Αναλογία των ιωδιωμένων ενώσεων στο φυσιολογικό θυρεοειδή στον άνθρωπο 23% ΜΙΤ 33% DIT 35% T 4 7% T 3 ίχνη RT 3
Οι ποσότητες των θυρεοειδικών ορμονών που εκκρίνονται ημερησίως 80μg T 4 4 μg T 3 2 μg RT 3
Τα ¾ της Τ 4 μετατρέπονται σε Τ 3 στους περιφερικούς ιστούς, κυρίως στο ήπαρ και τους νεφρούς.
Τ 3 31μg/d T 4 80μg/d RT 3 38μg/d
Δεσμευτική σφαιρίνη της θυροξίνης (TBG) Αλβουμίνη Τρανσθυρετίνη (TTR) Λειτουργίες που εξυπηρετούν 1. Μεγάλη δεξαμενή Τ 4,Τ 3 στην κυκλοφορία 2. Παρατείνεται σημαντικά ο χρόνος ημιζωής των Τ 4,Τ 3 3. Η παρουσία μιας μεγάλης δεξαμενής Τ 4 στο πλάσμα παρέχει μία αποθήκη προορμόνης που είναι διαθέσιμη για τη σύνθεση της Τ 3
Τα φάρμακα που μειώνουν την 5 /3 αποϊωδινάση, (κορτικοστεροειδή, αμιοδαρώνη, ιωδιούχες χρωστικές ) μειώνουν επίσης και τα επίπεδα της Τ 3 Το 35% της Τ4 Tο 45% της Τ4 Τ3 rt3
Τύπου D1 ήπαρ, νεφρά, θυρεοειδής Τύπου D2 υπόφυση, ΚΝΣ Τύπου D3 πλακούντας, KNΣ (RT 3 )
Κατά την εμβρυϊκή ηλικία σχηματίζεται πολύ περισσότερη RT 3 Διάφορα φάρμακα προκαλούν πτώση στα επίπεδα της Τ 3 και αύξηση της RT 3 Μη θυρεοειδικές παθήσεις εγκαύματα, τραυματισμοί, ο καρκίνος σε προχωρημένα στάδια, η κίρρωση, το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η νεφρική ανεπάρκεια καταστέλλουν τις αποϊωδινάσες Η ανεπάρκεια σεληνίου Η θερμιδική στέρηση ή το σοβαρό stress επηρεάζουν την αναλογία Τ 3 /RT 3
Οι επιδράσεις των θυρεοειδικών ορμονών σε ειδικούς μηχανισμούς του σώματος Στο μεταβολισμό των υδατανθράκων Στο μεταβολισμό του λίπους - στα λιπίδια του πλάσματος Στο μεταβολισμό των βιταμινών Στο βασικό μεταβολισμό Στο σωματικό βάρος Στο καρδιαγγειακό σύστημα 1) Αιμάτωση και καρδιακή παροχή 2) Συχνότητα της καρδιακής λειτουργίας 3) Η ένταση συστολής της καρδιάς 4) Το ποσό του αίματος 5) Η αρτηριακή πίεση Στο κεντρικό νευρικό σύστημα Στον ύπνο Στο γαστρεντερικό σωλήνα Στην αναπνοή Στη λειτουργία των μυών Σε άλλους ενδοκρινείς αδένες Στη γενετήσια λειτουργία
Ένας άντρας 70 Kg απαιτεί σε κατάσταση ηρεμίας 2100Kcal
Έχει πλήρη νύχτα αναπαυτικού ύπνου Έχει νηστέψει για 12 h Είναι σε ουδέτερο θερμικό περιβάλλον Έχει ξεκουραστεί σωματικά για 1 h Είναι ελεύθερος από ψυχικά και σωματικά ερεθίσματα Kcal/h m 2 επιφανείας σώματος - 5% μεγαλύτερος στους άνδρες -Μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας
Ο BMR μετράτε: -είτε ως παραγωγή θερμότητας -είτε με την κατανάλωση Ο 2 που οφείλονται στην αύξηση: της Να+-Κ+ ATPασης την αυξημένη παραγωγή β-αδρενεργικών υποδοχέων
