τιµές κάτω του κόστους παραγωγής, ή να υποβαθµίζεται σε καυσόξυλα και ξυλεία θρυµµατισµού.



Σχετικά έγγραφα
Καταρχήν, σε παγκόσμιο επίπεδο έχει εκπονηθεί το Στρατηγικό Σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών για τα Δάση το οποίο θέτει έξι βασικούς στόχους:

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΛΤΙΟ ΜΕΤΡΟΥ 2.2: «ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΥΛΟΤΟΜΗΣΗΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ Α. ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΕΤΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Δημιουργία εποπτικού χάρτη διαχείρισης δασών

ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ» Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό (σε ΕΥΡΩ)

9. Για την αντιµετώπιση της κατάστασης πρέπει να προωθηθεί άµεσα

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΑΣΩΝ: ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Πίνακας 4.1 : Eργασιακά χαρακτηριστικά Εργατικό δυναµικό (άτοµα)

Πρόληψη δασικών πυρκαγιών και δασική καύσιμη ύλη

Μέθοδος των περιοδικών ξυλωδών λημμάτων

ΕΚΘΕΣΗ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Δρ. Βασιλική Καζάνα. Αναπλ. Καθηγήτρια ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Δράμας Εργαστήριο Δασικής Διαχειριστικής

Αναπτυξιακό Συνέδριο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. για την νέα Προγραμματική Περίοδο

D5.6.6 ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΣΕ ΕΘΝΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ Προτάσεις για Υπεύθυνους Λήψης Αποφάσεων. Φεβρουάριος 2016 Ορεστιάδα

ΘΕΜΑ : Προσδιορισμός του εισοδήματος που αποκτάται από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα και φορολόγηση αυτού

ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΓΕΩΤ.Ε.Ε. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΣΤΗΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΕ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΛΑΘΡΟΫΛΟΤΟΜΙΕΣ

Προσαρμογή της Διαχείρισης των Δασών στην Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα: Δασαρχείο Καλαμπάκας

1. Τι γνωρίζετε για το θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης στη χώρα μας; Τι γνωρίζετε παγκοσμίως;

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Οι Συμπράξεις Δημοσίου - Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) σε έργα αστικού περιβάλλοντος

Εθνικό Σχέδιο Στρατηγικής Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας για την 4η προγραµµατική περίοδο. Σχόλια του WWF Ελλάς στο 3 ο προσχέδιο Μάιος 2006

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΝΤΙΚΕΊΜΕΝΟ: «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΉ ΜΕΛΈΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΎ ΔΆΣΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΟΧΩΡΙΟΥ ΤΟΥ ΔΉΜΟΥ ΖΊΤΣΑΣ» ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟΥ ΔΗΜΟΣ ΖΙΤΣΑΣ

Έρευνα Εμπιστοσύνης του Καταναλωτή

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ. Τριμηνιαία Έρευνα. B Τρίμηνο 2010

Εθνική Στρατηγική για τα Δάση/ Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Πριν όµως περάσω στο θέµα που µας απασχολεί, θα ήθελα µε λίγα λόγια να σας µιλήσω για το ρόλο του Επιµελητηρίου Μεσσηνίας.

Επεξεργασία Μεταποίηση. ΝτουµήΠ. Α.

Σύγχρονες μέθοδοι διαχείρισης

Η Έρευνα στα Ελληνικά Πανεπιστήµια και η Ευρωπαϊκή Πραγµατικότητα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Μητροπόλεως 12-14, 10563, Αθήνα. Τηλ.: , Fax: ,

ΘΕΜΑ: Νοµαρχιακή Αυτοδιοίκηση και Οδική Ασφάλεια Εισηγητής: Πάκης Σιβένας Νοµάρχης Πέλλας

EL Eνωµένη στην πολυµορφία EL A7-0430/1. Τροπολογία. Bas Eickhout εξ ονόµατος της Οµάδας Verts/ALE

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Τι είπε ο Γιάννης Στουρνάρας στην Επιτροπή της Βουλής για Τράπεζες και οικονοµία

«Η Ελληνική πραγματικότητα στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων στον τομέα των Α.Π.Ε.»

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Συµπεράσµατα Συνεδρίου «Βιοµηχανία 2020 ΣΒΒΕ Eurobank: Περιφερειακή Ανάπτυξη Καινοτοµία Εξωστρέφεια» ΟΜΙΚΑ ΥΛΙΚΑ

ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ. Ιδέες από το Αναπτυξιακό Συνέδριο

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΑΣΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗΣ. Ηλίας Ζαλαβράς

Ο δεκάλογος της ΔΗΜΑΡ για την αντιμετώπιση του επικίνδυνου φαινομένου της αιθαλομίχλης

: ΠΤΩΣΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ - ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ

Δασική Οικονομική Μιχαήλ Βραχνάκης Αναπληρωτής Καθηγητής

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑ ΟΣ

Εφαρμογές Γραμμικού Προγραμματισμού

Προσυνεδριακή ημερίδα HELECO Ρύπανση εποφανειακών και υπογείων υδάτων. Ιωάννινα, 20 Μαρτίου 2010

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ Ο.Κ.Ε. κ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ Ο.Κ.Ε. ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Θέσεις του ΤΕΕ/Τμήμα Δυτ. Μακεδονίας σχετικά με την εξομοίωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου θέρμανσης με εκείνου του πετρελαίου

ΟΜΙΛΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ Ο.Κ.Ε

2.4 ΑΞΟΝΑΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ 4. Τεχνική βοήθεια και αξιολόγηση του Προγράµµατος

Δασική Οικονομική Μιχαήλ Βραχνάκης Αναπληρωτής Καθηγητής

Ενότητα 1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ [ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ] 1.1. ΓΕΝΙΚΑ ΕΝΟΤΗΤΑ 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ο ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. 9.1 Εισαγωγή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου

Ο ρόλος της βιομάζας για την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας

Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό (σε ΕΥΡΩ)

ΑΔΑ: ΒΙΨΓ0-Μ7Τ FAX : , ).

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΔΗΜΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ

Ένωση Εργοληπτών Δασοτεχνικών Έργων & Πρασίνου

Εισήγηση της ΓΓΠΠ Αγγέλας Αβούρη στην ενημερωτική συνάντηση για τη δημιουργία Οργανισμού Τουριστικής Ανάπτυξης ( )

Του κ. Κωνσταντίνου Γαγλία Γενικού Διευθυντή του BIC Αττικής

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΣΤΟΥΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑ.ΣΟ.Κ 2007

Ημερομηνία: Σεπτέμβριος 8, 2016

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΩΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ ΚΑΙ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΓΑΘΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ. Ομιλία Κ. Λουράντου

Διατύπωση θέσεων του ΤΕΕ - Τμ. Δυτικής Μακεδονίας σχετικά με το κόστος θέρμανσης. στη Δυτική Μακεδονία και προτάσεων για την ελάφρυνσή του

ΔΑΣΙΚΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ: Πρόληψη & καταστολή

Η µεταποίηση στο επίκεντρο της κυβερνητικής πολιτικής

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

H Έννοια και η Φύση του Προγραμματισμού. Αθανασία Καρακίτσιου, PhD

Μέθοδοι κανονικού ξυλαποθέματος και προσαύξησης ή Μέθοδοι Μαθηματικών Τύπων

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (Ιδίως των μεταλλείων και λατομείων)

: ΠΤΩΣΗ ΟΙΚΟ ΟΜΙΚΗΣ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Κ Α Μ Α Ρ Ι Ν Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ο Σ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

ΘΕΜΑ: Ανακοίνωση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος εκτέλεσης δασοτεχνικού έργου

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΑΣ «ΑΛΕΞΑΝ ΡΟΣ ΜΠΑΛΤΑΤΖΗΣ»

Μπόκαρης Νικόλαος Δασολόγος περιβαλλοντολόγος Αθήνα, 27/3/2013 Αντιπρόεδρος του Πρόεδρος της ΠΕΔΔΥ

Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να μιλήσουμε για μία εθνική υπόθεση, την αξιοποίηση του Ορυκτού Πλούτου της χώρας μας.

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ Ν. 2910/2001 ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ Α ΕΙΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει διαπιστώσει, βάσει αναφορών ενδιαφεροµένων, ότι

Τα επαγγελματικά δικαιώματα των Τεχνολόγων Δασοπονίας απορρέουν από τα ΠΔ 1102/80 και ΠΔ 109/89.

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ. Χανιά, Απρίλιος 2014

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

«Συµβολή της Εξοικονόµησης Ενέργειας στους διάφορους τοµείς της Οικονοµίας. Εµπειρίες του ΚΑΠΕ»

Συζητάμε σήμερα για την πράσινη επιχειρηματικότητα, ένα θέμα πού θα έπρεπε να μας έχει απασχολήσει πριν από αρκετά χρόνια.

Τριμηνιαίο Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας

ΔΑΣΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ι Δασική πολιτική και δασική ιδιοκτησία

Φορολογία των επιβατικών αυτοκινήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

η ενημέρωση για τις δράσεις που τυχόν υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτές.

ΥΛΗ Προστασία και Διαχείριση Περιβάλλοντος Ευριπίδου 18, Αθήνα

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ

Παράγοντες επιτυχίας για την ανάπτυξη της ελληνικήςαγοράςσυσσωµατωµάτων

Στοιχεία Επιχειρηματικότητας ΙΙ

ράσειςτου ΥΠΕΚΑ: το Πρόγραµµα «Χτίζοντας το Μέλλον»

Τεχνοβλαστοί. Συμμετοχή του Πανεπιστημίου Πατρών σε εταιρείες έντασης γνώσης (τεχνοβλαστούς)

Ηαποδοτικότητατουαγροτικού µάρκετινγκ. ΝτουµήΠ. Α.

Transcript:

Οι επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης στην παραγωγή καυσοξύλων από τα Ελληνικά δάση. Απειλές και ευκαιρίες. Π. Χασιλίδης, ασολόγος - ασαρχείο Εδεσσας (Ιανουάριος 2012) 1. Εισαγωγή Λόγω των πρωτόγνωρων συνθηκών οικονοµικού στραγγαλισµού που αντιµετωπίζουν τα νοικοκυριά της χώρας µας, και σε συνδυασµό µε τις υπερβολικά αυξηµένες τιµές του πετρελαίου, έχει διαπιστωθεί στην πράξη ταχύτατη και ευρείας κλίµακας µεταστροφή της προτίµησης των καταναλωτών στην χρήση καυσοξύλων και άλλων µορφών βιόµαζας για την κάλυψη των αναγκών θέρµανσης. Η τάση αυτή παρατηρείται ιδιαίτερα σε ορεινούς και ηµιορεινούς οικισµούς αλλά και µικρές επαρχιακές πόλεις σε ολόκληρη την χώρα. Μέχρι σήµερα δεν έχουν ανακοινωθεί ποσοτικά δεδοµένα που να επιβεβαιώνουν την εκτίµηση αυτή πέρα από τις πολλές και συχνές αναφορές στον τύπο, και τις εκτιµήσεις που διατυπώνουν στελέχη της ασικής Υπηρεσίας. Τα ποιοτικά και ποσοτικά αυτά στοιχεία θα πρέπει να διαπιστωθούν µε περαιτέρω πανελλαδική - έρευνα που θα πρέπει να εκπονηθεί το ταχύτερο δυνατό για να προβλεφθούν τα σχετικά µεγέθη, και η σχέση τους µε τις παραγωγικές δυνατότητες τω δασών µας, αλλά και παραπέρα να αποφευχθούν δυσµενείς επιπτώσεις στην δασοκάλυψη της χώρας µας. Σκοπός του παρόντος κειµένου δεν είναι φυσικά να υποκαταστήσει την έρευνα µε άστοχες ποσοτικές εκτιµήσεις για λόγους εντυπωσιασµού, αλλά να αναδείξει - εν τάχει - το µέγεθος και την πιθανή εξέλιξη του προβλήµατος πέρα από το επίπεδο των λιγότερο ή περισσότερο κοινών σε όλους όσους ενδιαφέρονται για το µέλλον των δασών - διαπιστώσεων, να προκαλέσει περαιτέρω έρευνα και συζήτηση, και να υποδείξει ίσως, κάποιους πιθανούς τρόπους αντίδρασης ατόµων και των φορέων που εξακολουθούν να πιστεύουν στην ανάγκη διατήρησης και προστασίας των δασών µας. Οι εκτιµήσεις που αναφέρονται στην συνέχεια βασίζονται κύρια σε προσωπικές απόψεις και διαπιστώσεις του συντάκτη. 2. Οι παραγωγικές δυνατότητες των δασών και η κατάσταση σήµερα Είναι κοινός τόπος ότι τα φυσικά δάση της χώρας µας αν και αυξάνονται ικανοποιητικά στις ορεινές και ηµιορεινές περιοχές, παραµένουν παρά τις αποσπασµατικές προσπάθειες της ασικής Υπηρεσίας, σε κακή κατάσταση σε ότι αφορά την ποιότητα του ξυλαποθέµατος και τη δυνατότητα παραγωγής τεχνικής ξυλείας υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών. Αντίστοιχα σε παραθαλάσσιες και γενικότερα περιοχές χαµηλού υψοµέτρου φαίνεται να υπάρχει τάση µείωσης και οπωσδήποτε υποβάθµισης λόγω των εκτεταµένων καταστροφών από πυρκαγιές και αλλαγές χρήσης. Τα πευκοδάση των περιοχών αυτών βρίσκονται ουσιαστικά εκτός διαχείρισης. Την τελευταία δεκαετία αυξάνονται συνεχώς τα προβλήµατα που σχετίζονται µε την διάθεση ακόµη και αυτών των µικρών ποσοτήτων της παραγόµενης τεχνικής ξυλείας. Το γεγονός αυτό οφείλεται κατά την άποψη των συντακτών στους µικρούς και κατακερµατισµένους σε όλη την ορεινή Ελλάδα όγκους παραγωγής, την ασταθή και συνήθως κακή ποιότητα του προϊόντος, το αυξανόµενο συνεχώς κόστος παραγωγής, την έλλειψη βιοµηχανιών παραγωγής τελικών προϊόντων και τον ισχυρότατο ανταγωνισµό που υπάρχει από εισαγόµενα προϊόντα πάσης φύσεως. Το τελικό αποτέλεσµα είναι είτε η διάθεση της τεχνικής ξυλείας να γίνεται από τους υλοτόµους απευθείας σε µικρές τοπικής εµβέλειας βιοτεχνίες, και να αξιοποιείται σε χαµηλής προστιθέµενης αξίας προϊόντα, (τελάρα, παλέτες, πριστή ξυλεία οικοδοµών κλπ), είτε τελικά να παραµένει αδιάθετη στους δασοδρόµους και να προσφέρεται σε

