ΤΡΙΠΤΑΕΡΓΑΛΕΙΑΑΠΟΤΗΝΕΟΛΙΘΙΚΗΘΕΣΗ ΤΗΣΤΟΥΜΠΑΣΚΡΕΜΑΣΤΗΣΚΟΙΛΑΔΑΣ

Μέγεθος: px
Εμφάνιση ξεκινά από τη σελίδα:

Download "ΤΡΙΠΤΑΕΡΓΑΛΕΙΑΑΠΟΤΗΝΕΟΛΙΘΙΚΗΘΕΣΗ ΤΗΣΤΟΥΜΠΑΣΚΡΕΜΑΣΤΗΣΚΟΙΛΑΔΑΣ"

Transcript

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑΙΣΤΟΡΙΑΣΚΑΙΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣΚΑΙΙΣΤΟΡΙΑΣΤΗΣΤΕΧΝΗΣ ΤΡΙΠΤΑΕΡΓΑΛΕΙΑΑΠΟΤΗΝΕΟΛΙΘΙΚΗΘΕΣΗ ΤΗΣΤΟΥΜΠΑΣΚΡΕΜΑΣΤΗΣΚΟΙΛΑΔΑΣ ΔΑΝΑΗΧΟΝΔΡΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ:Σ.Μ.ΒΑΛΑΜΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ2010

2 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΡΙΠΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΜΠΑΣ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ ΔΑΝΑΗ ΧΟΝΔΡΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Σ. Μ. ΒΑΛΑΜΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010

3 Ημερομηνία έγκρισης: Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα.

4 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Κατάλογος πινάκων εικόνων γραφημάτων Πίνακας συντομογραφιών Ευχαριστίες Εισαγωγή ΕΝΟΤΗΤΑ Α : ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ 1. ΤΡΙΠΤΗ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 1.1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΤΡΙΠΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 2.1. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΡΙΠΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ «ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ» ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΕΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΙΧΝΩΝ ΧΡΗΣΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : ΤΑ ΤΡΙΠΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΜΠΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ 3. ΤΟΥΜΠΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ: Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑ 3.1. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΙΤΡΙΝΗ ΛΙΜΝΗ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΤΟΥΜΠΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ: ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ [I]

5 ΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ Η ΤΡΙΠΤΗ ΕΡΓΑΛΕΙΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥΜΠΑΣ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ 4.1. ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΜΕ ΚΟΨΗ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ Α. ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ («ΜΥΛΟΠΕΤΡΕΣ») Β. ΤΡΙΒΕΙΑ Γ. ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΑΘΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΤΡΙΒΗΣ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ Δ. A POSTERIORI ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ Ε. A POSTERIORI ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΣΤ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ «ΑΚΟΝΙ» ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ («ΤΡΙΠΤΗΡΕΣ») Β. ΛΕΙΑΝΤΗΡΕΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΕΣ Γ. ΒΟΤΣΑΛΑ ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΣΑΦΗ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ Δ. ΤΜΗΜΑΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΧΡΗΣΗ Ε. «ΧΡΩΜΑΤΟΤΡΙΠΤΗΣ» ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΡΟΥΣΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ ΓΟΥΔΟΧΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ [II]

6 ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΕΡΥΘΡΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΙΧΝΗ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗ ΘΡΑΥΣΜΕΝΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑ Γ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6.ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6.1. ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΡΙΠΤΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΛΙΘΙΝΑ ΤΡΙΠΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΔΩΔΙΜΩΝ ΥΛΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ ΧΡΩΣΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΗΣ ΤΟΥΜΠΑΣ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ/ΑΠΟΘΕΣΗΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ Βιβλιογραφία ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: Πίνακες και γραφήματα Πίνακες αναλύσεων (SEM EDS) ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: Ευρετήριο αντικειμένων ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3: Εικόνες [III]

7 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ ΕΝΤΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Εικόνα 3.1.1: Τοπογραφικό διάγραμμα του γηλόφου γνωστού ως «Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας» (2), της θέσης της ανασκαφής του 1996 (2α) και της ανασκαφής του 1998/1999 (1) (εικόνα από Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Εικόνα 3.2.1: Χάρτης με τη θέση του οικισμού της Τούμπας Κρεμαστής και των μέχρι το 1994 γνωστών οικισμών (Νο 1 14) της Κίτρινης Λίμνης και της ευρύτερης περιοχής Λεκάνη Κίτρινης Λίμνης και κοιλάδα μέσου ρου του Αλιάκμονα (εικόνα από Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Γράφημα 4.1.1: Κατανομή των ευρημάτων τριπτής εργαλειοτεχνίας στους υπό εξέταση λάκκους. Γράφημα 4.1.2: Γραφική απόδοση της σύνθεσης του υπό μελέτη υλικού. Γράφημα 4.1.3: Αριθμητική αντιπροσώπευση των διαφόρων εργαλειακών κατηγοριών στο υπό μελέτη σύνολο. Γράφημα 4.1.4: Γραφική απεικόνιση της κατανομής των ακέραιων εργαλείων με κόψη βάσει του μήκους τους. Γράφημα 4.1.5: Απεικόνιση του λόγου πλάτους/πάχους για κάθε ακέραιο εργαλείο με κόψη. Γράφημα 6.3.1: Γραφική απεικόνιση της αριθμητικής αναλογίας τεχνέργων στρατηγικού και ευκαιριακού σχεδιασμού ανά εργαλειακή κατηγορία. Γράφημα 6.3.2: Γραφική απόδοση του ποσοστού των εργαλείων προς ή σε επανάχρηση ως προς το σύνολο του υπό μελέτη υλικού σε ακέραιες μονάδες. Γράφημα 6.3.3: Ποσοστό εργαλείων προς ή σε επανάχρηση ανά εργαλειακή κατηγορία. Γράφημα 6.4.1: Ποσοστιαία κατανομή ευρημάτων ανά χρονολογικό στρώμα. Γράφημα 6.4.2: Ποσοστιαία κατανομή ευρημάτων ανά λάκκο. Γράφημα 6.5.1: Αναλογία θραυσμένων ακέραιων τεχνέργων ανά εργαλειακή κατηγορία. Γράφημα 6.5.2: Ποσοτική και αριθμητική αναλογία τεχνέργων με και χωρίς ίχνη καύσης. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 Α. Πίνακας αντικειμένων Πίνακας Α2: Κατανομή των εργαλειακών τύπων στους υπό μελέτη λάκκους, σε αριθμητικές και ποσοστιαίες μονάδες. Πίνακας Α3: Σύσταση του υπό μελέτη υλικού εργαλειακοί τύποι και αντιπροσώπευσή τους. Γράφημα Α1: Ποσοτική σύνθεση της κατηγορίας των παθητικών εργαλείων τριβής. Γράφημα Α2: Ποσοτική σύνθεση της κατηγορίας των ενεργητικών στελεχών τριβής. [IV]

8 Γραφήματα Α3 Α12: Αριθμητική και ποσοστιαία γραφική απόδοση των τριπτών ευρημάτων ανά λάκκο. Γράφημα Α13: Είδη πρώτων υλών και ποσοτική αντιπροσώπευσή τους στο σύνολο του υπό εξέταση υλικού. Πίνακας λάκκων Β. Αναλύσεις σε μικροσκόπιο SEM EDS Πίνακας Β1: Ανάλυση δειγμάτων της πιθανής χρωστικής ουσίας από τρία διαφορετικά σημεία της επιφάνειας του ακ Εντοπιζόμενα χημικά στοιχεία: μαγνήσιο, αργίλιο, πυρίτιο, ασβέστιο, χρώμιο, μαγγάνιο, σίδηρος και οξυγόνο. Πίνακας Β2: Ανάλυση δειγμάτων από τρία διαφορετικά σημεία της επιφάνειας του ακ.1845 με την ιδιάζουσα διαμόρφωση. Εντοπιζόμενα χημικά στοιχεία: μαγνήσιο, αργίλιο, πυρίτιο, κάλιο, ασβέστιο, μαγγάνιο, σίδηρος και οξυγόνο. Πίνακας Β3: Ανάλυση δειγμάτων από τέσσερα διαφορετικά σημεία του ακ.1845, δύο από την επιφάνεια με την ιδιάζουσα διαμόρφωση (Νο 3 και 4) και δύο από την επιφάνεια θραύσης του πετρώματος (Νο 5 και 6). Εντοπιζόμενα χημικά στοιχεία: νάτριο, μαγνήσιο, αργίλιο, πυρίτιο, θείο, χλώριο, κάλιο, ασβέστιο, τιτάνιο, σίδηρος και οξυγόνο. Πίνακας Β4: Ανάλυση δειγμάτων από τρία διαφορετικά σημεία του ακ.616. Εντοπιζόμενα χημικά στοιχεία: μαγνήσιο, αργίλιο, πυρίτιο, σίδηρος, οξυγόνο. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 Εικόνα 1: Γενικό σχέδιο της ανασκαφής 1998/1999. Σε κόκκινο πλαίσιο οι λάκκοι προέλευσης του υπό εξέταση υλικού (αρχική εικόνα από: Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Εικόνα 2: Λεπτομέρεια του ανασκαφικού σχεδίου οι υπό εξέταση λάκκοι. Εικόνα 3: Στρώμα Δ Χωρική κατανομή των λάκκων του στρώματος (εικόνα από Χονδρογιάννη Μετόκη 2009) Εικόνα 4: Στρώμα Γ Χωρική κατανομή των λάκκων του στρώματος (εικόνα από Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Εικόνα 5: Στρώμα Β Χωρική κατανομή των λάκκων του στρώματος (εικόνα από Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Εικόνα 6: Στρώμα Α Χωρική κατανομή των λάκκων του στρώματος (εικόνα από Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Εικόνα 7: Άποψη του χώρου. Η θέση του γηλόφου (μπροστά) και της ανασκαφής του 1998/1999 (πίσω) (εικόνα από Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Εικόνα 8: Στρωματογραφική κατανομή του συνόλου των λάκκων (εικόνα από Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Εικόνα 9: Πυθμένας του λάκκου 240 κατά τόπους καμένος (εικόνα από Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). [V]

9 Εικόνα 10: Λάκκος 430 (εικόνα από Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Εικόνα 11 α και β: Τούμπα Κρεμαστή Κοιλάδα πλάνα από την ανασκαφή του 1999 (εικόνες από Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Εικόνα 12: Σχεδιαστική απόδοση του τρόπου οριοθέτησης των επιφανειών ενός τεχνέργου (εικόνα από Risch 2002). Εικόνα 13: Μορφολογική αντιστοιχία των δύο στελεχών του εργαλειακού ζεύγους τριβής άλεσης. Διαφορετικές εκδοχές συμπληρωματικής διαμόρφωσης των επιφανειών χρήσης τους (αρχική εικόνα από Delgado Raack 2008). Εικόνα 14: ακ.2025 Α posteriori παθητικό εργαλείο τριβής με κοίλανση. Γραμμίδια παράλληλα προς τον άξονα μήκους του εργαλείου. Εικόνες 15 και 16: ακ.1745 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Επιπεδοποίηση των κόκκων του πετρώματος και βαθύνσεις λόγω αφαίρεσης εγκλεισμάτων και φυσικής διαμόρφωσης του υλικού. Εικόνες 17 και 18: ακ.2088 Βότσαλο με ενεργητική τριπτική λειτουργία. Στίλβη και πυκνά γραμμίδια κοινού προσανατολισμού. Εικόνα 19: ακ.2407 Εργαλείο με κόψη. Μικροαπολεπίσεις στο ενεργό άκρο. Εικόνες 20 και 21: ακ.2441 Παθητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Επιφάνεια με έντονη αποσάθρωση. Εικόνες 22 και 23: ακ.1845 Τμήμα εργαλείου τριβής άλεσης σε δεύτερη χρήση. Λεπτομέρεια από την επιφάνεια με την ιδιαίτερη διαμόρφωση. Εικόνα 24: Εργαλεία με κόψη. Από αριστερά ακ.2968, 1993, 2212, Εικόνα 25: Εργαλεία με κόψη μικρών διαστάσεων. Από αριστερά ακ.2913, 1838, Εικόνα 26: Εργαλεία με κόψη. Από αριστερά ακ.4106, 1965, Εικόνα 27: ακ.1838 Εργαλείο κόψης μικρών διαστάσεων. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 28: ακ.1965 Εργαλείο με κόψη. Εμπρόσθια, πλευρική, οπίσθια όψη και τομή κατά μήκος. Εικόνα 29: ακ.2407 Εργαλείο με κόψη. Τομή κατά μήκος, εμπρόσθια, πλευρική, οπίσθια επιφάνεια και κόψη. Εικόνα 30: ακ.2913 Εργαλείο με κόψη μικρών διαστάσεων. Εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη, φτέρνα και κόψη. Εικόνα 31: ακ.4106 Εργαλείο με κόψη. Εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη και κόψη. Εικόνα 32: ακ Εργαλείο με κόψη σε στάδιο επανασχεδιασμού. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 33: ακ.2060 Εργαλείο με κόψη. Εμπρόσθια όψη. Εικόνα 34: ακ.2328 Εργαλείο με κόψη. Εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη και φτέρνα (σχέδιο Θ. Βακουφτσή). Εικόνα 35: ακ.3272 Εργαλείο με κόψη. Εμπρόσθια και οπίσθια επιφάνεια. [VI]

10 Εικόνα 36: ακ.1966 Ημίεργο εργαλείο με κόψη. Εμπρόσθια επιφάνεια. Εικόνα 37: ακ.4842 Ημίεργο εργαλείο με κόψη. Εμπρόσθια επιφάνεια. Εικόνα 38: ακ.2967 Ημίεργο εργαλείο με κόψη. Εμπρόσθια, δεξιά πλευρική, οπίσθια επιφάνεια και τομή κατά μήκος. Εικόνα 39: ακ Ημίεργο. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 40: ακ Ημίεργο. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 41: ακ.1957 Εργαλείο με κόψη. Τομή κατά πλάτος, εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη. Εικόνα 42: ακ.1993 Εργαλείο με κόψη. Εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη. Εικόνα 43: ακ.2212 Εργαλείο με κόψη. Τομή κατά πλάτος, εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη. Εικόνα 44: ακ.2968 Εργαλείο με κόψη. Εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη. Εικόνα 45: ακ.2405 Παθητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 46: ακ.2405 Παθητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Τομή κατά πλάτος, εμπρόσθια ενεργή επιφάνεια και τομή κατά μήκος. Εικόνες 47 και 48: ακ Λεπτομέρειες από την αριστερή πλευρική επιφάνεια. Εικόνες 49 και 50: ακ.2369 Παθητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας και αριστερή πλευρική όψη. Εικόνα 51: ακ.1971 Παθητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια ενεργή όψη, κατά μήκος τομή και οπίσθια επιφάνεια. Εικόνα 52: ακ.2066 Παθητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνες 53 και 54: ακ.2353 Παθητικό εργαλείο τριβής. Εμπρόσθια όψη και πλάγια λήψη. Εικόνα 55: ακ.2410 Παθητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη και τομή κατά πλάτος. Εικόνες 56 και 57: ακ.1863 Παθητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας και οπίσθια όψη. Εικόνα 58: ακ.1752 Παθητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας και οπίσθια όψη. Εικόνα 59: ακ.2441 Παθητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Τομή κατά μήκος και εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας. Εικόνα 60: ακ Τριβείο. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 61: ακ Τριβείο. Εικόνα 62: ακ.1810 Τριβείο. [VII]

11 Εικόνα 63: ακ.2122 Παθητικό εργαλείο τριβής, ειδική κατηγορία. Εμπρόσθια, οπίσθια όψη και τομή κατά πλάτος. Εικόνα 64: ακ.3158 Παθητικό εργαλείο τριβής, ειδική κατηγορία. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 65: ακ.1812 Παθητικό εργαλείο τριβής, ειδική κατηγορία. Εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας και τομή κατά πλάτος. Εικόνα 66: ακ.1889 Παθητικό εργαλείο τριβής με κοίλανση, ειδική κατηγορία. Εικόνα 67: ακ.1821 Παθητικό εργαλείο τριβής, ειδική κατηγορία. Τομή κατά μήκος, εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας και πλευρική όψη. Εικόνα 68: ακ.2236 A posteriori παθητικό εργαλείο τριβής. Τομή κατά πλάτος και κατά μήκος, εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 69: ακ.2025 A posteriori παθητικό εργαλείο τριβής. Κατά πλάτος τομή, εμπρόσθια όψη, κατά μήκος τομή και οπίσθια επιφάνεια Εικόνα 70: ακ.1751 A posteriori παθητικό εργαλείο τριβής. Τομή κατά μήκος, εμπρόσθια όψη, τομή κατά πλάτος. Εικόνα 71: ακ Εικόνα 72: ακ.2061 Ακόνι. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη, επάνω και κάτω τομή κατά πλάτος. Εικόνα 73: ακ.1867 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Τομή κατά πλάτος και κατά μήκος, εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας και οπίσθια όψη. Εικόνα 74: ακ.3075 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη. Εικόνα 75: ακ.2969 Πλευρικό θραύσμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια, τομή κατά μήκος και οπίσθια όψη. Εικόνα 76: ακ.2402 Πλευρικό απολέπισμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας, τομή κατά μήκος και οπίσθια όψη. Εικόνα 77: ακ.2085 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη Εικόνα 78: ακ.2376 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας και τομή κατά πλάτος. Εικόνα 79: ακ.1745 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια, κατά μήκος τομή, οπίσθια όψη. Εικόνα 80: ακ.4108 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 81: ακ.1885 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια χρήσης, τομή κατά μήκος, οπίσθια επιφάνεια χρήσης και τομή κατά πλάτος. Εικόνα 82: ακ.1783 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Πλάγια όψη και εμπρόσθια επιφάνεια χρήσης. [VIII]

12 Εικόνα 83: ακ.4897 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη και τομή κατά πλάτος. Εικόνα 84: ακ.1811 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια εργασίας και τομή κατά πλάτος. Εικόνα 85: ακ.2974 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια ενεργή και οπίσθια παθητική όψη, τομή κατά μήκος. Εικόνα 86: ακ.2974 Λεπτομέρεια διαμόρφωσης ακμών. Εικόνα 87: ακ Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια επιφάνεια χρήσης, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη και τομή κατά πλάτος. Εικόνα 88: ακ.1900 Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 89: ακ.1828 Πλευρικό θραύσμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης. Εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη. Εικόνα 90: ακ.1946 Πλευρικό θραύσμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης. Εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη Εικόνα 91: ακ.2062 Πλευρικό θραύσμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης. Εμπρόσθια, οπίσθια όψη και πλάγια λήψη. Εικόνα 92: ακ.1908 Εργαλείο λείανσης. Ενεργή επιφάνεια και πλάγια όψη (σχέδιο σε κλίμακα 1:1 Δ. Γκουλιάφας). Εικόνα 93: ακ.1983 Εργαλείο λείανσης/στίλβωσης. Ενεργή επιφάνεια. Εικόνα 94: ακ.3100 Εργαλείο λείανσης. Ενεργή επιφάνεια. Εικόνα 95: ακ.4880 Εργαλείο λείανσης/στίλβωσης. Εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος, οπίσθια όψη. Εικόνα 96: ακ.4107 Εργαλείο λείανσης/στίλβωσης. Εμπρόσθια ενεργή όψη και οπίσθια παθητική. Εικόνα 97: ακ.2022 Κομμάτι σχιστώδους πετρώματος. Μία πλατιά όψη. Εικόνα 98: ακ.4040 Κομμάτι σχιστώδους πετρώματος. Μία πλατιά όψη. Εικόνα 99: ακ.1817 Βότσαλο. Εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος και οπίσθια όψη. Εικόνα 100: ακ.1901 Βότσαλο. Εμπρόσθια όψη, τομή κατά μήκος και οπίσθια όψη. Εικόνα 101: ακ.1955 Βότσαλο. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 102: ακ.1845 Εργαλείο τριβής σε δεύτερη χρήση. Τομή κατά μήκος, εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 103: ακ.3050 Χρωματοτρίπτης. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνες 104 και 105 : ακ.3050 το πιθανό ίχνος χρωστικής ουσίας. Εικόνα 106: ακ.1793 Αδιάγνωστο τριπτό τέχνεργο. Πλευρική όψη, εμπρόσθια, τομή κατά μήκος και οπίσθια επιφάνεια. [IX]

13 Εικόνα 107: ακ.3153 Μεγάλο απολέπισμα αδιάγνωστου εργαλείου. Εμπρόσθια και οπίσθια επιφάνεια. Εικόνα 108: ακ.2266 Μεγάλο απολέπισμα αδιάγνωστου εργαλείου. Εμπρόσθια και οπίσθια επιφάνεια. Εικόνα 109: ακ.2238 Ημίεργο αδιάγνωστο εργαλείο. Εμπρόσθια, πλευρική και οπίσθια όψη. Εικόνα 110: ακ.2277 Ημίεργο αδιάγνωστο εργαλείο. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 111: ακ Απολέπισμα. Εικόνες 112 και 113: ακ.1891 Λεπιδόσχημο απολέπισμα. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 114: ακ.2103 Απολέπισμα. Εικόνα 115: ακ.4866 Απολέπισμα. Εικόνες 116 και 117: ακ.1960 Απολέπισμα. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη. Εικόνα 118: ακ.1849 Εργαλείο κρούσης. Σωζόμενη επιφάνεια χρήσης. Εικόνα 119: ακ.4815 Εργαλείο κρούσης. Σωζόμενη επιφάνεια χρήσης. Εικόνα 120: ακ.1950 Εργαλείο κρούσης. Σωζόμενη επιφάνεια χρήσης. Εικόνα 121: ακ.2267 Εργαλείο κρούσης. Σωζόμενη επιφάνεια χρήσης. Εικόνα 122: ακ.4881 Εργαλείο κρούσης. Δύο από τις επιφάνειες χρήσης. Εικόνα 123: ακ.2988 Εργαλείο κρούσης. Ενεργό άκρο. Εικόνα 124: ακ.1860 Εργαλείο κρούσης. Εμπρόσθια και οπίσθια ενεργή όψη και κατά πλάτος τομή. Εικόνα 125: ακ.2012 Γουδοχέρι. Εμπρόσθια και οπίσθια όψη, άνω άκρο και κάτω ενεργό. Εικόνα 126: ακ.1818 Εργαλείο τριβής κρούσης. Τρεις ενεργές όψεις. Εικόνα 127: ακ.2014 Εργαλείο τριβής κρούσης. Εμπρόσθια επιφάνεια χρήσης και πλευρικές όψεις. Εικόνα 128: ακ.4803 Εργαλείο τριβής κρούσης. Εμπρόσθια, οπίσθια όψη και δύο ενεργά άκρα. Εικόνα 129: ακ.2409 Εργαλείο τριβής κρούσης. Εμπρόσθια, οπίσθια και πλευρική όψη. Εικόνα 130: ακ.2059 Εργαλείο τριβής κρούσης. Εμπρόσθια, οπίσθια όψη και δύο ενεργά άκρα. Εικόνα 131: Σχεδιαστική απόδοση των διαφόρων μορφολογικών τύπων ενεργών άκρων που προέκυψαν μέσω της χρήσης στο πλαίσιο πειραμάτων του B. Poissonnier (εικόνα από Poissonnier 2002). Εικόνες 132 και 133: Φωτογραφίες του εργαλειακού τύπου 1 (εικ.131). Προφίλ και λεπτομέρεια του ενός ενεργού άκρου (εικόνες από Poissonnier 2002). Εικόνα 134: Θραύσματα ερυθρόχρωμων πετρωμάτων. Εικόνα 135: ακ.614 Θραύσμα ερυθρόχρωμου πετρώματος και σχεδιαστική απόδοση εμπρόσθιας όψης, τομής κατά μήκος και οπίσθιας επιφάνειας (σχέδιο Θ. Βακουφτσή). [X]

14 Εικόνα 136: ακ.615 Θραύσμα ερυθρόχρωμου πετρώματος και σχεδιαστική απόδοση εμπρόσθιας όψης και τομής κατά μήκος (σχέδιο Θ. Βακουφτσή). Εικόνα 137: Λεπτομέρεια από τα ίχνη στην επιφάνεια του ακ.615, θραύσματος ερυθρόχρωμου πετρώματος. Εικόνα 138: Λεπτομέρεια από τα ίχνη στην επιφάνεια του ακ.617, θραύσματος ερυθρόχρωμου πετρώματος. Εικόνα 139: Γραμμίδια στην επιφάνεια βοτσάλου που προέκυψαν πειραματικά μέσω της τριβής ξερού δέρματος με την παρεμβολή ώχρας (μεγέθυνση 5x) (εικόνα από González & Ibáñez 2002). Εικόνα 140: Γραμμίδια (μεγέθυνση 17x) (εικόνα από González & Ibáñez 2002). ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΝ ΜΝ ΝΝ ΤΝ ΕΧ ΠΕΧ Αρχαιότερη Νεολιθική Μέση Νεολιθική Νεότερη Νεολιθική Τελική Νεολιθική Εποχή Χαλκού Πρώιμη Εποχή Χαλκού [XI]

15 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ολοκληρώνοντας την εργασία αυτή δεν θα μπορούσα παρά να ευχαριστήσω όλους εκείνους τους ανθρώπους που, ο καθένας με τον τρόπο του, στάθηκαν καθοριστικής σημασίας στην περάτωσή της. Πρώτα από όλα οφείλω θερμές ευχαριστίες στην επιβλέπουσα καθηγήτρια μου Σ. Μ. Βαλαμώτη, της οποίας το ενδιαφέρον ήταν πολύ περισσότερο από απλά επαγγελματικό. Η καθοδήγησή της καθόλη τη διάρκεια της έρευνάς μου υπήρξε πολύτιμη. Επίσης στην ανασκαφέα της θέσης Α. Χονδρογιάννη Μετόκη για την παραχώρηση του υλικού, αλλά και για την βοήθειά της κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Κοζάνη και καταγραφής του υλικού μου. Η συνεργασία μαζί της υπήρξε μία όμορφη εμπειρία. Θέλω να εκφράσω την τεράστια ευγνωμοσύνη μου απέναντι στην Α. Στρούλια, καθηγήτρια του πανεπιστημίου της Indiana, για την συμπαραχώρηση τμήματος του υλικού μελέτης της αλλά κυρίως γιατί στάθηκε πλάι μου σαν δασκάλα και συνάμα φίλη. Οι πολυάριθμες, γεμάτες ενδιαφέρον συζητήσεις μας και οι συμβουλές της υπήρξαν ανεκτίμητες. Πρέπει να ευχαριστήσω ακόμη τη Λ. Παπαδοπούλου, λέκτορα του Τομέα Ορυκτολογίας Πετρολογίας Κοιτασματολογίας του τμήματος Γεωλογίας του Α.Π.Θ., για τις αναλύσεις που πραγματοποίησε στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM EDS) και για τη γενικότερη βοήθειά της. Επίσης την Α. Ράσσιου, γεωλόγο του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, για την μακροσκοπική ταυτοποίηση των πρώτων υλών μέρους του υλικού μου. Ευχαριστίες οφείλω επίσης στην καθηγήτρια του πανεπιστημίου του Βόλου Α. Μουνδρέα Αγραφιώτη και στον καθηγητή του πανεπιστημίου Autònoma της Βαρκελώνης R. Risch, για την βοήθεια τους στα πρώτα μου βήματα στο χώρο της έρευνας της τριπτής εργαλειοτεχνίας. Τέλος, δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου απέναντι στην οικογένεια και τους φίλους μου για την αμέριστη συμπαράσταση και ενθάρρυνση που μου προσέφεραν καθόλη τη διάρκεια της μελέτης μου, και ιδιαίτερα τον πατέρα μου που υπήρξε ο πιο υπομονετικός συμπορευτής μου. [XII]

16 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στην παρούσα εργασία επιχειρείται μία αναλυτική παρουσίαση τμήματος της λίθινης τριπτής εργαλειοτεχνίας που ήλθε στο φως στην Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας, θέση της Νεότερης Νεολιθικής στο Νομό Κοζάνης. Στόχος είναι η διερεύνηση του πολυδιάστατου χαρακτήρα των τριπτών εργαλείων, ως αντικειμένων με πολλαπλές λειτουργίες και νοήματα, και η ανίχνευση της βιογραφίας τους, δηλαδή της παραγωγής, των τρόπων χρήσης, διαχείρισης και απόρριψής τους. Όλα τα παραπάνω εξετάζονται υπό το πρίσμα της ιδιαίτερης προέλευσης του υλικού, από έναν χώρο μη οικιστικού χαρακτήρα στα όρια του οικισμού της Κρεμαστής Κοιλάδας. Χαρακτηρίζεται από ένα τεράστιο σύνολο λάκκων, γεμάτων με ανθρωπογενές υλικό, αποτέλεσμα επάλληλων αποθετικών επεισοδίων. Το σύνολο που μελετάται προέρχεται από το υλικό που ανασκάφθηκε κατά τις εργασίες των ετών και ανήκει στα τρία παλαιότερα (Β, Γ, Δ ), από τα τέσσερα συνολικά, χρονολογικά στρώματα που έχουν αναγνωρισθεί. Στην ΕΝΟΤΗΤΑ Α γίνεται μία επισκόπηση της ιστορίας της έρευνας στον τομέα της λίθινης τριπτής εργαλειοτεχνίας και μία παρουσίαση θεωρητικών και μεθοδολογικών ζητημάτων που απασχόλησαν το σχετικό ερευνητικό τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο πρώτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μία συζήτηση γύρω από το τι είναι η τριπτή εργαλειοτεχνία και κάποια βασικά ζητήματα ορολογίας που κατά καιρούς απασχόλησαν και εξακολουθούν να απασχολούν την έρευνα. Εξετάζονται εν γένει προβλήματα που έχουν ανακύψει μέχρι σήμερα στον ερευνητικό τομέα, ενώ παράλληλα παρουσιάζεται η ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας. Το δεύτερο κεφάλαιο πραγματεύεται το θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο, στο οποίο βασίστηκε η παρούσα εργασία. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην έννοια της βιογραφίας των αντικειμένων και στα επιμέρους στάδιά της, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αυτά αποτυπώνονται στο εκάστοτε τέχνεργο μέσω των ιχνών φθοράς. Ακόμη παρουσιάζεται το σύστημα καταγραφής που εφαρμόστηκε στο υπό μελέτη υλικό. Στην ΕΝΟΤΗΤΑ Β γίνεται παρουσίαση των αρχαιολογικών δεδομένων. Το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί μία σύνοψη της αρχαιολογικής έρευνας στην Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας. Παρουσιάζονται στοιχεία για το περιβάλλον του οικισμού, την ανθρώπινη εγκατάσταση και τα ευρήματα. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται η παρουσίαση του υπό εξέταση εργαλειακού συνόλου κατά κατηγορίες και τυπολογικές ομάδες, στις οποίες υποδιαιρέθηκε βάσει μορφολογικών και λειτουργικών στοιχείων. Κάθε μία από αυτές εξετάζεται αναλυτικά ως [XIII]

17 προς τα επιμέρους στάδια της βιογραφίας των τεχνέργων. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται παρουσίαση των πρώτων υλών και των τεχνικών κατασκευής, των μορφομετρικών χαρακτηριστικών, των τρόπων χρήσης των εργαλείων, όπως προκύπτουν από τη μελέτη των ιχνών φθοράς στις επιφάνειές τους, ενώ τέλος εξετάζεται η κατάσταση διατήρησής τους. Οι εργαλειακές κατηγορίες μελετώνται μεμονωμένα, αλλά και σε συνάφεια με άλλα προϊστορικά σύνολα τριπτών λιθοτεχνιών, όπου αυτό καθίσταται δυνατό, ενώ παράλληλα αξιοποιούνται εθνογραφικά και πειραματικά δεδομένα, αλλά και τα αποτελέσματα από μία σειρά αναλύσεων που πραγματοποιήθηκαν σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης SEM EDS. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της απόπειρας συναρμογής θραυσμάτων εργαλείων με προέλευση από διαφορετικούς λάκκους. Η ΕΝΟΤΗΤΑ Γ περιλαμβάνει τη σύνθεση και ερμηνευτική προσέγγιση των αρχαιολογικών δεδομένων που παρουσιάστηκαν. Στόχος είναι η ένταξη του εργαλειακού συνόλου στο πραγματικό πλαίσιο λειτουργίας του και η διερεύνηση ερωτημάτων σχετικά με τον τρόπο κατασκευής και χρήσης των εργαλείων, και τον χαρακτήρα εν γένει της τριπτής εργαλειοτεχνίας. Διερευνάται το θέμα των αξιοποιούμενων πρώτων υλών κατασκευής τριπτών εργαλείων και πιο συγκεκριμένα οι πηγές προέλευσης και ο τρόπος εξασφάλισής τους. Οι πληροφορίες που αντλήθηκαν από το αρχαιολογικό αρχείο συνδυάζονται με στοιχεία της επιτόπιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των αναγκών της παρούσας εργασίας. Με βάση τα στοιχεία που ανέκυψαν από την εξέταση των ιχνών χρήσης στις επιφάνειες των τεχνέργων, πραγματοποιείται μία συζήτηση γύρω από τις πιθανές χρήσεις τους. Επίσης εξετάζονται ορισμένα χαρακτηριστικά της τεχνολογίας της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας όσον αφορά την κατασκευή και «κατανάλωση» της τριπτής λιθοτεχνίας. Ξεχωριστή έμφαση δίνεται στην ανίχνευση του τρόπου και των πλαισίων μέσω των οποίων τα εργαλεία αυτά εισήλθαν στο αρχαιολογικό αρχείο. Για το λόγο αυτό εξετάζεται η κατάσταση διατήρησής του και η χωροχρονική κατανομή του, πάντα σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του πλαισίου εύρεσής του. Στόχος είναι η ανάδειξη του τρόπου διαχείρισης και του ρόλου της τριπτής λιθοτεχνίας της θέσης. [XIV]

18 ΕΝΟΤΗΤΑ Α : ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ 1

19 1.ΤΡΙΠΤΗ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 1.1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΤΡΙΠΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ Τα λίθινα εργαλεία αποτελούν μία από τις συνηθέστερες και πολυπληθέστερες κατηγορίες αρχαιολογικών ευρημάτων σε μία προϊστορική ανασκαφή. Η εξαιρετικά ευρεία εργαλειοτεχνία του λίθου συνίσταται από δύο συμπληρωματικές λιθοτεχνίες, την απολεπισμένη ή αποκρουσμένη και την τριπτή εργαλειοτεχνία που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Ο όρος «τριπτή ή λειασμένη εργαλειοτεχνία» αναφέρεται στα εργαλεία εκείνα που δέχθηκαν, στα πλαίσια κατασκευής τους, διαμόρφωση μέσω μηχανισμών τριβής, στίλβωσης ή/και κρούσης, ή χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια για την εκτέλεση τέτοιου είδους δραστηριοτήτων (Adams 2002α, 1, Stroulia 2010, 1). Η ονοματοδοσία που εφαρμόζεται στα πλαίσια ορισμού και μελέτης των λίθινων εργαλείων μαρτυρεί την αμήχανη και προβληματική διαχείριση του εν λόγω τομέα του αρχαιολογικού αρχείου. Στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία, κυριαρχούν όροι που βασίζονται είτε στις τεχνικές κατασκευής (ground stone tools, polished stone tools) είτε στις πρώτες ύλες (non flint tools) ή στη γενικότερη κατασκευή και διαστάσεις τους (macro lithic artefacts). Αλλά και η ελληνική ορολογία («τριπτά/λειασμένα» 1 ) υποδηλώνει μία ταξινόμηση με βασικό κριτήριο έναν συνδυασμό εμπλεκόμενων κατασκευαστικών τεχνικών και τρόπων χρήσης. Ο όρος «τριπτά» αναφέρεται σε εργαλεία που κατασκευάστηκαν με ή/και χρησιμοποιήθηκαν σε τριπτικές δράσεις, και ο όρος «λειασμένα» σε εργαλεία με επιφάνειες που απολειάνθηκαν τεχνικά. Το ίδιο το αρχαιολογικό αρχείο ωστόσο αποδεικνύει την προσέγγιση αυτή ανεπαρκή και αποκαλύπτει τη μερική ισχύ των όρων αυτών. Μεγάλος αριθμός εργαλείων δεν φέρει ίχνη διαμόρφωσης μέσω τριβής, ενώ κάποια δεν έχουν δεχθεί καμία απολύτως κατασκευαστική επέμβαση. Ταυτοχρόνως υπάρχουν πολυάριθμα δείγματα συνδυασμένης αξιοποίησης πολλαπλών τεχνικών, συχνά μεταξύ αυτών της λάξευσης, βασικής τεχνικής στη λιθοτεχνία λαξευμένου λίθου. Ο εναλλακτικός όρος «λειασμένος», από την άλλη, αυτολεξεί βρίσκει εφαρμογή σε ακόμη μικρότερο ποσοστό του συνόλου της εργαλειακής κατηγορίας κατά βάση στα εργαλεία με κόψη, με οξύ δηλαδή άκρο (Semenov 1964, 70). 1 Οι όροι «τριπτό»/«λειασμένο» λίθινο εργαλείο συνιστούν ουσιαστικά την ελληνική απόδοση των αγγλικών ground/polished stone tools. 2

20 Κανένας από τους χρησιμοποιούμενους όρους δεν είναι πλήρως ικανοποιητικός, καθώς αποτυγχάνει να αποδώσει τα χαρακτηριστικά του συνόλου του υλικού. Η απόπειρα ορισμού της «τριπτής λιθοτεχνίας» είναι ενδεικτική του βαθμού στον οποίο, κατηγοριοποιήσεις όπως αυτή, είναι τεχνητές. Η τριπτή εργαλειοτεχνία στην ουσία συνιστά μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά τον συμπληρωματικό κλάδο της λαξευμένης, περιλαμβάνοντας όσα εργαλεία δεν διαθέτουν τα κατάλληλα γνωρίσματα, ώστε να χαρακτηριστούν απολεπισμένα 2. Ομαδοποιήσεις αυτού του τύπου, περισσότερο «βολικές» και «εξυπηρετικές» ως προς την ταξινομική διαδικασία, παρά ουσιώδεις σε αναλυτικό και ερμηνευτικό επίπεδο, συνιστούν απόρροια μίας γενικότερης ανάγκης ταξινόμησης του υλικού, η οποία πηγάζει από τον όγκο και την ποικιλότητα του αρχαιολογικού αρχείου, που οι ερευνητές καλούνται να ερμηνεύσουν. Βασιζόμενες σε υποκειμενικά επιλεγμένα και αποκομμένα κριτήρια, όπως οι πρώτες ύλες και οι τεχνικές κατασκευής, δεν ανταποκρίνονται σε ομοιογενείς κατηγορίες και φαντάζει απίθανο να αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τον υλικό πολιτισμό οι πραγματικοί δημιουργοί και χρήστες του. Ταυτόχρονα ο διαχωρισμός αυτός οδηγεί σε μία αποσπασματική, μονομερή αντιμετώπιση του εκάστοτε υλικού, με αποτέλεσμα μία παραπλανητική κατακερματισμένη εικόνα της τεχνολογίας. Η τριπτή εργαλειοτεχνία, αν και αποτελεί καινοτομία μεταγενέστερη της απολεπισμένης, δεν την αντικαθιστά, αλλά οι δυο τους λειτουργούν για μερικές χιλιετίες ως συμπληρωματικές (Μουνδρέα Αγραφιώτη 1992, 174). Στην πραγματικότητα η λίθινη εργαλειοτεχνία είναι κομμάτι μονάχα ενός πολύ μεγαλύτερου εργαλειακού συνόλου που περιελάμβανε και άλλα τεχνουργήματα, κατασκευασμένα από φθαρτά υλικά φυτικής και ζωϊκής προέλευσης (ξύλο, οστό, κέρατο). Τα εργαλειακά αυτά σύνολα αλληλοσυμπληρώνονταν στα πλαίσια των πολυάριθμων τεχνικών πρόσκτησης, παρασκευής και μεταποίησης, τις οποίες καλούνταν να εξυπηρετήσουν. Τα εργαλεία αποδεικνύονται κάθε άλλο παρά μονοδιάστατα τεχνικά μέσα παραγωγής, με πληθώρα λειτουργιών και νοημάτων που δεν υπακούουν σε απλουστευτικούς, μονόδρομους συσχετισμούς όσον αφορά το υλικό, τη μορφομετρία ή κατασκευαστικές μεθόδους, αποκαλύπτοντας έτσι μία 2 Η χρήση όρων, όπως non flaked και non flint tools, αποδεικνύει αυτό ακριβώς. Το «σχήμα λιτότητας», όπως ορίζεται συντακτικά το παρατηρούμενο ονοματοδοτικό φαινόμενο, υποδεικνύει ένα βασικό ταξινομικό λάθος. Η κατηγορία, στην οποία επικεντρώνεται το ερευνητικό ενδιαφέρον, εν προκειμένω η απολεπισμένη λιθοτεχνία που υπήρξε το αποκλειστικό πεδίο αναζητήσεων στις αρχές της έρευνας των λιθοτεχνιών, ορίζεται με σαφήνεια ως προς τα διακριτά της γνωρίσματα και αφήνεται ταυτόχρονα να ορίζει «αρνητικά» τη δεύτερη ταξινομική κατηγορία. Έτσι η τριπτή εργαλειοτεχνία αποτελεί το σύνολο των αντικειμένων που δεν εντάσσονται στα απολεπισμένα, χωρίς καμία απόπειρα για περαιτέρω διάρθρωση των ιδιαίτερων γνωρισμάτων της. 3

21 πιο ευέλικτη αντίληψη των τεχνουργημάτων αυτών από τους δημιουργούς τους (Perlès 2001, ). Αποδεικνύεται λοιπόν ότι οι τεχνικές κατασκευής δεν συνιστούν την ειδοποιό διαφορά των δύο μεγάλων κλάδων λιθοτεχνίας, αντίθετα οι σημαντικότερες διαφορές τους εντοπίζονται στις πρώτες ύλες και τις σκοπούμενες χρήσεις τους. Τα τριπτά εργαλεία κατασκευάζονται από ένα τεράστιο εύρος πετρωμάτων, ιζηματογενών, πυριγενών και μεταμορφωμένων, κατά βάση διαφορετικών φυσικών ιδιοτήτων από ό,τι οι πρώτες ύλες της απολεπισμένης λιθοτεχνίας. Είναι περισσότερο ανομοιογενή και χονδρόκοκκα, και για το λόγο αυτό ακατάλληλα για κατευθυνόμενη θραύση. Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιείται ο όρος «τριπτά εργαλεία» ως ο πιο διαδεδομένος και αναγνωρίσιμος, και όχι κατανάγκη ως ο πιο εύστοχος και σαφής. Άλλωστε, όπως ήδη κατέστη φανερό, η ποικιλότητα του υλικού που εντάσσεται υπό τον όρο αυτό επιτάσσει μία πιο πολύπλοκη προσέγγισή του, που θα λαμβάνει υπόψη τόσο τις τεχνικές κατασκευής όσο και τις πρώτες ύλες, τη μορφολογία και τη λειτουργία τους. Η λέξη «εργαλείο» αναφέρεται σε τεχνουργήματα που χρησιμοποιούνται με στόχο την κατεργασία και μεταβολή ύλης, είτε με τη μορφή πρώτης ύλης οργανικής ή ανόργανης, είτε με τη μορφή άλλων αντικειμένων ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Το ερευνητικό ενδιαφέρον για τα τριπτά ή λειασμένα εργαλεία υπήρξε για πολλές δεκαετίες, και εξακολουθεί ως ένα βαθμό και σήμερα, να είναι περιορισμένο. Το γεγονός αυτό έρχεται σε άμεση αντίθεση με την εντατική, συχνά εξαντλητική τεκμηρίωση άλλων τομέων υλικών καταλοίπων, όπως η κεραμική και η λιθοτεχνία απολεπισμένου λίθου. Η αντιμετώπιση αυτή προκαλεί έκπληξη, αν λάβουμε υπόψη μας ότι τα λίθινα τριπτά εργαλεία συνιστούν μία από τις πιο συνήθεις και πολυπληθείς κατηγορίες αρχαιολογικών ευρημάτων, αλλά και ότι η σημασία που μπορούν να εκλάβουν σε ερμηνευτικό επίπεδο τα καθιστά ιδανικό αντικείμενο μελέτης. Επιπλέον η ανθεκτικότητα των πρώτων υλών τους εξασφαλίζει συχνά την καλή διατήρηση και μακροβιότητά τους, λόγω περιορισμένης επίδρασης μετααποθετικών αλλοιώσεων. Ωστόσο η πραγματική δυναμική τους έγκειται στο ότι εμπλέκονται σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων παραγωγικών δραστηριοτήτων καλύπτοντας βασικές ανάγκες επιβίωσης αλλά και πιο σύνθετες τεχνολογικές απαιτήσεις. Αποτελούν πολύτιμα τεχνικά μέσα που μετέχουν 4

22 στην κατεργασία εδώδιμων υλών, στην αρχιτεκτονική, στην κατασκευή κεραμικών σκευών, εργαλείων, κοσμημάτων ή άλλων τεχνουργημάτων από ποικίλα υλικά, αλλά και στην κατεργασία δερμάτων, χρωστικών και άλλων ορυκτών ουσιών. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις κάποιες παραγωγικές δραστηριότητες είναι ανιχνεύσιμες στο αρχαιολογικό αρχείο μόνο μέσω των λίθινων τεχνουργημάτων που εμπλέκονται σε αυτές, λόγω φθαρτότητας των τελικών προϊόντων και υποπροϊόντων τέτοιων δραστηριοτήτων (Zurro et al. 2005, 57). Ο «περιθωριακός» ρόλος της τριπτής λιθοτεχνίας φαίνεται να μεταβάλλεται σταδιακά, παράλληλα με την εξέλιξη της αρχαιολογικής έρευνας και την ανανέωση των στόχων και των ερωτημάτων της. Η τριπτή εργαλειοτεχνία γίνεται πόλος έλξης νέου ερευνητικού ενδιαφέροντος, όπως φαίνεται από δημοσιεύσεις ανασκαφικών και επιφανειακών ερευνών (Kardulias & Runnels 1995, Carter & Ydo 1996, Alisøy 2002α και 2002β, Στρούλια 2003, Tsoraki 2007, Stroulia 2010). Εξακολουθεί ωστόσο ως ένα βαθμό να παραμένει ένα ανεκμετάλλευτο, αν και εξαιρετικά πλούσιο, κομμάτι του αρχαιολογικού αρχείου. Οι λόγοι της υποτονικής ανάπτυξης του κλάδου συνδέονται με προβλήματα της ίδιας της έρευνας αλλά και με αδυναμίες σύμφυτες με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της τριπτής λιθοτεχνίας. Αφορούν τόσο σε επίπεδο αναγνώρισης και συλλογής των τεχνουργημάτων στο πεδίο, όσο και διαχείρισης, μελέτης και ερμηνείας του υλικού. Από πολύ νωρίς τα τριπτά εργαλεία απορρίφθηκαν ως μη χρήσιμοι και αξιοποιήσιμοι δείκτες σε τυπολογικές χρονολογικές μελέτες που για δεκαετίες κυριαρχούσαν στους ερευνητικούς κόλπους της προϊστορικής αρχαιολογίας 3, χωρίς ακόμη να έχουν πάψει να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Σε αυτό συνέβαλε η συχνά μικρή ή μηδενική κατεργασία των τριπτών εργαλείων, σε συνδυασμό με τη γενική πεποίθηση ότι πρόκειται για λίγο πολύ σταθερούς και αναλλοίωτους μορφολογικούςλειτουργικούς τύπους, ανθεκτικούς σε μεταβολές στο χρόνο και στο χώρο. Σε πρακτικό επίπεδο, η απουσία ειδικών γνώσεων των αρχαιολόγων ανασκαφέων καθιστά την επιτόπια συλλογή των τριπτών εργαλείων εμπειρική και αποσπασματική. Η τραχειά ή και καθόλου διαμορφωμένη μέσω τεχνικών επεμβάσεων μορφολογία των τριπτών εργαλείων τα κάνει δυσδιάκριτα σε ένα μη έμπειρο μάτι. Σε τέτοιες περιπτώσεις είτε περνούν απαρατήρητα και απορρίπτονται μαζί με απλούς, φυσικούς λίθους, είτε, άλλες φορές, αφαιρούνται χωρίς να γίνονται οι απαραίτητες μετρήσεις. Από την άλλη ο 3 Ενδεικτικά βλ. Curwen 1937 για μία απόπειρα καταγραφής της τυπολογικής εξέλιξης των «μυλολίθων» στη Βρετανία σε συνδυασμό με μία προσπάθεια εξελικτικής ταξινόμησης και χρονολόγησής τους. 5

23 μεγάλος όγκος και το σημαντικό βάρος των περισσότερων από τα λίθινα τριπτά δημιουργεί επιπρόσθετες δυσκολίες, όσον αφορά τη μεταφορά και αποθήκευσή τους. Σε θεωρητικό επίπεδο, η απουσία ενιαίας ορολογίας και η ανεπαρκής διαμόρφωση μίας σταθερής ερευνητικής μεθοδολογίας δυσχεραίνει την ερμηνευτική προσέγγιση του υλικού. Πολλές από τις υπάρχουσες μελέτες λίθινων τριπτών εστιάζουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες τεχνουργημάτων ή σε υλικό, μικρού συνήθως μεγέθους, από μεμονωμένες θέσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα επικεντρώνονται αποκλειστικά στην περιγραφική παρουσίαση των μορφολογικών χαρακτηριστικών των τεχνουργημάτων καταλήγοντας να λειτουργούν ως εξειδικευμένα «ευρετήρια» του εκάστοτε υπό μελέτη συνόλου, συχνά χωρίς καμία προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης. Τέτοιου είδους μελέτες υλικού, αν και διαφέρουν σε λεπτομέρεια και πληρότητα περιγραφής και ανάλυσης, στερούνται γενικών όρων και αυστηρών ταξινομικών κριτηρίων εφαρμόσιμων σε διαφορετικά σύνολα. Τυπολογίες που οργανώνουν το υλικό σε κατηγορίες εφαρμόσιμες μονάχα στο συγκεκριμένο υλικό (π.χ. Τύπος 1 κ.ό.κ.), με ονομασίες που δεν προδίδουν τίποτα ουσιώδες και περιεχόμενο ορισθέν εξολοκλήρου από μορφολογικά κριτήρια, αποδεικνύονται περιορισμένης αξίας, δυσχεραίνοντας πολύτιμες συγκρίσεις ανάμεσα σε διαφορετικά σύνολα (βλ. ενδεικτικά Crawford & Röder 1955 και ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα, Σάμψων 1987). Οι παλιοί τύποι ταξινόμησης αποδεικνύονται πλέον ανεπαρκείς και απαιτείται μία πιο αυστηρή ανάλυση που θα υπερβαίνει τη γενικευμένη και υπεραπλουστευτική αρχή εξίσωσης μορφής λειτουργίας. Μία βασική περιγραφική ταξινόμηση με μορφολογικά κριτήρια είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αντιμετωπίση της ποικιλομορφίας του αρχαιολογικού υλικού, πάντοτε όμως σε συνδυασμό με μία τεχνολογική ανάλυση που θα εστιάζει σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής του τεχνουργήματος (σχεδιασμός, κατασκευή, χρήση, επανασχεδιασμός, επανάχρηση, ανακύκλωση, απόρριψη) (Adams 1999, 476). Τέλος, σε ερμηνευτικό επίπεδο, απαραίτητος είναι ο συνδυασμός στοιχείων πέρα από μορφομετρικές ενδείξεις και μεταβολές τους, όπως οι πρώτες ύλες, τα μοτίβα ιχνών χρήσης, σε συνδυασμό με στοιχεία της πειραματικής αρχαιολογίας και εθνοαρχαιολογίας ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Οι θεωρητικές εξελίξεις στους κόλπους της αρχαιολογίας επηρέασαν καθοριστικά την πορεία της έρευνας των λιθοτεχνιών. Τα κύρια πεδία στα οποία κινήθηκε η έρευνα υπήρξαν 6

24 η τυπολογική και μορφομετρική μελέτη μέσω της μακροσκοπικής παρατήρησης, η ανάλυση των ιχνών κατασκευής και χρήσης, οι πετρογραφικές αναλύσεις ταύτισης των πρώτων υλών και των πηγών προέλευσής τους και τέλος οι πειραματικές προσεγγίσεις. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές προσδιόρισαν το χαρακτήρα των ερευνητικών αναζητήσεων κατά την εξελικτική πορεία της αρχαιολογίας που σταδιακά επιδίωξε τη σύνθεση των δεδομένων προς αναζήτηση της σύνδεσής τους με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η μελέτη της τριπτής εργαλειοτεχνίας υπήρξε για πολλές δεκαετίες παραμελημένη, σε αντίθεση με τα γοργά άλματα στον τομέα της τεχνολογίας των απολεπισμένων. Ήρθε στο προσκήνιο της αρχαιολογικής έρευνας όχι συνολικά, αλλά τμηματικά, όταν συγκεκριμένοι εργαλειακοί τύποι συνδέθηκαν με τη διερεύνηση της αρχής του παραγωγικού σταδίου στο χώρο της Εγγύς Ανατολής. Ο εντοπισμός εργαλείων, όπως οι μυλόπετρες, οι τριπτήρες, τα γουδιά και τα γουδοχέρια, θεωρήθηκε δείκτης του βαθμού μονιμότητας και της πολιτισμικής εξέλιξης, καθώς εδραιώθηκε η αντίληψη για άμεση και άρρηκτη σύνδεσή τους με την κατεργασία των δημητριακών, την τροφοπαρασκευή και την ανάπτυξη της γεωργικής οικονομίας (Kraybill 1977, 486, Adams 1999, 475). Ωστόσο η μελέτη των συνόλων τριπτής εργαλειοτεχνίας εξακολούθησε να διεξάγεται χωρίς σαφή πλαίσια και κοινά ταξινομικά κριτήρια. Το αποτέλεσμα ήταν οι δημοσιεύσεις υλικών να διαφοροποιούνται από μελετητή σε μελετητή, ανάλογα με τους εκάστοτε στόχους, και τα κριτήρια που εφάρμοζε ο καθένας στον τρόπο διαχείρισης του υλικού. Αυτές οι άτακτες ταξινομικές προσπάθειες με τις μεμονωμένες εφαρμογές δυσχεραίνουν τη σύγκριση ανάμεσα σε διαφορετικά εργαλειακά σύνολα. Η πρώτη συστηματική απόπειρα για τη δημιουργία ενός ταξινομικού συστήματος με σαφή κριτήρια, για τη μελέτη της τριπτής εργαλειοτεχνίας στο χώρο της Εγγύς Ανατολής, πραγματοποιήθηκε από την Katherine I. Wright (1992). Δίνοντας πρωτίστως έμφαση στα μορφολογικά χαρακτηριστικά και, κατά δεύτερο λόγο, στα ίχνη χρήσης, ταξινόμησε τα εργαλεία σε κατηγορίες και επιμέρους υποκατηγορίες (Wright 1992, 54 57). Η συμβολή της Wright υπήρξε καθοριστικής σημασίας, καθώς έθεσε τις βάσεις για μία οργανωμένη, αναλυτική προσέγγιση των τριπτών εργαλείων, και για τη θεμελίωση μίας ενιαίας ορολογίας. Ταυτόχρονα υπήρξε καινοτόμος ως προς την ένταξη των πρώτων υλών και της εγχειρηματικής αλυσίδας κατασκευής των εργαλείων στο πεδίο της έρευνας. Εντούτοις το ταξινομικό σύστημά της αποδεικνύεται δύσκαμπτο στην εφαρμογή, λόγω του υπερβολικά αναλυτικού και περιγραφικού χαρακτήρα του και του σύνθετου ταξινομικού πλέγματος, στο οποίο βασίζεται. Η έμφαση στα μορφολογικά στοιχεία δεν συνοδεύεται από μία 7

25 απόπειρα ερμηνείας τους, αντιθέτως χρησιμοποιείται για τον καθορισμό στατικών, μηδυναμικών υποκατηγοριών, που δυσχεραίνουν τη σύγκριση με άλλα εργαλειακά σύνολα. Επίσης σημαντικές υπήρξαν κάποιες μελέτες με πιο περιορισμένο αντικείμενο έρευνας, αλλά εξίσου συνεπείς και θεμελιώδεις (Runnels 1981, Hersch 1981). Οι διδακτορικές μελέτες των Curtis Runnels και Theresa Hersh, καινοτόμες και οι δύο, εξετάζουν την εργαλειακή κατηγορία των «μυλολίθων», ο Runnels (1981) στον ευρύτερο χώρο της Αργολίδας, σε μία διαχρονική διάσταση, από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεότερους χρόνους και η Hersh (1981) στον Ελλαδικό χώρο και κυρίως σε δύο θέσεις στην Τουρκία των νεολιθικών χρόνων. Ο Runnels επιχειρεί μία οικονομική ανάλυση, η οποία βασίζεται σε δύο αρχές, την ιδέα ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι αποτέλεσμα επιλογών, που καθορίζονται από κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς παράγοντες, και ότι οι επιλογές αυτές είναι ανιχνεύσιμες μέσα από τα υλικά κατάλοιπα στο αρχαιολογικό αρχείο. Η μετατόπιση της έμφασης από την επιδίωξη τυπολογικών ταξινομήσεων, στη διερεύνηση νέων πτυχών της εργαλειοτεχνίας με σκοπό την προσέγγιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε συνδυασμό με την αξιοποίηση εθνογραφικών στοιχείων και πειραματικών ερευνών αποτέλεσε σημαντική συμβολή και των δύο έργων. Ο Runnels μάλιστα έδωσε έμφαση στον προσδιορισμό των πηγών πρώτων υλών συζητώντας παράλληλα για τα δίκτυα ανταλλαγών και διακίνησής τους. Ένας άλλος τομέας ερευνών που αναπτύχθηκε σταδιακά, αρχικά με αποκλειστική έμφαση στην εργαλειοτεχνία απολεπισμένου λίθου, και αργότερα μονάχα στα τριπτά, είναι η ανάλυση των ιχνών φθοράς. Ο Sergei Semenov (1964) έγραψε το πρώτο εγχειρίδιο σχετικά με την παρατήρηση, ανάλυση και ερμηνεία των ιχνών φθοράς και τη συνεισφορά της στην κατανόηση της κατασκευής και του τρόπου χρήσης του εργαλειακού εξοπλισμού. Τονίζοντας τη σημασία της μικροσκοπικής παρατήρησης, αλλά και της πειραματικής προσέγγισης βάσει της αποδοχής ότι η μορφολογία των λίθινων εργαλείων δεν συμπίπτει απαραίτητα με τον τρόπο χρήσης τους (Semenov 1964, 1), έθεσε το θεμέλιο λίθο της μικροανάλυσης ιχνών. Συστηματική έρευνα στον τομέα μελέτης των ιχνών φθοράς στην τριπτή εργαλειοτεχνία άρχισε να πραγματοποιείται στους κόλπους της αμερικανικής αρχαιολογικής κοινότητας από τη δεκαετία του 1980 και εξής (Adams 1988, 1989, 1993, 1999, 2002α και 2002β, Hayden 1987). Η Jenny L. Adams υπήρξε πρωτοπόρος στην προσπάθεια αυτή διεξάγοντας μία σειρά ερευνών που συνδύαζαν την ανάλυση της μικροφθοράς στις επιφάνειες των λίθινων τριπτών με τη διεξαγωγή πειραμάτων αλλά και με εθνογραφικές πληροφορίες. 8

26 Στόχος της ήταν η προσέγγιση των λειτουργιών της τριπτής εργαλειοτεχνίας μέσα από την ανίχνευση των βασικών μοτίβων φθοράς και την κατανόηση των γενικών μηχανισμών που «διέπουν» την ύπαρξή τους. Στον Ευρωπαϊκό χώρο τα πρώτα βήματα ξεκινούν πολύ αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, χωρίς να εκδηλώνεται έντονη δραστηριότητα στον τομέα αυτό (Procopiou 1998, Dubreuil 2001, Risch 1995 και 2002, Delgado Raack 2008, Hamon 2008). Η ανάλυση ιχνών στην τριπτή εργαλειοτεχνία αποδεικνύεται εξαιρετικά πολύπλοκη, λόγω της ποικιλίας των πρώτων υλών και των διαφοροποιημένων φυσικών ιδιοτήτων τους, αλλά και της ανομοιογένειας που χαρακτηρίζει το σύνολο των εργαλείων ως προς τα μορφομετρικά στοιχεία και τις παραμέτρους χρήσης τους. Όλα αυτά συμβάλλουν στην ύπαρξη πολυάριθμων παραγόντων που χρήζουν διερεύνησης, με απώτερο στόχο την κατανόηση των μηχανισμών δημιουργίας των ιχνών και την προσέγγιση της λειτουργίας των τεχνουργημάτων. Η έρευνα στην Ελλάδα παραμένει σε πρώιμο στάδιο. Για πολλές δεκαετίες η ενασχόληση με τον τομέα της τριπτής λιθοτεχνίας ήταν περιορισμένη έως ανύπαρκτη. Οι δημοσιεύσεις, ήταν ολιγάριθμες, κατά κόρον περιγραφικού χαρακτήρα, με επίκεντρο μορφολογικά και τεχνολογικά ζητήματα (ενδεικτικά βλ. Warren 1972, Σάμψων 1987, Séfériadès 1992, Evely 1984 και 1993, Mould et al. 2000). Ακόμη μικρότερος ήταν ο αριθμός εξειδικευμένων μελετών που επικεντρώνονταν σε συγκεκριμένες κατηγορίες υλικού (ενδεικτικά βλ. Μουνδρέα Αγραφιώτη 1992, Χριστοπούλου 1992). Μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να σημειώνεται μία εγρήγορση που συνοδεύτηκε από περισσότερες και πιο συστηματικές μελέτες υλικών (ενδεικτικά βλ. Γερούση 1999, Αγατζιώτη 2000, Alisøy 2002α, Alisøy 2002β, Elster 2003, Στρούλια 2003, Μουνδρέα Αγραφιώτη 2007, Μπεκιάρης 2007, Tsoraki 2007, Τσιολάκη 2010, Stroulia 2010). Οι μελέτες αυτές κινούνται πλέον πέρα από τα περιοριστικά όρια των παραδοσιακών προσεγγίσεων. Τα νέα ερωτήματα που τίθενται αποσκοπούν σε μία πιο συστηματική και ολιστική προσέγγιση της τεχνολογίας, μέσα από την αποκατάσταση της τριπτής εργαλειοτεχνίας στο αρχικό πλαίσιο λειτουργίας της. Τα τεχνουργήματα πλέον δεν αντιμετωπίζονται ως παθητικοί σταθερότυποι με αποκλειστικά χρηστική αξία, αλλά ως «ζωντανά» αντικείμενα, δυναμικά στοιχεία του πολιτισμού μίας κοινωνίας, που μπορούν και οφείλουν να διερευνηθούν σε όλες τις παραμέτρους τους. 9

27 2. ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 2.1. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΡΙΠΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ Η τεχνολογία, μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της δυτικοευρωπαϊκής σκέψης των νεοτέρων χρόνων, γίνεται αντιληπτή ως ο μεσολαβητής μεταξύ του ανθρώπινου κόσμου και της φύσης, αποκτώντας μία αντικειμενική και μάλλον μηχανιστική υπόσταση, απογυμνωμένη από οποιοδήποτε πολιτισμικό περιεχόμενό της. Η ιστορικά και πολιτισμικά ορισμένη αυτή αντίληψη επηρέασε άμεσα για δεκαετίες την αρχαιολογική έρευνα των λιθοτεχνιών συμβάλλοντας σε μία ντετερμινιστική και ορθολογιστική θεώρηση. Η κατασκευή εργαλείων ερμηνεύεται ως μία δραστηριότητα υποκινούμενη από αμιγώς πρακτικές ανάγκες, τις οποίες προοριζόταν να ικανοποιήσει, στα πλαίσια προσαρμογής του ανθρώπου στο περιβάλλον του. Αποκόπτοντάς την από το κοινωνικό, πολιτικό, συμβολικό και νοητικό περιεχόμενο και, κατά συνέπεια, από το ιστορικό και βιωματικό της πλαίσιο, η τεχνολογία των λιθοτεχνιών χάνει τη δυναμική της. Νοούμενη ως δεδομένη υλική στρατηγική επιβίωσης υποβαθμίζεται στο ρόλο ενός στατικού τομέα του υλικού πολιτισμού του παρελθόντος (Edmonds 1995, 12 13, Ingold 2000, ). Τα τελευταία χρόνια, οι τάσεις αμφισβήτησης και ενδοσκόπησης στους κόλπους της αρχαιολογίας είχαν ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση του τρόπου αντιμετώπισης των τεχνολογικών φαινομένων και την αποκατάσταση της κοινωνικής τους διάστασης. Σταδιακά η έρευνα της τριπτής εργαλειοτεχνίας άρχισε να καλύπτει τα κενά του παρελθόντος διεκδικώντας τη θέση που της αρμόζει ως αυτόνομου και ισάξιου κλάδου συστηματικών αναζητήσεων σχετικά με τον προϊστορικό πολιτισμό. Η μεταστροφή αυτή και η εκδήλωση νέου ενδιαφέροντος συνδέεται με τις ευρύτερες εξελίξεις στο χώρο της αρχαιολογίας και ιδιαίτερα με την αναγνώριση μίας πιο πολύπλευρης φύσης της τεχνολογίας, ως κοινωνικά και σωματικά βιωμένης εμπειρίας, μέσα από την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και χειρίζεται τον κόσμο του, κατασκευάζοντας και ανακατασκευάζοντάς τον (Edmonds 1995, Dobres 2000). Οι αρχαιολογικές αναζητήσεις πλέον καθίστανται πολύ περισσότερο ανθρωποκεντρικές, προσπαθώντας να ανιχνεύσουν το ενεργό υποκείμενο, την ταυτότητα, τις επιλογές και δράσεις του μέσα από τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος (Dyson 1993, 201). Η τεχνολογία συνιστά ένα σύνολο επιλογών, από ένα πλήθος υπαρκτών δυνατοτήτων για την αντιμετώπιση τεχνικών ζητημάτων, και ως τέτοια δεν μπορεί να παραμένει στατική. Οι 10