Οι θυρεοειδικές ορμόνες αυξάνουν τον BMR διεγείροντας τόσο τις αναβολικές, όσο και τις καταβολικές οδούς - των υδατανθράκων -των λιπών -των πρωτεϊνών
-αυξάνουν την ηπατική νεογλυκογένεση και τη γλυκογονόλυση -αυξάνουν την απορρόφηση της γλυκόζης στο έντερο Παρατηρείται μια γρήγορη αύξηση των επιπέδων του σακχάρου στο πλάσμα μετά από ένα πλούσιο σε υδατάνθρακες γεύμα, αλλά μειώνεται ξανά με γρήγορο ρυθμό Ο υπερθυρεοειδισμός προκαλεί έξαρση του σακχαρώδη διαβήτη
Επιδράσεις των Τ4, Τ3 στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών -αυξημένη πρωτεόλυση (κυρίως στο μυ) -πρωτεϊνοσύνθεση Σε μεγάλη περίσσεια Τ3 παρατηρείται -μυϊκή απίσχναση και αδυναμία -αυξημένη απώλεια αζώτου στα ούρα ως ουρία
Επίδραση των Τ 3, Τ 4 στα λιπίδια του πλάσματος και του ήπατος Λιπόλυση FFA Γλυκερόλη LDL Είναι αναγκαία η παρουσία μιας μέτριας ποσότητας στο ήπαρ για την σύνθεση των FFA Σε πολύ υψηλά επίπεδα Τ 3 παρατηρείται τελικώς λιπόλυσης Η ελαττωμένη έκκριση των Τ 3,Τ 4 συνεπάγεται: μεγάλη αύξηση της συγκέντρωσης της χοληστερόλης του πλάσματος (λόγω ελάττωσης των LDL υποδοχέων στο ήπαρ) μεγάλη αύξηση της συγκέντρωσης των τριγλυκεριδίων του πλάσματος υπέρμετρη εναπόθεση λίπους στο ήπαρ
Οι θυρεοειδικές ορμόνες αυξάνουν την σύνθεση της θερμογενίνης (πρωτεΐνη αποσύζευξης) της έσω μιτοχονδριακής μεμβράνης στο φαιό λίπος. Η πρωτεΐνη αυτή μειώνει την παραγόμενη ποσότητα του ATP και αυξάνει την ποσότητα της θερμότητας που παράγεται κατά την οξείδωση των ενεργειακών μορίων Αυξάνουν τις θερμογενετικές δράσεις των κατεχολαμινών, αυξάνοντας την έκφραση των β-αδρενεργικών υποδοχέων. Παρατηρούνται αλλαγές στην θερμοκρασία του σώματος παράλληλα με την διαθεσιμότητα των θυρεοειδικών ορμονών. Η αύξηση της θερμοκρασίας είναι μέτρια γιατί έχουμε αντισταθμιστικά αυξημένη αποβολή θερμότητας, λόγω του ότι οι θυρεοειδικές ορμόνες αυξάνουν την αιματική ροή, την εφίδρωση και τον αερισμό. Ο υπερθυρεοειδισμός συνοδεύεται από δυσανεξία στην ζέστη και ο υποθυρεοειδισμός από δυσανεξία στο κρύο. Σε κρύο η αύξηση στην έκκριση της TSH είναι αμελητέα στους άνθρωπο συνεπώς παίζει μικρό ρόλο στην απάντηση στο κρύο στους ενήλικες.
Έλλειψη αυτών οδηγεί σε: -πνευματική υστέρηση -ατελή ανάπτυξη
Η απουσία των θυρεοειδικών ορμονών στην εμβρυϊκή και νεογνική ηλικία αναστέλλει την αύξηση του εγκεφαλικού φλοιού, του παρεγκεφαλιδικού φλοιού, την ανάπτυξη των νευροαξόνων, τις διακλαδώσεις των δενδριτών, την ανάπτυξη των συνάψεων, την εμμυέλωση των νευρικών ινών και την μετανάστευση των κυττάρων. Έλλειψη των θυρεοειδικών ορμονών την περίοδο αυτή οδηγεί σε μη αναστρέψιμη πνευματική υστέρηση.