τιµές κάτω του κόστους παραγωγής, ή να υποβαθµίζεται σε καυσόξυλα και ξυλεία θρυµµατισµού. ιάγραµµα 1: ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΞΥΛΟΥ 1980-2009 ποσότητες κ.µ. 1.000.000 900.000 800.000 700.000 600.000 500.000 400.000 300.000 200.000 100.000 0 1980 1982 1984 1986 1988 1990 1992 1994 1996 1998 2000 2002 2004 2006 2008 Το παραπάνω διάγραµµα (πηγή δεδοµένων: Απολογισµός ασικών Υπηρεσιών έτους 2009), απεικονίζει µε εξαιρετικά παραστατικό τρόπο την εξέλιξη της παραγωγής τεχνικού ξύλου από τα Ελληνικά δάση. Είναι προφανές ότι κατά την τελευταία τριακονταετία υπάρχει πτώση της παραγωγής της τάξης του 60% γεγονός που παρόλα αυτά δεν φαίνεται ικανό να προβληµατίσει έντονα τις επιτελικές υπηρεσίες του κράτους. Επιπλέον οι εισαγωγές ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 80 υπερκάλυπταν οριακά µόνο την παραγωγή στις αρχές της δεκαετίας του 90 κάλυπταν το υπερδιπλάσιο, και έφτασαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 το υπερπενταπλάσιο. Αντίστοιχη ήταν και η εξέλιξη σε ότι αφορά την παραγωγή καυσοξύλων: Ενώ την περίοδο µετά το 1960 βρισκόταν σταθερά πάνω από τα 2.000.0000 m 3 /έτος αµέσως µετά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980 άρχισε να φθίνει µε γρήγορους ρυθµούς για να φτάσει τελικά στις µέρες µας να βρίσκεται στο 50% εκείνης του 1980. Η ταχύτητα και η ραγδαιότητα της πτώσης απεικονίζεται παραστατικά στο διάγραµµα ΙΙ που παρατίθεται στην συνέχεια (Πηγή δεδοµένων: Απολογισµός ασικών Υπηρεσιών έτους 2009). Στην περίπτωση των καυσοξύλων παρατηρούµε ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 90 εµφανίζονται και αξιοσηµείωτες εισαγωγές καυσοξύλων της τάξης των 200.000 m 3 /έτος κατά µέσο όρο. υστυχώς δεν υπάρχουν διαθέσιµα στοιχεία σχετικά µε τις εισαγωγές µετά το 2004. Ωστόσο η αίσθηση που υπάρχει από την επαφή µε την αγορά καυσοξύλου είναι ότι οι ποσότητες αυτές έχουν σήµερα πολλαπλασιαστεί. Παρά την πτώση των παραγόµενων ποσοτήτων και σε αντίθεση µε την περίπτωση της τεχνικής ξυλείας η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι δεν υπήρξε ουσιαστικά κανένα πρόβληµα διάθεσης σε ικανοποιητικές σχετικά τιµές για τους υλοτόµους, των παραγόµενων καυσοξύλων και της ξυλείας θρυµµατισµού των κυριοτέρων δασοπονικών µας ειδών (Οξυά, δρυς, λοιπά πλατύφυλλα) πλην των κωνοφόρων (Πεύκα, Έλατα).

ιάγραµµα 2: ΠΑΡΑΓΩΓΗ-ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΚΑΥΣΟΞΥΛΩΝ 1980-2009 2.500.000 2.000.000 1.500.000 1.000.000 500.000 0 1980 1982 1984 1986 1988 1990 1992 1994 1996 1998 2000 2002 2004 2006 2008 Παραγωγή καυσοξύλων Εισαγωγές καυσοξύλων Γραµµή Τάσης Το γεγονός αυτό οφείλεται κατά την άποψη µας σε δύο κύρια αίτια: 1) Στην ταχύτερη αποκλιµάκωση της προσφοράς (50% σε σχέση µε το 1980) σε σχέση µε την πτώση της ζήτησης που παρατηρήθηκε λόγω υποκατάστασης του καυσοξύλου κύρια από το πετρέλαιο θέρµανσης, ακόµη και σε παραδασόβιες κοινότητες. 2) Στην χαµηλή αξία του καυσοξύλου που καθιστά γενικά ασύµφορη την µεταφορά του σε µεγάλες αποστάσεις σε συνδυασµό µε το αυξανόµενο συνεχώς κόστος των µεταφορικών υπηρεσιών. Ο παράγοντας αυτός σε συνδυασµό µε την χαµηλή προστιθέµενη αξία κατά το στάδιο εµπορίας του προϊόντος (τεµαχισµός -συσκευασία- µεταφορά) απέτρεψε την υποκατάσταση της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές (κύρια από την Βουλγαρία), για µεγάλο χρονικό διάστηµα, και διέσωσε το σύστηµα παραγωγής της ασικής Υπηρεσίας από την εµφάνιση φαινοµένων αντίστοιχων µε την παραγωγή τεχνικής ξυλείας και την συνεπακόλουθη πλήρη κατάρρευση. Θα πρέπει βέβαια να σηµειωθεί ότι υπάρχουν και δευτερεύοντες αλλά σηµαντικοί λόγοι για τους οποίους δεν κατέρρευσε η αγορά καυσοξύλων και η απασχόληση σε αυτήν. Ορισµένοι από αυτούς είναι: 1) Οι πρακτικές που εφαρµόζει η ασική Υπηρεσία (Αειφορική διαχείριση, καλλιεργητικές υπόσκιες υλοτοµίες στην οξιά και τα κωνοφόρα, αναγωγή τουλάχιστον του 30%, και συνήθως παραπάνω της έκτασης των δηµόσιων δασών). Οι πρακτικές αυτές είναι γενικά αποδεκτό ότι οδηγούν σε αύξηση του ξυλαποθέµατος, άρα της «αποταµίευσης» ουσιαστικά σε βάρος της παραγωγής βιοµάζας. 2) Η συµµετοχή-παρέµβαση της ασικής Υπηρεσίας στον καθορισµό των τιµών, της διάθεσης των προϊόντων (υπό την έννοια του µεγαλύτερου παραγωγού και του µεγαλύτερου και περισσότερο αξιόπιστου αγοραστή της παραγωγής των δασικών συνεταιρισµών εργασίας), αλλά και του κόστους παραγωγής. (διατήρηση της αποζηµίωσης της εργασίας των υλοτόµων-παραγωγών σε ικανοποιητικά επίπεδα.) 3) Η προστασία (από το ισχύον σύστηµα παραγωγής της.υπηρεσίας της απασχόλησης των υλοτόµων από την αθρόα εισαγωγή απασχόληση λαθροµεταναστών και µαύρης εργασίας-, που σε διαφορετική περίπτωση θα

ξεπερνούσε κάθε όριο µε δεδοµένο το αποµακρυσµένο των θέσεων απασχόλησης από τα αστικά κέντρα. 4) Των κοινωνικών και οικονοµικών συνθηκών που σχετίζονται µε την εργασία των υλοτόµων που συστηµατικά απέφευγαν στο παρελθόν την εργασία στο δάσος και την παραγωγή καυσοξύλων καθώς συνδέεται µε αυξηµένο κόστος (κοπή-σχίση) και χρήση «µη δηµοφιλών» µεθόδων εργασίας (αποδάσωση µε ζώα φόρτου - αδυναµία χρήσης του συνδυασµού ελκυστήρας - κάδος σε επικλινή εδάφη). Συνεπακόλουθα ήταν ή αύξηση του µέσου όρου ηλικίας των εργαζοµένων και η αδυναµία προσέλκυσης νέων στο επάγγελµα. Ο µεγαλύτερος παραγωγός ασικών προϊόντων, συνεπώς και καυσοξύλων στην χώρα µας είναι η ασική Υπηρεσία, γεγονός αναµενόµενο αν ληφθεί υπόψη ότι τα δάση ανήκουν (ακόµα) σε ποσοστό περίπου 64% στο Ελληνικό δηµόσιο, και κατά 36% σε ιδιώτες (στις περισσότερες των περιπτώσεων µε διάφορα ποσοστά συνιδιοκτησίας του δηµοσίου). Στο διάγραµµα που ακολουθεί (διάγραµµα 3) παρουσιάζονται τα µεγέθη παραγωγής ανά κύριο δασοπονικός είδος για το σύνολο των δασών της χώρας ανεξαρτήτως ιδιοκτησιακού καθεστώτος. 450.000 400.000 350.000 300.000 250.000 200.000 150.000 100.000 50.000 0 ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΥΣΟΞΥΛΟΥ ΑΝΑ ΜΟΡΦΗ Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΟΠΟΝΙΚΟ ΕΙ ΟΣ (2009/Μ3)Πηγή: Αποφραφή δραστηριοτήτων δασικων Υηρεσιών έτους 2009 ΕΛΑΤΗ ΕΡΥΘΡΕΛΑΤΗ ΠΕΥΚΗ ΟΞΥΑ ΡΥΣ ΛΕΥΚΗ ΚΑΣΤΑΝΙΑ ΛΟΙΠΑ ΕΙ Η ΗΜΟΣΙΑ ΑΣΗ ΜΗ ΗΜΟΣΙΑ ΑΣΗ Θα πρέπει να επισηµανθεί η περίπτωση της εξαιρετικά χαµηλής συµµετοχής παραγωγής καυσοξύλων από τα κωνοφόρα. Αρνητικός παράγοντας είναι επιπλέον η τεχνική ακαταλληλότητα του ξύλου για την συγκεκριµένη χρήση, και οι εξαιρετικά χαµηλές τιµές προσφοράς από τις βιοµηχανίες αξιοποίησης ξυλείας θρυµµατισµού. Το αποτέλεσµα είναι οι ποσότητες των καυσόξυλων πεύκης που παράγονται να είναι υποδεκαπλάσιες σε σχέση µε τις αντίστοιχες των πλατυφύλλων (63.908 µ 3 έναντι 683.365µ 3 το 2009/πηγή απογραφή δασών 2009), και οι δασικοί συνεταιρισµοί εργασίας να εξαναγκάζονται να προχωρήσουν στην παραγωγή τους. Το γεγονός αυτό συχνά γίνεται σηµείο αντιπαράθεσης ανάµεσα σε λειτουργικές ασικές Υπηρεσίες και τους δασικούς συνεταιρισµούς. Η παραγωγή καυσοξύλων των Ελληνικών δασών ανήλθε κατά το 2009 σε 747.273 m 3 (πηγή : Απολογισµός ασ. Υπηρεσιών έτους 2009). Στην επιβεβαιωµένη µε βάση τα στοιχεία παραλαβών των ασικών Υπηρεσιών αυτή ποσότητα, θα πρέπει

