ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ



Σχετικά έγγραφα
ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΝΕΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. 2 ο Λύκειο Αμαρουσίου Β Τάξη 1 ο project Σχολικό Έτος: Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα Σπανού

Ποιο άτομο θεωρείται παιδί;

«Μαθησιακές δυσκολίες και παραβατική συμπεριφορά»

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

Σχολικός Εκφοβισμός και Ψυχολογία

Εφηβεία, μία δυστοπία. Ερευνητική εργασία Α τετραμήνου της Α Λυκείου των Λ.Τ. Αρμενίου Σχολικό έτος

Ενδοσχολική βία (bullying)

Οι γνώμες είναι πολλές

ΩΡΑ ΓΙΑ ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ ΕΠΙΡΡΟΗ ΚΙΝΟΥΜΕΝΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΣΤΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗ ε.

Εναντιωματική και προκλητική συμπεριφορά στο σχολείο ο ρόλος του εκπαιδευτικού. Γιώργος Γεωργίου, PhD Κλινικός Ψυχολόγος

Κείμενο. Εφηβεία (4596)

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελληνίων Εξετάσεων Ημερησίων Επαγγελματικών Λυκείων (ΟΜΑΔΑ Α )

Ο ρόλος της οικογένειας στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές των μαθητών

Λόγοι και παράγοντες που οδηγούν τους νέους σε χρήση αλκοόλ. Παιπέτης Νίκος Τσάκα Μαρία Κρητικός Γιώργος Μέριανος Αλέξανδρος

Η Έκθεση του Π.Ο.Υ για την πρόληψη των αυτοκτονιών με στοιχεία και για την Ελλάδα.

Άρθρο 1. Άρθρο 2. Άρθρο 3. Άρθρο 4. Επίσημα κείμενα και διδακτικό υλικό. Ορισμός του παιδιού. Παιδί θεωρείται ένα άτομο κάτω των 18 ετών.

Η Επιθετικότητα στα Παιδιά που Έχουν Βιώσει Τραύμα. Victoria Condon and Panos Vostanis Μετάφραση: Ματίνα Παπαγεωργίου

Παράγοντες Προστασίας και Κινδύνου

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΑ.Λ. Α ΟΜΑΔΑΣ (ΗΜΕΡΗΣΙΑ) ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2014

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Η ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικών ερευνών που διεξάγονται σε σχολεία της χώρας θεωρούνται κοινωνικό πρόβλημα

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΛΚΟΟΛ ΣΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ (ΓΟΝΕΙΣ-ΕΦΗΒΟΙ) Λιοδάκη Νεκταρία Κοινωνική Λειτουργός Κοινωνική Υπηρεσία- Αλκοολογικό Ιατρείο ΠαΓΝΗ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΝΤΩΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Α. ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα. του Παιδιού. με απλά λόγια

Ψυχολογία ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια στο Γενικό Νοσοκομείο

Βασιλόπουλος Φ. Στέφανος. Παιδαγωγικό Τμήμα Δ. Ε. Πανεπιστήμιο Πατρών

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ. Ελευθέριος Μουτσάνας Παιδίατρος Παλαμάς 18/03/2012

ΕΙΔΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ ( ή επειδή κρίνονται εκ του αποτελέσματος!)

Της Λαμπρινής Σταμάτη

Μεγάλο ποσοστό της παιδικής εργασίας εμφανίζεται στην Ασία και στις χώρες του ειρηνικού με ποσοστό 122, επίσης εμφανίζεται στην Αφρική με

Βία και επιθετική συμπεριφορά από τους εφήβους.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ;

ΠΡΟΩΡΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΣΧΟΛΕΙΟΥ (Π.Ε.Σ.) ΠΡΑΓΑ 25-29/1/2016

Εφηβεία. Πώς επιδρά η σημερινή κοινωνία την ανάπτυξη του εφήβου; 21 ΓΕΛ ΑΘΗΝΑΣ ΤΜΗΜΑ Α1, ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ν. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

18 \ 01\ 2015 Κείμενο : Σχέσεις γονέων εφήβων

Είδαμε τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Ας δούμε τώρα πώς οι ίδιοι οι μαθητές αντιμετωπίζουν τα Μαθηματικά.

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΙΑ)

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

The Jobbies. 14ο ΓΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Project Β τριμήνου «Το επάγγελμα που επιλέγω» Αντωνιάδου Δέσποινα. Βάκουλης Παναγιώτης.

Εξελικτική Ψυχολογία

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Θέμα πτυχιακής Μαθησιακές δυσκολίες και Κακοποίηση παιδιών

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Η Ψυχική υγεία του παιδιού και ο ρόλος του ευρύτερου περιβάλλοντος

Αιτίες και Παράγοντες ενίσχυσης των προβλημάτων βίας - συμπεριφοράς στο σχολείο

Εφηβεία: Συμβουλές για... γονείς σε απόγνωση (1951)

Βία στην οικογένεια και βία στο σχολείο ΑΡΤΙΝΟΠΟΥΛΟΥ Β. Αν. Καθηγήτρια Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Γιώργος Βλειώρας

Έμφυλες ταυτότητες v Στερεότυπα:

ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Αγόρι 390 (51.25%) 360 (43.11%) 750 Κορίτσι 371 (48.75%) 475 (56.89%) (100%) 835 (100%) 1596

ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΕΙΡΑΙΑ 01/ /2016

Δομώ - Οικοδομώ - Αναδομώ

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΕ ΑΠΛΑ ΛΟΓΙΑ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ) Ημερομηνία: Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016 Διάρκεια Εξέτασης: 3 ώρες

Αλκοόλ, Εθεβεία & Εγκέθαλορ. Γιώργος Παναγής Πανεπιστήμιο Κρήτης Τμήμα Ψυχολογίας Εργαστήριο Νευροεπιστημών & Συμπεριφοράς

Παρακάτω, έχετε μια λίστα με ερωτήσεις για κάθε θέμα, οι οποίες θα σας βοηθήσουν.

ΜΑΡΙΝΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Mediterranean College Θεσσαλονικης

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 1: Αυτονόμηση της αντιμετώπισης των ανηλίκων

Διάλεξη 6η Διαταραχές Συμπεριφοράς

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ: ΕΦΗΒΕΙΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

Το Κοινωνικό Πλαίσιο του Εκφοβισμού Αναστασία Ψάλτη

Η φύση της προκατάληψης (Allport, 1954).

V PRC. Βασικά Συμπεράσματα της έρευνας. «Εικόνες και αναπαραστάσεις βίας μέσα και έξω από τους σχολικούς χώρους»

PROJECT ΟΝΟΜΑ ΟΜΑΔΑΣ : ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ

Παρουσίαση του προβλήματος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α3 Τσίγκα Φρατζέσκα (Συντονίστρια) Χουβαρδά Αντωνία Τζελέπης Βασίλης Χατζηπαντελής Θοδωρής

Ερευνητική Εργασία Α Λυκείου. Σχολικός Εκφοβισμός. Μορφές εκφοβισμού, προφίλ θυμάτων-θυτών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

«Ο ρόλος της οικογένειας στην ανάπτυξη του παιδιού»

M2 Unit 3. Διεπιστημονικό Ιστορικό και Διάγνωση

θέραπειν Αγίας Σοφίας 3, Ν. Ψυχικό, Τ ,

Κείμενο Νεανική ηλικία (5539)

Oδηγός Σπουδών ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ετής Εκπαίδευση στη Δικαστική Ψυχοθεραπεία

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Στερεότυπα φύλου στις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Κορίτσι ή Αγόρι: Η Ανάπτυξη της Ταυτότητας Φύλου. Ίλια Χατζή Ψυχολόγος MSc

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ A ) & ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β )

<<Μαθησιακές δυσκολίες και διαταραχές συμπεριφοράς. Διαδικασία αξιολόγησης μέσω του ερωτηματολογίου του Achenbach.>>

ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ. Σακελλαρίου Κίμων Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΤΕΦΑΑ, Τρίκαλα

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΕΞΙΑ

Βία κατά των γυναικών: Ένα διαχρονικό πρόβλημα, πολλές όψεις

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

Πρόληψη της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Εκμετάλλευσης των ανηλίκων: Ο ρόλος των Εκπαιδευτικών

Γεωργία Ζαβράκα, MSc. Ψυχολόγος Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ - ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: «ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΧΗ» «Kοινωνικές Αναπαραστάσεις των Επιμελητών Ανηλίκων σχετικά με τον Ανήλικο Παραβάτη» ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: κ. ΤΡΟΥΜΠΕΤΑ ΣΕΒΑΣΤΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΣΟΥΤΣΑΝΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ 2011

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Οφείλω και θέλω να ευχαριστήσω την επιβλέπουσα καθηγήτρια μου, κ. Σεβαστή Τρουμπέτα, για την καθοδήγηση και την άμεση ανταπόκριση της σε ότι χρειαζόμουν. Επίσης, ευχαριστώ θερμά όσους με βοήθησαν να προσεγγίσω τους επιμελητές. Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ στους γονείς μου και την αδερφή μου. Χωρίς αυτούς, όλα θα ήταν διαφορετικά. 2 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ..5 ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 1.1: Οι έννοιες της παραβατικότητας, του ανήλικου παραβάτη και των κοινωνικών αναπαραστάσεων 6 1.2: Εγκληματολογικές θεωρίες για την παραβατικότητα ανηλίκων.. 9 1.2.1: Θεωρίες που αναφέρονται στους βιολογικούς παράγοντες 9 1.2.2: Θεωρίες που αναφέρονται στην κληρονομικότητα 11 1.2.3: Θεωρίες που αναφέρονται στη ψυχική κατάσταση 12 1.2.4: Θεωρίες που αναφέρονται στην νεανική ηλικία 13 1.2.5: Θεωρίες που αναφέρονται στους κοινωνικούς παράγοντες 14 Οικογένεια.. 15 Σχολείο 17 ΜΜΕ... 18 Διαφορικός συγχρωτισμός.. 19 Μίμηση 21 Συμμορίες ανηλίκων-ναρκωτικά.22 1.3: Θυματολογική προσέγγιση.. 24 Σωματική κακοποίηση.24 Σεξουαλική κακοποίηση..25 Συναισθηματική ή ψυχολογική κακοποίηση 25 Παραμέληση. 26 1.4: Κοινωνικός έλεγχος.27 3 3

