1 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ Δ/ΝΣΗ Π/ΘΜΙΑΣ & Δ/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ Ν. ΗΜΑΘΙΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ : Κ. Μπουζιώτας ΤΑΧ. Δ/ΝΣΗ : ΜΟΥΜΟΓΛΟΥ 1 ΤΑΧ. ΚΩΔΙΚΑΣ : 59100 ΒΕΡΟΙΑ ΤΗΛΕΦΩΝΟ :23310-78951 (Κινητό) : 6977-201126 FAX : 23310-78952 ΒΕΡΟΙΑ 17-06 - 2014 Α.Π.: 319 Προς Υφυπουργό Παιδείας και Θρησκευµάτων κ. Κουκοδήµο Κωνσταντίνο Διά της Περιφερειακής Δ/νσης Π/θµιας & Δ/θµιας Εκ/σης Κ. Μακεδονίας Κοιν ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Έλλης 3, 15234, Χαλάνδρι Θέµα: Η Φυσική Αγωγή ως σηµαντικός παράγοντας πρωτογενούς πρόληψης Εκφυλιστικών Δηµόσιων Παθήσεων: Απαραίτητη η αύξηση ωρών της Φυσικής Αγωγής 1. Εισαγωγή Η φυσική δραστηριότητα (άσκηση) έχει πλέον τεκµηριωθεί ως ένας σηµαντικός και ανεξάρτητος ανασταλτικός παράγοντας πολλών εκφυλιστικών παθήσεων όπως, µεταξύ άλλων, η παχυσαρκία, η οστεοπόρωση και η καρδιο-αγγειακή ανεπάρκεια. Οι εν λόγω παθήσεις ονοµάζονται και «υποκινητικές παθήσεις», διότι έχουν σχέση µε την καθιστική ζωή (µειωµένη φυσική δραστηριότητα), που είναι το αποτέλεσµα, κυρίως, της εκβιοµηχάνησης και της µεγάλης τεχνολογικής ανάπτυξης του αιώνα µας. Οι καρδιο-αγγειακές παθήσεις αποτελούν σήµερα το µεγαλύτερο πρόβληµα υγείας στο Δυτικό κόσµο, και απορροφούν µεγάλο ποσοστό από τους διατιθεµένους οικονοµικούς πόρους των συστηµάτων υγείας (Circulation, 2012). Στην Ελλάδα παρατηρείται µια αύξηση της νοσηρότητας και θνησιµότητας από καρδιο-αγγειακές παθήσεις (Καφάτος και Παπουτσάκης, 1998), οι οποίες και αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου, προκαλώντας 302 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους, πολύ περισσότερους από όσους
2 προκάλεσαν όλα τα νεοπλάσµατα µαζί (213 θανάτους/100.000 κατοίκους) (Χειµώνας και συνεργάτες, 2003). Αυτό το γεγονός αντικατοπτρίζεται, δυστυχώς, στην ύπαρξη προδιαθεσιακών παραγόντων στεφανιαίας νόσου και σε αντίστοιχους παιδικούς πληθυσµούς της χώρας µας όπως, µειωµένη φυσική δραστηριότητα (Manios et al., 1999; Koutedakis et al., 2005; Παπαδοπούλου και συν., 2010) και αερόβια ικανότητα (Bouziotas et al., 2001), υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας (Παπαδοπούλου και συν., 2010), ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες (Petridou et al., 1995; Παπαδοπούλου και συν., 2010), καθώς και µη επιθυµητά επίπεδα λιπιδαιµικού προφίλ, µε 1 στα 4 ελληνόπουλα να έχει υψηλές τιµές χοληστερόλης (Brotons et al., 1998). Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι σε µια διαχρονική έρευνα στο 47.8% ενός ελληνικού παιδικού πληθυσµού (12 14 ετών) αγοριών και κοριτσιών εντοπίστηκαν πάνω από τρεις παράγοντες προδιάθεσης στεφανιαίας νόσου, µε κυριότερους τη µειωµένη εντατική φυσική δραστηριότητα και αερόβια ικανότητα και το αυξηµένο % σωµατικού λίπους (Bouziotaς & Koutedakis, 2003). Τα φτωχά επίπεδα της φυσικής δραστηριότητας (Takada et al., 1998), η ανεπαρκής αερόβια ικανότητα (Hofman & Walter, 1989), καθώς και οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες (Deckelbaum, 1990), είναι παράγοντες που σχετίζονται άµεσα µε το λιπιδαιµικό προφίλ, το οποίο συµβάλει σηµαντικά στη δηµιουργία της αθηρωµατικής πλάκας, κυρίας αιτίας της στεφανιαίας νόσου. 