να προστεθούν επιπλέον 230-250.000 m 3 που αφορούν ρεαλιστικές εκτιµήσεις της ασικής Υπηρεσίας για ατελώς συλλεγόµενες από τους κατοίκους ποσότητες µε νόµιµες διαδικασίες (υπό τον κατά χώρο και χρόνο έλεγχο της ασικής Υπηρεσίας). Επιπλέον θα πρέπει να γίνει αποδεκτό, ότι υπάρχουν ποσότητες τάξης µεγέθους άνω των 200.000 m 3 (περ. 20% της συνολικής παραγωγής, κατά την άποψη µας η εκτίµηση είναι συντηρητική), που διακινούνται παράνοµα και άρα δεν συµπεριλαµβάνονται στις επίσηµες εκτιµήσεις. Οπότε συνολικά η παραγωγή ανέρχεται σε 1.200.000 m 3, ή εφόσον γίνει αποδεκτός συντελεστής µετατροπής 0,33 χλγ Ι.Π./kgr ξύλου (πηγή: πίνακας ΙΙ παράρτηµα Εφ. Ε.Ε.) και συντ. µετατροπής m 3 σε kgr 0,9, τότε γίνεται υποκατάσταση εισαγωγών 327.000 τόννων πετρελαίου και καταναλωτικής δαπάνης περ. 320.500.000 (τιµή πετρελαίου θέρµανσης 980 /τον. 12 ος /2011). Κατά καιρούς διατυπώνεται ή άποψη ότι ή άµεση παραχώρηση της εκµετάλλευσης ή και τις ιδιοκτησίας των δασών, (το τελευταίο προϋποθέτει αναθεώρηση του Συντάγµατος), θα µπορούσε άµεσα να αυξήσει την παραγωγικότητα της Ελληνικής ασοπονίας µε το γενικότερο σκεπτικό ότι το δηµόσιο είναι συνήθως κακός διαχειριστής. Ταυτόχρονα το ηµόσιο θα µπορούσε να απαλλαγεί από σηµαντικό µέρος του διαχειριστικού κόστους που συνεπάγεται η αξιοποίηση και προστασία της ιδιοκτησίας του. Υπάρχουν κάποιες πολύ σηµαντικές επισηµάνσεις που θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη κατά την αξιολόγηση της άποψης αυτής. Τα δάση παράγουν πολύ περισσότερα και σηµαντικότερα οφέλη για τον άνθρωπο, (περιβαλλοντική εξισορρόπηση και προστασία από ακραία φαινόµενα, βελτίωση ποιότητας ζωής, νερό,αναψυχή, βοσκήσιµη ύλη κλπ.), από τα καθαρά οικονοµικού χαρακτήρα (προϊόντα), και τα οποία δυστυχώς δεν καταβλήθηκε ποτέ αξιόλογη προσπάθεια να αποτιµηθούν σωστά και άρα να συµπεριληφθούν στην οικονοµική αξιολόγηση των αποτελεσµάτων της ασοπονίας. Ήδη από την Νοµοθεσία (Ν. 2169/1993& Π..126/86) προβλέπεται η µε εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους παραχώρηση της εκµετάλλευσης των δηµοσίων δασών στους ιδιωτικού δικαίου ασικούς συνεταιρισµούς εργασίας. Λόγω των συνθηκών της χώρας µας που αναφέρθηκαν νωρίτερα (κλίµα, έδαφος, προηγούµενη διαχείριση- χαµηλό και κακής ποιότητας ξυλαπόθεµα, κλίσεις, περιβαλλοντικοί περιορισµοί, διασπαρµένοι όγκοι παραγωγής κλπ) υπάρχει εξαιρετικά οριακό διαχειριστικό οικονοµικό αποτέλεσµα, και πολύ περιορισµένο ενδιαφέρον των ιδιωτών ιδιοκτητών σχετικά µε την διαχείριση των δασών τους. Το αποτέλεσµα είναι ότι τα ηµόσια δάση της χώρας βρίσκονται κατ αρχήν σε πολύ καλύτερη κατάσταση (από κάθε άποψη) από τα περισσότερα ιδιωτικά. Η πεποίθηση αυτή είναι κοινός τόπος µεταξύ των δασοδιαχειριστών της ασικής Υπηρεσίας που έχουν σαφώς συνολική εικόνα της κατάστασης. Εξάλλου εύκολα υποστηρίζεται και από τα διαθέσιµα δεδοµένα. Παρά το ότι το ποσοστό των δηµοσίων πρεµνοφυών δασών που βρίσκεται σε διαδικασία αναγωγής, (άρα αποταµίευσης) είναι πολλαπλάσιο των αντίστοιχων ιδιωτικών, τα πάσης φύσεως καυσοξύλα που παρήχθησαν από τα µη δηµόσια δάση για το έτος 2009 ήταν 266.646,12 κ.µ. δηλαδή το 35,68% της συνολικής παραγωγής (747.273κ.µ.), ποσοστό ακριβώς αντίστοιχο µε το 36% της έκτασης που αυτά καλύπτουν. Και προτού υπάρξουν επιφυλάξεις σχετικά µε το οικονοµικό αποτέλεσµα θα πρέπει να προστεθεί στο σηµείο αυτό, ότι το µεγαλύτερο µέρος του κόστος διαχείρισης, και το σύνολο του κόστους φύλαξης και προστασίας των µη δηµοσίων δασών (36% του συνόλου) το επωµίζεται η ασική Υπηρεσία. Το ίδιο ισχύει ουσιαστικά και αναφορικά µε το κόστος των υποδοµών (οδικό δίκτυο) που αναγκαστικά σε πολλές περιπτώσεις (για λόγους αντιπυρικής προστασίας) αναλαµβάνει η τελευταία, ενώ στις υπόλοιπες απλώς παραλείπεται.

Χαρακτηριστική είναι και η αδιαφορία µε την οποία αντιµετωπίζονται οι δυνατότητες που προσέφεραν τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης, αν και οι επιτελικές υπηρεσίες της χώρας µερίµνησαν έγκαιρα ώστε να µην υπάρξει ανταγωνισµός, εξαιρώντας τα Ελληνικά ηµόσια άση από οποιοδήποτε χρηµατοδοτικό µέτρο βελτίωσης και υποδοµών πλην εκείνων της αντιπυρικής προστασίας. Συνεπώς κατά τις εκτιµήσεις µας εξακολουθεί να υπάρχει στο άµεσο µέλλον, η ανάγκη εντονότερης δραστηριοποίησης της ασικής Υπηρεσίας, τουλάχιστον στο τµήµα εκείνο της παραγωγής βιόµαζας που αφορά τα καυσόξυλα, ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της χώρας αφενός και να προστατευτούν ταυτόχρονα τα άση ως δηµόσιο αγαθό. 3. Ποια είναι η ασική Υπηρεσία σήµερα? Η Ελληνική ασική Υπηρεσία, - από τις πρώτες του νέο-ελληνικού κράτους-, συστήθηκε το 1830 και θεσµοθετήθηκε µε το Β.. "Περί διοργανισµού των ασονοµείων" τον Σεπτέµβριο του 1836 (Γρίσπος 1973). Στην ιστορία της, άρρηκτα συνυφασµένη µε την ιστορία του νεώτερου Ελληνικού κράτους, πέρασε από διάφορες λειτουργικές και οργανωτικές καταστάσεις (µέχρι που καταργήθηκε προσωρινά το 1877). Ουσιαστική παρέµβαση σε όλη την χώρα υπήρξε µόνο µετά το 1957, οπότε και ξεκίνησε µια περίοδος έντονης ανάπτυξης και δραστηριότητας µε βάση αναπτυξιακούς σχεδιασµούς, µακροχρόνια προγράµµατα δραστηριότητας και έργα, που διακόπηκε γύρω στο 1980-1985 (Ι. Κέκερης 2011). Έκτοτε και µέχρι σήµερα η ασική Υπηρεσία υπάρχει χωρίς να ακολουθεί συγκροτηµένη δασική πολιτική, διεξάγοντας ουσιαστικά κατά τόπους έναν ιδιόµορφο αγώνα ανάσχεσης έναντι του «πελατειακού κράτους», έχοντας όµως χάσει ουσιαστικά στηρίγµατα της στην κοινωνία (παραδασόβιοι πληθυσµοί), λόγω της διακοπής των περισσότερων από τις αναπτυξιακού χαρακτήρα δραστηριοτήτων της. Ουσιαστικά έχει χαθεί η δυνατότητα αλληλεπίδρασης της µε τις κοινωνίες του ορεινού χώρου. Η ασική Υπηρεσία της χώρας µας κατά το έτος 2009 (τελευταία, διαθέσιµα στοιχεία), απασχολούσε συνολικά (κεντρική υπηρεσία σήµερα Υ.Π.Ε.Κ.Α και περιφερειακές- σήµερα Υ.Π.Ε.Σ.) 3.055 άτοµα κατανεµηµένα ασύµµετρα και µε βάση τις γνωστές πρακτικές του «πελατειακού κράτους» σε περισσότερες των 100 υπηρεσιακών µονάδων. Σήµερα τα δεδοµένα θα πρέπει να έχουν αλλάξει σηµαντικά λόγω της αθρόας µετάταξης σε αυτήν υπαλλήλων άλλων καταργούµενων υπηρεσιών του κράτους, και της συγχώνευσης µε την Αγροφυλακή. Ωστόσο δεν θα απέχαµε και πολύ από την πραγµατικότητα αν εκτιµούσαµε ότι ο συνολικός αριθµός των απασχολούµενων δεν ξεπερνά τα 4.000 άτοµα, (αριθµός αντίστοιχος των εργαζοµένων σε ένα µεγάλο νοσοκοµείο της Αττικής). Στην πράξη εξακολουθεί να λειτουργεί, (όπου και όσο εξακολουθεί να λειτουργεί, ανάλογα µε το επίπεδο στελέχωσης, την φιλοτιµία των στελεχών και τις διαθέσεις του εκάστοτε ασάρχη), προσπαθώντας να εφαρµόσει νοµοθεσία του 1969, και να διαχειριστεί τα φυσικά δάση µε βάση ακόµα παλαιότερες προδιαγραφές σύνταξης διαχειριστικών µελετών. Το γεγονός αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην γνωστή σε όλους τους «παροικούντες στην Ιερουσαλήµ» πλην ακατανόητη και ανεπίτρεπτη, χρόνια αδυναµία της, κεντρικής Υπηρεσίας, (υποτίθεται επιτελικού χαρακτήρα), να αναµορφώσει-εκσυγχρονίσει τόσο τις προδιαγραφές όσο και τις πρακτικές διαχείρισης των δασών µας. Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αναγνωριστεί ότι οι βασικές αρχές της διαχείρισης των δασών και της αειφορίας της παραγωγής, που προσπαθούν να τηρούν τα κατά τόπους ασαρχεία, δεν έχουν ουσιαστικά αλλάξει, όπως επίσης και ότι οι

