Αστική Περιβαλλοντική Ευθύνη του ρος Χηµ.-Μηχ. Παναγιώτη Ε. Αχλάδα Τµ/χη Ενεργειακών &Περιβαλλοντικών Επιθεωρήσεων της TÜV HELLAS Α.Ε. Στις 21 Απριλίου 2004 υιοθετήθηκε η Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε την περιβαλλοντική ευθύνη και ειδικότερα µε την υλοποίηση της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» σύµφωνα µε την Οδηγία σηµαίνει ότι συχνά ο φορέας εκµετάλλευσης που προκαλεί τη ζηµία φέρει την αντίστοιχη ευθύνη ως οικονοµικά υπόχρεος για την αποκατάσταση της ζηµίας. Επίσης, οι φορείς εκµετάλλευσης, των οποίων οι δραστηριότητες συνιστούν επικείµενη απειλή για την πρόκληση περιβαλλοντικής ζηµίας, καθίστανται υπόχρεοι για τη λήψη των απαραίτητων προληπτικών µέτρων. Η Οδηγία καθορίζει συγκεκριµένα ποιοι θεωρούνται «ρυπαίνοντες», εισάγοντας παράλληλα δύο διαφορετικά (και συµπληρωµατικά µεταξύ τους) είδη και καθεστώτα ευθύνης. Το πρώτο καθεστώς αφορά στους φορείς εκµετάλλευσης δραστηριοτήτων που συνεπάγονται άµεσο ή πιθανό κίνδυνο στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον. Τέτοιες δραστηριότητες είναι, µεταξύ άλλων, εκείνες για τις οποίες απαιτείται η λήψη άδειας σύµφωνα µε την Οδηγία IPPC, οι διαδικασίες διαχείρισης αποβλήτων, η απόρριψη ή απελευθέρωση ουσιών και ρυπαντών στον αέρα ή στα νερά, η παραγωγή, αποθήκευση, χρήση και ελευθέρωση γενετικώς τροποποιηµένων µικροοργανισµών κλπ. Το δεύτερο καθεστώς περιβαλλοντικής ευθύνης εκτείνεται σε όλες τις επαγγελµατικές δραστηριότητες, όσον αφορά τη ζηµία προστατευόµενων ειδών και φυσικών οικοτόπων. Στις περιπτώσεις όµως αυτές, ο φορέας εκµετάλλευσης θα φέρει ευθύνη, σύµφωνα µε την Οδηγία, µόνο εφόσον ενήργησε εκ δόλου ή εξ αµελείας. Από τις προδιαγραφές της οδηγίας, δεν αποκλείεται οποιοσδήποτε δηµόσιος ή ιδιωτικός οργανισµός, η λειτουργία του οποίου θα µπορούσε να προκαλέσει περιβαλλοντική ρύπανση. Ο µεγαλύτερος κίνδυνος εντοπίζεται στις παρακάτω κατηγορίες: Σελίδα 1 από 6
Βιοµηχανίες Πλαστικών, Μετάλλων Παραγωγή ενέργειας Εταιρίες που χρησιµοποιούν, αποθηκεύουν ή επεξεργάζονται χηµικά (π.χ. χρώµατα, µελάνια, κόλλες, απορρυπαντικά, καλλυντικά, φάρµακα) Εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών (διυλιστήρια ή δεξαµενές αποθήκευσης, παραγωγή bio-diesel, κ.λπ) Εταιρίες διαχείρισης αποβλήτων (π.χ. νοσοκοµειακά απόβλητα, χρησιµοποιηµένα ορυκτέλαια, κ.λπ) Εταιρίες ανακύκλωσης (π.χ. οχηµάτων, ηλεκτρικών συσσωρευτών, κ.λπ) Από την 30 Απριλίου 2007, οπότε και ήταν η καταληκτική ηµεροµηνία εναρµόνισης της ελληνικής νοµοθεσίας µε την Οδηγία, η Οδηγία 2004/35/ΕΚ αποκτά πλέον δεσµευτικό χαρακτήρα για τα Κράτη Μέλη. Στο ελληνικό ίκαιο, µόνο ο Νόµος 1650/1986, ανταποκρίνεται εννοιολογικά στο περιεχόµενο της περιβαλλοντικής ευθύνης, µε το περιεχόµενο που της δίνει η Οδηγία 35/2004/ΕΚ, νοούµενης δηλαδή ως αντικειµενική ευθύνη. Στην οικολογική της διάσταση η σταδιακή επιβολή της περιβαλλοντικής ασφάλισης σε έργα και δραστηριότητες µε περιβαλλοντικές επιπτώσεις συµβάλλει στην εφαρµογή της νέας ευρωπαϊκής πολιτικής, που στοχεύει στην εγκαθίδρυση ενός σκληρότερου νοµικού πλαισίου για την αντιµετώπιση των «πράσινων εγκληµάτων». Στην