υσλεξία: η γνωστή «άγνωστη»! Εισαγωγή 1. Μαθησιακές δυσκολίες υσλεξία 2. Τύποι υσλεξίας 3. Αίτια υσλεξίας 4. Χαρακτηριστικά δυσλεκτικών ατόµων 5. Εκπαιδευτική παρέµβαση 6. Επίλογος Βιβλιογραφία Εισαγωγή Τα τελευταία χρόνια δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα και προσοχή από πολλούς επιστηµονικούς κλάδους στις δυσκολίες που αντιµετωπίζει ένα άτοµο κατά τη διαδικασία επεξεργασίας πληροφοριών και κατ επέκταση της µάθησης. Οι δυσκολίες αυτές έχουν ορισθεί ως Ειδικές Μαθησιακές υσκολίες και διακρίνονται σε τρεις τύπους: τη ιαταραχή της Ανάγνωσης ή υσλεξία, τη ιαταραχή στα Μαθηµατικά ή υσαριθµησία και τη ιαταραχή στη Γραπτή Έκφραση. Τα αίτια εµφάνισης τους ποικίλουν (οργανικά, γενετικά και περιβαλλοντικά), συνεπώς και οι προσεγγίσεις αντιµετώπισής τους. 1. Μαθησιακές υσκολίες υσλεξία Το θέµα των Μαθησιακών υσκολιών ή Ειδικών Μαθησιακών υσκολιών απασχολεί µεγάλο αριθµό ερευνητών, ειδικά τα τελευταία χρόνια αφού αποτελούν έναν από τους πιο συχνούς λόγους προβληµάτων και αποτυχιών στο σχολείο. Εξαιτίας της διαφορετικότητας του κάθε επιστηµονικού κλάδου που ασχολείται µε το εν λόγω θέµα, έχουν διατυπωθεί και διαφορετικοί ορισµοί και προσεγγίσεις γύρω από αυτό. Ο πλέον καθιερωµένος ορισµός των Μαθησιακών υσκολιών είναι ο ακόλουθος: «σηµαίνει µιαν ανεπάρκεια σε µιαν ή περισσότερες από τις βασικές 1
ψυχολογικές διαδικασίες που εµπεριέχονται στη χρήση του προφορικού ή γραπτού λόγου, η οποία µπορεί να οφείλεται σε κάποια «ατελή» ικανότητα ακουστικής αντίληψης, σκέψης λόγου, ανάγνωσης, γραφής, ορθογραφίας ή µαθηµατικών ικανοτήτων. Ο όρος περιλαµβάνει περιπτώσεις όπως αντιληπτική ανεπάρκεια, εγκεφαλική βλάβη, ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία, δυσλεξία και εξελικτική αφασία. Ο όρος δεν περιλαµβάνει εκείνα τα παιδιά των οποίων το πρόβληµα µάθησης είναι αποτέλεσµα οπτικής, ακουστικής ή κινητικής ανεπάρκειας, νοητικής καθυστέρησης ή προέρχεται από δυσµενείς περιβαλλοντικές, πολιτισµικές ή οικονοµικές συνθήκες». Εν κατακλείδι, µε τον όρο Μαθησιακές υσκολίες ή ιαταραχές εννοούµε µια οµάδα διαταραχών που αφορούν τη γλώσσα, την αντίληψη, την οµιλία, τη γραφή, την αριθµητική, τη µάθηση και τη µνήµη, την κίνηση (υπερκινητικότητα), τη σκέψη, τον συλλογισµό και τους µηχανισµούς επίλυσης που οφείλονται σε διαταραχές του κεντρικού νευρικού συστήµατος. Στην προκείµενη εργασία θα µας απασχολήσει ένας συγκεκριµένος τύπος Μαθησιακών ιαταραχών, αυτός της υσλεξίας. Συγκεκριµένα, η υσλεξία µπορεί να ορισθεί ως µια ειδική µαθησιακή δυσκολία που αφορά δεξιότητες σχετικές µε τον λόγο όπως άλλωστε υποδεικνύει και η ετυµολογική ανάλυση του όρου: δυσ- (δυσκολία) + λέξη. Πρόκειται για µια διαταραχή που παρουσιάζεται στα παιδιά αλλά και σε ενήλικα άτοµα και χαρακτηρίζεται από δυσκολία ή αποτυχία στην εκµάθηση της ανάγνωσης, της γραφής και της ορθογραφίας. Βέβαια, το δυσλεκτικό άτοµο µπορεί να έχει πρόβληµα µόνο σε µία από τις παραπάνω περιοχές µάθησης ή σε όλες. Η υσλεξία, αυτή η ειδική αδυναµία εκµάθησης της ανάγνωσης δεν