9. Αναπαραγωγή Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται η αναλογία των φύλων στον πληθυσμό, τα στάδια γεννητικής ωρίμασης, η εποχή (έναρξη και διάρκεια) της αναπαραγωγικής περιόδου, οι ορισμοί και μέθοδοι εκτίμησης της ηλικίας και του μήκους πρώτης γεννητικής ωρίμασης και οι γενικοί ορισμοί και μέθοδοι εκτίμησης της γονιμότητας των ψαριών. Οι φοιτητές θα αποκτήσουν δεξιότητες σχετικά με τα βασικά εργαλεία και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην έρευνα της αναπαραγωγής στα ψάρια. Εισαγωγή Η αναπαραγωγή των ψαριών αποτελεί κεντρικό σημείο στη σύγχρονη αλιευτική βιολογία, οικολογία και διαχείριση για περισσότερο από 1 χρόνια (Holt & Byrne 1898) λόγω της σημασίας της στη νεοσυλλογή (Beaugrand et al. 23), την επιβίωση (Garvey et al. 22), την αφθονία και τη βιομάζα ενός ιχθυαποθέματος, και συνεπώς στη μετέπειτα αλιευτική παραγωγή (Kjesbu & Witthames 27). Συνεπώς, πολλά διαχειριστικά μέτρα βασίζονται στις αναπαραγωγικές στρατηγικές και συνήθειες των αλιευτικών αποθεμάτων καθώς θεωρείται ότι η ένταση της αναπαραγωγής καθορίζει την αντοχή των αποθεμάτων στην αλιευτική πίεση. Στην πραγματικότητα η αλιευτική πίεση είναι εκείνη που συχνά καθορίζει μέρος της αναπαραγωγικής στρατηγικής των οργανισμών και που προκαλεί εξελικτικές αλλαγές στους έντονα αλιευόμενους πληθυσμούς. Οι αλλαγές αυτές στοχεύουν στην προστασία του αναπαραγωγικού αποθέματος μέσω της αύξησης της αναπαραγωγικής προσπάθειας που προκαλεί η έντονη αλιευτική πίεση. Αυτό γίνεται είτε επισπεύδοντας τη γεννητική ωρίμαση (Olsen et al. 24), είτε αυξάνοντας την παραγωγή ωοκυττάρων και σπέρματος (Hutchings 22). Από τις αναπαραγωγικές συνήθειες ενός αποθέματος είναι χρήσιμο να εξετάζεται η αναλογία μεταξύ των δύο φύλων στον πληθυσμό, τα στάδια γεννητικής ωρίμασης, η έναρξη και διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου (Tsikliras et al. 21α), η ηλικία και το μήκος της πρώτης γεννητικής ωρίμασης (Tsikliras & Stergiou 214β, 215) και η γονιμότητα (Tsikliras et al. 213δ). 9.1. Αναλογία των φύλων Η αναλογία φύλων (sex ratio), που συνήθως εκφράζεται ως λόγος των θηλυκών προς τα αρσενικά άτομα ενός πληθυσμού, δίνει πληροφορίες για τη σύνθεση του πληθυσμού και για την επικράτηση ενός φύλου ανάλογα με την εποχή, την περιοχή ή το μέγεθος του οργανισμού (Εικόνα 9.1). Η αναλογία των φύλων μπορεί επίσης να εξηγήσει τη συμπεριφορά ενός είδους σε κάποιο στάδιο της ζωής του, την αναπαραγωγική του στρατηγική και πιθανούς μηχανισμούς εξασφάλισης της βιωσιμότητας των απογόνων του (Blaxter & Hunter 1982). Η αναλογία των φύλων είναι σημαντικό χαρακτηριστικό στην αλιευτική διαχείριση γιατί, ως πληθυσμιακή παράμετρος, περιλαμβάνεται σε διάφορα μοντέλα που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της αναπαραγωγικής βιομάζας και τη συνολική πληθυσμιακή γονιμότητα (Marshall et al. 26). Επίσης περιλαμβάνεται μεταξύ των παραγόντων που καθορίζουν το αναπαραγωγικό δυναμικό ενός αποθέματος (Jakobsen et al. 29).
1 A 1 Β 8 8 6 6 4 4 2 2 Ποσοστό (%) 1 Γ 1 Δ 8 8 6 6 4 4 2 2 1 2 3 4 5 Oλικό μήκος (mm) 1 2 3 4 5 Εικόνα 9.1. Αναλογία των φύλων (κόκκινο: θηλυκά, μπλε: αρσενικά) της κορδέλας Cepola macrophthalma στον Ευβοϊκό Kόλπο σε σχέση με το μήκος σώματος και την εποχή (α) Σεπτέμβριος 1986-1987, (β) Δεκέμβριος 1986-1987, (γ) Μάρτιος 1987-1988 και (δ) Ιούνιος 1987-1988 (τροποποιημένη από Stergiou et al. 1996). Αν και η αναλογία των φύλων σε φυσικούς πληθυσμούς ποικίλλει μεταξύ των ειδών και μεταξύ πληθυσμών του ίδιου είδους, στις περισσότερες περιπτώσεις θεωρείται ότι είναι ίση με τη μονάδα (Roff 1992). Δυσαναλογίες μεταξύ αρσενικών και θηλυκών παρατηρούνται στα ψάρια και συνήθως προκαλούνται από διαφορές των δύο φύλων στην αύξηση, τη θνησιμότητα ή το ενεργειακό κόστος της αναπαραγωγής (Wootton 1998). Για παράδειγμα, από την αναλογία των φύλων της κορδέλας Cepola macrophthalma στον Ευβοϊκό Κόλπο (Εικόνα 9.1), είναι φανερό ότι σε μήκη μεγαλύτερα από 5 mm κυριαρχούν τα αρσενικά άτομα, γεγονός που οφείλεται στην ταχύτερη αύξηση των αρσενικών ατόμων και τη υψηλότερη φυσική θνησιμότητα των θηλυκών ατόμων (Stergiou et al. 1996). Αντίθετα, η αναλογία των φύλων της φρίσσας Sardinella aurita στο βόρειο Αιγαίο έχει αντίθετο πρότυπο (Εικόνα 9.2) με τα θηλυκά να κυριαρχούν στα μεγαλύτερα μήκη ως αποτέλεσμα της υψηλότερης θνησιμότητας των αρσενικών ατόμων (Tsikliras & Antonopoulou 26). Τέλος, η αναλογία των φύλων διαφοροποιείται επίσης και από εποχή σε εποχή (Εικόνα 9.1). 1 Ποσοστιαία αναλογία φύλων (%) 8 6 4 2 12 14 16 18 2 22 24 Ολικό μήκος (mm) Εικόνα 9.2. Αναλογία των φύλων (κόκκινο: θηλυκά, μπλε: αρσενικά) της φρίσσας Sardinella aurita σε σχέση με το μήκος σώματος στο βόρειο Αιγαίο (τροποποιημένη από Tsikliras & Antonopoulou 26).
