ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ & ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΑ ΠΡΟΔΗΛΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ Μπιτέρνας Δ. Στέργιος (Α.Μ. 100640) Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ. Ακαδημαϊκό έτος: 2016-2017 Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2017
2
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1.1. Εννοιολογική οριοθέτηση του προδήλου σφάλματος Δικαιοσυγκριτικός παραλληλισμός άρθρου 18 ν. 2664/1998 με την ΚΠολΔ 315.. 12-13 1.2. Η ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση.. 14-17 1.3. Προϊσχύουσες μορφές άρθρου 18 ν. 2664/1998 Νομική αξιολόγηση αρχικής και ισχύουσας ρύθμισης.. 18-21 2. Η γενική ρύθμιση του άρθρου 18 1 περ. α ν. 2664/1998 2.1. Ανακρίβειες κάθε μορφής κτηματολογικής εγγραφής (πρώτης ή μεταγενέστερης).. 22-25 2.2. Η διορθωτική αρμοδιότητα του προϊσταμένου του κτηματολογικού γραφείου: Διόρθωση κατόπιν αιτήσεως και αυτεπάγγελτη διόρθωση Οι περιορισμοί της αυτεπάγγελτης δράσης του Προϊσταμένου από την κατά το Κτηματολογικό Δίκαιο αρχή της νομιμότητας.. 26-30 3. Περιπτωσιολογία προδήλων σφαλμάτων στο καθεστώς του λειτουργούντος κτηματολογίου 3.1. Γενικές παρατηρήσεις.. 31 3
3.2. Πρόδηλο σφάλμα στα στοιχεία του δικαιούχου.. 31-34 3.3. Πρόδηλο σφάλμα στο δικαίωμα που καταχωρίστηκε.. 35-36 3.4. Πρόδηλο σφάλμα στον τίτλο του δικαιώματος που καταχωρίστηκε.. 36-41 3.5. Πρόδηλο σφάλμα στο ιδιοκτησιακό αντικείμενο.. 42-43 4. Οι ειδικότερες ρυθμίσεις του άρθρου 18 1 περ. β ν. 2664/1998- Περιπτώσεις ανακριβειών στις πρώτες εγγραφές πριν από την οριστικοποίησή τους 4.1. Γενικές παρατηρήσεις.. 44 4.2. Ανακρίβεια αρχικής εγγραφής που προκύπτει από δημόσιο έγγραφο καταχωρισθέν στο υποθηκοφυλακείο.. 44-50 4.3. Συσχετισμός του άρθρου 18 παρ. 1 περ. β υποπερ. αα με την κατ άρθρο 6 4 ν. 2664/1998 ειδική διαδικασία εξωδικαστικής διόρθωσης αρχικής εγγραφής.. 51-57 4.4. Ανακρίβεια που προκύπτει από τη συσχέτιση με στοιχεία του πίνακα αναρτήσεως ή του τελικού αναμορφωμένου πίνακα της κτηματογράφησης, από τα οποία αποκλίνει άνευ νόμιμου λόγου.. 57-59 4
4.5. Ανακρίβεια που προκύπτει από συσχέτιση με διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση.. 59-66 4.6. Ορισμένες γενικές παρατηρήσεις για τις διηρημένες ιδιοκτησίες (οριζόντια και κάθετη) στο πεδίο του Κτηματολογικού Δικαίου.. 67-69 4.7. Ολική ή μερική έλλειψη ή ανακρίβεια σε οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία.. 69-74 4.8. Το ζήτημα της αποτύπωσης των κάθετων ιδιοκτησιών.. 74-81 5. Οι ανακρίβειες της πρώτης εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης». 5.1. Ο κανόνας της συναίνεσης του Δημοσίου και η διαδικασία παροχής αυτής.. 82-83 5.2. Η δυνατότητα διόρθωσης υπέρ του Δημοσίου ανακριβούς αρχικής εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης»... 83-85 5.3. Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα χορήγησης της συναίνεσης του Δημοσίου τίτλο 5.3.1. Η περίπτωση των συνιδιόκτητων δικαιωμάτων που βασίζονται σε κοινό.. 85-88 5.3.2. Τίτλος που αποτελεί παραχωρητήριο του Ελληνικού Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ... 88-89 5
5.3.3. Εδικά οι ανακρίβειες σε οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης».. 89-95 6. Περαιτέρω ειδικές ρυθμίσεις ως προς τη διόρθωση ανακριβειών στις πρώτες εγγραφές 6.1. Πρόδηλα σφάλματα στα γεωμετρικά στοιχεία του ακινήτου.. 96-98 6.2. Διόρθωση πρώτης εγγραφής ασυμβίβαστης με μεταγενέστερη εγγραφή.. 98-100 6.3. Απόφαση του Υπουργού ΠΕΚΑ για διόρθωση αρχικής εγγραφής με τη διαδικασία του προδήλου σφάλματος Η ανάκληση της διαπιστωτικής πράξης περαίωσης της κτηματογράφησης.. 100-105 7. Η αίτηση διόρθωσης προδήλου σφάλματος 7.1. Διαδικαστικό πλαίσιο υποβολής της αίτησης διόρθωσης προδήλου σφάλματος: Αντικείμενο της αιτήσεως, νομιμοποιούμενα πρόσωπα, αρμόδια αρχή για την υποβολή και την εξέτασή της, καταχώριση της αιτήσεως για διόρθωση.. 106-107 7.2. Απόφαση Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου.. 108-109 7.3. Αντιρρήσεις κατά της απόφασης του Προϊσταμένου Προσφυγή στον Κτηματολογικό Δικαστή 6
7.3.1. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης αντιρρήσεων του άρθρου 18 παρ. 2 ν. 2664/1998.. 109-113 7.3.2. Η κύρια διαδικασία εκδίκασης των αντιρρήσεων και το ζήτημα της παρέμβασης του Προϊσταμένου.. 113-118 7.4. Συσχετισμός της διαδικασίας του προδήλου σφάλματος κατ άρθρο 18 ν. 2664/1998 με την αίτηση του άρθρου 6 3 ν. 2664/1998.. 118-121 7.5. Συσχετισμός της διαδικασίας του προδήλου σφάλματος κατ άρθρο 18 ν. 2664/1998 με την αίτηση του άρθρου 6 8 ν. 2664/1998.. 121-125 ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ.. 8-9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ.. 10-11 ΕΠΙΛΟΓΟΣ.. 126 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.. 127-131 ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ.. 132-134 ΔΙΑΔΥΚΤΙΑΚΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ.. 135-136 7
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ Αστικός Κώδικας ΑΠ Άρειος Πάγος αρ. αριθμός άρθρ. άρθρο Αρμ Αρμενόπουλος ΑχαΝομ Αχαϊκή Νομολογία Βλ. Βλέπε ΓενΔιοικΔ Γενικό Διοικητικό Δίκαιο Γνωμ Γνωμοδότηση ν.δ. νομοθετικό διάταγμα Δ Δίκη ΔΕΕ Δίκαιο Επιχειρήσεων & Εταιριών ΔιοικΔ Διοικητικό Δίκαιο ΔιοικΔικ Διοικητική Δίκη ΔικΔικξ Δίκαιο Δικαιοπραξίας ΔικΚτημ Δίκαιο Κτηματολογίου ΔικΟρΚαθΙδ Δίκαιο Οριζόντιας και Κάθετης Ιδιοκτησίας ΔωδΝομ Δωδεκανησιακή Νομολογία ΕγχΔιοικΔ Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου εδ. εδάφιο ΕθνΚτημ Εθνικό Κτηματολόγιο Ειρ. Ειρηνοδικείο ΕισΝΑΚ Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα ΕΚΧΑ Α.Ε Εθνικό Κτηματολόγιο και Χαρτογραφήσεις Ανώνυμη Εταιρεία ΕλλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη ΕΝΟΒΕ Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος ΕνημΕμπρΔικ Ενημέρωση Εμπραγμάτου Δικαίου ΕΟΤ Ελληνικό Οργανισμός Τουρισμού επ. επόμενα ΕπθΔικΠολ Επιθεώρηση Δικαίου Πολυκατοικίας ΕΠολΔ Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας ΕρμΚΠολΔ Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΜΕφ Μονομελές Εφετείο Εφ Εφετείο ΕφΑΔ Εφαρμογές Αστικού Δικαίου ΚΑΕΚ Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου ΚΒΠΝ Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας 8