οικονοµική της διάσταση η ασφάλιση της ευθύνης είναι µια νέα αγορά σε περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο, που δίνει νέο περιεχόµενο στην περιβαλλοντική προστασία, εντάσσοντας αυτή δυναµικά στο πλαίσιο µιας διαλεκτικής σχέσης µε τα οικονοµικά και κοινωνικά συστήµατα. Η περιβαλλοντική ρύπανση µπορεί να προκαλέσει ουσιαστικές ζηµίες και µερικές φορές το µέγεθος αυτών ξεπερνά την οικονοµική δυνατότητα αποκατάστασης των εταιριών που τις προκάλεσαν. Η ασφάλιση ευθύνης βρίσκεται σε συνάρτηση µε την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και αφορά στην ασφάλιση των επιχειρήσεων από το ενδεχόµενο της προκλήσεως ζηµιάς στο περιβάλλον από µια επικίνδυνη δραστηριότητα. Σελίδα 2 από 6
Γενικά τα ασφαλιστικά προϊόντα είναι ένας τρόπος µε τον οποίο οι ασφαλιστικές εταιρίες µπορούν να συµβάλλουν θετικά στην περιβαλλοντική προστασία, αλλά και στην παγίωση της θεώρησης της περιβαλλοντικής προστασίας ως µιας από τις τρεις συνιστώσες της αρχής της βιώσιµης ανάπτυξης (περιβαλλοντική, οικονοµική και κοινωνική). Βασικός σκοπός που επιδιώκεται µε τη θέσπιση αυτού του οικονοµικού εργαλείου είναι αφενός η εφαρµογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», καθώς ο φορέας της δραστηριότητας και όχι ο φορολογούµενος θα βαρύνεται κατά πρώτο λόγο µε την αποκατάσταση των ζηµιών και αφετέρου η επίτευξη µιας έµµεσης προληπτικής λειτουργίας, µε την έννοια της λήψης επιπρόσθετων προληπτικών µέτρων για να αποφευχθεί η πρόκληση ζηµιών και συνακόλουθα η αποκατάστασή τους. Εφαρµογές ασφαλιστικής κάλυψης σε εξέλιξη σύµφωνα µε το πλαίσιο της Οδηγίας 35/2004 περιλαµβάνουν την ευθύνη κάλυψης ζηµίας από ξαφνικό και τυχαίο γεγονός (Sudden & Accidental) ή τη σταδιακή ρύπανση (Gradual Pollution). Καλύπτονται απαιτήσεις τρίτων από τη ρύπανση, εντός ή και εκτός των ασφαλισµένων εγκαταστάσεων για έξοδα καθαρισµού από τη ρύπανση, την πρόκληση σωµατικών βλαβών, ή θανάτου τρίτων, την πρόκληση υλικών ζηµιών τρίτων και την απώλεια κερδών σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Επιπλέον, καλύπτεται η ευθύνη κατά τη διακοµιδή φορτίων για την πρόκληση σωµατικών βλαβών, ή θανάτου και υλικών ζηµιών σε τρίτους, δηλ. απαιτήσεις τρίτων από ρύπανση ως αποτέλεσµα της συντήρησης, χρήσης, λειτουργίας, φόρτωσης ή εκφόρτωσης µεταφορικού µέσου έξω από τις εγκαταστάσεις της ασφαλισµένης Εταιρίας. Πιο σύνθετα προϊόντα και συναλλαγές είναι η κάλυψη για έργα καθαρής τεχνολογίας και ανανεώσιµης ενέργειας, καθώς και catastrophe bonds και συγκεκριµένα καιρικά φαινόµενα (weather derivatives). Άλλες εφαρµογές περιλαµβάνουν αντασφάλιση κυβερνήσεων και φορέων ιδιωτικού δικαίου ενάντια σε διακυµάνσεις της αγοράς εµπορευµάτων. Θα πρέπει η βιοµηχανία, και κυρίως οι φορείς εκµετάλλευσης επαγγελµατικών δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο Παράρτηµα ΙΙΙ της Οδηγίας, να Σελίδα 3 από 6
