Quiz Ποιά είναι η διάγνωσή σας Στόγιου Π. Πετανίδης Σ. Δελλή Φ-Σ. Στρατηγός Α. Μαντέκου-Λεφάκη Ι. Α Παν/κή Δερματολογική Κλινική, ΝΟσ. Δερματικών και Αφροδισίων Νόσων Α. Συγγρός ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ Αγόρι 11 ετών, προσήλθε στα Εξωτερικά Ιατρεία του Νοσοκομείου μας για την εκτίμηση ενός γενικευμένου ερυθηματολεπιδώδους εξανθήματος που αντιμετωπιζόταν την τελευταία 3ετία κυρίως με τοπικά κορτικοστεροειδή σκευάσματα χωρίς αξιόλογη ανταπόκριση. Το εξάνθημα είναι κνησμώδες και αποτελείται από λεπιδώδεις πλάκες στα άνω και κάτω άκρα, στο πρόσωπο και στο τριχωτό κεφαλής (Εικόνα 1). Στο θώρακα διακρίνονται μικρές πολλαπλές υπερκερατωσικές βλατίδες, μεμονωμένες ή ομαδοποιημένες (Εικόνα 2). Η ιστοπαθολοική εξέταση μιας υπερκερατωσικής βλατίδας από το θώρακα έδειξε μια μέτρια υπερπλαστική επιδερμίδα που καλύπτεται από υπερκεράτωση, με εστιακή παρακεράτωση (Εικόνα 3). Παρατηρείται επίσης διευρυσμένο τριχοθυλακικό άνοιγμα με υπερκερατωσικό βύσμα ενώ στον ώμο του ανοίγματος υπάρχει παρακεράτωση και ήπια λεμφοκυτταρική διήθηση (Εικόνα 4). Åé êü íá 1 Λεπιδώδεις πλάκες στα άνω και κάτω άκρα, στον κορμό, στο πρόσωπο και στο τριχωτό κεφαλής. Eëë. Åðéè. Äåñì. Áöñ. 23:2 127-131, 2012
128 Π. Στόγιου, Σ. Πετανίδης, Φ-Σ Δελλή και συν. Åé êü íá 2 Μεμονωμένες πολλαπλές μικρές υπερκερατωσικές βλατίδες. Åé êü íá 3 Μέτρια υπερπλαστική επιδερμίδα που καλύπτεται από υπερκεράτωση, με εστιακή παρακεράτωση. Åé êü íá 4 Διευρυσμένο τριχοθυλακικό άνοιγμα με υπερκερατωσικό βύσμα ενώ στον ώμο του ανοίγματος υπάρχει παρακεράτωση και ήπια λεμφοκυτταρική διήθηση. Ποια είναι η διάγνωσή σας; ÅËËÇÍÉÊÇ ÅÐÉÈÅÙÑÇÓÇ ÄÅÑÌÁÔÏËÏÃÉÁÓ ÁÖÑÏÄÉÓÉÏËÏÃÉÁÓ
130 Π. Στόγιου, Σ. Πετανίδης, Φ-Σ Δελλή και συν. Ερυθρά Ιόνθιος Πιτυρίαση (Pityriasis rubra pilaris) ΣΥΖΗΤΗΣΗ Η ερυθρά ιόνθιος πιτυρίαση (ΕΙΠ) ταξινομείται κατά Griffith σε πέντε βασικούς τύπους: ο τύπος Ι (κλασικός των ενηλίκων), ο τύπος ΙΙ (άτυπος των ενηλίκων), ο τύπος ΙΙΙ (κλασικός νεανικός τύπος), ο τύπος IV (ο περιορισμένος νεανικός τύπος) και ο τύπος V (άτυπος νεανικός τύπος). 1,2 Τελευταία προστίθεται ο έκτος που συνδυάζεται με την HIV λοίμωξη και έχει εξαιρετικά δυσμενή πρόγνωση. 