Σύντοµες σκέψεις από την οµιλία της Άννας Ποταµιάνου: 1 Αναφορά σε αµνηµονικές διαδικασίες Πέτρος ΚΕΦΑΛΑΣ 2 Από τους σχολιασµούς που προηγήθηκαν, έχουν ήδη τεθεί πολλά ερωτήµατα. Θα κάνω µόνο ορισµένες γενικές παρατηρήσεις, στις προεκτάσεις της οµιλίας σας: 1.Για τις συνέπειες της στροφής του 20 Η εργασία σας, που εντάσσεται στη συνέχεια προηγούµενων δηµοσιεύσεων σας, ανοίγει κυρίως στον άξονα των πολλαπλών συνεπειών, εκ των υστέρων, της θεωρητικής στροφής του 20, η οποία έχει αφήσει ενεργά ίχνη του τραύµατος που προκάλεσε στην ψυχανάλυση («κατακλυσµού» όπως λέει ο de M Uzan). Θεωρώ ότι οι θεωρητικές και κλινικές συνέπειες αυτής της συνθήκης, λόγω της εισαγωγής του καταναγκασµού της επανάληψης πέρα από την αρχή της ευχαρίστησης/ δυσαρέσκειας, επανέρχονται συνεχώς µε διάφορους τρόπους στις συζητήσεις µας και στη θεσµική ζωή των ψυχαναλυτικών εταιρειών. Συνέπειες που αφορούν αφενός στη θεωρία της ψευδαίσθησης, της αντίληψης, του ναρκισσισµού κλπ., µε κεντρικό ζήτηµα την τάση για απόσβεση κι αφετέρου στη τεχνική, αφού έχουµε µετακινηθεί από την επανάληψη του επιθυµητού προς την επανάληψη του οδυνηρού και του τραυµατικού στην ψυχική ζωή. Συνεπώς, πιστεύω ότι η εργασία σας συνεισφέρει στην επεξεργασία αυτών των θεµελιακών θεµάτων, σηµειώνοντας για την συζήτηση ότι δεν αναφερθήκατε ευθέως στην έννοια της ενόρµησης θανάτου. 2. Μνήµη του τραύµατος Η αναφορά σας σε αµνηµονικές διαδικασίες, παραπέµπει σε µηχανισµούς µνήµης υπό το φως της φροϋδικής µεταψυχολογίας, αµνησιακή µνήµη 3, που σηµαίνει ότι δεν πρόκειται για µνήµη που αφορά 1 Εκδήλωση της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας προς τιμήν της κ Αννας Ποταμιάνου, Ινστιτούτο Παστέρ, 3/2014. 2 Κλινικός Ψυχολόγος, υποψήφιος ΕΨΕ. 3 Green, A.: Le temps éclaté, Ed. Minuit 2000 1
στο συνειδητό και είναι το αντικείµενο της ψυχολογίας και των φαινοµενολογικών προσεγγίσεων. Συνείδηση και µνήµη αποκλείονται αµοιβαία, γράφει ο Freud 4. Στην ψυχαναλυτική οπτική, η µνήµη αναγνωρίζεται µόνον έµµεσα, από τις λειτουργίες της αµνησίας, της απώθησης, του εκ των υστέρων, της διάψευσης καθώς και των αναµνήσεων-οθόνη. Ο αναλυόµενος δεν θυµάται το απωθηµένο, δεν µπορεί να το ανακαλέσει, το επαναλαµβάνει στη µεταβίβαση ως εµπειρία βιωµένη στο παρόν. Αναφορικά όµως στη µνήµη του τραύµατος 5, ο καταναγκασµός επανάληψης επαναφέρει κι εµπειρίες του παρελθόντος οι οποίες δεν έχουν καµία δυνατότητα ευχαρίστησης, επαναφέρει ίχνη εξωτερικών διεγέρσεων ή βιωµένων ως εξωτερικών που παραβιάζουν το αλεξιερεθιστικό σύστηµα. Αυτές οι σωµατοψυχικές παραγωγές είναι παράδοξες γιατί το άτοµο δεν αναγνωρίζει σ αυτές το αποτύπωµα της δικής