σχετίζεται µε τα συνηθισµένα πλαίσια της επίδοσης του µαθητή. Ο δυσλεκτικός µαθητής έχει κατά κανόνα φυσιολογική ή ακόµα και πάνω από το µέσο όρο νοηµοσύνη. Η δυσλεξία δεν έχει σχέση µε τη νοητική καθυστέρηση. Εµφανίζεται στα αγόρια σε συχνότερη αναλογία, και µάλιστα 4 προς 1, σε σχέση µε τα κορίτσια. Αν και σε ποσοστό 60%- 80% η διάγνωση της ιαταραχής της Ανάγνωσης ή υσλεξία δίνεται σε αγόρια, είναι πιθανόν η συχνότητά της να είναι ίδια και στα δύο φύλα και η διαφορά αυτή να οφείλεται στο ότι τα αγόρια παραπέµπονται πιο συχνά για ψυχολογική εκτίµηση λόγω της διασπαστικής συµπεριφοράς σε συνδυασµό µε ιαταραχές Μάθησης. Επίσης, η υσλεξία παρατηρείται σε όλους τους πολιτισµούς που έχουν γραπτή γλώσσα και τα αίτιά της είναι οργανικά. Σχετίζεται µε τον εγκέφαλο και είναι συγκεκριµένες οι περιοχές που συνδέονται µε τη γλώσσα και την ανάγνωση. Ο 2
ανθρώπινος εγκέφαλος διακρίνεται σε δύο ηµισφαίρια, το αριστερό και το δεξί. Οι περιοχές εκείνες που είναι υπεύθυνες για την οµιλία, τη γλώσσα και την ανάγνωση εδράζονται στο αριστερό ηµισφαίριο και συνοψίζονται στις εξής: µετωπιαίος λοβός, βρεγµατικός λοβός, ινιακός ή οπτικός λοβός και κροταφικός λοβός. 2. Τύποι υσλεξίας Σύµφωνα µε τις έρευνες του Bakker (Dr Dirk Bakker, Ph.D, Οµότιµου Καθηγητή, Free University, Amsterdam, και ιευθυντή της Ευρωπαϊκής Μεταπτυχιακής Σχολής Παιδικής Νευροψυχολογίας, 1989) υπάρχουν δύο τύποι υσλεξίας. Πρώτον, ο τύπος L. Τα άτοµα που ανήκουν σε αυτόν τον τύπο, διαβάζουν γρήγορα αλλά παραβλέπουν γράµµατα, λέξεις ή ακόµη και φράσεις ολόκληρες του κειµένου, και σηµειώνουν σηµαντικά λάθη υποκατάστασης γραµµάτων κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Ο δεύτερος τύπος P, εµφανίζει µια υπερανάπτυξη των λειτουργιών που ανήκουν στο δεξιό ηµισφαίριο. Έτσι, τα άτοµα αυτής της κατηγορίας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στα αντιληπτικά σύµβολα του κειµένου, διαβάζουν πολύ αργά και κάνουν λάθη συµπερασµατικά και υποθετικά κατά την ανάγνωση. Οι πιο σύγχρονες έρευνες (από το 2000 κι έπειτα) προτείνουν δεκατρείς τύπους υσλεξίας, βασιζόµενες σε νευροανατοµικά και νευροφυσιολογικά δεδοµένα. Επίσης, γίνεται διάκριση της υσλεξίας σε δύο µεγάλες κατηγορίες, την επίκτητη και την ειδική ή εξελικτική. Η πρώτη αναφέρεται στο άτοµο που έχει αποκτήσει τις ικανότητες ανάγνωσης και γραφής αλλά τις έχασε εν µέρει ή εντελώς ύστερα από κάποιο εγκεφαλικό τραυµατισµό. Η Ειδική ή Εξελικτική υσλεξία, που είναι και το αντικείµενο της παρούσας εργασίας, είναι µια εγγενής αδυναµία εκµάθησης ανάγνωσης και γραφής, η οποία σε καµιά περίπτωση δεν σχετίζεται µε τη νοητική καθυστέρηση. Οι τύποι υσλεξίας λοιπόν και τα χαρακτηριστικά αυτών µπορούν να συνοψισθούν στα εξής: Σύνδροµό του Αργού Αναγνώστη: αργή ανάγνωση φωναχτά και σιωπηλά. Βραδυρυθµία στη ροή της ανάγνωσης. υσκολία κατανόησης. Ολική υσλεξία: δυσκολία οπτικής διάκρισης και αναγνώρισης. Αδύνατη η ανάγνωση γραµµάτων, λέξεων και µουσικών συµβόλων. Ωστόσο, ένα άτοµο µε αυτόν τον τύπο διαταραχής µπορεί να αναγνωρίζει τους αριθµούς. 3
