1 9 ο Συνέδριο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας ΤΑ ΠΕΠΡΩΜΕΝΑ ΤΟΥ ΕΥΝΟΥΧΙΣΜΟΥ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΩΘΗΣΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΔΙΑΨΕΥΣΗ Βασίλης Δηµόπουλος Στην ψυχανάλυση η έννοια του ευνουχισµού αναφέρεται σε µία πολυσύνθετη διαδικασία η οποία αφορά ο διαχωρισµός είναι σχηµατικός τρεις παραµέτρους: αυτόν καθαυτόν τον ευνουχισµό, αυτήν του συµπλέγµατος και αυτήν του άγχους ευνουχισµού. Με τον ευνουχισµό εννοούµε τις απώλειες ή τις απειλές απώλειας στο επίπεδο του σώµατος πρώτ απ όλα (απογαλακτισµός: στοµατικός ευνουχισµός, απώλεια κοπράνων: πρωκτικός ευνουχισµός, απώλεια του πέους: γεννητικός ευνουχισµός). Το σύµπλεγµα ευνουχισµού αναφέρεται σε έναν ψυχικό σχηµατισµό περισσότερο, αφού έχουµε τη συναισθηµατική εµπλοκή του παιδιού µε τα γονεϊκά αντικείµενα, η οποία έχει άµεση σχέση µε την παιδική σεξουαλικότητα και τις φαντασιώσεις γύρω απ αυτήν, όπως είναι οι πρωτογενείς φαντασιώσεις. Η φαντασίωση του ευνουχισµού αποτελεί µία από αυτές εντασσόµενη επίσης στην τάξη της φυλογενετικής κληρονοµιάς. Το άγχος του ευνουχισµού άρρηκτα συνδεδεµένο µε την παράµετρο της απειλής του ευνουχισµού είναι εκείνο το οποίο ευθύνεται για κλινικές εικόνες νευρωτικής αλλά και µη νευρωτικής τάξεως, ανάλογα µε τις ποιότητες και τις λειτουργίες του υπερεγώ. Έτσι, ένα προστατευτικό υπερεγώ, το οποίο έχει απορροφήσει και µετασχηµατίσει την επιθετικότητα και την καταστροφικότητα, θα οδηγήσει σε άγχος σήµα, το οποίο προστατεύει υπενθυµίζοντας προηγούµενους κινδύνους απωλειών. Σε ευνοϊκές για το ψυχικό όργανο καταστάσεις, το υπερεγώ, το εγώ και το δυναµικό ασυνείδητο συνεργάζονται, ώστε να δώσουν ένα προϊόν της τάξεως των ελεύθερων συνειρµών, για παράδειγµα, ή ακόµη µπορεί ο συµβιβασµός να οδηγήσει στη γένεση
2 συµπτωµάτων και αναστολών, οι οποίες πάντως ανήκουν στην τάξη της νεύρωσης και στη χειρότερη περίπτωση σε αυτήν της διαστροφής. Η µη επαρκής όµως λειτουργία του υπερεγώ δε θα προστατέψει το εγώ, προς το οποίο µπορεί να είναι σαδιστικό, να συµπεριφέρεται επίσης ως «καθαρή καλλιέργεια της ενόρµησης του θανάτου» ή ακόµη να το αφήνει εκτεθειµένο στο κατακλυσµικό άγχος. Σ αυτές τις κλινικές κατηγορίες, οι οποίες είναι πέραν της νεύρωσης, το άγχος του ευνουχισµού δύσκολα διακρίνεται και ανιχνεύεται από άλλα είδη άγχους που χαρακτηρίζουν τις µη νευρωτικές οργανώσεις. Τα βιώµατα, τα συναισθήµατα, οι φαντασιώσεις και οι διεργασίες στις οποίες αναφερόµαστε σχετίζονται άµεσα µε την αναγνώριση των