ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΦΩΝΗΤΙΚΗ-ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ (Ι)

Θέµατα Μορφολογίας της Νέας Ελληνικής Ι. Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ. Η σύνταξη μιας πρότασης

Γλωσσική Τεχνολογία. Μάθημα 3 ο : Βασικές Γλωσσολογικές Έννοιες Ι: Μορφολογία. Βασιλική Σιμάκη

Η πρόταση. Πρόταση λέγεται ένα σύντομο κομμάτι του λόγου, που περιλαμβάνει μια σειρά από λέξεις με ένα τουλάχιστον ρήμα και έχει ολοκληρωμένο νόημα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.)

ΕΙΔΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥOΥΣΩΝ ΠΡOΤΑΣΕΩΝ Τη θεωρία της ύλης θα τη βρείτε: Βιβλίο μαθητή σελ και Βιβλίο Γραμματικής σελ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΟΝΑ Α ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ


Με την προσδοκία ότι το βιβλίο αυτό θα αποβεί χρήσιμο σε μαθητές και συναδέλφους φιλολόγους, εύχομαι καλή επιτυχία στο έργο τους.

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ. Κατηγορίες (Μέρη του Λόγου)

Κεφάλαιο 2. Συντακτικές κατηγορίες

ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Ι: ΕΥΡΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΦΡΙΚΗ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΘ. ΚΡΟΝΤΣΟΥ ΘΕΜΑ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ-ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΦΑΝΙΔΗΣ

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

Δεκτές είναι μόνο οι λέξεις της νέας Eλληνικής γλώσσας που υπάρχουν στα ισχύοντα βοηθήματα-λεξικά τα οποία είναι τα εξής (1) :

Β τάξη. Κειµενικοί στόχοι Λεξικογραµµατικοί στόχοι Γραπτά µηνύµατα του περιβάλλοντος

ΤΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ (ΒΑΘΜΟΙ) ΤΟΥ ΕΠΙΘΕΤΟΥ.

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

3ο Νηπ/γείο Κορδελιού Τμήμα Ένταξης

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗ/ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Φυλλάδιο Εργασίας 1. Ενδεικτικές Απαντήσεις. Αξιολόγηση Διδακτικών Δραστηριοτήτων από τα διδακτικά εγχειρίδια

Γλωσσική επιμέλεια: επιλογή ή αναγκαιότητα; Άννα Ιορδανίδου

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Γραμματική της Νέας Ελληνικής

ΑΝΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Β ΤΑΞΗ (Σ. Καρύπη, Μ. Χατζοπούλου) Ι.Ε.Π. 2018

ΤΕΧΝΟΓΛΩΣΣΙΑ VIII ΛΟΓΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: ΜΑΪΣΤΡΟΣ ΓΙΑΝΗΣ, ΠΑΠΑΚΙΤΣΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΣΚΗΣΗ: ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ (Β )

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2007 ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΩΝ ΚΑΘΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΑΤΑΛΑ Α ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ Χ --Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΡΦ, ΠΡΦ, ΕΦ, ΟΦ

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ Βασίλης Αναστασίου

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΠΡΟΤΑΣΗ. Η οργανωμένη ομάδα λέξεων που εκφράζει μόνο ένα νόημα, με σύντομη συνήθως διατύπωση, λέγεται πρόταση.

Ψυχογλωσσολογικά ευρήματα για τους κλινικούς δείκτες πρώιμης διάγνωσης στην Ειδική Γλωσσική Διαταραχή

Η ύλη για τις εξετάσεις υποτροφιών: (για οποιαδήποτε διευκρίνιση μπορείτε να απευθύνεστε στις γραμματείες των φροντιστηρίων).

Πρόσεξε τα παρακάτω παραδείγματα:

Τα ταξίδια του παππού. Ρήματα σε -άβω. Τα ρήματα που τελειώνουν σε -άβω γράφονται με β. πχ: ράβω, ανάβω, σκάβω, θάβω, κ.ά.

Μοντελοποίηση Υπολογισμού. Γραμματικές Πεπερασμένα Αυτόματα Κανονικές Εκφράσεις

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

Κεφάλαιο 3. Από τη λέξη στη φράση: φραστική δομή

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΗΛΥΚΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ, ΕΣΠΙ 1

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Θησαυρού της Ελληνικής Γλώσσας του Ινστιτούτου Επεξεργασίας Λόγου (

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΓΛΩΣΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ:

Γραμματική και Συντακτικό Γ Δημοτικού ανά ενότητα - Παρασκευή Αντωνίου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι. Μορφολογία

«Η τροπικότητα στην Νέα Ελληνική» Ανάλυση βάσει του Επικοινωνιακού Δοµολειτουργικού Προτύπου

Εργαστήριο Αρχαιομάθειας. Κείμενο. Κατάλογος φαινομένων. Περιεχόμενα. [Διδασκαλία - Εκπαίδευση] Ηλεκτρονικές Ασκήσεις

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Τα ουσιαστικά. Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός

8 η Ενότητα. Κατάκτηση του σημασιολογικού τομέα

Λογισμικό για την εκμάθηση της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης

ΜΑΘΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΙΙ. (1) Η επιλογή των μορφημάτων (τα σωστά μορφήματα για κάθε λέξη) (2) Η μορφή των μορφημάτων (σωστά αλλόμορφα)

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ 5Η

ΜΕΛΕΤΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΟ ΓΕΡΟΥΝΔΙΑΚΟ (GERUNDIVUM) ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΥΣΤΕΡΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Μαρίτσα Καμπούρογλου, Λογοπεδικός. Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος»

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

ΑΝΣΩΝΤΜΙΕ Είναι κλιτές λέξεις που αντικαθιστούν ονοματικές φράσεις και κάνουν την ίδια «δουλειά» με αυτές.

Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι, Αγαπητοί μου

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Β ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Μοντέλα γλωσσικής επεξεργασίας: σύνταξη

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.

ορολογίας στο έργο του ελληνόφωνου νομικού Παναγιώτης Γ. Κριμπάς Επίκουρος Καθηγητής Ορολογίας και Μετάφρασης (Δ.Π.Θ.) Δικηγόρος (Δ.Σ.Α.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: ΚΛΙΤΙΚΗ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Το κλιτικό παράδειγμα λόγιων τύπων μετοχών σε -ων ουσα, -ον / -ών, - ώσα, - ών/ -ών, -ούσα, -ούν

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΜΑΘΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΙΙ: ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ, ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΗ

Νέα ελληνικά Επίπεδο A1-Εξάμηνο Α Κοινωνικοπολιτιστικά Βιβλία. Πηγές

Όταν µπροστά από τα κύρια ονόµατα υπάρχει τίτλος, τότε το οριστικό άρθρο προηγείται του τίτλου: ο κύριος Μικέογλου ο πρίγκιπας Κάρολος

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

ΣΤΑΔΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Γ μέρος. 7. Ανάλυση των αποτελεσμάτων σε κύρια θέματα γραμματικής

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

Table of Contents. Περιεχόμενα Γραμματικής - Grammar Contents

Οι μαθητές και οι μαθήτριες να είναι σε θέση να: Να κατανοούν την ανθρωποκεντρική διάσταση του αρχαίου κόσμου.

Svetlana Berikashvili (Tbilisi) ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑΝΗΣ

Ιωάννης 1[α ]:1 και το οριστικό άρθρο «ο» --- Θεός ή κάποιος θεός;

Ψηφίδες για τη Νεοελληνική Γλώσσα

ΓΡΑΦΕΙΟ Σ..Ε. ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ Τηλεδιάσκεψη Επιµέλεια: Τσιαούση ήµητρα ΠΕ02, Εκπαιδευτικός Κ.Ε.Σ.Β.

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

[+εαυτό / +Α] Αναφορικές εκφράσεις: δεδομένα από τα Νέα Ελληνικά. Brian D. Joseph Πανεπιστήμιο της Πολιτείας του Οχάιο

λατινικά γ λυκείου, γερούνδιο - γερουνδιακό ΓΕΡΟΥΝΔΙΟ ΓΕΡΟΥΝΔΙΑΚΟ

Θέματα υπολογισμού στον πολιτισμό

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 5η Ενότητα: Συζητώντας για την εργασία και το επάγγελμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγικά κείμενα

Mirambel, André. [1978] Η νέα ελληνική γλώσσα. Περιγραφή και ανάλυση.

Νέα ελληνικά Πανεπιστήμιο Stendhal Grenoble 3 Επίπεδο A2 Α εξάμηνο-επιλογή / επιμέλεια Μ. Ζουμπουλίδου Γραμματικό Κοινωνικοπολιτιστικά.

ΕΜΠΛΟΥτΙΣΜΟΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΩΝ ΛΕΞΙΚΩΝ ΜΕ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣτΗΡΙΞΗ

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΣΤΗΝ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ΛΕΞΕΩΝ:

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Θέμα: Συγκριτική εξέταση της μορφολογικής προσαρμογής των επιθέτων τουρκικής προέλευσης στα ελληνικά (ΚΝΕ και ΒΙ) και στην κοινή σερβική. ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: Καλλιόπη Χρ. Ελευθεριάδου, Αρ. Μητρώου: 1376 ΕΠΟΠΤΗΣ: Καθηγητής κ. Χρ. Τζιτζιλής ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ, 2017 [1]

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: ΧΡ. ΤΖΙΤΖΙΛΗΣ, ΕΠΟΠΤΗΣ Δ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ Γ. ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ [2]

Στη Στέλλα, τη Μαρίνα, το Vojkan και την Κατερίνα. Eυχαριστώ. [3]

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 5 1. ΤΟ ΕΠΙΘΕΤΟ... 9 1.1. Απόψεις για τα επίθετα σύντομη ιστορική επισκόπηση... 9 1.2. Συντακτικές λειτουργίες των επιθέτων... 10 1.3. Κριτήρια με βάση τα οποία τα επίθετα διαφέρουν από τα ουσιαστικά και τα ρήματα διαγλωσσικά... 11 1.3.1. Κριτήρια για να αναγνωρίσουμε τα επίθετα ως ξεχωριστή κατηγορία... 13 1.3.2. Κριτήρια με βάση τα οποία τα επίθετα διαφέρουν από τα ρήματα... 16 1.3.3. Κριτήρια με βάση τα οποία διακρίνουμε τα επίθετα από τα ουσιαστικά... 16 1.4. Σημασιολογικές κατηγορίες... 17 1.4.1. Σημασιολογική επικάλυψη των μερών του λόγου... 18 1.5. Σχέσεις με άλλα γραμματικά φαινόμενα... 18 2. ΤΟ ΕΠΙΘΕΤΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ... 21 2.1. Το τυπολογικό προφίλ των επιθέτων.. 21 2.2. Κανονικά επίθετα στην ελληνική... 23 2.3. Προσδιορίζοντας το επίθετο (πηγές)... 23 2.4. Χαρακτηριστικά κλιτικής μορφολογίας... 25 2.4.1. Σύγκριση...... 29 2.5. Οι παραγωγικές δυνατότητες των επιθέτων... 32 2.6. Σημασιολογικές κατηγορίες... 32 2.7. Αριθμητικά.. 33 2.7.1. Τακτικά αριθμητικά...... 33 2.7.2. Απόλυτα αριθμητικά... 33 2.7.3. Πολλαπλασιαστικά αριθμητικά... 34 2.7.4. Αναλογικά αριθμητικά... 34 2.8. Κτήση... 34 2.9. Επιτατικοί δείκτες... 34 2.10. Τροπικότητα... 35 2.11. Αποκλίνουσες περιπτώσεις επιθέτων... 35 [1]