ΚΕΚΤΗΜΕ Κέντρο Κτηματολογικών Μελετών Κεφ. Κεφάλαιο ΚληρΔ Κληρονομικό Δίκαιο ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΚτημΔ Κτηματολογικό Δίκαιο ΚτημΕγγ Κτηματολογικές Εγγραφές ΚτΚΔωδ Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου ΜΠρ Μονομελές Πρωτοδικείο Ν.ή ν. νόμος ΝοΒ Νομικό Βήμα ΝΠΔΔΔ Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ΟΕΚ Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας ΟΚΧΕ Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας ΟλΑΠ Ολομέλεια Αρείου Πάγου ό.π. όπως παραπάνω ΟρΚαθΙδ Οριζόντια και κάθετη ιδιοκτησία παρ. παράγραφος Πρβλ. Παράβαλε ΠρΕγγ Πρώτες Εγγραφές ΠΠρ Πολυμελές Πρωτοδικείο π.π. παραπάνω π.κ. παρακάτω περ. περίπτωση ΠειρΝ Πειραϊκή Νομολογία π.χ. παραδείγματος χάρη σ. σελίδα ΣΕΑΚ Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα ΣτΕ Συμβούλιο της Επικρατείας σημ. σημείωση ΣυμβΕπιθ Συμβολαιογραφική Επιθεώρηση Τμ Τμήμα ΤΝΠ Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών υποπερ. υποπερίπτωση υποσημ. υποσημείωση ΦΕΚ Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως ΧρΙΔ Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 9
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το αντικείμενο της παρούσας εργασίας εστιάζει στη διόρθωση των προδήλων σφαλμάτων των κτηματολογικών εγγραφών και στην ανάδειξη της εξωδικαστικής διαδικασίας διόρθωσης του άρθρου 18 ν. 2664/1998 ως αυτοτελούς τρόπου ίασης των ανακριβειών που ενυπάρχουν σ αυτές. Αρχικά, οριοθετείται εννοιολογικά ο όρος «πρόδηλο σφάλμα» με αναγωγή στη ρύθμιση της ΚΠολΔ 315, και αξιολογείται νομικά η αρχική και η ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 18 ν. 2264/1998, όπως τροποποιήθηκε διαδοχικώς μέχρι σήμερα ( 1). Στη συνέχεια, αναλύεται, αφενός, η γενική ρύθμιση της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 18 1 ν. 2664/1998, με έμφαση στους τρόπους και τα αποτελέσματα της οριστικοποίησης των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών, ενώ, αφετέρου, εξαίρεται η αυτεπάγγελτη διορθωτική αρμοδιότητα του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, με τους περιορισμούς που τίθενται σ αυτή από την αρχή της νομιμότητας που διέπει το Κτηματολογικό Δίκαιο στο σύνολό του ( 2). Ακολουθεί η παράθεση των επιμέρους περιπτώσεων προδήλων σφαλμάτων (σφάλματα στα στοιχεία της ταυτότητας του δικαιούχου, στο καταχωρηθέν δικαίωμα, στον τίτλο του καταχωρηθέντος δικαιώματος και στο ιδιοκτησιακό αντικείμενο), ( 3), καθώς και η ανάλυση των ειδικότερων ρυθμίσεων της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 18 1 ν. 2664/1998, σχετικά με τους τρόπους διαπίστωσης των προδήλων σφαλμάτων των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών πριν από την οριστικοποίησή τους ( 4), με ιδιαίτερη αναφορά παραδειγμάτων από τη πλούσια νομολογία των δικαστηρίων μας. Ιδιαίτερης ανάλυσης τυγχάνει, όμως, και το ζήτημα της προηγούμενης συναίνεσης του Ελληνικού Δημοσίου για τη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης», με το κέντρο βάρους να πέφτει στις προβλεπόμενες εξαιρέσεις από τη παροχή της συναίνεσης αυτής ( 5), ενώ δεν λείπει και η αναφορά στις πρόσθετες ειδικές ρυθμίσεις που το άρθρο 18 ν. 2664/1998 προβλέπει, σχετικά με τη διόρθωση προδήλων σφαλμάτων στα γεωμετρικά στοιχεία του ακινήτου, τη διόρθωση αρχικής εγγραφής με περιεχόμενο ασυμβίβαστο με τη μεταγενεστέρως καταχωρηθείσα εγγραφή, καθώς και τη διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών εκ μέρους του αρμόδιου Υπουργού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής δια μέσου της ανάκλησης της διαπιστωτικής πράξης περαίωσης της Κτηματογράφησης. 10
Στην τελευταία παράγραφο, αναλύεται, σε πρώτη φάση, το διαδικαστικό πλαίσιο της αίτησης διόρθωσης προδήλου σφάλματος από την υποβολή έως και την αξιολόγησή της εκ μέρους του Προϊσταμένου του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου, και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, η διανοιγόμενη δίκη αντιρρήσεων ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή, ο οποίος και αίρει την ανακύπτουσα αμφισβήτηση που προκύπτει από την αρνητική στάση του Προϊσταμένου να προβεί στην επιδιωκόμενη διόρθωση. Τέλος, επιχειρείται ένας σύντομος δικαιοσυγκριτικός παραλληλισμός της διαδικασίας διόρθωσης προδήλου σφάλματος κατ άρθρο 18 ν. 2664/1998 με τις αιτήσεις των άρθρων 6 3 και 6 8 ν. 2664/1998 αντίστοιχα, από τον οποίο διαπιστώνονται οι ομοιότητες και οι διαφορές που υφίστανται μεταξύ των επιμέρους ρυθμίσεων ( 7). 11
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1.1. Εννοιολογική οριοθέτηση του προδήλου σφάλματος Δικαιοσυγκριτικός παραλληλισμός άρθρου 18 ν. 2664/1998 με την ΚΠολΔ 315 Ως νομικός όρος, το πρόδηλο σφάλμα των κτηματολογικών αποτελεί μια αόριστη νομική έννοια 1, υποκείμενη σε εξειδίκευση, η οποία πρέπει να κρίνεται αντικειμενικά κι όχι με βάση τις υποκειμενικές αντιλήψεις του αιτούντος 2. Η ερμηνεία του νομικού όρου «πρόδηλο σφάλμα», ανάγεται στην ερμηνεία της διάταξης ΚΠολΔ 315 3, η οποία θεσπίζει τη δυνατότητα διόρθωσης του αληθούς περιεχομένου της δικαστικής απόφασης 4, δια μέσου μιας διορθωτικής διαδικασίας που φέρει τον χαρακτήρα ενδικοφανούς δικονομικού φαινομένου διακρινόμενου από τα ένδικα μέσα 5. Η, κατά την ΚΠολΔ 315, επιχειρούμενη διόρθωση λαμβάνει χώρα στην περίπτωση όπου παρατηρείται διάσταση μεταξύ της βούλησης και της τελικά εκπεφρασμένης δήλωσης του δικαστή, εξαιτίας γραφικών ή λογιστικών λαθών τα οποία παρεισέφρησαν κατά τη σύνταξη και καθαρογραφή της απόφασης, ή ανάγονται σε ανακριβή διατύπωση του διατακτικού της και υπό την προϋπόθεση ότι τα σφάλματα αυτά προκύπτουν από το καθ αυτό κείμενο της δικαστικής απόφασης, καθώς και από τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (πρακτικά, προτάσεις, και δικόγραφα διαδίκων) 6. Η διόρθωση αυτή δεν μπορεί να σχετίζεται με την ουσία της υπόθεσης, 1 Βλ. αντίθετα Παϊσίδου Ν., Διόρθωση και ερμηνεία των δικαστικών αποφάσεων κατά τον ΚΠολΔ, 2010, σ. 60-61, η οποία επισημαίνει ότι ο όρος «πρόδηλος» υπολαμβάνεται με τη κοινώς κρατούσα λογική έννοια του όρου και δεν καθιερώνει επιστημονικό όρο, καθίσταται ωστόσο κομβικής σημασίας από την άποψη των έννομων συνεπειών που επιφέρει. Ως γραμματική έννοια η λέξη «πρόδηλον» παράγεται από το αρχαϊκό επίθετο προ + δήλον που σημαίνει το ολοφάνερο, το προφανές, το εξόφθαλμο, βλ. Μαγουλά Γ., ΚτημΕγγ 3, 2015, σ. 188 με τις εκεί παραπομπές. 2 Παπαστερίου Δ., ΚτημΔ, 2013, Β9, αρ. 42, ομοίως και Γ21, αρ. 14. 3 Έτσι ο Παπαστερίου, Β9, αρ. 38. Το κείμενο της διάταξης του άρθρου 315 ΚΠολΔ έχει ως εξής: «Αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του». Διαδικασία σύστοιχη των άρθρων 315 επ. ΚΠολΔ απαντάται και στην Διοικητική Δικονομία στα άρθρα 109 επ. ΚΔΔ. Γενικά για τη διόρθωση σφαλμάτων τα οποία διαπιστώνονται σε δικαστικές αποφάσεις ή διοικητικές πράξεις, βλ. Παπαστερίου, Γ7, αρ. 94 επ. με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία. 4 Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΕρμΚΠολΔ Ι, 2000, άρθρ. 315, αρ. 1. 5 Έτσι η Παϊσίδου, ό.π. 6 Μπαλογιάννη Ε./Γεωργιάδου Μ., Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας-Ερμηνεία Κατ άρθρο (Επιμέλεια Απαλαγάκη Χ.), 2016, τ. 1, άρθρ. 315 αρ. 1. 12