3 Συνήθως όταν η ΕΙΠ εμφανίζεται στην παιδική ηλικία, το εξάνθημα είναι χαρακτηριστικό, με τις τυπικές θυλακικές και μη θυλακικές βλατίδες με κερατωσικά βύσματα που συχνά εντοπίζονται στην ραχιαία επιφάνεια φαλάγγων και στις εκτατικές επιφάνειες καρπών και αντιβραχίων. Το περιστατικό μας θα μπορούσε να ήταν μια ενδιάμεση μορφή μεταξύ του τύπου IV και V, με απρόβλεπτη χρόνια εξέλιξη, λαμβάνοντας υπόψη ότι στο τύπο IV αναφέρεται κάποια βελτίωση στην εφηβεία και ότι σπάνια εξελίσσεται, ενώ στο τύπο V ανήκουν οι οικογενείς μορφές με χρόνια εξέλιξη. Στα περισσότερα περιστατικά με ΕΙΠ που εντάσσονται στον τύπο ΙΙΙ κατά Griffith περιγράφεται αυτόματη ίαση σε 1 έως 3 χρόνια. Καθώς ήταν αδύνατη η εξακρίβωση του οικογενούς χαρακτήρα, η επιμονή, η έκταση των βλαβών και το γεγονός ότι δεν ανταποκρίνονται στην τοπική θεραπεία με κορτικοστεροειδή, δεν επέτρεψαν μια σαφή κατηγοριοποίηση και συνεπώς ούτε την πρόβλεψη της πρόγνωσης της νόσου. Η αιτιολογία της ΕΙΠ παραμένει άγνωστη. Η οικογενής της μορφή μεταβιβάζεται με αυτοσωματικό επικρατούντα χαρακτήρα και πρόσφατα η συγγενής μορφή της ΕΙΠ συνδέθηκε με την μετάλλαξη στο γονίδιο CARD. 4,5 αν και οι περισσότερες περιπτώσεις που περιγράφονται είναι σποραδικές. 6 Μια θεωρία συσχετίζει την ΕΙΠ με την πιθανή διαταραχή ανοσολογικής απάντησης σε ένα αντιγονικό ερεθισμό και αναφέρονται περιστατικά όπου η ΕΙΠ εμφανίστηκε μετά από μια λοίμωξη 7,8 και εμβολιασμό. 9 Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ ψωρίασης και ΕΙΠ. Άγνωστης αιτιοπαθογένειας, τα δύο αυτά νοσήματα φαίνεται να συσχετίζονται φαινοτυπικά. 10 Στην μελέτη των Fuchs-Telem D και συν η γενετική διερεύνηση τεσσάρων οικογενειών με συγγενή ΕΙΠ δείχνει ότι η μορφή αυτή της ΕΙΠ είναι αλληλένδετη με την οικογενή μορφή ψωρίασης, για την οποία πρόσφατα αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε μεταλλάξεις στο CARD14. Σύμφωνα με τον Lever, η ιστολογική εικόνα είναι όμως καθοριστική στην διαφορική διάγνωση μεταξύ ψωρίασης και ΕΙΠ. 11 Η υπερκεράτωση που περιγράφεται κλινικά έχει ιστολογικά αντίστοιχο το διευρυσμένο infudibulum με υπερκερατωσικό βύσμα εντός του και το οποίο περιβάλλεται από περιθυλακική παρακεράτωση, εικόνα που παρατηρείται μερικές φορές και σε σημεία όπου κλινικά δεν είναι εμφανής η θυλακική υπερκεράτωση. Σε άλλα σημεία παρατηρείται επίσης υπερκεράτωση με παρακερατωσικές εστίες και μέτρια ακανόνιστη ακάνθωση, τα οποία συνοδεύονται από μέτρια περιαγγειακή χρόνια φλεγμονώδη διήθηση. Από την άλλη η ιστολογική εικόνα της ψωρίασης έχει τα δικά της χαρακτηριστικά που θα την διαφοροδιαγνώσουν από την ΕΙΠ: επιμήκυνση των θηλών του χορίου και μεσοθηλαίων καταδύσεων, απουσία της κοκκώδους στιβάδας, αποστημάτια Munro και διάταση του επιπολής αγγειακού δικτύου. 