του ψυχικής συµµετοχής/εργασίας. Ο αναλυτής µπορεί να προτείνει κατασκευές σε σχέση µ αυτό που υποθέτει ότι έχει βιώσει στο παρελθόν ο ασθενής. Έχω βρει ενδιαφέρουσα και διευκολύνουσα για την κατανόηση του θέµατος, τη διάκριση που κάνει ο Αλεξανδρίδης 6 σε ονοµασθείσα ανάµνηση, το µόρφωµα που αναγνωρίζει ο αναλυόµενος κι εκδραµατισθείσα ανάµνηση, εκείνο που υποθέτει ο αναλυτής ως βίωµα που έχει ενεργοποιηθεί, παρότι δεν υπάρχει στην ουσία τροφοδότηση από µνήµες. Η µείζων κλινική υπόθεση σας, αφορά λοιπόν σε µη αναπαράστασιµα ίχνη ως στοιχεία κιναισθητικά που είναι ενδείξεις ενεργοποίησης της τραυµατικής ζώνης του υποκειµένου. Είναι αυτή η υπόθεση που δίνει στα εντυπώµατα-ίχνη, τη θέση/αξία ίχνους, σε κάτι που δεν παρουσιάζεται ως τέτοιο κι επιτρέπει να τα εντάξουµε σε ένα «όργανο µνήµης» του οποίου η αισθητηριο-αντιληπτικο-κινητικότητα είναι ο τρόπος έκφρασης. Για να είµαστε ακριβείς, αυτά τα ίχνη δεν αναγνωρίζονται ως ίχνη γιατί τους λείπει µία υποκειµενική ένδειξη που θα επέτρεπε στο υποκείµενο να τα εντάξει (Botella). Η καθήλωση στο αντιληπτικό σηµαίνει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα σύνδεσης και µεταλλαγής. Έχουµε εδώ µία διχοτόµηση στο Εγώ που αφορά σε όσα δεν µπορεί να ιδιοποιηθεί; Τίθεται εποµένως το ζήτηµα, ως προς το ίχνος µη αναπαρασταθέντων εµπειριών, πώς µπορούµε να συλλάβουµε την επανάληψη του αντιληπτικού που έχει µείνει εκτός της ιστορίας του υποκειµένου, αφού δεν έχει ούτε πρωτογενώς συµβολοποιηθεί; Ο Roussillon έχει µιλήσει για την επιστροφή του διχοτοµηµένου, παραµένει 4 Freud, S.: Lettre à Fliess, 6-12- 1896, Στο: La naissance de la psychanalyse, Paris PUF, 1979, σελ. 154 5 Schmid- Kitsikis, E.: La mémoire du traumatisme ou comment nier l oubli pour ne pour ne pas se souvenir, RFP, 1, 2000 6 Αλεξανδρίδης, Α.: Φύση και λόγος στη ψυχανάλυση, Ίκαρος 2011, σελ. 119 2
όµως το γεγονός ότι θεωρητικά, αυτά τα αντιληπτικά στοιχεία, έχουν διατρέξει το ψυχικό όργανο πριν αναµειχθούν στην ενεστώσα αντίληψη, χωρίς να λάβουν αξία αναπαράστασης. Πώς διατηρήθηκαν σ αυτή την κατάσταση χωρίς να υποστούν την εκ των υστέρων επεξεργασία; Ίσως θα µπορούσαν να συζητηθούν εδώ οι εµπειρίες ψευδών αναγνωρίσεων (fausses reconnaissances), του ήδη ιδωθέντος (déjà vu) και του ήδη ακουσθέντος (déjà entendu), παράδοξα αισθήµατα που το Εγώ αδυνατεί να εντάξει. Βρισκόµαστε στην τάξη της ιστορικής αλήθειας (Freud, 1937, 1939) και στο πώς θα σκεφθούµε τον ενδοψυχικό µεταβολισµό ανεξάρτητα από την ιστορία του τρόπου µε τον οποίο σηµατοδοτήθηκαν οι κινήσεις της εκφόρτισης όταν εκδηλώνεται ο καταναγκασµός της επανάληψης. Σκέπτοµαι δηλαδή ότι το πρόβληµα αφορά