Η αναλογία των φύλων επηρεάζεται σημαντικά από την αλιευτική δραστηριότητα καθώς τα πολύ επιλεκτικά αλιευτικά εργαλεία, που αλιεύουν συγκεκριμένες κλάσεις μήκους, μπορούν πρακτικά να συλλαμβάνουν τα άτομα του ενός φύλου μόνο (Jennings et al. 21). Στα είδη που εμφανίζουν φυλετικό διμορφισμό (διαφορετικά χαρακτηριστικά μεταξύ αρσενικών και θηλυκών) ως προς την αύξηση, θνησιμότητα και διάρκεια ζωής, τα δύο φύλα επηρεάζονται με διαφορετικό τρόπο από την αλιεία (Fogarty & O Brien 29). Η επίδραση αυτή αφορά όλα τα είδη με φυλετικό διμορφισμό, αλλά μπορεί να είναι μεγαλύτερη στα διαδοχικά ερμαφρόδιτα ψάρια καθώς υπάρχει περίπτωση το ένα φύλο να αλιεύεται δυσανάλογα σε σχέση με το άλλο (Tsikliras & Stergiou 214β, 215). Μερικά είδη της οικογένειας Clupeidae αποφεύγουν τον τεχνητό φωτισμό λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους δραστηριότητας. Τα ψάρια αποφεύγουν την συγκέντρωσή τους σε φωτεινές περιοχές κατά την διάρκεια της νύχτας, πριν ή κατά την διάρκεια της αναπαραγωγής τους. Η συμπεριφορά αυτή τους εξασφαλίζει την παραμονή τους σε περιοχές που είναι «αόρατα» από τους θηρευτές (της αλιείας συμπεριλαμβανομένης) για διάστημα μεγαλύτερο από 24 ώρες με αποτέλεσμα την προστασία του αναπαραγωγικού τους δυναμικού από την αλιευτική θνησιμότητα (Ben Yami 1976). Επιπλέον, αυτή η συμπεριφορά έχει ως αποτέλεσμα η αναλογία των φύλων την εποχή της αναπαραγωγής να ακολουθεί διαφορετικό πρότυπο. Έτσι, απουσία θηλυκών ατόμων από τις συλλήψεις των γρι-γρι έχει αναφερθεί για πολλά μικρά πελαγικά είδη ψαριών (Ben Yami 1976). Το φαινόμενο έχει πρόσφατα παρατηρηθεί και στις συλλήψεις της φρίσσας Sardinella aurita στο βόρειο Αιγαίο (Εικόνα 9.3), όπου φαίνεται ότι τα θηλυκά άτομα, όταν αναπαράγονται (Μάιος-Ιούνιος), είτε αποφεύγουν τη συγκέντρωση στο τεχνητό φως, είτε δημιουργούν ξεχωριστά κοπάδια, γεγονός που διευκολύνει την αποφυγή της αλίευσης και της θήρευσής τους και συνεπώς συμβάλλει στην προστασία του αναπαραγωγικού δυναμικού του αποθέματος (Tsikliras & Antonopoulou 26). 1% Ποσοστιαία αναλογία (%) 8% 6% 4% 2% % Ιαν Φεβ Μαρ Aπρ Μαϊ Ιουν Ιουλ Αυγ Σεπ Οκτ Νοε Δεκ Μήνας Εικόνα 9.3. Αναλογία των φύλων (κόκκινο: θηλυκά, μπλε: αρσενικά) της φρίσσας Sardinella aurita σε σχέση με τον μήνα σύλληψης στο βόρειο Αιγαίο (τροποποιημένη από Tsikliras & Antonopoulou 26). Επίσης, η επιλεκτική αφαίρεση των μεγαλόσωμων ατόμων ενός αποθέματος από την αλιεία (Tsikliras & Polymeros 214) μπορεί να προκαλέσει δυσαναλογίες μεταξύ των δύο φύλων, είτε επειδή η αναλογία φύλων διαφέρει ανάλογα με το μέγεθος (Tsikliras & Antonopoulou 26, Εικόνες 9.1 και 9.2), είτε επειδή κάποια θαλάσσια είδη παρουσιάζουν διαδοχικό ερμαφροδιτισμό (όπως είδη των οικογενειών Sparidae, Serranidae και Labridae). Επιλεκτική αλιεία ως προς το μέγεθος ή το φύλο μπορεί να προκαλέσει μείωση του μήκους αλλαγής φύλου και ανισορροπία στην αναλογία των φύλων, καθώς και σε περιορισμό σπέρματος (Pears et al. 26). Στα διαδοχικά ερμαφρόδιτα είδη, δηλαδή τα είδη που αρχικά ωριμάζουν ως ενός φύλου και μετά αλλάζουν στο άλλο φύλο, η αυξημένη αλιευτική θνησιμότητα επηρεάζει περισσότερο το φύλο που εκφράζεται αργότερα. Έτσι, στα πρωτόγυνα είδη (αυτά που από θηλυκά μετατρέπονται σε αρσενικά), όπως το φαγγρί Pagrus pagrus, η γώπα Boops boops ο ροφός Epinephelus marginatus το λυθρίνι Pagellus erythrinus και η κατσούλα Xyrichthys novacula, τα αρσενικά άτομα είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος από τα θηλυκά άτομα, πιο ευάλωτα στην αλιεία και η αφαίρεσή τους μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμένη γονιμοποίηση (Pavlov et al. 29). Η επιλεκτική αφαίρεση των μεγαλύτερων σε μέγεθος αρσενικών ροφών στην Ιταλία οδήγησε σε αναλογία 3,7 θηλυκών για κάθε αρσενικό (Tsikliras et al. 21α). Αντίθετα, στα πρώτανδρα είδη (αυτά που από
αρσενικά μετατρέπονται σε θηλυκά), όπως η σάλπα Sarpa salpa, η μουρμούρα Lithognathus mormyrus και η τσιπούρα Sparus aurata, τα θηλυκά είναι μεγαλύτερα και συνεπώς αλιεύονται σε υψηλότερους ρυθμούς από τα αρσενικά άτομα. Η δυσανάλογη αφαίρεση περισσότερων θηλυκών ατόμων μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη πληθυσμιακή γονιμότητα (Marshall et al. 1998). Τα σύγχρονα ερμαφρόδιτα είδη (αυτά που έχουν ταυτόχρονα λειτουργικούς όρχεις και ωοθήκες, αλλά δεν αυτογονιμοποιούνται), όπως το μυτάκι Diplodus puntazzo, αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα με τα γονοχωριστικά είδη. 9.2. Εποχή (έναρξη και διάρκεια) αναπαραγωγής Η εποχή αναπαραγωγής (spawning period) κατέχει κυρίαρχο ρόλο στην αλιευτική διαχείριση σε περιοχές όπου η διαχειριστική πολιτική βασίζεται σε εποχικές απαγορεύσεις αλιευτικών εργαλείων, τα οποία με τη σειρά τους σχετίζονται με την αναπαραγωγική δραστηριότητα ενός ή περισσότερων αποθεμάτων (Tsikliras et al. 21α). Πολλές μεσογειακές χώρες (Ισπανία: Millán 1999, Κροατία: Cetinić et al. 22, Ελλάδα: Stergiou et al. 1997) έχουν υιοθετήσει την εποχική απαγόρευση συρόμενων αλιευτικών εργαλείων (κυρίως τρατών βυθού) ως το κυριότερο διαχειριστικό τους μέτρο. Σύμφωνα με το διαχειριστικό σχέδιο της μηχανότρατας που εκδόθηκε το 214, η αλιεία με τράτα βυθού απαγορεύεται στις ελληνικές θάλασσες κάθε έτος από την 24 η Μαΐου μέχρι την 3 η Σεπτεμβρίου προστατεύοντας έτσι τα περισσότερα παραβενθικά (περιλαμβάνουν τα βενθοπελαγικά και βενθικά ή βύθια ψάρια) ψάρια που αναπαράγονται τους καλοκαιρινούς μήνες (Tsikliras et al. 21α). Παρομοίως, με το διαχειριστικό σχέδιο του γρι-γρι, που επίσης εκδόθηκε το 214, η αλιεία με γρι-γρι απαγορεύεται από τις 15 Δεκεμβρίου μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου προστατεύοντας έτσι το αναπαραγωγικό δυναμικό της σαρδέλας Sardina pilchardus που αναπαράγεται το χειμώνα. Αφθονία ιχθυονύμφών Διαθεσιμότητα τροφής Συγχρονισμός Συχνότητα εμφάνισης Συχνότητα εμφάνισης Αφθονία ιχθυονύμφών Χρόνος Διαθεσιμότητα τροφής Έλλειψη συγχρονισμού Χρόνος Εικόνα 9.4. Σχηματική απεικόνιση του συγχρονισμού της αναπαραγωγικής περιόδου με τη υψηλότερη διαθεσιμότητα τροφής στο οικοσύστημα που επιτρέπει καλύτερες συνθήκες για την επιβίωση των ιχθυονυμφών. Έλλειψη συγχρονισμού με τη διαθεσιμότητα τροφής μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή μελλοντική αφθονία και βιομάζα στο απόθεμα και συνεπώς χαμηλή αλιευτική παραγωγή. Η υπόθεση αυτή διατυπώθηκε από τον Cushing (199).
