ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΣΤΟΧΕΥΣΗΣ: ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΧΩΡΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2003 Ευρωπαϊκή Ένωση Αναπτυξιακών Οργανισµών ιάσκεψη των Παράκτιων Περιφερειακών Περιοχών της Ευρώπης 1
2
I. ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ Το Μάρτιο του 2003 η CRPM δηµοσίευσε, σε συνεργασία µε το δίκτυο Eurada ένα δεύτερο κείµενο προβληµατισµού γύρω από το µέλλον του καθεστώτος των κρατικών ενισχύσεων περιφερειακής στόχευσης και του καθεστώτος των minimis, µετά το πρώτο σχετικό της υπόµνηµα, που δηµοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2002. Η κατάσταση εξελίχθηκε έκτοτε, και καθώς άρχισαν πια να διαγράφονται πλέον το περίγραµµα της µελλοντικής περιφερειακής πολιτικής και το περιεχόµενο της συνταγµατικής συνθήκης που επεξεργάστηκε η Συντακτική Συνέλευση : η σύνδεση µε τη µελλοντική περιφερειακή πολιτική αναδεικνύεται σε παράγοντα αποφασιστικής σηµασίας, καθώς η βούληση για επιδίωξη του καλύτερου δυνατού συντονισµού µεταξύ της παροχής ενισχύσεων µέσω των διαρθρωτικών ταµείων ή µέσω των κρατικών ενισχύσεων περιφερειακής στόχευσης, αποτελούσε ήδη µια προτεραιότητα της προηγούµενης περιόδου προγραµµατισµού, η σύνδεση, όµως, και µε το σχέδιο Συνθήκης αποδεικνύεται επίσης καθοριστική, καθώς, σε αναµονή των οριστικών αποφάσεων της ιακυβερνητικής, κρίνεται τώρα η εγγραφή στο κείµενο και της έννοιας της χωρικής συνοχής, παράλληλα µε τις έννοιες της οικονοµικής και κοινωνικής συνοχής. Η Επιτροπή αντιµετωπίζει λοιπόν σήµερα µια κατάσταση που την υποχρεώνει να αναζητήσει την δύσκολη ισορροπία µεταξύ πολλών επιτακτικών απαιτήσεων : 1 ) Να σεβαστεί την εκφρασµένη από πολλά Ευρωπαϊκά Συµβούλια, και ιδίως από τα Συµβούλια της Στοκχόλµης και του Laeken, θέληση για προοδευτική µείωση του συνολικού ύψους των κρατικών ενισχύσεων. Η µακρόπνοη αυτή επιδίωξη ανταποκρίνεται από τη µια πλευρά στη βούληση για δραστικό περιορισµό των στρεβλώσεων που προκαλούν στον ανταγωνισµό της αγοράς οι διάφορες κρατικές ενισχύσεις, από µια άλλη πλευρά στη σχετική δέσµευση που έχει αναλάβει η Ευρώπη έναντι των διεθνών εταίρων της, και µάλιστα των ολιγότερο ανταγωνιστικών, και,τέλος, στην προσπάθεια για µείωση των δηµόσιων ελλειµµάτων. Οι κρατικές, κατά συνέπεια, ενισχύσεις θα µειωθούν υποχρεωτικά και θα επαναπροσανατολιστούν στην κατεύθυνση οριζόντιων στόχων, και πρώτα πρώτα στην κατεύθυνση της συνοχής. 