1.5: Εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης.29 1.6: Οι επιμελητές ανηλίκων..35 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 2.1: Μεθοδολογία.41 H ποιοτική μέθοδος..41 Η ημι-δομημένη συνέντευξη 42 Το δείγμα..42 Η μέθοδος ανάλυσης 42 2.2:Περιγραφή του πλαισίου αναφοράς...43 2.3: Θεματολόγιο συνέντευξης.44 TΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ 3.1: Βασικό ερώτημα 46 3.2: Δείκτες 47 3.3 Ερευνητικές υποθέσεις 48 ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4.1: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ... 50 4.2: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 62 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Παράρτημα 1 (Αποσπάσματα από συνεντεύξεις) 64 Παράρτημα 2 (Συνεντεύξεις) 81 Βιβλιογραφία 128 4 4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να μελετηθούν οι κοινωνικές αναπαραστάσεις των δικαστικών επιμελητών ανηλίκων για τους ανήλικους παραβάτες, μέσω της ερευνητικής μεθόδου των ημι-δομημένων συνεντεύξεων. Με αυτόν τον τρόπο, θέλουμε να εντοπίσουμε τα χαρακτηριστικά των ανηλίκων παραβατών μέσα από τα μάτια των ερευνώμενων. Ποιά είναι λοιπόν, σύμφωνα με τους επιμελητές, τα χαρακτηριστικά εκείνα στοιχεία που συγκροτούν την κοινωνική αναπαράσταση του ανήλικου παραβάτη; Σκοπός μας είναι να εντοπίσουμε και να καταγράψουμε τυχόν στερεότυπα που επικρατούν στην κοινωνία μέσω ενός από των οργάνων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου που ασχολείται με τους ανήλικους παραβάτες. Στο πρώτο κεφάλαιο κάνουμε μια αναφορά σε θεωρητικές προσεγγίσεις και σε ορισμούς που εντοπίσαμε, ύστερα από βιβλιογραφική αναζήτηση. Τι ορίζεται ως ανήλικος παραβάτης, ως παραβατικότητα ανηλίκων, ποιές είναι οι εγκληματολογικές θεωρίες που απασχόλησαν την επιστήμη και τους θεωρητικούς της εγκληματολογίας; Πως ορίζονται οι κοινωνικές αναπαραστάσεις; Τέλος, γίνεται αναφορά στο ρόλο, τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των επιμελητών ανηλίκων. Στο δεύτερο κεφάλαιο κάνουμε αναφορά στο ερευνητικό αντικείμενο, στις περιοχές που πραγματοποιήθηκε η έρευνα, στο δείγμα της έρευνας, στα μεθοδολογικά εργαλεία, στην τεχνική της ποιοτικής ανάλυσης και στο θεματολόγιο των συνεντεύξεων. Στο τρίτο κεφάλαιο παραθέτουμε τις υποθέσεις εργασίας, οι οποίες πηγάζουν από τη θεωρητική μας επισκόπηση. Σκοπός μας είναι να δούμε ποιες από αυτές θα επιβεβαιωθούν και ποιές θα διαψευστούν, ύστερα από την ανάλυση του περιεχομένου των συνεντεύξεων. Στο τέταρτο κεφάλαιο, πραγματοποιείται η ποιοτική ανάλυση των συνεντεύξεων και εξαγάγουμε τα πρώτα συμπεράσματα, εντοπίζοντας τα κοινά στοιχεία στα λεγόμενα των επιμελητών και τα σημεία που παραπέμπουν σε ήδη υπάρχουσες θεωρίες. Τέλος, ολοκληρώνουμε με τα παραρτήματα, στα οποία παραθέτουμε τις συνεντεύξεις που πραγματοποιήσαμε. 5 5

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 1.1 ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ THΣ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΤΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΠΑΡΑΒΑΤΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ Αρχικά, θα πρέπει να εξηγήσουμε γιατί χρησιμοποιούμε τον όρο «παραβάτης» και όχι «εγκληματίας». Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι υπάρχει ένας νέος νόμος για τους ανήλικους, ο οποίος κατήργησε τον όρο «εγκληματίας» ούτως ώστε να μην πραγματοποιείται ο στιγματισμός του ανήλικου. Είναι άδικο να κατατάσσουμε τις ενδεχόμενες παραβατικές πράξεις ενός ανηλίκου ως εγκληματικές, διότι αυτός ο χαρακτηρισμός θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή (Κατσίρας, 2008: 31). Η έννοια της παραβατικότητας, μπορεί να αποτελεί φαινομενικά μια απλή έννοια, στην ουσία όμως είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και ασαφής. Η ασάφεια στον ορισμό της παραβατικότητας οφείλεται και στο διαχωρισμό της σε αντικειμενική/θεσμική και υποκειμενική διάσταση. Αυτό, σύμφωνα με την Πούλλη (2005), εξηγείται ως εξής: όταν αναφερόμαστε στην αντικειμενική/θεσμική διάσταση της παραβατικότητας, εννοούμε τις καθορισμένες από το νόμο παραβατικές συμπεριφορές των ατόμων που εντάσσονται σε ένα κοινωνικό σύνολο και ρυθμίζονται από έναν επίσημο κανονιστικό Λόγο. Αυτή είναι η νομική έννοια του παραβάτη, δηλαδή η παράβαση ενός κανόνα δικαίου. Όταν όμως μιλάμε για υποκειμενική διάσταση, τότε αναφερόμαστε σε συμπεριφορές οι οποίες δεν είναι νομικώς ορισμένες ως παραβατικές, όμως το κοινό τις αντιμετωπίζει ως τέτοιες. Η παραβατική συμπεριφορά λοιπόν φαίνεται να έχει δύο όψεις. Από τη μία, μπορεί να αποτελεί νομική παράβαση και να έρχεται σε σύγκρουση με το νομικό και θεσμικό πλαίσιο, ενώ από την άλλη να αποτελεί και συμπεριφορά που έρχεται σε σύγκρουση με τις κοινωνικές επιταγές και τους ηθικούς κανόνες που επικρατούν, οι οποίοι δεν είναι υποχρεωτικά καταγεγραμμένοι σε νομικό πλαίσιο αλλά εντάσσονται σε αυτό που ονομάζεται «άγραφος νόμος». Οι μορφές της παραβατικότητας ποικίλουν, αφού αποτελούν το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των κοινωνικών, 6 6

ψυχολογικών και ατομικών γνωρισμάτων του υποκειμένου που παραβατεί καθώς και των θεσμικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζει. Τέλος, η παραβατικότητα, σύμφωνα με τον Κατσίρα (2008), χωρίζεται σε εμφανή και αφανή. Εμφανής αποκαλείται η παραβατικότητα που καταγράφεται από τους επίσημους φορείς του κοινωνικού ελέγχου ενώ αφανής είναι αυτή που, παρότι συμβαίνει, δεν αποκαλύπτεται και δεν καταγράφεται ποτέ. Θα πρέπει να πούμε ότι το κομμάτι της παραβατικότητας που δεν αποκαλύπτεται είναι πολύ μεγάλο και σε παρακάτω κεφάλαιο θα εξηγήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό (Κατσίρα, 2008: 34). Για να γίνουν πιο κατανοητά τα λεγόμενα μας, η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά 1 έχει τρείς διαφορετικές όψεις, α) την παραβατική συμπεριφορά, β) την αντικομφορμιστική συμπεριφορά και γ) την επαναστατική συμπεριφορά. Παραβατική, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω είναι είτε μια συμπεριφορά που παραβαίνει έναν κανόνα δικαίου ή έναν «άγραφο», κοινωνικό κανόνα, αντικομφορμιστική είναι η συμπεριφορά με την οποία το άτομο θέλει να εκφράσει την αντίρρηση του στους νομικούς ή κοινωνικούς κανόνες, ενώ επαναστατική συμπεριφορά είναι η συμπεριφορά που εκφράζει όχι μόνο την αντίθεσή του ατόμου με το συγκεκριμένο κανόνα που παραβιάζει αλλά με το όλο σύστημα της έννομης τάξης. Με αυτόν τον τρόπο αμφισβητεί όλο το κοινωνικό σύστημα (Μαλαγάρη Σ, 2009: 13). Σχετικά με τον ορισμό του «ανήλικου παραβάτη», θα μπορούσαμε να πούμε ότι, σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο, ως «ανήλικοι παραβάτες» ορίζονται τα άτομα ηλικίας 8-18 ετών, τα οποία έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα (Χάιδου, 2005-2006: 9). Ωστόσο θα πρέπει να τονιστεί ότι ο όρος «παραβάτης» έχει ένα μειονέκτημα γιατί, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω σχετικά με την αντικειμενική και υποκειμενική διάσταση της παραβατικότητας, χαρακτηρίζονται ως «ανήλικοι παραβάτες» και οι ανήλικοι που έχουν διαπράξει ήσσονος σημασίας αδικήματα, τα οποία δεν είναι ποινικώς ορισμένα ως παραβάσεις (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1974: 12). Άρα επιστρέφουμε στο βασικό πρόβλημα σχετικά με τον όρο παραβατικότητα, το οποίο είναι ότι λειτουργεί ως ορμαθός για κάθε μη συμβατική (σε σχέση με τους κανόνες που επικρατούν σε μία κοινωνία) πράξη του ανήλικου, ασχέτως της ποινής 1 Η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά δύναται να συνδεθεί με την παραβατικότητα, μιας και ο παρεκκλίνων ανήλικος παρουσιάζεται ευάλωτος στο στίγμα του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Στην ουσία, είναι το εύκολο θύμα, εξαιτίας κάποιων κοινωνικών και ατομικών παραγόντων. 7 7

