Άρθρο Σύνταξης Ψυχιατρική 2002, 13 (3):166-169 Η εποχή της συνείδησης Τα τελευταία δεκαπέντε είκοσι χρόνια διογκώνεται γοργά το επιστηµονικό ενδιαφέρον για την συνείδηση. Ήδη, ο όγκος της σχετικής βιβλιογραφίας προκαλεί δέος, το δε πλήθος των θεωρητικών υποθέσεων που προτείνονται υπερβαίνει τον αριθµό των σκληρών δεδοµένων. Πολλοί ερευνητές από διαφορετικές επιστήµες, όπως η γνωστική ψυχολογία και η νευροψυχολογία, η νευροβιολογία και η εξελικτική βιολογία, η έρευνα των νευρικών δικτύων, η τεχνιτή νοηµοσύνη και η µηχανολογία, η κβαντοµηχανική και τα µαθηµατικά, η ζωολογία και ηθολογία, µέχρι την ανθρωπολογία και την φιλοσοφία του νού, συγκλίνουν στη µελέτη ενός φαινοµένου, το οποίο, όσο κι αν κατ εξοχήν «ανθρωποποιεί» τον άνθρωπο, µέχρι πρόσφατα εξοβελίζονταν περιφρονητικά από την νόµιµη επιστηµονική έρευνα ως «υποκειµενικό» ή απλώς «σκέτη απελπισία». Πράγµατι, για το µεγαλύτερο µέρος του 20 ου αιώνα η συνείδηση υπήρξε το αποπαίδι των επιστηµών. Παρ όλο που θ ανέµενε κανείς, ιδίως από την ψυχολογία και τις νευροεπιστήµες ν αναδείξουν την συνείδηση ως πρόβληµα προταρχικής σπουδαιότητας, τούτο δεν συνέβη για διάφορους λόγους, ένας από τους κυριώτερους των οποίων ήταν µεθοδολογικός: θεωρείτο ως ανυπέρβλητο εµπόδιο ή αντικειµενική µελέτη, κατά τον τρόπο των φυσικών επιστηµών, ενός φαινοµένου που η ουσία του είναι κατ εξοχήν υποκειµενική. Η σύγχρονη επιστήµη θεµελιώθηκε και αναπτύσσεται στη βάση της αντικειµενικότητας και του εξοβελισµού της υποκειµενικότητας # η τελευταία όταν εξετάζεται επιστηµονικά, πάντοτε
αναλύεται ως αντικείµενο, δεν υπεισέρχεται στους όρους της εξήγησης. Στην καλύτερη περίπτωση, λοιπόν, οι επιστήµονες απέφευγαν επιµελώς ν ασχολούνται µ ένα φαινόµενο µη µετρήσιµο, σαν την συνείδηση, για το οποίο µόνον ενδοσκοπικά µπορούσε να µιλήσει κανείς και την παρέδιδαν στους φιλοσόφους # στη χειρότερη περίπτωση, αρνούνταν ξεκάθαρα την ύπαρξή της (π.χ. η συµπεριφοριστές) # σε µία ενδιάµεση θέση, πολλοί την θεωρούσαν εξελικτικό επιφαινόµενο άνευ σηµασίας (κάτι σαν τη «σφυρίχτρα της ατµοµηχανής») και την απάλειφαν από τα µητρώα των νόµιµων προβληµάτων ή παρέπεµπαν την εξήγησή της στις καλένδες. Αυτή η κατάσταση πραγµάτων πρόσφατα έχει αλλάξει εντυπωσιακά. Κάθε επιστήµη, για τις ανάγκες της εσωτερικής ανάπτυξής της, περιλαµβάνει πλέον την συνείδηση στα υπό εξήγηση προβλήµατά της. Έτσι, οι νευροεπιστήµες, έχοντας πάψει να ταυτίζουν τη συνείδηση µε την εγρήγορση, προχωρούν προσεκτικά αντιµετωπίζοντας (κυρίως) τη συνείδηση των φαινοµένων σαν άλλο ένα µόρφωµα της αγκεφαλικής λειτουργίας και επιχειρούν να προσδιορίσουν δοµές και µηχανισµούς που να συσχετίζονται µε πλευρές της συνείδησης, αλλά και να εξηγήσουν θεµελιώδη φαινοµενολογικά χαρακτηριστικά της, όπως π.