2 ) Να ενισχύσει το ρόλο της πολιτικής για τον ανταγωνισµό στην επιδίωξη µεγαλύτερης χωρικής συνοχής του κοινοτικού χώρου, και να µην περιοριστεί αποκλειστικά σε µια προσέγγιση του τύπου «στρέβλωση της αγοράς», καθώς µάλιστα οι πολιτικές για τον ανταγωνισµό και την απασχόληση τοποθετούνται πλέον στο επίκεντρο των διαρθρωτικών παρεµβάσεων της ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ζητούµενο δεν είναι η παρεµπόδιση της περαιτέρω ανάπτυξης ορισµένων πολύ ανταγωνιστικών και πλούσιων περιφερειών, αλλά η αναζήτηση τρόπων εναρµόνισης της πολιτικής για τον ανταγωνισµό µε τους στόχους της συνθήκης, και κυρίως µε το στόχο της συνοχής. 3 ) Να προασπίσει και να τονώσει τη λογική συνάφεια µε τις κατευθυντήριες γραµµές της µελλοντικής περιφερειακής πολιτικής, µε την κατάργηση των υπο-περιφερειακών ζωνών αφενός, και µε τον προσδιορισµό θεµατικών προτεραιοτήτων για τις παρεµβάσεις αφετέρου. Πολλά είναι σήµερα, κατά τη γνώµη µας, τα σενάρια που θα µπορούσαν να καταστήσουν συµβατές τις ως άνω απαιτήσεις. Όλα όµως θα πρέπει να έχουν ένα κοινό γνώρισµα : να συµβάλουν συνολικά στη µείωση του όγκου της δηµόσιας χρηµατοδοτικής παρέµβασης (γενική τάση τώρα και πολλά χρόνια), ενισχύοντας όµως παράλληλα τη δικαιότερη χωρική κατανοµή αυτών των προσπαθειών στήριξης. εν επιδιώκεται λοιπόν η αύξηση, αλλά η βελτίωση της προσπάθειας για τη µείωση των περιφερειακών ανισοτήτων ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας 3
στην Ευρώπη, κατά τρόπο ώστε η πολιτική αυτή να αναδειχθεί σε πραγµατικό µοχλό προώθησης του στόχου. Η ανάλυση, ωστόσο, της κατανοµής των κρατικών ενισχύσεων αναδεικνύει ακόµη σήµερα µεγάλες διαφορές µεταξύ Κρατών µελών όπως και µεταξύ των περιφερειών τους. Τα ανώτατα όρια (πλαφόν) που έχουν καθοριστεί για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακής στόχευσης αφενός, και οι πρόσθετες ενισχύσεις που παρέχονται στις περιφέρειες των άρθρων 87.3a και 87.3c για ορισµένες παρεµβάσεις κλαδικού χαρακτήρα (απασχόληση, κατάρτιση, έρευνα και ΜΜΕ) αφετέρου, δεν αρκούν πια για να εξισορροπήσουν το συνολικό ύψος των κρατικών ενισχύσεων, που παρουσιάζουν µάλλον αυξητικές τάσεις στις πλουσιότερες και ανταγωνιστικότερες χώρες και περιφέρειες, από άποψη φορολογικών πόρων. Η κατάσταση αυτή οφείλεται ουσιαστικά σε δύο φαινόµενα : τη διαπιστωµένη από χρόνια τάση για µείωση των ενισχύσεων στις περιφέρειες που παρουσιάζουν αναπτυξιακή υστέρηση, και τη συγκέντρωση της οικονοµικής δραστηριότητας και της ικανότητας για δηµόσια παρέµβαση σε κάποιες ιδιαίτερα ανταγωνιστικές περιφέρειες, που οδηγεί σε σηµαντικότατα ύψη ενισχύσεων, µεγαλύτερα µάλιστα και από το παρελθόν σε ορισµένες περιπτώσεις χωρών ή περιφερειών. Η κατάσταση αυτή δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί και επιβάλλει την υιοθέτηση δραστικών µέτρων προς αντιστροφή των εν λόγω