GSI= GW W 1! 9.1 Σε πολλά είδη η ακριβής έναρξη της αναπαραγωγικής περιόδου εξαρτάται από τη θαλάσσια θερμοκρασία (Gillet & Dubois 27, Tsikliras 27). Σε περίπτωση που συνεχιστεί η αύξηση της θαλάσσιας θερμοκρασίας στη Μεσόγειο (Tsikliras 28) και επαληθευτούν τα δυσοίωνα κλιματικά σενάρια, μπορεί να μεταβληθεί η αναπαραγωγική στρατηγική διαφόρων ειδών που θα αναπαράγονται νωρίτερα μέσα στο έτος αφού η επιθυμητή θερμοκρασία για την αναπαραγωγή θα έχει επιτευχθεί νωρίτερα. Άρα, θα χρειαστεί να επαναπροσδιοριστούν τα μέτρα διαχείρισής τους που βασίζονται σε εποχικές απαγορεύσεις αλιευτικών εργαλείων (Tsikliras et al. 21α). Ως προς την εποχή αναπαραγωγής, τα περισσότερα μεσογειακά αποθέματα αναπαράγονται προς το τέλος της άνοιξης ή στην αρχή του καλοκαιριού (Πλαίσιο 9.1, Tsikliras et al. 21α), κάτι που αποτελεί μάλλον παγκόσμιο πρότυπο, τουλάχιστον στην εύκρατη και υποτροπική ζώνη (Wootton 1984). Η εαρινή/καλοκαιρινή αναπαραγωγή εξασφαλίζει τη διατροφή των ιχθυονυμφών, αφού η παρουσία τους συγχρονίζεται με την αφθονία ζωοπλαγκτού στις παράκτιες περιοχές (Fernández de Puelles et al. 23), ενώ τα θερμότερα νερά ενισχύουν την ιχθυονυμφική αύξηση (Sabatés et al. 27). Ο Cushing (199) χρησιμοποίησε τον όρο «σύγχρονη-ασύγχρονη» υπόθεση (match-mismatch) για να εξηγήσει τη διαχρονική μεταβλητότητα στη νεοσυλλογή των αλιευτικών αποθεμάτων ψαριών (Εικόνα 9.4). Η «σύγχρονη-ασύγχρονη» υπόθεση θεωρεί ότι η έναρξη και η διάρκεια της αναπαραγωγής άρα και η χρονική εμφάνιση των ιχθυονυμφών είναι σχετικά σταθερή κάθε χρόνο. Όταν συγχρονίζεται με την κορύφωση της πρωτογενούς παραγωγής και της αφθονίας ζωοπλαγκτού που ακολουθεί αμέσως μετά (Εικόνα 9.4), μεγιστοποιείται η επιβίωση των απογόνων, ενώ όταν η εμφάνιση των ιχθυονυμφών δεν συγχρονίζεται με τη λεία τους, τότε η θνησιμότητα είναι υψηλότερη και η νεοσυλλογή, δηλαδή ο αριθμός των ατόμων που θα ενσωματωθούν στον ενήλικο πληθυσμό, μειώνεται (Cushing 199). Κατά συνέπεια μειώνεται η μελλοντική αφθονία και η βιομάζα του αποθέματος και επηρεάζεται η αλιευτική παραγωγή. Προκειμένου να συγχρονιστεί η παρουσία των ιχθυονυμφών στο οικοσύστημα με την υψηλότερη διαθεσιμότητα τροφής που παρατηρείται στο τέλος της άνοιξης στις εύκρατες και υποτροπικές περιοχές, τα περισσότερα ψάρια των περιοχών αυτών έχουν επιλέξει το τέλος της άνοιξης για την κορύφωση της αναπαραγωγικής τους περιόδου (Tsikliras et al. 21α). Η ακριβής έναρξη και διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου ενός είδους μπορεί να εντοπιστεί από τους δείκτες αναπαραγωγικής δραστηριότητας εφόσον αυτοί έχουν προσδιοριστεί σε μηνιαία βάση τόσο για τα αρσενικά, όσο και για τα θηλυκά άτομα ενός πληθυσμού. Δείκτες αναπαραγωγικής δραστηριότητας Ο αναπαραγωγικός κύκλος πολλών ψαριών της εύκρατης ζώνης εκφράζεται από σημαντικές αλλαγές στο μέγεθος των ωοθηκών και των όρχεων κατά τη διάρκεια του έτους (Delahunty & De Vlamming 198). Έτσι, οι ωοθήκες και οι όρχεις μεγαλώνουν σε μέγεθος όταν ένα είδος πρόκειται να αναπαραχθεί. Οι παρακάτω δείκτες περιγράφουν το μέγεθος των ωοθηκών και των όρχεων σε σχέση με το βάρος του ψαριού και χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναπαραγωγικής δραστηριότητας με σκοπό τον εντοπισμό της αναπαραγωγικής περιόδου στη διάρκεια του έτους (Wootton 199). Eξαίρεση αποτελούν οι ελασμοβράγχιοι στους οποίους ο προσδιορισμός των σταδίων γεννητικής ωριμότητας σχετίζεται με το μήκος των εξωτερικών οργάνων σύζευξης (γονοπόδια) που διαθέτουν (Crim & Glebe 199). Από τους δείκτες αναπαραγωγικής δραστηριότητας, ο γοναδοσωματικός δείκτης είναι αυτός που έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς. Γοναδοσωματικός δείκτης Ο γοναδοσωματικός δείκτης (gonadosomatic index, GSI) προσδιορίζεται από τη σχέση μεταξύ του βάρους των ωοθηκών και των όρχεων και του σωματικού βάρους του οργανισμού (Jakobsen et al. 29): όπου GSI είναι ο γοναδοσωματικός δείκτης, GW είναι το βάρος των ωοθηκών ή των όρχεων σε g και W είναι το ολικό ή καθαρό σωματικό βάρος σε g. Η περίοδος αναπαραγωγής ενός είδους εντοπίζεται όταν ο γοναδοσωματικός δείκτης είναι αυξημένος, όπως φαίνεται για τους μήνες Φεβρουάριο μέχρι Μάιο για τον μαρμαρογωβιό Pomatoschistus marmoratus στην εκβολή του Ποταμού Στρυμόνα (Εικόνα 9.5). Από την εικόνα 9.5 φαίνεται ότι δεν είναι απαραίτητο όλα τα άτομα ενός πληθυσμού να αναπαράγονται ακριβώς τους ίδιους μήνες μέσα στην αναπαραγωγική περίοδο, ούτε φυσικά να έχουν τις ίδιες τιμές GSI (Koutrakis & Tsikliras 29).
4 Γοναδοσωματικός δείκτης (GSI) 3 2 1 Σ Ο Ν Δ Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Μήνας Εικόνα 9.5. Μηνιαία διακύμανση του γοναδοσωματικού (GSI) των θηλυκών ατόμων του μαρμαρογωβιού Pomatoschistus marmoratus στην εκβολή του Ποταμού Στρυμόνα (Σεπτέμβριος 1997-Ιούλιος 1999). Η μέση τιμή διακρίνεται με + (τροποποιημένη από Koutrakis & Tsikliras 29). Συνήθως ο γοναδοσωματικός δείκτης σχετίζεται με το μέγεθος του ατόμου και είναι μεγαλύτερος στα μεγαλόσωμα άτομα ενός πληθυσμού (Shatunovskii & Ruban 29). Αυτό σημαίνει ότι η επιλεκτική αφαίρεση των μεγαλόσωμων ατόμων που συζητήθηκε παραπάνω (Κεφάλαιο 5) μπορεί να μειώσει το αναπαραγωγικό δυναμικό και εξαιτίας της επίδρασης στον γοναδοσωματικό δείκτη (Sadovy 21). Γενικά, ο γοναδοσωματικός δείκτης είναι υψηλότερος στα θηλυκά από ό,τι στα αρσενικά άτομα ενός πληθυσμού (Wootton 1998, Εικόνα 9.6), χωρίς όμως να αποκλείονται και εξαιρέσεις σε αυτόν τον βασικό κανόνα (Tsikliras et al. 21α). 4 Γοναδοσωματικός δείκτης (GSI) 3 2 1 Θηλυκά Αρσενικά Εικόνα 9.6. Γοναδοσωματικός δείκτης (GSI) των θηλυκών και αρσενικών ειδών ψαριών της Μεσογείου. Η μέση τιμή διακρίνεται με + (τροποποιημένη από Tsikliras et al. 21α). Οι εξαιρέσεις εντοπίζονται στα μικρά και μεσαία πελαγικά ψάρια, όπως ο γαύρος Engraulis encrasicolus, η σαρδέλα Sardina pilchardus, η φρίσσα Sardinella aurita και ο κολιός Scomber colias τα θηλυκά των οποίων διασκορπίζουν τα ωοκύτταρά τους στο περιβάλλον και απαιτούν μεγάλες ποσότητες σπέρματος και συνεπώς μεγαλύτερους όρχεις για να γονιμοποιηθούν επιτυχώς (Tsikliras et al. 21α). Επίσης, τα αρσενικά άτομα ενός πληθυσμού μπορεί να έχουν υψηλότερο γοναδοσωματικό δείκτη από τα θηλυκά, δηλαδή μεγαλύτερο σχετικό βάρος όρχεων σε σχέση με τις ωοθήκες, όταν δύο ή περισσότερα αρσενικά ανταγωνίζονται για να γονιμοποιήσουν τα ίδια ωοκύτταρα, φαινόμενο που ονομάζεται σπερματικός ανταγωνισμός (sperm competition) και παρατηρείται σε πληθυσμούς με δυσαναλογία φύλων (Stockley et al. 1997).