12 Μια από τις σοβαρές επιπλοκές και των δυο νοσημάτων είναι η ερυθροδερμία, όπου τα κλινικά στοιχεία που επιτρέπουν την διαφοροδιάγνωση πολλές φορές απουσιάζουν (Πίνακας 1). Στην ερυθροδερμική ΕΙΠ είναι χαρακτηριστικά τα νησίδια υγιούς δέρματος μεταξύ των βλαβών και η υπερκεράτωση παλαμών πελμάτων. Η ύπαρξη θετικού ατομικού ή οικογενειακού ιστορικού ψωρίασης υποστηρίζουν τη διάγνωση μιας ψωριασικής ερυθροδερμίας. Επιπλέον, η σύντομη διάρκεια του νοσήματος οδηγεί περισσότερο προς τη διάγνωση της ΕΙΠ από την ψωρίαση. Αν και η θεραπευτική αντιμετώπιση μιας ψωριασικής ερυθροδερμίας δεν διαφέρει πολλή από εκείνη της ερυθροδερμικής ΕΙΠ, η πρόγνωση και η μετέπειτα εξέλιξη και αντιμετώπιση των δύο νοσημάτων διαφέρουν. Όταν η έκταση της νόσου είναι σημαντική, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τοπικά σκευάσματα όπως τα κορτικοστεροειδή, η καλσιποτριόλη και η ταζαροτένη. Οι συστηματικές θεραπείες που αναφέρονται στη βιβλιογραφία περιλαμβάνουν βιταμίνη Α, ρετινοειδή, φουμαρικό οξύ, αντιμεταβολίτες, ανοσοκατασταλτικά, αντιβιοτικά, υπεριώδη ακτινοβολία και βιολογικούς παράγοντες. 13,14,15,16,17 Τα συστηματικά ρετινοειδή έχουν επιδείξει τα καλύτερα αποτελέσματα από όλα τα παραπάνω. 19 Στους ενήλικες η ισοτρετινοΐνη έχει χορηγηθεί σε δοσολογία 40-80 mg/h για 25 εβδομάδες 20 και 1-2 mg/kg ΒΣ για 16 εβδομάδες, 21 ενώ στα παιδιά 0,75-1,5 mg/kg ΒΣ για λιγότερο από έξι μήνες. 22 ÅËËÇÍÉÊÇ ÅÐÉÈÅÙÑÇÓÇ ÄÅÑÌÁÔÏËÏÃÉÁÓ ÁÖÑÏÄÉÓÉÏËÏÃÉÁÓ
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΣΑΣ 131 Ðß íá êáò 1 Kλινικά ευρήματα στην ερυθροδερμία που προσανατολίζουν τη διάγνωση προς ψωρίαση ή ΕΙΠ Ψωριασική ερυθροδερμία ΕΙΠ ερυθροδερμική Νησίδες υγιούς δέρματος Όχι Ναι Ιστορικό ψωρίασης Ναι Όχι Οικογενειακό ιστορικό ψωρίασης Ναι Όχι Υπερκεράτωση παλαμών πελμάτων Μπορεί να απουσιάζει Χαρακτηριστικό Καθώς η παιδική ΕΙΠ διαδράμει σχετικά ήπια, σπάνια απαιτείται επιθετική συστηματική θεραπεία εκτός των περιπτώσεων ερυθροδερμίας και γενικευμένης νόσου. 23 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Griffiths WA. Pityriasis rubra pilaris. Clin Exp Dermatol. 1980; 5(1):105-12. 2. Griffiths WA. Pityriasis rubra pilaris: the problem of its classification. JAAD 1992; 26(1):140-2. 3. Blauvelt A, Nahass GT, Pardo RJ, Kerdel FA. Pityriasis rubra pilaris and HIV infection. JAAD 1991; 24(5 Pt 1):703-5 4. Howe K, Foresman P, Griffin T, Johnson W. Pityriasis rubra pilaris with acantholysis. J Cutan Pathol. 1996; 23(3): 270-4. 5. Fuchs-Telem D, Sarig O, van Steensel MA, et al. Familial Pityriasis Rubra Pilaris Is Caused by Mutations in CARD14. Am J Hum Genet. (13) 2012; 91(1):163-70. 6. Vanderhooft SL, Francis JS, Holbrook KA, et al. Familial pityriasis rubra pilaris. Arch Dermatol. 1995; 131(4):448-53. 