διαχειριζόµενες από την ασική Υπηρεσία εκτάσεις, µε βάση συγκροτηµένες διαχειριστικές µελέτες, εξακολουθούν ακόµα και σήµερα (εκατόν ενενήντα χρόνια µετά την επανάσταση), να είναι οι µοναδικές ενιαίες και ευρείας κλίµακας εκτάσεις της χώρας που διαχειρίζονται µε βάση κάποιον (έστω και ελλειµµατικό) σχεδιασµό. Ωστόσο το αποτέλεσµα είναι οι µελέτες διαχείρισης να καταλήγουν τελικά σε µελέτες «ξυλοπονίας», και στην καθηµερινή πράξη ή ποιότητα και ο βαθµός εφαρµογής τους να ποικίλλει ανάλογα µε το επίπεδο λειτουργίας των κατά τόπους δασικών Υπηρεσιών. Η µακροχρόνια προσπάθεια σύνταξης και εφαρµογής των µελετών αυτών µε τις συγκεκριµένες προδιαγραφές σε συνδυασµό µε την αδυναµία προσαρµογής στις τοπικές συνθήκες και εξέλιξης σε ότι αφορά τις οργανωτικές δοµές που παραµένουν ενιαίες σε όλη την χώρα από την δεκαετία του 1960, (102 υπηρεσίες περιφερειακού χαρακτήρα), έχει οδηγήσει στον διαχωρισµό στην πράξη των κατά τόπους υπηρεσιών σε δύο τελείως διαφορετικές κατηγορίες: 1 ον ) Στα αποκαλούµενα «µη παραγωγικά ασαρχεία» όπου δεν ασκούνται δραστηριότητες ξυλοπονίας, (λόγω ακαταλληλότητας ξυλαποθέµατος, ή απλούστερα λόγω έλλειψης µέχρι σήµερα - τοπικά οικονοµικού ενδιαφέροντος). Στις Υπηρεσίες αυτές δεν συντάσσονται διαχειριστικές µελέτες και δεν ασκείται ουσιαστικά διαχείριση φυσικού περιβάλλοντος επειδή όλες οι υπόλοιπες «χρήσεις» θεωρούνται «δευτερεύουσες» µε βάση το γράµµα και το πνεύµα των προδιαγραφών και τις επικρατούσες στην ασική Υπηρεσία αντιλήψεις. Οι υπηρεσίες αυτής της οµάδας µε την σταδιακή αποψίλωση αρµοδιοτήτων και την χρόνια αδιαφορία των συνδικαλιστικών οργάνων, του προσωπικού όσο και κυρίως των προϊστάµενων, «υπηρεσιών επιτελικού χαρακτήρα», έχουν µετατραπεί σε υπηρεσίες διεκπεραίωσης εγγράφων, συνήθως γραφειοκρατικού χαρακτήρα (π.χ. πράξεις χαρακτηρισµού) ή και άσκησης, (µε την γνωστή αποτελεσµατικότητα), προστασίας των δικαιωµάτων του δηµοσίου (ιδιοκτησιακά, αλλαγές χρήσης γης κλπ). 2 ον ) Στα αποκαλούµενα «Παραγωγικά ασαρχεία», (µε την έννοια πάντα της ξυλοπονίας), που εκτός των - σε περιορισµένη κλίµακα - γραφειοκρατικής φύσης αντικειµένων που αναφέρθηκαν, επιπλέον διαχειρίζονται εκτατικά φυσικά οικοσυστήµατα µε βάση διαχειριστικές µελέτες (µελέτες ξυλοπονίας) δεκαετούς διαρκείας που συντάσσονται και εφαρµόζονται µε επιµονή από τα ίδια. Το τελικό αποτέλεσµα της διαδικασίας όµως οδήγησε τα «παραγωγικά» ασαρχεία στην εµπέδωση νοοτροπίας ολοκληρωτικής εφαρµογής του σχεδιασµού µε κάθε κόστος και χωρίς έλεγχο (σε εφαρµογή της ρήσης: Το «Ευαγγέλιο» της διαχείρισης είναι η διαχειριστική µελέτη ). Η προσέγγιση αυτή έχει βέβαια πολλά πλεονεκτήµατα σε σχέση µε την παντελώς απρογραµµάτιστη και άναρχη έως περιστασιακή λειτουργία άλλων δοµών του Νεο-Ελληνικού κράτους, και σε µεγάλο βαθµό έχει συµβάλλει στην προστασία των δασών µας από την υπερ-εκµετάλλευση. Ωστόσο εκτός από τα πλεονεκτήµατα που συγκεντρώνει η «διαχειριστική» προσέγγιση των υπηρεσιών αυτών, υπάρχουν και πολλά προβλήµατα που σχετίζονται κύρια µε την αδιαφορία για τις «δευτερεύουσες», (κατά την άποψη που επιβάλλουν οι ισχύουσες προδιαγραφές και η νοοτροπία των συντακτών), χρήσεις και καρπώσεις, αλλά και µε το ίδιο το αντικείµενο της ξυλοπονίας. Τα κυριότερα προβλήµατα που ανακύπτουν από την προσέγγιση αυτή, σε σχέση το υπό εξέταση θέµα είναι: 1) Η εµµονή στην τήρηση των χρονοδιαγραµµάτων υλοτοµίας των συστάδων (σειρά υλοτοµίας µε βάση τις εκτιµήσεις του µελετητή και την προγενέστερη διαχείριση) ανεξάρτητα, από την τρέχουσα κατάσταση του ξυλαποθέµατος, και τις οικονοµικές συνθήκες. (Η συστάδα θα υλοτοµηθεί ανεξάρτητα από τις

τρέχουσες δυνατότητες διάθεσης της παραγωγής και της απαιτήσεις ως προς την ποιότητα του προϊόντος). 2) Η εµµονή στην παραγωγή τεχνικής ξυλείας (προκειµένου να αποφευχθεί υποτιθέµενη «υποβάθµιση» της παραγωγής). Οι εµµονές αυτές αν και εν µέρει δικαιολογούνται από τις ανάγκες του δασοκοµικού σχεδιασµού και την απαίτηση τήρησης της αρχής της αειφορίας των καρπώσεων, περιορίζουν την απαραίτητη ευελιξία για την µεγιστοποίηση του οικονοµικού αποτελέσµατος, και απεµπολούν ουσιαστικά πλεονεκτήµατα, (και όχι απαραίτητα µειονεκτήµατα), της δασοπονίας. Τους µεγάλους χρόνους παραγωγής, την δυνατότητα επιµήκυνσης για µεγάλο χρονικό διάστηµα του περίτροπου χρόνου χωρίς ουσιαστικές αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες, και την δυνατότητα µερικής προσαρµογής τους είδους των παραγόµενων προϊόντων κατά χρόνο ποσότητα και ποιότητα στις απαιτήσεις της αγοράς. Άλλοι λόγοι (απλούστερα) οι συνηγορούν σ αυτό είναι: 1) εν υπάρχει κανένας λόγος να προχωρήσουµε άµεσα στην υλοτοµία συστάδων ή ατόµων υψηλής ποιότητας εντός των συστάδων που έχουν φτάσει στην ώριµη προς υλοτοµία διάµετρο, για να παράγουµε προϊόντα που θα µείνουν αδιάθετα, ή που θα υποβαθµιστούν σε καυσόξυλα. Μπορούµε να περιµένουµε την βελτίωση των οικονοµικών συνθηκών αφήνοντας τα άριστα των κυρίαρχων ατόµων να συνεχίσουν να αυξάνουν (ακόµη και για τα επόµενα 50 χρόνια). Μπορούµε να παράγουµε τα καυσόξυλα που χρειαζόµαστε από την υπόλοιπη συστάδα. 2) εν υπάρχει κανένας λόγος να µην επιταχύνουµε κατά 1-2 χρόνια την υλοτοµία ώριµων συστάδων προκειµένου να ικανοποιήσουµε την τρέχουσα ζήτηση σε καυσόξυλα, υπό την προϋπόθεση ότι θα ενεργήσουµε µε σωφροσύνη στο στάδιο της επιλογής των ατόµων προς υλοτοµία, και κατόπιν σχεδιασµού ως προς την κάλυψη των αναγκών στο µέλλον. 3) εν υπάρχει κανένας λόγος να προχωρήσουµε βιαστικά στην υλοτοµία συστάδων που δεν αναπτύχθηκαν σύµφωνα µε τις προ δεκαετίας ή εικοσαετίας εκτιµήσεις του µελετητή. Η ανατροπή επιλογών της µέχρι σήµερα διαχείρισης δεν είναι βέβαια επιθυµητή αλλά ούτε και θα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί «ταµπού». Είναι πλέον ευρύτερα αποδεκτό τόσο στην επιστηµονική κοινότητα (Morandini er all 1994, Grigoriadis & Zaggas 2005), όσο και µεταξύ των διαχειριστών της ασικής Υπηρεσίας, ότι περίτροποι χρόνοι της τάξης των 20-25 ετών στην πρεµνοφυή δρύ σε χαµηλά υψόµετρα και «ταλαιπωρηµένους» σταθµούς όχι µόνο δεν εξυπηρετούν κανένα δασοκοµικό ή περιβαλλοντικό σκοπό αλλά ούτε καν και τις τρέχουσες οικονοµικές ανάγκες. Συνιστούν αδικαιολόγητη σπατάλη δασικών πόρων και θα πρέπει να αποφεύγονται. Οι Γρηγοριάδης και Ζάγγας (2005) προτείνουν µια µεθοδολογία για την αύξηση του περίτροπου χρόνου µε ταυτόχρονη πρόνοια σχετικά µε την ικανοποίηση των αναγκών των κατοίκων. Ταυτόχρονα επισηµαίνουν την αυξηµένη χρησιµότητα τέτοιου τύπου δασών ως «αποθηκών διοξειδίου του ανθρακα» (carbon sink). Σε κάθε µια από τις παραπάνω περιπτώσεις το αποτέλεσµα είναι καταστροφικό τόσο από περιβαλλοντικής όσο και από οικονοµικής απόψεως. 4. Οι επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης στα Ελληνικά δάση, και την εµπορία καυσοξύλων Η οικονοµική κρίση που κατά τα δύο τελευταία χρόνια αντιµετωπίζει η χώρα µας σε συνδυασµό µε την αύξηση τις τιµής του πετρελαίου θέρµανσης έχει ή και αναµένεται να έχει, τις εξής επιπτώσεις στην ξυλοπονία της χώρας µας.:

1) Έχει καταρρεύσει σχεδόν ολοσχερώς ακόµα και η αναιµική ζήτηση για τεχνική ξυλεία. Οι περισσότερες από τις µικρές βιοτεχνίες κατεργασίας του τεχνικού ξύλου έχουν κλείσει ή υπολειτουργούν. 2) Αυξήθηκε υπερβολικά η ζήτηση για καυσόξυλο προς εµπορία κυρίως δρυός και λοιπών πλατύφυλλων καθώς επίσης και οξιάς. 3) Αυξήθηκε η πίεση από παραδασόβιους πληθυσµούς για την ικανοποίηση µεγαλύτερου µέρους των αναγκών θέρµανσης από τα δάση που εκδηλώθηκε µε την επιστροφή στις ξυλόσοµπες και τα τζάκια ή ακόµα χειρότερα στους ξυλο-λέβητες που απαιτούν για την ικανοποίηση των αναγκών θέρµανσης µιας µέσης κατοικίας στην Β. Ελλάδα µια ποσότητα καυσοξύλων της τάξης των 10-15 τόννων/ έτος. 4) Εντείνεται συνεχώς το φαινόµενο της λαθρο-υλοτοµίας που εκδηλώνεται µε τους παρακάτω τρόπους. α) Με την διενέργεια υπερβολικής υλοτόµησης σε νόµιµες υλοτοµίες (υπερβάσεις), και την διοχέτευση των παραγόµενων καυσοξύλων παράνοµα στην αγορά είτε άνευ συνοδευτικών εγγράφων, είτε µε ανάµιξη τους µε νόµιµα διακινούµενες ποσότητες. β) Με την εµφάνιση αριθµού «µικρό-εµπόρων» που λαθρουλοτοµούν ανεξέλεγκτα µικροποσότητες σε καθηµερινή σχεδόν βάση, και πωλούν άµεσα τις ποσότητες αυτές σε παρακείµενους οικισµούς και πόλεις. γ) Με την διενέργεια παράνοµων υλοτοµιών από κατοίκους παραδασόβιων οικισµών µε στόχο την κάλυψη των αυξηµένων ατοµικών τους αναγκών ή αναγκών µελών των οικογενειών τους που κατοικούν σε κοντινές πόλεις ή γενικότερα µη παραδασόβιους οικισµούς. 5) Υπάρχει αυξητική τάση τόσο του αριθµού των εποχικά ασχολούµενων µε την υλοτοµία όσο και των ηµερών απασχόλησης ως αποτέλεσµα είτε της διογκούµενης ανεργίας είτε της ανάγκης συµπλήρωσης του διαρκώς συρρικνούµενου εισοδήµατος. Το τελικό αποτέλεσµα είναι η αύξηση των πιέσεων προς τα «παραγωγικά ασαρχεία» για την κάλυψη των αναγκών αυτών, δηλαδή σε τελική ανάλυση της προσφοράς καυσοξύλων. 6) Αυξάνονται οι πιέσεις καυσοξύλευσης νόµιµης και παράνοµης σε δάση και δασικές εκτάσεις και σε είδη που µέχρι σήµερα λόγω χαρακτηριστικών του ξύλου τους θεωρούνταν ακατάλληλα-ανεπιθύµητα. (δασολωρίδες, φυτικοί φράκτες µεταξύ αγροτεµαχίων, πρινώνες και θαµνώνες µε ξύλο µικρής διαµέτρου, πευκοδάση, καµµένα πευκοδάση, πλατανεώνες σε ρέµατα εντός αγροτικών εκτάσεων, ακόµη και σε άλση και πάρκα παρακείµενα οικισµών). 7) Αυξάνονται οι πιέσεις για την κάλυψη των αναγκών παραγωγής βιόµαζας (ξυλείας θρυµµατισµού) µε στόχο την παραγωγή ξυλοτεµαχιδίων (pellets), είτε µε χρήση των υπολειµµάτων υλοτοµιών είτε µε απευθείας µηχανική συλλογή σε δασικές εκτάσεις που καλύπτονται από χαµηλή θαµνώδη βλάστηση. 8) Εκδηλώθηκε ήδη αύξηση της τιµής του καυσοξύλου οξυάς και δρυός. Το φαινόµενο όχι απαραίτητα αρνητικό αναµένεται να ενταθεί τα επόµενα χρόνια. Ιδίως όµως θα πρέπει να συνεκτιµηθεί στο µέλλον η συσχέτιση της τιµής µε τις προοπτικές απότοµης γεωµετρικής αύξησης των εισαγωγών καυσοξύλων από το εξωτερικό που πιθανό να καταστούν εξαιρετικά προσοδοφόρες από ένα σηµείο αύξησης της τιµής και µετά. 9) Εντείνονται τα συνήθη για την χώρα µας φαινόµενα αισχροκέρδειας που συνδέονται µε την γεωµετρική αύξηση των τιµών ανάλογα µε την απόσταση από τους χώρους παραγωγής πρωτογενών προϊόντων µέχρι τους χώρους