Δείκτης ετήσιου αναπαραγωγικού καταμερισμού Ο δείκτης ετήσιου αναπαραγωγικού καταμερισμού (annual reproductive allocation, ARA) επίσης περιγράφει το σχετικό μέγεθος των ωοθηκών και των όρχεων και χρησιμοποιείται εναλλακτικά ως δείκτης αναπαραγωγικής δραστηριότητας (Meffe 1991): GW ARA= GW+NW 1! 9.2 όπου ARA είναι ο δείκτης ετήσιου αναπαραγωγικού καταμερισμού, GW είναι το βάρος των ωοθηκών ή των όρχεων σε g και NW είναι το καθαρό σωματικό βάρος σε g. Η διαφορά με τον γοναδοσωματικό δείκτη είναι ότι ο δείκτης αυτός χρησιμοποιεί το άθροισμα του βάρους των ωοθηκών ή των όρχεων και του καθαρού βάρους, δηλαδή δεν λαμβάνει υπόψη τα υπόλοιπα όργανα και το λίπος, ενώ ο γοναδοσωματικός δείκτης χρησιμοποιεί το ολικό ή καθαρό βάρος χωρίς να διαφοροποιούνται οι ωοθήκες και οι όρχεις σε σχέση με τα υπόλοιπα όργανα. Ο δείκτης ARA έχει χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με τη θαλάσσια θερμοκρασία για να προσδιοριστεί η επίδραση της θερμοκρασίας στην ακριβή έναρξη της αναπαραγωγικής περιόδου της σαρδέλας Sardina pilchardus και της φρίσσας Sardinella aurita στο βόρειο Αιγαίο, οι οποίες βρέθηκε ότι ξεκινούν να αναπαράγονται όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από τους 16 ο C (σαρδέλα) ή όταν ξεπεράσει τους 2 ο C (φρίσσα) (Tsikliras 27). Δείκτης ετήσιου αναπαραγωγικού δυναμικού (ARA) 7 6 5 4 3 2 1 Ο Ν Δ Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Μήνας Εικόνα 9.7. Μηνιαία διακύμανση του δείκτη αναπαραγωγικού δυναμικού (ARA) των θηλυκών (άσπροι κύκλοι) και αρσενικών (μαύροι κύκλοι) ατόμων της σαρδέλας Sardina pilchardus στο βόρειο Αιγαίο (Οκτώβριος 2-Σεπτέμβριος 22) (τροποποιημένη από Tsikliras & Koutrakis 213). Ιδανικά, οι παραπάνω δείκτες προσδιορίζονται σε μηνιαία βάση για το σύνολο των ατόμων και εφαρμόζονται ξεχωριστά σε κάθε φύλο (Εικόνα 9.7), όπως φαίνεται για τη σαρδέλα Sardina pilchardus και ανά κλάση μεγέθους. Αναπαραγωγή Μεσογειακών ψαριών Τα περισσότερα Μεσογειακά αποθέματα ψαριών αναπαράγονται στο τέλος της άνοιξης και στην αρχή του καλοκαιριού (λυθρίνι Pagellus erythrinus, σκιός Sciaena umbra, μουρμούρα Lithognathus mormyrus, γαύρος Engraulis encrasicolus, κορδέλα Cepola macrophthalma, φρίσσα Sardinella aurita, κουτσομούρα Mullus barbatus, μπαρμπούνι Mullus surmuletus), ενώ λίγα είδη αναπαράγονται στην αρχή της άνοιξης (γώπα Boops boops, πρασινογωβιός Zosterisessor ophiocephalus) και τους χειμερινούς μήνες (λαβράκι Dicentrarchus labrax, σαρδέλα Sardina pilchardus, λειψός Helicolenus dactylopterus, βελανίτσα Chelon labrosus) και ακόμη λιγότερα τους φθινοπωρινούς μήνες (μαυράκι Liza ramada, κακαρέλος Diplodus vulgaris), ενώ υπάρχουν και είδη που αναπαράγονται καθ όλη τη διάρκεια του έτους όπως ο μπακαλιάρος Merluccius merluccius (Tsikliras et al. 21α).
Η αναπαραγωγική περίοδος των περισσότερων μεσογειακών αποθεμάτων (7%) διαρκεί από δύο έως τέσσερεις μήνες, ενώ τα υπόλοιπα (3%) παρουσιάζουν εκτεταμένη αναπαραγωγική περίοδο που ξεπερνά τους τέσσερεις μήνες και μπορεί να διαρκέσει ολόκληρο το έτος. Πολλά συγγενικά μεταξύ τους είδη που ζουν στην ίδια περιοχή και έχουν παρόμοιες διατροφικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις έχουν επιλέξει να αναπαράγονται διαδοχικούς μήνες χωρίς αλληλοεπικάλυψη. Με τον τρόπο αυτόν αποφεύγεται ο ανταγωνισμός των απογόνων τους και εξασφαλίζεται υψηλότερη πιθανότητα επιβίωσής τους. Τέτοια παραδείγματα διαδοχικής και μη αλληλοεπικαλυπτόμενης αναπαραγωγικής περιόδου είναι τα είδη των οικογενειών Mugilidae και Sparidae στη Μεσόγειο (Tsikliras et al. 21α) αλλά και η σαρδέλα Sardina pilchardus με τον γαύρο Engraulis encrasicolus (Tsikliras 214β). 9.3. Στάδια γεννητικής ωρίμασης Η μακροσκοπική παρατήρηση των σταδίων ωρίμασης στις ωοθήκες και στους όρχεις μπορεί να δώσει πληροφορίες για την εποχή αναπαραγωγής και για τη γενικότερη αναπαραγωγική συμπεριφορά των ψαριών. Συνήθως για τον προσδιορισμό των σταδίων γεννητικής ωριμότητας στα ψάρια χρησιμοποιείται η κλίμακα των έξι σταδίων του Nikolskii (Nikolskii 1963). Με βάση την κλίμακα αυτή ώριμα θεωρούνται τα άτομα που βρίσκονται σε στάδιο IV ή μεγαλύτερο (Πίνακας 9.1). Ένα παράδειγμα εφαρμογής της κλίμακας αυτής παρουσιάζεται στην εικόνα 9.8, όπου είναι φανερό ότι η κορδέλα Cepola macrophthalma στον Ευβοϊκό Kόλπο αναπαράγεται την περίοδο Ιούνιο-Σεπτέμβριο, αφού την περίοδο αυτή το ποσοστό των ατόμων στο στάδιο VI είναι μεγαλύτερο. 1 5 Ποσοστό (%) 1 5 Σεπ 86-87 Δεκ 86-87 Μαρ 86-87 Ιουν 86-87 Μήνας/Έτος Εικόνα 9.8. Στάδια γεννητικής ωρίμασης (στάδια I-III με σκούρο μπλε, IV-V με μπλε και VI ανοιχτό μπλε) της κορδέλας Cepola macrophthalma στον Ευβοϊκό Kόλπο για τα αρσενικά (πάνω) και θηλυκά άτομα (κάτω) σε τέσσερεις εποχές την περίοδο 1986-1988 (τροποποιημένη από Stergiou et al. 1996). Υπάρχουν, όμως, πολλές κλίμακες προσδιορισμού των σταδίων γεννητικής ωρίμασης που αναφέρονται στα γενικά χαρακτηριστικά των ωοθηκών και των όρχεων και μπορούν να χρησιμοποιηθούν τροποποιημένες για πολλά είδη ψαριών. Ενδεικτικά αναφέρεται η κλίμακα των οκτώ σταδίων του Kesteven (Kesteven 196), καθώς και αυτή των τεσσάρων σταδίων (1: ανώριμο, 2: ωρίμαση, 3: αναπαραγωγή, 4: ανάπαυση) που είναι πιο εύχρηστη και χρησιμοποιείται στις δειγματοληψίες MEDITS με πειραματική τράτα βυθού στη Μεσόγειο (Holden & Raitt 1974). Ωστόσο, είναι πάντα προτιμότερος ο προσδιορισμός των σταδίων ωρίμασης που γίνεται με κλίμακες που έχουν προσαρμοστεί ή κατασκευαστεί ειδικά για να περιγράψουν τα στάδια ωρίμασης συγκεκριμένων ειδών. Τέτοιες δημοσιευμένες κλίμακες υπάρχουν για αρκετά είδη της Μεσογείου, όπως η φρίσσα Sardinella aurita (Fontana 1969), και του Ατλαντικού, όπως ο πλευρονήκτης Pleuronectes platessa (Bromley 2).