28 άνθρωποι, μέσα από την κατασκευή και χρήση των τεχνουργημάτων, αλληλεπιδρούν με αυτά, και εν γένει με τον υλικό πολιτισμό, του οποίου είναι δημιουργοί και μέτοχοι, ενώ ταυτόχρονα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Μέσα από τη διαδικασία αυτή κοινωνούν γνώσεις, παραδόσεις, αντιλήψεις και νοήματα, κατασκευάζουν και ανασκευάζουν τον κόσμο τους. Τα λίθινα εργαλεία, όπως και κάθε άλλη κατηγορία τεχνουργημάτων εμπλεκόμενων στη διαδικασία αυτή, αποτελούν υλική έκφραση και συνάμα μέσο δημιουργίας, αναπαραγωγής και διαπραγμάτευσης ενός συνόλου τεχνικών και μη τεχνικών δράσεων, μέσα στο εκάστοτε ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο από το οποίο αναδύονται (Edmonds 1995, 14 17, Thomas 1996, Dobres 2000, 149). Συμμετέχοντας στις ευρύτερες αναπαράστασεις που πλάθουν οι άνθρωποι, αποκτούν κοινωνική και συμβολική διάσταση, και λειτουργούν ως υλικές εκφάνσεις που «κρύβουν» πίσω τους ιδέες και σύμβολα (Lemonnier 1993, 16 18). Έτσι η τεχνολογία, ως υλικό και άυλο συνάμα κομμάτι του πολιτισμού και του δημιουργημένου και βιωμένου κόσμου, συμμετέχει στην ανθρώπινη νοηματοδότησή του, συνειδητή και μη «ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ» ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ Η σχέση ατόμου αντικειμένου και ο πολιτισμικός χαρακτήρας της παρέμεναν επί χρόνια αόρατα για τον δυτικό τρόπο σκέψης που καλλιέργησε και στηρίχθηκε στο δίπολο αντικειμένων (ως εμπορευματοποιημένων αγαθών) και ανθρώπων (ως εξατομικευμένων και διακριτών οντοτήτων), με μία a priori προνομιούχα αντιμετώπιση των υποκειμένων. Αυτή η αποξενωμένη σχέση συνδέεται με μία από τις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στις σύγχρονες βιομηχανοποιημένες κοινωνίες και τις μικρές κοινότητες που εξετάζει η αρχαιολογία: τη μετατόπιση του βάρους από την παραγωγή στην κατανάλωση. Καταργείται πλέον η συμμετοχή, με οποιαδήποτε μορφή, των ανθρώπων στη διαδικασία κατασκευής των αντικειμένων που πρόκειται να καταναλώσουν ή να διαχειριστούν. Η διαδικασία αυτή, μέσα από την οποία τμήμα του ατομικού εαυτού ενσωματώνεται στο αντικείμενο, είναι ταυτόχρονα η διαδικασία διαμόρφωσης της κοινωνικής αξίας του αντικειμένου (Kopytoff 1986, 64, Tilley 2006, 61, 68). Κάτω από τις νέες ερευνητικές προσεγγίσεις ο υλικός πολιτισμός αρχίζει να αποκολλάται πλέον από την στατική και μονοδιάστατη εικόνα που, για χρόνια, η υλικότητά του τού είχε επιβάλει, και τα αντικείμενα που τον απαρτίζουν, από παθητικά στοιχεία που κατασκευάζονται και καταναλώνονται, μετατρέπονται σε ενεργά μέλη. 11

29 Μέσα από την ένταξή τους στην ζωή και την δραστηριότητα, τόσο των μεμονωμένων ατόμων, όσο και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, τα αντικείμενα γίνονται κομμάτι της βιωματικής πραγματικότητας, συνδέονται και αλληλεπιδρούν με αυτή. Σχετίζονται με δραστηριότητες, άτομα και μέρη, γίνονται φορείς των σύνθετων προθέσεων και της κοινωνικής δράσης ατόμων (που τα κατασκευάζουν, τα χρησιμοποιούν ή τα διαχειρίζονται με άλλους τρόπους) και ενσωματώνουν συμβολισμούς και αξίες. Τα αντικείμενα ορίζονται και με τη σειρά τους «ορίζουν» τον κόσμο και τα άτομα, με τα οποία συνδέονται. Η διαδικασία αυτή δεν τελειώνει με την κατασκευή των τεχνουργημάτων, αλλά εκτυλίσσεται και εξελίσσεται καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους, από την κατασκευή και χρήση τους, μέχρι την καταστροφή και απόρριψή τους (Edmonds , Hoskins 2006, 75, 78, Tilley 2006, 61). Κεντρική ιδέα είναι οι συνεχείς μετατροπές από τις οποίες περνούν τα αντικείμενα, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι. Με άλλα λόγια, τα τεχνουργήματα «προσωποποιούνται» αποκτώντας χαρακτηριστικά έμψυχου και «βιογραφίες» μέσα από τις οποίες μετασχηματίζονται σε πολιτισμικά σημασιοδοτημένα προϊόντα. Οι ατομικές βιογραφίες έμβιων και άψυχων όντων συχνά συνυφαίνονται, για να συνθέσουν το πολύπλοκο πλέγμα κοινωνικών συλλογικών, ατομικών, οικονομικών και συμβολικών δεσμών και σχέσεων. Η ισχύς των αντικειμένων στηρίζεται στα νοήματα που αναδύονται από αυτό ακριβώς το δίκτυο (Appadurai 1986, Thomas 1996, Gosden & Marshall 1999, Schiffer 1999, Dobres 2000, 149, Hoskins 2006, Tilley 2006). Με βάση τα παραπάνω η τριπτή λιθοτεχνία, ως κλάδος της τεχνολογίας και του υλικού πολιτισμού, είναι πολλά παραπάνω από το αποτέλεσμα ενός συνόλου σωματικών κινήσεων (χειρονομιών) και φυσικών δράσεων που παράγουν υλικές μεταμορφώσεις τροποποιώντας την «άψυχη» ανόργανη ύλη σε πολιτισμικά τεχνουργήματα. Δομείται από τεχνικές και μη, συλλογικές πρακτικές, γνώσεις και ικανότητες, που κατά τη διάρκεια της εφαρμογής τους εσωτερικοποιούνται (ως βιωμένη εμπειρία) και συνάμα εξωτερικεύονται, ερμηνεύονται και νοηματοδοτούνται (από όσους παρακολουθούν τη διαδιακασία εν εξελίξει) (Dobres 2000, ). Η συνολική εξέταση των τριπτών τεχνουργημάτων σε όλο το φάσμα του κύκλου ζωής τους από το στάδιο σχεδιασμού και την εξασφάλιση των πρώτων υλών, την κατασκευή και χρήση, μέχρι την καταστροφή ή μη και απόρριψή τους θα επιτρέψει την ανίχνευση των κοινωνικών πρακτικών και των επιλογών που επηρεάζουν την κατασκευή και διαχείρισή τους. 12

30 ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΕΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ Η κατασκευή ενός λίθινου εργαλείου συνιστά μία αναγωγική διαδικασία, μία αλληλουχία σταδιακής αφαίρεσης υλικού από το αρχικό υπόβαθρο, με σκοπό τη μορφοποίησή του. Έχει συγκεκριμένη πορεία, τα στάδιά της δηλαδή δεν μπορούν να αντιστραφούν (Runnels 1981, 137) και είναι σύνθετου χαρακτήρα, αφού αποτελείται από δύο αναπόσπαστα και αναγκαία μέρη, τον σχεδιασμό και την κατασκευή, και προϋποθέτει «τεχνική σκέψη». Πρόκειται για τη συνδυαστική εφαρμογή, από τη μία, της νοητικής διεργασίας σύλληψης του υπό κατασκευή τεχνουργήματος και, από την άλλη, των τεχνικών, γνωστικών και κινητικών, ικανοτήτων (που αποκτούνται μέσα από την παρατήρηση και τη μίμηση) για την υλοποίηση του νοητού σχεδίου (Stout 2002, 693, Adams 2002α, 18). Μία χρήσιμη αναλυτική μέθοδος που εισήχθη στην αρχαιολογική έρευνα από τον γάλλο ανθρωπολόγο και αρχαιολόγο A. Leroi Gourhan στη δεκαετία του 1960, και συνδέεται άμεσα τόσο με τις υλικές όσο και με τις γνωστικές όψεις της τεχνολογίας, είναι η εγχειρηματική αλυσίδα ( chaîne opératoire στη γαλλική ορολογία, operational sequence στην αγγλόφωνη). Ορίζεται ως η τεχνική αλυσίδα σταδίων της εργαλειακής παραγωγής, από το στάδιο εξασφάλισης της πρώτης ύλης μέχρι την τελική εγκατάλειψη του τεχνουργήματος. Με βασικό σημείο της την ιδέα ότι οι τεχνικές δράσεις είναι συνάμα κοινωνικές, στόχος της προσέγγισης αυτής δεν είναι η απλή καταγραφή των υλικών καταλοίπων των κατασκευαστικών πρακτικών, των φυσικών ιχνών τους δηλαδή, αλλά η αναλυτική παρακολούθηση της αλληλουχίας τεχνικών και πνευματικών εγχειρημάτων και δράσεων. Κατά συνέπεια η εγχειρηματική αλυσίδα είναι κατά βάση κοινωνικής και συλλογικής φύσεως, στηρίζεται στην εμπειρία και τη μίμηση και συνδέει κοινωνικές, υλικές και βιολογικές φυσικές διαδικασίες (Dobres 2000, 155). Τα στάδια μίας εγχειρηματικής αλυσίδας δεν είναι κατ ανάγκη παγιωμένα και αμετάβλητα, αλλά μπορεί να είναι προαιρετικά ή τυχαία και κάποια επιβαλλόμενα από τις προσωπικές επιλογές του κατασκευαστή. Το ενεργό υποκείμενο που βρίσκεται πίσω από κάθε τεχνική δράση έχει καθοριστικό ρόλο, ωστόσο δεν θα πρέπει να επικαλύπτει τις υπαγορεύσεις και τους περιορισμούς που επιβάλλει το φυσικό και κοινωνικό πολιτισμικό περιβάλλον (διαθεσιμότητα πρώτων υλών, τεχνολογικές πρακτικές, πολιτισμικές προτιμήσεις) (Horsfall 1987, Edmonds 1995, Dobres 2000, 131) 13

31 ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ Η υλοποίηση του σχεδιασμού ξεκινά με την επιλογή του φορέα, του υποβάθρου δηλαδή που πρόκειται να δεχθεί την απαραίτητη μεταποίηση για τη διαμόρφωσή του σε εργαλείο. Ακολουθεί η αδρή μορφοποίησή του, η απόδοση του γενικού περιγράμματος και εν συνεχεία η διόρθωση και ομαλοποίησή του. Η επιλογή κατάλληλου κομματιού πρώτης ύλης συνιστά πολύ σημαντικό στάδιο, καθώς αναπόφευκτα επηρεάζει τη λοιπή κατασκευαστική αλληλουχία. Ψεγάδια ή ίχνη διάβρωσης ενδέχεται να προκαλέσουν ανεπιθύμητα κατασκευαστικά ατυχήματα. Για το λόγο αυτό, στην πορεία των πρώτων σταδίων κατεργασίας του υλικού, γινόταν παράλληλα έλεγχός του για τυχόν ελαττώματα (Runnels 1981, 181). Η επιλογή των πρώτων υλών κατασκευής κατευθύνεται από μία σειρά παραγόντων. Η διαθεσιμότητα και η προσβασιμότητα των πηγών πρώτων υλών, αλλά και η μορφή στην οποία αυτές ήταν διαθέσιμες, αποτελούσαν βασικούς παράγοντες. Οι φυσικές ιδιότητες του υλικού είναι εξίσου σημαντικές, αφού καθορίζουν άμεσα το βαθμό καταλληλότητάς του για τον εκάστοτε σκοπό. Η εξασφάλιση πρώτων υλών μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω της εκμετάλλευσης πρωτογενών πηγών ή δευτερογενών αποθέσεων. Στην πρώτη περίπτωση γινόταν είτε λατόμευση είτε επιφανειακή περισυλλογή τεμαχισμένου υλικού που είχε αποκολληθεί, λόγω φυσικής διάβρωσης, από υπέργεια τμήματα γεωλογικών σχηματισμών. Η περισυλλογή υλικού από δευτερογενείς αποθέσεις (κοίτες χειμάρρων ή ποταμών, παραλίμνιες ή παραθαλάσσιες όχθες) γινόταν με τη μορφή αποστρογγυλεμένων και απολειασμένων κροκάλων ή γωνιωδών λατύπων, με κριτήριο το είδος του πετρώματος και τη μορφομετρία του υποβάθρου. Αν και φαινομενικά λιγότερο επίπονη, συγκριτικά με τη λατόμευση, η πρακτική αυτή μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά χρονοβόρα για την εξασφάλιση κατάλληλου υλικού. Η μελέτη της μορφολογίας των εργαλείων και συγκεκριμένα του σχήματος και των επιφανειών τους μπορεί να συμβάλει στον προσδιορισμό της προέλευσης των πρώτων υλών τους. Το αποστρογγυλεμένο σχήμα του αρχικού φορέα υποβάθρου ή η απολείανση που μπορεί να φέρουν οι φυσικές επιφάνειές του που δεν τροποποιήθηκαν μέσω κατεργασίας ή/και χρήσης, και που οφείλεται στη δράση του νερού, υποδηλώνουν περισυλλογή υλικού με τη μορφή κροκάλων. Από την άλλη, η αναγνώριση ιχνών λατόμευσης μαρτυρεί τη μηχανική αποκόλληση του υλικού από το κοίτασμα. Κάτι τέτοιο 14

32 μαρτυρείται σπάνια στην ελληνική βιβλιογραφία. Μάλιστα ο Runnels (1981, 95) υποστηρίζει ότι η τεχνική λατόμευσης δεν εφαρμόστηκε στον ελλαδικό χώρο παρά μόνο μετά την ΠΕΧ. Η απουσία ιχνών ωστόσο δεν αποκλείει εξ ορισμού την εφαρμογή της εν λόγω πρακτικής. Ο μη εντοπισμός τους ενδεχομένως να οφείλεται σε απαλοιφή τους από μετέπειτα κατασκευαστικές επεμβάσεις ή/και χρήσεις του τεχνουργήματος. Κάποιοι ερευνητές συνδέουν την αύξηση του μεγέθους των τριπτών εργαλείων με τη λατομευτική δραστηριότητα (Runnels 1981, 95, Alisøy 2002β, 565), άποψη η οποία λαμβάνει ως δεδομένο ότι τα διαθέσιμα κομμάτια πρώτων υλών στις δευτερογενείς αποθέσεις είναι μικρότερου μεγέθους, κάτι όμως που οφείλει να επαληθεύεται μέσω επιτόπιων ερευνών. Ένας άλλος τρόπος εξασφάλισης υλικού ήταν η προμήθειά του από μακρινές πηγές, είτε σε ακατέργαστη μορφή είτε ως ολοκληρωμένου τεχνουργήματος. Κάτι τέτοιο μαρτυρεί την ύπαρξη εκτεταμένων δικτύων ανταλλαγών και δεσμών οικονομικής, πολιτισμικής και κοινωνικής φύσεως, μεταξύ κοινοτήτων λιγότερο ή περισσότερο απομακρυσμένων. Η διερεύνηση των πιθανών αξιοποιήσιμων από τον οικισμό πηγών πρώτων υλών είναι απαραίτητη και περιλαμβάνει επιφανειακή έρευνα για καθορισμό της ποικιλίας, του μεγέθους και της ποιότητας των διαθέσιμων πετρωμάτων. Ωστόσο, η ύπαρξη πηγών εγγύς του οικισμού δεν συνεπάγεται την κατ ανάγκη εκμετάλλευσή τους (Stroulia 2010, 20). Η διαδικασία προμήθειας της πρώτης ύλης πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία δραστηριότητα διαπραγμάτευσης και προσδιορισμού της σημασίας και αξίας τόσο της πρώτης ύλης όσο και του μελλοντικού τεχνουργήματος. Η άμεση απόκτησή της από το περιβάλλον απαιτεί γνώσεις και εμπειρία, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζεται από φυσικούς και κοινωνικούς πολιτισμικούς παράγοντες (π.χ. ποιοι μετέχουν στη συλλογή υλικού, ποιοι και σε ποιες πηγές έχουν πρόσβαση) (Edmonds 1995, 14 19). Τα μορφομετρικά γνωρίσματα της πρώτης ύλης και τα φυσικά χαρακτηριστικά του πετρώματος αποτελούν βασικά κριτήρια επιλογής. Οι διαστάσεις και το σχήμα έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι επηρεάζουν τη διαδικασία μορφοποίησης που θα απαιτηθεί για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος. Συνήθως επιλέγονται τεμάχια πρώτης ύλης που προσεγγίζουν τη μορφομετρία του επιθυμητού τελικού προϊόντος, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι παρεμβάσεις κατεργασίας. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα ο αρχικός φορέας διαθέτει εξαρχής τις επιθυμητές διαστάσεις, ώστε να μην απαιτείται οποιαδήποτε επέμβαση διαμόρφωσης. Ταυτόχρονα η μορφομετρία αλλά και το βάρος του φορέα συνδέονται με τη λειτουργικότητα του μελλοντικού αντικειμένου, π.χ. εργαλεία που προορίζονται για χειρισμό τους με το ένα ή τα δύο χέρια πρέπει να έχουν τις αντίστοιχες 15

33 ιδιότητες που να το επιτρέπουν. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επικρουστικών εργαλείων, το βάρος συνιστά καθοριστικό λειτουργικό παράγοντα. Η κοκκομετρία του υλικού αφορά τις διαστάσεις και τη δομή των κόκκων της ύλης και σχετίζεται άμεσα με την υφή του υλικού. Η ανθεκτικότητα συνδέεται με την ικανότητα του υλικού να αντιστέκεται στην φθορά και εξαρτάται από τη συνεκτικότητα του υλικού, δηλαδή από τον τρόπο με τον οποίο είναι συνδεδεμένα τα συστατικά του (Adams 2002α, 19 20). Πρόκειται για εξίσου καθοριστικά στοιχεία επιλογής της πρώτης ύλης. Συνήθως στις μελέτες της τριπτής εργαλειοτεχνίας κυριαρχούν γεωλογικές ταυτίσεις που αρκούνται στον απλό προσδιορισμό των αξιοποιήσιμων πετρωμάτων. Η προσέγγιση αυτή αποδεικνύεται ανεπαρκής στην αξιολόγηση τόσο της υλικής όσο και της πολιτισμικής ποικιλίας. Παραβλέπει τις διαφοροποιήσεις που παρουσιάζει κάθε μεμονωμένο είδος πετρώματος αντιμετωπίζοντας τεχνουργήματα του ίδιου υλικού κατασκευής ως ισοδύναμα (Schneider 2002, 32). Ταυτόχρονα μία καθαρά γεωλογική ταξινόμηση δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στον εκάστοτε ανθρώπινο τρόπο αντίληψης και ταξινόμησης της υλικής πραγματικότητας 4, δεδομένου ότι αποτελεί πολιτισμική κατασκευή. Η ύπαρξη κριτηρίων που επηρεάζουν τις επιλογές υλικών κατασκευής δεν υποδηλώνει μονόπλευρη επίλυση των πρακτικών ζητημάτων. Όπως αναφέραμε, η διαδικασία επιλογής από ένα εύρος υπαρκτών δυνατοτήτων είναι μία διαδικασία τεχνολογικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά οριστέα. Έτσι, συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν ταυτίζονται με προκαθορισμένες χρήσεις, αποκλείοντας εξ ορισμού άλλες (π.χ. η αδρότητα είναι αναγκαίο χαρακτηριστικό για εργαλεία τριβής άλεσης, εντούτοις μπορεί να εξασφαλιστεί με μηχανικά μέσα σφυροκόπημα της επιφάνειας χρήσης). Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται τόσο εθνογραφικά όσο και αρχαιολογικά, μέσα από την τεκμηρίωση της χρήσης ποικιλιών μίας ή πολλών διαφορετικών πρώτων υλών, για τεχνουργήματα της ίδιας εργαλειακής κατηγορίας (Adams 2002α, 19, Schneider 2002). ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ Η κυρίαρχη στο παρελθόν άποψη για την τριπτή εργαλειοτεχνία, ως ένα τεχνολογικό τομέα μειωμένης επένδυσης νοητικής διεργασίας, βασίσθηκε σε μεγάλο βαθμό στην «ακατέργαστη» όψη πολλών τριπτών τεχνουργημάτων (κριτική σε Zurro et al. 2005, Stroulia 2010). 4 Για ένα εθνογραφικό παράδειγμα βλ. Hayden

34 Πράγματι είναι σύνηθες φαινόμενο στην τριπτή εργαλειοτεχνία η μη εφαρμογή κατασκευαστικών τεχνικών, και κατά συνέπεια η αποκλειστική διαμόρφωση των τεχνουργημάτων μέσω της φθοράς χρήσης. Τα εργαλεία αυτά έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζονται ως ευκαιριακού σχεδιασμού (expedient design) ή αλλιώς outils a posteriori, σε αντίθεση προς τα εργαλεία στρατηγικού σχεδιασμού (strategic design), που ενσωματώνουν έναν σύνθετο χαρακτήρα, με ηθελημένες επεμβάσεις διαμόρφωσης (Adams 2002α, 21). Ένα άλλο ζεύγος αντιθετικών εννοιών, παρόμοιου, αν και πιο διευρυμένου περιεχόμενου, «τυπικά» (formal) εργαλεία (ανάλογο του όρου curated που εισήγαγε ο Binford) και «α τυπικά» (informal), αναφέρεται συνολικά στις επεμβάσεις που δέχεται ένα τεχνούργημα σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής του, και όχι μόνο σε κατασκευαστικό στάδιο (π.χ. επαναληπτικά επεισόδια ακονίσματος, στειλέωση, επανάχρηση) (Andrefsky 1994, 22). Οι όροι αυτοί, άμεσα συνδεδεμένοι με τις εθνογραφικές παρατηρήσεις του Binford (1973, 1979), χρησιμοποιήθηκαν για να αποδώσουν τον χαρακτήρα της εκάστοτε τεχνολογίας, ο οποίος συσχετίστηκε με τις στρατηγικές επιβίωσης και κατ επέκταση με την οργάνωση σε επίπεδο χώρου/οικισμού (Binford 1979), αλλά και σε επίπεδο χρόνου (Torrence 1983). Αποδεικνύεται ωστόσο πως, όπως όλες οι όψεις της τεχνολογίας, τόσο η οργάνωσή της, όσο και η κατασκευαστική πολυπλοκότητά της δεν μπορούν να ερμηνευτούν μονοδιάστατα και μέσα από σύγχρονες αντιλήψεις, αλλά, στην πραγματικότητα, επηρεάζονται από φυσικούς περιορισμούς (π.χ. διαθεσιμότητα και ποιότητα πρώτων υλών) και συνδέονται με ευρύτερες πολιτισμικές συμπεριφορές. Όροι, όπως ευκαιριακός και στρατηγικός σχεδιασμός, είναι υπεραπλουστευτικοί, όταν χρησιμοποιούνται προσδιοριστικά για ένα τεχνολογικό σύστημα, παραμένουν ωστόσο χρήσιμα περιγραφικά εργαλεία για περαιτέρω ανάλυση (Bamforth 1986, 49). Το είδος των τεχνικών κατασκευής που επιλέγονται, αλλά και η ακολουθία με την οποία εφαρμόζονται, στα πλαίσια κατασκευής ενός τεχνουργήματος, δεν είναι σταθερά, αλλά καθορίζονται από παράγοντες, όπως ο τύπος του αντικειμένου, η μορφή, το είδος ή ακόμη η διαθεσιμότητα της πρώτης ύλης 5. Πληροφορίες σχετικές με τα στάδια κατασκευής των αντικειμένων μπορούν να αντληθούν από την παρατήρηση των ίδιων των τεχνουργημάτων, αλλά και από εθνογραφικές και πειραματικές παρατηρήσεις. 5 Έχει διατυπωθεί η θεωρία βάσει αρχαιολογικών και εθνογραφικών παρατηρήσεων ότι στις περιπτώσεις υψηλής διαθεσιμότητας πρώτων υλών παρατηρείται μειωμένη επένδυση εργασίας στις κατασκευαστικές μορφοποιητικές τεχνικές της εργαλειοτεχνίας (Bamforth 1986, Baysal & Wright 2005, 310). 17

35 Οι βασικές τεχνικές επεμβάσεις αφορούν τη γενική μορφοποιητική διαμόρφωση των εργαλείων. Επιμέρους προσθήκες πραγματοποιούνταν μέσω μίας σειράς δευτερευουσών επεμβάσεων, όπως η διαμόρφωση της επιφάνειας έδρασης και της επιφάνειας χειρισμού του τεχνουργήματος, αλλά και πιο εξειδικευμένα στοιχεία που διευκολύνουν τη χρήση του, όπως η οπή στειλέωσης και οι λαβές συγκράτησης με τη μορφή βαθύνσεων ή αυλακώσεων (finger grips / grooves). Οι βασικές τεχνικές κατασκευής που εφαρμόζονται στην τριπτή εργαλειοτεχνία είναι η λάξευση (flaking), το σφυροκόπημα (battering), το ραμφοκόπημα (pecking) και η τριβή (abrasion/grinding) (Wright 1992). Η μηχανική όλων ανεξαιρέτως των τεχνικών μορφοποίησης βασίζεται στην ελεγχόμενη άσκηση δύναμης με διαφοροποιούμενους τρόπους (άμεση έμμεση, ριχτή σταθερή, κάθετης οριζόντιας λοξής κατεύθυνσης). Αν και, όπως αναφέραμε, δεν υπάρχει μία ενιαία τυπολογία στις κατασκευαστικές μεθόδους, συνήθως στα πρώτα στάδια, όπου απαιτείται αδρότερη κατεργασία και εντονότερη αναγωγική δράση, εφαρμόζονται κρουστικές μέθοδοι κατεργασίας, και ακολούθως, στα τελικά στάδια πιο «λεπτών» επεμβάσεων, τριπτικές μέθοδοι 6. Η λάξευση, το ραμφοκόπημα και το σφυροκόπημα, συνιστούν τρεις βασικές κρουστικές τεχνικές, με διαφορετική επίδραση πάνω στην ύλη. Η λάξευση πραγματοποιείται με ισχυρά χτυπήματα που δίνονται υπό γωνία (ως προς την επιφάνεια υπό επεξεργασία), και έχει ως αποτέλεσμα την απολέπιση της επιφάνειας και την παραγωγή λεπιδόσχημων και φολιδόσχημων απορριμμάτων 7. Το πλεονέκτημα της εν λόγω τεχνικής είναι ότι επιτρέπει την ταχεία αφαίρεση υλικού με λιγοστά χτυπήματα, καθιστώντας δυνατή τη γρήγορη απόδοση του αδρού περιγράμματος στο υπό κατασκευή τεχνούργημα. Γι αυτό και η εφαρμογή της στο σώμα του υπό κατεργασία τεχνουργήματος είναι συνήθως ολική. Εμπεριέχει ωστόσο υψηλό τεχνικό ρίσκο ανεξέλεγκτης θραύσης, ιδιαίτερα σε πετρώματα χαμηλού βαθμού ομοιογένειας, όπως συμβαίνει με μεγάλο μέρος των πρώτων υλών της τριπτής λιθοτεχνίας (Runnels 1981, 219). 6 Για μία «ευρετηριακού» χαρακτήρα παρουσίαση των σταδίων κατασκευής των τριπτών εργαλείων γραμμικής διάρθρωσης βλ. Wright 1992, 56 πίν.1. 7 Μηχανικά η διαδικασία αυτή είναι όμοια με τη βασική τεχνική που εφαρμόζεται στην απολεπισμένη λιθοτεχνία, όπου η άσκηση της δύναμης μέσω κρούσης ή πίεσης πάνω στην επιφάνεια ενός πυρήνα έχει ως αποτέλεσμα την απόσπαση φολίδων ή λεπίδων. Η λάξευση είναι ιδανική για ομοιογενή πετρώματα που επιτρέπουν ελεγχόμενη θραύση τους. 18

36 Οι άλλες δύο μέθοδοι, το σφυροκόπημα και το ραμφοκόπημα, είναι συγγενείς 8, επειδή συνιστούν, και οι δύο, τεχνικές κρούσης ήπιας έντασης και δυναμικής αφαίρεσης μάζας. Η βασική διαφορά τους έγκειται στη γωνία υπό την οποία ασκείται η δύναμη. Το σφυροκόπημα πραγματοποιείται με γρήγορες επάλληλες κρούσεις σε ορθή γωνία ως προς το επίπεδο της επιφάνειας απόκρουσης, αντίθετα με τα χτυπήματα του ραμφοκοπήματος που πραγματοποιούνται σε τυχαίες οξείες γωνίες (Wright 1992, 55 εικ.1, 57). Με την κρούση της υπό κατεργασία επιφάνειας, η δύναμη μεταφέρεται απευθείας στο επεξεργαζόμενο υλικό, τμήμα του οποίου, αποσπάται στο σημείο κρούσης και συνθλίβεται. Κατά συνέπεια, και οι δύο τεχνικές συντελούν σε μία ανώμαλη επιφάνεια με εναλλαγή επιπεδωμένων σημείων, ανέπαφων από την κατεργασία, και κοίλων «κρατήρων» κρούσης, αποτέλεσμα της τοπικής αφαίρεσης, μικρών κυρίως, τμημάτων ύλης. Σε αντιδιαστολή με τη λάξευση, η εφαρμογή τους έχει συνήθως περισσότερο «τοπικό» και περιορισμένο χαρακτήρα, καθώς αφαιρούν πολύ μικρότερη ποσότητα ύλης ανά φορά, ενώ το ρίσκο τυχαίας θραύσης περιορίζεται (Runnels 1981, 219). Σε αντίθεση με την τεχνική της απολάξευσης, η εφαρμογή τους εστιάζεται αποκλειστικά σε υλικά της τριπτής εργαλειοτεχνίας, με ανομοιογενή σύνθεση, πλούσια σε ορυκτά εγκλείσματα (Semenov 1964, 66 68). Στα πλαίσια της τελικής διαμόρφωσης μίας επιφάνειας είναι δυνατό να εφαρμοστεί επεξεργασία μέσω τριβής, με στόχο την ομαλοποίησή της. Πραγματοποιείται με την άσκηση σταθερής δύναμης σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση με τριβή του κατεργαζόμενου εργαλείου (ή οποιουδήποτε άλλου τεχνουργήματος) πάνω σε μία σκληρή επιφάνεια. Με την σταδιακή αποτριβή και αποκόλληση μικρών μορίων της υπό επεξεργασία επιφάνειας και τη σύνθλιψή τους, εξομαλύνονταν τα αρνητικά ίχνη των προηγούμενων σταδίων κατεργασίας. Ο βαθμός λείανσης της επιφάνειας του τεχνουργήματος ποικίλλει λείανση της όψης. από ελαφριά ομαλοποίηση μέχρι πλήρη εξομάλυνση και Συχνά το τελευταίο στάδιο της τριβής περιλαμβάνει την στίλβωση (polishing) της επιφάνειας με χρήση κάποιου εξαιρετικά λεπτόκοκκου λειαντικού παράγοντα, όπως ο μαλακός ψαμμίτης, ο άργιλος ή η ώχρα, ή μέσω τριβής με ένα κομμάτι δέρμα (Stroulia 2003, 12). Το στάδιο αυτό, που καθιστά την κατεργαζόμενη όψη εξαιρετικά λειασμένη και 8 Υπάρχει μία σύγχυση, τόσο στην ξενόγλωσση όσο και στην ελληνική βιβλιογραφία, μεταξύ των δύο όρων. Η διάκριση των δύο τεχνικών δεν εφαρμόζεται καθολικά και όταν χρησιμοποιείται δεν είναι κατ ανάγκη σαφής. Στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία πολλοί ερευνητές χρησιμοποιούν αποκλειστικά τον όρο pecking (Semenov 1964, Runnels 1981), και στην ελληνική τον όρο «σφυροκόπημα» (Μουνδρέα Αγραφιώτη 2007). 19

37 γυαλιστερή, συχνά συγχέεται με το κατασκευαστικό στάδιο της τριβής. Πρόκειται ωστόσο για δύο διακριτές τεχνικές με διαφορετικούς στόχους (Semenov 1964, 70). Η τριβή, όπως αναφέραμε, έχει καταληκτικό ρόλο στην κατασκευαστική αλληλουχία, με αποστολή την αφαίρεση των αδρών ανωμαλιών, καταλοίπων της προηγηθείσας κατεργασίας. Η στίλβωση, αν και ουσιαστικά αποτελεί συνέχεια της τεχνικής αποτριβής, δεν είναι βασικό κατασκευαστικό στάδιο, δεδομένου ότι δεν συμβάλλει στην αφαίρεση ύλης, αλλά στη μορφοποίηση των επιφανειών. Ως τέτοιο, συνιστά τελικό, αλλά όχι απαραίτητο, στάδιο της τριπτικής επεξεργασίας. Από τα βασικά κατασκευαστικά στάδια που προαναφέρθηκαν μονάχα η λάξευση αποδίδει σαφώς αναγνωρίσιμα απορρίμματα με μορφή ακανόνιστων θραυσμάτων και απολεπισμάτων. Οι λοιπές τεχνικές παράγουν πολύ μικρών διαστάσεων θρύμματα και σκόνη, υπολείμματα που είναι εξαιρετικά δύσκολο, και τις περισσότερες φορές μάλλον αδύνατο, να εντοπιστούν αρχαιολογικά (Runnels 1981, 251). Πέρα από τις βασικές κατασκευαστικές τεχνικές υπάρχουν και άλλες επιμέρους, με βοηθητικό ή περισσότερο εξειδικευμένο χαρακτήρα. Μία από αυτές είναι το πριόνισμα (sawing) που αφορούσε ενδιάμεσα στάδια της κατασκευαστικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα τα ίχνη του συχνά να απαλείφονται μέσω της μετέπειτα κατεργασίας. Στόχος του πριονίσματος ήταν η διαίρεση κομματιών πρώτης ύλης ή τεχνουργημάτων, που για κάποιο λόγο δεν εξυπηρετούσαν πλέον στη δεδομένη τους μορφή. Το πριόνισμα πραγματοποιείτο με τη χρήση ενός σχοινιού ή ενός λίθινου απολεπισμένου, οστέϊνου ή και ξύλινου ακόμα κοφτερού εργαλείου, σε συνδυασμό με κάποιον παράγοντα τριβής, συνήθως άμμο. Η συμμετοχή του νερού θα ήταν και αυτή απαραίτητη για το συχνό ξέπλυμα της αύλακας και την απομάκρυνση τριμμάτων και σκόνης. Η πλήρης εφαρμογή πριονίσματος είναι εξαιρετικά σπάνια, πιθανόν λόγω της δυσκολίας και των απαιτήσεων σε χρόνο και ενέργεια. Αντιθέτως η συνηθέστερη πρακτική είναι η διάνοιξη μίας αύλακας περιμετρικά του σημείου, όπου θα γινόταν η θραύση, και η σταδιακή βάθυνσή της, μέχρις ότου να είναι δυνατή η αποκοπή του κομματιού με την απλή άσκηση πίεσης (Semenov 1964, 71). Άλλη τεχνική είναι αυτή της διάτρησης (drilling), δηλαδή της διάνοιξης οπών. Λίθινα εργαλεία με οπή για την στειλέωσή τους, για την προσάρτηση δηλαδή μίας ευθύγραμμης λαβής που διαπερνά το σώμα τους, απαντώνται μόλις από την Πρώιμη Εποχή Χαλκού. Εντούτοις η τεχνική της διάτρησης απαντάται ήδη στους νεολιθικούς χρόνους σε διάφορα είδη τεχνουργημάτων, με στόχο την ανάρτηση ή στερέωσή τους. 20

38 Πρέπει να σημειωθεί ότι οι μορφοποιητικές παρεμβάσεις στα τριπτά εργαλεία δεν περιορίζονται αποκλειστικά στο στάδιο κατασκευής τους, αλλά μπορούν να πραγματοποιηθούν καθόλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους στα πλαίσια συντήρησής τους, μεταξύ επάλληλων επεισοδίων χρήσης (π.χ. ανανέωση της ενεργούς επιφάνειας ενός παθητικού εργαλείου τριβής με σφυροκόπημα), ή επανασχεδιασμού τους (π.χ. πριόνισμα ενός τμήματος εργαλείου με κόψη). ΧΡΗΣΗ Ο χαρακτήρας της χρήσης ενός μεμονωμένου τεχνουργήματος δεν είναι σταθερός, αλλά μπορεί να μεταβληθεί εξυπηρετώντας περισσότερες από μία λειτουργίες (Preston 2000, 29 33). Πρόκειται για ένα σύνηθες φαινόμενο, ιδιαίτερα στην περίπτωση της τριπτής εργαλειοτεχνίας. Η αρχική χρήση για την οποία σχεδιάστηκε ένα αντικείμενο ονομάζεται πρωτεύουσα (primary), ενώ κάθε επιπρόσθετη, μεταγενέστερη λειτουργία καλείται δευτερεύουσα (secondary). Μία δευτερεύουσα χρήση μπορεί να είναι είτε συνακόλουθη (concomitant), όταν το εργαλείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε δύο ή περισσότερες διαφορετικές δράσεις, είτε διαδοχική (sequential), όταν η νέα λειτουργία του αποκλείει τις προηγούμενες (Adams 2002α, 21). Τα εργαλεία με συνακόλουθες χρήσεις, αλλιώς πολυλειτουργικά, διαθέτουν, όπως είναι φυσικό, ένα περισσότερο διευρυμένο φάσμα δυνατοτήτων από ό,τι ένα απλό τεχνούργημα μεμονωμένης λειτουργίας. Συνδυάζοντας δράσεις πολλών αντικειμένων αποτελούν στην ουσία «πολυεργαλεία». Με βάση τα διαφοροποιημένα στάδια χρήσης τους, τα εργαλεία μπορούν να διακριθούν σε κατηγορίες. Ένα τεχνούργημα, που καθόλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του αξιοποιείται αποκλειστικά στα πλαίσια της δραστηριότητας για την οποία σχεδιάστηκε, χαρακτηρίζεται ως εργαλείο μίας χρήσης (single use). «Επαναχρησιμοποιημένο» (reused) είναι το εργαλείο που χρησιμοποιείται αρχικά για μία λειτουργία, αλλά σε δεύτερο στάδιο αξιοποιείται για την επιτέλεση κάποιου διαφορετικού σκοπού, χωρίς ωστόσο την ανάγκη αναδιαμόρφωσης του αρχικού του σχεδίου (π.χ. εργαλεία με κόψη που σε μετέπειτα στάδιο χρησιμοποιούνται ως επικρουστικά στελέχη). Τα εργαλεία που σχεδιάζονται και χρησιμοποιούνται για μία συγκεκριμένη λειτουργία, αλλά σε κάποιο στάδιο αξιοποιούνται σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο χαρακτηρίζονται ως «ανακυκλωμένα» (recycled) 9 (π.χ. ογκώδη παθητικά εργαλεία τριβής «μυλόλιθοι» που βρίσκουν χρήση ως οικοδομικό υλικό). Τα «επανασχεδιασμένα» (redesigned) εργαλεία συνιστούν μία ιδιαίτερη κατηγορία 9 Για μία διαφοροποιημένη χρήση των όρων «επαναχρησιμοποιημένο» και «ανακυκλωμένο» βλ. Stroulia 2010, 7. 21

39 ανακυκλωμένων τεχνουργημάτων. Πρόκειται για εργαλεία, τα οποία, αφού επιτελέσουν την αρχική χρήση τους, δέχονται ηθελημένη τροποποίηση, για αναδιαμόρφωσή τους. Η κατασκευαστική μεταποίηση αυτή εμποδίζει την πρώτη χρήση του εργαλείου επιτρέποντας ωστόσο μία νέα διαφορετική. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και πολυλειτουργικά εργαλεία, που σταδιακά εξαιτίας του μετασχηματισμού τους μέσα από τη χρήση τους δεν μπορούν πλέον να επιτελέσουν μία παλαιότερη λειτουργία τους (Adams 2002α, 22 23). ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ / ΑΠΟΡΡΙΨΗ Το τι οδηγεί ένα τριπτό εργαλείο (και γενικότερα οποιοδήποτε τεχνούργημα) στο τέλος της «ζωής» του είναι ένα ενδιαφέρον ζήτημα προς διερεύνηση. Η απόρριψη ή απόθεση, η αποθήκευση, η εγκατάλειψη, η απώλεια είναι διάφοροι μηχανισμοί μέσω των οποίων μπορεί ένα αντικείμενο να εισέλθει στο αρχαιολογικό αρχείο. Ποικίλοι μετααποθετικοί μηχανισμοί, φυσικοί ή ανθρωπογενείς, μπορούν και αυτοί, με τη σειρά τους, να επέμβουν στον τρόπο με τον οποίο θα διατηρηθεί και θα έλθει εντέλει στο φως ένα αντικείμενο. Για κάποιους ερευνητές η απόρριψη ανεπιθύμητων αντικειμένων κυβερνάται κυρίως από πρακτικά και χρηστικά αίτια (π.χ. αξία επανάχρησης, απαιτούμενο κόστος) (Hayden & Cannon 1983). Ωστόσο η πρακτική απόρριψης μπορεί να επηρεάζεται από πολιτισμικούς παράγοντες που σχετίζονται με ιδεολογικές, συμβολικές και τελετουργικές πρακτικές και αντιλήψεις (Hodder 1987, Thomas 1996 και 1999, Chapman 2000α και 2000β). Εδώ εντάσσονται τα επεισόδια απόρριψης μη εξαντλημένων, χρηστικών και εν δυνάμει αξιοποιήσιμων εργαλείων, αλλά και οι περιπτώσεις ηθελημένης θραύσης αντικειμένων (Chapman 2000α, Adams 2002α, 43 και 2008). Καθοριστικό στην προσπάθεια ανάγνωσης του τρόπου και του χαρακτήρα λήξης του κύκλου ζωής ενός ευρήματος είναι το αρχαιολογικό πλαίσιο εύρεσής του ΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΙΧΝΩΝ ΧΡΗΣΗΣ Ένα κοινό εννοιολογικό πλαίσιο μελέτης του υλικού πολιτισμού εξετάζει τα εργαλεία κάτω από δύο βασικές σκοπιές, της μορφολογίας και της λειτουργίας τους. Το δεύτερο πεδίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχαιολογική έρευνα καθώς συνιστά κομβικό σημείο στη σύνδεση των τεχνουργημάτων και της δράσης των ατόμων που τα 22

40 κατασκεύασαν και τα χρησιμοποίησαν. Ωστόσο η σχέση μορφής λειτουργίας αποδεικνύεται εξαιρετικά σύνθετη και η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων μία διαδικασία επισφαλής 10. Στην απόπειρα διερεύνησης της λειτουργίας του εργαλειακού εξοπλισμού καθοριστική είναι η συμβολή της ανάλυσης των ιχνών φθοράς, μίας μεθόδου που εκκινεί από την παρατήρηση πως οποιαδήποτε κινητική ενέργεια επάνω σε μία επιφάνεια προκαλεί φθορά και μεταβολή της μορφής της μέσα από την σταδιακή απώλεια υλικού. Ένα τεχνούργημα έρχεται σε επαφή με ποικίλα υλικά και υπόκειται σε φθορά καθόλα τα στάδια του κύκλου ζωής του. Ήδη στην πρώτη του μορφή, αυτή της ακατέργαστης πρώτης ύλης, δέχεται φθορές από το περιβάλλον. Ακολούθως, στο στάδιο κατασκευής του, μπορεί να υποβληθεί σε μία σειρά από μορφοποιητικές παρεμβάσεις, ενώ κατά τη χρήση του μπορεί να υποστεί εξίσου σημαντικές μεταβολές στη μορφολογία του. Αλλά, και αφότου έχει πλέον εισέλθει στο αρχαιολογικό αρχείο, μπορεί να υποβληθεί σε αλλοιώσεις φυσικής ή ανθρωπογενούς προέλευσης. Η αναγνώριση και ερμηνεία των ιχνών φθοράς, η προσπάθεια δηλαδή κατανόησης των μηχανισμών που τα δημιούργησαν, αποτελεί ένα πολύπλοκο εγχείρημα που απαιτεί τη διερεύνηση ποικίλων μεταβλητών. Η φθορά αποτελεί μία φυσική διαδικασία εξαρτώμενη από διάφορους παράγοντες της φυσικής ή χημικής συμπεριφοράς των υλικών που έρχονται σε επαφή. Αλλά και η αντοχή των υλικών στην φθορά εξαρτάται από εξίσου πολυάριθμους παράγοντες και μεταβάλλεται από ασήμαντες αλλαγές στις ιδιότητες των υλικών (Adams 1988, 310). Στο πλαίσιο ανάλυσης των ιχνών φθοράς αξιοποιείται η μακροσκοπική και μικροσκοπική παρατήρηση, η πειραματική έρευνα (κατασκευή εργαλείων και αναπαραγωγή ιχνών φθοράς), καθώς και η εθνογραφική παρατήρηση (Amick et al. 1989). Βασικός στόχος είναι η αναγνώριση του είδους φθοράς, η οποία όπως αναφέραμε μπορεί να είναι φυσική (αποτέλεσμα της δράσης παραγόντων, όπως το νερό, οι καιρικές και εδαφολογικές συνθήκες) ή ανθρωπογενής (κατασκευή, χρήση ή ακόμη και ηθελημένη καταστροφή), προ αποθετική και μετα αποθετική. Τα βασικά προ αποθετικά ίχνη ανθρωπογενούς φθοράς διακρίνονται στα ίχνη κατασκευής και τα ίχνη χρήσης. Κάθε ομάδα ιχνών υποδηλώνει διαφορετικές διεργασίες: τα κατασκευαστικά ίχνη είναι δηλωτικά των τεχνικών που εφαρμόστηκαν κατά τη διαμόρφωση ενός εργαλείου, ενώ τα ίχνη χρήσης προσφέρουν πληροφορίες για τη μηχανική της λειτουργίας του (π.χ. κρουστική ή τριπτική 10 Η αναγνώριση της δυσχερούς αυτής συνθήκης πυροδότησε συζητήσεις κατά πόσο η αποκλειστική μελέτη της καθαρής «φόρμας» αλλά και η χρήση της «αναλογίας» συνιστά ρεαλιστικό τρόπο έρευνας και σε ποιο βαθμό είναι δυνατές και θεμιτές οι λειτουργικές αποδόσεις (Gould 1980, Salmon 1982, Binford 1989, και για τη λιθοτεχνία ενδεικτικά Odell 1981β). 23

41 δράση), αλλά και την κινητική τον τρόπο χειρισμού του εργαλείου με άλλα λόγια. Η εκάστοτε δραστηριότητα έχει το δικό της «κινητικό χαρακτήρα» που αποτυπώνεται στο υλικό μέσω των ιχνών που αφήνει (Semenov 1964, 17). Κάθε απόπειρα ερμηνείας των ιχνών φθοράς οφείλει να εξετάζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους (κατανομή, θέση, πυκνότητα, διαστάσεις, κατεύθυνση, ένταση). Η μακροσκοπική και μικροσκοπική παρατήρηση των ιχνών φθοράς, είτε σε ανάλυση χαμηλής ισχύος (με στερεοσκόπιο), είτε υψηλής (με μικροσκόπιο ή ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης SEM) εξετάζουν την τοπογραφία και μικροτοπογραφία, αντίστοιχα, των επιφανειών των τεχνουργημάτων και λειτουργούν συμπληρωματικά. Μακροσκοπικά εξετάζεται η γενικότερη εικόνα μίας επιφάνειας, ενώ σε μικροσκοπικό επίπεδο καθίσταται δυνατή η διερεύνηση της μεταβολής μεμονωμένων κόκκων του πετρώματος (Adams 1989, 262 και 2002, 28 29) 11. Τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια μελέτης της μικροφθοράς στην επιφάνεια των εργαλείων, πραγματοποιήθηκαν πολυάριθμες εξειδικευμένες μελέτες σε συνεργασία με τον κλάδο της Τριβολογίας 12 για την κατανόηση των μηχανισμών δημιουργίας των ιχνών φθοράς. Πρόκειται για τέσσερις μηχανισμούς: την φθορά αποτριβής (abrasive wear), τη συγκολλητική (adhesive wear), την κρουστική (fatigue wear) και την τριβοχημική φθορά (tribochemical wear) (Adams 1988, 310 και 1989, και 2002α, και 2002β, 57 59). Η φθορά αποτριβής αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια τριβής μίας επιφάνειας με μία άλλη. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εκδήλωσή της είναι η μία από τις επιφάνειες να είναι σκληρότερη και τραχύτερη. Η διείσδυση των πιο υπερυψωμένων σημείων της επιφάνειας αυτής στη μαλακότερη επιφάνεια, με την οποία έρχεται σε επαφή, έχει ως αποτέλεσμα την πλαστική παραμόρφωση της δεύτερης. Η παρεμβολή, μεταξύ των δύο εφαπτόμενων επιφανειών, ελεύθερων σωματιδίων μπορεί να «ενισχύσει» τη διαδικασία αυτή ή να την προκαλέσει. Μπορεί να είναι είτε κόκκοι υλικού που αποκολλήθηκαν από τις δύο επιφάνειες, είτε ξένα στοιχεία (π.χ. άμμος, χαλίκια) που παρεμβάλλονται τυχαία, λόγω εξωγενών παραγόντων (περιβαλλοντικές συνθήκες), ή και σκόπιμα (π.χ. προσθήκη άμμου στην κατεργασία δερμάτων) (Semenov 1964, 88, Adams 2002α, 30 31). Τα ίχνη που προκύπτουν από τη διαδικασία αυτή ονομάζονται γραμμίδια (striations) και πρόκειται για 11 Πιο αναλυτικά για τη μεθοδολογία ανάλυσης της μικροφθοράς βλ. Αγατζιώτη 2000, Πρόκειται για τον κλάδο της Φυσικής που ασχολείται με τη μηχανική επιφανειών σε επαφή και σχετική κίνηση. 24

42 μικρές εκδορές ή βαθύτερες εγκοπές που έχουν κοινό προσανατολισμό με τη φορά της κίνησης. Η συγκολλητική φθορά είναι αποτέλεσμα της επαφής δύο επιφανειών και της ανάπτυξης αλληλεπιδράσεων μεταξύ των σωματιδίων ύλης τους. Η εκδήλωση κίνησης μεταξύ των εφαπτόμενων επιφανειών προκαλεί την έκλυση θερμότητας και το «σπάσιμο» των δεσμών που συγκρατούν τα σωματίδια. Τα αποκομμένα σωματίδια παραμένουν ελεύθερα μεταξύ των επιφανειών ή προσκολλούνται σε μία από αυτές λόγω της ασκούμενης πίεσης. Το είδος αυτό φθοράς προκαλεί μεταβολές στη μορφολογία των επιφανειών μη εντοπίσιμες με γυμνό μάτι, τουλάχιστον στα πρώτα στάδιά του. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα ίχνη απολείανσης που αφήνει στην επιφάνεια ενός λίθινου εργαλείου η επαφή με το χέρι του χρήστη (Adams 1989, 260 και 2002, 30). Η κρουστική φθορά εκδηλώνεται κατά την επαφή δύο επιφανειών και την άσκηση πίεσης. Η ασκούμενη δύναμη επικεντρώνεται πρώτα στα περισσότερο υπερυψωμένα και προεξέχοντα σημεία των επιφανειών, εκείνα δηλαδή που έρχονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους. Όταν η ισχύς υπερβεί τη μηχανική αντοχή του υλικού, τα ανώτερα σημεία του αναγλύφου συνθλίβονται και σπάζουν, και δημιουργείται μία νέα επιφάνεια επαφής, μεγαλύτερη σε έκταση και ικανή να δεχθεί την ασκούμενη πίεση. Τα ίχνη που προκαλεί ο τύπος αυτός φθοράς περιλαμβάνουν ρωγμές (cracks), σπασίματα (fractures) και κρατήρες (pits) και είναι ορατά τόσο μακροσκοπικά όσο και μικροσκοπικά (Adams 2002α, 30). Ο τέταρτος μηχανισμός, η τριβοχημική φθορά, διαφοροποιείται από τους προηγούμενους καθώς αφορά σύνθετες χημικές αντιδράσεις. Οι άλλοι τρεις μηχανισμοί φθοράς δημιουργούν τις απαραίτητες συνθήκες για την εκδήλωση της χημικής αυτής διαδικασίας που έχει ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό λεπτών στρωμάτων οξειδίων στην επιφάνεια των λίθινων εργαλείων, που γίνονται αντιληπτά με τη μορφή γυαλάδας, γνωστής ως στίλβης. Έτσι, ενώ οι τρεις πρώτοι μηχανισμοί έχουν αναγωγικό χαρακτήρα, αφού προκαλούν την αφαίρεση υλικού, η τριβοχημική φθορά είναι μία προσθετική διαδικασία (Adams 1989, 261 και 2002α, 31 32). Οι παραπάνω μηχανισμοί δεν είναι αλληλοαποκλειόμενοι, αλλά δρουν παράλληλα και αλληλεπιδρούν. Η δράση τους μπορεί να επικαλύψει τα ίχνη της προηγούμενης διαδικασίας φθοράς ή να προκαλέσει την εκδήλωση της επόμενης μεταβολής. Το είδος και τα χαρακτηριστικά των επιφανειών σε επαφή και των παρεμβαλλόμενων μεταξύ αυτών 25

43 ουσιών, αλλά και εξωτερικοί παράγοντες (π.χ. θερμοκρασία, υγρασία) επηρεάζουν τους μηχανισμούς αυτούς και καθορίζουν ποιοι θα εκδηλωθούν και ποιοι θα υπερισχύσουν. ΕΙΔΗ ΙΧΝΩΝ ΦΘΟΡΑΣ Τα ίχνη που μπορούν να εντοπιστούν και να μελετηθούν σε μία μακροσκοπική εξέταση του υλικού περιλαμβάνουν τα γραμμικά ίχνη, τη λείανση, την στίλβωση, τους κρατήρες κρούσης και τα ίχνη απολέπισης. Γραμμικά ίχνη (striations, scratches) 13 Τα γραμμίδια είναι αποτέλεσμα της αποτριβής μίας σκληρότερης και τραχύτερης επιφάνειας με ένα μαλακότερο υλικό και της πρόκλησης πλαστικών παραμορφώσεων στο δεύτερο (βλ. παραπάνω). Η μεταξύ τους και κατά τον άξονα του εργαλείου διάταξή τους μπορεί να ποικίλλει, όπως και τα χαρακτηριστικά τους (διαστάσεις, πυκνότητα, σχήμα), στοιχεία που χρήζουν διερεύνησης, καθώς αποτελούν δηλωτικά της κινητικής του εργαλείου. Λείανση Στίλβωση (grinding polishing) Τα δύο είδη φθοράς διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την υφή, την ένταση, δηλαδή το βαθμό εξομάλυνσης της επιφάνειας, και την αντανάκλαση ή όχι του φωτός. Ο μηχανισμός της λείανσης εξομαλύνει την επιφάνεια καθιστώντας την λεία. Από την άλλη, η διαδικασία της στίλβωσης έχει ένα εξαιρετικά στιλπνό αποτέλεσμα (polish/sheen). Ο προσδιορισμός των μηχανισμών που ευθύνονται για τη δημιουργία της στίλβης είναι δύσκολος, φαίνεται ωστόσο να οφείλεται στην δράση φυσικοχημικών παραγόντων και τη συνακόλουθη παραγωγή οξειδίων που επικάθονται στις επιφάνειες των εργαλείων με μορφή στρώσεων. Η διαδικασία αυτή, αποθετικού και προσθετικού χαρακτήρα, συνδέεται άμεσα με το περιβάλλον, ιδίως την παραγωγή θερμικής ενέργειας, και τη φύση των επιφανειών επαφής (Semenov 1964, 14, 70, Adams 1989, 272 και 2002α, 31 32). Επιπεδοποίηση (leveling) Πρόκειται για την εξομάλυνση επιφανειών και τη δημιουργία επιπεδωμένων εδρών μέσα από την δράση μηχανισμών τριβής. Η μικροτοπογραφία των επιφανειών επαφής αλλοιώνεται καθώς τα έξεργα ανώμαλα τμήματά της συντρίβονται στη διάρκεια της τριπτικής διαδικασίας με αποτέλεσμα την σταδιακή ισοπέδωση αρχικά των ανώτερων 13 Για σχετικούς όρους βλ. Αγατζιώτη 2000, 19, υποσ

44 τμημάτων μεμονωμένων κόκκων πετρώματος και κατόπιν μεγαλύτερων επιφανειών. Ο τύπος αυτός φθοράς, συχνά σε συνδυασμό με γραμμίδια, αποτελεί τη συνηθέστερη κατηγορία ιχνών σε τριπτικά εργαλεία (ενεργητικά και παθητικά εργαλεία άλεσης, τριβής, στίλβωσης). Κρατήρες Κρούσης (pits) Τα ίχνη αυτά οφείλονται στην κρούση, τον θρυμματισμό και την απομάκρυνση μικρών κομματιών ύλης. Πρόκειται για κοιλότητες που μπορούν να ποικίλλουν σε διαστάσεις, ένταση, διάταξη και πυκνότητα. Εδώ εντάσσονται τα ίχνη δύο βασικών κατασκευαστικών τεχνικών που στηρίζονται στην άμεση άσκηση κρουστικής δύναμης, του σφυροκοπήματος και του ραμφοκοπήματος. Η εναλλαγή βαθύνσεων και έξεργων τμημάτων χαρίζει στην επιφάνεια των τεχνουργημάτων μία αδρή και ανώμαλη υφή. Σπασίματα (fractures) Πρόκειται για τα ίχνη που δημιουργούνται μέσα από την άσκηση ελεγχόμενης κρούσης ή πίεσης επάνω σε μία επιφάνεια και την επακόλουθη απόσπαση κομματιών ύλης. Ο βασικός μηχανισμός αυτός έχει δύο διαφορετικές μορφές, τη «βαθμιδωτή θραύση» (step fracture) και την «κογχοειδή» ή «οστρεοειδή» (conchoidal fracture). Η δεύτερη χαρακτηρίζει κατά βάση την απολεπισμένη λιθοτεχνία λόγω των λεπτόκοκκων και εξαιρετικά ομοιογενών πρώτων υλών της που επιτρέπουν την ελεγχόμενη θραύση τους και την απόσπαση καμπυλόγραμμων απολεπισμάτων. Η τριπτή λιθοτεχνία αντίθετα, με υλικά μικρού βαθμού ομοιογένειας, πλούσια σε εγκλείσματα, χαρακτηρίζεται κυρίως από γωνιώδεις θραύσεις. Ο βαθμός φθοράς ενός εργαλείου λόγω χρήσης αποτελεί σημαντικό αναλυτικό μέγεθος. Η ένταση της φθοράς μπορεί και αυτή να ποικίλλει, από ελαφριά (light wear) και μέτρια (average wear), όπου τα ίχνη είναι ορατά αλλά δεν επηρεάζουν τη μορφολογία του τεχνουργήματος, μέχρι βαριά (heavy wear), όπου η φθορά μεταβάλλει τη μορφή και τις διαστάσεις του αντικειμένου. Σε κάποιες περιπτώσεις η φθορά που έχει υποστεί ένα εργαλείο μέσω της χρήσης μπορεί να είναι τόσο εκτεταμένη, ώστε να μην επιτρέπει την περαιτέρω λειτουργία του. Τα εργαλεία αυτά χαρακτηρίζονται ως εξαντλημένα (worn out). Εργαλεία με πολλαπλές επιφάνειες εργασίας μπορούν να παρουσιάζουν διαφορετικό βαθμό χρήσης σε κάθε ενεργή όψη. Είναι δυνατό να διατηρούνται διαφορετικά ίχνη χρήσης στις ενεργές επιφάνειες του εργαλείου αντανακλώντας διαφοροποιημένες εφαρμογές του. 27

45 Η συνειδητοποίηση της «χρονικής διάστασης» των ιχνών είναι αναγκαία. Η ίδια η διαδικασία παρατήρησής τους αφορά ένα συγκεκριμένο στάδιο στη βιογραφία του τεχνουργήματος, αυτό στο οποίο βρισκόταν προτού εισέλθει στο αρχαιολογικό αρχείο. Η εικόνα εντούτοις είναι αλλοιωμένη από μετααποθετικούς παράγοντες που μπορεί να έχουν επηρεάσει τη μορφολογία και το βαθμό διατήρησής του, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Αλλά και ανάμεσα στα ίδια τα ίχνη χρήσης είναι δυνατόν να υπάρχει χρονικός διαχωρισμός, όταν αυτά αντιπροσωπεύουν διακριτά επεισόδια χρήσης, συχνά μάλιστα αλληλοκαλυπτόμενα, όπου τα νεότερα επικαλύπτουν ή και απαλείφουν τα προγενέστερα. Η αναπόφευκτη φθορά που προκαλείται στα εργαλεία, μέσω της χρήσης τους μειώνει σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους οδηγώντας στην εξάντλησή τους. Για το λόγο αυτό εφαρμόζονται συνήθως στρατηγικές συντήρησης των εργαλείων, δηλαδή τεχνικές διαχείρισης της φθοράς, με σκοπό τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητάς τους. Εδώ ανήκει η κατασκευή και χρήση περισσότερων της μίας επιφανειών χρήσης, η διατήρηση αυτών ή του ενεργού άκρου με σφυροκόπημα ή ακόνισμα, και η αλλαγή της στειλέωσης (Adams 2002α, 25 26) ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Η αρχαιολογική θεωρία και η εμπειρική παρατήρηση συνιστούν εργαλεία απαραίτητα για την προσέγγιση του υλικού κόσμου και την ανίχνευση της κοινωνικής πραγματικότητας που τον παρήγαγε. Μέσα από την εξέλιξη της αρχαιολογικής σκέψης και τις επιρροές της μεταδιαδικαστικής θεώρησης έχει γίνει πλέον εν γένει αποδεκτό ότι η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτα αντικειμενική, δεδομένου ότι αφορά μία δυναμική σχέση μεταξύ αντικειμένων και ενεργών υποκειμένων (οι άνθρωποι του παρελθόντος και οι μελετητές του παρόντος), σχέση στην οποία παρεμβάλλονται ιδέες, συμπεριφορές και νοήματα (Hodder 2002, 38). Το ιστορικό περιεχόμενο του παρελθόντος που επιχειρείται να ερευνηθεί είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς διαμορφώνει το υπό μελέτη υλικό αρχείο και τη σημασία του. Αλλά και το πολιτισμικό περιεχόμενο του παρόντος καθορίζει και περιορίζει την απόπειρα «ανάγνωσης» και ερμηνείας των δεδομένων. Κατά συνέπεια ένα σύστημα περιγραφής δεν μπορεί ποτέ να είναι ουδέτερο. Οι κατηγορίες, οι τύποι και τα κριτήρια που μεταχειρίζεται στη μεθοδολογία του ο εκάστοτε αναλυτής εξαρτώνται άμεσα από το θεωρητικό πλαίσιο που χρησιμοποιεί (Hodder 1987 και 2002). Παρόλα αυτά η εμπειρική προσέγγιση συνιστά αναγκαίο προκαταρκτικό κομμάτι της έρευνας, αφού 28

46 επιτρέπει μία πρώτη οργάνωση και ταξινόμηση του υλικού, δημιουργώντας τη βάση για την εφαρμογή μίας λεπτομερέστερης, πιο εντατικής ανάλυσης των δεδομένων. Καθίσταται λοιπόν αναγκαία η διάρθρωση ενός μεθοδολογικού πλαισίου και ενός συστήματος καταγραφής, κατά το δυνατόν αποκομμένων από το πλαίσιο ερμηνείας του παρελθόντος. Θα πρέπει παρόλα αυτά να συνδέονται με συγκεκριμένες στρατηγικές ανάλυσης, σαφή ερευνητικά ερωτήματα και a priori καθορισμένα κριτήρια. Για δεκαετίες στις αρχαιολογικές προσεγγίσεις κυριαρχούσε η κλασική, αριστοτελικής προελεύσεως, ταξινομική μέθοδος, που επιτάσσει το σαφή ορισμό «τύπων» ως διακριτών «οντοτήτων», όπου κάθε τι ταξινομήσιμο εντάσσεται αποκλειστικά σε μία μόνο από αυτές (Adams 2002α, 13). Η στατική αυτή προσέγγιση οδηγεί στη δημιουργία άκαμπτων ταξινομικών ομάδων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στη δυναμική φύση της τριπτής εργαλειοτεχνίας, δυσχεραίνοντας εκ των πραγμάτων τη συνεπή εφαρμογή τους. Αναγκαία καθίσταται μία εναλλακτική προσέγγιση που θα χρησιμοποιεί ευέλικτες ταξινομικές κατηγορίες, οι οποίες θα επιτρέπουν την ύπαρξη, έξω και γύρω από τα σαφή πλαίσια τους, ενδιάμεσων «γκρίζων ζωνών» για τα μεμονωμένα εκείνα παραδείγματα που φαινομενικά εντάσσονται σε πολλές ή σε καμία από τις υπάρχουσες κατηγορίες. Αναγνωρίζοντας τις συνέπειες απουσίας μίας ευρέως αποδεκτής μεθοδολογίας επιδιώχθηκε στην παρούσα εργασία η εφαρμογή ενός κατά βάση ευέλικτου, σε χρήσεις και συγκρίσεις, ταξινομικού συστήματος, δομούμενου από μεγάλες, περισσότερο γενικές κατηγορίες, όπου μπορούν να υπαχθούν υποομάδες. Η μεθοδολογία αυτή υπαγορεύτηκε σε μεγάλο βαθμό από πρακτικής και θεωρητικής φύσεως παράγοντες συνδεόμενους με τη φύση του ίδιου του υπό μελέτη υλικού. Ο υψηλός βαθμός αποσπασματικότητάς του είχε ως αποτελέσμα ένας αριθμός θραυσμάτων να μην φέρει τις απαραίτητες διαστάσεις και τα διαγνωστικά χαρακτηριστικά που επαρκούν για μία εξειδικευμένη ταυτοποίηση. Παράλληλη συνέπεια ήταν ότι μεγάλο μέρος του υλικού δεν ευνοούσε τη σύνταξη μίας αναλυτικής τυπολογίας είτε σε συγχρονικό είτε σε διαχρονικό επίπεδο, δηλαδή την αναγνώριση επιμέρους εργαλειακών τύπων και την αναζήτηση της εξέλιξής τους σε βάθος χρόνου. Για το λόγο αυτό, κάτι τέτοιο δεν συμπεριελήφθη στους βασικούς ερευνητικούς μας στόχους. Υπερβαίνοντας την περιοριστική αντίληψη του παρελθόντος, ότι η μορφή καθορίζει τη λειτουργία, το ταξινομικό σύστημα που εφαρμόστηκε στην παρούσα εργασία δίνει έμφαση σε τεχνολογικά και συμπεριφορικά, παρά μορφολογικά, κριτήρια. Η τυπολογία που εφαρμόστηκε επιδιώχθηκε να βασίζεται περισσότερο σε δραστηριότητες πίσω από τα υπό 29