2.11.1. Μετοχές... 35 2.11.2. Ουσιαστικά... 35 2.12. Συμπεράσματα... 37 3. ΤΟ ΕΠΙΘΕΤΟ ΣΤΗ ΣΕΡΒΙΚΗ... 38 3.1. Το τυπολογικό προφίλ των επιθέτων...... 38 3.2. Κανονικά επίθετα στη σερβική.... 38 3.3. Προσδιορίζοντας το επίθετο (πηγές)..... 39 3.4. Χαρακτηριστικά κλιτικής μορφολογίας..... 42 3.4.1 Σύγκριση... 46 3.5. Οι παραγωγικές δυνατότητες των επιθέτων.... 49 3.6. Σημασιολογικές κατηγορίες... 50 3.7. Αριθμητικά.... 51 3.7.1. Τακτικά αριθμητικά..... 51 3.7.2. Απόλυτα αριθμητικά.... 52 3.8. Κτήση... 53 3.9. Επιτατικοί δείκτες...... 54 3.10. Τροπικότητα.. 54 3.11. Αποκλίνουσες περιπτώσεις επιθέτων 55 3.11.1. Μετοχές 55 3.11.2. Ονόματα... 55 3.12. Συμπεράσματα.. 55 4. ΤΟ ΕΠΙΘΕΤΟ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ.... 57 4.1. Το επίθετο ως ξεχωριστό μέρος του λόγου στην τουρκική..... 58 4.2. Το τυπολογικό προφίλ των επιθέτων.... 60 4.3. Κανονικά επίθετα στην τουρκική... 62 4.4. Προσδιορίζοντας το επίθετο (πηγές)..... 62 4.5. Σύγκριση... 65 4.6. Οι παραγωγικές δυνατότητες των επιθέτων... 66 4.7. Σημασιολογικές κατηγορίες... 67 4.8. Αριθμητικά....... 68 4.8.1. Τακτικά αριθμητικά... 68 4.8.2. Απόλυτα αριθμητικά... 68 4.8.3. Διανεμητικά αριθμητικά... 69 4.8.4. Κλασματικά αριθμητικά... 69 [2]

4.8.5. Περιληπτικά αριθμητικά... 69 4.9. Κτήση... 69 4.10. Επιτατικοί δείκτες.... 70 4.11. Αποκλίνουσες περιπτώσεις επιθέτων.... 70 4.11.1. Μετοχές... 70 4.11.2. Ονόματα... 70 4.11.3. Ουσιαστικά... 70 4.12. Συμπεράσματα... 71 5. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ.... 73 6. Η ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ... 75 6.1. Επίθετα τουρκικής προέλευσης στην ΚΝΕ... 75 6.1.1. Η άμεση μορφολογική προσαρμογή των τουρκικών επιθέτων στην ΚΝΕ... 75 6.1.2. Παράγωγα επίθετα τουρκικής προέλευσης στην ΚΝΕ (έμμεση μορφολογική προσαρμογή)... 83 6. 1.3. Συμπεράσματα... 91 6.2. Μορφολογική προσαρμογή των επιθέτων τουρκικής προέλευσης στα βόρεια ιδιώματα.. 94 6.2.1. Τα βασικά χαρακτηριστικά των ΒI. 94 6.2.2.1. Η άμεση μορφολογική προσαρμογή των επιθέτων τουρκικής προέλευσης στα ΒΙ. 96 6.2.2.2. Παράγωγα επίθετα τουρκικής προέλευσης στα ΒΙ (έμμεση μορφολογική προσαρμογή)... 102 7. Η ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΣΕΡΒΙΚΗ.. 115 7.1. Επίθετα τουρκικής προέλευσης στην κοινή σερβική... 115 7.1.1. Η άμεση μορφολογική προσαρμογή των τουρκικών επιθέτων στην κοινή σερβική... 115 7.1.2. Παράγωγα επίθετα τουρκικής προέλευσης στην κοινή σερβική (έμμεση μορφολογική προσαρμογή)... 125 7.1.3. Συμπεράσματα... 159 8. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ... 161 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 166 [3]

Περίληψη... 164 Abstract.... 165 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Παράρτημα 1... 175 Παράρτημα 2... 198 Παράρτημα 3... 242 Παράρτημα 4... 292 Συντομογραφίες... 302 Πίνακας συμβόλων... 304 [4]

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η συγκριτική εξέταση της μορφολογικής προσαρμογής των επιθέτων τουρκικής προέλευσης στην ελληνική, και πιο συγκεκριμένα στην κοινή νεοελληνική (ΚΝΕ), στα βόρεια ελληνικά ιδιώματα, και στη σερβική. Όσον αφορά τη σερβική, η εργασία αυτή περιορίζεται αποκλειστικά στην κοινή σερβική, οπότε και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη σύγκριση μεταξύ ΚΝΕ, ΒΙ και κοινής σερβικής παρουσιάζονται με επιφυλάξεις. Οι δυσκολίες στη διαπραγμάτευση του θέματος αυτού καθορίζονται από τρεις κυρίως παράγοντες: 1) την απουσία ενός έργου που να εξετάζει διαγλωσσικά το πρόβλημα της μορφολογικής προσαρμογής των επιθέτων και να προτείνει μια τυπολογία που να στηρίζεται σε διαγλωσσικά δεδομένα και συμπεράσματα, 2) την απουσία εργασιών που να εξετάζουν το πρόβλημα της μορφολογικής προσαρμογής των τουρκικών και άλλων ξένων επιθέτων στην ελληνική και 3) την απουσία αντίστοιχων εργασιών για τη μορφολογική προσαρμογή των τουρκικών και άλλων ξένων επιθέτων στη σερβική. Μοναδική εξαίρεση, όσον αφορά τη μορφολογική προσαρμογή των τουρκικών επιθέτων στην ελληνική αποτελεί η μονογραφία του Π. Κυρανούδη (2000) που εξετάζει με υποδειγματικό τρόπο το φαινόμενο στην κοινή νεοελληνική και επιλεκτικά σε ορισμένες νεοελληνικές διαλέκτους, όπως η ποντιακή και τα βόρεια ιδιώματα. Η απόφαση να περιοριστεί η συγκριτική εξέταση της μορφολογικής προσαρμογής των επιθέτων τουρκικής προέλευσης στην κοινή ελληνική, στην κοινή σερβική και στα βόρεια ελληνικά ιδιώματα της ελληνικής υπαγορεύθηκε καταρχάς από λόγους οικονομίας η επέκταση στο σύνολο των νεοελληνικών διαλέκτων είναι προφανές ότι θα ξεπερνούσε τα όρια μιας μεταπτυχιακής εργασίας. Η επιλογή των βορείων ιδιωμάτων ως αντιπαραθετικού μέλους στηρίχτηκε αρχικά σε γεωγραφικούς λόγους, δηλαδή τη γεωγραφική θέση των βορείων ιδιωμάτων που είναι τα πλησιέστερα στο χώρο που μιλιέται η σερβική ή ακριβέστερα υποβλήθηκε και επιβλήθηκε από τις - υπαρκτές ή αναμενόμενες - γλωσσικές ιδιαιτερότητες που καθορίζονται από τη γεωγραφική θέση των βορείων ιδιωμάτων. Η σερβική αν και δεν ανήκει - με εξαίρεση ορισμένες τοπικές ποικιλίες - στη βαλκανική γλωσσική ένωση (Balkan Sprachbund) διαθέτει μεγάλο αριθμό βαλκανικών τουρκισμών, δηλαδή τουρκικών λεξιλογικών στοιχείων που απαντούν σε [5]

περισσότερες βαλκανικές γλώσσες. Τα περισσότερα από αυτά τα στοιχεία φαίνεται ότι απαντούν και στα βόρεια ελληνικά ιδιώματα (ακριβή στατιστικά δεδομένα δε διαθέτουμε), ιδιαίτερα σε αυτά που ανήκουν στον πυρήνα της βαλκανικής γλωσσικής ένωσης. Η ελληνική και η σερβική είναι ινδοευρωπαϊκές, κλιτές γλώσσες που διαθέτουν γραμματικό γένος και εμφανή, σε μεγάλο βαθμό, χαρακτηριστικά γα τη διάκριση των κατηγοριών επίθετο και ουσιαστικό. Από την άποψη αυτή αντιπαρατίθενται προς την τουρκική που είναι ουραλοαλταϊκή, συγκολλητική και χωρίς σαφή όρια διάκρισης των δύο αυτών κατηγοριών. Κατά την εξέταση της μορφολογικής προσαρμογής των επιθέτων τουρκικής προέλευσης στη σερβική και στα βόρεια ελληνικά ιδιώματα το βασικό πρόβλημα της διάκρισης επιθέτων και ουσιαστικών τίθεται εκ νέου και μάλιστα σε μια νέα βάση που αφορά τις δυνατότητες διάκρισης στις τρεις αυτές γλώσσες. Η εργασία δομείται ως εξής: στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται μια σύντομη ιστορική επισκόπηση των απόψεων που έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα σχετικά με την κατηγορία του επιθέτου διαγλωσσικά. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται αναφορά στις συντακτικές λειτουργίες των επιθέτων, στα κριτήρια με βάση τα οποία τα επίθετα διαφέρουν από τα ουσιαστικά και τα ρήματα διαγλωσσικά και στα κριτήρια με βάση τα οποία μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα επίθετα ως ξεχωριστή κατηγορία. Επιπλέον, αναφερόμαστε στις σημασιολογικές κατηγορίες που καλύπτουν τα επίθετα, στην πιθανή σημασιολογική επικάλυψη των μερών του λόγου και στη σχέση του επιθέτου με άλλες γραμματικές κατηγορίες. Στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το επίθετο στην ελληνική, τη σερβική και την τουρκική αντίστοιχα. Η δομή της παρουσίασης στηρίζεται στον Corbett (2004) και πιο συγκεκριμένα στο κεφάλαιο The Russian adjective: A pervasive yet elusive category στο βιβλίο Adjective classes:a crosslinguistic typology (2004). Πιο αναλυτικά, στα κεφάλαια αυτά, παρουσιάζονται το τυπολογικό προφίλ των επιθέτων και τα κανονικά επίθετα σε κάθε γλώσσα και προσδιορίζονται οι πηγές τους. Γίνεται μία σύντομη αναφορά στα χαρακτηριστικά της κλιτικής μορφολογίας στην ελληνική και τη σερβική, ενώ για την τουρκική παρουσιάζεται το επίθετο ως ξεχωριστό μέρος του λόγου. Στη συνέχεια, αναφερόμαστε στις παραγωγικές δυνατότητες των επιθέτων και στις σημασιολογικές κατηγορίες που καλύπτουν τα επίθετα σε κάθε γλώσσα, στα αριθμητικά επίθετα και τις κατηγορίες τους. [6]