Λεξική υσλεξία: το άτοµο δεν µπορεί να αναγνωρίσει τη λέξη ή τα γράµµατα όλα µαζί που απαρτίζουν τη λέξη. Αναγνωρίζει καλά µεµονωµένα τα γράµµατα µέσω του οπτικού δρόµου και µετά τα ανάγει στη συνολικότητα. υσλειτουργία στο αριστερό κροταφικό πεδίο. υσλεξία Ηµιαµέλειας: αγνοεί τα στοιχεία, γράµµατα ή λέξεις στο αριστερό, µέσο ή δεξιό τµήµα µιας πρότασης. Παραλείψεις λέξεων και υπερπήδηση σειρών. Ολική υσλεξία ή υσγραφία: διαταραχή όλων των διόδων (οπτικά, ακουστικά, απτικά) ανάγνωσης και όλων των τύπων γραφής. Προµετωπιαία υσλεξία: δυσκολία στη χρήση των κατάλληλων (σηµασιολογικά) λέξεων για την εις βάθος κατανόηση από πλευράς σύνταξης και σηµασίας ενός κειµένου. Οι µικρές λέξεις αναγνωρίζονται καλύτερα. Οι ψευδολέξεις δεν διαβάζονται. Είναι αδύνατη η µεγαλόφωνη επανάληψη και κατανόηση των φράσεων. υσορθογραφία και διαταραχές σε όλους τους τύπους γραφής µε σηµαντικές διαταραχές κατανόησης. Βαθιά υσλεξία: σηµασιολογικές παραλεξίες, δύσκολη η ανάγνωση αφηρηµένων λέξεων, νέων λέξεων και ψευδολέξεων. ιαταραγµένος ο φωνολογικός δρόµος και λάθη µορφοσυντακτικά. Φωνολογική υσλεξία: δύσκολη η ανάγνωση ψευδολέξεων, δηµιουργία λεξικοποιήσεων, νεολογισµών, προσθέσεις ή αφαιρέσεις ή αντικατάσταση στοιχείων από τις λέξεις, περικοπή λέξεων, παραλεξίες µορφολογικές και οπτικές. υσλεξία Επιφάνειας: δύσκολη η ανάγνωση ανώµαλων λέξεων, δύσκολη η ολική αναγνώριση των λέξεων. Τα παιδιά µε αυτόν τον τύπο υσλεξίας δεν µπορούν να χρησιµοποιήσουν στοιχεία από τα συµφραζόµενα για να κατανοήσουν ένα κείµενο. Αργοί οι ρυθµοί ανάγνωσης. Η ανάγνωση γίνεται συλλαβιστά, τµηµατικά, µε επαναλήψεις και περικοπές λέξεων. Οπτική υσλεξία: αργή ανάγνωση, υπερπήδηση σειρών, υποκαταστάσεις και παραλείψεις λέξεων, οπτικές παραλεξίες και λεξικοποιήσεις µε σηµασιολογικά ασύνδετους αναγραµµατισµούς. υσµετρική υσλεξία: δυσκολίες στην εκτίµηση κατεύθυνσης και απόστασης. Το παιδί δυσκολεύεται να ακολουθήσει µε τα µάτια του ένα ερέθισµα για κάποιο χρόνο. 4
Άµεση υσλεξία ή Υπερλεξία: ευφράδης και γρήγορη ανάγνωση αλλά µε πτωχή κατανόηση. ιακριτική υσλεξία: δύσκολη η ανάγνωση των λέξεων µαζί µε άλλες λέξεις π.χ. σε κείµενο. Αναγιγνώσκεται όµως η λέξη µόνη της. ύσκολη η διάκριση γραµµάτων σε µία λέξη, ή η διάκριση µιας λέξης όταν στην αρχή τοποθετείται ένα άσχετο γράµµα. Κάνει τυφλά λάθη, µετακινήσεις συλλαβών από λέξη σε λέξη π.χ. οι λέξεις «έλα πάνω» διαβάζονται ως «επα». Αυτά ήταν κάποια ενδεικτικά χαρακτηριστικά των τύπων υσλεξίας. 3. Αίτια υσλεξίας Αρκετές έρευνες, σχετικές µε τα αίτια της υσλεξίας, υποστηρίζουν ότι η υσλεξία οφείλεται σε κάτι το «ειδικό» που υπάρχει στον εγκέφαλο των δυσλεκτικών ατόµων. Τι είναι όµως αυτό το «ειδικό» και πώς εµφανίζεται; Για να απαντήσουµε στο πρώτο κοµµάτι της ερώτησης κρίνεται απαραίτητη η διάκριση µεταξύ πιθανών εσωτερικών, σχετικών µε τον οργανισµό θαµάτων και εξωτερικών ή περιβαλλοντικών θεµάτων. Υπάρχουν αρκετές θεωρίες που υποστηρίζουν τις εσωτερικές αιτίες. Μία από αυτές, συγκεκριµένα, έχει