τάσεων. II. ΤΡΕΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΚΑΙΟΤΕΡΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ (κρατικές ενισχύσεις περιφερειακής στόχευσης και καθεστώς των minimis) II.I ΟΙ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 87.3a Το µέλλον του άρθρου 87.3a µπορεί να προδιαγραφεί σχετικά εύκολα. Όπως ακριβώς γίνεται κατά την τρέχουσα περίοδο προγραµµατισµού, είναι προφανές ότι και µελλοντικά το άρθρο αυτό θα αφορά τις περιφέρειες που θα είναι επιλέξιµες στο στόχο 1 (ΑΕΠ κατώτερο του 75 % του µέσου κοινοτικού) καθώς και τις Εξόχως Απόκεντρες Περιφέρειες, λόγω των αναγνωρισµένων από το κείµενο της συνθήκης ιδιαιτεροτήτων τους. Υπάρχει όµως και µια τρίτη κατηγορία περιφερειών που θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψη. Πρόκειται για τις περιφέρειες που θα χάσουν την επιλεξιµότητά τους λόγω απλής µηχανιστικής στατιστικής επίπτωσης. Η µελλοντική περιφερειακή πολιτική θα λάβει ασφαλώς υπόψη της αυτή την περίπτωση, αναγνωρίζοντας στις εν λόγω περιφέρειες ένα καθεστώς τύπου «στόχος 1β», που θα πρέπει να αναγνωριστεί επίσης και από την πολιτική για τον ανταγωνισµό, προκειµένου να εξασφαλιστεί η συνολική συνεκτικότητα των κοινοτικών παρεµβάσεων. Σηµειώνουµε ότι οι υπόψη περιφέρειες θα αντιπροσωπεύουν κάτι λιγότερο από το 4% του κοινοτικού πληθυσµού µετά το 2006. II.II ΟΙ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 87.3c Σε ότι αφορά το µέλλον του άρθρου 87.3c, που καλύπτει βασικά σήµερα τις επιλέξιµες στο στόχο 2 περιφέρειες και αφήνει στα Κράτη µέλη κάποια στενά περιθώρια ευελιξίας (2,3% περίπου του ευρωπαϊκού πληθυσµού), τρία είναι τα πιθανά ενδεχόµενα : - Κατάργηση των παρεχοµένων βάσει του άρθρου 87.3c ενισχύσεων : η προοπτική αυτή υποστηρίζεται από τους οπαδούς µιας περισσότερο φιλελεύθερης προσέγγισης της Ευρώπης, που επιθυµούν να µην αξιολογούνται πλέον οι ανισότητες στον τοµέα της 4
ανταγωνιστικότητας που εξακολουθούν να διαπιστώνονται σε µη επιλέξιµες στο στόχο 1 περιοχές. Στην περίπτωση αυτή το ποσοστό του ευρωπαϊκού πληθυσµού που θα δικαιούται κρατικές ενισχύσεις περιφερειακής στόχευσης θα περιοριστεί από το σηµερινό 42% στο 34% για την µετά το 2006 περίοδο. Το σενάριο αυτό θα µπορούσε να εµφανιστεί ως λογικό, αν είχε επικρατήσει µια λογική µελλοντικής εγκατάλειψης του στόχου 2. Ευτυχώς όµως κάτι τέτοιο δεν µας φαίνεται πια πιθανό, γιατί θα ερχόταν σε άµεση αντίθεση µε τις αρχές της οικονοµικής, κοινωνικής και χωρικής συνοχής, και θα είχε ως έµµεση συνέπεια την περαιτέρω ενίσχυση κάποιων ηγεµονικών θέσεων και, κατ επέκταση τη διεύρυνση των περιφερειακών αναπτυξιακών ανισοτήτων. - ιατήρηση του πληθυσµιακού πλαφόν και της διάκρισης σε ζώνες : µια