Παρουσιάζουμε τη δυνατότητα (ή μη) έκφρασης της κτήσης και τροπικότητας μέσω επιθέτων, τη χρήση επιθέτων ως επιτατικών δεικτών και τέλος κάποιες αποκλίνουσες περιπτώσεις επιθέτων σε κάθε γλώσσα. Στο πέμπτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για τη μορφολογική προσαρμογή των ξένων επιθέτων και παρουσιάζεται η τυπολογία που προτείνεται από τον Τζιτζιλή (βλ. Εισαγωγή). Η τυπολογία αυτή στηρίζεται σε διαγλωσσικά δεδομένα και συμπεράσματα αλλά και στην τυπολογία της μορφολογικής προσαρμογής των δάνειων ρημάτων του Wohlgemuth. Το έκτο κεφάλαιο αναφέρεται στη μορφολογική προσαρμογή των τουρκικών επιθέτων στην ΚΝΕ και στα ΒΙ. Έχοντας ως σκοπό την όσο το δυνατόν πληρέστερη περιγραφή των επιθέτων τουρκικής προέλευσης στην ΚΝΕ και τα ΒΙ, στην εργασία αυτή γίνεται αναφορά και στα παράγωγα επίθετα τουρκικής προέλευσης, ενώ παρουσιάζονται και τα βασικά χαρακτηριστικά των ΒI, σύμφωνα τους Τζιτζιλή και Μαργαρίτη - Ρόγκα (υπό προετ.). Αντίστοιχα, στο έβδομο κεφάλαιο γίνεται λόγος για τη μορφολογική προσαρμογή των τουρκικών επιθέτων στην κοινή σερβική, αλλά και στα παράγωγα επίθετα τουρκικής προέλευσης στη γλώσσα αυτή. Τέλος, στο όγδοο κεφάλαιο παρουσιάζεται μια σύντομη συγκριτική εξέταση της μορφολογικής προσαρμογής των τουρκικών επιθέτων στις δύο γλώσσες, ελληνική και σερβική και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη σύγκριση. Το υλικό της εργασίας αντλήθηκε από διαλεκτικά λεξικά και απο ειδικές εργασίες που ασχολούνται με το θέμα. Για την ΚΝΕ αποδελτιώθηκε το ΛΚΝ και για την Κοινή Σερβική το РСЈ (2011). Όσον αφορά τα ΒΙ, αποδελτιώθηκαν συνολικά είκοσι τρία λεξικά και γλωσσάρια (βλ. Βιβλιογραφία). Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον επόπτη της εργασίας μου καθηγητή κ. Χρ. Τζιτζιλή που μου υπέδειξε το θέμα, αλλά και για τις πολύτιμες συμβουλές, παρατηρήσεις και διορθώσεις του κατά την προετοιμάσια και την ολοκλήρωση αυτής της εργασίας και τα μέλη της τριμελούς επιτροπής κ. Δ. Κυριαζή και κ. Γιώργο Παπαναστασίου για τις χρήσιμες υποδείξεις. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τον καθηγητή κ. Χρ. Τζιτζιλή και τον κ. Γιώργο Παπαναστασίου για την ευκαιρία που μου έδωσαν να εργαστώ στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). Η θέση αυτή, πέραν των άλλων, αποτέλεσε σημαντική βοήθεια ως προς την ανεύρεση και συγκέντρωση της απαραίτητης βιβλιογραφίας. Τέλος, οφείλω να ευχαριστήσω και την κα. Снежана Петровић από τη Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών [7]

(САНУ) για τη βοήθεια που μου προσέφερε στην αναζήτηση και ανεύρεση της σχετικής με το θέμα σερβικής βιβλιογραφίας. [8]

1. Το επίθετο 1.1. Απόψεις για τα επίθετα σύντομη ιστορική επισκόπηση Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για το αν η κατηγορία των επιθέτων είναι καθολικό χαρακτηριστικό των ανθρώπινων γλωσσών. Ο Dixon στο πρώτο σχετικό έργο του (1982:3) αναφέρει ότι υπάρχουν γλώσσες χωρίς επίθετα. Ως παράδειγμα τέτοιων γλωσσών αναφέρει την κινεζική, τη γλώσσα Yurok, κ.λπ. Αργότερα, όμως, ο ίδιος (Dixon, 2004: 12) υποστηρίζει πως «μια διακριτή κατηγορία επιθέτων μπορεί να εντοπιστεί σε κάθε ανθρώπινη γλώσσα». 1 Στη γραμματική της σανσκριτικής του Pān ini, αλλά και στις πρώτες γραμματικές της ελληνικής και της λατινικής δε γινόταν διάκριση των επιθέτων από τα ουσιαστικά. Ο ίδιος ο Dixon (2004:12) αναφέρει ότι το 1300 μ.χ. ο Thomas της Erfurt διακρίνει για πρώτη φορά τα επίθετα από τα ουσιαστικά με κριτήριο το γένος. Με βάση αυτή τη διάκριση, τα ουσιαστικά έχουν έμφυτο το γένος, ενώ τα επίθετα δεν έχουν γένη από τη φύση τους. Αλλάζουν γένος ανάλογα με το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρονται. Έτσι, έγινε αποδεκτή η άποψη ότι τα επίθετα είναι μια κατηγορία που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες ως προς τη μορφολογία με τα ουσιαστικά, ενώ διαφέρουν από αυτά αποκλειστικά με βάση αυτό το κριτήριο για το γένος. Την άποψη αυτή δε τη συμμερίζεται ο Dixon. 2 Επιπλέον, ο ίδιος (Dixon, 2004:13) θεωρεί ότι το ότι οι γλωσσολογικές έρευνες γίνονται κατά βάση με γνώμονα τις ευρωπαϊκές γλώσσες και από ομιλητές των γλωσσών αυτών λειτούργησε αποτρεπτικά στο να αναγνωριστεί η κατηγορία των επιθέτων σε κάποιες γλώσσες όπου τα επίθετα διαφέρουν ως προς τα γραμματικά χαρακτηριστικά τους από τα επίθετα στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Με βάση τη γενετική σύνταξη, οι λεξικές κατηγορίες διακρίνονται βάσει δυο δυαδικών διακριτών χαρακτηριστικών: [+/- ουσιαστικό] και [+/-ρήμα] (βλ. και Baker, 2003:1). Επίθετο, δηλαδή, είναι εκείνη η κατηγορία που παίρνει αρνητικές τιμές για 1 «In an earlier study (Dixon 1973: 20; 1982: 2), I opined that 'some languages have no adjective class at all'. The present chapter building on a further quarter-century of research puts forward the hypothesis that an adjective class can be recognized for every language, although sometimes the criteria for distinguishing adjectives from nouns, or adjectives from verbs, are rather subtle.» (Dixon, 2004: 12). 2 «Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως αν μια γλώσσα χάσει την κατηγορία του γένους, θα χάσει και αυτή του επιθέτου. Αν αναπτύξει πάλι τη δήλωση του γένους, θα αποκτήσει πάλι και την κατηγορία του επιθέτου. Ένα τέτοιο σενάριο είναι απολύτως μη αποδεκτό» (Dixon, 2004: 13). [9]

τα δύο χαρακτηριστικά που ορίζουν και τις τρεις κατηγορίες της γλώσσας (Θωμαδάκη, 2009: 39). Σε αυτή τη διάκριση ο Chomsky δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις παραθέσεις adpositions. Ο Chomsky (όπως αναφέρει ο Baker, 2003: 3) εισήγαγε τη θεωρία αυτή με βάση την παρατήρηση ότι τα ουσιαστικά μπορούν να πάρουν τον ίδιο αριθμό συμπληρωμάτων και να σχηματίσουν τον ίδιο τύπο φράσεων όπως και τα ρήματα. Ο Baker (2003: 238) σημειώνει πως οι λειτουργικοί γλωσσολόγοι μιλούν για ένα συνεχές που στο ένα άκρο έχει τα ρήματα και στο άλλο τα ουσιαστικά. Οι γλώσσες κατανέμουν αυτό το συνεχές σε ξεχωριστές λεξικές κατηγορίες Ο αριθμός αυτών των κατηγοριών μπορεί να διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα. 1.2. Συντακτικές λειτουργίες των επιθέτων Ένα ουσιαστικό θα πρέπει να συμφωνεί με το κατηγορούμενο ενώ ένα ρήμα με το κατηγόρημα. Οι λειτουργίες των επιθέτων είναι κάπως πιο σύνθετες. Σύμφωνα με το Dixon (2004: 11, 28), με ένα επίθετο δηλώνεται μια συγκεκριμένη ιδιότητα (Α λειτουργία). Αυτή η δήλωση γίνεται με δύο τρόπους: α. το επίθετο λειτουργεί ως αμετάβατο κατηγόρημα και β. το επίθετο λειτουργεί ως συμπλήρωμα στο συνδετικό ρήμα. Επιπλέον, τα επίθετα μας βοηθούν να εστιάσουμε στο ουσιαστικό της κεφαλής σε μια ΟΦ (Β λειτουργία). Στις περισσότερες γλώσσες, τα επίθετα έχουν και τις δύο λειτουργίες, ενώ υπάρχουν γλώσσες στις οποίες έχουν μόνο την πρώτη ή μόνο τη δεύτερη (Dixon, 2004: 11, 28). Τα επίθετα είναι δυνατόν να λειτουργούν και ως παράμετρος σύγκρισης. Καθώς προσδίδουν ιδιότητες, είναι λογικό ότι μπορούν και να δηλώσουν διαβαθμίσεις αυτών των ιδιοτήτων (Θωμαδάκη, 2009: 62). Ο Dixon (2004: 11) σημειώνει ότι σε κάποιες γλώσσες είναι οι μοναδικές λέξεις που έχουν τέτοια λειτουργία και ότι στις περισσότερες γλώσσες η σύγκριση είναι επέκταση της Α λειτουργίας των επιθέτων. Αντιθέτως, ο Baker (2003: 191) θεωρεί πως τα επίθετα δε λειτουργούν ως διαβαθμισμένα κατηγορούμενα από τη φύση τους και δε θα έπρεπε να ορίζονται με βάση αυτό. Η Θωμαδάκη (2009: 63) τονίζει πως δεν παρουσιάζουν όλα τα επίθετα διαβαθμισιμότητα, ενώ ποικίλουν οι ομάδες των επιθέτων στις οποίες αυτό δε συμβαίνει διαγλωσσικά. [10]