2. Παιδική Παχυσαρκία Η παιδική παχυσαρκία η οποία έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις παγκοσµίως, µε 22 εκατοµµύρια παιδιά κάτω των 5 ετών να είναι υπέρβαρα (Kosti & Panagiotakos, 2006), έχει καταστεί εθνικός εφιάλτης και στην Ελλάδα (Tambalis et al., 2009; Παπαδοπούλου και συν., 2010). Ο µέσος δεκαοκτάχρονος Έλληνας και Ελληνίδα είναι 74 kg και 58kg αντίστοιχα, µία αύξηση την τελευταία 20ετία κατά 15kg στα αγόρια και 7kg στα κορίτσια, που είναι παχύτερα κατά 3kg και 2kg από τους αντίστοιχους Αµερικανόπαιδες (Χρούσος, 2003). Επίσης, αποτελέσµατα επιδηµιολογικών ερευνών συγκλίνουν στο συµπέρασµα ότι τα ελληνόπουλα επιδεικνύουν ένα από τα µεγαλύτερα ποσοστά υπέρβαρων παιδιών µεταξύ αντίστοιχων παιδικών πληθυσµών άλλων χωρών (Lissau et al., 2004). Αν δε λάβουµε υπόψη και το γεγονός ότι τα παχύσαρκα παιδιά γίνονται
3 συνήθως και παχύσαρκοι ενήλικες, εύκολα αντιλαµβανόµαστε τη διάσταση του προβλήµατος. Συνήθως οι παχύσαρκοι έχουν 2,5 φορές υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από στεφανιαία νόσο από τους µη παχύσαρκους, µε τα ποσοστά να αυξάνονται βέβαια όσο αυξάνει και ο βαθµός της παχυσαρκίας. Παρόλο που η παχυσαρκία έχει µια ισχυρή γενετική προδιάθεση (Heberbrant et al., 2000), τροποποιήσιµοι παράγοντες τρόπου ζωής, όπως η φυσική δραστηριότητα και οι διατροφικές συνήθειες (WHO, 2004) συµβάλουν, επίσης αποφασιστικά στην αιτιολογία της. Τα παχύσαρκα παιδιά είναι λιγότερο φυσικά δραστήρια (Torok et al., 2001), έχουν χαµηλότερη αερόβια ικανότητα (Tokmakidis et al., 2006) και επιδεικνύουν ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες (Nicklas et al., 2003) σε σύγκριση µε τους µη παχύσαρκους συνοµήλικούς τους. Επιπλέον, έρευνες σε παιδικούς πληθυσµούς αναδεικνύουν ότι παράµετροι, όπως χαµηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας (Takada et al., 1998) και αερόβιας ικανότητας (Hofman & Walter, 1989) καθώς και ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες (Deckelbaum, 1990), σχετίζονται άµεσα µε ένα δυσµενές λιπιδαιµικό προφίλ, το οποίο µελλοντικά συµβάλει σηµαντικά στη δηµιουργία της αθηρωµατικής πλάκας, κυρίας αιτίας της στεφανιαίας νόσου. Επιδηµιολογικές έρευνες απέδειξαν ότι προγράµµατα άσκησης σε συνδυασµό µε σωστή διατροφή, είχαν σαν αποτέλεσµα τη µείωση του σωµατικού λίπους, καθώς και την ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της κοινωνικοποίησης των παιδιών. Συνήθως τα παχύσαρκα παιδιά οδηγούνται σ ένα φαύλο κύκλο: φυσική υποδραστηριότητα-κακή φυσική κατάσταση-αύξηση του σωµατικού βάρους και