάνει υπόψη τις ανάγκες της κοινωνίας, της πολιτείας, των σπουδαστών, των γονέων και της αγοράς εργασίας. ίπλα σε αυτές τις Εθνικές ή τις Περιφερειακές Επιτροπές υπάρχουν και τα Επαγγελµατικά Επιµελητήρια (π.χ. µηχανικών, λογιστών) τα οποία υπήρχαν πολύ πριν την σύσταση του Συµβουλίου της Ευρώπης και ο τρόπος λειτουργίας τους δεν έχει επηρεαστεί από αυτήν. Υπάρχουν οκτώ διακριτοί τύποι αξιολόγησης ή πιστοποίησης: Αξιολόγηση θέµατος, προγράµµατος ή Ιδρύµατος. Πιστοποίηση προγράµµατος, Ιδρύµατος και audit Ιδρύ- µατος (έλεγχος µηχανισµού διασφάλισης και ποιότητας στο Ιδρυµα), καθώς και benchmarking θέµατος και προγράµµατος. Το πιο συνηθισµένο παραµένει η αξιολόγηση προγράµµατος, ακολουθεί η πιστοποίηση προγράµµατος και έπεται η διαδικασία Audit Ιδρύµατος. Τελευταία υπάρχει ενδιαφέρον και για benchmarking προγράµµατος ή θέµατος, αποβλέποντας στην καλλίτερη πρακτική σε δοσµένο αντικείµενο (π.χ., η διδασκαλία της Φυσικής). Γενικά υπάρχει τάση για περισσότερη ποικιλία στους τύπους αξιολόγησης και οι περισσότερες Επιτροπές χρησιµοποιούν περισσότερους από ένα τύπο αξιολόγησης. Η µεθοδολογία και τα κριτήρια που χρησιµοποιούν τα διάφορα συστήµατα διασφάλισης της ποιότητας παρουσιάζουν κοινά σηµεία αλλά µπορούν να διαφέρουν ανάλογα µε το Εθνικό ή Ιδρυµατικό πλαίσιο. Τα κριτήρια είναι στενά συνδεδεµένα, µε τους στόχους που έχει θέσει κάθε Ιδρυµα σε σχέση µε τις ανάγκες της κοινωνίας και της αγοράς εργασίας. Η καταγραφή του ENQA δείχνει ότι υπάρχει µία καθαρή µετατόπιση από την αξιολόγηση ως προς τους δηλωµένους στόχους του Ιδρύµατος, προς την χρήση περισσότερο εξωτερικών αντικειµενικών κριτηρίων και standards τόσο στην αξιολόγηση όσο και στην πιστοποίηση. Τα κριτήρια αυτά µπορούν να δηλώνουν τα κατώτερα ή τα µεσαία όρια ή και ανωτέρων αξιώσεων standards που αποβλέπουν σε διάκριση αριστείου. Τα standards είναι κριτήρια ή σηµεία αναφοράς που χρησιµοποιούνται από τους Οργανισµούς όταν αξιολογούν ή πιστοποιούν ένα πρόγραµµα ή ένα Ιδρυµα, ανακοινώνονται εκ των προτέρων προς το Ιδρυµα και συµβάλουν στην αύξηση της διαφάνειας και της συγκρισιµότητας στην Ευρώπη. Βοηθούν να τονίσουν οµοιότητες και διαφορές µεταξύ των προγραµµάτων σπουδών χωρίς να τα εναρµονίζουν. Τα Ιδρύµατα ανώτατης εκπαίδευσης πρέπει να έχουν την ελευθερία να διαφέρουν, να καινοτοµούν και να προχωρούν πέρα από ό,τι περιγράφεται από τη συµφωνηµένη οµάδα standards, τα οποία επίσης θα πρέπει να αναπροσαρµόζονται διαρκώς ώστε να συµβαδίζουν µε την εξέλιξη των επιστηµών και τις αλλαγές στις ανάγκες της κοινωνίας. 3