Τέλος, ο Dixon (2004: 11) αναφέρει ότι τα επίθετα μπορεί να προσδιορίζουν και ρήματα σε κάποιες γλώσσες. Κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτό από την αμερικανική αγγλική όπου στην καθομιλουμένη λέγεται π.χ. He speaks (real) bad (επίθετο), ενώ στα αγγλικά της Βρετανίας He speaks (really) badly (επίρρημα). Επίσης, τα επιρρήματα μπορεί να προσδιορίζουν επίθετα σε κάποιες γλώσσες (π.χ. στα αγγλικά openly hostile) (Dixon, 2004: 11). 1.3. Κριτήρια με βάση τα οποία τα επίθετα διαφέρουν από τα ουσιαστικά και τα ρήματα διαγλωσσικά Τα κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η διάκριση σε μέρη του λόγου παίζουν σπουδαίο ρόλο στον καθορισμό και τη διάκριση των λεξικών κατηγοριών (Θωμαδάκη, 2009: 31). Η κατηγοριοποίηση είναι δυνατόν να διαφέρει ανάλογα με τα κριτήρια πάνω στα οποία στηρίζεται (Θωμαδάκη, 2009: 45). Τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία τα επίθετα διακρίνονται από τα ουσιαστικά και από τα ρήματα είναι δυνατόν να διαφέρουν αρκετά. Όπως αναφέρει ο Dixon (2004: 2), τα γραμματικά κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η διάκριση σε κατηγορίες μπορεί να επαναλαμβάνονται διαγλωσσικά. Τα ακριβή, όμως, κριτήρια για κάθε ξεχωριστή κατηγορία είναι συγκεκριμένα για κάθε γλώσσα. Μια συγκεκριμένη ιδέα μπορεί να ανήκει σε διαφορετικές κατηγορίες διαγλωσσικά (Dixon, 2). Τα μέρη του λόγου μπορούν να διακριθούν διαγλωσσικά και να τους αποδοθεί το ίδιο όνομα με βάση δυο κριτήρια: α) την ομοιότητα των συντακτικών λειτουργιών και β) την ομοιότητα στη σημασία (Dixon, 2004: 3). 3 Σε κάποιες γλώσσες τα επίθετα παρουσιάζουν όμοια χαρακτηριστικά με τα ουσιαστικά και σε κάποιες άλλες με τα ρήματα. Υπάρχουν και γλώσσες στις οποίες τα επίθετα παρουσιάζουν παρόμοιες ιδιότητες και με τις δύο παραπάνω κατηγορίες. Αντίθετα, σε κάποιες άλλες δεν παρουσιάζουν παρόμοιες ιδιότητες με καμία από αυτές τις κατηγορίες. O Baker (2003: 190) θεωρεί πως επίθετα είναι η κατηγορία [ ουσιαστικά] και [ ρήματα]. 3 Όσον αφορά τη συντακτική λειτουργία, το ουσιαστικό λειτουργεί πάντοτε ως κεφαλή μιας ΟΦ που μπορεί να έχει ρόλο κατηγορούμενου, ενώ ένα ρήμα μπορεί να είναι η κεφαλή σε ένα κατηγόρημα (Dixon, 2004: 3). Για τη σημασιολογική λειτουργία, τα ουσιαστικά περιλαμβάνουν λέξεις με συγκεκριμένη αναφορά, π.χ. σκύλος, ενώ τα ρήματα αναφέρονται σε ενέργειες (Baker, 2003: 1). [11]

Όσον αφορά το μέγεθος των κατηγοριών, ο Dixon (2004: 9-10) σημειώνει ότι τα ρήματα και τα ουσιαστικά είναι μεγάλες και ανοιχτές κατηγορίες, ενώ η κατηγορία των επιθέτων ποικίλει σε μέγεθος. Πολλές γλώσσες έχουν ανοιχτή κατηγορία επιθέτων, πάντα όμως μικρότερη από αυτή των ουσιαστικών και πολύ μικρότερη από των ρημάτων. Άλλες γλώσσες διαθέτουν μια μικρή κλειστή κατηγορία. Οι μικρότερες κατηγορίες μπορεί να έχουν 3-4 μέλη. Άλλες γλώσσες μπορεί να έχουν εκατοντάδες μέλη, αλλά τα επίθετα να αποτελούν κλειστή κατηγορία. Ανεξάρτητα από το μέγεθος της κατηγορίας των επιθέτων, επίθετα μπορούν να προκύψουν μέσω παραγωγικών διαδικασιών από ουσιαστικά ή ρήματα, κυρίως σε γλώσσες με ανοικτές κατηγορίες επιθέτων (Sasse, 1993: 662). Σύμφωνα με τη Θωμαδάκη (2009: 71) ένα άλλο στοιχείο που διακρίνει τα επίθετα από τις άλλες λεξικές κατηγορίες είναι οι παραγωγικές τους δυνατότητες. Από επίθετα είναι δυνατόν να παράγονται οι παρακάτω χαρακτηριστικές σημασιολογικές κατηγορίες: α) τροπικά επιρρήματα, β) μέσα-διάμεσα ρήματα (factitives) και γ) εναρκτικά/ δηλωτικά του γίγνεσθαι ρήματα (inceptives) και αφηρημένα ουσιαστικά. Τα επίθετα διαφέρουν αρκετά από τα ουσιαστικά και τα ρήματα και όσον αφορά τις γραμματικές τους ιδιότητες (Dixon, 2004: 11). Ένα επίθετο που λειτουργεί ως αμετάβατο κατηγόρημα μπορεί να έχει όλες τις ιδιότητες ενός ρήματος (χρόνο, όψη κ.λπ.), ενώ ένα επίθετο σε μια ΟΦ μπορεί να έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ουσιαστικού (αριθμό, πτώση, κ.λπ.) (Dixon, ό.π.). Υπάρχουν και γλώσσες όπου τα επίθετα συνδυάζουν αυτές τις δυνατότητες, λειτουργώντας ως ουσιαστικά σε μια ΟΦ και ως ρήματα όταν λειτουργούν ως κατηγόρημα (Dixon, 2004: ό.π.). Σύμφωνα με τη Θωμαδάκη (2009: 73), μια άλλη διάκριση των επιθέτων από τα ουσιαστικά και τα ρήματα έγκειται στο ότι διαγλωσσικά υπάρχουν ορισμένες μορφολογικές διαδικασίες που απαντάνε μόνο στα επίθετα. Το αντίθετο, δηλαδή, να υπάρχουν μορφολογικές διαδικασίες από τις οποίες εξαιρούνται αποκλειστικά τα επίθετα είναι επίσης πιθανό. Μια επιπλέον διαφορά έγκειται στο ότι τα επίθετα είναι πιο μαρκαρισμένα από τα ουσιαστικά ή τα ρήματα (Θωμαδάκη, 2009: 55). Η ιεραρχία, σύμφωνα με τους Hengeveld (1992: 68) και Beck (2002: 40) (βλ. και Θωμαδάκη, 2009: 55) είναι: Ρήμα > Ουσιαστικό > Επίθετο > Επίρρημα. Σύμφωνα με την ίδια (Θωμαδάκη, 2009: 55), επομένως, αν σε μια γλώσσα υπάρχει η κατηγορία ΕΠΙΘΕΤΟ, τότε σίγουρα τα ουσιαστικά διακρίνονται από τα ρήματα. Δηλαδή, διαγλωσσικά δεν υπάρχει [12]

περίπτωση να συναντήσουμε γλώσσα όπου υπάρχουν μόνο οι κατηγορίες ΡΗΜΑ και ΕΠΙΘΕΤΟ ή ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ και ΕΠΙΘΕΤΟ. Ο Dixon (2004: 11) σημειώνει ότι σε μερικές μόνο γλώσσες τα ρήματα παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με τα ουσιαστικά, ενώ υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ των δυο κατηγοριών. Σε κάποιες γλώσσες τα επίθετα δεν παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά ούτε με τα ουσιαστικά, ούτε με τα ρήματα. Τέλος, σε έναν μεγάλο αριθμό γλωσσών δεν παρατηρούνται καθόλου διαφορές μεταξύ των ρημάτων και των επιθέτων ή μεταξύ των ουσιαστικών και των επιθέτων. Συμπερασματικά, ο Dixon (2004: 15) αναφέρει ότι σ μεγάλο αριθμό γλωσσών παρατηρούνται επίθετα: α) που μοιάζουν με ρήματα και δε μοιάζουν καθόλου με ουσιαστικά και β) που δε μοιάζουν με ρήματα και μοιάζουν με ουσιαστικά. Σε ορισμένες μόνο γλώσσες παρατηρούνται επίθετα: γ) που μοιάζουν και με ρήματα και με ουσιαστικά και δ) που δε μοιάζουν ούτε με ρήματα, ούτε με ουσιαστικά. 1.3.1. Κριτήρια για να αναγνωρίσουμε τα επίθετα ως ξεχωριστή κατηγορία Ο Dixon (2004: 12) υποστηρίζει πως υπάρχουν κάποια σοβαρά κριτήρια για να θεωρήσουμε τα επίθετα ξεχωριστή κατηγορία. Ο Baker (2003: 190) αντίθετα, υποστηρίζει πως δε χρειάζονται νέες αρχές και χαρακτηριστικά για να οριστεί η κατηγορία των επιθέτων διαγλωσσικά. 4 Σύμφωνα με το Dixon (2004: 14), η βασική διάκριση για τα επίθετα είναι: α) σε αυτά που λειτουργούν ως αμετάβατο κατηγόρημα και β) αυτά που λειτουργούν ως συμπλήρωμα στο συνδετικό ρήμα. Τα πρώτα έχουν όλα ή μερικά μορφολογικά χαρακτηριστικά των ρημάτων και/ή δέχονται τους συντακτικούς προσδιοριστές που δέχονται και τα ρήματα όταν λειτουργούν ως αμετάβατο κατηγόρημα. Αυτού του είδους τα επίθετα αποκαλούνται και ρηματοειδή επίθετα ( verb-like adjectives ). Τα δεύτερα που λειτουργούν ως συμπλήρωμα στο συνδετικό ρήμα λέγονται μη ρηματοειδή επίθετα ( non-verb-like adjectives ). Σε κάποιες γλώσσες, ένα κοινό, μη παράγωγο επίθετο μπορεί να ανήκει και στους δύο παραπάνω τύπους, ενώ υπάρχουν 4 Όπως αναφέρει ο ίδιος (Baker, 2003: 190-191), σε αυτό διαφέρει και η προσέγγισή του από τις περιγραφικές και λειτουργικές παραδόσεις που θεωρούν τα επίθετα πρωτοτυπικούς προσδιοριστές μιας φυσικής γλώσσας. [13]

