Η Χρυσόκαρδη Ξανθομαλλούσα Πϋρα ςτο μεγϊλο δϊςοσ κατοικούςε μια μεγϊλη νερϊιδα μαζύ με τισ κόρεσ τησ που εύχαν όλεσ κατϊμαυρα μαλλιϊ. Όλεσ εκτόσ από την μικρότερη που όταν ξανθομαλλούςα και που τα μαλλιϊ τησ εύχαν το χρώμα του όλιου. Λοιπόν, όπωσ χρυςϊ όταν τα μαλλιϊ τησ Ξανθομαλλούςασ, ϊλλο τόςο χρυςό όταν κι η καρδιϊ τησ και ςυμπονούςε όλα τα αδύνατα πλϊςματα. Ποτϋ δεν ϋχανε ευκαιρύα να βοηθόςει κϊποιον, αντύθετα με τισ αδελφϋσ τησ που κούταζαν μόνο να διαςκεδϊςουν. Η μαμϊ νερϊιδα βλϋποντασ την τόςη τησ καλοςύνη, τησ χϊριςε μια μαγικό κορδϋλα που μπορούςε να γιατρϋψει κϊθε πληγό, όςο μεγϊλη και να 'ταν. Φτϊνει μονϊχα να ϋδενε την πληγό με την μαγικό κορδϋλα. Αυτό ϋκανε πολύ ευτυχιςμϋνη την ξανθομαλλούςα, γιατύ τώρα μπορούςε να βοηθόςει πιό πολύ τα ζωϊκια που ϋβριςκε πληγωμϋνα. Και εύχε βοηθόςει πϊρα πολλϊ ζωϊκια που όλα την λϊτρευαν. Ιδιαιτϋρωσ ϋνα μικρό πρϊςινο φιδϊκι πού πριν λύγο καιρό, η ξανθομαλλούςα το βρόκε που βογκούςε πληγωμϋνο. Οι αδελφϋσ τησ μόλισ το εύδαν ςκόρπιςαν τρομαγμϋνεσ, ενώ η ξανθομαλλούςα γονϊτιςε δύπλα του και χαώδεύοντϊσ το του ϋδεςε την πληγό με την κορδϋλα τησ, ~ 1 ~
που το ϋκανε αμϋςωσ τελεύωσ καλϊ. Από κεύνη την ημϋρα, το φιδϊκι την ακολουθούςε παντού από μακριϊ, να μην τησ τύχει κανϋνα κακό. Αυτό η αγϊπη που τησ ϋδειχναν όλοι, ϋκανε τισ αδελφϋσ τησ να ζηλϋψουν και όθελαν να τησ κϊνουν εκεύνεσ κακό. Έτςι μια μϋρα που πόγαν για τον περύπατό τουσ, φρόντιςαν να πϊνε πολύ πιο μακριϊ απ' τισ ϊλλεσ φορϋσ και ς 'ϋνα μϋροσ που η Ξανθομαλλούςα δεν εύχε πϊει ϊλλη φορϊ. Σε λύγο ϊρχιςαν τα παιγνύδια τουσ κι όταν κόντευε να νυχτώςει, ϋφυγαν με τρόπο κρυφϊ-κρυφϊ αφόνοντϊσ την μόνη μϋςα ςτο δϊςοσ. Η ξανθομαλλούςα βλϋποντασ πωσ ϊρχιςε να νυχτώνει τισ φώναξε, αλλϊ μϊταια. Δεν τησ απαντούςε κανεύσ εκτόσ από την ηχώ που απαντούςε ςτισ δικϋσ τησ φωνϋσ. Προςπϊθηςε τότε να βρεύ τον δρόμο αλλϊ όςο ϋψαχνε ϊλλο τόςο μπερδευόταν και πόγαινε ςε γύρουσ μϋςα ςτο δϊςοσ. Φοβιςμϋνη τότε ϋβαλε τα κλϊματα, όταν μιϊ ςυρικτό φωνό δύπλα τησ, εύπε. -Μην φοβϊςαι ξανθομαλλούςα, εγώ εύμ' εδώ. Σκουπύζοντασ τα μϊτια τησ, αντύκριςε τα γυαλιςτϊ μϊτια του πρϊςινου φιδιού που φωςφόριζαν μϋςα ςτο ςκοτϊδι. -Ω καλό μου φιδϊκι, δεν ξϋρω τον δρόμο..., εύπε και τον κούταξε α- πελπιςμϋνη. ~ 2 ~