που έχει αποδοθεί σε αυτή την πράξη από τον νομοθέτη, επομένως είναι ένας όρος πολύπλοκος που χρειάζεται διευκρινίσεις και διαφοροποιήσεις. Και εδώ έρχεται ο όρος «κοινωνικές αναπαραστάσεις». Τι είναι οι κοινωνικές αναπαραστάσεις; Αρχικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως όταν μιλάμε για τις κοινωνικές αναπαραστάσεις των επιμελητών, αναφερόμαστε στην εικόνα που έχουν οι ίδιοι σχετικά με το ατομικό και κοινωνικό προφίλ του ανήλικου παραβάτη. Μας ενδιαφέρει δηλαδή να εξετάσουμε ποιές πτυχές της προσωπικότητας ενός ανήλικου παραβάτη αναδεικνύουν οι επιμελητές, ύστερα από εμπειρία χρόνων και έχοντας ασχοληθεί με πληθώρα περιπτώσεων. Με αυτόν τον τρόπο, θα δούμε ποιες πράξεις και συμπεριφορές ενός ανήλικου χαρακτηρίζονται ως παραβατικές, ακόμη κι αν δεν τους έχει αποδοθεί κάποια ποινή. Ύστερα από βιβλιογραφική επισκόπηση σχετικά με τον όρο «κοινωνικές αναπαραστάσεις», προκύπτει ότι η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων αναπτύσσεται το 1960 και την εισάγει ο Μοscovici (2000). Πρόκειται για σύνολα εννοιών, προτάσεων και εξηγήσεων που παράγονται στην καθημερινή ζωή, στη διάρκεια της διαπροσωπικής επικοινωνίας, για την ανακάλυψη και την εξήγηση της πραγματικότητας. Η κοινωνική αναπαράσταση νοηματοδοτεί το κοινωνικό υποκείμενο. Αυτό σημαίνει ότι για να κατανοήσουμε μια γνώμη για ένα κοινωνικό υποκείμενο, πρέπει να κατανοήσουμε την κοινωνική αναπαράσταση του υποκειμένου και όχι το ίδιο το υποκείμενο (Μoscovici, 2000). Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις αποτελούν πραγματικότητες που τις ασπάζονται και τις αναπαραγάγουν πληθώρες ατόμων κατά τη διάρκεια της συλλογικής τους ζωής. Σύμφωνα με την Jodelet (1989), αποτελούν μορφή γνώσεων με δική τους λογική και γλώσσα, η οποία μορφή είναι κοινωνικά αναπτυγμένη και κατανεμημένη και δημιουργεί μια κοινή πραγματικότητα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο (Κίτσιου, 2007: 94). Ωστόσο, θα πρέπει να αναφερθεί ότι καθολική ερμηνεία για αυτή τη θεωρία δεν υφίσταται, μιας και εντοπίζονται αρκετές διαφοροποιήσεις στις αναλύσεις των ερευνητών (Πουλλή, 2005: 9-10). 8 8

1.2 ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στις εγκληματολογικές θεωρίες και έρευνες που είχαν ως αντικείμενο τον ανήλικο παραβάτη, με σκοπό να εντοπίσουμε κοινά στοιχεία αυτών των θεωριών και των στοιχείων που θα προκύψουν από τις συνεντεύξεις των επιμελητών. Στόχος μας δεν είναι να κάνουμε μια παρουσίαση όλων των εγκληματολογικών θεωριών που έχουν διατυπωθεί, αλλά να κάνουμε μια προσεκτική επιλογή των θεωριών και να αναφερθούμε σε αυτές που δύνανται να αποτελέσουν χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για την προσέγγιση μας και για τις υποθέσεις της έρευνας μας. Αρχικά, θα αναφερθούμε στις λεγόμενες «θεωρίες μετάβασης στην πράξη», οι οποίες δίνουν έμφαση στα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά ενός ανήλικου και που θεωρούνται ότι αποτελούν αιτίες εκδήλωσης παραβατικής συμπεριφοράς από τη μεριά του. Οι θεωρίες αυτές έχουν αναπτυχθεί στα πλαίσια των θετικιστικών 2 προσεγγίσεων και αποδίδουν την παραβατικότητα ενός ανήλικου στην ιδιαιτερότητα των ατομικών και κοινωνικών του χαρακτηριστικών. Παρακάτω θα δούμε θεωρίες που εξηγούν την παραβατικότητα βάσει βιολογικών, κληρονομικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών. 1.2.1 Θεωρίες που αναφέρονται στους βιολογικούς παράγοντες Οι μοντέρνες βιολογιστικές θεωρίες της εγκληματολογίας ορίζουν ότι υπάρχουν συγκεκριμένα βιολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία αυξάνουν την πιθανότητα τα άτομα να επιδοθούν σε βίαιες η αντικοινωνικές συμπεριφορές, ορισμένες νομικώς ως παραβατικές. Αυτό δεν αποτελεί απόλυτη πρόβλεψη αλλά αυξημένη πιθανότητα, ότι δηλαδή οποιοσδήποτε με αυτά τα χαρακτηριστικά θα διαπράξει παράβαση. Η 2 Ο θετικισμός εξετάζει τους βιολογικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς κα παράγοντες του εγκλήματος και ερμηνεύει το έγκλημα ως αποτέλεσμα γενετικής ή ψυχικής δυσλειτουργίας και ως κάτι παθολογικό. Έτσι, η τιμωρία δεν έχει νόημα και ίσως χρειάζεται να αντικατασταθεί από τη θεραπεία (Λάζος, 2007: 23). 9 9

παρουσία συγκεκριμένων βιολογικών χαρακτηριστικών μπορεί να αυξάνει τη πιθανότητα αλλά δεν καθορίζει απολύτως ότι κάποιος θα επιδοθεί σε παραβατική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τους Vold, Bernard και Snipes (2002), οι βιολογικοί παράγοντες είναι τρείς, αυτοί που κληρονομούνται, αυτοί που κληρονομούνται αλλά μπορεί να αλλάξουν λόγω περιβαλλοντικών συνθηκών και αυτοί που προέρχονται από το περιβάλλον. Σχετικά με το φύλο και το πώς αυτό μπορεί να καθορίσει το είδος της αντικοινωνικής συμπεριφοράς που θα αναπτύξει ένας ανήλικος, έχουν διατυπωθεί ποικίλες θεωρίες. Το γενικό συμπέρασμα από τις θεωρίες που ασχολήθηκαν με το φύλο ως διαχωριστικό στοιχείο σχετικά με την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς ενός ανήλικου, ήταν ότι η παραβατικότητα του ανήλικου αγοριού ερμηνεύεται με όρους βίαιης συμπεριφοράς ενώ του ανήλικου κοριτσιού με όρους ανηθικότητας. Αυτό δικαιολογήθηκε από την αντίληψη ότι δεν είναι εφικτό το κορίτσι να είναι βίαιο και αντικοινωνικό, λόγω σωματικής κατασκευής και μειωμένης φυσικής δύναμης. Έτσι, το κορίτσι χρησιμοποιεί περισσότερο τις «ανήθικες» πράξεις ως εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς παρά τις βίαιες και επιθετικές πράξεις. Όταν μιλάμε για ανηθικότητα και ανήθικες πράξεις, αυτό περιλαμβάνει ποικίλες συμπεριφορές, όπως προκλητική εμφάνιση, άστατη σεξουαλική δραστηριότητα η οποία έχει ξεκινήσει από μικρή ηλικία έως και τη πιθανότητα να επιδοθεί στην πορνεία και να αποτελέσει παραβάτη του λεγόμενου «εγκλήματος χωρίς θύμα» (Γεωργούλας, 2009: 23-27). Αργότερα, οι εγκληματολογικές θεωρίες σχετικά με το φύλο, συμπληρώθηκαν από προσεγγίσεις που ανέφεραν ότι το ανήλικο αγόρι πλέον δεν είναι το μόνο που διαθέτει την αποκλειστικότητα της βίαιης παραβατικής συμπεριφοράς, αλλά αυτό το ρόλο μπορεί να τον υιοθετήσουν και τα ανήλικα κορίτσια (Πούλλη, 2005 :29). Άλλωστε, όπως καταγράφεται και από τον Γεωργούλα (2009: 26), «βιολογικές και επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι η γυναικεία αντοχή όχι μόνο δεν είναι υποδεέστερη, αλλά και σε πολλούς τομείς ξεπερνά την αντρική». Όσον αφορά το πώς εξηγείται το χαμηλό ποσοστό της γυναικείας εγκληματικότητας στις στατιστικές, αυτό έχει να κάνει με τον σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας, ο οποίος «οφείλεται είτε στο είδος των αντικοινωνικών συμπεριφορών είτε στον αντικοινωνικό ρόλο που υιοθετούν τα κορίτσια και ο οποίος δεν είναι «ευάλωτος» στον επίσημο κοινωνικό έλεγχο» (Γεωργούλας, 2009: 26). Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι μπορεί οι παραπάνω προσεγγίσεις να έχουν δώσει βαρύτητα στον παράγοντα «φύλο», ωστόσο 10 10

