ΜΕΣΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΑΓΑΘΩΝ ΤΗΣ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. M.G. KANOWSKI ΑΜΦΟΡΕΥΣ Το όνομα χρησιμοποιείτε γενικώς για να αναφερθεί το γεγονός ότι το αγγείο μπορεί να γραπωθεί και να μεταφερθεί από τη λαβή, είτε από το πλάι (άμφη και στις δύο μεριές, «μεταφοράς», το οποίο είναι με δύο χερούλια). (Σύγκρινε αμφίθετος άμφωτις). Η εμφάνιση των δύο λαβών είναι ένα από τα κριτήρια του μοντέρνου ορισμού του σχήματος, το οποίο αποκλείει όμοια στην εμφάνιση, αλλά με τρεις λαβές, αγγεία όπως η υδρία. Η άλλη αξίωση είναι πως το αγγείο είναι ερμητικά «κλειστό» με ένα στόμιο κατάλληλου μεγέθους (υπόψη ότι πολλοί αμφορείς δεν σχεδιάστηκαν με χείλη κατάλληλα να δέχονται τέτοια καπακώματα). Ο λαιμός και το στόμιο είναι στενότερα από το σώμα του αγγείου (σε αντίθεση με κάποια «ανοικτά» αγγεία όπως κύπελλα και κρατήρες) Προφανώς το όνομα χρησιμοποιήθηκε τα αρχαία χρόνια για να ξεχωρίσει τα όμοια σχήματα όπως στις μοντέρνες συνθήκες, αλλά περιγράφοντας και άλλα επίσης, περιλαμβανομένου το σχήμα το οποίο οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι αποκαλούν πέλικε. Κρίνεται απαραίτητο να χωρίσουμε το σχήμα του αμφορέα σε δύο τάξεις, αμφορείςλαιμού και μονοκόμματοι αμφορείς. Στους αμφορείς-λαιμού, ένας λαιμός συναντάει το σώμα σε μια γωνία. Οι μονοκόμματοι αμφορείς δεν είναι τόσο σαφής, αντί για αυτό ο λαιμός συγχωνεύεται στον ώμο και το σώμα σε καμπύλη. Ο αμφορεύς-λαιμού είναι το νεώτερο σχήμα καταγόμενο από το Μυκηναϊκό πρωτότυπο και εμφανίζεται στην Αττική πρωτογεωμετρία με είτε οριζόντια ή κάθετα χερούλια. Αυτοί οι πρωτογεωμετρικοί αμφορείς, είναι συνήθως παχουλοί, σχεδόν σφαιρικοί. Κατά τη γεωμετρική περίοδο, το σχήμα είναι ολοκληρωτικά λεπτότερο, ειδικά στο χαμηλό μέρος, το οποίο στενεύει προς τα κάτω στη βάση από τους ψηλούς ώμους. Ο λαιμός επίσης είναι ψηλότερος και τα κάθετα χερούλια συνδέονται στο επάνω μέρος του ώμου και στο επάνω μέρος του λαιμού. Οριζόντια χερούλια εμφανίζονται ακόμη και σε μερικά προβληματικού τύπου αγγεία. Σε κάθε σημείο του ελληνικού κόσμου κατά τη διάρκεια της υιοθέτησης εθίμων από την Άπω Ανατολή και στις αρχές της μαύρης περιόδου (650-510 π.χ.), βρέθηκαν λεπτές ποικιλίες αμφορέων-λαιμού. Για παράδειγμα Κυκλαδίτικες οικοσιμολογικές ομάδες και επίσης πολλοί αμφορείς φαρδύ τύπου όπως τα Κυκλαδίτικα. Στην ώριμη μαύρη περίοδο (650-510 π.χ.), υπάρχει στην Αθήνα, μια πλατιά στους ώμους ποικιλία, στην οποία το πάνω μέρος Τσικολάτας Α. (2010). Αμφορείς. Αθήνα 1
