Πριαπισμός. της διόγκωσης του πέους και την διατήρηση της χαλάρωσής του λόγω της υπερέκκρισης αγγειοσυσπαστικών νευροδιαβιβαστών,



Σχετικά έγγραφα
ΣΤΥΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ.

Φυσιολογία της στύσεως Παθοφυσιολογία της στυτικής δυσλειτουργίας

Ενδοσηραγγώδεις ενέσεις Εκµάθηση και πρόγραµµα. Γιώργος Σαλπιγγίδης, FECSM Διευθυντής Ουρολογικής Κλινικής Ιπποκράτειου Νοσοκοµείου Θεσσαλονίκης

Ενδοσηραγγώδεις ενέσεις Εκμάθηση και πρόγραμμα

15 λεπτη προετοιμασία φοιτητή για τη στυτική δυσλειτουργία

ΕAU πληροφορίες ασθενών. Πριαπισμός. Ελληνικά

ΥΝΑΜΙΚΟ ΕΓΧΡΩΜΟ TRIPLEX ΤΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ ΤΟΥ ΠΕΟΥΣ

ANDROLOGY UPDATE 2019 ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟΛΟΓΙΑ. Πρωτόκολλο αντιμετώπισης νευρογενούς στυτικής δυσλειτουργίας

Ε.Β.Ρ.Φ. Ρ. Α. Ρ.Ν. Ι.Χ. Σ.Α. Σ.Σ. ΟΥ.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΥΤΙΚΗΣ ΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΜΕ ΚΡΟΥΣΤΙΚΑ ΚΥΜΑΤΑ Erectile Dysfunction Shock-Wave Therapy (EDSWT)

ΥΔΡΟΚΕΦΑΛΟΣ ΣΕ ΕΝΗΛΙΚΕΣ

Υπερηχοτομογραφικη. αρθρο ανασκοπησησ

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ. Λειτουργία των νεφρών. Συμπτώματα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ ΣΕ. Παρουσίαση περιστατικού. ΑΜΕΘ Γ.Ν.Θ. «Γ. Παπανικολάου»

Διάγνωση αγγειακής δυσλειτουργίας του πέους με έγχρωμο Doppler υπερηχογράφημα

Ανευρύσματα Εγκεφάλου

ΥΔΡΟΚΗΛΗ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΟΣΧΕΟΥ - ΥΔΡΟΚΗΛΗ - ΚΙΡΣΟΚΗΛΗ - ΣΥΣΤΡΟΦΗ ΣΠΕΡΜΑΤΙΚΟΥ ΤΟΝΟΥ - ΚΥΣΤΗ ΕΠΙΔΙΔΥΜΙΔΑΣ - ΣΠΕΡΜΑΤΟΚΥΣΤΗ - ΚΥΣΤΕΣ ΟΣΧΕΟΥ

Υπερηχογραφία στη στυτική δυσλειτουργία. Γεώργιος Κ.Χαραλαμπόπουλος Ακτινοδιαγνωστης

Επινεφριδιακές ορµόνες και στυτική λειτουργία Γεώργιος Κανάκης

Δυναμικό έγχρωμο triplex των αγγείων του πέους

Επινεφριδιακές ορμόνες και στυτική λειτουργία

Εργασία βιολογίας Μ. Παναγιώτα A 1 5 ο ΓΕΛ Χαλανδρίου Αγγειοπλαστική Bypass

Παράρτημα III. Τροποποιήσεις των σχετικών παραγράφων της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος και των φύλλων οδηγιών χρήσης

Αντιμετώπιση νόσων αρτηριών κάτω άκρων Μ. Γ. Περούλης MD, MSc, PhD Επικ. Επιµελητής Αγγειοχειρουργικής Πανεπιστηµιακού Γενικού Νοσοκοµείου Ιωαννίνων

ΤΡΟΠΟΙ ΩΦΕΛΙΜΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΣΑΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΜΕΣΟ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΦΥΣΙΚΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

Δεκαπεντάλεπτη προετοιμασία του φοιτητή, για την παρακολούθηση του μαθήματος του καρκίνου του προστάτη.

Γ. Χ. Μπομπότης 1, Ι. Π. Λαζαρίδης 2, Η. Ι. Καπιτσίνης 1, Α. Θ. Παπαδόπουλος 1, Π. Γ. Δοκόπουλος 1, Α. Ι. Καρακάνας 1, Ι.Γ. Στυλιάδης 1 1.

Τι είναι το γλαύκωμα;

Επεμβατική Ογκολογία Ενημέρωση Ασθενών Επεμβατική Ακτινολογία: Η εναλλακτική σου στη χειρουργική

Οσφυαλγία-Ισχιαλγία ( Πόνος στη µέση )

Πριαπισμός. ανασκοπήσεις. Πάππας Αθανάσιος, Τζουλάκης Σταύρος Βενιζέλειο Γ.Ν. Ηρακλείου. ΠΑθΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ

Πρωτόκολλο αντιμετώπισης αγγειακής στυτικής δυσλειτουργίας. Δημήτρης Καλυβιανάκης

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ (preliminary)

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΦΛΕΒΙΚΗΣ ΘΡΟΜΒΟΕΜΒΟΛΙΚΗΣ ΝΟΣΟΥ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ Π.Ε. ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ ΔΙΑΔΕΡΜΙΚΩΝ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΦΑΛΙΑΓΚΑΣ ΠΕΤΡΟΣ ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΟΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑΣ Β ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΓΝΘ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ

ΣΤΕΝΩΣΗ ΙΣΘΜΟΥ ΑΟΡΤΗΣ

Φυσιολογία της Άσκησης

Μικροαγγειακή στηθάγχη (σύνδρομο Χ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΚΗΣ ΑΟΡΤΗΣ

Περιφερική Αγγειοπάθεια Ενημέρωση Ασθενών Επεμβατική Ακτινολογία: Η εναλλακτική σου στη χειρουργική

Ι ΑΚΤΩΡ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΥΡΩΚΛΙΝΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

Νέα Δεδομένα στην Αγγειοχειρουργική στην Κύπρο - Ενδοφλεβική Θεραπεία με λέϊζερ Μέθοδος EVLA Η πιολιγότερο ανώδυνη ιατρική πρακτική για Κιρσούς

Γράφει: Μιλτιάδης Μαρκάτος, Πνευμονολόγος

Εφαρμοσμένη Αθλητική Εργοφυσιολογία

ΓΕΩΡΓΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΑΡΔΑΒΕΛΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Καλοήθεις Παθήσεις Γεννητικού Συστήματος

Κατευθυντήριες οδηγίες της EAU ως προς την πεϊκή κάμψη

ΤΟ ΑΓΓΕΙΑΚΟ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΘΕΟΦΑΝΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Μεταμόσχευση Νεφρού. Το όργανο και η λειτουργία του :

Η ροή υγρών μέσω σωλήνων διέπεται από το νόμο του Poiseuille Q = dp / R dp = Q x R PA LA = Q x R PA = Q x R + LA

ΧΡΟΝΙΑ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ/ΝΕΦΡΟΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΩΝ ΜΟΣΧΕΥΜΑΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΓΟΥΜΕΝΟΣ

Βασίλειος Ι. Τζελέπης Χειρουργός -- Ουρολόγος Δντης Ουρολογικής Κλινικής 401 ΓΣΝΑ

Παράρτημα I. Επιστημονικά πορίσματα και λόγοι για την τροποποίηση των όρων άδειας(-ών) κυκλοφορίας

Καταπληξία. Δημήτριος Τσιφτσής ΤΕΠ ΓΝ Νικαίας

Εργαστήριο. Παθολογική Χειρουργική Νοσηλευτική ΙΙ. «Μέτρηση της αιματηρής. Αρτηριακής Πίεσης»

ΙΑΤΡΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΙΑ

EAA TRAINING CENTER THESSALONIKI

Πρόκειται για 4 μικρούς αδένες στο μέγεθος "φακής" που βρίσκονται πίσω από το θυρεοειδή αδένα. Οι αδένες αυτοί παράγουν μια ορμόνη που λέγεται

15λεπτη Προετοιμασία του φοιτητή για την παρακολούθηση του μαθήματος νευροουρολογίας, γυναικολογικής ουρολογίας και ακράτειας ούρων.