οι νεότερες μελέτες σχετικά με την παραβατικότητα των ανηλίκων δε θεωρούν τον παράγοντα αυτό ως σημαντικό για την ερμηνεία της παραβατικής συμπεριφοράς. 1.2.2 Θεωρίες που αναφέρονται στην κληρονομικότητα Οι εγκληματολογικές θεωρίες που έχουν ασχοληθεί με την κληρονομικότητα ως έναν από τους παράγοντες παραβατικής συμπεριφοράς αναπτύσσονται πάνω σε δύο πλάνα δράσης (Γεωργούλας, 2000: 51). Το πρώτο αναφέρεται στην κληρονομικότητα ως κάθετη λειτουργία, δηλαδή τη μεταβίβαση μιας παραβατικής συμπεριφοράς από γενιά σε γενιά ενώ το δεύτερο αφορά μελέτη διδύμων και το πώς δύο δίδυμα αδέρφια μπορεί να παρουσιάσουν παρόμοιες παραβατικές συμπεριφορές. Σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν για τους διδύμους, πρωτοπόρος ήταν ο Lange (1929), ο οποίος σε 13 ζεύγη μονοωγενών διδύμων εντόπισε ποσοστό 77% παρόμοιας εγκληματικής πορείας των δύο αδερφών, ενώ σε 17 ζεύγη δυοωγενών διδύμων εντόπισε μόνο 12% όμοιας εγκληματικής πορείας των δύο αδερφών. Ως μεθοδολογικά πιο ενδιαφέρουσα έρευνα θεωρήθηκε αυτή του Shields (1962), ο οποίος ασχολήθηκε με τη διαγωγή των μονοωγενών που ανατράφηκαν χωριστά. Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν ότι όντως ο κληρονομικός παράγοντας επηρεάζει σε διάφορες ιδιότητες της προσωπικότητας, μερικές από τις οποίες έχουν σχέση με την εγκληματική δράση. Η κληρονομικότητα, η οποία έχει την έννοια της μεταβίβασης ορισμένων βιοψυχικών χαρακτηριστικών, δύναται να θεωρηθεί ως μία από τις αιτίες ανάπτυξης παραβατικής συμπεριφοράς ενός ανήλικου αφού αυξάνει τις πιθανότητες αυτός να διαπράξει αδίκημα. Αυτό υποστηρίζεται και στην περίπτωση μελέτης της οικογένειας των Jukes (οικογένεια από την Νέα Υόρκη που είχε κακή φήμη) από τον Dugdale (1910), ο οποίος εντόπισε ανάμεσα σε επτακόσιους εννέα απογόνους ενός αλκοολικού προγόνου 72% εγκληματίες, αλήτες, πόρνες και μαστροπούς (Γεωργούλας, 2000: 51), και από τον Goddard (1920), ο οποίος παρατήρησε την εξέλιξη 480 απογόνων μιας ολιγοφρενούς γυναίκας. Η σημασία της κληρονομικότητας στην υιοθέτηση παραβατικής συμπεριφοράς δεν είναι αμελητέα και είναι γνωστό πως πρόκειται για ένα εξαιρετικά πολύπλοκο θέμα. Ο Lombroso (1911) ήταν επίσης ένας από αυτούς που αναφέρθηκαν στην κληρονομικότητα. Με βάση τη θεωρία του, ο «άνθρωπος εγκληματίας» για τον οποίο μίλησε, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τα φέρει μέσω της κληρονομικής μεταβίβασης και τα ονόμασε «σπέρματα του εγκλήματος». 11 11

Με αυτή του θεωρία ήθελε να αναδείξει τη διαφορετικότητα των «φυσιολογικών»- μη εγκληματικών ατόμων από τους «γεννημένους εγκληματίες» (Κατσιγαράκη, 2004: 26). Αν λάβουμε υπόψη τις έννοιες του φαινότυπου και του γονότυπου, τότε κάθε άνθρωπος είναι φορέας κληρονομικών χαρακτηριστικών. Τον φαινότυπο αποτελούν τα κληρονομικά χαρακτηριστικά, τα οποία έχουν εκδηλωθεί σε αυτόν, ενώ ο γονότυπος είναι οι κληρονομικές ιδιότητες που είναι λανθάνουσες και δεν έχουν εκδηλωθεί ακόμη σε αυτόν και ίσως να μην εκδηλωθούν ποτέ. Βέβαια, θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο η παραβατική συμπεριφορά που εμφανίζει ένας ανήλικος, να μην είναι αποτέλεσμα της κληρονομικότητας, αλλά είτε της ταύτισης με τους γονείς του είτε της κακής αγωγής 3 η οποία εδόθη στον ανήλικο από αυτούς. Μπορεί οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί να έδειξαν ότι ο βιολογικόςκληρονομικός παράγοντας επιδρά, όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι παράλληλα επιδρά και ο κοινωνικός. Παραπάνω αναφέραμε ότι η κληρονομικότητα είναι η μεταβίβαση μόνο των βιολογικών και των ψυχικών χαρακτηριστικών. Ωστόσο, ένα άλλο θέμα που είχε απασχολήσει τους θεωρητικούς είναι το αν μεταβιβάζονται και τα ψυχικά χαρακτηριστικά. Η απάντηση σύμφωνα με τις έρευνες είναι πως αυτό συμβαίνει, αλλά υπάρχουν ως απλές προδιαθέσεις, οι οποίες εκδηλώνονται ανάλογα με τις συνθήκες ζωής και με τα βιώματα του ατόμου (Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου, 1979: 52-55). 1.2.3 Θεωρίες που αναφέρονται στη ψυχική κατάσταση Οι θεωρίες αυτές κυρίως υποστηρίζουν ότι η παραβατικότητα είναι αποτέλεσμα ψυχολογικών καταστάσεων που συνάδουν με την έννοια της ψυχοπαθητικής προσωπικότητας. Σύμφωνα με τον Γεωργούλα, οι ψυχολογικές θεωρίες επιβεβαιώνουν τον Πλάτωνα, ο οποίος είχε αναφέρει χιλιάδες χρόνια πριν ότι το έγκλημα μπορεί να είναι η ασθένεια της ψυχής (Γεωργούλας, 2000: 57). Η ψυχική διαταραχή παρουσιάζεται ως ένας από τους παράγοντες που μπορεί να οδηγήσει έναν ανήλικο σε παραβατική συμπεριφορά. Εδώ, εντοπίσαμε τους Healy και Bronner (1916), οι οποίοι τοποθετούνται στο ψυχιατρικό ρεύμα του 20 ου αιώνα. Οι Healy και Bronner αναφέρθηκαν στις συγκινησιακές διαταράξεις που δύναται να υποστεί ένα 3 Η έλλειψη αγωγής ή η κακή αγωγή που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους, μπορεί να προκαλέσει σύγχυση των αισθημάτων της αγάπης και του μίσους (Πανούσης, 1987: 127). 12 12

παιδί σε μικρή ηλικία αν βιώσει συγκρούσεις εντός του οικογενειακού του περιβάλλοντος, οι οποίες μπορεί να λειτουργήσουν ως παράγοντας εγκληματογένεσης. Το πέρασμα στην πράξη πραγματοποιείται πολλές φορές εξαιτίας παιδικών τραυμάτων ή συγκρούσεων της παιδικής ηλικίας. Η νεύρωση είναι όμως το κύριο ενδιαφέρον των εγκληματολόγων, μιας και η αυτό-επιθετικότητα που παρουσιάζει ο νευρωτικός έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με την ετερο-επιθετικότητα του εγκληματία. Όπως ο νευρωτικός δε μπορεί να ενσωματώσει στην προσωπικότητα του τους ρόλους που του επιβάλλει το κοινωνικό περιβάλλον και βρίσκεται σε σύγκρουση με τον εαυτό του, έτσι και ο εγκληματίας βρίσκεται σε σύγκρουση με την κοινωνία (Πανούσης, 1988: 389). Τέλος, θεωρούμε απαραίτητο να αναφέρουμε την άποψη της Ζαραφωνίτου, σύμφωνα με την οποία ο μεγάλος αριθμός συμμετοχής ατόμων με διανοητικό ή ψυχικό πρόβλημα στην εγκληματικότητα, οφείλεται στο ότι είναι πιο πιθανό αυτά τα άτομα να ανακαλυφθούν και να συλληφθούν, εξαιτίας της ιδιαίτερης τους κατάστασης (Ζαραφωνίτου, 2004: 75). 1.2.4 Θεωρίες που αναφέρονται στην νεανική ηλικία Αν λάβουμε υπόψη τις θεωρίες που αποδίδουν την παραβατικότητα ανηλίκων στο νεαρό της ηλικίας τους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ανήλικοι, λόγω μικρής ηλικίας, διαθέτουν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ανωριμότητας επομένως είναι σε μία φάση της ζωής τους όπου αναζητούν την προσωπική τους ταυτότητα. Ο ανήλικος, λόγω της ανωριμότητας της ηλικίας του, παρουσιάζει περισσότερες πιθανότητες εκδήλωσης παραβατικής συμπεριφοράς από ότι ένας ενήλικος. Δεν έχει πλήρη συνείδηση του τι είναι «καλό» και τι «κακό», είναι ακόμη παιδί για να μπορεί να κρίνει σωστά και να ελέγξει την ηθική βάση της κάθε του πράξης, ενώ κύρια χαρακτηριστικά της ηλικίας που βρίσκεται είναι ο εγωκεντρισμός 4, ο ναρκισσισμός, η αδυναμία κριτικής και η απόλυτη κυριαρχία της επιθυμίας (Πανούσης, 1988: 387). 4 Ο εγωκεντρισμός, σύμφωνα με τον Freud αποτελεί ένα εσωτερικό δράμα για το άτομο. Όταν εμφανίζεται ο εγωκεντρισμός, η πραγματικότητα δε μπορεί να έρθει σε ισορροπία με το φανταστικό κόσμο που επικρατεί στην παιδική ηλικία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζονται συμπτώματα ναρκισσισμού, αδυναμίας κοινωνικοποίησης και ανισόρροπης συναισθηματικής ανάπτυξης (Πανούσης, 1987: 126). 13 13

Μια πολύ γνωστή έρευνα των Glueck (1950) κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η παραβατικότητα εξαρτάται από την διαδικασία της ωρίμανσης της προσωπικότητας. Σύμφωνα με ψυχολογικές και ψυχαναλυτικές μελέτες, όταν ο έφηβος βρίσκεται στο μεταβατικό στάδιο από την παιδική ηλικία στην εφηβική, ίσως ψάχνει τρόπους να ξεφύγει από τα δεδομένα της γενιάς των γονιών του και έτσι οδηγείται στην εγκληματική παρεκτροπή. Η νεανική ηλικία είναι μια πολύπλοκη κατάσταση. Δεν είναι ένα απλό χρονολογικό γεγονός. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το άτομο επηρεάζεται, μπορεί πολύ εύκολα να υποστεί ψυχολογικές βλάβες, είναι ευάλωτο, παρορμητικό και δεν κατέχει την εμπειρία και την κρίση που έχει ένας ενήλικος αφού σε αυτή τη φάση διαμορφώνει την προσωπικότητά του. Αν η ίδια παράβαση πραγματοποιηθεί από έναν ενήλικο και από έναν ανήλικο, τότε ο ανήλικος θα πρέπει να τιμωρηθεί ελαφρότερα, ακόμη κι αν προκληθεί η ίδια βλάβη στα θύματα. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι ανήλικοι έχουν μικρότερη ικανότητα από τους ενήλικους να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους. 1.2.5 Θεωρίες που αναφέρονται στους κοινωνικούς παράγοντες Όπως αναφέραμε και παραπάνω, σκοπός της εργασίας αυτής είναι να δούμε ποιές είναι οι απόψεις των επιμελητών ανηλίκων τόσο σχετικά με το ατομικό όσο και με το κοινωνικό προφίλ του ανήλικου παραβάτη. Έτσι, εντοπίσαμε και κάποιες θεωρίες και έρευνες που αφορούν τους κοινωνικούς παράγοντες που λέγεται ότι συμβάλλουν στην εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς ενός ανήλικου, οι οποίες εντοπίζουν τις αιτίες της παραβατικής συμπεριφοράς των ανηλίκων στις κοινωνικές συνθήκες που ζουν και από τις οποίες δέχονται επιρροές. Το κάθε άτομο ανήκει σε περισσότερες από μία κοινωνικές ομάδες (οικογένεια, φίλοι, συμμαθητές, ομοεθνείς, ομόθρησκοι). Η κάθε μία από αυτές τις ομάδες μεταδίδει στο άτομο τους δικούς της κανόνες συμπεριφοράς, οι οποίοι διαμορφώνουν σταδιακά την κοινωνική προσωπικότητα του ανήλικου. Αυτό σημαίνει ότι το περιβάλλον που ζουν παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Έτσι, από την περίοδο που διαπιστώθηκε ότι οι βιολογικές, ψυχολογικές και άλλες ερμηνείες δεν έλυναν τα αινίγματα της εγκληματικότητας, πραγματοποιήθηκε η στροφή προς τις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις (Σπινέλλη, 2005: 238). Σύμφωνα με 14 14