Στάδιο Πίνακας 9.1. Τα στάδια γεννητικής ωρίμασης σύμφωνα με την κλίμακα Nikolskii (Nikolskii 1963). Περιγραφή Ι. Ανώριμα Νεαρά άτομα που δεν έχουν αναπαραχθεί ποτέ (παρθένα). Γονάδες πάρα πολύ μικρού μεγέθους. Όρχεις και ωοθήκες διαφανείς και άχρωμοι. ΙΙ. Ανάπαυση ΙΙΙ. Ωρίμαση ΙV. Ωριμότητα Τα προϊόντα αναπαραγωγής δεν έχουν αρχίσει ακόμη να αναπτύσσονται. Γονάδες πολύ μικρού μεγέθους. Τα ωοκύτταρα δεν είναι ευδιάκριτα με γυμνό μάτι. Τα ωοκύτταρα διακρίνονται με γυμνό μάτι. Πολύ γρήγορη και συνεχιζόμενη αύξηση των γονάδων σε βάρος. Οι όρχεις αποκτούν απαλό ροζ χρώμα. Οι γονάδες έχουν αποκτήσει το μέγιστο βάρος τους, αλλά τα προϊόντα αναπαραγωγής δεν εκκρίνονται με την εφαρμογή ελαφριάς πίεσης στην κοιλιά. Όρχεις λευκοί, ωοκύτταρα στρογγυλά. V. Αναπαραγωγή Σπέρμα και ωοκύτταρα εκκρίνονται με την εφαρμογή πολύ ελαφριάς πίεσης στην κοιλιά. VI. Εξάντληση Όρχεις και ωοθήκες άδειοι, ίσως με μερικά υπολείμματα σπέρματος και ωοκυττάρων αντίστοιχα. Η γενετική οπή είναι ερεθισμένη. 9.4. Πρώτη γεννητική ωρίμαση Η γεννητική ωριμότητα (sexual maturity) στα ψάρια εξαρτάται κυρίως από το μέγεθος του είδους και ως γενικός κανόνας ισχύει ότι τα μικρόσωμα είδη ζουν λιγότερο και ωριμάζουν νωρίτερα (Beverton & Holt 1957, Tsikliras & Stergiou 214β). Η ωρίμαση των γονάδων ρυθμίζεται κυρίως από τις ορμονικές εκκρίσεις της υπόφυσης αλλά και από τις περιβαλλοντικές (φωτοπερίοδος, θερμοκρασία) και άλλες εξωγενείς συνθήκες (έλλειψη θηρευτών) που είναι κατάλληλες για την επιβίωση των αυγών, των ιχθυονυμφών και των νεαρών ατόμων (Stacey 1984). Το μέγεθος στο οποίο ένα είδος ωριμάζει γεννητικά ποικίλλει μεταξύ των ειδών, μεταξύ των πληθυσμών ενός είδους, αλλά μπορεί να ποικίλλει και μεταξύ των ατόμων ενός πληθυσμού. Τα αίτια αυτής της διαφοροποίησης είναι γενετικά και περιβαλλοντικά (Wootton 199). Γενικά, το μέγεθος στο οποίο ένα είδος ωριμάζει γεννητικά επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων η διαθεσιμότητα τροφής και οι περιβαλλοντικές συνθήκες (Sampson & Al-Jufaily 1999). Το μήκος της πρώτης γεννητικής ωρίμασης (length at maturity, L m ) ορίζεται ως το μέσο μήκος στο οποίο τα άτομα ενός πληθυσμού ωριμάζουν γεννητικά για πρώτη φορά ή το μέγεθος εκείνο στο οποίο το 5% των ατόμων είναι γεννητικά ώριμα (Froese & Binohlan 2), ενώ έχουν διατυπωθεί ή χρησιμοποιούνται και άλλοι ορισμοί (Tsikliras et al. 213δ). Το L m είναι σημαντικός διαχειριστικός παράγοντας που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ποσοστού των ατόμων ενός εκμεταλλεύσιμου πληθυσμού που ωριμάζουν και αναπαράγονται (Tsikliras et al. 213δ). Η γνώση του L m είναι απαραίτητη ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που το ελάχιστο επιτρεπόμενο μέγεθος αλίευσης (minimum landing size, MLS) αποτελεί το κύριο διαχειριστικό εργαλείο (Tsikliras & Stergiou 214β). Το L m είναι καθοριστικό για διαχειριστικούς σκοπούς, καθώς ένας οργανισμός πρέπει να έχει αναπαραχθεί τουλάχιστον μια φορά πριν αλιευτεί, έτσι ώστε να διασφαλιστεί με τον ελάχιστο τρόπο η αντικατάσταση του ατόμου από τους απογόνους του (Beverton & Holt 1957). Αυτό σημαίνει ότι το μήκος σύλληψης θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το L m (Trippel 1995). Επίσης, το L m, σε συνδυασμό με το εύρος μηκών ενός είδους που συλλαμβάνονται από ένα συγκεκριμένο αλιευτικό εργαλείο, μπορεί να καθορίσει το άνοιγμα ματιού του εργαλείου και έτσι την επιλεκτικότητά του (Stergiou et al. 29β). Η υπερβολική αλίευση μικρών και ανώριμων ατόμων μπορεί να οδηγήσει σε αυξητική υπεραλίευση (Lleonart 1999) που επηρεάζει τα μεγαλόσωμα είδη, που αυξάνουν αργά, ζουν πολλά χρόνια και ωριμάζουν αργά στη ζωή τους (Froese et al. 28). Όπως συμβαίνει και με την επιλεκτικότητα των αλιευτικών εργαλείων (Petrakis & Stergiou 1997), έτσι και το L m μπορεί να χρησιμοποιηθεί για περιγραφικούς και αναλυτικούς σκοπούς, καθώς θεωρείται ότι όλα τα άτομα ωριμάζουν σε αυτό το μέγεθος (Jennings et al. 21). Το μήκος αυτό αποτελεί σημαντική βιολογική παράμετρο τόσο για την αύξηση, όσο και για την αναπαραγωγή, γιατί μετά τη γεννητική ωρίμαση μέρος της ενέργειας που χρησιμοποιούταν για την αύξηση διοχετεύεται στην ωρίμαση των γονάδων και σε μερικές περιπτώσεις στην πραγματοποίηση αναπαραγωγικών μεταναστεύσεων (Ni & Sandeman 1984, Tsikliras et al. 27β). Ωστόσο, ακόμη δεν έχει ξεκαθαριστεί αν η έναρξη της αναπαραγωγής σταματά την αύξηση ή αν
η παύση της αύξησης δίνει το ερέθισμα για την έναρξη της αναπαραγωγής (Pauly 21). Ως πληθυσμιακό χαρακτηριστικό, το L m μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης για τη διάκριση μεταξύ διαφορετικών αποθεμάτων (Ni & Sandeman 1984). Στη συλλογή δεδομένων για τον προσδιορισμό του L m θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση επιλεκτικών εργαλείων, γιατί δεν παρέχει αντιπροσωπευτικά δείγματα γεγονός που οδηγεί σε εσφαλμένη εκτίμηση του L m (Jennings et al. 21). Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της χρήσης δειγμάτων από εμπορικά είδη που εκφορτώνονται, καθώς στα δείγματα αυτά περιλαμβάνονται περισσότερα μεγάλα άτομα (άρα υπάρχουν και περισσότερα ώριμα), γεγονός που οδηγεί σε υπερεκτίμηση του L m (Echeverria 1987b). Ο χρόνος της συλλογής των δειγμάτων είναι επίσης καθοριστικός, γιατί κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής η διάκριση μεταξύ των ανώριμων ατόμων και αυτών που έχουν μόλις απελευθερώσει τα γεννητικά προϊόντα και αναπαύονται είναι δύσκολη (Hunter et al. 1992). Συνεπώς η δειγματοληψία θα πρέπει να γίνεται λίγο πριν την έναρξη της αναπαραγωγής ή, αν είναι δυνατόν, σε όλη την διάρκεια του έτους. Τέλος, η εκτίμηση του L m μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη χρήση μακροσκοπικού ή ιστολογικού καθορισμού των σταδίων ωριμότητας (Zimmermann 1997). 9.4.1. Υπολογισμός L m από το ποσοστό των ώριμων ατόμων Για τον προσδιορισμό του L m έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες εξισώσεις (π.χ. Echeverria 1987b, Sampson & Al-Jufaily 1999, Roa et al. 1999). Επειδή τα άτομα ενός πληθυσμού διαφέρουν ως προς το ρυθμό με τον οποίο επιτυγχάνουν τη γεννητική τους ωριμότητα, η αναλογία των ώριμων ατόμων είναι συνήθως μια αυξητική σιγμοειδής συνάρτηση της ηλικίας και του μεγέθους τους. Έτσι, το L m καθορίζεται από τη σιγμοειδή σχέση μεταξύ του ποσοστού των ώριμων ατόμων σε κάθε κλάση μήκους. Η σχέση αυτή περιγράφεται από την εξίσωση (Ni & Sandeman 1984): e (α+βl) P= (1+e α+βl )! 9.3 όπου P είναι το ποσοστό των ώριμων ατόμων, L είναι η κλάση ολικού μήκους, α είναι η τομή και β η κλίση της καμπύλης μετά από λογαρίθμιση (Εικόνα 9.9). 1. Ποσοστό ώριμων ατόμων.8.6.4.2 Αρσενικά Θηλυκά. 1 15 2 Oλικό μήκος (mm) 25 Εικόνα 9.9. Καμπύλες γεννητικής ωρίμασης για τα αρσενικά (μπλε κύκλοι) και θηλυκά (κόκκινοι κύκλοι) άτομα φρίσσας Sardinella aurita στο βόρειο Αιγαίο (τροποποιημένη από Tsikliras & Antonopoulou 26). Το προβλεπόμενο μήκος στο οποίο το 5% των ατόμων είναι ώριμα (L m ) υπολογίζεται από την εξίσωση ως ο αρνητικός λόγος των δύο συντελεστών: L m =! α β! 9.4
Το μήκος στο οποίο το 25% και το 75% των ατόμων του πληθυσμού είναι ώριμα υπολογίζεται σύμφωνα με τις εξισώσεις: (! ln 3!α) L m25 =! β 9.5 και L m75 = ( ln 3!α)! β Το L m διαφέρει ανάμεσα στα αρσενικά και θηλυκά άτομα (Εικόνες 9.9 και 9.1) και γεωγραφικά (Εικόνα 9.11) ανάμεσα στο ίδιο είδος. Για παράδειγμα, οι αρσενικές κορδέλες Cepola macrophthalma που ζουν πολύ περισσότερο και φθάνουν σε πολύ μεγαλύτερο μήκος από τα θηλυκά ωριμάζουν επίσης σε πολύ μεγαλύτερο μήκος, κατά περίπου 8 mm, από ό,τι τα θηλυκά άτομα (Εικόνα 9.1). 9.6 1 P=1/[1+e -(-4.2414+.1931 L) ] Ποσοστό ώριμων ατόμων (P).5 P=1/[1+e -(-5.5747+.186 L) ] 1 2 3 4 5 6 Μήκος (L, mm) L m5 Εικόνα 9.1. Καμπύλες γεννητικής ωρίμασης για τα αρσενικά (μπλε) και θηλυκά (κόκκινο) άτομα κορδέλας Cepola macrophthalma στον βόρειο και νότιο Ευβοϊκό Κόλπο (τροποποιημένη από Stergiou et al. 1996). Επίσης, η κορδέλα Cepola macrophthalma στον νότιο Ευβοϊκό, ωριμάζει σε μικρότερο μήκος απ ό,τι στον βόρειο Ευβοϊκό (Εικόνα 9.11), γεγονός που συμφωνεί με τη διαφοροποίηση της αύξησής της στις δύο περιοχές (κεφάλαιο 7), που σχετίζεται με το χαμηλότερο τροφοδυναμικό του νότιου Ευβοϊκού. Ποσοστό ώριμων ατόμων (P) 1.5 Βόρειος Νότιος 2 4 6 Μήκος (L, mm) Εικόνα 9.11. Καμπύλες γεννητικής ωρίμασης για την κορδέλα Cepola macrophthalma στον βόρειο και νότιο Ευβοϊκό Kόλπο (τροποποιημένη από Stergiou 1999).
