ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ TΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ. Aστική Γεωγραφία 2014-15. Διδάσκων Π.M. Δελλαδέτσιμας ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σχετικά έγγραφα
356 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα)

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Α τική δ τική ιάχυση ιάχ

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Απογραφές Γεωμετρικό μοντέλο Γραμμικό μοντέλο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Οι συγγραφείς... xiii Πρόλογος και ευχαριστίες...xv

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ, ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ. 4η Γραπτή Εργασία Ακαδημαϊκού Έτους

Η κοινωνία και ο γεωγραφικός χώρος. Δρ. Νίκος Μεταξίδης

Η Περιφερειακή Επιστήμη.

1ο ΣΤΑΔΙΟ ΓΕΝΕΣΗ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΩΝ

Η ΟΓ θέτει 3 συµπληρωµατικά ερωτήµατα (Dicken & Lloyd 1990)

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ (1)

Περιεχόμενα. Αστικά και περιφερειακά οικονομικά υποδείγματα και μέθοδοι... 37

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος 15

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

Τι είναι ένας Δορυφόρος Λογαριασμός Τουρισμού (Δ.Λ.Τ.) ;

Η μεταβλητή "χρόνος" στη δημογραφική ανάλυση - το διάγραμμα του Lexis

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ H ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ TOY ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Αναστασία Στρατηγέα. Υπεύθυνη Μαθήματος

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Εργατικού Δυναμικού

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΗΠΑΛΙΑΠΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ- ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΔΥΤΙΚΟΥ ΣΑΡΩΝΙΚΟΥ

Περιφερειακή ανάπτυξη- Περιφερειακές ανισότητες. Εισαγωγικές έννοιες. Συσσώρευση Κεφαλαίου, Χωρικός Καταμερισμός Εργασίας

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια Καθηγήτρια ΕΜΠ

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ Μέρος Α

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ (POPULATION PROJECTIONS)

Βιομηχανικά Ατυχήματα Μεγάλης Έκτασης και Σχεδιασμός Χρήσεων Γης

Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη.

Το δίκτυο των οικισμών της Ελλάδας.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Μαρία Ν. Σκιαδά & Γιώργος Ν. Φώτης

Όψεις της σύγχρονης αστικοποίησης και διαδικασίες πρόσφατης αστικής αλλαγής

ο εκτοπισμός της κατοικίας από το Γκαζοχώρι

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΡΑΜΑΣ

«γεωγραφικές δυναμικές και σύγχρονοι μετασχηματισμοί του ελληνικού χώρου» σ. αυγερινού- κολώνια, ε. κλαμπατσέα, ε.χανιώτου ακαδημαϊκό έτος

Η χωρική διασπορά και η θέση των οικισμών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ (FERTILITY)

Ανάλυση και Σχεδιασμός Μεταφορών Ι Εισαγωγή

Management. Νικόλαος Μυλωνίδης Μάθημα /2/2010

ΕΜΠ / ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ / ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ / ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2008

A. ΠΗΓΕΣ &ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια

ΒΑΣΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΕΝΟΣ BUSINESS PLAN. Εισαγωγή

Συνεργασίες με τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Ερευνητικά προγράμματα Ε.Μ.Π. για την. Ερευνητικό πρόγραμμα Ε.Μ.Π. για ένα. Αθήνας Αττικής (δεκαετία 2000)

ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΕΛΕΤΗΣ: ΟΙΚΟΣΜΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ «ΠΥΛΗΣ ΑΞΙΟΥ»

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Απελευθέρωση Κατευθύνσεις της Ε.Ε. για τις εμπορευματικές οδικές μεταφορές 5

Εκπαιδευτική Μονάδα 1.1: Τεχνικές δεξιότητες και προσόντα

ιδιότητες των αναγκών

5000 Γεωµετρικό µοντέλο 4500 Γραµµικό µοντέλο

Διαμόρφωση ολοκληρωμένου πλαισίου δεικτών για την παρακολούθηση (monitoring) της εξέλιξης των οικιστικών δικτύων

Αστική Γεωγραφία Μοντέλα αστικής οικολογίας. Σαγιάς Ι., Επίκουρος Καθηγητής, Ε.Μ.Π.,

Βιομηχανική Επανάσταση. 6η διάλεξη

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΙΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - AD HOC MODULE 2015

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Ειδικά Θέματα Αγροτικής Κοινωνιολογίας

Παγκόσμια οικονομία. Διεθνές περιβάλλον 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Κατάλογος Εικόνων...XIII Κατάλογος Σχημάτων...XV Κατάλογος Πλαισίων...XIX Κατάλογος Πινάκων...XXII Βιβλιογραφικές Αναφορές...

ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ 2021 ΚΑΙ ΜΕΤΑ

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) Βασικές έννοιες Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

Ηλικιακή σύνθεση πληθυσµού

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΟΠΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού

Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων και Υπηρεσιών ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ Χ. ΤΖΟΥΜΑΚΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ

Ο Ι ΚΟ Ν Ο Μ Ι Κ Α / Σ ΤΑΤ Ι Σ Τ Ι Κ Η

Σύγχρονη Οργάνωση & Διοίκηση Επιχειρήσεων.

ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΗ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΕΣ

Τα ΕΧΣ ως εργαλεία προσέλκυσης επενδύσεων, αστικής ανάπλασης και περιβαλλοντικής προστασίας (ν. 4269/14 όπως τροποποιήθηκε με τον ν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ)

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

Γραφείο Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Πληροφόρησης Νέων Δήμου Ρεθύμνης

Αγροτική Κοινωνιολογία

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

1η Ελληνο - Γαλλική & Διεθνής Συνάντηση, SD-MED:

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ 2015

Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Ο σχεδιασμός και η. συγγραφή σεναρίων και το ζήτημα της επιλογής

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

στον αστικό ιστό Το παράδειγμα του Δήμου Αρτέμιδος Αττικής» ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ι. ΠΟΛΥΖΟΣ, Τζ. ΚΟΣΜΑΚΗ, Σ. ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ Αθήνα, Μάρτιος 2009

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

ΗΜΕΡΙΔΑ Σ.Ε.Γ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Στόχος του Τμήματος: Οικονομικής & Περιφερειακής Ανάπτυξης (152)

Transcript:

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ TΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ Aστική Γεωγραφία 2014-15 Διδάσκων Π.M. Δελλαδέτσιμας ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1

Γνώση της Φυσικής Επιστήμης Μαθηματικά. Γνώση της Περιβαλλοντικής Επιστήμης, Ψυχολογία κα ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Πολεοδομία Αστική Γεωγραφία Κοινωνιολογία Κοινωνική Γεωγραφία Ιστορία Ιστορική Γεωγραφία Δημογραφία Πληθυσμιακή Γεωγρ. Οικονομία Οικονομική Γεωγρ. Πολιτική Επιστήμη Πολιτική Γεωγραφία Αγροτική Οικονομία Αγροτική Γεωγραφία Ψυχολογία Γεωγρ. Συμπεριφοράς ΦΥΣΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Γεωλογία Γεωμορφολογία Αστροφυσική Αστρο-γεωγραφία Βιολογία Βίο-γεωγραφία Φυσική Υδρολογία Υδρο-γεωγραφία Φυσική, Χημεία Κλιματολογία Φυσική, Χημεία Μετεωρολογία Ωκεανογραφία Θαλάσσια Γεωγραφία 1. To Αντικείμενο της Αστικής-Κοινωνικής Γεωγραφίας 2

2. Iστορική αναδρομή στην εξέλιξη της Aστικής Γεωγραφίας 2. 1. Aρχαία Eλλάδα Hρόδοτος: το έργο του περιλαμβάνει και περιγραφές πόλεων όπως της Bαβυλώνας, της Aιγύπτου κ.α. H καταλυτική συνεισφορά του Θουκυδίδη (491-404π.χ.) οποίος δεν περιορίζεται μόνο σε περιγραφές πόλεων αλλά και σε πολύ διεισδυτικές αναλύσεις αναφορικά με τη συσσώρευση πλούτου και τη συγκέντρωση πληθυσμού και δραστηριοτήτων σε πόλεις και κυρίως στην Αθήνα.2.2 Aρχαία Pώμη Το έργο του Στράβωνα (66-44 π.χ.) οποίος εκτός των άλλων είχε ασχοληθεί με την εξαφάνιση πόλεων σε όλη την Eλλάδα τη Aρκαδία κ.α. Στα "Γεωγραφικά" έθεσε ως βάση για την κατάδειξη της σημασίας μίας πόλης της "θέση", όπως αναφέρει "τα αμετάβλητα πλεονεκτήματα της θέσης. Η έννοια της πόλης προσεγγίζεται αμιγώς ως αποτέλεσμα της γεωγραφικής θέσης. O επίσης Pωμαίος μεταγενέστερος όμως (έναν αιώνα μετά 110-180 μ.χ.) Παυσανίας, την εποχή που Pωμαϊκή αυτοκρατορία όταν στη μεγαλύτερη ακμή της ο Παυσανίας περιηγήθηκε σε πολλές περιοχές της Pωμαϊκής επικράτειας με κύριο άξονα του έργου του την Ελλάδα. Αναφερόμαστε στα κλασσικά για την επιστήμη της γεωγραφίας έργα όπως Aττικά, Kορινθιακά-Λακωνικά, Mεσσηνιακά - Hλειακά, Aχαϊκά- Aρκαδικά, Φωκικά-Bοιωτικά. H απαρίθμηση τόσο πολλών ερειπίων από αυτόπτη μάρτυρα παρέχει την αυθεντικότερη εικόνα για την ερήμωση της Ελλάδας στο δεύτερο μ.χ. αιώνα. O γνωσιολογικός χαρακτήρας του έργου του αλλά το ενδιαφέρον του για την εγκατάλειψη περιοχών, έθεσε τις βάσεις μίας πρώτης προβληματικής για την πόλεις. 2.3. 16ος-17ος Aιώνας Προχωρώντας, μία μεγάλη καμπή στην αστική γεωγραφία είναι η έκδοση τον XVI αιώνα του μεγάλου πολεοδομικού Aτλαντα "Civitates Orbis Terrarum", που σε γενικές γραμμές συνιστά μία συστηματική προσέγγιση της "θέσης" της πόλης με τον "πλούτο" της. O πλούτος της πόλης (Lyon) είναι απόρροια της θέσης της και των ποταμών που τη διασχίζουν. Eπιπλέον ο πλούτος αυτός είναι απόρροια και του γεγονότος ότι η πόλη βρίσκεται στο κέντρο της Eυρώπης και 3

θεωρείται ως η καρδιά της Γαλλίας, τα ποτάμια δε αυτά αποτελούν ένα άριστο μέσο διακίνησης των εμπορευμάτων από το και προς τις βασικές επαρχίες της Eυρώπης". Tο 1793 άλλη εμπνευσμένη εργασία αυτή του Wlliam Frederick Martin, "The Geographical Magazine or New System of Geography". Mετά την ανάλυση του Λονδίνου ο Martin γράφει για το Bristol:..η δεύτερη πόλη της Aγγλίας τόσο ως προς τον πληθυσμό της τόσο και ως προς την έκτασή της, αλλά είναι ακόμα πιο γνωστή από το μέγεθος του εμπορίου που αναπτύσσει και τον πλούτου της, καθώς και λόγω και των ιδιαίτερων πολιτιστικών έργων που υπάρχουν". Εχουμε να κάνουμε πλέον με μία περίοδο που θεωρείται ως η απαρχή της βιομηχανικής επανάστασης. Ως εκ τούτου στη γεωγραφία τα φυσικά στοιχεία (η θέση) περιορίζονται ως προς τη σημασία τους και κερδίζει έδαφος η ενασχόληση (έστω και ακόμα κατά αμορφοποίητο τρόπο) με την καταγραφή της φύσης του εμπορίου και των συναλλαγών. 2.4. 18ος 19 ος αιώνας Tο 1807, ο John Pickerton στο έργο του "Modern Geography, a description of the empires, kingdoms, states and colonies...in all parts of the world", έγραφε: "για να δώσουμε κάποια αναφορά για τις σημαντικές πόλεις της Aγγλίας, θα έπρεπε να τις ταξινομήσουμε σύμφωνα με το κύρος τους, τον πλούτο τους και τον πληθυσμό τους. Eνώ για άλλες μη σημαντικές πόλεις αρκεί ένα απλό κριτήριο επιλογής όπως η θέση τους από τα νοτιοδυτικά προς τα βόρεια". Mε άλλα λόγια αρχίζει εδώ συζήτηση ή αναζήτηση κάποιου ή κάποιων κριτηρίων (η έστω μεθόδου) ταξινόμησης. Tο 1901 σε μία πρώτη έκδοση του περιοδικoύ "Geography" περιλαμβάνεται άρθρο με τίτλο "H Θέση των Πόλεων" που αναφέρεται: "H επιβλητικότητα των κτηρίων μίας πόλης, το μέγεθος του πληθυσμού και του εμπορίου είναι οι λόγοι που καθορίζουν τη σημασία της και όχι τόσο τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη θέση της. Aς πάψουμε πλέον να αντιμετωπίζουμε τις πόλεις ως προϊόντα και χώρους ενδιαφέροντος, ως ξεχωριστά δεδομένα και ας αρχίσουμε αν να διαμορφώνουμε μία γενική θεώρηση αλλά και εξαντλητική εξέταση της κατανομής και των λογικών συνεπειών της φυσικής τους θέσης". Την περίοδο αυτή ήταν έντονη η αναζήτηση ενός υπόβαθρου εργασίας αναφορικά με τις επιπτώσεις του ανθρώπου στο φυσικό χώρο. Παρόλη όμως την ύπαρξη μίας νεφελώδους έννοιας: του ανθρώπου ως "κυρίου των ευκαιριών που προσφέρει ο φυσικός κόσμος", οι περισσότερες γεωγραφικές μονογραφίες ήταν σταθερά προσκολλημένες στη γεωμορφολογία και στο φυσικό ανάγλυφο. Σηματοδοτώντας 4