7. Mohrenschlager M, Abeck D. Further clinical evidence for involvement of bacterial superantigens in juvenile pityriasis rubra pilaris (PRP): report of two new cases. Pediatr Dermatol. 2002; 19(6):569. 8. Betto P, Vassilopoulou A, Colombari R, Veller-Fornasa C. Acute juvenile pityriasis rubra pilaris: a case report after mononucleosis infection. G Ital Dermatol Venereol. 2008; 143(4):271-3. 9. Naciri Bennani B, Cheikh Rouhou H, Waton J, et al. Pityriasis rubra pilaris after vaccination. Ann Dermatol Venereol. 2011; 138(11):753-6. Epub 2011 Sep 9. 10. Fuchs-Telem D, Sarig O, van Steensel MA, et al. Familial Pityriasis Rubra Pilaris Is Caused by Mutations in CARD14. Am J Hum Genet. (13) 2012; 91(1):163-70. 11. W F Lever, G Schaumburg-Lever. Pityriasis rubra pilaris Histopathology of the skin. 6th edition; 1983:159. 12. Fitzpatrick s dermatology in general medicine. 7th edition; 2008:172. 13. Cohen PR, Pristowski JH. Pityriasis Rubra Pilaris: a review of diagnosis and treatment. J Am Acad Dermatol 1989; 20:801-7. 14. Haenssle HA, Bertch HP, Emmert S et al. Extra corporeal photochemotherapy for the treatment of exanthematic Pityriasis Rubra Pilaris. Clin Exp Dermatol 2004; 29:244-6. 15. Liao WC, Mutasim DF. Infliximab for the treatment of Pityriasis Rubra Pilaris. Arch Dermatol 2005; 141:423-5. 16. Coras B, Vogt TH et al. Fumaric esters therapy: a new treatment modality in Pityriasis Rubra Pilaris? Br J Dermatol 2005; 152:388-9. 17. Artick S, Megahed M, Ruzicka T. Pityriasis Rubra Pilaris. Hautartz 2003; 54:858-63. 18. M Koga, K Koga, J Nkayama. A Pediatric Case of Pityriasis Rubra Pilaris Successfully Treated with Low-Dose Vitamin A Case Rep Dermatol. 2012; 4(2):170-3. 19. Yang C, Shih I, Lin W et al. Juvenile Pityriasis Rubra Pilaris: Report of 28 cases in Taiwan. JAAD 2008; 59:943-9. 20. Dicken CH. Isotretinoin treatment of Pityriasis Rubra Pilaris. JAAD 1987; 16:297-301. 21. Goldsmith LA, Weinrich AE et al. Pityriasis Rubra Pilaris response to 13-cis-retinoic acid (isotretinoin) J Am Acad Dermatol 1982; 6:710-5. 22. Allison DS, El Azhary RA et al. Pityriasis Rubra Pilaris in children J Am Acad Dermatol 2002; 47:386-9. 23. Yang C, Shih I, Lin W et al. Juvenile Pityriasis Rubra Pilaris: Report of 28 cases in Taiwan. J Am Acad Dermatol 2008; 59:943-9. Áë ëç ëï ãñá ößá: I. Mαντέκου-Λεφάκη Νοσοκομείο Αφροδισίων και Δερματικών Νόσων Θεσσαλονίκης Δελφών 124, 54643 Θεσσαλονίκη Τηλ.: 2310 886384, Fax: 2310 342878 Ε-mail: ioannalefaki@yahoo.gr Ôüìïò 23, Ôåý ïò 2, Απρίλιος - Ιούνιος 2012