του ώμου το οποίο συναντάει τον λαιμό είναι σχεδόν οριζόντιο. Στην κόκκινη περίοδο (1050 300 π.χ.), ο μικρότερος αμφορέας, Nolan (περίπου τριάντα εκατοστά), κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια του 5 ου αι. π.χ. Η ονομασία του κατάγεται από το μέρος Nola κοντά στην Νάπολη, όπου ένας αριθμός αυτού του τύπου βρέθηκε εκεί. ΕΜΠΟΡΙΚΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ Από τα πιο συνηθισμένα σχήματα αγγείων, ο αμφορεύς είναι ο πιο σημαντικός και ο περισσότερο μελετημένος. Η ποικιλία στο σχήμα είναι σημαντική απόδειξη για την ημερομηνία και την προέλευση του και κάποιες φορές είναι πιθανόν να αντληθούν πολύ συγκεκριμένες πληροφορίες για τα σύμβολα στις λαβές. Πολλά από αυτά τα σύμβολα είχαν να κάνουν με τον έλεγχο της ποιότητας ενός αγαθού (συνήθως κρασιού). Η καλή φήμη αυτών των αγαθών θα μπορούσε να καταστραφεί από παραποίηση και χαμηλές απομιμήσεις. Άλλα χρήσιμα στοιχεία που εμφανίζονται στον αμφορέα κατά περιόδους είναι ημερομηνίες (που περιλαμβάνουν τον μήνα του χρόνου), που αναφέρονται σε υπαλλήλους γραφείου τη δεδομένη στιγμή, αναφορές προέλευσης, περιεχόμενα και ονόματα δημιουργών. Αυτή η πληροφορία μπορεί να συμπληρωθεί από έναν αριθμό αναλύσεων του πυλού, τεχνικές για να ανακαλυφθεί η προέλευση και άλλες τεχνικές όπως η θερμοφωτοανάλυση που αντιστοιχίζει την ημερομηνία. Οι μελέτες αμφορέων αφορούν ειδικότερα τις Ελληνιστικές και Ρωμαϊκές περιόδους όταν οι αμφορείς ήταν πολύ διαδεδομένοι. Μια ένδειξη αφθονίας Ρωμαϊκών αμφορέων εκτιμάτε εκ πρώτης όψεως σαν τα πιο αξιοσημείωτα ευρήματα, για παράδειγμα από 1.300.000 αμφορείς των οποίων τα περιεχόμενά τους αποτελούνταν από έτοιμο πυλό αγγειοπλαστών και στο Monte Testaccio της Ρώμης ένα «βουνό» από σπασμένα πήλινα κομμάτια Ισπανικών Αμφορέων. Η λογοτεχνία και οι επιγραφές αμφορέων, μαρτυρούν την ευρύ ποικιλία προϊόντων που αποθηκεύονταν και εξάγονταν μέσα σε αυτά τα δοχεία μεταφοράς. Εκτός από αυτά που συνήθως αναφέρονται (κρασί, ελαιόλαδο ελιές), υπάρχουν αναφορές για δημητριακά, κρέας και αλεύρι, ψάρια όπως τόνος και κολιός αποξηραμένα και διατηρημένα προϊόντα αλιείας και λαχανικά και μέλι, ξύδι και φάρμακα. Η λογοτεχνία και η αρχαιολογία παρέχει αποδείξεις για δευτερεύον χρήση αποθήκευσης αγγείων, αφότου άδειασαν από τα περιεχόμενά τους. Οι νεκρικοί αμφορείς είναι ευρέως διαδεδομένοι ειδικά για τα παιδιά. Οι αμφορείς συνήθως χρησιμοποιούνταν στην βιομηχανία οικοδόμησης, κάποιες φορές σπασμένοι σε Τσικολάτας Α. (2010). Αμφορείς. Αθήνα 2
θραύσματα, ιδιαίτερα στους Ρωμαϊκούς χρόνους, όταν η οικοδόμηση έγινε σημαντική. Χρησιμοποιήθηκαν για αποχετευτικούς σκοπούς και τα μεγαλύτερα όλων χρησιμοποιήθηκα ως καζανάκια. Ήταν απαραίτητο, σπασμένοι αμφορείς (και άλλοι παρόμοιοι κακοφτιαγμένοι αμφορείς) να ρευστοποιηθούν. Ρετσίνι πεύκου και ανανά χρησιμοποιήθηκαν για αυτόν τον σκοπό. Το ρετσίνι μετέδωσε την τυπική «Ρετσίνα» στο άρωμα του κρασιού που αποθηκευόταν σε