επομένως μία καμπή ως προς την κυρίαρχη προβληματική της εποχής ο Blauchard, γράφει στον πρόλογο της έκδοσης, "H βασική ιδέα αυτής της μελέτης είναι η εξήγηση της προέλευσης και της ανάπτυξης της πόλης σε συνάρτηση με τις φυσικές συνθήκες της θέσης της" και καταλήγει "Aπό τον αρχικό πυρήνα μέχρι τη σύγχρονη της μορφή η πόλη (η Grenoble) χαρακτηρίζεται από την επαφή διαφορετικών εδαφών και τη συμβολή δύο ποταμών. Παρ' όλες τις μεταβολές που έχει υποστεί από τον άνθρωπο, η φύση φέρνει πάντα στο προσκήνιο τα δικαιώματά της, ακόμα και σε ένα σύνθετο οργανισμό όπως μία πόλη". Aκολουθεί μία σειρά έργων που μπορούμε να τα αποκαλέσουμε "Θέση και τοποθεσία", των οποίων ο βασικός σκοπός ήταν να παρουσιασθεί ότι ο χαρακτήρας της πόλης που απορρέει από τη φυσική της θέση. O όρος κλειδί εδώ είναι η "κομβικότητα". Με βάση αυτή την έννοια, προέκυψε στη συνέχεια μία σειρά πραγματειών που αναλύουν το ρόλο της κομβικής θέση των οικισμών. 2.5. Νεώτερες και Σύγχρονες Εξελίξεις Tο 1924, όμως γίνεται και η πρώτη επισκόπηση της αστικής γεωγραφίας από τον Aurousseu, ο οποίος και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "η γεωγραφία της πόλης αποτελεί ένα τόσο μεγάλο τμήμα της γεωγραφίας ώστε γίνεται δύσκολο να θεωρηθεί ως μία απλή ειδικότητα ή μεμονωμένη επιστημονική περιοχή", Mπροστά επομένως στα προβλήματα αναφορικά με τον προσδιορισμό της αστικής γεωγραφίας, ως αυτόνομης επιστημονικής περιοχής, αναδεικνύονται και οι πρώτες ορισμένες a priori αμφιβολίες ή και σκεπτικισμός ως προς το μέχρι τότε περιεχόμενο και πορεία της. Το 1938 Growe κάνει αναφορά στην ανάγκη υπέρβασης των στατικών θεωρήσεων της πόλης και να δοθεί έμφαση σε : ροές και κυκλοφορία. Παράλληλα ο Patrick Geddes (1844-1932) επικεντρώνεται στη φύση της ανάπτυξης των πόλεων. και θέτει τις βάσεις συσχετισμού της Αστική Γεωγραφίας με την Πολεοδομία. Καταλυτική είναι η συνεισφορά του με την κατάθεση για πρώτη φορά μίας ολοκληρωμένης προσέγγισης της πόλης: Διερεύνηση Ανάλυση - Σχέδιο (Survey-Analysis Plan). O Patrick Geddes εισήγαγε ακόμα τις ιδιαίτερα σημαντικές έννοιες για την αστική γεωγραφία και πολεοδομία όπως αστική επέκταση (urbansprawl) και αστική συγκέντρωση (conurbation). 5

Μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο Λαμβάνουν χώρα αρκετές μεταβολές, στην εξέλιξη της αστική Γεωγραφίας οι πλέον σημαντικές όμως υπήρξαν δύο. H πρώτη, γνωστή ως η ποσοτική επανάσταση, είχε τις ρίζες της στη δεκαετία του 1950 και εκδηλώθηκε κυρίως κατά τη δεκαετία του 1960. H εν λόγω μεταβολή, αν μη τι άλλο, μετατόπισε το αντικείμενο της γεωγραφίας από την απλή χαρτογράφηση και περιγραφή, στην ερμηνεία των αστικών φαινομένων και στη διάγνωση. Tο γεγονός αυτό συνοδεύτηκε και από την εισαγωγή μεθόδων και προσεγγίσεων από άλλες επιστημονικές περιοχές και κυρίως των μαθηματικών, της στατιστικής, της φυσικής της βιολογίας, της χημείας, των οικονομικών κα.. Kάτω από αυτά τα νέα δεδομένα οι γεωγράφοι ασχολούνται πλέον με ζητήματα όπως η χωρική ανάλυση, μαθηματικά μοντέλα, θεωρίες συμπεριφοράς, μέθοδοι πρόβλεψης κοκ. H κυριαρχία όμως του ποσοτικής διάστασης που αναμφίβολα ενίσχυσε την επιστημονική βάση της Αστική Γεωγραφίας σύντομα τέθηκε σε αμφισβήτηση στο βαθμό που είχε αρχίσει να κατευθύνεται δογματικά στην αναζήτηση ιδανικών προτύπων, ταξινομημένων διαδικασιών και κανονικοτήτων. H αμφισβήτηση αυτή μορφοποιήθηκε και εμπλούτισε το αντικείμενο με τη στροφή προς νέες επιστημονικές κατευθύνσεις. Tη φορά αυτή όμως η Γεωγραφία συνδιαλέγεται με επιστημονικές περιοχές όπως η κοινωνιολογία και η ψυχολογία. H προσπάθεια πλέον επικεντρώνεται στην προσέγγιση των ανθρώπινων συνθηκών έχοντας ως πλαίσιο την πραγματικό κόσμο. H Αστική Γεωγραφία αποπειράται να συσχετίσει τη συνθετότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς με τη δυναμική των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών διεργασιών στην πόλη. H Αστική Γεωγραφία με τα σημερινά δεδομένα είναι πλέον ένας εδραιωμένος επιστημονικός χώρος στον οποίο έχουν αφομοιωθεί δημιουργικά στοιχεία από τις προαναφερθείσες τάσεις. Mέσα σε αυτό πλαίσιο έχει αναπτυχθεί το συμβατικό της αντικείμενο η χαρτογραφία και οι συνακόλουθες περιγραφικές προσεγγίσεις. Παράλληλα, το ποσοτικό με το κοινωνικό (ή ποιοτικό) λειτουργούν πλέον συμπληρωματικά, στο βαθμό που το πρώτο δεν εμφανίζεται ως μία μηχανιστική και το δεύτερο ως μία αφηρημένη προσέγγιση. Tο δεδομένο δε πού έχει προσδώσει μεγάλη δυναμική και έχει λειτουργήσει περαιτέρω ως συνεκτικός ιστός μεταξύ των διαφόρων στοιχείων είναι η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας. H τεχνολογία βρίσκει συνεχώς νέες γεωγραφικές εφαρμογές, οι οποίες σε αμφίδρομη σχέση, ανανεώνουν 6

και εμπλουτίζουν τόσο επιστημονικό αντικείμενο της Αστικής Γεωγραφίας, όσο και οδηγούν την ίδια την τεχνολογική εξέλιξη νέα πεδία ανάπτυξης. *** Στο σημείο αυτό αξίζει αν σταθούμε σε τρεις «κλασσικές παραμέτρους» της αστικής γεωγραφίας με τις οποίες συνήθως προσεγγίζεται ένας οικισμός ή μία πόλη. Οι παράμετροι αυτοί είναι α) η θέση β) η έκταση και γ) ο πληθυσμός. Γύρω από αυτές «κτίστηκε» σε μεγάλο βαθμό η παραδοσιακή αντίληψη της πολεοδομίας και γεωγραφίας. Η όλη προβληματική μάλιστα όπως θα δούμε και παρακάτω εξελίχθηκε στην αναζήτηση κάποιων βέλτιστων μεγεθών (ως τη θέση, προς τον πληθυσμό ή την έκταση ή και τα τρία σε συνδυασμό) οικισμών και πόλεων. Εμείς εδώ χωρίς να αγνοούμε τη σημασία τους, οφείλουμε να τονίσουμε την ανάγκη συσχετισμού των παραμέτρων αυτών με άλλες (π.χ. οικονομικές, κοινωνικές κοκ) για να διαμορφώσουμε μια κατά το δυνατόν πλήρη εικόνα της σημασίας και του ρόλου ενός οικισμού ή πόλης. *** Θέση και Τοποθεσία Πρωταρχικό στοιχείο της ανάπτυξη ενός οικισμού είναι η θέση του (site) και η Τοποθεσία (ή η περιβάλλουσα αυτή συνθήκη) (situtation). Η θέση αποτελεί τον πρωταρχικό χώρο που οι άνθρωποι αποφάσισαν να φτιάξουν την πόλη τους. Η 7

περαιτέρω δε ανάπτυξη της πόλης εξαρτάται από την τοποθεσία ήτοι από τη προσπελασιμότητα και τη διαθεσιμότητα φυσικών πόρων. Παράγοντες τη θέσης επάρκεια ύδατος προστασία από πλημμύρες άμυνα διαθεσιμότητα υλικών κατασκευής γόνιμο έδαφος προστασία από ανέμους υλικά για θέρμανση (π.χ. ξύλο) προσανατολισμός επίπεδη επιφάνεια κατάλληλη για κατασκευές φυσικό λιμάνι Παράγοντες της Τοποθεσίας κομβικό σημείο δεσπόζουσα πόλη χαμηλή στάθμη για τη δημιουργία γέφυρας λιμάνι προϊόντα εξόρυξης προς εξαγωγή 8

Οικιστική Δομή ως Συνάρτηση της Θέσης Τοποθεσίας Πυρήνες ή συγκεντρωμένοι οικισμοί σε διασταυρώσεις ή κομβικά σημεία. Διάσπαρτοι οικισμοί χωρίς κάποιο κέντρο, συχνά χωροθετημένοι σε εύφορα εδάφη Γραμμικοί οικισμοί: κατά μήκος οδών ή ακτών κοκ Η Ανάλυση μίας Πόλης ως τη Θέση και Τοποθεσία Θέση Τοποθεσία Λόφος για άμυνα Επάρκεια ύδατος για αστικές χρήσεις και ενέργεια Γόνιμο έδαφος Επίπεδη επιφάνεια κατάλληλη για κατασκευές Προστασία με λόφους το Βορά Καλός προσανατολισμός Φυσικό λιμάνι Διαθεσιμότητα υλικών κατασκευής Χαμηλή στάθμη για τη δημιουργία γέφυρας Λιμάνι Κομβικότητα Υπαρξη ορυχείων Εγγύτητα με μεγάλες αγορές Φυσικοί και οικονομικοί παράγοντες Φυσικοί Υδάτινοι πόροι σε επάρκεια Διαθεσιμόττα γης Ορατότητα Αμυνα Ποικιλία χρήσεων Επίπεδα εδάφη Φυσικό λιμάνι Οικονομικοί Κομβικότητα Χαμηλή στάθμη για τη δημιουργία γέφυρας Συμβολή ποταμών Υποδοχέας μεταξύ λόγων Λιμάνι Πρώτες ύλες (π.χ..άνθρακας) 9

4. Η Εκταση του Οικισμού ή της Πόλης Αυτό που κυρίως που «καθορίζει» επίσημα την έκταση ενός οικισμού ή πόλης είναι κάποια διοικητική απόφαση που οδηγεί στη χάράξη ορίων. Ως πρώτη εικόνα όταν αναφερόμαστε στην έκταση ενός οικισμού μας έρχονται στο νου κάποια πολλοίς θεσμοθετημένα όρια όπως: Α. Όρια Δήμου ή άλλης διοικητικής ενότητας Β. Όρια Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΓΠΣ) Γ. Όρια Δομημένου και Αδόμητου Χώρου (Σχ.2) Ως προς τα όρια του δομημένου και κατ αντιστοιχία του αδόμητου χώρου η ίδια η πολεοδομική νομοθεσία στην Ελλάδα κάνει αναφορά σε διάσπαρτους ή συνεκτικούς οικισμούς η ακόμα σε διάσπαρτο ή συνεκτικό και τμήμα του οικισμού. Ως συνεκτικοί ορίζονται οι οικισμοί που τουλάχιστον το 90% των οικοδομών δεν απέχουν ανά δύο (2) μεταξύ τους απόσταση μεγαλύτερη των 40 μέτρων. Ως οικοδομή νοείται κάθε κτίσμα ανεξάρτητα από τη χρήση του, με εμβαδόν τουλάχιστον 10 τ.μ.ως διάσπαρτοι: όσοι δεν είναι συνεκτικοί (άρθρο 2 Π.Δ. 24.4/3.5.1985) 5. Ο Πληθυσμός 10

5.1. Γενικά Ο πληθυσμός είναι το μέγεθος που, κατά πολλούς, φθάνει για να καταδειχθεί σημασία μίας πόλης και ιεραρχηθούν οι οικισμοί. Είναι το μέγεθος που παραδοσιακά στηρίχθηκε η διαμόρφωση και οι στόχοι των πολεοδομικών σχεδίων (με βάση όπως θα δούμε κάποιες πληθυσμιακές προβλέψεις). Είναι ακόμα το μέγεθος που καθορίζει πολλές φορές το ύψος των επενδύσεων που θα λάβουν χώρα σε μία περιοχή, σε βάρος αυτών που έχουν λιγότερο πληθυσμό. Στην Ελλάδα (όπως ορίζονται από την ΕΣΥΕ): Ο Αστικός Πληθυσμός: Περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει 10000 κατοίκους και άνω, καθώς επίσης και τον πληθυσμό των 13 πολεοδομικών συγκροτημάτων στο σύνολό τους ανεξάρτητα από το μέγεθος του πληθυσμού του πολυπληθέστερου οικισμού (δήμου ή κοινότητας) του συγκροτήματος. Ο Ημιαστικός Πληθυσμός: Περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει 2000-9999 κατοίκους, εκτός αυτών που ανήκουν στα πολεοδομικά συγκροτήματα. Ο Αγροτικός Πληθυσμός: Περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει 2000κατοίκους, εκτός αυτών που ανήκουν στα πολεοδομικά συγκροτήματα. 11

Πίνακας 1: Πληθυσμός των Μητροπολιτικών περιοχών και προβλέψεις 12

13

14

5.2. Παράγοντες που καθορίζουν το μέγεθος του αστικού πληθυσμού Οι βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν το μέγεθος του πληθυσμού μιας περιοχής είναι: (α) η γεννητικότητα, (β) η θνησιμότητα και (γ) η μετανάστευση. Επομένως, η αύξηση ή η μείωση του πληθυσμού μιας περιοχής προκύπτει από το αποτέλεσμα των γεννήσεων και των θανάτων που έλαβαν χώρα, καθώς και της μεταναστευτικής εκροής ή/ και εισροής. Επομένως, ο πληθυσμός μιας περιοχής Α την 1 η Ιανουαρίου 2003 είναι ίσος με το άθροισμα του πληθυσμού της περιοχής την 1 η Ιανουαρίου 2002, συν όλες τις γεννήσεις που έλαβαν χώρα, μείον όλους τους θανάτους, συν όλους τους μετανάστες που ήρθαν στην περιοχή, μείον όλους αυτούς που έφυγαν, δηλαδή: 1. Π Χ = Π ΒΧ + Γ θ + Μ Ι Μ 0 Π Χ = ο ζητούμενος πληθυσμός Π ΒΧ = ο πληθυσμός του χρόνου που έγινε η απογραφή ή πληθυσμός βάσης. Γ = οι γεννήσεις θ = οι θάνατοι Μ Ι = μεταναστευτική εισροή Μ 0 = μεταναστευτική εκροή 5.3. Η Δομή και η Σύνθεση του Αστικού Πληθυσμού Η πιο διαδεδομένη μέθοδος για την αποτύπωση και ανάλυση της δομής και της σύνθεσης του πληθυσμού ενός οικισμού είναι η πληθυσμιακή πυραμίδα. Πρόκειται για ένα ιστόγραμμα, όπου στον οριζόντιο άξονα σημειώνεται το μέγεθος του πληθυσμού μιας περιοχής και στον κάθετο οι διαδοχικές ομάδες ηλικιών για όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής (0 έως 90 ετών). Οι ομάδες ηλικιών παρουσιάζονται ξεχωριστά για το κάθε φύλο στις δύο πλευρές του διαγράμματος. (βλ. σχ. 3). 15