47 μελέτη αντικείμενα, στις λειτουργίες δηλαδή για τις οποίες σχεδιάστηκε ή/και χρησιμοποιήθηκε το εκάστοτε εργαλείο. Είναι απαραίτητη ωστόσο η διάκριση βασικών λειτουργιών (π.χ. τριβή άλεση ή κρούση) και εξειδικευμένων χρήσεων (π.χ. άλεση σπόρων). Για τον ορισμό των ταξινομικών «τύπων» δόθηκε έμφαση στην αναγνώριση των πρώτων, δεδομένου ότι η βέβαιη ταυτοποίηση συγκεκριμένων χρήσεων προϋποθέτει μία πολύπλευρη εξέταση με τη βοήθεια και άλλων εφαρμογών (ανάλυση ιχνών σε μικροσκόπιο, διενέργεια πετρογραφικών, χημικών αναλύσεων και πειραμάτων). Μία άλλη παράμετρος της φύσης του υπό μελέτη υλικού επέτρεψε την εφαρμογή μίας περισσότερο λειτουργικής ταξινόμησης: καθώς δεν υπάρχει έντονο το στοιχείο της πολυλειτουργικότητας σε συγχρονικό (εργαλεία που χρησιμοποιούνταν παράλληλα για διαφορετικές λειτουργίες) αλλά και διαχρονικό επίπεδο (εργαλεία με διαφοροποιημένες διαδοχικές χρήσεις), η ακρίβεια και η σαφήνεια των παρατηρήσεων δεν κινδυνεύει να υπονομευθεί. Ταυτόχρονα η ταξινόμηση αυτή επιτρέπει μία ολιστική προσέγγιση με περισσότερο ανθρωποκεντρική και συμπεριφορική σκοπιά (Adams 2002α, 49): η μελέτη πλέον δεν αφορά αποκλειστικά τα εργαλεία αυτά καθεαυτά, αλλά επιπλέον την τεχνολογική γνώση, τις συμπεριφορές, τα κοινωνικά πλαίσια που σχετίζονται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή, τη χρήση και αχρήστευσή τους, εστιάζοντας σε όλα τα στάδια βιογραφίας των αντικειμένων. Έτσι, επιδιώχθηκε η σύνθεση ομάδων όσο το δυνατόν περισσότερο ομοιογενών, πρωτίστως ως προς τα ίχνη χρήσης που φέρουν και την κατανομή αυτών στο σώμα των τεχνουργημάτων, και κατά δεύτερο λόγο ως προς το σχήμα, το μέγεθος και το υλικό κατασκευής. Η μορφομετρία των εργαλείων ωστόσο δεν εξετάζεται ως ένα αυτόνομο και αυθύπαρκτο γνώρισμα, αλλά σε συνάρτηση πάντα με την παράμετρο της κατεργασίας και λειτουργικότητας του εκάστοτε εργαλείου. Οι κατηγορίες που χρησιμοποιούνται είναι λειτουργικές, αναφέρονται δηλαδή στον τρόπο χρήσης των τεχνουργημάτων, και περιλαμβάνουν εργαλεία τριβής λείανσης, άλεσης κονιοποίησης, κρούσης, τριβής κρούσης, κοπής απόξεσης. Οι βασικές ταξινομικές ομάδες είναι: Α) τα παθητικά εργαλεία τριβής άλεσης που είτε χρησιμοποιούνταν σε συνδυασμό με ενεργητικά στελέχη είτε όχι, Β) τα ενεργητικά εργαλεία τριβής και άλεσης που λειτουργούσαν σε συνδυασμό ή όχι με παθητικά εργαλεία, Γ) τα ενεργητικά εργαλεία κρούσης, Δ) τα εργαλεία τριβής κρούσης, Ε) τα εργαλεία με κόψη, ΣΤ) τα «Διάφορα», μία 30

48 τεχνητή κατηγορία που περικλείει όσα εργαλεία έμειναν αταύτιστα ως προς τον εργαλειακό τους τύπο, και τέλος Ζ) την κατηγορία των ακατέργαστων πρώτων υλών και απολεπισμάτων. Η τελευταία ταξινομική κατηγορία δημιουργήθηκε για να συμπεριλάβει το πολυάριθμο σύνολο απολεπισμάτων και θραυσμάτων πετρώματος που εμπεριέχεται στο υπό μελέτη υλικό. Τα κομμάτια αυτά συλλέχθηκαν κατά την ανασκαφή και καταγράφηκαν, στην πρώτη γενική μελέτη του υλικού, στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής της Α. Χονδρογιάννη Μετόκη, υπό τον όρο «Δείγματα πετρώματος». Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει κομμάτια οποιουδήποτε πετρώματος, πλην του ντόπιου ασβεστολίθου. Τα θραύσματα αυτά, συνιστούν μαρτυρία διαθέσιμων (και αξιοποιούμενων) πρώτων υλών. Η αναγνώριση της προέλευσής τους είναι δύσκολη. Συνιστούν είτε τυχαία θραύσματα πετρώματος είτε υποπροϊόντα κατεργασίας είτε θραύσματα εργαλείων που δεν σώζουν καθόλου ίχνη των εξωτερικών επιφανειών. Στην ορολογία που εφαρμόζεται, αποφεύγονται, στο βαθμό του δυνατού, όροι, που έχουν μεν καθιερωθεί στη μελέτη των τριπτών, συνδέονται ωστόσο με στενά μορφολογικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, προδικάζοντας με την παγιωμένη σημασιοδότησή τους τον τρόπο κατανόησης της χρήσης των εργαλείων 14. Όπου χρησιμοποιούνται, αυτό γίνεται προς διευκόλυνση των αναγνωστών, πάντα με εξαιρετική προσοχή και διατηρώντας κατά νου την ιδιότητά τους ως αναλυτικών κατασκευών, με «φύση» που πρέπει να είναι ανοιχτή στη συζήτηση, και όχι ως ξεχωριστές εμπειρικές οντότητες με αξιωματική ισχύ. ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ Το πρώτο βασικό στάδιο προεργασίας της καταγραφής, αναγκαίο λόγω της τεράστιας μορφομετρικής ποικιλίας που χαρακτηρίζει την τριπτή εργαλειοτεχνία, είναι ο προσανατολισμός των υπό μελέτη τεχνουργημάτων. Η εφαρμογή σταθερών κριτηρίων για την τοποθέτηση των τεχνουργημάτων μπροστά στον ερευνητή εξασφαλίζει την ομοιόμορφη καταγραφή των ενδείξεων σε κάθε ένα, καθιστώντας δυνατή τη μετέπειτα σύγκρισή τους, και εν γένει τον ομοιόμορφο χειρισμό τους καθόλη τη διάρκεια της μελέτης. Στην παρούσα εργασία εφαρμόστηκαν οι βασικές αρχές του συστήματος προσανατολισμού και «χειρισμού» των τεχνουργημάτων που πρότεινε ο R. Risch (1995 και 2002). Υπάρχουν ωστόσο σκόπιμες αποκλίσεις και παραλείψεις, που υπαγορεύτηκαν από τον χαρακτήρα του υλικού και τους στόχους της εν λόγω έρευνας. 14 Για μία διαφορετική προσέγγιση βλ. Wright 1992,

49 Για να προσδιορίσουμε, λοιπόν, τη θέση του αντικειμένου στο χώρο, ορίζουμε ένα ιδεατό σύστημα τριών αξόνων: x (μήκος), y (πλάτος), z (πάχος), όπου το σημείο αναφοράς είναι πάντα το επίπεδο του παρατηρητή. Αξιωματικά θεωρούμε τη μεγαλύτερη διάσταση του αντικειμένου ως τον άξονα μήκους του, ο οποίος και τοποθετείται κάθετα προς το επίπεδο του παρατηρητή. Ο άξονας πλάτους τίθεται παράλληλα προς αυτό, και με τον τρόπο αυτό ορίζεται αυτομάτως και η θέση του τρίτου άξονα. Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι κάθε αντικείμενο έχει 6 όψεις: εμπρόσθια οπίσθια (επί του άξονα z), επάνω κάτω (στα άκρα του άξονα x), αριστερή δεξιά (επί του άξονα y). Στα επιμήκη αντικείμενα, η επάνω και κάτω όψη αντιπροσωπεύουν τα άκρα του εργαλείου, ενώ η αριστερή και δεξιά τις πλευρές του (βλ. Παράρτημα 3, εικ.12). Η ενεργή επιφάνεια, δηλαδή η επιφάνεια χρήσης τοποθετείται είτε ως εμπρόσθια, είτε ως κάτω όψη (στην περίπτωση των εργαλείων με κόψη και κάποιων εργαλείων χειρός). Στην περίπτωση των αντικειμένων με πολλαπλές ενεργές επιφάνειες, ορίζουμε ως εμπρόσθια αυτή με τη μεγαλύτερη φθορά λόγω χρήσης. Για τον προσανατολισμό αξιοποιούνται τόσο μορφομετρικά όσο και λειτουργικά κριτήρια. Η Adams (2002α, 45) προτείνει την τοποθέτηση του τεχνουργήματος σύμφωνα με τον τρόπο λαβής χειρισμού και χρήσης του, όποτε αυτό είναι δυνατό. Αντίθετα, εδώ στηριζόμαστε δευτερευόντως μόνο σε λειτουργικά κριτήρια, επειδή η εφαρμογή τους απαιτεί εξ αρχής μία δόση ανάλυσης και ερμηνείας (ζητούμενο σε μετέπειτα στάδιο της εξέτασης του εργαλείου) 15. Επιπλέον τα μορφολογικά κριτήρια, σαφή και πολύ λιγότερο ευάλωτα σε υποκειμενισμούς, αφήνουν μικρότερα περιθώρια λάθους. Στην περίπτωση αντικειμένων που παρουσιάζουν ασύμμετρη διαμόρφωση, δηλαδή διαστάσεις με μεγάλες αποκλίσεις μέγιστων και ελάχιστων τιμών και μορφολογία ασύμβατη προς την τυπική εξαπλευρική σύλληψη των τεχνουργημάτων στο χώρο, εφαρμόζεται μία πιο εξειδικευμένη σειρά μορφομετρικών κριτηρίων. Η πλευρά με το μέγιστο σωζόμενο μήκος τοποθετείται δεξιά του άξονα y, αυτή με το μέγιστο σωζόμενο πλάτος στο επάνω τμήμα του νοητού άξονα x, ομοίως και το μέγιστο πάχος. Για τη θέση που καταλαμβάνει η επιφάνεια χρήσης του εργαλείου ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που προαναφέρθηκαν. 15 Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η διαδικασία παρατήρησης περιγραφής ερμηνείας νοείται ως μία αυστηρή ιεραρχία σταδίων, αλλά αναγνωρίζεται η ταυτόχρονη, στην ουσία, λειτουργία τους (Moore 1982, 75). 32

50 Στην περίπτωση θραυσμάτων, η τοποθέτησή τους γίνεται βάσει της υποθετικής αποκατάστασης του εργαλείου και της θέσης που κατείχε σε αυτό το σωζόμενο τμήμα. Στις περιπτώσεις όπου κάτι τέτοιο είναι επισφαλές, ο προσανατολισμός γίνεται βάσει των μορφομετρικών κριτηρίων που ακολουθούνται και στις περιπτώσεις ασύμμετρων αντικειμένων. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Η μορφολογική περιγραφή κάθε αντικειμένου περιλαμβάνει την απόδοση του συνολικού σχήματός του, σε κάτοψη και τομή κατά το μήκος και πλάτος, αλλά και την απόδοση του προφίλ κάθε όψης του μεμονωμένα, και κατά τους δύο άξονες. Η τακτική αυτή δεν ακολουθείται σε μεμονωμένες θραυσμένες όψεις αντικειμένων, σε πολύ αποσπασματικά σωζόμενα εργαλεία θραυσμένα σε πολλαπλές όψεις τους και σε ακανόνιστα κομμάτια πρώτων υλών. Η απόδοση της τομής δεν γίνεται, αλλά επιλέγεται η ένδειξη αδιάγνωστο, καθώς η εικόνα που δίνεται είναι καθαρά πλασματική, αποτέλεσμα της θραύσης. Όταν το σχήμα του σωζόμενου τεμαχίου είναι απροσδιόριστο και σύνθετο, επιλέγεται η ένδειξη ακανόνιστο. Η μεγάλη αποσπασματικότητα του υλικού εφιστά την προσοχή και όσον αφορά την εγκυρότητα των καταγραφόμενων ενδείξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα πολυάριθμα πλευρικά θραύσματα εργαλείων τριβής, όπου το σωζόμενο τμήμα της ενεργής επιφάνειας είναι μικρό σε έκταση και όχι κατ ανάγκη ενδεικτικό της συνολικής διαμόρφωσης της όψης δεδομένου ότι προέρχεται από τα όρια της περιφέρειάς της. Στο σημείο αυτό η επαφή της λίθινης επιφάνειας με την επιφάνεια του στοιχείου, με το οποίο συνεργεί, είναι διαφοροποιημένη σε σχέση με το κεντρικό τμήμα της επιφάνειας χρήσης και η διαμόρφωσή της κατά κανόνα δεν αντανακλά τη συνολική εικόνα. Επιπλέον, ο βαθμός κοίλανσης/κυρτότητας (αφορά κυρίως στις περιπτώσεις των παθητικών εργαλείων τριβής) δεν μπορεί να μετρηθεί αξιόπιστα, όταν το κομμάτι είναι θραυσμένο κατά τον άξονα στον οποίο γίνεται η μέτρηση. ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ Ο προσανατολισμός του αντικειμένου στο χώρο αποτελεί το σημείο αναφοράς όλων των μετρήσεων που λαμβάνονται και κατά τις τρεις διαστάσεις του αντικειμένου (μήκος, πλάτος, πάχος), στα σημεία όπου αυτές αποκτούν τη μέγιστη τιμή τους. Όταν το αντικείμενο είναι θραυσμένο στον μετρήσιμο άξονα του, η μέτρηση λαμβάνεται και πάλι στο σημείο όπου εμφανίζεται η μέγιστη τιμή της, αλλά καταχωρείται ως διαφορετική 33

51 ένδειξη, αφού δεν αντιπροσωπεύει τη μέγιστη διάσταση του αντικειμένου στον άξονά του αυτόν, αλλά τη μέγιστη σωζόμενη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαστάσεις των τεχνουργημάτων συνιστούν σημαντικές περιγραφικές μεταβλητές και συγκρίσιμα μεγέθη, αποτελούν ωστόσο επίφοβο ταξινομικό κριτήριο που στην παρούσα εργασία αποφεύγεται, δεδομένου ότι πολλοί παράγοντες είναι δυνατόν να επηρεάζουν τις επιλογές αυτές (π.χ. το μέγεθος των διαθέσιμων πρώτων υλών και εν γένει ο βαθμός διαθεσιμότητάς τους, αλλά και παράγοντες πιο περίπλοκοι και δύσκολοι στην αναγνώρισή τους, όπως οι πολιτισμικές επιλογές). ΦΘΟΡΑ Η μελέτη της φθοράς στις επιφάνειες των εργαλείων, ακόμη και αποκλειστικά σε μακροσκοπικό επίπεδο, μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες. Καθιστά δυνατή την αναγνώριση ιχνών χρήσης και ιχνών κατασκευής, και επιτρέπει παράλληλα την «ανάγνωση» διαφορετικών τρόπων λειτουργίας των τεχνουργημάτων. Τα ειδικά χαρακτηριστικά των ιχνών χρήσης, η κατανομή, η θέση, η κατεύθυνση και η έντασή τους μαρτυρούν βασικούς μηχανισμούς κίνησης επιτρέποντας την «ανάγνωση» της εκάστοτε κινητικής του χειριστή τους (Adams 2002α, 41, 45). Εξαρχής γίνεται δεκτό ότι η διατήρηση των ιχνών δεν μπορεί να είναι συνολική. Μεταγενέστερες χρήσεις και επεμβάσεις στο σώμα των εργαλείων, είτε για συντήρηση είτε για αναδιαμόρφωσή τους, επικαλύπτουν ή απαλείφουν προγενέστερα ίχνη. Η αποσπασματικότητα των αντικειμένων καθιστά εύλογη την απώλεια επιπρόσθετων ενδείξεων από τα τμήματα εκείνα των τεχνουργημάτων που απουσιάζουν. Η καταγραφή περιλαμβάνει τον εντοπισμό των επιφανειών που φέρουν ίχνη κατεργασίας ή/και χρήσης. Οι επιφάνειες χρήσης χαρακτηρίζονται ως ενεργές, ενώ παθητικές οι υπόλοιπες επιφάνειες, με ή χωρίς ίχνη κατεργασίας διαμόρφωσης. Οι επιφάνειες που δεν δέχθηκαν καμία μορφοποίηση, κατασκευαστική ή μέσω της χρήσης, διατηρούν την αρχική φυσική διαμόρφωση του φορέα που επιλέχθηκε για την κατασκευή του εργαλείου. Καταγράφεται το είδος της φθοράς, οι επιφάνειες στις οποίες εντοπίζεται και εκτείνεται, και η έντασή της. Όταν πρόκειται για γραμμίδια καταγράφεται η κατεύθυνσή τους και κάποια χαρακτηριστικά, όσον αφορά την πυκνότητα και το μήκος τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον προσδιορισμό της σχέσης μεταξύ των εντοπίσιμων ιχνών στις επιφάνειες του ίδιου τεχνουργήματος, είτε πρόκειται για ίχνη διαφορετικού είτε του ίδιου είδους. Κατ αυτόν τον τρόπο είναι δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με τη διαδικασία 34

52 κατασκευής, με την εφαρμογή διαφοροποιημένης κινητικής στο ίδιο τεχνούργημα ή την ενσωμάτωση διαφορετικών χρήσεων, παράλληλων ή επάλληλων (πρωτεύουσας/δευτερεύουσας). Για παράδειγμα, τυχόν ίχνη που «διακόπτουν» άλλες επιφάνειες χρήσης αντιπροσωπεύουν μεταγενέστερο επεισόδιο. Η ταξινόμηση όλων των εργαλείων έγινε βάσει της τελικής χρήσης τους. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση τεχνουργημάτων σε δεύτερη χρήση, η ταξινόμησή τους πραγματοποιείται βάσει αυτής κι όχι της αρχικής. Αυτό οφείλεται τόσο σε πρακτικούς όσο και σε μεθοδολογικούς λόγους. Η αρχική χρήση ενός τεχνουργήματος μπορεί να μην είναι αναγνωρίσιμη, αφού άλλωστε η μεγάλη αποσπασματικότητα που χαρακτηρίζει το υπό εξέταση υλικό δεν λειτουργεί βοηθητικά. Επιπλέον, η προέλευση του υλικού από δευτερογενείς αποθέσεις καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του ακριβούς σταδίου του κύκλου ζωής ενός αντικειμένου, κατά το οποίο αυτό εισήλθε στο αρχαιολογικό αρχείο. Η Adams (2002α, 174) στο δικό της σύστημα ταξινομεί βάσει της αρχικής χρήσης, κυρίως για τεχνολογικούς λόγους. Την ίδια μέθοδο ακολουθεί και η Στρούλια (Stroulia 2010, 3). Ωστόσο η ταξινόμηση ενός εργαλείου με βάση τη δεύτερη χρήση του δεν εξαλείφει τη σημαντική, από τεχνολογικής απόψεως, διαφορά αυτού, του μετασχηματισμένου τεχνουργήματος, από ένα άλλο που χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για τη λειτουργία για την οποία σχεδιάστηκε. Δηλώνοντας ότι το πρώτο βρίσκεται σε δεύτερη χρήση διαφοροποιείται αυτόματα από το άλλο τεχνούργημα ιδίας χρήσης, ενώ ταυτόχρονα δίνεται έμφαση στα διαφορετικά επεισόδια της ζωής των αντικειμένων. Η μελέτη των επεισοδίων κατασκευής, χρήσης/επανάχρησης, φθοράς, επανασχεδιασμού και απόρριψης κρίνεται εξαιρετικά σημαντική στην περίπτωση της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας, όπου οι ενδείξεις για πρακτικές απόρριψης και απόθεσης αφθονούν. Στις περιπτώσεις των θραυσμένων αντικειμένων, επιδιώκεται ο καθορισμός της θέσης του επεισοδίου θραύσης στο πλαίσιο της βιογραφίας του εκάστοτε τεχνουργήματος (προαποθετική μετααποθετική) και του χαρακτήρα του. Η θραύση ενός εργαλείου δεν είναι κατ ανάγκη αποτρεπτική της συνέχισης της χρήσης του. Το θραυσμένο αντικείμενο μπορεί, είτε αυτούσιο είτε έπειτα από επανασχεδιασμό και αναδιαμόρφωση, να συνεχίσει να χρησιμοποιείται, κατά τον ίδιο ή διαφορετικό τρόπο. Απαραίτητη είναι η μελέτη της μορφολογίας του τεχνουργήματος, των ιχνών χρήσης και της κατανομής τους. Για παράδειγμα, ίχνη χρήσης που καλύπτουν τις ακμές ή/και τις έδρες επιφανειών θραύσης, αντανακλούν χρήση διάδοχη του σπασίματος. Το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό 35

53 αποσπασματικότητας επέβαλε ακόμη την αναζήτηση τυχόν επαναλαμβανόμενων μοτίβων θραύσης. ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ Ο όρος «πλήρως (ή μη) σωζόμενο» αφορά την πληρότητα (ή αποσπασματικότητα) στη διατήρηση ενός εργαλείου, ενώ «ακέραιο» χαρακτηρίζεται ένα τεχνούργημα που είτε διατηρείται άθικτο είτε έχει υποστεί φθορές που δεν επηρέασαν καθοριστικά τη συνολική του μορφολογία (σχήμα διαστάσεις). Επομένως πρόκειται για δύο όρους που δεν χρησιμοποιούνται ταυτόσημα, και η πληρότητα ενός τεχνουργήματος δεν σημαίνει κατ ανάγκη ότι είναι ακέραιο. Κομμάτια τεχνουργημάτων, τα οποία επαναχρησιμοποιήθηκαν, ως έχουν ή έπειτα από επανασχεδιασμό, ταξινομούνται ως ακέραια, βάσει της κατάστασής τους ως προς το τελικό στάδιο χρήσης τους, καθώς, όπως ήδη αναφέραμε, η γενικότερη ταξινόμηση των εργαλείων γίνεται βάσει του σταδίου αυτού 16. Η σύγχυση που προκαλείται με τα τεχνουργήματα αυτά, αποσπασματικά ως προς την πριν τη θραύση χρήση τους, ακέραια ως προς την μετά τηθραύση λειτουργία τους, επιλύεται με την κοινή καταγραφή τους ως προς το ίδιο στάδιο της βιογραφίας τους, ενώ ταυτόχρονα δηλώνεται ότι αποτελούν θραύσμα προγενέστερου εργαλείου, σε δεύτερη χρήση. Στις μετρήσεις και στατιστικές αναλύσεις που πραγματοποιήσαμε, κομμάτια που βρέθηκαν να συνανήκουν, εντούτοις φέρουν διαφορετικό αριθμό καταλόγου, δεν λαμβάνονται υπόψη χωριστά, αλλά ως ένα τεχνούργημα. Στους υπολογισμούς του εύρους τιμών και του μέσου όρου όλων των διαστάσεων χρησιμοποιήσαμε τις τιμές μονάχα των πλήρως διατηρημένων τεχνουργημάτων. Όπου πράξαμε διαφορετικά (π.χ. υπολογίσαμε και κάποιο/κάποια θραυσμένα αντικείμενα για συγκεκριμένους λόγους), δηλώνεται ρητά και αιτιολογείται: π.χ. στην περίπτωση των εργαλείων με κόψη, συνυπολογίστηκαν οι μετρήσεις ακέραιων τελικών και ημίεργων, δεδομένου ότι και τα τελευταία αντανακλούσαν, ίσως βέβαια όχι με την ίδια ακρίβεια, τις διαστάσεις του προς κατασκευή εργαλείου. Η εικόνα που δίνεται εντέλει κατ αυτόν τον τρόπο είναι πιο πλήρης. Όπου ήταν δυνατό λήφθηκαν υπόψη και οι μετρήσεις αντικειμένων που, ναι μεν διατηρούνται αποσπασματικά, δεν έχουν ωστόσο θραυσθεί στον άξονα, για τον οποίο γίνονται οι μετρήσεις. 16 Για μία διαφορετική μέθοδο βλ. Stroulia 2010,

54 ΟΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ Η εξέταση του υλικού για εντοπισμό και ταύτιση των ιχνών φθοράς χρήσης, αλλά και των ιχνών κατασκευής, πραγματοποιήθηκε σε μακροσκοπικό επίπεδο, με τη βοήθεια ενός συμβατικού μεγεθυντικού φακού. Η μη διεξαγωγή παράλληλης μικροσκοπικής εξέτασης υπαγορεύθηκε λόγω απουσίας κατάλληλου μικροσκοπίου στο χώρο αποθήκευσης και μελέτης του υλικού, δεν κρίθηκε εξάλλου καθοριστικής σημασίας για την παρούσα μελέτη. Εξαίρεση αποτελούν μεμονωμένα κομμάτια, όπου η χρήση ενός μικροσκοπίου συνέβαλε στην καλύτερη διερεύνηση του τρόπου χρήσης τους, και δευτερευόντως για τη φωτογράφησή τους 17. Ως ξεχωριστό στάδιο της έρευνας, επιχειρήθηκε η συναρμογή τμηματικά σωζόμενων εργαλείων στο σύνολο του υπό μελέτη υλικού, με ιδιαίτερη έμφαση στον εντοπισμό συνανήκοντων τεμαχίων από επιχώσεις διαφορετικών λάκκων. Επιδιώχθηκε να εφαρμοστεί το ίδιο σε όλο τον όγκο του υλικού της τριπτής εργαλειοτεχνίας της θέσης. Επειδή κάτι τέτοιο υπερέβαινε κατά πολύ τους στόχους και το πραγματικό αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας, επιλέχθηκε προς εξέταση μία μόνο εργαλειακή ομάδα (εργαλεία με κόψη), έπειτα από συνεννόηση με την Α. Στρούλια που έχει αναλάβει τη συνολική εξέταση των τριπτών της θέσης (βλ. Κεφάλαιο 5). Η ιδέα ύπαρξης συνανήκοντων τεμαχίων, θραυσμάτων δηλαδή των ίδιων εργαλείων, με διαφορετική προέλευση, είχε διατυπωθεί, εντούτοις εκκρεμούσε η διερεύνησή της. Η τριπτή εργαλειοτεχνία ενδείκνυται για τη διερεύνηση του ζητήματος αυτού. Ο συνολικός αριθμός ευρημάτων της, αν και μεγάλος, δεν είναι απαγορευτικός οποιασδήποτε προσπάθειας συνολικής θέασης του υλικού, και καθιστά ευκολότερο τον εντοπισμό συνανήκοντων κομματιών σε σχέση με άλλες κατηγορίες υλικού, π.χ. αρχαιοζωολογικό (Β. Τζεβελεκίδη, προσ. επικ.). Η απόπειρα συναρμογής πραγματοποιήθηκε και στα πλαίσια του πολυάριθμου συνόλου υποπροϊόντων κατεργασίας του λίθου. Η πρακτική αυτή (refitting) εφαρμόζεται κατεξοχήν στα πλαίσια της απολεπισμένης λιθοτεχνίας με στόχο την αναγνώριση γενικών «αναγωγικών διαδικασιών» κατασκευής. Αν και η εικόνα στην τριπτή εργαλειοτεχνία είναι πολύ λιγότερο σαφής, εντούτοις η έμφαση στα απορρίμματα κατεργασίας είναι αναγκαία και η εξαγωγή συμπερασμάτων δυνατή. 17 Το μικροσκόπιο που χρησιμοποιήθηκε για τη μελέτη ιχνών των περιορισμένων τεμαχίων που επιλέχθηκαν, αλλά και για τη φωτογράφηση ενός μικρού μέρους του συνόλου, παραχωρήθηκε γενναιόδωρα από τους υπεύθυνους του Μουσείου Αιανής. 37

55 Εφαρμόστηκε ακόμα, αν και σε πολύ περιορισμένο βαθμό, η ανάλυση δειγμάτων σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης συνδεδεμένο με φασματόμετρο ενεργειακής διασποράς (SEM EDS) 18. Η μέθοδος εφαρμόστηκε στην περίπτωση εντοπισμού καταλοίπων πιθανής χρωστικής ουσίας στην επιφάνεια ενός τεχνουργήματος, αλλά και σε δύο άλλες ιδιαίτερες περιπτώσεις μη ταυτοποιήσιμης πρώτης ύλης. Πετρογραφική ανάλυση με τη χρήση λεπτών τομών δεν διενεργήθηκε σε κανένα δείγμα, αν και θα αποδεικνυόταν ιδιαίτερα χρήσιμη, δεδομένου ότι η ταύτιση των πετρωμάτων στα τριπτά εργαλεία πραγματοποιήθηκε σε μακροσκοπικό επίπεδο. Ένας πολύ μικρός αριθμός 87 προϊόντων και υποπροϊόντων του συνόλου της τριπτής λιθοτεχνίας της θέσης, εξετάστηκε μακροσκοπικά από τον γεωλόγο Δ. Δημητρίου για την αναγνώριση των πετρωμάτων. Η συγκριτική παραβολή και ταυτοποίηση των υπολοίπων πραγματοποιήθηκε από την Α. Χονδρογιάννη Μετόκη στα πλαίσια εκπόνησης της διδακτορικής διατριβής της (2009, 390 υποσ.320). Ένα μέρος του υποσυνόλου που απασχολεί την παρούσα μεταπτυχιακή εργασία επανεξετάστηκε από την Α. Ράσσιου, γεωλόγο του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, και τη γράφουσα. Για το λόγο αυτό οι ταυτίσεις και οι ποσοτικές αναλύσεις των πρώτων υλών δίνονται με σχετική επιφύλαξη. Τέλος, στο πλαίσιο της ανάλυσης του υλικού, όπου καθίσταται δυνατό, γίνονται αναφορές και συγκρίσεις με άλλα σύνολα τριπτής εργαλειοτεχνίας του Ελλαδικού χώρου, ώστε το υπό εξέταση υλικό να παρουσιάζεται ενταγμένο σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. 18 Οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με τον τεχνολογικό εξοπλισμό του Τμήματος Γεωλογίας του Α.Π.Θ., από τη Δρ. Λαμπρινή Παπαδοπούλου, λέκτορα του Τομέα Ορυκτολογίας Πετρολογίας Κοιτασματολογίας του τμήματος Γεωλογίας του Α.Π.Θ. 38

56 ΕΝΟΤΗΤΑ Β : ΤΑ ΤΡΙΠΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΜΠΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ 39

57 3. ΤΟΥΜΠΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ: Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑ Η θέση Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας βρίσκεται στο ΝΑ τμήμα της περιοχής γνωστής ως Κίτρινη Λίμνη, στο νοτιότερο τμήμα της λεκάνης της Πτολεμαΐδας. Όχι μεγαλύτερη από 35 τετραγωνικά χλμ. σε έκταση, η λεκάνη της Κίτρινης Λίμνης βρίσκεται μεταξύ των ορεινών όγκων του Βερμίου και του Ασκίου, σε υψόμετρο μέτρων (Φωτιάδης 1987, 51, Καραμήτρου Μεντεσίδη 2005, 511). Η ονομασία της αποτελεί μετάφραση στα Ελληνικά του ονόματος Σαριγκιόλ ή Σαρίγκιολ, ενός έλους που κάλυπτε το χαμηλότερο τμήμα της περιοχής και που αποξηράνθηκε στη δεκαετία του 1950 (Φωτιάδης 1987, 52 και 1988, 41, Καραμήτρου Μεντεσίδη 1987, 391 υποσ.3 και 2005, 511 υποσ.1). Η θέση της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας βρίσκεται 20 χλμ. περίπου ΒΑ της πόλης της Κοζάνης και μόλις 500 χλμ. βόρεια από τους πρόποδες του όρους Σκοπός, έξω και σε αρκετή απόσταση από την περιοχή που κάλυπτε το έλος (Χονδρογιάννη Μετόκη 1999, 399 και 2009, 63, Ζιώτα 1996, 539) Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Ο οικισμός της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας έχει μορφή χαμηλού γηλόφου με ορατό ύψος μόλις 1 1,50 μέτρο πάνω από την επιφάνεια της πεδιάδας. Εντοπίστηκε το 1985 στα πλαίσια επιφανειακής έρευνας, η ανασκαφική έρευνα ωστόσο ξεκίνησε μόλις το 1996, στα πλαίσια των έργων διάνοιξης της νέας Εγνατίας Οδού. Η σωστική ανασκαφή από τη ΙΖ ΕΠΚΑ 19 στο βόρειο τμήμα του γηλόφου που πληττόταν άμεσα υπήρξε βραχύβια λόγω της αλλαγής στη χάραξη του οδικού άξονα και της μετατόπισής του 50 μέτρα βορειότερα (Ζιώτα 1996, 539, 540, Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 67). Οι συνολικά 9 τομές που διανοίχθηκαν δεν κατόρθωσαν να φτάσουν σε αδιατάραχτα στρώματα, απέδωσαν ωστόσο σημαντική ποσότητα οικοδομικού πηλού, μία πασσαλότρυπα και κεραμική της Νεότερης Νεολιθικής (Ζιώτα 1996, 539, Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 64 65). 19 Από το 2004 την αρμοδιότητα στο Νομό Κοζάνης φέρει η νεοσύστατη Λ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. 40

58 Εικόνα 3.1.1: Τοπογραφικό διάγραμμα του γηλόφου γνωστού ως «Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας» (2), της θέσης της ανασκαφής του 1996 (2α) και της ανασκαφής του 1998/1999 (1). Αν και η νέα χάραξη της Εγνατίας Οδού διερχόταν από τις παρυφές του γηλόφου και έξω από τα όρια επιφανειακής διασποράς των αρχαιολογικών ευρημάτων, οι διερευνητικές τομές έφεραν στο φως εκτεταμένες αποθέσεις υλικού ανομοιογενούς πυκνότητας. Η ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε, αν και σωστικού χαρακτήρα, υπήρξε εκτεταμένη καλύπτοντας όλη σχεδόν την έκταση του χώρου, περίπου 7 στρεμμάτων (Χονδρογιάννη Μετόκη 1999, και 2009, 70). Αποκαλύφθηκε μία εντελώς επίπεδη νεολιθική θέση με ένα τεράστιο σύνολο λάκκων, τάφρους και ταφές καύσεων, αλλά καθόλου αρχιτεκτονικά λείψανα ή πασσαλότρυπες έξω από τους χώρους αυτούς, που να υποδηλώνουν την ύπαρξη άλλων in situ κατασκευών. Τα ανθρωπογενή στρώματα ήταν ανέπαφα από την άροση, χάρη στις υπερκείμενες νεότερες επιχώσεις, με αποτέλεσμα η 41

59 στρωματογραφία να είναι αδιατάρακτη. Η διασπορά υλικού από τον ανεσκαμμένο χώρο προς το γήλοφο ήταν συνεχής και τα ευρήματα ομοιογενή υποδεικνύοντας πιθανή σύνδεση των δύο περιοχών (Χονδρογιάννη Μετόκη 1999, 400, και 2009, 75 76, 86) ΚΙΤΡΙΝΗ ΛΙΜΝΗ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ Η λεκάνη της Κίτρινης Λίμνης, όπως και όλη η ευρύτερη περιοχή μέχρι και το μέσο ρου του Αλιάκμονα στα νότια, έχει υποστεί δραματικές αλλοιώσεις, λόγω μεγάλων σύγχρονων αναπτυξιακών έργων. Η αποξήρανση της λίμνης που σκέπαζε τον πυθμένα της λεκάνης στα μέσα του 20 ου αιώνα, η δημιουργία και διαρκής επέκταση χώρων εξόρυξης λιγνίτη, η δημιουργία της τεχνητής λίμνης φράγματος Πολυφύτου, η κατασκευή του νέου φράγματος του Ιλαρίωνα, καθώς και η διάνοιξη μεγάλων οδικών αξόνων, αποτελούν παράγοντες μεταβολής του περιβάλλοντος. Και συνάμα ορατή απειλή για μεγάλο αριθμό αρχαιολογικών θέσεων (Καραμήτρου Μεντεσίδη 2006 και 2009). Η ανασύσταση του παλαιοπεριβάλλοντος στην εν λόγω περιοχή παρουσιάζει δυσκολίες, λόγω απουσίας σχετικών μελετών. Βοηθητικές αποδεικνύονται κάποιες παλυνολογικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας (ενδεικτικά βλ. Bottema 1982). Ακόμη, ο Φωτιάδης (1988 και 1991) σε έρευνές του παρατήρησε τις έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ λιμναίων ιζηματογενών και ανθρωπογενών επιχώσεων και υποστήριξε την ύπαρξη, κατά την εποχή κατοίκησης και χρήσης του χώρου, διαφορετικού εδαφολογικού και υδρολογικού περιβάλλοντος. Από γεωλογικής απόψεως η περιοχή της Κίτρινης Λίμνης εντάσσεται σε ένα σύνολο ταφροειδών βυθισμάτων που αποτέλεσαν χώρους απόθεσης λιγνιτοφόρων και μη ιζημάτων από το Πλειόκαινο και μετά. Σχηματίστηκαν και συνέχισαν να ανασχηματίζονται λόγω έντονων τεκτονικών διαταραχών, με σημαντικές επιπτώσεις στη γεωμορφολογία της περιοχής που απέκτησε έτσι το ιδιαίτερα έντονο ανάγλυφό της (Αναστόπουλος & Κουκουζάς 1972, 69 70). Οι ενδείξεις της παλαιοπανίδας και παλαιοχλωρίδας μαρτυρούν το σχηματισμό των λιγνιτικών αποθεμάτων της Πτολεμαϊδας υπό ελώδεις ή λιμναίες συνθήκες, ήδη από το Ανώτερο Πλειόκαινο (Αναστόπουλος & Κουκουζάς 1972, 77 78). Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η παρουσία του υδάτινου παράγοντα, καθοριστικού στη διαμόρφωση και εξέλιξη της περιοχής και του πολιτισμού που αναπτύχθηκε σε αυτή, βεβαιώνεται ήδη στο πολύ παλαιό γεωλογικό 42

60 παρελθόν, ενώ είναι βέβαιη και για τους προϊστορικούς χρόνους εγκατάστασης των πρώτων κοινωνιών σε αυτή. Παρ ότι δεν μπορούμε να χρονολογήσουμε επεισόδια μεταβολής της έκτασης της λίμνης, τα ανασκαφικά δεδομένα από θέσεις της περιοχής (Μεγάλο Νησί Γαλάνης, Μικρό Νησί Ακρινής και Τούμπα Νησί Ποντοκώμης) μαρτυρούν κάλυψή τους από λιμναία ύδατα, σε κάποια τουλάχιστον στιγμή κατά τη διάρκεια της «ζωής» τους. Οι πρώτες εγκαταστάσεις στις τρεις αυτές θέσεις πραγματοποιήθηκαν, όπως και στην περίπτωση της Τούμπας Κρεμαστής, σε στεγνή επιφάνεια, πάνω σε αλλουβιακές αποθέσεις, σε γειτνίαση μεν, αλλά εκτός ορίων της περιοχής που βρεχόταν από ελώδη νερά (Φωτιάδης 1991, 43) Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ Η κατοίκηση στην ευρύτερη περιοχή της Κίτρινης Λίμνης ξεκίνησε κατά την πρώιμη Νεολιθική περίοδο με οικισμούς μικρούς σε έκταση και διάρκεια, και συνεχίστηκε για πολλούς αιώνες, όπως μαρτυρούν τα πολυάριθμα λείψανα οικισμών, κάποιων ιδιαίτερα μεγάλων σε έκταση (Φωτιάδης & Χονδρογιάννη Μετόκη 1997, 21, Andreou et al. 1996, 290, 291). Οι μέχρι στιγμής 31 εντοπισθέντες οικισμοί στη λεκάνη της Κίτρινης Λίμνης και τις παρυφές της περιλαμβάνουν θέσεις με τη μορφή τούμπας αλλά και επίπεδου εκτεταμένου οικισμού με οριζόντια ανάπτυξη (Καραμήτρου Μεντεσίδη 2005). Από τις τρεις συνολικά θέσεις της ΑΝ (Φυλλοτσαΐρι Μαυροπηγής, Ποντοκώμη, Μεγάλη Τούμπα Αγίου Δημητρίου), η θέση Φυλλοτσαΐρι, συνιστά την πρωιμότερη μέχρι τώρα εντοπισθείσα στη λεκάνη της Κίτρινης Λίμνης ( π.χ.) και μία από τις πρωιμότερες της Μακεδονίας (Καραμήτρου Μεντεσίδη 2005, 524, και 2008, 122). Στην ακόλουθη ΜΝ, αποδίδονται στρώματα 8 θέσεων, ενώ η μεγαλύτερη πυκνότητα κατοίκησης παρατηρείται στη ΝΝ και τμήμα ίσως της ΤΝ, με κατακόρυφη αύξηση του αριθμού και του μεγέθους των οικισμών. Ακολουθεί μεγάλης κλίμακας μείωση του πληθυσμού, ίσως πριν ακόμη την αρχή της ΕΧ. Αν και δεν έχουν αποσαφηνιστεί ακόμη τα αίτια της μεταβολής, ίσως συνδέεται, σε κάποιο βαθμό, με ένα επεισόδιο εξάπλωσης της, όμορης με πολλούς από τους οικισμούς, ελώδους έκτασης 20 (Φωτιάδης & Χονδρογιάννη Μετόκη 1997, 21, Andreou et al. 1996, 290, 291). Η Κίτρινη Λίμνη δεν ερημώνεται τελείως, 20 Ορισμένες αποθέσεις της ΤΝ στον οικισμό Μεγάλο Νησί Γαλάνης καλύφθηκαν σε δεύτερο χρόνο από λιμναία ιζήματα. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και σε άλλους οικισμούς (Φωτιάδης & Χονδρογιάννη Μετόκη 1997, 21). 43

61 αλλά συνεχίζει να κατοικείται καθόλη τη διάρκεια της ΕΧ 21, χωρίς ωστόσο να εντοπίζονται πια στο εσωτερικό της λεκάνης μεγάλοι και μακρόχρονοι οικισμοί (Φωτιάδης & Χονδρογιάννη Μετόκη 1997, 24 25). Εικόνα 3.2.1: Χάρτης με τη θέση του οικισμού της Τούμπας Κρεμαστής και των μέχρι το 1994 γνωστών οικισμών (Νο 1 14) της Κίτρινης Λίμνης και της ευρύτερης περιοχής Λεκάνη Κίτρινης Λίμνης και κοιλάδα μέσου ρου του Αλιάκμονα. 21 Σε δύο από τους μεγαλύτερους οικισμούς της Κίτρινης Λίμνης, το Μεγάλο Νησί Γαλάνης και τη Μεγάλη Τούμπα Αγίου Δημητρίου εντοπίστηκαν κεραμικά όστρακα που ανήκουν στις υστερότερες φάσεις της ΕΧ, προς το τέλος της 3 ης χιλιετίας π.χ. (Φωτιάδης & Χονδρογιάννη Μετόκη 1997, 24). 44

62 Ο ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός θέσεων αποκαλύπτει τη σπουδαιότητα του χώρου. Η Κίτρινη Λίμνη υπήρξε από την 7 η χιλιετία και επί πέντε τουλάχιστον χιλιετίες ακόμη ο χώρος δημιουργίας και ανάπτυξης ενός σύνθετου οικιστικού συμπλέγματος με χαρακτηριστικά του τη μεγάλη πυκνότητα και τη μακροβιότητα. Η πολιτιστική ενότητα τόσο μεταξύ των θέσεων όσο και με κοντινούς και πιο μακρινούς πολιτισμικούς κύκλους (Σέρβια, οικισμοί Θεσσαλίας, υπόλοιπη Μακεδονία και βόρειος Βαλκανικός χώρος) πιστοποιούν τη θέση και το ρόλο που κατείχε σε ένα σύνολο δικτύων επικοινωνίας και ανταλλαγών (Καραμήτρου Μεντεσίδη 2005, 522) ΤΟΥΜΠΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ: ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Όπως αναφέρθηκε, οι ανθρωπογενείς επιχώσεις, τουλάχιστον στο Β/ΒΑ τμήμα του οικισμού, εκτείνονταν πέρα από τα όρια της επιφανειακής διασποράς του υλικού, καθώς ένα παχύ στρώμα νεότερων επιχώσεων τις κάλυπτε ολοκληρωτικά. Τα νέα ευρήματα προσέδωσαν στον οικισμό της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας πολύ μεγαλύτερη έκταση, από την αρχικά υπολογιζόμενη σε 35 στρέμματα (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 75, 77). Τα δεδομένα οδήγησαν στην επανεξέταση του μεγέθους του οικισμού και στον κάθετο άξονα. Το σημερινό ύψος της κορυφής του γηλόφου, περίπου 1 1,50 μέτρο, θα πρέπει κατά τους προϊστορικούς χρόνους να έφτανε τα 2,50 3 μέτρα, συνυπολογίζοντας το μεγάλο βαθμό μετααποθετικών δραστηριοτήτων (ιζηματογένεση, διάβρωση και άροση), καθώς και το ύψος των προϊστορικών επιχώσεων που ανασκάφηκαν (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 101). Όσον αφορά τη χωρική λειτουργική σχέση γηλόφου επίπεδης θέσης στα ΒΑ, προέκυψαν δύο πιθανές ερμηνευτικές προσεγγίσεις: το ανεσκαμμένο τμήμα είτε συνιστούσε το ΒΑ άκρο του οικισμού, είτε μία διακριτή, λειτουργικά, περιοχή με ξεχωριστό, μη οικιστικό χαρακτήρα. Όπως μαρτυρεί η ανασκαφική εικόνα (μορφολογία, επιφανειακή έρευνα, στρωματογραφία και ευρήματα), πρόκειται για ένα χώρο που σχετίζεται με τα όρια του οικισμού (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Οι πολυάριθμοι λάκκοι που εντοπίστηκαν σε συνδυασμό με την απουσία αρχιτεκτονικών καταλοίπων ή άλλων ενδείξεων που να επιτρέπουν την ερμηνεία τους ως κατασκευών σχετιζόμενων με την κατοίκηση, αποκλείει 45

63 μία τέτοια χρήση του χώρου. Αντίθετα, οι ενδείξεις μιλούν για μία εντελώς ιδιαίτερου χαρακτήρα και χρήσης έκταση, όπου αναπτύχθηκαν άλλου είδους δραστηριότητες (Χονδρογιάννη Μετόκη 1999, 400). Οι προϊστορικές επιχώσεις, φυσικής και ανθρωπογενούς προέλευσης, δίνουν την εικόνα ενός επίπεδου, ανακατεμένου στρώματος, λίγο πολύ ομοιόμορφου πάχους 0,80 1 μ. και παρουσιάζουν στρωματογραφία σχετικά ομοιόμορφη. Διακρίνονται δύο βασικά στρώματα που μπορούν να διαιρεθούν σε 5 λεπτότερα: επιφανειακό, στρώμα Α, Β, Γ και Δ. Η αρχική χρήση του χώρου πραγματοποιήθηκε απευθείας πάνω στο φυσικό, στεγνό, πηλώδες έδαφος 22 (Χονδρογιάννη Μετόκη 1999, 403, 404 και 2009, 79 80, 102, 141). Το επιφανειακό στρώμα δημιουργήθηκε σταδιακά μετά την εγκατάλειψη του χώρου και ανήκει στο μεγαλύτερο όγκο του στους νεότερους χρόνους. Το Στρώμα Α χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο in situ κατασκευών, 22 ταφές καύσεων και 39 λάκκους (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 94, ). Στο στρώμα Β εντάσσονται 105 λάκκοι και οι τάφροι Α, Ε και ίσως το νότιο τμήμα της τάφρου Β. Ο μεγαλύτερος αριθμός λάκκων, 216 συνολικά, σε συνδυασμό επίσης με το σύνολο σχεδόν των τμημάτων της τάφρου Β, τη Δ και ίσως τη Γ αποδίδονται στο στρώμα Γ που αντανακλά μία περίοδο εντατικής χρήσης του χώρου. Το στρώμα αρχικής χρήσης του χώρου, Στρώμα Δ, σχηματίστηκε με ανάμειξη του πηλώδους υποστρώματος με μικρή ποσότητα φερτού χώματος, γι αυτό και είναι δύσκολος ο διαχωρισμός του από το υποκείμενο φυσικό. Σε αυτό το στρώμα εντάσσονται οι πρωιμότεροι λάκκοι που ανοίχθηκαν στο χώρο, 102 στο σύνολο, καθώς και η τάφρος Γ1 και πιθανόν η τάφρος Γ (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 126, 127, 138). Το φυσικό στρώμα, ελαφρώς ανισόπεδο στην οριζόντια κατανομή του, αποτελεί την αρχική επιφάνεια εγκατάστασης. Έντονα αργιλώδες στη σύστασή του, στο ανώτερο τμήμα του είναι αρκετά συμπαγές, σκληρό και στεγανό, ενώ στα βαθύτερα σημεία του εμφανίζεται παχύ στρώμα άμμου και χαλικιών. Το βαθύτερο αυτό στρώμα συνιστά τον πυθμένα πολλών λάκκων, ενώ κανένας λάκκος ή τάφρος δεν συνεχίζεται κάτω από το επίπεδο άμμου (Χονδρογιάννη Μετόκη 1999, και 2009, 128, ). Στρωματογραφικά δεν διακρίνονται σαφείς και εκτεταμένες επιφάνειες χρήσης, η ποικιλία όμως στα αρχικά βάθη των λάκκων (βάθη διάνοιξης), των τάφρων αλλά και των ταφών καύσεων υποδηλώνει ύπαρξη πολλαπλών επιφανειών με σαφή χρονική ακολουθία. 22 Πρόκειται για το «στρώμα ανοιχτόχρωμης αργιλλόμαργας» (Φωτιάδης 1987, 56 57). Είναι κιτρινωπό πορτοκαλόχρωμο, με υψηλή περιεκτικότητα σε άμμο και πλαστικό πηλό, και διαφοροποιείται με σαφήνεια από το καστανόχρωμο και φτωχό σε άμμο αρχαιολογικό στρώμα (Χονδρογιάννη Μετόκη 1999, ). 46

64 Οι επάλληλες στρωματογραφικές φάσεις που καλύπτουν όλη την έκταση της ανασκαφής βεβαιώνουν τη μακρόχρονη χρήση του χώρου, χωρίς ωστόσο ομοιόμορφο και αμετάβλητο χαρακτήρα. Η διαφοροποίηση, κατά περιόδους, στην εντατικότητα χρήσης του χώρου, συνολικά ή ανά περιοχές, αλλά και η ύπαρξη άγονων στρωμάτων ανάμεσα σε στρώματα χρήσης αντανακλούν χωρικές και χρονικές ασυνέχειες των δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνταν στο χώρο αυτό και που, όπως όλα δείχνουν, είχαν ένα μάλλον περιστασιακό χαρακτήρα (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, ) ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ Τα δεδομένα τοποθετούν την κατοίκηση στο χώρο του γηλόφου σε όλη την πρώιμη ΝΝ, και κατά τις δύο προδιμηνιακές φάσεις (Τσαγγλί Λάρισα και Αράπη). Σε ένα πρώιμο στάδιο, που ίσως να μη συμπίπτει με την αρχή της κατοίκησης στον οικισμό, οι δραστηριότητες επεκτείνονται και στα ΒΑ, στην περιοχή όπου διεξήχθη η ανασκαφή του 1998/1999. Η εικόνα που δίνεται είναι δύο θέσεων με σύγχρονη χρήση, τουλάχιστον στην τελική τους φάση. Υπάρχουν λιγοστές ενδείξεις για χρήση του χώρου και στην ΕΧ, προερχόμενες αποκλειστικά από την περιοχή στα Β/ΒΑ του γηλόφου. Πιθανότατα πρόκειται για ένα μικρής έκτασης και διάρκειας επεισόδιο χρήσης (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 64 65) 23. Ο εντοπισμός άνθρακα υπήρξε πολύ περιορισμένος, με προέλευση αποκλειστικά από το εσωτερικό των λάκκων και όχι από τις επιχώσεις έξω από αυτούς, παρεμποδίζοντας έτσι την άμεση χρονολόγηση των κατασκευών. Η χρονολόγηση του λάκκου, του επεισοδίου απόθεσης, αλλά και του υλικού που απορρίπτεται, και η αντιστοιχία τους ή μη παραμένει προβληματική. Τα στοιχεία φαίνεται να δείχνουν ότι, τουλάχιστον στους λάκκους μίας χρήσεως, ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ σχηματισμού του υλικού και απόθεσής του δεν ήταν μεγάλος, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις λίγο πολύ ταυτιζόταν (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 74, 148). Οι ραδιοχρονολογήσεις έδωσαν ένα ευρύ φάσμα χρήσεως του χώρου από το π.χ. που αντιστοιχεί στην πρώιμη Νεότερη Νεολιθική (5400/ /4500 π.χ.) επιβεβαιώνοντας την στρωματογραφική ακολουθία. Πιο συγκεκριμένα, οι συσχετίσεις που προκύπτουν δίνουν την παρακάτω αντιστοιχία: Στρώμα Δ π.χ., Στρώμα Γ 23 Κατοίκηση στην ΠΕΧ μαρτυρείται και σε άλλες θέσεις της περιοχής, στο Μεγάλο Νησί Γαλάνης, στη Μεγάλη Τούμπα Αγίου Δημητρίου Κοιλάδας και στην Τούμπα Κλείτου (Φωτιάδης & Χονδρογιάννη Μετόκη 1997, 24). 47

65 π.χ., Στρώμα Β π.χ. και Στρώμα Α μετά το 4930 π.χ. και πριν το 4700/4500 που χρονολογείται η έναρξη της ΤΝ (δεν υπάρχει αντίστοιχη ραδιοχρονολόγηση). Μοναδική «παραφωνία» στην κανονικότητα που παρουσιάζουν τα δεδομένα αποτελούν επτά περιπτώσεις χρονικής ανακολουθίας με περιεχόμενο κατασκευών (λάκκων και τάφρων) υστερότερο ή πρωιμότερο της αντίστοιχης κατασκευής από την οποία προέρχονται (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 148, ) ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ Η ανασκαφή έφερε στο φως έναν τεράστιο αριθμό λάκκων, ένα σύνολο τάφρων, ταφώνκαύσεων και μία μικρή ομάδα «ειδικών» αποθετών. Δεν υπάρχει ωστόσο καμία ένδειξη για άλλες in situ κατασκευές (λείψανα οικοδομικού υλικού ή πασσαλότρυπες) (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 86). ΣΤΑΘΕΡΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ Η κατανομή ευρημάτων, κατά τόπους πυκνή, με διαμεσολάβηση μεγάλων κενών, αποτελεί την σύνθετη επιφανειακή αποτύπωση ενός μεγάλου συνόλου κατασκευαστικών στοιχείων. Συνολικά αποκαλύφθηκαν 462 λάκκοι που κατανέμονται σε όλες τις στρωματογραφικές φάσεις μαρτυρώντας όμως μία πιο εντατική χρήση του χώρου κατά τη δεύτερη κυρίως, και κατά την τρίτη (βλ. Παράρτημα 3, εικ.3 6 και 8). Τα χαρακτηριστικά τους παρουσιάζουν σχετική ομοιομορφία, ενώ οι διαφοροποιήσεις είναι πιο έντονες σε διαχρονικό επίπεδο (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 147). Οι ενδείξεις αποκλείουν την πιθανότητα χρήσης των σταθερών αυτών στοιχείων για κατοίκηση. Η πλειονότητα τους, περίπου το 80%, έχει μικρές διαστάσεις (διάμετρος 0,30 2 μ. και βάθος 0,10 2,90 μ.), ενώ οι μεγαλύτεροι λάκκοι φαίνεται να συνδέονται με άλλες χρήσεις (αποθέσεις, ταφές). Μόνο στο στρώμα Γ, στο ΝΔ κομμάτι του ανεσκαμμένου χώρου, που συνδέεται με τα όρια του γηλόφου, βρέθηκαν ενδείξεις αρχιτεκτονικών κατασκευών για κατοίκηση ή άλλες δραστηριότητες 24 (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 162, 239, 253). 24 Πρόκειται για δύο ευμεγέθεις λάκκους, με στοιχεία πρόσβασης στο εσωτερικό τους, που φαίνεται να συνδέονται κατασκευαστικά και λειτουργικά με μεγαλύτερα σύνολα με παρόμοια χαρακτηριστικά. Οι διαστάσεις τους υποδηλώνουν την ύπαρξη υπόγειων ή ημιυπόγειων κατασκευών και λειτουργίες βοηθητικές ή χώρων εργασίας και αποθήκευσης, παρά κατοίκησης. Άλλοι δύο λάκκοι διατηρούν στοιχεία ανωδομής πασσαλότρυπες (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 253, 611). 48

66 Υπάρχει έντονη ποικιλία στη μορφολογία (μέγεθος, σχήμα), στη διάταξη (λάκκοι κατά συστάδες ή μεμονωμένοι), στον τρόπο χρήσης (με ένα ή περισσότερα επεισόδια χρήσης), αλλά και στον τρόπο μεταχείρισης των λάκκων σε μεταγενέστερη φάση (επικάλυψη, διαταραχή ή επανάχρησή τους) (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 156). Τα στοιχεία φαίνεται να «μιλούν» για μία διαφοροποιημένη χρήση τους, στα πλαίσια περιοδικά επαναλαμβανόμενων πρακτικών. Η μορφομετρία των λάκκων ποικίλει, με τις περισσότερο κλειστές φόρμες να συνδέονται με τους μεγαλύτερους λάκκους και το μέγεθος να βρίσκεται σε συνάρτηση με τον αριθμό των επεισοδίων χρήσης. Στην πλειονότητά τους είναι μίας χρήσης (ν=300, δηλαδή 64,9% του συνόλου). Αριθμητικά κυριαρχούν οι μικροί και ρηχοί λάκκοι. Απαντούν σε όλα τα στρώματα, αλλά υπερτερούν στα δύο νεότερα (Α και Β ). Στο στρώμα Α μάλιστα, η εικόνα που δίνουν παραπέμπει περισσότερο σε επιφανειακές συγκεντρώσεις υλικού παρά σε λάκκους (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 189, 192, 252). Αντίστοιχα, οι λάκκοι πολλαπλών επεισοδίων είναι πολύ λιγότεροι (ν=162) και συχνότερα απαντώμενοι στα δύο πρωιμότερα στάδια (Γ και Δ ). Το υψηλότερο ποσοστό απαντά στο στρώμα Γ, οπότε διανοίγονται περισσότεροι και μεγαλύτεροι λάκκοι επιτρέποντας πιο εντατική και επαναλαμβανόμενη χρήση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κυριαρχία των σφραγισμένων λάκκων, μίας ή περισσοτέρων χρήσεων, στα πρωιμότερα στρώματα, φαινόμενο που σταδιακά φθίνει, ενώ παράλληλα αυξάνεται το ποσοστό των ανοιχτών. Το σφράγισμα των λάκκων μετά τη λήξη της χρήσης τους πιθανόν να συνδέεται με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα χρήσης του χώρου και τις αντίστοιχες πρακτικές που τον «συνόδευαν». Οι μεταβολές που παρατηρούνται ίσως αντανακλούν αλλαγές στον τρόπο αυτό χρήσης του χώρου (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 192, 194, 197, 202, 241). Από την άλλη ο εντοπισμός μίας συγκέντρωσης λάκκων που γέμισαν αποκλειστικά με υλικά διάβρωσης συνηγορεί στην ύπαρξη διαφοροποίησης στην χρήση των μεμονωμένων λάκκων, χρήση πιθανότατα εξ αρχής προσδιορισμένη (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 207). Αυτή την ερμηνεία υποστηρίζει και η παρουσία μικρού συνόλου λάκκων αποθετών (10 συνολικά) με μακρόχρονη διαφοροποιημένη λειτουργία και σαφή ιδεολογική διάσταση (Χονδρογιάννη Μετόκη 1999, ). Η διατάραξη λάκκων από μεταγενέστερες κατασκευές, τάφρους (32), λάκκους (18) και υστερότερες ταφές (1), θεωρήθηκε τυχαία, αποτέλεσμα συνεχούς χρήσης του χώρου. Αντιθέτως, το ξανασκάψιμο 60 λάκκων ανάμεσα στα επεισόδια χρήσης τους (18 παραδείγματα, μόνο από τα στρώματα Β και Γ ) ή/και από νεότερη επιφάνεια (44, από τα 49

67 στρώματα Β, Γ και Δ ) αντιπροσωπεύει μία καθαρά σκόπιμη ενέργεια. Σε συνδυασμό με τη χρήση κάποιων λάκκων σε διαφορετικές χρονικές φάσεις, μαρτυρεί την επιθυμία για συνέχιση της χρήσης συγκεκριμένων σημείων στο χώρο, αλλά και την ορατότητα και δυνατότητα εντοπισμού των λάκκων 25, έπειτα από τη μεσολάβηση μεγάλων χρονικών περιόδων. Όλα διαπνέονται από σεβασμό απέναντι στο περιεχόμενο των παλιότερων κατασκευών: οι διαταραχές των επιχώσεων είναι σπάνιες, ενώ το αφαιρούμενο υλικό δεν απομακρύνεται (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 171, 174, ). Στο φως ήρθε ακόμα ένα σύστημα 6 ή 7 τάφρων που δεν φαίνεται να συνδέονται λειτουργικά με τον οικισμό, ούτε να οριοθετούν κάποια περιοχή εκτός κατοικημένου χώρου. Είναι σύγχρονες με τη διάνοιξη πολλών λάκκων, καθώς χρονολογούνται στις τρεις πρωιμότερες φάσεις χρήσης του χώρου, αλλά όχι και με την αρχική χρήση αυτού (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 277, 302, 303). Παρουσιάζουν γραμμική μορφή και προσανατολισμό Α Δ και Β Ν, ενώ η κατασκευή και το γέμισμά τους πραγματοποιήθηκαν σταδιακά, σε βάθος χρόνου. Η λειτουργία τους υπήρξε διαφορετική από αυτή των λάκκων, καθώς φαίνεται να συνδέονται με την απόληψη πηλού και δευτερευόντως με την απόρριψη υλικού. Διακρίνεται ωστόσο και η ιδεολογική, πέρα από την πρακτική, διάσταση της χρήσης τους (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, ). Μία άλλη σημαντική κατηγορία ευρημάτων, οι ταφές, προέρχονται από το σύνολο σχεδόν του ανεσκαμμένου χώρου και κατανέμονται σε όλες τις χρονικές φάσεις χρήσης του, μαρτυρώντας μία μακρόχρονη ταφική λειτουργία του χώρου. Διαπιστώνονται τρεις πρακτικές μεταχείρισης των νεκρών: οι κανονικές ταφές, οι ταφές καύσεων και οι ανακομιδές που αποτελούν, βάσει των ευρημάτων, την κυρίαρχη πρακτική. Οι ταφές πραγματοποιούνταν στο εσωτερικό λάκκων και συνδέονταν άμεσα με αυτούς. Αντίθετα ταφές που σχετίζονται με τάφρους αφορούν υστερότερες φάσεις, όταν η χρήση των τάφρων είχε φτάσει στο πέρας της (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 309, , 328, 329). Οι ταφές καύσεων αποτελούν μία διακριτή κατηγορία που σηματοδοτεί το νεότερο στρώμα Α (μόλις μία από τις συνολικά 23 ανήκει στο στρώμα Γ ) δίνοντας την εικόνα ενός εκτεταμένου νεκροταφείου καύσεων. Πραγματοποιούνταν σε ρηχούς λάκκους, μεμονωμένους ή σε συστάδες. Οι καύσεις δεν πραγματοποιούνταν in situ, αλλά σε άλλο χώρο που δεν έχει εντοπιστεί, και εν συνεχεία μικρό μέρος των υπολειμμάτων 25 Πράγματι υπάρχουν ενδείξεις για «τυμβοειδείς» επιχώσεις σε πολλούς λάκκους, εξασφαλίζοντας ένα υπερυψωμένο «σήμα» για γνώση της θέσης του εκάστοτε λάκκου. Η επίχωση αποτελείτο από υλικό που είχε αφαιρεθεί κατά το άνοιγμα του ίδιου του λάκκου με ανάμικτο αρχαιολογικό υλικό κατά κύριο λόγο θραυσμένο, εικόνα μιας συμβολικής μάλλον πρακτικής (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 210, ) 50