αναφερθεί στο ότι µεγάλα ποσοστά τεστοστερόνης στο έµβρυο, ή υπερβολικά µεγάλη ευαισθησία σε αυτή, είναι δυνατόν να αποτελεί αιτία για τον σχηµατισµό των εκτοπικών κυττάρων καθώς επίσης και του χαρακτηριστικού µεγέθους του κροταφικού πεδίου που εµφανίζεται στον εγκέφαλο των δυσλεκτικών. Αυτή η θεωρία, δικαιολογεί, εν µέρει, και το γεγονός πως η δυσλεξία είναι συχνότερο φαινόµενο στα αγόρια παρά στα κορίτσια, µιας και η τεστοστερόνη είναι µια ανδρική ορµόνη. Φυσικά, η εµφάνιση της τεστοστερόνης σε µεγάλες ποσότητες θα είχε αρνητικές επιπτώσεις και στο αυτό-ανοσοποιητικό σύστηµα του ανθρώπου καθώς και στην ανάπτυξη του εγκεφάλου και ειδικότερα στο αριστερό ηµισφαίριο. Είναι λοιπόν στα αλήθεια δυνατό να υπάρχει κάποια σχέση µεταξύ ασθενειών που βασίζονται στις ελλείψεις του αυτό-ανοσοποιητικού συστήµατος, όπως οι αλλεργίες, το άσθµα, ο διαβήτης και της δυσλεξίας; Αλλά κι αν ακόµη υπάρχει σχέση µεταξύ του αυτόανοσοποιητικού συστήµατος, της ύπαρξης εκτοπικών κυττάρων και της δυσλεξίας, αυτή δεν έχει γίνει ακόµη πλήρως κατανοητή. Συµπερασµατικά, είναι δυνατό να 5
υπάρχει κάποια σχέση ανάµεσα στο πώς το αυτό-ανοσοποιητικό σύστηµα λειτουργεί και στην ύπαρξη των εκτοπικών κυττάρων, και ίσως µεταξύ αυτών των δύο και της δυσλεξίας. Εν αντιθέσει, οι θεωρίες που πιστεύουν στις εξωτερικές αιτίες της δυσλεξίας, υποστηρίζουν πως η ποιότητα του εγκεφάλου δεν υπαγορεύεται αποκλειστικά και µόνον από τα γονίδια. Σηµαντικό, αν όχι κυρίαρχο ρόλο, διαδραµατίζει το περιβάλλον, αφού µπορεί να βελτιώσει ή και να προκαλέσει προβλήµατα στη δοµή και τη λειτουργία του εγκεφάλου. Αναφερόµενοι στο περιβάλλον, εννοούµε το φυσικό-χηµικό περιβάλλον, το φυσιολογικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Για ένα παιδί η µήτρα αποτελεί το πρώιµο περιβάλλον και κατά την εισαγωγή του παιδιού στο σχολείο και την οικογένεια, τα συγκεκριµένα συστήµατα αποτελούν µαθησιακά περιβάλλοντα και αναγκαστικά επιφέρουν αξιοσηµείωτες επιπτώσεις στον εγκέφαλο. Κατά συνέπεια, είναι κατανοητό, βάσει αυτής της θεωρίας, πως οι αποκλίσεις στη δοµή και λειτουργία του εγκεφάλου, που πιθανώς να εµφανιστούν, οφείλονται όχι τόσο στα ελαττωµατικά γονίδια όσο στις αρνητικές περιβαλλοντικές επιδράσεις στον εγκέφαλο. Το περιβάλλον µπορεί να έχει και θετικές επιπτώσεις, ενώ παράλληλα είναι δυνατό να χρησιµοποιηθεί και ως θεραπευτικό µέσο. Σύµφωνα µε πρόσφατες έρευνες σε εγκεφάλους αποθανόντων δυσλεκτικών, που διεξήχθησαν στην Ολλανδία, διαπιστώθηκε η ύπαρξη βλαβών οι οποίες εµφανίστηκαν κατά τη δηµιουργία εγκεφαλικού φλοιού κατά τη διάρκεια του πέµπτου και του έκτου µήνα εγκυµοσύνης. Στο συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα τα εγκεφαλικά κύτταρα δεν µεταναστεύουν µέχρι τα ακρότατα σηµεία του φλοιού και αυτό έχει ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία ανωµαλιών και δυσπλασιών. Τα προβλήµατα αυτά εντοπίζονται κυρίως στο αριστερό ηµισφαίριο όπου και βρίσκεται το γλωσσικό κέντρο. Έτσι, ο πιο πάνω λόγος καθώς και τα αυξηµένα επίπεδα τεστοστερόνης, που