και γλώσσες όπου τα επίθετα δεν έχουν καμία από τις παραπάνω λειτουργίες (έχουν προσδιοριστικό ρόλο σε ΟΦ) (Dixon, 2004: 14). Το δεύτερο κριτήριο που αναφέρει ο Dixon (2004: 15) αφορά τα επίθετα και των δύο προαναφερθέντων τύπων που μπορεί να προσδιορίζουν ένα ουσιαστικό σε μια ΟΦ. Σε ορισμένες γλώσσες αυτό γίνεται με απλή παράθεση του επιθέτου και του ουσιαστικού, ενώ σε άλλες ίσως είναι απαραίτητος ένας δείκτης αναφορικής πρότασης (ή κάτι παρόμοιο) (Dixon, 2004: 15). Σε τέτοιες γλώσσες (π.χ. στα σανσκριτικά) δεν είναι έντονη η διάκριση ανάμεσα σε λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα/ οντότητες (ουσιαστικά) κι εκείνες που δηλώνουν ιδιότητες (επίθετα) (βλ. Θωμαδάκη, 2009: 37). Σε αντίθεση με το Dixon, ο Baker (2003: 191, 194) θεωρεί πως αυτή η προσδιοριστική λειτουργία των επιθέτων είναι παράγωγη, καθώς προκύπτει ακριβώς από το γεγονός ότι δεν ανήκουν σε καμία άλλη από τις δύο κατηγορίες (-Ουσιαστικά, - Ρήματα) και δε θα πρέπει να ορίζουμε το επίθετο με βάση αυτή. Ο ίδιος (Baker, 2003: 267) τονίζει πως με το να ορίζουμε μια κατηγορία με βάση συντακτικά χαρακτηριστικά, υποβαθμίζουμε τη σημασία των μορφολογικών, αλλά και των σημασιολογικών χαρακτηριστικών. Το τρίτο κριτήριο που αναφέρει ο Dixon (2004: 15) με βάση τις μορφολογικές δυνατότητες των επιθέτων σε μια ΟΦ, διακρίνει τα επίθετα σε δύο κατηγορίες. Πρώτον, σε αυτά που δέχονται μερικά ή όλα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που αφορούν τα ουσιαστικά. Αυτά τα επίθετα αποκαλούνται και ονοματοειδή ( noun-like adjectives ). Δεύτερον, σε αυτά που δε φέρουν όλα τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που ισχύουν για τα ουσιαστικά. Αυτά τα επίθετα λέγονται και μη ονοματοειδή ουσιαστικά ( non-noun-like adjectives ). Το κριτήριο αυτό δεν ισχύει για γλώσσες στις οποίες τα ουσιαστικά δεν παρουσιάζουν μορφολογία (Dixon, 2004: 15). Σε κάποιες γλώσσες μπορεί να υπάρχουν και ρηματοειδή και ονοματοειδή, ενώ σε κάποιες άλλες να μην έχουν στοιχεία καμιάς από τις δύο κατηγορίες. Η Θωμαδάκη (2009: 32) παρατηρεί μια τριμερή διάκριση με βάση το πώς κωδικοποιούνται τα επιθετικά στοιχεία σε μια γλώσσα. Υπάρχουν γλώσσες όπου αυτά τα στοιχεία εντάσσονται στην κατηγορία ΕΠΙΘΕΤΟ, γλώσσες στις οποίες υπάρχουν ονόματα που λειτουργούν ως επίθετα (ονοματοειδή επίθετα) και άλλες όπου ρήματα έχουν τέτοια λειτουργία (ρηματοειδή). Είναι πιο εύκολο να αναγνωρίσουμε και να οριοθετήσουμε τα επίθετα ως ξεχωριστή κατηγορία σε γλώσσες στις οποίες αυτά αποτελούν ανοικτή τάξη (Schachter 1985: 13 στη Θωμαδάκη, 2009: 32). [14]

Ο Schachter (στον Wetzer, 1996: 16-17) διακρίνει τρεις τύπους γλωσσών με βάση τον τρόπο με τον οποίο κωδικοποιούν τις σημασίες των επιθέτων. Πρώτον, γλώσσες όπου τα επίθετα αποτελούν διακριτή ανοικτή τάξη (βλ. Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες). Ο δεύτερος τύπος αφορά γλώσσες με μικρή κλειστή κατηγορία επιθέτων. Οι γλώσσες αυτές μπορεί να έχουν από εφτά έως πενήντα επίθετα. Οι έννοιες που δεν κωδικοποιούνται με επίθετα σε αυτές τις γλώσσες κωδικοποιούνται είτε με ουσιαστικά, είτε με ρήματα, είτε και με τα δύο. Η ένταξη των επιθετικών στοιχείων σε διαφορετικές κατηγορίες διαγλωσσικά γίνεται κατά βάση με σημασιολογικά κριτήρια, σύμφωνα με το Dixon (Wetzer, 1996: 17). Τέλος, υπάρχουν και γλώσσες όπου δεν υπάρχει διακριτή κατηγορία ΕΠΙΘΕΤΟ (τρίτος τύπος). Αυτή την τριμερή διάκριση του Schachter, ο Wetzer (1996: 36) δεν τη θεωρεί επαρκή. Υποστηρίζει πως τα όρια (αν υπάρχουν) ανάμεσα στις τρεις κατηγορίες είναι θολά. Τα κριτήρια για να διακρίνουμε τα επίθετα από τα ονοματοειδή και τα ρηματοειδή επίθετα διαγλωσσικά είναι ασαφή. Τα επίθετα λειτουργούν ως προσδιοριστές σε μια ΟΦ, τα ρήματα και τα ουσιαστικά δε λειτουργούν (Baker, 2003: 192). Ο Evans (στη Θωμαδάκη, 2009: 60) αναφέρει ότι όταν τα επίθετα έχουν προσδιοριστική λειτουργία, τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά είναι πιο ευδιάκριτα από ό,τι όταν λειτουργούν ως κατηγορούμενα. O Beck (2002:6) θεωρεί κυρίαρχη την τροποποιητική λειτουργία των επιθέτων, σε αντίθεση με τον Sasse (1993: 661) που θεωρεί κυρίαρχη την προσδιοριστική (βλ. και Θωμαδάκη, 2009:57). Ο Siegel (όπως αναφέρεται στον Baker, 2003: 207) υποστηρίζει πως δεν υπάρχει μία λεξική κατηγορία που να αναφέρεται στο επίθετο με την παραδοσιακή έννοια. Υπάρχουν, αντίθετα, δύο θεμελιώδεις διαφορετικές κατηγορίες: τα προσδιοριστικά και τα κατηγορηματικά επίθετα. Υπάρχουν γλώσσες όπου τα ίδια επίθετα χρησιμοποιούνται και με τις δύο λειτουργίες και άλλες στις οποίες αυτό δε συμβαίνει. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η ρωσική. Στα ρώσικα ο σύντομος τύπος χρησιμοποιείται μόνο ως κατηγορούμενο, σε αντίθεση με τον ολόκληρο που χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός (βλ. Corbett, 2004: 200-201). Από την άλλη πλευρά, ο Baker (2003: 208) δεν το θεωρεί αυτό απόδειξη για την ύπαρξη δύο διαφορετικών τύπων επιθέτων. Ο Baker (2003: 190) υποστηρίζει πως τα επίθετα διαφέρουν από τα ρήματα στο ότι επιτρέπουν ένα προσδιοριστή και από τα ουσιαστικά στο ότι δε διαθέτουν αναφορικό περιεχόμενο. Τέλος, ο ίδιος (Baker, 2003: 16) σημειώνει πως τα επίθετα [15]

δε λειτουργούν από τη φύση τους ως κατηγόρημα (όπως τα ρήματα) ή ως αναφορικά (όπως τα ουσιαστικά). Ένα επίθετο μπορεί μόνο του να αποτελεί ΟΦ σε μερικές γλώσσες (π.χ. στα ρώσικα vannaja, επίθ. θηλ. γένους, και ουσ. με τη σημασία μπάνιο ). Σε αυτήν την περίπτωση υποθέτουμε ένα ουσιαστικό, το οποίο παραλείπεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Διαγλωσσικά, υπάρχουν γλώσσες στις οποίες τα επίθετα που μοιάζουν γραμματικά και με ρήματα και με ουσιαστικά και άλλες στις οποίες διαφέρουν και από τις δύο κατηγορίες (βλ. Dixon, 2004: 26-28). Στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει σε πολύ λίγες γλώσσες, π.χ. στη γλώσσα Nuuggubuyu της Αυστραλίας. Αντιθέτως, σε ένα μεγάλο αριθμό γλωσσών, τα επίθετα διαφέρουν μορφολογικά και ως προς τις συντακτικές λειτουργίες και από τα ουσιαστικά και από τα ρήματα. Συμπερασματικά, ο Dixon (2004: 44) προτείνει με τον όρο επίθετο να εννοούμε το μέρος του λόγου εκείνο που: α) διακρίνεται γραμματικά από τα ουσιαστικά και τα ρήματα, β) περιλαμβάνει λέξεις από κάποιους ή όλους τους σημασιολογικούς τύπους πρωτοτυπικών επιθέτων διαστάσεις, ηλικία, αξία και χρώμα και γ) λειτουργεί είτε ως αμετάβατο κατηγορούμενο ή συμπλήρωμα στο συνδετικό ρήμα και/ή προσδιορίζει ένα ουσιαστικό σε μια ΟΦ. 1.3.2. Κριτήρια με βάση τα οποία τα επίθετα διαφέρουν από τα ρήματα Σύμφωνα με το Dixon (2004: 15-22), τα κριτήρια με βάση τα οποία διακρίνουμε τα επίθετα από τα ρήματα ενώ και τα δύο είναι δυνατό να λειτουργούν ως αμετάβατο κατηγόρημα είναι: α) οι διαφορετικές δυνατότητες μέσα στο κατηγόρημα, β) οι διαφορετικοί πιθανοί τρόποι για τη δήλωση της μεταβατικότητας, γ) οι διαφορετικές δυνατότητες που έχουν ως προσδιοριστές σε μια ΟΦ, δ) οι διαφορετικές δυνατότητες σε δομές σύγκρισης και ε) διαφορετικοί πιθανοί τρόποι σχηματισμού επιρρημάτων (δηλ. προσδιοριστών ρημάτων). Τέτοιου είδους γλώσσες είναι πολύ συχνές στη Βόρεια Αμερική, την Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό, κ.α. (βλ. Baker, 2003: 250, Wetzer, 1996 και Stassen, 1997). 1.3.3. Κριτήρια με βάση τα οποία διακρίνουμε τα επίθετα από τα ουσιαστικά [16]