τελικής κατανάλωσης. Ενδεικτικά αναφέρουµε ότι η µέση τιµή διάθεσης των καυσοξύλων οξυάς στους καταναλωτές της Β. Ελλαδας στις περιοχές περιµετρικά σηµαντικών δασικών συµπλεγµάτων βρίσκεται στην περιοχή των 90-100 /τόννο, ενώ στην περιοχή του λεκανοπεδίου Αττικής η τιµή προσεγγίζει τα 190-200 /τόννο. Παράλληλα εντείνονται τα φαινόµενα της παράνοµης διακίνησης σε τιµές της τάξης των 60-70 /τόννο που προκαλούν σηµαντικές απώλειες εσόδων στο Ελληνικό ηµόσιο (ΦΠΑ, ασφαλιστικές εισφορές κλπ). 10) Αυξάνονται µε εξαιρετικά έντονο ρυθµό οι εισαγωγές καυσοξύλων κυρίως από την Βουλγαρία. υστυχώς η ΕΣΥΕ δε έχει προχωρήσει στην έκδοση σχετικών στοιχείων για την περίοδο µετά το 2004, οπότε δεν υπάρχουν ακριβή δεδοµένα. Το αναµφισβήτητο γεγονός είναι ότι υπάρχουν σήµερα εισαγωγείς - χονδρέµποροι µε δυνατότητα παράδοσης οποιασδήποτε ποσότητας ζητηθεί στην Β. Ελλάδα, σε τιµή της τάξης των 40-60 /τόννο (2011). To φαινόµενο θα πρέπει να µελετηθεί ιδιαίτερα επειδή εκτιµάται ότι αύξηση των ποσοτήτων που είναι σήµερα διαθέσιµες θα µπορεί στο µέλλον να καθορίσει την τιµή στην Ελληνική αγορά. 11) Παρατηρείται σηµαντική αύξηση του αριθµού των σηµείων πώλησης καυσοξύλων. Ακριβή δεδοµένα δεν υπάρχουν καθώς µέχρι σήµερα πολλά από τα σηµεία πώλησης είναι περιστασιακά - ευκαιριακά, αλλά η τάση αυτή αναµένεται να εξακολουθήσει στο µέλλον. 5. Η απειλή Απέναντι σε αυτή την κατάσταση οι ασικές Υπηρεσίες της χώρας τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο συνεχίζουν να λειτουργούν µε τις συνήθεις διαδικασίες και ρυθµούς και δεν έχουν ακόµα δείξει κανένα σηµάδι αντίδρασης και προσαρµογής στην νέα κατάσταση που φαίνεται να διαµορφώνεται. Αντίθετα το κλίµα γενικευµένου περιορισµού του κράτους και οριζόντιας περικοπής προσωπικού και δαπανών φαίνεται να έχει επηρεάσει προς το δυσµενές την ήδη ευρισκόµενη σε λειτουργικό αδιέξοδο και αποκοµµένη από τους πληθυσµούς της υπαίθρου ασική Υπηρεσία. Οι υπό διαµόρφωση και εφαρµογή συνθήκες αναδιοργάνωσης και επιλογές («των νυχτωµένων επιτελών») όπως αποτυπώνονται στα πρόσφατα προεδρικά διατάγµατα σχετικά µε τους οργανισµούς των Αποκεντρωµένων ιοικήσεων φαίνεται ξεκάθαρα ότι ευνοούν την χωρική συγκέντρωση των δραστηριοτήτων της ασικής υπηρεσίας στα µεγάλα αστικά κέντρα. Ενδεικτικά αναφέρουµε εδώ το Π 142/2010 ΦΕΚ Α235/2010 που αφορά την περιφερειακή ενότητα Μακεδονίας-Θράκης και προβλέπει αποδυνάµωση αποψίλωση περιφερειακών ασαρχείων ενίσχυση /νσεων ασών σε επίπεδο περιφερειακής ενότητας, πλήρης απουσία αναφοράς σε ακόµη µικρότερες - πλησιέστερες στα δάση - υπηρεσιακές µονάδες όπως τα δασονοµεία και τα δασοφυλάκια. Με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται οι συνδυασµένοι στόχοι της τρέχουσας πολιτικής και συνδικαλιστικής ηγεσίας που είναι αφενός η µείωση οργανικών θέσεων και µονάδων άρα του κόστους προσωπικού και αφετέρου η ικανοποίηση «κοινωνικού χαρακτήρα» αιτηµάτων µεταθέσεων και µετατάξεων στα µεγάλα αστικά κέντρα. Ως «άλλοθι» για την εξυπηρέτηση των παραπάνω στόχων προβάλλεται η ανάγκη για πιο «µικρό και αποτελεσµατικό» κράτος µε αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας και ευέλικτες οργανωτικά δοµές. Το φυσικό και λογικό επακόλουθο θα είναι ο συνολικός επαναπροσανατολισµός της στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης γραφειοκρατικών αναγκών και της

ολοκληρωτικής αποµάκρυνσης από το αντικείµενο της διαχείρισης φυσικού περιβάλλοντος (ακόµα και αυτής της ξυλοπονίας!). Ο Συνδυασµός των επιπτώσεων της οικονοµικής κρίσης στην ζήτηση για καυσόξυλα, που αναφέρθηκαν νωρίτερα µε την τρέχουσα αλλά και υπό διαµόρφωση λειτουργική κατάσταση της ασικής Υπηρεσίας, συνθέτει µια απειλή µεγάλης κλίµακας που εντεινόµενα θα αντιµετωπίζουν τα δασικά οικοσυστήµατα της χώρας µας στα επόµενα χρόνια. Η απειλή αφορά άµεσα τα ήδη υποβαθµισµένα οικοσυστήµατα σε ζώνες χαµηλού υψοµέτρου περιµετρικά οικισµών που θα αντιµετωπίσουν κίνδυνο πλήρους αποψίλωσης, λόγω του συνδυασµού υλοτοµίας, πυρκαγιάς, βοσκής, αλλαγής χρήσης γης. Σε δεύτερο χρόνο το φαινόµενο θα εξελιχθεί, µε την µορφή υπέρ-αραιώσεων και αλλαγών στις µορφές διαχείρισης (από σπερµοφυή και πρεµνοφυή υπό αναγωγή σε πρεµνοφυή). Υπέργηρα άτοµα και νεκρό ξύλο αναµένεται να αποµακρύνονται άµεσα από τις συστάδες, πιθανά και µε την ανοχή της ασικής Υπηρεσίας. Χωρικά εκτιµάται ότι το φαινόµενο θα εξελιχθεί σταδιακά από την βόρεια προς την νότια Ελλάδα, από τις περιοχές χαµηλού υψοµέτρου προς µεγαλύτερα υψόµετρα, και από τις περιοχές που γειτνιάζουν µε οικιστικά κέντρα προς τις πλέον αποµακρυσµένες. Επιπλέον αντίστοιχη εξέλιξη θα υπάρξει και από τις περιοχές µε απουσία οργανωµένων λειτουργικών πυρήνων της ασικής Υπηρεσίας, (δηλαδή ασαρχείων µε ικανοποιητική στελέχωση και λειτουργία) προς τις περιοχές µε ισχνή παρουσία. Θα πρέπει στο σηµείο αυτό να επισηµάνουµε ότι η ύπαρξη κατά τόπους λειτουργικών πυρήνων δασοπροστασίας λειτουργεί ανασχετικά µε περιορισµένη επιτυχία ως προς την εξέλιξη του φαινοµένου, ενώ πλήρης προστασία-αποτροπή δεν επιτυγχάνεται σε κανένα σηµείο της επικράτειας, λόγω της τρέχουσας οργανωτικής και λειτουργικής κατάστασης της ασικής Υπηρεσίας όσο και ευρύτερα της χώρας. Η εικόνα που περιγράφει καλύτερα την υπό διαµόρφωση κατάσταση εκτιµάµε ότι είναι εκείνη του οδοιπόρου που µέσα στην κοίτη ενός χειµάρρου προσπαθεί να διασχίσει ένα µικρό ρυάκι χωρίς να βρέξει τα πόδια του και υποκρίνεται ότι δεν ακούει τον ήχο της πληµµύρας που ορµητικά κατεβαίνει από το βουνό.

6. Η ευκαιρία Είναι γεγονός ότι το κοινωνικό και οικονοµικό περιβάλλον της εποχής της κρίσης και το µέγεθος της απειλής, κατ αρχήν δηµιουργούν απαισιοδοξία σε σχέση µε το µέλλον των δασών της χώρας µας. Η πρόσφατη ιστορία µας διδάσκει εξάλλου ότι σε όλες τις περιόδους κρίσεων τα δάση υπέστησαν τα ίδια σηµαντικές καταστροφές, αλλά αντικειµενικά βοήθησαν στην επιβίωση του λαού µας, και µερικά επανέκαµψαν µετά την βελτίωση των κοινωνικών και οικονοµικών συνθηκών. Είναι λοιπόν αναµενόµενο ότι παρά τις ελπίδες και ίσως προσπάθειες πολλών τα δάση της χώρας υφίστανται ήδη και θα υποστούν µε εντεινόµενο βαθµό τα επόµενα χρόνια τις συνέπειες της κρίσης. Όµως όπως συµβαίνει σε κάθε περίπτωση έντονων και βίαιων κοινωνικών αλλαγών κάθε κρίση εµπεριέχει τόσο την απειλή όσο και την ευκαιρία. Εναπόκειται στα άτοµα και τις συλλογικές ενώσεις αυτών να υιοθετήσουν την κατάλληλη στρατηγική ώστε αφενός να αντιµετωπίσουν την απειλή και αφετέρου να αναδείξουν και αξιοποιήσουν την ευκαιρία. Στην προκειµένη περίπτωση υπάρχουν ορισµένες παράµετροι που µπορούν να συµβάλλουν θετικά στην διαµόρφωση και αξιοποίηση της ευκαιρίας: 1) Λόγω των κοινωνικών και οικονοµικών συνθηκών του πρόσφατου παρελθόντος αλλά και χάρη στις προσπάθειες της ασικής Υπηρεσίας (κυρίως την περίοδο 1960-1980), τα δάση (τουλάχιστον των ορεινών περιοχών) βρίσκονται σε σχετικά καλύτερη κατάσταση από ότι στο απώτερο παρελθόν και θα µπορέσουν να ικανοποιήσουν σε µεγάλο βαθµό τις ανάγκες κατ αρχήν του παραδασόβιου πληθυσµού αλλά και των γειτονικών πόλεων. 2) Η ποσοστιαία αύξηση της συµµετοχής του ξύλου και γενικότερα της βιόµαζας στο µείγµα καυσίµων που χρησιµοποιούνται για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας, µε υποκατάσταση (εισαγόµενων) ορυκτών καυσίµων, δεν αποτελεί σε καµία περίπτωση αρνητική εξέλιξη µε οικονοµικούς και περιβαλλοντικούς όρους. Αντίθετα αναβαθµίζει την σηµασία των δασικών πόρων και καθιστά επιτέλους αναπόφευκτη την λήψη ουσιαστικών µέτρων σχετικά µε την παραγωγή και διαχείριση τους σε κάθε επίπεδο. Ταυτόχρονα αναδεικνύει το καθήκον που καλείται να εκπληρώσει η ασική Υπηρεσία (ως µεγαλύτερος διαχειριστής και παραγωγός), και γενικότερα οι ασχολούµενοι µε την ασοπονία στην χώρα µας, για την αντιµετώπιση της κρίσης και την κάλυψη βασικών αναγκών του πληθυσµού, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα κατ ελάχιστο την προστασία των δασών. Το ερώτηµα που αβίαστα προκύπτει σχετίζεται µε την ετοιµότητα και την αποφασιστικότητα των δασοπονούντων να ανταποκριθούν. 3) Οι συνεχής εξωγενείς αλλά και κοινωνικές πιέσεις για την διενέργεια αλλαγών και ανασυγκρότησης της δηµόσιας διοίκησης µπορούν να υποβοηθήσουν σηµαντικά την επίτευξη αλλαγών σε όλα τα οργανωτικά επίπεδα που σε κάθε άλλη περίπτωση στο παρελθόν θα προσέκρουαν σε συντεχνιακές αντιλήψεις. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι αλλαγές να µην αποσκοπούν άκριτα και κοντόφθαλµα στον περιορισµό του κόστους λειτουργίας, και στην ικανοποίηση θεµιτών, (αλλά όχι απαραίτητα θετικών), συντεχνιακών αντιλήψεων. Αντίθετα θα πρέπει να αποβλέπουν αποκλειστικά και µόνο στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και της αποτελεσµατικότητας της λειτουργίας των Υπηρεσιών. 4) Το γνωστικό επίπεδο της δασοπονίας γενικά αλλά και η γνώση που έχει συγκεντρωθεί τις τελευταίες δεκαετίες για τα Ελληνικά δάση ειδικότερα προσφέρει την δυνατότητα στην Ελληνική δασοπονία να αναλάβει µε ασφάλεια