Πως ένα νεφρό αποφράσσεται Συχνές αιτίες απόφραξης των νεφρών και των ουρητήρων είναι:

Τερζή Κατερίνα ΔΤΗΝ ΑΝΘ ΘΕΑΓΕΝΕΙΟ

ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΠΟΔΙ ΚΑΙ ΜΑΓΝΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ. Κ. ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Διευθυντής Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς»

Πνευμονικό αγγειακό δίκτυο

ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΚΑΡΔΙΟΠΑΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Prolaris : Ο Νέος Εξατομικευμένος Υπολογισμός της Επιθετικότητας του Καρκίνου του Προστάτη

OΞΥ ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΑΛΥΒΟΥ ΕΛΕΝΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΙΑ ΤΕ Τ.Ε.Π ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ Γ.Ν.Α

ΕΝΔΑΓΓΕΙΑΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΚΩΣΕΩΝ ΕΣΩ ΚΑΡΩΤΙΔΑΣ Συστηματική Ανασκόπηση

Η εμπειρία μας από τη χρήση ενδοαορτικού ασκού σε ασθενείς υψηλού κινδύνου και σε καρδιογενή καταπληξία.

Επεμβατική Ακτινολογία: Η εναλλακτική σου στη χειρουργική

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ

Μια συνηθισμένη, αλλά πολύ συχνά αδιάγνωστη αιτία, χρόνιου πυελικού πόνου στις γυναίκες

ΠΑΡΕΝΤΕΡΙΚΑ ΕΝΤΕΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ / ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ

Εκτίµηση της συµµόρφωσης στην αγωγή µε βισοπρολόλη σε ασθενείς µε ήπια ή µέτρια αρτηριακή υπέρταση στον ελληνικό πληθυσµό (µελέτη CONCORDANCE)

Το λεμφικό σύστημα είναι ένα σύστημα παροχέτευσης

ΥΠΕΡΟΣΜΩΤΙΚΟ ΜΗ ΚΕΤΩΝΙΚΟ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟ ΚΩΜΑ. Φροντίδα στο Σακχαρώδη Διαβήτη- Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Τμήματος

Εφαρμογές αρχών φαρμακολογίας

Τι ονομάζουμε προστάτη και πoιός ο ρόλος του.

Απόφραξη φλέβας του αμφιβληστροειδούς

Διαγνωστική προσέγγιση της στυτικής δυσλειτουργίας

ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Το Xarelto είναι φάρμακο που περιέχει τη δραστική ουσία ριβαροξαβάνη. Διατίθεται σε μορφή δισκίων (2,5, 10, 15 και 20 mg).

Καρδιά. Καρδιά. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τ.Ε.Φ.Α.Α. Άσκηση και αρτηριακή πίεση. Μεταπτυχιακό πρόγραμμα Άσκηση και Υγεία. Πασχάλης Βασίλης, Ph.D.

ΣΤΡΕΣ ΚΑΙ ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΝΩΛΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΣΤΕΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ ΕΥΗ ΡΕΜΕΔΙΑΚΗ

Παράρτημα ΙΙΙ Τροποποιήσεις στις σχετικές παραγράφους της περίληψης των χαρακτηριστικών του προϊόντος και του φύλλου οδηγιών χρήσης

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ. Μαθήτρια: Κ. Σοφία. Καθηγητής: κ. Πιτσιλαδής

Κοιλιακός πόνος στους ηλικιωμένους. Πέππας Γεώργιος Χειρουργός

3. Με ποιο άλλο σύστημα είναι συνδεδεμένο το κυκλοφορικό σύστημα;

Άλλες κατηγορίες αντιϋπερτασικών φαρμάκων. Μανώλης Σ Καλλίστρατος,MD,PhD,FESC,EHS

Βιολογία Α Λυκείου Κεφ. 3. Κυκλοφορικό Σύστημα. Καρδιά Αιμοφόρα αγγεία Η κυκλοφορία του αίματος Αίμα

διαταραχές και δυσκολία στη βάδιση άνοια επιδείνωση του ελέγχου της διούρησης- ακράτεια ούρων

Πειραµατική Εργοφυσιολογία

ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΦΡΟΛΙΘΙΑΣΗ

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΩΝ ΑΓΓΕΙΩΝ ΚΑΤA ΤΗ ΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΣΤΕΦΑΝΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΝΩΣΗ

Όταν χρειάζεται ρύθμιση της ποσότητας των χορηγούμενων υγρών του ασθενή. Όταν θέλουμε να προλάβουμε την υπερφόρτωση του κυκλοφορικού συστήματος

ΚΑΡΔΙΑΚΟΣ ΚΑΘΕΤΗΡΙΑΣΜΟΣ

ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ TXHΣ (ΥΝ) ΓΟΥΛΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΙΜΟΔΥΝΑΜΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 424 ΓΣΝΕ

Φυσιολογία καρδιαγγειακού συστήματος

ΟΞΕΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Transcript:

Πριαπισμός Nεότερες απόψεις στη διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση n ΙΩΑΝΝΗΣ ΑρβανIτης 1, ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣκρεπEτης 2 1 Ιατρός, 2 Επιμελητής Β Ουρολογικής Κλινικής, ΓΝ Καλαμάτας Περίληψη: Η κατανόηση της φυσιολογίας της στύσης έχει βελτιώσει την άμεση διάγνωση και τη θεραπεία του πριαπισμού. Ο πριαπισμός ορίζεται ως η παρατεταμένη και επίμονη στύση χωρίς σεξουαλική διέγερση, η οποία δεν υποχωρεί παρά την επίτευξη οργασμού. Ποικίλες αιτίες μπορεί να οδηγήσουν σε αυτή την κατάσταση. Η διαταραχή του μηχανισμού υποχώρησης της διόγκωσης του πέους, θεωρείται ότι μπορεί να οφείλεται στην υπερέκκριση αγγειοσυσπαστικών νευροδιαβιβαστών, στην απόφραξη των απαγωγών φλεβικών στελεχών των σηραγγωδών σωμάτων, στη βλάβη του ενδογενούς μηχανισμού υποχώρησης της διόγκωσης ή στην παρατεταμένη χαλάρωση των ενδοσηραγγωδών λείων μυϊκών ινών. Η θεραπεία του πριαπισμού ποικίλει από συντηρητική αγωγή έως δραστική χειρουργική αντιμετώπιση. Οι δύο κύριοι τύποι πριαπισμού, ο φλεβοαποφρακτικός χαμηλής ροής (ισχαιμικός) και ο αρτηριακός υψηλής ροής (μη ισχαιμικός) πρέπει να διαφοροδιαγνωσθούν, προκειμένου να επιλεγεί ο σωστός τρόπος αντιμετώπισης για κάθε περίπτωση. Το ιστορικό του ασθενούς, η κλινική εξέταση, η αιμοδυναμική του πέους και η ποιότητα μεταβολισμού του αίματος του σώματος του πέους, συντελούν στη διάκριση μεταξύ του στατικού ή του δυναμικού τύπου του πριαπισμού. Ο πριαπισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με την ενδοσηραγγώδη έγχυση αγγειοσυσπαστικών παράγοντων ή με χειρουργική παρέμβαση. Για την αντιμετώπιση του υψηλής και χαμηλής ροής πριαπισμού περιγράφονται και εναλλακτικοί τρόποι, όπως η ενδοσηραγγώδης έγχυση μπλε του μεθυλενίου ή ο εκλεκτικός εμβολισμός των πεϊκών αρτηριών. Λέξεις ευρετηρίου: πριαπισμός, αιτιολογία, θεραπεία. Εισαγωγή Ο πριαπισμός είναι η επίμονη στύση, η οποία οφείλεται σε διαταραχές στον μηχανισμό που ελέγχει την υποχώρηση της στύσης και τη διατήρηση της χαλάρωσης του πέους. Ωστόσο, ο πριαπισμός είτε θα ξεκινήσει σαν αποτέλεσμα μίας παρατεταμένης νυχτερινής στύσης, είτε θα επιμείνει κατόπιν σεξουαλικής πράξεως. Κατά τη διάρκεια του πριαπισμού, το αίμα συνεχίζει να συσσωρεύεται στα σηραγγώδη κολποειδή, για να καταλήξει σε επώδυνη στύση. Τα σηραγγώδη σώματα γίνονται σκληρά και επώδυνα ενώ το σπογγειώδες σώμα της ουρήθρας και η βάλανος παραμένουν μαλακά και αμέτοχα στη στύση. Στην ιατρική ορολογία, ο πριαπισμός ορίζεται ως η επίμονη, επώδυνη και μη φυσιολογική διόγκωση του πέους, που μπορεί να προκύψει χωρίς καμία σεξουαλική διέγερση και που δεν υποχωρεί μετά την σεξουαλική πράξη ή τον αυνανισμό 1. Επιπροσθέτως, προκαλείται από διαταραχές του μηχανισμού που ελέγχει την υποχώρηση της διόγκωσης του πέους και την διατήρηση της χαλάρωσής του λόγω της υπερέκκρισης αγγειοσυσπαστικών νευροδιαβιβαστών, της απόφραξης των παροχετευτικών φλεβιδίων, της βλάβης του ενδογενούς μηχανισμού υποχώρησης της διόγκωσης ή της παρατεταμένης χαλάρωσης των ενδοσηραγγωδών λείων μυϊκών ινών. Αυτή η κατάσταση αποτελεί μια επείγουσα ουρολογική πάθηση και χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση. Η παρατεταμένη ισχαιμία των σηραγγωδών σωμάτων που διαρκεί περισσότερο από 24 με 48 ώρες μπορεί να οδηγήσει σε ποικίλου βαθμού μη αναστρέψιμη ίνωση, με καταστροφή του ενδοθηλιακού και δοκιδωτού στυτικού ιστού, και ακολούθως σε μόνιμη στυτική δεισλειτουργία 2. Μετά από χρονικό διάστημα 48 ωρών επέρχεται διάχυτη νέκρωση των λείων μυϊκών ινών των σηραγγωδών σωμάτων 3. Η κατάληξη του πριαπισμού ισχαιμικού τύπου που δεν αντιμετωπίζεται άμεσα είναι η ίνωση του πέους και η ανικανότητα 4. Οι El-Bahnasawy και συνεργάτες ανέφεραν ότι, μετά από μακρόχρονη παρακολούθηση (μέσος όρος 66 μήνες) ασθενών που είχαν υποστεί πριαπισμό μεγάλης διάρκειας (μέση διάρκεια 48 ώρες), μόλις το 43% διατήρησε τη στυτική λειτουργία του 5. Η στυτική δυσλειτουργία είναι η πιο σημαντική απώτερη επιπλοκή και η επίπτωσή της σχετίζεται άμεσα με τη διάρκεια του πριαπισμού. Το συνολικό ποσοστό της στυτικής