Τα κριτήρια με βάση τα οποία διακρίνουμε τα ουσιαστικά από τα ονοματοειδή επίθετα σε περιπτώσεις όπου και τα δύο παρουσιάζουν κοινές γραμματικές ιδιότητες είναι: α) η εσωτερική σύνταξη των ΟΦ, β) οι μορφολογικές δυνατότητες, γ) οι δομές σύγκρισης, δ) η επιρρηματική χρήση (βλ. Dixon, 2004: 22-26). Ο Baker (2003: 245) αναφέρει ότι υπάρχουν τρεις περιπτώσεις όπου μια γλώσσα θα μπορούσε να μην κάνει διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και επιθέτων. Πρώτον, υποστηρίζει πως αυτό θα ήταν δυνατό σε μια γλώσσα που έχει μόνο επίθετα και καθόλου ουσιαστικά. Σε αυτή τη γλώσσα τα λεξικά τεμάχια δεν θα αντιστοιχούσαν σε κάποιο αναφορικό περιεχόμενο. Η δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε να αφορά μια γλώσσα που έχει μεγάλο αριθμό λέξεων οι οποίες χρησιμοποιούνται είτε ως ουσιαστικά, είτε ως επίθετα. Στη γλώσσα αυτή το αναφορικό περιεχόμενο των λέξεων θα εξαρτιόταν από το περιβάλλον. Τέλος, η τρίτη περίπτωση που αναφέρει, αφορά μια γλώσσα όπου όλες οι μη ρηματικές κατηγορίες θα έπρεπε οπωσδήποτε να έχουν ένα αναφορικό περιεχόμενο. Σε μια τέτοια γλώσσα θα υπήρχαν αφηρημένα ουσιαστικά για να περιγράψουν ιδιότητες, αλλά όχι και επίθετα. Ωστόσο, ο ίδιος τελικά απορρίπτει και τις τρεις περιπτώσεις. Οι γλώσσες αυτές είτε είναι σπάνιες, είτε δεν υπάρχουν καθόλου (βλ. Baker, 2003: 88-94, 169-189, 245-249). Η Θωμαδάκη (2009: 62) αναφέρει άλλο ένα κριτήριο διάκρισης των ουσιαστικών από τα επίθετα: τα επίθετα περιγράφουν μια μοναδική και συγκεκριμένη ιδιότητα, σε αντίθεση με τα ουσιαστικά. 1.4. Σημασιολογικές κατηγορίες Σύμφωνα με το Dixon (2004: 3), οι τέσσερις βασικές σημασιολογικές κατηγορίες που σχετίζονται και με τις μεγάλες και με τις μικρές κατηγορίες επιθέτων είναι οι διαστάσεις, η ηλικία, η αξία και το χρώμα. Κάποιες επιπλέον περιφερειακές σημασιολογικές κατηγορίες που σχετίζονται με τις μεσαίες και τις μεγάλες κατηγορίες επιθέτων είναι οι φυσικές ιδιότητες, τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και η ταχύτητα (Dixon, 2004: 4). Διαγλωσσικά είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν αποκλίσεις ανάμεσα στις βασικές και τις περιφερειακές κατηγορίες. Μια μικρή κατηγορία επιθέτων είναι δυνατόν να περιλαμβάνει ένα αντωνυμικό ζεύγος για κάθε τύπο σημασίας. Μια ελαφρώς μεγαλύτερη με 12-20 [17]

μέλη θα έχει περισσότερες λέξεις από τις τέσσερις κατηγορίες (διαστάσεις, ηλικία, αξία, χρώμα), αλλά και επίθετα για τις φυσικές ιδιότητες. Τέλος, μεγάλες κατηγορίες είναι μόνο εκείνες που περιέχουν και ανθρώπινα χαρακτηριστικά (Dixon, 2004: 4). Τα βασικά μέλη μιας σημασιολογικής κατηγορίας μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικά μέρη του λόγου διαγλωσσικά, π.χ. στη γλώσσα Yoruba υπάρχουν τρία επίθετα με τη σημασία καλός κι ένα μόνο ρήμα με τη σημασία κακός (Dixon, 2004: 4). Όπως σημειώνει και η Θωμαδάκη (2009: 51), ο Beck (2002: 12-14, 53) τονίζει πως ο Dixon (2004) δεν εξηγεί για ποιους λόγους και με ποιο τρόπο κάθε γλώσσα επιλέγει ποιες έννοιες από μια σημασιολογική κατηγορία θα εμφανίζονται ως επίθετα και ποιες όχι. Οι σημασιολογικές κατηγορίες με μεγάλο αριθμό επιθέτων είναι: η δυσκολία, η ομοιότητα, η ποιότητα, η ποσότητα, η θέση, τα αριθμητικά (μπορεί να αποτελούν και ξεχωριστή κατηγορία σε κάποιες γλώσσες) (Dixon, 2004: 5). Η καθολικότητα των σημασιολογικών κατηγοριών αμφισβητείται από κάποιους, όπως αναφέρει η Θωμαδάκη (2009: 51). Η ίδια (2009: 51) τονίζει ότι τα σημασιολογικά κριτήρια από μόνα τους δεν είναι επαρκή για την οριοθέτηση μιας κατηγορίας όπως το επίθετο. 1.4.1. Σημασιολογική επικάλυψη των μερών του λόγου Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους οι γλώσσες κατανέμουν τα σημασιολογικά πεδία σε μέρη του λόγου. Ο Dixon (2004: 37) θέτει δύο ερωτήματα: 1) είναι δυνατόν να επικαλύπτονται σημασιολογικά πεδία και μέσα στην ίδια γλώσσα; 2) είναι δυνατόν διαφορετικές γλώσσες να παρουσιάζουν παρόμοιες ή διαφορετικές επικαλύψεις; Δηλαδή, τίθεται το ερώτημα αν μια ιδέα μπορεί να κωδικοποιηθεί 1) και με ρήμα και με ουσιαστικό, 2) και με επίθετο και με ουσιαστικό και 3) και με ρήμα και με επίθετο (Dixon 2004: 37). Φαίνεται ότι οι περισσότερες γλώσσες της Ευρώπης είναι τύπου Α (επικάλυψη ουσιαστικών επιθέτων - ρημάτων), ενώ υπάρχουν και γλώσσες τύπου Β (επικάλυψη επιθέτων - ρημάτων) (Dixon 2004: 39). 1.5. Σχέσεις με άλλα γραμματικά φαινόμενα [18]

Με δεδομένο ότι σε μια τουλάχιστον από τις εξεταζόμενες γλώσσες τα όρια επιθέτου και ουσιαστικού είναι ασαφή, στο υποκεφάλαιο αυτό εξετάζεται η σχέση του επιθέτου με άλλα γραμματικά φαινόμενα. Οι Stassen (1997) και Wetzer (1992, 1996) στις γλώσσες που εξετάζουν διακρίνουν ονοματοειδή και ρηματοειδή επίθετα. Τα ρηματοειδή επίθετα εντοπίζονται σε γλώσσες α) όπου οι ιδέες που γενικότερα εκφράζονται με επίθετα, σε αυτές εκφράζονται με ρήματα και β) σε γλώσσες όπου η κατηγορία των επιθέτων παρουσιάζει κοινές ιδιότητες με τα ρήματα. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τα ονοματοειδή επίθετα (Dixon, 2004: 32). Οι ίδιοι προτείνουν ότι οι γλώσσες με ονοματοειδή επίθετα τείνουν να παρουσιάζουν σύστημα χρόνων στο ρηματικό σύστημα, ενώ για τις γλώσσες με ρηματοειδή επίθετα κάτι τέτοιο δεν ισχύει. 5 Οι αναφορές των ρημάτων ποικίλουν χρονικά, ενώ των επιθέτων όχι. Σύμφωνα με τον Dixon (2004: 32), αν τα επίθετα εντάσσονται στα ουσιαστικά, τότε τα ρήματα έχουν χρόνους, ενώ αν εντάσσονται στα ρήματα τότε αυτή η μεικτή κατηγορία δεν προσδιορίζεται κάπως χρονικά. Υπάρχουν στατιστικά δεδομένα που υποστηρίζουν αυτήν την άποψη, ενώ υπάρχουν και εξαιρέσεις (Dixon, 32). Επιπλέον, ο Dixon (2004: 32) υποστηρίζει ότι αν μια γλώσσα έχει ρήματα που παράγονται από επίθετα, τότε προτιμώνται τα επίθετα για να εκφραστούν μόνιμες ιδιότητες και τα ρήματα για πιο μεταβατικές. 6 Εξετάζοντας τις γλώσσες του κόσμου ο Dixon (2004: 33) παρατηρεί ότι: α) στις γλώσσες όπου υπάρχει εξαρτημένο μαρκάρισμα σε επίπεδο πρότασης, υπάρχει η τάση για επίθετα τύπου ΙΙ (μη ρηματοειδή), β) σε γλώσσες όπου μαρκάρεται η 5 Με τον όρο χρόνος εννούμε τουλάχιστον να υπάρχει διάκριση παρελθόντος και μη. 6 Αυτό ίσως σχετίζεται με την Υπόθεση της Χρονικής Σταθερότητας (Time Stability Hypothesis) του Givón (1984). Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, έννοιες που είναι σταθερές στο χρόνο κωδικοποιούνται γλωσσικά με ουσιαστικά, ενώ γεγονότα ή ενέργειες που δηλώνουν απότομες αλλαγές κωδικοποιούνται με ρήματα. Έτσι, αν θεωρήσουμε ένα συνεχές, όπου στον ένα πόλο υπάρχουν τα πρωτοτυπικά ονόματα και στον άλλο τα ρήματα, τα επίθετα θα βρίσκονται κάπου στη μέση (Wetzer, 1996: 44). Ωστόσο, και ο ίδιος ο Givón (1984: 55) παρατήρησε ότι εκτός από τα ουσιαστικά και τα πρωτοτυπικά επίθετα δηλώνουν ιδιότητες σταθερές στο χρόνο, όπως το μέγεθος, η ηλικία, το σχήμα κ.λπ. Θεωρεί ότι η διαφορά ανάμεσα στα επίθετα και τα ουσιαστικά σχετίζεται με τη σημασιολογία. Τα ουσιαστικά αναφέρονται σε ένα σύνολο μονάδων που χαρακτηρίζονται από πολύπλοκες διακριτές ιδιότητες (μέγεθος, ηλικία, σχήμα, κ.λπ.). Ακόμη κι αν αυτές οι ιδιότητες αλλάξουν στο χρόνο, δε μεταβάλλονται οι πρωτοτυπικές ιδέες που πρεσβεύει η έννοια, το σημαινόμενο του ουσιαστικού. Αντίθετα, τα επίθετα αναφέρονται σε μια ιδιότητα, η οποία μπορεί να αλλάξει με το χρόνο χωρίς όμως αυτό να μεταβάλλει το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρονται (Givón, 1984: 55). Δεν έχει δοθεί σαφής απάντηση για το αν τα επίθετα με βάση την κλίμακα της Χρονικής Σταθερότητας τοποθετούνται στο ενδιάμεσο ή στον ίδιο πόλο με τα ουσιαστικά (Wetzer, 1996: 54). [19]