αποτελεσµατικές πρωτοβουλίες για την αντιµετώπιση των συνεπειών της οικονοµικής κρίσης 5) Η τεχνολογική πρόοδος τόσο στην ασοπονία όσο και γενικότερα (τεχνολογίες συγκοµιδής και αξιοποίησης της βιόµαζας, φυτείες ταχυαξών ειδών, τεχνολογίες παρακολούθησης, φύλαξης και διαχείρισης φυσικού περιβάλλοντος, τεχνολογίες εξοικονόµησης ενέργειας, ΑΠΕ κλπ) µας προσφέρουν αποτελεσµατικά εργαλεία αντιµετώπισης της απειλής. 6) Η οργανωτική και λειτουργική κατάσταση των υπηρεσιών, το προσωπικό και τα µέσα που υπάρχουν και µπορούν να αξιοποιηθούν παραγωγικά, αν και απέχουν όπως ήδη έγινε αποδεκτό νωρίτερα, από το επιθυµητό εν τούτοις είναι σαφώς καλύτερα από εκείνα µε τα οποία στο παρελθόν το Ελληνικό κράτος αναγκάσθηκε να αντιµετωπίσει αντίστοιχες κρίσεις. 7) Οι υποδοµές που µε κόπο και δαπάνες κατασκεύασε η ασική Υπηρεσία τα προηγούµενα χρόνια (εκτενές δασικό οδικό δίκτυο, φράγµατα, αναδασώσεις κλπ) µπορούν να συµβάλουν αποτελεσµατικότερα από ότι µέχρι σήµερα στην παραγωγή δασικών προϊόντων. 8) Η αναµενόµενη αύξηση της τιµής του καυσοξύλου θα δώσει την δυνατότητα να τεθούν σε διαχείριση τµήµατα που στο παρελθόν θεωρούνταν µη παραγωγικά µε οικονοµικούς όρους. εν θα πρέπει λοιπόν µοιρολατρικά να γίνει αποδεκτή η εξέλιξη της απειλής που αναγνωρίσθηκε προηγούµενα αλλά να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια περιορισµού ή και αποτροπής της, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να αναδειχθούν οι ευκαιρίες που προσφέρει η κρίση ώστε τελικά να ικανοποιηθούν οι παρακάτω στόχοι: 1) Να προστατευτεί το φυσικό περιβάλλον της χώρας µας από τις επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης, και να προληφθεί και αποφευχθεί κατά το δυνατό η µετατροπή της οικονοµικής κρίσης και σε περιβαλλοντική. 2) Τα δάση µας να συµβάλλουν όχι απλώς στην επιβίωση του πληθυσµού δια της καταστροφής τους, αλλά στην αντιµετώπιση της οικονοµικής κρίσης. Να εξετασθεί µε κάθε τρόπο η δυνατότητα αύξησης της παραγωγής των δασών στα επίπεδα της δεκαετίας του 80 (2.000.000 m 3 καυσοξύλων κατ έτος) 3) Η ασική Υπηρεσία να αναµορφωθεί σ ένα σχήµα περισσότερο ευέλικτο και αποτελεσµατικό, να επικεντρώσει την δραστηριότητα της στο αντικείµενο της διαχείρισης των φυσικών οικοσυστηµάτων, να πλησιάσει περισσότερο τους παραδασόβιους πληθυσµούς και τα οικοσυστήµατα αντί να αποµακρυνθεί από αυτά. Μόνο µε αυτό τον τρόπο θα µπορέσει να επιτελέσει το καθήκον της που είναι διττό. Η αντιµετώπιση της οικονοµικής κρίσης της χώρας αφενός και αφετέρου η προστασία των δασών µας προς όφελος των επερχόµενων γενεών.

7. Προτάσεις Είναι σαφές από όλα όσα αναφέρθηκαν µέχρι το σηµείο αυτό, ότι για την επίτευξη των παραπάνω στόχων σήµερα περισσότερο από ποτέ απαιτείται κατά την άποψη µας η χάραξη και εν συνεχεία εφαρµογή µίας ολοκληρωµένης στρατηγικής για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις της χώρας µας. Ωστόσο η πικρή εµπειρία δείχνει ότι ποτέ στο παρελθόν η πολιτεία δεν επιδίωξε την εφαρµογή συγκεκριµένης στρατηγικής ακόµη και όταν υπήρχαν στην διάθεση της συγκροτηµένα και συµπαγή κείµενα (π.χ. «Μελέτη στρατηγικής για την ανάπτυξη της Ελληνικής ασοπονίας», πόρισµα διακοµµατικής επιτροπής της βουλής σχετικά µε την δασοπροστασία κλπ), ενώ και οι συνθήκες ήταν απείρως ευνοϊκότερες. Την ίδια χρονική περίοδο (1980-2010) απέτυχαν πλήρως και όλες οι αποσπασµατικές αλλά σηµαντικές προσπάθειες αναδιοργάνωσης και επίλυσης χρονιζόντων προβληµάτων επιτελικού χαρακτήρα (π.χ. ασικοί χάρτες, αξιοποίηση πόρων Κ.Τ.Γ.Κ. - πράσινο ταµείο, αναµόρφωση προδιαγραφών µελετών, κωδικοποίηση αναµόρφωση νοµοθεσίας, αναδιοργάνωση-επανίδρυση ασικής Υπηρεσίας κλπ. Μπορεί µε ασφάλεια να υποστηριχθεί ότι οι µοναδικές προσπάθειες εφαρµογής κάποιου στοιχειώδους σχεδιασµού, που υπήρξαν κατά το πρόσφατο παρελθόν, ήταν οι προσπάθειες εφαρµογής των κοινοτικών πλαισίων στήριξης που εν πολλοίς απέτυχαν επειδή : Α) Ουσιαστικά δεν αποσκοπούσαν στην επίλυση προβληµάτων και υλοποίηση στρατηγικής αλλά στην «απορρόφηση πόρων». Με χαρακτηριστικό παράδειγµα την ακόµη και σήµερα αξιολόγηση των κοινοτικών πλαισίων µε το κριτήριο του «ποσοστού απορρόφησης». Β) Οι κεντρικές «επιτελικές» υπηρεσίες ουδέποτε θεώρησαν σηµαντικό να επιτύχουν την παραγωγή έργου «επιτελικού» χαρακτήρα και αντίστοιχα να αξιοποιήσουν τα κοινοτικά πλαίσια στην κατεύθυνση αυτή π.χ. Στρατηγική προδιαγραφές κλπ. Αντίθετα θεώρησαν εαυτούς εφαρµοστές δικαιούχους έργων οριζόντιου πανελλαδικού χαρακτήρα (π.χ. Γ.Σ.Π.) και διαχειριστές πόρων σε εθνική κλίµακα, ενώ ουδέποτε διέθεταν ούτε το απαραίτητο προσωπικό, ούτε την σχετική εµπειρία-τεχνογνωσία. Το αποκορύφωµα της πρακτικής αυτής υπήρξε η ολοσχερής κατάργηση στο ΕΣΠΑ 2007-2013 των περιφερειακά διαθέσιµων πόρων, και η συγκέντρωση αυτών στο αποκαλούµενο «Τοµεακό» υπό τον πλήρη έλεγχο των κεντρικών υπηρεσιών, µε φυσικό και λογικό επακόλουθο την πλήρη αδυναµία µέχρι σήµερα (2012) υλοποίησης οποιουδήποτε έργου στον δασικό χώρο. Το τελικό αποτέλεσµα θα είναι µε βεβαιότητα είτε ή απώλεια πόρων προς άλλα µέτρα του ΕΣΠΑ, (συνήθως οδικοί άξονες), είτε η κατασπατάληση των σχετικών πόρων στην λογική της απορρόφησης όπως-όπως, µε έργα πρόχειρα σχεδιασµένα και βιαστικά κατασκευασµένα κατά την επόµενη διετία που θα επιλεγούν µε το κριτήριο της «ωριµότητας» αντί εκείνου της σκοπιµότητας. Γ) Οι περιφερειακές υπηρεσίες παρέµειναν και παραµένουν παθητικά προσκολληµένες στην λογική της αναµονής και εκτέλεσης υπηρεσιακών εντολών, και αποφεύγουν οποιαδήποτε ενεργό συµµετοχή στις διαδικασίες σχεδιασµού και ελέγχου. Η πρακτική αυτή βολικά τις απαλλάσσει από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά µε την αστοχία των σχεδιασµών και της υλοποίησης, ακόµα και όταν είναι προφανής ή διαφαινόµενη η αποτυχία τους. (π.χ. πρόγραµµα ενίσχυσης δασοκοµικού δυναµικού δηλαδή διανοµής αλυσοπριόνων). Από όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι δεν έχουµε χρονικά την πολυτέλεια να περιµένουµε προς το παρόν κάποια κεντρικά σχεδιασµένη στρατηγική για την

αντιµετώπιση της απειλής που δεν έχει καν επίσηµα διαγνωσθεί µέχρι σήµερα (1 ος / 2012). Εξάλλου όπως προκύπτει από τις εκτιµήσεις σχετικά µε την πορεία υλοποίησης του Γ ΚΠΣ και µέχρι σήµερα του ΕΣΠΑ, ακόµη και στην περίπτωση που ο σχεδιασµός επιβληθεί από τα επάνω και συνδέεται µε την εφαρµογή ισχυρών χρηµατοοικονοµικών εργαλείων, δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι αποτελεσµατικός, καθώς δεν υπάρχει η νοοτροπία συµµετοχής αλλά και επίµονης και συνειδητής εφαρµογής σχεδιασµών στην Ελληνική ηµόσια ιοίκηση. Ωστόσο υπό τις παρούσες συνθήκες είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη ενιαίου σχεδιασµού αν όχι συνολικά στρατηγικής τουλάχιστον µέτρων σχετικά µε την αντιµετώπιση της απειλής που περιγράφθηκε νωρίτερα. Για την µερική αντιµετώπιση αυτού του προβλήµατος η παρούσα πρόταση θα κινηθεί σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά τον σχεδιασµό τοπικών µέτρων αποτροπής που απαιτούν ελάχιστη συµµετοχή των κεντρικών «επιτελικών» Υπηρεσιών. Η δεύτερη στον σχεδιασµό περιφερειακής-πανελλαδικής εµβέλειας µέτρων αποτροπής που απαιτούν προσεκτικότερο σχεδιασµό που θα πρέπει αναγκαστικά να εκπονηθεί στο επίπεδο των κεντρικών υπηρεσιών. Υπό φυσιολογικές συνθήκες οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους θα έπρεπε πρώτα να σχεδιαστούν τα γενικά υπερτοπικά µέτρα και εν συνεχεία µε βάση και αυτά να γίνει και ο τοπικός σχεδιασµός. Όµως υπό τις παρούσες συνθήκες κρίσης κατ αρχήν θα πρέπει να προκριθεί η επιλογή (δυστυχώς για ακόµη µια φορά), του σχεδιασµού και εφαρµογής τοπικών µέτρων αποτροπής της απειλής από τις περιφερειακές υπηρεσίες που εξάλλου αντιµετωπίζουν το πρόβληµα, τουλάχιστον µέχρις ότου διαφανεί η δυνατότητα υλοποίησης ενός στοιχειώδους κεντρικού σχεδιασµού. Επιπλέον είναι απαραίτητο να υποδειχθούν και µέτρα που θα πρέπει να συζητηθούν σε πανελλαδικό επίπεδο µε στόχο να βελτιωθεί η αποτελεσµατικότητα των τοπικών-περιφερειακών σχεδιασµών, χωρίς όµως το αποτέλεσµα των τοπικών σχεδιασµών να εξαρτηθεί από την εφαρµογή και επιτυχία τους. Τα τοπικά µέτρα αποτροπής θα πρέπει να σχεδιαστούν λαµβάνοντας υπόψη: 1) Τους βασικούς στόχους που περιγράφηκαν σε προηγούµενη παράγραφο. 2) Το υφιστάµενο νοµικό πλαίσιο και τα ήδη διαθέσιµα «εργαλεία». 3) Τους τοπικά διαθέσιµους κατάλληλους δασικούς πόρους. 4) Την ανάγκη ευελιξίας και προσαρµογή στις τοπικές κοινωνικές, οικονοµικές και οργανωτικές συνθήκες (πόροι, προσωπικό). Επίσης την πιθανή εξέλιξη της δοµής και οργάνωσης των υπηρεσιών προς το δυσµενέστερο. 5) Την ανάγκη προστασίας και αν είναι δυνατό βελτίωσης της δηµόσιας εικόνας της ασικής Υπηρεσίας έστω και σε τοπικό επίπεδο. 6) Την ανάγκη διαµόρφωσης ευρύτερων «συµµαχιών», οπωσδήποτε µε παραδασόβιους πληθυσµούς αλλά και ευρύτερα µε ευαισθητοποιηµένους πολίτες, συλλόγους, και Μ.Κ.Ο. Η πρακτική αυτή είναι απολύτως απαραίτητη δεδοµένης της κατάστασης αδυναµίας στην οποία έχει περιέλθει η ασική Υπηρεσία. Για τους λόγους αυτούς τα προτεινόµενα µέτρα ανάσχεσης θα πρέπει να σχεδιαστούν τοπικά, χωρίς άλλους περιορισµούς και προϋποθέσεις. Θα επιχειρήσουµε στην συνέχεια να συνοψίσουµε σε ορισµένες από τις επιλογές, (και όχι απαραίτητα όλες τις επιλογές) που έχουν οι περιφερειακές Υπηρεσίες. : Για πρακτικούς καθαρά λόγους τα τοπικά µέτρα αποτροπής χωρίζονται σε δύο κατηγορίες : Προληπτικά και κατασταλτικά.