αυτές, οι βιολογικοί παράγοντες έχουν ελάχιστη σημασία, ενώ πρωταρχικό ρόλο στη γέννηση του εγκλήματος διαδραματίζουν οι κοινωνικοί παράγοντες. Οικογένεια Ξεκινώντας την αναφορά μας στους κοινωνικούς παράγοντες που δύνανται να επηρεάσουν τη συμπεριφορά ενός ανήλικου και να τον οδηγήσουν σε μια πιθανή αντικοινωνική συμπεριφορά ή προδιάθεση, θα αναφερθούμε στην οικογένεια μιας και έχει τον πρώτο και τον πιο σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση του ατόμου και στη διαμόρφωση των κοινωνικών του χαρακτηριστικών. Η οικογένεια είναι, χωρίς αμφιβολία, ο χώρος μέσα στον οποίο τα παιδιά μαθαίνουν κανόνες συμπεριφοράς, αξίες και αντιλήψεις. Μέσω της οικογένειας, τo παιδί διαμορφώνει την προσωπικότητα του και αντιγράφει πρότυπα συμπεριφοράς. Επιπλέον, αποκτά γνώσεις που το βοηθούν να προσανατολιστεί κοινωνικά (Κατσίρας, 2008: 37). Παρακάτω θα δούμε πως τα δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά της συνδέονται με την παραβατικότητα ανηλίκων. Καταρχήν θα αναφερθούμε στις θεωρίες των Rutter και Giller (1983), οι οποίοι τονίζουν ότι η σπουδαιότητα των οικογενειακών σχέσεων κατά τα πρώτα χρόνια του παιδιού είναι πολύ μεγάλη έτσι ώστε να μην εμφανιστούν σημάδια παραβατικής συμπεριφοράς (Φαρσεδάκης, 2005: 105). Ο ρόλος της οικογένειας είναι πρωταρχικός στην εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς του παιδιού. Η επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος προκύπτει, από έρευνες των Glueck το 1950, πως αποτελεί τον σημαντικότερο από όλους τους κοινωνικούς παράγοντες για την εξήγηση της παραβατικότητας των ανηλίκων. Η εξήγηση που έδωσαν για τα αποτελέσματα της έρευνας τους ήταν ότι οι διασπασμένες οικογένειες δεν έχουν το αίσθημα ασφάλειας και πειθαρχίας που χρειάζεται ένα παιδί, προκειμένου να διαμορφωθεί σωστά η προσωπικότητά του (Κατσιγαράκη, 2005: 58). Συγκεκριμένα, από την έρευνα τους προέκυψε ότι ορισμένες συμπεριφορές των γονέων προμηνύουν την παραβατικότητα των παιδιών τους. Μάλιστα, εντόπισαν τέσσερα σημάδια της συμπεριφοράς τους: Η προσοχή των γονιών προς το παιδί είναι ελλιπής, αμελής, είναι αδιάφοροι ή απόντες, δε νοιάζονται για το τι κάνει, δεν ασχολούνται 15 15

καθόλου με το που είναι το παιδί τους και με ποιόν συναναστρέφεται και δεν το παρακολουθούν από κοντά. Είναι εξαιρετικά χαλαροί και το παραμελούν, δεν το φροντίζουν και η συμπεριφορά τους εναλλάσσεται παραλογικά μεταξύ υπερβολικής χαλαρότητας/ ψυχρότητας και υπερβολικής αυστηρότητας/σκληρότητας. Το παιδί έχει απορριφθεί από τους γονείς. Το παιδί συνδέεται ελάχιστα με τους γονείς του και παιδαγωγικά του έχουν προσφέρει το απόλυτο κενό. Αντιθέτως, σύμφωνα με τον Cusson (2002), άλλες έρευνες υποστηρίζουν ότι οι γονείς πρέπει να συγκεντρώνουν τρεις προϋποθέσεις ώστε να συμπεριφέρονται σωστά τα παιδιά τους: Nα προσέχουν τις πράξεις τους, να δείχνουν ενδιαφέρον για αυτά και να μην τα παραμελούν. Να αναγνωρίζουν τις παρεκκλίνουσες πράξεις τους και να τις τιμωρούν (Cusson, 2002: 149). Οι θεωρίες που έχουν ασχοληθεί με την οικογένεια χωρίζονται, σύμφωνα με την Πούλλη (2005) σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά τις θεωρίες που ασχολούνται με τις διαπροσωπικές σχέσεις του ανήλικου με τους γονείς του και η δεύτερη τις θεωρίες που ασχολούνται με τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά της οικογένειας, π.χ με το εισόδημα της, το μέγεθος της ή τις σχέσεις ανάμεσα στους γονείς (Πούλλη,2005 :32). Πιο αναλυτικά, φαίνεται πως οι διαλυμένες οικογένειες ασκούν σημαντική επιρροή στη συμπεριφορά του παιδιού και δύνανται να το οδηγήσουν στην παραβατικότητα. Η διάλυση 5 μπορεί να οφείλεται στο θάνατο του ενός γονέα, σε διαζύγιο ή σε ενδοοικογενειακές συγκρούσεις (Φαρσεδάκης, 2005: 56-61). Επιπλέον, σύμφωνα με τον Martin (1993), η ασθενής γονική επίβλεψη ήταν αυτή που συνδεόταν ισχυρότερα με την παραβατικότητα των ανηλίκων. Η οικογένεια ενέχει κεντρική σημασία στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης του παιδιού. Οι οικογενειακές συνθήκες είναι αυτές 5 Έρευνες δείχνουν ότι οι ανήλικοι που δικάζονται και προέρχονται από διασπασμένες οικογένειες, είναι πολύ περισσότεροι από αυτούς που προέρχονται από συγκροτημένες οικογένειες (Κατσιγαράκη, 2005: 208). 16 16

που επηρεάζουν το παιδί και αποκτά εσωτερικευμένες ηθικές αρχές (Martin H., 1993:78). Ανάλογες θεωρίες και έρευνες υπάρχουν τόσο για το ζήτημα των ορφανών παιδιών. Από μελέτες προκύπτει ότι ένα μεγάλο ποσοστό από τα παραβατικά παιδιά είναι παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς τον έναν ή και τους δύο γονείς. Η έλλειψη του ενός ή και των δύο γονιών θεωρείται παράγοντας εγκληματογένεσης ενώ το παιδί που Σχολείο Ένας άλλος κοινωνικός παράγοντας που μπορεί να συμβάλλει ενεργά, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία μας, στην ανάπτυξη παραβατικής συμπεριφοράς ενός ανήλικου είναι και το σχολείο. Σχετικά με το σχολείο, ο Cohen (1955) διαπιστώνει μια αντίθεση μεταξύ των ανηλίκων που ανήκουν στη μέση τάξη και των ανηλίκων που ανήκουν στην εργατική τάξη 6. Οι δεύτεροι διαθέτουν ένα πλαίσιο αξιών που δεν είναι ενταγμένο στα πλαίσια των σχολικών απαιτήσεων. Αυτή είναι και η αιτία που δε μπορούν να προσαρμοστούν στο σχολικό περιβάλλον και η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας παραβατικής υποκουλτούρας ως λύση στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν (Φαρσεδάκης, 1996: 102). Η σημασία που έχει ο ρόλος του σχολείου στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανήλικου είναι τεράστια. Το σχολείο εφοδιάζει το παιδί με απαραίτητες γνώσεις και εφόδια που δε δύναται να λάβει στην οικογένεια. Αποτελεί κάτι σαν γέφυρα επικοινωνίας της οικογένειας με την κοινωνία. Εκτός του ότι οδηγεί το παιδί στο να έρθει σε επαφή με άλλα άτομα, του μαθαίνει ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες που διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο στην προσαρμογή του στην κοινωνία (Γιαννικόπουλος, 1991: 275). Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από πολλές έρευνες είναι ο παρατηρούμενος συσχετισμός μεταξύ σχολικής απροσαρμοστικότητας και παραβατικότητας. Ο Hirschi, το 1969, ασχολήθηκε με την παραβατικότητα ανηλίκων, υιοθετώντας στοιχεία από τη σκέψη του Durkheim 7, και απέδειξε ότι αυτή προκύπτει 6 Οι μαρξιστικές θεωρίες αποδίδουν την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς ενός ατόμου στα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του. 7 O Durkheim, το 1987, δημοσίευσε το περίφημο έργο του, με τίτλο Suiside (Η Αυτοκτονία). Στο έργο αυτό, το οποίο θεωρείται η αρχή των θεωριών του κοινωνικού ελέγχου, ο Durkheim αναφέρει ότι η συχνότητα των αυτοκτονιών είναι αντιστρόφως ανάλογη του βαθμού ένταξης στην κοινωνία. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει για πολλές παρεκκλίσεις, όχι μόνο για τις αυτοκτονίες, παρεκκλίσεις όπως η 17 17