δυσλειτουργίας ως αποτέλεσμα του πριαπισμού μπορεί να φτάσει εως και 59%. Ο υψηλής ροής αρτηριακού τύπου πριαπισμός παρουσιάζει χαμηλότερη επίπτωση στυτικής δυσλειτουργείας, σε ποσοστό που φτάνει το 20% 6. Για να διατηρηθεί η στυτική λειτουργία θα πρέπει ο πριαπισμός να αντιμετωπίζεται άμεσα από ειδικό ουρολόγο. Για τη χρονική διάρκεια μιάς φυσιολογικής στύσης, προτού χαρακτηριστεί ως πριαπισμός, υπάρχουν ακόμη αντικρουόμενες απόψεις. Ωστόσο, οι στύσεις που συνεχίζονται για περισσότερες από 6 ώρες μπορούν να χαρακτηριστούν ως πριαπισμός. Σύμφω- 32 IATPIKO BHMA ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2008

να με μελέτες αναλύσεων αερίων αίματος, ισχαιμία και οξέωση μετά από χρονικό διάστημα 4 έως 6 ωρών μπορεί να οδηγήσουν σε βλάβη του στυτικού ιστού 7,8. Φυσιολογία της στύσης Η στύση είναι ένα πολύπλοκο νευροαγγειακό γεγονός που εμπλέκει τρία συστήματα: το κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ), το περιφερικό νευρικό σύστημα και τα πεϊκά αρτηρίδια με τον δοκιδωτό λείο μυ 9. Το σώμα του πέους, δηλαδή ένας εξειδικευμένος αγγειακός ιστός, αποτελείται από ενδοθηλιακά κολποειδή διαστήματα που υποστηρίζονται με ένα δίκτυο λείων μυϊκών ινών, κολλαγόνου, νεύρων, τροφοφόρων αρτηριδίων και τριχοειδών αγγείων 4. Η φυσιολογική στυτική λειτουργία είναι ένα σύμπλεγμα αλληλεπίδρασης και των δύο συστημάτων, του νευρικού και του αγγειακού. Η στύση απαιτεί χαλάρωση του δοκιδωτού λείου μυ, που οδηγεί σε αύξηση της ενδοτικότητας των κολποειδών και του αρτηριακού τοιχώματος, καθώς και στη Λείο μυϊκό κύτταρο NO Γουανυλική κυκλάση GTP PDE-5 cgmp GMP Ca 2+ Χαλάρωση λείων μυών Στύση Σχήμα 1. Η χαλάρωση των λείων μυών του σηραγγώδους σώματος κατά τη διάρκεια της στύσης εξαρτάται από το ΝΟ που οδηγεί στην απελευθέρωση ιόντων ασβεστίου. Αυτό προκαλεί χαλάρωση των λείων μυϊκών ινών και διευκολύνει τη ροή του αίματος στο σηραγγώδες σώμα, προκαλώντας και συντηρώντας τη στύση. διαστολή των αρτηριολίων και των αρτηριών. Ένας μηχανισμός τριών βημάτων που παρέχει πλήρη στύση είναι το αποτέλεσμα της αρτηριακής συμφόρησης που συμβαίνει μέσω της διαστολής των λείων μυϊκών ινών. Στα διατεταμένα κολποειδή γίνεται παθητική συσσώρευση του αίματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συμπίεση των φλεβωδών πλεγμάτων, που βρίσκονται στο δοκιδωτό δίκτυο ανάμεσα στον ινώδη χιτώνα και στα περιφερικά κολποειδή, με αποτέλεσμα να μειώνεται η φλεβική αποχέτευση. Καθώς διατείνεται ο ινώδης χιτώνας, περικλείοντας τις περισπώμενες φλέβες ανάμεσα στα ινώδη στρώματα, μειώνεται η φλεβική αποχέτευση 4. Η χαλάρωση των λείων μυϊκών ινών κατά τη στύση εξαρτάται από την προώθηση της έκκρισης των ιόντων Ca 2+. Αυτή η χαλάρωση των λείων μυϊκών κυττάρων διενεργείται κυρίως μέσω του μονοξειδίου του αζώτου, που με τη σειρά του ενεργοποιεί το ένζυμο γουανυλική κυκλάση. Αυτό το κυτταροπλασματικό ένζυμο αυξάνει το σχηματισμο του cgmp. Τα Αιματολογικές Δρεπανοκυτταρική αναιμία Λευχαιμία Θαλασσαιμία Πολυκυτταραιμία Βλάβη των PLT Παθήσεις πηκτικότητας Αιμορροφιλία Θρόμβωση σηραγγώδους σώματος Συγγενής δυσερυθροποιητική αναιμία Τραυματικές και χειρουργικές Τραυματισμός νωτιαίου μυελού Τραύμα πέους Περινεϊκό τραύμα Πυελικό τραύμα Αρτηριακή αναστόμωση με το σώμα Δήγμα σκορπιού και φιδιού Πiνακας 1. Αιτiες του πριαπισμοy Νεοπλασματικές Νευρολογικές Μολυσματική τοξική αλλεργία Πρωτοπαθές σάρκωμα Μεταστάσεις Μυέλωμα Ca προστάτου Ca πέους Λέμφωμα Ca ουροδόχου κύστεως Παρανεοπλασματικά σύνδρομα Καρκίνωμα ουρήθρας Κήλη δίσκου Ρήξη ανευρύσματος εγκεφάλου Όγκος νωτιαίου μυελού ή μεταστάσεις ΣΚΠ Όγκος νωτιαίου μυελού με συμπίεση Νωτιαία αναισθησία Ποδηλασία Προστατίτις Ουρηθρίτις Φίμωση Παρωτίτιδα Σύφιλη Ελονοσία Λύσσα ΣΔ Άτυπη πνευμονία Οξεία σκωληκοειδίτις Φαρμακολογικές Παπαβερίνη Θεοφυλλίνη Προσταγλανδίνη Ε Νιτρογλυκερίνη Βεραπαμίλη Ιμιπραμίνη Αλοπεριδόλη Φαινελζίνη Κάναβη Δοξαζοσίνη Κοκαΐνη Κλοζαπίνη Πραζοσίνη Τραζοδόνη Βανκομυκίνη Κουατιαπίνη Χλωροπρομαζίνη Ηπαρίνη Αλκοόλ Ερυθροποιητίνη 34 IATPIKO BHMA ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2008