ανατοµικών διαφορών, της διαφοράς των φύλων, και εποµένως των σωµατικών ορίων, τα οποία θα αποτελέσουν τον θεµέλιο λίθο των ορίων των ψυχικών συστηµάτων και της αποδοχής, σε ψυχικό πια επίπεδο, της έλλειψης και των διαφορών. Φαίνεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις µεταξύ των δύο φύλων (αγόρι, κορίτσι) όσον αφορά το βίωµα και την επεξεργασία των παραµέτρων στις οποίες αναφερόµαστε. Θα αναφερθώ, λοιπόν, συνοπτικά σ αυτές, θα καταλήξω όµως και θα υπογραµµίσω τον κοινό τους τόπο. Στο αγόρι µπορούµε να διακρίνουµε τρεις χρόνους ευνουχισµού. 1 ος χρόνος: Το αγόρι πιστεύει πως δεν υπάρχει διαφορά των φύλων. Αυτή η πεποίθηση συνιστά και το προοίµιο της επερχόµενης διαδικασίας του άγχους του ευνουχισµού. 2 ος χρόνος: Η λεκτική απειλή του ευνουχισµού από τον ενήλικα είµαστε στην τάξη της ακουστικής αντίληψης για το παιδί που στοχεύει στην απαγόρευση των αυτοερωτικών λειτουργιών, οι οποίες υποκρύπτουν τη φαντασίωση της αιµοµιξίας. Αυτές οι απειλές αποτελούν και το προοίµιο του υπερεγώ. Να σηµειώσουµε όµως εδώ πως οι ακουστικές απειλές θα πάρουν νόηµα για το παιδί µόνο εκ των υστέρων, δηλαδή στη διάρκεια του τρίτου χρόνου του ευνουχισµού. Έίναι τότε, εκ των υστέρων δηλαδή, που ο δεύτερος χρόνος θα µπει ή δε θα µπει στην υπηρεσία της απώθησης, και εποµένως της δηµιουργίας ή όχι των νευρωτικών συµπτωµάτων. Γίνεται ήδη φανερό πως η εµπλοκή του υπερεγώ είναι αναπόφευκτη. Το υπερεγώ γίνεται ο κληρονόµος του οιδιποδείου συµπλέγµατος και του άγχους του ευνουχισµού. 3 ος χρόνος: Η αντιληπτική διάσταση τώρα ορίζει τα πράγµατα. Το αγόρι βλέπει πως η µητέρα δεν έχει πέος, άρα η απειλή είναι πραγµατική. Αυτό που το παιδί βλέπει δεν είναι ο κόλπος, ότι δηλαδή το κορίτσι έχει κόλπο, αλλά η έλλειψη του πέους είναι εκείνη που
3 βρίσκεται στο προσκήνιο. Τότε µόνο, στον 3 ο δηλαδή χρόνο, οι λεκτικές απειλές λαµβάνουν σάρκα και οστά µέσω της οπτικής αντίληψης. Για το κορίτσι, µπορούµε επίσης να διακρίνουµε µια ανάλογη αλληλουχία-διαπλοκή των χρόνων, µε αυτόν του πρώτου να είναι όπως και στα αγόρια. Η πίστη, δηλαδή, του κοριτσιού στην ύπαρξη του πέους σε όλα τα ανθρώπινα όντα. Στον δεύτερο χρόνο όµως υπάρχει µια ουσιαστική διαφορά, διότι δεν υπεισέρχεται η παράµετρος της ακουστικής απειλής, ενώ ο 3 ος χρόνος χρωµατίζεται και αυτός από την οπτική αντίληψη. Παρ όλ αυτά, εξακολουθεί να πιστεύει πως η κλειτορίδα είναι ένα µικρό πέος, ώσπου να του γίνει πεποίθηση ότι το παιχνίδι είναι οριστικά χαµένο, ότι δεν έχει πέος, όχι επειδή ευνουχίστηκε αλλά επειδή γεννήθηκε