αξιοποιήσει θετικά το χρονικό περιθώριο των τριών ετών που παρέχεται από την Οδηγία προκειµένου να επαναξιολογήσει τη στάση της απέναντι στην κρίσιµη παράµετρο «περιβάλλον». Θα πρέπει δηλαδή να γίνει αναλυτική και εµπεριστατωµένη αξιολόγηση όλων των άµεσων ή πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προκαλούνται ή ενδέχεται να προκληθούν από την κάθε δραστηριότητα. Παρά το γεγονός ότι η αξιολόγηση αυτή προβλέπεται και διενεργείται ήδη µέσω του θεσµού των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων είναι δυστυχώς γνωστό ότι η αξιολόγηση αυτή είναι συνήθως ελλιπής έως προσχηµατική. Η απόφαση για την εφαρµογή ενός συστήµατος περιβαλλοντικής διαχείρισης καθώς και η περιβαλλοντική πιστοποίηση (κατά ISO 14001 ή EMAS) αποτελεί χρήσιµο εργαλείο για τον έγκαιρο εντοπισµό και συνακόλουθα περιορισµό ή και εξάλειψη των προκαλούµενων περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Σε αυτό συντελεί ιδιαίτερα η εφαρµογή των πανευρωπαϊκών προτύπων, η επιβολή αυστηρών κυρώσεων στις επιχειρήσεις, που δεν συµµορφώνονται στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ολοκληρωµένη πρόληψη και καταπολέµηση της ρύπανσης, εµπορία δικαιωµάτων εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου, περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη και αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζηµιάς, κλπ.), καθώς και η ενθάρρυνση της χρήσης των «καλύτερων διαθέσιµων τεχνολογιών». Με τον τρόπο αυτό οι επιχειρήσεις εξασφαλίζουν όχι µόνο κοινωνικό, αλλά και περιβαλλοντικό «προφίλ», αναπτύσσοντας πρακτικές στη βάση της εταιρικής κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευθύνης, αποκτώντας κοινωνική και περιβαλλοντική αξιοπιστία. Η έγκαιρη λήψη ανάλογων τέτοιων µέτρων κρίνεται πλέον αναγκαία µε βάση το επερχόµενο νοµικό καθεστώς, όχι πλέον για την ανάπτυξη της επιχείρησης, αλλά για την ίδια τη βιωσιµότητά της, καθώς το κόστος για την αποκατάσταση περιβαλλοντικών ζηµιών είναι τις περισσότερες φορές δυσθεώρητο. Ο περιορισµένος και συχνά αποσπασµατικός περιβαλλοντικός έλεγχος που διενεργείτο µέχρι σήµερα έχει δυστυχώς σε µεγάλο βαθµό οδηγήσει µεγάλη Σελίδα 4 από 6
µερίδα της ελληνικής βιοµηχανίας σε µια ιδιότυπη κατάσταση «περιβαλλοντικού εφησυχασµού». Σαφώς η ανάληψη προληπτικών περιβαλλοντικών µέτρων και δράσεων είναι διαδικασία δύσκολη και δαπανηρή για τον Ελληνα επιχειρηµατία, ο οποίος καλείται να λειτουργήσει σε µια ιδιαίτερα σκληρή και ανταγωνιστική εθνική και διεθνή αγορά. Το πρόβληµα αυτό, σε συνδυασµό µε την έλλειψη κινήτρων αλλά και ελέγχου, έχει λειτουργήσει αποτρεπτικά σχετικά µε τη λήψη αναγκαίων περιβαλλοντικών µέτρων. Η σταδιακή όµως ενεργοποίηση της Ειδικής Υπηρεσίας Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, η θεσµοθέτηση πλέον προδιαγραφών σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τον τρόπο διενέργειας των περιβαλλοντικών ελέγχων καθώς και οι µηχανισµοί ελέγχου που εγκαθιστά η νέα Οδηγία, δεν αναµένεται να διατηρήσουν για µεγάλο διάστηµα ακόµα την υπάρχουσα πολυτέλεια της αδράνειας. Το δικαίωµα αυτό που παρέχει η Οδηγία, και το οποίο αποτελεί µια ασφαλιστική δικλείδα για την ορθή εφαρµογή της, συνεπάγεται ουσιαστικά ότι κάθε επαγγελµατική δραστηριότητα θα περιβάλλεται και θα συνορεύει πλέον µε έναν µεγάλο αριθµό εν δυνάµει περιβαλλοντικών ελεγκτών της. Τέλος, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η