να οδηγεί σε μεταβολή, παραλλαγή ή ανάκληση του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης, ούτε και να ερείδεται σε νέα στοιχεία 7. Εκτενέστερη ανάλυση της διαδικασίας διόρθωσης δικαστικής απόφασης σύμφωνα με τα άρθρα 315 επ. ΚΠολΔ θα παρέκλινε κατά πολύ του πλαισίου της παρούσας εργασίας. Οι ανωτέρω επισημάνσεις είναι ωστόσο αναγκαίες προκειμένου να αποτυπωθεί εναργέστερα η εννοιολογική οριοθέτηση των πρόδηλων σφαλμάτων στο πεδίο του κτηματολογικού δικαίου. Άλλωστε, σύμφωνα με το πνεύμα και τον επιτελούμενο σκοπό του κτηματολογικού νομοθέτη, τα πρόδηλα σφάλματα είναι εκείνα τα οποία δύνανται να διαπιστωθούν ευκόλως από το ίδιο το περιεχόμενο της εγγραπτέας πράξης, καθώς και από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους του ενδιαφερομένου δημόσια έγγραφα, τα οποία δεν αποκλείεται να βρίσκονται ήδη καταχωρημένα στον φάκελο ιδιοκτησίας της κτηματολογικής βάσης δεδομένων που τηρείται στο οικείο κτηματολογικό γραφείο 8. Κατά συνέπεια, από τον δικαιοσυγκριτικό παραλληλισμό των ανωτέρω διαδικασιών, γίνεται αντιληπτό ότι ενώ αυτές απαντούν σε δύο εντελώς διαφορετικούς κλάδου του δικαίου, αποκλίνοντας ως προς το αντικείμενο (δικαστική απόφαση-κτηματολογική εγγραφή), τη διαδικασία (άρθρο 18 ν. 2664/1998-άρθρα 315 επ. ΚΠολΔ), το όργανο (Προϊστάμενος Κτηματολογικού Γραφείου-Αρμόδιος Δικαστικός Λειτουργός του δικάσαντος Δικαστηρίου), και τα αποτελέσματα (διόρθωση κτηματολογικής εγγραφής-διόρθωση δικαστικής απόφασης) της σκοπούμενης διόρθωσης, φαίνεται να συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό ως προς τις ελάχιστες απαιτούμενες συντρέχουσες προϋποθέσεις της επιδιωκόμενης διόρθωσης. 7 Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), αρ. 1 και 2. Από τη νομολογία βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 5/1992ΕλλΔνη 1992.750 = ΝοΒ 1992.708, ΑΠ 1572/2012, ΕφΑΔ 2013.351, ΑΠ 1564/2012, ΕΠολΔ 2013.257, ΑΠ 1703/2006, ΧρΙΔ 2007.228 = ΝοΒ 2007.672, ΑΠ 1595/2003, ΕλλΔνη 2004.724, ΕφΚρητ 199/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 752/2010, ΕφΑΔ 2011.78, ΕφΠειρ 786/2009, ΠειρΝομ 2010.98, ΕφΘεσσαλ 950/2008, Αρμ 2008.1571, ΠΠρΑθ 1392/2010, ΕιρΧαν 35/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 8 Μαγουλάς, σ. 189. 13
1.2. Η ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση Το άρθρο 18 ν. 2664/1998, όπως τροποποιήθηκε διαδοχικά με τους ν. 3481/2006, 3728/2008, 4164/2013 και 4483/2017 έχει ως εξής: Διόρθωση πρόδηλων σφαλμάτων 1. α) Ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου μπορεί, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, να προβαίνει στη διόρθωση πρόδηλων σφαλμάτων των κτηματολογικών εγγραφών, ιδίως σε περίπτωση λανθασμένης αναγραφής στα κτηματολογικά φύλλα στοιχείων του δικαιούχου, τα οποία προκύπτουν από την αστυνομική ταυτότητα ή άλλα δημόσια έγγραφα με αποδεικτική ως προς τα στοιχεία αυτά ισχύ, καθώς επίσης στοιχείων σχετικών με το καταχωρισθέν δικαίωμα, τον τίτλο αυτού και το ιδιοκτησιακό αντικείμενο, εφόσον το σφάλμα στην καταχώριση προκύπτει κατά τρόπον αναμφισβήτητο από την καταχωρισθείσα πράξη και τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα. Η αίτηση για τη διόρθωση καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου 9. Η αίτηση δεν επιβαρύνεται με τέλη και δικαιώματα, πάγια ή αναλογικά 10. β) Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών, το πρόδηλο σφάλμα μπορεί να αφορά σε οποιοδήποτε στοιχείο της εγγραφής και ιδίως στον δικαιούχο, στο δικαίωμα, στον τίτλο κτήσης και στο ιδιοκτησιακό αντικείμενο. Η αίτηση για τη διόρθωση καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. 9 Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 11 άρθρου 2 ν. 3481/2006,ΦΕΚ Α 162/2.8.2006, σύμφωνα δε με το άρθρο 10 παρ. 1 περ. β του αυτού νόμου: «Οι διατάξεις του ν. 2664/1998, όπως τροποποιούνται και συμπληρώνονται με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου, τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εφαρμόζονται τόσο για τα ήδη λειτουργούντα Κτηματολογικά Γραφεία όσο και γι` αυτά που θα λειτουργήσουν στο μέλλον». 10 Το τελευταίο εδάφιο της περ. α προστέθηκε με τo άρθρο 2 παρ.14 Ν.4164/2013, ΦΕΚ Α 156/9.7.2013. Σύμφωνα δε με τo άρθρο 13 παρ.1 εδ. γ ν.4164/2013, ΦΕΚ Α 156/9.7.2013, ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις του ν. 2664/1998, όπως τροποποιούνται και συμπληρώνονται με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται τόσο για τα ήδη λειτουργούντα Κτηματολογικά Γραφεία όσο και γι` αυτά που θα λειτουργήσουν στο μέλλον». 14
Ενδεικτικά, πρόδηλο είναι το σφάλμα όταν η ανακρίβεια στα στοιχεία της εγγραφής: αα) προκύπτει από δημόσιο έγγραφο που καταχωρίσθηκε στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου πριν από την ανάρτηση των στοιχείων της κτηματογράφησης, η οποία προηγείται της έκδοσης της διαπιστωτικής πράξης του άρθρου 11 του ν. 2308/1995, ή και μετά από αυτήν, εφόσον στηρίζεται σε προηγούμενη πράξη καταχωρισθείσα στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου πριν από την εν λόγω ανάρτηση, υπό την προϋπόθεση ότι μέσω της διορθώσεως δεν αντικαθίσταται (εκτοπίζεται) δικαίωμα τρίτου, εκτός αν ο τρίτος συναινεί στη διόρθωση, συνυπογράφοντας την αίτηση, η συναίνεση δε αυτή δεν υποκρύπτει άτυπη μεταβίβαση ή μεταβολή τίτλου του ακινήτου. Στην περίπτωση ακινήτου με την ένδειξη "άγνωστου ιδιοκτήτη", απαιτείται συναίνεση του Ελληνικού Δημοσίου, εκτός αν πρόκειται για δημόσιο έγγραφο, με βάση το οποίο έχουν καταχωρισθεί στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου δικαιώματα συνδικαιούχων, οπότε δεν απαιτείται συναίνεση του Ελληνικού Δημοσίου. Συναίνεση του Δημοσίου δεν απαιτείται και στην περίπτωση που το δημόσιο έγγραφο, με βάση το οποίο ζητείται η διόρθωση της εγγραφής, αποτελεί τίτλο εγγραπτέου δικαιώματος επί άλλου κτηματογραφηθέντος ακινήτου της ίδιας κτηματογραφηθείσας περιοχής, το οποίο δηλώθηκε και καταχωρίσθηκε στο κτηματολόγιο, καθώς και όταν ο τίτλος του αιτούντος τη διόρθωση ή των δικαιοπαρόχων του (άμεσων ή απώτερων) είναι παραχωρητήριο του Ελληνικού Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ.. Το ίδιο ισχύει επίσης όταν το ακίνητο με την ένδειξη «άγνωστου ιδιοκτήτη», για το οποίο ζητείται η διόρθωση, είναι οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία και από το συσχετισμό του προσκομιζόμενου τίτλου κτήσης του αιτούντος και των δικαιοπαρόχων του προς την πράξη σύστασης της οριζόντιας ή κάθετης, αντίστοιχα, ιδιοκτησίας, διαπιστώνεται ότι εξαντλείται το σύνολο των εξ αδιαιρέτου ποσοστών του εγγραπτέου δικαιώματος επί της οριζόντιας ή κάθετης αυτής ιδιοκτησίας. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και στην περίπτωση που στην οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία δεν αντιστοιχεί αυτοτελές κτηματολογικό φύλλο, αλλά το αντιστοιχούν σε αυτήν ποσοστό συγκυριότητας επί του γεωτεμαχίου εμφανίζεται με την ένδειξη «άγνωστου ιδιοκτήτη». Στην περίπτωση αυτή, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διορθώσεως της αρχικής εγγραφής με τη διαδικασία του πρόδηλου σφάλματος, δημιουργείται αυτοτελές κτηματολογικό φύλλο για την οριζόντια ή κάθετη, αντίστοιχα, ιδιοκτησία 11. 11 Τα εδάφια της υποπερ. αα προστέθηκαν με το άρθρο 28 ν. 3728/2008,ΦΕΚ Α 258/18.12.2008. 15