από τη χαλάρωση του δεσμού που εντάσσει τον ανήλικο στο κοινωνικό σύνολο μέσω της οικογένειας, του σχολείου και των φιλικών του συναναστροφών. Έτσι, απέδειξε εμπειρικά ότι ισχύουν οι παρακάτω προτάσεις: 1. Όσο περισσότερο είναι ένας ανήλικος συνδεδεμένος με την οικογένεια του και το σχολείο, τόσο λιγότερο διαπράττει εγκλήματα. 2. Όσο περισσότερο ασχολείται με ακαδημαϊκά θέματα και είναι αφοσιωμένος σε ένα ακαδημαϊκό σκοπό, τόσο λιγότερο διαπράττει εγκλήματα. Στα πλαίσια των θεωριών του κοινωνικού ελέγχου και σύμφωνα με τις ανωτέρω προτάσεις, βρήκε ότι οι ανήλικοι που ανέφεραν περισσότερες παραβατικές πράξεις, ήταν πιο πιθανόν να έχουν χαμηλότερους βαθμούς στο σχολείο, να αντιπαθούν το σχολείο και να ακυρώνουν τις σχολικές αρχές. Επιπλέον, ο ίδιος αναφέρει ότι οι ισχυροί δεσμοί με την οικογένεια και η επιτυχημένη πορεία στο σχολείο αποτρέπουν την παραβατική συμπεριφορά (Χαϊδου, 1996: 215). Η χρήση των ΜΜΕ Ένας ακόμη κοινωνικός παράγοντας που συσχετίζεται με την πιθανότητα εμφάνισης παραβατικής συμπεριφοράς από τον ανήλικο είναι η χρήση των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Ο ρόλος τους είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Τα μέσα μεταδίδουν ως επί το πλείστον πρότυπα συμπεριφοράς που έχουν αρνητική επιρροή στον ανήλικο, ο οποίος είναι ευάλωτος και επηρεάζεται εύκολα. Ως μέσα επικοινωνίας χαρακτηρίζονται πχ τα βιβλία, τα περιοδικά, και φυσικά η τηλεόραση, η οποία έχει και τη μεγαλύτερη επιρροή πάνω στον ανήλικο. Κι αν λάβουμε υπόψη τις έρευνες που αναφέρουν ότι η παρακολούθηση βίαιων σκηνών σε τηλεοπτικά προγράμματα μπορεί να οδηγήσει τον ανήλικο σε βίαιη συμπεριφορά, τόσο στην εφηβεία όσο και κατά την ενηλικίωση, τότε καταλαβαίνουμε ότι η συνεχής παρακολούθηση εκπομπών που προβάλλουν βία μπορεί να είναι καταστροφική για αυτόν, μιας και είναι υποχείριο των προτύπων που μεταδίδει η τηλεόραση. Ο εθισμός στη βία είναι πολύ σημαντική παράμετρος. Στην Αμερική, τα παιδιά ηλικίας 5-15 ετών καταγράφεται ότι εγκληματικότητα. Σε αυτό βασίστηκε ο Hirschi και διατύπωσε τον παραπάνω συλλογισμό (Cusson, 2002:147). 18 18

έχουν παρακολουθήσει στην τηλεόραση κατά μέσο όρο 15.000 βίαιους θανάτους (Φαρσεδάκης, 1991: 194). Διαφορικός συγχρωτισμός Τέλος, δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε να ασχοληθούμε με την επίδραση που έχουν οι κοινωνικές συναναστροφές στον ανήλικο. Οι φίλοι αποτελούν μία από τις πιο σημαντικές επιρροές για αυτόν. Πλήθος ερευνών πραγματοποιήθηκαν σχετικά με τον κοινωνικό παράγοντα φιλία, οι οποίες βασίστηκαν στη θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού, όρο τον οποίο εισήγαγε ο Sutherland. Ο Sutherland (1939) ασχολήθηκε με την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει κάποιος, ομάδα που έχει τις ίδιες αρχές και τις ίδιες πεποιθήσεις. Ο διαφορικός συγχρωτισμός, δηλαδή η αλληλεπίδραση που πραγματοποιείται μεταξύ δύο τουλάχιστον κοινωνικών υποκειμένων, είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι παραβατικές συμπεριφορές και περιλαμβάνει ένα κοινό σύστημα αξιών και πεποιθήσεων, το οποίο μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με το κυρίαρχο σύστημα αξιών. Στην ουσία, η παραβατική συμπεριφορά παράγεται μέσω της αλληλεπίδρασης που πραγματοποιείται δια μέσου του συγχρωτισμού (Ρίνης, 2010: 16-17). Αν λοιπόν κάποιος ανήκει σε μια ομάδα που έχει παραβατική συμπεριφορά, τότε είναι φυσιολογικό να προσαρμοστεί σε αυτό και να αποκτήσει και αυτός παραβατική συμπεριφορά, αλλιώς αποβάλλεται από την ομάδα (Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου, 1979: 177-180). H συγκεκριμένη θεωρία εντάσσεται στις θεωρίες μάθησης (θεωρίες που επικεντρώνονται στη διαδικασία μάθησης συμπεριφορών και αντιλήψεων που ενθαρρύνουν την παραβίαση των νόμων), εστιάζει στο πως ένας αρχάριος αποκτά παραβατικές συμπεριφορές μέσω της συναναστροφής του με ήδη παραβατικά άτομα (Χάιδου, 1996: 126) και συνοψίζεται στις παρακάτω προτάσεις: H παραβατική συμπεριφορά μαθαίνεται, όπως κάθε άλλη συμπεριφορά, άρα δεν κληρονομείται. Η εκμάθηση γίνεται σε επαφή με άλλους παραβατικούς ανθρώπους. Επιτυγχάνεται με το συγχρωτισμό στο εσωτερικό μιας περιορισμένης από προσωπικές επαφές ομάδας, με τη συναναστροφή και τη διάδραση με τα άτομα αυτής της ομάδας. 19 19

Ο διαφορικός συγχρωτισμός (η αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων) αποτελεί την ειδική αιτιώδη διαδικασία που οδηγεί στην παραβατικότητα. Οι οποιεσδήποτε αλλαγές στην παραβατικότητα καθορίζονται από τη διάρκεια, τη συχνότητα, την ένταση και τη συνέπεια των επαφών με παραβατικά άτομα αφού η βασική εκμάθηση της εγκληματικής συμπεριφοράς απαιτεί στενές, προσωπικές σχέσεις. Η φύση αυτών των συγχρωτισμών είναι τέτοια, ώστε να ευνοεί τις παραβάσεις του νόμου. Η εκμάθηση της παραβατικής συμπεριφοράς περιλαμβάνει τόσο την τεχνική διάπραξη παραβατικών πράξεων, όσο και τον προσανατολισμό των κινήτρων, των τάσεων, του συλλογισμού και των στάσεων που συναρτώνται προς την ευμενή ή δυσμενή ερμηνεία των νομικών κανόνων. Όταν αυτή η ερμηνεία είναι δυσμενής, το άτομο οδηγείται στην παραβατικότητα. (Vοld, Bernard, Snipes, 2002). Ο Sutherland (1939) θεωρεί ότι το νόημα των παραβατικών πράξεων καθορίζεται πρωταρχικά από τα νοήματα που δίνουν σε αυτές τις πράξεις οι άνθρωποι με τους οποίους ο ανήλικος συγχρωτίζεται. Στη συγκεκριμένη θεωρία, διατυπώθηκε πληθώρα κριτικών. Μία από αυτές είναι ότι η θεωρία αυτή δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους εντάσσεται κανείς σε μια τέτοια ομάδα ενώ τέθηκε, επίσης, το ζήτημα της αναζήτησης της αιτίας που η ομάδα αυτή έρχεται σε σύγκρουση με την κοινωνία και δρα ως εχθρός της (Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου, 1979: 179). Η θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού είναι μια συμπεριφορική θεωρία που εφαρμόζεται και στην περίπτωση των βίαιων παραβατικών συμπεριφορών (Σπινέλλη, 2005: 266). Η βίαιη συμπεριφορά μπορεί και αυτή να διδαχθεί από έναν βίαιο παραβατικό άνθρωπο σε έναν άλλον και αυτό υλοποιείται μέσω του συγχρωτισμού που αναπτύσσεται ανάμεσα στα άτομα μιας σχετικά μικρής ομάδας. Η βία είναι μία από τις μορφές παραβατικότητας που μπορεί να εκδηλωθεί μέσω του διαφορικού συγχρωτισμού (Βλάχου, 2008 : 57). Τέλος, δε θα πρέπει να παραλείψουμε σχετικά με τη θεωρία αυτή, ότι είναι μια από τις πιο δημοφιλείς και επαναστατικές θεωρίες στο χώρο της εγκληματολογίας, διότι διατυπώθηκε σε μια εποχή όπου επικρατούσαν οι 20 20

θετικές επιστήμες, οι οποίες απέδιδαν τα αίτια του εγκλήματος σε βιολογικά ή ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά (Χάιδου, 1996: 190-195). Μίμηση Ο Tarde (1890) ανέπτυξε μια παρεμφερή με του Sutherland ενδιαφέρουσα θεωρία, η οποία παρότι διατυπώθηκε αρκετά παλιά, φαίνεται να έχει ισχύ ακόμη και σήμερα. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, τα άτομα παίρνουν ιδέες μέσω του συγχρωτισμού με άλλες ιδέες και μιμούνται ο ένας τον άλλον. Οι μιμήσεις που πραγματοποιεί ένα άτομο εξασφαλίζουν τη συνέχιση της κοινωνικής ζωής αλλά είναι και πρωταρχικής σημασίας παράγοντας για την τέλεση ενός εγκλήματος. Όλες οι σημαντικές πράξεις είναι αποτέλεσμα μίμησης κατά τον Tarde γι αυτό και διατύπωσε τους τρείς νόμους που ακολουθούν. Ο πρώτος νόμος ήταν ότι οι άνθρωποι μιμούνται ο ένας τον άλλον ανάλογα με το πόσο συχνή επαφή έχουν ο ένας με τον άλλον. Αυτό σημαίνει ότι η μίμηση θα είναι πολύ μεγαλύτερη ανάμεσα σε άτομα τα οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ο δεύτερος νόμος είναι ότι συνήθως ο κατώτερος μιμείται τον ανώτερο και σπάνια να γίνει το αντίστροφο (συνήθως κάποιος που έχει κύρος επηρεάζει κάποιον που δεν έχει) ενώ ο τρίτος είναι ότι οι νεότερες μόδες αντικαθιστούν τις παλαιότερες, δηλαδή η συνδρομή της μόδας είναι καθοριστική αφού ο πιο πρόσφατος συρμός είναι αυτός που κυριαρχεί. Το έγκλημα είναι μια κοινωνική συμπεριφορά, η οποία μπορεί να γίνει μια ισχυρή τάση μόδας (Κατσιγαράκη, 2005: 43). Ο Tarde δίνει μεγάλη σημασία στις ανθρώπινες σχέσεις και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Έτσι λοιπόν διατύπωσε την άποψη σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι επηρεάζονται από τις συμπεριφορές των άλλων ανθρώπων. 21 21