9.4.2. Υπολογισμός L m από εμπειρικές εξισώσεις Το μήκος πρώτης γεννητικής ωρίμασης (L m ) σχετίζεται άμεσα με το μέγιστο μήκος σώματος (L max ) και το ασυμπτωτικό μήκος σώματος (L ) ενός πληθυσμού. Έχει βρεθεί ότι οι λόγοι L m / L (Beverton 1963) και L m / L max (Tsikliras & Stergiou 214β) είναι σταθερoί μεταξύ των πληθυσμών ενός είδους και μεταξύ των ειδών μιας οικογένειας. Συνεπώς, αν είναι γνωστά το L max ή το L ή έχουν μετρηθεί για έναν πληθυσμό ή για ένα είδος, τότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση του L m μέσα από εμπειρικές εξισώσεις (Froese & Binohlan 2, 23) που βασίζονται σε μεγάλο αριθμό δεδομένων και αφορούν πολλά αποθέματα και είδη (Binohlan & Froese 29, Tsikliras & Stergiou 214β). Η κυριότερη πηγή δεδομένων οικολογίας και βιολογίας για τα ψάρια είναι η FishBase (www.fishbase.org). Το L m μπορεί λοιπόν να υπολογιστεί από τις εμπειρικές εξισώσεις που χρησιμοποιούν το μέγιστο μήκος σώματος (L max ) που έχει παρατηρηθεί σε έναν πληθυσμό ή ένα είδος. Για τον σκοπό αυτόν έχουν χρησιμοποιηθεί αποθέματα με παγκόσμια και μεσογειακή εξάπλωση. Για τα αποθέματα των ακτινοπτερύγιων ή ελασμοβράγχιων ψαριών με παγκόσμια εξάπλωση μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι παρακάτω εξισώσεις (Binohlan & Froese 29): Ακτινοπτερύγια:! log L m =!,1189+,9157 log(l max )" 9.7 Ελασμοβράγχια:! log L m =!,1246+,99924 log(l max )" 9.8 Για τα αποθέματα των ακτινοπτερύγιων ή ελασμοβράγχιων ψαριών με μεσογειακή εξάπλωση μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι παρακάτω εξισώσεις σε απλή και λογαριθμική μορφή (Tsikliras & Stergiou 214β): Ακτινοπτερύγια:!L m =1,419+,527 L max! 9.9 Ακτινοπτερύγια:! log L m =!,123+,92 log(l max )" Ελασμοβράγχια:!L m =5,541+,633 L max 9.1 9.11 Ελασμοβράγχια:! log L m =!,8+,922 log(l max )! 9.12 Έτσι, ένα ψάρι που φτάνει σε μέγιστο μήκος τα 24,5 cm (όπως η φρίσσα Sardinella aurita στο βόρειο Αιγαίο) με βάση την εξίσωση για τους ακτινοπτερύγιους της Μεσογείου (εξίσωση 9.9) θα ωρίμαζε στα 14,33 cm. Το πραγματικό L m της φρίσσας έχει υπολογιστεί περίπου στα 15,5 cm για τα αρσενικά και στα 16,8 για τα θηλυκά για την ίδια περιοχή από το ποσοστό ώριμων ατόμων (Tsikliras & Antonopoulou 26). Για τα Μεσογειακά αποθέματα ψαριών μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι εξισώσεις ανά φύλο, επίσης σε απλή και λογαριθμική μορφή (Tsikliras & Stergiou 214β): Αρσενικά:*L m =!,273+,614 L max! 9.13 Αρσενικά:* log L m =!,183+,973 log(l max )! Θηλυκά:(L m =!1,98+,662 L max! 9.14 9.15 Θηλυκά:( log L m =!,243+1,12 log(l max )! 9.16 Έτσι, η φρίσσα Sardinella aurita στο βόρειο Αιγαίο που φτάνει σε μέγιστο μήκος τα 24,5 cm με βάση τις παραπάνω εξισώσεις θα ωρίμαζε στα 14,23 cm (θηλυκά) και στα 14,77 cm (αρσενικά), που είναι πολύ κοντά στις τιμές που υπολογίστηκαν (15,5 cm για τα αρσενικά και στα 16,8 για τα θηλυκά) για την ίδια περιοχή από το ποσοστό ώριμων ατόμων (Tsikliras & Antonopoulou 26). 9.5. Ηλικία πρώτης ωρίμασης Η ηλικία πρώτης γεννητικής ωρίμασης (age at maturity, t m ) είναι ιδιαίτερα σημαντική στις στρατηγικές ζωής των ψαριών και έχει ευρέως χρησιμοποιηθεί σε μοντέλα και ομαδοποιήσεις ειδών (Winemiller & Rose
1992, Rochet 2, King & McFarlane 23), στον υπολογισμό της φυσικής θνησιμότητας (Hoenig 1983), και ως δείκτης καταπόνησης εξαιτίας της αλιείας (Trippel 1995). Έχει αναφερθεί ότι οι ταυτόχρονη μείωση του ρυθμού αύξησης και της t m αποτελούν ενδείξεις εξελικτικής αντίδρασης του Ατλαντικού γάδου Gadus morhua που προέρχεται από την πληθυσμιακή μείωση εξαιτίας της αλιείας (Olsen et al. 24). Η t m είναι επίσης καθοριστική στις δημογραφικές αναλύσεις (Chen & Yuan 26) καθώς αποτελεί το ελάχιστο όριο του χρόνου γενεάς, δηλαδή της μέσης ηλικίας του αναπαραγόμενου αποθέματος, που σχετίζεται ισχυρά με τον ενδογενή ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης (Ainsley et al. 211). 1.8 t m /t max.6.4.2 Θηλυκά Αρσενικά Ακτινοπτερύγιοι Θηλυκά Αρσενικά Ελασμοβράγχιοι Εικόνα 9.12. Λόγος t m /t max των θηλυκών και αρσενικών ακτινοπτερύγιων και ελασμοβράγχιων ψαριών της Μεσογείου. Η μέση τιμή διακρίνεται με + (τροποποιημένη από Tsikliras & Stergiou 215). Σε σχέση με το μήκος πρώτης γεννητικής ωρίμασης (L m ) υπάρχει περιορισμένη διαθέσιμη δημοσιευμένη πληροφορία για την t m (για ανασκόπηση: Tsikliras & Stergiou 215). Η διαθέσιμη πληροφορία για τα μεσογειακά ψάρια επιβεβαιώνει το γενικό πρότυπο ότι τα ψάρια που ζουν περισσότερα χρόνια ωριμάζουν αργότερα σε μέγεθος σε σχέση με αυτά που ζουν λιγότερο και ότι τα θηλυκά ωριμάζουν αργότερα από τα αρσενικά (Tsikliras & Stergiou 215). Σύμφωνα με την ίδια ανασκόπηση, αναφέρεται ότι τα είδη με αργή στρατηγική ζωής, όπως οι καρχαρίες και τα σαλάχια, ωριμάζουν αργότερα σε σχέση με τα ακτινοπτερύγια ψάρια (Εικόνα 9.12). Συνεπώς επιβεβαιώνεται η ευαισθησία των ειδών αυτών στην αλιευτική πίεση. Όπως το L m, έτσι και η ηλικία πρώτης γεννητικής ωρίμασης t m μπορεί να υπολογιστεί με βάση το ποσοστό των ώριμων ατόμων ανά ηλικία με σιγμοειδή εξίσωση και από εμπειρικές εξισώσεις (Tsikliras & Stergiou 215), αρκεί να είναι γνωστή η μέγιστη ηλικία (t max ). Οι διαθέσιμες εμπειρικές εξισώσεις για τα ακτινοπτερύγια και ελασμοβράγχια ψάρια με μεσογειακή εξάπλωση είναι (Tsikliras & Stergiou 215): Ακτινοπτερύγια:!t m =1,1+,11 t max! 9.17 Ακτινοπτερύγια:! log t m =!,25+,58 log(t max )" Ελασμοβράγχια:!t m =2,72+,23 t max! Ελασμοβράγχια:! log t m =,6+,67 log(t max )! 9.18 9.19 9.2 9.6. Γονιμότητα Η διαθέσιμη ενέργεια για την αναπαραγωγή ενός είδους μπορεί να επιμεριστεί με διάφορους τρόπους. Έτσι, υπάρχουν ψάρια που παράγουν πολλά μικρά ωοκύτταρα (ωοτοκία), άλλα που παράγουν λίγα και μεγάλα και άλλα που γεννούν μικρά άτομα (ζωοτοκία). Αν και έχουν παρατηρηθεί πολλές στρατηγικές καταμερισμού της ενέργειας για αναπαραγωγή (Nikolskii 198), στα περισσότερα θαλάσσια τελεόστεα ψάρια