ββ) προκύπτει από τη συσχέτιση της αρχικής εγγραφής προς τα στοιχεία της ανάρτησης, που προηγείται της έκδοσης της διαπιστωτικής πράξης του άρθρου 11 του ν. 2308/1995, ή του τελικού αναμορφωμένου πίνακα της κτηματογράφησης, από τα οποία αποκλίνει άνευ νόμιμου λόγου. γγ) προκύπτει από τη συσχέτιση της αρχικής εγγραφής προς τα στοιχεία διοικητικής πράξης ή δικαστικής απόφασης που συνιστούν πρωτότυπο τρόπο κτήσης δικαιώματος, ο οποίος κατισχύει, οπωσδήποτε, του καταχωρισθέντος στην αρχική εγγραφή δικαιώματος, εφόσον η διόρθωση στην περίπτωση αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με απόφαση επιτροπής ενστάσεων που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης. δδ) αφορά στην ολική ή μερική έλλειψη ή στην ανακρίβεια στοιχείων οριζόντιων ή κάθετων ιδιοκτησιών, η οποία μπορεί να θεραπευθεί με αναδρομή στην πράξη σύστασης, στον κανονισμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας και στα συνοδευτικά αυτών ή επ` αυτών ερειδόμενα δημόσια έγγραφα που συνυποβάλλονται με την αίτηση. Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις μπορεί, μέσω της διορθώσεως, να δημιουργηθεί και να συμπληρωθεί με τα στοιχεία του δικαιούχου κτηματολογικό φύλλο οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας, ήδη υλοποιηθείσας ή μέλλουσας, η οποία δεν εμφαίνεται στις πρώτες εγγραφές ως αυτοτελές ιδιοκτησιακό αντικείμενο. γ) Εφόσον το πρόδηλο σφάλμα της αρχικής εγγραφής αφορά σε γεωμετρικά στοιχεία του γεωτεμαχίου, υποβάλλεται αίτηση διόρθωσης των γεωμετρικών στοιχείων υπό τους όρους της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του νόμου αυτού δ) Διόρθωση πρόδηλου σφάλματος αρχικής εγγραφής δεν επιτρέπεται, εφόσον προηγουμένως έχει λάβει χώρα μεταγενέστερη εγγραφή, οπωσδήποτε ασυμβίβαστη με τη διωκόμενη διόρθωση, εκτός αν ο δικαιούχος από τη μεταγενέστερη αυτή εγγραφή συναινεί στη διόρθωση, συνυπογράφοντας την αίτηση, η συναίνεση δε αυτή δεν υποκρύπτει άτυπη μεταβίβαση ή μεταβολή τίτλου του ακινήτου. ε) διόρθωση αρχικής εγγραφής με τη διαδικασία του πρόδηλου σφάλματος μπορεί να διενεργηθεί και μετά από απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που ενεργεί είτε κατόπιν αίτησης όποιου έχει έννομο συμφέρον είτε αυτεπάγγελτα και μετά από πρόταση της Ε.Κ.Χ.Α. Α.Ε., όποτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εκ μέρους του ανάκληση της διαπιστωτικής πράξης περαίωσης της κτηματογράφησης, για το συγκεκριμένο και μόνο κτηματογραφημένο ακίνητο η ομάδα κτηματογραφημένων ακινήτων που αφορά η διόρθωση, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα γενικώς ισχύοντα για την ανάκληση των διοικητικών πράξεων. 16
Η εν λόγω δυνατότητα υφίσταται ιδίως όταν, με την ανάκληση της αρχικής εγγραφής, επιδιώκεται η ορθή αποτύπωση στις αρχικές εγγραφές διοικητικής πράξεως με διαπλαστικό για τα εμπράγματα δικαιώματα χαρακτήρα και ισχύουσας έναντι πάντων 12. στ) Διόρθωση πρόδηλου σφάλματος των αρχικών εγγραφών, σύμφωνα με τα ανωτέρω, επιτρέπεται μόνο μέχρι την οριστικοποίησή τους. Μετά την οριστικοποίηση των αρχικών εγγραφών, διόρθωση επιτρέπεται υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 περ. α` του παρόντος άρθρου. Αγωγή του άρθρου 6 του νόμου αυτού για τη διόρθωση αρχικής εγγραφής, η οποία ασκείται μετά τη διόρθωση της εγγραφής με τη διαδικασία του άρθρου αυτού, απευθύνεται και κατά του τυχόν, μέσω της διορθώσεως αυτής, καταχωρισθέντος στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου ως δικαιούχου. ζ) Η υποβολή αίτησης διόρθωσης προδήλου σφάλματος δεν συνιστά αναγκαία προδικασία για την υποβολή και συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αγωγών και αιτήσεων διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών, αρχικών και μεταγενέστερων, κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού 13. 2. Αν ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν αποφανθεί μέσα σε δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή της αίτησης ή αν απορρίψει την αίτηση, ο αιτών δικαιούται να προσφύγει στον Κτηματολογικό Δικαστή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της προθεσμίας αυτής ή αφότου έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησης 14. Η αίτηση προς τον Κτηματολογικό Δικαστή καταχωρίζεται στα Κτηματολογικά φύλλα στη θέση που καταχωρίζεται και η κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 αγωγή. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται όσα ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 16. 12 Η περ. ε αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 162 παρ. 2 ν. 4483/2017 ΦΕΚ Α 107/31.7.2017. 13 Η περίπτωση ζ` προστέθηκε με τo άρθρο 2 παρ. 15 ν.4164/2013, ΦΕΚ Α 156/9.7.2013. Με τo άρθρο 13 παρ.1 εδ. γ ν.4164/2013, ΦΕΚ Α 156/9.7.2013, ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις του ν. 2664/1998, όπως τροποποιούνται και συμπληρώνονται με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται τόσο για τα ήδη λειτουργούντα Κτηματολογικά Γραφεία όσο και γι` αυτά που θα λειτουργήσουν στο μέλλον», ενώ τo άρθρο 13 παρ.1 εδ. α ν.4164/2013, ΦΕΚ Α 156/9.7.2013,ορίζει ότι: «Οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 3 περίπτωση α`, 18 παρ. 1 περίπτωση ζ και του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης ε` της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 2664/1998, όπως τροποποιούνται και συμπληρώνονται με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται και στις αγωγές και αιτήσεις που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί». 14 Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 12 άρθρου 2 ν. 3481/2006,ΦΕΚ Α 162/2.8.2006, σύμφωνα δε με το άρθρο 10 παρ. 1 περ. β του αυτού νόμου: «Οι διατάξεις του ν. 2664/1998, όπως τροποποιούνται και συμπληρώνονται με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου, τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εφαρμόζονται τόσο για τα ήδη λειτουργούντα Κτηματολογικά Γραφεία όσο και γι` αυτά που θα λειτουργήσουν στο μέλλον». 17