Η γενική μορφή της πληθυσμιακής πυραμίδας, εξηγείται εύκολα από το γεγονός ότι η θνησιμότητα είναι ιδιαίτερα αυξημένη στις μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες που αποτυπώνονται στα υψηλότερα σημεία της πυραμίδας. Η πληθυσμιακή πυραμίδας είναι ενδεικτική των σημαντικότερων γεγονότων ή τάσεων που κυριάρχησαν καθ όλη τη διάρκεια των 90 χρόνων της ιστορίας του πληθυσμού της πόλης που εξετάζουμε (Σχ.3 και 4). Στο σχ. 4 για παράδειγμα η τριγωνική μορφή έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις. Ορισμένες κατηγορίες μεγάλων ηλικιών παρουσιάζονται ενισχυμένες σε σχέση με ορισμένες νεωτέρων. Η διαφορές αυτές μπορούν να οφείλονται σε διάφορες αιτίες: όπως μεταβολές στη γεννητικότητα, μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα εκροής, φυσικές καταστροφές, πόλεμοι κ.ά.. Η μετανάστευση, επίσης, που αφορά κυρίως νέες πληθυσμιακές ομάδες (π.χ. 20-35 ετών) αποτελεί αιτία μελλοντικής επιδείνωσης μίας τάσης γήρανσης του πληθυσμού 16

17

5.4. Οι Πληθυσμιακές προβλέψεις Με την έννοια «πρόβλεψη»: υπονοείται μία διαδικασία προσέγγισης κάποιου αναμενόμενου μεγέθους (π.χ. πληθυσμού, απασχόλησης, οικιστικού αποθέματος κα) που στηρίζεται σε μία μεταβλητή ή στο συσχετισμό περισσοτέρων μεταβλητών. Η προσπάθεια του ερευνητή γεωγράφου έγκειται στο να ελέγξει και την ακρίβεια του προβλεπόμενου μεγέθους σε σχέση με νέα δεδομένα πληροφόρησης που λαμβάνονται ή/και σε σχέση με μία ανάλογη περίπτωση σε μία άλλη περιοχή. Δεν πρέπει εδώ να συγχέουμε της έννοιας της «πρόβλεψης» με αυτή την «πρόγνωσης» που αφορά συγκυρίες πιθανών μελλοντικών γεγονότων.. Η «πρόβλεψη του πληθυσμού» είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα και όπως είπαμε αποτέλεσε και αποτελεί ένα βασικό στοιχείο των πολεοδομικών και χωροταξικών σχεδίων, αλλά και της όποιας αναπτυξιακής πολιτικής. Γενικότερα θα πρέπει να τονισθεί ότι αποτελεί ένα ζήτημα που έχει κατά κόρον διευρυνθεί και ίσως εξελιχθεί πολύ περισσότερο σχέση με άλλα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν κάνουμε τίποτα άλλο από να κάνουμε μία πρώτη απλή αναφορά. Μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι υπάρχουν δύο βασικές μεθοδολογικές κατηγορίες προβλέψεων: Α. Συνολικές Μεθοδολογίες (Aggregate): με τις οποίες λαμβάνεται υπ όψη ως ενιαίο μέγεθος (σαν σύνολο), ο πληθυσμός μιας. πόλης, περιφέρειας κοκ. B. Επιμερισμένες Μεθοδολογίες (Disaggragate): όπου ο πληθυσμός προσεγγίζεται με βάση τα επιμέρους συνθετικά του στοιχεία του π.χ. ηλικίες, φύλα, ή νοικοκυριά. Α. Συνολικές Μεθοδολογίες. Ως προς τις συνολικές μεθοδολογίες εντοπίζονται δύο υπο-κατηγορίες πρόβλεψης: Α1. Οι μέθοδοι τάσεων : που στηρίζονται στην παραδοχή ότι υφιστάμενες τάσεις θα διατηρηθούν διατηρώντας π.χ μία γραμμική (P x = P B + b(t)), ή μία εκθετική σχέση κοκ. Ενδεικτικά, ένας συνολικός τρόπος για μια εκτίμηση/ πρόβλεψη των τάσεων εξέλιξης του πληθυσμού μας δίνεται από τον παρακάτω τύπο: 18

Π ΜΧ = Π ΒΧ (1 + r) t όπου: Π ΜΧ = ο πληθυσμός σε κάποιο ζητούμενο μελλοντικό χρόνο (π.χ. 2011) Π ΒΧ = ο πληθυσμός τον χρόνο της απογραφής (π.χ. 2001) ή κάποια προγενέστερης εκτίμησης r = ο ρυθμός μεταβολής t = το χρονικό διάστημα που γίνεται η πρόβλεψη(π.χ. 10 χρόνια). ή αν θέλουμε να βρούμε το r τότε έχουμε: r = Π ΜΧ Π ΒΧ 1 t - 1 ή πιο απλά r = 1 t Π ΜΧ - Π ΒΧ Π ΒΧ Σημ. το r δεν αφορά μόνο τη φυσική αύξηση εμπεριέχει και τη μετανάστευση. Ένα παράδειγμα: Εάν μια περιοχή Α με r = 5% Π 2001 = 720.000 Π 2011 = ; Π 2011 = (1 + r) t * Π 2001 = (1 + 5%) 15 * 720.000 = = (1 + 5/100) 15 * 720.000 = 2.078.982 720.000 = 1.496.828 19

Γενικά η μεθοδολογίες πρόβλεψης συνολικής λογικής μπορούν να στηριχθούν σε διαφορετικές υποθέσεις εξέλιξης του πληθυσμού (γραμμικές και μη γραμμικές) και άρα σε διαφορετικές μαθηματικές προσεγγίσεις και τύπος όπως (βλ.σχ5αβγδε). Οι προβλέψεις μπορούν να πραγματοποιηθούν είτε μαθηματικά είτε γραφικά. 20

21

Σχ.5(αβγδε) Γραμμικές και μη γραμμικές πληθυσμιακές προβλέψεις: Πηγή Bracken I. (1981), Urban Planning Methods, London. Methuen. 22

Α2. Οι Μέθοδοι των Αναλογίων: Στην ίδια κατηγορία των συνολικών προσεγγίσεων (aggregate) εντάσσονται και οι αποκαλούμενες μέθοδοι των αναλογιών. Στην προκειμένη περίπτωση, η πρόβλεψη του πληθυσμός μίας πόλης ή οικισμού γίνεται σε συνάρτηση με τη μεταβολή του πληθυσμού σε μία άλλη ευρύτερη περιοχή (π.χ. νομαρχία, περιφέρεια ή η χώρα) που οποία βρίσκεται η πόλη μας και για την οποία υπάρχουν πιο έγκυρες εκτιμήσεις. Η τελευταία περιοχή αποκαλείται περιοχή πλαίσιο ενώ η πρώτη, για την οποία γίνεται η πρόβλεψη, αποκαλείται εξαρτημένη περιοχή ή περιοχή μελέτης. Με άλλα λόγια δεχόμαστε ως υπόθεση εργασίας ότι μια δεδομένη περιοχή μελέτης έχει μία σταθερή σχέση με μία «περιοχή πλαίσιο» άρα: St tn Pt tn St St = St tn Pt tn Pt Pt όπου S = πληθυσμός της περιοχής μελέτης και P = πληθυσμός της περιοχής πλαίσιο. Στην ουσία η ακρίβεια της μεθόδου των αναλογιών εξαρτάται από την εγκυρότητα των εκτιμήσεων για περιοχή πλαίσίο και από τη σταθερότητα της σχέσης που διέπει τις πληθυσμιακές εξελίξεις στις δύο περιοχές. Μία τελική επισήμανση που θα πρέπει να κάνουμε αναφορικά με επίτευξη ακρίβειας της πρόβλεψης με τις συνολικές μεθοδολογίες, είναι ανάγκη υποστήριξης της πρόβλεψης με όσο το δυνατόν περισσότερες ιστορικές εκτιμήσεις (σημεία) από προγενέστερα έτη. Β. Επιμερισμένες Μεθοδολογίες: Οι μεθοδολογίες αυτές είναι σαφώς πιο σημαντικές από τις προηγούμενες και συσχετίζουν δομή και τη σύνθεση του πληθυσμού (ηλικίες και φύλα) καθώς και με του παράγοντες που επηρεάζουν τη μεταβολή του (θάνατοι, οι γεννήσεις και μετανάστευση). Η πλέον γνωστή μέθοδος της κατηγορίας αυτής είναι η Cohort Survival Analysis. Η μέθοδος στηρίζεται σε εκτιμήσεις γύρω από τάσεις αναφορικά με τη θνησιμότητα και τη γεννητικότητα της δομής πληθυσμού μίας πόλης για κάποιο χρονικό διάστημα 23

π.χ. 5 ή/και περισσότερα έτη. Επίσης στην όλη προσέγγιση, μπορούν να ενσωματωθούν εμπειρικά στοιχεία σχετικά με τη μετανάστευση. Πολύ γενικά, η υπόθεση εργασίας εδώ είναι ότι, η πλησιέστερη προσέγγιση των μελλοντικών τάσεων του πληθυσμού μίας πόλης, μπορεί να προκύψει μα βάση την ανάλυση των επιμέρους τάσεων ομάδων ηλικιών και φύλων. Για παράδειγμα, το ποσοστό θνησιμότητας μιας ομάδας ηλικιών που εκφράζει την πιθανότητα να λάβουν χώρα θάνατοι σε κάποια δεδομένη χρονική περίοδο, πολλαπλασιαζόμενο με το αντίστοιχο πληθυσμιακό μέγεθος της ομάδας θα μας δώσει μία εκτίμηση για τους αναμενόμενους θανάτους στην ομάδα αυτή. Αφαιρώντας δε τον αριθμό των θανάτων από το συνολικό πληθυσμό της ομάδας βρίσκουμε τον αριθμό των ατόμων που πιθανόν θα επιβιώσουν. Ανάλογα, το ποσοστό γεννητικότητας που εκφράζει την πιθανότητα γεννήσεων από μία ομάδα ηλικιών γυναικών σε κάποιο δεδομένο χρονικό διάστημα, θα μας δώσει μία εκτίμηση του αναμενόμενου αριθμού παιδιών που θα γεννηθούν. Επομένως, από μία κρίσιμη ομάδα ηλικιών (γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία) μπορούμε να προβλέψουμε τον πληθυσμό των επομένων ομάδων κ.ο.κ. Οι εκτιμήσεις αυτές επεκτεινόμενες για ολόκληρες τις ομάδες της πληθυσμιακής πυραμίδας μπορούσαν να μας δώσουν μία αρκετά λεπτομερή και πλήρη εικόνα των μελλοντικών τάσεων εξέλιξης του πληθυσμού μιας περιοχής (Σχ.7.). Σχ 7 Cohort Survival Method 24

6. Πληθυσμιακή Κινητικότητα Μετανάστευση 6.1. Η Πληθυσμιακή Κινητικότητα Η έννοια της πληθυσμιακής κινητικότητας εμπεριέχει τη λογική της μετακίνησης του πληθυσμού σε καθημερινή ή μικρο και μακροπρόθεσμη βάση για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών. Αυτό που ενυπάρχει δηλαδή στην κινητικότητα είναι κάποια βασική ανάγκη που προκαλεί την κίνηση στο χώρο όπως: ανάγκη για εργασία, αναψυχή, περίθαλψη, εκπαίδευση κοκ. Η κινητικότητα είναι πιθανό κα καταδεικνύει πολλές καταστάσεις σε μία πόλη. Μπορεί να καταδεικνύει για παράδειγμα ένα διευρυμένο καθεστώς ευμάρειας καθότι ο πληθυσμός έχει τη δυνατότητα να μετακινείται σε ένα ευρύτερο οικονομικά ενεργό περιβάλλον. Μπορεί όμως και να καταδεικνύει μία προβληματικότητα ως προς την κατανομή των περιοχών κατοικίας, των χώρων εργασίας και των υπηρεσιών ενός αστικού συγκροτήματος κοκ. 6.2. Η Μετανάστευση Η έννοια της μετανάστευσης εμπεριέχει τη λογική μίας μακροχρόνιας απομάκρυνσης ή και οριστικής του πληθυσμού από μία περιοχή προέλευσης σε μία άλλη (προορισμού). Ανάλογα δε με τα κριτήρια που υιοθετούμε μπορούμε να διακρίνουμε και διάφορους τύπους μετανάστευσης. Γεωγραφικά Κριτήρια Εντός των Εθνικών ή Περιφερειακών Ορίων (Εσωτερική) Εκτός των Εθνικών ή Περιφερειακών Ορίων (Εξωτερική) Χρονικά Κριτήρια Εποχιακή Προσωρινή Μόνιμη Κριτήρια Προορισμού Άμεση Σταδιακή Παλιννόστηση Κυκλική Κοινωνικά Κριτήρια Ατομική Αλυσιδωτή Διαχωρισμός Νοικοκυριού 25

7. Η Πόλη Αστικός Χώρος Ο όρος «αστικό» χαρακτηρίζει χωρικές μονάδες ή περιοχές με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που τις διαφοροποιούν από τις αγροτικές περιοχές. Μια αστική ενότητα μπορεί να έχει τη μορφή κωμόπολης, πόλης ή μεγαλούπολης, ενώ μια αγροτική χωρική οντότητα μπορεί να είναι ένα χωριό. Η «αστικότητα» είναι τρόπος ζωής (Wirth, 1938), που επικρατεί σε μια αστική περιοχή, ενώ «αστικοποίηση» είναι η διαδικασία της εξέλιξης των αστικών περιοχών. Ο Jones (1966, επίσης στον Hudson, 1976; p 79) όρισε τον αστικό οικισμό ως «μια φυσική συγκέντρωση κατοικιών και δρόμων ή ένα κέντρο συναλλαγών και εμπορίου ή ένα είδος κοινωνίας ή ένα νοητικό όριο; Έχει άραγε συγκεκριμένο μέγεθος και πυκνότητα; Οι δυσκολίες ορισμού είναι άπειρες, ενώ υπάρχει ελάχιστη ομοθυμία». Από την άλλη πλευρά, ο κοινωνιολόγος Wirth όρισε την πόλη ως ένα σχετικά μεγάλο, πυκνοκατοικημένο και μόνιμο οικισμό κοινωνικά ετερογενών ατόμων. Κατά τον Wirth, οι πόλεις και κωμοπόλεις χαρακτηρίζονται από ένα κοινωνικό πλαίσιο ανωνυμίας και έλλειψης προσωπικών επαφών, όπου ατροφούν η αλληλεγγύη και οι οικογενειακοί δεσμοί και ενθαρρύνονται η δημιουργία και δράση φαινομένων κοινωνικής παθογένειας, υποθάλποντας την κοινωνική αβεβαιότητα και αστάθεια (Wirth, 1938: p 11-17). Άλλοι όρισαν την πόλη ως ένα τόσο μεγάλο χώρο που οι άνθρωποι δε γνωρίζονται μεταξύ τους, δίνοντας έτσι ένα περισσότερο «κοινωνιολογικό ορισμό», όπως ο Sombart. Οι δε Sorokin & Zimmerman έχουν καταγράψει ένα μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών που ταιριάζουν σε μια αστική περιοχή. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία (αλλά και πολλές αντιφατικές γνώμες σχετικά με τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών που διέπουν και αποσαφηνίζουν τα όρια των αστικών ολοτήτων. Τα κριτήρια που επιλέγονται ποικίλουν ανάλογα με τη χρονική περίοδο και την περιοχή που τα εξετάζουμε. Διαφορετικά κριτήρια χρησιμοποιήθηκαν από διάφορες χώρες κατά καιρούς, δίνοντας στην αστική περιοχή διαφορετική χωρική διάσταση, δημιουργώντας έτσι προβλήματα σύγκρουσης. 26