ίσως να υπάρξουν, κάνουν κατανοητό τον λόγο της σχετικής καθυστέρησης στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού. Βέβαια, από τις σχετικές έρευνες καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει κάποιο γονίδιο δυσλεξίας, αλλά σε όλες συζητείται ένα σφάλµα, αν µπορεί να χαρακτηρισθεί έτσι,το οποίο στη µετέπειτα πορεία του ατόµου προκαλεί βλάβη στην κινητικότητα και της εξέλιξη της πλευρίωσης. Λόγω αυτού, υπάρχει µια αρνητική γλωσσική εξέλιξη στο 6
παιδί, η οποία οδηγεί σε αδυναµία και προβλήµατα κατανόησης, ανάλυσης και σύνθεσης των φωνηµάτων που τείνουν να κατευθύνουν τη δυσλεξία. Πώς εµφανίζεται όµως αυτό το «ειδικό» χαρακτηριστικό για το οποίο ήδη έγινε πολύς λόγος; Η επιστηµονική έρευνα έχει αλλάξει προσανατολισµό και έχει επικεντρώσει την προσοχή της στην εκδήλωση της δυσλεξίας µε το πέρασµα του χρόνου. Πριν τριάντα περίπου χρόνια, είχε δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην όραση και στις κινητικές µεταβλητές, οι οποίες είχαν θεωρηθεί ότι συνδέονται µε τη δυσλεξία. Λίγο καιρό αργότερα πραγµατοποιήθηκε εκτεταµένη έρευνα πάνω σε αυτό που ονοµάζεται διαισθητηριακή αφοµοίωση: εάν κάποιος πρόκειται να διαβάσει δυνατά µία λέξη, τη βλέπει πρώτα µε την όρασή του και έπειτα την προφέρει; Η ερώτηση ήταν για το εάν τα δυσλεξικά παιδιά αντιµετωπίζουν ειδική δυσκολία µε την οπτικοακουστική αφοµοίωση. Επειδή οι γραπτές λέξεις είναι διατεταγµένες στο χώρο και τα προφερόµενα γράµµατα είναι διατεταγµένα στο χρόνο, η χωρο-χρονική αφοµοίωση αποτέλεσε επίσης θέµα εξέτασης. Αργότερα υιοθετήθηκε η άποψη ότι το κεντρικό πρόβληµα µε τη δυσλεξία είναι η επεξεργασία των λεκτικών πληροφοριών. Από αυτή την άποψη δεν έχει σηµασία εάν η πληροφορία είναι διατεταγµένη στο χώρο ή το χρόνο. Πρόσφατα, το ενδιαφέρον φαίνεται να επικεντρώνεται στη σχέση µεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου. Οι ερωτήσεις προσανατολίζονται προς τη φύση και την ποιότητα της φωνηµικής-γραφηµικής ανάλυσης του κειµένου, καθώς και στην αυτοµατοποίηση της φωνητικής και ορθογραφικής σύνδεσης. Λαµβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες απόψεις σχετικά µε τη γλωσσική ενηµερότητα, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ακόµη ότι στις µέρες µας έχουµε παραµελήσει κάπως τη γλώσσα. Τι εννοούµε µε τον όρο γλωσσική ενηµερότητα; Ας πάρουµε για παράδειγµα την λέξη «βιβλιοθήκη». Ένα δυσλεξικό άτοµο µπορεί να προφέρει µία τέτοια λέξη τόσο καλά, όσο οποιαδήποτε άλλη, αλλά το µη-δυσλεξικό άτοµο, µε λίγη σκέψη, είναι ενήµερο ότι η λέξη αυτή αποτελείται από δύο αναγνωρίσιµες οµάδες γραµµάτων, δηλαδή «βιβλίο» και «θήκη». Το ζήτηµα είναι εάν ο δυσλεξικός µαθητής διαθέτει µία τέτοια γλωσσική ενηµερότητα. Άλλες ερωτήσεις παραµένουν αναπάντητες. Για παράδειγµα: Κατανοούν σωστά οι δυσλεξικοί το µήνυµα του κειµένου; Καταλαβαίνουν όσα διαβάζουν; Αντιµετωπίζουν 7