υπόθεση αυτού του είδους θα οδηγούσε στην προσαρµογή της σηµερινής φιλοσοφίας παροχής των κρατικών ενισχύσεων περιφερειακής στόχευσης στη βάση επιλέξιµων ζωνών, µε την εγκατάλειψη της διάκρισης ζωνών κατώτερου επίπέδου από την περιφέρεια σε ότι αφορά το νέο στόχο 2. Η κοινοτική λογική δεν θα εκφραζόταν λοιπόν µέσα από τη θεώρηση ζωνών σε επικαλυπτόµενα επίπεδα, αλλά συναρτήσει των τυπικών περιοχών που θα κριθεί σκόπιµο να θεωρηθούν κατά παρέκκλιση επιλέξιµες, λόγω των συγκεκριµένων αδυναµιών τους στον τοµέα της ανταγωνιστικότητας. Στο σενάριο αυτό, θα πρέπει να καλυφθούν οπωσδήποτε µετά το 2006 τρεις τουλάχιστο κατηγορίες περιοχών : Οι περιοχές του στόχου 1 που θα βρεθούν σε phasing ut λόγω αύξησης του ΑΕΠ τους. Οι περιοχές αυτές εκτιµάται ότι θα αντιπροσωπεύουν το 4% περίπου του ευρωπαϊκού πληθυσµού Οι περιοχές που υποφέρουν από µόνιµα µειονεκτήµατα (νησιά, ορεινό ανάγλυφο, χαµηλή πληθυσµιακή πυκνότητα, και ίσως αγροτικές περιοχές σε έντονο µαρασµό). Η κατηγορία αυτή αφορά λιγότερο από το 3% του ευρωπαϊκού πληθυσµού Οι λιγότερο ανταγωνιστικές περιοχές σε κοινοτικό επίπεδο, που θα µπορούσαν να προσδιοριστούν στη βάση του ΑΕΠ τους (κατώτερο του µέσου κοινοτικού, για παράδειγµα) και του ποσοστού ανεργίας που τις χαρακτηρίζει (ανώτερο του µέσου κοινοτικού, για παράδειγµα), σε µια προοπτική ανασυγκρότησής τους. Η κάλυψη και των περιοχών αυτών, θα επέβαλε µια αναθεώρηση προς τα άνω των πληθυσµιακού πλαφόν, αναλογικά µε τα κριτήρια που θα µπορούσαν ενδεχοµένως να επιλεγούν. - Η επιβολή πλαφόν στις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακής στόχευσης, ανάλογα µε την ανταγωνιστικότητα των περιοχών : το ενδεχόµενο αυτό θα σηµατοδοτήσει µια ρήξη σε σχέση µε τους ισχύοντες σήµερα κανονισµούς, αλλά έχει το µεγάλο προτέρηµα να ενισχύει τη συνεκτικότητα µεταξύ της περιφερειακής πολιτικής και της πολιτικής για τον ανταγωνισµό. Η λογική του, όπως θα συµβαίνει και µε τη λογική της µελλοντικής περιφερειακής πολιτικής, θα είναι να θεωρεί κατ αρχήν επιλέξιµο το σύνολο του κοινοτικού χώρου (η περίπτωση των περιφερειών που καλύπτονται από το άρθρο 87.3a θα εξετάζεται πάντα ξεχωριστά). Για να συµβάλει, ωστόσο, στη συνολική µείωση του όγκου των ενισχύσεων και στην κάπως προνοµιακή µεταχείριση των λιγότερο ανταγωνιστικών περιοχών, θα προβλέπει κατάταξη των εδαφών βάσει απλών δεικτών περιφερειακής ανταγωνιστικότητας στα επίπεδα NUTS 2 και 3. Το εν λόγω σενάριο µπορεί να παρουσιαστεί µε διάφορες παραλλαγές ανάλογα µε τον αριθµό των κατηγοριών που θα επιλεγεί να ληφθούν υπόψη, και ανάλογα µε το ποσοστό παρέµβασης που θα επιλεγεί τελικά. Θα µπορούσαµε, για παράδειγµα, να φανταστούµε µια κατηγοριοποίηση σε βάση παρόµοια µε αυτή που ισχύει σήµερα µε τις ζώνες σε διάφορα επίπεδα, και που θα λαµβάνει υπόψη : Αφενός την εθνική ανταγωνιστικότητα, για να ρυθµίσει τη διακύµανση των ποσοστών παρέµβασης (βασικά το ΑΕΠ) 5