χ. η συνένωση των επιµέρους στοιχείων σε ένα οµοιογενές βίωµα του παρόντος. Η γνωστική ψυχολογία επανέφερε τη συνείδηση στην ηµερήσια διάταξη της ψυχολογίας και διερευνά τις πολλαπλές ιδιότητές της υπό πληροφοριοεπεξεργαστικούς (κυρίως) όρους. Η κβαντοµηχανική βλέπει στη συνείδηση την αδυναµία της κλασικής φυσικής να δικαιολογήσει θεµελιώδεις πλευρές της συνείδησης, όπως ο µη τοπικός χαρακτήρας του ενιαίου βιώµατος και η ενδεχόµενη πιθανοκρατική φύση των δυνητικών βιωµάτων µας, και φιλοδοξεί να δώσει µια ολιστική περιγραφή της σχέσης νού ύλης, προτείνοντας µάλιστα υπονευρονικές δοµές, στις οποίες, µπορεί να συµβαίνει η συνεκτική
επαλληλία των καταστάσεων και η κατάρρευση της κυµατοσυνάρτησης σε µία (συνειδητή) κατάσταση. Η συνδετιστική τεχνητή νοηµοσύνη αποπειράται να δώσει έναν υπολογιστικό απολογισµό της συνείδησης και ν απαντήσει στην πρόκληση της δηµιουργίας τεχνητής συνείδησης και ούτω καθεξής. Αναπτύσσονται ποικίλες µεθοδολογίες για την εξέταση της συνείδησης, από τα ευφυή πειράµατα των νευροφυσιολόγων και των νευροψυχολόγων µέχρι τη χρήση της ΡΕΤ και της fmri και µέχρι τα προσοµοιωµένα µοντέλα νευρικών δικτύων και τα σκεπτικά πειράµατα των φιλοσόφων. Η συνείδηση (επαν)εµφανίστηκε, για να µείνει αυτή τη φορά. Τι είναι αυτό, όµως, που πρέπει να εξηγηθεί; Γιατί είναι σηµαντική η εξήγηση της συνείδησης, κυρίως από τις νευροεπιστήµες και την ψυχολογία που µας αφορούν ιδιαίτερα; Πρωταρχικά, επειδή παραπέµπει άµεσα σε ένα από τα µεγάλα «µυστήρια» της ανθρώπινης κατανόησης, τη σχέση νου εγκεφάλου ή, αλλιώς, στο «ζόρικο» ερώτηµα του πώς φαινόµενα υλικής τάξης συνδέονται αιτιακά µε φαινόµενα νοητικής τάξης και για ποιού είδους (και πόσες) πραγµατικότητες µιλούµε. Η αποσαφήνιση αυτού του θέµατος στα καθέκαστά του θέτει και το πλαίσιο, µέσα στο οποίο κινούνται οι αντιλήψεις και στον δικό µας τοµέα. Γιατί µπορεί µεν ο καρτεσιανός δυϊσµός να αποτελεί (ένδοξο) παρελθόν για τους περισσότερους επιστήµονες σήµερα,όµως συνεχίζει να επιβιώνει συγκαλυµµένος και στον δικό µας κλάδο, αναπαράγοντας ανώφελες σχάσεις και δίνοντας στην ψυχιατρική µια κατακερµατισµένη εικόνα συνονθυλεύµατος από αταίριαστα στοιχεία που επιζητούν δόµηση. Η κατανόηση της συνείδησης απαιτεί την διατύπωση µιας συνολικής θεωρίας του ανθρώπινου εγκεφάλου και η ανάγκη αυτή είναι τώρα επιτακτική για όλους όσοι είναι, σαν τον γράφοντα, ανυποχώρητα υλιστές. Εξίσου σηµαντικά, όµως, µιά τέτοι θεωρία θα καταστήσει παρωχηµένες τις υπεραπλουστευτικά αναγωγιστικές
τοποθετήσεις επειδή, µεταξύ άλλων, µιά συνολική εξήγηση της συνείδησης φαίνεται ότι δεν θα περιορίζεται στον επιµέρους ατοµικό εγκέφαλο και τις διεργασίες του που «εκκρίνουν» συνείδηση, αλλά θα λαµβάνει υπ όψη κοινότητες εγκεφάλων οι οποίοι, ως ανοιχτά συστήµατα, επικοινωνούν µεταξύ τους κι αλληλοκαθορίζονται στη βάση της πλαστικότητάς τους µέσα από τη µάθηση και τη διαντίδραση µε ένα εξελισσόµενο corpus πολιτισµικών πληροφοριών : η συνείδηση, λοιπόν, είναι ταυτόχρονα και κοινωνική. Αυτή η κοινωνική διαµόρφωσή της, όµως, δεν τείνει προς την εξίσωση και την οµογενοποίηση αλλά παγιώνει την αίσθηση της ατοµικότητας καθενός µας # όπως δύο εγκέφαλοι ποτέ δεν είναι πανοµοιότυποι, έτσι και δύο συνειδήσεις ποτέ δεν είναι πανοµοιότυπες ακόµη και στην βίωση της ίδιας συγκυρίας. Όλα αυτά ίσως να φάινονται πολύ αφηρηµένα και θεωρητικά για µία πρακτική και εφαρµοσµένη επιστήµη σαν την ψυχιατρική. Είναι αλήθεια ότι µπορεί να γίνει πολλή ψυχιατρική και δίχως κανένα επεξεργασµένο µοντέλο της συνείδησης όπως και οι τεχνικές επίδεσης των τραυµάτων συνεχίζουν να εφαρµόζονται παράλληλα µε τις πιο λεπτές και περίπλοκες ιατρικές παρεµβάσεις που βασίζονται σε «µεγάλα» εξηγητικά µοντέλα. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να ξεχνούµε πόσο διαποτισµένη από θεωρία είναι ακόµη και η απλή καθηµερινή πρακτική της ψυχιατρικής. Κι όπως έχει ορθά παρατηρηθεί, δεν υπάρχει τίποτε πιο πρακτικό από µία ρωµαλέα θεωρία. Αυτή είναι η πρόκληση, λοιπόν : η πολύ επιστηµονική προσπάθεια να δοµηθεί ένα µοντέλο που να περιγράφει τη συνολική λειτουργία του εγκεφάλου, τόσο στη δηµόσια (αντικειµενική) όψη του όσο και στην ιδιωτική (βιωµατική) όψη του. Αυτό, άλλωστε, το πρόβληµα αντιµετωπίζουµε καθηµερινά ως ψυχίατροι, όταν αντιµετωπίζουµε την ψυχική πραγµατικότητα των ασθενών µας και µια τέτοια συνολική θεωρία
χρειαζόµαστε. Η κατανόηση της συνείδησης υπό σύγχρονους, πολλοί επιστηµονικούς, όρους θα αλλάξει και την οπτική µας για τις ψυχικές διαταραχές : ήδη αρκετοί ερευνητές θεωρούν π.χ. τη σχιζοφρένεια, τις διασχιστικές διαταραχές, ακόµη και την ψυχαναγκαστική καταναγκαστική και άλλες ψυχικές διαταραχές, διαταραχές της συνείδησης, παράλληλα µε νευροψυχολογικές διαταραχές σαν τα σύνδροµα ηµισφαιρικής αποσύνδεσης, της νοσοαγνωσίας, της τυφλής όρασης, ακόµη και της αφασίας κ.ά. Ακόµη, ο απολογισµός της αυτοσυνείδησης ή αυτεπίγνωσης, ως συστατικού στοιχείου της συνολικής δοµής της συνείδησης, θα µας επιτρέψει να διατυπώσουµε µε αλλαγµένους όρους τη σηµαντικότατη για µας έννοια του εαυτού. Η αλλαγή στις αντιλήψεις θα επιφέρει αλλαγές και στις πρακτικές : και αυτό συνολικά θα οδηγήσει σε αλλαγές του ρόλου µας ως ψυχιάτρων. εν πρόκειται, βέβαια, γι αλλαγές που θα συντελεστούν άµεσα ή/και αβίαστα : πρόκειται για µία διεργασία που συνεπάγεται συγκρούσεις και θα κρατήσει καιρό, αλλά πια έχει ξεκινήσει. Θα ήθελα να τελειώσω µε µία προκλητική δήλωση : Ζούµε µάλλον το τέλος της προϊστορίας της ψυχιατρικής # δεν µας εξυπηρετούν πια οι (επικοί) µύθοι και οι τελετουργικές ενασκήσεις τους. Τηρουµένων των αναλογιών, η κατανόηση της συνείδησης µπορεί να γίνει πολιτισµική καινοτοµία της «γραφής», µέσα από την οποία θα παρακολουθούµε, µε ιστορικούς όρους, το ξετύλιγµα των σχέσεων εγκεφάλου νού κουλτούρας. Σ. Ντώνιας