68 μεταφερόταν για ταφή, μαζί με άλλο υλικό, αγγεία, όστρακα, κοσμήματα ή/και άλλα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και τριπτά εργαλεία, που καίγονταν μαζί με το νεκρό (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, , ). ΚΙΝΗΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ Συνολικά, στα πλαίσια της ανασκαφής, εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν 5525 κινητά ευρήματα. Η συντριπτική πλειονότητα του υλικού συσχετίζεται με τις in situ κατασκευές (λάκκοι, τάφροι, ταφές) 26. Το διάσπαρτο υλικό των επιχώσεων έξω από αυτές είναι λιγοστό και εξαιρετικά φθαρμένο, αποτέλεσμα έντονης κίνησης στο χώρο και μετατόπισης του υλικού από την αρχική θέση εναπόθεσης. Όσον αφορά τη διασπορά του υλικού, η εικόνα είναι αναμενόμενη για τις επιχώσεις στα όρια ενός οικισμού, με την πυκνότητα των ευρημάτων να αυξάνεται όσο προσεγγίζουμε το γήλοφο και να μειώνεται όσο προχωρούμε εις βάθος στις επιχώσεις (Χονδρογιάννη Μετόκη 1999, 404 και 2009, 85, 139). Τα στρώματα απέδωσαν λιγοστά ίχνη καύσης και περιορισμένες ποσότητες απανθρακωμένων αρχαιοβοτανικών καταλοίπων (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, ). Το περιεχόμενο των λάκκων χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία και φαίνεται να συνδέεται με τη μορφολογία τους, με τους ανοιχτούς λάκκους να σχετίζονται περισσότερο με καθημερινές δραστηριότητες και τους κλειστούς με πιο ιδιαίτερου χαρακτήρα γεγονότα και εναποθετικές δράσεις. Οι διάφοροι συνδυασμοί αρχαιολογικού υλικού, αντανακλούν ποικίλους τρόπους σχηματισμού του υλικού, παρά τυχαίες διαδικασίες. Μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις, μαρτυρείται μεταφορά του από αλλού κι όχι in situ σχηματισμό 27 (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, ). Η πολυπληθέστερη κατηγορία ευρημάτων, η κεραμική, παρουσιάζει εντυπωσιακή ποικιλία σχημάτων, μεγεθών και κατηγοριών. Η μονόχρωμη αδρή κεραμική και η μελανοστεφής (black topped) με μικρά, μεγάλα, ανοιχτά και κλειστά αγγεία κυρίως τροπιδωτού σχήματος, υψηλού ή μετρίου βαθμού στίλβωσης, αποτελούν τις πιο πολυπληθείς κατηγορίες. Η απουσία φθοράς και η πολυτελής κατασκευή των σκευών αυτών φαίνεται να υποδεικνύει ειδική χρήση τους (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 330, ). Ενδιαφέρουσα είναι η παρουσία μεγάλων κλειστών μονόχρωμων «αμφορέων», 26 Μόλις το 1/6 1/7 του συνόλου των μικροευρημάτων προέρχεται από την επίχωση των τομών (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 85). Το ποσοστό είναι πολύ μικρότερο, αν λάβουμε υπόψη μας μόνο όσα έχουν βέβαιη προέλευση και αφαιρεθούν τα λιγοστά ευρήματα νεοτέρων χρόνων αλλά και τα σαλιγκάρια, που έχουν, και αυτά, λάβει αύξοντα αριθμό. 27 Ενδεικτικό είναι ότι παρά την πληθώρα υπολειμμάτων καύσης στις επιχώσεις τους (38,1%), ελάχιστοι λάκκοι σώζουν ίχνη καύσης, και μόλις τέσσερις υποδεικνύουν επιτόπου άναμμα φωτιάς, γεγονός που αποκλείει την in situ καύση τους (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 184, 205, 207). 51

69 σκευών κατάλληλων για τη μεταφορά και αποθήκευση υγρών, αλλά και πολύ μεγάλων, ανοιχτών, μελανοστεφών αγγείων, για αποθήκευση ξηράς τροφής. Πρόκειται για κεραμικούς τύπους που απουσιάζουν από τους γνωστούς οικισμούς της ίδιας περιόδου στην ευρύτερη περιοχή και φανερώνουν αυξημένες ανάγκες αποθήκευσης (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 336 και υποσ.78, ). Η διακοσμημένη κεραμική, τέλος, είναι ελάχιστη. Μία άλλη κατηγορία κεραμικών, τα μικρογραφικά αγγεία, απαντούν μεμονωμένα μαζί με ποικίλο άλλο υλικό αλλά και κατά ομάδες, σε μικρούς λάκκους κλειστού σχήματος, και πιθανόν συνδέονται με ειδικές εναποθέσεις. Πρόχειρα κατασκευασμένα, με διαφοροποιήσεις στις πρώτες ύλες αλλά και στα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά, κάποια ίσως σκόπιμα θραυσμένα, δείχνουν περισσότερο συμβολικής παρά χρηστικής αξίας αντικείμενα (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 343, ). Τα μικροευρήματα έρχονται να συμπληρώσουν την πλούσια σύνθεση του υλικού, εναπόθεσης ή απόρριψης, των λάκκων και τάφρων. Περιλαμβάνουν πήλινα και λίθινα ειδώλια, σφραγίδες, αντικείμενα που συνδέονται με την υφαντική τέχνη, ομοιώματα χτισμάτων και αντικειμένων, εργαλεία της απολεπισμένης και τριπτής λιθοτεχνίας, οστέινα εργαλεία, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα (μεταξύ αυτών και 4 οστέινοι αυλοί) (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, ). Το πλούσιο περιεχόμενο των λάκκων δεν έχει ομοιογενή προέλευση. Σχετίζεται τόσο με επεισόδια απόρριψης όσο και σκόπιμης εναπόθεσης, με καθημερινά γεγονότα αλλά και ξεχωριστά σημασιοδοτημένα επεισόδια στη ζωή της κοινότητας. Ξεχωριστή μαρτυρία αποτελούν οι ειδικοί λάκκοι αποθέτες, όπου το υλικό έχει τοποθετηθεί με τάξη υποδηλώνοντας με σαφήνεια τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, ). Η εναπόθεση υλικών και τεχνουργημάτων, ακέραιων και αποσπασματικών, ζωοαρχαιολογικού υλικού και ανθρωπολογικών καταλοίπων παραπέμπει σε δραστηριότητες λιγότερο ή περισσότερο συνδεδεμένες με τη σφαίρα του ιδεολογικού κόσμου (ταφικές ή κοσμικές τελετουργίες, καταστροφές και ανακαινίσεις κτισμάτων με χρήση φωτιάς), αλλά και σε καθημερινές, οικοτεχνικές δραστηριότητες, όπως αποθήκευση και εργαστηριακή παραγωγή. Τα περιεχόμενα των λάκκων σχηματίστηκαν σε διαφορετικές χρονικές φάσεις, σε διαφορετικά πλαίσια, με αφορμή ποικίλα γεγονότα και περιστάσεις. 52

70 4. Η ΤΡΙΠΤΗ ΕΡΓΑΛΕΙΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΟΥΜΠΑΣ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ Ελλείψει ενός ενιαίου κλειστού συνόλου, επαρκούς μεγέθους για να αποτελέσει αντικείμενο μίας μεταπτυχιακής εργασίας, αποφασίστηκε η μελέτη υλικού από μία ομάδα λάκκων. Η επιλογή λάκκων διάσπαρτων στο χώρο απορρίφθηκε, καθώς θα εξυπηρετούσε μία έρευνα με περισσότερο εξειδικευμένα ερωτήματα, ακατάλληλα στο πλαίσιο μίας μεταπτυχιακής εργασίας. Αντ αυτού χρησιμοποιήθηκε υλικό από γειτονικούς λάκκους, της μίας από τις δύο περιοχές του ανεσκαμμένου χώρου με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις τριπτών ευρημάτων (η δεύτερη εντοπίζεται στα δυτικά, λ.205, 208, 150, 151) (βλ. Παράρτημα 3, εικ. 1) Αριθμός ευρημάτων Αριθμός λάκκου Γράφημα 4.1.1: Κατανομή των ευρημάτων τριπτής εργαλειοτεχνίας στους υπό εξέταση λάκκους. Συνολικά μελετήθηκε το υλικό από 10 λάκκους (λ.181, 182, 183, 184, 185, 240, 241, 242, 243, 430) των τριών παλαιότερων (Β, Γ, Δ ) από τα τέσσερα, συνολικά, χρονολογικά στρώματα που έχουν αναγνωρισθεί (Γράφημα και Παράρτημα 3, εικ. 2). Πρόκειται για υλικό που ήλθε στο φως κατά τις ανασκαφικές εργασίες των ετών Συνολικά αριθμεί 321 αντικείμενα, εκ των οποίων τα 236 έχουν σαφώς προσδιορισμένη προέλευση. Περιλαμβάνει αποκλειστικά τα τριπτά εργαλεία (ν=168), τις συγγενείς πρώτες ύλες και τα υποπροϊόντα κατασκευής (ν=153) που εντοπίστηκαν εντός των ανασκαφθέντων λάκκων, 53

71 και όχι το υλικό που προήλθε από το χώρο των τομών, έξω από τα όρια των κατασκευών (Γραφήματα 4.1.2, και Παράρτημα 1, Πίν.Α2 και Α3). 48% ΕΡΓΑΛΕΙΑ 52% ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ Γράφημα 4.1.2: Γραφική απόδοση της σύνθεσης του υπό μελέτη υλικού. ΟΙ ΛΑΚΚΟΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΥΛΙΚΟΥ 28 Λάκκος 181: Λάκκος του στρώματος Γ με κωδωνόσχημη τομή και μεσαίες διαστάσεις. Το στρώμα που αντιπροσωπεύει το μοναδικό επεισόδιο χρήσης του φέρει υπολείμματα καύσης. Η επίχωση που εντοπίζεται πάνω από το όριο διάνοιξης του λάκκου φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε σκόπιμα, μαζί με μικρή ποσότητα πηλού, για το σφράγισμα της κατασκευής μετά το γέμισμά της. Λάκκος 182: Κατασκευή μεσαίου μεγέθους και ημισφαιρικής τομής. Το γέμισμά της πραγματοποιήθηκε σε ένα επεισόδιο χρήσης και απέδωσε πολυάριθμα ευρήματα, ωστόσο πολύ λίγα τριπτά εργαλεία. Χρονολογείται στο στρώμα Γ. Μεταγενέστερα διακόπτεται από τον λάκκο 183. Λάκκος 183: Κωδωνόσχημος λάκκος, μεσαίου μεγέθους. Είχε πέντε επεισόδια χρήσης με υπολείμματα καύσης στο νεότερο στρώμα 1 και πλούσια ευρήματα. Ανήκει στο στρώμα Γ και διακόπτει τον πρωιμότερο λάκκο 182. Λάκκος 184: Ημισφαιρικής τομής, μεγάλος λάκκος, με ένα επεισόδιο γεμίσματος. Σε τμήμα του πυθμένα του φέρει υπολείμματα καύσης. Ο λάκκος ανήκει στο στρώμα Β και επικαλύπτει τμήμα του λάκκου Στοιχεία από Χονδρογιάννη Μετόκη Βλ. ακόμη Πίνακα σε Παράρτημα 1. 54

72 Λάκκος 185: Κωδωνόσχημη κατασκευή μεσαίων διαστάσεων. Είχε τρία επεισόδια χρήσης, με υπολείμματα καύσης στο δεύτερο στρώμα. Χρονολογείται στο στρώμα Γ και στο ΒΔ τμήμα του επικαλύπτεται από τον υστερότερο λάκκο 184. Λάκκος 240: Μεγάλος, κωδωνόσχημος λάκκος. Είχε τρία επεισόδια χρήσης, με το νεότερο στρώμα να φέρει έντονα υπολείμματα καύσης. Ανήκει στο στρώμα Δ. Το Α τμήμα του καλύπτεται από τον λάκκο 241, ενώ ξανασκάφτηκε στο στρώμα Β, και η νεότερη χρήση του ορίζεται ως λάκκος 430. Λάκκος 241: Σχεδόν κυλινδρικής τομής λάκκος, μεσαίου μεγέθους. Είχε ένα μεμονωμένο επεισόδιο γεμίσματος με υπολείμματα καύσης και πλούσια ευρήματα. Εντάσσεται στο στρώμα Γ, επικαλύπτει τον πρωιμότερο 240, ενώ διαταράσσεται στα Δ από τον λάκκο 430. Λάκκος 242: Κωδωνόσχημος λάκκος του στρώματος Γ, μεσαίων διαστάσεων. Μετά από καθένα από τα δύο συνολικά επεισόδια χρήσης του, ακολουθεί στρώμα διάβρωσης, σκόπιμης μάλλον διαμόρφωσης, για την κάλυψη της κατασκευής. Λάκκος 243: Κωδωνόσχημης τομής και μεσαίων διαστάσεων κατασκευή του στρώματος Δ. Εντοπίζονται πέντε επεισόδια χρήσης, τρία από αυτά πλούσια σε ευρήματα και υπολείμματα καύσης. Λάκκος 430: Ημισφαιρικός λάκκος, πολύ μεγάλου μεγέθους. Το ομοιογενές στρώμα γεμίσματός του αντιπροσωπεύει ένα μεμονωμένο επεισόδιο χρήσης και είναι εξαιρετικά πλούσιο σε ευρήματα και μικροευρήματα, ενώ περιέχει και λιγοστά ανθρώπινα οστά. Στο ανώτερο τμήμα του εντοπίζεται επιφανειακή συγκέντρωση καμένου υλικού από ανωδομή πασσαλόπηκτου κτίσματος. Τα υπολείμματα καύσης δεν εκτείνονται κάτω από το σωρό ψημένου πηλού. Η κατασκευή χρονολογείται στο στρώμα Β και διακόπτει τμήμα του λάκκου 241 που επικαλύπτει μερικώς τον λάκκο 240. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΥΛΙΚΟΥ Για μία επιτυχή ανάλυση, αναγκαία είναι η αναγνώριση των δυνατοτήτων και των περιορισμών του υπό μελέτη υλικού. Η Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς, όπως αναφέραμε, δεν αντιπροσωπεύει τον καθαυτό οικισμό, αλλά έναν οριακό χώρο στην περιφέρειά του, χωρίς οικιστικά χαρακτηριστικά. Τα μοναδικά σταθερά αρχιτεκτονικά στοιχεία που εντοπίστηκαν στην ανασκαφείσα περιοχή αποτελούν ένα σύνολο λάκκων και ένα σύστημα τάφρων που απέδωσαν έναν τεράστιο όγκο ανθρωπογενών αποθέσεων. Η ιδιομορφία αυτή επηρεάζει αναπόφευκτα την ίδια την 55

73 αρχαιολογική μέθοδο, ως προς τα ερωτήματα που θέτει, τις μεθόδους που χρησιμοποιεί και το είδος των πληροφοριών που επιδιώκει να αντλήσει. Όπως είναι φυσικό, το «επίπεδο του οικισμού» απουσιάζει από την άμεση εικόνα που έχουμε. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη χωρική και χρονική οργάνωση και εξέλιξη του οικιστικού συνόλου, ούτε για την οργάνωση των δραστηριοτήτων εντός αυτού. Ακόμη, δεν μπορούν να γίνουν βάσιμες υποθέσεις σχετικά με το μέγεθος του οικισμού, τον πληθυσμό του ή τον αριθμό νοικοκυριών που συνυπήρχαν στο πλαίσιό του. Επίσης δεν είναι δυνατή η αναγωγή παρατηρήσεων και συμπερασμάτων σε γενικευμένη κλίμακα. Οι συνολικά 462 λάκκοι που αποκαλύφθηκαν είναι άγνωστο τι ποσοστό αντιπροσωπεύουν επί του συνόλου των πιθανώς υπαρκτών μη ανεσκαμμένων λάκκων. Η προέλευση όλου του υλικού από δευτερογενή απορριμματικά/αποθετικά σύνολα, συνεπάγεται απουσία «συγκειμενικών πλαισίων» χρήσης των τεχνουργημάτων (contexts of use). Δεν έχουμε επιχώσεις δαπέδων, ούτε αρχιτεκτονικούς συσχετισμούς με εξαίρεση φυσικά τους ίδιους τους λάκκους ή συσχετισμούς με ιδιαίτερα στοιχεία στο χώρο (εστίες, φούρνοι ή άλλες κατασκευές). Συνεπώς, εκτός και αν εντοπιστούν ίχνη που να υποδηλώνουν in situ δραστηριότητες, δεν υπάρχουν διαθέσιμες μαρτυρίες για περιοχές συνδεδεμένες με συγκεκριμένες δραστηριότητες που εμπλέκουν τη χρήση τριπτών εργαλείων. Οι λάκκοι δεν φαίνεται να είχαν αποθηκευτικό χαρακτήρα, αλλά το περιεχόμενό τους είχε απορριφθεί ή αποτεθεί, χωρίς καμία πρόθεση επανάσυρσής του για μελλοντική χρήση. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται άμεσα μία κοινή σταθερά που χαρακτηρίζει το σύνολο των τεχνουργημάτων: αντανακλούν το τελευταίο στάδιο του κύκλου ζωής τους, το στάδιο κατά το οποίο εισήλθαν στο αρχαιολογικό αρχείο. Η ενιαία αυτή εικόνα που αφορά το σύνολο του υπό μελέτη δείγματος, προσφέρει τη βάση εκκίνησης για προσέγγιση της βιογραφίας των αντικειμένων και του τρόπου εν τέλει με τον οποίο ενσωματώθηκαν στο αρχαιολογικό αρχείο. 56

74 ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΜΕ ΚΟΨΗ ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΤΡΙΒΕΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ A POSTERIORI ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ A POSTERIORI ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΑΚΟΝΙ" ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΛΕΙΑΝΤΗΡΕΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΕΣ ΒΟΤΣΑΛΑ "ΧΡΩΜΑΤΟΤΡΙΠΤΗΣ" ΤΡΙΒΗΣ/ΑΛΕΣΗΣ ΣΕ 2Η ΧΡΗΣΗ ΣΧΙΣΤΩΔΗ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΚΡΟΥΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΕΡΥΘΡΟΧΡΩΜΑ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΑΠΟΛΕΠΙΣΜΑΤΑ Γράφημα 4.1.3: Αριθμητική αντιπροσώπευση των διαφόρων εργαλειακών κατηγοριών στο υπό μελέτη σύνολο ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΜΕ ΚΟΨΗ Τα εργαλεία της κατηγορίας αυτής (Παράρτημα 3, εικ.24 44) έχουν ως βασικό διαγνωστικό τους στοιχείο μία οξεία λειασμένη κόψη σε ένα από τα δύο άκρα τους. Δρουν ως ενεργητικά στελέχη, με άμεση ή έμμεση ριχτή επίκρουση, ή άσκηση πίεσης, σε κάθετη ή εγκάρσια κατεύθυνση ως προς το υπό κατεργασία υλικό. Οι λειτουργίες τους ποικίλλουν και περιλαμβάνουν το κόψιμο, το τεμάχισμα, το ξύσιμο, τη χάραξη, ή το σκάψιμο διαφόρων πρώτων υλών, όπως το ξύλο, το κρέας, το δέρμα, το οστό και το χώμα. Το κράτημά τους γινόταν είτε ελεύθερα στο χέρι είτε από τον στειλεό όταν υπήρχε στειλέωση 29 που συνιστούσε προέκταση του χεριού του χρήστη και συμπλήρωνε το εργαλείο ως σύνθετο τεχνούργημα. Ο στειλεός επηρέαζε καταλυτικά τον τρόπο χρήσης του εργαλείου, καθώς καθόριζε την κινητική του, δηλαδή τη μηχανική κίνηση που θα πραγματοποιούσε. Ήταν είτε από ξύλο είτε από ελαφοκέρας. Προσέθετε βάρος στο ίδιο το αντικείμενο, επιτρέποντας το σταθερότερο κράτημά του και παράλληλα προστάτευε το χέρι του χρήστη. Επιπλέον, επιτρέποντας τη διαγραφή μεγαλύτερου τόξου τροχιάς κατά τη χρήση, πολλαπλασίαζε την ισχύ τού χτυπήματος και βελτίωνε την αποτελεσματικότητά του 29 Εθνογραφικές έρευνες μαρτυρούν ότι ήταν δυνατή η παράλληλη ύπαρξη στειλεωμένης και μη εκδοχής του ιδίου τύπου εργαλείου (βλ. ενδεικτικά Gould 1980 για τους Αβορίγινες της Αυστραλίας). 57

75 (Ματζάνας 1999, 59). Η στειλέωση πραγματοποιείτο είτε με απλή προσαρμογή του εργαλείου στην τρύπα ή σχισμή του στελέχους είτε σε συνδυασμό με κάποια συγκολλητική ουσία ή υλικό πρόσδεσης (Keeley 1982, 799). Υπήρχαν πολυάριθμες εκδοχές στειλέωσης, όπου ο κατά μήκος άξονας του εργαλείου ήταν παράλληλος, κάθετος ή σε οξεία γωνία προς τον αντίστοιχο άξονα του στελέχους, ή στην προέκταση του μήκους της λαβής με τον άξονα μήκους τους να εφάπτεται, σε περιπτώσεις όπου το εργαλείο εισερχόταν σε διαμορφωμένη υποδοχή στο ένα άκρο της. Ένα διαδεδομένο σύστημα ταξινόμησης των εργαλείων με κόψη, το οποίο έχει εν μέρει αρχίσει πλέον να εγκαταλείπεται, διακρίνει, με βάση τη μορφολογία της κόψης και τη συνολική διαμόρφωσή τους, τρεις βασικές υποκατηγορίες: πελέκεις, αξίνες, σμίλες. Στον πέλεκυ οι πλατιές όψεις του εργαλείου συγκλίνουν συμμετρικά για το σχηματισμό μίας κόψης, συνήθως ευθύγραμμης στο προφίλ. Ο άξονας μήκους της λαβής ήταν παράλληλος στην κόψη και η χρήση του εργαλείου πραγματοποιούνταν με κάθετη ριχτή επίκρουση. Στην αξίνα η κόψη, συνήθως κυρτή, είχε ασύμμετρη διαμόρφωση και ήταν τοποθετημένη εγκάρσια προς τον άξονα μήκους του στειλεού. Η χρήση του εργαλείου θα γινόταν με λοξή ριχτή επίκρουση. Τέλος, οι σμίλες ήταν επιμήκεις, στενόμακρες, με στενή κόψη, συμμετρική ή μη, και θα χρησιμοποιούνταν με σταθερή επίκρουση με κρουστήρα (Μουνδρέα Αγραφιώτη 1992, 174) 30. Στην παρούσα εργασία αποφεύγουμε σκόπιμα την εφαρμογή του παραπάνω ταξινομικού συστήματος. Είναι άλλωστε ενδεικτικό το γεγονός ότι, με βάση το τυπολογικό αυτό σχήμα, μονάχα δύο αντικείμενα του υλικού μας θα μπορούσαν με βεβαιότητα να ενταχθούν σε κάποια κατηγορία: το ακ.4106 με τυπική μορφολογία «πέλεκυ» και το ακ.2407 που αποτελεί τυπική «σμίλη». Τα υπόλοιπα τεχνουργήματα, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις τους, θα απέμεναν ασαφώς ενταγμένα στην ενδιάμεση κατηγορία (των «αξινών») αποκλειστικά λόγω ενός μορφολογικού γνωρίσματος, της ασυμμετρίας της κόψης τους. Το πρόβλημα με την παραπάνω κατηγοριοποίηση είναι η ονοματοδοσία λειτουργικού χαρακτήρα που, για να έχει ουσιαστική βάση, προϋποθέτει σαφή γνώση του τρόπου χρήσης του εργαλείου και μάλλον αποκλείει την πολυλειτουργικότητα. Ταυτόχρονα η εφαρμογή σύγχρονων ονομάτων παρόμοιων αντικειμένων εγκυμονεί τον κίνδυνο παρερμηνείας. Στην περίπτωση των εργαλείων με κόψη εκκρεμεί (ακόμη) η μακραίωνη σύνδεσή τους με ξυλουργικές εργασίες. Αν και απουσιάζουν οι σαφείς ενδείξεις που θα 30 Ακόμη και στα στενά πλαίσια αυτού του ταξινομικού συστήματος υπάρχουν παραλλαγές (ενδεικτικά βλ. Χριστοπούλου 1992), περιπλέκοντας την εικόνα και δυσχεραίνοντας τις αντιπαραβολές υλικού. 58

76 υποδείκνυαν πως αυτή ήταν η πρωταρχική λειτουργία τους, η ιδέα αυτή εδραιώθηκε ως αποτέλεσμα αδύναμων εθνογραφικών αναλογιών και του γνωστικού συσχετισμού του «πέλεκυ» και της ξυλείας στα πλαίσια των δυτικών κοινωνιών (Mills 1993, ). Πλέον εθνογραφικές έρευνες έχουν αρχίσει να αποκαθιστούν τον πολυδιάστατο χαρακτήρα των εργαλείων με κόψη αποδεικνύοντας τους πολλαπλούς τρόπους χρήσης τους, και την ποικιλία των αναγκών που καλούνταν να καλύψουν, σε διαφορετικά κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια (ενδεικτικά: χρήση ως εργαλεία τεκτονικής, λατόμευσης, άλεσης και κοπανίσματος, κρούσης και σφυροκοπήματος, αφαίρεσης και κατεργασίας δορών, ξεχορταριάσματος Mills 1993, 395). Ακόμη και μία απλή χρήση των όρων «πέλεκυς» και «αξίνα» ως δηλωτικών ενός συγκεκριμένου τρόπου στειλέωσης θα μπορούσε να αποδειχθεί παραπλανητική, αφού αποδεικνύεται ότι μπορούσε να υπάρχει εναλλαγή του τρόπου στειλέωσης (τροποποίηση των εργαλείων π.χ. μετατροπή ενός «πέλεκυ» σε «αξίνα» και το αντίστροφο) ή και απουσία της (Mould et al. 2000, 114). Στο υπό μελέτη σύνολο η κατηγορία εργαλείων με κόψη αριθμεί 27 κομμάτια 31. Ο συνολικός αριθμός ωστόσο ίσως ήταν λίγο μεγαλύτερος στην πραγματικότητα, αν λάβουμε υπόψη μας κάποια, αδιάγνωστου εργαλειακού τύπου, τμηματικά σωζόμενα ημίεργα και απολεπίσματά τους που το γενικό σχήμα και η πρώτη ύλη τους δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να πρόκειται για εργαλεία με κόψη. Από το σύνολο αυτό τα 11 (40,74% επί του συνόλου) βρίσκονταν σε τελικό στάδιο, δηλαδή η κατασκευή τους είχε ολοκληρωθεί και είχε ξεκινήσει η χρήση τους. Ένα εξ αυτών βρισκόταν σε στάδιο επανάχρησης, έπειτα από εκ νέου επέμβαση σχηματοποίησής του. Άλλα 3 (11,11%) ήταν σε φάση επανασχεδιασμού χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η αναδιαμόρφωσή τους, ενώ 13 (48,14%) ήταν ημίεργα ή απολεπίσματά τους. 31 Όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο της μεθοδολογίας, συνανήκοντα κομμάτια με διαφορετικό αριθμό καταλόγου, λαμβάνονται υπόψη ως ένα τεχνούργημα στις στατιστικές αναλύσεις. Έτσι τα συνανήκοντα ακ και ακ.2377 με κοινή προέλευση το λάκκο 242 αντιπροσωπεύουν μία μονάδα στο σύνολο. Στην πορεία της καταγραφής του υλικού διαπιστώθηκε ότι συνανήκουν και άλλα δύο ζεύγη θραυσμάτων: ακ και ακ. 1938, και ακ.4859 και Το ακ αρχικά είχε ένδειξη προέλευσης «λάκκος 240 μάλλον» ενώ το ακ.1938 «λάκκος 430». Ελέγχοντας την στρωματογραφία διαπιστώθηκε ότι το ακ.2220 ανήκει στην πάσα Ξ12 # 34 με κατώτατο βάθος 3.23 μ. και θα πρέπει τελικά να αποδοθεί στο λάκκο 430 μαζί με το συμπληρωματικό του ακ.1938 της πάσας Ξ12 # 9. Το όριο του εν λόγω λάκκου είχε ορισθεί σε βάθος 3.20 μ. και το αντικείμενο θα ανήκε στο τελείωμά του. Το ακ.4859 είχε αρχική ένδειξη «243 μάλλον». Συνενώθηκε με το ακ.3422 που λόγω αρχικής του απόδοσης σε «244 ή 245 ή τάφρο Β» δεν βρισκόταν αρχικά στο σύνολο του υπό μελέτη υλικού (βλ. Κεφάλαιο 5). Όσον αφορά το ακ.2988, θραύσμα ημίεργου εργαλείου με κόψη σε δεύτερη χρήση, λαμβάνεται υπόψη στην παρούσα ανάλυση, εντούτοις δεν υπολογίζεται στη συνολική καταμέτρηση τεχνουργημάτων, καθώς κατατάσσεται, βάσει της δεύτερης χρήσης του, στα ενεργητικά επικρουστικά στελέχη. 59

77 ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ Η μακροσκοπική ανάλυση και ταυτοποίηση των πρώτων υλών αποκάλυψε την αξιοποίηση μίας ποικιλίας υλικών που, στο σύνολό τους σχεδόν, είναι διαθέσιμα στην ευρύτερη περιοχή, πέραν των ορίων της Κίτρινης Λίμνης. Κυρίαρχα υλικά εμφανίζονται ο γάββρος και ο βασάλτης (ν=7 έκαστο). Ακολουθούν ο σερπεντινίτης (ν=3), ο ροδιγκίτης (ν=2), ο γρανίτης (ν=2) και ο πλαγιογρανίτης (ν=2). Ελάχιστη αντιπροσώπευση έχει ο δολερίτης και ο μαύρος χαλαζίτης (ν=1). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ύπαρξη 2 τεμαχίων από ασβεστολιθικό πέτρωμα, γεγονός που ανατρέπει την ιδέα χρήσης του υλικού αυτού αποκλειστικά για a priori τεχνουργήματα, με μορφή κροκάλων ή ακανόνιστων λίθων (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Πρόκειται για λεπτόκοκκα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, πετρώματα. Τα δύο κυρίαρχα υλικά (βασάλτης και γάββρος) είναι αρκετά σκληρά και, άρα, όχι ιδιαίτερα εύκολα στην κατεργασία τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη συνολική θέαση των εργαλείων με κόψη όλου του υλικού της θέσης οι αναλογίες των πετρωμάτων μεταβάλλονται και κυρίαρχη πρώτη ύλη, μετά το γάββρο, αναδεικνύεται ο σερπεντινίτης, σε αντιστοιχία με τις ενδείξεις από το Μεγάλο Νησί Γαλάνης (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, , Στρούλια 2003, 572). Ο βασάλτης και ο γάββρος, όπως και ο δολερίτης, είναι πετρώματα με παρόμοια σύσταση, διαφορετική όμως υφή (Λ. Παπαδοπούλου, προσ. επικ.). Ο βασάλτης αποτελεί το πιο λεπτόκοκκο από τα τρία και ο γάββρος το πιο χονδρόκοκκο. Ο δολερίτης ωστόσο ήταν πιο ανθεκτικό υλικό και, άρα, πιο κατάλληλο για εργαλεία που επρόκειτο λόγω χρήσης να εκτεθούν σε υψηλή πίεση ή/και κρούση. Βασάλτης και γάββρος έχουν παρόμοια χημική σύσταση και γι αυτό παρόμοια σκληρότητα, κοντά στο 5 της κλίμακας Mohs. Η επιλογή αυτών των δύο, παρ ότι ο δολερίτης ήταν επίσης διαθέσιμη πρώτη ύλη, αν δεν οφείλεται σε περιορισμένη προσβασιμότητα στις πηγές, πιθανόν καθορίστηκε από τη μεγαλύτερη κατεργασιμότητά τους, αντανακλώντας έτσι συγκεκριμένες επιλογές και προτεραιότητες της συγκεκριμένης λιθοτεχνίας. Ο βασάλτης, αλλά και ο γάββρος, συνιστούν καλής ποιότητας πρώτες ύλες δεδομένου ότι επιτρέπουν την κατεργασία και μορφοποίηση με «κατευθυνόμενα» χτυπήματα, λόγω της ομοιογενούς δομής τους (Α. Ράσσιου, προσ. επικ.). Υλικά όπως ο δολερίτης και ο πλαγιογρανίτης είναι ανθεκτικότερα λόγω σκληρότητας, ωστόσο δυσκολότερα στην κατεργασία τους, καθώς δεν ενδείκνυντο για απολέπιση μέσω λάξευσης (Α. Ράσσιου, προσ. επικ.), τεχνική που κατέχει σημαντική θέση στη διαδικασία κατασκευής των εργαλείων της Κοιλάδας Κρεμαστής (βλ. παρακάτω). 60

78 Φαίνεται πως υπάρχει κάποιος λανθάνων συσχετισμός μορφολογίας χρήσης των εργαλείων και του υλικού κατασκευής τους, τουλάχιστον στην περίπτωση κάποιων πρώτων υλών. Πιο συγκεκριμένα παρατηρείται ότι τα μεγαλύτερα εργαλεία με κόψη, παρόμοιας μορφολογίας και ακέραιας διατήρησης είναι κατασκευασμένα από βασάλτη (ακ. 1957, 2212, 2968), όπως επίσης μεγάλων διαστάσεων πρέπει να ήταν και ένα αποσπασματικά σωζόμενο υπό αναδιαμόρφωση (ακ ) 32. Πρόκειται για εργαλεία που όπως θα δούμε παρακάτω, προορίζονταν για «βαριές» εργασίες. Τα άλλα δύο κομμάτια από βασάλτη (ακ και 1966) ομοιάζουν μορφολογικά σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ο σερπεντινίτης φαίνεται να συνδέεται με εργαλεία μικρού και μεσαίου μεγέθους, αν και τα τεχνουργήματα από το υλικό αυτό είναι λιγοστά στο υπό μελέτη σύνολο για την εξαγωγή ενός ασφαλούς συμπεράσματος 33. Αν πράγματι ευσταθεί μία τέτοια εκτίμηση, η επιλογή αυτή είναι πιθανό να οφείλεται στη σχετικά μαλακή φύση του υλικού (η σκληρότητά του είναι γύρω στο 3 4, Perlès 2001, 232 υποσ.9). Ο σερπεντινίτης είναι υλικό εύκολο στην κατεργασία και προσφερόταν για διαμόρφωση μονάχα με σφυροκόπημα και αποτριβή (Μουνδρέα Αγραφιώτη 1992, 175), ταυτοχρόνως όμως όχι αρκετά ανθεκτικός ως πρώτη ύλη εργαλείων για βαριές εργασίες. Στην περίπτωση του ροδιγκίτη δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια σύνδεση με το μέγεθος του τεχνουργήματος. Πρόκειται για υλικό εξαιρετικά σκληρό (8 στην κλίμακα Mohs, δηλαδή πολύ πιο σκληρό από τον σερπεντινίτη) και άρα ανθεκτικό, αλλά δύσκολο στην κατεργασία. Από το πέτρωμα αυτό διαθέτουμε ένα μεσαίων διαστάσεων «στιβαρό» εργαλείο, κόψης ή τεμαχισμού (ακ. 4106) αλλά και ένα άλλο πολύ μικρών διαστάσεων (ακ. 2913). Τα πετρώματα αυτά, όπως αναφέραμε, επιχωριάζουν στις περιβάλλουσες περιοχές της Κίτρινης Λίμνης. Ο γάββρος, ο σερπεντινίτης, ο πλαγιογρανίτης και ο δολερίτης συνιστούν βασικούς οφιολιθικούς τύπους και υπάρχουν σε πλούσιες αποθέσεις και μεγάλη ποικιλία στο Βούρινο Κοζάνης, στα μεταμορφικά στρώματα της ευρύτερης περιοχής της Βέροιας και στην Πίνδο (Α. Ράσσιου, προσ.επικ.). Ωστόσο η προμήθειά τους δεν απαιτούσε κατ ανάγκη την επίσκεψη στις ορεινές αυτές πηγές. Εξίσου δυνατή ήταν η συλλογή των αναγκαίων 32 Μόνο ένα εργαλείο της κατηγορίας αυτής είναι κατασκευασμένο από άλλο υλικό, δολερίτη, το ακ Αντιθέτως η χρήση σερπεντινίτη κυριαρχεί σε άλλες περιοχές: στην Κρήτη (Μουνδρέα Αγραφιώτη 1992, 175), στο Φράγχθι (Stroulia 2003, 5), στον οικισμό Σταυρούπολης (Alisøy 2002a, 567) και στον Μακρύγιαλο (Γερούση 1999, 35 37, Tsoraki 2007, 291). 61

79 πρώτων υλών από τις όχθες ποταμών (Αλιάκμονας) 34 και ρεμάτων που έρρεαν στην περιοχή μεταφέροντας υλικό. Εντοπίσθηκαν δύο μονάχα εργαλεία, των οποίων οι πρώτες ύλες δεν επιχωριάζουν στην ευρύτερη περιοχή. Πρόκειται για το ακ από φαινοκρυσταλλικό βασάλτη και το ακ από μαύρο χαλαζίτη. Ο γεωλόγος Δ. Δημητρίου αναγνώρισε τις ύλες ως πιθανώς προερχόμενες από την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου. Τα εργαλεία αυτά μπορούσαν να έχουν εισαχθεί στην τελική τους μορφή ή ως πρώτη ύλη, για να πραγματοποιηθεί η κατεργασία τους εντός οικισμού. ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ Όπως προκύπτει από τη μελέτη του συνόλου μας και ιδίως των ημίεργων κομματιών όπου τα ίχνη των αρχικών σταδίων διαμόρφωσης δεν έχουν απαλειφθεί, η τεχνική της λάξευσης αποτελούσε βασικό αρχικό στάδιο κατεργασίας. Η παρατήρηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τη γενικότερη εικόνα απουσίας λαξευμένων εργαλείων με κόψη σε Νεολιθικά δείγματα της ευρύτερης περιοχής του Αιγαίου (Perlès 2001, 233) 35. Η εφαρμογή της λάξευσης ήταν ολική (μοναδική εξαίρεση το ακ.1993), όχι όμως ομοιόμορφη σε όλες τις περιπτώσεις. Σε πολλά παραδείγματα ήταν αδρή με στόχο την αφαίρεση μεγάλων φολίδων, υπάρχουν όμως και περιπτώσεις πιο επιμελημένης και λεπτής λάξευσης, για καλύτερη εξομάλυνση της υπό διαμόρφωση επιφάνειας. Η ύπαρξη παραδειγμάτων, όπου συνυπάρχουν στην επιφάνειά τους τα δύο είδη ιχνών αδρότερα και λεπτότερα επιβεβαιώνει ότι επρόκειτο για διακριτά και επάλληλα κατασκευαστικά στάδια (βλ. ημίεργα ακ και ακ.1966). Το σφυροκόπημα αντιθέτως ήταν περισσότερο τοπικό και επικεντρωνόταν κυρίως στη μία από τις δύο πεπλατυσμένες όψεις του εργαλείου (συνήθως αυτή που διαμορφωνόταν 34 Η κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα σε απόσταση περίπου 20χλμ. θεωρείται πιθανή πηγή καλής ποιότητας πρώτων υλών και για το Μεγάλο Νησί Γαλάνης (Στρούλια 2003, 572). 35 Ενδεικτικά η Μουνδρέα Αγραφιώτη (1996, 104) δεν κάνει καμία αναφορά στη λάξευση ως τεχνική εν δυνάμει εμπλεκόμενη στην προετοιμασία των τριπτών εργαλείων με κόψη. Όσον αφορά άλλες θέσεις, που διατηρούν λιγοστές μαρτυρίες για την εφαρμογή λάξευσης, στο Φράγχθι από ένα σύνολο 89 εργαλείων με κόψη, μονάχα ένα φέρει ίχνη εφαρμογής της εν λόγω τεχνικής (Stroulia 2003, 9), ενώ στον Μακρύγιαλο η εφαρμογή της πιστοποιείται μέσα από την παρουσία των υποπροϊόντων της, φολίδων πυριγενών κυρίως πετρωμάτων (Γερούση 1999, 61). Στα Σέρβια δεν γίνεται καμία αναλυτική αναφορά στις μεθόδους κατασκευής, παρά μόνο μία νύξη για ύπαρξη σταδίου λάξευσης, λόγω εντοπισμού λιγοστών απολεπισμάτων (Mould et al. 2000, 115). Στην περίπτωση του υλικού από τον οικισμό Σταυρούπολης στην παρουσίασή του γίνεται μεν μία γενική αναφορά στη λάξευση ως μία από τις τεχνικές διαμόρφωσης των εργαλείων, δίχως όμως περαιτέρω στοιχεία (Alisøy 2002β, 567). 62

80 έντονα κυρτή, στις περιπτώσεις εργαλείων με επιπεδόκυρτη τομή) και στις πλαϊνές στενές πλευρές (ακ.1819, 2087, 3077). Ο συνδυασμός εκτεταμένης ή ολικής λάξευσης και τοπικού σφυροκοπήματος απαντά συχνά (βλ. ενδεικτικά ακ.1781, 1819, 3077). Σε αυτή τη γενική πρακτική εντοπίζονται λιγοστές εξαιρέσεις, τρία αποσπασματικά σωζόμενα ημίεργα: το ακ. 1782, όπου το στάδιο της λάξευσης έχει παραλειφθεί, το ακ.2121, όπου η σωζόμενη επιφάνεια καλύπτεται από ολικό σφυροκόπημα και το ακ.2967, όπου έχουμε ίχνη επιμέρους λάξευσης μετά από το στάδιο του σφυροκοπήματος. Τα ίχνη σφυροκοπήματος παρουσιάζουν μορφολογική διαφοροποίηση, όπως αυτά της λάξευσης: άλλες φορές είναι μεγάλα και ευδιάκριτα, ρηχά ή περισσότερο βαθιά, και άλλες πολύ πυκνά και εξαιρετικά λεπτά. Η διαφοροποίηση αυτή φαίνεται να συνδέεται τόσο με το ενεργητικό στέλεχος που χρησιμοποιείται όσο και με το είδος χτυπήματος που δίνεται (βλ. ακόμα Κεφάλαιο 4.3). Η αδρή σχεδίαση του εργαλείου ήταν δυνατό να επιτευχθεί και μέσω της αποτριβής των επιφανειών με άσκηση πίεσης. Θα ανέμενε κανείς να αποτελεί προτιμητέα επιλογή, τουλάχιστον στις περιπτώσεις εργαλείων με κόψη μικρού μεγέθους, όπου λόγω διαστάσεων η κατεργασία με τις προαναφερθείσες τεχνικές θα ήταν περίπλοκη. Παρόλα αυτά κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται στο υλικό μας. Χαρακτηριστικά, το ακ.1965, κομμάτι εργαλείου με κόψη σε επανασχεδιασμό, φέρει στη μία πλατιά επιφάνειά του, την επιφάνεια αποκοπής από το αρχικό τεχνούργημα, ολική κατεργασία με λεπτή και επιμελημένη λάξευση. Εντυπωσιακό ως μεμονωμένο δείγμα εφαρμογής λάξευσης σε πολύ μικρών διαστάσεων εργαλείο 36 αποτελεί συνάμα αναμφίβολη μαρτυρία υψηλών τεχνικών ικανοτήτων. Υπάρχουν άλλες δύο κατασκευαστικές τεχνικές που μαρτυρούνται μεμονωμένα, μάλιστα και οι δύο στο ίδιο αντικείμενο. Πρόκειται για το ακ , ένα στιλβωμένο εργαλείο με κόψη υπό επανασχεδιασμό που σώζεται σε δύο συνανήκοντα τεμάχια, ένα μεγαλύτερο (ακ.2347) και ένα στενόμακρο (ακ.2377) που αποκόπηκε από το πρώτο. Στο επάνω άκρο του εργαλείου υπάρχουν ίχνη απόπειρας διάνοιξης οπής. Η διαδικασία, η οποία και έμεινε ημιτελής, ξεκίνησε με βάθυνση από τη μία μόνο πλευρά. Η ασύμμετρη διαμόρφωσή της υποδεικνύει εφαρμογή περιστροφικού τρυπανισμού με χρήση οπέα (Semenov 1964, 78, Ματζάνας 1999). Στο αποσπασμένο στενόμακρο θραύσμα (ακ.2377) του εργαλείου, στη 36 Για την σπανιότητα ενός τέτοιου ευρήματος ας ληφθεί υπόψη ο γενικότερος περιορισμένος εντοπισμός λαξευμένων εργαλείων με κόψη (βλ. υποσ. 25). Ενδεικτικά, στο υλικό από το Φράγχθι, η Στρούλια (2003) δεν έχει εντοπίσει καθόλου ίχνη λάξευσης στα μικρού μεγέθους εργαλεία. 63

81 σωζόμενη εξωτερική όψη του, σώζονται τα λεπτά και πυκνά ίχνη ραμφοκοπήματος, σε οξεία γωνία προς την επιφάνεια απόκρουσης. Το τελευταίο στάδιο της κατασκευαστικής αλληλουχίας των εργαλείων με κόψη ήταν η λείανση των εξωτερικών επιφανειών. Πρόκειται για μία χρονοβόρα διαδικασία μέσω της οποίας αυξάνεται τεχνητά η σκληρότητα του πετρώματος (Λ. Παπαδοπούλου, προσ. επικ.) και ταυτόχρονα μειώνεται η τριβή που ασκείται στην επιφάνεια κατά την επαφή της με άλλα υλικά. Επομένως η αποτελεσματικότητα και η αντοχή των εργαλείων οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην σταθερότητα που προσέφερε η διαδικασία αυτή στο ενεργό τους άκρο. Η απολείανση της κόψης ήταν αναγκαία για να εξασφαλισθεί η λειτουργικότητα του εργαλείου, χωρίς όμως να υπάρχουν ουσιαστικοί πρακτικοί λόγοι, για να επεκταθεί η τριβή πέρα από αυτή. Το τελευταίο στάδιο της λείανσης μπορούσε να περιλαμβάνει ένα εξαιρετικά λεπτόκοκκο μέσο στίλβωσης, όπως μαλακό ψαμμίτη, πηλό, ώχρα ή ακόμη και ένα κομμάτι δέρματος (Stroulia 2003, 12), για να επιτευχθεί μία έντονη γυαλάδα στις ήδη ομαλοποιημένες επιφάνειες των εργαλείων. Αυτή η τεχνική προσέφερε οπτικά αποτελέσματα που ενίσχυαν την εμφάνιση και ίσως την αναγνωρισιμότητα των μεμονωμένων αντικειμένων. Μάλιστα έχει διατυπωθεί η άποψη πως η επιλογή συγκεκριμένων πρώτων υλών μπορεί να γινόταν, μεταξύ άλλων, για να διευκολυνθεί η απόδοση μίας στιλβώδους επιφάνειας (Stroulia 2003, 9). Η μελέτη του υλικού δείχνει ότι η αποτριβή απολείανση των επιφανειών εφαρμοζόταν πάντοτε 37 και μάλιστα ολικά, σε όλη την έκταση του σώματος των εργαλείων, όχι όμως με την ίδια ένταση και συστηματικότητα. Κάποια τμήματα αφήνονταν μερικώς απολειασμένα, ιδίως οι στενόμακρες πλαϊνές όψεις και η φτέρνα (ενδεικτικά: ακ.1957, 1993, 2060, 2328). Κάποια άλλα εργαλεία αντίθετα καλύπτονται από έντονη στίλβη μαρτυρώντας την εφαρμογή της στίλβωσης ως τελευταίο στάδιο ολοκλήρωσής τους (ενδεικτικά: ακ.2212, 2328, 1937, 4106). Όπως ήδη αναφέραμε, η επιλογή μίας τέτοιας κατεργασίας της επιφάνειας των εργαλείων (πέραν της κόψης) στερούνταν πρακτικής αξίας ενώ ταυτόχρονα ήταν απαιτητική σε χρόνο και ενέργεια. Η ολική εφαρμογή λείανσης και ο εντοπισμός «ατελειών» σε συγκεκριμένα συνήθως σημεία του σώματος αφήνουν υπόνοιες ότι πρόκειται για περιοχές μη ορατές μετά τη στειλέωση του εργαλείου 38. Η έντονη φροντίδα 37 Η Alisøy (2002β, 567) δίνει μία διαφορετική εικόνα από την Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης. Αναφέρει ότι μετά από τις δύο πιθανές εκδοχές τελειώματος ενός εργαλείου, το σφυροκόπημα και την αποτριβή των επιφανειών του, η τελική τροποποίηση με έντονη λείανση ή και στίλβωση δεν εφαρμοζόταν σε όλα τα εργαλεία. 38 Κάτι αντίστοιχο προτάθηκε για κάποια εργαλεία του Σέσκλου Α (Χριστοπούλου 1992, 68). Αντίθετα στην περίπτωση του Μακρυγιάλου παρατηρείται η επιδίωξη απάλειψης των «ατελειών» και η 64

82 για την εμφάνιση των εργαλείων και η συνεπαγόμενη δαπάνη εργασίας υποδηλώνει την πιθανή συμβολική διάσταση των τεχνουργημάτων αυτών, πέραν μίας αισθητικής πρόθεσης του κατασκευαστή. Κάποια εργαλεία προσφέρουν ενδείξεις για ύπαρξη δευτερογενούς σφυροκοπήματος, που λάμβανε χώρα μετά την ολοκλήρωση του εργαλείου και την έναρξη χρήσης του. Οι «κρατήρες», είτε σε πυκνές συγκεντρώσεις είτε διάσπαρτοι, διακόπτουν την επιφάνεια λείανσης ή στίλβωσης. Συνήθως καλύπτουν τις πλατιές όψεις του εργαλείου από τη μέση περίπου του μήκους τους μέχρι και το σημείο έναρξης της λοξότμησης (ακ.2212), και σπανιότερα τις πλαϊνές στενές πλευρές (ακ. 2907). Η ιδέα της μερικής αναδιαμόρφωσης των διαστάσεων και επιφανειών του εργαλείου, για εκ νέου εξισορρόπηση των άκρων του και διατήρηση της λειτουργικότητάς του, έπειτα από το ακόνισμα της κόψης του, θα δικαιολογούσε τις πυκνές συγκεντρώσεις στις πλατιές επιφάνειες, κοντά στη λοξότμηση της κόψης: θα εξομάλυναν την κύρτωση της επιφάνειας αναπροσαρμόζοντάς την στη νέα διαμόρφωση της κόψης. Κάτι τέτοιο δείχνει να έχει μία πραγματική βάση, καθώς σε κάποια εργαλεία υπάρχουν πολύ πυκνά ίχνη σφυροκοπήματος, που αφαιρούν ομοιόμορφα τη λεία επιφάνεια και φέρουν ίχνη συνακόλουθης τμηματικής απολείανσης (ακ.2212: σε αμφότερες τις πλατιές όψεις, από το μέσον ή και λιγότερο του μήκους τους μέχρι τη λοξότμηση της κόψης, ακ.3272: ίχνη σφυροκοπήματος πριν το στάδιο της αποτριβήςλείανσης και μετά). Τα διάσπαρτα ίχνη, (κυρίως στις στενές πλαϊνές όψεις) δεν μπορεί να εξυπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό. Αφαιρώντας τμηματικά μικρές ποσότητες υλικού είχαν ως συνέπεια την αναγλυφότητα και αδρότητα των άλλοτε λείων επιφανειών, παρά την ουσιαστική αφαίρεση μάζας για κάποιου είδους αναδιαμόρφωση. Ίσως με αυτόν τον τρόπο συνέβαλλαν στην καλύτερη και σταθερότερη στειλέωση του εργαλείου. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, παραμένει το ερώτημα για ποιο λόγο να επιλεγεί κατά την ολοκλήρωση κατασκευής ενός εργαλείου η ολική έντονη λείανση στίλβωση, μία τεχνική δαπανηρή, ακόμη και όταν η απολείανση δεν είναι ομοιόμορφη σε ένταση, όταν πρόκειται το αποτέλεσμά της να καταστραφεί, σε μελλοντικό στάδιο, και μάλλον σύντομα (αν κρίνουμε από τα εθνογραφικά δεδομένα σχετικά με τη φθορά και τις ανάγκες ακονίσματος της κόψης και κατά συνέπεια αναδιαμόρφωσης του σώματος του εργαλείου ενδεικτικά βλ. Carneiro 1979, 41 και Mills 1993, ). έντονη έμφαση στη διαμόρφωση, αναδιαμόρφωση και συντήρηση των εργαλείων (Tsoraki 2007). Τέτοιες διαφορές στη μεταχείριση τεχνουργημάτων της ίδιας εργαλειακής κατηγορίας πιθανόν αντανακλούν διαφοροποιημένες σημασιοδοτήσεις του υλικού πολιτισμού. 65

83 Μεταξύ των ημιέργων εντοπίζονται 2 κομμάτια (ακ.2266, 4842) με μορφή απολεπίσματος μεγάλων διαστάσεων. Και τα δύο έχουν αποσπασθεί από την επιφάνεια κάποιου μεγαλύτερου κομματιού υλικού, στα πλαίσια αρχικής διαμόρφωσης, και διατηρούν στη μία όψη τους τα ίχνη κατεργασίας με λάξευση. Η απολάξευση μεγάλων κομματιών από έναν πυρήνα είναι μία τεχνική που παραπέμπει στην λιθοτεχνία απολεπισμένου λίθου. Εδώ εφαρμόζεται σκόπιμα σε πρώτες ύλες κατεξοχήν συνδεδεμένες με τα τριπτά εργαλεία με σκοπό την παραγωγή απολεπισμένων κομματιών (το ακ.2266 έχει μάλιστα μορφή μεγάλης φολίδας) και την περαιτέρω κατεργασία για σχηματοποίησή τους. Τα λιγοστά αυτά ευρήματα, αν συνδυαστούν με το σύνολο λεπιδόσχημων και φολιδόσχημων απολεπισμάτων περιορισμένων διαστάσεων, επίσης από πρώτες ύλες κατασκευής τριπτών εργαλείων (βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο) μαρτυρούν εκτεταμένη εφαρμογή της τεχνικής της λάξευσης σε υλικά της τριπτής λιθοτεχνίας. Η στειλέωση του εργαλείου, όπως προείπαμε, δεν συνιστούσε υποχρεωτικό στάδιο για την ολοκλήρωση της κατασκευής του. Στην Τούμπα Κρεμαστή δεν βρέθηκαν καθόλου κεράτινοι στειλεοί, γεγονός που υποδηλώνει ότι η κατασκευή τους γινόταν κατά βάση από ξύλο. Διαθέτουμε ωστόσο έμμεσες μαρτυρίες για το στάδιο αυτό. Όπως ήδη αναφέραμε, η μερική μόνο απολείανση συγκεκριμένων σημείων θα μπορούσε να συνιστά ένδειξη για τον τύπο στειλέωσης. Σε κάποια εργαλεία φαίνεται πιθανό ότι κάλυπτε μεγάλο μέρος του σώματός τους. Κάτι τέτοιο θα πρέπει να φανταστούμε για το ακ.4106 που ξεχωρίζει και για την εξαιρετική επιμέλεια στη διαμόρφωσή του, και για το υλικό κατασκευής του, αλλά παρ όλα αυτά διατηρεί αρνητικά απολάξευσης στις πεπλατυσμένες όψεις του που δεν απαλείφθηκαν με συστηματική τριβή. Σε κάποιες περιπτώσεις πιθανόν η φτέρνα να ήταν ένθετη στη λαβή, καθώς διαπιστώνεται επανειλημμένα ότι στην περιοχή αυτή του εργαλείου δεν επιδιωκόταν επιμελημένη λείανση ή και στίλβωση. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι ανωμαλίες στην φτέρνα αποτελούν τα αρνητικά ίχνη της λάξευσης και μονάχα σε μία περίπτωση συνδέονται με τη φυσική διαμόρφωση του φορέα και άρα δεν υπήρξε καν κατεργασία σε εκείνο το σημείο (ακ.1993). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα αποσπασματικά σωζόμενο ημίεργο εργαλείο με κόψη (ακ. 2967), με ιδιαίτερη διαμόρφωση που συνδεόταν με τη στειλέωση την οποία επρόκειτο να δεχθεί. Το στενόμακρο σώμα του στενεύει λίγο πριν την απόληξή του αποκτώντας πεπλατυσμένη ελλειπτική τομή, πιθανόν για να μπορεί να εισέλθει ευκολότερα στη διχάλα του ξύλινου στειλεού (ο άξονας μήκους του κάθετα στον άξονα μήκους του στειλεού) που μετά θα έκλεινε με κάποιο δέσιμο. Άλλα εργαλεία φαίνεται πιθανότερο να εισέρχονταν στο ένα άκρο του στειλεού με μορφή ραβδιού ή λαβής με την ίδια κατεύθυνση (ο άξονας μήκους 66

84 του στην προέκταση του άξονα μήκους της λαβής) (ακ. 2407). Υπάρχουν όμως και εργαλεία, τα δύο μικρού μεγέθους 39, με ίχνη αποκρούσεων στην φτέρνα, ένδειξη χρήσης τους χωρίς στειλέωση, μέσω επίκρουσης με κάποιο κρουστικό εργαλείο (ακ. 1838, 2328, 2913). Η εφαρμογή των παραπάνω τεχνικών, απολέπισης, σφυροκοπήματος και αποτριβής, δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην πρωτογενή κατεργασία διαμόρφωσης των εργαλείων αλλά εκτείνεται και στην ανανέωση και αναδιαμόρφωσή τους. Σε μεγάλο αριθμό εργαλείων του υλικού μας παρατηρείται η ύπαρξη ιχνών ακονίσματος για αποκατάσταση της λειτουργικότητας του ενργού τους άκρου. Όπως φαίνεται από την παρουσία ημιέργων και υποπροϊόντων κατεργασίας, η κατασκευή κάποιων, αν όχι όλων, των εργαλείων με κόψη λάμβανε χώρα είτε εντός του οικισμού είτε σε κάποιο άλλο χώρο ειδικής λειτουργίας. Δύο από αυτά (ακ και ακ ) αντανακλούν ένα πρώιμο στάδιο διαμόρφωσης, αποκλειστικά με χρήση αδρής λάξευσης. Η έντονη ομοιότητα, μορφολογική και ίσως μεγέθους, που παρουσιάζουν μεταξύ τους αλλά και με ένα τρίτο, αποσπασματικά σωζόμενο (ακ.2121), μαρτυρούν μία ομοιομορφία και μία τυποποίηση στις κατασκευαστικές επιλογές. Το ίδιο και η μορφομετρική ομοιότητα (σχήμαμέγεθος) δύο άλλων αποσπασματικών ημιέργων (ακ και ακ. 1966). Επιπλέον η ύπαρξη εν γένει μίας «τεχνολογικής τυπολογίας» (ομοιότητα στις πρώτες ύλες, στις τεχνικές, στη σειρά ή στον τρόπο εφαρμογής τους) υποδεικνύει την ύπαρξη ισχυρών κανόνων και παραδόσεων όσον αφορά την τεχνική δράση των ατόμων. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Όσον αφορά τα μεγέθη των εργαλείων με κόψη, το μήκος τους κυμαίνεται από 2,9 11,4 εκ., λαμβάνοντας υπόψη μονάχα τα ολόκληρα τελικά εργαλεία, και διευρύνεται μέχρι και τα 16,6 εκ. αν συμπεριλάβουμε τα πλήρως σωζόμενα ημίεργα. Αυτή η διαφοροποίηση παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς αποδεικνύει πως οι διαστάσεις των ακέραια σωζόμενων ολοκληρωμένων εργαλείων δεν είναι ενδεικτικές του πραγματικού εύρους μεγεθών και πως υπήρχαν και πολύ μεγαλύτερα εργαλεία. Η εξέταση του συνόλου των τριπτών εργαλείων της θέσης έδειξε ότι τα ακέραια σωζόμενα εργαλεία μήκους μεγαλύτερου των 10 εκ. και εύρους 10,2 14,4 εκ. αντιπροσωπεύουν περίπου το 11% (ν=8, σε σύνολο 73 ακέραιων εργαλείων με κόψη). Ο αριθμός θα ήταν μεγαλύτερος αν λάβουμε υπόψη μας πολλά θραυσμένα που φαίνεται ότι σε ακέραιη μορφή υπερέβαιναν τα 10 εκ. μήκος, αλλά και κάποια ευμεγέθη εργαλεία με κόψη που επαναχρησιμοποιήθηκαν ως γουδοχέρια (Α. 39 Και στο Μεγάλο Νησί Γαλάνης υπάρχουν μαρτυρίες για μη στειλεωμένα εργαλεία μικρών διαστάσεων και χρήση τους είτε με πίεση είτε με έμμεση κρούση (Στρούλια 2003, 574). 67

85 Στρούλια, προσ. επικ.). Στο υποσύνολό μας, το μέσο μήκος υπολογίζεται στα 8,8 εκ., ενώ το αντιπροσωπευόμενο εύρος τιμών (Γράφημα 4.1.4) συμπίπτει σε ένα μέρος του με αυτό από το Μεγάλο Νησί Γαλάνης (μήκος εργαλείων 3 10 εκ.) (Στρούλια 2003, 572). Το πλάτος των εργαλείων κυμαίνεται από 2,3 έως 6,4 εκ. συμπεριλαμβανομένων των πλήρως σωζόμενων ημιέργων και η μέση τιμή του ήταν τα 3,73 εκ. Ωστόσο αν συμπεριλάβουμε στις μετρήσεις και το πλάτος εργαλείων και ημιέργων, ναι μεν αποσπασματικών, αλλά όχι θραυσμένων στον άξονα του πλάτους η τιμή αυξάνεται στα 4,11 εκ., κάτι που ίσως υποδηλώνει ότι τα πλάτη των πλήρως διατηρημένων εργαλείων δεν είναι ενδεικτικά. Κάτι που θα ήταν αναμενόμενο κατ αναλογία προς την αντίστοιχη παρατήρηση για το μήκος των εργαλείων. Το μέγιστο πλάτος των εργαλείων με κόψη του υπό μελέτη υλικού εντοπίζεται στο σημείο της κόψης ή κοντά σε αυτήν, μετά το μέσον του άξονα μήκους τους και σε καμία περίπτωση στο πίσω τμήμα τους (τμήμα της φτέρνας). 3 Αριθμός εργαλείων Μήκος σε χιλιοστά Γράφημα 4.1.4: Γραφική απεικόνιση της κατανομής των ακέραιων εργαλείων με κόψη βάσει του μήκους τους. Το εύρος του πάχους, με βάση τα σωζόμενα μεγέθη, είναι 0,7 6,4 εκ. και η μέση τιμή του 2,37 εκ. ή 3,07 εκ. εάν συμπεριλάβουμε και τα τμηματικά κομμάτια με σωζόμενο ωστόσο το πάχος τους. Με τη μορφομετρική μελέτη των ακέραια σωζόμενων εργαλείων εντοπίζεται η ύπαρξη δύο έντονα διακριτών ομάδων που αντιπροσωπεύουν τα άκρα του εύρους των αντιπροσωπευόμενων διαστάσεων (Γράφημα 4.1.4). Είναι ολιγομελείς και ισότιμες μεταξύ τους αριθμητικά. Στη μία ανήκουν τέσσερα μικρού μεγέθους εργαλεία με μήκος κάτω των 6,9 εκ. (1838, 1965, 2407, 2913). Όλα βρίσκονται σε τελικό στάδιο και έχουν δεχθεί χρήση. 68

86 Μάλιστα ένα βρίσκεται σε στάδιο επανασχεδιασμού, ενώ ένα άλλο έχει δεχθεί αναδιαμόρφωση και επανάχρηση. Η άλλη ομάδα περιλαμβάνει τέσσερα πιο ευμεγέθη εργαλεία με μήκος άνω των 10,9 εκ. (ακ.1993, 2212, 2968, ). Τα τεχνουργήματα αυτά διαθέτουν παρόμοιες διαστάσεις και, όπως αποδεικνύεται από το λόγο πλάτους/πάχους τους, ίσο ή μικρότερο του 1,5, είναι ιδιαίτερα ογκώδη (το ίδιο και η πλειονότητα, 60%, των ακέραιων εργαλείων της κατηγορίας (Γράφημα 4.1.5) Δεν έχουν ωστόσο μεγάλο βάρος, όπως ίσως θα αναμενόταν. Το 36,4% των ολοκληρωμένων εργαλείων έχει βάρος άνω των 100 γρ. με ανώτατη τιμή μόλις τα 282 γρ. Το φαινόμενο αυτό πιθανόν συνδέεται με το βαθμό χρήσης των τεχνουργημάτων, δεδομένου ότι η σταδιακή φθορά και η ακόλουθη συντήρηση συνεπαγόταν περιορισμό του μεγέθους τους. Το πιο σύνηθες σχήμα περιγράμματος στα εργαλεία με κόψη είναι το επίμηκες ελλειπτικό με περισσότερο ή λιγότερο κυρτές μακριές πλαϊνές όψεις, αποκλίνουσες ή μη (ενδεικτικά: ακ. 1993, 2968). Λιγότερο συχνά απαντώμενα σχήματα αποτελούν το τριγωνικό (ακ.2328), το ορθογώνιο (ακ.2060) και το τραπεζιόσχημο (ακ.1838). Η τομή κατά πλάτος είναι στην πλειονότητα των εργαλείων επιπεδόκυρτη (ενδεικτικά: ακ. 2212, 1957), αποτέλεσμα της κύρτωσης της μίας πλατιάς όψης και της πιο επιπεδωμένης διαμόρφωσης της άλλης. Σπανιότερη είναι η ορθογώνια τομή (ακ. 4106, 2060, 2913). Η φτέρνα διαμορφωνόταν είτε κυρτή αποστρογγυλεμένη είτε ευθύγραμμη, επιπεδωμένη και ελαφρώς τετραγωνισμένη στο περίγραμμά της. Απουσιάζουν τελείως εργαλεία με γωνιώδεις φτέρνες. Λόγος Πλάτους/Πάχους 4 3,5 3 2,5 2 1,5 1 0,5 0 Εργαλεία Γράφημα 4.1.5: Απεικόνιση του λόγου πλάτους/πάχους για κάθε ακέραιο εργαλείο με κόψη. 69