όλοι οι δυσλεξικοί τα ίδια προβλήµατα ή υπάρχουν δυσλεξικοί και δυσλεξικοί; Με άλλα λόγια, είναι η δυσλεξία ένα οµοιογενές ή ένα ετερογενές φαινόµενο; 4. Χαρακτηριστικά δυσλεκτικών ατόµων Η υσλεξία είναι µία εφόρου ζωής πρόκληση για το άτοµο που εκδηλώνει αυτήν τη διαταραχή. Τα συµπτώµατα που παρουσιάζει το δυσλεξικό άτοµο, αφορούν την ανάγνωση, τη γραφή, την ορθογραφία, τη βραχυπρόθεσµη αλλά και τη µακροπρόθεσµη µνήµη, τον συντονισµό, την οργάνωση καθώς και τις διαδικασίες πρόσληψης πληροφοριών. Στο σηµείο αυτό αξίζει να σηµειωθεί ότι στη δυσλεξία δεν υπάρχει πρόβληµα προφορικού λόγου. Και είναι αυτός ακριβώς οο παράγοντας που την καθιστά παραπλανητική αφού δεν µπορεί να διακριθεί στην καθηµερινή επικοινωνία καθώς οι δυσλεξικοί δεν παρουσιάζουν προβλήµατα λόγου και συχνά διακρίνονται για την εξαιρετική λογική και ευφυΐα τους. Ωστόσο, οι ερευνητές έχουν καταλήξει σε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εντοπίζονται σε περιπτώσεις δυσλεξικών και θα µπορούσαν να διακριθούν στις ακόλουθες κατηγορίες: 1) Ευδιάκριτα χαρακτηριστικά γενικής συµπεριφοράς 2) Χαρακτηριστικά ανάγνωσης 3) Χαρακτηριστικά ορθογραφίας. Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, τα ευδιάκριτα χαρακτηριστικά της συµπεριφοράς του δυσλεξικού ατόµου έγκεινται στα εξής: υσκολία στη διάκριση αριστερού-δεξιού Σύγχυση ως προς το κυρίαρχο χέρι-µάτι-πόδι υσκολίες στην αντίληψη των εννοιών της διαδοχής, της σειράς και της διεύθυνσης. Ενδεχόµενη κινητική αδεξιότητα ή υπερκινητικότητα Σύγχυση στην αντίληψη της έννοιας του χρόνου υσκολία στην επανάληψη πολυσύλλαβων λέξεων και αριθµών µε αντίστροφη σειρά 8
υσκολία στη διάκριση µορφών και την οπτική µνήµη υσκολία στην αντιστοιχία οπτικών και ακουστικών ερεθισµάτων Όσον αφορά τα αναγνωστικά λάθη, τα κυριότερα είναι: υσκολία στη διάκριση διαφορετικών λέξεων, οι οποίες περιλαµβάνουν τα ίδια γράµµατα υσκολία στην ανάγνωση και προφορά ασυνήθιστων λέξεων Λάθος προφορά φωνηέντων Καθρεπτική ανάγνωση Παρεµβολή άσχετων φωνηµάτων κατά την ανάγνωση µιας λέξης. Οι δυσκολίες στη γραφή και την ορθογραφία αντίστοιχα έγκεινται: Στην ατελή ευθυγράµµιση των λέξεων στο χαρτί Στην ακατάστατη γραφή Στη χρήση κεφαλαίων ανάµεσα στα πεζά Στην καθρεπτική γραφή και Τις παραλείψεις ή αντιµεταθέσεις γραµµάτων Στο σηµείο αυτό κρίνεται σκόπιµο να επισηµανθεί ότι τα δυσλεξικά άτοµα µπορεί να παρουσιάζουν δυσκολίες και σε ένα άλλο συµβολικό σύστηµα, αυτό της αριθµητικής. Έτσι, µπορεί να µετρούν µε τα δάχτυλα, να συγχέουν οπτικά όµοια αριθµητικά σύµβολα ή αριθµούς. Πέραν των παραπάνω, υπάρχουν και ορισµένα χαρακτηριστικά συµπεριφοράς που συνήθως πλαισιώνουν τους δυσλεξικούς, όπως: Προκαταβολικό άγχος για τη µάθηση που ελέγχεται µέσω της γραφής ή ανάγνωσης Τάση αποφυγής του γραψίµατος Συχνή διάσπαση προσοχής Τάση χαµηλής αυτοεκτίµησης Συχνά διαστήµατα ονειροπόλησης Περίοδοι συναισθηµατικής αποµόνωσης Τάση συναναστροφής µε µικρότερους Έντονη ενασχόληση µε χειρονακτικές κατασκευές και εργασίες Υπερκινητικότητα και έκφραση µέσω χειρονοµιών 9