1.3. Προϊσχύουσες μορφές άρθρου 18 ν. 2664/1998 Νομική αξιολόγηση αρχικής και ισχύουσας ρύθμισης Η αρχική μορφή του άρθρου 18 ν. 2664/1998 είχε ως εξής: 1. Ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου μπορεί, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, να προβαίνει στη διόρθωση πρόδηλων σφαλμάτων των κτηματολογικών εγγραφών, ιδίως σε περίπτωση λανθασμένης αναγραφής στα κτηματολογικά φύλλα στοιχείων που προκύπτουν από την αστυνομική ταυτότητα ή σε περίπτωση εσφαλμένων αριθμητικών πράξεων ως προς τα γεωμετρικά στοιχεία των εγγραφών. 2. Αν ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν αποφανθεί μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης, ο αιτών δικαιούται να προσφύγει στον Κτηματολογικό Δικαστή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήξη του διμήνου αυτού. Η αίτηση προς τον Κτηματολογικό Δικαστή καταχωρίζεται στα Κτηματολογικά φύλλα στη θέση που καταχωρίζεται και η κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 13 αγωγή. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται όσα ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 16. Από την δικαιοσυγκριτική επισκόπηση της αρχικής και της ισχύουσας ρύθμισης του πραγματικού των δύο μορφών του άρθρου 18 ν. 2664/1998, παρατηρείται ότι η διάταξη στην αρχική της διατύπωση είχε εξαιρετικά περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, δεδομένου ότι δεν περιείχε μια λεπτομερή και περιπτωσιολογική παράθεση, ενδεικτικών έστω, περιπτώσεων προδήλων σφαλμάτων, με αποτέλεσμα να επαφιόταν στην κρίση του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου εάν ορισμένη περίπτωση μπορούσε να υπαχθεί στην έννοια του προδήλου σφάλματος, κι ως εκ τούτου ορισμένη ανακριβής κτηματολογική εγγραφή να διορθωθεί με την απλούστερη, λιγότερο δαπανηρή και χρονοβόρα εξωδικαστική-διοικητική διαδικασία διόρθωσης του άρθρου 18 ν. 2664/1998. Η ρύθμιση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί από έλλειψη νομικής σαφήνειας και πυκνότητας, στο μέτρο που παρείχε στον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου τη δυνατότητα να υπαγάγει κατά το δοκούν ορισμένη περίπτωση στην έννοια του προδήλου σφάλματος, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να πλήττεται αδικαιολόγητα η ασφάλεια του 18
δικαίου και των συναλλαγών, και συνακόλουθα η αρχή της δημόσιας πίστης 15 που εγγυάται το κτηματολόγιο στο άρθρο 2 περ. 5 16 ν. 2664/1998 17. Η πρώτη βασική τομή επιχειρήθηκε με το άρθρο 2 11 ν. 3481/2006, δυνάμει του οποίου διευρύνθηκε η έννοια του προδήλου σφάλματος, έτσι ώστε να καταλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό περιπτώσεων τα οποία εντοπίστηκαν κατά τα πρώτα έτη εφαρμογής του κτηματολογίου 18. Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στην Εισηγητική Έκθεση ν. 3481/2006: «Με τη διάταξη αυτή επιχειρείται η διεύρυνση της έννοιας του προδήλου σφάλματος, το οποίο διορθώνεται με πολύ απλή διαδικασία. Με αναγωγή στις ιδιαίτερες κατ ιδίαν περιπτώσεις που ανέδειξε η πράξη και ύστερα από λεπτομερή κατηγοριοποίηση αυτών, αφού δε ελήφθη υπόψη η εμπειρία από το ήδη από μακρού χρόνου λειτουργούν Κτηματολόγιο της Δωδεκανήσου, επιχειρείται η παροχή δυνατότητας διόρθωσης των πρώτων εγγραφών με τον τρόπο αυτό (δηλαδή διοικητικά, χωρίς δικαστική παρέμβαση) προκειμένου να διευκολυνθούν οι συναλλαγές, χωρίς όμως παράλληλα να απαξιώνεται το κτηματολόγιο ή να τίθεται εν αμφιβόλω η δημόσια πίστη που αυτό παρέχει. Με την προτεινόμενη διάταξη, σε συνδυασμό με τις παραγράφους 3-6 (δυνάμει των οποίων διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής και βελτιώθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο 15 Για τη δημόσια πίστη του κτηματολογίου εν γένει, βλ. ενδεικτικά Δεληγιάννη Ι., Σκέψεις για τη μορφή και την αποδεικτική δύναμη του Κτηματολογίου που σχεδιάζεται να εισαχθεί στην Ελλάδα, ΝοΒ 1993.1, σ. 18-20, Παπαστερίου Δ., ΚτημΔικ, 2013, Γ3, αρ. 34 επ., Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ., Τεκμήριο ακρίβειας των κτηματολογικών εγγραφών και δημόσια πίστη (άρθρ. 13 ν. 2664/1998), ΕλλΔνη 1999(40), σ. 1480 επ., Κούσουλα Αικ., Η δημόσια πίστη του Κτηματολογίου, 2010, passim, Τσολακίδης Ζ., Η δημοσιότητα των πράξεων και των δικαιωμάτων στο Εθνικό Κτηματολόγιο, 2013, passim. 16 Για την αμφίδρομη σχέση της αρχής της δημόσιας πίστης με την αρχή της δημοσιότητας των κτηματολογικών βιβλίων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 περ. 4 ν. 2664/1998, βλ. ειδικότερα σε Παπαστερίου Δ., ό.π., αρ. 26 επ. με τις εκεί παραπομπές. 17 Βλ. και στην Εισηγητική Έκθεση ν. 2664/1998 σε Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ./Διαμαντόπουλο Γ., Δίκαιο Κτηματολογίου, Νομοθεσία-Νομολογία, 2013, στο Παράρτημα, υπό 5, σ. 964-965, σύμφωνα με την οποία «Σε ό, τι αφορά ειδικότερα την αρχή της δημόσιας πίστης, η οποία, όπως ήδη εκτέθηκε, κατατείνει στην προστασία κάθε καλόπιστου συναλλασσόμενου που εμπιστεύεται τις εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία και είναι η πιο σημαντική νομική αρχή σε κάθε σύστημα νομικού κτηματολογίου, η εφαρμογή της στηρίζεται στο τεκμήριο ορθότητας των εγγραφών υπέρ των καλόπιστων συναλλασσομένων (άρθρο 8 παράγραφος 1 και 13 του σχεδίου). Η ρύθμιση αυτή αποτελεί την πιο σημαντική τομή στο σύστημα του ισχύοντος δικαίου, το οποίο στη χώρα μας, σε αντίθεση με άλλες χώρες που ισχύει Κτηματολόγιο (και σε αντίθεση με τη Ρόδο και την Κω, όπου ισχύει από το 1929 Κτηματολόγιο), προστατεύει τον καλόπιστο συναλλασσόμενο κατά βάση μόνο επί κινητών πραγμάτων (ΑΚ 1036 επ.) όχι και επί ακινήτων (πλην όλως περιορισμένων εξαιρέσεων, όπως αυτές των άρθρων 139, 1203-1204 και 1962-1963 του Αστικού Κώδικα). Η σημαντική αυτή μεταβολή στην ελληνική νομοθεσία εναρμονίζει την τελευταία με πιο προηγμένα στο σημείο αυτό δίκαια και ικανοποιεί ένα βασικό δικαιοπολιτικό στόχο: την ασφάλεια των συναλλαγών». 18 Μαγουλάς Γ., ΚτημΕγγ 3, 2015, σ. 149. 19
άρθρο 6 4 ν. 2664/1998 19 ), καθίσταται πλέον αρκούντος λειτουργική η διοικητική διαδικασία διορθώσεως των εγγραφών, η οποία όμως παραμένει εντός του γενικού πλαισίου που καθορίζεται από τις αρχές της δημόσιας πίστης και το ελέγχου νομιμότητας, που διατρέχουν την καθ όλου κτηματολογική νομοθεσία 20. Ακολούθησε η ρύθμιση του άρθρου 28 ν. 3728/2008, δυνάμει της οποίας εξειδικεύτηκαν ορισμένες περιπτώσεις κτηματολογικών εγγραφών ως προδήλως ανακριβών, έτσι ώστε να δεσμεύεται ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου να προβεί στην αιτούμενη διόρθωση χωρίς να απαιτείται παράλληλα και η συναίνεση του Ελληνικού Δημοσίου και, κατά συνέπεια, χωρίς να επαφίεται ο χαρακτηρισμός ενός σφάλματος ως προδήλου ή μη στην κρίση του 21. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου η κτηματολογική εγγραφή με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης» είναι καταφανώς ανακριβής, με αποτέλεσμα να αποκλείεται ο αληθής δικαιούχος να 19 Προσθήκη του γράφοντος. Για τον συσχετισμό της κατ άρθρο 6 4 ν. 2664/1998 αίτησης με τη διαδικασία διόρθωσης προδήλου σφάλματος σύμφωνα με την υποπερ. αα περ. β της παρ. 1 του άρθρο 18 ν. 2664/1998, βλ. ειδικότερα π.κ. 4 υπό 4.3. 20 Βλ. στην Εισηγητική Έκθεση ν. 2664/1998 σε Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ./Διαμαντόπουλο Γ., στο Παράτημα υπό 3, σ. 941. 