ΠIνακας 2. Μεταβολικη και αιμοδυναμικη καταταξη του πριαπισμου (ενδοσηραγγωδες αιμα) Υψηλής ροής αυξημένα επίπεδα του cgmp, με τη σειρά τους, προάγουν την έκκριση ιόντων Ca 2+ από τα λεία μυϊκά κύτταρα των σηραγγωδών σωμάτων. Αυτό οδηγεί σε μυϊκή χαλάρωση που διευκολύνει την αιματική ροή μέσα στα σηραγγώδη σώματα, και επομένως βοηθά στην επίτευξη και διατήρηση της στύσης (σχήμα 1) 10. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η διαδικασία της χαλάρωσης του πέους, που λαμβάνει χώρα μέσω των απαγωγών συμπαθητικών οδών, ακολουθεί τη φάση της στύσης. Αδρενεργικά συμπαθητικά νεύρα απελευθερώνουν νορεπινεφρίνη, η οποία δρά στους αδρενεργικούς υποδοχείς των λείων μυϊκών ινών του πέους. Αυτό οδηγεί σε μείωση της αρτηριακής εισροής του αίματος και του όγκου των κολποειδών σωμάτων, ενώ επιταχύνει τη φλεβική αποχέτευση από τα σηραγγώδη σώματα 11,12. Το στάδιο της χαλάρωσης του πέους διατηρείται από τη σύσπαση των λείων μυϊκών του κυττάρων, η οποία προάγεται από τη συσσώρευση ιόντων Ca 2+. Όλη αυτή η διαδικασία ενεργοποιείται κυρίως από τη διέγερση των α1-αδρενεργικών υποδοχέων από τη νοραδρεναλίνη 9,13. Παρά το γεγονός ότι ο μεταβολικός ρυθμός των μυϊκών ινών του σηραγγώδους σώματος δεν έχει ακόμη μελετηθεί πλήρως, το πέος σαν εξωτερικό όργανο διατηρεί χαμηλότερη από τη μέση θερμοκρασία του σώματος. Ως εκ τούτου, οι ενεργειακές του ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν με πολύ χαμηλά επίπεδα αιματικής ροής. Κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής διέγερσης, οι ελικοειδείς αρτηρίες διαστέλλονται και ευθειάζονται, γεγονός που επιτρέπει την εισροή του αίματος απευθείας στα σηραγγώδη διαστήματα. Χαμηλής ροής po 2 > 60 kpa << 60 kpa pco 2 < 70 kpa >> 70 kpa ph > 7.0 < 7.0 Πόνος - ++ Σφύξεις ++ - Παλμοί Ελαστικοί Σταθεροί Αρτηριακή εισροή Υψηλή Χαμηλή Φλεβική εκροή Ανοιχτή Κλειστή Ιξώδες Υψηλό Χαμηλό Τότε, παρατηρείται μια αύξηση της αιματικής ροής στο πέος κατά 5 έως 10 φορές. Κατά τη διάρκεια μιας φυσιολογικής στύσης με την αναρρόφηση αίματος από τα σηραγγώδη σώματα διαπιστώνεται ότι το po2 είναι περίπου 40mmHg, το pco 2 40mmHg και το ph 7.4 4,14. Αιτιολογία και παθοφυσιολογία Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, με την καλύτερη κατανόηση της φυσιολογίας και φαρμακολογίας της στυτικής λειτουργίας, οδηγηθήκαμε σε μια ευρεία γνώση της αιτιολογίας, παθοφυσιολογίας και θεραπείας του πριαπισμού 15-17. Ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, η αντιμετώπιση του πριαπισμού περιλαμβάνει από την κυρίαρχη χειρουργική πρακτική μέχρι και την ελάχιστα επεμβατική φαρμακευτική θεραπεία 18. Για αυτόν το λόγο, είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τον αρτηριακό από τον φλεβο-αποφρακτικό τύπο, γιατί η επιλογή της θεραπείας εξαρτάται από την υποκείμενη παθοφυσιολογία. Ενώ η διάγνωση και η θεραπευτική αντιμετώπιση του πριαπισμού υψηλής ροής δεν έχει ακόμα τεκμηριωθεί, του δεύτερου τύπου έχει πολύ καλά κατανοηθεί 19. Η αιτιολογία του πριαπισμού μπορεί να είναι πρωτοπαθής, δευτεροπαθής ή ιδιοπαθής. Ο πρωτοπαθής πριαπισμός δεν συνοδεύεται από διαταραχή υπεύθυνη για την παρατεταμένη στύση 20. Ο δευτεροπαθής πριαπισμός προκαλείται από παράγοντες που επηρεάζουν τη στύση άμεσα ή έμμεσα (πίνακας 1). Θεωρείται ότι η αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης του πριαπισμού σχετίζεται με την ολοένα και πιο διαδεδομένη χρήση των ενδοσηραγγωδών ενέσεων για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας 2. Από σύνολο των ασθενών που τους χορηγήθηκε ενδοσηραγγώδης ένεση αλπροσταδίλης (PGE1) και ο συνδυασμός παπαβερίνης και φαιντολαμίνης, παρουσιάστηκε παρατεταμένη στύση σε ποσοστό 1.1% και 7.7% αντίστοιχα 21. Η αιτία του ιδιοπαθούς πριαπισμού δεν μπορεί να ανιχνευτεί και δεν υπάρχουν εμφανή παθολογικά ευρήματα. Η επίπτωσή του εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 50% και 60% 4,6,15,22. Κατά τη διάρκεια της αρχικής προσέγγισης του προβλήματος, που εξαρτάται από την υποκείμενη αιμοδυναμική παθολογία, ο κλινικός γιατρός πρέπει να διακρίνει για ποιον από τους 2 βασικούς τύπους πριαπισμού πρόκειται, τον υψηλής ροής (μη ισχαιμικό) ή τον χαμηλής ροής (ισχαιμικό), επειδή η θεραπευτική προσέγγιση και η πρόγνωση διαφέρουν ουσιαστικά για τον κάθε τύπο 1,4,14,23. Εάν και έχουν ενοχοποιηθεί φαρμακολογικά αίτια, τραυματισμοί και νευρολογικές παθήσεις, η αιτιολογία του υψηλής ροής αρτηριακού πριαπισμού παραμένει ασαφής 24,25. Ο τελευταίος προέρχεται από την ανεξέλεγκτη και συνεχή αρτηριακή εισροή αίματος στα κολποειδή διαστήματα (ένα αρτηριοσηραγγώδες συρίγγιο), η οποία συνήθως προκύπτει δευτερευόντως μετά από τραυματισμό της σηραγγώδους αρτηρίας από αμβλύ ή διατιτρένον τραύμα 25. Η αυξανόμενη αρτηριακή ροή αίματος δεν ρυθμίζεται από τις ελικοειδείς αρτηρίες και δεν ενεργοποιείται ο φλεβοαποφρακτικός μηχανισμός 4. Το γεγονός ότι σπανίζουν τα περιστατικά αρτηριακού πριαπισμού που έχουν καταγραφεί, καταδεικνύει πως πρόκειται για μια σπάνια ουρολογική διαταραχή 6,26. Αρχικά, είναι εμφανής η αύξηση της αρτηριακής ροής αίματος στον υψηλής ροής πριαπισμό, που προκαλείται μετά από την ενδοσηραγγώδη έγχυση φαρμάκων. Ακολούθως, ο φλεβοαποφρακτικός μηχανισμός ενεργοποιείται μετατρέποντάς τον σε έναν επώδυνο πριαπισμό ισχαιμικού τύπου χαμηλής ροής 15. Ο πιο κοινός πριαπισμός, χαμηλής ροής ή φλεβοαποφρακτικός, προκύπτει από την συνεχή παρεμπόδιση της φλεβικής εκροής από τα κολποειδή διαστήματα 27. Το 80% με 90% των κλινικών περιπτώσεων πριαπισμού είναι χαμηλής ροής 6,15. Προκειμένου να διαπιστωθεί με ακρίβεια ο τύπος του πριαπισμού, θεωρείται ουσιώδης η εκτίμηση του ιστορικού, της κλινικής εξέτασης, της αιμοδυναμικής του πέους και της ποιότητας μεταβολισμού αίματος του σώματος του πέους. Στον ισχαι- 36 IATPIKO BHMA ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2008