κεφαλή, καθώς και σε γλώσσες όπου δε μαρκάρεται ούτε η κεφαλή ούτε υπάρχει εξάρτηση, εμφανίζονται επίθετα τύπου Ι (ρηματοειδή). Επομένως, ο Dixon (2004: 33) σημειώνει ότι επίθετα τύπου ΙΙ εμφανίζουν: α) οι περισσότερες γλώσσες της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής της βόρειας και δυτικής Ασίας και της βόρειας Ινδίας (Ινδοευρωπαϊκές, βασκικές, ουραλικές, τουρκικές, γλώσσες του βορειοανατολικού Καυκάσου, αφροασιατικές και Burushaski), β) οι περισσότερες γλώσσες της Αυστραλίας, γ) οι περισσότερες γλώσσες στις Φιλιππίνες, δ) μερικές γλώσσες της Βόρειας Αμερικής (συμπεριλαμβανομένων των Yokuts, Sahaptin, Sierra Miwok, Tarascan) και ε) μερικές γλώσσες της Νότιας Αμερικής (συμπεριλαμβανομένης της Quechua) (Dixon 2004:33). Αντίθετα, σύμφωνα με τον ίδιο (Dixon 2004: 34), επίθετα τύπου Ι και μαρκάρισμα της κεφαλής εμφανίζουν: α) πολλές γλώσσες της Β. Αμερικής (συμπεριλαμβανομένων των Na-déné, Algonquian-Ritwan, Salish, Siouan, Iroquoian, Muskogean, Tsimshian και Zuni), β) μερικές γλώσσες της Ν. Αφρικής (συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας γλωσσών Arawak), γ) οι περισσότερες Αυστρονησιακές γλώσσες (εξαιρούνται αυτές στις Φιλιππίνες) και δ) η γλώσσα Ainu. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα σχετικά με το θέμα αυτό. Υπάρχουν εξαιρέσεις όσον αφορά την παραπάνω γενίκευση, π.χ. Αυστραλιανές γλώσσες, γιαπωνέζικα, κορεάτικα κ.λπ. Επίσης, είναι πιθανό να υπάρχουν γλώσσες διαφορετικών τύπων σε μια γενετική ή γεωγραφική περιοχή. [20]

2. Το επίθετο στην ελληνική 2.1. Το τυπολογικό προφίλ των επιθέτων Το επίθετο ως κατηγορία στην ελληνική είναι ξεχωριστή κατηγορία από το ρήμα και το ουσιαστικό. Ωστόσο, εξετάζοντας τη μορφολογική συμπεριφορά των επιθέτων εύκολα παρατηρούμε τον ονοματικό χαρακτήρα τους (βλ. Θωμαδάκη, 2009: 101). Ο Τριανταφυλλίδης (1996: 260) επίσης τονίζει πως «δεν υπάρχουν όρια καθαρά ανάμεσα στο επίθετο και το ουσιαστικό και στην καθημερινή γλώσσα βλέπει κανείς ουσιαστικά που παίρνονται για επίθετα (γέρος, είδα στο δρόμο ένα γέρο - είναι πολύ πιο γέρος από μένα) και επίθετα που παίρνονται για ουσιαστικά (τρελός, μελαχρινή) και το ίδιο έγινε με λέξεις που έχουν αλλαγμένο το γραμματικό τους είδος. Σε άλλες περιστάσεις είναι δύσκολο ν αποφασίσωμε αν μια λέξη είναι επίθετο ή ουσιαστικό.» 7 Τα επίθετα είτε αναφέρονται στα ουσιαστικά που προσδιορίζουν, είτε δίνουν πληροφορίες για αυτά. Εμφανίζονται είτε μπροστά είτε πίσω από τα ουσιαστικά, τα οποία προσδιορίζουν (προσδιοριστική λειτουργία, π.χ. ο γαλάζιος ουρανός αλλά και ο ουρανός ο γαλάζιος, κ.λπ.). Η Θωμαδάκη (2009: 122) και otzermias (1969: 79) σημειώνουν ότι επίθετα μπορεί να εμφανίζονται και πριν και μετά την ονοματική φράση (στο εξής ΟΦ) που προσδιορίζουν, όταν αυτή δεν έχει δείκτη οριστικότητας (π.χ. ένα (καλό) παιδί ήσυχο), αλλά και σε περιπτώσεις όπου εκφράζεται οριστικότητα με επανάληψη του δείκτη οριστικότητας (π.χ. το καλό το παιδί το ήσυχο). 8 Η κατ εξοχήν θέση των προσδιοριστικών επιθέτων, όμως, στην ελληνική είναι πριν το όνομα (Stavrou, 1996: 81, 83, 108). 9 Επίσης, το επίθετο μπορεί να λειτουργεί ως κατηγορούμενο (κατηγορηματική λειτουργία). Και ως κατηγορούμενα, τα επίθετα μπορούν είτε να προηγούνται είτε να έπονται των ουσιαστικών (π.χ. ο ουρανός είναι γαλάζιος, αλλά και γαλάζιος είναι ο ουρανός). 7 Τον ονοματικό χαρακτήρα των επιθέτων με βάση τη μορφολογική τους συμπεριφορά τονίζουν και οι Mackridge (1985:140), Holton, et. al. (2004: 54), Tzermias (1969: 79), Χατζησαββίδης (2009: 174), κ.α. 8 Για τη μετονοματική θέση των επιθέτων και τη σχέση τους με την οριστικότητα της ΟΦ βλ. Stavrou, (1996: 81-110). Ο Τσοπανάκης (1994: 251) υποστηρίζει ότι ένα επίθετο βρίσκεται σε προνοματική ή μετονοματική θέση ανάλογα με το σε ποια ιδιότητα δίνει περισσότερη σημασία ο ομιλητής (πρώτα μπαίνει η ιδιότητα που έχει μεγαλύτερη σημασία). 9 Ο Τσοπανάκης (1994: 249-251) αναφέρει ότι υπάρχουν ΟΦ με οριστικό ή αόριστο άρθρο ή άναρθρες, όπου το επίθετο βρίσκεται πάντα μπροστά από το ουσιαστικό (π.χ. ο Γενικός Επιθεωρητής, ο πρόεδρος του Σώματος Ελληνίδων οδηγών, κ.λπ.) [21]

Τα ουσιαστικά είναι η σημασιολογική κεφαλή των ΟΦ. Στην ελληνική οι ΟΦ μαρκάρονται με πτώσεις, τα ρήματα συμφωνούν με τα υποκείμενα των ΟΦ και η σειρά των όρων είναι σταθερή μέσα στις ΟΦ και σχετικά ελεύθερη στις προτάσεις. Τα επίθετα στην ελληνική διακρίνονται από τα ουσιαστικά κυρίως με βάση το γένος (Θωμαδάκη, 2009:102, 103-104). Τα ουσιαστικά έχουν έμφυτο ένα και μόνο γένος, ενώ τα επίθετα έχουν τρία γένη. Ο Mackridge (1985: 140) υποστηρίζει πως υπάρχουν δυο λόγοι που οι γραμματικοί διακρίνουν αυτές τις λέξεις σε δύο ξεχωριστές κατηγορίες (σε ουσιαστικά και επίθετα). Σύμφωνα με τον ίδιο, οι λόγοι αυτοί είναι: α) τα ουσιαστικά δεν έχουν ουδέτερο γένος, σε αντίθεση με τα επίθετα και β) η μορφολογική αντιστοιχία αρσενικού θηλυκού δεν είναι ίδια και για τα επίθετα και για τα ουσιαστικά, καθώς στα ουσιαστικά το θηλυκό προκύπτει από το αρσενικό και επομένως ιεραρχικά δε βρίσκονται στην ίδια θέση. 10 Ο Τζάρτζανος (1946: 45) σημειώνει ότι το ουσιαστικό σε θέση κατηγορούμενου πρέπει να συμφωνεί οπωσδήποτε με το υποκείμενο μόνο στην πτώση και «τυχαίως μόνο» στο γένος και τον αριθμό. Αυτό δείχνει την αξία του γένους για τη διάκριση της κατηγορίας των ουσιαστικών από αυτή των επιθέτων (Θωμαδάκη, 2009: 106). Η Θωμαδάκη (2009: 121) αναφέρει ότι τα επίθετα στην ελληνική διακρίνονται από τα ουσιαστικά και αποτελούν ξεχωριστή γραμματική κατηγορία με βάση τα εξής: α) το γένος (στα ουσιαστικά είναι μόνο ένα και έμφυτο, ενώ τα κανονικά επίθετα έχουν τρία γένη), β) τα κλιτικά παραδείγματα που παρουσιάζουν αντιθέσεις, αλλά και γ) τις διαφορές στην παραγωγική μορφολογία μεταξύ των δύο κατηγοριών. Ως προσδιοριστικά επίθετα λειτουργούν και άλλα μέρη του λόγου, όπως τα ουσιαστικά (π.χ. γριά γυναίκα), τα επαγγελματικά, τα εθνικά 11 και γεωγραφικά ονόματα (π.χ. ο Γάλλος πρόξενος, κ.λπ.), αλλά και επιρρήματα (π.χ. ο κάτω όροφος) (βλ. Τσοπανάκης, 1994: 251; Mirambel, 1978: 176-177). Επιπλέον, τα επίθετα συμφωνούν στον αριθμό και την πτώση με το ουσιαστικό από το οποίο εξαρτώνται. Έχουν τρία γένη και στον ενικό και στον πληθυντικό, ανεξάρτητα από τη 10 There are two reasons why grammarians traditionally divide these pairs of words into nouns and adjectives: (a) the nouns have no neuter, unlike adjectives; and (b) the morphological masculinefeminine correspondence in the nouns is different from that which obtains in adjectives, in that the feminines of the nouns appear to be derived from the masculines and therefore do not stand in an hierarchically equal relationship to them. 11 Όσον αφορά τα εθνικά ουσιαστικά, η Θωμαδάκη (2009: 121) τονίζει ότι ενώ χρησιμοποιούνται παράλληλα με τα παράγωγα επίθετα σε ικος (π.χ. ελληνικός), όταν αυτά λειτουργούν ως επιθετικοί προσδιορισμοί είναι απαραίτητο να εμφανίζονται όταν το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό είναι [+έμψυχο], π.χ. Έλληνες ποιητές, αλλά ελληνικός καφές. Ως εκ τούτου, συμπεραίνουμε ότι τα εθνικά ουσιαστικά βρίσκονται στα όρια των δύο κατηγοριών (ουσιαστικά - επίθετα). [22]