-Ελα μην φοβϊςαι και γι 'αυτό εύμ' εδώ. Πϊρε την ουρϊ μου και θα τον βρούμε τον δρόμο, εύπε το φιδϊκι. -Ω ς' ευχαριςτώ πϊρα πολύ, εύπε η ξανθομαλλούςα και χωρύσ διςταγμό πόρε την ουρϊ του και ύςτερα από αρκετό ώρα όταν πϊλι ςτο ςπύτι τησ. Η μαμϊ νερϊιδα που εύχε ανηςυχόςει όταν η ξανθομαλλούςα δεν όρθε με τισ αδελφϋσ τησ κι ετοιμαζόταν να βγει να ψϊξει για να την βρεύ, ανϊςανε ανακουφιςμϋνη και την αγκϊλιαςε με λαχτϊρα ενώ την ρωτούςε. -Μα πού χϊθηκεσ Ξανθομαλλούςα μου και δεν ςε βρόκαν οι αδελφϋσ ςου; -Αχ! μαμϊ δεν τισ εύδα όταν ϋφυγαν, τισ δικαιολόγηςε η Ξανθομαλλούςα, για να μην τισ τιμωρόςει η μαμϊ. -Και 'κει που ϊρχιςα να φοβϊμαι, ο φύλοσ μου το φιδϊκι με βοόθηςε για να βρω τον δρόμο, εύπε και κούταξε να το ςυςτόςει ςτην μαμϊ τησ μα το φιδϊκι όταν ϋγινε ςύγουρο για την αςφϊλειϊ τησ, ϋφυγε διακριτικϊ για την δικό του φωλιϊ. Οι αδελφϋσ τησ όταν εύδαν ότι η ξανθομαλλούςα τα κατϊφερε, κατςούφιαςαν αλλϊ δεν το ϋδειξαν. Όμωσ από κεύνη την μϋρα αντύ να διαςκεδϊζουν, ςκϋπτονταν πωσ θα ξεφορτώνονταν την μικρό ξανθομαλλούςα. Σκϋπτονταν, ςκϋπτονταν, όταν μια μϋρα πϋραςε από το ~ 3 ~
μυαλό τησ μεγαλύτερησ ο δικϋφαλοσ και κακόσ δρϊκοσ που εύχε το παλϊτι του ςτην κούτη του ποταμιού που χώριζε τα ςύνορα του δϊςουσ κι αλύμονο αν ποτϋ κανϋνασ τολμούςε να ζυγώςει το ποτϊμι του, δεν θα γλύτωνε. Ο δρϊκοσ τον ϋτρωγε αμϋςωσ. Η μαμϊ τουσ γι αυτό τουσ εύχε απαγορεύςει αυςτηρϊ να πηγαύνουν εκεύ. Μπορούςαν να παύξουν ςε όλο το ϊλλο δϊςοσ μα όχι κοντϊ ςτο ποτϊμι. -Εκεύ να την πϊρουμε κι ϋτςι θα την ξεφορτωθούμε για πϊντα, εύπε με κακύα η μεγαλύτερη που ζόλευε και το πιό πολύ, για την αγϊπη που εύχε η μαμϊ ςτην ξανθομαλλούςα. -Δύκιο ϋχεισ, ςυμφώνηςαν κι οι ϊλλεσ και χωρύσ να χϊςουν καιρό, την ϊλλη κιόλασ μϋρα, τρϊβηξαν για τα ςύνορα του κακού δρϊκου, όπου ο τόποσ όταν γεμϊτοσ πολύχρωμα λουλούδια, πελώριεσ καςτανιϋσ, βατόμουρα και πολλϊ ϊλλα δϋνδρα που ϋχει κϊθε δϊςοσ. Η Ξανθομαλλούςα μόλισ εύδε τι όμορφα που όταν όλα εκεύ ξετρελϊθηκε απ' την χαρϊ τησ και χοροπηδούςε, μα πιό πολύ απ την ομορφιϊ των λουλουδιών που μοςχομύριζαν. -Τι ωραύα λουλούδια, ξεφώνιςε. Θα μαζϋψω ϋνα τόοςοο ωραύο μπουκϋτο για την μαμϊ μου που θα τησ αρϋςει τόςο πολύ, εύπε κι ϊρχιςε να μαζεύει τα λουλούδια που μοςχοβολούςαν. Απαςχολημϋνη καθώσ όταν, πϊλι δεν πόρε εύδηςη τισ αδελφϋσ τησ που ϋφυγαν και ~ 4 ~