έτσι, και φταίει γι αυτό η µητέρα. Η σηµασία του ρόλου της µητέρας είναι καθοριστική και στα δύο φύλα, αν δεχτούµε πως το αγόρι αποµακρύνεται από αυτήν εµπρός στο άγχος του ευνουχισµού, το κορίτσι όµως θα αποµακρυνθεί µέσα από το µίσος-φθόνο τη στιγµή που ανακαλύπτει µέσω της αντίληψης πως εκείνη δεν έχει πέος, και τη θεωρεί υπεύθυνη για το δικό του έλλειµµα. Βέβαια, ο αποχωρισµός από τη µητέρα σε αυτήν τη φάση της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης µοιάζει να είναι η αναβίωση ενός πρωιµότερου αποχωρισµού, αυτού δηλαδή από το σώµα της µητέρας και ανασύρει, εποµένως, πρωιµότερες αγωνίες και άγχη αποχωρισµού. Αυτή είναι µια σηµαντική παράµετρος, διότι θα µας βοηθήσει να κατανοήσουµε καλύτερα γιατί το άγχος θανάτου δεν είναι, κατά τη γνώµη µου, ταυτόσηµο µε το άγχος του ευνουχισµού. Επανέρχοµαι όµως στην προβληµατική της αντίληψης, όπου βρίσκουµε τη συνάντηση δύο αντιληπτικών λειτουργιών: της οπτικής µε αυτήν της ακουστικής. Η λέξη συναντά το πράγµα. Κάτω, λοιπόν, από αυτές τις συνθήκες έχουµε δύο λύσεις. Αυτήν της απώθησης και αυτήν της διάψευσης και του αποκλεισµού. Αν τα πράγµατα παιχτούν στη γραµµή της απώθησης, θα έχουµε νεύρωση. Αν όµως παιχτούν στη γραµµή της διάψευσης και του αποκλεισµού και το παιδί εξακολουθεί να πιστεύει ότι το κορίτσι έχει πέος (το κορίτσι έχει πέος µικρό µεν ακόµη, αλλά θα µεγαλώσει), η λύση θα είναι αυτή του φετιχισµού ή ακόµη και της ψύχωσης. Το φετιχιστικό αντικείµενο συνιστά ένδειξη αναγνώρισης αλλά και διάψευσης της έλλειψης πέους στο κορίτσι.
4 Ένας θεραπευόµενος µου λέει πως σήµερα βλέπει µεγάλο τον χαρτοκόπτη που υπάρχει στο γραφείο µου. Δεν έχει συνειρµούς και σταµατάει η σκέψη του. Φαίνεται, λοιπόν, πως η αντίληψη λειτουργεί ως ένα ανάχωµα στο άγχος ευνουχισµού, το οποίο έχει αναδυθεί στη διάρκεια της συνεδρίας και το οποίο, µη συµβολοποιηµένο επαρκώς, ο θεραπευόµενος το χειρίζεται µε τρόπο φετιχιστικό. Ο χαρτοκόπτης είναι το φετίχ στη θέση του ελλείποντος πέους. Πρέπει όµως να πούµε πως το αποκαλούµενο άγχος ευνουχισµού είναι µια ασυνείδητη διαδικασία, την ύπαρξη της οποίας θα συνάγουµε από το συνειδητό βίωµα ενός άγχους, µιας αγωνίας, ενός φόβου για µια συγκεκριµένη κατάσταση ή αντικείµενο. Βιώµατα εποµένως που µπορεί να ιδωθούν ως άµυνα στο ασυνείδητο άγχος του ευνουχισµού. Είναι χρήσιµο όµως να υπογραµµίσουµε πως το άγχος του ευνουχισµού λειτουργεί ως οργανωτής για δύο λόγους: πρώτον διότι συγκεντρώνει και οργανώνει εκ των υστέρων τα διάχυτα άγχη, ιδιαίτερα εκείνα που έχουν την καταγωγή τους