σημασιολογική κατηγορία στην οποία ανήκουν, δύο αριθμούς και πτώσεις τόσες όσες έχουν και τα ουσιαστικά τα οποία προσδιορίζουν. 2.2. Κανονικά επίθετα στην ελληνική Ένα κανονικό επίθετο στην ελληνική συντακτικά λειτουργεί είτε ως προσδιοριστής σε ουσιαστικά (π.χ. ο καθαρός ουρανός), είτε ως κατηγορούμενο (π.χ. Η Άννα είναι πολύ όμορφη.). Και στις δύο περιπτώσεις ακολουθούν τους κανόνες συμφωνίας, ενώ πρέπει να τονιστεί ότι όταν λειτουργούν ως κατηγορούμενα η συμφωνία είναι πιο περίπλοκη (βλ. Θωμαδάκη, 2009: 59-74, 121). Μορφολογικά, το επίθετο έχει γένος (αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο), αριθμό (ενικό, πληθυντικό), πτώση (ονομαστική, γενική, κ.λπ.) και βαθμούς σύγκρισης (θετικό, συγκριτικό και υπερθετικό). Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός σχηματίζονται και μονολεκτικά και περιφραστικά. Το επίθετο έχει ολοκληρωμένο παράδειγμα για όλα τα γένη που επιτρέπει συμφωνία με το γένος, τον αριθμό και την πτώση. Επιπλέον, στην ΚΝΕ το επίθετο, σε αντίθεση με το ουσιαστικό εμφανίζει στηλοειδή τόνο (με κάποιες εξαιρέσεις), δηλαδή σταθερό τόνο στην ίδια συλλαβή όπως στην ονομαστική ενικού στο αρσενικό γένος (Τριανταφυλλίδης, 1996: 261; Mackridge, 1985: 141, κ.λπ.). 12 2.3. Προσδιορίζοντας το επίθετο (πηγές) Tα επίθετα είναι ανοικτή και πολυμελής τάξη. Υπάρχουν πολλά μη παράγωγα και ακόμη περισσότερα παράγωγα και σύνθετα επίθετα. Οι πηγές για την παραγωγή επιθέτων ποικίλουν. Επίθετα είναι δυνατόν να παράγονται από ρήματα, από 12 Οι Χατζησαββίδης και Χατζησαββίδου (2014: 49) σημειώνουν ότι για τα επίθετα σε ος, -η, -ου και εκείνα σε ος, -α, -ο: «σε οριμένες περιπτώσεις, στη γενική τουενικού και του πληθυντικού και στην αιτιατική του πληθυντικού αριθμού των προπαροξύτονων επιθέτων, κυρίως σε στερεότυπες εκφράσεις λόγιας προέλευσης ή σε τυπικό ύφος, ο τόνος μετακινείται στην παραλήγουσα, π.χ. Επίλυση διαφόρων (αντί διάφορων) προβλημάτων. [...] Η μετακίνηση του τόνου στη γενική του ενικού και στη γενική και αιτιατική του πληθυντικού θεωρείται κανονική, όταν το επίθετο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. Κάλεσε όλους τους αθανάτους (αντί αθάνατους). [...] Η διαφοροποίηση αυτή στον προφορικό λόγο τείνει σήμερα να σχετιστεί με τη διαφοροποίηση του ύφους του ομιλητή (τόνος στην προπαραλήγουσα = ουδέτερο ή οικείο ύφος, τόνος στην παραλήγουσα = τυπικό ύφος)». [23]

ουσιαστικά, από επιρρήματα ή και από άλλα επίθετα (βλ. και Τριανταφυλλίδης, 1996: 136; Tzermias, 1969: 88-89, κ.λπ.). Παρατηρούνται πολλών ειδών παραγωγικές διαδικασίες για τα επίθετα. Όπως σημειώνει και η Θωμαδάκη (2009: 117) «τα παράγωγα επίθετα σχηματίζονται κατά κανόνα με ιδιαίτερα επιθήματα, άλλα από τα οποία συνάπτονται ειδικά με ρηματικές βάσεις (π.χ. κατακρίνω κατακριτέος, κ.λπ.) και άλλα με ονοματικές (π.χ. διαμάντι διαμαντένιος, κ.λπ.)». 13 Επίθετα είναι δυνατό να παράγονται από ουσιαστικά. Σύμφωνα με τους Τριανταφυλλίδη (1996: 138-140) και Χατζησαββίδη και Χατζησαββίδου (2014:159), τέτοια επίθετα σημαίνουν εκείνο που έχει σχέση ή που ανήκει στο σημαινόμενο και έχουν τις εξής καταλήξεις: α) -άρης/ -ιάρης (π.χ. κλαψιάρης), β) άτος (π.χ. μελάτος), γ) ένιος (π.χ. διαμαντένιος και ινος, π.χ. μάλλινος), δ) ερός (π.χ. σκιερός), ε) ής (π.χ. καφετής), στ) ωτός (π.χ. μεταξωτός), ζ) ακός, -ιακός, -ικός και ικος (π.χ. οικογενειακός, αδερφικός, κ.λπ., αλλά και επίθετα που σχηματίζονται από εθνικά, π.χ. ελβετικός), η) άτικος, -ιάτικος (π.χ. κυριακάτικος), θ) ίστικος (π.χ. αγορίστικος), ι) ίσιος (π.χ. βουνίσιος), ια) λόγιες άτονες καταλήξεις: -(α)λέος/ -(ω)λός, (π.χ. πειναλέος, αμαρτωλός, κ.λπ.), -ιος (π.χ. αιώνιος), -είος και ειος (π.χ. αντρείος και πυθαγόρειος), -αίος (π.χ. αρχαίος) και -ιαίος (π.χ. βαθμιαίος). Επιπλέον, οι παραγωγικές καταλήξεις ικο, -άδικο, -ώτικο, -αίικο, κ.λπ. χρησιμοποιούνται στην παραγωγή επιθέτων από εθνικά ή οικογενειακά ονόματα, π.χ. το Παπαχρισταίικο. Επίθετα είναι δυνατό να παράγονται και από ρήματα. Αυτά τα επίθετα λέγονται ρηματικά επίθετα. Σύμφωνα με τους Τριανταφυλλίδη (1996: 136) και Χατζησαββίδη και Χατζησαββίδου (2014: 159), τα ρηματικά επίθετα μπορεί να λήγουν σε: α) τος (-ητός, -ωτός, -στός, -φτός, -χτος, κ.λπ. π.χ. αγαπητός, κ.λπ.) που σχηματίζονται από το θέμα του (παθητικού συνήθως) αορίστου και σημαίνουν ό,τι και η παθητική μετοχή ή εκείνον που δέχεται την ενέργεια του ρήματος 14, β) τικος (π.χ. διστακτικός, κ.λπ.), ενώ σπανιότερες είναι οι καταλήξεις: -ερός, -ικός, -τήριος (π.χ. λαμπερός, καρτερικός, κινητήριος, κ.λπ.), γ) -τέος (π.χ. αφαιρετέος) και δ) σιμος (-ξιμος, -ψιμος, π.χ. συντάξιμος, διαγράψιμος, κ.λπ.) που σχηματίζονται συνήθως από το θέμα του αορίστου. 13 Υπάρχουν και ελάχιστα επιθήματα που χρησιμοποιούνται τόσο την παραγωγή ουσιαστικών, όσο και επιθέτων (π.χ. άρης αρρωστιάρης (< επιθ. άρρωστος), αλλά και βαρκάρης (<ουσ. βάρκα)) (βλ. Θωμαδάκη, 2009: 117). 14 Ρηματικά επίθετα σε τος σχηματίζονται και με το στερητικό α- ή άλλες λέξεις, π.χ. άβγαλτος, κ.λπ. (βλ. Τριανταφυλλίδης, 1996: 137). [24]

Πέρα από τα ρηματικά επίθετα, οι παθητικές μετοχές σε μένος επίσης φέρουν πολλά χαρακτηριστικά των επιθέτων. Όπως σημειώνει η Θωμαδάκη (2009:119), κάποια από τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ότι: α) σχηματίζουν παραθετικά, β) δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει πάντα παθητικό ρήμα ή γ) εμφανίζονται σε σύνθετα όπου το πρώτο συνθετικό είναι ΟΦ. 15 Οι μετοχές αυτές, σύμφωνα με την ίδια (Θωμαδάκη, 2009: 119-120), παρουσιάζουν μεγαλύτερη κανονικότητα σε σχέση με τα επίθετα σε τος, αλλά αποτελούν «πιο περιφερειακό τύπο» επιθέτων σε σχέση με αυτά. Ωστόσο, συνδέονται στενά με τα επίθετα σε τος, όπως φαίνεται και από το ότι σχηματίζουν αντωνυμικά ζεύγη με αυτά και το στερητικό πρόθημα α- (π.χ. καθαρισμένος - ακάθαρτος). Επίθετα μπορεί να παράγονται κι από επίθετα. Αυτά, όπως αναφέρει ο Τριανταφυλλίδης (1996: 140-141), αλλάζουν κάπως τη σημασία του πρωτότυπου επιθέτου. Σε αυτήν την κατηγορία επιθέτων που παράγονται από επίθετα ανήκουν και τα υποκοριστικά επίθετα. Οι παραγωγικές καταλήξεις εδώ σύμφωνα με τους Τριανταφυλλίδη (1996: 140-141) και Χατζησαββίδη και Χατζησαββίδου (2014:159) είναι: α) -ούλης, -ούλα, -ούλι/ -ούλικο (πχ. μικρούλης), β) ούτσικος (π.χ. χοντρούτσικος), γ) ωπός (π.χ. κιτρινωπός), δ) ιδερός (π.χ. μαυριδερός) και ε) ουλός (π.χ. παχουλός). Επιπλέον, επιρρήματα, κυρίως τοπικά και χρονικά, είναι δυνατό να αποτελέσουν τη βάση για την παραγωγή επιθέτων. Οι κύριες παραγωγικές καταλήξεις εδώ είναι: -ινός και ιανός (π.χ. μπροστά μπροστινός, κ.λπ.) (βλ. Τριανταφυλλίδης, 1996: 141-142; Χατζησαββίδης και Χατζησαββίδου, 2014: 159). Επίθετα παράγονται και με σύνθεση, π.χ. με τα στερητικά α- και αν- (π.χ. άκακος, ανάλατος), το λαϊκό αχώριστο μόριο ξε- (π.χ. ξεχωριστός) (βλ. Τριανταφυλλίδης, 1996: 143). Η σύνθεση μπορεί να αφορά επίθετο + ουσιαστικό (π.χ. βραχύβιος, καλόκαρδος, κλ.π.), πρόθεση + επίθετο (αμφι-, ανά-, αντι-, εν- κ.λπ., π.χ. αμφίκυρτος, αντιφασιστικός, ανάλαφρος, κ.λπ.). Αυτοί ήταν κάποιοι από τους βασικούς τρόπους παραγωγής επιθέτων με σύνθεση. 2.4. Χαρακτηριστικά κλιτικής μορφολογίας 15 Για περισσότερα σχετικά με τον επιθετικό χαρακτήρα των μετοχών αυτών βλ. και Τζάρτζανος (1946: 342-345). [25]