την ϊφηςαν και πϊλι μονϊχη, κι όταν ςε λύγο δεν τισ εύδε νόμιςε ότι παύζαν λύγο πιό κϊτω, ϋτςι δεν ανηςύχηςε καθόλου. Και για κακό τησ τύχη και το φιδϊκι απουςύαζε κεύνη την μϋρα, ςαν πόγε να επιςκεφθεύ την μαμϊ του. Έτςι η ανύποπτη ξανθομαλλούςα δεν εύχε ιδϋα για τον κύνδυνο που την απειλούςε. Σαν τϋλειωςε με το μπουκϋτο τησ, κϊθιςε ςτην ακροποταμιϊ και κοιτούςε το όρεμο νερό του ποταμιού και ξαφνιαςμϋνη αντύκριςε μιαν ϊλλη ξανθομαλλούςα που την κούταζε μεσ απ' το νερό. Και παρϊξενο, εύχε τα ύδια μαλλιϊ τα ύδια ρούχα, ωσ και την ύδια κορδϋλα. Η Ξανθομαλλούςα ϋφερε το χϋρι τησ ςτα μαλλιϊ τησ, το ύδιο κι η ϊλλη. Σκύβοντασ καλύτερα τησ ϋβγαλε την γλώςςα, το ύδιο και κεύνη. Παύρνοντασ τότε μια πϋτρα την πϋταξε ςτο νερό, που θόλωςε και με μια τρομερό βουό φϊνηκε ο δρϊκοσ. Τρομερόσ μα και πολύ θυμωμϋνοσ. Τα δυό του κεφϊλια με τα μεγϊλα ςαν πιατϊκια μϊτια, κούταξαν ϋνα γύρω και βλϋποντασ την Ξανθομαλλούςα, την ρώτηςε ϊγρια. -Εςύ τόλμηςεσ να θολώςεισ το νερό μου; Κι από τον θυμό του το ςτόμα του λεσ κι ϋβγαζε φωτιϋσ. Μα η Ξανθομαλλούςα χωρύσ να φοβηθεύ του απϊντηςε. -Ναι, εγώ! μα δεν όξερα ότι το νερό εύναι δικό ςασ! Σασ ζητώ ςυγνώμη. ~ 5 ~
Ο δρϊκοσ που εύχε ςυνηθύςει να τρϋμουν μπροςτϊ του όςοι τον ϋ- βλεπαν, ϋμεινε ϋκπληκτοσ μπροσ ςτην τόλμη τησ και την ρώτηςε πϊλι. -Δεν όξερεσ ότι το νερό εύναι δικό μου; Και τώρα που το ξϋρεισ, δεν με φοβϊςαι; -Όχι! απϊντηςε πϊλι η Ξανθομαλλούςα με θϊρροσ. Γιατύ να ςασ φοβηθώ. Ο καλόσ Θεούλησ ςασ ϋφτιαξε και δεν μπορεύ, θα 'ςτε καλόσ. Δεν θα μου κϊνετε κακό! Ο δρϊκοσ πιο ϋκπληκτοσ τώρα, ϋξυςε αμόχανα τα κεφϊλια του μια το ϋνα και μιϊ το ϊλλο με την ουρϊ του. Πρώτη φορϊ κϊποιοσ δεν φοβόταν την αςχόμια του και εύπε ότι μπορεύ νϊ ναι καλόσ. Και α- φού μϋχρι τότε δεν όξερε τι ςόμαινε καλοςύνη ϊρχιςε να παλεύει με τον εαυτό του. Να την φϊει ό όχι; Η κακύα του νύκηςε και χωρύσ ϊλλη κουβϋντα την ϊρπαξε με βύα που την ϋκανε να λιποθυμόςει και την κατϋβαςε ςτο παλϊτι του όπου