στην σχέση µε την απάντηση του περιβάλλοντος στην κίνηση της εκφόρτισης. Οι εκφορτιστικές διαδικασίες, µε την συνδροµή της κινητικότητας, υποχρεώνουν το ψυχικό όργανο να συµπεριφερθεί σαν µυς (Bion) που θα ανακουφίσει από την ψυχική ένταση. Η απάντηση του αντικειµένου είναι αποφασιστικής σηµασίας για την πιθανότητα επένδυσης κι ένταξης στα πολλαπλά µνηµονικά συστήµατα, αφού σχετίζεται µε το πώς ερµηνεύτηκε από το περιβάλλον η διαδικασία. Άραγε, επαναλαµβάνουµε µέχρι να υπάρξει µία απάντηση κατάλληλη; Στην υπόθεση του µαζοχιστικού αιτήµατος και την σχέση µεταξύ Εγώ/Υπερεγώ, όταν δεν εργάζονται αρµονικά, το Υπερεγώ, που έχει τις ρίζες του στο Εκείνο, µέσω των ταυτίσεων (ναρκισσικών, µε τον επιτιθέµενο κλπ) εισάγει την ιστορία των απαντήσεων των αντικειµένων στις ψυχικές κινήσεις. Ένα επόµενο ερώτηµα τίθεται ως προς τον καταναγκασµό επανάληψης και στην ενδεχόµενη επεξεργασία των διαφορών που ενδεχοµένως εµπεριέχει καθώς και το σκέλος της δηµιουργικότητας του υποκειµένου. Το ζήτηµα αυτό έθιξε πρόσφατα ο Δηµόπουλος 7, ο οποίος δεν πιστεύει ότι οι επαναλήψεις µπορεί να είναι ταυτόσηµες, όπως λέει ο de M Uzan (1969) και το υποστηρίζει λέγοντας ότι όλες οι επαναλήψεις έχουν υποστεί µία ελάχιστη µεταλλαγή, µια πρώτη αποµάκρυνση από το αρχικό. Άλλωστε, η επαναφορά-επανάληψη µιας αρχικής εγγραφής περνάει µέσα από διαστρωµατώσεις του ψυχικού οργάνου, ίχνη του οποίου δεν µπορεί παρά να φέρει µαζί της. Την ίδια θέση υποστηρίζει και για το αρνητικό του τραύµατος. Θα πρέπει εποµένως να συζητήσουµε το ζήτηµα της φθοράς της επανάληψης. Υπάρχει πάντα βέβαια η οπτική: δεν αφήνει ίχνη αλλά θα επανέλθει µέσα από τον χαρακτήρα, αποτέλεσµα ισχυρών αντιεπενδύσεων, που αντιστρατεύονται ίχνη που το ψυχικό όργανο δεν µπορεί να χειριστεί αλλιώς. Ίσως η απάντηση να σχετίζεται 7 Δημόπουλος, Β.: Το σώμα και οι ψυχικές αναπαραστάσεις του, Γαβριηλίδης Αθήνα 2013, σελ. 65-66 3
µε τους τύπους των επαναλήψεων που έχετε διακρίνει (οργανωτικές, προκειµένου να ενταχθούν στοιχεία παλαιότερα, αποδιοργανωτικές, στερηµένες αναπαραστάσεων και αυτοµατισµούς), νοµίζω πάντως ότι συζητούµε την παραδοξότητα και πολυπλοκότητα της ψυχαναλυτικής σκέψης καθώς και τις προεκτάσεις της στους θεσµούς και τις οµάδες, θέµα που έχει αναπτύξει ο Μανωλόπουλος 8. Για την τεχνική Έχετε υποστηρίξει τη θέση ότι η ουδετερότητα, που δεν σηµαίνει αποστασιοποίηση του ψυχαναλυτή, είναι θέση διαµεσολαβούντος οργανωτή: ούτε υπέρ, ούτε κατά. Η τάση προς διευκολύνσεις και προσφορές στις περιπτώσεις που συζητούµε, θέτει πολλά ερωτήµατα: τεχνικής, αµφιθυµίας, συµβιβασµού αλλά και για την αυταπάτη ότι όλα είναι αναλύσιµα. Το ότι αναγνωρίζουµε