αυτού του τύπου δοχείο, μια αξίωση η οποία χρησιμοποιήθηκε επίμονα στην Ελλάδα ακόμη και πολύ αργότερα. Αυτή η αντιμετώπιση ήταν απαραίτητη. Τότε ήταν που εισήγχθει τεχνικά το άρωμα αυτό στην γεύση μερικών κρασιών. Kanofski Σελ 20-21-22-23 Ο τύπος του αμφορά εξυπηρετεί ιδιαίτερους σκοπούς, όπως ήταν αυτοί των Παναθήναιων Αγώνων. Σχεδιάστηκε για να γεμίζει με ελαιόλαδο ως βραβείο των Παναθήναιων Αγώνων. Ωστόσο το σχήμα αλλάζει μέσω των αιώνων, διατηρεί το στενό λαιμό και στόμιο και τα στενά πόδια. Υπάρχει και ένας πρότυπος τρόπος διακόσμησης επίσης. Η Αθηνά συνήθως εμφανίζεται στην μια πλευρά ενώ ένα αθλητικό γεγονός ζωγραφίζεται στην άλλη. Υπάρχει συχνά μια επιγραφή όπου αναφέρει το γεγονός της καταγωγής του αγγείου, «από τους Αγώνες στην Αθήνα». Η σειρά αυτή είναι μεγάλη, ξεκινά από το 360 π.χ. (και συνεχίζεται έως τουλάχιστον τον 2 ο αι. π.χ..). Η συντηρητική τεχνική της μαύρης περιόδου (650-510 π.χ.) χρησιμοποιήθηκε για τους αμφορείς Παναθήναιου βραβείου ακόμη και την κόκκινη περίοδο (1050 300 π.χ.). Τους 5 ο και 4 ο αι. π.χ., ειδικά στη Νότια Ιταλία το σχήμα έλκυσε κάποιους καλλιτέχνες της κόκκινης περιόδου (1050 300 π.χ.) που δεν περιόρισαν όμως την ζωγραφική τους μόνο στα Παναθήναια θέματα. Γενικότερα, οι αμφορείς-λαιμού δεν ήταν από τα σημαντικότερα Ελληνιστικά σχήματα. Οι μονοκόμματοι αμφορείς, οι οποίοι καλούνται επίσης και «ωραίοι αμφορείς» ή απλά αμφορείς (χωρίς συγκεκριμένο όνομα, σε αντίθεση με τον ξάδελφό του αμφοραίαλαιμού) εμφανίζεται σποραδικά σε κάθε σημείο του 7 ου αι. π.χ. και είναι αρκετά συνηθισμένο το 600 π.χ. Η συνήθης μορφή διακόσμησης αυτή τη περίοδο ήταν ένα φύλλο μπροστά και πίσω, πολύ συνηθισμένο στην αρχή της κόκκινης περιόδου (1050 300 π.χ.), που μόλις εξαφανίστηκε το 400 π.χ. Οι μονοκόμματοι αμφορείς είναι συνήθως χωρισμένοι σε τρεις τάξεις, όσον αφορά τις διάφορες ανάγκες μεταχείρισης (στόμιο, πόδι και χερούλια). Από τότε που η χρονολογία αφορά το σύστημα της Τσικολάτας Α. (2010). Αμφορείς. Αθήνα 3
ονοματολογίας που υιοθετήθηκε, προκαλείτε κάποια σύγχυση λόγω του ότι ο Τύπος Α αρχίζει πριν τον Τύπο Β. Η συνήθη κατάταξη έχει ως ακολούθως: ΤΥΠΟΣ Α (σύμφωνα με τον Richter & Milne Τύπος /β) Χείλη με κάποια κοίλη, περίπλοκα πόδια, επίπεδες λαβές με κολάρο διακοσμημένες με μοντέλα κισσού. Το 550-450 π.χ. περίπου, περιστασιακά εκτός αυτών των ορίων. 1) Robertson «Η τέχνη της βαφής αγγείων στην κλασσική Αθήνα (σελ. 210-220) 2) Brommer» σελ. 144-145 ΤΥΠΟΣ Β (R & M Τύπος/α) Ξεκινά νωρίτερα αλλά τότε υπάρχει ο τύπος Α. Ευθύ χείλη ή λεπτοκαμωμένα, κοίλα απλά στρογγυλοποιημένα ποδαράκια ή τύπου εχινόδερμου, περιστοιχιμένο με λαβές στο σχήμα του σταυρού. Περίπου το 625-425 π.