Αφετέρου την περιφερειακή ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο NUTS 2 (κατά κεφαλή ΑΕΠ) και σε επίπεδο NUTS 3 (ποσοστό ανεργίας) για να ρυθµίσει τη διακύµανση των ενισχύσεων στο εσωτερικό κάθε εθνικού χώρου Την παροχή διευρυµένων ενισχύσεων, µε όρους αύξησης του ποσοστού (bnus) στις περιοχές µε µόνιµα µειονεκτήµατα, όπως γίνεται και µε την περιφερειακή πολιτική - Το σενάριο αυτό µπορεί να διαφοροποιηθεί στη συνέχεια, ανάλογα µε το εύρος διακύµανσης του ποσοστού παρέµβασης που θα επιλεγεί και ανάλογα µε τα µέτρα που θα κριθεί σκόπιµο να ληφθούν για τις θεωρούµενες ανταγωνιστικές περιφέρειες των κρινόµενων ως ανταγωνιστικών χωρών. Η επίτευξη σαφούς περιορισµού του συνολικού όγκου των ενισχύσεων και η πραγµατική προοπτική µιας θετικής διάκρισης (θετική διαφοροποίηση της αντιµετώπισης των περιοχών) θα εξασφαλιστεί : Με την µη επιλεξιµότητα συγκεκριµένων περιφερειών, µέσα από τον καθορισµό ποσοστών συγχρηµατοδότησης που θα κυµαίνονται από το 0 µέχρι το 30% Με την επιβολή ανώτατων πλαφόν προοδευτικά και αναλογικά στον µέγιστο ετήσιο όγκο των κρατικών ενισχύσεων περιφερειακής στόχευσης ανά περιφέρεια και στη βάση κάποιου δίκαιου κριτηρίου (π.χ. σε ποσοστό % του περιφερειακού ΑΕΠ, µε το ποσοστό αυτό να µειώνεται όσο υψηλότερο είναι το περιφερειακό ΑΕΠ, ή ακόµη σε ποσοστό % των συνολικών πιστώσεων που δέχεται η περιφέρεια από τα διαρθρωτικά ταµεία). II.III ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ (MINIMIS) Οι αποκαλούµενοι κανόνες των minimis επιτρέπουν σήµερα µια κάποια ευλυγισία των περιφερειακών αρχών στην εξέταση, ιδίως, κάποιων αιτήσεων επιδότησης για την ενίσχυση του οικονοµικού τους ιστού ή των ΜΜΕ. Αν και αναγνωρίζεται η ασήµαντη επίπτωση τους στις στρεβλώσεις του ανταγωνισµού όταν εξετάζεται η επίδραση τους σε κάθε επιχείρηση ξεχωριστά, διαπιστώνεται, εντούτοις, ότι µε όρους συνολικού όγκου των δηµόσιων ενισχύσεων στον παραγωγικό τοµέα, και µάλιστα τον ιδιωτικό, οι παρατηρούµενες µεταξύ των διάφορων περιφερειών ανισότητες µπορούν να είναι τελικά σηµαντικές. Πράγµατι, σε εντελώς ανάλογες από τις άλλες απόψεις περιπτώσεις, όσο πιο πλούσια και αναπτυγµένη είναι µια περιοχή, από άποψη φορολογικών πόρων, τόσο και µεγαλύτερη είναι η άνεσή της να προσφύγει στον κανόνα αυτόν µε σηµαντικούς όγκους κονδυλίων, πράγµα που έρχεται τελικά σε αντίθεση µε τις αρχές της συνοχής, και µάλιστα της χωρικής συνοχής κυρίως. Για την αντιµετώπιση της