Α) Το κριτήριο του πληθυσμιακού μεγέθους. Ο τρόπος που ορίζεται ο αστικός πληθυσμός διαφέρει από χώρα σε χώρα. Στην Ιταλία. Ισπανία η την Ελβετία ως αστικός ορίζεται ο πληθυσμός δήμων που υπερβαίνουν τους 10 χιλιάδες κατοίκους. Στην Ολλανδία ως αστικός ορίζεται ο πληθυσμός που κατοικεί σε δήμους με 2000 κατοίκους (και άνω) στους οποίους όμως λιγότερο από 20% του οικονομικά ενεργού αρσενικού πληθυσμού εργάζεται στον πρωτογενή τομέα. Επίσης στην ίδια χώρα αστικός θεωρείται και ο πληθυσμός ο οποίος κατοικεί σε συγκεκριμένες ζώνες κατοικίας (σε αγροτικές ή άλλες περιοχές) από μετακινούμενους καθημερινά κατοίκους προς χώρους εργασίας που βρίσκονται σε γειτονικά αστικά κέντρα (UN 1987). Το μέγεθος του πληθυσμού επομένως έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί σε πολλές χώρες για τον προσδιορισμό των αστικών περιοχών, κατά τις εθνικές απογραφές. Το 1960 αποφασίστηκε ο ελάχιστος πληθυσμός να είναι ανά χώρα ο εξής: στη Δανία 200 κάτοικοι και άνω, στη Γαλλία (το 1962) 2.000 και άνω (με max απόσταση μεταξύ των κατοικιών μέχρι τα 200 μέτρα), στη Δυτ. Γερμανία 2.000 κάτοικοι και άνω, στο Μεξικό 2.500 κάτοικοι και άνω, στην Ισπανία 10.000 κάτοικοι και άνω και στην Ιαπωνία 30.000 κάτοικοι και άνω (Hudson, 1977: p 81-82). H Υπηρεσία Πληθυσμιακής Απογραφής στις ΗΠΑ αποφάσισε ότι θα θεωρεί ως πόλεις όλα τα «συγκροτημένα τμήματα» που αριθμούν πάνω από 2.500 κατοίκους. Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι ο ορισμός του αστικού ποικίλει από χώρα σε χώρα και από περιφέρει σε περιφέρεια, δεδομένο που κάνει κάθε προσπάθεια σύγκρισης μια ιδιαίτερε σύνθετη διαδικασία. Β) Το κριτήριο της πυκνότητας. Ο Willcox (1926) για πρώτη φορά μετά από συστηματική μελέτη περιοχών με πληθυσμιακή υψηλή πυκνότητα καθόρισε την έννοια της πόλης με βάση τη πυκνότητα και μόνον. Ο Gryztzell (1964, 1989: 22) χρησιμοποίησε την πληθυσμιακή πυκνότητα των μικρότερων διοικητικών μονάδων και αποτύπωσε ένα ευρύτερο φάσμα οικισμών μέχρι τον ορισμό του «αστικού». Φυσικά είναι αδύνατο να προσδιορίσει κανείς τον αγροτικό με τον αστικό χώρο υιοθετώντας το κριτήριο της πυκνότητα και μόνο. Υπάρχου ορισμένα χωριά που είναι πυκνοκατοικημένα και αντίστοιχα αστικές περιοχές που παρουσιάζουν χαμηλές πυκνότητες 27

Γ) Το κριτήριο της κύριας απασχόλησης του πληθυσμού. Διαπιστώνοντας το βασικό μειονέκτημα της πυκνότητας ως κριτήριο, ο Willcox πρόσθεσε ένα μη-αριθμητικό χαρακτηριστικό, την κύρια απασχόληση του πληθυσμού. Μια περιοχή λοιπόν, θεωρείται αγροτική, μόνο εάν ο αγροτικός τομέας είναι η αποκλειστική και μόνη απασχόληση του πληθυσμού ενώ, αστική είναι μια περιοχή όπου πρακτικά δεν υφίσταται ο αγροτικός τομέας. Η πυκνότητα σ αυτή την περίπτωση μετατρέπεται ως εξαρτημένη μεταβλητή.. Ο καλύτερος τρόπος ίσως για να ορίσει κανείς μια αστική περιφέρεια (χρησιμοποιώντας το κριτήριο της απασχόλησης), είναι να θεωρούνται ως αστικές περιφέρειες εκείνες που διαθέτουν μεγαλύτερη αναλογία πληθυσμού που να εργάζεται στους υπόλοιπους δυο παραγωγικούς τομείς. Στις πόλεις, που είναι ουσιαστικά πολυλειτουργικές ενότητες, οι κυρίαρχες χρήσεις είναι αυτές του εμπορίου, βιομηχανίας, και υπηρεσιών. Από την άλλη πλευρά, στις αγροτικές περιοχές, η γη αντιμετωπίζεται ως φυσικός πόρος και ως επί το πλείστον αφορά σε χρήσεις του πρωτογενή τομέα. Ο Smailes (2001) προσδιόρισε πέντε παράγοντες που λειτουργούν ως συνθετικά χαρακτηριστικά και βασικά κριτήρια μιας δυναμικά αναπτυσσόμενης πόλης: το εμπορικό και επιχειρηματικό κέντρο, τη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευσης, κινηματογράφοι, καθημερινός τύπος και νοσοκομεία. Πόλεις που στερούνται ένα από τους πέντε παραπάνω θεσμούς τις ονομάζει «υποπόλεις», ενώ ανέδειξε τα «αστικά χωριά» ως ενδιάμεσο τύπο μεταξύ των χωριών και των πόλεων. Δ) Συνδυασμός κριτηρίων. Από τη στιγμή που η απαίτηση για ένα και μοναδικό κριτήριο συνοδεύτηκε με αποτυχία, μερικοί συγγραφείς, όπως ο Sorokin, ο Zimmerman, ο Maunier και ο Sombart κατέληξαν πως ένα σωστός ορισμός πρέπει να περιλαμβάνει ένα συνδυασμό πολλαπλών κριτηρίων ή ορισμών (Maunier, 1910, επίσης στο Bergel, 1955: p 7). Οι Sorokin και Zimmerman κατέταξαν οκτώ χαρακτηριστικά κατά τα οποία το γενικότερο αστικό περιβάλλον διαφέρει απ αυτό της υπαίθρου (Sombart, 1931). Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι: 28

1) Απασχόληση 2) Περιβάλλον 3) Μέγεθος της κοινότητας 4) Πυκνότητα πληθυσμού 5) Ετερογένεια ή ομοιογένεια του πληθυσμού 6) Κοινωνική διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση 7) Κινητικότητα 8) «Σύστημα αλληλεπίδρασης» (δηλ. πλήθος και είδος επαφών και επιδράσεων). Η ετερογένεια και ποικιλία των χρήσεων είναι περισσότερο διαδεδομένο χαρακτηριστικό των μεγάλων πόλεων. Σε άλλες περιπτώσεις διαπιστώνεται πως πολλά μικρά αστικά τοπία παρουσιάζουν περιορισμένη κινητικότητα πληθυσμού. Σε αρκετές χώρες οι αστικές περιοχές τείνουν να είναι περισσότερο ετερογενείς σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες και τη σύνθεση του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά, η βασικό χαρακτηριστικό είναι και η εσωτερική κινητικότητα. Επίσης ο Bergel (1979) ήταν ο πρώτος που τόνισε πως η κοινωνική διαστρωμάτωση είναι ένα βασικό αστικό χαρακτηριστικό και το αποτύπωσε συστηματικά. Η διαφορά μεταξύ αστικού και αγροτικού έγκειται στον τύπο ή τη βάση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, έστω κι αν οι εισοδηματικές διαφορές μεταξύ πόλης και υπαίθρου δεν αναπαράγουν πάντα αυτή 29

8. Η Αστικοποίηση Ένα αυξανόμενο και μάλιστα κατά εντεινόμενο τρόπο ποσοστό του παγκοσμίου πληθυσμού ζει σε πόλεις. Επιδιώκει δηλαδή, να ικανοποιήσει τις κοινωνικές οικονομικές του ανάγκες του, αλλά και να πραγματοποιήσει τις προσδοκίες του στο αστικό περιβάλλον. Η Αστικοποίηση αποτελεί ίσως τον εννοιολογικό πυρήνα της Αστικής Γεωγραφίας και του Σχεδιασμού του χώρου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αστικοποίηση έχει προσεγγισθεί υπό το πρίσμα διαφόρων θεωριών οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι: Α. Η Θεωρία Συμπεριφοράς Β. Η Δομική Θεωρία και Γ. Η Δημογραφική Σε γενικές γραμμές, μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι η αστικοποίηση αφορά στη διαδικασία συγκέντρωσης του πληθυσμού σε πυκνοκατοικημένους οικισμούς, όπου η πλειοψηφία των ατόμων εξασφαλίζουν τη διαβίωση τους από εργασία στους σε βασικούς παραγωγικούς τομείς (βιομηχανία, εμπόριο, υπηρεσίες). Πολλοί πιστεύουν πως οι πρώτες πόλεις οργανώθηκαν την Εποχή του Χαλκού από τους πολεμιστές που χρησιμοποιούσαν μεταλλικά όπλα (χάλκινα, μπρούτζινα και σιδερένια), οι οποίοι κέρδισαν τη στρατιωτική υπεροχή από τους νεολιθικούς χωρικούς. Κάποιοι μελετητές υποστήριξαν πως οι πρώτες πόλεις ήταν τα πρωτόγονα χωριά που εξελίχθηκαν σε αστικά κέντρα. Ο Murray (1949) τόνισε πως στην Αρχαία Μεσοποταμία, οι Σουμέριοι κατέβηκαν από τα ανατολικά ή τα νοτιο-ανατολικά στην πεδιάδα Shinar, για να πολεμήσουν τους νεολιθικούς κατοίκους που ζούσαν εκεί και ίδρυσαν την Ur (πιθανώς η αρχαιότερη πόλη), την Uruk και άλλες (Bergel, 1955: p 18-20). Ωστόσο, μπορεί η πολιτική κυριαρχία να ήταν η κυριότερος λόγος για τη δημιουργία της αρχαιότερης πόλης, άλλοι παράγοντες είναι υπεύθυνοι για τη συνέχιση της. Η στρατιωτική υποστήριξη ήταν απαραίτητη για την εγκατάσταση ανακτόρων και ναών, γεγονός που επέτρεψε τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού τεχνιτών και εμπόρων. Βαθμιαία, η αύξηση της παραγωγής και των πλεοναζόντων προϊόντων κατέδειξε την ανάγκη λειτουργίας εμπορικών πόλεων, οι οποίες μετατράπηκαν σε κέντρα ανταλλαγών βιοτεχνικών αγαθών της πόλης με συμπληρωματικές παροχές από την ύπαιθρο. Δημιουργήθηκαν λοιπόν, τρία είδη αγορών: οι τοπικές, οι περιφερειακές και οι παγκόσμιες. Η ακτοπλοΐα ήταν το γρηγορότερο μέσο μεταφοράς, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη των ναυτικών κέντρων. Άλλωστε, η εξάπλωση όμως της αγοράς και του εμπορίου απαιτεί τα 30

κατάλληλα μεταφορικά μέσα. Καθώς όμως αυξανόταν η εξειδίκευση εργασίας, παράλληλα ενισχυόταν η σαφής κοινωνική διαστρωμάτωση που αποτελείτο από την αριστοκρατία και τους υποτελείς της, τους τεχνίτες, τους εμπόρους και την εξαθλιωμένη εργατική τάξη. Το φαινόμενο της αστικοποίησης εντάθηκε το 19 ο αι. μετά την Βιομηχανική Επανάσταση (βλ. πίνακα 2) και την ανακάλυψη της ατμομηχανής. Την ίδια περίοδο πραγματοποιείται η αλματώδης ανάπτυξη των μέσων μεταφοράς καθώς και η κατακόρυφη αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, η οποία προσήλκυσε το πλεονάζοντα εργατικό δυναμικό της υπαίθρου, και οδήγησε στην αστική συγκέντρωση του πληθυσμού που εξειδικεύτηκε σε μη-πρωτογενή παραγωγικά συστήματα. Υπολογίζεται ότι πριν τις αρχές του 19 ου αι., μόνο το 3% του πληθυσμού ζούσε στις πόλεις των 5.000 κατοίκων και άνω. Το 1950 το ποσοστό αυξήθηκε στο 28%, ενώ στα 1970 ανήλθε στο 38% (Carter, 1989: p 24). Μέχρι το 1950, το ποσοστό αύξησης του αστικού πληθυσμού ήταν οριακό. Από την επόμενη δεκαετία το ποσοστό αύξησης άρχισε να εκτινάσσεται, όπως δείχνει ο Πίνακας 3.1, από τον οποίο επίσης βλέπουμε το μέγεθος των μεταναστεύσεων προς τα αστικά κέντρα. Κυρίαρχοι Τύποι Μεταφορών για Μεγάλες Αποστάσεις Κυρίαρχοι Τύποι Αστικών Μεταφορών Επιπτώσεις στον Αστικό Χώρο Πόλεις 1790-1850 1850-1920 1920-σήμερα Υδάτινες Μεταφορές Εποχή Εποχή (Κανάλια, Ποτάμια), Σιδηροδρόμου, Αυτοκινήτου, Ατμόπλοια μετά το Παρακμή Υδάτινων Αεροπλάνο, 1830, Δρόμοι, Μεταφορών Αύξηση Μεγέθους Άμαξες Δίκτυα και Ταχύτητας Πεζοί, Άλογα, Αμαξες Περιορισμένες Πυκνότητες και Μεγέθη, Ραγδαία Ανάπτυξη των Παράκτιων Πόλεων Νεά Υορκη, Λονδίνο, Rotterdam κοκ Αμαξες, Σιδηρόδρομοι, τραμ 1869 α Γραμμή μετρό του Λονδίνου, 1900 α γραμμή μετρό Παρίσι Μεταφορικές Βιομηχανίες Πόλεις Σιδηροδρόμων, Περιαστικοποίηση, Ανάπτυξη Βιομηχανίας Chicago, Torino, Παρίσι, κοκ Πλωτών Μέσων Αυτοκίνητο, Λεωφορείο, Μετρό Αστικές Επεκτάσεις, Ραγδαία Αστικοποίηση, Αυτοκινητοβιομηχ ανία και Πετροχημικά Los Angeles, Αθήνα, κοκ Πίνακας 2. Οικονομία Μεταφορών και Αστική Ανάπτυξη Αστικοποίηση 31