Α. Τα προληπτικά µέτρα, δηλαδή όλα εκείνα τα µέτρα που αποσκοπούν στην πρόληψη της απειλής, είτε µέσω της ικανοποίησης µέρους των αναγκών µε νόµιµο, διαχειριστικά οργανωµένο µε βάση τις αρχές της αειφορίας τρόπο, είτε µέσω της αποτροπής των πιθανών δραστών από την διενέργεια λαθρο-υλοτοµιών. Ορισµένα από αυτά µπορεί να είναι: Α1. Τίθενται σε δασοπονική διαχείριση µε στόχο την παραγωγή βιόµαζας (καυσοξύλων ή ξυλείας θρυµµατισµού) όλες εκείνες οι περιοχές που βρίσκονται µέχρι σήµερα εκτός διαχείρισης επειδή κατά το παρελθόν κρίθηκε ότι το ξυλαπόθεµα δεν είναι κατάλληλο για την παραγωγή τεχνικής ξυλείας. Σε κάθε περιφερειακή µονάδα ορίζεται υπεύθυνος για την διενέργεια σχετικού ελέγχου της περιοχής ώστε να προσδιοριστούν άµεσα οι κατάλληλες εκτάσεις. (Τα κριτήρια επιλογής µπορεί φυσικά να ποικίλλουν και προσδιορίζονται από τις ιδιαίτερες κατά τόπο συνθήκες. (Προστατευόµενες περιοχές, ιδιοκτησιακό καθεστώς κλπ.) Αφού προσδιοριστούν οι κατάλληλες περιοχές συντάσσεται από υπαλλήλους του τοπικού ασαρχείου, ή της αντίστοιχης /νσης ασών η σχετική διαχειριστική µελέτη. Λόγω της ταχύτητας µε την οποία θα πρέπει να κινηθούν οι σχετικές διαδικασίες προτείνεται για την τριετία 2012-2015 να επιλέγεται αντί της διαχειριστικής ή σύνταξη πίνακα υλοτοµίας ακόµη και ανά δηµοτικό διαµέρισµα µε αποκλειστικό στόχο τον προσδιορισµό και την κάλυψη ατοµικών αναγκών κατοίκων όµορων οικισµών. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην προσπάθεια κάλυψης των ατοµικών αναγκών όλων των όµορων µε συγκροτηµένα δάση οικισµών. Η σύνταξη του (των), πίνακα(ων) προτιµάται έναντι της διαχειριστικής µελέτης, διότι α) Είναι ταχύτερη και οικονοµικότερη διαδικασία, και από την εφαρµογή του θα αξιολογηθεί στην πράξη κατά πόσον είναι τεχνικά-οικονοµικά εφικτή και περιβαλλοντικά επιτρεπτή η παραπέρα επέµβαση, β) Θα καταστήσει άµεσα σαφές στους κατοίκους ότι προηγείται η κάλυψη των δικών τους αναγκών και θα εκτονώσει τρέχουσες πιέσεις για παράνοµη υλοτοµία, γ) θα δηµιουργήσει άµεσα προσδοκίες κάλυψης µελλοντικών αναγκών των κατοίκων άρα και ως ένα βαθµό θα οδηγήσει στην δηµιουργία τάσης προστασίας του πόρου έναντι τρίτων και παραπέρα συνεργασίας µε την ασική Υπηρεσία, δ) επιπλέον θα διευκολύνει το στάδιο της σύνταξης διαχειριστικής µελέτης (οπότε και αναµένεται να αντιµετωπιστούν προβλήµατα που σχετίζονται µε τις χρήσεις γης). Μετά την σύνταξη και έγκριση του πίνακα θα ακολουθήσει η εφαρµογή του που µπορεί να γίνει µε τους εξής προβλεπόµενους από την ασική νοµοθεσία, (και σε χρήση από τα περισσότερα «παραγωγικά» ασαρχεία), τρόπους. 1) Με την ένταξη του τµήµατος στο ετήσιο πρόγραµµα υλοτοµιών (εφόσον πρόκειται για δηµόσια δασική έκταση), την υλοτοµία από δασικούς συνεταιρισµούς εργασίας βάσει του Π.. 126/86, (προσφορά επιπλέον εργασίας στους εποχιακά εργαζόµενους υλοτόµους, εφόσον το προβλεπόµενο λήµµα είναι επαρκές) και εν συνεχεία δέσµευση της παραγόµενης ξυλείας και διάθεση της από την ασική Υπηρεσία στους κατοίκους των όµορων οικισµών έναντι τιµήµατος που καλύπτει το κόστος παραγωγής. 2) Με την έκδοση ασικής Αστυνοµική ιάταξης που θα επιτρέπει την υπό όρους και προϋποθέσεις υλοτοµία από τους ίδιους τους κατοίκους των οικισµών εντός του υπό συζήτηση τµήµατος, άνευ τιµήµατος. Η πρακτική αυτή εφαρµόζεται συνήθως για την κάλυψη των ατοµικών αναγκών κατοίκων σε µικρές ορεινές κοινότητες (5-10 κατοίκων). Στο µέλλον θα πρέπει άµεσα να υπάρξει νοµοθετική πρωτοβουλία ώστε να µπορούν να αναλάβουν οµάδες

δασεργατών την υλοτοµία για λογαριασµό των κατοίκων µε αµοιβή απευθείας από αυτούς. Η ένταξη νέων τµηµάτων προς διαχείριση στο ετήσιο πρόγραµµα υλοτοµιών προϋποθέτει την αντίστοιχη εγγραφή στον προϋπολογισµό των κατά τόπους δασικών υπηρεσιών αντίστοιχων πιστώσεων για την δέσµευση των καυσόξυλων και την αποπληρωµή των δασικών συνεταιρισµών. Προϋποθέτει ακόµα την καταβολή σηµαντικού όγκου εργασίας εκ µέρους των δασικών υπαλλήλων, που θα πρέπει να κατευθύνουν και ελέγχουν όλες τις φάσεις των εργασιών. Για του λόγους αυτούς πολλά από τα ασαρχεία ειδικότερα σε περιοχές της νότιας Ελλάδας (όπου κατά το παρελθόν υπήρχε και µικρότερο ενδιαφέρον για κάλυψη αναγκών θέρµανσης, µε αποτέλεσµα την µετατροπή των περισσότερων υπηρεσιών σε «µη παραγωγικές») αποµακρύνθηκαν από την πρακτική αυτή εδώ και αρκετά χρόνια. Προέκυψε έτσι σταδιακά πίεση εκ µέρους των «επιτελικών» υπηρεσιών προς τις υπόλοιπες περιφερειακές (παραγωγικά ασαρχεία) για εγκατάλειψη αυτής της πρακτικής και την επιλογή της δεύτερης λύσης µε κύριο επιχείρηµα την εξοικονόµηση πιστώσεων από τον προϋπολογισµό. (Υλοτοµία µε.α.. απευθείας από τους κατοίκους). Η λύση αυτή επανέρχεται κατά καιρούς στο προσκήνιο αν και συναντά την αντίδραση των περιφερειακών υπηρεσιών, ολοένα και εντονότερα λόγω των ασκούµενων πιέσεων για περικοπή του προϋπολογισµού. Επειδή η λύση αυτή φαίνεται κατ αρχήν ως ελκυστική (αποφυγή καταβολής δαπανών, περιορισµός κόστους ελέγχου από την πλευρά του κράτους και τιµήµατος από την πλευρά των κατοίκων), θα πρέπει να διευκρινίσουµε ότι την θεωρούµε περιβαλλοντικά και οικονοµικά καταστροφική για µια σειρά από λόγους: 1) Στις περιπτώσεις που αφορά οικισµούς µε περισσότερους των λίγων δεκάδων κατοίκων-νοικοκυριών και σχετική ανεπάρκεια πόρου είναι απολύτως βέβαιο ότι θα απωλεσθεί κάθε είδος ελέγχου (κατά είδος, ποσότητα, χώρο και χρόνο). 2) Οι υλοτοµίες θα διενεργηθούν µόνο στις περιοχές που βρίσκονται πολύ κοντά στους δρόµους (10-50 µέτρα) µε αποτέλεσµα την άναρχη ουσιαστικά διενέργεια τους. 3) Είναι πρακτικά αδύνατο να επιβληθεί η διενέργεια υπόσκιων υλοτοµιών καθώς το σύνολο θα µετατραπεί σε αποψιλωτικές. 4) Κάτοικοι που ανήκουν στην τρίτη ηλικία, ή απλά δεν διαθέτουν τον αναγκαίο εξοπλισµό κοπής και αποδάσωσης, αδυνατούν να υλοτοµήσουν τις απαραίτητες ποσότητες µόνοι τους και εξαναγκάζονται είτε σε παράνοµη απασχόληση αλλοδαπών είτε σε προµήθεια των καυσοξύλων από συµπολίτες τους (µε κόστος). Το τελικό αποτέλεσµα είναι η δηµιουργία κοινωνικών ανισοτήτων και αδικιών ανάµεσα στους «έχοντες» τα τεχνικά και οικονοµικά µέσα να διενεργήσουν υλοτοµία στον καθαρισµένο χρόνο και χώρο και στους «µη έχοντες.» Για την αντιµετώπιση αυτού του φαινοµένου η ασική Υπηρεσία θα αναγκαστεί να καταλάβει υψηλό τίµηµα, που εκδηλώνεται είτε µε ένταση εργασίας (οργάνωση ουσιαστικού µικρο-τοπικού συστήµατος ελέγχου µε καθηµερινή παρουσία προσωπικού), είτε επειδή αυτό είναι συνήθως πρακτικά αδύνατο να εφαρµοστεί, µε δυσφήµιση της δηµόσιας εικόνας της. 5) Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ατυχηµάτων καθώς οι εργασίες συγκοµιδής ξύλου αποτελούν ορισµένες εκ των πλέον επικίνδυνων µε βάση την στατιστική εργασιών. 6) Υπάρχει απώλεια εργασίας-εισοδήµατος για τους οργανωµένουςεπαγγελµατίες δασεργάτες και αντίστοιχων ασφαλιστικών εισφορών για τους οργανισµούς κοινωνικής ασφάλισης.