μικό, χαμηλής ροής πριαπισμό, η φλεβική ροή δεν αποκαλύπτεται με σηραγγογραφία και οι σφύξεις δεν είναι ψηλαφητές. Η στάση του αίματος στα σηραγγώδη σώματα είναι μία από τις κύριες παθολογίες του χαμηλής ροής πριαπισμού και οδηγεί σε χαμηλό po2 και υψηλό pco 2. Το ph του αίματος πέφτει κάτω από το 7 (οξέωση). Τότε η στύση γίνεται επώδυνη και μπορεί να αναπτυχθεί μη αναστρέψιμη ίνωση στα σηραγγώδη σώματα του πέους. Ο πόνος συσχετίζεται με την ιστική υποξία και την οξέωση. Απαιτείται επείγουσα θεραπευτική παρέμβαση με αναρρόφηση και παροχέτευση αίματος από το σώμα του πέους μέχρι και 150 με 200 ml (πίνακας 2). Στο έγχρωμο duplex-υπερηχογράφημα, ο συχνά ανώδυνος, μη-ισχαιμικός, υψηλής ροής πριαπισμός εμφανίζει υψηλή αρτηριακή εισροή αίματος και στην σηραγγογραφία αποκαλύπτεται φυσιολογική φλεβική εκροή. Το ph αυξάνεται πάνω από 7. Τα επίπεδα των αερίων αίματος είναι παρόμοια με αυτά του αρτηριακού αίματος. Το έγχρωμο duplex-υπερηχογράφημα, σε αντίθεση με τη σηραγγογραφία, θεωρείται πως είναι λιγότερο επεμβατική διαγνωστική μέθοδος 15,19. Συντηρητική θεραπεία για τον πριαπισμό Η ευρεία χορήγηση ενδοσηραγγωδών ουσιών για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας έχει πιθανότατα αυξήσει τη συχνότητα του φαρμακευτικού πριαπισμού. Επί του παρόντος, υπάρχουν ποικίλες θεραπευτικές επιλογές: μηχανικές (υποστηριζόμενη περινεϊκή πίεση και παγοκύστεις), φαρμακολογικές (ενδοσηρραγγώδης, ενδοφλέβια ή per os χορήγηση φαρμάκων), ακτινολογικές (εκλεκτικός εμβολισμός μέσω καθετήρα) και χειρουργικές (απολίνωση αρτηριών ή αρτηριοφλεβώδης διαφυγή) 26. Οι λιγότερο επεμβατικές προσεγγίσεις είναι όλο και πιο επιτυχημένες, σε πολλές περιπτώσεις, και έτσι μειώνεται η ανάγκη χειρουργικής παρεμβάσεως. Σε συχνές διαταραχές, όπως είναι η σοβαρή αθηροσκληρωτική αγγειακή νόσος, η υπέρταση, οι αιματολογικές νόσοι και άλλες διαταραχές, αντενδείκνυνται ή καθίστανται αναποτελεσματικές μία ή περισσότερες από τις ανωτέρω θεραπευτικές επιλογές 20,28. Για την αποφυγή της στυτικής δυσλειτουργίας, ειδικά μετά από την εκτέλεση των τεχνικών διαφυγής, η πρώτη επιλογή πρέπει να είναι η συντηρητική θεραπεία 20. Παρ όλα αυτά, συνιστάται μία Σχήμα 2. Τεχνική Grayhack 39. Σχήμα 3. Τεχνική Winter 22. προοδευτική προσέγγιση του πριαπισμού, ξεκινώντας με αναρρόφηση αίματος από τα σηραγγώδη σώματα του πέους και πλύσεις με μη-ηπαρινισμένο ορό. Ειδικά στον χαμηλής ροής πριαπισμό, είναι σημαντικό να αντιμετωπίσουμε τον ασθενή ταχύτατα, αυξάνοντας την εκροή του αίματος από τα σηραγγώδη σώματα του πέους. Αυτή η διαδικασία ακολουθείται από την ενδοσηραγγώδη έγχυση αγγειοσυσπαστικών παραγόντων και, σε περίπτωση αποτυχίας, από χειρουργική αντιμετώπιση, που συνίσταται στην παράκαμψη του αίματος από το σηραγγώδες σώμα στο σπογγιώδες σώμα της ουρήθρας ή στη σαφηνή φλέβα 22,24,29. Η φαρμακευτική παρέμβαση περιλαμβάνει την ενδοσηραγγώδη ένεση μεταραμινόλης ή άλφα-αδρενεργικών αγωνιστών όπως φαινυλεφρίνη, νοροεπινεφρίνη, αιθυλεφρίνη και επινεφρίνη, που έχουν όλες παρόμοια δράση. Επιπλέον, μπορεί να χορηγηθούν, από του στόματος ή ενδοφλέβια, συμπαθητικομιμητικές ουσίες, όπως η Πινακας 3. Θεραπεια του πριαπισμου Ενδοσηραγγώδης έγχυση Φάρμακο Δόση Επινεφρίνη 0.03-0.05mg Αιθυλεφρίνη 2-20mg Φαινυλεφρίνη 0.1-1mg Νορεπινεφρίνη 0.01-0.02mg Μπλε του Μεθυλενίου 50mg Ενδοφλέβια / Από του στόματος χορήγηση Φάρμακο Δόση Ντοπαμίνη 2-4mg/kg Ι.V Θειϊκή Τερβουταλίνη 5mg δια στόματος Υδροχλωρική Κεταμίνη 1mg/kg I.V ή I.M ντοπαμίνη και η τερβουταλίνη 12,16,20,30,31 (πίνακας 3). Οι άλφα-αγωνιστές αναπτύσσουν αγγειοσυσπαστική δράση στις ενδοσηραγγώδεις λείες μυϊκές ίνες, με αποτέλεσμα τη χαλάρωση του πέους. Η ενδοσηραγγώδης έγχυση αυτών των φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει πόνο, αιμάτωμα, μόλυνση ή/και ίνωση του πέους 20. Προκειμένου να αποφευχθούν συστηματικές επιπλοκές, είναι βαρύνουσας σημασίας να εγχυθεί ο παράγοντας μόνο στο σηραγγώδες σώμα του πέους που βρίσκεται σε πλήρη στύση 32. Στην περίπτωση που δεν παραμένει καθόλου αίμα στο πέος, η τοπική χορήγηση αυτών των παραγόντων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συστηματικές επιπλοκές, όπως σε επίμονη υπέρταση πάνω από 200mmHg ή/και σε εγκεφαλική αιμορραγία 26,33. Η χορήγηση από του στόματος των άλφα-αγωνιστών μπορεί να ληφθεί υπόψιν, όμως η εμφάνιση υπέρτασης και καρδιακών αρρυθμιών οδηγούν σε περιορισμένο αποτέλεσμα 20. Επιπλέον, έχει επιχειρηθεί η από του στόματος χορήγηση της τερβουταλίνης (2,5 έως 5 mg), ενός β2- αδρενεργικού αγωνιστή, στον υποτροπιάζοντα ιδιοπαθή πριαπισμό. Σε μια μελέτη με 5 ασθενείς ο πριαπισμός υποχώρησε τελείως μέσα σε τριάντα λεπτά, μετά από τη δια του στόματος χορήγηση 5 mg τερβουταλίνης. Οι β2 αγωνιστές πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με σοβαρή στεφανιαία νόσο και σε αυτούς που υπάρχει υποψία μεγάλου όγκου ενδοαγγειακού υγρού 38 IATPIKO BHMA ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2008