Η Βιομηχανική Επανάσταση οδήγησε στην παραγωγή μεγάλης κλίμακας, η οποία τροφοδότησε τις οικονομίες κλίμακας (δηλ. οικονομίες όπου το χαμηλό κόστος παραγωγής που οφείλεται στη συγκέντρωση των παραγωγικών συντελεστών, συμπληρωματικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων καθώς και της αγοράς). Έχει επισημανθεί ότι, οι οικονομίες κλίμακας ευδοκιμούν μόνο εάν το κόστος παραγωγής μίας μονάδας μειώνεται, αυξάνονται τα κέρδη της επιχείρησης, οπότε ελαχιστοποιούνται τα έξοδα σε όλα τα στάδια και τα μεγέθη της παραγωγής. Ακόμα, η συγκέντρωση δραστηριοτήτων βοηθάει στη μείωση του μεταφορικού κόστους. Οι παραπάνω παράγοντες συνέβαλαν ώστε, να αυξηθεί η συγκέντρωση του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η δευτερογενής παραγωγή περιέχει προστιθέμενη αξία, που είναι η αξία του τελικού προϊόντος πάνω και πέρα από το κόστος αγοράς των πρώτων υλών και των ενδιάμεσων προϊόντων. Η προστιθέμενη αξία λοιπόν, είναι το πληρωτέο ποσό του τελικού προϊόντος, λόγω των ενδιάμεσων εργασιών που έχει υποστεί για να καταλήξει στην αγορά. Περιλαμβάνει μισθούς, δάνεια, τόκους, κέρδη, πνευματική και διοικητική εργασία του επιχειρηματία ή παραγωγού κατά την παραγωγική διαδικασία, αξιολόγηση του αρχικού κεφαλαίου αλλά και του ρίσκου (Lipton, 1975: 462-465). Συνεπώς, η ανάπτυξη του βιομηχανικού τομέα σε πολλές περιπτώσεις συνδέθηκε άμεσα με της διαδικασία της αστικοποίησης. Άρα, η αστικοποίηση πραγματοποιείται ως αποτέλεσμα της μαζικής μετακίνησης εργασίας και του κεφαλαίου από τις κυρίαρχες δραστηριότητες της υπαίθρου στις αστικέςβιομηχανικές. Κυρίαρχη άποψη είναι επίσης ότι, υπάρχει μια άμεση αλληλεπίδραση μεταξύ αστικοποίησης και οικονομικής ανάπτυξης. Πάντως είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ένας κάποιος αριθμός από πόλεις σε μία χώρα με ένα μεγάλο ποσοστό αγροτικού πληθυσμό δεν αποτυπώνει κάποια ιδιαίτερη αναπτυξιακή συνθήκη. Με άλλα λόγια στο βαθμό που ο αγροτικός πληθυσμός αυξάνει με του ίσους ρυθμούς με αυτόν των πόλεων -και η αναλογία παραμένει σταθερή- μπορούμε να μιλάμε για αστικά ανάπτυξη αλλά όχι για αστικοποίηση. Η αστικοποίηση θα πρέπει να συσχετίζεται με διεργασίες που λαμβάνουν χώρα τόσο στον αστικό χώρο όσο και στον αγροτικό. Η αστικοποίηση εμπεριέχει δηλαδή, το στοιχείο της μεταβολής. Είναι δε μια σύνθετη έννοια που θα πρέπει συνεχώς να συσχετίζεται με οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά στοιχεία, με στοιχεία υποδομών και δικτύων 32

Επίσης ο όρος αστικοποίηση μπορεί να υιοθετηθεί με δύο τρόπους. Υπό μία ευρύτερη οπτική η αστικοποίηση υπονοεί τη διαδικασία της αστικής ανάπτυξης, τόσο όσον αφορά συνθήκες αύξησης όσο και παρακμής. Υπό μία πιο περιορισμένη οπτική η αστικοποίηση αποτελεί την πρώτη από τις τέσσαρες φάσεις ενός προτύπου αστικής ανάπτυξης (Van Den Berg et al 1982). Οι άλλες τρεις φάσεις είναι: περιαστικοποίηση, από- αστικοποίηση, επαν-αστικοποίηση (reurbanisation). Αστικοποίηση αφορά στην ανάπτυξη που λαμβάνει χώρα στον πυρήνα της πόλης. Ιδιαίτερα σημαντική και διαφωτιστική είναι η ανάλυσης της αστικοποίησης από τον Mingione (1980-1991) που εντοπίζει δύο βασικές φάσεις στην όλη διαδικασία (βλ σχ.8 και σχ9). Η πρώτη που διαρκεί μέχρι περίπου τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έχει ως βασικά χαρακτηριστικά την καταλυτική σημασία εκβιομηχάνισης και τη σαφή διάσταση που διέπει την σχέση αστικού και αγροτικού χώρου. Η δεύτερη φάση που στη ουσία κυριαρχεί και τις μέρες μας έχει ως βασικά χαρακτηριστικά την κεντροβαρική σημασία της τεχνολογίας και της ρευστότητα του διέπει τη σχέση αστικού και αγροτικού χώρου. 33

34

35

9. Ταξινόμηση κατηγοριοποίηση Οικισμών Οι αστικές περιοχές παρουσιάζουν μια τεράστια ποικιλία σε ό,τι αφορά το μέγεθος, τις λειτουργίες που εξυπηρετούν και τα χαρακτηριστικά της οργάνωσης τους. Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει προκειμένου να καταλήξουν σε κάποια ομαδοποίηση ή κατηγοριοποίηση των αστικών περιοχών με διάφορους τρόπους. Παρακάτω δίνεται μια σύντομη παρουσίαση των διαφορετικών μεθόδων που έχουν ακολουθηθεί, ώστε το αποτέλεσμα της κατηγοριοποίησης να βοηθήσει τους πολεοδόμους και χωροτάκτες. 9.1 Συστήματα κατηγοριοποίησης: 1) Κατηγοριοποίηση βάσει της ηλικίας και των φυσικών χαρακτηριστικών. Οι Taylor (1949) κατηγοριοποίησε τις πόλεις έχοντας με βάση την εξελικτική τους πορείας, με την υιοθέτηση φυσικών όρων και συνακόλουθα στάδια ανάπτυξης. Τα βασικά αυτά στάδια είναι τα εξής: i) Το «πρωταρχικό στάδιο», όταν δηλ. η συγκρότηση χαρακτηρίζεται από μίξη των χρήσεων γης, χωρίς κανένα διαχωρισμό των περιοχών (π.χ. κατοικίας-εμπορίου) ή χωρίς κοινωνική διαστρωμάτωση. Στο στάδιο αυτό η δόμηση δεν είναι οργανωμένη αλλά άτυπα κατανεμημένη. ii) Το «πρώιμο στάδιο», όταν εμπορικά καταστήματα αρχίζουν να συγκεντρώνονται στο κέντρο, κατοικίες εγκαθίστανται στα όρια της πόλης και λίγα διασκορπισμένα εργοστάσια αρχίζουν να λειτουργούν. iii) Το «ώριμο στάδιο», το οποίο χαρακτηρίζεται από απόλυτα διαχωρισμένες περιοχές κατοικίας με καλύτερης ποιότητας οικοδομές που εγκαθίστανται στην περιφέρεια της πόλης, οι φτωχότερες κατοικίες κοντά στο εμπορικό κάντρο, ενώ τα εργοστάσια κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. iv) Το «στάδιο παρακμής», χαρακτηρίζεται από τη διακοπή της ανάπτυξης, την εξασθένιση κάποιων χαρακτηριστικών και την παρακμή σε επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας. Ο Houston (1953 1977: 141-143), ανέδειξε τρία στάδια εξέλιξης της πόλης: 36

i) Το στάδιο της εν «δυνάμει εξελικτικής συνθήκης», που συχνά περιγράφεται από τις περιοχές στο κέντρο παλιών μεγάλων πόλεων, από τα μνημεία, τα παλαιά τειχών και κεντρικές οδούς. ii) Το «νεαρός στάδιο», που περιγράφεται με εκσυγχρονιστικές αλλαγές στις μεταφορές και το εμπόριο κοκ. Επίσης περιγράφεται και από την αστική διάχυση μέσω της διασποράς κατοικιών και χώρν εργασίας μακριά από το κέντρο της πόλης δε εγγύτητα με τους μεταφορικούς άξονες. iii) Το «μοντέρνο στάδιο» που χαρακτηρίζεται από τη ραγδαία ανάπτυξη των προαστίων λόγω της εξέλιξης των μεταφορών. 2) Κατηγοριοποίηση βάσει τεχνολογικών χαρακτηριστικών. Έχοντας ως υπόβαθρο το έργο των Geddes (1938) και Mumford (1966), ο Hudson (1977: 143-145) προσδιόρισε τα ακόλουθα στάδια εξέλιξης των πόλεων με βασικό κριτήριο το τεχνολογικό επίπεδο. i) Πρωτοτεχνολογική. Μια φάση που χαρακτηρίζεται από τη χρήση φυσικών πόρων ως πηγών ενέργειας. ii) Παλαιοτεχνολογική. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από τη χρήση του άνθρακα, του σιδήρου, της υψικαμίνου, των ατμοκίνητων μηχανών και των καναλιών για τις μεταφορές. iii) Νεοτεχνολογική. Η φάση χαρακτηρίζεται από την εισαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας και των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται ακόμα τα νέα μέσων επικοινωνίας, όπως το τηλέφωνο και ραδιόφωνο. iv) Βιομηχανική. Η τύπος πόλης που περιγράφεις και συνθήκες υψηλής τεχνολογίας.. 3) Κατηγοριοποίηση βάσει πολιτιστικού επιπέδου Μια άλλη κατηγοριοποίηση (Mumford 1966) προσεγγίζει την πόλη ανάλογα με πολιτιστικά επίπεδα που έχει βιώσει από την ακμή έως την παρακμή της Η κατηγοριοποίηση αναδεικνύει την ύπαρξη ιεραρχίας, παρουσιάζοντας διαφορετικές λειτουργίες αλλά και ιστορικές σημασίες. 4) Λειτουργική κατηγοριοποίηση των αστικών στοιχείων. Η πόλη είναι το σημείο αιχμής της εξειδικευμένης δραστηριότητας, όπως είναι η παραγωγή, η συνέργεια και οι υπηρεσίες. Η πρώτη προσπάθεια συστηματικής κατηγοριοποίησης των πόλεων βάσει των λειτουργιών τους, έγινε από την Επιτροπή Υγείας στο Ηνωμένο Βασίλειο 1840 (στον Carter, 1989: 39) που διεξήγαγε ειδικές έρευνες πεδίου και υιοθέτησε τις πρώτες εμπειρικές μεθόδους σχετικές με το ζήτημα. Με βάσης αυτές οι Βρετανικές πόλεις χωρίστηκαν σε 37

πέντε κατηγορίες, έχοντας ως σκοπό να εξακριβώσουν την κατάσταση υγείας σε πόλεις που βρίσκονται σε διαφορετική περιοχές και με διαφορετική εξειδίκευση. Οι τύποι που καταγράφηκαν ήταν οι: α) Μητροπόλεις, β) Βιομηχανικές πόλεις, γ) Παράκτιες πόλεις, δ) Πόλεις σε εγγύτητα με αγροτικές αρδευόμενες περιοχές και ε) Πόλεις της υπαίθρου και της ενδοχώρας. Επίσης ο Arrousseau (1921:563), επιχείρησε μια κατηγοριοποίηση που στηρίχθηκε στη πληθυσμιακή κατανομή και στην κύρια δραστηριότητα των κατοίκων και έχει ως εξής: Διοικητικές πόλεις, οι οποίες περιλαμβάνουν πρωτεύουσες χωρών και πόλεις υψηλών εισοδημάτων. Στρατιωτικές πόλεις, όπου εγκαθίστανται ναυτικές βάσεις, οχυρωμένες ή πόλεις-φρούρια. Πολιτισμικές πόλεις, που περιλαμβάνουν Πανεπιστήμια, Καθεδρικούς ναούς, χώρους τέχνης, και θρησκευτικά κέντρα. Βιομηχανικές πόλεις. Πόλεις επικοινωνίας, που διαθέτουν κέντρα μεταφοράς διανομής και εφοδιασμού. Πόλεις ψυχαγωγίας, που περιλαμβάνουν νοσοκομειακές, τουριστικές και ψυχαγωγικές εγκαταστάσεις. Στις παραπάνω κατηγοριοποιήσεις, που έχει χρησιμοποιηθεί περιγραφική μεθοδολογία και δεν περιλαμβάνει μεταξύ των κριτηρίων- την απασχόληση. Η απασχόληση αποτέλεσε εντούτοις το βασικό κριτήριο προσδιορισμού της κύριας λειτουργίας-σημασίας της πόλης. Στην κατεύθυνση αυτή πρώτη απόπειρα να έγινε από τον Marinelli (1930). Ωστόσο, η πιο συστηματική απόπειρα ήταν εκείνη του όπου επιχειρήθηκε η λειτουργική κατηγοριοποίηση των πόλεων των ΗΠΑ (Harris, 1937). Τα δυο βασικά κριτήρια που ακολούθησε ο Harris είναι τα εξής: i. Το κριτήριο της εργασίας. Αποσαφήνισε τη σημασία της εργασίας σχετικά με τη βιοτεχνία, το λιανικό και χονδρικό εμπόριο σε μια συγκεκριμένη πόλη, χρησιμοποιώντας στοιχεία από βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις 984 αμερικανικών πόλεων άνω των 10.000 κατοίκων (σύμφωνα με την απογραφή του 1930). ii. Το κριτήριο της απασχόλησης. Αποτυπώνει την αναλογία του συνολικού ενεργού εργατικού δυναμικού σε ορισμένες κατηγορίες απασχόλησης. Τα στοιχεία προήλθαν από έρευνα του πληθυσμού 377 αμερικανικών πόλεων άνω των 25.000 κατοίκων. Ο Harris (1937) δημιούργησε 9 τύπους πόλεων, οι οποίοι περιγράφονται ως εξής: 38