Βέβαια, τα χαρακτηριστικά για την κάθε περίπτωση µπορεί να διαφέρουν. Ωστόσο, αν κάποια από αυτά εντοπισθούν από γονείς ή εκπαιδευτικούς, είναι φρόνιµο το παιδί να παραπεµφθεί σε κάποιον ειδικό, ο οποίος θα διαγνώσει την ύπαρξη ή µη της υσλεξίας. Όσο πιο έγκαιρη είναι η διάγνωση ή η πρόγνωσή της κατά την προσχολική ηλικία, τόσο πιο αποτελεσµατική καθίσταται η αντιµετώπισή της και µειώνονται τα συνεπακόλουθα ψυχολογικά προβλήµατα. 5. Εκπαιδευτική παρέµβαση Θα ήταν εύκολο να εφευρεθεί µια θεραπεία για τη δυσλεξία, εφόσον γνωρίζαµε τα ακριβή αίτιά της. Κάτι τέτοιο ως στιγµής βέβαια δεν είναι δυνατό. Συνεπώς κατανοούµε ότι δεν υπάρχει µια σταθερή µέθοδος αντιµετώπισης και θεραπείας της αλλά µόνον εξατοµικευµένα προγράµµατα ενδείκνυνται για την κάθε περίπτωση. Απαραίτητη κρίνεται η παρουσία του «ειδικού» στο θέµα αυτό, ο οποίος θα κατευθύνει το δυσλεξικό παιδί, τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς του σχολείου όπου το παιδί φοιτά. Στην Ελλάδα οι δυσλεξικοί µαθητές κατά κόρον φοιτούν σε κοινές τάξεις και δεν τυγχάνουν πάντα της ειδικής αντιµετώπισης από το εκπαιδευτικό προσωπικό, το οποίο δεν είναι επιµορφωµένο σε τέτοιου είδους ζητήµατα αλλά και επειδή δεν υπάρχει σχετική πρόνοια και πολιτική από το αρµόδιο Υπουργείο Παιδείας για την ιδιαίτερη περίπτωση των δυσλεξικών µαθητών. Η όποια πρόνοια περιχαρακώνεται στην αξιολόγηση των µαθητών κι όχι στην διδακτική παρέµβαση. Ωστόσο, προκειµένου ένας δυσλεξικός µαθητής να υποστηριχθεί στην κοινή τάξη, κρίνεται απαραίτητη η τήρηση κάποιων βασικών γενικών ψυχοπαιδαγωγικών αρχών. Καταρχάς, θα πρέπει να καλλιεργηθεί ένα ζεστό σχολικό κλίµα που θα αποδέχεται τις δυσκολίες του δυσλεξικού µαθητή και θα τον ενθαρρύνει. Ο καθηγητής κρίνεται φρόνιµο να δείχνει εµπιστοσύνη στον δυσλεξικό µαθητή και να του παρέχει διακριτικά εξατοµικευµένη βοήθεια. Επίσης, ο δυσλεξικός µαθητής πρέπει να αντιµετωπίζεται ως φυσιολογικός. Όσον αφορά το καθαρά διδακτικό κοµµάτι, η οργάνωση του γλωσσικού υλικού θα πρέπει να ακολουθεί µια πορεία διαβάθµισης 10
από τα απλά στα πιο σύνθετα. Το υλικό διδασκαλίας να είναι πλούσιο και ευχάριστο µε ποικιλία δραστηριοτήτων και να προσεγγίζεται πολυαισθητηριακά. Απαραίτητες είναι και οι συχνές επαναλήψεις των διδαχθέντων αντικειµένων καθώς και η σύνοψη των κύριων σηµείων κάθε διδασκαλίας. Όσον αφορά ειδικά τη βελτίωση της ανάγνωσης, είναι καλό να γίνεται εξάσκηση του µαθητή στη φωνολογική επίγνωση (διάκριση των ήχων που απαρτίζουν τη γλώσσα), αφού έχει αποδειχθεί στενή σχέση µεταξύ αυτών των δύο δεξιοτήτων. Αναφορικά µε την ορθογραφία, θα πρέπει να ακολουθείται µια λογική πορεία βήµα-βήµα αντιµετώπισης των λαθών. Ενδείκνυνται ασκήσεις σταθεροποίησης κι ενίσχυσης των εννοιών της θέσης και διαδοχής των γραµµάτων και της από αριστερά προς τα δεξιά κατεύθυνσης επεξεργασίας του γραπτού λόγου µε την εκµάθησης ποικίλων αναγνωστικών µονάδων (συλλαβών) καθώς και η εξάσκηση στη φωνηµική επίγνωση. Επίσης, διδάσκονται οι βασικότεροι ορθογραφικοί κανόνες των καταλήξεων και των άρθρων. Τέλος, είναι αναγκαίες οι ασκήσεις στη θεµατική ορθογραφία και σε αυτό βοηθάει η κατηγοριοποίηση των λέξεων σε