87 Σε προφίλ όλες οι κόψεις παρουσιάζουν ασυμμετρία, με μοναδική εξαίρεση το ακ.4106 με απόλυτα συμμετρική κόψη. Στο περίγραμμα οι κόψεις είναι καμπυλόγραμμες ή ευθύγραμμες, σπάνια λοξότμητες, παραλλαγή που συνδέεται αποκλειστικά με μεγάλων ή μεσαίων διαστάσεων εργαλεία (ενδεικτικά: ακ. 1993, 2212, 4106). Σε μετωπικό πλάνο η πλειονότητα των κόψεων είναι ευθύγραμμη. Εξαίρεση αποτελεί το ακ. 3272, όπου η κόψη κυρτώνει 40. Οι παραλλαγές αυτές στη μορφολογία της κόψης πρέπει να συνδέονταν με τη δραστηριότητα που προοριζόταν να επιτελέσει το εκάστοτε εργαλείο. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το υπό μελέτη σύνολο απουσιάζουν πλήρως οι επιμήκεις και ογκώδεις, ατρακτοειδείς πελέκεις, με τομή κατά πλάτος κυκλική ή ελλειπτική, διαμέτρου 4 5 εκ. και μεγαλύτερη. Πρόκειται για διαδεδομένο εργαλειακό τύπο στη Θεσσαλία 41, δείγματα του υποίου εντοπίζονται, αν και μικρότερα σε μέγεθος, σε περιορισμένο αριθμό και στον οικισμό των Σερβίων (Mould et al. 2000, ). Η διαφοροποίηση αυτή ίσως αποτελεί υλική μαρτυρία επαφών και επιρροών. Ο οικισμός των Σερβίων ίσως είχε αναπτύξει στενότερες επαφές με τους οικισμούς του Θεσσαλικού κάμπου, που πιθανόν να συνοδεύονταν από την ανταλλαγή τεχνουργημάτων ή την υιοθέτηση πολιτισμικών στοιχείων. ΧΡΗΣΗ Όλα τα ολοκληρωμένα εργαλεία με κόψη του υλικού μας έχουν δεχθεί χρήση, όπως αποκαλύπτουν τα ίχνη φθοράς στις ενεργές επιφάνειές τους. Παρατηρείται μία διακύμανση στη φθορά, από μικρού βαθμού άμβλυνση της κόψης μέχρι ισχυρή απολέπιση ή και θραύση τμήματός της. Ωστόσο κανένα από τα εργαλεία δεν είναι εξαντλημένο. Υπάρχουν μονάχα δύο εξαιρέσεις εργαλείων ήδη μικρών διαστάσεων (ακ.2407, ακ.1838), όπου η απαιτούμενη κατεργασία για ανανέωση της κόψης τους θα περιόριζε ακόμη περισσότερο το μέγεθός τους. Δεν είναι ωστόσο κάτι το απαγορευτικό, δεδομένου ότι έχουν εντοπιστεί εργαλεία αυτού του τύπου μικρότερων διαστάσεων, όπως, για παράδειγμα, δύο από τα Σέρβια, το ένα βέβαια χωρίς ίχνη χρήσης στην κόψη του (Mould et al. 2000, ). Η εξέταση των μεγάλων εργαλείων αποκαλύπτει μία αντιθετική κατάσταση: η γενική διατήρηση των εξωτερικών επιφανειών τους είναι καλή μάλιστα σε ένα η στίλβωση εξακολουθεί να διατηρείται εξαιρετικά, εντούτοις οι κόψεις τους είναι παροπλισμένες, 40 Το γεγονός ότι η κόψη είναι κοφτερή αποδεικνύει ότι η διαμόρφωση αυτή συνιστά ένα σκόπιμο κατασκευαστικό χαρακτηριστικό. Αντίθετα, στην περίπτωση του ακ. 2407, όπου η ευθύγραμμη κόψη έχει υποστεί έντονη φθορά και είναι αμβλυμένη, η έντονα λοξή διαμόρφωσή της είναι αποτέλεσμα της χρήσης. 41 Πρόκειται για τον Τύπο Α σύμφωνα με το ταξινομικό σύστημα του Τσούντα (1908, ). 70

88 καθώς έχουν αμβλυθεί και απολεπισθεί σε πολύ μεγάλο τμήμα τους. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ακονίσματος των εργαλείων, όχι ωστόσο σε βαθμό που να υποδηλώνει εντατική και μακροχρόνια χρήση τους. Επομένως οι έντονες φθορές στην κόψη πρέπει να επήλθαν σχετικά σύντομα από τη στιγμή έναρξης χρήσης τους, στα πλαίσια δηλαδή των πρώτων χρήσεών τους. Τα μεγάλα αυτά εργαλεία, προορισμένα για σκληρή χρήση, ήταν ακατάλληλα για ξυλουργικές εργασίες. Ογκώδη, με τομή κατά πλάτος επιπεδόκυρτη, και μικρή σε μήκος και πλάτος κόψη, παρουσιάζουν μορφολογία απαγορευτική για διείσδυση στην σκληρή επιφάνεια του ξύλου. Αντιθέτως, τα χαρακτηριστικά τους παραπέμπουν περισσότερο σε χρήση σε επίπεδο εδάφους 42 : έχουν μικρού μήκους κόψη, συνήθως αμβλυμένη λόγω απολεπίσεων, ενώ κάποια φέρουν φθορά αποτριβής πάνω από τις απολεπίσεις, χαρακτηριστική της επαφής με το χώμα. Η έντονη φθορά μάλιστα που παρουσιάζουν κάποια από τα εργαλεία δεν εξηγείται από μία ξυλουργική χρήση. Το ξύλο, αν και σχετικά σκληρό υλικό, δεν αναμένεται να προκαλέσει τόσο έντονες φθορές στην κόψη του εργαλείου (Odell 1981α, 206). Ταυτοχρόνως οι στομωμένες ακμές δεν θα εξυπηρετούσαν καθόλου τις εργασίες σε ξύλο απαιτώντας συχνό ακόνισμά τους (Carneiro 1979, 41, 42). Αντιθέτως τα εν λόγω εργαλεία θα ήταν ιδανικά για αφαίρεση χαμηλής θαμνώδους βλάστησης, ξεχορτάριασμα, αναμόχλευση του χώματος, ενώ φαίνεται εξίσου πιθανό να χρησιμοποιήθηκαν ως σκαφτικά εργαλεία (ίσως ακόμη και για τη διάνοιξη των λάκκων) 43. Η λοξότμητη διαμόρφωση των κόψεων σε δύο από αυτά θα είχε κάποιο ρόλο στα πλαίσια των εργασιών αυτών, ίσως εξυπηρετώντας την ευκολότερη διείσδυση του εργαλείου στη συμπαγή υπό κατεργασία επιφάνεια. Όσον αφορά τη πιθανή χρήση των εργαλείων με κόψη για τη σφαγή ζώων και τον τεμαχισμό του κρέατος, μονάχα ένα εργαλείο (το ακ. 4106) θα ήταν πραγματικά κατάλληλο για τέτοια χρήση, λόγω μεγέθους και μορφολογίας. Η κόψη του, μεγάλη σε μήκος, λεπτή στην κατασκευή και με έντονη λοξότμηση θα ήταν ιδανική για διείσδυση και κοπή. Οι ενδείξεις πάντως από τη μελέτη του αρχαιοζωολογικού υλικού φανερώνουν μία τέτοια χρήση (Β.Τζεβελεκίδη, προσ. επικ.). 42 Μία τέτοια χρήση προτείνεται και για τα μεγάλα (11 20 εκ. μήκος) εργαλεία με κόψη από τα Σέρβια. Κρίνονται κατάλληλα για αγροτικές εργασίες, με λειτουργίες παρόμοιες με τις σύγχρονες αξίνες και τα σκαλιστήρια (Mould et al. 2000, 115). Για μία διαφορετική λειτουργική απόδοση βλ. Χριστοπούλου 1992 για το υλικό του Σέσκλου, το οποίο στην πλειονότητά του συνδέθηκε με την επεξεργασία του ξύλου. 43 Η χρήση στο χώμα σημαίνει αυξημένη φθορά αποτριβής με αντίστοιχες αναμενόμενες φθορές στο εργαλείο. 71

89 Όσον αφορά τα μικρού και κάποια μεσαίου μεγέθους εργαλεία οι ενδείξεις (περιορισμένη φθορά, διατήρηση της κόψης) επιτρέπουν να υποθέσουμε χρήση τους σε ήπιας έντασης οικιακές εργασίες (λεπτή κατεργασία ξύλου, δέρματος, οστού) 44. Πέρα από τη σύνθετη μορφή με στειλέωση μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα, χωρίς λαβή, με έμμεση κρούση, όπως αποδεικνύει η ύπαρξη αρνητικών ιχνών κρούσης στην φτέρνα κάποιων από αυτά, ή άσκηση πίεσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ακ.1838: η κόψη φέρει απολεπίσεις σε όλη την έκτασή της και μεγαλύτερη φθορά στο ένα της άκρο υποδηλώνοντας διαφοροποιημένη έκθεση τμημάτων του ενεργού άκρου της στην αντίσταση του υπό κατεργασία υλικού, αναμενόμενο σε περιπτώσεις επίκρουσης του εργαλείου με άλλο κρουστικό αντικείμενο. Τα ίχνη αποκρούσεων στην φτέρνα του πιστοποιούν τον τρόπο αυτό λειτουργίας του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ύπαρξη μικρού αριθμού εργαλείων, όπου τα ίχνη χρήσης (απολεπίσεις και γραμμίδια) περιορίζονταν ή ήταν εντονότερα στη μία όψη της κόψης (ακ.2913, ακ.2968, ακ.1957). Το μοτίβο αυτό πιθανότατα σχετίζεται με συγκεκριμένο τρόπο στειλέωσης που εξέθετε τη μία ή κυρίως τη μία από τις δύο όψεις στην αντίσταση του υλικού επαφής. ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ Στο υπό μελέτη υλικό ο περιορισμένος αριθμός εργαλείων με κόψη ολοκληρωμένης κατασκευής δυσχεραίνει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Ωστόσο, σε ένα πρώτο στάδιο, παρατηρείται υψηλό ποσοστό αποσπασματικότητας κυρίως σε ημίεργα εργαλεία. Από τα συνολικά 27 τεμάχια, μονάχα τα 9 σώζονται ακέραια (66,7% αποσπασματικότητα επί του συνόλου). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατάσταση διατήρησης των εργαλείων σε σχέση με το στάδιο του κύκλου ζωής τους. Τα εργαλεία με κόψη σε τελικό στάδιο παρουσιάζουν αποσπασματικότητα 36,4% (ν=4 από 11 συνολικά), ενώ στα τεχνουργήματα υπό διαμόρφωση, ημίεργα ή σε στάδιο επανασχεδιασμού, το ποσοστό ανεβαίνει κατακόρυφα στο 87,5% (ν=14 από 16 συνολικά). Πιο αναλυτικά, το ένα από τα τρία εργαλεία σε επανασχεδιασμό καθώς και το σύνολο των ημιέργων (ν=13) είναι θραυσμένα. Οι ενδείξεις μαρτυρούν την απόρριψη μεγάλου αριθμού εργαλείων ολοκληρωμένης κατασκευής ενόσω ήταν ακόμη ακέραια (ν=7). Μάλιστα οι διαστάσεις τους ήταν αρκετά μεγάλες, ώστε να συνιστούν αξιοποιήσιμα και λειτουργικά τεχνουργήματα με μεγάλη διάρκεια υπολειπόμενης χρήσης. Αντίθετα το πολύ μεγάλο ποσοστό αποσπασματικότητας των ημιέργων είναι αναμενόμενο, αν σκεφτούμε την πιθανή θραύση τους σε 44 Στα Σέρβια αντιθέτως πολλά από τα μικρά εργαλεία με κόψη φέρουν τόσο λίγα ίχνη χρήσης που ίσως να μην εξυπηρετούσαν πρακτικές ανάγκες (Mould 2000, 115). 72

90 κατασκευαστικά ατυχήματα. Μονάχα μία περίπτωση (ακ ) εργαλείου θραυσμένου μεν, εν τούτοις πλήρως σωζόμενου σε δύο συμπληρωματικά κομμάτια, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να ήταν ακέραιο και να έσπασε κατά τη διαδικασία απόρριψής του στο λάκκο. Πειραματικά αποδεικνύεται ότι τα συνηθέστερα μοτίβα φθοράς των εργαλείων με κόψη περιλαμβάνουν μικροαπολεπίσεις και αποτριβή της ακμής του ενεργού άκρου τους με αποτέλεσμα την σταδιακή άμβλυνσή του. Στα τριπτά εργαλεία με κόψη οι μεγαλύτερες θραύσεις είναι σπανιότερες, σε σχέση με τα αντίστοιχα τεχνουργήματα απολεπισμένου λίθου, λόγω διαφορετικής ανθεκτικότητας των πρώτων υλών κατασκευής τους (Carneiro 1979, 39 40). Στο σύνολό μας δεν περιλαμβάνεται κανένα θραυσμένο εργαλείο με κόψη, σωζόμενο πλήρως, δηλαδή στα συνανήκοντα θραύσματά του, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί με βεβαιότητα το συνολικό μοτίβο φθοράς και θραύσης. Ο εντοπισμός του τμήματος είτε της κόψης είτε της φτέρνας είναι μοτίβο αναμενόμενο. Οι πλευρικές δυνάμεις που ασκούνται στο σώμα του εργαλείου, καθώς η κόψη του διαπερνά το υπό κατεργασία υλικό, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε θραύση του τεχνουργήματος κάθετη στον άξονα μήκους του, σε δύο συμπληρωματικά κομμάτια. Σε περίπτωση που το εργαλείο ήταν στειλεωμένο, το τμήμα της φτέρνας έμενε προσαρμοσμένο στον στειλεό, ενώ η κόψη αποκόπτονταν. Η παρουσία ωστόσο ενδείξεων στο υπόλοιπο υλικό τριπτής εργαλειοτεχνίας της θέσης, για την ύπαρξη πολυάριθμων «μεσαίων» θραυσμάτων (Στρούλια 2011), δηλαδή τμημάτων που δεν αντιπροσωπεύουν κανένα από τα δύο άκρα του εργαλείου αλλά ένα ενδιάμεσο κομμάτι τους, παραπέμπει σε ένα μοτίβο θραύσης σε τρία (τουλάχιστον) τεμάχια, και μάλιστα παράλληλα προς τον άξονα του πλάτους. Κάτι τέτοιο φαντάζει δύσκολο να ερμηνευτεί λειτουργικά ή ως αποτέλεσμα τυχαίας θραύσης. ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ Λαμβάνοντας υπόψη και τα αντικείμενα αβέβαιης προέλευσης, φαίνεται ότι τα εργαλεία με κόψη κατανέμονται σε όλους ανεξαιρέτως τους υπό μελέτη λάκκους. Εξετάζοντας χωριστά τα ακέραια σωζόμενα εργαλεία δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη κάποιου σαφούς μοτίβου. Η χωροχρονική κατανομή τους ωστόσο σε αντιδιαστολή με τα ημίεργα έχει ενδιαφέρον, αφού το σύνολο των ακέραιων εργαλείων του στρώματος Δ (ν=3) έχουν κοινή προέλευση, τον λ.240, που περιέχει αποκλειστικά ακέραια εργαλεία με κόψη. Αντιθέτως ο δεύτερος λάκκος του στρώματος Δ, λ.243, περιέχει αποκλειστικά θραυσμένα ημίεργα. 73

91 Όσον αφορά τα τρία μοναδικά παραδείγματα εργαλείων που διατηρούνται σε φάση επαναδιαμόρφωσης (τα δύο ακέραια, το ένα αποσπασματικό), και τα τρία ανήκουν στο στρ. Γ, αλλά προέρχονται από διαφορετικούς λάκκους. Η κατανομή των ημίεργων και απολεπισμάτων τους όπως φαίνεται σε λάκκους με περισσότερα του ενός επεισόδια χρήσης, π.χ. 243, 242, 183 και 185 δεν παρουσιάζει μία συνέχεια. Αντίθετα η πρακτική απόρριψής τους δεν εφαρμόζεται εξακολουθητικά, αλλά αφορά μεμονωμένα στρώματαεπεισόδια. Κάτι τέτοιο υποστηρίζει την ιδέα διαφορετικής προέλευσης των επιχώσεων σε λάκκους με πολλαπλά επεισόδια χρήσης EΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ Η κατηγορία εργαλείων τριβής αποτελεί την πιο πολυάριθμη εργαλειακή κατηγορία στο σύνολο της τριπτής λιθοτεχνίας της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας. Με βάση τις ενδείξεις της προκαταρκτικής εξέτασης αριθμεί 1259 αντικείμενα και αντιπροσωπεύει το 47% περίπου όλου του υλικού (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, ) 45. Περιλαμβάνει εργαλεία που φέρουν, σε μία ή περισσότερες επιφάνειές τους, ίχνη τριβής λόγω της χρήσης τους. Πρόκειται για τεχνουργήματα που επιδεικνύουν μεγάλη ποικιλία στη μορφολογία, το μέγεθος και τις λειτουργίες τους A. ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ («ΜΥΛΟΠΕΤΡΕΣ») Πρόκειται για εργαλεία, με μία ή περισσότερες ανοιχτές επιφάνειες, επίπεδες, κοίλες ή κυρτές, που εξυπηρετούν την τριβή μίας οργανικής ή ανόργανης ουσίας ή ενός τεχνουργήματος για τη μορφοποίηση ή μεταποίησή τους. Μπορούν να λειτουργήσουν σε συνδυασμό με ένα ενεργητικό στέλεχος, οπότε αποτελούν το στατικό μέλος πάνω στο οποίο αυτό κινείται (εξ ου και ο όρος «παθητικό» 46 ). Ενεργητικό και παθητικό μέλος συνιστούν ένα λειτουργικό εργαλειακό ζεύγος και συνεργούν κατά τη διαδικασία τριβής 45 Οι αριθμοί αυτοί βασίστηκαν στα καταγεγραμμένα εργαλεία σε τελικό ή ημίεργο στάδιο, χωρίς να ληφθεί υπόψη το σύνολο των «πιθανών τριπτών εργαλείων» και αταύτιστων τεχνουργημάτων. Ο ακριβής αριθμός αναμένεται να μεταβληθεί κατά την αναλυτική εξέταση του συνολικού υλικού της θέσης, ωστόσο η αριθμητική υπεροχή των εργαλείων τριβής έναντι των άλλων εργαλειακών κατηγοριών είναι αδιαμφισβήτητη. 46 Ο όρος «παθητικό» δεν υποδηλώνει εργαλείο προσαρμοσμένο κάπου σταθερά, αλλά αναφέρεται αποκλειστικά στην (μη) κινητική κατάστασή του κατά τη διάρκεια της χρήσης του. Όπως θα δούμε παρακάτω, ενεργητικός και παθητικός τρόπος χρήσης δεν είναι κατ ανάγκη αλληλοαποκλειόμενοι. 74

92 άλεσης 47. Στην περίπτωση που δρουν ανεξάρτητα από ένα συμπληρωματικό εργαλειακό στοιχείο, αποτελούν τις επιφάνειες εργασίας επάνω στις οποίες γίνεται η επεξεργασία διαφόρων ουσιών, οργανικών ή ανόργανων, ή αντικειμένων μέσω της άμεσης τριβής ή άλεσης. Στη βιβλιογραφία υπάρχει μία τεράστια ποικιλία όρων για την εργαλειακή αυτή κατηγορία: metate (στην αμερικάνικη βιβλιογραφία), mill, millstone, grinding slab / stone, quern, netherstone, lapstone, pallete (στην αγγλική), meule (στη γαλλική), molino (στην ισπανική) (πιο αναλυτικά για όρους και εν γένει θέματα ορολογίας βλ. Carter 1977, Kraybill 1977, Runnels 1981, Wright 1992, Αγατζιώτη 2000, Adams 2002α). Στα ελληνικά κυριαρχεί ο όρος «μυλόπετρα» ή «μυλόλιθος», η χρήση του οποίου αποδεικνύεται προβληματική. Η ετυμολογική προέλευση της λέξης, η απόδοσή της σε οποιοδήποτε αδρό και ογκώδες τεχνούργημα με μία ή περισσότερες πεπλατυσμένες επιφάνειες εργασίας, και ο παρεπόμενος λειτουργικός συσχετισμός, δηλαδή η αυτόματη εξίσωση με αλεστικό εξοπλισμό, αποδεικνύονται περιοριστικά. Στην πραγματικότητα τα εργαλεία της τεχνολογικής αυτής κατηγορίας είχαν δυναμικό και ποικιλόμορφο χαρακτήρα, παρουσιάζοντας διαφοροποίηση στο σχήμα, τις χρήσεις και τις πρώτες ύλες τους. Λειτουργούσαν ως «επιφάνειες εργασίας» για ποικίλες δραστηριότητες: για την κατεργασία ανόργανων (ορυκτών και χρωστικών ουσιών, πηλού) αλλά και οργανικών υλών (πέραν των σιτηρών, άγριων καρπών, ριζών, βολβών), αλλά και για την κατασκευή τεχνουργημάτων, στα πλαίσια ενός ευρέως φάσματος οικοτεχνικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων (Runnels 1981, Μουνδρέα Αγραφιώτη 2007, 74, Delgado Raack 2008, ). Ένας άλλος όρος, το αγγλικό «quern», στα ελληνικά «τριβείο» (στα γαλλικά moulin), εφαρμόστηκε αρχικά για την περιγραφή του περιστροφικού χειρόμυλου, σε ευρεία χρήση από τους ιστορικούς χρόνους (Runnels 1981, Kardulias & Runnels 1995). Κατ επέκταση εφαρμόστηκε σε κάποιες ταξινομήσεις (βλ. Wright 1992, Μουνδρέα Αγραφιώτη 2007), για να καλύψει την ανάγκη περιγραφής και διάκρισης των εργαλείων τριβής άλεσης που λειτουργούν με κυκλοτερείς κινήσεις από εκείνα που δρουν με ευθύγραμμες παλινδρομικές. Αν και χρήσιμος ο όρος, η χρήση του δεν υπήρξε συνεπής, καθώς πολλές φορές χρησιμοποιείται εν γένει για όλη την κατηγορία παθητικών εργαλείων τριβής, λειτουργώντας στην ουσία ως απλό υποκατάστατο του όρου «μυλόπετρα» (βλ. ενδεικτικά Γερούση 1999, Νίνου 2008). Στην παρούσα εργασία ο όρος «μυλόπετρα» ή «μυλόλιθος» 47 Η λέξη «άλεση» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τη διαδικασία σύνθλιψης μίας ουσίας και την παραγωγή σκόνης ή θρύμματος και όχι, κατ ανάγκη, την επεξεργασία εδώδιμων ουσιών. 75

93 αποφεύγεται στο βαθμό του δυνατού, και, όπου χρησιμοποιείται για λόγους συντομίας, εντάσσεται σε εισαγωγικά. Αντ αυτού προτιμάται ο όρος «παθητικό εργαλείο τριβήςάλεσης». Γίνεται όμως χρήση του όρου «τριβείο» για τη διάκριση της υποκατηγορίας εργαλείων τριβής που δέχονται χρήση με κυκλοτερείς κινήσεις. ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΩΝ ΠΑΘΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΤΡΙΒΗΣ Η προκαταρκτική εξέταση του συνόλου της τριπτής εργαλειοτεχνίας της θέσης απέδωσε έναν τεράστιο αριθμό παθητικών εργαλείων τριβής και έναν δυσανάλογα μικρό αριθμό «τριπτήρων» (928 έναντι 165 κομματιών) (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 388, 389). Η εικόνα αυτή δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί αναμενόμενη 48. Στην πραγματικότητα θα περίμενε κανείς τα ενεργητικά στελέχη να υπερτερούν αριθμητικά έναντι των παθητικών, δεδομένου ότι οι «τριπτήρες» είναι εργαλεία μικρότερων διαστάσεων και εξαντλούνται ταχύτερα καθιστώντας αναγκαία τη συχνότερη αντικατάστασή τους. Η αριθμητική αυτή «ασυμβατότητα» θα μπορούσε είτε να συνδέεται με μία πραγματική εικόνα του αρχαιολογικού αρχείου με τις παρεπόμενες υποθέσεις που κάτι τέτοιο θα επέτρεπε είτε να οφείλεται σε λανθασμένη ταυτοποίηση. Η εξειδικευμένη μελέτη του υλικού της θέσης αποκάλυψε ότι πολλές από τις αρχικά χαρακτηρισθείσες «μυλόπετρες» είναι στην πραγματικότητα ενεργητικά εργαλεία τριβής και, κατά συνέπεια, ότι η αριθμητική κυριαρχία των παθητικών στελεχών είναι πλασματική (Α. Στρούλια, προσ. επικ.). Το δυσανάγνωστο του χαρακτήρα τους θα πρέπει να αποδοθεί στη μορφομετρική ιδιαιτερότητά τους που έγινε αντιληπτή από την αρχή της εξέτασης του υλικού. Στο σύνολο που εξετάζεται στην παρούσα εργασία, ο αριθμός ενεργητικών στελεχών, στην πλειονότητά τους τμηματικά σωζόμενων, αποδείχθηκε πολλαπλάσιος των παθητικών (32 προς 13 που μας δίνει λόγο περίπου 2,5:1). Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε η υποαντιπροσώπευση μεγάλων σε διαστάσεις εργαλείων τριβής (μήκους μεγαλύτερου των εκ.) 49 και αντίθετα η υπεραντιπροσώπευση μεσαίων και μικρών, παρατήρηση η οποία συνάδει με την ευρύτερη εικόνα από τον Ελλαδικό χώρο 50 (Παράρτημα 3, εικ ). 48 Εντούτοις εικόνα έντονης αριθμητικής αναντιστοιχίας ενεργητικών και παθητικών εργαλείων τριβής απαντά και αλλού βλ. για Νεολιθική εποχή Runnels 1981, και για Εποχή Χαλκού, Τσιολάκη 2009, 61 και Risch 2002, 114 υποσ Η αποσπασματικότητα του υλικού καθιστά τα συμπεράσματα αυτά εν μέρει επισφαλή. 50 Ο Runnels (1981, 154), στο υλικό που εξέτασε από την Αργολίδα, παρατήρησε μία αύξηση του μεγέθους των «μυλολίθων» από τη Νεολιθική στην Εποχή Χαλκού, την οποία ερμηνεύει ως ένδειξη αλλαγής στη χρήση τους, για τακτική παραγωγή αλεύρου. 76

94 Πολλά από τα εργαλεία αυτά μοιάζουν μορφολογικά με παθητικά στελέχη, το μικρό τους μέγεθος ωστόσο δημιουργεί αμφιβολίες. Την εικόνα περιπλέκει ο εντοπισμός κάποιων εργαλείων με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε μικρών διαστάσεων παθητικά, αλλά ίχνη χρήσης που υποδηλώνουν ενεργητική δράση. Ακόμη αναγνωρίστηκε η ιδιόμορφη διαμόρφωση ορισμένων παθητικών στελεχών με ενεργές επιφάνειες κοίλες κατά το μήκος, κυρτές κατά το πλάτος, 51 διαμόρφωση που καλεί εξ ορισμού για μία αντίστοιχη συμπληρωματική διαμόρφωση του ενεργητικού σύνεργου (βλ. παρακάτω). Με άλλα λόγια οι ενδείξεις υποδεικνύουν την ύπαρξη τόσο παθητικών όσο και ενεργητικών εργαλείων τριβής κοίλων κατά τον άξονα μήκους, κυρτών κατά τον άξονα πλάτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εντοπισμός πολλών θραυσμάτων, μικρών σε πάχος, με επιφάνεια χρήσης κοίλη στον έναν άξονα, κυρτή ή συνηθέστερα επίπεδη στον άλλο 52, και σημάδια χρήσης παράλληλα προς τον κοίλο άξονα. Υπάρχουν τρεις πιθανές ερμηνείες τους: είτε προέρχονται από εξαντλημένα παθητικά στελέχη μικρών διαστάσεων, είτε από παθητικά εργαλεία σε δεύτερη χρήση, ή, τέλος, από ενεργητικά και πάλι μικρού μεγέθουςεργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν πάνω σε κυρτές επιφάνειες. Η μορφολογία λειτουργεί υποστηρικτικά για την τελευταία αυτή εκδοχή. Η πιθανότητα εγκυρότητάς της ενέχει ενδιαφέρουσες επιπτώσεις, αφού υποδηλώνει μία τελείως διαφορετική κινητική, εμπλεκόμενη στην δράση των ενεργητικών εργαλείων, μία παλινδρομική κίνησή τους με κατεύθυνση παράλληλη με τον, κοίλο σε διαμόρφωση, άξονα μήκους τους. Η εφαρμογή ενός τέτοιου τρόπου χρήσης, δεν φαίνεται αδύνατη, ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας ότι τα ενεργητικά εργαλεία είναι εκ φύσεως πιο ευέλικτα στις χρήσεις τους (π.χ. αποτριβή/μορφοποίηση κάποιου κυρτού σε διαμόρφωση κομματιού ξύλου ή ενός κορμού). Τέλος, άλλη μία ιδιαιτερότητα είναι η ύπαρξη εργαλείων με κοιλόκυρτη διαμόρφωση κατά τον άξονα μήκους τους, και διαφοροποιούμενη κατανομή κατά πλάτος, κοίλη στο ένα άκρο και κυρτή στο άλλο. Ήταν αυτή η παρατήρηση που οδήγησε στο ερώτημα κατά πόσο οι χρήσεις των εργαλείων τριβής άλεσης ήταν τυποποιημένες και σταθερές. Υπό το βάρος των παραπάνω παρατηρήσεων οι μέχρι τώρα έρευνες αποδεικνύονται σε μεγάλο βαθμό ελλιπείς. Η περιγραφή των εργαλείων τριβής άλεσης συνήθως αρκείται σε 51 Κάτι ανάλογο παρατηρείται σε κάποια από τα παθητικά εργαλεία τριβής του οικισμού της Μάκρης, χωρίς ωστόσο να γίνεται κάποια επιπλέον αναφορά (Μπεκιάρης 2007, 44). 52 Μία ένδειξη για επίπεδη διαμόρφωση της επιφάνειας ωστόσο δεν σημαίνει κατ ανάγκη ότι αυτό ήταν και το αρχικό προφίλ της επιφάνειας, αφού λόγω της μεγάλης αποσπασματικότητας μία πιθανή κυρτότητα ή κοιλότητα θα μπορούσε απλά να μην είναι ορατή. 77

95 μία παρουσίαση του περιγράμματος των εργαλείων, του μεγέθους και της τομής τους κατά τον έναν μόνο άξονα, παραλείποντας την περιγραφή της διαμόρφωσης των επιφανειών χρήσης τους και κατά τους δύο άξονες 53. Γεννιέται το ερώτημα αν οι παραπάνω ιδιαιτερότητες είναι πράγματι σπάνιο φαινόμενο ή αν οφείλονται σε ένα κενό της έρευνας. Τα εντοπισθέντα χαρακτηριστικά του υπό μελέτη συνόλου υπερβαίνουν τα καθιερωμένα, μάλλον απλουστευτικά, κριτήρια διάκρισης ενεργητικών και παθητικών εργαλείων τριβής, που ορίζουν τα παθητικά εργαλεία ως κοίλα (κατά τον άξονα μήκους), και τα συμπληρωματικά τους ενεργητικά ως κυρτά και μικρότερα σε διαστάσεις (βλ. ενδεικτικά Μουνδρέα Αγραφιώτη 2007, 76). Η δυσκολία που παρουσιάζεται πολλές φορές στη διάκριση ενεργητικών και παθητικών εργαλείων τριβής έχει τονιστεί και από άλλους μελετητές (Hersh 1981, Kardulias & Runnels 1995, Ninou 2006, Stroulia 2010). Αλλά και η ιδέα ότι πολλά εργαλεία που μορφολογικά παραπέμπουν σε παθητικά μικρών διαστάσεων, στην πραγματικότητα ίσως λειτουργούσαν ως ενεργητικά, έχει διατυπωθεί παλαιότερα (Hersch 1981, ) 54. Σε γενικές γραμμές, μολονότι υπάρχει η συνειδητοποίηση της δυσκολίας διάκρισης ενεργητικών και παθητικών εργαλείων τριβής άλεσης, απουσιάζουν οι προσπάθειες καθιέρωσης σαφών ταξινομικών κριτηρίων. Κάτι τέτοιο κρίθηκε ωστόσο αναγκαίο στο παρόν υλικό, όπου η ποικιλία σε σχήματα, διαστάσεις, κατανομή και διαμόρφωση των επιφανειών, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αποσπασματικότητα δυσχέρανε το έργο της ταξινόμησης. Αποφασίστηκε τα μορφομετρικά κριτήρια διαστάσεις και σχήμα του τεχνουργήματος να έχουν δευτερεύοντα ρόλο. Μία αποκλειστικά μορφολογική εξίσωση των μικρών εργαλείων με ενεργητικά και των μεγαλύτερων με παθητικά είναι ενδεχομένως παραπλανητική, δεδομένου ότι οι αρχαιολογικές ενδείξεις αποδεικνύουν τις μικρές εν γένει διαστάσεις των νεολιθικών εργαλείων τριβής άλεσης, τόσο των παθητικών όσο και των ενεργητικών, αλλά και την ευελιξία που χαρακτηρίζει τους τρόπους χρήσης τους (Hersh 1981, Runnels 1981, Adams 2002α, Alisøy 2002β, Μπεκιάρης 2007). 53 Ενδεικτικά βλ. Ninou 2006, Μουνδρέα Αγραφιώτη Μία απλή αναφορά γίνεται στα: Adams 1988, 308, Kardulias & Runnels 1995, 112, Μπεκιάρης 2007, 44. Για κάποιες αξιόλογες εξαιρέσεις βλ. Risch 2002, Delgado Raack 2008, Τσιολάκη 2009, Stroulia Η ίδια μάλιστα απέδειξε πειραματικά πως η ενεργητική χρήση μικρών εργαλείων, με μορφολογία ανάλογη των παθητικών, σε συνδυασμό με παθητικά στελέχη μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους, ήταν εξαιρετικά αποδοτική. 78

96 Ως πρωτεύοντα κριτήρια ορίστηκαν τα ίχνη χρήσης και η κατανομή τους. Πειραματικές μελέτες με επίκεντρο την σχέση του τρόπου χρήσης των εργαλείων και των μοτίβων των ιχνών φθοράς έδειξαν ότι στα ενεργητικά εργαλεία τα ίχνη χρήσης εκτείνονται μέχρι τις παρυφές της ενεργής όψης. Πολλές φορές μάλιστα είναι εντονότερα στην περιφέρεια αυτής, λόγω της εφαρμογής μεγαλύτερης δύναμης (Adams 1988, 311), συμβάλλοντας σε μία εικόνα ομαλοποιημένων επιφανειών χρήσης με εντονότερη απολείανση στα άκρα τους. Όσον αφορά τη μορφολογία των εργαλείων, και συγκεκριμένα η διάταξη του πάχους τους και η τομή τους, συνιστά ένα ακόμη κριτήριο, όχι ωστόσο απόλυτο στην εφαρμογή. Σε αντίθεση με τα παθητικά υπόβαθρα που, αν και κάποιες φορές πιο παχιά στο ένα άκρο τους, διαθέτουν συνήθως το μέγιστο πάχος τους στο μέσον περίπου του μήκους τους, μορφολογία που υπαγορεύεται κυρίως από λόγους σταθερότητας, στα ενεργητικά στελέχη είναι σύνηθες η κατανομή τους να παρουσιάζει ασυμμετρία. Το μέγιστο πάχος τους, δηλαδή, εντοπίζεται στη μία πλευρά, διάταξη που συνδέεται άμεσα με τον τρόπο χρήσης τους (βλ. Κεφάλαιο Α). Το κριτήριο του μεγέθους, και ιδιαίτερα του πάχους, λαμβάνεται υπόψη μονάχα συμπληρωματικά, σε περιπτώσεις εργαλείων πολύ μικρών διαστάσεων που δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως παθητικά υπόβαθρα. Τμήματα εργαλείων με μεγάλη αποσπασματικότητα, χωρίς διαγνωστικά χαρακτηριστικά (π.χ. θραύσματα που διατηρούν μονάχα ένα μικρό κομμάτι της ενεργής όψης) κρίθηκαν αδιάγνωστα και εντάχθηκαν στην αντίστοιχη κατηγορία. Η καθιέρωση και εφαρμογή των παραπάνω κριτηρίων, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αναχθεί σε αξιωματικό επίπεδο. Η «τάξη» που επιβάλλει η σύγχρονη ερευνητική προσέγγιση, δεν απορρίπτει την πιθανότητα απουσίας της στην πραγματικότητα του παρελθόντος. Άλλωστε αυτό που φαίνεται να αντανακλάται στο υλικό μας είναι μία ευελιξία στη χρήση των εργαλείων με κάποια από αυτά να μαρτυρούν την ποικιλότροπη λειτουργία τους σε εναλλασσόμενους ρόλους (Hersch 1981, 462, Kardulias & Runnels 1995, 118). Θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι η αυστηρή καθιέρωση μίας ταξινομικής διάκρισης δεν ανταποκρίνεται καθόλου σε μία ανάλογα συνεπή αντίληψη του υλικού πολιτισμού από τους πραγματικούς κατασκευαστές και χρήστες του (βλ. παρακάτω). 79

97 ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ Εξετάζοντας συνολικά την εργαλειακή κατηγορία των παθητικών στελεχών τριβής που αριθμεί 25 τεχνουργήματα 55, τα πετρώματα που περιλαμβάνονται στις ύλες κατασκευής τους είναι τα ψαμμιτικά πετρώματα, τα ψηφιδομιγή λατυποπαγή υλικά, ο σχιστόλιθος, ο γρανίτης και ο ασβεστόλιθος. Την κατεξοχήν πρώτη ύλη συνιστούν οι ψαμμίτες διαφόρων ποικιλιών, καθώς αντιπροσωπεύονται από 16 τεμάχια (το 64% του συνόλου), και πρώτος ο αρκοζικός ψαμμίτης (ν=9, το 56,2% του συνόλου των εργαλείων από ψαμμιτικό πέτρωμα). Ακολουθεί το ψηφιδομιγές λατυποπαγές υλικό (ν=4, δηλαδή 16%), ο σχιστόλιθος (ν=3, δηλαδή 12%), και τα υπόλοιπα πετρώματα (ν=1 ή 4% το καθένα). Εξετάζοντας αποκλειστικά την κατηγορία των παθητικών εργαλείων τριβής άλεσης («μυλοπετρών») (ν=13 από 25), προκύπτει μία αντίστοιχη αναλογία: κυριαρχεί ο αρκοζικός ψαμμίτης (ν=5 ή 38,5% του συνόλου), και ακολούθως το ψηφιδομιγές λατυποπαγές υλικό (ν=4, δηλαδή 30,8%), ο σχιστόλιθος (ν=3, δηλαδή 23%) και ο γρανίτης (ν=1 ή 7,7%). Τα στοιχεία που προέκυψαν από τη μακροσκοπική εξέταση του υλικού υποστηρίζουν την επιλογή πρώτων υλών επιφανειακής προέλευσης, και όχι τη λατόμησή τους. Κυριαρχούν οι μεγάλες κροκάλες με διαφορετικό βαθμό απολείανσης, ενώ σε πολύ μικρότερο βαθμό αντιπροσωπεύονται οι φυσικές λιθόπλακες, ψαμμιτικές και σχιστολιθικές, με λιγότερο ή περισσότερο επίπεδες επιφάνειες. Υπάρχουν ακόμη δύο παραδείγματα εργαλείων διαμορφωμένων από ογκώδεις λίθους. Το ψαμμιτικό υλικό χρησιμοποιείται για την κατασκευή μίας μεγάλης ποικιλίας παθητικών υποβάθρων τριβής. Έτσι, ενώ χρησιμοποιείται για αδρά τεχνουργήματα, «μυλόλιθους» μεσαίων ή μεγάλων διαστάσεων (ακ. 2090, 1990) και τριβεία (ακ.1810, ), ταυτόχρονα αποτελεί αποκλειστικό υλικό κατασκευής για την ειδική κατηγορία μικρών παθητικών επιφανειών με κοίλανση (βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο). Πρόκειται για μία μάλλον ανομοιογενή κατηγορία υλικού, που περικλείει ποικιλίες ψαμμίτη, με διαφοροποιημένη κοκκομετρία και συνεκτικότητα. Απλός ψαμμίτης μη μεταμορφωμένος δεν απαντά σε κανένα τεχνούργημα της κατηγορίας αυτής, πιθανόν διότι η εύθριπτη φύση του δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τις επιδιωκόμενες λειτουργίες. Υπάρχουν ωστόσο δύο περιπτώσεις, όπου χρησιμοποιήθηκε ο σκληρότερος και ανθεκτικότερος μεταμορφωμένος τύπος ψαμμίτη (ακ ακόνι και ακ.1810 τριβείο). Για τα μικρού 55 Εδώ συνεξετάζονται όλες οι επιμέρους υποκατηγορίες παθητικών εργαλείων τριβής, που παρουσιάζονται αναλυτικά στα ακόλουθα υποκεφάλαια, πλην των εργαλείων από σχιστώδη πετρώματα λόγω του αμφίβολου και ίσως διττού, ενεργητικού παθητικού, χαρακτήρα χρήσης τους (βλ. παρακάτω). 80

98 μεγέθους παθητικά εργαλεία με κοιλότητα επιλέχθηκε λεπτόκοκκος, ιδιαίτερα σκληρός και συμπαγής αρκοζικός ψαμμίτης και σχιστοψαμμίτης, ενώ αντίθετα για τις «μυλόπετρες» και τα τριβεία χρησιμοποιήθηκε ψαμμίτης πλούσιος σε εγκλείσματα, συχνά μεγάλου μεγέθους (ακ. 1990, 1971 από λατυποπαγή ψαμμίτη). Η χρήση πετρωμάτων ιδιαίτερα πλούσιων σε εγκλείσματα (ψηφιδομιγής, λατυποπαγής ψαμμίτης) για την κατασκευή εργαλείων τριβής άλεσης είναι σύνηθες φαινόμενο (Schneider 2002, 44). Το υλικό αυτό πλεονεκτεί έναντι άλλων, καθώς πληρεί βασικές προϋποθέσεις, καθοριστικές για την τριπτική αλεστική δραστηριότητα: αδρότητα, συνεκτικότητα, και δυνατότητα «αυτοανανέωσης», διατήρησης δηλαδή της τραχύτητας των επιφανειών τους. Οι πηγές των πετρωμάτων πρώτων υλών δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ασφάλεια, δεδομένου ότι κανένα από τα εργαλεία της θέσης δεν έχει υποβληθεί σε πετρογραφική ανάλυση. Εντούτοις τα περισσότερα από τα πετρώματα αυτά, έχοντας συλλεχθεί υπό μορφή κροκάλων, με επιφάνειες κατά τόπους απολειασμένες λόγω της φυσικής δράσης του νερού, θα μπορούσαν να έχουν προέλθει από κοίτες ρεμάτων και ποταμών σε όμορες ή και περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές (π.χ. Αλιάκμων). Ειδικά για τα ψαμμιτικά πετρώματα φαίνεται ότι, ενώ κάποια κομμάτια περισυλλέχθηκαν με μορφή φυσικών λιθοπλακών, κάποια άλλα είχαν μορφή κροκάλων, όπως μαρτυρούν τμήματα αρχικού φλοιού που παρέμειναν ακατέργαστα και φέρουν φυσική απολείανση. Ωστόσο η πηγή προελεύσεώς τους παραμένει απροσδιόριστη 56. Πάντως το ψαμμιτικό υλικό, παρότι περικλείει διαφοροποιημένους τύπους, θα μπορούσε, αν όχι εξολοκλήρου, σε μεγάλο ποσοστό του, να έχει κοινή προέλευση (Α. Ράσσιου, προσ. επικ.). ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ Το πρώτο στάδιο της κατασκευαστικής αλληλουχίας ήταν η επιλογή του κατάλληλου αρχικού φορέα, του φυσικού υποβάθρου που θα δεχόταν τις επεμβάσεις διαμόρφωσης. Η επιλογή του λάμβανε υπόψη τόσο το υλικό του όσο και το σχήμα μέγεθός του. Η απουσία ημίεργων παθητικών εργαλείων τριβής άλεσης ή τεμαχίων πρώτων υλών κατασκευής τους σε μορφή ακατέργαστου πετρώματος παραπέμπει σε μη επιτόπια κατασκευή της εργαλειακής αυτής κατηγορίας. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η τοποθεσία παραγωγής τους διέφερε από τον τόπο χρήσης τους και ότι 56 Στην επιτόπια έρευνα που πραγματοποιήθηκε δεν εντοπίστηκε ψαμμιτικό υλικό σε οποιαδήποτε μορφή του, ούτε όμως και ψηφιδομιγή λατυποπαγή πετρώματα (βλ. Κεφάλαιο 6.1.). 81

99 εισάγονταν στον οικισμό είτε έχοντας δεχθεί αδρή σχηματοποίηση, με προοπτική να λάβουν την τελική τους μορφή στην τοποθεσία χρήσης των εργαλείων, είτε έτοιμα, διαμορφωμένα σε τελικό στάδιο. Η πρώτη εκδοχή φαντάζει πιθανότερη. Άλλωστε οι τεχνικές λάξευσης και σφυροκοπήματος ήταν γνωστές και η εφαρμογή τους συχνή, όπως αποδεικνύουν τα πολυάριθμα ημίεργα και υποπροϊόντα εργαλείων με κόψη και ενεργητικών εργαλείων τριβής ή κρούσης. Αλλά, και στα ίδια τα παθητικά εργαλεία τριβής, οι επεμβάσεις «σε δεύτερο χρόνο» (μετά την τελειοποίηση της κατασκευής τους), με στόχο την ανανέωση των στομωμένων από τη χρήση επιφανειών ήταν τακτική αναγκαιότητα που επίσης πιστοποιείται μέσω του υλικού. Απορρίμματα των σταδίων αυτών δεν είναι καθόλου εύκολο να εντοπιστούν και να περισυλλεγούν στα πλαίσια της ανασκαφικής έρευνας, καθώς συχνά έχουν τη μορφή σκόνης π.χ. το στάδιο του σφυροκοπήματος (Semenov 1964, 68, Runnels 1981, 251, βλ. ακόμη για πειραματική υποστήριξη της παρατήρησης αυτής Delgado Raack 2008, 177). Οι βασικές τεχνικές που εφαρμόστηκαν στην κατασκευή ήταν η λάξευση και το σφυροκόπημα. Η διαδικασία ξεκινούσε με τη διαμόρφωση της ενεργούς επιφάνειας του εργαλείου, για την οποία έχουν διατυπωθεί δύο πιθανές εκδοχές, είτε της διχοτόμησης των κροκάλων κατά το μήκος τους, είτε της αποκοπής τους από το μητρικό πέτρωμα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η επιφάνεια αποκοπής τους να είναι επίπεδη/επιπεδόκοιλη (Hersh 1981, , Runnels 1981, ). Στο υλικό μας δεν υπάρχουν ενδείξεις που να υποστηρίζουν την εφαρμογή οποιασδήποτε από τις δύο τεχνικές. Αντιθέτως αυτό που φαίνεται ότι συνέβαινε ήταν η διαμόρφωση μέσω λάξευσης και συστηματικού σφυροκοπήματος, μίας λιγότερο ή περισσότερο επίπεδης πλευράς στη μία πλατιά επιφάνεια της κροκάλας ή του ακανόνιστου ογκολίθου. Τα κατασκευαστικά αυτά ίχνη, όπως είναι φυσικό, δεν διατηρούνται, καθώς εξαλείφθηκαν μέσω της χρήσης. Υπάρχει μονάχα ένα μεμονωμένο δείγμα εργαλείου (ακ.1880), όπου οι ρηχοί «κρατήρες», μερικώς απολειασμένοι, αποτελούν ίχνη της αρχικής διαμόρφωσης της επιφάνειας χρήσης του 57. Η επιφάνεια που διαμορφωνόταν, λειτουργούσε εν συνεχεία ως πλατφόρμα κρούσης για την ακόλουθη περιμετρική απολέπιση λάξευση. Βασικός σκοπός της ήταν η μείωση του συνολικού 57 Ο Runnels (1981, 223) τονίζει τη δυσκολία διάκρισης των ιχνών σφυροκοπήματος κατασκευής των ενεργών όψεων, και των ιχνών ανανέωσης της αδρότητάς τους. Σε κάποιες περιπτώσεις ωστόσο δεν είναι αδύνατη. Τα ίχνη ανανέωσης αντιπροσωπεύουν μία δευτερογενή επέμβαση, που ακολουθεί ένα επεισόδιο χρήσης και κατά συνέπεια «διακόπτει» την απολειασμένη και ομαλοποιημένη επιφάνεια χρήσης του εργαλείου. Αντιθέτως το σφυροκόπημα διαμόρφωσης κατανέμεται σε μία αδρή και αχρησιμοποίητη επιφάνεια. Η χρήση που πρόκειται να δεχθεί σε δεύτερο στάδιο θα απολειάνει σταδιακά τόσο την επιφάνεια όσο και τους «κρατήρες» επέμβασης. Η διαφορετική αλληλουχία επεισοδίων κατασκευής και χρήσης συντελεί σε διαφορετικά μοτίβα φθοράς. 82

100 βάρους του υποβάθρου, ο παράλληλος έλεγχος για τυχόν ελαττώματα και η αδρή του διαμόρφωση (Runnels 1981, 138, 181). Κάποια τεχνουργήματα διατηρούν στην περιφέρεια της ενεργής τους όψης, στο ανώτερο τμήμα των πλευρικών παθητικών επιφανειών, αδρά ή περισσότερο λεπτά ίχνη της διαδικασίας αυτής (ακ.2410, 1880 και οι ιδιάζουσες περιπτώσεις των ακ.2405 και 1752). Ωστόσο η εφαρμογή της λάξευσης ήταν μάλλον σποραδική, και σε ελάχιστες περιπτώσεις εκτεταμένη (ακ.2405, 1880, 1752). Το σφυροκόπημα ως ξεχωριστό στάδιο επέμβασης εφαρμοζόταν, όπως ήδη αναφέραμε, για τη διαμόρφωση της ενεργούς επιφάνειας ή για την ανανέωσή της, όταν απολειαινόταν μέσω της συνεχούς χρήσης και καθίστατο μη αποδοτική. Στο υπόλοιπο σώμα του εργαλείου, στις παθητικές του όψεις, η εφαρμογή σφυροκοπήματος πραγματοποιείτο σπάνια. Καθώς αποτελεί τεχνική αφαίρεσης πολύ περιορισμένης μάζας υλικού σε αντιδιαστολή με τη λάξευση η εφαρμογή της είναι πιο περιορισμένη, και περισσότερο τοπική. Στοχεύει στην απόδοση του τελικού περιγράμματος, την εξομάλυνση φυσικών ανωμαλιών στις παθητικές επιφάνειες των τεχνουργημάτων ή τη διαμόρφωση ειδικών στοιχείων σχεδίασης (ακ.2369 διαμόρφωση κοιλότητας στο κάτω άκρο). Το 53,8% των εργαλείων (ν=7) δεν διατηρούν καθόλου ίχνη κατεργασίας στις σωζόμενες επιφάνειές τους. Κάποια από αυτά σώζονται αποσπασματικά, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο τυχόν κατασκευαστικά ίχνη να χάθηκαν μαζί με τα αποσπασμένα κομμάτια τους. Παρόλα αυτά κάποια μεμονωμένα παραδείγματα φαίνεται βέβαιο ότι αποτέλεσαν τεχνουργήματα ευκαιριακού σχεδιασμού και δέχθηκαν μορφοποίηση αποκλειστικά μέσω της χρήσης τους. Φυσικά, η πιθανότητα αδρής διαμόρφωσης της ενεργής επιφάνειας και κατοπινής απαλοιφής των ιχνών μέσω της χρήσης δεν μπορεί να αποκλειστεί, το αντίθετο μάλιστα, θα πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαια. Η οπίσθια όψη των εργαλείων, η επιφάνεια στην οποία εδράζονταν, σε ελάχιστες περιπτώσεις έχει δεχθεί κατεργασία μορφοποίησης. Συνήθως διατηρεί την κυρτή και αδρή διαμόρφωση του αρχικού φορέα. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Στο συνολικό υλικό από την ανασκαφή της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας, παρά τον όγκο των σχετικών ευρημάτων, ελάχιστες είναι οι ακέραια σωζόμενες «μυλόπετρες» μεγάλων διαστάσεων 58. Η περιορισμένη παρουσία ευμεγέθων παθητικών εργαλείων τριβής παρατηρείται και στο υπό μελέτη υλικό, με μοναδικό παράδειγμα το ακ.2405 (43,5 x 15,1 x 58 Η Χονδρογιάννη Μετόκη (2009, 389) αναφέρει την ακέραιη διατήρηση μόλις 17 εργαλείων της κατηγορίας αυτής, εκ των οποίων ένα μέρος μονάχα ξεπερνά σε μήκος τα 30εκ. και μπορεί να θεωρηθεί μεγάλων διαστάσεων. 83

101 11 εκ.). Άλλες δύο ακέραιες «μυλόπετρες», η ακ και η ακ.1752 χαρακτηρίζονται μεσαίου μεγέθους. Τα υπόλοιπα αποσπασματικά σωζόμενα τεχνουργήματα, αν και δεν επιτρέπουν πάντα το σαφή προσδιορισμό του αρχικού τους μεγέθους, φαίνεται ότι ανήκαν σε εργαλεία μικρών ή μεσαίων διαστάσεων. Από μορφολογικής απόψεως η υπό εξέταση εργαλειακή κατηγορία χαρακτηρίζεται από γενική ομοιομορφία και περιλαμβάνει αποκλειστικά καμπυλόγραμμα, ωοειδή και ελλειπτικά, σχήματα (για παρόμοια εικόνα και αλλού βλ. Runnels 1981, Hersh 1981, Γερούση 1999, Stroulia 2010). Το σχήμα των εργαλείων αυτών φαίνεται να υπαγορεύεται σε μεγάλο βαθμό από τη μορφολογία του αρχικού φορέα (βλ. ενδεικτικά ακ.2410, 2441) παρά από μορφοτεχνικά κριτήρια. Όλα τα τεχνουργήματα της κατηγορίας διαθέτουν μία μεμονωμένη πλατιά επιφάνεια χρήσης, πλην μίας μόνο εξαίρεσης, με δύο παράλληλες ενεργές όψεις (ακ.2353). Η λειτουργία των παθητικών εργαλείων τριβής άλεσης προϋποθέτει την σταθερή τοποθέτησή τους, ώστε να μπορούν λειτουργήσουν ως υπόβαθρα για την κινητική δράση του ενεργητικού στελέχους. Ένα μάλλον αντιφατικό μορφολογικό στοιχείο, παρατηρούμενο στο υπό μελέτη υλικό, είναι η ακανόνιστη διαμόρφωση της επιφάνειας έδρασής τους, που σε κάποιες περιπτώσεις είναι τόσο γωνιώδης ή ασύμμετρη, ώστε η τοποθέτηση του εργαλείου σε επίπεδη επιφάνεια καθίσταται αδύνατη χωρίς τη χρήση κάποιου υποστηρίγματος (ακ.2405, 1752). Το ακ.2369 συνιστά μεμονωμένο παράδειγμα ενός ιδιαίτερου γνωρίσματος που φαίνεται να σχετίζεται με το μορφολογικό αυτό ζήτημα. Πρόκειται για μία διαμορφωμένη κοιλότητα, στο κάτω άκρο του εργαλείου (στο εγγύτερο προς τον χειριστή), στη μία παθητική πλευρική επιφάνειά του. Η πλευρική αυτή κοίλανση ίσως συνδυαζόταν με μία αντωπή στην άλλη πλαϊνή όψη του άκρου του εργαλείου, η οποία δεν σώζεται. Ο ηθελημένος χαρακτήρας της διαμόρφωσης του στοιχείου αυτού είναι φανερός από τα ίχνη περιμετρικού σφυροκοπήματος, και παραπέμπει σε μία δευτερεύουσα διαμόρφωση λειτουργικής σημασίας. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τον εν γένει ακανόνιστο και μη στατικό σχεδιασμό των υποβάθρων, καθιστά πιθανή την εκδοχή σύνδεσής του με τον τρόπο στήριξης του εργαλείου. Είναι αρκετά δελεαστικό να ερμηνευθεί η κοίλανση αυτή, και γενικότερα η καμπυλόγραμμη διαμόρφωση των πλαϊνών όψεων πολλών εργαλείων, ως επιλογή για την καλύτερη προσαρμογή στα χρησιμοποιούμενα υποστηρίγματα, ίσως στα 59 Αν και σωζόμενο στο συνολό του το παθητικό αυτό εργαλείο έχει υποστεί μεγάλη αποσάθρωση με αποτέλεσμα να αποσπασθούν κομμάτια από όλες τις επιφάνειές του. Παρά την κακή διατήρησή του ωστόσο είναι βέβαιο ότι οι αρχικές διαστάσεις του δεν θα ήταν πολύ μεγαλύτερες. 84

102 (λυγισμένα) πόδια του χρήστη. Το μέγεθος και βάρος τους περιορισμένα και τα δύο δεν θα ήταν αποτρεπτικά μίας τέτοιας εφαρμογής. ΧΡΗΣΗ Η μορφολογία της επιφάνειας χρήσης ενός παθητικού εργαλείου αποτελεί, ως ένα βαθμό, ακούσιο γνώρισμά του. Πέρα από την διαμόρφωση που δέχεται μέσα από την κατεργασία της (σε περίπτωση που δέχεται τέτοια), εξαρτάται άμεσα από τον τρόπο χρήσης του εργαλείου, δηλαδή τη μορφολογία του ενεργητικού στελέχους με το οποίο συνεργεί (είτε αυτό είναι ένα ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης είτε ένα τεχνούργημα προς μορφοποίηση είτε κάποια πρώτη ύλη για κατεργασία) και την κινητική που αυτό επιτελεί. Όταν το παθητικό εργαλείο τριβής συνεργεί με ένα ενεργητικό στοιχείο, τότε τα δύο μέλη του εργαλειακού ζεύγους, το ενεργητικό και το παθητικό («τριπτήρ» «μυλόλιθος»), αποκτούν συμπληρωματικό χαρακτήρα, και για την πραγμάτωση της διαδικασίας άλεσης η δράση τους είναι αναγκαία και αναπόσπαστη (Adams 2002α, 98 99, 138). Μέσα από την επάλληλη χρήση και την σταδιακή φθορά τους οι ενεργητικές επιφανειές τους αποκτούν συμπληρωματικές κοιλόκυρτες τομές. Έτσι, η φθορά στην ενεργή επιφάνεια του ενός εργαλείου αντανακλά αυτή στην ενεργή επιφάνεια του άλλου. Ουσιαστικά η μορφή της επιφάνειας εργασίας ενός παθητικού εργαλείου τριβής (αλλά και του ενεργητικού στελέχους) συνιστά αποτέλεσμα του αρχικού σχεδιασμού, της επακόλουθης χρήσης και διατήρησής του (Adams 1999, ). Η μελέτη της δύναται να μας πληροφορήσει σχετικά με τη μορφή, το μέγεθος και την κινητική του ενεργητικού στελέχους. Αναγκαία προϋπόθεση αποτελεί η εξέταση της διαμόρφωσης της επιφάνειας χρήσης κατά τον άξονα μήκους αλλά και πλάτους. Ο άξονας πλάτους του παθητικού εργαλείου αντιστοιχεί στον άξονα μήκους του ενεργητικού. Έτσι η διαμόρφωση της ενεργής επιφάνειάς του στον άξονα αυτό μας πληροφορεί για το μέγεθος και το σχήμα του κινητού στελέχους, ενώ η διαμόρφωσή της κατά τον άλλον άξονα, του μήκους, εξαρτάται από την κίνηση που εκτελεί το ενεργητικό στοιχείο (Παράρτημα 3, εικ.13). Στην περίπτωση των παθητικών εργαλείων, με ανοιχτές πλατιές επιφάνειες εργασίας, που δέχονται σταθερή άσκηση δύναμης σε ευθύγραμμη παλινδρομική φορά, η διαμόρφωση της ανακρουστικής επιφάνειάς τους κατά τον άξονα πλάτους ποικίλλει ανάλογα με τις διαστάσεις του ενεργητικού στελέχους. Όταν χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με ενεργητικά στελέχη με μήκος μικρότερο του συνολικού πλάτους του παθητικού εργαλείου, 85

103 η ενεργή επιφάνειά τους διαμορφώνεται κοίλη ή επιπεδόκοιλη. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν μετέχει στη διαδικασία τριβής όλη η ενεργή επιφάνεια χρήσης του παθητικού υποβάθρου. Η συμπληρωματική κατά μήκος τομή του «τριπτήρα» θα είναι κυρτή. Σε περίπτωση συνέργιας με εργαλεία μήκους ίσου με το πλάτος του, η αρχικά επίπεδη ή σχετικά ασχημάτιστη ενεργή επιφάνεια του παθητικού εργαλείου παραμένει επίπεδη, όπως και του «τριπτήρα». Εάν το ενεργητικό στοιχείο είναι μεγαλύτερο σε μήκος από ό,τι το πλάτος του παθητικού, τότε η επιφάνεια χρήσης του παθητικού διαμορφώνεται κυρτή κατά πλάτος και η συμπληρωματική της ενεργή επιφάνεια του «τριπτήρα» κοίλη κατά μήκος. Μία τελευταία κατηγορία συνιστούν τα παθητικά εργαλεία με αλεστική επιφάνεια κυκλικού ή ελλειπτικού λεκανοειδούς σχήματος (τριβεία), αποτέλεσμα του χειρισμού του ενεργητικού εργαλείου με κυκλικές ή ελλειπτικές κινήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές το ενεργητικό στέλεχος είναι σχετικά μικρού μεγέθους σε σχέση με τις διαστάσεις του παθητικού υποβάθρου και ο χειρισμός του γίνεται με κυκλοτερείς ή ελλειπτικές κινήσεις ή με ένα συνδυασμό αυτών και σπανιότερα ευθύγραμμων κινήσεων (Μουνδρέα Αγραφιώτη 2007, Adams 1999 και 2002α, Runnels 1981). Η μορφολογία του ενεργητικού στοιχείου θα περιλαμβάνει μία κυρτή ή επιπεδόκυρτη επιφάνεια και κατά τους δύο άξονες, ενώ το παθητικό υπόβαθρο θα είναι κοίλο. Όσον αφορά τη διαμόρφωση των επιφανειών ως προς τον άλλον άξονα, του μήκους στο παθητικό εργαλείο και του πλάτους στο ενεργητικό, αυτή συνδέεται με την κινητική δράση που εμπλέκει η χρήση τους. Όταν η πορεία που εκτελεί το ενεργητικό στοιχείο εκτείνεται σε όλο το μήκος της επιφάνειας του παθητικού υποβάθρου, από το ένα άκρο του ως το άλλο, τότε η ενεργή όψη και των δύο εργαλείων σε τομή θα είναι επίπεδη. Συχνότερα ωστόσο η κίνηση του «τριπτήρα» δεν καλύπτει όλο το μήκος της επιφάνειας του υποβάθρου αφήνοντας τα άκρα του να δέχονται μικρότερη ή καθόλου φθορά μέσω τριβής. Κατ αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται η επιφάνεια του παθητικού υποβάθρου κοίλη κατά τον άξονα του μήκους 60. Πολλές φορές η έντονη αυτή χρήση έχει ως αποτέλεσμα την έξεργη διαμόρφωση των άκρων της ενεργούς όψης του παθητικού εργαλείου 61. Αντίστοιχα ο κατά πλάτος άξονας του «τριπτήρα» μπορεί να είναι επίπεδος ή κυρτός. Στην πρώτη περίπτωση κινείται παράλληλα σε ένα παθητικό υπόβαθρο με επίπεδη επιφάνεια χρήσης, ενώ στην άλλη σε μία επιφάνεια κοίλης διαμόρφωσης πραγματοποιώντας παράλληλα μία 60 Πρόκειται ακριβώς για τον ίδιο μηχανισμό ο οποίος συμβάλλει στην κοίλη διαμόρφωση της ενεργής επιφάνειας του εργαλείου κατά πλάτος. 61 Μέσα από την εκτεταμένη χρήση και φθορά, η κοίλανση της επιφάνειάς του γίνεται εντονότερη. Από αυτό το μορφολογικό χαρακτηριστικό προέκυψε ο όρος saddle quern (στα ελληνικά, σαμαρωτή μυλόπετρα) που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα ευρέως, συχνά ως συνώνυμο του όρου «μυλόλιθος» / grinding stone. 86