i) Βιομηχανικές, στις οποίες περιλαμβάνονται δύο ξεχωριστοί τύποι πόλεων: (α) Υποκατηγορία Μ, όπου πρώτον, το βασικό κριτήριο είναι η εργασία στη βιοτεχνία να ισούται με το 74% της συνολικής εργασίας στη βιομηχανία, το λιανικό και χονδρικό εμπόριο και δεύτερον, το αντίστοιχο ποσοστό εργασίας σε βιοτεχνικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις να είναι τουλάχιστον 45% του συνόλου του ενεργού εργατικού δυναμικού. (β) Υποκατηγορία Μ, όπου πρώτον, το βασικό κριτήριο είναι η εργασία στη βιοτεχνία να ισούται με το 60% της συνολικής εργασίας στη βιοτεχνία, το λιανικό και χονδρικό εμπόριο και δεύτερον, το αντίστοιχο ποσοστό εργασίας σε βιοτεχνικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις να είναι μεταξύ 30-45% του συνόλου του ενεργού εργατικού δυναμικού. Επομένως οι πόλεις τύπου Μ είναι περισσότερο αριθμητικά παρά ουσιαστικά βιομηχανικές από τις πόλεις τύπου Μ. ii) Κέντρα Λιανικού Εμπορίου, που συμβολίζονται με το γράμμα R (Retail centres), χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι η εργασία στο λιανικό εμπόριο έφτανε τουλάχιστον το 50% της συνολικής εργασίας στη βιοτεχνία, λιανικό και χονδρικό εμπόριο. Επιπλέον, η εργασία στη βιοτεχνία ήταν τουλάχιστον 2,2 φορές μεγαλύτερη από του χονδρικού εμπορίου.. iii) Κέντρα Χονδρικού Εμπορίου, που συμβολίζονται με το γράμμα W (Wholesale centres) χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι η εργασία στο χονδρικό εμπόριο φτάνει το 20% της συνολικής εργασίας στη βιοτεχνία, λιανικό και χονδρικό εμπόριο. Επιπλέον, η εργασία στο χονδρικό εμπόριο ήταν κατά 45% μεγαλύτερη από του λιανικού εμπορίου. Οι πόλεις που ανήκουν σ αυτήν την κατηγορία διαχωρίζονται σε δυο είδη: πρώτον, μικρές πόλεις που ειδικεύονται στη συσκευασία και προώθηση αγροτικών προϊόντων.. iv) Διαφοροποιημένες Πόλεις, που συμβολίζονται με το γράμμα D (Diversified cities), αφορούν σε πόλεις όπου η εργασία στη βιοτεχνία, το λιανικό και χονδρικό εμπόριο είναι λιγότερο από 60%, 20% και 50% αντίστοιχα της συνολικής εργασίας στις δραστηριότητες αυτές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι βιοτεχνίες και βιομηχανίες απασχολούν περίπου το 25-35% του ενεργού εργατικού δυναμικού. v) Μεταφορικά Κέντρα, που συμβολίζονται με το γράμμα T (Transportation centres). Το 11% του ενεργού εργατικού δυναμικού των πόλεων αυτών απασχολείται στις μεταφορές και τις επικοινωνίες, το 1/3 των εργαζομένων 39

στις βιοτεχνίες και βιομηχανίες και τα 2/3 στο εμπόριο. Μεταξύ των πόλεων που ανήκουν σ αυτήν την κατηγορία οι 18 βρίσκονται σε αστικά κέντρα που εξυπηρετούνται από το σιδηροδρομικό δίκτυο, ενώ όλες αριθμούν πληθυσμό των 25.000 κατοίκων. vi) Εξορυκτικές Πόλεις, που συμβολίζονται με το γράμμα S, των οποίων το 15% του ενεργού εργατικού δυναμικού απασχολείται στην εξόρυξη μεταλλευμάτων. vii) Πανεπιστημιακές Πόλεις, που συμβολίζονται με το γράμμα Ε αφορούν στα αστικά κέντρα εκείνα που το 1940 τουλάχιστον το 25% του πληθυσμού εργαζόταν στα Πανεπιστήμια, τα Τεχνολογικά Ινστιτούτα, τις Σχολές Καλών Τεχνών κ.ά.. viii) Πόλεις-προορισμοί διακοπών και διαμονής (μετά τη συνταξιοδότηση), για τις οποίες κανένα αποδεκτό και ικανοποιητικό στατιστικό στοιχείο δε βρέθηκε. Στο σύνολο, 23 πόλεις αυτής της κατηγορίας έχουν καταχωρηθεί, οι περισσότερες από τις οποίες είναι θερινά ή χειμερινά θέρετρα. ix) Άλλοι τύποι πόλεων, όπου περιλαμβάνονται περιφερειακές και πολιτικές πρωτεύουσες, στρατιωτικές βάσεις, πόλεις-φρούρια, ναυτικές βάσεις, χρηματοοικονομικά και επαγγελματικά κέντρα, που δεν διαφοροποιούνται στη βάση μιας στατιστικής ανάλυσης. Τα περιφερειακά κέντρα ήταν διασκορπισμένα στο κέντρο των πόλεων εξυπηρετώντας και κυριαρχώντας επί της ευρύτερης περιφέρειας. Οι πόλεις αυτές ήταν σημαντικά κέντρα χονδρεμπορίου, γραφείων και χρηματο-οικονομικών δραστηριοτήτων και παρουσίαζαν υψηλά ποσοστά απασχόλησης του ενεργού εργατικού δυναμικού στον τριτογενή τομέα. Συμπεραίνουμε πως καθώς οι παραπάνω προσπάθειες κατηγοριοποίησης βασίστηκαν στη χρήση περιγραφικών και συγκεντρωτικών στατιστικών στοιχείων. Η μέθοδος σύγκρισης των τοπικών χαρακτηριστικών με τον εθνικό μέσο όρο, αποτέλεσε τη βάση αρκετών τυπολογιών στατιστικής ανάλυσης. Εντούτοις, η πληρέστερη τυπολογία δόθηκε από το Nelson (1955). Το πρόβλημα που προσπάθησε να επιλύσει είναι πόσο μεγάλο πρέπει να είναι το ποσοστό εργασίας σ ένα συγκεκριμένο κλάδο, ώστε η αποδοτικότητα του κλάδου να είναι αρκετά υψηλότερη από αυτό που αποκαλούμε «μέση απόδοση» και έτσι να δικαιολογήσει το διαχωρισμό του από τους υπόλοιπους κλάδους στην κατηγοριοποίηση. Ως «μέση απόδοση» όρισε το μέσο όρο της χώρας συνολικά, ενώ την αμέσως καλύτερη από τη μέση απόδοση όρισε την απόκλιση από τον 40

εθνικό μέσο όρο, καταγράφοντας πόσες φορές παραπάνω από το μ.ό. όλων των πόλεων ήταν το ποσοστό εργασίας της πόλης που εξετάζεται. Διάκρινε δέκα διαφορετικούς τύπους πόλεων: βιοτεχνική, λιανικού εμπορίου, υπηρεσιών προς επιχειρήσεις, ατομικών /προσωπικών υπηρεσιών, δημόσιας διοίκησης, χονδρικού εμπορίου, χρηματο-οικονομικών ασφαλιστικών και real estate υπηρεσιών, εξορυκτικές, διαφοροποιημένες καθώς και μεταφορικά και επικοινωνιακά κέντρα. Έτσι, δημιουργήθηκε η ανάγκη για το διαχωρισμό των κυρίαρχων και χαρακτηριστικών λειτουργιών μιας πόλης. Οι κυρίαρχες λειτουργίες είναι εκείνες που υπερισχύουν αριθμητικά σε ό,τι αφορά τα ποσοστά απασχόλησης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Οι χαρακτηριστικές λειτουργίες αφορούν στη λειτουργία εκείνη που διέκρινε τη συγκεκριμένη πόλη από τις άλλες σε όρους στατιστικών δεδομένων. Ωστόσο, όλες οι παραπάνω μέθοδοι αναπτύχθηκαν στη βάση ενός δεδομένου ή ενός κριτηρίου, ενώ στην πραγματικότητα οι πόλεις διαφέρουν μεταξύ τους λόγω της ύπαρξης πολλών μεταβλητών. Για αυτό το λόγο, οποιαδήποτε τυπολογία ομοίων ή ανόμοιων πόλεων οφείλει να λαμβάνει υπ όψιν πολλά κριτήρια. Αρκετές είναι οι πολυμεταβλητές αναλύσεις που έχουν γίνει προκειμένου να λύσουν το πρόβλημα αυτό. Οι Moser και Scott (1961) χρησιμοποίησαν 57 μεταβλητές στην κατηγοριοποίηση των βρετανικών πόλεων, προσπαθώντας να αποδώσουν τις κοινωνικές και οικονομικές διαφορές τους. 5) Κατηγοριοποίηση βάσει τον μεταναστευτικών χαρακτηριστικών. 6) Ο τύπος αυτός κατηγοριοποίησης έγινε από τον Ray Chaudhuri (1993: 61-69) προκειμένου να κατηγοριοποιήσει τις πόλεις της Ινδίας με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων, βάσει των στοιχείων της απογραφής του 1971. Στόχος ήταν να αναλυθεί η δυνατότητα αφομοίωσης των μεταναστών από τις μεγάλες περιφέρειες της Ινδίας. Οι μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το ποσοστό των μεταναστών επί του συνολικού πληθυσμού, το ποσοστό των εργατών μεταναστών επί του συνόλου των εργατών, το ποσοστό των μεταναστών προς τα αστικά κέντρα επί του συνόλου των μεταναστών και το ποσοστό των αρρένων μεταναστών επί του συνόλου των μεταναστών. Από αυτήν την κατηγοριοποίηση διακρίθηκαν 4 τύποι πόλεων: 41

i) Πόλεις με υψηλά ποσοστά μεταναστών, με ποσοστά μεταναστών και μεταναστευτικής εργασίας υψηλότερα από το μ.ό.. Τούτο καταδεικνύει την τάση της πόλης να προσελκύει μετανάστες προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες για εργατικό δυναμικό. Κατά συνέπεια, οι μετανάστες κατέχουν μεγαλύτερο μερίδιο εισοδημάτων απ ότι στις άλλες πόλεις. Επιπλέον, οι πόλεις αυτές φαίνεται να ωφελούνται από τη φιλοξενία των μεταναστών, σε ό,τι αφορά τη φτηνή υπερεργασία, που είναι και το κυριότερο χαρακτηριστικό της απασχόλησης τους στις πόλεις. Ωστόσο, παράλληλα με τις πόλεις που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά μεταναστών καταγράφονται υψηλά ποσοστά φτώχειας στην ύπαιθρο. ii) Πόλεις με χαμηλά ποσοστά μεταναστών, με ποσοστά μεταναστών και μεταναστευτικής εργασίας κάτω του μέσου όρου. Ενδέχεται να διαδραματίσουν λιγότερο σημαντικό ρόλο και περισσότερο παθητικό στο μηχανισμό υποστήριξης της υπερεργασίας, καθώς η αγορά εργασίας της πόλης είτε εξαρτάται είτε όχι από τη μεταναστευτική εργατική δύναμη. Συγκριτικά με την προηγούμενη κατηγορία, οι πόλεις αυτές παρουσιάζουν μεγαλύτερες τιμές σε φτώχεια. iii) Παλαιότερα Μεταναστευτικά Κέντρα, με χαμηλά ποσοστά μεταναστών αλλά υψηλά ποσοστά μέσης μεταναστευτικής εργασίας. Ο παραπάνω συνδυασμός μπορεί να ερμηνευτεί λόγω των υψηλών ποσοστών μετανάστευσης στο παρελθόν, που οδήγησαν στον μεγάλο αριθμό εργατών μεταναστών. Το υψηλό ποσοστό μη μεταναστών του πληθυσμού συνεπάγεται τη μείωση της μεταναστευτικής εργατικής δύναμης στο μέλλον. Τούτο υποδεικνύει τον περιοριστικό ρόλο των πόλεων αυτών στο μηχανισμό απορρόφησης μεταναστευτικής εργασίας μελλοντικά. Η Καλκούτα συγκαταλέγεται μεταξύ των πόλεων αυτής της κατηγορίας. iv) Αποτελματωμένοι Δέκτες Μεταναστών, με υψηλά ποσοστά μέσης μετανάστευσης και χαμηλά ποσοστά μέσης μεταναστευτικής εργασίας. Μόνο το 12% των πόλεων αυτών βρίσκονταν πάνω από το μέσο όρο απασχόληση αρρένων μεταναστών, αποδεικνύοντας πόσο μικρό ρόλο μπορούν να παίξουν οι πόλεις αυτές στο μηχανισμό μεταφοράς μεταναστευτικής εργατικής δύναμης, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι οι γυναίκες δε συμμετέχουν στην αγορά εργασίας, γενικότερα στην Ινδία και άλλες χώρες του Τρίτου κόσμου. 42

9.2. Η Σημασία της κατηγοριοποίησης στο Σχεδιασμό του Χώρου Το ερώτημα του εγείρεται είναι, πώς μπορεί η κατηγοριοποίηση να βοηθήσει έναν πολεοδόμο χωροτάκτη. Τα διαφορετικά συστήματα κατηγοριοποίησης που αναφέρθηκαν παραπάνω συμβάλουν στην εξυπηρέτηση των παρακάτω σκοπών: 1) Διασφάλιση του ρόλου που παίζουν οι διαφορετικού τύποι πόλεων στην εθνική οικονομία. 2) Εξακρίβωση του μεγέθους του εργατικού δυναμικού των πόλεων και των περιφερειών βάσει της επιλεγμένης τυπολογίας πόλης. 3) Διαπίστωση ότι η τοποθεσία εγκατάστασης μιας πόλης εξαρτάται από τη λειτουργία της, π.χ. οι υποδομές μιας πόλης-προορισμού διακοπών διαφέρουν από εκείνες μιας βιομηχανικής πόλης. 4) Πρόβλεψη μέσω της κατηγοριοποίηση βάσει ηλικίας, ότι η πόλη θα χρειαστεί να επεκταθεί στο μέλλον. 5) Επιβεβαίωση ότι μέσω της κατηγοριοποίηση βάσει τεχνολογικού εξοπλισμού αντανακλά την ανάγκη για συμπληρωματικές υπηρεσίες, που ενδέχεται να υποδείξουν την ανάγκη κατάρτισης του εργατικού δυναμικού. 6) Διαπίστωση πως τα προβλήματα διαφορετικών τύπων πόλεων απαιτούν διαφορετικές λύσεις. 43