ανεπιθύµητης αυτής επίδρασης µπορούν να προταθούν τρία επίσης σενάρια : Κατάργηση του καθεστώτος των «minimis» : η πρώτη αυτή υπόθεση θα σηµατοδοτούσε µια ριζική νέα προσέγγιση του θέµατος, που θα απαγόρευε οποιαδήποτε βοήθεια προς τις επιχειρήσεις έξω από ένα σαφώς προδιαγεγραµµένο πλαίσιο παροχής ενισχύσεων, που θα απλοποιούσε ωστόσο τις διαδικασίες αίτησης και έγκρισης ανάλογα µε το ύψος της αιτούµενης ενίσχυσης. Ο περιορισµός του καθεστώτος των «minimis» αποκλειστικά στις περιοχές που καλύπτονται από το άρθρο 87.3a και το άρθρο 87.3c, έτσι όπως προσδιορίζονται στο δεύτερο σενάριο του εδαφίου II.II (διατήρηση της διάκρισης σε ζώνες και των πληθυσµιακών πλαφόν) ώστε να εξασφαλίζεται κάποια χωρική συνοχή µε παράλληλο περιορισµό των δηµόσιων ενισχύσεων που κατευθύνονται προς τον ιδιωτικό τοµέα. Επιβολή πλαφόν στον ετήσιο όγκο των παρεχοµένων από κάθε περιφέρεια ενισχύσεων στο πνεύµα που διέπει το τρίτο σενάριο του εδαφίου II.II, µε τον 6
περιορισµό τους π.χ. σε κάποιο ποσοστό % του περιφερειακού ΑΕΠ, που θα είναι τόσο χαµηλότερο όσο το περιφερειακό ΑΕΠ θα είναι υψηλότερο ή ακόµη σε κάποιο % ποσοστό του ετήσιου ύψους των παρεχοµένων στην περιφέρεια πιστώσεων από τα διαρθρωτικά ταµεία. Σε όλες τις περιπτώσεις, η απλή αύξηση µόνο του ποσού ή του ορίου παροχής ενίσχυσης βάσει του καθεστώτος των «minimis» θα οδηγούσε σε προνοµιακή µεταχείριση των περισσότερο αναπτυγµένων περιφερειών και των πλουσιότερων µε όρους φορολογικών πόρων. Το συγκεκριµένο τότε µέτρο θα ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση µε την επιδίωξη της χωρικής συνοχής. Συµπέρασµα : Τα σενάρια που περιγράφονται σ αυτό το υπόµνηµα βρίσκονται όλα σε σωστή, κατά τη γνώµη µας, κατεύθυνση, αναζητώντας έναν χρήσιµο συµβιβασµό µεταξύ της επιδίωξης µιας σηµαντικής συνολικής µείωσης του όγκου των κρατικών ενισχύσεων και της επιδίωξης µιας βελτιωµένης αποτίµησης της χωρικής διάστασης στους κανόνες που διέπουν την παροχή τους, σε πνεύµα τόνωσης της συνεκτικότητας των κοινοτικών παρεµβάσεων και σεβασµού των στόχων της συνθήκης. Οι πρώτες αυτές εκτιµήσεις δεν θα πρέπει ωστόσο να µας αποτρέψουν από τον απαραίτητο βαθύτερο προβληµατισµό γύρω από τις άλλες κατηγορίες κρατικών ενισχύσεων που ισχύουν για συγκεκριµένους τοµείς της οικονοµίας καθώς και σε ότι αφορά τη χωρική τους κατανοµή. Αξίζει, εν πρώτοις, να µελετηθούν στο πνεύµα αυτό οι τοµείς που θα έχουν προτεραιότητα στο πλαίσιο της µελλοντικής περιφερειακής πολιτικής : Μεταφορές, Έρευνα Καινοτοµία (πέρα από την βασική έρευνα), περιβάλλον, απασχόληση, και ΜΜΕ. Η CRPM και η EURADA θα συνεχίσουν τον προβληµατισµό τους και προς αυτή την κατεύθυνση τους προσεχείς µήνες. 7