104 ταλάντωση γύρω από το νοητό κατά μήκος άξονα του (Adams 1997, 8 9 και 2002α, 103, 106). Επομένως η επιφάνεια χρήσης του εργαλείου παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο αλλά και το βαθμό χρήσης του, αποτελώντας μαρτυρία της βιογραφίας του αντικειμένου. Στο υλικό μας η διαμόρφωση των επιφανειών χρήσης των παθητικών υποβάθρων παρουσιάζει ποικιλία, μαρτυρώντας διαφοροποιημένους τρόπους χρήσης των εργαλείων αυτών. Η ενεργή όψη είναι κοίλη ή, σε μία μόνο περίπτωση, επίπεδη (κατά το μήκος) επίπεδη, επιπεδόκυρτη ή κυρτή (κατά το πλάτος) με διαφορετικό βαθμό κοίλανσης και κύρτωσης. Οι πιο συχνά απαντώμενοι συνδυασμοί είναι της κοίλης κατά το μήκος επίπεδης κατά το πλάτος επιφάνειας (ακ. 1971, 2090, 2127, 2369, 2441), και της κοίλης κατά το μήκος (ελαφρώς) κυρτής, όχι πάνω από 3 4 χιλ., κατά το πλάτος (ακ. 1752, 1863, 2405, 2410), καθιστώντας αναμενόμενη μία αντίστοιχη συμπληρωματική διαμόρφωση των ενεργητικών στελεχών (βλ. κεφάλαιο για ενεργητικά εργαλεία τριβής άλεσης). Η αναφορά σε παθητικά εργαλεία τριβής με διαμόρφωση της ενεργητικής επιφάνειάς τους κοίλης κατά το μήκος, κυρτής κατά το πλάτος, είναι εξαιρετικά ασυνήθιστη στην ελληνική βιβλιογραφία, ιδίως όσον αφορά ευρήματα της Νεολιθικής εποχής, εξού και το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα ανάλογα ευρήματα από την Τούμπα Κρεμαστή. Οι ενδείξεις μαρτυρούν τη συνδυασμένη χρήση των παθητικών υποβάθρων με τριπτήρες μήκους ίσου ή λίγο μεγαλύτερου του πλάτους των ανακρουστικών επιφάνειων πάνω στις οποίες κινούνταν ευθύγραμμα παλινδρομικά. Η παρατήρηση αυτή έρχεται σε αντίθεση προς την κυρίαρχη αντίληψη για μικρές εν γένει διαστάσεις των νεολιθικών «τριπτήρων» και εισαγωγή του εγκάρσιου επιμήκη «τριπτήρα», με μήκος ίσο με το πλάτος της μύλης, κατά την ΠΕΧ (Runnels 1981, 147). Το γεγονός ότι και αλλού, στη Μάκρη (Μπεκιάρης 2007, 44), αναφέρονται ενδείξεις που υποστηρίζουν ανάλογα πορίσματα ισχυροποιεί το εξαγόμενο συμπέρασμα. Υπάρχουν δύο ξεχωριστές περιπτώσεις ιδιόμορφης διαμόρφωσης της ενεργούς επιφάνειας: ανώμαλη στο ακ.2353 και κοιλόκυρτη, στον έναν από τους δύο άξονες, στο ακ Το ακ.2353 συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα παθητικού υποβάθρου που χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με ενεργητικό στοιχείο μικρότερου μεγέθους 62. Η διαμόρφωση της επιφάνειας χρήσης του δεν είναι ενιαία, αντίθετα υπήρξε αποτέλεσμα διακριτών επεισοδίων χρήσης με διαφορετικού μεγέθους κινητά στελέχη που άλλοτε καταλάμβαναν μεγαλύτερο πλάτος της και άλλοτε μικρότερο, με συνέπεια την ασύμμετρη 62 Για ένα ανάλογο παράδειγμα βλ. Κεφάλαιο Ε. 87

105 φθορά της. Το ακ.2066 με κοιλόκυρτη κοίλη διαμόρφωση αποτελεί άλλο ένα ασυνήθιστο κομμάτι. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσομοιάσουμε τη χρήση του τεχνουργήματος αυτού δεδομένης της έντονα ανομοιόμορφης κατανομής του. Η ενεργή όψη του κυρτώνει σε μεγάλο βαθμό στην περιφέρειά της και καλύπτεται με έντονη λείανση, ενώ στο κέντρο της (στο βαθμό που σώζεται) κοιλώνει, διατηρώντας ταυτόχρονα εντονότερη την αδρότητα του υλικού. Η ιδέα ενός εργαλείου που χρησιμοποιήθηκε ενεργητικά και κατόπιν παθητικά, ή και αντίστροφα, εξηγεί την κοιλόκυρτη κατανομή και τη διάταξη των ιχνών φθοράςχρήσης του αντικειμένου. Είναι πάρα πολύ πιθανό με ανάλογο τρόπο να συντελούνταν η μεταχείριση και άλλων τεχνουργημάτων της ίδιας εργαλειακής κατηγορίας, είτε στην ακέραια μορφή τους, είτε μετά από θραύση τους, που θα εμπόδιζε την τέλεση της αρχικής τους λειτουργίας 63. Στη μεγαλύτερη ελευθερία στον τρόπο χρήσης των τεχνουργημάτων της κατηγορίας αυτής συνέβαλαν άμεσα οι περιορισμένες διαστάσεις, που η πλειονότητα φαίνεται ότι είχε, οι οποίες θα επέτρεπαν πολλαπλούς τρόπους τοποθέτησής τους: στο έδαφος ή σε κάποιο άλλο επίπεδο τοποθετημένα ή προσαρμοσμένα σε γωνιώδη διάταξη με αυτό, στηριζόμενα είτε με πέτρες ή ξύλα είτε με τα πόδια ή το ένα χέρι του χειριστή, για να εξασφαλίζεται η σταθερότητά τους, επάνω ή ανάμεσα στα πόδια του ενώ είναι σε πλήρη έκταση, ή στα γόνατά του. Η εκάστοτε τοποθέτηση θα επέβαλλε και διαφορετική στάση του σώματος του χειριστή (Hersh 1981, 436). Ταυτόχρονα, τα εργαλεία αυτά χάρη στις διαστάσεις τους ήταν φορητά. Υπήρχε, έτσι, η δυνατότητα αλλαγής του πλαισίου λειτουργίας τους. Ελάχιστα (μόλις δύο, τα ακ.2405, 2441) θα αποτελούσαν, λόγω όγκου και βάρους, σταθερά στοιχεία στο χώρο, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι δεν ήταν και αυτά εν δυνάμει μετακινήσιμα. Το μικρό μέγεθος των παθητικών εργαλείων τριβής άλεσης θα είχε παράλληλα σημαντικές επιπτώσεις στην ίδια τη λειτουργία τους και εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους. Οι περιορισμένες συνολικές διαστάσεις τους και, κατά συνέπεια, των επιφανειών χρήσης τους, συνεπάγονται μικρές ποσότητες υπό κατεργασία ύλης και, άρα, μικρής κλίμακας παραγωγικές δραστηριότητες 64. Παράλληλα τα εργαλεία μικρού μεγέθους θα ήταν βραχύβια, με την προϋπόθεση φυσικά ότι αναφερόμαστε σε εργαλειακό εξοπλισμό τακτικά χρησιμοποιούμενο. Αν τα εθνογραφικά δεδομένα αποκαλύπτουν για τα 63 Την άποψη αυτή, μίας ευέλικτης διαχείρισης του εργαλειακού εξοπλισμού τριβής, έχει διατυπώσει η Stroulia (2010) με αφορμή το υλικό από το Φράγχθι. 64 Ιδιαίτερα για την άλεση δημητριακών, μία δραστηριότητα με την οποία από νωρίς συνδέθηκε στενά η εργαλειακή αυτή κατηγορία, τα περιορισμένα αυτά μεγέθη εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την αποδοτικότητά τους (βλ. ακόμη Κεφάλαιο 6.2.1). 88

106 μεγαλύτερα εργαλεία της κατηγορίας αυτής μία μέγιστη διάρκεια χρήσης είκοσι ετών (Runnels 1981, 155), σίγουρα τα υπό εξέταση εργαλεία με μικρές ή μεσαίες διαστάσεις θα ήταν πολύ μικρότερης διάρκειας, επιτρέποντας περιορισμένο αριθμό επεισοδίων ανανέωσης και επανάχρησης 65. Όσον αφορά το είδος της φθοράς στις ενεργές επιφάνειες των υπό μελέτη τεχνουργημάτων, συνδέεται αποκλειστικά με τριπτική δράση. Τα παθητικά υπόβαθρα του υλικού μας διατηρούν στην επιφάνειά τους λείανση και κατά τόπους στίλβη, τυπική μορφή φθοράς των εργαλείων τριβής, αποτέλεσμα της επάλληλης τριβής της επιφάνειας του τεχνουργήματος με κάποιο άλλο υλικό. Στην περίπτωση εργαλείων τριβής άλεσης η αδρότητα της ενεργής επιφάνειας είναι καθοριστικός παράγοντας για την τέλεση της δραστηριότητας αυτής. Κατά τη διάρκεια τριβής του παθητικού υποβάθρου με το αντίστοιχο ενεργητικό σύνεργό του, αναπτύσσονται δυνάμεις φθοράς με αποτέλεσμα την αποτριβή και σταδιακή επιπεδοποίηση των ανώμαλων στοιχείων των επιφανειών σε επαφή. Οι λειάνσεις φθοράς έχουν ως αποτέλεσμα το στόμωμα των επιφανειών των τεχνουργημάτων και τη μείωση της αποτελεσματικότητάς τους. Καθίσταται, λοιπόν, αναγκαία η ανανέωση της τραχύτητας των επιφανειών μέσω του διάσπαρτου σφυροκοπήματός τους με τη βοήθεια κάποιου επικρουστικού εργαλείου 66. Ταυτόχρονα όμως κάθε επεισόδιο επανασφυροκοπήματος μειώνει τη διάρκεια χρηστικής ζωής του εργαλείου (Hersh 1981, 470). Υλικά, όπως τα ψηφιδομιγή και λατυποπαγή, πλούσια σε εγκλείσματα, επιτρέπουν κατά τη διάρκεια της τριπτικής αλεστικής δραστηριότητας την αποκόλληση στοιχείων των επιφανειών τους. Τα μικρά αυτά εγκλείσματα αποσπώνται από το πέτρωμα, όταν «σπάσουν» οι συγκολλητικοί δεσμοί που τα συγκρατούν, και εισέρχονται στο υπό άλεση υλικό. Στη θέση τους αφήνουν «κρατήρες» που, σε συνδυασμό με τα εγκλείσματα που παραμένουν ακόμη προσδεδεμένα στο πέτρωμα, επιτρέπουν τη διατήρηση της τραχειάς μικρομορφολογίας της επιφάνειας. Πρόκειται δηλαδή για υλικά που επιτρέπουν την «αυτοανανέωση» των επιφανειών χρήσης τους, και καθιστούν αναγκαία σε μικρότερη συχνότητα την εφαρμογή συντήρησής τους με τεχνητά μέσα. Οι αφαιρούμενοι κόκκοι εμπλέκονταν και αυτοί με τη σειρά τους στη διαδικασία φθοράς δρώντας ως παράγοντες τριβής (Adams 1988, ). 65 Φυσικά υπήρχαν πολυάριθμοι παράγοντες που επηρέαζαν τη διάρκεια χρήσης των εργαλείων αυτών: ο τρόπος χρήσης τους, το αρχικό τους μέγεθος, το υλικό κατασκευής (π.χ. ο ψαμμίτης παρουσιάζει μικρότερη διάρκεια ζωής σε σχέση με ηφαιστειακά πετρώματα, όπως ο ανδεσίτης ή ο βασάλτης) (Schneider 2002, 47). 66 Σύμφωνα με τον Runnels η ανανέωση πιθανόν να λάμβανε χώρα ανά λίγες ημέρες, κάτι που φυσικά πάντα επηρεάζεται από το υλικό κατασκευής και την συχνότητα χρήσης του εργαλείου (1981, ). 89

107 Σε πολλά τεχνουργήματα του υπό μελέτη υλικού παρατηρείται η αυξημένη απολείανση στην περιφέρεια των επιφανειών χρήσης τους και επικέντρωση των ιχνών σφυροκοπήματος στην κεντρική περιοχή, μία ακόμη ένδειξη για συνέργια με στελέχη μήκους ίσου ή μεγαλύτερου του πλάτους των υποβάθρων. Η παρουσία του προϊόντος προς επεξεργασία είναι μικρότερη στην περιφερειακή ζώνη της αλεστικής επιφάνειας, συμβάλλοντας σε συχνότερη άμεση επαφή του παθητικού υποβάθρου και του «τριπτήρα» και σε μεγαλύτερη φθορά των επιφανειών στα σημεία αυτά. Οι περιοδικές εργασίες συντήρησης των επιφανειών με σφυροκόπημα επενδύονται κυρίως στην κεντρική περιοχή αυτών (Delgado Raack & Risch 2006, 36). Το αποτέλεσμα είναι οι επιπεδωμένες επιφάνειες να περιορίζονται κυρίως στα όρια της ενεργής όψης, ενώ αντίθετα οι «κρατήρες» κρούσης στο κέντρο της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ευμέγεθες ακ.2405, που η επιφάνεια εργασίας του εμφανίζει, ως αποτέλεσμα χρήσης, ασυνεχή λείανση και κατά τόπους στίλβη, εντονότερη και ενιαία μονάχα στην περιφέρειά της. Τα ίχνη ενός επεισοδίου ανανέωσής της διατηρούνται στο κεντρικό τμήμα της, χωρίς να εκτείνονται καθόλου στα άκρα της. Το ακ.2405 καλεί για ιδιαίτερη αναφορά λόγω μίας ακόμη ιδιαιτερότητας που παρουσιάζει. Στις δύο μακρές πλευρές της ενεργής επιφάνειας και στο άνω άκρο της (το απομακρυσμένο από τον χειριστή) υπάρχουν ίχνη περιμετρικής απολέπισης. Στη μία πλευρά και το ένα άκρο οι ακμές των απολεπισμένων όψεων δεν είναι αδρές και κοφτερές, αλλά έχουν εν μέρει απολειανθεί μέσω της μετέπειτα χρήσης. Η λάξευση πραγματοποιήθηκε ελαφρώς λοξά, με αποτέλεσμα οι πλαϊνές όψεις στο ανώτερο τμήμα τους να συγκλίνουν προς τα μέσα, ώστε η ενεργή επιφάνεια να διαμορφώνεται μικρότερη από τη μέγιστη περιφέρεια του εργαλείου. Στην άλλη ωστόσο μεριά τα ίχνη λάξευσης «διακόπτουν» εμφανώς τη λειασμένη ενεργή επιφάνεια. Μάλιστα διατηρείται προεξέχον τμήμα που δεν αφαιρέθηκε με λάξευση και μαρτυρεί το αρχικό, πλατύτερο περίγραμμα της όψης. Το επεισόδιο αυτό υπήρξε σκόπιμο και μεταγενέστερο της αρχικής κατασκευής και χρήσης του εργαλείου. Το γεγονός ότι οι ακμές θραύσης δεν έχουν απολειανθεί σε σύγκριση με τα αρνητικά απολεπίσεων στις άλλες όψεις της ίδιας επιφάνειας, δείχνει ότι πρόκειται για διακριτά επεισόδια κατεργασίας, και ότι η εν λόγω επέμβαση δεν ακολουθήθηκε από χρήση του εργαλείου. Το πρώτο επεισόδιο λάξευσης φαίνεται να έχει κατασκευαστικό χαρακτήρα. Παρόμοια τεχνική λοξού «ξακρίσματος» της ενεργής επιφάνειας συναντάμε και σε ορισμένους «τριπτήρες» (βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο) και σχετίζεται πιθανόν με μία προσπάθεια βελτιστοποίησης της συνέργιας παθητικούενεργητικού στελέχους. Το δεύτερο ωστόσο επεισόδιο λάξευσης παρουσιάζει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Πραγματοποιήθηκε με φορά κάθετη στο επίπεδο της ενεργής 90

108 επιφάνειας και οδήγησε στην απόσπαση μεγάλων κομματιών συντελώντας άμεσα στη σημαντική μείωση της περιφέρειάς της. Είναι πραγματικά δύσκολο να φανταστούμε ότι ο χαρακτήρας μίας τέτοιας επέμβασης ήταν κατασκευαστικός, με στόχο την αναδιαμόρφωση του εργαλείου. Αυτό φαίνεται να υποστηρίζει το γεγονός ότι το ίδιο εργαλείο διατηρεί πιθανά ίχνη απόπειρας επανασχεδιασμού, με τα οποία δεν συνδέονται τα ίχνη κάθετης λάξευσης. Πρόκειται για μία καμπυλόγραμμη συγκέντρωση ιχνών κρούσης στο ένα άκρο της επιφάνειας χρήσης που αντιπροσωπεύει ένα διακριτό και προγενέστερο στάδιο στη βιογραφία του αντικείμενου. Τα αρνητικά ίχνη κρούσης σε μεγάλο βαθμό έχουν απολειανθεί από τη χρήση που ακολούθησε. Ανάλογη τεχνική διακρίνουμε και στο τεχνούργημα ακ.1752, το οποίο παραπέμπει σε μικρογραφία του ακ.2405 λόγω των μεγάλων ομοιοτήτων τους. Πέρα από τη σημαντική διαφορά μεγέθους τους, το περίγραμμα, η διαμόρφωση των πλαϊνών όψεων και της επιφάνειας έδρασης, το υλικό και η τεχνική κατασκευής είναι όμοια. Και σε αυτό το εργαλείο, περιφερειακά της επιφάνειας χρήσης του, εντοπίζονται σημεία απολάξευσης, που διακόπτουν τη λείανση και μαρτυρούν σκόπιμη επέμβαση. Είναι ενδιαφέρον ότι εντοπίζουμε την εφαρμογή αυτού του είδους «κοφτής» απολάξευσης οριακών τμημάτων του εργαλείου και στην κατηγορία των «τριπτήρων». Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις, εντοπίζονται τα προϊόντα της απολάξευσης, περιφερειακά απολεπίσματα, που διατηρούν ένα τμήμα της επιφάνειας χρήσης, καθώς και κομμάτι του ανώτερου τμήματος των πλευρικών παθητικών όψεων (βλ. Κεφάλαιο Α). ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ Με ποσοστό πληρότητας μόλις 23,1% (ν=3) που μειώνεται ακόμη περισσότερο, στο 16%, αν συμπεριλάβουμε όλες τις επιμέρους κατηγορίες των παθητικών εργαλείων τριβήςβασικό χαρακτηριστικό της εργαλειακής αυτής κατηγορίας αποδεικνύεται η πολύ μεγάλη αποσπασματικότητά του. Το φαινόμενο δεν μπορεί να αποδοθεί σε μεταγενέστερες διαταραχές ή αλλοιώσεις από σύγχρονες γεωργικές επεμβάσεις, καθώς τα ευρήματα προέρχονται από αδιατάραχτα στρώματα. Πρόκειται επομένως για ένα χαρακτηριστικό που συνδέεται άμεσα με τον τρόπο χρήσης και διακοπής του κύκλου ζωής των τεχνουργημάτων. Τα δεδομένα συμφωνούν με την εικόνα που έχουμε από άλλες Νεολιθικές θέσεις στον Ελλαδικό χώρο: Μάκρη (Μπεκιάρης 2007, 42), Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης (Alisøy 2002, ), Δισπηλιό (Ninou 2006, 28, Τουλουμής 2002, 108), Μακρύγιαλος (Γερούση 1999, 33, Tsoraki 2007, ), Μεγάλο Νησί Γαλάνης (Στρούλια 2003, 576), Φράγχθι (Stroulia 91

109 2010, 31). Το ερώτημα που πρέπει να διερευνηθεί, προτού επιχειρηθεί οποιαδήποτε ερμηνεία, είναι ο βαθμός στον οποίο είναι αναμενόμενη η εικόνα που έχουμε από το αρχαιολογικό αρχείο, σε συνδυασμό με τα πιθανά αίτια θραύσης των εργαλείων. Στο πλαίσιο της μελέτης της η Hersch (1981, 421) τονίζει ότι η σταθερή δύναμη που ασκείται σε ένα παθητικό εργαλείο τριβής (μέσα από την κίνηση ενός ενεργητικού εργαλείου ή απευθείας ενός οργανικού ή ανόργανου υλικού προς κατεργασία) εκτείνεται σε ολόκληρη την ανακρουστική του επιφάνεια. Η μεγαλύτερη ωστόσο πίεση εκδηλώνεται στα 2/3 περίπου του μήκους της, σημείο όπου μπορεί να ασκηθεί πλήρως πίεση από το σώμα του χρήστη. Η παρατήρηση αυτή αφορά συγκεκριμένα τα επιμήκη παθητικά εργαλεία που λειτουργούν με παλινδρομικές κινήσεις, τοποθετημένα σε κεκλιμένη θέση, είναι ωστόσο ενδεικτική του τρόπου άσκησης δυνάμεων και, κατά συνέπεια, εκδήλωσης φθοράς στα εργαλεία του τύπου αυτού εν γένει. Οι Starnini & Voytek (1997, ) παρατηρούν την τάση των παθητικών εργαλείων να σπάζουν στο σημείο με το μικρότερο πάχος ως φυσική συνέπεια της παρατεταμένης χρήσης και της «ανανέωσης» της ενεργής τους επιφάνειας. Το μοτίβο θραύσης ορισμένων παθητικών εργαλείων τριβής του υπό μελέτη συνόλου ανταποκρίνεται στην παρατήρηση αυτή και η θραύση τους θα πρέπει να θεωρηθεί αποτέλεσμα ατυχήματος, είτε κατά τη χρήση τους είτε εκτός αυτής, στα πλαίσια ενός επεισοδίου συντήρησης του εργαλείου ή πτώσης κατά τη μετακίνησή του. Παρατηρείται εντούτοις η ύπαρξη κάποιων, των οποίων η θραύση προβληματίζει, και αμφισβητεί το τυχαίο του χαρακτήρα καταστροφής τους. Όπως αναφέραμε, κανένα από τα παθητικά εργαλεία τριβής άλεσης στο υπό μελέτη σύνολο δεν συνδυάζει ίχνη τριπτικής και κρουστικής χρήσης. Μία παράλληλη ή επάλληλη κρουστική λειτουργία των τεχνουργημάτων θα συνεπαγόταν ισχυρότερα πλήγματα στη δομή τους. Εξάλλου η δράση της τριβής είναι από μόνη της φθοροποιός, μέσω της συνεχούς άσκησής της. Προκαλεί αποκόλληση μικρών μορίων των λίθινων επιφανειών σε επαφή και την σταδιακή μείωση του όγκου τους. Η τυχαία θραύση σε περιπτώσεις έντονης φθοράς θα ήταν αναμενόμενη, όχι όμως σε συμπαγή λίθινα υπόβαθρα σημαντικού πάχους, όπως αυτά του υλικού μας. Μάλιστα κάποια έχουν σπάσει σε πολυάριθμα κομμάτια, κάποιες φορές ιδιαίτερα μικρά (π.χ. ακ.2090, 1990). Κάτι ανάλογο έχει παρατηρηθεί και στο Μεγάλο Νησί Γαλάνης (Α. Στρούλια, προσ. επικ.). Η ίδια η παρουσία πολλών μικρών θραυσμάτων συνιστά επιχείρημα υπέρ της σκόπιμης θραύσης των εργαλείων. 92

110 Η σημαντικότερη ωστόσο ένδειξη υπέρ της μη τυχαίας καταστροφής τεχνουργημάτων αποτελεί η παρουσία μοτίβων θραύσης που κάθε άλλο παρά τυπικά μπορούν να χαρακτηρισθούν. Τα ευθύγραμμα σπασίματα (π.χ. ακ.1880) μαρτυρούν μία κανονικότητα, η οποία σπάνια θα μπορούσε να επέλθει τυχαία. Εξαιρετικά ασυνήθιστη είναι η ύπαρξη τεχνουργημάτων θραυσμένων παράλληλα προς τον άξονα του μήκους τους (π.χ. ακ.1971, 2369), και άλλων θραυσμένων κάθετα προς αυτόν, ακριβώς στη μέση ή σε τρία μέρη, στα δύο άκρα τους και σε ένα κεντρικό τμήμα (π.χ. ακ.2236, 1880). Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περιπτώσεις τέτοιου είδους μοτίβων θραύσης, η απόρριψη στο λάκκο δεν περιλαμβάνει ποτέ όλα τα συνανήκοντα θραύσματα του εργαλείου. Ενισχύεται κατ αυτόν τον τρόπο η ιδέα ότι η θραύση των τεχνουργημάτων είναι προγενέστερη και όχι αποτέλεσμα της ρίψης τους εντός των λακκοειδών κατασκευών. Εκεί φαίνεται ότι απορρίπτεται μέρος των θραυσμάτων, ώστε η εικόνα που δίνεται είναι πάντα αυτή του θραυσμένου και αποσπασματικού. Σε καμία από τις περιπτώσεις αυτές δεν φαίνεται η θραύση των εργαλείων να εξυπηρέτησε κάποιο λειτουργικό σκοπό: δεν υπήρξε επέμβαση για τροποποίηση και επανασχεδιασμό κάποιου ή κάποιων εκ των θραυσμάτων, ούτε ενδείξεις χρήσης τους μετά την θραύση. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να ισχύει ούτε για τα κομμάτια των τεχνουργημάτων που απουσιάζουν από τα ευρήματα. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως αποκλειστικά και μόνο τα κομμάτια που δεν βρέθηκαν δέχθηκαν χρήση σε δεύτερο στάδιο, κατόπιν της αποκοπής τους κατά το σπάσιμο του αντικειμένου. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις οι διαστάσεις τους θα ήταν μάλλον απαγορευτικές για κάτι τέτοιο. Οι ενδείξεις υποδεικνύουν ένα κάθε άλλο παρά πρακτικό πλαίσιο δράσης που κινείται ίσως στη σφαίρα του συμβολικού τελετουργικού 67. Στη συζήτηση για σκόπιμη καταστροφή των αντικειμένων εντάσσεται και το πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο αφαίρεσης ή απολάξευσης κομματιών από την περιφέρεια της επιφάνειας χρήσης που παρατηρείται σε παθητικά αλλά και σε ενεργητικά εργαλεία τριβής (βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο), αποκλειστικά από ψηφιδομιγή και λατυποπαγή υλικά 68. Τα θραύσματα σώζουν σε μικρή έκταση τμήμα των εξωτερικών παθητικών όψεων του εργαλείου αλλά και τμήμα της επιφάνειας χρήσης, σε κάποιες περιπτώσεις σημαντικής έκτασης. Το επαναλαμβανόμενο αυτό μοτίβο δεν φαίνεται να μπορεί να εξηγηθεί μέσα από 67 Σε ανάλογα συμπεράσματα για σκόπιμη θραύση των παθητικών εργαλείων τριβής σε μηλειτουργικό πλαίσιο καταλήγει και η Stroulia (2010, 51 52) για το υλικό από το Φράγχθι. 68 Δεν γνωρίζω να μαρτυρείται παρόμοια πρακτική σε κάποια άλλη θέση εντός ή εκτός του Ελλαδικού χώρου. 93

111 την τυχαία θραύση των τεχνουργημάτων κατά τη διάρκεια χρήσης τους ή και εκτός αυτής. Ιδίως στην περίπτωση εργαλείων συμπαγούς και σκληρού υλικού, η τυχαία μηχανική θραύση σε καμία περίπτωση δεν ευσταθεί ως ερμηνεία της περιμετρικής απολέπισης. Μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη ότι σε κάποια παραδείγματα παθητικών εργαλείων τριβής η περιφέρεια της επιφάνειας χρήσης δεν δεχόταν καν σφυροκόπημα για ανανέωση της αδρότητάς της, επρόκειτο για περιοχές δηλαδή οι οποίες δεν εμπλέκονταν στην τριπτικήαλεστική δραστηριότητα, τα πράγματα καθίστανται ακόμη πιο σαφή. Αποκλείονται έτσι θραύσεις οφειλόμενες σε «εσφαλμένες» κρούσεις στα πλαίσια συντήρησης των εργαλείων. Το μέγεθος άλλωστε των εν λόγω απολεπισμάτων κάθε άλλο παρά επιτρέπει να θεωρηθούν προϊόντα τέτοιου είδους ατυχημάτων. Μία άλλη πιθανή ερμηνεία της πρακτικής αυτής είναι η ηθελημένη αναδιαμόρφωση του εργαλείου. Ωστόσο η μορφολογία των κομματιών αυτών διαφοροποιείται από τα απολεπίσματα που θα αναμένονταν ως υποπροϊόντα επανασχεδιασμού. Τίθεται το εύλογο ερώτημα γιατί να πραγματοποιηθεί μία τέτοια αναδιαμόρφωση, όπου τα ευμεγέθη παραγώμενα απολεπίσματα αποσπούν σημαντικό τμήμα της επιφάνειας χρήσης περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την ήδη μικρή, σε πολλές περιπτώσεις, έκτασή της. Και αυτή η πρακτική φαίνεται να εντάσσεται στα πλαίσια συμβολικής θραύσης των εργαλείων. Το γεγονός ότι μέσα στους λάκκους εντοπίζουμε μονάχα τα υποπροϊόντααπολεπίσματα αυτά και ποτέ τα εργαλεία προέλευσής τους, με εξαιρέσεις τα ακ.2405 και 1752 όπου και πάλι δεν συνοδεύονται από κομμάτια που αποσπάσθηκαν από το σώμα τους παραπέμπει σε μία «αποσπασματικότητα» αντίστοιχη με αυτή που διακρίνεται και στη διαχείριση μεγαλύτερων θραυσμάτων. Στην περίπτωση αυτών απορρίπτεται ένα, σπάνια περισσότερα, αλλά ουδέποτε το σύνολο των θραυσμάτων του εργαλείου. Το γεγονός μάλιστα ότι πρόκειται για απολεπίσματα εργαλείων αποκλειστικά από ψηφιδομιγή και λατυποπαγή υλικά μαρτυρεί άλλωστε μία στοχευμένη δράση που αφορά μία συγκεκριμένη κατηγορία του υλικού πολιτισμού. Άλλο ένα γνώρισμα που αφορά την κατάσταση διατήρησης των παθητικών εργαλείων τριβής άλεσης, πέρα από την υψηλή αποσπασματικότητα, είναι το μεγάλο ποσοστό με ίχνη καύσης (ν=6 ή 46,1% του συνόλου). Ανάλογες ενδείξεις προκύπτουν από την εργαλειακή κατηγορία παθητικών υποβάθρων με κοίλανση, αλλά και από τα ενεργητικά στελέχη τριβής άλεσης (βλ. αντίστοιχα κεφάλαια). Αντίθετα τα ποσοστά εργαλείων με ίχνη έκθεσης σε υψηλές θερμοκρασίες στις άλλες υποκατηγορίες παθητικών στελεχών τριβής είναι μηδαμινά. Ο συσχετισμός του μοτίβου καύσης με συγκεκριμένες εργαλειακές κατηγορίες, 94

112 καθώς και η εικόνα που δίνουν ορισμένα τεχνουργήματα για καύση τους αφότου είχαν θραυσθεί, ενισχύει την υποψία για τον μη τυχαίο χαρακτήρα αυτής. Στο πλαίσιο του κατακερματισμένου αυτού συνόλου τρεις εξαιρέσεις, δύο ευμεγέθων «μυλολίθων» (ακ.2405, 2441) και ενός μικρότερων διαστάσεων (ακ.1752), που απορρίφθηκαν ακέραιοι, προκαλούν εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον. Η πληρότητά τους και ο μικρός βαθμός φθοράς τους τούς καθιστά εν δυνάμει χρηστικούς, με μεγάλη διάρκεια υπολοιπόμενης ζωής. Εργαλεία, όπως το ακ.2405, ήταν πολύτιμα καθώς λόγω του όγκου τους επέτρεπαν τη μακρόχρονη χρήση τους. Δεδομένου μάλιστα ότι τόσο μεγάλα κομμάτια πρώτων υλών δεν ήταν επιτόπου διαθέσιμα, αλλά φερτά, τα τεχνουργήματα που κατασκευάζονταν από αυτά ενσωμάτωναν εξ ορισμού ένα αξιοσημείωτο βαθμό απαιτούμενης εργασίας για τη δημιουργία τους. Η απόρριψη λειτουργικού εργαλειακού εξοπλισμού αποτελεί μία δραστηριότητα που δεν ορίζεται από πρακτικές ανάγκες και σκοπιμότητες. ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ Λαμβάνοντας υπόψη μας όλα τα εργαλεία της κατηγορίας, συμπεριλαμβανομένων και των δύο αβέβαιης προέλευσης, η χρονική κατανομή που προκύπτει είναι ομοιογενής (στρ.β ν=4, 30,77%, στρ.γ ν=5, 38,46%, στρ.δ ν=4, 30,77%). Ωστόσο, εξετάζοντας μεμονωμένα τους λάκκους, αποδεικνύεται ότι οι δύο πλουσιώτεροι εντοπίζονται στο στρώμα Δ (λ.240) και Β (λ.430) που συγκεντρώνουν μόνοι τους το 53,85% του υλικού Β. ΤΡΙΒΕΙΑ Η κατηγορία αυτή αποτελείται από δύο μονάχα αποσπασματικά σωζόμενα εργαλεία (Παράρτημα 3, εικ ). Η μορφολογική ιδιαιτερότητά τους έγκειται στη διαμόρφωση της ανακρουστικής επιφάνειάς τους και υποδηλώνει τη διαφοροποιημένη λειτουργία τους. Τα εργαλεία αυτά δρουν ως σταθερά υπόβαθρα και συνεργούν με ενεργητικά στελέχη που κινούνται σε κυκλοτερείς ή ελλειπτικές τροχιές. Το ακ αποτελεί τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής. Πρόκειται για μία φυσική κροκάλα με μία διαμορφωμένη επιφάνεια χρήσης, στη μία πλατιά της όψη, χωρίς καμία άλλη κατεργασία διαμόρφωσης. Η επιφάνεια χρήσης έχει καμπυλόγραμμο περίγραμμα, είναι κοίλη και κατά τους δύο άξονές της, και χαρακτηρίζεται από έντονη λείανση σε όλη τη 95

113 σωζόμενη έκτασή της. Δεν εκτείνεται μέχρι το πέρας της εμπρόσθιας επιφάνειας, αλλά αντίθετα τα άκρα της υπερυψώνονται ελαφρώς περιμετρικά της. Το ακ αντιπροσωπεύει το 1/4 περίπου ενός παθητικού εργαλείου τριβής και αποτελείται από δύο συνανήκοντα τμήματα και ένα μικρό θραύσμα. Φυσικό υπόβαθρο υπήρξε μία ογκώδης κροκάλα που δέχθηκε κατεργασία με λάξευση και αποτριβή, εντονότερη περιμετρικά της επιφάνειας χρήσης. Η ενεργή επιφάνεια έχει λεκανοειδή διαμόρφωση, με έντονο βαθμό κοίλανσης και περιφέρεια που υπερυψώνεται ελαφρά. Τα πλαϊνά τοιχώματα του εργαλείου έχουν λοξή, κυρτή διαμόρφωση, «ανοίγουν» προς τα επάνω διαμορφώνοντας την ωοειδή ή κυκλική στο περίγραμμα ενεργή επιφάνεια με διαστάσεις μεγαλύτερες από αυτές της επιφάνειας έδρασης. Η επιφάνεια τριβής και των δύο τεχνουργημάτων είναι έντονα κοίλη στη διαμόρφωση, μικρότερη σε έκταση σε σχέση με το μέγιστο δυνατό, δηλαδή χωρίς να εκτείνεται μέχρι το πέρας της εμπρόσθιας επιφάνειας. Το μορφολογικό αυτό χαρακτηριστικό πρέπει να θεωρηθεί στοιχείο ηθελημένης κατασκευής του εργαλείου αλλά και αποτέλεσμα της φθοράς του μέσω κατοπινής χρήσης του. Η μη αποτριβή των άκρων σε αντίθεση με την υπόλοιπη επιφάνεια θα συνετέλεσε στη διατήρηση της κοίλης διαμόρφωσής της, συμβάλλοντας, ώστε το υλικό να παραμένει περιορισμένο καθ όλη τη διάρκεια της κίνησης του ενεργητικού στελέχους. Παράλληλα ενδιαφέρουσα είναι η συνύπαρξη, στην ίδια εργαλειακή κατηγορία, ενός τεχνουργήματος ευκαιριακού σχεδιασμού (ακ. 1810), και παράλληλα ενός εργαλείου, με εμφανώς μεγαλύτερη επενδεδυμένη εργασία (ακ ). Η αντιπροσώπευση του εργαλειακού τύπου των τριβείων είναι εξαιρετικά μικρή (ν=2, μόλις το 8% των παθητικών εργαλείων τριβής) και ίσως συνδέεται με εξειδικευμένη ή περιορισμένη εφαρμογή του Γ. ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΑΘΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΤΡΙΒΗΣ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ Πρόκειται για μία επιμέρους κατηγορία παθητικών εργαλείων τριβής που διακρίνεται για τη μορφομετρική ομοιομορφία τους, τις ομοιότητες στις κατασκευαστικές τεχνικές και τις αξιοποιούμενες πρώτες ύλες, στοιχεία που επιβάλλουν τη διακριτή εξέτασή τους Στα εργαλεία αυτά ταιριάζει σε μεγάλο βαθμό ο όρος «palettes» που χρησιμοποιείται σε πολλά ταξινομικά συστήματα, με την έννοια των πινακόσχημων εργαλείων με διαμορφωμένα άκρα και εξειδικευμένη χρήση (Adams 2002α, 146). 96

114 Αντιπροσωπεύεται από 6 αποσπασματικά σωζόμενα τεχνουργήματα, τα ακ.1795, 1812, 1821, 1889, 2122, 3158 (Παράρτημα 3, εικ ). ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ Όλα έχουν κατασκευαστεί από φυσικές λιθόπλακες λεπτόκοκκου, συμπαγή ψαμμίτη δύο ποικιλιών, αρκοζικό ψαμμίτη (ν=3) και σχιστοψαμμίτη. Το ψαμμιτικό υλικό που αξιοποιήθηκε ως πρώτη ύλη για την υποκατηγορία αυτή, αν και συνίσταται από δύο διαφοροποιημένες ποικιλίες, είναι πολύ πιθανό να είχε κοινή πηγή προελεύσεως (Α. Ράσσιου, προσ. επικ.). ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ Τα δύο, πιο καλά διατηρημένα τεμάχια (ακ.1821, 2122) της κατηγορίας διακρίνονται για την επιμελημένη κατασκευή τους. Βασικό γνώρισμα είναι η ύπαρξη κοιλότητας, που αποτελεί την επιφάνεια χρήσης του εργαλείου. Η μορφολογία του περιχειλώματος που την περιβάλλει (βλ. παρακάτω), αλλά και η κανονικότητα στη διαμόρφωσή της ίδιας της βάθυνσης, μαρτυρεί ότι δεν πρόκειται για ένα a posteriori αποτέλεσμα της χρήσης των εν λόγω εργαλείων ως παθητικών υποβάθρων τριβής, αλλά ένα σκόπιμο κατασκευαστικό χαρακτηριστικό. Τα ίχνη κατασκευής της βάθυνσης έχουν απαλειφθεί πλήρως μέσω της ακόλουθης χρήσης, ωστόσο μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα περιελάμβανε σφυροκόπημα, ενώ η ομοιόμορφη και ομαλοποιημένη διαμόρφωση του περιχειλώματος πιθανότατα οφείλεται σε αποτριβή. Εντοπίζεται ακόμη στις παθητικές όψεις η εφαρμογή λεπτής λάξευσης και τριβής για ομαλοποίηση και λείανση. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Τα ακ.1821, 2122, 3158 και 1812 συνιστούν τα πιο αντιπροσωπευτικά μέλη της κατηγορίας, συμπεριελήφθηκαν όμως και άλλα δύο, παρά την αποσπασματικότητά τους, λόγω των ομοιοτήτων που εμφανίζουν στο υλικό κατασκευής, το μέγεθος και τη διαμόρφωση. Πινακοειδή στη γενικότερη κατασκευή τους, τα εν λόγω εργαλεία ακολουθούν κάποια συγκεκριμένα μορφολογικά στοιχεία. Έχουν ορθογώνιο ή τετράγωνο αρχικό περίγραμμα, επίμηκες ορθογώνιο ή περίπου ορθογωνισμένο προφίλ, και πλευρικές όψεις κάθετες ως προς τις πλατιές επιφάνειες (χρήσης και έδρασης). Διαθέτουν μία διαμορφωμένη κοιλότητα, ωοειδούς ή ελλειπτικού περιγράμματος, που αποτελεί την επιφάνεια χρήσης τους. Περιμετρικά αυτής, η επιφάνεια του εργαλείου είναι έξεργη λειτουργώντας ως 97

115 «περιχείλωμα». Υπάρχουν δύο εξαιρέσεις με δύο παράλληλες ενεργές όψεις, μονάχα όμως στη μία (ακ.1795) οι δύο πλατιές κοίλες επιφάνειες χρήσης φαίνεται δυνατό να χρησιμοποιούνταν ταυτόχρονα. Στην άλλη περίπτωση (ακ.2122), η δεύτερη κοίλη επιφάνεια αποτελεί μεταγενέστερη διαμόρφωση και αντιπροσωπεύει δεύτερη χρήση του εργαλείου μετά τη θραύση του. Όλα τα εργαλεία της κατηγορίας ήταν περιορισμένων διαστάσεων. Ενδεικτικά, το καλύτερα και σε μεγαλύτερη έκταση σωζόμενο τεμάχιο, ακ.2122, που αντιπροσωπεύει το 1/4 περίπου του αρχικού εργαλείου, υπολογίζεται πως είχε αρχικές διαστάσεις 25 x 16 εκ. περίπου. Τα υπόλοιπα θραύσματα φαίνεται να προέρχονται από μικρότερα τεχνουργήματα. ΧΡΗΣΗ Φαίνεται ότι η αρχική, τουλάχιστον, χρήση των εργαλείων αυτών αφορούσε μικρής κλίμακας εργασίες που απαιτούσαν προσοχή και περιορισμένες σε ένταση και έκταση κινήσεις. Άλλωστε η ποσότητα υλικού που μπορούσε να κατεργαστεί κανείς σε αυτά ήταν (σίγουρα) περιορισμένη, δεδομένων των διαστάσεων των επιφανειών χρήσης τους. Η ύπαρξη, σε κάποια, «περιχειλώματος» διαμορφωμένου με σαφήνεια, είχε ίσως ως στόχο τον περιορισμό της κατεργαζόμενης ουσίας, καθιστώντας έτσι πιθανό να επρόκειτο για μαλακής φύσεως υλικά. Η ιδιαίτερα προσεγμένη διαμόρφωση, κάποιων τουλάχιστον εργαλείων, δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με τη σημασία των δραστηριοτήτων, στις οποίες εμπλέκονταν. Όποια και αν ήταν η ακριβής λειτουργία τους πάντως, η ιδιαίτερη μορφολογία των τεχνουργημάτων και ο περιορισμένος βαθμός φθοράς τους υπαινίσσονται ένα μάλλον εξειδικευμένο χαρακτήρα. Η επιφάνεια με τη διαμορφωμένη κοιλότητα αντιπροσωπεύει την πρώτη χρήση των εργαλείων, και μοναδική στην περίπτωση τριών εξ αυτών (ακ.3158, 1821, 1889). Υπάρχουν ωστόσο και τρεις ιδιάζουσες περιπτώσεις (ακ.1795, 1812, 2122). Το ακ.1795, θραύσμα εργαλείου, αποτελεί το μοναδικό κομμάτι της κατηγορίας με δύο παράλληλες, πιθανόν συγχρονικές ενεργές όψεις. Χαρακτηρίζονται από ενιαία λείανση διαφορετικού βαθμού και η λιγότερο λεία επιφάνεια είναι ταυτόχρονα η περισσότερο κοίλη στη διαμόρφωσή της υποστηρίζοντας τη διαφορετική χρήση των δύο επιφανειών. Φυσικά δεν μπορεί να απορριφθεί η πιθανότητα κατασκευής και χρήσης πρώτα της μίας επιφάνειας και μετέπειτα της δεύτερης, ενώ βρίσκεται ακόμα σε χρήση η πρώτη. 98

116 Το ακ.1812 δεν διαθέτει ενεργή επιφάνεια με την χαρακτηριστική μορφή καμπυλόγραμμης κοιλότητας. Η επιφάνεια χρήσης του είναι πλατιά και παρουσιάζει ασυμμετρία, καθώς διαμορφώνεται κοιλόκυρτη κατά τον άξονα μήκους και κατά το πλάτος κυρτή (στο επάνω τμήμα) κοίλη (στο κάτω). Περιμετρικά της σχηματίζεται χαμηλή, λεπτή υπερύψωση, με διαμόρφωση που φαίνεται να αποκλείει την πιθανότητα να πρόκειται για ένα μορφολογικό στοιχείο που προέκυψε αποκλειστικά μέσω της χρήσης. Το εργαλείο θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιηθεί στην κατεργασία κάποιου υλικού με τριβή του στην επιφάνεια του εργαλείου, απευθείας ή με τη χρήση ενός ενεργητικού στελέχους, ή ακόμα, στα πλαίσια μορφοποίησης ή λείανσης αντικειμένων. Τέλος το ακ.2122 αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς αντανακλά τρία διακριτά, διαδοχικά επεισόδια χρήσης. Έχει τρεις ενεργές επιφάνειες, δύο πλατιές παράλληλες μεταξύ τους, και μία ευθύγραμμη και στενόμακρη που αποτελεί επιφάνεια θραύσης. Η επιφάνεια που διατηρεί τμήμα της κυκλικής ή ωοειδούς κοίλανσης, περίπου το 1/4 της, αντιπροσωπεύει την αρχική χρήση του εργαλείου. Η θραύση που καθόρισε τη διακοπή της πρώτης χρήσης του έγινε ευθύγραμμα, παράλληλα με τον άξονα του μήκους. Η άλλη πλατιά επιφάνεια συνιστά την ενεργή επιφάνεια της δεύτερης χρήσης του εργαλείου. Είναι κοίλη σε μεγάλο βαθμό και κατά τους δύο άξονες και δεν περιβάλλεται από περιχείλωμα. Χαρακτηρίζεται από έντονη λείανση και κατά τόπους στίλβη, αποτέλεσμα της χρήσης, η οποία διακόπηκε και αυτή με θραύση του τεχνουργήματος, αυτή τη φορά κατά τον άξονα πλάτους. Η ακμή της επιφάνειας χρήσης με την θραυσμένη όψη έχει δεχθεί κατά τόπους έντονη απολείανση, όπως και η ίδια η επιφάνεια θραύσης, ενδείξεις ενός τελευταίου σύντομου επεισοδίου χρήσης του θραυσμένου αντικειμένου, πιθανόν ως εργαλείου λείανσης και ακονίσματος. Η περίπτωση του ακ.2122 με τα επάλληλα επεισόδια χρήσης επανάχρησής του, παρά τη διπλή θραύση του που περιόρισε σταδιακά σε πολύ μεγάλο βαθμό τις διαστάσεις του, είναι ενδιαφέρουσα ακριβώς λόγω της μοναδικότητάς της. Μαρτυρεί μία μεταχείριση πλήρως διαφοροποιημένη από την κυρίαρχη πρακτική που αντανακλάται στο συγκεκριμένο αρχαιολογικό αρχείο, την απόρριψη δηλαδή υλικού πολλές φορές εν δυνάμει αξιοποιήσιμου. ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ Όλα ανεξαιρέτως τα εργαλεία της κατηγορίας αυτής διατηρούνται αποσπασματικά. Τέσσερα από τα έξι θραυσμένα τεμάχια παρουσιάζουν μορφομετρικές ομοιότητες δίνοντας 99

117 μία αίσθηση «κανονικότητας» στον τρόπο θραύσης τους: έχουν περίγραμμα τετράπλευρο ή παραλληλόγραμμο, παρόμοιες διαστάσεις (9,8 εκ. μέσο μήκος, 7,2 εκ. μέσο πλάτος και 3,3 εκ. μέσο πάχος 70 ) και πλευρές θραύσης ευθύγραμμες, παράλληλες προς τον άξονα μήκους ή/και πλάτους τους. Εξίσου ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι τα τρία τεμάχια με κοινή προέλευση τον λ.243 (ακ.3158, 1821, 1812) είναι τα μόνα της εργαλειακής κατηγορίας που φέρουν ενδείξεις καύσης. Με βάση τα παραπάνω ανακύπτει το ερώτημα σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε η καταστροφή και απόρριψη των τεχνουργημάτων αυτών. Άλλωστε, με εξαίρεση το ακ.2122, κανένα από τα θραύσματα αυτά δεν φέρει ίχνη επανάχρησης, καθιστώντας αβάσιμη την εκδοχή της σκόπιμης θραύσης με πρόθεση επανασχεδιασμού τους. ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ Ως προς την οριζόντια κατανομή τους, πέντε από το σύνολο των έξι τεχνουργημάτων της υπό εξέταση κατηγορίας προέρχονται από τη νοτιοανατολική συστάδα λάκκων (λ.184 ή 185 ή 186 και 243). Για τέσσερα τεμάχια έχουμε σαφείς ενδείξεις προέλευσης. Από αυτά, τα τρία (ακ.3158, 1821, 1812) προέρχονται από τον λάκκο 243 και εντάσσονται στο στρώμα Δ, ενώ το τέταρτο (ακ.2122) στο στρώμα Γ. Τα εργαλεία αβέβαιης προέλευσης (ακ.1795, 1889) ανήκουν είτε στο στρώμα Γ είτε λιγότερο πιθανό στο νεότερο στρώμα Β. Τα δύο εργαλεία αβέβαιης προέλευσης συνιστούν και τα λιγότερο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα, καθώς η υψηλή αποσπασματικότητά τους καθιστά την ένταξή τους στην εν λόγω κατηγορία επισφαλή. Εξετάζοντας τα υπόλοιπα τεχνουργήματα, οι ενδείξεις που προκύπτουν επιτάσσουν προσεχτικότερη διερεύνηση. Όπως αποδεικνύεται, τρία από τα τέσσερα δείγματα με ταυτοποιημένο λάκκο προέλευσης κατασκευάστηκαν, χρησιμοποιήθηκαν και απορρίφθηκαν στο πρωιμότερο στρώμα Δ. Η μοναδική εξαίρεση, το ακ.2122, αποτελεί εργαλείο που είχε τρία επεισόδια χρήσης, γεγονός που ίσως εξηγεί την ένταξή του στο μεταγενέστερο στρώμα Γ. Πιθανόν η κατασκευή του να υπήρξε σύγχρονη με αυτή των τριών προαναφερθέντων, να ανακυκλώθηκε ωστόσο και να συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι την τελική του απόρριψη στο μεταγενέστερο στρώμα. Φαντάζει λοιπόν αρκετά πιθανό τα διαφοροποιημένα αυτά τεχνουργήματα να συνιστούν έναν ξεχωριστό εργαλειακό τύπο συνδεδεμένο με κάποιες πολύ συγκεκριμένες δραστηριότητες, οι οποίες ανιχνεύονται στο στρώμα Δ και ίσως ατόνισαν με την πάροδο του χρόνου. 70 Ο υπολογισμός του μέσου πάχους έγινε με βάση τις μέγιστες σωζόμενες τιμές σε σημεία του περιχειλώματος των εργαλείων. Πρόκειται για τιμές αντιπροσωπευτικές του αρχικού πάχους των τεχνουργημάτων, καθώς προέρχονται από σημεία εκτός της ενεργής επιφάνειας, όπου δεν υπήρξε αποτριβή στα πλαίσια χρήσης και άρα μείωση του πάχους. 100

118 4.2.1.Δ. A POSTERIORI ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ Στο σύνολο των παθητικών εργαλείων τριβής εντοπίζονται και άλλα τεχνουργήματα από ψαμμιτικό υλικό, με σχεδόν ορθογώνιο περίγραμμα, και κοίλες ενεργές όψεις που ωστόσο διαφοροποιούνται από την κατηγορία παθητικών εργαλείων με κοίλανση. Πρόκειται για τα ακ.2236 και ακ.2025 με δύο πλατιές, παράλληλες μεταξύ τους, επιφάνειες χρήσης, συνέπεια αποτριβής του υλικού κατά την χρήση και όχι κατασκευαστικής επέμβασης (Παράρτημα 3, εικ. 68, 69). Και τα δύο τεχνουργήματα έχουν μορφή πλάκας, περίπου ορθογωνίου περιγράμματος, με κατά τόπους ασυμμετρική κατανομή και μικρό πάχος. Η μορφολογία αυτή, όπως όλα δείχνουν, υπαγορεύτηκε από τη διαμόρφωση του αρχικού φορέα τους, μίας πλάκας σχιστοψαμμίτη και στις δύο περιπτώσεις. Κανένα από τα δύο δεν διατηρεί ίχνη ηθελημένης επέμβασης, πρόκειται δηλαδή για a posteriori εργαλεία που δέχθηκαν διαμόρφωση αποκλειστικά μέσω της χρήσης τους. Το ακ.2025 σώζεται πλήρως, θραυσμένο παράλληλα προς τον άξονα του πλάτους, σε δύο σχεδόν ισομεγέθη συμπληρωματικά κομμάτια. Είναι μικρού μεγέθους (17 x 6,5 εκ. και πάχος μέγιστο 2 εκ., ελάχιστο 0,6 εκ.). Το τεχνούργημα δέχθηκε έντονη χρήση (εντατική ή/και εκτεταμένη) και στις δύο παράλληλες ενεργές επιφάνειές του με αποτέλεσμα το μεγάλο βαθμό κοίλανσης των επιφανειών του και την έντονη μείωση του πάχους του, σε βαθμό που το τεχνούργημα πλέον να θεωρείται εξαντλημένο. Η θραύση του, αν δεν επήλθε κατά την απόρριψή του, πιθανόν συνδέεται με κάποιο ατύχημα, εντός ή εκτός ενός επεισοδίου χρήσης του εργαλείου, συνέπεια της έντονης φθοράς που είχε υποστεί. Το ακ.2236, αν και σώζεται αποσπασματικά, φαίνεται ότι στις αρχικές του διαστάσεις ήταν μεγαλύτερο (10,1 x 13,8 εκ., σωζόμενο πάχος μέγιστο 2,8 εκ., ελάχιστο 1,1 εκ.). Το μειωμένο πάχος του υποδηλώνει ότι και αυτό, όπως και το ακ.2025, είχε χρησιμοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο το μοτίβο θραύσης του είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο για να μπορεί να ερμηνευτεί απλά ως αποτέλεσμα φθοράς χρήσης. Αντιθέτως υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ηθελημένης καταστροφής του. Αντιπροσωπεύει περίπου το μεσαίο τμήμα του αρχικού εργαλείου που είχε σπάσει κατά τον άξονα μήκους του σε τουλάχιστον τρία κομμάτια, αλλά και κατά τον άξονα πλάτους, καθώς απουσιάζει η μία πλαϊνή όψη. Το κομμάτι «διασχίζουν» μεγάλες ρωγμές, ενώ στη μία πλατιά επιφάνεια χρήσης υπάρχει μικρός αριθμός «κρατήρων» απόκρουσης, φθορά από χτυπήματα που δέχθηκε το ακέραιο εργαλείο στην 101

119 περιοχή αυτή, που δε συνδέονται με τη χρήση, ούτε με κάποια απόπειρα ανανέωσης της επιφάνειάς του Ε. A POSTERIORI ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Η υποκατηγορία αυτή δημιουργήθηκε για να περιλάβει ένα μεμονωμένο τεχνούργημα, το ακ.1751 (Παράρτημα 3, εικ. 70, 71). Μορφομετρικά εντάσσεται μεν στη γενικότερη κατηγορία παθητικών εργαλείων τριβής, αποτελεί ωστόσο μη τυπικό, «οριακό» μέλος της, λόγω διαφορετικής διαμόρφωσης της επιφάνειας χρήσης του και υλικού κατασκευής που μαρτυρούν διαφοροποιημένη λειτουργία του. Πρόκειται για μία φυσική πλάκα ασβεστολίθου που χρησιμοποιήθηκε χωρίς να δεχθεί οποιαδήποτε επέμβαση διαμόρφωσης. Το ακανόνιστο, έντονα γωνιώδες, περίγραμμά του, που στενεύει σταδιακά προς το επάνω άκρο του (το πιο απομακρυσμένο από τον χειριστή) καθορίστηκε αποκλειστικά από τη μορφολογία του αρχικού φορέα. Είναι μεσαίων διαστάσεων (26,5 x 10,2 x 6,5 εκ.) και σώζεται πλήρες, σε δύο συνανήκοντα τεμάχια, αποτέλεσμα σύγχρονης θραύσης του. Επομένως είχε απορριφθεί ακέραιο και μάλιστα εν δυνάμει χρηστικό με μεγάλη εναπομείνουσα διάρκεια χρήσης (δεδομένου του πάχους του και της περιορισμένης φθοράς του). Το είδος ασβεστολίθου που αξιοποιήθηκε για την κατασκευή του είναι ημιμεταμορφωμένο και άρα σκληρότερο από τον απλό ασβεστόλιθο που λόγω της μαλακής φύσης του δεν συνιστά συνήθη επιλογή για εξοπλισμό τριβής. Έχει μία ενεργή επιφάνεια με ασύμμετρη διαμόρφωση, αποτέλεσμα επάλληλων επεισοδίων χρήσης, με διαφορετικά ενεργητικά στελέχη. Τα κινητά αυτά στοιχεία είχαν διαστάσεις μικρότερες του πλάτους της επιφάνειας χρήσης του παθητικού εργαλείου, με αποτέλεσμα την σταδιακή κοίλη διαμόρφωσή της. Στο μέσο περίπου του μήκους της σχηματίζεται ελαφριά βάθυνση, αποτέλεσμα μεγαλύτερης ασκούμενης πίεσης και επικέντρωσης της τριπτικής δράσης σε περιορισμένη έκταση της διαθέσιμης επιφάνειας. Στο άνω άκρο της επιφάνειας υπάρχει έντονη απολείανση και ορατή συγκέντρωση πυκνών γραμμιδίων. Έχουν μεγάλο μήκος και ομοιόμορφη κατεύθυνση, παράλληλη με τον άξονα μήκους του εργαλείου. Η κίνηση που εκτελούνταν ήταν ευθύγραμμη παλινδρομική και, όπως φαίνεται, δεν εκτεινόταν μέχρι το κάτω άκρο της επιφάνειας (το εγγύτερο στο χρήστη), με αποτέλεσμα το τμήμα της αυτό να αποτριβεί ελάχιστα και να παρουσιάζει ελαφρά υπερύψωση. 102

120 Το εν λόγω εργαλείο δεν θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει ως αλεστικός εξοπλισμός, δεδομένου ότι η ενεργή επιφάνειά του στερούνταν της απαιτούμενης αδρότητας, για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής της δράσης. Αντιθέτως είναι πλήρως ομαλοποιημένη, χωρίς κανένα ίχνος κρουστικής επέμβασης με σκοπό τη διαμόρφωση ή ανανέωση της. Αλλά και η συνολική κατανομή του εργαλείου, σε συνδυασμό με τις μικρές διαστάσεις του, θα ήταν σίγουρα απαγορευτικές. Τα ίχνη χρήσης και η ασύμμετρη φθορά της επιφάνειας αποκλείουν τη συνέργια με έναν σταθερό τύπο στελέχους, και υποδηλώνουν εναλλαγή ενεργητικών στοιχείων, διαφορετικών διαστάσεων. Πρέπει να αποτέλεσε ένα παθητικό εργαλείο τεχνικών δραστηριοτήτων, το σταθερό υπόβαθρο διαμόρφωσης τεχνουργημάτων (εργαλείων, κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων) που μορφοποιούνταν μέσω της άμεσης αποτριβής τους επάνω στην ενεργή όψη του ΣΤ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ «ΑΚΟΝΙ» Το μοναδικό εργαλείο της κατηγορίας, το ακ.2061, σώζεται αποσπασματικά, θραυσμένο ευθύγραμμα, παράλληλα με τον άξονα πλάτους του (Παράρτημα 3, εικ. 72). Διατηρείται το ένα άκρο του εργαλείου, σχήματος ακανόνιστου τετραπλεύρου, με ασύμμετρη κατανομή. Η διαμόρφωση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στη μορφολογία του αρχικού φορέα, μίας ακανόνιστης, έντονα απολειασμένης κροκάλας που περισυλλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε χωρίς πρότερη κατεργασία μορφοποίησης. Το εργαλείο φέρει, και στις δύο πλατιές όψεις του, αυλακώσεις παράλληλες με τον άξονα μήκους του, μία μεγάλη και βαθιά, με καμπυλόγραμμη διαμόρφωση και μία πολύ μικρότερη και ρηχή, διαμορφωμένη διαγώνια στην ακμή της μίας πλατιάς επιφάνειας. Και οι δύο έχουν τομή U. Στη μία στενή όψη υπάρχουν τρεις οπές βαθύνσεις, από τις οποίες οι δύο μεγαλύτερες φαίνεται να συνδέονται με χρήση, ενώ η τρίτη οφείλεται σε τυχαία διαμόρφωση. Τόσο οι αυλακώσεις, όσο και οι οπές, συνιστούν μορφολογικά στοιχεία, απόρροια της χρήσης του εργαλείου σε τεχνικές δραστηριότητες διαμόρφωσης αντικειμένων μέσω τριπτικής λειαντικής δράσης. Το υλικό κατασκευής, ψαμμίτης μεσαίας κοκκομετρίας, ήταν ιδανικό για μία τέτοια λειτουργία. Λόγω μεγέθους, ο χειριστής του «ακονιού» έπρεπε να το κρατάει σταθερό στο χέρι του ή τοποθετημένο σε κάποια επιφάνεια ακινητοποιημένο και πάλι με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο χειριζόταν το αντικείμενο υπό διαμόρφωση. Το εργαλείο λειτουργούσε έτσι ως ανακρουστική επιφάνεια, κατάλληλη για την ομαλοποίηση 103

121 κυλινδρικών τεχνουργημάτων από οστό ή ξύλο (αυλακώσεις) ή για το ακόνισμα αιχμηρών στοιχείων με κυκλοτερείς κινήσεις (οπές κωνικής διαμόρφωσης). Δυστυχώς η κατά τόπους φθορά της επιφάνειας του εργαλείου και η ύπαρξη καταλοίπων ιζηματικών αποθέσεων δεν επέτρεψαν το μακροσκοπικό εντοπισμό ιχνών χρήσης (γραμμιδίων) στις επιφάνειες των αυλακώσεων. Ωστόσο η μορφολογία της πιο ρηχής από τις δύο υποδηλώνει ευθύγραμμες κινήσεις, παρά περιστροφικές ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ Πρόκειται για εργαλεία που δρουν ως κινητά στελέχη σε διαδικασίες τριβής άλεσης. Λειτουργούν είτε σε συνέργια με ένα παθητικό υπόβαθρο, λίθινο ή ξύλινο συνήθως, που αποτελεί την επιφάνεια πάνω στην οποία συντελείται η κίνησή τους, είτε αυτόνομα, χωρίς κάποιο συμπληρωματικό εργαλειακό εξοπλισμό, με απευθείας δράση τους επάνω στην υπό κατεργασία επιφάνεια. Η κίνησή τους πραγματοποιείτο σε ευθύγραμμη παλινδρομική ή ελλειπτική τροχιά. Τα ενεργητικά εργαλεία τριβής άλεσης εντάσσονται συνήθως υπό τον όρο «εργαλεία χειρός» (handstones), συχνά απαντώμενο στη βιβλιογραφία της τριπτής λιθοτεχνίας. Αντιπροσωπεύει μία τεχνητή κατηγορία που δεν βασίζεται σε λειτουργικά κριτήρια αλλά σε καθαρά μορφομετρικά, περικλείοντας εργαλεία που λόγω μεγέθους μπορούσαν να κρατηθούν με το ένα ή τα δύο χέρια, όπως υποδηλώνει άλλωστε και η ονοματοδοσία. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται ένα ανομοιογενές σύνολο εργαλείων με ποικίλα μορφολογικά χαρακτηριστικά και μεγάλο εύρος χρήσεων (τριβή άλεση, τριβή λείανση/στίλβωση, τριβήκρούση, κρούση). Ο τρόπος επιμέρους ταξινόμησης της εργαλειακής αυτής κατηγορίας σε πιο ειδικούς τύπους διαφέρει ανάλογα με το μελετητή και τα ερευνητικά πλαίσια (ενδεικτικά βλ. Warren 1972, Wright 1992, Adams 2002α, Μουνδρέα Αγραφιώτη 2007). Μία τέτοια ομαδοποίηση αντανακλά πρωτίστως την αμηχανία των ερευνητών ως προς τον τρόπο μεταχείρισης εργαλείων χωρίς σαφή μορφολογικά χαρακτηριστικά και αποδεικνύεται μάλλον κατασταλτική σε μία προσπάθεια λειτουργικής προσέγγισης της εργαλειοτεχνίας. Για το λόγο αυτό αποφεύγεται η εφαρμογή της στην παρούσα εργασία. 104

122 4.2.2.Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ («ΤΡΙΠΤΗΡΕΣ») Τα εργαλεία αυτά απαντούν στην ξένη βιβλιογραφία με μία ποικιλία όρων: manos (στην αμερικάνικη), grinders και grinding stones (στην αγγλική), mullers, molettes, meules actives (στη γαλλική), muelas (στην ισπανική). Στην ελληνική βιβλιογραφία κυριαρχεί ο όρος «τριπτήρας» 71 που, όπως και ο «μυλόλιθος», έχει συνδεθεί στενά με την κατεργασία των δημητριακών, μία σύνδεση που πλέον έχει αρχίσει να αμφισβητείται (Runnels 1981, Stroulia 2010). Ο τριπτήρας αποτελεί το ανώτερο κινητό στέλεχος που δρα σε συνδυασμό με ένα παθητικό, το σταθερό δηλαδή στοιχείο του εργαλειακού ζεύγους τριβής άλεσης. Τα δύο μέλη έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και, τουλάχιστον για τη διαδικασία άλεσης, η δράση τους είναι αναπόσπαστη (Adams 2002α, 98 99, Μουνδρέα Αγραφιώτη 2007, 74). Στην κατηγορία ενεργητικών εργαλείων τριβής άλεσης εντάχθηκαν 32 τεχνουργήματα του υπό μελέτη συνόλου, δηλαδή το 62,7% του συνόλου των 51 εργαλείων με ίχνη που υποδεικνύουν αποκλειστικά ενεργητική τριπτική δράση (Παράρτημα 3, εικ ). ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ Η μακροσκοπική ταυτοποίηση των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για τα ενεργητικά εργαλεία τριβής άλεσης απέδωσε μία μάλλον ομοιογενή εικόνα αποτελούμενη από μικρή ποικιλία πρώτων υλών. Κυριαρχούν τα ψηφιδομιγή και λατυποπαγή ιζηματογενή υλικά, πετρώματα πλούσια σε εγκλείσματα, που αντιπροσωπεύουν το 56,25% περίπου του συνόλου (ν=18). Ακολουθεί το ψαμμιτικό υλικό, λεπτόκοκκο ή χονδρόκοκκο, με λιγοστά εγκλείσματα (ν=7, το 21,9%) και τα μεταμορφωμένα πετρώματα γνεύσιος, σχιστόλιθος και γνευσιοσχιστόλιθος (ν=6, δηλαδή 18,75%). Το λιγότερο αντιπροσωπευόμενο υλικό αποτελεί ο γάββρος (ν=1, δηλαδή 3,1%). Σύμφωνα με εθνογραφικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες η επιλογή πρώτων υλών για την κατασκευή εργαλείων τριβής άλεσης συνδέεται με μία σειρά επιδιωκόμενων ιδιοτήτων, που αφορούν τη συνεκτικότητα και ανθεκτικότητα του υλικού, την αδρότητα και τη δυνατότητα αυτοανανέωσής του (Runnels 1981, Adams 2002α, Schneider 2002). Οι πρώτες ύλες με μεγάλη περιεκτικότητα σε εγκλείσματα πληρούν τις προδιαγραφές αυτές, και κατά συνέπεια η προτίμησή τους θα πρέπει μάλλον να ερμηνευθεί μέσα από τις δομικές και συνεκτικές ιδιότητές τους. Μέσα από την τριβή το συνεκτικό υλικό τους αποτρίβεται, 71 Η Μουνδρέα Αγραφιώτη (2007) χρησιμοποιεί τον όρο «όνος». 105