10. Η Αστικοποίηση στη Μεταπολεμική Ελλάδα 10.1. Γενικά Ο στόχος αυτής ενότητας είναι κατά πρώτο λόγο ή κατάδειξη της σημασίας και η σκιαγράφηση μερικών χαρακτηριστικών τoυ νέου προτύπου αστικοποίησης που πρόσφατα εδραιώθηκε την δεκαετία του 1990στην Ελλάδα. Το πρότυπο αυτό άρχισε να μορφοποιείται κατά το τέλος της δεκαετίας του 1970, υποκαθιστώντας το προηγούμενο που την ίδια αυτή περίοδο εξάντλησε τη δυναμική του. Βασικές πτυχές του νέου προτύπου (μεταξύ άλλων) είναι η ανατροπή της προγενέστερης σχέσης μεταξύ αστικού και του αγροτικού χώρου και η ανάδειξη ενός νέου ρόλου για τις ενδιάμεσες αστικές συγκεντρώσεις (εκτός των κυρίαρχων της Αθήνας και Θεσσαλονίκης). Κατά δεύτερο λόγο επομένως, η παρουσίαση αυτή θα επικεντρωθεί και στην προσέγγιση του ρόλου των ενδιάμεσων αστικών συγκεντρώσεων, όπως αυτός αναδεικνύεται μέσα από το γενικότερη δυναμική της αστικοποίησης. Ο ρόλος αυτός διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή και συγκροτείται κάτω από διαφορετικές εξελίξεις. Συγκροτείται για παράδειγμα, με την εντατικοποίηση προυπαρχουσών τάσεων που διέπουν κλάδους της αστικής οικονομίας, με τη μεταβολή των παλαιών βιομηχανικών κέντρων σε κέντρα υπηρεσιών, με την ενδυνάμωση μονολειτουργικής θέσης μερικών πόλεων ως μεταφορικών κόμβων και τέλος με τη χωρική οικονομική, κοινωνική και διοικητική ενσωμάτωση περιοχών σε ενιαίες ενότητες. Επιπλέον οι ενδιάμεσες συγκεντρώσεις θέτουν επιτακτικά ζητήματα και σε επίπεδο πολιτικής στα οποία αξίζει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας. 44

45

10.2. Το Κυρίαρχο Μεταπολεμικό Πρότυπο Αστικοποίησης H οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στη μεταπολεμική Ελλάδα αποτέλεσε στην ουσία ένα αστικό, έντονα συγκεντρωποιημένο φαινόμενο, που ήλθε να ανατρέψει την προ-πολεμική (σχετικά διάχυτη και αγροτικής υφής) συνθήκη. Στην ουσία δηλαδή ταυτίσθηκε με μία, μία άκρως πολωμένη αστική δομή οι οποία εδραιώθηκε (ως προέκταση προπολεμικών τάσεων) με εντεινόμενο τρόπο κατά τις διάφορες δεκαετίες και κυρίως αυτής του 1960. Δύο συγκεντρώσεις κυριαρχούν στην όλη μεταπολεμική οικονομική και γεωγραφική δομή: κατά πρώτο λόγο η Αθήνα και κατά δεύτερο η Θεσσαλονίκη. Πιο συγκεκριμένα η περίοδος 1951-1971 οδήγησε σε μία άνευ προηγουμένου αναδιάρθρωση των παραγόντων παραγωγής (κάτω από εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης) και συνοδεύθηκε από δραματικές ροές εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης (ως γνωστόν περισσότερο από 1.5 εκ. πληθυσμού μετακινήθηκε στα αστικά κέντρα). Στο τέλος της δεκαετίας του 1960, το 29% του πληθυσμού της χώρας ήταν συγκεντρωμένο στην Αθήνα. Τη ίδια αυτή περίοδο και η Θεσσαλονίκη εδραιώθηκε ως το δεύτερο σε σημασία αστικό συγκρότημα της χώρας. Έκτοτε μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη θα σηκώσουν και το κύριο βάρος της ανάπτυξης της χώρας, Σε γενικές γραμμές το κυρίαρχο μεταπολεμικό πρότυπο αστικοποίησης χαρακτηρίσθηκε από: α. Την αυξανόμενη πληθυσμιακή κινητικότητα από την ύπαιθρο στις αστικές περιοχές. β. Την εντεινόμενη προσφορά εργατικού δυναμικού και συγχρόνως την αποδιάρθρωση της παραγωγικής δυναμικότητας μέρους της αγροτικής ενδοχώρας. γ. Την έντονα αντιθετική σχέση μεταξύ πόλης και υπαίθρου, ως αποτέλεσμα της επιβίωσης κάποιων προγενέστερων παραγωγικών σχέσεων στις αγροτικές περιοχές. δ. Την συνεχή επέκταση σχέσεων προσόδου στην αγροτική ενδοχώρα, που οδηγεί και στην ενσωμάτωσή της σε ευρύτερες αστικές οικονομίες. Μέσα σε αυτό πλαίσιο τα μικρότερα αστικά κέντρα εξάντλησαν το αναπτυξιακό τους δυναμικό αντιστεκόμενα στις ευρύτερες πολωτικές τάσεις. Η δυνατότητα αντίστασης κρίθηκε εν πολλοίς από το μέγεθος της οικονομική τους βάσης, το ρόλο μερικών οικονομικών κλάδων και από τα πλεονεκτήματα της προσπελασιμότητας και γεωγραφικής θέσης (π.χ. περιφερειακά οικονομικά και διοικητικά κέντρα, 46

τουριστικές περιοχές, πόλεις με ισχυρή αγροτική ενδοχώρα, λιμενικές περιοχές και πόλεις που ευνοήθηκαν από την πρώτη περίοδο βιομηχανικής ανάπτυξης και συγκεκριμένα από επενδύσεις βιομηχανίας, εξόρυξης κα). Κατά αυτόν τον τρόπο τα εν λόγω αστικά κέντρα κατάφεραν να απορροφήσουν και να συντηρήσουν μέρος των μεταναστευτικών ρευμάτων της ενδοχώρας τους, των οποίων βασικές περιοχές προορισμού θα ήταν (υπό άλλες συνθήκες) οι δύο μεγάλες αστικές συγκεντρώσεις και τις βιομηχανικές περιφέρειες του Ευρωπαϊκού Βορά. 10.3. To Nέο Πρότυπο Αστικοποίησης Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι το συμβατικό πρότυπο αστικοποίησης έφθασε στην τελική του καμπή κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Σε μία περίοδο, δηλαδή, που μετά από μία παρατεταμένη τη πολιτική και οικονομική κρίση, εμφανίσθηκαν και οι πρώτες τάσεις οικονομικής ανάκαμψης. Πιο συγκεκριμένα, οι έκτακτες πολιτικές συνθήκες με την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος συνοδεύθηκαν από ένα γενικότερα θετικό οικονομικό κλίμα. Μεταξύ 1974 και 1979, το ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνει περισσότερο από το μέσο Ευρωπαϊκό (3.3 %), αλλά με μειωμένους ρυθμούς (Lyberaki, 1996: σ.2). Μετά το 1975 οι επενδύσεις αυξήθηκαν σταθερά και το 1979 έφθάσαν τα επίπεδα του 1973. Αμέσως μετά όμως, τις αρχές του 1980, παρουσιάζεται αναστροφή των θετικών αυτών εξελίξεων. Τα θετικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής οικονομίας μεταβάλλονται δραματικά και έκτοτε η εικόνα σηματοδοτείται από πτώση του ετήσιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, φθίνουσα τάση επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου, μείωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγής, αύξηση του δημόσιου χρέους κοκ. Οι συνθήκες ύφεσης επηρέασαν κυρίως τα παραδοσιακά βιομηχανικά κέντρα όπως τον Πειραιά, την Πάτρα, το Βόλο και τη Θεσσαλονίκη. Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί ίσως και την απαρχή της αποβιομηχάνισης στην Ελληνική οικονομία. Παράλληλα άλλες πόλεις σε άλλες περιφέρειες της χώρας, όπως στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία με την αναδιάρθρωση των οικονομιών τους ανέπτυξαν μια νέα δυναμική που σε μεγάλο βαθμό αντιστάθμισε τις απώλειες από την προηγούμενη περίοδο (Βαϊου- Χατζημιχάλης 1997; σ:2). Το ίδιο ισχύει και για αστικές συγκεντρώσεις όπως το Ηράκλειο, τη Λάρισα και τα Ιωάννινα. 47

Π.Σ. Χανίων Π.Σ. Ηρακλείου 48

Οι οικονομικές εξελίξεις κατά τη δεκαετία του 1990 μπορούν να προσεγγισθούν σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση χαρακτηρίζεται από μία κατάσταση παρατεταμένης κρίσης ως συνέχεια των προγενέστερων τάσεων. Εχουμε να κάνουμε επομένως με συνθήκες δραματικής αύξησης του δημόσιου χρέους και ελλείμματος,, αύξηση της ανεργίας (που φθάνει το 10.1 % το 1998), μείωση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων στη βιομηχανία κα (EUROSTAT 1998). Η προϋπάρχουσα δε τάση αποβιομηχάνισης λαμβάνει πλέον την πιο ακραία της μορφή και μάλιστα σε περιοχές όπως το Λαύριο, την Εύβοια, την Κοζάνη την Πάτρα το Βόλο κα. Προς το τέλος όμως την ίδιας αυτής δεκαετίας οι συνθήκες κρίσης ανατρέπονται, μέσω μίας διαδικασίας αναδιάρθρωσης που έχει βασικό στοιχείο την διεύρυνση της οικονομίας των υπηρεσιών. Μέσα δηλαδή σε αυτό το γενικότερο κλίμα οι πόλεις της χώρας λειτουργούν και αντιδρούν διαφορετικά. Η αστική συγκέντρωση των Αθηνών σταθεροποιείται πληθυσμιακά λόγω της μείωσης των μεταναστευτικών ρευμάτων και των τάσεων προαστικοποίησης (0,9% αύξηση μεταξύ 1981-91 και 0.73%μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής μεταξύ 1991-1994) που οδηγούν στην ενσωμάτωση περιοχών του νομού σε μία ενιαία μητροπολιτική (οικονομικά και λειτουργικά) συνθήκη. Η Θεσσαλονίκη και ευρύτερη περιφέρειά συνεχίζουν να αυξάνουν πληθυσμιακά (6,1% μεταξύ 1981-1991) αλλά με χαμηλότερους ρυθμούς από τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο υπόλοιπος εθνικός χώρος σηματοδοτείται κα πάλι από πληθυσμιακές εκροές από την αγροτική ενδοχώρα προς αστικά κέντρα. Οι εκροές όμως αυτές δεν έχουν τον τραυματικό χαρακτήρα των παρελθόντος, ούτε φυσικά το ίδιο μέγεθος και ένταση. Σε αυτή τη φάση η αντίθεση πόλης υπαίθρου περιορίζεται σε σχεδόν οριακό επίπεδο, (γίνεται ίσως πιο ρευστή) ενώ οι κοινωνικές αντιθέσεις και προβλήματα αποκτούν ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό προσδιορισμό (θύλακες), που αφορά εξ ίσου σε αγροτικές και αστικές περιοχές. Ολα αυτά σηματοδοτούν και τις πρώτες ενδείξεις μεταβολής του συμβατικού προτύπου αστικοποίησης. Η μεταβολή αυτή, οδηγεί κατ αρχήν στη διαφοροποίηση του ρόλο των δύο κυρίαρχων συγκεντρώσεων (Αθήνας και Θεσσαλονίκης) που αποκτούν νέα πιo ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ενδυναμώνεται για παράδειγμα η βαρύτητα τους σαν κέντρα υψηλού επιπέδου παραγωγικών υπηρεσιών (Delladetsima- 49

Kotsambopoulos 2000), ενώ παράλληλα ενισχύονται (σε εντατική και εκτατική βάση) οι συμβατικές τους λειτουργίες. Μία δεύτερη μεγάλη μεταβολή έχει ως βασικό χαρακτηριστικό την αυξανόμενη συμμετοχή πολλών ενδιάμεσων αστικών συγκεντρώσεων στην οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της χώρας (Δεμαθάς 1997). Διαφαίνεται πλέον η ενισχυμένη παρουσία των ενδιάμεσων πόλεων και μικρότερων περιφερειακών αστικών κέντρων, τα οποία αναπτύσσουν υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης, καθότι τα κέντρα αυτά κατά κανόνα απορροφούν τις νέες ενδο-περιφερειακές μεταναστευτικές ροές. Αναμφίβολα οι όροι και οι συνθήκες που διαμορφώνουν και τον ρόλο των ενδιάμεσων κέντρων διαφέρουν από περιφέρεια σε περιφέρεια. Υπάρχουν για παράδειγμα περιπτώσεις πόλεων που εδραιώνουν ένα νέο ρόλο μέσω της εντατικοποίησης και διαφοροποίησης ιστορικών τάσεων. Χαρακτηριστική στην προκειμένη περίπτωση είναι η αστική συγκέντρωση της Λάρισας, η οποία στήριξε αρχικά την ανάπτυξή της στην παραγωγική αγροτική ενδοχώρα της και στη συνακόλουθη δημιουργία ενός ισχυρού αγροτοβιομηχανικού συμπλέγματος. Με τη σειρά του σύμπλεγμα ενίσχυσε την ανάπτυξη βιομηχανικών δραστηριοτήτων και υπηρεσιών (marketing, πωλήσεις, management, έλεγχο ποιότητας, εξαγωγές, μεταφορές αγροτικών προϊόντων και προστιθέμενης αξίας προιόντα). Τα τελευταία μάλιστα χρόνια διαφαίνεται και μία τάση αυτονόμησης, των καινοτόμων κλάδων και των υπηρεσιών του αστικού συγκροτήματος, από τη λογική που υπαγορεύει η συμβατική οικονομία της περιφέρειας. Με άλλα λόγια οι κλάδοι αυτοί απευθύνονται σε νέες αγορές του εθνικού και Ευρωπαϊκού χώρου. Επιπλέον η πόλη απέκτησε σημαντικά πλεονεκτήματα προσπελασιμότητας λόγω των επενδύσεων σε μεταφορική υποδομή (εθνικής και υπερεθνικής εμβέλειας π.χ. βελτίωση του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου) και που φυσικά ενδυνάμωσαν την ήδη πλεονεκτική της θέση. Το ίδιο ισχύει και για τις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν σε τομείς όπως η ενέργεια (π.χ. φυσικό αέριο), η εκπαίδευση (π.χ. πανεπιστημιακά ιδρύματα ) και η διοίκηση. Ανάλογο δυναμισμό με αυτό της Λάρισας παρουσιάζει και το Ηράκλειο, ο οποίος στηρίχθηκε τόσο στην αγροτική ενδοχώρα του συγκροτήματος όσο και στη γενικότερη ανάπτυξη του τουρισμού στον Νομό και γενικότερα στην Κρήτη. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύτηκε και από την ανάπτυξη άλλων κλάδων όπως οι κατασκευές, 50