οικογένειες λέξεων. Ως προς την κατανόηση, είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση των δύσκολων όρων πριν την ανάγνωση του κειµένου και έπειτα η εξάσκηση του µαθητή στην ανεύρεση των κύριων σηµείων του κειµένου εφαρµόζοντας συγκεκριµένες στρατηγικές προσέγγισης των κειµένων. Η χρήση νοηµατικών χαρτογραφήσεων, διαγραµµάτων, προκαταβολικών οργανωτών, η αξιοποίηση της προϋπάρχουσας γνώσης του παιδιού και των πληροφοριών από τον τίτλο και τις εικόνες, ο τονισµός των κύριων σηµείων κατά τη διήγηση µε την εναλλαγή της έντασης της φωνής, η αργή και µε καθαρή άρθρωση οµιλία του δασκάλου, βοηθάει όλους τους µαθητές και ιδιαίτερα αυτούς µε µαθησιακές δυσκολίες. Τέλος, όσον αφορά τη γραπτή έκφραση, αυτή µπορεί να βελτιωθεί εφόσον οι δυσλεξικοί µαθητές παρωθούνται να γράφουν δίχως τον φόβο ορθογραφικών λαθών. Τα ορθογραφικά λάθη δεν πρέπει να διορθώνονται στα γραπτά των δυσλεξικών, αλλά να επισηµαίνεται κάθε φορά µόνο µία κατηγορία λαθών και να ζητείται από τον µαθητή να τα βρει και να τα διορθώσει µόνος του. Έτσι, εξασκείται ο µαθητής στον αυτοέλεγχο. Εξάλλου, δεν είναι ότι ο δυσλεξικός µαθητής δεν ξέρει ορθογραφικούς κανόνες, απλώς δεν τους εφαρµόζει όταν γράφει. Επίσης, κρίνονται σκόπιµες οι 11
τεχνικές καθοδηγηµένης γραπτής έκφρασης µέσα από διαγράµµατα ή λέξεις κλειδιά, η χρήση Η/Υ που βοηθάει στην παραγωγή ενός ευπαρουσίαστου γραπτού και το να παρέχεται περισσότερος χρόνος στον δυσλεξικό µαθητή να διεκπεραιώσει την όποια γραπτή εργασία του. Ολοκληρώνοντας την ενότητα αυτή, αξίζει να τονισθεί για µια ακόµη φορά ότι το δυσλεξικό παιδί µπορεί να τα πάει πολύ καλά στο σχολείο, αρκεί να διαγνωστούν εγκαίρως οι δυσκολίες του. Η δυσλεξία δεν είναι ασθένεια αλλά µαθησιακό πρόβληµα γι αυτό χρειάζεται η συνδροµή ενός κατάλληλα επιµορφωµένου δασκάλου. Με πολύχρονη συστηµατική αντιµετώπιση των δυσκολιών από τη νηπιακή ακόµη ηλικία, υπάρχουν παραδείγµατα δυσλεξικών που σπούδασαν ακόµη και φιλόλογοι ή και νοµικοί. 6. Επίλογος Η υσλεξία ως όρος ακούγεται όλο και περισσότερο αφού τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά της και να υποψιάζονται την παρουσία της εν λόγω διαταραχής. Έγινε «γνωστή» ευρύτερα, αν και παραµένει µια «άγνωστη» ως προς τα αίτια πρόκλησής της. Γνωρίζουµε πλέον ότι είναι νευροβιολογικής φύσεως πρόβληµα, αλλά δεν γνωρίζουµε τι το προκαλεί. Υπάρχουν πολλοί τύποι αυτής της διαταραχής και αντίστοιχα πολλές ενδεδειγµένες µέθοδοι εκπαιδευτικής παρέµβασης. Το βασικότερο στοιχείο είναι η έγκαιρη διάγνωσή της και η έγκαιρη αντιµετώπισή της. 12
Βιβλιογραφία http://www.ecoc.be Αναστασιάδου,. (1998) υσλεξία, Αθήνα: Εκδόσεις Άτροπος Καραπέτσας, Α. (1993) Νευροψυχολογία Αναπτυσσόµενου Ανθρώπου. Αθήνα: Σµυρνιωτάκη Κοσυφολόγου Αι. (2006) υσλεξία και Μαθηµατικά (διπλ. εργασία). Αθήνα Πολυχρονοπούλου-Ζαχαρογεωργά Σ. (1993) Παιδιά και έφηβοι µε ειδικές ανάγκες και δυνατότητες. Αθήνα Σιήπτη Μ. (2009) Σύστηµα Τηλεκπαίδευσης για Παιδιά µε Ειδικές Ικανότητες και Μαθησιακά Προβλήµατα (διπλ. εργασία). Κύπρος 13