7) Πέρα από την απώλεια εσόδων για το Ελληνικό ηµόσιο, το κυριότερο πρόβληµα που µακροχρόνια δηµιουργείται είναι η απώλεια-υποτίµηση από πλευράς των κατοίκων της αντίληψης σχετικά µε την «αξία» του προϊόντος.» Το αποτέλεσµα είναι είτε να γίνεται αλόγιστη χρήση του, (π.χ. ενεργοβόροι ξυλολέβητες σε ορεινούς οικισµούς και κατοικίες χωρίς µόνωση), είτε παραπέρα παράνοµη εµπορία και κάλυψη ατοµικών αναγκών τρίτων. 8) Απώλεια του ελέγχου των υλοτοµιών σε εξαιρετικά ευρύτερη του όµορου, µε το υπό υλοτοµία τµήµα, οικισµού έκταση, καθώς υπάρχει αδυναµία ταυτοποίησης της προέλευσης των προϊόντων άρα και δίωξης λαθρο- µεταφορέων - εµπόρων, µε τελικά αποτελέσµατα τόσο την ευρύτερη «χαλάρωση» των υπηρεσιών, όσο και κύρια την απώλεια κάθε έννοιας «αδικήµατος», που σχετίζεται µε την υλοτοµία. 9) Απώλεια ενός θετικού, (πιθανά του µοναδικού), για την δηµόσια εικόνα της Υπηρεσίας µέτρου, που βελτιώνει µέχρι σήµερα σηµαντικά την εικόνα της Υπηρεσίας στους παραδασόβιους πληθυσµούς. Για όλους τους παραπάνω λόγους είναι απολύτως σκόπιµο όχι απλώς να συνεχισθεί αλλά να ενταθεί η δοκιµασµένη εδώ και πολλά χρόνια και απόλυτα επιτυχής πρακτική διάθεσης καυσοξύλων για την κάλυψη ατοµικών αναγκών, που εφαρµόζουν πολλά παραγωγικά ασαρχεία της Β. Ελλάδας. Πρέπει να διευρυνθεί ακόµη παραπάνω µε στόχο την κάλυψη µε απολύτως νόµιµο και ελεγχόµενο τρόπο των ατοµικών αναγκών των κατοίκων. Από την εφαρµογή του µέτρου, προκύπτουν προβλήµατα οικονοµικής φύσης (σηµαντική ζηµία για το ελληνικό δηµόσιο λόγω της αυξηµένης αποζηµίωσης των υλοτόµων και της µειωµένης τιµής διάθεσης των προϊόντων στους παραδασόβιους πληθυσµούς, αύξηση των δαπανών του προϋπολογισµού σε καιρό περικοπών). Τα προβλήµατα αυτά οφείλονται αποκλειστικά στην µακροχρόνια αδιαφορία των, (ευρισκοµένων «ψηλά και µακριά»), επιτελικών υπηρεσιών σχετικά µε τον έλεγχο της οικονοµικότητας του µέτρου, (οι τιµές διάθεσης στους κατοίκους δεν ακολούθησαν της αυξήσεις του κόστους παραγωγής). Είναι προφανές ότι πρέπει και µπορούν να αντιµετωπισθούν απλά µε την σταδιακή αυξοµείωση των σχετικών τιµών προκειµένου να επιτευχθεί η οικονοµική βιωσιµότητα του µέτρου. Επιπλέον θα πρέπει άµεσα να αντιµετωπισθεί το οικονοµικά οξύµωρο του έργου. Τα έξοδα από την εφαρµογή του (περίπου της τάξης των 10.000.000 /2009) βαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισµό της ασικής Υπηρεσίας. Όµως τα διόλου ευκαταφρόνητα έσοδα (6.600.00 το 2009) από την έναντι χαµηλού τιµήµατος διάθεση των προϊόντων στους κατοίκους, (ουσιαστικά πρόκειται για επίδοµα θέρµανσης), κατατίθενται στον προϋπολογισµό του Πράσινου ταµείου. Προκειµένου να µην επιβαρύνεται άσκοπα µε δαπάνες ο κρατικός προϋπολογισµός και ειδικότερα ο προϋπολογισµός του ΥΠΕΚΑ, το σύνολο των δαπανών του σχετικού λογαριασµού θα µπορούσε ίσως να καλυφθεί µε µεταφορά στις πιστώσεις του Πράσινου ταµείου, και την πρόβλεψη ισοσκελισµένων δαπανών του εν λόγω λογαριασµού. Κατά την άποψη µας οι στόχοι του µέτρου βρίσκονται σε απόλυτη αρµονία µε τους σκοπούς ίδρυσης του «πράσινου ταµείου». Άλλα προβλήµατα π.χ. ο προσδιορισµός των δικαιούχων είναι εύκολο να αντιµετωπισθούν µε πρακτικά µέσα από τις τοπικές υπηρεσίες (π.χ. λογαριασµός ΕΗ, εκτός της ισχύουσας πρακτικής βεβαιώσεων µόνιµης κατοικίας). Η σχετική µείωση της δαπάνης του τακτικού προϋπολογισµού θα µπορούσε να µεταφερθεί στις υπόλοιπες παραγωγικές δραστηριότητες, (πλην οδοιπορικών και υπερωριών), της ασικής Υπηρεσίας που ουσιαστικά έχουν διακοπεί εδώ και πολλά χρόνια τυπικά-λόγω έλλειψης χρηµατοδότησης. Όπου δεν είναι εφικτό να γίνει η

υλοτοµία από ασικούς συνεταιρισµούς εργασίας (γιατί δεν υπάρχουν, δεν επαρκούν, ή δεν ενδιαφέρονται), θα πρέπει να ενθαρρύνονται επιλεγµένοι κάτοικοι των οικισµών να συγκροτήσουν οµάδες υλοτόµων και µε την υποβοήθηση της ασικής Υπηρεσίας να προχωρήσουν σε σύσταση νέων συνεταιρισµών. Όπου και αυτό καταστεί αδύνατο τότε θα πρέπει τοπικά να εξετάζεται η µεθοδολογία διενέργειας υλοτοµιών απευθείας από τους ίδιους τους κατοίκους υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνεται µε αυστηρό έλεγχο ώστε να προστατευτεί αφενός ο πόρος και αφετέρου να «προσανατολισθούν» οι κάτοικοι στην λύση των συνεταιρισµών εργασίας (π.χ βάσει.α. θα επιτρέπεται η υλοτοµία παρουσία δασοφυλάκων συγκεκριµένες ηµέρες της εβδοµάδας). Α2) Ένταση της παραγωγής καυσοξύλων από ήδη διαχειριζόµενα ηµόσια άση. Οι τοπικές Υπηρεσίες θα πρέπει να συνεχίσουν το πρόγραµµα παραγωγής στην βάση των διαχειριστικών µελετών και µάλιστα να κινηθούν δραστήρια στην κατεύθυνση της αναθεώρησης των διαχειριστικών µελετών µε στόχο την αντικατάσταση ποσοτήτων παραγωγής τεχνικής ξυλείας από αντίστοιχες ποσότητες καυσοξύλων και ξυλείας θρυµµατισµού, όπου οι δασοκοµικές συνθήκες το επιτρέπουν, ή έστω στην χαλάρωση των ποσοτικών περιορισµών παραγωγής τεχνικής ξυλείας. Μπορεί η λύση αυτή να συγκεντρώσει τα πυρά των δασοκόµων αλλά θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι βρισκόµαστε σε «κατάσταση κρίσης», και η ασική Υπηρεσία πρέπει αν λειτουργήσει ανασχετικά. Με τον τρόπο αυτό θα δοθεί στους δασολόγους-διαχειριστές των παραγωγικών ασαρχείων η δυνατότητα να προσαρµόσουν αντίστοιχα τις ενέργειες τους ώστε να καλύψουν τις ανάγκες της αγοράς χωρίς να προκαλέσουν άσκοπα σηµαντική φθορά στις συστάδες. Τυχόν ποσότητες καυσοξύλων που δεν θα διατεθούν για κάλυψη ατοµικών αναγκών των κατοίκων θα διατεθούν στο εµπόριο είτε µε βάση τις διατάξεις του Π.. 126/86 και της σχετικής νοµοθεσίας για τους συνεταιρισµούς, είτε µε µίσθωση των ληµµάτων. Με τον τρόπο αυτό θα καλυφθεί η αυξηµένη ζήτηση σε καυσόξυλο προς εµπορία και θα υποκατασταθούν εν µέρει εισαγωγές (Βουλγαρία). Εφόσον δοθεί η απαραίτητη προσοχή για την προστασία των εσόδων του ηµοσίου (Έλεγχος προσφοράς ώστε να αποφευχθούν τοπικά φαινόµενα υπέρπροσφοράς), τότε παράλληλα θα αυξηθούν σηµαντικά τα έσοδα του πράσινου ταµείου από µισθώµατα ληµµάτων (4.254.000 /2009), και θα υπάρξει µελλοντικά η δυνατότητα ανατροφοδοτούµενης αύξησης της χρηµατοδότησης της διαχείρισης. Σε περίπτωση αναµόρφωσης της σχετικής νοµοθεσίας στο µέλλον θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αναµενόµενη αύξηση της ζήτησης του καυσοξύλου. Η καλύτερη πρόβλεψη που θα µπορούσε να γίνει σε ότι αφορά το Π.. 126/86 αφορά την διαµόρφωση της τιµής µετά από ανοικτές δηµοπρασίες είτε σε επίπεδο περιφερειακής υπηρεσίας είτε και δια-δικτυακά (στην κατεύθυνση του υπό διαβούλευση νοµοσχεδίου για τους δασικούς συνεταιρισµούς εργασίας). Με τον τρόπο αυτό θα αντιµετωπιστούν φαινόµενα στρεβλώσεων που προκύπτουν από το ισχύον σύστηµα της ελάχιστης αποδεκτής τιµής, (πίνακας διατίµησης), στην οποία συστηµατικά συγκλίνουν όλες οι αγοραπωλησίες που γίνονται µεταξύ εµπόρων και συνεταιρισµών που µισθώνουν ηµόσια δάση βάσει του Π.. 126/86. Σε διαφορετική περίπτωση µπορεί µε ασφάλεια να προβλεφθεί ότι η αύξηση αυτή στην ζήτηση και την τιµή του καυσοξύλου θα προκαλέσει µε την σειρά της µεγάλη απώλεια εσόδων στο Ελληνικό ηµόσιο εφόσον οι επιτελικές υπηρεσίες δεν αναπροσαρµόσουν έγκαιρα (ή τέλος πάντων ταχύτερα από ότι συνηθίζουν) την µεθοδολογία και την πρακτική καθορισµού των ελάχιστων τιµές του πίνακα

διατίµησης δασικών προϊόντων, µε βάση τον οποίο υπολογίζονται πολλά από τα έσοδα του ηµοσίου. Α3) Είναι απαραίτητο να αναληφθεί προσπάθεια για τον προσδιορισµό και αντίστοιχων εκτάσεων ιδιοκτησίας τ. κοινοτήτων ( ήµων) και να επιδιωχθεί η διαχείριση τους όπως στην περίπτωση Α1 σε συνεργασία µε τους ιδιοκτήτες. Α4) Όπου οι συνθήκες της κατάστασης του ξυλαποθέµατος, ή οι οργανωτικές δυνατότητες της ασικής Υπηρεσίας δεν επιτρέπουν να τεθούν σε διαχείριση συστάδες ή τµήµατα δασών ή δασικών εκτάσεων, θα πρέπει να ληφθεί πρόνοια για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων από άλλες πηγές. Σαν τέτοιες µπορούν κατ αρχήν να προσδιοριστούν οι δασολώριδες και φυτοφράκτες ευρισκόµενες µεταξύ αγροτεµαχίων σε δηµόσιες εκτάσεις καθώς επίσης και παραποτάµια βλάστηση εντός ρεµάτων. Στο σηµείο αυτό δεν θα πρέπει σε καµία περίπτωση να δηµιουργηθεί η εντύπωση ότι επιδιώκεται ή άνευ όρων υλοτοµία όλων των δένδρων µε κατάλληλες για παραγωγή καυσοξύλων διαστάσεις στις εκτάσεις αυτές. Αντίθετα η δράση της ασικής Υπηρεσίας θα πρέπει να αποσκοπεί στην ελεγχόµενη υλοτοµία και στην συχνή παρουσία ώστε να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη υλοτοµία και να επιτευχθεί η προστασία των σηµαντικότερων πόρων (υπέργηρα, σπάνια είδη, άτοµα κατάλληλα για φωλεοποίηση ειδών της πανίδας κλπ), λαµβάνοντας υπόψη το κρίσιµο των περιστάσεων. Οι εκτάσεις αυτές θα πρέπει να χρησιµοποιηθούν κατά προτεραιότητα και για µικρό-ποσότητες στις περιπτώσεις απόλυτης ένδειας των πολιτών. Ειδικότερα προτείνεται να εξετασθεί η δυνατότητα έκδοσης ασικών Αστυνοµικών ιατάξεων που θα καθορίζουν τους χώρους εκείνους σε κάθε οικισµό που θα χρησιµοποιηθούν για την κάλυψη των ατοµικών αναγκών των κατοίκων που βρίσκονται σε απόλυτη ανάγκη. Με τον τρόπο αυτό θα προστατευτούν οι χώροι αυτοί καθώς η ασική Υπηρεσία θα έχει συµµάχους τόσο τους ενδιαφερόµενους όσο και το κοινό περί δικαίου αίσθηµα που εξακολουθεί να λειτουργεί στις µικρές κοινότητες της υπαίθρου. Η πρακτική αυτή δεν είναι άγνωστη στην Ελληνική Ύπαιθρο. Υπάρχουν ακόµα σε πολλές περιοχές τα µικρά ασύλλια που συνδυάζονται µε την ύπαρξη εξωκλησιών στα οποία η υλοτοµία µε βάση άγραφους συνήθως κανόνες δεν επιτρέπεται παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στο όχι µακρινό παρελθόν οι κάτοικοι απέφευγαν τις υλοτοµίες καυσοξύλων σε συγκεκριµένες θέσεις που χρησιµοποιούνταν µόνο για την παραγωγή ξυλείας για συγκεκριµένες χρήσεις (π.χ. ανοικοδόµηση σπιτιού στο χωριό). Α6) Θα πρέπει να ληφθεί κάθε δυνατή πρόνοια από τις περιφερειακές υπηρεσίες ώστε να διευκολυνθεί η νόµιµη υλοτοµία ιδιωτικών δασών και δασοτεµαχίων. Α7) Τα προληπτικά µέτρα που αφορούν την αύξηση της νόµιµα διαθέσιµης ποσότητας καυσοξύλων στους κατοίκους παραδασόβιων οικισµών, θα πρέπει κατά την άποψη µας να βρίσκονται στην πρώτη σειρά επιλογής από τους τοπικά υπεύθυνους σχεδιαστές. Ωστόσο είναι σαφές ότι πιθανά δεν θα επαρκέσουν. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να υπάρξει και σειρά άλλων µέτρων που θα έχει µεν προληπτικό χαρακτήρα αλλά θα αποσκοπεί στην παρεµπόδιση των λαθρο-υλοτοµιών πάσης φύσεως.