123 αφήνοντας να προεξέχουν στην επιφάνεια γωνιώδεις κόκκοι υλικού που λειτουργούν ως παράγοντες τριβής μέχρι να αποκολληθούν και αυτοί με τη συνέχεια της χρήσης του εργαλείου (Schneider 2002, 48 49). Η ικανότητά τους να απολειαίνονται σταδιακά μέσω της τριβής διατηρώντας ταυτόχρονα την αδρότητα των επιφανειών τους για μεγαλύτερο διάστημα σε σχέση με άλλα υλικά καθιστά αναγκαία την τεχνητή ανανέωση των επιφανειών τους με μικρότερη συχνότητα, και τα ίδια τα εργαλεία αποδοτικά για μεγαλύτερο διάστημα. Ως υπόβαθρα για την κατασκευή των εργαλείων χρησιμοποιήθηκαν κροκάλες και γωνιώδεις λατύπες, με κάποιο βαθμό απολείανσης, που περισυλλέχθηκαν από δευτερογενείς αποθέσεις, κοίτες χειμάρρων ή ποταμών. Δεν υπάρχει κανένα δείγμα στο υπό μελέτη σύνολο που να επιτρέπει να υποστηρίξουμε την εξόρυξη υλικού για την προμήθεια πρώτης ύλης κατασκευής εργαλείων. ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ Το 53,1% των εργαλείων της κατηγορίας (ν=17) δεν φέρει ορατά ίχνη διαμόρφωσης, μία εικόνα που επηρεάζεται από την αποσπασματικότητα των εν λόγω τεχνουργημάτων μάλλον, παρά αντανακλά την πραγματικότητα. Η μη διατήρηση ιχνών κατασκευής σε ένα θραύσμα δεν σημαίνει κατ ανάγκη την απουσία επεμβάσεων στο συνολικό αρχικό τεχνούργημα. Θα πρέπει μάλιστα να υποθέσουμε ότι ο αριθμός των a posteriori εργαλείων της κατηγορίας αυτής θα ήταν περιορισμένος, δεδομένου ότι θα απαιτείτο μία ελάχιστη επέμβαση με σφυροκόπημα, για τη διαμόρφωση μιας πλατιάς, λιγότερο ή περισσότερο επιπεδωμένης, επιφάνειας, κατάλληλης για την τριπτική δράση της επάνω σε μία άλλη. Οι τεχνικές διαμόρφωσης που ανιχνεύονται περιλαμβάνουν τη λάξευση, το σφυροκόπημα και την τριβή. Σε γενικές γραμμές τα σωζόμενα ίχνη κατασκευής είναι λιγοστά και σπάνια εκτείνονται σε όλες τις όψεις του εργαλείου. Αδρή λάξευση σε όλες τις παθητικές επιφάνειες του τεχνουργήματος μπορούμε να υποθέσουμε μονάχα για δύο παραδείγματα (ακ.2376, 2974), ωστόσο μόνο στο ένα είναι εκτεταμένη. Αν και η επιφάνεια χρήσης του ακ.2974 δεν φέρει σαφή ίχνη κατασκευής, οι παθητικές επιφάνειες έχουν διαμορφωθεί εξ ολοκλήρου μέσω λάξευσης, ιδιαίτερα οι ακμές τους που διαγράφονται έξεργες και ελαφρώς «κυματοειδείς». Η λεπτομερής κατασκευή του και η ιδιαίτερη μορφολογία του (βλ. και παρακάτω) το καθιστούν μοναδικό στο υπό μελέτη σύνολο. Σε λιγοστές περιπτώσεις εντοπίζονται ίχνη λάξευσης αποκλειστικά στην περιφέρεια της ενεργής επιφάνειας και φαίνεται να αποτελούν κυρίως υπολείμματα της εφαρμογής της 106

124 στην ενεργή όψη και όχι διακριτή επέμβαση στο τμήμα αυτό του εργαλείου. Ωστόσο σε τρεις περιπτώσεις (ακ.1858, 3074, 2376) εντοπίζεται μία τελείως διαφορετική τεχνική περιφερειακής απολέπισης, εν είδει «ξακρίσματος» (η ίδια κατασκευαστική τεχνική απαντάται και στην κατηγορία των παθητικών εργαλείων τριβής, βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο). Η ενεργή επιφάνεια χρήσης δέχεται περιμετρική λάξευση σε λοξή φορά. Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση κεκλιμένης «ζώνης» περιμετρικά της επιφάνειας χρήσης, με περιφέρεια μικρότερη της μέγιστης δυνατής και πιο υπερυψωμένη από τη μέγιστη περιφέρεια του εργαλείου 72. Η τεχνική ίσως αποσκοπεί σε καλύτερο κράτημα και χειρισμό του εργαλείου, αφού η μέγιστη περιφέρεια στην οποία θα ακουμπούν τα δάχτυλα του χειριστή δεν θα συμπίπτει με τα όρια επιφάνειας χρήσης που βρίσκονται σε άμεση επαφή και τριβή με την επιφάνεια του παθητικού υποβάθρου. Ίσως να συνδέεται ακόμη με την καλύτερη επαφή του εργαλείου και του κατεργαζόμενου υλικού. Η διάκριση ιχνών σφυροκοπήματος είναι εξίσου σπάνια. Μονάχα σε ένα αντικείμενο της κατηγορίας (ακ.1867) εντοπίζεται ολικό σφυροκόπημα στην ενεργή επιφάνεια, για ανανέωση της αδρότητάς της. Η επακόλουθη χρήση του εργαλείου υπήρξε περιορισμένου βαθμού, αφού δε κατάφερε να αλλοιώσει τα αρνητικά ίχνη της επικρουστικής δράσης. Πιο ασυνήθιστη είναι η εφαρμογή σφυροκοπήματος για την επιμελή διαμόρφωση παθητικών επιφανειών του τεχνουργήματος (ακ.2062, μοναδικό παράδειγμα στο υλικό μας). ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Όπως ήδη αναφέρθηκε, η διάκριση παθητικών και ενεργητικών εργαλείων στο υλικό μας αποδείχθηκε ιδιαίτερα προβληματική από άποψη μορφομετρικών κριτηρίων: παρατηρήθηκε η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού εργαλείων τριβής άλεσης μικρών και μεσαίων διαστάσεων, με παρόμοια διαμόρφωση και μεγάλη αποσπασματικότητα. Οι «τριπτήρες» του υπό μελέτη συνόλου απαντούν σχεδόν αποκλειστικά σε καμπυλόγραμμα σχήματα, ελλειπτικό, ωοειδές, και σε μία περίπτωση απιόσχημο. Υπάρχουν δύο μονάχα εξαιρέσεις τεχνουργημάτων μη καμπυλόγραμμου, τριγωνικού περιγράμματος (ακ.2085, 2974). Στην πρώτη περίπτωση δεν είναι σαφής ο βαθμός σκοπιμότητας στη μορφολογία του εργαλείου. Μοιάζει περισσότερο για ακούσιο χαρακτηριστικό που επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το σχήμα του αρχικού φορέα και 72 Η περιφερειακή απολάξευση, σε ενεργητικά εργαλεία τριβής μαρτυρείται και στο Φράγχθι και ερμηνεύεται ως κατασκευαστική τεχνική (Stroulia 2010, 107), ωστόσο διαφοροποιείται από την παρατηρούμενη στο εν λόγω υλικό, καθώς δεν έχει λοξή φορά και δεν έχει το ίδιο μορφολογικό αποτέλεσμα όσον αφορά τη διαμόρφωση της ενεργής όψης. 107

125 την έντονη φθορά που υπέστη λόγω μετέπειτα χρήσης. Αντίθετα το ακ.2974 αποτελεί μορφολογικά μοναδικό δείγμα στο υπό μελέτη σύνολο, με αρχικό σχήμα τριγωνικό και τομή κατά μήκος επιμήκη τριγωνική σφηνοειδή. Οι δύο πλατιές, ελαφρώς κοίλες παθητικές επιφάνειες σε γωνιώδη διάταξη μεταξύ τους, εξυπηρετούσαν ως επιφάνειες συγκράτησης του εργαλείου. Η επιμελημένη διαμόρφωσή του, αποτέλεσμα ηθελημένων κατασκευαστικών επεμβάσεων, θα εξυπηρετούσε τον άνετο χειρισμό του και παραπέμπει σε ένα εντατικής ή/και εξειδικευμένης χρήσεως εργαλείο. Οι τομές των εργαλείων ποικίλουν: α) ελλειπτικές (π.χ. ακ.4897), β) επίπεδες κυρτές ή «χελωνοειδείς», όπου η ενεργή επιφάνεια είναι σε κάποιο βαθμό επιπεδωμένη και η επιφάνεια συγκράτησης έντονα κυρτή (π.χ. ακ.2969), γ) κυρτές επίπεδες, όπου η επιφάνεια χρήσης κυρτώνει έντονα ενώ η παθητική επιφάνεια χειρισμού είναι επιπεδωμένη (ακ.1867, 1811), και δ) σφηνοειδείς. Ο τελευταίος αυτός τύπος συνιστά τον πιο συχνά αντιπροσωπευόμενο (40,6% του συνόλου ενεργητικών εργαλείων τριβής άλεσης, ν=13). Η διαμόρφωση ενός ενεργητικού στελέχους συνδέεται άρρηκτα με τη χρήση του, τη δύναμη που ασκείται σε αυτό, τη μηχανική που εκτελεί και τη συνεπαγόμενη φθορά του, αλλά και με τη μορφολογία του παθητικού υποβάθρου με το οποίο συνεργεί. Στα ενεργητικά εργαλεία που δρουν σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση, ιδιαίτερα πάνω σε επιφάνειες λοξά τοποθετημένες, η πίεση ασκείται ανισομερώς, εντονότερη στην πλησιέστερη προς τον χειριστή πλευρά, με αποτέλεσμα την ταχύτερη φθορά τους στο εν λόγω σημείο. Για τον λόγο αυτό συνηθιζόταν η περιστροφή τους, ώστε να εναλλάσσονται οι πλευρές που δέχονταν αυξημένη πίεση. Στο υλικό μας υπάρχουν μόλις τέσσερα εργαλεία με δύο εναλλασσόμενες επιφάνειες χρήσης (ακ.1885, 2068, 2366, 2975, το 30,8% του συνόλου των εργαλείων με σφηνοειδή τομή). Ταυτόχρονα όμως η σφηνοειδής διαμόρφωση αποτελούσε ένα μορφολειτουργικό γνώρισμα που διευκόλυνε τον χειρισμό και την ώθηση του κινητού στελέχους (Μουνδρέα Αγραφιώτη 2007, 80). Η ασυμμετρία στην κατανομή του σώματος του αρχικού φορέα ήταν πιθανόν και αυτό ένα από τα ζητούμενα χαρακτηριστικά στην περισυλλογή των πρώτων υλών για την κατασκευή εργαλείων ή, εναλλακτικά, αποδιδόταν με τεχνητά, κατασκευαστικά μέσα. Αυτό υποστηρίζει τουλάχιστον η παρουσία του τριγωνικού, σε σχήμα και τομή, σκόπιμα διαμορφωμένου εργαλείου ακ Όσον αφορά τις διαστάσεις των εργαλείων, η αποσπασματικότητά τους επιτρέπει μονάχα κάποιες γενικές παρατηρήσεις 73. Ήταν περιορισμένων διαστάσεων, ώστε να είναι δυνατός ο 73 Ένας υπολογισμός των μέσων διαστάσεων αποκλείστηκε, καθώς θα αντανακλούσε το βαθμό αποσπασματικότητας του συνόλου παρά τα πραγματικά μεγέθη των μεμονωμένων τεχνουργημάτων. 108

126 χειρισμός τους με το ένα χέρι, ενώ λιγοστά μονάχα, μεγαλύτερων διαστάσεων, θα απαιτούσαν τη συνέργια και των δύο μελών του χρήστη (ενδεικτικά ακ. 1858, 4897, 1885). ΧΡΗΣΗ Όλα τα εργαλεία της κατηγορίας έχουν χρησιμοποιηθεί με ενεργητικό τρόπο σε τριπτικέςαλεστικές δραστηριότητες, όπως υποδηλώνουν οι λιγότερο ή περισσότερο απολειασμένες και ομαλοποιημένες επιφάνειές τους. Μέσω της επαφής και τριβής σκληρών επιφανειών μεταξύ τους, οι κόκκοι υλικού στις ενεργές όψεις των εργαλείων φθείρονται και εξομαλύνονται σταδιακά, ενώ ταυτόχρονα ο όγκος τους μειώνεται (Adams 1988, 311). Ένας μεγάλος αριθμός εργαλείων χαρακτηρίζεται από επιφάνειες χρήσης με έντονη εναλλαγή επιπεδότητας (leveling) και βαθύνσεων «κρατήρων» (pits). Το χαρακτηριστικό αυτό είναι ιδανικό για μία τριπτική αλεστική επιφάνεια, η οποία, για να είναι λειτουργική, πρέπει να είναι αδρή. Η επίτευξη της συνθήκης αυτής συνδέεται άμεσα με την επιλογή της κατάλληλης πρώτης ύλης, η οποία θα λειαίνεται μέσα από τη χρήση διατηρώντας ταυτόχρονα εν μέρει την αναγλυφότητα της λόγω των εγκλεισμάτων που περιέχει και που είτε προεξέχουν είτε έχουν αποκολληθεί δημιουργώντας ανωμαλίες στην μικροτοπογραφία του πετρώματος. Όπως ήδη αναφέραμε, σε περίπτωση συνέργιας ενός ενεργητικού στελέχους με ένα παθητικό, η σταδιακή χρήση και συνεπαγόμενη φθορά στις επιφάνειές τους έχει ως αποτέλεσμα τη συμπληρωματική τους διαμόρφωση και κατά τους δύο άξονες (βλ. Παράρτημα 3, εικ.13 και Κεφάλαιο Α). Η μελέτη της διαμόρφωσης των επιφανειών χρήσης των «τριπτήρων» υπήρξε αρκετά δυσχερής. Η αποσπασματικότητα που χαρακτηρίζει το σύνολο του υλικού σε συνδυασμό με το πολλές φορές μικρό, σε σχέση με το αρχικό τεχνούργημα, μέγεθος των θραυσμάτων, και τα περιφερειακά απολεπίσματα που συνιστούν μη χαρακτηριστικά κομμάτια του σώματος ενός εργαλείου, δε διευκολύνουν την παρατήρηση της κυρτότητας ή κοίλανσης μίας επιφάνειας. Παρόλα αυτά η εξέταση του υλικού μας αποκάλυψε μία μεγάλη ποικιλία ως προς τη διαμόρφωση της επιφάνειας χρήσης τους που περιελάμβανε όλους τους πιθανούς μορφολογικούς συνδυασμούς: πλήρως επιπεδωμένες, κυρτές και κατά τους δύο άξονες, κοίλες (κατά το μήκος) κυρτές (κατά το πλάτος) με διαφορετικό βαθμό κοίλανσης και κύρτωσης. Υπάρχουν ακόμα δύο ιδιόμορφες περιπτώσεις, όπου η ενεργή επιφάνεια είναι κοίλη και κατά τους δύο άξονες (ακ.2068, 1885). Εξαιρέθηκε ο υπολογισμός του πάχους, αφού το μεγαλύτερο μέρος των εργαλείων διατηρεί άθικτο τον άξονα πάχους, προσφέροντας περισσότερο ασφαλή αποτελέσματα. 109

127 Οι ενδείξεις συμφωνούν με την ποικιλομορφία των παθητικών υποβάθρων. Όπως και σε εκείνη την εργαλειακή κατηγορία, έτσι και σε αυτή, κυρίαρχη διαμόρφωση αποτελεί η κοίλη κυρτή, υποδηλώνοντας έτσι τη χρήση τριπτήρων με μήκος μεγαλύτερο του πλάτους των παθητικών στελεχών. Η διαμόρφωση μαρτυρεί ακόμη την ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση των τριπτήρων, άλλοτε σε πλήρη παραλληλότητα προς την επίπεδη επιφάνεια του παθητικού εργαλείου (ενδεικτικά ακ.4108) και άλλοτε κατά τρόπο που συνέβαλλε στη δημιουργία κοίλανσης (ενδεικτικά ακ.4897). Οι δύο ιδιόμορφες περιστάσεις (ακ.1885, 2068), αποτελούν εργαλεία με τυπική μορφολογία «τριπτήρα», και επομένως δεν τίθεται θέμα λανθασμένης ταξινόμησής τους. Πρόκειται για εργαλεία σφηνοειδούς τομής, μικρών διαστάσεων, με δύο ενεργές επιφάνειες. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μία ξεχωριστή, πιθανόν εξειδικευμένη, χρήση των εργαλείων αυτών που συνετέλεσε στη διαμόρφωση αυτή. Στην περίπτωση του ακ.2068 και οι δύο ενεργές όψεις φέρουν διαμόρφωση κοίλη επιπεδόκοιλη. Αντίθετα στο ακ.1885 μονάχα η μία έχει τη διαμόρφωση αυτή, ενώ η δεύτερη είναι κοίλη επιπεδόκυρτη. Αυτή η παρατήρηση σε συνδυασμό με ένα ακόμη τεχνούργημα, το ακ.2366, το οποίο επίσης φέρει δύο επιφάνειες χρήσης διαφορετικής διαμόρφωσης (κοίλη επίπεδη η μία, η άλλη επίπεδη ελαφρώς κυρτή), παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Συνήθως η ύπαρξη δύο επιφανειών χρήσης σε εργαλεία με σφηνοειδή τομή ερμηνεύεται, όπως ήδη αναφέραμε, ως αποτέλεσμα εναλλαγής τους στο ρόλο της ενεργούς όψης, ώστε να «μοιράζεται» ο βαθμός φθοράς μεταξύ των δύο. Στην προκειμένη περίπτωση, η διαφοροποίηση στην κατανομή των ενεργών όψεων του ίδιου εργαλείου αποκαλύπτει τη χρήση τους σε συνέργια με διαφορετικές επιφάνειες και ίσως σε διαφορετικά πλαίσια χρήσης. Τα μακροσκοπικά εντοπίσιμα ίχνη φθοράς χρήσης στις επιφάνειες των τριπτήρων περιλαμβάνουν λείανση και κατά τόπους στίλβη. Η παρατήρηση γραμμιδίων ήταν δύσκολη λόγω της φύσης των υλικών κατασκευής των εργαλείων πλούσιων σε εγκλείσματα. Τα ίχνη χρήσης καλύπτουν όλη την έκταση της επιφάνειας χρήσης, τουλάχιστον στον κατά πλάτος άξονα, και στον κατά μήκος σε περιπτώσεις που είναι ίσος ή μικρότερος με το πλάτος του παθητικού υποβάθρου, μαρτυρώντας τη συμμετοχή της επιφάνειας σε όλη της την έκταση στην τριπτική διαδικασία. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα παρατηρείται πολύ εντονότερη λείανση ή ακόμη και στίλβωση, στην περιφέρεια της επιφάνειας χρήσης, αποτέλεσμα μεγαλύτερης ασκούμενης δύναμης και, κατά συνέπεια, εντονότερης φθοράς. Αν ωστόσο η μορφολογία παθητικών και ενεργητικών εργαλείων συμπίπτει, η αντιστοίχιση της κοιλότητας κυρτότητας των ενεργών επιφανειών τους (παθητικών και 110

128 ενεργητικών εργαλείων) παρουσιάζεται, σε κάποιες περιπτώσεις, προβληματική. Όπως αναφέραμε, ο βαθμός κυρτότητας που παρουσιάζουν κατά τον άξονα πλάτους τα παθητικά υπόβαθρα δεν είναι μεγαλύτερος των 2 3 χιλ. Αντίθετα ο βαθμός κοίλανσης κατά τον άξονα μήκους κάποιων «τριπτήρων» είναι κατά πολύ μεγαλύτερος. Η αποσπασματικότητα της εργαλειακής αυτής κατηγορίας δεν επιτρέπει την εξαγωγή στατιστικών στοιχείων, ωστόσο το παράδειγμα του ακ.1745 είναι ενδεικτικό, δεδομένου ότι, αν και σώζεται μονάχα κατά τα 2/3 του μήκους του, παρουσιάζει βαθμό κοίλανσης 4 5 χιλ., που σε ακέραιη κατάσταση του εργαλείου θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Το ερώτημα που γεννάται λοιπόν είναι ποια είναι και πού βρίσκονται τα παθητικά ζεύγη των εργαλείων αυτών. Την απάντηση πιθανόν πρέπει να την αναζητήσουμε σε άλλα υλικά κατασκευής. Η ιδέα χρήσης του εν λόγω εργαλείου με ένα ξύλινο υπόβαθρο ή απευθείας πάνω σε κάποιο αντικείμενο, π.χ. έναν κορμό δένδρου, για την τριβή και διαμόρφωσή του, φαίνεται εύλογη. Το ακ.1745 έχει ενδιαφέρον και για έναν ακόμη λόγο. Ανήκει στην κατηγορία εκείνη εργαλείων τριβής με μορφολογία που παραπέμπει σε παθητικά στελέχη πολύ μικρών διαστάσεων. Ωστόσο τα ίχνη στην ενεργή επιφάνειά του, βαθύνσεις που διακόπτουν τη λείανση, υποδηλώνουν χρήση με κατεύθυνση παράλληλη προς τον στενό άξονα του πλάτους του, βεβαιώνοντας έτσι τη χρήση του με ενεργητικό τρόπο. ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ Και τα 32 τεχνουργήματα της κατηγορίας αυτής διατηρούνται αποσπασματικά, κάποια θραύσματα μάλιστα αντιπροσωπεύουν τόσο μικρό ποσοστό του αρχικού εργαλείου, ώστε η ανασύσταση της αρχικής μορφής ή των διαστάσεων να είναι αδύνατη. Η μελέτη της αποσπασματικότητας αποκαλύπτει κάποια μοτίβα καταστροφής, καθώς και ομοιότητες με την εργαλειακή κατηγορία των παθητικών υποβάθρων τριβής. Μεγάλος αριθμός τεχνουργημάτων διατηρούνται κατά το ήμισυ ή σε κάποιες περιπτώσεις κατά το 1/3, έχοντας σπάσει παράλληλα προς τον άξονα πλάτους, και αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά το ένα άκρο του εργαλείου (ακ.1858, 1867, 1885, , 2368, 2376, 4897). Τα θραύσματα αυτά θα μπορούσαν ίσως να διακαιολογηθούν στο πλαίσιο κάποιου ατυχήματος κατά τη χρήση τους ή εκτός αυτής. Κανένα από τα εργαλεία δε βρισκόταν σε διαδικασία ανανέωσης ή ανακατασκευής, ώστε να δικαιολογηθεί η θραύση του στα πλαίσια κατασκευαστικών επεμβάσεων, ούτε εντοπίστηκαν σε κάποιο από αυτά ίχνη δεύτερης χρήσης, οπότε απορρίπτεται η εκδοχή καταστροφής του αρχικού τεχνουργήματος με στόχο τον επανασχεδιασμό και επανάχρηση των κομματιών του. Αλλά ούτε υπάρχουν 111

129 τεχνουργήματα σε εξαντλημένο στάδιο, ώστε οι μικρές διαστάσεις τους και η φθορά τους να τα καθιστούν ευάλωτα. Περισσότερο ασυνήθιστα και «αντικανονικά» μοτίβα θραύσης συνιστούν οι ευθύγραμμες θραύσεις παράλληλες με τον άξονα του μήκους (2 παραδείγματα: ακ.1783, ακ.2974 όπου το εργαλείο έχει σπάσει ακριβώς στη μέση), ή κάθετα σε αυτόν, σε τρία κομμάτια (2 παραδείγματα: ακ.1745 που αποτελείται από δύο ισομεγέθη κομμάτια, από τα τρία τουλάχιστον συνολικά, και ακ.1811 που αποτελεί το μεσαίο τμήμα ενός τεχνουργήματος, από το οποίο αποσπάσθηκαν τα δύο άκρα). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του ακ , που συνίσταται από 3 συνανήκοντα θραύσματα και αντιπροσωπεύει το 1/2 1/3 του συνολικού τεχνουργήματος. Τα τρία τεμάχια, δεν έχουν κοινές επιφάνειες επαφής μονάχα ακμές που συνταιριάζουν, ενώ, στο ενδιάμεσό τους αφήνουν ένα ρομβοειδές κενό, το αρνητικό ίχνος ενός απόντος τεμαχίου. Επίσης η έντονη διαφορά στα πάχη των τεμαχίων υποδηλώνει θραύση, τουλάχιστον εν μέρει, και της οπίσθιας επιφάνειας. Το σύνθετο αυτό μοτίβο θραύσης βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στην ιδέα της ηθελημένης καταστροφής των τεχνουργημάτων. Η εικόνα ακέραιου λειψού που παρουσιάζει απορρίπτει την ιδέα ακέραιης απόρριψης του τεχνουργήματος και θραύσης του εντός του λάκκου λόγω της πτώσης, καθώς δεν μπορεί να εξηγηθεί η απουσία μεγάλων τεμαχίων. Αλλά και το σύνολο αυτών που εντέλει βρέθηκαν και που συνθέτουν το ένα άκρο του εργαλείου με ένα μόνο λειψό κομμάτι, δίνουν μία εικόνα που περισσότερο τεχνητή παρά τυχαία μπορεί να θεωρηθεί. Άλλο ένα μοτίβο, κοινό με τα παθητικά εργαλεία τριβής, είναι η παρουσία περιφερειακών απολεπισμάτων που φαίνεται να έχουν αφαιρεθεί σκόπιμα από το εργαλείο. Συνολικά εντοπίσθηκαν 5 τέτοιες περιπτώσεις (15,6% του συνόλου της κατηγορίας) (ακ.1946, 2062, 3074, 1828, 2402). Σε κάποιες από αυτές οι διαστάσεις είναι τέτοιες, ώστε να παραπέμπουν περισσότερο σε θραύσματα παρά σε απολεπίσματα. Η τεχνική αυτή δεν μπορεί να ερμηνευτεί λογικά ως τεχνική αναδιαμόρφωσης των εργαλείων, αφού η απώλεια σε πολύτιμη έκταση ενεργούς επιφάνειας θα ήταν σημαντική σε περιπτώσεις εργαλείων ήδη μικρών αρχικών διαστάσεων. Παρατηρείται άλλωστε ότι σε καμία περίπτωση τα απολεπίσματα αυτά δεν εντοπίζονται μαζί με τα εργαλεία προέλευσής τους, από τα οποία αποκολλήθηκαν, όπως θα μπορούσε να συμβεί σε μία απόθεση απορριμάτων τεχνικών εργασιών κατασκευής ή αναδιαμόρφωσης εργαλείων. Το μοτίβο αυτό των περιφερειακών απολεπισμάτων παραπέμπει περισσότερο σε μία καταστροφική πρακτική, παρά σε κατασκευαστική τεχνική (αντίθετα με την ανάλογη τεχνική απολάξευσης που αναφέραμε 112

130 παραπάνω). Το θραύσμα ακ.3074, ίσως και το ακ.2062, παρουσιάζουν συνδυασμό των δύο τεχνικών, της «κατασκευαστικής» και της «καταστρεπτικής» απολέπισης. Το κατασκευαστικό στάδιο διαμόρφωσης προϋπήρξε, καθώς φαίνεται, της χρήσης του εργαλείου αλλά και της θραύσης. Η απόσπαση του κομματιού έγινε σε δεύτερο στάδιο, αφού το εργαλείο είχε ξεκινήσει να χρησιμοποιείται. Είναι η ίδια ακριβώς πρακτική που εφαρμόζεται σε 2 παθητικά υπόβαθρα τριβής μετά τη χρήση τους (ακ.1752, 2405). Τέλος, σημαντική είναι η παρουσία εργαλείων που φέρουν ίχνη καύσης (κάτι ανάλογο με αυτό που παρατηρείται στα παθητικά εργαλεία). Το 21,9% (ν=7) του συνόλου φέρει σκουρόχρωμες επιφάνειες υποδηλώντας έκθεση σε υψηλή θερμοκρασία 74. Μάλιστα σε δύο περιπτώσεις (ακ. 2974, 4108) οι ενδείξεις μαρτυρούν καύση των εργαλείων, μετά τη θραύση τους. ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ Εξετάζοντας την οριζόντια και κατακόρυφη διασπορά των ενεργητικών εργαλείων τριβήςάλεσης προκύπτει μία ομοιόμορφη εικόνα. Χωρικά η διασπορά τους καλύπτει όλο το εύρος του υπό μελέτη χώρου. Εντοπίζονται σε όλους τους λάκκους πλην των λ.182 και 185 που συνιστούν τους φτωχότερους εν γένει σε τριπτά ευρήματα. Εξετάζοντας μονάχα τα εργαλεία βέβαιης προέλευσης προκύπτει ότι ο πλουσιότερος λάκκος είναι ο λ.243 του στρώματος Δ (ν=5). Ακολουθούν οι λάκκοι λ.240 στρ.δ (ν=4), 184 και 430 στρ.β (ν=4 και ν=3 αντίστοιχα). Λαμβάνοντας υπόψη μας και τα εργαλεία πιθανής προέλευσης, η χρονική κατανομή γίνεται πιο ομοιόμορφη με το 28,1 34,4% να προέρχεται από λάκκους του στρώματος Δ, το 28,1 34,4% του στρώματος Γ και το 31,25 43,75% του στρώματος Β. Στην πραγματικότητα ωστόσο, οι λάκκοι του στρώματος Γ, περισσότεροι αριθμητικά, είναι φτωχότεροι σε τριπτικό/αλεστικό εξοπλισμό σε αντίθεση με των άλλων στρωμάτων, περικλείοντας ένα, δύο ή και κανένα ενεργητικό στέλεχος Β. ΛΕΙΑΝΤΗΡΕΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΕΣ Πρόκειται για μία σχετικά ετερογενή εργαλειακή κατηγορία, όσον αφορά τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των τεχνουργημάτων που εντάσσονται σε αυτήν. Συνολικά αριθμεί 7 αντικείμενα (ακ.1765, 1908, 1983, 2953, 3100, 4107, 4880) με βασικό κριτήριο συνένταξής 74 Το ακ.2975, θρυμματισμένο κομμάτι εργαλείου τριβής θεωρήθηκε αβέβαιη περίπτωση καύσης και γι αυτό το λόγο δεν συμπεριελήφθηκε στο σύνολο. Ωστόσο είναι πολύ πιθανό η επίδραση της φωτιάς να είναι η αιτία αποσάθρωσης και πολυτεμαχισμού του (Α. Ράσσιου, προσ. επικ.). 113

131 τους τα ίχνη χρήσης στις ενεργές επιφάνειές τους. Η λιγότερο ή περισσότερο ενιαία, απολειασμένη υφή και συχνά επιπεδωμένη όψη των επιφανειών χρήσης τους, σε συνδυασμό με τις μικρές διαστάσεις τους, υποδεικνύει ότι χρησιμοποιήθηκαν όλα ως ενεργητικά εργαλεία τριβής (Παράρτημα 3, εικ ). Αρχικοί φορείς των εργαλείων αποτέλεσαν κροκάλες διαφορετικού υλικού, διαστάσεων και σχημάτων. Τέσσερα από τα τεχνουργήματα αυτά αποτελούν προϊόντα ευκαιριακού σχεδιασμού, χωρίς καμία κατεργασία διαμόρφωσης πέρα από την φθορά που υπέστησαν μέσα από την σταδιακή χρήση τους. Αντιθέτως τα υπόλοιπα τεχνουργήματα, δίνουν μία τελείως διαφορετική εικόνα, διατηρώντας στις επιφάνειές τους ίχνη ολικής κατεργασίας, με λάξευση, σφυροκόπημα και, σε μία περίπτωση, τριβή ήπιας έντασης, με στόχο την απολείανση των παθητικών επιφανειών. Το θραυσμένο ακ.4880, το μοναδικό ημίεργο της εργαλειακής αυτής κατηγορίας, έχει δεχθεί ολική λάξευση, για να λάβει επιπεδόκυρτη τομή και κυκλικό ή ελλειπτικό περίγραμμα. Άλλα δύο τεχνουργήματα, ολοκληρωμένης κατασκευής, παρουσιάζουν πλήρη διαμόρφωση του σώματός τους. Το ακέραια σωζόμενο ακ.1908 παρουσιάζει σπάνια επιμελημένη ολική διαμόρφωση. Έχει δεχθεί κατεργασία με λεπτό και πυκνό σφυροκόπημα και, σε δεύτερο στάδιο, με τριβή ήπιας έντασης για ομαλοποίηση των επιφανειών. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία πολλαπλών εδρών, ώστε να προσαρμόζεται τέλεια στο χέρι του χρήστη. Το αποσπασματικό ακ.1983 διατηρεί και αυτό ίχνη κατεργασίας με λεπτό και επιμελημένο σφυροκόπημα σε όλη τη σωζόμενη επιφάνεια της παθητικής του όψης. Από μορφολογικής απόψεως, όπως ήδη αναφέραμε, υπάρχει μεγάλη ποικιλία σχημάτων: κυκλικό ή ελλειπτικό (ν=2), επίμηκες κυλινδρικό (ν=2), ακανόνιστο τετράπλευρο (ν=2), στενόμακρο (ν=1) και σφαιρικό (ν=1). Ποικίλο είναι και το αντιπροσωπευόμενο σύνολο πρώτων υλών: γάββρος, ψαμμίτης μη μεταμορφωμένος, ασβεστόλιθος, διορίτης, σχιστοψαμμίτης, σχιστόλιθος. Τα εργαλεία διαθέτουν όλα από μία ενεργή επιφάνεια με, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο έντονα, ίχνη χρήσης. Ο μεγαλύτερος βαθμός φθοράς εντοπίζεται στα δύο τεχνουργήματα στρατηγικού σχεδιασμού (ακ.1908, 1983). Οι ενεργές επιφάνειες των δύο αυτών τεχνουργημάτων είναι επιπεδόκυρτες κυρτές στη διαμόρφωση και καλύπτονται από έντονη ενιαία λείανση και στίλβη. Αυτό σημαίνει ότι υποβλήθηκαν σε εντατικότερη ή εκτενέστερη χρήση και μαρτυρεί τη διαφοροποιημένη μεταχείριση των εργαλείων στρατηγικού σχεδιασμού σε σχέση με τα ευκαιριακού χαρακτήρα. 114

132 Στα εργαλεία ευκαιριακού σχεδιασμού εντάσσονται τρεις πεπλατυσμένες κροκάλες, εκ των οποίων οι δύο (ακ.1765, 2953) δέχθηκαν χρήση σε μέτριο βαθμό, με αποτέλεσμα να μην αποτριβούν και απολειανθούν πλήρως οι φυσικές ανωμαλίες της επιφάνειας χρήσης τους, ενώ η τρίτη (ακ.4107) εντονότερη, όπως μαρτυρεί η λείανση στίλβη στην επιφάνεια χρήσης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ακ.3100, ένα στενόμακρο θραύσμα με αδρές όψεις φυσικής διαμόρφωσης, και μία επιφάνεια χρήσης, κυρτή, με δύο επάλληλες επιμήκεις έδρες και έντονη ομαλοποίηση. Το μικρό τριπτικό στέλεχος συνεργούσε, καθώς φαίνεται, με κοίλες επιφάνειες, εξ ου και η έντονα κυρτή διαμόρφωσή του Γ. ΒΟΤΣΑΛΑ ΜΕ Η ΧΩΡΙΣ ΣΑΦΗ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ Στην κατηγορία εντάσσονται οχτώ βότσαλα (ακ.1816, 1817, 1901, 1955, 2070, 2088, 2190, 2340) με ή χωρίς μακροσκοπικά εντοπίσιμα ίχνη χρήσης (Παράρτημα 3, εικ ). Αποτέλεσαν (πιθανόν) ενεργητικά εργαλεία τριβής, χωρίς καμία προεργασία διαμόρφωσης, δεχόμενα μορφοποίηση αποκλειστικά μέσω της χρήσης τους (a posteriori εργαλεία). Διατηρούνται όλα ακέραια και έχουν μικρές διαστάσεις: μήκος 2,9 4,8 εκ., πλάτος 2,1 3,9 εκ., πάχος 0,9 2,5εκ. και μέση τιμή βάρους 40 γρ. Έχουν καμπυλόγραμμο σχήμα, ωοειδές ή ελλειπτικό, και είναι έντονα απολειασμένα λόγω φυσικών παραγόντων. Η τομή τους κατά τον άξονα του μήκους είναι κατά βάση ελλειπτική, με κάποιες εξαιρέσεις λιγότερο ή περισσότερο επιπεδωμένων επιφανειών. Η μακροσκοπική διάκριση ιχνών χρήσης στις επιφάνειές τους υπήρξε σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη λόγω της βαριάς φθοράς που πολλά υπέστησαν στα πλαίσια προσπάθειας συντήρησής τους 75. Μονάχα δύο φέρουν σαφή αναγνωρίσιμα ίχνη. Το ακ.2088 έχει μία πεπλατυσμένη επιφάνεια χρήσης, με έντονη στίλβη και λεπτά γραμμίδια σε πυκνή διάταξη, με κοινό προσανατολισμό παράλληλο με τον άξονα μήκους του βοτσάλου. Σε δύο σημεία των παθητικών επιφανειών του εντοπίζεται στίλβωση μικρής έντασης, αποτέλεσμα της έντονης επαφής με τα δάχτυλα του χρήστη. Το ακ.2340 έφερε δύο επιπεδόκυρτες επιφάνειες χρήσης, με στίλβη και συστάδες λεπτών και πυκνών γραμμιδίων, όχι ωστόσο ευδιάκριτων λόγω σύγχρονης φθοράς. Παρότι στα υπόλοιπα 75 Στα ασβεστολιθικά βότσαλα ακ.1901, 2070 η εξωτερική επιφάνεια έχει αλλοιωθεί λόγω της χρήσης οξέος, ενώ στα ακ.1816, 1955 και 2340 υπάρχουν πυκνές συγκεντρώσεις χαραγμών από τη χρήση νυστεριού. 115

133 βότσαλα ο μακροσκοπικός εντοπισμός ιχνών αποδείχθηκε αδύνατος, είναι πολύ πιθανό να είχαν δεχθεί ανάλογη χρήση. Οι πλατιές επιφάνειές τους, επιπεδωμένες και λείες, στηρίζουν μία τέτοια υπόθεση. Οι μικρές διαστάσεις τους, που συνεπάγονταν εξίσου μικρές επιφάνειες χρήσης, παραπέμπουν σε περιορισμένης κλίμακας εργασίες. Διέθεταν μία ή δύο παράλληλες επιφάνειες χρήσης, λειασμένες και κατά τόπους στιλβωμένες, μαρτυρώντας επαφή με ουσίες μαλακότερες από ό,τι το πέτρωμα των βοτσάλων. Η τριβή με πιο εύκαμπτες επιφάνειες συνέβαλε στην αποστρογγυλοποίηση των κόκκων της μικρομορφολογίας του πετρώματος συντελώντας στην σταδιακή ομαλοποίηση και απολείανση των επιφανειών χρήσης (Adams 1989 και 2002α). Ο χειρισμός τους ήταν δυνατός με το ένα χέρι, πολλές φορές ίσως με 2 ή 3 μόνο δάχτυλα. Τα πλαίσια πιθανής λειτουργίας των εργαλείων αυτών ποικίλλουν: τριβή και λείανση υφασμάτων και δορών, προετοιμασία κεραμικής, κατεργασία φυτικών ή άλλων υλών. Μάλιστα κάποια από αυτά θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί ως ενεργητικά στελέχη τριβής σε περιορισμένου μεγέθους παθητικά υπόβαθρα, όπως τα σχεδιασμένα ή a posteriori εργαλεία με κοιλότητα (π.χ. ακ.2025). Όσον αφορά τη χωροχρονική κατανομή τους, τα ευρήματα αυτά προέρχονται από ένα μεγάλο αριθμό λάκκων με διαφορετικό χρονολογικό ορίζοντα, που υπάγονται και στα τρία πρωιμότερα στρώματα (Δ λ.240, 243, Γ 182, 183 ίσως, 241, και Β λ.430) Δ. ΤΜΗΜΑΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΧΡΗΣΗ Στην κατηγορία αυτή ανήκουν 3 τεχνουργήματα (ακ.1845, 2069, 2269), θραύσματα ενεργητικών ή παθητικών εργαλείων τριβής άλεσης, που, μετά την θραύση τους, δέχθηκαν δεύτερη χρήση. Είναι κατασκευασμένα από σκληρό, υψηλής συνοχής, λατυποπαγές υλικό, πλούσιο σε εγκλείσματα και είχαν σχετικά μικρές διαστάσεις (μήκος 8,9 16,3 εκ., πλάτος 4,8 6,8 εκ., πάχος 4,1 9 εκ.). Τα δύο από τα τρία κομμάτια (ακ.2269, 1845) διατηρούν τμήμα της επιφάνειας χρήσης του αρχικού τεχνουργήματος με λείανση και κατά τόπους έντονη εναλλαγή βαθύνσεων και επιπεδωμένων σημείων, τυπική μορφολογία των εργαλείων τριβής άλεσης. Το ακ.2269 πιθανόν αποτελεί τμήμα ενός ενεργητικού εργαλείου τριβής, με την επιφάνεια χρήσης του κυρτή κατά το μήκος, αρκετά επιπεδωμένη κατά το πλάτος, ενώ το ακ.1845, με αρκετά μεγάλο βαθμό κοίλανσης της επιφάνειας χρήσης του, προήλθε μάλλον από ένα παθητικό 116

134 στέλεχος (βλ. Παράρτημα 3, εικ.102). Το τρίτο τεχνούργημα, ακ.2069, αν και διατηρεί μονάχα ένα τμήμα εξωτερικής παθητικής επιφάνειας του εργαλείου, αποτελεί πιθανόν θραύσμα παθητικού στελέχους, λόγω των διαστάσεων του που θα καθιστούσαν δυσχερή το χειρισμό του με το χέρι. Οι επιφάνειες θραύσης τους είναι αδρές και ανώμαλες στη διαμόρφωσή τους και δεν φέρουν κανένα ίχνος κατασκευαστικής επέμβασης σε δεύτερο στάδιο, ούτε όμως ίχνη χρήσης. Μονάχα το ακ.1845 παρουσιάζει ιδιόμορφο «δακρύσχημο» περίγραμμα αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο ηθελημένης διαμόρφωσής του, χωρίς ωστόσο να καταστεί δυνατή η σαφής διάκριση κατασκευαστικών ιχνών. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους, και αυτό που τα διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα θραύσματα τριπτικού αλεστικού εξοπλισμού, είναι μία ιδιόμορφη, συμπαγής διαμόρφωση, με υφή που παραπέμπει σε αργιλούχο υλικό (βλ. Παράρτημα 3, εικ.22, 23). Εντοπίζεται αποκλειστικά σε σωζόμενα κομμάτια των εξωτερικών επιφανειών των αρχικών εργαλείων, όχι όμως στα σωζόμενα τμήματα των ενεργών όψεων που διασώζουν τα δύο από τα τρία αντικείμενα, ούτε στις θραυσμένες όψεις. Παρά την κατανομή της που μοιάζει να συνδέεται με τα ακέραια εργαλεία, η ιδιάζουσα διαμόρφωση δεν φαίνεται να διακόπτεται στα σημεία θραύσης των επιφανειών και συνδέεται μάλλον με τη χρήση των θραυσμάτων παρά των αρχικών τεχνουργημάτων. Οι επιφάνειες με την ιδιαίτερη υφή, αν και κατά τόπους λείες, δεν είναι ομαλές. Στην επιφάνειά τους υπάρχουν εγκλείσματα που προεξέχουν, καθώς και πυκνές συγκεντρώσεις γραμμικών ιχνών, με κοινό προσανατολισμό και κατεύθυνση παράλληλη προς το μακρύ άξονα του θραύσματος. Δεν πρόκειται για τα τυπικά ίχνη τριπτικής φθοράς που απαντούμε στις επιφάνειες άλλων εργαλείων, αλλά για βαθιές, έντονες εκδορές με μεγάλο μήκος που υποδηλώνουν τριβή με ένταση, επάνω σε κάποιο σκληρό και αδρό υλικό. Οι αρχικές υποθέσεις περιστράφηκαν γύρω από μία πιθανή αλλοίωση του πλούσιου σε άργιλο πετρώματος υπό υψηλές θερμοκρασίες, λόγω έκθεσής του σε φωτιά. Τα κατά τόπους έντονα σκουρόχρωμα ίχνη στις επιφάνειες του ακ.1845 μαρτυρούν καύση του, πιθανόν μετά την θραύση του αρχικού εργαλείου, και λειτουργούν υποστηρικτικά στην ιδέα αυτή. Γεννιέται ωστόσο το ερώτημα, γιατί να εμφανιστεί η ιδιαίτερη αυτή διαμόρφωση μονάχα σε μεμονωμένες επιφάνειες των θραυσμάτων και όχι σε όλες. Το δεύτερο πιθανό ενδεχόμενο αφορά την επάλειψη κάποιας ουσίας. Αν και χρωματικά ομοιάζουν έντονα με το ίδιο το πέτρωμα, οι επιφάνειες στα θραύσματα ακ.1845 και 2269 δημιουργούν έντονα την αίσθηση της επίστρωσης. 117

135 Για να διαπιστωθεί το είδος του εν λόγω υλικού, διενεργήθηκε δειγματοληψία από δύο διαφορετικά σημεία του ακ.1845, από την αδρή επιφάνεια θραύσης του και από σημείο της επιφάνειας με την προς αποσαφήνιση διαμόρφωση. Οι αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης συνδεδεμένο με φασματόμετρο ενεργειακής διασποράς (SEM EDS). Η αντιπαραβολή τους έδειξε ότι πρόκειται για μία ουσία επαλειμμένη στην επιφάνεια του πετρώματος και ξένη προς αυτό. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν αυξημένη ποσότητα αργιλίου και σιδήρου, το οποίο αποτελεί και συστατικό του πετρώματος σε πολύ μικρότερο όμως ποσοστό (Παράρτημα 1, Πίν. Β2 και Β3). Ένας σαφέστερος προσδιορισμός της ταυτότητας του υλικού προϋποθέτει περαιτέρω αναλύσεις. Ωστόσο, σε ένα πρώτο στάδιο, έχει ενδιαφέρον ο εντοπισμός σιδήρου και αργιλίου που παραπέμπει στη σύσταση κεραμικών στοιχείων (Λ. Παπαδοπούλου, προσ. επικ.). Τα θραύσματα αυτά αποκόπηκαν, τυχαία ή σκόπιμα, από τα αρχικά τεχνουργήματα, και δέχθηκαν δεύτερη χρήση, στα πλαίσια της οποίας οι όψεις, στις οποίες τώρα εντοπίζεται η ιδιόμορφη επίστρωση, επιτέλεσαν ως επιφάνειες χρήσης. Το γεγονός ότι η επικάλυψη των όψεων δεν συνδέεται με το ίδιο το πέτρωμα, αλλά είναι μεταγενέστερη, σε συνδυασμό με τα ίχνη που διατηρεί, λειτουργούν υποστηρικτικά. Οι πυκνές έντονες γραμμές με κοινό προσανατολισμό υποδηλώνουν τριπτική δράση με ευθύγραμμη φορά, πιθανόν επάνω σε κάποια αδρή επιφάνεια αργιλούχας/σιδηρούχας φύσεως. Ίσως πρόκειται για εργαλεία προορισμένα για την ομαλοποίηση νωπών επιφανειών από κατασκευές ή οικήματα, ή ακόμη και την επάλειψή τους με υλικά ανάλογης φύσεως σε υδαρή μορφή. Οι διαστάσεις τους άλλωστε είναι κατάλληλες για χειρισμό τους στο χέρι, ως ενεργητικά κινητά στοιχεία. Ο εντοπισμός ανάλογων κομματιών στο σύνολο του υλικού (παρόμοιου σχήματος, υλικού κατασκευής και προέλευσης από εργαλεία τριβής άλεσης) (Α. Στρούλια, προσ. επικ.) εγείρει ισχυρά ερωτήματα γύρω από την πιθανότητα σκόπιμης διαμόρφωσής τους για δεύτερη χρήση συγκεκριμένου είδους. Όσον αφορά την οριζόντια και κατακόρυφη κατανομή τους, δεν διαφαίνεται η ύπαρξη κάποιου μοτίβου. Αντιθέτως και τα τρία τεχνουργήματα έχουν ανόμοια προέλευση, από διαφορετικούς λάκκους των τριών πρωιμότερων στρωμάτων (Δ λ.243, Γ λ.183, Β λ.430). 118

136 4.2.2.Ε. «ΧΡΩΜΑΤΟΤΡΙΠΤΗΣ» 76 Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται ένα μόνο εργαλείο, το ακ Είναι επίμηκες, με ένα άκρο που απολήγει σε στενή, έντονα αμβλυμένη κόψη και το άλλο θραυσμένο. Πρόκειται για τμήμα εργαλείου πιθανώς με κόψη, από βασάλτη, σε δεύτερη χρήση, όπως υποδηλώνουν τα ίχνη διαφοροποιημένης κατεργασίας στις σωζόμενες επιφάνειές του. Τρεις από τις όψεις του έχουν διαμορφωθεί με λεπτό, επιμελημένο σφυροκόπημα και, στη συνέχεια, απολειάνθηκαν ομοιόμορφα μέσω τριβής, χωρίς να απαλειφθούν πλήρως τα αρνητικά ίχνη του σφυροκοπήματος. Πρόκειται για την αρχική διαμόρφωση του εργαλείου που συνδέεται με την πρώτη χρήση του. Η αδρή λάξευση διακόπτει την επιμελημένη κατεργασία διαμορφώνοντας μία στενόμακρη επιπεδωμένη επιφάνεια και αντιπροσωπεύει ένα μεταγενέστερο επεισόδιο, με στόχο την αναδιαμόρφωση και εκ νέου επανάχρηση του αντικειμένου. Στο άκρο της μίας πλατιάς επιφάνειας διατηρείται παχιά απόθεση ερυθρού χρώματος, κυκλικού περιγράμματος (Παράρτημα 3, εικ ). Η ανάλυση της ουσίας αυτής σε ηλεκτρονικό μικροκόπιο σάρωσης (SEM EDS) έδειξε αυξημένη ποσότητα πυριτίου που μπορεί να αποτελεί συστατικό στοιχείο του ίδιου του πετρώματος. Ταυτόχρονα η υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο υποδηλώνει ότι η ερυθρή ουσία στο άκρο του εργαλείου είναι πιθανότατα κάποιο οξείδιο ή υδροξείδιο του σιδήρου και υποστηρίζει την υπόθεση κατεργασίας κάποιου υλικού πιθανόν για την παρασκευή χρωστικής (Λ. Παπαδοπούλου, προσ. επικ.) (Παράρτημα 1, Πίν. Β1). Με βάση τα αποτελέσματα το εργαλείο αυτό συνιστά το μοναδικό στο υπό μελέτη υλικό, που φέρει εντοπίσιμα τουλάχιστον μακροσκοπικά ίχνη πιθανής χρωστικής. Σώζεται αποσπασματικά, ωστόσο το αρχικό μέγεθος του τεχνουργήματος δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις διαστάσεις που επέτρεπαν το κράτημα και τον χειρισμό του με το ένα χέρι. Το σημείο, στο οποίο εντοπίζεται η απόθεση, υποδηλώνει και το σημείο άμεσης επαφής με το υπό κατεργασία υλικό. Οι μικρές διαστάσεις της επιφάνειας που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ενεργή, σε συνδυασμό με τη γενική μορφολογία του αντικειμένου 77, δεν συνάδουν με μία λειτουργία άλεσης/κονιοποίησης πρώτων υλών. Το ίχνος χρωστικής φέρει ομοιόμορφο πάχος, λίγο παχύτερο στην περιφέρεια, ενώ απουσιάζουν τα ίχνη άλεσης. Μικροσκοπικά η 76 Ο χαρακτηρισμός «χρωματοτρίπτης» είναι καθαρά τυπικός. Εδώ χρησιμοποιείται για ένα τεχνούργημα που κατεργάζεται χρωστικές εμπλέκοντας τριβή μικρής έντασης και όχι για ένα ενεργητικό εργαλείο λειοτρίβησης χρωστικών ουσιών (για μία τέτοια χρήση του όρου βλ. Μουνδρέα Αγραφιώτη 2007). 77 Το ίχνος έχει διάμετρο μόλις 1 εκ., ενώ το μέγιστο πλάτος του εργαλείου στο σημείο αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλύτερο. Μάλιστα η κυρτή διαμόρφωση της επιφάνειας μάλλον θα λειτουργούσε ως δυσχεραντικός παράγων. 119

137 χρωστική έχει προσχωρήσει ανάμεσα στους κόκκους του πετρώματος και στις μικρές βαθύνσεις της επιφάνειας, χαρακτηριστικό των χρωστικών που έχουν αναμειχθεί με κάποια υγρή ουσία (González & Ibáñez 2002, 423). Επομένως φαίνεται αρκετά πιθανό να χρησιμοποιήθηκε για την ανάμειξη της χρωστικής ουσίας με κάποιο συνεκτικό υλικό, με την εκτέλεση κυκλικών ή ελλειπτικών κινήσεων, επάνω σε μία παθητική επιφάνεια, με στόχο την παρασκευή βαφής. Ο εντοπισμός του τεχνουργήματος αυτού φαίνεται να πιστοποιεί τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων παρασκευής και κατεργασίας χρωστικών ουσιών και την ύπαρξη κατάλληλου εργαλειακού εξοπλισμού. Με αυτού του είδους τις τεχνικές δραστηριότητες πιθανόν να συνδέεται και μία σειρά από θραύσματα ερυθρών πετρωμάτων (βλ. Κεφάλαιο 4.6.2) ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ Στην κατηγορία εντάσσονται 10 αντικείμενα με κοινό γνώρισμα την σχιστώδη φύση των πρώτων υλών τους. Μορφολογικά παραπέμπουν σε ακανόνιστα κομμάτια πετρώματος, παρουσιάζουν ωστόσο κάποιες ομοιότητες που ενίστανται στο τυχαίο της διαμόρφωσής τους κάποιων τουλάχιστον εξ αυτών, χωρίς παρόλα αυτά να υπάρχουν εντοπίσιμα ίχνη κατεργασίας τους (Παράρτημα 3, εικ. 97, 98). Τρία έχουν τριγωνικό περίγραμμα, ενώ τα υπόλοιπα παρουσιάζουν τετράπλευρη διαμόρφωση, λιγότερο ή περισσότερο ακανόνιστη. Οι διαστάσεις τους είναι μικρές: μέσο μήκος 9,4 εκ., πλάτος 5,8 εκ. και πάχος 2,9 εκ. Παρουσιάζουν τουλάχιστον μία επιφάνεια ομαλοποιημένη και λεία, ενώ κάποιες φορές αυτό ισχύει και για τις δύο πλατιές επιφάνειές τους, διαμόρφωση που φαίνεται να οφείλεται τουλάχιστον ως ένα βαθμό σε φυσικούς παράγοντες. Οι πρώτες ύλες τους είναι όλες σχιστώδη πετρώματα που αφθονούν στις περιοχές γύρω από τη λεκάνη της Κίτρινης λίμνης (γνεύσιος ν=5, σχιστόλιθος ν=4 και γνευσιοσχιστόλιθος ν=1). Μονάχα δύο παραδείγματα φέρουν σαφή ίχνη χρήσης, τα ακ.1824 και Το πρώτο έχει μία πλατιά επιφάνεια, κοίλη κατά το μήκος, επίπεδη κατά το πλάτος, με λείανση σε όλη την έκτασή της, και κατά τόπους φυσικές ανωμαλίες του πετρώματος. Στην ίδια επιφάνεια εντοπίζεται μία πυκνή συγκέντρωση μικρού αριθμού γραμμιδίων με κατεύθυνση παράλληλη προς τον άξονα μήκους του αντικειμένου. Όλες οι υπόλοιπες επιφάνειες είναι 120

138 αδρές. Το δεύτερο κομμάτι έχει μία πλατιά επιφάνεια επιπεδόκοιλης διαμόρφωσης με ενιαία λείανση. Φαίνεται ότι κάποια, αν όχι όλα, τα κομμάτια της κατηγορίας αυτής χρησιμοποιήθηκαν σε ακατέργαστη μορφή ως εργαλεία τριβής, με ενεργητικό ή παθητικό χαρακτήρα, οπωσδήποτε όμως ως εργαλεία χειρός λόγω των μικρών τους διαστάσεων 78. Τα επεισόδια χρήσης τους πρέπει να ήταν σύντομα, αφού τα ίχνη λείανσης είναι περιορισμένα και οι φυσικές ανωμαλίες του υλικού δεν έχουν απολειανθεί ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ Στην κατηγορία αυτή εντάχθηκαν όλα τα σωζόμενα κομμάτια, 24 στο σύνολο, που αποδίδονται μεν, άλλα με μεγαλύτερο και άλλα με μικρότερο βαθμό βεβαιότητας, στην κατηγορία των εργαλείων τριβής άλεσης, ωστόσο η αποσπασματικότητα και η κακή διατήρησή τους δεν επιτρέπουν μία πιο εξειδικευμένη ταξινόμησή τους. Κανένα θραύσμα δεν σώζει το μέγιστο μήκος ή πλάτος του αρχικού τεχνουργήματος από το οποίο προήλθε 79. Είναι κατά βάση μικρών διαστάσεων (μέσο μήκος 6,9 εκ., πλάτος 4,7 εκ., πάχος 3,6 εκ.) και αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό τμήμα του συνολικού σώματος των εργαλείων. Η διατήρησή τους είναι κακή, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα τα κομμάτια είναι πολύ έντονα αποσαθρωμένα, κάποια καμένα (ακ.2980, 1890, 2009, 2950) ή θρυμματισμένα (ακ.2016, 2206). Τα περισσότερα διατηρούν ένα μικρό τμήμα της επιφάνειας χρήσης που χαρακτηρίζεται από ομαλοποίηση και λείανση, συχνά έντονη, και σε μία περίπτωση από κατά τόπους στίλβη, ενδείξεις ότι τα εργαλεία είχαν χρησιμοποιηθεί σε τριπτικές δραστηριότητες. Η απουσία κρατήρων σφυροκοπήματος φανερώνει ότι δεν πραγματοποιήθηκε καμία απόπειρα ανανέωσης της αδρότητάς τους. Σε αρκετές περιπτώσεις διατηρείται τμήμα μίας τουλάχιστον παθητικής επιφάνειας του εργαλείου. Μαρτυρείται η εφαρμογή αδρής λάξευσης και πιθανώς, σε μία μόνο περίπτωση, τριβής για διαμόρφωση της περιφέρειας της ενεργής όψης. 78 Κάτι ανάλογο διαπιστώθηκε στο Μεγάλο Νησί Γαλάνης με ένα σύνολο «πλακιδίων» από γνεύσιο (Στρούλια 2003, 578). 79 Μονάχα τρία τεμάχια διατηρούν το πλήρες πάχος τους, ένδειξη η οποία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν ταυτίζεται κατ ανάγκη με το μέγιστο πάχος του συνολικού εργαλείου. 121

139 Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι τα πολυάριθμα μικρά θραύσματα της κατηγορίας αυτής δεν συνανήκουν με άλλα, ανάλογων ή μεγαλύτερων διαστάσεων. Επιπλέον, και σε αυτήν την κατηγορία, εντοπίζονται στοιχεία που επικυρώνουν τις παρατηρήσεις που πραγματοποιήθηκαν βάσει των ομάδων παθητικών και ενεργητικών εργαλείων τριβήςάλεσης. Εντοπίζονται και εδώ τεμάχια με σαφείς ενδείξεις καύσης (ν=5), όπως επίσης πλευρικά απολεπίσματα (ακ.2402, 3073) ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΡΟΥΣΗΣ Τα ενεργητικά εργαλεία κρούσης ή αλλιώς επικρουστικά εργαλεία λειτουργούν με ριχτή επίκρουση σε ποικίλες γωνίες ως προς την επιφάνεια κατεργασίας (επιφάνεια απόκρουσης) με σκοπό την απολέπιση, την θραύση, τη σύνθλιψη ή τον θρυμματισμό ανόργανων ή οργανικών υλών, για τη μορφοποίηση ή μεταποίησή τους. Τα επικρουστικά εργαλεία είχαν ένα τεράστιο εύρος χρήσεων, καθώς μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε όλες ουσιαστικά τις δραστηριότητες. Συμμετείχαν στην κατασκευή άλλων τριπτών εργαλείων (οι τεχνικές λάξευσης, σφυροκοπήματος και ραμφοκοπήματος προϋπέθεταν ένα επικρουστικό στέλεχος), στη διαμόρφωση και επεξεργασία απολεπισμένων εργαλείων (στην απόσπαση λεπίδων ή φολίδων από έναν πυρήνα και στις επεμβάσεις επιμέρους κατεργασίας τους), στην κατασκευή άλλων τεχνουργημάτων από λίθο, στην κεραμική παραγωγή, στην παρασκευή χρωστικών ουσιών μέσα από τον θρυμματισμό ορυκτών, αλλά και στην θραύση ή κονιοποίηση διαφόρων εδώδιμων υλών. Τα εργαλεία με ενδείξεις επικρουστικής χρήσης στο υλικό μας είναι λιγοστά στο σύνολο (ν=15) και αντιπροσωπεύουν μόλις το 8,9% των τεχνουργημάτων με προέλευση τους υπό μελέτη λάκκους. Ωστόσο μονάχα 8 εξ αυτών χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για κρούση, και μάλιστα από αυτά ελάχιστα φέρουν ενδείξεις εξαντλήσεώς τους (Παράρτημα 3, εικ ). Τα υπόλοιπα 7 τεχνουργήματα διατηρούν ίχνη τριβής και κρούσης στις επιφάνειές τους, συνιστούν δηλαδή εργαλεία πολλαπλών, παράλληλων ή επάλληλων, χρήσεων (βλ. Κεφάλαιο 4.4.). Δεδομένης της σημασίας και της χρησιμότητας της εργαλειακής αυτής κατηγορίας μία τέτοια υποαντιπροσώπευσή της προκαλεί έκπληξη. Υπάρχουν δύο πιθανές διαστάσεις της παρατήρησης αυτής, καθεμία με διαφορετική ερμηνευτική σημασία: είτε πρόκειται για μία περιορισμένη εικόνα, τυχαία ή μη, είτε πρόκειται για ένα γενικευμένο φαινόμενο που αφορά το σύνολο των ανασκαφθέντων λάκκων. Οι ενδείξεις της προκαταρκτικής εξέτασης 122

140 του υλικού φαίνεται να υποδεικνύουν την ισχύ της δεύτερης υπόθεσης: σε σύνολο 2699 καταγεγραμμένων αντικειμένων τριπτής λιθοτεχνίας που απέδωσαν οι 462 λάκκοι, τα εργαλεία κρούσης αντιπροσωπεύουν μόλις το 2,4% αριθμώντας 65 τεχνουργήματα (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, ). Μολονότι ο αριθμός αυτός στην πραγματικότητα ήταν ίσως λίγο μεγαλύτερος, αν λάβουμε υπόψη μας την ύπαρξη μικρών θραυσμάτων τεχνουργημάτων που λόγω αποσπασματικότητας δεν μπορούν να ενταχθούν με σαφήνεια σε κάποια κατηγορία, ο αριθμός εξακολουθεί να είναι πολύ περιορισμένος 80. Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι ποια εργαλεία χρησιμοποιούνταν εντέλει στις δραστηριότητες που ενείχαν κρουστική δράση. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε τη συμπλήρωση του τεχνικού εξοπλισμού με τεχνουργήματα από άλλο υλικό (κέρατα ζώων), ωστόσο τα εν λόγω εργαλεία είναι ελάχιστα μόλις τέσσερα (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 403) 81. Μία τέτοια εικόνα δεν μπορεί να είναι τυχαία ούτε να οφείλεται σε μετααποθετικούς παράγοντες, αλλά πρέπει να σχετίζεται με την ίδια την κατηγορία τεχνουργημάτων, ως κοινωνικά και πολιτισμικά αρθρωμένη κατηγορία υλικών αντικειμένων. Τα λίθινα εργαλεία κρούσης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα σχεδιασμού τους και της πεπερασμένης διάρκειας ζωής τους 82, όταν πλέον αχρηστεύονταν, ή όταν απλά ολοκληρωνόταν η εργασίαπλαίσιο χρήσης τους, είναι πιθανό να απορρίπτονταν άμεσα στα διάφορα μέρη, όπου λάμβαναν χώρα οι δραστηριότητες στις οποίες χρησιμοποιούνταν, και να σωρεύονταν εκεί (βλ. Keeley 1982, 802, όπου προτείνει το ίδιο ως πιθανό τρόπο μεταχείρισης των εργαλείων χειρός με κόψη, σε αντιδιαστολή με τα στειλεωμένα εργαλεία). Κάτι τέτοιο θα συνέβαλλε σε διαφορετικό μοτίβο κατανομής, με μεγαλύτερη διασπορά στο χώρο, σε σύγκριση με άλλες εργαλειακές κατηγορίες πιο περιορισμένου εύρους λειτουργιών και, κατ επέκταση, πιθανόν περισσότερο χωρικά εστιασμένη χρήση. Η ιδιαίτερη προέλευση του υλικού, όχι από τον ίδιο τον ενδοκοινοτικό χώρο, αλλά από μία οριακή περιοχή του με πλήθος λάκκων απορριμματικού/αποθετικού χαρακτήρα, 80 Η Χονδρογιάννη Μετόκη (2009) στην προκαταρκτική παρουσίαση του υλικού δεν κάνει κάποια ξεχωριστή αναφορά σε πολυλειτουργικά εργαλεία με ίχνη τριβής κρούσης, επομένως δε γνωρίζουμε εάν αυτά εντάχθηκαν (συνολικά ή όχι) στην κατηγορία εργαλείων κρούσης. Οι αριθμητικές αναλογίες ωστόσο και πάλι δεν θα μπορούσαν να μεταβληθούν σημαντικά. 81 Ανάλογη εικόνα πολύ περιορισμένου αριθμού εργαλείων κρούσης, μη εντατικά χρησιμοποιημένων, έχουμε από το Μεγάλο Νησί Γαλάνης. Και εκεί η παρουσία κεράτινων εργαλείων είναι πολύ ισχνή, για να υποστηριχθεί μία συμπληρωματική της λειτουργία (βλ. Στρούλια 2003, 577). Ωστόσο στην περίπτωση αυτή πρόκειται για μικρής έκτασης ανασκαφή, στο χώρο εντός του οικισμού. Και στο Μακρύγιαλο τα εργαλεία κρούσης είναι εξαιρετικά σπάνια και αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,8% του συνόλου των τριπτών τεχνουργημάτων (Tsoraki 2007, 291, 292). 82 Τα εργαλεία κρούσης εξαιτίας της κρουστικής δράσης τους ήταν πολύ πιο «έκθετα» στην φθορά. Η μεγάλη ισχύς ενός χτυπήματος ή και ένα ψεγάδι της πρώτης ύλης κατασκευής τους θα συνέβαλλαν στη θραύση τους. 123