Είναι απαραίτητες για φυσιολογική εγρήγορση και φυσιολογικά αντανακλαστικά σε όλες τις ηλικίες. Τα τμήματα του ΚΝΣ που επηρεάζονται ιδιαίτερα είναι ο φλοιός, τα βασικά γάγγλια. Σε υπερέκκριση τους παρατηρείται: νευρικότητα, οξυθυμία, ανησυχία, ιδεοφυγή, αγρυπνία. Σε ελαττωμένη έκκριση παρατηρείται: νωθρότητα των διανοητικών λειτουργιών, μείωση μνήμης και λήθαργος. Επίσης επηρεάζεται και ο κοχλίας με αποτέλεσμα κώφωση και αλαλία. Οι θυρεοειδικές ορμόνες επιδρούν και στα αντανακλαστικά ελαττώνοντας το χρόνο έκλυσης των εν τω βάθει τενόντιων αντανακλαστικών σε υπερέκκριση και αύξηση του χρόνου έκλυσης των εν τω βάθει τενόντιων αντανακλαστικών σε ελαττωμένη έκκριση. Μερικές από τις δράσεις των θυρεοειδικών ορμονών είναι δευτερογενείς και οφείλονται στην αύξηση των β-αδρενεργικών υποδοχέων με αποτέλεσμα αυξημένη απάντηση προς τις κατεχολαμίνες
Οι θυρεοειδικές ορμόνες είναι σημαντικές για την φυσιολογική ανάπτυξη και ωρίμανση του σκελετού. Σε παιδιά με υποθυρεοειδισμό η ανάπτυξη των οστών επιβραδύνεται και καθυστερεί η σύγκληση των επιφύσεων με τις διαφύσεις. Διεγείρουν την οστική ανακατασκευή, αυξάνοντας την οστική απορρόφηση και σε μικρότερο βαθμό, τον οστικό σχηματισμό Στον άνθρωπο η συγκέντρωση της αυξητικής ορμόνης του πλάσματος είναι φυσιολογική στον υποθυρεοειδισμό. Διευκολύνουν την δράση της αυξητικής ορμόνης. Το κοντό ανάστημα στα υποθυρεοειδικά παιδιά σχετίζεται με την ανάπτυξη αντίστασης στην δράση της αυξητικής ορμόνης. Σχετίζονται με την ωρίμανση των κέντρων οστεοποιήσης των επιφύσεων. Σε υποθυρεοειδισμό παρατηρείται καθυστέρηση στο σχηματισμό των κέντρων οστεοποίησης και στην συνέχεια εμφάνιση πολλών κέντρων οστεοποίησης, τα οποία τελικά συνενώνονται. Προκαλούν διέγερση και επιταχύνουν την ωρίμανση των χονδροκυττάρων στους αυξητικούς χόνδρους εν μέρει διεγείροντας την παραγωγή και δράση αυξητικών παραγόντων.
Διεγείρουν την ανακατασκευή των οστών στους ενήλικες. Αυξάνουν την οστική απορρόφηση και σε μικρότερο βαθμό, τον οστικό σχηματισμό. Ο χρόνιος υπερθυρεοειδισμός μπορεί να προκαλέσει σημαντική οστεοπενία. Εμπλέκονται στην ανάπτυξη και ανατολή των οδόντων, την ανάπτυξη και ωρίμανση της επιδερμίδας, των θυλάκων των τριχών, και των ονύχων. Οι αποδομητικές πορείες σε αυτούς τους ιστούς διεγείρονται επίσης από την παρουσία των θυρεοειδικών ορμονών. Έτσι τόσο η αυξημένη όσο και η μειωμένη έκκριση τους οδηγεί σε απώλεια των μαλλιών και τον μη φυσιολογικό σχηματισμό των ονύχων. Τροποποιούν την δομή του υποδόριου ιστού αναστέλλοντας την σύνθεση και αυξάνοντας τον καταβολισμό των βλεννοπολυσακχαριτών (γλυκοζαμινογλυκανών) και της φιμπρονεκτίνης στον εξωκυττάριο συνδετικό ιστό. Η αδυναμία μεταβολισμού των γλυκοζαμινογλυκανών οδηγεί στη συγκέντρωσή τους στον υποδόριο ιστό και οίδημα
Διευκολύνουν τη δραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος διεγείροντας τη σύνθεση των β-αδρενεργικών υποδοχέων στον καρδιακό μυ, στους σκελετικούς μύες, στο λιπώδη ιστό. (Συνεπώς αυξημένη ευαισθησία στις κατεχολαμίνες, που παραμένουν σε φυσιολογικά επίπεδα). Σε υπερθυρεοειδισμό παρατηρούνται συμπτώματα παρόμοια με εκείνα που παρατηρούνται κατά τη διέγερση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος (πχ. άνοδος της καρδιακής συχνότητας).
Αυξημένη αιμάτωση Αυξημένη καρδιακή παροχή Αυξημένη καρδιακή ισχύ Αυξημένη καρδιακή συχνότητα Φυσιολογική μέση αρτηριακή πίεση
Ελαφρά αύξηση των επιπέδων τους στο πλάσμα συνεπάγεται την ισχυρότερη αντίδραση των μυών. Σε υπερέκκριση αυξάνεται η ταχύτητα σύσπασης και χαλάρωσης των μυών, που εκδηλώνεται κλινικά με την αύξηση των αντανακλαστικών Σε υπέρμετρα μεγάλη έκκρισή τους παρατηρείται εξασθένιση των μυών απώλεια μυϊκού ιστού, εν μέρει εξαιτίας υπέρμετρου πρωτεϊνικού καταβολισμού. Οι θυρεοειδικές ορμόνες επηρεάζουν την έκφραση των γονιδίων των βαριών αλυσίδων της μυοσίνης στον σκελετικό και καρδιακό μυ. Σε ανεπάρκεια Τ3,Τ4 οι μύες εμφανίζουν βραδεία αντίδραση και βραδεία χάλαση μετά την συστολή τους. Ο υποθυρεοειδισμός σχετίζεται και με κράμπες, ακαμψία και μυοπάθεια. Σε υπερθυρεοειδισμό παρατηρείται λεπτός μυϊκός τρόμος.