Οδηγία επιβάλλει στα κράτη-µέλη να λάβουν µέτρα για να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη µέσων και αγορών χρηµατοοικονοµικής ασφάλειας, εκ µέρους των κατάλληλων οικονοµικών και χρηµατοπιστωτικών φορέων, µε στόχο να καταστεί δυνατή η χρήση χρηµατοοικονοµικών εγγυήσεων από τους φορείς εκµετάλλευσης προκειµένου να καλύψουν τις ευθύνες που απορρέουν από τις διατάξεις της Οδηγίας. Η Οδηγία αναφέρεται κυρίως σε χρηµατοοικονοµικά προϊόντα όπως τραπεζικές ασφάλειες, συσσώρευση κονδυλίων κατά κλάδους, παροχή οικονοµικής ασφάλειας από µητρικές στις θυγατρικές για περιβαλλοντική ζηµία και δευτερευόντως στην «περιβαλλοντική ασφάλιση», η οποία και δεν καθίσταται υποχρεωτική. Άλλωστε, στις περισσότερες χώρες της ΕΕ προϊόντα περιβαλλοντικής ασφάλισης δεν παρέχονταν µέχρι σήµερα, καθώς δεν υπήρχε και ουσιαστική υποχρέωση ανάληψης του κόστους της περιβαλλοντικής ζηµίας. Μετά την υιοθέτηση όµως Σελίδα 5 από 6
της νέας Οδηγίας, θα πρέπει και η ελληνική βιοµηχανία να πρωτοστατήσει στην απαρχή ενός διαλόγου µε εκπροσώπους της Πολιτείας, των Τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών, προκειµένου, στην εκκολαπτόµενη, για τα ελληνικά δεδοµένα, αγορά της περιβαλλοντικής ασφάλισης, να δηµιουργηθούν προϊόντα ελκυστικά και ανταγωνιστικά, τα οποία θα καλύπτουν τις νέες ανάγκες και υποχρεώσεις που θα δηµιουργήσει το νέο νοµικό καθεστώς. Στη διαφαινόµενη νέα πραγµατικότητα, η βιωσιµότητα των βιοµηχανιών θα συνδεθεί άρρηκτα µε το βαθµό συναίσθησης της περιβαλλοντικής ευθύνης και της συνακόλουθης λήψης προληπτικών µέτρων από τις βιοµηχανίες. Ο χρόνος των τριών ετών, ο οποίος φαίνεται µακρύς µε δεδοµένη την αµεσότητα των καθηµερινών προβληµάτων που έχει να αντιµετωπίσει η ελληνική βιοµηχανία, είναι εντούτοις περιορισµένος, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τον αναγκαίο τεχνικό και οικονοµικό προγραµµατισµό που θα πρέπει να προηγηθεί. Η χάραξη περιβαλλοντικής πολιτικής, η ακριβής γνώση και η παρακολούθηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων κάθε δραστηριότητας, η γνώση και η τήρηση των διατάξεων της περιβαλλοντικής νοµοθεσίας, η εγκατάσταση και λειτουργία συστηµάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης, η αναζήτηση επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων για την εισαγωγή νέων περιβαλλοντικών τεχνολογιών, η ενεργή ανάµειξη στη διαµόρφωση της νέας αγοράς της περιβαλλοντικής ασφάλισης αλλά και η προώθηση του διαλόγου µε την Πολιτεία και τους κοινωνικούς εταίρους, θα πρέπει να αποτελέσουν τους βασικούς άξονες δράσεις της ελληνικής βιοµηχανίας για την ολοκληρωµένη και επιτυχή αντιµετώπιση της νέας πραγµατικότητας. H TÜV HELLAS µε την εµπειρία της στο τοµέα της πιστοποίησης Συστηµάτων Περιβαλλοντικής ιαχείρισης κατά το ιεθνές Πρότυπο ISO 14001 και του Ευρωπαϊκού Κανονισµού EMAS 761/2001 σε πάνω από 100 εταιρείες κυρίως στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό είναι σε θέση να παίξει αποφασιστικό ρόλο και να βοηθήσει αποτελεσµατικά στη εφαρµογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2004/35/ΕΚ στη Χώρα µας. Σελίδα 6 από 6