λίπους-κοινωνική αποµόνωση- µεγαλύτερη φυσική υποδραστηριότητα. Μια έρευνα στην πόλη της Κατερίνης, έδειξε ότι 50% περίπου των παιδιών 12-14 χρονών ήταν υπέρβαρα και ότι η µειωµένη φυσική δραστηριότητα ήταν η κύρια αιτία του αυξηµένου σωµατικού λίπους ανεξάρτητα από τη διατροφή ή άλλους παράγοντες (Bouziotas et al., 2001). Τα αποτελέσµατα αυτά συµφωνούν µε τη γενική διαπίστωση ότι η φυσική δραστηριότητα των ελληνοπαίδων µειώθηκε αισθητά τα τελευταία χρόνια (Manios et al., 1999), προοιωνίζοντας για τη χώρα µας µια πανδηµία ενηλίκων µε πολλαπλά προβλήµατα υγείας, που αφενός µεν θα βραχύνουν τη διάρκεια και θα επιβαρύνουν για πολλά χρόνια την ποιότητα της ζωής τους, δε θα θέσουν αφετέρου το σύστηµα υγείας της χώρας σε σοβαρή δοκιµασία (Χρούσος, 2003). Άκρως ανησυχητικό
4 είναι και το γεγονός ότι στο 45% του ίδιου πληθυσµού παρατηρήθηκε ύπαρξη 3 και περισσότερων τροποποιήσιµων προδιαθεσιακών παραγόντων στεφανιαίας νόσου κατά την ηλικία µεταξύ 12-14 χρονών, συσχετιζοµένων κυρίως µε χαµηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας (Bouziotas et al., 2003a), ενώ το 12% του ίδιου πληθυσµού διαγνώστηκε µε Μεταβολικό σύνδροµο ήδη στην ηλικία των 17-ετών (Flouris et al., 2008). Επιπλέον, τα αποτελέσµατα µιας πολύ πρόσφατης µελέτης των σχολικών συµβούλων Φυσικής Αγωγής της Κεντρική Μακεδονίας «Καταγραφή και διερεύνηση των σωµατοµετρικών χαρακτηριστικών και των επιπέδων φυσικής δραστηριότητας σε µαθητικούς πληθυσµούς Δηµοτικών Σχολείων και Γυµνασίων της Κεντρικής Μακεδονίας» έδειξε ότι α) Το 34.2% των αγοριών του Δηµοτικού και το 33.3% των αγοριών του Γυµνασίου ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα. β) Το 36.7% των κοριτσιών του Δηµοτικού και το 26.9% των κοριτσιών του Γυµνασίου ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα. γ) Το 19.27% του συνόλου των µαθητών υπολείπονταν του στόχου τουλάχιστον µιας ώρας καθηµερινής φυσικής δραστηριότητας. δ) Το 61.08% του συνόλου των µαθητών υπερέβαιναν τα όρια των 5 ωρών καθιστικών ασχολιών ηµερησίως. 3. Φυσική Δραστηριότητα/Οστεοπόρωση Είναι πλέον αποδεδειγµένο ότι η φυσική δραστηριότητα βοηθά την αύξηση και συντήρηση των οστών, ενώ, η καθιστική ζωή αυξάνει την απώλεια οστικής µάζας (Κόκκινος & Χρυσοστόµου, 2003). Όταν όµως ο ενήλικας σταµατήσει την άσκηση, η οστική µάζα επανέρχεται στα αρχικά της επίπεδα (Dalsky et al., 1988). Αντίθετα, υπάρχουν ενδείξεις ότι η οστική µάζα που αυξήθηκε µετά από φυσική δραστηριότητα κατά την αναπτυξιακή ηλικία διαρκεί καθ όλη τη διάρκεια της ζωής και είναι ανάλογη µε το επίπεδο της καθηµερινής φυσικής δραστηριότητας (Bailey, 2001). Ο καλύτερος λοιπόν τρόπος να δηµιουργήσει κανείς γερά οστά και έτσι να περιορίσει τα προβλήµατα της οστεοπόρωσης είναι η φυσική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της σχολικής ηλικίας. 4. Φυσική Δραστηριότητα/Στεφανιαία Νόσος Η διαδικασία της αρτηριοσκλήρωσης (κύριας αιτίας της στεφανιαίας νόσου) αρχίζει ήδη από την παιδική ηλικία (Berenson et al., 1992). Αυτοψία σε νεαρούς στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον πόλεµο της Κορέας και του Βιετνάµ, απέδειξε ότι στις αρτηρίες τους είχαν ήδη δηµιουργηθεί αθηρωµατικές πλάκες. Αντίθετα, κλινικές µελέτες