Συμμορίες ανηλίκων-ναρκωτικά Ο Cohen (1955) μίλησε για τις συμμορίες ανηλίκων και για το γεγονός ότι οι πιο παραβατικές συμπεριφορές εμφανίζονται μέσα στα πλαίσια αυτών και όχι ατομικά. Οι συμμορίες ανηλίκων είναι μία από τις σύγχρονες μορφές που παίρνει η υποκουλτούρα βίας μέσα στην κοινωνία. Σύμφωνα με τη Ζαραφωνίτου, μερικά από τα συστατικά στοιχεία της δομής των νεανικών συμμοριών είναι τα εξής: 1. Oι ανήλικοι που ανήκουν σε νεανικές συμμορίες επιδιώκουν συμπλοκές με τις επίσημες αρχές 2. Θεωρούν ότι η σκληρότητα είναι χαρακτηριστικό της ανδρείας 3. Η αυτονομία αποτελεί έκφραση της επιθυμίας τους να είναι οι κυρίαρχοι του εαυτού τους και να μην αφήνουν κανέναν να τους κατευθύνει (Ζαραφωνίτου, 2004: 118). Οι ανήλικοι που εντάσσονται σε μια τέτοια υποκουλτούρα μαθαίνουν τον τρόπο συμπεριφορά τους, τον εσωτερικεύουν και τον εφαρμόζουν ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς τους (Βλάχου, 2008: 60). Ο Cohen θεωρούσε ότι αυτή η συμπεριφορά αποτελούσε μια μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι ανήλικοι, προκειμένου να αποκτήσουν το λεγόμενο status ανάμεσα στις παρέες των συνομηλίκων τους. Επίσης, θεωρούσε ότι οι γονείς που ανήκουν σε κατώτερες κοινωνικές τάξεις δεν είναι σε θέση να διδάξουν στα παιδιά τους τις απαραίτητες τεχνικές, προκειμένου αυτά να μπορούν να εισχωρήσουν στην κουλτούρα της μεσαίας τάξης και πολλές φορές αυτά τα παιδιά εμφανίζουν κάποια αδυναμία στο λόγο ή μέτρια επικοινωνιακή ικανότητα (Κατσιγαράκη, 2005: 48). Συνήθως, ο ανταγωνισμός για το επιδιωκόμενο status λαμβάνει χώρα εντός του σχολείου, αλλά δεν αποκλείονται τέτοιου είδους συμπεριφορές και εκτός σχολείου. Όσον αφορά το σχολείο, αυτό καθορίζεται από αξίες όπως οι φιλοδοξίες, η υπευθυνότητα, οι επιδιώξεις κ.α. Οι ανήλικοι που οι οικογένειες τους δεν ανήκουν σε αυτό το μέσοαστικό πρότυπο που επικρατεί, βρίσκονται σε μειονεκτικότερη θέση. Έτσι, η σύγκρουση μεταξύ των δύο πολιτισμών είναι αναπόφευκτη. Οι αξίες που είχαν διδαχθεί κατά την οικογενειακή κοινωνικοποίηση τους και οι αξίες που καλούνται να αφομοιώσουν κατά την είσοδο τους στο σχολικό περιβάλλον είναι τελείως διαφορετικές (Βλάχου, 2008: 56). Όσοι αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα της εσωτερίκευσης των αξιών της μεσαίας τάξης ομαδοποιούνται, και αυθόρμητα 22 22

οδηγούνται σε συμπεριφορές κοινωνικά κατακριτέες προκειμένου να ξεχωρίζουν. Όλο αυτό πηγάζει από το γεγονός ότι νιώθουν απογοήτευση για την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν και λειτουργούν αντιδραστικά, υιοθετώντας παραβατικές συμπεριφορές (Vold, Bernard, Snipes, 2002). Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μορφή της παραβατικότητας είναι και η χρήση ναρκωτικών ουσιών 8, η οποία δυστυχώς ξεκινά και από μικρή ηλικία και μάλιστα είναι ένα από τα κυκλώματα που, μαζί με την κοινωνία, την οικογένεια, το σχολείο και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, προετοιμάζουν τον ανήλικο για τη δραματική κατάληξη (Μαγγανάς, 2004: 282). 8 Ο έλεγχος σχετικά με τη χρήση ναρκωτικών πραγματοποιείται και στους ανήλικους, ανεξάρτητα από την αξιόποινη πράξη. Αν κάποιος θεωρείται επικίνδυνος είτε από τις δικαστικές υπηρεσίες είτε με την πιστοποίηση από κάποιο γιατρό, τότε καταγγέλλεται στην υγειονομική αρχή από τις δικαστικές υπηρεσίες. Η υγειονομική αρχή μπορεί επίσης αυτεπάγγελτα να επιληφθεί του θέματος ύστερα από την αναφορά κάποιου κοινωνικού λειτουργού. Ο εισαγγελέας δύναται επίσης να διατάξει την υποβολή του χρήστη σε θεραπεία αποτοξίνωσης ή σε ιατρική παρακολούθηση (Delmas- Marty,189-190). 23 23

1.3 ΘΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Το θύμα αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της μελέτης και αντιμετώπισης του εγκληματικού φαινομένου και θεωρήθηκε απαραίτητο από εμάς να αναφερθούμε σε αυτό το κομμάτι της εγκληματολογίας που λέγεται «θυματολογία», εφόσον αποφασίσαμε να θέσουμε ερωτήσεις στους επιμελητές ανηλίκων και για το πόσο σημαντική θεωρούν τη σεξουαλική- σωματική- συναισθηματική κακοποίηση του ανήλικου ως παράγοντα παραβατικής συμπεριφοράς. Η θυματολογία μελετά το θύμα ως κοινωνικό παράγοντα του εγκλήματος, μελετά το ρόλο του θύματος στην πρόληψη και την καταστολή της εγκληματικότητας και συμβάλλει στη μείωση της θυματοποίησης και στην καλύτερη ερμηνεία του εγκληματικού φαινομένου. Όσοι μελετούν το έγκλημα από την οπτική γωνία του θύματος εστιάζουν περισσότερο στα χαρακτηριστικά των θυμάτων, στις σχέσεις θύτη και θύματος, τον αυξημένο κίνδυνο για κάποια άτομα να γίνουν θύματα και τον αριθμό και το είδος των θυμάτων ούτως ώστε να πραγματοποιηθούν έρευνες θυματοποίησης (Σπινέλλη, 2005: 15). Η θυματολογική προσέγγιση δίνει έμφαση στις καταστάσεις που συμβάλλουν στη θυματοποίηση του ανήλικου (οποιασδήποτε μορφής κακοποίησης ή παραμέλησης εναντίον του) και στην υιοθέτηση παραβατικής συμπεριφοράς από μέρους του, ενώ επιχειρεί και τη συσχέτιση αυτών των δύο συμπεριφορών. Στα πλαίσια της θυματολογικής προσέγγισης και στο πως το θύμα του σήμερα γίνεται θύτης του αύριο, η διεπιστημονική ομάδα εργασίας που συγκροτήθηκε από το υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας κατέληξε σε ορισμένες μορφές του προβλήματος της κακοποίησης 9 και παραμέλησης των παιδιών στην Ελλάδα. Με βάση αυτή τη μελέτη, οι μορφές του προβλήματος είναι οι εξής: Σωματική κακοποίηση. Ως σωματική κακοποίηση χαρακτηρίζεται ο εκ προθέσεως τραυματισμός ενός ανήλικου από κάποιον που έχει αναλάβει την φροντίδα του και η κατά οποιοδήποτε τρόπο διαταραχή της ανατομικής ακεραιότητας των ιστών. Η σωματική κακοποίηση μπορεί να εντοπιστεί από σημάδια όπως 9 Όταν αναφερόμαστε στον όρο κακοποίηση, εννοούμε ένα διαχρονικό φαινόμενο το οποίο περιλαμβάνει κάθε πράξη ενεργητικής ή παθητικής βίας που πραγματοποιείται από έναν ενήλικο σε έναν ανήλικο. Μερικές από τις μορφές κακοποίησης είναι η παραμέληση, οι σωματικές κακώσεις ή η παιδική εργασία. 24 24