Πολύ σηµαντική θεωρείται η εσωτερική αξιολόγηση, η οποία είναι και προαπαιτού- µενο για τους περισσότερους τύπους αξιολόγησης και πιστοποίησης. Η οµάδα αυτόαξιολόγησης αποτελείται συνήθως από µέλη της ιοίκησης και του εκπαιδευτικού προσωπικού. Η συµµετοχή διοικητικών υπαλλήλων και σπουδαστών ποικίλει. Ολες οι Εθνικές Επιτροπές χρησιµοποιούν εξωτερικούς αξιολογητές και πολύ συχνά ειδικοί εκτός της χώρας συµπεριλαµβάνονται στον κατάλογο αξιολογητών, ιδιαίτερα από γειτονικές χώρες που µοιράζονται στην ίδια γλώσσα. ιακεκριµένοι επαγγελ- µατίες αναφέρεται ότι µετέχουν στις µισές των περιπτώσεων ενώ επαγγελµατικά σωµατεία, σπουδαστές και µεταπτυχιακοί σπουδαστές πολύ λιγότερο. Οι εκθέσεις δηµοσιεύονται στις περισσότερες αλλά όχι σε όλες τις περιπτώσεις αξιολόγησης και πιστοποίησης. Συνηθισµένη πρακτική είναι να συµβουλεύονται τα Ιδρύµατα που αξιολογούνται πριν την δηµοσίευση των εκθέσεων. Κατά το 74% των περιπτώσεων τα Ιδρύµατα αναλαµβάνουν την ευθύνη για τις απαιτούµενες ενέργειες (follow-up) που επιβάλουν οι συστάσεις της έκθεσης. Κατά 50% των περιπτώσεων η ευθύνη αυτή µοιράζεται µε τις Εθνικές Επιτροπές και την Κυβέρνηση. Μέχρι σήµερα οι διαδικασίες εσωτερικής αξιολόγησης δεν έχουν αναπτυχθεί τόσο πολύ ώστε να καταστήσουν την εξωτερική αξιολόγηση περιτή. Η τελική πρόκληση για την διασφάλιση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ευρώπη συνίσταται στην δηµιουργία διαδικασιών διαφάνειας ανταλλαγής καλών πρακτικών και ικανού αριθµού κοινών κριτηρίων που θα επιτρέψουν την αµοιβαία αναγνώριση συστηµάτων διασφάλισης ποιότητας. Ευρωπαϊκή συνεργασία Πολλές χώρες συµµετέχουν σε διαφορετικό βαθµό σε διµερείς ή πολυµερείς Ευρωπαϊκές και παγκόσµιες συνεργασίες στη διασφάλιση της ποιότητας και στην πιστοποίηση. Οι διεθνείς αυτές πρωτοβουλίες έχουν παρόµοιους αντικειµενικούς σκοπούς: να αναγνωρίσουν συγκρίσιµα κριτήρια και µεθοδολογίες και να ενισχύσουν την καλή λειτουργία των οργανισµών ποιότητας µε σκοπό να επιτύχουν περισσότερη διαφάνεια και τελικά την αµοιβαία αναγνώριση των συστηµάτων διασφάλισης της ποιότητας. Στο πλαίσιο αυτό οι Επιτροπές ιασφάλισης της Ποιότητας και οι αρχές Ανώτατης Εκπαίδευσης από δώδεκα χώρες της Ευρώπης έχουν αποφασίσει να δηµιουργήσουν την «Ενωση Πρωτοβουλίας για την Ποιότητας» (Joint Quality Initiative), ένα άτυπο δίκτυο που συνεργάζεται σε θέµατα διασφάλισης της ποιότητας και πιστοποίησης στα προγράµµατα (bachelor και master). Επίσης 13 οργανισµοί από οκτώ χώρες έχουν αποφασίσει να ιδρύουν the European Consortium for Accreditation (ECA) που εστιάζει σε θέµατα πιστοποίησης των διαδικασιών διασφάλισης ποιότητας µε σκοπό την αµοιβαία αναγνώριση των Συστηµάτων ιασφάλισης της Ποιότητας και των κρίσεών τους µέχρι το 2007. Πρέπει να αναφερθεί επίσης το δίκτυο Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης Οργανισµών ιασφάλισης Ποιότητας (CEE Network) αποτελούµενο από τις αντίστοιχες επιτροπές 18 χωρών, ενώ οι πέντε Σκανδιναβικές χώρες απεφάσισαν το 2003 να σχηµατοποιήσουν την συνεργασία τους σε ένα δίκτυο (Nordic Quality Assurance Network in Higher Education). Ολες οι παραπάνω οµάδες θεωρούνται µέλη του ευρύτερου Ευρωπαϊκού ικτύου ιασφάλισης της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση ENQA (European Network for Quality Assurance). 4