σε προγενέστερες απώλειες (στοµατικές, πρωκτικές: εδώ αναδύονται οι διαστάσεις του στοµατικού και του πρωκτικού ευνουχισµού), δεύτερον διότι οδηγεί αν οδηγήσει στο πένθος της απώλειας και της αποδοχής των ορίων. Μπαίνουµε, µε άλλα λόγια, στην τάξη του συµβολικού ευνουχισµού. Με την έννοια της συµβολικής τάξης εννοούµε βεβαίως τη δυνατότητα να δοθεί νόηµα σε αυτό που συµβαίνει, αλλά θεωρώ χρήσιµο να συµπεριλάβουµε σε αυτήν την εργασία του συµβολισµού και τη «γεωµετρική» διάσταση των πρωτογενών φαντασιώσεων (τον όρο «γεωµετρικός» νοµίζω ότι τον χρησιµοποιούν οι Laplanche-Pontalis στο Fantasme originaire) δηλαδή την αµφίδροµη ή καλύτερα διαλεκτική σχέση µεταξύ των φαντασιώσεων της πρωταρχικής σκηνής, της σαγήνης και του ευνουχισµού. Ένας αναλυόµενος επρόκειτο να πάει σε ένα ραντεβού στην προσπάθειά του να βρει δουλειά. Ήταν πολύ χαρούµενος γι αυτό, τίποτα δεν τον στενοχωρούσε, όταν, πηγαίνοντας στον χώρο συνάντησης, χωρίς λόγο όπως λέει έχασε αιφνίδια τον προσανατολισµό του, κυριεύτηκε από έντονο άγχος και µέσα σ αυτή τη σύγχυση, χωρίς να το καταλάβει, πάτησε σε µια λακούβα και στραµπούλιξε το πόδι του. Νοµίζω λοιπόν πως εδώ δε λειτούργησε το άγχος-σήµα ως προειδοποίηση της απειλής του ευνουχισµού και κατά κάποιον τρόπο υπέστη τον ευνουχισµό στην πράξη, δηλαδή στραµπούλιξε το πόδι του. Λίγο αργότερα, είχε το βίωµα πως το πόδι του είναι κοµµένο στον αστράγαλο. Βλέπουµε, λοιπόν, εδώ πως ο ευνουχισµός, χωρίς να λειτουργεί πλήρως στη συµβολική του τάξη, έχει πάρει παρ όλ αυτά την πορεία
5 προς τον συµβολισµό, έστω κι αν ο ευνουχισµός έρχεται απέξω ως, κατά κάποιον τρόπο, ψευδαίσθηση (το πόδι του είναι κοµµένο στο σηµείο όπου το είχε στραµπουλίξει). Ό,τι χάνεται-αποκλείεται εσωτερικά, έρχεται απέξω ως ψευδαίσθηση ή παραλήρηµα (Freud: Schreber) ή κατά µία άλλη διατύπωση, ό,τι αποκλείεται από το συµβολικό, εµφανίζεται στο πραγµατικό (Lacan). Ένας άλλος θεραπευόµενος µου έλεγε πως, όταν δεν τον πλήρωναν οι πελάτες του, έχανε το πορτοφόλι του. Αν, εποµένως, το άγχος του ευνουχισµού µπει σε τροχιά διαχείρισης, τότε το γυναικείο γεννητικό όργανο αναγνωρίζεται. Αυτή η αναγνώριση προϋποθέτει βέβαια το πένθος του πέους όχι µόνο του πατέρα αλλά και αυτού της µητέρας. Θα πρόσθετα µάλιστα ότι αυτή η εργασία του πένθους αφορά τη διαφοροποίηση των γενεών, διότι το πέος δεν είναι µόνο αντικείµενο επιθυµίας και ευχαρίστησης «jouissance» λέει ο Lacan, είναι το µέσον δια του οποίου το υποκείµενο ξαναενώνεται µε τις προηγούµενες γενεές (ένωση µε τη µητέρα, για παράδειγµα).