μώλωπες, σπασμένα κόκαλα, εγκαύματα και σχισίματα. Μπορεί να προκαλέσει πόνο, τραύματα, ακόμη και θάνατο. Πολλοί γονείς, αν όχι οι περισσότεροι, που κακοποιούν τα παιδιά τους, ζούσαν σε περιβάλλον όπου υπέστησαν οι ίδιοι κάποια μορφή βίας. Η σωματική τιμωρία είναι κάτι διαφορετικό από τη σωματική κακοποίηση. Η σωματική τιμωρία είναι μια επιτρεπτή πράξη βίας στα πλαίσια του γονεϊκού ρόλου, ενώ η σωματική κακοποίηση περιλαμβάνει πράξεις βίας που ξεπερνούν τα επιτρεπτά όρια του νόμου και εκθέτουν το παιδί σε κίνδυνο τραυματισμού. Όσο μικρότερα είναι τα παιδιά που είναι θύματα σωματικής κακοποίησης, τόσο μεγαλύτερη είναι η επίδραση αυτής στη μελλοντική από μέρους τους εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς (Κατσιγαράκη, 2005: 210-220). Σεξουαλική κακοποίηση Ως σεξουαλική κακοποίηση εννοείται η προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας του παιδιού από ενήλικες ή μεγαλύτερα παιδιά και περιλαμβάνει συμπεριφορές όπως το ψηλάφισμα, το φίλημα, το χάιδεμα, την αιμομιξία, την ασέλγεια, τη χρήση παιδιών για πορνογραφικό υλικό και την κανονική σεξουαλική πράξη. Οποιαδήποτε πράξη γίνεται σε βάρος του παιδιού από άτομο μεγαλύτερο τουλάχιστον κατά πέντε χρόνια η οποία αποσκοπεί σε σεξουαλική διέγερση του δράστη, χαρακτηρίζεται ως σεξουαλική κακοποίηση. Συναισθηματική ή ψυχολογική κακοποίηση Είναι η συστηματική ψυχολογική κακομεταχείριση ενός παιδιού, η οποία μπορεί να συνεπάγεται τη διαρκή απόρριψη ή τον εκφοβισμό του παιδιού από τον γονιό. Οι περιορισμοί, η υπερβολική βία, η συνεχής υποτίμηση, η υβριστική συμπεριφορά και η ψυχολογική τρομοκρατία είναι επίσης μορφές συναισθηματικής κακοποίησης (Αγάθωνος- Γεωργοπούλου, 1998: 70-73). Η συναισθηματική κακοποίηση μπορεί να αναστείλει τη φυσιολογική ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού, με αποτέλεσμα, το παιδί που αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι αποδεκτό από την οικογένεια του, να αποκτά αντικοινωνικότητα (Κατσιγαράκη, 2005: 229). 25 25

Παραμέληση. Στέρηση φροντίδας, που θέτει σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχική ανάπτυξη ή ακόμη και τη ζωή του παιδιού και στηρίζεται στη συστηματική αδιαφορία των ενηλίκων προς τις ανάγκες του παιδιού (Γεωργούλας, 2000: 155, www.goneas.gr). Επίσης, η παραμέληση της ιατρικής φροντίδας μπορεί να είναι καταστροφική για το παιδί, ειδικά όταν ταλαιπωρείται από κάποιο χρόνιο νόσημα όπως καρκίνος, λευχαιμία ή μεσογειακή αναιμία και του είναι απαραίτητη η ιατρική παρακολούθηση. Μια άλλη μορφή παραμέλησης είναι αυτή της ασφάλειας του παιδιού από ατυχήματα. Αν το παιδί είναι κάτω από δύο ετών, τότε αυτή η μορφή της παραμέλησης μπορεί να χαρακτηριστεί ως κακοποίηση (Αγάθωνος- Γεωργοπούλου, 1998: 22). Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι η διάκριση μεταξύ κακοποίησης και παραμέλησης δεν είναι πάντα εμφανής. Καλό θα ήταν να αναφέρουμε ότι από στοιχεία της αστυνομίας προκύπτει πως, σχετικά με τα σοβαρά σεξουαλικά αδικήματα, η πιθανότητα να βιώσει ένας ανήλικος σεξουαλική κακοποίηση είναι η ίδια είτε πρόκειται για οικείο του πρόσωπο, το οποίο είναι πιθανόν μέλος της οικογένειας του, είτε πρόκειται για κάποιον ξένο (Μαγγανάς, 2004: 289). Τα παιδιά που κακοποιούνται, παρουσιάζουν σε μεγάλο ποσοστό ψυχολογικά προβλήματα και διαταραχές συμπεριφοράς. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα μίας έρευνας που διαδραματίστηκε σε μεγάλα νοσοκομεία, δείγμα της οποίας ήταν 623 παιδιά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, και αποδείχτηκε ότι τα παιδιά αυτά είναι πιο επιρρεπή στο να παρουσιάσουν ψυχολογικές και συναισθηματικές διαταραχές, παρά σωματικές βλάβες. Ακόμη και σε ηλικίες όπως δύο ή τριών ετών υπάρχει περίπτωση σημαντικής διαταραχής συμπεριφοράς (Μαγγανας, 2004: 290). Παρομοίως, τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά, δύνανται να εμφανίσουν δυσκολίες στο σχολείο, μείωση σχολικής επίδοσης, τάσεις φυγής ή χρήσης τοξικών ουσιών. Οι θεωρίες που έχουν ασχοληθεί με τη θυματοποίηση, σύμφωνα με την Πούλλη (2005), διαχωρίζουν τις αντιδράσεις του ανήλικου που κακοποιήθηκε/παραμελήθηκε σε άμεσες και έμμεσες-μακροχρόνιες. Οι άμεσες αντιδράσεις που πιθανόν να παρουσιάσει ο ανήλικος μπορεί να είναι οι εξής: τάσεις επιθετικότητας, δυσκολίες στο σχολείο, φυγή, χρήση αλκοόλ και ουσιών ακόμη και απόπειρες αυτοκτονίας. 26 26

Σχετικά με τις έμμεσες-μακροχρόνιες αντιδράσεις που μπορεί να εμφανίσει ο ανήλικος αυτές μπορεί να είναι αντικοινωνική συμπεριφορά, μειωμένη κοινωνική και επαγγελματική λειτουργικότητα ακόμη και να αποτελέσει ο ίδιος μια απειλή για την κοινωνία (Πουλλή, 2005: 35-36). Με λίγα λόγια, τα παιδιά που κακοποιήθηκαν, που έζησαν σε άσχημο περιβάλλον, γίνονται από θύματα θύτες (Γεωργούλας, 2000 : 159). Ο Πανούσης αναφέρεται στον όρο «εκ γενετής θύμα» και τονίζει ότι η πρόληψη του εγκλήματος θα ήταν εφικτή εάν εντοπίζαμε αυτά τα άτομα που είναι «εκ γενετής θύματα». Τα ίδια προκαλούν με τη συμπεριφορά τους βλαβερές συνέπειες για τον εαυτό τους και στην ουσία συντηρούν το φαινόμενο του εγκληματικού περιβάλλοντος, αφού επιτρέπουν την εκμετάλλευση τους. Όμως κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, αφού δεν είναι εφικτό να εντοπιστούν οι προθέσεις του καθενός και τα κίνητρα του ούτως ώστε να μπορέσουν αυτοί να κατηγοριοποιηθούν ακριβώς σε θύτες ή θύματα (Πανούσης, 1987:122). 1.4 ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ Όταν μιλάμε για κοινωνικό έλεγχο, αναφερόμαστε σε αυτή τη μορφή ελέγχου που δέχεται ο ανήλικος, είτε έμμεσα από στοργικές σχέσεις με τους γονείς είτε άμεσα μέσω μηχανισμών καταστολής από την οικογένεια. Ο κοινωνικός έλεγχος ξεκινά από την οικογένεια αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί και από άλλου είδους κοινωνικές σχέσεις, όπως οι φίλοι (Χάιδου, 1996: 205). Προχωρώντας προς τις θεωρίες του κοινωνικού ελέγχου που έχουν διατυπωθεί στα πλαίσια της εγκληματολογικής προσέγγισης, διαπιστώνουμε ότι αυτές εστιάζουν στους παράγοντες που συγκρατούν ένα άτομο από το να παραβατήσει. Ορισμένοι κοινωνικοί θεσμοί όπως η οικογένεια ή το σχολείο δημιουργούν συνθήκες συμμόρφωσης για το άτομο. Ο Reiss (1951: 197-207) ανέφερε τη θεωρία της αυτοεκτίμησης, σύμφωνα με την οποία όταν ένας ανήλικος παραβατεί, αυτό σημαίνει ότι έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Οι νέοι που εκτιμούν τον εαυτό τους και τα έχουν καλά με αυτόν, δεν προβούν σε τέτοιες πράξεις. Κάτι παρόμοιο είπε και ο Reckless (1967) όταν διατύπωνε τη θεωρία της συγκράτησης. Όταν υπάρχουν παράγοντες όπως η αυτοεκτίμηση ή η υποστήριξη από συνομήλικους, τότε οι ανήλικοι συγκρατούνται από αυτά και μπορούν να απομονωθούν από καταστάσεις που ενθαρρύνουν την παραβατική συμπεριφορά. 27 27

Η θεωρία των κοινωνικών δεσμών του Hirschi είναι η πιο διαδεδομένη. Σύμφωνα με τον Hirschi (1969), η παραβατική συμπεριφορά προέρχεται από άτομα που δεν έχουν ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς. Όσοι συμμορφώνονται με τους νόμους έχουν καταρχήν αφοσίωση σε πρόσωπα αναφοράς, που σημαίνει ότι έχουν ισχυρούς δεσμούς με τους γονείς, το σχολείο και τους συνομηλίκους τους. Έπειτα, έχουν δέσμευση από κοινωνικά αναγνωρισμένους στόχους όπως εκπαίδευση και οικογενειακές σχέσεις. Παρομοίως, συμμετέχουν σε συμβατικές δραστηριότητες, σε κοινωνικά αποδεκτές και υγιείς δραστηριότητες, οι οποίες απομονώνουν το άτομο από καταστάσεις που εξωθούν στο έγκλημα. Τέλος, όσοι συμμορφώνονται με τους νόμους, σημαίνει ότι αποδέχονται τους κοινωνικούς κανόνες, άρα αποδέχονται τις ίδιες πεποιθήσεις, αξίες και κανόνες που έχουν όλοι όπως ευαισθησία για τα δικαιώματα των άλλων και σεβασμό στους κανόνες δικαίου. Τέλος, ο Hirschi έκανε αναφορά στα παιδιά που προέρχονται από διασπασμένες οικογένειες. Παρατήρησε ότι έχουν υψηλά ποσοστά παραβατικότητας και απέδωσε την αιτία στη διαφορετική μεταχείριση που έχουν από τις επίσημες αρχές κοινωνικού ελέγχου. Από όλα τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι όταν κάποιος διακατέχεται από ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς, η συμπεριφορά του είναι ελέγξιμη. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να ασχολούνται με νόμιμες και κοινωνικά αποδεκτές διαδικασίες παρά με εγκληματικές δραστηριότητες. Οι θεωρίες του κοινωνικού έλεγχου έχουν επαληθευθεί πολλάκις εμπειρικά. Ωστόσο, επειδή έχουν υπάρξει μερικές έρευνες που έδειξαν διαφορετικά αποτελέσματα, χαρακτηρίστηκαν ως ελλείπεις αλλά σίγουρα όχι ως λανθασμένες (Σπινέλλη, 2005: 270-275). 28 28