5 επιβεβαιώνουν τη θετική συµβολή της αερόβιας άσκησης στην ανάπτυξη καρδιοπροστατευτικών µηχανισµών (π.χ., ενδυνάµωση του καρδιακού µυός, αύξηση του αριθµού και της διαµέτρου των στεφανιαίων αγγείων, µείωση της δραστηριότητας του συµπαθητικού συστήµατος και της υπέρτασης, µείωση της έκκρισης αδρεναλίνης, αύξηση της ευαισθησίας των υποδοχέων των κυττάρων στην ινσουλίνη, κλπ). Η αύξηση λοιπόν της φυσικής δραστηριότητας από την παιδική ήδη ηλικία (όπου οι καλές ή κακές συνήθεις τρόπου ζωής υιοθετούνται), µπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά και προληπτικά στη διαδικασία δηµιουργίας αθηρωµατικής πλάκας και να συµβάλει στη µείωση της νοσηρότητας και θνησιµότητας από καρδιαγγειακές παθήσεις. 5. Σχολική Φυσική Αγωγή/Δείκτες Υγείας Η Σχολική Φυσική Αγωγή έχει τεράστια δυνατότητα στο να προάγει την ποιότητα ζωής και να θωρακίσει την υγεία στους πολίτες της χώρας. Σαν παράδειγµα µπορούµε να αναφέρουµε µία 6-χρονη µελέτη (Manios et al., 2002), όπου µαθητές Δηµοτικών Σχολείων της Κρήτης που ακολούθησαν ένα «διευρυµένο» πρόγραµµα φυσικής δραστηριότητας που προήγαγε κυρίως την αερόβια ικανότητα, είχαν καλύτερους βιοχηµικούς και φυσικής επάρκειας δείκτες στο τέλος του παρεµβατικού προγράµµατος, από τους µαθητές σχολείων που πήραν µέρος µόνο στο συµβατικό ωρολόγιο πρόγραµµα. Για να έχει τα επιθυµητά αποτελέσµατα στην υγεία τους, η φυσική δραστηριότητα των παιδιών θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 60 λεπτά µέτριας έντασης (3-6 METs) και 30 λεπτά υψηλής (> 6 METs) έντασης (Biddle et al., 1998; Pate et al., 1999) σε καθηµερινή βάση. Γενικά, τα προγράµµατα φυσικής αγωγής που εφαρµόζονται σήµερα στα σχολεία της επικράτειας δεν επιφέρουν ουσιαστικές αλλαγές στα δείκτες υγείας και ποιότητας ζωής και προτείνετε από ερευνητές η αναµόρφωσή τους (Koutedakis & Bouziotas, 2003b). 6. Συµπεράσµατα Προτάσεις Η φυσική δραστηριότητα θεωρείται µια από τις σηµαντικότερες τροποποιήσιµες παραµέτρους κατανάλωσης ενέργειας και ένας από τους καθοριστικούς συντελεστές συµπεριφορών που έπαιξε σηµαντικό ρόλο στην αύξηση της παχυσαρκίας τις τελευταίες δεκαετίες. Παίρνοντας υπόψη και το γεγονός ότι συνήθειες και συµπεριφορές που εγκαθιδρύονται και αποκτώνται κατά την παιδική ηλικία, όπως π.χ. τα χαµηλά επίπεδα