21 Στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 3728/2008 για το άρθρο 28, την οποία βλ. στον σύνδεσμο: http://www.notarius.gr/uploads/files/rodhla_sfalmata.pdf, σ. 7, ορίζεται ότι «Με τον ν. 3481/2006 επήλθε μια σοβαρή αλλαγή στο καθεστώς διορθώσεως των αρχικών εγγράφων στο κτηματολόγιο και δη προς δύο κατευθύνσεις: α) Αφενός εξειδικεύθηκε και διερευνήθηκε η έννοια των πρόδηλων σφαλμάτων, τα οποία διορθώνονται από τον προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου χωρίς δικαστική διαδικασία, και β) αφετέρου απλουστεύθηκε η δικαστική διαδικασία για τη διόρθωση της εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστου ιδιοκτήτη», με την πρόβλεψη ότι εφαρμοστέα εν προκειμένω είναι η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Έτσι, διορθώσεις εγγράφων με την ένδειξη «άγνωστου ιδιοκτήτη» μπορεί να διενεργούνται είτε με τη διαδικασία του πρόδηλου σφάλματος, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, είτε με την προσφυγή στην εκούσια δικαιοδοσία. Για τη διόρθωση μιας εγγραφής με την ένδειξη άγνωστου ιδιοκτήτη με τη διαδικασία του πρόδηλου σφάλματος απαιτείται κατά κανόνα συναίνεση του Ελληνικού Δημόσιου. Η συναίνεση αυτή, για λόγους που αφορούν στις υπηρεσίες του Δημοσίου, είτε δεν δίδεται ποτέ, είτε απαιτεί τόσον χρόνο, ώστε να καθίσταται γράμμα κενό η σχετική πρόβλεψη στον νόμο. Εξαιρετικά η συναίνεση αυτή δεν απαιτείται όταν συντρέχει η προϋπόθεση της υποπερίπτωσης αα' της περιπτώσεως β' της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν.2664/1998, όπως η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει με την παράγραφο 11 του άρθρου 2 του ν.3481/2006. Κάθε άλλη περίπτωση καταλήγει στα δικαστήρια, με συνέπεια, λόγω του μικρού αριθμού των κτηματολογικών δικαστών, τα πινάκια της εκούσιας δικαιοδοσίας να υπερφορτώνονται και η επίλυση των υποθέσεων να βραδύνει. Παρατηρήθηκε όμως ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των υποθέσεων που καταλήγουν στα δικαστήρια αφορά σε περιπτώσεις που θα μπορούσαν επίσης να επιλύονται με τη διαδικασία του πρόδηλου σφάλματος χωρίς τη συναίνεση του Δημοσίου, είτε διότι πρόκειται για διαμερίσματα πολυκατοικιών που δεν δηλώθηκαν, και στα οποία το Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα, είτε διότι το ίδιο το Δημόσιο είχε παραχωρήσει το ακίνητο στον ιδιώτη ή στους δικαιοπαρόχους του. Κρίνεται επομένως σκόπιμο, προκειμένου να επιλύονται γρήγορα και ανέξοδα οι υποθέσεις των πολιτών, αλλά και προκειμένου τα δικαστήρια να απασχολούνται με εκείνες μόνο τις υποθέσεις, που χρήζουν της δικαστικής μεσολάβησης, να υπαχθούν οι περιπτώσεις αυτές στη διαδικασία του πρόδηλου σφάλματος, για την οποία δεν χρειάζεται η συναίνεση του Δημοσίου». Η Αιτιολογική Έκθεση του εν λόγω άρθρου φαίνεται να δημιούργησε περισσότερες περιπλοκές από εκείνες που σκόπευε να λύσει, διαμορφώνοντας αμφίρροπες τάσεις στην νομολογία. Για το ζήτημα αυτό βλ. ειδικότερα π.κ. 7 υπό 7.4. 20
είναι το Ελληνικό Δημόσιο, γι αυτό και η συναίνεση του τελευταίου είναι αυτονόητο ότι παρέλκει 22. Τέλος, ορισμένες εντετοπισμένες προσθήκες και τροποποιήσεις διενεργήθηκαν επί τη βάση: α) του άρθρου 2 14 ν. 4164/2013, με το οποίο προστέθηκε το τελευταίο εδ. της παρ. 1 του άρθρου 18 ν. 2664/1998, το οποίο ορίζει ότι η αίτηση διόρθωσης προδήλου σφάλματος δεν επιβαρύνεται με τέλη και δικαιώματα, πάγια ή αναλογικά, β) του άρθρου 2 15 ν. 4164/2013, με το οποίο προστέθηκε η περ. ζ στην παρ. 1 του άρθρου 18 ν. 2664/1998, δυνάμει της οποίας διευκρινίζεται αυτό που πριν την επερχόμενη προσθήκη υποστηριζόταν κατά την κρατούσα στην θεωρία και μέρος της νομολογίας άποψη, ήτοι ότι η υποβολή της αίτησης διόρθωσης προδήλου σφάλματος δεν αποτελεί αναγκαία προδικασία για τη δια μέσω της δικαστικής οδού σκοπούμενης διόρθωσης των ανακριβειών των κτηματολογικών εγγραφών 23, και γ) του άρθρου 162 2 ν. 4483/2017, δυνάμει του οποίου αποσπάται η πρόσθετη δυνατότατα εξωδικαστικής-διοικητικής διόρθωσης ανακριβών κτηματολογικών εγγραφών από την αρμοδιότητα της Ε.Κ.Χ.Α. Α.Ε., κι απονέμεται στον καθ ύλην αρμόδιο Υπουργό ΠΕΚΑ (Περιβάλλοντος και Ενέργειας), ο οποίος ενεργεί την αιτούμενη διόρθωση είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν υποβολής αιτήσεως και, σε κάθε περίπτωση, ύστερα από σχετική πρόταση εκ μέρους της Ε.Κ.Χ.Α. Α.Ε. 24 22 Αθανασόπουλος Τ., Η τροποποίηση του άρθρου 18 ν. 2664/1998 (για πρόδηλα λάθη της κτηματογράφησης) με το άρθρ. 28 ν. 3728/2008, ΣυμβΕπιθ, τ. ΚΣΤ 2008-2009, σ. 884 = ΕνημΕμπρΔικ 2009.5 Για τον κανόνα και τις εξαιρέσεις ως προς την απαιτούμενη συναίνεση του Δημοσίου βλ. ειδικότερα τη σχετική ανάλυση π.κ. 5 υπό 5.1. 5.4. 23 Για το ζήτημα αυτό βλ. εκτενέστερα π.κ. 7 υπό 7.4., όπου και αναλύεται η αντίθετη άποψη μέρους της νομολογίας, η οποία ωστόσο δεν επικράτησε. 24 Για τη πρόσθετη αυτή δυνατότητα εξωδικαστικής διόρθωσης ανακριβειών στις κτηματολογικές εγγραφές βλ. ειδικότερα τις αναπτύξεις κατωτέρω 6 υπό 6.3 21
2. Η γενική ρύθμιση του άρθρου 18 1 περ. α ν. 2664/1998 2.1. Ανακρίβειες κάθε μορφής κτηματολογικής εγγραφής (πρώτης ή μεταγενέστερης) Με την διάταξη του άρθρου 18 1 περ. α ρυθμίζεται η δυνατότητα διόρθωσης προδήλων σφαλμάτων 25. Η γενική 26 αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει τη διόρθωση με τη διαδικασία του προδήλου σφάλματος των πρώτων μη οριστικών εγγραφών, των πρώτων οριστικών (οριστικοποιημένων) εγγραφών, καθώς και τις μεταγενέστερες εγγραφές 27. Όσον αφορά ιδίως τις πρώτες οριστικές εγγραφές 28, η οριστικοποίηση αυτή ενδέχεται επέρχεται με τους εξής τρόπους: α) Με τη παρέλευση άπρακτης της κατ άρθρο 7 1 ν. 2664/1998 αποκλειστικής προθεσμίας των επτά (7) ή δεκατεσσάρων (14) ετών αντίστοιχα 29, κατά τα διαλαμβανόμενα στις 25 Παπαστερίου Δ., ΚτημΔ, 2013, Γ21, αρ. 3. 26 Ειδική ρύθμιση για τη διόρθωση αποκλειστικά των αρχικών εγγραφών εισάγει η παρ. 1 περ. β του άρθρου 18 ν. 2664/1998, για τη σχετική ανάλυση της οποίας βλ. ειδικότερα π.κ. 4 υπό 4.1 επ. 27 Για τις μορφές των κτηματολογικών εγγραφών και τη διάκριση τους σε πρώτες, αρχικές και μεταγενέστερες βλ. ειδικότερα σε Παπαστερίου, Γ7, αρ. 20 επ. Ο ίδιος τονίζει ιδιαίτερα τη διάκριση μεταξύ αρχικών και πρώτων εγγραφών, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για δύο διακριτές νομικές οντότητες, καθότι οι αρχικές εγγραφές αποτελούν ένα είδος «προεγγραφών», οι οποίες καταχωρούνται για πρώτη φορά κατά το στάδιο της κτηματογράφησης και αποτυπώνονται στο κτηματολογικό βιβλίο κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες της κτηματογράφησης (βλ. και τη διατύπωση του άρθρου 6 1 ν. 2664/1998), αποτελώντας τη βάση εκκινήσεως του καθ όλου συστήματος του Κτηματολογίου, βλ. Παπαστερίου, Α8, αρ. 80 επ., καθώς Γ7, αρ. 43 επ., όπου και παρατίθεται σχετική νομολογία για την αντιδιαστολή των αρχικών με τις πρώτες εγγραφές στην υποσημ. 32. 