κυριαρχεί η παραγωγή πολλών μικρών ωοκυττάρων σε αντίθεση με τους ελασμοβράγχιους (καρχαρίες και σαλάχια) που παράγουν λίγα και μεγάλα ωοκύτταρα (Wootton 1998, Jennings et al. 21). Επιπλέον, περισσότερα ωοκύτταρα παράγουν τα ψάρια εκείνα που έχουν επιπλέοντα πελαγικά αυγά και λιγότερα αυτά που παρέχουν κάποιου είδους γονική φροντίδα (Nikolskii 1963). Γενικά, στα ψάρια που έχουν γρήγορη αύξηση παρατηρείται μεγαλύτερη γονιμότητα όπως επίσης και στα είδη εκείνα που υπόκεινται σε συνθήκες υψηλής θνησιμότητας εξαιτίας έντονης θήρευσης ή υπεραλίευσης (Cushing 1981). Ο σημαντικότερος παράγοντας που καθορίζει το μέγεθος κάθε γενιάς στα ωοτόκα ψάρια είναι ο αριθμός των ωοκυττάρων, ο οποίος εξαρτάται από τη γονιμότητα και τον αριθμό των γεννητικά ώριμων θηλυκών ατόμων ενός πληθυσμού (Nikolskii 198). Η επιβίωση των γονιμοποιημένων αυγών και η θνησιμότητα των αρχικών σταδίων ζωής του ψαριού είναι επίσης καθοριστική για την ετήσια νεοσυλλογή και τη μετέπειτα αλιευτική παραγωγή (Bagenal & Braum 1978, Mertz & Myers 1996). Η γονιμότητα ποικίλλει μεταξύ των ατόμων ενός πληθυσμού, μεταξύ πληθυσμών και μεταξύ ειδών, είτε εξαιτίας προσαρμοστικών μεταβολών των ατόμων και των πληθυσμών στις περιβαλλοντικές συνθήκες, είτε εξαιτίας ενδογενών παραγόντων που βασίζονται στην κληρονομικότητα (Nikolskii 198). Οι ίδιοι παράγοντες που επηρεάζουν τη γονιμότητα καθορίζουν και την ποιότητα των αυγών που παράγονται (Brooks et al. 1997). Σύμφωνα με τον Nikolskii (198) δύο περίοδοι στη ζωή του ψαριού καθορίζουν την μετέπειτα γονιμότητά (fecundity) του. Η πρώτη είναι κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου ζωής, όταν αποτίθεται το σπερματικό επιθήλιο και καθορίζεται το γενικό επίπεδο γονιμότητας του είδους που είναι χαρακτηριστικό για κάθε πληθυσμό, και η δεύτερη περίοδος είναι αυτή ακριβώς πριν την αναπαραγωγή, οπότε η διατροφή του ψαριού έχει σημαντική επίπτωση στον αριθμό των αυγών που θα παραχθούν και στην επιβράδυνση ή επιτάχυνση της ωρίμασής τους (Nikolskii 198). Η δυσκολία στη μέτρηση των γονιμοποιημένων αυγών (fertility) λόγω της εξωτερικής γονιμοποίησης των περισσότερων ψαριών έχει αναγκάσει τους επιστήμονες να υπολογίζουν τον αριθμό των ωοκυττάρων που παράγονται από τα θηλυκά άτομα ενός πληθυσμού (Pitcher & Hart 1982). Η γονιμότητα συχνά αναφέρεται με διαφορετικούς όρους στη βιβλιογραφία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση και να είναι αναγκαίος ο ορισμός της. Είναι χρήσιμος ο διαχωρισμός μεταξύ της γονιμότητας ανά απόθεση (batch fecundity), της γονιμότητας ανά αναπαραγωγική περίοδο (breeding season fecundity) και της γονιμότητας της διάρκειας ζωής (lifetime fecundity) (Wootton 1998). Ο ολικός αριθμός αυγών που περιέχει η ωοθήκη ενός θηλυκού ψαριού λίγο πριν την ωοτοκία αποτελεί την απόλυτη, ατομική ή ολική γονιμότητα (absolute ή total fecundity), ενώ ο αριθμός των αυγών ανά μονάδα βάρους ή μήκους του ψαριού αποτελεί τη σχετική γονιμότητα (relative fecundity) και χρησιμοποιείται ως δείκτης κατάστασης του θηλυκού και ως δείκτης ποιότητας των αυγών (Nikolskii 1963, Potts & Wootton 1984). Η σχετική γονιμότητα επιτρέπει συγκρίσεις μεταξύ ατόμων και πληθυσμών ενός είδους, καθώς είναι ανεξάρτητη από το μήκος και το βάρος του ψαριού. Για συγκριτικούς λόγους πολλές φορές χρησιμοποιείται η μέση απόλυτη γονιμότητα, δηλαδή ο μέσος όρος των αυγών από άτομα ίδιου μήκους, βάρους ή ηλικίας (Živkov & Petrova 1993). 9.6.1. Υπολογισμός γονιμότητας Για τον υπολογισμό της γονιμότητας αφαιρούνται οι γονάδες των θηλυκών ατόμων και διατηρούνται σε διάλυμα φορμόλης 8% (Crim & Glebe 199) ή σε υγρό Gilson (1 ml 6% αλκοόλη, 88 ml νερό, 15 ml 8% νιτρικό οξύ, 18 ml κρυσταλλικό οξικό οξύ, 2 g χλωριούχος ψευδάργυρος), το οποίο θεωρείται η καλύτερη μέθοδος συντήρησης ωοκυττάρων μεταξύ των μεθόδων που συνήθως αναφέρονται στη βιβλιογραφία (Bagenal & Braum 1978). Το υγρό Gilson σκληραίνει τα ωοκύτταρα και τα απελευθερώνει από τη μεμβράνη της γονάδας διαλύοντας το συνδετικό ιστό που τα περιβάλλει (Bagenal & Braum 1978). Η ελάχιστη διάρκεια παραμονής των ωοκυττάρων στο υγρό Gilson μπορεί να είναι 24 ώρες, ενώ η μέγιστη μέχρι τρεις μήνες (Bagenal & Braum 1978). Για τον προσδιορισμό της απόλυτης γονιμότητας χρησιμοποιούνται δύο μέθοδοι (όγκου και βάρους) η κάθε μια από τις οποίες έχει αρκετές παραλλαγές (Nikolskii 1963, Bagenal & Braum 1978). Συνήθως, όμως, χρησιμοποιείται η ογκομετρική μέθοδος όπως περιγράφεται από τους Bagenal & Braum (1978) γιατί θεωρείται ως περισσότερο αξιόπιστη και λιγότερο χρονοβόρα μέθοδος. Ογκομετρική μέθοδος Σύμφωνα με την ογκομετρική μέθοδο (Nikolskii 1963, Bagenal & Braum 1978), μετά τη συντήρηση των ωοθηκών και αφού διαλυθεί ο συνδετικός ιστός της ωοθήκης, τα ωοκύτταρα τοποθετούνται σε γυάλινο δοχείο
με 1 λίτρο νερό και αναδεύονται για να κατανεμηθούν ομοιόμορφα στην υδάτινη στήλη. Αμέσως μετά το τέλος της ανάδευσης αφαιρούνται γρήγορα τέσσερα υποδείγματα των 1 ml το καθένα και μετρούνται τα ωοκύτταρα στα δείγματα αυτά. Στη συνέχεια γίνεται αναγωγή του αριθμού των ωοκυττάρων στο 1 λίτρο για κάθε υπόδειγμα. Ο μέσος όρος του αριθμού των ωοκυττάρων που περιέχονται στα τέσσερα υποδείγματα αποτελεί τη γονιμότητα κάθε ατόμου. Για τη λήψη των υποδειγμάτων πρέπει να χρησιμοποιείται πλαστική πιπέτα με μεγάλο στόμιο για να διασφαλιστεί η είσοδος και των μεγαλύτερων ωοκυττάρων στο δείγμα. Ο αριθμός των ωοκυττάρων σε κάθε υπόδειγμα μετριέται σε στερεοσκόπιο, ενώ αν κριθεί αναγκαία η μέτρηση της διαμέτρου των ωοκυττάρων, τότε μετριέται σε μικροσκόπιο η μέγιστη και η ελάχιστη διάμετρος κάθε ωοκυττάρου και υπολογίζεται ο μέσος όρος. Βαρομετρική μέθοδος Η μέθοδος βάρους είναι παρόμοια με αυτήν του όγκου, με τη διαφορά ότι λαμβάνονται υποδείγματα βάρους της γονάδας στα οποία μετρούνται τα ωοκύτταρα. Στη συνέχεια γίνεται αναγωγή στο συνολικό βάρος της γονάδας που έχει προηγουμένως ζυγιστεί (Nikolskii 1963, Bagenal & Braum 1978). 