6 φυσικής δραστηριότητας, υπάρχει µεγάλη πιθανότητα να διατηρηθούν και στην ενήλικο ζωή (Dumith et al., 2012), αντιλαµβανόµαστε πόσο σηµαντική είναι µια δυναµική παρέµβαση η οποία θα αντιστρέψει τα παραπάνω αποτελέσµατα. Κατά τη γνώµη µας, αυτό το ρόλο µπορεί να τον αναλάβει η Σχολική Φυσική Αγωγή, η οποία είναι ο µόνος φορέας που απευθύνεται σε όλα τα παιδιά της χώρας και εν δυνάµει µπορεί να καταστεί ένας από τους κυριότερους ανασταλτικούς παράγοντες της παιδικής παχυσαρκίας. Δυστυχώς, η πρόσφατη µείωση των ωρών της Σχολικής Φυσικής Αγωγής κάθε άλλο παρά διευκολύνει τη λύση του προβλήµατος. Με την ισχύουσα νοµοθεσία εξασφαλίζονται στο ωρολόγιο πρόγραµµα από το σχολικό έτος 2014-15 µόνο δύο (2) ώρες Φυσικής Αγωγής στο Δηµοτικό σχολείο την εβδοµάδα (εκτός σχολεία ΕΑΕΠ µε 4 ώρες), δύο (2) ώρες στο Γυµνάσιο και µία (1) στο Λύκειο (εκτός Α τάξης µε 2 ώρες). Πιστεύουµε και προτείνουµε ότι το Υ.ΠΑΙ.Θ θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη το θέµα της αύξησης των ωρών Διδασκαλίας της Φυσικής Αγωγής στην Πρωτοβάθµια και Δευτεροβάθµια Εκπαίδευση και να εκπονηθούν αναλυτικά προγράµµατα ΦΑ και για τους Παιδικούς Σταθµούς και τα Νηπιαγωγεία, όπου οι καλές και οι κακές συνήθειες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Επιπλέον, πιστεύουµε ότι θα πρέπει να εκπονηθούν προγράµµατα αντιµετώπισης της παιδικής παχυσαρκίας, αν η Πολιτεία επιθυµεί να κάνει µια σοβαρή παρέµβαση στοχεύοντας στην αναβάθµιση της Δηµόσιας Υγείας και στον µελλοντικό περιορισµό των νοσηλίων. Παιδιά υπέρβαρα ή παχύσαρκα θα πρέπει συµµετέχουν σε παρεµβατικά προγράµµατα υγιεινής διατροφής και φυσικής δραστηριότητας, τα οποία θα υλοποιούνται κατά τη διάρκεια του σχολικού ωραρίου. Οι Σχολικοί Σύµβουλοι Φυσικής Αγωγής Κεντρικής Μακεδονίας Δρ Κωνσταντίνος Μπουζιώτας Δρ Απόστολος Ντάνης Δρ Νικόλαος Οξύζογλου Δρ Στυλιανός Πατµάνογλου Δρ Νικόλαος Τσιγγίλης
7 Βιβλιογραφία 1. Bailey D. A. Get it right the first time: The importance of leisure activities during the growing years. In: Physical fitness and activity in the context of leisure education. Fu F.H and Ruskin H. (eds). Baptist University, Hong Kong, China, 2001: pp. 78-86. 2. Berenson GS, Wattigney WA, Tracy RE, Newman WP, Strinivasan SR, Webber LS, Dalferes Jr ER, and Strong JP. Atherosclerosis of the aorta and coronary arteries and cardiovascular risk factors in persons aged 6 to 30 years and studied at necropsy (The Bogalusa Heart Study). Am J Cardiol 1992;70: 851-8. 3. Biddle, S., Sallis J. F. (Eds.). Young and active? Young people and health enhancing physical activity: Evidence and implications. London: Health Education Authority, 1998. 4. Bouziotas C, and Koutedakis Y. A three year study of coronary heart disease risk factors in Greek adolescents. Ped Exerc Sci, 2003; 15:9-18. 5. Bouziotas C, Koutedakis Y, Shiner R, Pananakakis Y, Fotopoulou V., Gara S. The prevalence of selected modifiable coronary heart disease risk factors in 12-year-old Greek boys and girls. Pediatr Exerc Sci 2001;13:173-184. 6. Bouziotas C, Koutedakis Y, Nevill A, Ageli E, Tsigilis N, Nikolaou A, and Nakou A. Greek adolescents, fitness, fatness, fat intake, activity and CHD risk. Archives Disease Childhood 2003a ;000:1 5. 