28 Για τις έννομες συνέπειες που παράγουν οι πρώτες εγγραφές πριν και μετά την οριστικοποίησή τους βλ. Παπαστερίου, Γ7, αρ. 42. 29 Οι περιπτώσεις α και β της παρ. 2 αντικαταστάθηκαν από τότε που ίσχυσαν, με το άρθρο 37 ν. 4361/2016 (ΦΕΚ Α 10/1.2.2016). Όπως, άλλωστε, τονίζεται, ελλείψει μεταβατικής διάταξης στην ρύθμιση αυτή, στις περιοχές όπου έχει ήδη παρέλθει η προθεσμία διόρθωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν παρέχεται επιπλέον χρόνος αμφισβήτησης, βλ. Πλιάτσικα Κ., Επίκαιρα νομολογιακά ζητήματα Εθνικού Κτηματολογίου στα Δωδεκάνησα, Πρακτικά 2 ου Πανελληνίου Συνεδρίου ΚΕΚΤΗΜΕ, Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου και Εθνικό Κτηματολόγιο - Σημεία τομής και διάκρισης, 2016, σ. 192. Σύμφωνα με το εδ. α της περ. γ της παρ. 2 του άρθρου 6 ν. 2664/1998, όπως η παράγραφος 2,όπως είχε αντικατασταθεί με την παράγραφο 1 άρθρου 24 ν.3983/2011 (ΦΕΚ Α 144), κι αντικαταστάθηκε και εκ νέου με τo άρθρο 2 2 ν.4164/2013 (ΦΕΚ Α 156/9.7.2013) «Η αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αγωγής των περιπτώσεων α και β αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 3». 22
περ. α και β της παρ. 2 του άρθρου 6 ν. 2664/1998 30, δηλαδή χωρίς τη μεσολάβηση δικαστικής αμφισβήτησης της πρώτης εγγραφής εντός των ανωτέρω χρονικών πλαισίων 31. Όσον αφορά την εν λόγω προθεσμία, ορθά υποστηρίζεται ότι πρόκειται για ουσιαστικού δικαίου νόμιμη αποκλειστική προθεσμία 32, η συμπλήρωση της οποίας αποσβένει το δικαίωμα ή παρακωλύει αντίστοιχα την τυχόν γέννησή του, ως τέτοια δε λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σύμφωνα με τις ΑΚ 297-298 33, ενώ δεν είναι δεκτική παραίτησης σύμφωνα με την ΑΚ 280 34. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται και διακόπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 255 επ. ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως και στην αγωγή του άρθρου 6 2 ν. 2664/1998, όπως το εδ. δ της παρ. 3 του άρθρου 7 ν. 2664/1998 ορίζει, παραπέμποντας σε συγκεκριμένα άρθρα του ΑΚ 35. Σκοπός της προθεσμίας αυτής είναι η μη διαιώνιση της αμφισβήτησης των πρώτων εγγραφών, εν όψει και των εννόμων συνεπειών που προσδίδονται σε αυτές, έτσι ώστε να εκκαθαρίζονται γρήγορα οι εμπράγματες σχέσεις επί ακινήτων 36. Η προθεσμία αυτή τρέχει, μάλιστα, και σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, έτσι ώστε αφ ης στιγμής παρέλθει, να μην 30 ΕφΛαρ 179/2012, Δικογραφία 2012.336, ΕφΘεσσαλ 1064/2010, Αρμ 2011.600, ΕφΑθ 206/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 31 Κιτσαράς Λ., ΠρΕγγ, 2001, σ. 41-42, Διαμαντόπουλος Γ., Επίκαιρα ζητήματα κτηματολογικού δικονομικού δικαίου, σε Διαμαντόπουλο Γ./Εμμανουηλίδου Κ., Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου, 2014, σ. 106, Ματθαίου Π., ΕθνΚτημ, 2000, σ. 201, Πανταζόπουλος Σ., Η μετάβαση από το σύστημα των βιβλίων μεταγραφών στο σύστημα του κτηματολογίου, ΕλλΔνη 1998(39).1234, σ. 1239. 32 Γι αυτό και δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα 144-151 ΚΠολΔ για τις δικονομικές προθεσμίες, και συνακολούθα ούτε και τα άρθρα 152-158 ΚΠολΔ για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, βλ. Κιτσαρά Λ., ό.π., σ. 179, με τις εκεί παραπομπές, καθώς και Μπέη Κ., Το σχέδιο νόμου για το Εθνικό Κτηματολόγιο, Δ 1997(28).227, σ. 230, ο οποίος επισημαίνει παράλληλα ότι η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να παραταθεί με δικονομική συμφωνία των διαδίκων, καθότι έχει τεθεί για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. 33 Πλιάτσικας Κ., σ. 191-191 με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία. 34 Αργυρίου Δ., ΔικΚτημ 3, 2013, αρ. 327, σ. 169. 35 Περισσότερα βλ. σε Κιτσαρά, σ. 180-181, καθώς και σε Πανταζόπουλο, ό.π., σ. 1238. Η παραπομπή στα άρθρα 255 έως 263 και 270 ΑΚ είναι αποκλειστική, και δεν τίθεται ζήτημα αναλογικής εφαρμογής της ΑΚ 273, διότι σε διαφορετική περίπτωση ο υπέρ ου η οριστικοποίηση θα διέτρεχε τον κίνδυνο να αποκρουστεί με ένσταση ιδίας κυριότητας, σε ενδεχόμενη άσκηση διεκδικητικής αγωγής κατά του μη εγγεγραμένου που κατέλαβε το ακίνητο, βλ. Κιτσαρά, σ. 180. 36 Πανταζόπουλος Σ., Η μετάβαση από το σύστημα των βιβλίων μεταγγραφών στο σύστημα του κτηματολογίου, Πρακτικά 3 ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ένωσης Αστικολόγων, στον τ. Το Κτηματολόγιο, 2001, σ. 51-52. Για το γεγονός ότι η προθεσμία αυτή συμπλέει με τις ρυθμίσεις των άρθρων 1020 ΚΠολΔ και άρθρου μόνου παρ. 1 εδ. β α.ν. 261/1968, βλ. Χορομίδη Κ., Εθνικό Κτηματολόγιο: Αμφισβητήσεις δικαιωμάτων, ΔΕΕ.1997.808, σ. 810. 23
μπορεί αυτό να επικαλεστεί τη διάταξη του άρθρου 4 α.ν. 1539/1938, σχετικά με το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του και να διεκδικήσει το ακίνητο 37. β) Σύμφωνα με το άρθρο 7 3 ν. 2664/1998, μόλις καταστεί αμετάκλητη 38 η απόφαση που απορρίπτει ή κάνει δεκτή αντίστοιχα την αγωγή του άρθρου 6 2 ν. 2664/1998 39, και την παραγωγή συνακολούθως του νόμιμου αμάχητου τεκμηρίου ακρίβειας της πρώτης εγγραφής 40. Όσον αφορά στην έκταση του εν λόγω τεκμηρίου, επισημαίνεται ότι τόσο στην περίπτωση του εδ. α όσο και σε εκείνη των εδ. β και γ της παρ. 3 του άρθρου 7 ν. 2664/1998, το νόμιμο αμάχητο τεκμήριο ακριβείας που εισάγεται με τις ρυθμίσεις αυτές, λειτουργεί μόνο έναντι των προσώπων που δεσμεύονται από το δεδικασμένο της απόφασης που απορρίπτει ή κάνει δεκτή την αγωγή του άρθρου 6 2 ν. 2664/1998, ενώ αντίθετα έναντι των τρίτων οι οποίοι δεν δεσμεύονται από το δεδικασμένο, η πρώτη εγγραφή, είτε εμφιλοχώρησε στο μεταξύ διόρθωσή της είτε όχι, καθίσταται οριστική μόνο με την παρέλευση της προθεσμίας προς άσκηση της αγωγής του άρθρου 6 2 ν. 2664/1998, σύμφωνα με το άρθρο 7 1 ν. 2664/1998 41. Ο τρίτος που καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο της απόφασης επί της αγωγής του άρθρου 6 2 ν. 2664/1998, δύναται να προστατευτεί με την άσκηση τριτανακοπής (ΚΠολΔ 586 37 Έτσι ο Κιτσαράς, σ. 233, καθώς και ο Αργυρίου, αρ. 332, σ. 171. 38 Για τη κριτική της νομοθετικής επιλογής της μετάθεσης του χρόνου ωριμότητας της δικαστικής απόφασης από την τελεσιδικία στο αμετάκλητο βλ. Διαμαντόπουλο Γ., Μετάθεση του χρόνου δικονομικής ωριμότητας των αποφάσεων εμπραγμάτου δικαίου από την τελεσιδικία στο αμετάκλητο (Ν. 2664/1998 για το Εθνικό Κτηματολόγιο), Δ 1999.685. 39 Παπαστερίου, Γ8, αρ. 16-17 και 21-39, Μαγουλάς Γ., ΚτημΕγγ 3, 2015, σ. 184, Διαμαντόπουλος Γ., Επίκαιρα ζητήματα κτηματολογικού δικονομικού δικαίου, στον τ. Κτηματολογικό Δίκαιο: Νομοθετική έκρηξη και νομολογιακή πραγματικότητα, ΕΝΟΒΕ 70, 2014, σ. 104, ιδίου, σε Διαμαντόπουλο Γ./Εμμανουηλίδου Κ., Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου, 2014, σ. 106-107, με τον εκεί υπομνηματισμό σε νομολογία. 