9.6.2. Σχέση γονιμότητας με σωματικό μήκος και βάρος Ο αριθμός των ωοκυττάρων (απόλυτη γονιμότητα) είναι εκθετική συνάρτηση του μεγέθους του οργανισμού και κατά συνέπεια της ηλικίας και του βάρους του (Nikolskii 198, Quinn & Deriso 1999, Jennings et al. 21). Μάλιστα η συσχέτιση της γονιμότητας με το βάρος είναι ισχυρότερη απ ό,τι με το μήκος και την ηλικία (Nikolskii 198). Καθώς οι κλάσεις μεγέθους σπάνια αντιπροσωπεύονται ισότιμα στο δείγμα ως προς τον αριθμό των ατόμων, συνήθως χρησιμοποιείται η μέση απόλυτη γονιμότητα ανά κλάση μήκους (Εικόνα 9.13). 8 Απόλυτη γονιμότητα ( 1) 6 4 2 14 16 18 2 22 24 26 Ολικό μήκος (cm) Εικόνα 9.13. Σχέση της μέσης απόλυτης γονιμότητας με το μήκος ενός υποθετικού ψαριού. Η σχέση μεταξύ της απόλυτης γονιμότητας και του μήκους, βάρους ή της ηλικίας του οργανισμού είναι εκθετική της μορφής (Wootton 1998): F"="a L b! ή γραμμική που προκύπτει μετά από λογαριθμικό μετασχηματισμό της εκθετικής: lnf$=$lna$+$b lnl! όπου F είναι η απόλυτη γονιμότητα, L είναι το μήκος (μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το βάρος ή η ηλικία) του οργανισμού και a και b είναι οι παράμετροι της εξίσωσης (Εικόνα 9.13). Σε περιπτώσεις στις οποίες το εύρος των μηκών που χρησιμοποιείται είναι περιορισμένο, η καμπύλη της παραπάνω εξίσωσης μπορεί να εμφανίζεται ως γραμμικής μορφής, στην πραγματικότητα όμως είναι τμήμα 9.21 9.22
D= (F x!f i ) 2 9.23 της εκθετικής (Bagenal & Braum 1978). Λόγω της εξάρτησης της γονιμότητας από τον όγκο της σωματικής κοιλότητας που καταλαμβάνεται από τις ώριμες γονάδες, η παράμετρος b (ο συντελεστής παλινδρόμησης στη γραμμική μορφή της εξίσωσης) θεωρητικά ισούται περίπου με 3 όταν η γονιμότητα σχετίζεται με το μήκος (Εικόνα 9.14). 35 3 F = 14.39 TL 2.92 r 2 =.42 n=176 Απόλυτη γονιμότητα (F) 25 2 15 1 5 3 3.5 4 4.5 5 5.5 6 Ολικό μήκος (TL, cm) Εικόνα 9.14. Σχέση της απόλυτης γονιμότητας με το μήκος του μαρμαρογωβιού Pomatoschistus marmoratus από την εκβολή του Ποταμού Στρυμόνα (τροποποιημένη από Koutrakis & Tsikliras 29). Η παράμετρος b συνήθως κυμαίνεται από 1 ως 5 (στις περισσότερες περιπτώσεις από 3,25 μέχρι 3,75), ενώ τείνει να είναι μεγαλύτερη στα θαλασσινά και μικρότερη στα ψάρια γλυκού νερού (Wootton 1998). Όταν η γονιμότητα σχετίζεται με το βάρος ή την ηλικία, η παράμετρος b ισούται περίπου με τη μονάδα. Τα περισσότερα ψάρια διαφέρουν από τα υπόλοιπα σπονδυλωτά στο ότι η γονική φροντίδα είναι πολύ περιορισμένη ή ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα τα αρχικά στάδια (αυγά, ιχθυονύμφες) ή τα νεαρά άτομα να υφίστανται μεγάλη θνησιμότητα μέχρι να μεγαλώσουν σε μέγεθος. Η υψηλή γονιμότητα των τελεόστεων ψαριών είχε οδηγήσει πολλούς επιστήμονες να πιστεύουν ότι τα ψάρια μπορούν να επανακάμπτουν, ακόμη και αν το γονικό απόθεμα είναι πολύ μειωμένο εξαιτίας της έντονης αλίευσης. Αυτή η θεωρία είναι πλέον γνωστή ως η «πλάνη των εκατομμυρίων αυγών» (million egg fallacy) και είχε οδηγήσει στην υποτίμηση της επίδρασης της αλιείας και συνεπώς στην κακοδιαχείριση των αποθεμάτων προκαλώντας ανυπολόγιστη ζημιά στα παγκόσμια αποθέματα (Pauly 27), ειδικά σε αυτό του ατλαντικού γάδου Gadus morhua (Walters & Maguire 1996). Σχετικά πρόσφατα αποδείχθηκε ότι σε χαμηλά πληθυσμιακά μεγέθη, μόνο 3 με 5 άτομα των περισσότερων εμπορικών ειδών επιβιώνουν μέχρι τη νεαρή ηλικία ανά θηλυκό, παρά τα εκατομμύρια αυγών που μπορεί να αποθέσουν και να γονιμοποιηθούν από τα αρσενικά (Myers et al. 1999). Σε πολλές περιπτώσεις η σχέση της απόλυτης γονιμότητας με το μήκος, το βάρος και την ηλικία μπορεί να εκφράζεται καλύτερα από τη γραμμική ή τη σιγμοειδή εξίσωση (Živkov & Petrova 1993). Για να βρεθεί η συνάρτηση που απεικονίζει καλύτερα τη σχέση αυτή είναι απαραίτητος ο υπολογισμός της διασποράς (D) των εμπειρικών τιμών σε σχέση με τις θεωρητικές για όλες τις πιθανές συναρτήσεις. Η συνάρτηση με τη μικρότερη διασπορά απεικονίζει τη σχέση με τον καλύτερο τρόπο (Živkov & Petrova 1993). Η διασπορά υπολογίζεται από τον τύπο: όπου F x είναι οι θεωρητικές τιμές της γονιμότητας που προκύπτουν από την εφαρμογή κάθε μοντέλου και F i οι πραγματικές τιμές της γονιμότητας που έχουν μετρηθεί.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία κεφαλαίου Υπάρχουν πολλά συγγράμματα και εγχειρίδια που αφορούν την αναπαραγωγή των ψαριών και την εκτίμηση των παραμέτρων που σχετίζονται με αυτήν, όπως τα ειδικά συγγράμματα των Bagenal & Braum (1978), Potts & Wootton (1984), Jakobsen et al. (29), Cole (21) και τα γενικότερα συγγράμματα στη βιολογία των ψαριών των Nikolskii (1963, 198), Wootton (199, 1998), Pitcher & Hart (1982), Roff 1992, Jennings et al. (21), King (27) και Bone & Moore (28).
Ασκήσεις 1. Το ποσοστό των ώριμων ατόμων σε σχέση με το μήκος ενός είδους είναι,,,,,1,,3,,4,,6,,8,,9,,95, 1, 1, 1 και 1 για τις κλάσεις μήκους 1-12, 12-14, 14-16, 16-18, 18-2, 2-22, 22-24, 24-26, 26-28, 28-3, 3-32, 32-34, 34-36, 36-38, 38-4. Να υπολογιστούν τα L m, L m25, L m75. 2. Τρία Μεσογειακά αποθέματα τριών ειδών και ένα απόθεμα ενός είδους στον Ειρηνικό Ωκεανό έχουν μέγιστο μήκος 3, 8, 12 και 12 cm, αντίστοιχα. Να υπολογιστεί το L m των αποθεμάτων αυτών. 3. Ο αριθμός των παραγόμενων ωοκυττάρων σε σχέση με το μήκος ενός είδους είναι: Μήκος (cm) Αριθμός ωοκυττάρων 12 5. 18 12. 24 22. 3 35. 35 6. 4 1. 5 15. α. να υπολογιστεί η σχέση γονιμότητας-μήκους και να γίνει το γράφημα β. πόση θα είναι η γονιμότητα ενός ατόμου του είδους αυτού με μήκος 55 cm; 4. Ένα ψάρι μήκους 6 cm έχει ωοθήκη ολικού βάρους 3 g, από την οποία αφαιρούμε 4 κομμάτια βάρους 1, 2, 1,5 και 1,5 g. Ο αριθμός των ωοκυττάρων σε κάθε κομμάτι της ωοθήκης είναι 3, 5, 5 και 6. Να υπολογιστεί η γονιμότητα του ατόμου αυτού.