7. Koutedakis, Y., & Bouziotas K. (2003b). National physical education curriculum : moto rand cardiovascular health related fitness in Greek adolescents. Br J Sports Med 37, 311-314. 8. Brotons, C., A. Ribera, R.M. Perich, D. Abrodos, P. Magana, S. Pablo, D. Terradas, F. Fernadez, and G. Permanyer. World-wide distribution of blood lipids and lipoproteins in childhood and adolescence: a review study. Atherosclerosis 139:1-9, 1998. 9. Circulation (2012). Heart Disease and Stroke Statistics 2012, Update: A Report From the American Heart Association January 3, 2012 vol. 125, no 1, e2-e220. 10. Dalsky GP, Stocke KS, Ehansi AI, Slatopolsky E, Lee W, and Birge SJ. Weigh-bearing exercise training and lumbar bone mineral content in post-menopausal women. Ann Intern Med 1988; 108:824-828. 11. Deckelbaum RJ. Nutrition, the child and atherosclerosis. Acta Peadiat Scand 1990; Suppl 365 :7-12. 12. Dumith, S.C., Girante, D.P., Domingues, M.R., Hallal, P.C., Menezes, A.M.B., Kohl III, H.W., Dell, M., & Dell, S. (2012). A Longitudinal Evaluation of Physical Activity in Brazilian Adolescents: Tracking, Change and Predictors, Pediatr Exerc Sci, 24(1), 58 71. 13. Heberbrant, J., Wulftange, H., & Goerg T. (2000). Epidemic obesity: are genetic factors involved via increased rates of assortative mating?, International Journal of Obesity and Related Metabolic Disorders, 24, 345-353. 14. Hofman A, Walter HJ. The association between physical fitness and cardiovascular disease risk factors in children in a five-year follow-up study. Int J Epidemiol 1989;18:830-35. 15. Flouris A, Bouziotas C, and Koutedakis Y. Inter. J. Obes 2008: 32: 1506-1512. 16. Καφάτος Α, και Παπουτσάκης Γ. Δείκτες θνησιµότητας του Ελληνικού πληθυσµού. Σχέση µε αγωγή υγείας και µεσογειακή δίαιτα. Ιατρική 1998; 73:287-301. 17. Κόκκινος Π, και Χρυσοστόµου ΧΑ. Διατροφή και υγεία (Μέρος Β). Καρδιά και Αγγεία 2003, Τεύχος 1, σελ. 15-26. 18. Kosti, R.I., & Panagiotakos, D.B. (2006). The epidemic of obesity in children and adolescents in the world, Cent Eur J Public Health, 14, 151-159. 19. Koutedakis, Y., Bouziotas, C., Flouris, A., Nelson, P.N. (2005). Longitudinal modelling of adiposity in periadolescent Greek school children, Med Sci Sports Exerc, 2070-2074. 20. Lissau, I., Overpeck, M.D., Ruan, W.J., Due, P., Holstein, B.E., & Hediger, M.L. (2004). Body mass index and overweight in adolescents in 13 European countries, Israel, and the United States, Arch Pediatr, Adolesc Med, 158, 27-33. 21. Manios Y, Kafatos A, Codrington C. Gender differences in physical activity and physical fitness in young children in Crete. J Sports Med Physiol Fitness 1999; 39:24-30. 22. Manios Y, Moschandreas J, Hatzis C, and Kafatos A. Health and nutrition education in primary schools of Crete: changes in chronic disease risk factors following a 6-year intervention programme. Brit J of Nutr, 2002;88:315-324.