Το ENQA ιδρύθηκε το 1999, µε απόφαση του συµβουλίου Υπουργών Παιδείας. Μέλη του, οι Εθνικές Επιτροπές καθώς και όλες οι επιτροπές που εκτελούν αξιολόγηση ή/και πιστοποίηση στην Ευρώπη και αντικείµενο να ενθαρρύνει την ανταλλαγή πληροφοριών, εµπειριών και καλών πρακτικών, να συµβουλεύει και να υποστηρίζει τα Ιδρύµατα που θέλουν να συνεργαστούν στην ιασφάλιση ποιότητας σε δια-κρατική βάση, να προωθήσει επαφές µε ειδικούς από την διεθνή κοινότητα καθώς και να εκπαιδεύσει προσωπικό γραφείων διασφάλισης της ποιότητας στις νέες εξελίξεις. Η Ελλάδα είναι µέλος-παρατηρητής, αφού δεν έχει αντίστοιχη Εθνική Επιτροπή. Η Ευρωπαϊκή Οργάνωση Πανεπιστηµίων (EUA) ιδρύθηκε το 2001, και στην διακήρυξή της τονίζει την σπουδαιότητα της ποιότητας των Ευρωπαϊκών Πανεπιστηµίων και θεωρεί την Ποιότητα, την Ευθύνη και την Αυτονοµία, ως τους τρεις άξονες κλειδιά λειτουργίας και ευθύνης των Πανεπιστηµίων προς την κοινωνία και το ηµόσιο. Στην πρόταση πλαίσιο για την προώθηση της Ευρωπαϊκής ιάστασης στην διασφάλιση της ποιότητας τονίζει Τον βασικό ρόλο του Ιδρύµατος για την επίτευξη ποιότητας και επιτυγχάνεται µόνο αν το Ιδρυµα έχει αναπτύξει και ολοκληρώσει µια δυνατή εσωτερική κουλτούρα ποιότητας που προωθεί ενεργά την ποιότητα σε όλες της τις δράσεις. Την ανάγκη αναγνώρισης και ενίσχυσης της καινοτοµίας και της διαφορετικότητας Την ανάγκη ενίσχυσης της διαφάνειας, της αµοιβαίας εµπιστοσύνης και σε κάποιο λογικό βαθµό την σύγκλιση των διαδικασιών της διασφάλισης ποιότητας σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Την ανάγκη να µετέχει η Ευρώπη και να επηρεάζει τον διεθνή διάλογο διασφάλισης της ποιότητας και ότι: Ιδανικά, οι διαδικασίες αξιολόγησης της διασφάλισης της ποιότητας θα πρέπει να εστιάζονται στον έλεγχο (audit) ότι οι εσωτερικές διαδικασίες γίνονται αποδοτικά µέσα από ένα µηχανισµό ελέγχων του Ιδρύµατος. Η EUA έχει αναπτύξει σηµαντική δραστηριότητα ως εξωτερικός κυρίως αξιολογητής (audit) σε πολλά Πανεπιστήµια σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, όπως και στην Ελλάδα. Οι υπουργοί Παιδείας της Ε.Ε. στο ανακοινωθέν του Βερολίνου (Σεπτ. 2003) : εσµεύθηκαν να ενισχύσουν ακόµα περισσότερο την ιασφάλιση Ποιότητας σε Ιδρυµατικό, Εθνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπογράµµισαν την ανάγκη ανάπτυξης αµοιβαίων κριτηρίων και µεθοδολογίας για ιασφάλιση Ποιότητας και την διαπίστωση ότι µαζί µε την αρχή της αυτονοµίας τους κύρια ευθύνη για ιασφάλιση Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση έχει το κάθε Ιδρυµα. 5