την κλεύδωςε ς' ϋνα δωμϊτιο. Έπειτα κϊθιςε απϋξω και την φύλαγε με το ϋνα κεφϊλι του, ενώ με το ϊλλο παρακολουθούςε το ποτϊμι. Εν τω μεταξύ το φιδϊκι καθώσ γύριςε από την μαμϊ του, ακολούθηςε την μυρωδιϊ τησ Ξανθομαλλούςασ όπου τον ϋφερε μϋχρι το ποτϊμι όπου βρόκε τα κομμϋνα λουλούδια, μα και την μαγικό κορδϋλα τησ, που εύχε γλιςτρόςει όταν την ϊρπαξε τόςο βϊναυςα ο Δρϊκοσ. Κούταξε τώρα ϋνα γύρω και ςαν δεν την ~ 6 ~
εύδε πουθενϊ κατϊλαβε με τρόμο, ότι η Ξανθομαλλούςα βριςκόταν ςτα χϋρια του τρομερού Δρϊκου κι ϋπρεπε να την ςώςει. -Ελπύζω να προλϊβω μόνο, ςκϋφθηκε και παύρνοντασ την κορδϋλα τησ ςτην ουρϊ του, βούτηξε χωρύσ ϊλλη αναβολό ςτο ποτϊμι, τραβώντασ για το παλϊτι του Δρϊκου. Η Ξανθομαλλούςα εν τω μεταξύ όταν ςυνόλθε τον εύδε που την κούταζε με λαιμαργύα τώρα λεσ και δεν περύμενε πότε θα τραγϊνιζε τον μεζϋ κι ϊρχιςε να φοβϊται λύγο, μα φϋρθηκε πϊλι πολύ ϋξυπνα και δεν το ϋδειξε. -Τι λεσ τώρα; Ακόμα δεν με φοβϊςαι; Τώρα που θα ςε φϊω; την ρώτηςε με την τραχιϊ του φωνό όταν την εύδε που ϊνοιξε τα μϊτια τησ, μα η Ξανθομαλλούςα απϊντηςε με ετοιμότητα. -Και να με φϊτε κύριε Δρϊκε τι θα κερδύςετε; Εύμαι τόςο μικρό που η κοιλιϊ ςασ δεν πρόκειται να γεμύςει. Κι από την ϊλλη πϊντα θα εύςτε τόςο μόνοσ ςασ αφού όλοι ςασ φοβούνται. Ενώ αν με αφόςετε ςασ υπόςχομαι ότι κϊθε μϋρα θα ρχόμαςτε να ςασ κϊνουμε παρϋα, εγώ κι οι φύλοι μου. Και ξϋρετε ϋχω πϊρα πολλούσ φύλουσ, διότι εύμαι καλό. -Ναι! Μα τι φαγητό θα τρώω μετϊ; ρώτηςε ο Δρϊκοσ που τα λόγια τησ ϊρχιςαν να τον κλονύζουν. ~ 7 ~
-Αυτό ςασ απαςχολεύ; χαμογϋλαςε η Ξανθομαλλούςα. Το δϊςοσ ϋχει απ' όλα τα καλϊ. Χόρτα, ρύζεσ, βελανύδια, μανιτϊρια τον χειμώνα και κϊςτανα που εύναι τόςο νόςτιμα. Ο Δρϊκοσ ϋξυςε και πϊλι αμόχανα τα κεφϊλια του. «Σαν να ϋχει δύκιο» ςκϋφθηκε. «Τι κϋρδιςα τόςο καιρό που ϋτρωγα όποιον ερχόταν απ 'εδώ; Πϊντα εύμαι τόςο μόνοσ.» -Εντϊξει! Κϋρδιςεσ, εύπε και χαμογϋλαςε για πρώτη φορϊ ςτην ζωό του και αιςθϊνθηκε μια ϊγνωςτη μϋχρι τότε γαλόνη, όμωσ ακόμα δεν εμπιςτεύτηκε απόλυτα την Ξανθομαλλούςα... Δεν μου λεσ ασ πούμε ςε αφόςω ελεύθερη. Θα κρατόςεισ τον λόγο ςου και θα ϋρχεςαι να με μϊθεισ πώσ να γύνω καλόσ; Δεν θα το ξεχϊςεισ όταν δεν θα