23. Nicklas, T., Yang, S., Baranowski, T., Zakeri, I., & Berenson, G. (2003). Eating patterns and obesity in children, The Bogalusa Heart Study, Am J Prev Med, 25, 9-16. 24. Παπαδοπούλου, Ν., Παπαδοπούλου, Π., & Σακώλη, Ι. (2010). Η εκτίµηση της εξέλιξης του βαθµού της παχυσαρκίας σε µαθητές κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους από το δηµοτικό σχολείο στο γυµνάσιο, Ιατρικό Βήµα, 123, 32-41. 25. Pate RR, Trost SG, Dowda M, Ott, D.S. Ward, R. Saunders, and G. Felton. Tracking of physical activity, physical inactivity, and health-related physical fitness in rural youth. Ped Exer Sci 1999;11:364-76. 26. Petridou, E., H. Malamou, S. Doxiadis, S. Pantelakis, G. Kanellopoulou, N. Toupadaki, A. Trichopoulou, V. Flytzani, and D. Trichopoulos. Blood lipids in Greek adolescents and their relation to diet, obesity, and sosioeconomic factors. Ann. Epidemiol. 5:286-291, 1995. 27. Tambalis, K.D., Panagiotakos, D.B., Kavouras, S.A., Kallistratos, A.A., Moraiti, I.P., Douvis, S.J., Toutouzas, P.K., & Sidosis, L.S. (2009). Eleven-year prevalence trends of obesity in Greek children: first evidence that prevalence of obesity is levelling off, Obesity, 18, 161-166. 28. Takada H, Harrell J, Deng S, Bandgiwala S, Washino K, Iwata H. Eating habits, activity, lipids and body mass index in Japanese children: the Shiratori Children Study. Inter J Obes Relat Metab Disord 1998;22:470-76. 29. Tokmakidis, S.P., Kasambalis, A., & Christodoulos, A.D. (2006). Fitness levels of Greek primary schoolchildren in relation to overweight and obesity, Eur J Pediatr DOI 10.1007/s00431-006-0176-2. 30. Torok, K., Szelenyi, Z., Porszasz, J., & Molnar, D. (2001) Low physical performance in obese adolescent boys with metabolic syndrome, Int J Obes Relat Metab Disord, 25, 966-970. 31. Χρούσος Γ.Π.Παιδική Παχυσαρκία στην Ελλάδα. Δελτίο Α Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστηµίου Αθηνών. 36η Παιδιατρική Ενηµέρωση, 3-3 Μαϊου, 2003; Τόµος 50, Τεύχος 3, σελ. 225-234. 32. Χειµώνας Η, Ρίχτερ Δ, Γκουµάς Γ, Αθανασιάς Δ. Αρχισε στην Ελλάδα η πολυπόθητη µείωση της θνησιµότητας από καρδιαγγειακά νοσήµατα. Καρδιά και Αγγεία, 2003; Τόµος VIII, Τεύχος 3, σελ. 264-270. 8