την αντιµεταβίβαση σήµερα, δεν σηµαίνει βέβαια ότι «εξαντλήσαµε» το ασυνείδητο. Ας θυµηθούµε ότι την περίοδο της στροφής του 20, ο Freud αντιµετωπίζει καταστάσεις οι οποίες δεν µπορεί να ελεγχθούν, «το πραγµατικό» και την αρνητική θεραπευτική αντίδραση στη δουλειά του που οδήγησε τον Guillaumin να προτείνει την ιδέα ότι έθαψε, ο Freud, µέσα στην ιδέα της ενόρµησης θανάτου το θέµα της µεταβίβασης/αντιµεταβίβασης. Έχετε υπογραµµίσει 9 ωστόσο ότι στη φάση αυτή ο Freud το βεβαιώνει µέσω του βράχου της παθητικότητας-θηλυκότητας που στηρίζει την δεκτικότητά µας σε ότι έρχεται από τον άλλο. Στο µεταξύ, ο Green 10 έχει συµπυκνώσει τη σηµασία και τα αδιέξοδα των θεωρητικών και κλινικών επιλογών, παραφράζοντας επιτυχώς νοµίζω τον τίτλο του κειµένου του Freud σε µεταβιβάσιµη και µη µεταβιβάσιµη µεταβίβαση. Στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν ενδείκνυται η κλασσική τεχνική, απαιτούνται ειδικοί χειρισµοί. Στα κλινικά σας παραθέµατα είναι νοµίζω ξεκάθαρη η οπτική σας προς την κατεύθυνση των συνδέσεων. Θα θυµίσω επ αυτού µόνο την φράση του Freud 11, κατά την οποία η σύνδεση είναι µία προπαρασκευαστική πράξη που εισάγει και εξασφαλίζει την επικυριαρχία της αρχής της ευχαρίστησης, που δείχνει την κατεύθυνση της εργασίας. Ετοιµαζόµουν να προσανατολίσω ένα τελευταίο ερώτηµα µου ως προς την διεγερτική αξία, ισοδύναµα πράξης, ορισµένων παρεµβάσεων, όµως προτιµώ να αναφέρω το κλινικό παράδειγµα που µας δίνει ο 8 Μανωλόπουλος, Σ.: Η τραγική ανάγνωση της ιστορίας, Ίκαρος Αθήνα, 2010 9 Ποταμιάνου, Α.: Μονοπάτια Θανάτου, Ίκαρος 2007, σελ.23 10 Green, A: Le temps éclaté, Ed. Minuit 2000, σελ 107 11 Freud, S.: Essais de psychanalyse, Payot, σελ.131 - δική μου απόδοση 4
Scarfonne στην έκθεσή του για το Επίκαιρο 12 κι έχω στο νου µου από την επεξεργασία που γίνεται στην οµάδα 13 προετοιµασίας του συνεδρίου. Η περίπτωση του της Σολάνζ, εν συντοµία, παρουσιάζει εν µέσω της ανάλυσης, έντονη αϋπνία αµέσως µετά την ανακοίνωση της καλοκαιρινής διακοπής και ζητά επίµονα από τον αναλυτή «να κάνει κάτι». Εκείνος, µη βρίσκοντας όπως λέει άλλη αναλυτική δυνατότητα, ακουµπά το χέρι του στο µέτωπο στη διάρκεια µιας ολόκληρης σιωπηλής συνεδρίας. Επιστροφή στα ίχνη των πρώτων βηµάτων του Freud; Παρά την λεπτοµερή εξέταση της µεταβίβασης/ αντιµεταβίβασης που κάνει ο Scarfonne γι αυτό το enactment 14, µιλά για το τέλος της αναπαράστασης 15. Η µήπως είναι η αρχή; Φεβρουάριος 2014 12 L impassé, actualité de l inconscient, CPLF 2014, σελ. 72-82 13 Ομάδα εργασίας για την προετοιμασία του CPLF (Σ. Μητροσύλης και Ι. Παναγιωτοπούλου- Αχειμάστου, υπεύθυνοι) 14 Fonagy 2013 15 Ό.π, σελ. 75 5