40 ΕφΑθ 5848/2010, ΕλλΔνη 2011.568, ΜΠρΡοδ 131/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑρτ 117/2013, ΕφΑΔ 2013.648, ΜΠρΠαρτ 23/2013, ΝοΒ 2013.730, ΜΠρΠειρ 234/2011, ΜΠρΘεσσαλ 9318/2007, ΜΠρΘεσσαλ 45854/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Από τη θεωρία βλ. Πανταζόπουλο, ό.π., ο οποίος επισημαίνει την ουσιώδη για το σύστημα της ουσιαστικής δημοσιότητας του κτηματολογίου λειτουργία του αμάχητου τεκμηρίου ακρίβειας, δια μέσω της προστασίας του αληθινού δικαιούχου από διάφορες αμφισβητήσεις του εγγραπέου δικαιώματός του από τρίτους, στο μέτρο που αυτές θα απορρίπτονται ως αβάσιμες. Για τη νομική φύση, τις προϋποθέσεις παραγωγής, το αντικείμενο και τις έννομες συνέπειες παραγωγής του εν λόγω τεκμηρίου των πρώτων εγγραφών βλ. μεταξύ άλλων σε Κιτσαρά Λ., σ. 42-47, Παπαστερίου, Γ8, αρ. 88-98 και 103-136, Τσολακίδη Ζ., Ακύρωση δικαιοπραξίας με αντικείμενο ακίνητο και προστασία των τρίτων κατά το σύστημα μεταγραφών και κατά το Εθνικό Κτηματολόγιο, 2003, σ. 225 επ., Κούσουλα Αικ., Η δημόσια πίστη του Κτηματολογίου, 2010, σ. 22 επ. Για το ζήτημα της Συνταγματικότητας του τεκμηρίου αυτού βλ. περισσότερα σε Κιτσαρά, σ. 67-71, Παπαστερίου, Γ8, αρ. 99-102, Διατσίδη Μ. Θέματα εθνικού κτηματολογίου - Το αμάχητο τεκμήριο του εθνικού κτηματολογίου και η συνταγματικότητά του, Αρμ 2000(4).476 επ. 41 Βλ. τη σχετική επισήμανση σε Κούσουλα Αικ., σ. 21, καθώς και σε Παπαστερίου, Γ8, αρ. 31 επ. 24
επ.) υπό τις προϋποθέσεις που εισάγουν τα άρθρα 586 2 και 333 2 ΚΠολΔ 42. Σε μία τέτοια περίπτωση η υπόσταση της απόφασης για λόγους ασφάλειας δικαίου δεν θα θιγεί, ο νικήσας τρίτος όμως θα εκφύγει των επιβλαβών αντανακλαστικών συνεπειών του δεδικασμένου 43. Σύμφωνα, μάλιστα, με μία αυστηρότερη, αλλά συνάμα περισσότερο προστατευτική για τα συμφέροντα του αληθούς δικαιούχου, άποψη, για τον εξοπλισμό της πρώτης εγγραφής με το τεκμήριο της παρ. 3 του άρθρου 7 ν. 2664/1998 έναντι του αληθούς κυρίου, θα πρέπει να συντρέχει σωρευτικά τόσο η προϋπόθεση της έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, όσο και η παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 2 ν. 2664/1998, προκειμένου αυτός να προστατεύεται από τη δημιουργία πλασματικών αμάχητων τεκμηρίων από τυχόν διεξαγωγή συμπαικτικών δικών 44. Όπως υποστηρίζεται, μάλιστα, η παρέλευση της προθεσμίας αυτής αποτελεί προϋπόθεση για την οριστικοποίηση και για τις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις, καθώς ο ηττηθείς διάδικός δεν εμποδίζεται να επανέλθει με νέα αγωγή την οποία θα στηρίζει σε διαφορετική πραγματική και νομική βάση 45. 42 Για την έννοια και τις μορφές τριτανακοπής βλ. Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία, Ένδικα μέσα, τ. ΙΙΙ, 2007, 123 αρ. 1-2. 43 Διαμαντόπουλος Γ., Επίκαιρα ζητήματα κτηματολογικού δικονομικού δικαίου, στον τ. Κτηματολογικό Δίκαιο: Νομοθετική έκρηξη και νομολογιακή πραγματικότητα, ΕΝΟΒΕ 70, 2014, σ. 106. Για την άσκηση τριτανακοπής στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου οι ανωτέρω προϋποθέσεις εκλείπουν και οι έννομες συνέπειες άσκησής της διαφέρουν ριζικά σε σχέση με εκείνες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, λόγω της εξαιρετικής ρύθμισης της ΚΠολΔ 590 εδ. β, με αποτέλεσμα να επέρχεται καθολική ακύρωση της τριτανακοπτόμενης απόφασης και έναντι των αρχικών διαδίκων, καθώς και για τις διατυπούμενες επιφυλάξεις των παραδοχών αυτών όσον αφορά τη δίκη της αίτησης του άρθρου 6 3 ν. 2664/1998, βλ. ειδικότερα σε Διαμαντόπουλο Γ., ό.π., σ. 102. 44 Έτσι ο Μαγουλάς, σ. 69. 45 Κιτσαράς, σ. 208, Παπαστερίου, Γ8, αρ. 53-54 και 63, Τσολακίδης Ζ., Το αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας των πρώτων εγγραφών στο Εθνικό Κτηματολόγιο, ΧρΙΔ 2012.10, σ. 10. Βλ. και Ταμιωλάκη Εμμ., Κτηματολόγιο Οριστικοποίηση πρώτων εγγραφών, Το ζήτημα της έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης πριν από την εκπνοή τη αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 ν. 2664.1998, ΕφΑΔ 2014(3).244, σ. 249, ο οποίος επισημαίνει ότι σε μία τέτοια περίπτωση θα πρέπει να απορριφθεί αμετάκλητα και η τελευταία από τις εκκρεμείς αγωγές, ενώ αντίθετα, σύμφωνα με άλλη άποψη, στην περίπτωση απόφασης που δέχεται αμετάκλητα, η πρώτη εγγραφή οριστικοποιείται και παράγει το αμάχητο τεκμήριο της υπέρ του νικητή διαδίκου που θα διενεργήσει πρώτος τη διόρθωση, με αποτέλεσμα ο αληθής δικαιούχος είτε ασκήσει είτε όχι την αγωγή του άρθρου 6 2 ν. 2664/1998, να περιορίζεται μόνο σε ενοχικές αξιώσεις. Για την ερμηνευτική αυτή εκδοχή και τη κριτική επ αυτής, με επιφυλάξεις συνταγματικών και υπερνομοθετικών διατάξεων, βλ. Παπαστερίου, Γ8, αρ. 48 και 50-52. 25
2.2. Η διορθωτική αρμοδιότητα του προϊσταμένου του κτηματολογικού γραφείου: Διόρθωση κατόπιν αιτήσεως και αυτεπάγγελτη διόρθωση Οι περιορισμοί της αυτεπάγγελτης δράσης του Προϊσταμένου από την κατά το Κτηματολογικό Δίκαιο αρχή της νομιμότητας Το κτηματολογικό δίκαιο αναθέτει την ανωτέρω ευρεία δυνατότητα διόρθωσης της κάθε είδους ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής στην αρμοδιότητα του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου. Η διαδικασία διόρθωσης προδήλου σφάλματος μπορεί να κινηθεί με δύο τρόπους: α) Κατόπιν σχετικής αιτήσεως εκ μέρους του ενδιαφερομένου προσώπου που δικαιολογεί έννομο συμφέρον να επιχειρήσει την αιτούμενη διόρθωση αυτή ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου με την υποβολή τυποποιημένου εντύπου Αίτησης Διόρθωσης Προδήλου Σφάλματος 46, η οποία καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου 47. β) Αυτεπάγγελτα εκ μέρους του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, παρέχοντας μ αυτόν τον τρόπο μία ακόμη εξωδικαστική δυνατότητα επίλυσης της συγκεκριμένης κτηματολογικής διαφοράς 48. Η σχετική διαδικασία διόρθωσης κατόπιν υποβολής αιτήσεως αναλύεται εκτενώς κατωτέρω 49, γι αυτό και η παρούσα παράγραφος περιορίζεται σε ορισμένες παρατηρήσεις και επισημάνσεις σχετικά με την αυτεπάγγελτη διορθωτική δράση του Προϊσταμένου. Από τη γραμματική διατύπωση της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 18 ν. 2664/1998 50, θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου 46 Βλ. το σχετικό υπόδειγμα στον ακόλουθο σύνδεσμο: http://www.ktimatologio.gr/operativecadastre/documents/pages/prodilo.pdf 47 Σχετικός κωδικός εγγραπτέας πράξης έχει ήδη προστεθεί στο Σύστημα Πληροφορικής του Εθνικού Κτηµατολογίου (ΣΠΕΚ), βλ. την σχετική Εγκύκλιο για την εφαρμογή του ν. 3481/2006, σ. 8, στον ακόλουθο σύνδεσμο:http://www.ktimatologio.gr/aboutus/documents/pages/33/lqyyvusgbh2jgndw/egikliosgiaefarmogin_ 3481_2006_1.pdf 48 Παπαστερίου Δ., ΚτημΔ, 2013, Γ21, αρ. 5. 49 Για τη σχετική διαδικασία και τα νομιμοποιούμενα πρόσωπα βλ ειδικότερα π.κ. 7 υπό 7.1. 50 Βλ. τη σχετική διατύπωση του άρθρου 18 1 περ. α εδ. α ( «μπορεί και αυτεπαγγέλτως να προβαίνει στη διόρθωση πρόδηλων σφαλμάτων των κτηματολογικών εγγραφών»). 26