ή χαμηλών επιπέδων καλίου, διότι μπορεί να προκληθεί ταχυκαρδία και πνευμονικό οίδημα. Στα πλαίσια ανεύρεσης άλλων ασφαλών, αποτελεσματικών και μη-επεμβατικών μεθόδων χειρουργικής ή ακτινολογικής αντιμετώπισης του πριαπισμού, που να έχουν ελάχιστες συστηματικές παρενέργειες, έχουν διεξαχθεί έρευνες για το μπλε του μεθυλενίου (ΜΒ) 18,34,35. Αυτός ο παράγοντας εξουδετερώνει την χαλάρωση των ενδοσηραγγωδών λείων μυϊκών ινών και την αγγειοδιαστολή, επιτρέποντας έτσι την υποχώρηση της διόγκωσης του πέους. Είναι ευρέως γνωστό ότι η αγγειοδιαστολή και η χαλάρωση των ενδοσηραγγωδών λείων μυϊκών ινών μέσω νευροδιαβιβαστών οδηγούν στη διόγκωση του πέους 16. Το μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ), που απελευθερώνεται από τις απολήξεις των παρασυμπαθητικών νεύρων, ενεργοποιεί το ένζυμο γουανυλική κυκλάση που οδηγεί στην αύξηση των επιπέδων του cgmp 36. Το GTP ή το ATP μετασχηματίζεται στα κυκλικά φωσφορικά συστατικά του και το γεγονός αυτό θεωρείται ότι μειώνει τα επίπεδα του ασβεστίου, προκαλώντας χαλάρωση των ενδοσηραγγωδών λείων μυϊκών ινών. Η χρήση του ΜΒ βασίζεται στην ικανότητά του να αναστέλει το ένζυμο γουανυλική κυκλάση και, κατά συνέπεια, να μπλοκάρει τη χαλάρωση των ενδοσηραγγωδών λείων μυϊκών ινών (σχήμα 1) 18,34,36,37. Επιπροσθέτως, η τοπική και ενδοφλέβια χορήγηση του ΜΒ απαντάται σήμερα στην κλινική πρακτική. Δεν έχει σοβαρές παρενέργειες και απεκρίνεται γρήγορα μέσω των νεφρών στα ούρα. Η συνηθισμένη ενδοσηραγγώδης έγχυση του ΜΒ στην αντιμετώπιση του πριαπισμού παρουσιάζει μεγάλη απήχηση, αφού η τοξικότητά του και οι συστηματικές του παρενέργειες θα μπορούσαν να αποδειχθούν ελαφρύτερες από αυτές των συχνά χρησιμοποιούμενων άλφα-αδρενεργικών παραγόντων 18. Οι deholl και συνεργάτες αντιμετώπισαν 11 ασθενείς με πριαπισμό, αναρροφώντας αίμα από τα σηραγγώδη σώματα που έφτανε μέχρι τα 200 ml, και, κατόπιν, προέβησαν σε ενδοσηραγγώδη έγχυση 50 mg ΜΒ για μία περίοδο 3 έως 5 λεπτών 34. Το ΜΒ, επίσης, αναρροφήθηκε και το πέος ήταν ελαφρώς συμπιεσμένο για 5 λεπτά. Το 67% αυτών των ασθενών παρουσίασε άμεση υποχώρηση της διόγκωσης του πέους, ενώ υπήρξε 100% ανταπόκριση των ασθενών που είχαν εμφανίσει πριαπισμό μετά από χρήση ενδοσηραγγώδους έγχυσης φαρμάκων (προσταγλαδίνη Ε1). Στις περιπτώσεις που η χορήγηση του ΜΒ ήταν ανεπιτυχής, οι άλφα-αγωνιστές δεν προσέφεραν κανένα όφελος. Αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι το ΜΒ είναι αποτελεσματικό στη θεραπεία του φαρμακευτικού πριαπισμού. Μετά την έγχυση του ΜΒ οι ασθενείς παραπονέθηκαν για μία αίσθηση καύσου στο πέος και για τοπικό μπλε χρωματισμό, τα οποία όμως υποχώρησαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα 35. Παρόλα αυτά, σε έναν ασθενή παρατηρήθηκε νέκρωση του πέους μετά την ενδοσηραγγώδη χορήγηση του ΜΒ. Η νέκρωση αποδόθηκε στην ίνωση των σηραγγωδών σωμάτων, λόγω του από πενταετίας υποτροπιάζοντος πριαπισμού 38. Το ΜΒ φαίνεται ότι έχει ευνοϊκά αποτελέσματα μόνο εάν το υπάρχον ενδοθήλιο βρίσκεται σε καλή κατάσταση 35. Ως εκ τούτου, δεν συνιστάται η χορήγηση του ΜΒ σε περιπτώσεις που υποπτευόμαστε ίνωση των σηραγγωδών σωμάτων του πέους, όπως σε ασθενείς με μακρύ ιστορικό υποτροπιάζοντος πριαπισμού 38. Η ίνωση πιθανότατα αναστέλει τη δράση του ΜΒ στο ενδοθήλιο και έτσι, τελικά, εξουδετερώνεται κάθε θετική επίδραση 38. Είναι συνεπώς εξαιρετικά σημαντικό να γίνεται αναρρόφηση του ενέσιμου ΜΒ. Επιπλέον, προκειμένου να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα ίνωσης, το ΜΒ πρέπει να χορηγείται μόνο κατά τη διάρκεια των πρώτων ωρών του πριαπισμού. Ο πριαπισμός που είναι αποτέλεσμα δρεπανοκυτταρικής αναιμίας φυσιολογικά αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική θεραπεία. Το κύριο σημείο της θεραπείας είναι η ενυδάτωση, η αλκαλοποίηση, η αναλγησία και η αιμοδιΰλιση, η οποία χρησιμοποιείται για την αύξηση της συγκέντρωσης της αιμοσφαιρίνης. Εάν οι συντηρητικές μέθοδοι θεραπείας είναι αναποτελεσματικές, τότε πρέπει να δοκιμάζονται οι μέθοδοι θεραπείας που περιγράφονται ανωτέρω 4. Για τη χρόνια θεραπεία του υποτροπιάζοντος πριαπισμού έχουν δοκιμαστεί LHRH ανάλογα, καθώς επίσης και αντιανδρογόνα, όπως η φλουταμίδη 27. Επεμβατική θεραπεία για τον πριαπισμό Παρόλο που η χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών για την αντιμετώπιση του πριαπισμού είναι ευρέως διαδεδομένη, υπάρχει ακόμη η επιλογή της χειρουργικής παρέμβασης, στις περιπτώσεις που όλες οι προσπάθειες συντηρητικής θεραπείας αποτύχουν. Μία μεγάλη ποικιλία χειρουργικών μεθόδων έχει καθιερωθεί για την αντιμετώπιση του πριαπισμού. Αυτές περιλαμβάνουν την απολίνωση της έσω αιδοιϊκής αρτηρίας, την αναστόμωση μεταξύ του σηραγγώδους σώματος και της σαφηνούς φλέβας (σχήμα 2) 39, τη σηραγγωσπογγιώδη διαφυγή (κατά Winter) (σχήμα 3) 22, τη διαφυγή της ραχιαίας φλέβας του πέους, τη διατομή, έκπλυση και παροχέτευση των κολποειδών των σηραγγωδών σωμάτων του πέους, τη διαδερμική αναρρόφηση αίματος από τα σηραγγώδη σώματα, το διαχωρισμό των αιδοιϊκών νεύρων από τον ισχιοσηραγγώδη μυ και τον ακρωτηριασμό του πέους, εάν συνοδεύεται από κακοήθεις παθήσεις των γεννητικών οργάνων 20. Η διαφυγή (shunt) κατά Winter είναι η πιο διαδεδομένη μέθοδος 2. Με αυτήν την τεχνική, ένα συρίγγιο σχηματίζεται ανάμεσα στη βάλανο του πέους και στο σηραγγώδες σώμα. Το ποσοστό επιτυχίας αυτών των παρεμβατικών μεθόδων κυμαίνεται ανάμεσα σε 50% και 65% 40. Οι πιθανές μετεγχειρητικές επιπλοκές είναι η λοίμωξη των σηραγγωδών σωμάτων με δημιουργία αποστήματος, ο τραυματισμός της ουρήθρας που οδηγεί σε στένωμα ή σε ουρηθροδερματικό συρίγγιο και το αιμάτωμα του πέους, με ή χωρίς θρόμβωση, με αποτέλεσμα την εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας 6. Το πρόβλημα με την εφαρμογή αυτών των χειρουργικών μεθόδων είναι ότι ένα υψηλό ποσοστό ασθενών καταλήγει σε στυτική δυσλειτουργία (50%). Επομένως, θα έπρεπε να εφαρμόζονται μόνο εφόσον αποτυγχάνει η συντηρητική θεραπεία 29. Αν εμφανιστεί στυτική δυσλειτουργία, η καλύτερη θεραπεία είναι η τοποθέτηση πεϊκών ενδοπροσθέσεων, ούτως ώστε ο ασθενής να μπορεί να έλθει σε σεξουαλική επαφή 41. Παρά την επιτυχή αντιμετώπιση με φαρμακευτικούς παράγοντες και χειρουργικές μεθόδους, ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών παρουσιάζει υποτροπή του επώδυνου πριαπισμού. Τα ποσοστά αποτυχίας των χειρουργικών τεχνικών, έως και 50%, όσον αφορά στη βραχύχρονη αποτελεσματικότητα, οδήγησαν τους Bastuba και συνεργάτες στο να εκτιμήσουν τη χρήση 40 IATPIKO BHMA ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2008