Αυξάνουν την συχνότητα και το εύρος των αναπνευστικών κινήσεων
Αυξάνουν την όρεξη Αυξάνουν τον ρυθμό έκκρισης των πεπτικών υγρών Αυξάνουν την κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα
Η μεγάλη αύξηση της παραγωγής των θυρεοειδικών ορμονών συνεπάγεται, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, ελάττωση του σωματικού βάρους. Η πολύ μεγάλη ελάττωση της παραγωγής των θυρεοειδικών ορμονών συνεπάγεται, σχεδόν πάντοτε, αύξηση του σωματικού βάρους.
Σε υπερθυρεοειδισμό μπορεί να παρατηρηθεί σχετική βιταμινική ανεπάρκεια Οι θυρεοειδικές ορμόνες είναι αναγκαίες για την ηπατική μετατροπή της καροτίνης σε βιταμίνη Α και η συσσώρευση της καροτίνης στο αίμα (καροτιναιμία) στο υποθυρεοειδισμό είναι υπεύθυνη για την κίτρινη χροιά του δέρματος σε υποθυρεοειδισμό Διακρίνεται από τον ίκτερο γιατί σε καροτιναιμία ο σκληρός χιτώνας του οφθαλμού δεν είναι κίτρινος.
Η έκκριση γάλακτος διεγείρεται από τις θυρεοειδικές ορμόνες. Η δράση αυτή χρησιμοποιείται στην πράξη από την γαλακτοβιομηχανία.
Οι θυρεοειδικές ορμόνες δεν διεγείρουν τον μεταβολισμό της μήτρας αλλά είναι σημαντικές για το φυσιολογικό κύκλο και τη γονιμότητα Η ωοθυλακιορρηξία μπορεί να διαταραχθεί τόσο στο υπερθυρεοειδισμό όσο και στον υποθυρεοειδισμό η οποία διορθώνεται με την αποκατάσταση της ευθυρεοειδικής κατάστασης. Στους άνδρες Η έλλειψη των θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να συνεπάγεται πλήρη απώλεια της γενετήσιας ορμής Η υπέρμετρη έκκριση των ορμονών αυτών συχνά προκαλεί ανικανότητα Στις γυναίκες Η έλλειψη των θυρεοειδικών ορμονών προκαλεί : 1. μηνορραγία και πολυμηνόρροια αλλά είναι δυνατόν και αμηνόρροια 2.μεγάλη ελάττωση της γενετήσιας ορμής Στην υπέρμετρη έκκριση των ορμονών παρατηρείται ολιγομηνόρροια και σε μερικές περιπτώσεις αμηνόρροια
Οι αυξημένες Τ 3,Τ 4 αυξάνουν τον μεταβολισμό της γλυκόζης, συνεπώς αυξάνουν την έκκριση της ινσουλίνης Ο υπερθυρεοειδισμός προκαλεί έξαρση του σακχαρώδη διαβήτη Οι Τ 3,Τ 4 αυξάνουν πολλές μεταβολικές δραστηριότητες που σχετίζονται με το μεταβολισμό των οστών, και κατά συνέπεια αυξάνεται η ανάγκη για μεγαλύτερα ποσά παραθορμόνης Οι Τ 3,Τ 4 αυξάνουν τον ρυθμό αδρανοποίησης των γλυκοκορτικοειδών από το ήπαρ και συνεπώς αυξάνουν τον ρυθμό έκκρισης της ACTH από την αδενοϋπόφυση και στην συνέχεια τον ρυθμό έκκρισης της κορτιζόλης από το φλοιό των επινεφριδίων. Σε ένα ασθενή όμως με επινεφριδιακή ανεπάρκεια, η εμφάνιση υπερθυρεοειδισμού, ή η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού με θυρεοειδικές ορμόνες, μπορεί να αποκαλύψει την ύπαρξη επινεφριδικής νόσου.
Αναστέλλεται η τύπου 1 αποϊωδινάση και έτσι μειώνονται τα επίπεδα της Τ 3 στο πλάσμα και μειώνεται ο μεταβολικός ρυθμός Δεν αναστέλλεται η τύπου 2 αποϊωδινάση (στην υπόφυση και το ΚΝΣ), τα επίπεδα της Τ3 είναι φυσιολογικά στην υπόφυση και δεν διεγείρεται η έκκριση της TSH Το στρες έχει ανασταλτική επίδραση στην έκκριση της TRH