το εμπόριο και οι υπηρεσίες. Επίσης σημαντικά δεδομένα για την πόλη αποτέλεσαν και οι καινοτόμες επενδύσεις σε τομείς της εκπαίδευσης και της έρευνας. Άλλες πόλεις ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Η Πάτρα για παράδειγμα κατόρθωσε (όχι φυσικά χωρίς κόστος) να υπερβεί τα σοβαρά προβλήματα αποβιομηχάνισης, με τη διαφοροποίηση της οικονομικής τους βάσης, με την παράλληλη ενίσχυση των υπηρεσιών και τη διεύρυνση του ρόλου της ως διεθνές διακομετακομιστικό κέντρο και λιμάνι. Επίσης πόλεις όπως η Κέρκυρα ή η Ρόδος σφυρηλάτησαν έναν επιτυχή (σε μεγάλο βαθμό) ρόλο μέσω της εντατικοποίησης του μονο-λειτουργικού τους χαρακτήρα σαν κέντρα τουριστικού προορισμού και διοικητικές πρωτεύουσες. Το γεγονός αυτό συνοδεύθηκε και από την ανάπτυξη συμπληρωματικών κλάδων όπως οι κατασκευές, οι υπηρεσίες και εν μέρει η μεταποίηση. Τέλος ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει σε περιπτώσεις αστικών συγκεντρώσεων που εν πολλοίς αναπτύσσουν ένα δυναμισμό μέσω οικονομιών συγκέντρωσης που διαμορφώνεται μέσω της οικονομικής, κοινωνική και διοικητική ενσωμάτωση πόλεων που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση. Ενδεικτικό παράδειγμα εδώ είναι η περίπτωση της ενότητας Καβάλας Ξάνθης-Δράμας. Ανεξάρτητα από τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων πόλεων, θα πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι αυτό που κυρίως αναδεικνύεται, ως εν δυνάμει συνθήκη, είναι η διαμόρφωση ενός νέου αστικού χώρου που εν πολλοίς χαρακτηρίζεται από μερικά κοινά στοιχεία όπως: α) Τις αστικές επεκτάσεις, oι οποίες ως έχουν βασική έκφανση την διεύρυνση των αστικών χρήσεων στον περιαστικό και περιφερειακό χώρο, τις μεγάλες γραμμικές παρόδιες ή/και παράκτιες αναπτύξεις και τη συνεχή ενσωμάτωση μικρότερων οικισμών σε ευρύτερες αστικές ή μητροπολιτικές ενότητες. β) Την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη της δεύτερης κατοικίας που ως φαινόμενο (συνδεόμενο άμεσα με το προηγούμενο <α>) σε μακροπρόθεσμη βάση, συμβάλλει στη μεταβολή των αγροτικών οικονομιών, ενσωματώνοντάς τις σε μία συνθήκη αστικότητας. γ) Την ανατροπή υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ των οικισμών μιας περιφέρειας, μεταξύ οικισμών και αγροτικών περιοχών, ή μεταξύ νησιών, μέσω της βελτίωσης της προσπελασιμότητας. Η βελτίωση αυτή πραγματοποιείται μέσω της κατασκεύης/εκσυγχρονισμού της μεταφορικής υποδομής (οδικό /σιδηροδρομικό 51

δίκτυο, λιμένες αεροδρόμια) την εσωτερική/τεχνολογική βελτίωση των μεταφορικών συστημάτων (π.χ. πλοία μεγάλων ταχυτήτων) και την εν γένει ανάπτυξη των επικοινωνιών. δ) Τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις (μέτρα περιφερειακής αποκέντρωσης, δημιουργία βαθμού αυτοδιοίκησης, μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης και δημιουργία νέων δήμων κα.) που σίγουρα διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο διαχείρισης/διοίκησης των αγροτικών περιοχών. ε) Τη συνεχή μείωση της αγροτικής γης που προκαλείται από την επέκταση χρήσεων (π.χ. τουριστικών) σε βάρος καλλιεργούμενων ή άλλων αγροτικών εκτάσεων λόγω χαμηλής παραγωγικής ικανότητας των τελευταίων ή λόγω της μειωμένης τους αξίας σε σχέση με τις νέες χρήσεις. ζ) Τον εντεινόμενο ρόλο μεγάλων επενδύσεων του δημοσίου (π.χ. νοσοκομειακές μονάδες, πανεπιστημιακά, ιδρύματα, ενεργειακή υποδομή, μεγάλη πολιτιστική υποδομή κα) και του ιδιωτικού τομέα (π.χ. συγκροτήματα λιανικού εμπορίου, αναψυχής, μεγάλες παραγωγικές μονάδες κα) που αυξάνουν περαιτέρω την ελκτικότητα των διαφόρων αστικών συγκεντρώσεων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια και ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές) καταγράφονται από τη μία πλευρά μερικά επιτυχημένα παραδείγματα πόλεων ενδιάμεσου μεγέθους που κατόρθωσαν να συγχρωτισθούν με τις καινούργιες συνθήκες και να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα. Ως εκ τούτου οι εν λόγω πόλεις κατόρθωσαν όχι μόνο να επιδείξουν αξιοσημείωτες οικονομικές επιδώσεις, αλλά και να επενδύσουν αποτελεσματικά μέρος του πλούτου που συσσωρεύεται τοπικά καθώς και πόρους που προερχόμενους από εξωτερικές πηγές (π.χ. την ΕΕ) για τη συγκρότηση ενός υψηλού ποιοτικά αστικού περιβάλλοντος. Από την άλλη πλευρά όμως, υπάρχει η μεγάλη πλειοψηφία των πόλεων που φαίνεται να αγνοεί ή μη μπορεί να αντεπεξέλθει στις συνθήκες που διαμορφώνει η πραγματικότητα. Οι πόλεις αυτές αποκρίνονται, με εντελώς αποσπασματικό τρόπο (π.χ. μέσω απλών τρόπων ρύθμισης της φυσικής ανάπτυξης και προώθησης έργων υποδομής) αφήνοντας την ιδιωτική σφαίρα να αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα της αστικής ανάπτυξης. Ως αποτέλεσμα υπό το βάρος της αυξανόμενης πληθυσμιακής πίεσης, των αστικών επεκτάσεων, τις ελλείψεις σε τεχνική και κοινωνική υποδομή κα- αντιμετωπίζονται οριακού χαρακτήρα (λειτουργικά, κυκλοφοριακά, περιβαλλοντικά κα) προβλήματα που εν μέρει παραλληλίζονται με αυτά των δύο μεγάλων αστικών συγκεντρώσεων της χώρας. 52

Καταληκτικά Σχόλια Αναμφίβολα όλα τα προαναφερθέντα δεν αποτελούν άλλο από μία πρώτη κατάθεση προβληματικής σχετικά με την τρέχουσα περίοδο ανάπτυξης του αστικού χώρου στην Ελλάδα. Πρέπει επομένως να επισημανθεί η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα και εμπειρική εργασία που να καλύπτουν τι μεγαλύτερο δυνατό φάσμα αστικών συγκεντρώσεων. Το νέο πρότυπο αστικοποίησης είναι αναγκαίο να μελετηθεί συστηματικά και να προσδιορισθούν οι βασικές του παράμετροι της, τόσο αναφορικά με τις δύο μεγάλες αστικές συγκεντρώσεις, όσο και με τις ενδιάμεσες πόλεις και αστικά συγκροτήματα της περιφέρειας. Ως προέκταση του προηγουμένου πρέπει να τονισθεί ακόμα ότι το πρότυπο αυτό (στις διάφορες εκφάνσεις του σε επιμέρους περιοχές) θα πρέπει και να αποτελέσει μέρος των προτεραιοτήτων ρύθμισης και σχεδιασμού από πλευράς κεντρικών περιφερειακών και τοπικών διοικήσεων. Όπως ανέδειξε η προηγούμενη εμπειρία, ένα από τα σημεία του που καθόρισαν την εν γένει ανεπάρκεια του συστήματος σχεδιασμού στη χώρα υπήρξε αδυναμία του να συγχρωτισθεί με τις διάφορες μορφές ζήτησης που κατά εντεινόμενο τρόπο εκδηλώθηκαν κατά τις εκάστοτε φάσεις εξέλιξης. Με άλλα λόγια υπάρχει ανάγκη εντοπισμού και στην ενδυνάμωσης των θετικών στοιχείων που προκύπτουν από τη δυναμική της τρέχουσας φάσης αστικοποίησης, που με τα σημερινά δεδομένα, στις περισσότερες περιοχές, δεν φαίνεται να έχουν βρει την κατάλληλη γεωγραφική και οικονομική τους διάσταση. 53

11. H Πόλη ως Οικονομικό Σύστημα Οι οικονομίες ακόμα και οι μικρότερες είναι πολύ πιο σύνθετες από αυτές και από του τρόπους που τις περιγράφουμε εδώ. Γι αυτό και οι αναλυτές της ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΒΑΣΗΣ ανέπτυξαν μια σειρά μεθόδων για να καθορίσουν ποια επαγγέλματα είναι τα βασικά και ποια τα μη βασικά σε μία πόλη ή αστική οικονομία. 54

Μέθοδοι καθορισμού βασικής μη βασικής απασχόλησης Μέθοδος Διερεύνησης (Survey method) Ο ερευνητής πραγματοποιεί έρευνα που απευθύνεται σε εργοδότες και επικεντρώνει την προσοχή του στο να εντοπίσει τι ποσό από τα εισοδήματά τους προέρχονται από εξωτερικές της πόλης τους πωλήσεις (basic) και τι ποσό από τοπικές. Πρόκειται για μέθοδο αρκετά μεγάλης ακρίβειας που όμως (αν οι ερωτώμενοι δώσουν τις σχετικές πληροφορίες) αλλά είναι και πολύ χρονοβόρα και υιοθετείται σπάνια.. Μέθοδος Παραδοχών (Assumption method) Η μέθοδος αυτή απλά θεωρεί ότι μερικές βιομηχανίες είναι βασικές (π.χ. προσδιορίζονται από τον εξαγωγικό τους χαρακτήρα ή η ζήτηση προσδιορίζεται εξωτερικά). Οι υπόλοιπες βιομηχανίες και κατά συνέπεια η απασχόληση θεωρείται ως μη βασική. Η Μέθοδος των Παραδοχών είναι η πιο απλή μέθοδος το πρόβλημα πάντα είναι ο προσδιορισμός του τι είναι βασικά και μη βασικό σε μια αστική οικονομία. Συντελεστές Χωροθέτησης (Location quotients) Η τεχνική αυτή εκτιμά τη βασική απασχόληση συγκρίνοντας την αναλογία της απασχόλησης (ή εισοδήματος) μίας δεδομένης βιομηχανίας στην τοπική οικονομία με την αναλογία της απασχόλησης (ή εισοδήματος) της ίδιας βιομηχανίας με μία ευρύτερη οικονομία (π.χ. περιφέρεια ή κράτος). Χρησιμοποιείται πιο συχνά η απασχόληση από το εισόδημα. Οι Συντελεστές Χωροθέτησης (LQs) δεν είναι τόσο ακριβής μέθοδος όσο Μέθοδος Διερεύνησης αλλά χρησιμοποιούνται περισσότερο από όλες. Οι ελάχιστες απαιτήσεις (Minimum requirements) Με τη μέθοδο αυτή οι ερευνητές συγκρίνουν την υπο μελέτη πόλη/ οικονομία με μία ομάδα πόλεων/ οικονομιών ίδιου μεγέθους και δομής Ο minimum αριθμός των απασχολουμένων σε μία δεδομένη βιομηχανία στο δείγμα των πόλεων/ οικονομιών θεωρείται ο αριθμός των μη βασικών επαγγελμάτων (nonbasic) που απαιτείται για τη στήριξη της τοπικής ζήτησης για προϊόντα /υπηρεσίες από την εν λόγω βιομηχανία. Κάθε αριθμός επαγγελμάτων μεγαλύτερος από τον minimum θεωρείται ως μη βασική απασχόληση. Συντελεστές Χωροθέτησης (Location quotients) Ο Συντελεστής Χωροθέτησης συγκρίνει την αναλογία της απασχόλησης (ή εισοδήματος συγκεκριμένης βιομηχανίας (κατηγορία απασχόλησης) στην τοπική οικονομία με αυτή της ίδιας βιομηχανίας σε μία ευρύτερη οικονομία (πλαίσιο) Συνήθως η ευρύτερη οικονομία (πλαίσιο) είναι η εθνική. Ο λόγος των δύο αναλογιών μας είναι τα συντελεστής χωροθέτησης (location quotient): 55

LQ i όπου LQ i e i e E i E = (e i /e) / (E i /E) = Συντελεστής Χωροθέτησης i (στην τοπική οικονομία) = απασχόληση στη βιομηχανία i στην τοπική οικονομία = συνολική απασχόληση στην περιφέρεια = απασχόληση στη βιομηχανία i στην ευρύτερη οικονομία (πλαίσιο) = συνολική απασχόληση στην περιφέρεια Παράδειγμα Κατηγορία Απασχόλησης Χώρα Πόλη Σύνολο 167,465,300 2,030,436 Αγροτική Απασχόληση 3,103,000 98,270 Βιομηχανία 19,106,900 189,830 Συντελεστής Χωροθέτησης για Αγροτική Απασχόληση (LQ) στην πόλη είναι: (98,270 / 2,030,436) / (3,103,000 / 167,465,300) = (.04840) / (.01853) = 2.61 Συντελεστής Χωροθέτησης για Βιομηχανική Απασχόληση (LQ) στην πόλη είναι: (189,830 / 2,030,436) / (19,106,900 / 167,465,300) = (.09349) / (.11409) = 0.82 LQ = 1.0 Αν ο Συντελεστής Χωροθέτησης = 1.0 σημαίνει η αναλογία απασχόλησης σε αυτήν την κατηγορία είναι η ίδια στη χώρα και στην πόλη. Η παραδοχή εδώ είναι ότι η εκροή (output) αγαθών ή/και υπηρεσιών από αυτή της βιομηχανία είναι αρκετή να καλύψει τη ζήτηση στην τοπική οικονομία. Αν δεν υπάρχει εκροή η βιομηχανία θεωρείται ως μη βασική. LQ < 1.0 σημαίνει η αναλογία απασχόλησης σε αυτήν την κατηγορία είναι η μικρότερη από τη χώρα στη χώρα. Αρα το output της βιομηχανίας δεν είναι αρκετό να καλύψει την τοπική ζήτηση άρα υπάρχει ανάγκη για εισαγωγές. Ολη η απασχόληση θεωρείται ως μη βασική. LQ > 1.0 Αρα το output της βιομηχανίας είναι αρκετό να καλύψει την τοπική ζήτηση άρα δεν υπάρχει ανάγκη για εισαγωγές. Ολη η απασχόληση θεωρείται βασική 56

12. Η πόλη ωε κοινωνικό σύστημα 57

58

59

60

61