του εκλεκτικού εμβολισμού των αρτηριών του πέους (SPAE) 26. Οι υποψήφιοι ασθενείς για SPAE υπεβλήθησαν σε διαγνωστική αρτηριογραφία της ελάσσονος πυέλου με εκλεκτικό αμφοτερόπλευρο καθετηριασμό των έσω αιδοιϊκών αρτηριών. Αυτό αποκάλυψε σε όλες τις περιπτώσεις ένα μονόπλευρο αρτηριοκολποειδικό συρίγγιο. Ακολούθως, ο καθετήρας προωθήθηκε μέχρι το επίπεδο της σύστοιχης κοινής αρτηρίας του πέους. Περίπου 3ml αυτόλογου θρόμβου εγχύθηκαν ομόπλευρα ή αμφοτερόπλευρα μέχρι να επιτευχθεί πλήρης στάση του αίματος, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο παροδική διακοπή της αρτηριακής ροής. Ως αποτέλεσμα αυτού σημειώθηκε άμεση ανακούφιση από τον πόνο και, εν συνεχεία, υποχώρηση της διόγκωσης του πέους σε όλους τους ασθενείς. Οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν με αρτηριογραφία μετά τον εμβολισμό απέδειξαν την απόφραξη της σηραγγώδους αρτηρίας. Η φυσιολογική στυτική λειτουργία αποκαταστάθηκε στο 86% των ασθενών με μια καθυστέρηση που έφτασε τους 5 μήνες, εξαιτίας της λύσης του θρόμβου. Αυτή η ομάδα ερευνητών υποστηρίζει ότι η SPAE αποτελεί μια επιτυχή μέθοδο αντιμετώπισης του υψηλής ροής πριαπισμού που αποδίδεται σε τραύμα ή σε αρτηριοφλεβώδη συρίγγια. Οι πιθανές επιπλοκές μετά τον εμβολισμό είναι η γάγγραινα του πέους, η επίμονη στυτική δυσλειτουργία, η ισχαιμία του γλουτού, το περινεϊκό απόστημα και η μετανάστευση της εμβολιζόμενης ουσίας 4,18. Συμπέρασμα Ο πριαπισμός θεωρείται επείγον ουρολογικό πρόβλημα και πρέπει να αντιμετωπίζεται καταλλήλως και άμεσα. Αν και οι μέθοδοι αντιμετώπισης όλων των τύπων του πριαπισμού είναι, κατά πρώτο λόγο, συντηρητικές, η χειρουργική θεραπεία πρέπει να βρίσκεται στο οπλοστάσιο του θεράποντος ιατρού. Το ΜΒ είναι μία αποτελεσματική και ασφαλής θεραπεία για τον πριαπισμό. Αυτή η θεραπευτική προσέγγιση είναι περισσότερο κατάλληλη για τον φαρμακευτικό πριαπισμό υψηλής ροής μικρής χρονικής διάρκειας. Οι άλφα-αγωνιστές δεν προσφέρουν κανένα όφελος σε περιπτώσεις όπου η χρήση του ΜΒ είναι ανεπιτυχής. Προφανώς, είτε το ΜΒ, είτε οι άλφα-αγωνιστές μπορούν να χορηγηθούν ως αρχική θεραπευτική προσέγγιση. Παρ όλα αυτά, εάν ένα από αυτά τα φαρμακευτικά σκευάσματα δεν έχει θεραπευτικό αποτέλεσμα, τότε είναι πιθανόν να μην υπάρχει όφελος και από το άλλο. Όταν η μηχανική συμπίεση και η φαρμακευτική θεραπεία μετά την αναρρόφηση του αίματος από τα σηραγγώδη δεν φέρνουν αποτέλεσμα, τότε οι εναλλακτικές λύσεις είναι είτε η χειρουργική διαφυγή του αίματος, είτε ο εκλεκτικός αρτηριακός εμβολισμός. Ο αρτηριακός εμβολισμός είναι μία λιγότερο επεμβατική επιλογή για τον ανθιστάμενο πριαπισμό. Η αποκατάσταση της στυτικής λειτουργίας μετά από θεραπεία με ΜΒ και με ετερόπλευρο εμβολισμό της κοινής αρτηρίας του πέους είναι αρκετά πιθανή. Βιβλιογραφία 1. Hauri D, Spycher M, Bruhlmann W. Erection and priapism - a new pathophysiological concept. Urol Int 1983; 88:138-45. 2. Hashmat AI, Rehman JU. Priapism. In: Hashmat AI, Das S (eds.), The Penis. Philadelphia, Lea & Febiger, 1993; pp.219-43. 3. Spycher MA, Hauri D. The ultrastructure of the erectile tissue in priapism. J Urol 1986; 135:142-7. 4. Melman A, Serels S. Priapism. Int J Imp Res 2000; 12(Suppl 4):133-9. 5. El-Bahnasawy MS, Dawood A, Farouk A. Low-flow priapism: risk factors for erectile dysfunction. B J U Int 2002; 89:285-90. 6. Parivar F, Lue TF. Priapism. In: Hellstrom WJG (ed.), Male Infertility and Sexual Dysfunction. Berlin, Springer- Verlag, 1997; pp.401-8. 7. Broderick GA, Gordon D, Hypolite J, Levin RM. Anoxia and corporeal smooth muscle dysfunction: a model for ischemic priapism. J Urol 1994; 151:259-62. 8. Juenemann KP, Lue TF, Abozeid M, Hellstrom WJG, Tanagho EA. Blood gas analysis in drug induced penile erections. Urol Int 1986; 41:207-11. 9. Wagner G, Mulhall J. Pathophysiology and diagnosis of male erectile dysfunction. Int J Imp Res 2001; 88(Suppl 3):3-10. 10. Burnett AL. Role of nitric oxide in the physiology of erection. Biol Reprod 1995; 52:485-9. 11. Diederichs W, Stief CG, Lue TF, Tanagho EA. Norepinephrine involvement in penile detumescence. J Urol 1990; 143:1264-6. 12. Koga S, Shiraishi K, Saito Y. Post-traumatic priapism treated with metaraminol bitartate: case report. J Trauma 1990; 30:1591-3. 13. Chuang AT, Steers WD. Neurophysiology of Penile Erection. In: Carson CC, Kirby RS, Goldstein I (eds.), Textbook of Erectile Dysfunction. Oxford, ISIS Medical Media, 1999; pp.59-72. 14. Martinez Portillo FJ, Juenemann KP. New aspects in the treatment of priapism. Andrologia 1999; 31(Suppl):53-8. 15. Juenemann KP. Priapismus. In: Thüroff JW (ed.), Urologische Differential diagnose. Stuttgart, Georg Thieme Verlag, 1995; pp.301-8. 16. Lue TF, Tanagho EA. Physiology of erection and pharmacological management of impotence. J Urol 1987; 137:829-36. 17. Pohl J, Pott B, Kleinhans G. Priapism - a three-phase concept of management according to etiology and prognosis. Br J Urol 1986; 58:113-8. 18. Steers WD, Selby JB. Use of methylene blue and selective embolization of the pudendal artery for high flow priapism refractory to medical and surgical treatment. J Urol 1991; 146:1361-3. 19. Brock G, Breza J, Lue TF, Tanagho EA. High flow priapism: a spectrum of disease. J Urol 1993; 150:968-71. 20. Shanta TR, Finnerty DP, Rodriguez AP. Treatment of persistent penile erection and priapism using terbutaline. J Urol 1989; 141:1427-9. 21. Spahn M, Manning M, Juenemann KP. Intracavernosal Therapy. In: Carson CC, Kirby RS, Goldstein I (eds.), Textbook of Erectile Dysfunction. Oxford, ISIS Medical Media, 1999; pp.345-53. 22. Winter CC. Priapism treated by modification of creation of fistulas between glans penis and corpora cavernosa. J Urol 1979; 121:743-4. 23. Hormon WJ, Nehra A. Priapism. In: Hashmat AI, Das S (eds.) The Penis. Philadelphia, Lea & Febiger, 1997; pp.219-43. 24. Lue TF, Hellstrom WJG, McAninch JW, Tanagho EA. Priapism: a refined approach to diagnosis and treatment. J Urol 1986; 136:104-8. 25. Witt MA, Goldstein I, Saenz de Tejada I, Greenfield A, Krane RJ. Traumatic laceration of intracarvenosal arteries: the pathophysiology of non-ischemic, high flow arterial priapism. J Urol 1990; 143:129-32. 26. Bastuba MD, Saenz de Tejada I, Dinlenc CZ, Sarazen A, Krane RJ, Goldstein I. Arterial priapism: diagnosis, treatment and long-term follow up. J Urol 1994; 151:1231-7. 27. Levine LA, Guss SP. Gonadotropine-releasing hormone analogues in the treatment of sickle cell anemiaassociated priapism. J Urol 1993; 150: 475-7. 28. Lue TF. Editorial Comment. J Urol 1988; 139:737. 29. Bertram RA, Webster GD, Carson CC. Priapism: etiology, treatment and results in series of 35 presentations. Urology 1985; 26:229-32. 30. Lowe FC, Jarow JP. Placebo-controlled study of oral terbutaline and pseudoephedrine in management of prostaglandine E1-induced prolonged erections. Urology 1993; 42:51-3. 31. Sidi AA. Vasoactive intracavernous pharmacotherapy. Urol Clin North Am 1988; 15:95-101. 32. Potempa D, Juenemann KP, Schuller A, Lbelenz M, Rassweiler J, Alken P. Die Therapie der prolongierten Erektion. Akt Urol 1991; 143: 933-5. 33. Rösener M, Wechsel HW, Dichgans J. Intrazerebrale Massenblutung nach intrakavernöser Metaraminol- Behandlung einer prolongierten Erektion. Akt Urol 1995; 26:427-30. 34. deholl JD, Shin PA, Angle JF, Steers WD. Alternative approaches to the management of priapism. Int J Imp Res 1998; 10:11-4. 35. Martinez Portillo FJ, Hoang-Böhm J, Weiss J, Alken P, Juenemann KP. Methylene blue as a successful treatment alternative for pharmacologically-induced priapism. Eur Urol 2001; 39:20-3. 36. Bush PA, Aronson WJ, Buga GM, Rajfer J, Ignarro LJ. Nitric oxide is a potent relaxant of human and rabbit corpus cavernosum. J Urol 1992; 147:1650-5. 37. Furchgott RF. The role of endothelium in the responses of vascular smooth muscle to drugs. Ann Rev Pharmacol Toxicol 1984; 24:175-97. 38. Mejean A, Marc B, Rigot JM, Mazeman E. Letter to the editor. J Urol 1993; 149:1149. 39. Grayhack JT, McCullough W, O'Connor VJ. Venous bypass to control priapism. Invest Urol 1964; 1:509-13. 40. Winter CC, McDowell G. Experience with 105 patients with priapism: update review of all aspects. J Urol 1988; 140:980-3. 41. Kabalin JN. Corporeal fibrosis as a result of priapism prohibiting function of self-contained inflatable penile prosthesis. Urology 1994; 43:401-3. 42 IATPIKO BHMA ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2008