Κάλεσαν την ENQA, µέσω των µελών της και σε συνεργασία µε την EUA, EURASHE και ESIB να αναπτύξουν ένα κοινά αποδεκτό set of standards διαδικασιών και οδηγιών για την ιασφάλιση Ποιότητας, να διερευνήσουν τρόπους ενός κατάλληλου peer review system για ιασφάλιση Ποιότητας και τους οργανισµούς πιστοποίησης και να κάνουν σχετική αναφορά το 2005. Συµφώνησαν ότι µέχρι το 2005 τα Εθνικά Συστήµατα.Π. θα πρέπει να περιέχουν: Προσδιορισµό των ευθυνών των οργανισµών και Ιδρυµάτων, αξιολόγηση των προγραµµάτων των Ιδρυµάτων που να αποτελείται από εσωτερική αποτίµηση εξωτερική αξιολόγηση και δηµοσίευση των αποτελεσµάτων µε συµµετοχή των σπουδαστών, σύστηµα πιστοποίησης και διεθνή συµµετοχή, συνεργασία και δικτύωση. Η καταγραφή στο τέλος του 2003 στην Ευρώπη, δείχνει ότι το 80% των Ιδρυµάτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης έχουν υποστεί κάποιας µορφής (αξιολόγηση ποιότητας ή πιστοποίηση) διαδικασία εξωτερικού ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας. Το 82% των ιοικήσεων των Ιδρυµάτων ανέφεραν ότι έχουν εσωτερικές διαδικασίες για να παρακολουθούν την ποιότητα διδασκαλίας, ενώ 53% έχουν εσωτερικό µηχανισµό για την ποιότητα της έρευνας. Μόνο το 25% έχουν αναφέρει διαδικασίες για τον έλεγχο άλλων διαδικασιών εκτός της διδασκαλίας και της έρευνας. Το 50% των Ιδρυµάτων θα καλωσόριζε ένα Πανευρωπαϊκό οργανισµό πιστοποίησης. Στην Ελλάδα η λέξη «αξιολόγηση» στο χώρο της Ανώτατης Παιδείας ήταν «απαγορευµένη» µέχρι το 1990. Προσπάθειες του ΥΠΕΠΘ το 1992 και 1995 συνάντησαν την σθεναρή αντίδραση των Ιδρυµάτων. Η πρώτη αξιολόγηση Τµηµάτων Ελληνικών Ιδρυµάτων έγινε το 1994 σε ένα πιλοτικό Ευρωπαϊκό Πρόγραµµα. Από το 1997 µέχρι σήµερα έχουν αξιολογηθεί περίπου τα 2/3 των Πανεπιστηµίων και αρκετά Τµήµατά τους καθώς και τα µισά περίπου ΤΕΙ. Πουθενά όµως η συµµετοχή της Ακαδηµαϊκής κοινότητας δεν ήταν µαζική και δεν υπήρξε το κατάλληλο κλίµα για follow-up ενέργειες και δηµιουργία µηχανισµού που θα βοηθούσε στην ανάπτυξη κουλτούρας ποιότητας στα Ιδρύµατα. Νέες προσπάθειες του Υπουργείου Παιδείας (2001 και 2003) δεν απέδωσαν και σήµερα η Ελλάδα είναι η µόνη χώρα στην Ευρώπη χωρίς συστηµατική αξιολόγηση, χωρίς Εθνική Επιτροπή ιασφάλισης της Ποιότητας, η οποία σε συνεργασία µε τα Ιδρύµατα θα καθορίσει τα βασικά κριτήρια και τις διαδικασίες αξιολόγησης αλλά κυρίως να βοηθήσει τα Ιδρύµατα να δηµιουργήσουν τους κατάλληλους µηχανισµούς για συνεχή βελτίωση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση της χώρας. Μιάς εκπαίδευσης που µε την κατάλληλη άσκηση µιάς Εθνικής πολιτικής και συµβάλλοντας µε τις κατάλληλες θέσεις της στον Ευρωπαϊκό διάλογο για ποιοτική Ανώτατη Εκπαίδευση, αφοµοιώνοντας τις κατάλληλες διαδικασίες για διασφάλιση της ποιότητας θα καταστεί µοχλός ανάπτυξης της χώρας και της ευηµερίας των πολιτών, αφού είναι κοινή πεποίθηση ότι η καλή και σύγχρονη εκπαίδευση είναι η καλλίτερη επένδυση για ένα κράτος. Ιανουάριος 2005 Χαρίλαος Μπιλλήρης Καθηγητής ΕΜΠ 6