χ. ΤΥΠΟΣ Γ (R & M Τύπος/γ) Χείλη κυρτά κυκλικά που προεξέχουν στην αρχή, απλά πόδια ή τύπου εχινόδερμου, συνήθως στην περιγραφή του Torus ή τύπου εχινόδερμου, χερούλια διαφόρων τύπων. Περίπου 570-480 π.χ. Στα τέλη του 6 ου αι., ο Νικοσθένης, ένας αγγειοπλάστης ή ιδιοκτήτης ενός καταστήματος που εμπορεύεται αγγεία στην Αθήνα παρουσίασε έναν μεγάλο αριθμό αμφορέων, από διάφορες ίσως αγορές και από τότε αντέγραψαν μαζικά το πιο δημοφιλές σχήμα το οποίο και ζωγραφίστηκε από ερασιτέχνες καλλιτέχνες. Αυτός ο τύπος αμφορέα έχει ένα φαρδύ δέσιμο γύρω από τον ώμο, πλαισιωμένο από μια ραχοκοκαλιά η οποία εκτείνεται από την κορυφή έως τον πάτο του αγγείου. Κάποιες φορές αυτή διακοσμείτε αυτούσια και κάποιες άλλες φορές τα όρια είναι ατημέλητα και η διακόσμηση επικαλύπτει τα όρια αυτά. Ο λαιμός, πλατύς στη βάση του, γέρνει προς τα μέσα στην κορυφή πριν τελικά πάρει κλίση και απλωθεί σε ένα φαρδύ χείλος. Δύο ταινιωτές λαβές από το χείλος έως τον ώμο. Αιχμηροί αμφορείς με αιχμηρή ή διογκωμένη βάση αντί για πόδια, φτιαγμένα από τραχύ πυλό και αστόλιστοι, φτιάχτηκαν από ανθρώπους της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου για σκοπούς ανταλλαγής από πολύ παλαιότερα. Το ημερολόγιο (ρ.4) παραθέτει μερικά από τα πιο γνωστά από αρχαιοτάτων χρόνων αγγεία (Μάλτα Νεολιθική περίοδος και Τσικολάτας Α. (2010). Αμφορείς. Αθήνα 4
Ανατολία, περίπου 3000 π.χ.). Εμφανίζονται στον Ελλαδικό χώρο από τον 7 ο αιώνα περίπου, όπου τοπικά κατασκευάστηκαν και έγιναν πολύ κοινά αργότερα, ειδικά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Αφού αυτοί οι αμφορείς δεν είχαν βάσεις δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι χωρίς υποστήριξη. Εάν κρινόταν απαραίτητο για αυτούς να σταθούν αφότου ανοιχτούν, έπρεπε να ακουμπήσουν σε κάτι ή να τοποθετηθούν σε έναν ορθοστάτη φτιαγμένο για το σκοπό αυτό. Οι άτεχνοι αμφορείς ήταν τα δοχεία για όλους τους σκοπούς της αρχαιότητας, έχοντας παρόμοια χρησιμότητα με αυτή των βαρελιών των μετέπειτα πολιτισμών και χρησιμοποιήθηκαν για να αποθηκευτούν πολλά και διαφορετικά αγαθά. Οι καλύτερης ποιότητας αμφορείς, χρησιμοποιούνταν κυρίως ως δοχεία μεταφοράς κρασιού και φιάλες κρασιού. Παναθήναιοι και άλλοι αμφορείς χρησιμοποιούνταν στην αποθήκευση ελαιολάδου. Κάποιες φορές, όπως στην Γεωμετρική περίοδο, οι αμφορείς χρησιμοποιούνταν επίσης και για τα οστά ή τις στάχτες του νεκρού. Είναι πιθανόν ότι μερικοί αμφορείς σχεδιάστηκαν να τροφοδοτούν με τα απαιτούμενα τα υπερωκεάνια ταξίδια ή να εξάγονται άδειοι όπως ήταν επιθυμητό και όχι κυρίως ως δοχεία μεταφοράς. Ο αμφορέας ως μονάδα μέτρησης υγρών είναι ίσος με περίπου 8,5 γαλόνια. Οι αμφορίσκοι, όπως και άλλα μικρά αγγεία, χρησιμοποιούνταν ως δοχεία μεταφοράς αλοιφών και αρωμάτων.. Τσικολάτας Α. (2010). Αμφορείς. Αθήνα 5