κινδυνεύεισ πιϊ; -Μα αφού ςτο υποςχϋθηκα καλϋ μου Δρϊκε! και ποτϋ δεν παραβαύνω την υπόςχεςη που δύνω ςε κϊποιον, εύπε η Ξανθομαλλούςα και τον αγκϊλιαςε χωρύσ διςταγμό. Θα δεισ δεν θα το μετανιώςεισ, ςυνϋχιςε. Κι ο Δρϊκοσ πόγε να ξεαμπαρώςει την πόρτα όταν ϋνασ θόρυβοσ απϋξω τον ςταμϊτηςε απότομα και κϊνοντασ Σςςς! ςτην Ξανθομαλλούςα ϊνοιξε απότομα την πόρτα και γρϊπωςε το μικρό φιδϊκι που ϋψαχνε για μϋροσ να μπει. ~ 8 ~
Από ςυνόθεια το ϋφερε ςτο ςτόμα του κι ετοιμϊςτηκε να το κϊνει μια χαψιϊ μα το φιδϊκι δεν ϋμεινε ϊπρακτο. Χωρύσ να χϊςει καιρό, του ϋφτυςε το δηλητόριό του ςτα μεγϊλα του μϊτια, που θόλωςαν και δεν μπορούςε να ιδεύ τύποτα. Ο Δρϊκοσ, από τον πόνο αναγκϊςτηκε να αφόςει το φιδϊκι κι ϊρχιςε με την ουρϊ του να τρύβει τα μϊτια του και να ουρλιϊζει με δύναμη που κουνούςε θαρρεύσ ολόκληρο το δϊςοσ. -Πϊμε να φύγουμε, Ξανθομαλλούςα, φώναξε ανυπόμονα το φιδϊκι. Τώρα που δεν μπορεύ να μασ πιϊςει,ςυνϋχιςε και τησ ϋδωςε την κορδϋλα τησ. Μα η Ξανθομαλλούςα δεν κουνόθηκε από την θϋςη τησ παρϊ εύπε όρεμα. -Όχι καλό μου φιδϊκι! Ο Δρϊκοσ ϋχει αλλϊξει,ϋγινε καλόσ και δεν μπορούμε να τον αφόςουμε ϋτςι. Πρϋπει να του γειϊνω και πϊλι τα μϊτια του, εύπε και παύρνοντασ την κορδϋλα τησ την ϋδεςε γύρω από τα μϊτια του Δρϊκου, που ϊρχιςαν και πϊλι να βλϋπουν. Του τα ξανϊδεςε ακόμα μια φορϊ πιο κϊτω και ςε λύγο μπορούςε να ιδεύ πιο καλϊ κι από πρώτα. Ο Δρϊκοσ δεν το πύςτευε. Η Ξανθομαλλούςα τον ϋκανε καλϊ ενώ μπορούςε να φύγει! ~ 9 ~
-Χμ! εύναι ωραύα να εύςαι καλόσ, ςκϋφθηκε και ςφύγγοντασ το χϋρι τησ, τησ εύπε. -Ευχαριςτώ Ξανθομαλλούςα. Βλϋπω ότι εύςαι πραγματικϊ καλό και δεν κρατώ κακύα ςτο φιδϊκι αφού το κανε για να ςε ςώςει από μϋνα. Πϊμε... Να ςασ ςυνοδεύςω μϋχρι ϋξω και θα ςασ περιμϋνω για το δεύτερο μϊθημα καλοςύνησ, ϋτςι; -Σύμφωνοι καλϋ μου Δρϊκε. Πϊμε! εύπε η Ξανθομαλλούςα και ςε λύγο αποχαιρετώντασ τον, τρϊβηξαν μαζύ με το φιδϊκι για το παλϊτι τησ μαμϊσ τησ. Η καλό καρδιϊ τησ εύχε νικόςει και πϊλι την κακύα. Ο Δρϊκοσ ϋμεινε να τουσ κοιτϊζει που απομακρύνονταν και μετϊ βούτηξε και πϊλι για το παλϊτι του, όπου θα την περύμενε να τον μϊθει να εύναι καλόσ. Κι όταν ςύγουροσ ότι θα κρατούςε τον λόγο τησ. ΤΕΛΟΣ ~ 10 ~