141 περιπλέκει την εικόνα. Είναι πιθανό η μειωμένη αντιπροσώπευση μίας συγκεκριμένης εργαλειακής κατηγορίας να συνδέεται ακριβώς με αυτό. Οι ενδείξεις υπαινίσσονται την ύπαρξη μίας στρατηγικής στη δόμηση των αποθέσεων και στην επιλογή του περιεχομένου τους. Ίσως για κάποιο λόγο τα εργαλεία κρούσης να μην αποτελούσαν προτιμητέα «πρώτη ύλη» για το γέμισμα των λάκκων αυτών. ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ Τα επικρουστικά εργαλεία στο υλικό μας είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα εργαλεία a posteriori, με μία εξαίρεση, το ακ.2988, ένα ημίεργο εργαλείο με κόψη που δεν ολοκληρώθηκε και χρησιμοποιήθηκε εντέλει ως επικρουστικό. Πρόκειται για κροκάλες, και σπανιότερα βότσαλα 83 και ακανόνιστους λίθους, διαφόρων πετρωμάτων που συλλέγονται και χρησιμοποιούνται χωρίς τη μεσολάβηση οποιασδήποτε κατεργασίας διαμόρφωσης. Τα κριτήρια επιλογής τους είναι το κατάλληλο μέγεθος και σχήμα για το χειρισμό τους με το ένα ή και τα δύο χέρια, αλλά και το βάρος τους, στοιχείο λειτουργικής σημασίας 84. Αν και ολιγάριθμα, τα εργαλεία της κατηγορίας αυτής αντανακλούν ένα εύρος επιλεγόμενων υλών: ο γάββρος είναι και πάλι η κυρίαρχη πρώτη ύλη (ν=5, 62,5%). Ακολουθούν ο ροδιγκίτης, ο διορίτης και ο σερπεντινίτης που εκπροσωπούνται με ένα μόνο αντικείμενο (12,5%). Για «βαριές» χρήσεις, που θα περιελάμβαναν ισχυρές κρούσεις επιλέγονται σκληρά πετρώματα, εξαιρετικά λεπτόκοκκα και βαριά (ακ.4881 ροδιγκίτης και ακ.4815 διορίτης). Πλην του επιμήκους ακ.2988, όλα τα υπό μελέτη επικρουστικά στελέχη είναι σφαιρικού σχήματος, κατάλληλα για χρήση με το ένα χέρι. Αντιπροσωπεύονται εργαλεία μικρών διαστάσεων (ακ.1860 με διάμετρο 4,3 εκ.) αλλά και μεγάλων, καθώς κάποια από τα θραύσματα φαίνεται ότι αποτελούσαν τμήμα τεχνουργημάτων διαμέτρου 7 9 εκ. (ακ.2267, 1849, 4815). Το μέσο βάρος τους υπολογίζεται περίπου στα 416 γρ. 85. Ο βαθμός αποσπασματικότητάς τους (75%) είναι ιδιαίτερα υψηλός, όχι ωστόσο απρόσμενος για την 83 Εφαρμόσαμε ένα τυπικό μορφομετρικό κριτήριο: οι μικροί απολειασμένοι τρόχαλοι μήκους μικρότερου των 5 εκ. κατατάσσονται στα βότσαλα, ενώ όσοι είναι μεγαλύτεροι ταξινομούνται ως κροκάλες. 84 Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και το μικρότερο σε μέγεθος από τα εργαλεία του συνόλου (ακ. 1860) είναι σημαντικού βάρους. 85 Η πλειονότητα των τεχνουργημάτων της κατηγορίας είναι αποσπασματικά, γι αυτό και ο υπολογισμός της διαμέτρου θα μπορούσε να γίνει μονάχα κατά προσέγγιση. Όσον αφορά τον υπολογισμό του βάρους έγινε με βάση το βάρος του σωζόμενου τμήματος και το ποσοστό του αρχικού αντικειμένου που αυτό αντιπροσωπεύει. Το ακ.2988 δεν συμπεριελήφθη στους υπολογισμούς αυτούς. Τα δεδομένα αυτά εξ ορισμού δεν μπορούν να είναι ακριβή. Δίνονται με μοναδικό σκοπό μία γενική εικόνα των μεγεθών της κατηγορίας αυτής, παρά μία λεπτομερή αριθμητική ανάλυσή τους. 124

142 συγκεκριμένη εργαλειακή κατηγορία. Από τα 8 τεχνουργήματα, μονάχα 2 σώζονται ακέραια, ενώ τα υπόλοιπα αποτελούν κατά βάση μικρά θραύσματα. ΧΡΗΣΗ Οι παράγοντες που καθορίζουν το αποτέλεσμα της κρουστικής δράσης, την φθορά δηλαδή που προκαλείται στην επιφάνεια απόκρουσης, είναι η φυσική (a posteriori τεχνουργήματα) ή τεχνητή διαμόρφωση του επικρουστικού εργαλείου (ο σχηματισμός των επιφανειών ή των ακμών του και το μέγεθος του) και η κινητική της δράσης, δηλαδή ο τύπος και η ισχύς του χτυπήματος. Στο υπό μελέτη σύνολο, όπως ήδη αναφέραμε (βλ. Κεφάλαιο 4.1), η διαφοροποίηση στα ίχνη σφυροκοπήματος στις επιφάνειες των τεχνουργημάτων και οι ενδείξεις εφαρμογής της τεχνικής του ραμφοκοπήματος υπαινίσσονται διαφόρων ειδών κρούσεις και ποικίλα επικρουστικά στοιχεία 86. Οι ριχτές κρούσεις πραγματοποιούνται σε ορθή (σφυροκόπημα) ή οξεία (ραμφοκόπημα) γωνία προς την επιφάνεια κατεργασίας, με έντονη επιπρόσθετη ισχύ από το χειριστή ή μικρή, προερχόμενη κυρίως από το βάρος του επικρουστικού εργαλείου, ή με απλή άσκηση πίεσης. Το εργαλείο μπορεί να είναι ένα βότσαλο, μία κροκάλα, ένας ακανόνιστος σκληρός λίθος, ή κάποιο εργαλείο ειδικά διαμορφωμένο για τη δραστηριότητα αυτή (π.χ. «κρουστήρας», αποστρογγυλεμένο βότσαλο κρούσης peck ball, «σφύρα»). Πέρα από την άμεση κρούση, όπου το ενεργητικό στέλεχος έρχεται σε άμεση επαφή με το υπό κατεργασία αντικείμενο, υπάρχει και η έμμεση κρούση, όπου ένα μυτερό επίμηκες στοιχείο (ξύλινο ή οστέϊνο) μεσολαβεί και δέχεται την κρούση. Τα μεγάλα και έντονα ίχνη, συνδέονται με άμεση κρούση, με κάποιο επικρουστικό εργαλείο μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους και βάρους. Οι αποστρογγυλεμένες επικρουστικές επιφάνειες συντελούν σε ίχνη μεγάλα, αλλά αβαθή. Αντίθετα τα πολύ λεπτά και πυκνά ίχνη πιθανότατα υπήρξαν αποτέλεσμα έμμεσων κρούσεων με χρήση κάποιου μυτερού, οστέϊνου ίσως, αντικειμένου που θα επέτρεπε την απόδοση μικρών στοχευμένων χτυπημάτων. Αποδεικνύεται κατ αυτόν τον τρόπο η ύπαρξη ποικιλίας ακόμη και στο πλαίσιο εφαρμογής μίας μεμονωμένης τεχνικής. Η φθορά που προκαλείται συνδέεται άμεσα με την ισχύ του χτυπήματος (Adams 2002α, 152) και δεν περιορίζεται μονάχα στην επιφάνεια απόκρουσης αλλά εκδηλώνεται και στο ίδιο το επικρουστικό στοιχείο με τη μορφή απολεπίσεων (flakes), καταγμάτων θραύσεων (fractures), «κρατήρων» (pits) και ουλών (scars). 86 Έναν ακόμη πιθανό παράγοντα διαφοροποίησης προτείνει η Στρούλια (2003, 574). Με αφορμή το υλικό από το Μεγάλο Νησί Γαλάνης και τον εντοπισμό διαφοροποίησης στα ίχνη σφυροκοπήματος σε σχέση με άλλα σύνολα, από τη Θεσσαλία και το Φράγχθι, διατυπώνει την υπόθεση ότι οφείλεται στην διαφοροποιημένη αντίδραση στην ίδια τεχνική κατεργασίας διαφορετικών πρώτων υλών. 125

143 Τα ίχνη φθοράς στις επιφάνειες των κρουστικών εργαλείων του συνόλου μας παρουσιάζουν διαφορές στη μορφολογία, το μέγεθος, την ένταση, την πυκνότητα αντανακλώντας διαφορετικές εφαρμογές τους. Τα αντικείμενα καλύπτονται ολικά από τα αρνητικά ίχνη κρούσης, αντανακλώντας έντονη χρήση. Υπάρχει μία εξαίρεση (ακ.4815), όπου οι ενδείξεις (μικροί, διάσπαρτοι «κρατήρες») υποδεικνύουν απόρριψη στο αρχικό στάδιο χρήσης του εργαλείου. Ωστόσο κανένα από τα εργαλεία δεν ήταν εξαντλημένο. Πολυάριθμη ομάδα αποδεικνύεται αυτή των σφαιρικών κροκάλων (ακ.1950, 2267, 1849, 4838) με επιφάνειες που καλύπτονται ολικά από απολεπίσεις και «κρατήρες», μεγάλους, έντονους και βαθείς σε κάποιες υποδηλώνοντας ισχυρή κρουστική χρήση. Διαφοροποιούνται δύο μεμονωμένα παραδείγματα. Το ακ.1860, ένα βότσαλο σε χρήση μικρού σφαιροειδούς «κρουστήρα», φέρει μικρά, ομοιόμορφα, αβαθή ίχνη στο σύνολο της επιφάνειάς του ως αποτέλεσμα ελεγχόμενης κρούσης ήπιας έντασης. Το δεύτερο, ακ.4881, αποτελεί το μοναδικό επικρουστικό στέλεχος κρούσεων πολύ μεγάλης έντασης στο σύνολό μας. Οι ενεργές έδρες του φέρουν ακανόνιστη διαμόρφωση αποτέλεσμα επάλληλων απολεπίσεων και θραύσεων. Τα επικρουστικά εργαλεία μπορούσαν να χρησιμοποιούνται ανεξάρτητα και ως μέλος ενός εργαλειακού ζεύγους, ή σε συνδυασμό με κάποια σταθερή παθητική επιφάνεια. Στο υλικό μας εντούτοις δεν εντοπίζεται κανένα λίθινο υπόβαθρο με ίχνη αποκρούσεων. ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ Εκτός από τον εξαιρετικά μικρό αριθμό τους, τα εργαλεία κρούσης παρουσιάζουν πολύ περιορισμένη χωρική κατανομή. Από τους δέκα υπό εξέταση λάκκους, μονάχα οι τέσσερις περιείχαν κάποιο επικρουστικό στέλεχος (λ.181, 183, 243, 430). Τα περισσότερα ευρήματα προέρχονται από το στρώμα Δ, από ένα μόνο λάκκο (λ.243) που περιείχε το 50% του συνόλου (ν=4, ένα πιθανής προελεύσεως) ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ Η κατηγορία αυτή συνίσταται από εργαλεία που συνδέονται με την άσκηση τόσο τριπτικής όσο και κρουστικής δράσης και επομένως φέρουν ίχνη που αντιστοιχούν και στις δύο δραστηριότητες. Παθητικά εργαλεία που λειτουργούσαν ως σταθερές επιφάνειες εργασίας για την επιτέλεση δραστηριοτήτων τριβής κρούσης δεν εντοπίστηκαν στο υπό μελέτη σύνολο, όπως άλλωστε και καμία παθητική επιφάνεια κρούσης. Έτσι, στην εν λόγω 126

144 κατηγορία εντάσσονται αποκλειστικά ενεργητικά εργαλεία, επτά στον αριθμό (Παράρτημα 3, εικ ) ΓΟΥΔΟΧΕΡΙ Τα επικρουστικά εργαλεία της κατηγορίας αυτής μαζί με τα αντίστοιχα παθητικά στελέχη (γουδιά) 87 αποτελούν το κατεξοχήν εργαλειακό εξοπλισμό τριβής κρούσης, θραύσης και κονιοποίησης. Αν και οι μελέτες αποδεικνύουν την ύπαρξη μορφολογικής ποικιλίας μέσα στα όρια της εν λόγω εργαλειακής ομάδας σφαιρικά, επιμήκη, σφηνοειδή (βλ. Wright 1992, Adams 2002α), σύνηθες μορφολογικό γνώρισμα των γουδοχεριών είναι το επίμηκες κυλινδρικό σχήμα τους. Το αντίστοιχο παθητικό εργαλείο έφερε διαμορφωμένη κοίλη ενεργή επιφάνεια με περιχείλωμα, ώστε να διατηρείται περιορισμένο το υπό επεξεργασία υλικό. Η κρουστική λειτουργία τους πραγματοποιείται με ριχτή, κάθετη επίκρουση του ενεργητικού στελέχους, ενώ ταυτόχρονα είναι δυνατή η άσκηση τριβής με κίνηση παλινδρομική, μπρος πίσω, ή σε κυκλική τροχιά (Hersh 1981, 423, 426). Η χρήση τους συνδέεται με την κατεργασία τόσο οργανικών όσο και ανόργανων ουσιών: φρούτων, λαχανικών, σπόρων, καρπών, οστού, ορυκτών, αργίλου κ. ά. Σε αντίθεση με το βασικό εργαλειακό ζεύγος άλεσης («μυλόπετρα τριπτήρ»), που, όπως αναφέραμε στο αντίστοιχο κεφάλαιο, δρα συμπληρωματικά και αναπόσπαστα, στην περίπτωση του εργαλειακού ζεύγους σύνθλιψης και κονιοποίησης («γουδί γουδοχέρι») είναι δυνατή η λειτουργία του ενεργητικού μέλους μεμονωμένα και ανεξάρτητα. Φυσικά η χρήση του παθητικού εργαλείου προϋποθέτει το αντίστοιχο ενεργητικό (Adams 2002α, 98 99, 138). Και αυτή η εργαλειακή κατηγορία, όπως και τα εργαλεία τριβής άλεσης συνδέθηκαν από την πρώιμη αρχαιολογική έρευνα με την υιοθέτηση ενός περισσότερο μόνιμου γεωργοκτηνοτροφικού τρόπου ζωής. Η παρουσία «μυλοπετρών» και γουδιών και των αντίστοιχων ενεργητικών εργαλείων θεωρήθηκαν δείκτες μονιμότητας των ανθρώπινων εγκαταστάσεων και πολιτισμικής εξέλιξης. Ένα μόλις τεχνούργημα του υπό μελέτη συνόλου ταυτίστηκε ως γουδοχέρι (ακ.2012), ενώ, όπως ήδη αναφέραμε, δεν αναγνωρίστηκε κανένα, ακέραιο ή θραυσμένο, εργαλείο που να 87 Οι όροι γουδί και γουδοχέρι αντιστοιχούν στους αγγλικούς όρους mortar και pestle. Η Μουνδρέα Αγραφιώτη (2007) χρησιμοποιεί τους αρχαιοελληνικούς όρους «ύπερος» και «ιγδίο». 127

145 μπορεί να ταυτιστεί με γουδί 88. Μία τέτοια εικόνα υποαντιπροσώπευσης και απουσίας παρουσιάζεται και σε άλλες νεολιθικές θέσεις του Ελλαδικού χώρου 89. Εθνογραφικές έρευνες, αλλά και το ίδιο το αρχαιολογικό αρχείο αποδεικνύουν τη δυνατότητα ύπαρξης και χρήσης ξύλινων παθητικών, αλλά και ενεργητικών στελεχών τριβής κρούσης, όπως επίσης τη δυνατότητα συνέργιας εργαλείων από διαφορετικό υλικό κατασκευής (λίθιναξύλινα) (Kraybill 1977, 492) (βλ. ακόμη Κεφάλαιο για κατεργασία εδώδιμων υλών). Θα πρέπει επομένως να υποθέσουμε τη χρήση εργαλειακού εξοπλισμού από φθαρτά υλικά που δεν διασώθηκαν στο αρχαιολογικό αρχείο. ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ Τα εργαλεία της κατηγορίας αυτής μπορούν να είναι ευκαιριακού χαρακτήρα ή να συνιστούν αποτέλεσμα στρατηγικού σχεδιασμού και προσεκτικής διαμόρφωσης. Το υπό εξέταση τεχνούργημα δέχθηκε ολική διαμόρφωση των παθητικών επιφανειών του με πυκνό και χοντρό σφυροκόπημα. Φυσικό υπόβαθρο αποτέλεσε μία ευμεγέθης κροκάλα από λεπτόκοκκο γάββρο, κατάλληλου μεγέθους και βάρους για κράτημα στο χέρι. Το γουδοχέρι βρίσκεται σε διαδικασία επανάχρησης, έπειτα από θραύση και επανασχεδιασμό του. Το ένα άκρο του, το αντικρινό του ενεργού, έχει σπάσει και στην περιφέρειά του διατηρούνται απολεπίσεις και «ουλές» που διακόπτουν τα ίχνη σφυροκοπήματος. Αλλά και επάνω στις ακμές θραύσης διακρίνονται ίχνη επέμβασης, με αραιό, λεπτότερο σφυροκόπημα, επεισόδιο που ακολούθησε την θραύση και είχε ως στόχο την ομαλοποίηση της θραυσμένης όψης. Ενδέχεται και το σπασμένο άκρο του τεχνουργήματος να ήταν ενεργό, ο αρχικός σχεδιασμός του εργαλείου δηλαδή να περιελάμβανε δύο αντωπές επιφάνειες χρήσης, στοιχείο συχνά απαντώμενο στον εργαλειακό αυτό τύπο. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Το ακ.2012 είναι επίμηκες εργαλείο, ογκώδες στην κατασκευή (9,4 εκ. μήκος, 5,6 εκ. πλάτος, 4,7 εκ. πάχος) 90 και χαρακτηρίζεται μάλλον μεσαίων διαστάσεων κρίνοντας από τα 88 Στο σύνολο της τριπτής εργαλειοτεχνίας της θέσης αναγνωρίστηκε ένα μόλις τεχνούργημα, αποσπασματικά σωζόμενο, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως γουδί. Έχει μορφή παχιάς πλάκας με διαμορφωμένη κυκλική και αβαθή κοιλότητα στη μία πλατιά του όψη (Α. Στρούλια, προσ. επικ.). 89 Στη Μάκρη εντοπίζονται μόλις 8 γουδοχέρια σε σύνολο 196 τριπτών, αλλά κανένα γουδί (Μπεκιάρης 2007). Στο Μακρύγιαλο γίνεται επίσης λόγος για περιορισμένο υποσύνολο γουδοχεριών, αν και δεν αναφέρεται αριθμητική ή ποσοστιαία αντιπροσώπευση της εργαλειακής κατηγορίας επί του συνόλου (Tsoraki 2007). Στην Σταυρούπολη δεν εντοπίζεται κανένα γουδί και δεν γίνεται καμία ξεχωριστή αναφορά στα ενεργητικά εργαλεία της κατηγορίας (Alisøy 2002β). Ούτε στο Φράγχθι βρέθηκε κάποιο λίθινο εργαλείο που να παραπέμπει σε γουδί (Stroulia 2010, 49). 90 Δε γίνεται λόγος για διάμετρο, εξαιτίας της απόκλισης και της μορφολογίας που δεν είναι καθαρά κυλινδρική. 128

146 μεγέθη των λοιπών δειγμάτων του ιδίου εργαλειακού τύπου, στο συνολικό υλικό (μήκος ακέραιων κομματιών από 5,5 14 εκ.) (Α. Στρούλια, προσ. επικ.). Στην αρχική του μορφή, πριν την θραύση και τον επανασχεδιασμό του, ωστόσο, ήταν μεγαλύτερο 91. Μορφολογικά παραπέμπει στα γουδοχέρια κυλινδρικού σχήματος, με κυκλική ή ελλειπτική τομή κατά πλάτος, έναν συνηθισμένο τύπο της ποικιλόμορφης εργαλειακής αυτής κατηγορίας. Διαφοροποιείται όμως από αυτόν, χάρη σε μία πεπλατυσμένη στενόμακρη έδρα διαμορφωμένη κατά τον άξονα του μήκους, με αποτέλεσμα η τομή του να είναι σχεδόν επίπεδη κυρτή. Η διαμόρφωσή του αυτή, με τη μία πλατιά επιφάνεια επιπεδωμένη και την άλλη κυρτή, παραπέμπει στη μορφολογική κατανομή του σώματος των μεγαλύτερων σε διαστάσεις εργαλείων με κόψη (βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο). Μέχρι στιγμής δεν έχει εντοπιστεί στην ελληνική βιβλιογραφία αναφορά σε κάποιο αντίστοιχο μορφολογικά τύπο. Εκ πρώτης όψεως η κατασκευαστική αυτή επιλογή δεν φαίνεται να εξυπηρετεί κάποια πρακτική ανάγκη: ούτε συμβάλλει με κάποιο τρόπο στο σταθερότερο κράτημα του εργαλείου, ούτε στον πιο αποτελεσματικό χειρισμό του. Η ιδέα ότι η επιμήκης, πεπλατυσμένη αυτή έδρα συνιστά μία δεύτερη ενεργή επιφάνεια που να συνδέεται με κάποια, παράλληλη ή μη, τριπτική αλεστική χρήση του τεχνουργήματος (κατ αναλογία με άλλα παραδείγματα γουδοχεριών βλ. Adams 2002α, 140) δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Δεν εντοπίζονται καθόλου ίχνη χρήσης στην επιφάνεια αυτή, αλλά αντίθετα η διαμόρφωσή της είναι καθαρά κατασκευαστικό χαρακτηριστικό. Αν και δεν μπορεί να απορριφθεί η πιθανότητα επιδίωξης της μορφολογικής ομοιότητας με εργαλεία κόψης, για κάποιο συμβολικό ή άλλο λόγο, είναι αναπόδεικτη και μάλλον ανασταλτική, ως τρόπος σκέψης, στην παρούσα φάση της έρευνας. Μία διαφορετικού χαρακτήρα ερμηνευτική προσέγγιση συνδέεται με την οργάνωση κατασκευής της τριπτής εργαλειοτεχνίας: ίσως η αρχική διαμόρφωση των ημιέργων των δύο αυτών εργαλειακών υποομάδων, γουδοχεριών και μεγάλων εργαλείων με κόψη, να ήταν όμοια (επιπεδόκυρτη). Σε δεύτερο στάδιο και ανάλογα με την επιλογή του κατασκευαστή για το είδος του επιθυμητού τελικού εργαλείου, δέχονταν τα ημίεργα επιμέρους κατεργασία και, φυσικά, την κατάλληλη διαμόρφωση του ενεργού τους άκρου. Σε αυτήν την προσέγγιση ίσως προσφέρει μία βάση το γεγονός ότι η πρώτη ύλη κατασκευής του γουδοχεριού συμπίπτει με μία από τις προτιμώμενες ύλες για την κατασκευή εργαλείων με κόψη. Η ύπαρξη ενός 91 Τα γουδοχέρια του Μακρυγιάλου φαίνεται να είναι πολύ μικρότερα, με μήκος 5,9 6,9 εκ. και διάμετρο 3,2 5,1 εκ. (οι ενδείξεις ωστόσο προέρχονται από τη μελέτη ενός μικρού υποσυνόλου της τριπτής εργαλειοτεχνίας) (Γερούση 1999, 34). Στη Μάκρη αντίθετα είναι αρκετά μεγαλύτερα, με τα ακέραια παραδείγματα να έχουν μήκος εκ. και διάμετρο 3 5 εκ. (Μπεκιάρης 2007, 54). 129

147 μεμονωμένου δείγματος δεν επιτρέπει πιο διεξοδική μελέτη της υπόθεσης αυτής 92 που σε περίπτωση εγκυρότητάς της θα ενείχε σημαντικές συνέπειες. Μία διαδικασία διαμόρφωσης αδρών ημιέργων, κατά τρόπο που να μπορούν σε ακόλουθο στάδιο να «εξελιχθούν» σε διαφορετικούς τεχνολογικούς τύπους, παραπέμπει σε μία πιο «μαζική» παραγωγή που ξεφεύγει από τα όρια της μικρής κλίμακας εργασιών στο πλαίσιο οικοτεχνικών αναγκών και δραστηριοτήτων. ΧΡΗΣΗ Τα εθνογραφικά δεδομένα υποδεικνύουν διαφοροποιημένες χρήσεις της εργαλειακής αυτής κατηγορίας. Πέραν της συνέργιάς τους με κοίλα παθητικά στελέχη, ήταν δυνατή η χρήση τους σε συνδυασμό με άλλου είδους επιφάνειες, ακόμη και επίπεδες, ή και επάνω στο έδαφος (Adams 2002α, 99). Στην περίπτωση του υπό μελέτη τεχνουργήματος η ομαλή κυρτή διαμόρφωση του ενεργού άκρου του, η διασπορά των ιχνών σε όλη την επιφάνειά του, χωρίς τη διαμόρφωση κατά τόπους έντονα επιπεδωμένων εδρών, υποδεικνύουν τη χρήση του σε συνδυασμό με κάποια επιφάνεια κοίλης διαμόρφωσης, με της οποίας τα τοιχώματα θα ερχόταν σε επαφή. Το κοπάνισμα είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί με δύο τρόπους, με ελαφρά χτυπήματα ή με κρούσεις μεγάλης ισχύος, που μπορούν και να συνδυαστούν ως διαδοχικά βήματα μίας ενιαίας διαδικασίας. Στην περίπτωση του ακ.2012, ο συνδυασμός πυκνών και μικρών ιχνών κρούσης, και ήπιας απολείανσης, αποτέλεσμα ομοιόμορφης φθοράς των κόκκων του πετρώματος μέσω τριβής, μαρτυρεί κρουστική τριπτική δράση ήπιας έντασης. Στην περιορισμένη κρουστική φθορά ίσως συνέβαλε η συνέργια του εργαλείου με κάποιο μαλακό υπόβαθρο ή ακόμη και η ίδια η φύση των υπό κατεργασία υλών (ουσίες μαλακές, υγρές ή σε μορφή πολτού) (Hersh 1981, 459). Στην περιφέρεια του ενεργού άκρου παρατηρούνται κάποιες απολεπίσεις που δεν φαίνεται να έχουν κάποια συγκεκριμένη κατανομή και μάλλον συνδέονται με τυχαίες φθορές και όχι με χρήσεις του εργαλείου ΔΙΑΦΟΡΑ Πρόκειται για μία τεχνητή ετερογενή κατηγορία υλικού, όπου εντάσσονται έξι τεχνουργήματα (ακ.1818, 1997, 2014, 2059, 2409, 4803) με ίχνη τριβής κρούσης στις επιφάνειες χρήσης τους, υποδηλώνοντας μία διπλή, κρουστική και τριπτική, δράση. Τα 92 Η Στρούλια ήδη σε προκαταρκτική εξέταση του υλικού παρατήρησε ανάλογη διαμόρφωση και σε άλλα εργαλεία της κατηγορίας αυτής (προσ. επικ.). 130

148 εργαλεία αυτά, αν και μαρτυρούν πολλές φορές επιμελή κατασκευή και πιθανόν εξειδικευμένη χρήση, συνιστούν ασυνήθιστους τύπους, τουλάχιστον στα πλαίσια του υπό μελέτη συνόλου. Η ολιγομελής ομάδα απαρτίζεται από τεχνουργήματα που, αν και δρουν μέσα από τις ίδιες τεχνικές μεθόδους, φαίνεται να είχαν διαφορετικές εφαρμογές. Υπάρχει ποικιλία σχημάτων, τεχνικών κατασκευής και πρώτων υλών. Δύο από τα τεχνουργήματα (ακ.1818, 2409) είναι προϊόντα ευκαιριακού σχεδιασμού (εργαλεία a posteriori), επιλεγμένα με κριτήριο την καταλληλότητα των μορφομετρικών χαρακτηριστικών τους (σχήμα, μέγεθος, βάρος). Τα άλλα τέσσερα δέχθηκαν μεταποίηση με λάξευση (ακ.2059), τοπικό σφυροκόπημα (ακ.2014), τριβή λείανση (ακ.4803) και συνδυασμό τοπικού σφυροκοπήματος τριβής (ακ.1997). Σε δύο περιπτώσεις μάλιστα (ακ.2014, 1997), υπήρξε μέριμνα για τη διαμόρφωση, με τοπικό σφυροκόπημα, πρόσθετων στοιχείων, με στόχο το καλύτερο κράτημα του εργαλείου και κατά συνέπεια τον καλύτερο χειρισμό του. Πρόκειται για μικρές, αβαθείς σχετικά, κοιλότητες ελλειπτικού περιγράμματος, μία σε κάθε εργαλείο, που λειτουργούσαν ως βαθύνσεις συγκράτησης (finger grips). Μορφολογικά κυριαρχούν τα καμπυλόγραμμα σχήματα, με δύο μόνο περιπτώσεις περισσότερο ορθογώνιας διαμόρφωσης. Τα υλικά κατασκευής διακρίνονται για την ποικιλία τους (ασβεστόλιθος, διορίτης, γάββρος, δολερίτης, χαλαζίας), περικλείοντας υλικά λιγότερο ή περισσότερο λεπτόκοκκα με διαφορετικές φυσικές ιδιότητες (σκληρότητα, ανθεκτικότητα, δομή). Παρότι τρία από τα εργαλεία του συνόλου σώζονται αποσπασματικά, εντούτοις είναι εμφανής η απουσία ιδιαίτερων διακυμάνσεων στα μεγέθη και μπορούν να χαρακτηριστούν όλα, μεσαίου ή μικρού μεγέθους, κατάλληλα για κράτημα και χειρισμό με το ένα χέρι (εύρος μήκους: 4,5 7,5 εκ., πλάτους 3,2 7,9 εκ., πάχους 2,5 6 εκ.). Το βάρος τους ήταν επίσης περιορισμένο. Αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί παράγοντα καθοριστικό για την αποτελεσματικότητα εργαλείων με δράση κρούσης, θραύσης και κονιοποίησης, και είναι βέβαιο ότι στα πλαίσια αυτά η επιλογή πετρώματος δεν ήταν τυχαία. Το γεγονός ότι τα τεχνουργήματα είχαν μικρό βάρος και διαστάσεις υποδεικνύει εμπλοκή τους σε περιορισμένης έντασης και κλίμακας εργασίες, κάτι που υποστηρίζουν και τα ίχνη χρήσης τους. Ο βαθμός παρατηρούμενης ποικιλίας της εν λόγω εργαλειακής κατηγορίας δεν θα πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στη μορφολογία των φυσικών υποβάθρων που συλλέγονταν για 131

149 την κατασκευή των εργαλείων, αλλά φαίνεται να συνδέεται και με την προοριζόμενη χρήση τους. Η πολυλειτουργικότητα που χαρακτηρίζει την πλειονότητά τους (το 66,7% ακ.2059, 1818, 2409, 1997) ενισχύει την άποψη αυτή. Η διαμόρφωση ξεχωριστών εδρών με ίχνη διαφορετικών χρήσεων, που δεν εκτείνονται σε σημείο που να παρεμποδίζουν την εφαρμογή η μία της άλλης χρήσης, μαρτυρά σχεδιασμό και μέριμνα για μεγαλύτερη δυνατή αποδοτικότητα. Συνυπολογίζοντας και τις δύο περιπτώσεις τεχνουργημάτων (ακ.1997, 2014) με ειδικά σχεδιασμένα στοιχεία για διευκόλυνση του χειρισμού τους καθίσταται φανερή η πρόβλεψη για πιο εντατική ή εκτεταμένη χρήση των εργαλείων. Υπάρχει μάλιστα το παράδειγμα ενός εξαντλημένου εργαλείου (ακ.4803). Η διαχείριση αυτή των τεχνουργημάτων συνδυάζει στο ίδιο εργαλείο διάφορες χρήσεις διευρύνοντας κατ αυτόν τον τρόπο τις δυνατότητες αξιοποίησης τους. Ωστόσο είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα τη σχέση των διαφορετικών αυτών λειτουργιών. Θα μπορούσαν να συνιστούν δύο διακριτές τεχνικές διαδικασίες με εφαρμογή σε άλλα υλικά, μα με άλλους στόχους. Ο συνδυασμός ιχνών τριβής κρούσης και ιχνών αποκλειστικά κρούσης ωστόσο, θα μπορούσε κάλλιστα να παραπέμπει σε μία εξειδικευμένη χρήση του εργαλείου για την επεξεργασία συγκεκριμένου υλικού που θα προϋπέθετε δύο διαφορετικά στάδια κατεργασίας. Τα ίχνη που εντοπίζονται στις επιφάνειες των εν λόγω τεχνουργημάτων συνηγορούν ως προς τη διαφοροποίηση των χρήσεων τους. Ενδεικτικά, το ακ.2409 με δύο παράλληλες ενεργές επιφάνειες έντονης στίλβωσης μαρτυρεί χρήση σε συνδυασμό με κάποιο μαλακό, πιθανόν οργανικό, υλικό. Τα έντονα γραμμίδια που τέμνουν την στίλβη αντιπροσωπεύουν μία διαφορετική μεταγενέστερη χρήση, σε επαφή με κάποιο στοιχείο σημαντικής σκληρότητας που προκάλεσε τριπτική φθορά. Αντίθετα το ακ.1818 αξιοποιήθηκε πιθανότατα για κατεργασία ανόργανων υλικών, μέτριας σκληρότητας. Το ακ.2059 έχει δύο κυρτά ενεργά άκρα με ίχνη που μαρτυρούν συνδυασμό τριβής και κρούσης. Η παρουσία μάλιστα πολλαπλών εδρών μαρτυρεί χειρισμό του εργαλείου υπό γωνία σε σχέση με το επίπεδο του κατεργαζόμενου υλικού, δηλαδή την εφαρμογή δύναμης με λοξή φορά. Την ερμηνεία αυτή υποστηρίζει η ομοιότητα των συγκεκριμένων ιχνών με εκείνα που παρατηρήθηκαν στα άκρα εργαλείων σε μία σειρά πειραμάτων Ο Poissonnier (2002) και οι συνεργάτες του, στο πλαίσιο πειραματικής κατασκευής ενός λίθινου αναγλύφου, χρησιμοποίησαν κροκάλες και βότσαλα αρχικά με λοξή κρουστική δράση ιδιαίτερα χαμηλής έντασης και σε δεύτερο στάδιο με λοξή τριπτική. Το μοτίβο ιχνών που προέκυψε περιελάμβανε διαμορφωμένες έδρες με υφή αδρή αλλά ομαλοποιημένη. 132

150 4.5. ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ Η τεχνητή αυτή κατηγορία δημιουργήθηκε, για να συμπεριλάβει όσα αντικείμενα δεν επέτρεπαν για διάφορους λόγους την ένταξή τους στις προϋπάρχουσες ταξινομικές ομάδες (Παράρτημα 3, εικ ). Περιλαμβάνει συνολικά 16 αντικείμενα, όλα αποσπασματικά σωζόμενα, κάποια σε πολύ μικρό τμήμα του αρχικού τους μεγέθους. Όσον αφορά τις πρώτες ύλες τους, η συντριπτική πλειονότητα είναι κατασκευασμένη από γάββρο (68,75%, ν=11), ενώ μεμονωμένη αντιπροσώπευση παρουσιάζουν ο παρόμοιας σκληρότητας βασάλτης, ο διορίτης, ο γρανίτης, ο αρκοζικός ψαμμίτης και ο ασβεστόλιθος. Το πιο ενδιαφέρον αντικείμενο στο υποσύνολο αυτό, και λόγω του μεγαλύτερου βαθμού διατήρησής του και του ατυπικού της μορφολογίας του, είναι το ακ Διατηρείται μονάχα το ένα άκρο του, επίμηκες και κυρτό, με αμβλεία απόληξη. Η επιφάνειά του καλυπτόταν ολικά από έντονη λείανση, την οποία διακόπτουν ίχνη σφυροκοπήματος, αλλού μικρότερα και πυκνότερα, αλλού μεγαλύτερα και πιο αραιά. Πρόκειται για δευτερεύουσα ολική κατεργασία της επιφάνειας που ίσως συνδεόταν με επανασχεδιασμό/δεύτερη χρήση του εργαλείου. Η ερμηνεία του ως εργαλείου κόψης δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Η στενόμακρη κατασκευή του θα το καθιστούσε εύθραυστο για εργασίες κοπής. Απουσιάζουν εξάλλου τα αντίστοιχα ίχνη χρήσης. Ίσως πρόκειται για κάποιου είδους «σπάτουλα», αν και το ολικό σφυροκόπημα στην επιφάνειά της φαντάζει μάλλον άσκοπο ως στάδιο επεξεργασίας. Τα υπόλοιπα κομμάτια της κατηγορίας περιλαμβάνουν μικρά θραύσματα τεχνουργημάτων και μεγάλα απολεπίσματα που διατηρούν, τουλάχιστον σε μία επιφάνειά τους, ίχνη κάποιας μορφής κατεργασίας (λάξευση, σφυροκόπημα, τριβή). Τα κομμάτια αυτά διακρίνονται από την κατηγορία πρώτων υλών και υποπροϊόντων κατεργασίας. Ο βαθμός επεξεργασίας που διατηρούν στις εξωτερικές επιφάνειές τους υποδηλώνει την προέλευσή τους από ένα ήδη διαμορφωμένο τεχνούργημα, ημίεργο ή τελειοποιημένο, και όχι την παραγωγή τους εν είδει απορρίμματος στα πλαίσια μίας πρωτογενούς επέμβασης σε ακατέργαστη πρώτη ύλη. Ο υψηλός βαθμός αποσπασματικότητάς τους δεν επιτρέπει τη σαφή διάγνωση του χαρακτήρα των εργαλείων προελεύσεώς τους (ημίεργα, εργαλεία σε τελικό στάδιο προς/σε χρήση, σε επανασχεδιασμό). Το εγχείρημα δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο η ύπαρξη, στο υλικό μας, ακέραιων εργαλείων ολοκληρωμένης κατασκευής με μη απαλειμμένα τα ίχνη κατεργασίας στις επιφάνειές τους. Έτσι, στις περιπτώσεις μικρών θραυσμάτων που σώζουν μονάχα ένα μικρό τμήμα μίας παθητικής επιφάνειας, η προέλευσή τους από ένα ολοκληρωμένο ή ημίεργο εργαλείο δεν μπορεί να βεβαιωθεί. Θα 133

151 πρέπει να δεχθούμε ότι και οι δύο πιθανότητες ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κάποια από τα κομμάτια αυτά ίσως αποτελούν τμήμα ημίεργων εργαλείων, όπως εξίσου πιθανό είναι κάποια να αντιπροσωπεύουν υποπροϊόντα σκόπιμων επεμβάσεων για αναδιαμόρφωση εργαλείων ολοκληρωμένης κατασκευής ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ Οι υποδειγματικές μέθοδοι περισυλλογής που εφαρμόστηκαν στα πλαίσια της ανασκαφής της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας απέδωσαν, μεταξύ άλλων, ένα σημαντικό αριθμό αδρών κομματιών λίθων και απολεπισμάτων κατεργασίας. Αριθμώντας 146 αντικείμενα αποτελεί την πολυαριθμότερη κατηγορία αντιπροσωπεύοντας το 45,5% του υπό μελέτη συνόλου. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει ακανόνιστα κομμάτια πετρωμάτων, συνήθως αρκετά γωνιώδη και με ποικίλες διαστάσεις, χωρίς ίχνη κατασκευής ή/και χρήσης τους ως αυτοτελών τεχνουργημάτων. Εδώ εντάσσονται 92 κομμάτια, το 63% του συνόλου της κατηγορίας. Το υλικό τους συμπίπτει με τις αξιοποιήσιμες ύλες, για την κατασκευή τριπτών εργαλείων και άλλων τεχνουργημάτων. Προκύπτουν για αυτά τρεις πιθανές ερμηνείες, να συνιστούν: α) ακατέργαστα κομμάτια πρώτης ύλης, β) ευμεγέθη απορρίμματα των πρώτων σταδίων κατεργασίας των φυσικών υποβάθρων, όταν επιδιώκεται η απόδοση του ευρύτερου, αδρού σχήματος του ημιέργου, γ) κομμάτια ολοκληρωμένων εργαλείων που διατηρούνται αποσπασματικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν σώζουν κανένα τμήμα των εξωτερικών επιφανειών του αρχικού τεχνουργήματος. Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από μικρότερα, αποσπασμένα κομμάτια πετρώματος, με κοφτερές ακμές, που συνιστούν προϊόντα, είτε τυχαίας θραύσης είτε σκόπιμης επέμβασης (Παράρτημα 3, εικ ). Δεν φέρουν ούτε αυτά ίχνη επιμέρους κατεργασίας ή/και χρήσης, ώστε να μπορεί να ισχυριστεί κανείς την αυτόνομη λειτουργία τους ως τεχνουργημάτων. Αντιπροσωπεύονται στο παρόν δείγμα από 54 τεμάχια, το 37% του υλικού της κατηγορίας αυτής. Η προσεχτική περισυλλογή των υπολειμμάτων κατεργασίας της τριπτής εργαλειοτεχνίας, αν και απαραίτητη, σπάνια πραγματοποιείται με εντατικό τρόπο, σε αντίθεση με τη συλλογή καταλοίπων της απολεπισμένης λιθοτεχνίας που εφαρμόζεται με συνέπεια (Baysal & Wright 2005). Η μελέτη των απορριμμάτων, εξίσου σημαντική με την εξέταση των τελικών προϊόντων, μπορεί να συμβάλει στην ανασύνθεση των αναγωγικών μεθόδων της λιθοτεχνίας. 134

152 Παρά την προσπάθεια εντοπισμού και συνταιριάσματος συνανήκοντων τεμαχίων, αδρών θραυσμάτων και απολεπισμάτων, διαφόρων διαστάσεων, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό. Το γεγονός αυτό δεν αποκλείει την κοινή προέλευση, από το ίδιο κατασκευαστικό επεισόδιο, κάποιων εκ των θραυσμάτων και απολεπισμάτων. Αποκλείει ωστόσο την ιδέα προέλευσης των απολεπισμάτων αυτών από κάποια in situ δραστηριότητα. Αν κάτι τέτοιο ίσχυε, θα αναμέναμε αφενός μεγαλύτερο αριθμό υπολειμμάτων, και αφετέρου το συνταίριασμα κάποιων εξ αυτών. Όσον αφορά τα αντιπροσωπευόμενα πετρώματα της κατηγορίας, παρατηρείται η απουσία δειγμάτων σε μορφή ακατέργαστου υλικού ή απολεπισμάτων κατασκευής από πρώτες ύλες για την κατασκευή «μυλολίθων» (ψηφιδομιγή/λατυποπαγή υλικά και ψαμμίτες). Τα ελάχιστα κομμάτια που εντοπίζονται είναι τόσο μικρά, ώστε θα πρέπει να θεωρηθούν θραύσματα τελικών εργαλείων. Έτσι, οι ενδείξεις που αντλούνται και από αυτήν την κατηγορία ευρημάτων τείνουν προς την κατεύθυνση της μη κατασκευής των εργαλείων αυτών εντός οικισμού, αλλά την εισαγωγή τους σε προχωρημένο ή ολοκληρωμένο στάδιο κατασκευής. Μέσα στην υποομάδα των απολεπισμάτων παρατηρείται η ύπαρξη ενός μικρού συνόλου με μορφολογικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στα προϊόντα και τις τεχνικές απόκρουσης της απολεπισμένης λιθοτεχνίας. Πρόκειται για λεπίδες και φολίδες από υλικά που χρησιμοποιούνται κατεξοχήν στην τριπτή λιθοτεχνία, συνδυάζουν δηλαδή στοιχεία και των δύο μεγάλων εργαλειοτεχνιών λίθου. Η έλλειψη ομοιομορφίας και συνέπειας στην εμφάνιση τους αντανακλά την απουσία κάποιας στυλιστικής παράδοσης και συστηματικής επιδίωξής της. Η εξέτασή τους δεν απέδωσε μακροσκοπικά εντοπίσιμα ίχνη χρήσης ή δευτερογενούς επεξεργασίας (retouch), με μία μονάχα πιθανή εξαίρεση (ακ.2026). Ωστόσο μία πιο εκτεταμένη μελέτη τους, με τη χρήση μικροσκοπίου, από έναν ειδικό στην τεχνολογία απολεπισμένου λίθου, πιθανόν να αποδώσει νέα στοιχεία. Το παρατηρούμενο φαινόμενο είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, δεδομένου ότι η διάκριση των πρώτων υλών των δύο εργαλειοτεχνιών δεν είναι τυχαία, αλλά συνδέεται άρρηκτα με τις φυσικές ιδιότητες των πετρωμάτων και τις τεχνικές επεξεργασίας που επιδέχονται. Τα εξαιρετικά λεπτόκοκκα και ομοιογενή πετρώματα που αξιοποιεί η αποκρουσμένη λιθοτεχνία επιτρέπουν την κατευθυνόμενη θραύση τους (Μουνδρέα Αγραφιώτη 1996, 103 και 1997, 19) σε αντίθεση με τα υλικά των τριπτών που σπάζουν συνήθως ακανόνιστα και γι αυτό δεν ενδείκνυνται για ολική κρουστική κατεργασία. 135

153 Η ασυνήθιστη πρακτική παραγωγής προϊόντων της απολεπισμένης λιθοτεχνίας από πρώτες ύλες τριπτών εργαλείων, εντοπίζεται σε ένα ακόμη σύνολο, από το Μεγάλο Νησί Γαλάνης. Εντοπίστηκαν πάνω από 20 φολίδες και λεπίδες από σερπεντινίτη και γάββρο, κάποιες μάλιστα με μακροσκοπικά εντοπίσιμα ίχνη χρήσης, ενώ διατυπώθηκε η υπόθεση ότι κάποιες έχουν αποσπαστεί από τριπτά εργαλεία 94 (Στρούλια 2003, 578). Είναι ένα ερώτημα αν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία η κοινή εφαρμογή αυτής της τεχνικής ιδιαιτερότητας σε γειτνιάζουσες θέσεις της ίδιας γεωγραφικής ενότητας (Κίτρινη Λίμνη) 95. Η μελέτη της κατανομής των πρώτων υλών και των υποπροϊόντων τεχνικών εργασιών έδειξε ότι αποτελούν συστατικό των επιχώσεων σε όλους ανεξαιρέτως τους υπό μελέτη λάκκους. Τις μικρότερες συγκεντρώσεις παρουσιάζουν οι λάκκοι 182 (ν=1) και 185 (ν=2), οι οποίοι περιείχαν εν γένει ελάχιστα ευρήματα τριπτής λιθοτεχνίας. Έχει ενδιαφέρον ότι οι λάκκοι με περισσότερα του ενός επεισόδια χρήσης (λ.183, 185, 240, 242, 243) περιέχουν πρώτες ύλες και υποπροϊόντα σε περισσότερα του ενός μεν, όχι όμως σε όλα τα στρώματά τους. Αυτό πιθανόν μαρτυρεί διαφοροποιημένες προελεύσεις των επιχώσεων των στρωμάτων ακόμη και στους ίδιους λάκκους ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΕΡΥΘΡΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΙΧΝΗ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ Πρόκειται για μία ομάδα επτά θραυσμάτων (ακ.614, 615, 616, 617, 627, 3006, 4840) από υλικό ερυθρού χρώματος, διαφόρων αποχρώσεων, με μικρό σχετικά μέγεθος (μέσες διαστάσεις: 3,6 x 2,2 x 1,3 εκ.) (Παράρτημα 3, εικ ). Παρά την χρωματική ομοιότητα, δεν φαίνεται να είναι το ίδιο είδος πετρώματος σε όλες τις περιπτώσεις. Η αρχική ταύτισή τους από τους γεωλόγους Α. Ράσσιου και Δ. Δημητρίου με ορυκτό και συγκεκριμένα ίασπι, έχει αναθεωρηθεί στα πλαίσια της εργασίας αυτής. Με βάση τα νέα στοιχεία από την Λ. Παπαδοπούλου πρόκειται για ιζηματογενή πετρώματα πλούσια σε μαγνήσιο, πυρίτιο και σίδηρο (Παράρτημα 1, Πίν. Β4). Τα θραύσματα έχουν πυραμιδοειδές ή ακανόνιστο πολυεδρικό σχήμα, με πολλαπλές επίπεδες έδρες διαμορφωμένες μέσα από 94 Στο υπό μελέτη υλικό μπορεί να διατυπωθεί αντίστοιχη υπόθεση για δύο μονάχα παραδείγματα. Ωστόσο οι μικρές διαστάσεις και η κακή διατήρηση του ενός, δεν επιτρέπουν την εξαγωγή σημαντικών συμπερασμάτων. Πρόκειται για τμήματα δύο λεπίδων γάββρου (ακ.1891 και 2049). Και τα δύο έχουν δύο επιμήκεις έδρες στην εμπρόσθια επιφάνειά τους, η μία εκ των οποίων έχει διαφορετική υφή και χρώμα. Πρόκειται είτε για τμήμα του «φλοιού» του πετρώματος, είτε για τμήμα της εξωτερικής επιφάνειας κάποιου τεχνουργήματος, από το οποίο αποσπάσθηκαν. Η λεία και ομαλοποιημένη διαμόρφωση της επιφάνειάς τους υποστηρίζει την τελευταία αυτή υπόθεση. 95 Υπάρχει μία ακόμη θέση, Βαρεμένοι Γουλών, στον Αλιάκμονα, όπου αναφέρεται ότι εντοπίσθηκαν φολίδες από ασβεστόλιθο, ωστόσο το υλικό δεν έχει ακόμη μελετηθεί για να γνωρίζουμε περισσότερα (Χονδρογιάννη Μετόκη, προσ. επικ.). 136

154 την τριβή με κάποια άλλη επιφάνεια. Τα ίχνη στις επιφάνειές τους έχουν τη μορφή γραμμιδίων πυκνών και παράλληλων μεταξύ τους, άλλοτε επιφανειακών και λεπτών, άλλοτε παχύτερων και βαθύτερων. Είναι ορατά μακροσκοπικά και μαρτυρούν την επαφή με κάποια σκληρότερη αδρή επιφάνεια που οδήγησε στην αποτριβή των επιφανειών τους, και στη διαμόρφωση ιχνών και εδρών. Η ακανόνιστη μορφολογία τους πάντως και η συνύπαρξη τεχνητά επιπεδωμένων και αδρών επιφανειών, φαίνεται να υποδηλώνει ότι δεν προήλθαν από μία επέμβαση που αποσκοπούσε στη διαμόρφωσή τους, αλλά πρόκειται μάλλον για μορφοποίηση μέσα από τη χρήση τους. Η αρχική ιδέα της ανασκαφέως ήταν η τριβή τους επάνω σε δέρματα ζώων για τον άμεσο χρωματισμό τους (Χονδρογιάννη Μετόκη, προσ. επικ.). Η ώχρα πράγματι βρίσκει εφαρμογή στα τελευταία στάδια της κατεργασίας δορών: έχει αντισηπτικές ιδιότητες, συμβάλλει στην απορρόφηση της φυσικής υγρασίας και του λίπους, ενώ παράλληλα έχει αισθητικές αποδόσεις (González & Ibáñez 2002, 75). Τα ίχνη που φέρουν τα θραύσματα δεν συνάδουν με την φθορά που προκαλείται σε ένα κομμάτι πετρώματος από την επαφή με το φρέσκο ζωικό δέρμα. Η λεία, μαλακή επιφάνεια του δέρματος δεν διαθέτει στοιχεία που μπορούν να προκαλέσουν αποτριβή, δικαιολογώντας τη δημιουργία εδρών μέσω της χρήσης (Adams 1989, 269, 271). Ωστόσο, σε ένα πείραμα που διεξήχθη, με τη χρήση βοτσάλων για τριβή ξερών δερμάτων με παρεμβολή ώχρας, τα ίχνη που προέκυψαν παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με τα παρατηρούμενα στις επιφάνειες των κοκκινωπών πετρωμάτων (βλ. Παράρτημα 3, εικ ). Πρόκειται για έδρες, όχι πλήρως πεπλατυσμένες, αλλά ελαφρώς κυρτές, με πυκνές συγκεντρώσεις παράλληλων γραμμιδίων (González & Ibáñez 2002, 72 75). Αν λοιπόν η κατεργασία αφορούσε ξερά δέρματα με την παρεμβολή ενός παράγοντα τριβής, όπως η ώχρα στο πείραμα ή η άμμος, δικαιολογείται η παρουσία των γραμμιδίων, όχι όμως και η έντονη διαμόρφωση επιπεδωμένων εδρών, η οποία παραπέμπει σε τριβή με κάποιο σκληρό και άκαμπτο υλικό. Μία υπόθεση είναι η τριβή των κομματιών αυτών επί μίας αδρής λίθινης επιφάνειας για την παραγωγή σκόνης ή, γιατί όχι, και τον απευθείας χρωματισμό της. Η αποσαφήνιση της ιδιαίτερης λειτουργίας των θραυσμάτων αυτών απαιτεί διεξοδικότερη μελέτη. Η μορφολογία των ιχνών είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική, δημιουργώντας έτσι πρόσφορο έδαφος ακόμη και για πειραματική αναπαραγωγή τους. Αν υποθέσουμε πάντως ότι τα κομμάτια αυτά πετρώματος χρησιμοποιούνταν σε κάποιου είδους τεχνική διαδικασία, οι μικρές διαστάσεις τους μάλλον παραπέμπουν σε 137

155 απορριφθέντα υπολείμματά της. Το γεγονός ότι παρουσιάζουν χρωματική συγγένεια επιτρέπει την υπόθεση επιλογής και αξιοποίησής τους λόγω του γνωρίσματός τους αυτού. Σε ένα από τα θραύσματα, το ακ.616, πραγματοποιήθηκε ανάλυση με βασικό στόχο να εξεταστεί η πιθανότητα να αποτέλεσαν συστατικό της ουσίας που εντοπίστηκε στην επιφάνεια του «χρωματοτρίπτη». Τα αποτελέσματα δεν προσέφεραν ισχυρές ενδείξεις για κάτι τέτοιο. Ο σίδηρος εντοπίσθηκε σε πολύ μεγάλο ποσοστό ανάλογο αυτών που έδωσαν οι μετρήσεις της ουσίας μόνο σε δύο αναλύσεις, σε συνδυασμό όμως με άλλα στοιχεία (Mg, Al) που δεν εντοπίζονται στο αντίστοιχο δείγμα του εργαλείου (Λ. Παπαδοπούλου, προσ. επικ.) (βλ. Παράρτημα 1). Συνολικά η ανασκαφή έφερε στο φως 36 τεμάχια από ερυθρόχρωμα πετρώματα με ίχνη κατεργασίας. Από αυτά, το 19,4% προήλθε από τους 10 υπό μελέτη λάκκους, ένα πολύ σημαντικό ποσοστό αν λάβουμε υπόψη μας τα μεγέθη της ανασκαφής. Η χωρική κατανομή τους φαίνεται να μαρτυρεί μία τοπική συγκέντρωση των εν λόγω αντικειμένων 96. Το 85,7% (ν=6) έχει προέλευση από τη νοτιοδυτική συστάδα των υπό μελέτη λάκκων (λ.182, 183, 184, 185 και 243). Μόλις ένα αντικείμενο προέρχεται από λάκκο της βορειοανατολικής συστάδας (ακ.3006 λ.242), και μάλιστα από το ίδιο στρώμα χρήσης με τον «χρωματοτρίπτη». Με βάση τη χρονολόγηση των στρωμάτων, στα οποία ανήκουν οι λάκκοι προελεύσεως, διαπιστώνουμε ότι η πλειονότητα προέρχεται από λάκκους του στρώματος Γ (λ.182, 183, 185, 242 ακ.614, 615, 617, 627, 3006). Υπάρχει ένα πιθανό κομμάτι προερχόμενο από το στρώμα Δ (λ.243 ακ.4840) και ένα ακόμη που, εάν δεν ανήκει στο στρώμα Γ, ίσως προέρχεται από λάκκο του στρώματος Β (λ.184 ακ.616). Εφόσον τα κομμάτια με ίχνη κατεργασίας εντοπίζονται πράγματι σε περισσότερα του ενός στρώματα, μπορούν να θεωρηθούν μάρτυρες συνέχειας κάποιας τεχνικής διαδικασίας που αφορούσε κατεργασία κοκκινωπών πετρωμάτων Για τη διερεύνησή της συμπεριελήφθηκαν και τα τεμάχια αβέβαιης προέλευσης, καθώς στην προκειμένη περίπτωση δεν αλλοιώνουν το αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα ισχυροποιούν τις ενδείξεις. 97 Ένα παρόμοιο εύρημα αναφέρεται και στο Φράγχθι. Πρόκειται για μία μικρή ερυθρόχρωμη πέτρα, περίπου πυραμιδοειδούς σχήματος, με ίχνη αποτριβής στη μία επιφάνειά της, η οποία και ερμηνεύτηκε ως πιθανή πρώτη ύλη παραγωγής χρωστικής μέσω τριβής (Stroulia 2010, ). 138

156 5. ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗ ΘΡΑΥΣΜΕΝΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ Προσπάθεια συναρμογής θραυσμάτων καταβλήθηκε πριν και καθόλη τη διάρκεια της καταγραφής του υλικού. Ωστόσο, μόλις μετά την ολοκλήρωση αυτής, επιχειρήθηκε κάτι ανάλογο μεταξύ υλικού με προέλευση από διαφορετικούς λάκκους, από το σύνολο της τριπτής εργαλειοτεχνίας της θέσης. Επιλέχθηκε η κατηγορία των εργαλείων με κόψη, που σύμφωνα με την προκαταρκτική εξέταση αριθμεί 431 κομμάτια (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 387). Λόγω των σαφέστερων χαρακτηριστικών της ως προς τη μορφολογία, τις διαστάσεις και τα υλικά κατασκευής, κρίθηκε ως η καταλληλότερη για μία ομαδοποιημένη προσέγγιση, και, άρα, ως η πιο πολλά υποσχόμενη για θετικά αποτελέσματα. Σκοπός δεν αποτέλεσε τόσο η εξαντλητική αναζήτηση συνανήκοντων τεμαχίων, όσο η διερεύνηση της ίδιας της πιθανότητας ύπαρξης θραυσμάτων του ίδιου τεχνουργήματος με προέλευση από διαφορετικούς λάκκους. Τα αποτελέσματα υπήρξαν εντυπωσιακά. Προέκυψαν έξι περιπτώσεις συγκόλλησης τεμαχίων, εκ των οποίων οι τρεις είναι οι πιο σαφείς όσον αφορά την χωρική ή/και χρονική τους «απόσταση». Τα ακ , θραύσματα ενός εργαλείου με κόψη, με προέλευση τους λάκκους λ.174 και λ.42 αντίστοιχα δεν παρουσιάζουν καμία χωρική σχέση, ενώ τα βάθη στα οποία εντοπίσθηκαν δεν αφήνουν περιθώρια αποδοσής τους σε μεταγενέστερες διαταράξεις λόγω άροσης. Άλλα δύο πιθανά θραύσματα εργαλείου με κόψη, τα ακ (λ.86 και 83), δεν είναι εξίσου απομακρυσμένα χωρικά. Και τα δύο ωστόσο εντοπίστηκαν στο αρχικό στρώμα καθενός από τους λάκκους προέλευσής τους, καθιστώντας ασφαλή την απόδοσή τους. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρονική διαφορά τους, με το ακ.1992 να προέρχεται από λάκκο του στρώματος Δ και το ακ.4071 από υστερότερο του στρώματος Γ. Δύο ακόμη συνανήκοντα θραύσματα, τα ακ (λ.295 και 434 ή 435) εντοπίζονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους και σε βάθος αρκετά μεγάλο, ώστε να ανήκουν σε αδιατάραχτα στρώματα. Παρουσιάζουν και αυτά χρονική διαφοροποίηση, με το ακ.3494 να ανήκει στο στρώμα Γ και το ακ.4289 από το στρώμα Β ή Α. Οι υπόλοιπες τρεις περιπτώσεις αφορούν θραύσματα που γειτνιάζουν χωρικά και έτσι ο προσδιορισμός της προέλευσής τους δεν είναι απόλυτα ασφαλής. Τα ακ συνιστούν τρία από τα τέσσερα πιθανόν συνολικά θραύσματα ενός πολύ μεγάλου εργαλείου με κόψη. Συνιστούν κομμάτι μίας εναπόθεσης με σημαντικό αριθμό λίθινων εργαλείων και λείψανα μίας ταφής. Και τα τρία αποδίδονται στην τάφρο Β και στο ίδιο στρώμα (Στρώμα Ε, όμοιο με το στρώμα Δ αλλά τα λείψανα της ταφής) αφού και το 139

157 ακ.3479 εντοπίζεται στο όριο στρώματος Ε και Δ. Τα ακ (λ.56, τάφρος Β ) συνιστούν τμήματα ενός κυλινδρικού εργαλείου που φαίνεται να είχε σπάσει σε τέσσερα κομμάτια. Τέλος το ακ.4859 (πιθανή προέλευση τον λ.243), ένα θραύσμα ημίεργου εργαλείου που ανήκει στο υπό μελέτη σύνολο, συνενώθηκε με το ακ.3422 (αρχική απόδοση σε «244 ή 245 ή τάφρο Β») που εντάχθηκε με αυτόν τρόπο στο εξεταζόμενο υλικό. Η περίπτωση είναι σχετικά ασαφής: το ακ.4859 προήλθε από την πάσα Ξ14 # 37, με βάθη μ., και εντασσόταν στο Στρώμα Δ, το ακ.3422 από την πάσα Ν14 # 76, με βάθη μ., στο Στρώμα Β. Ωστόσο τα σημεία προελεύσεως παρουσιάζουν σχετική χωρική εγγύτητα. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι οι λάκκοι αυτοί είναι σχετικά ψηλά και τα ανώτερα στρώματά τους σχετικά ασαφή, όσον αφορά τα όριά τους, επιτρέπει να θεωρήσουμε πιθανή προέλευση των τεμαχίων από έναν κοινό λάκκο, ίσως τον 243. Οι συνέπειες των ευρημάτων αυτών είναι καθοριστικές, αφού αποδεικνύουν ότι η θραύση, κάποιων τουλάχιστον τεχνουργημάτων δεν πραγματοποιήθηκε in situ αλλά σε άλλη τοποθεσία, και η μεταφορά και ρίψη ή απόθεσή τους στους λάκκους έλαβε χώρα σε δεύτερο χρόνο. Κάτι τέτοιο προσδίδει στο γεγονός της θραύσης κάθε άλλο παρά τυχαίο χαρακτήρα. Ταυτόχρονα οι ενδείξεις αυτές, σε συνδυασμό με μία σειρά «ανακολουθιών» στην ραδιοχρονολόγηση του περιεχομένου ορισμένων λάκκων, αποδεικνύουν την απόρριψη/εναπόθεση πρωιμότερου υλικού σε μεταγενέστερες κατασκευές. Το υλικό αυτό δεν προερχόταν από γεγονότα σύγχρονα της διάνοιξης του λάκκου (ή των λάκκων) απόθεσής του. Θα πρέπει να υποθέσουμε τη δημιουργία και συσσώρευσή του κάπου αλλού, ίσως εντός του οικισμού, αν λάβουμε υπόψη μας τα περιεχόμενα των επιχώσεων και ιδιαίτερα τα υπολείμματα καμένου οικοδομικού υλικού. Η χρήση προϋπαρχόντων συνόλων για την «άντληση», κατά διαστήματα, υλικού για το γέμισμα των λάκκων μαρτυρεί οργάνωση και περιοδικότητα στη χρήση του χώρου, γεγονός που υποστηρίζεται από την ύπαρξη πολυάριθμων λάκκων με μεγάλη διάρκεια χρήσης και πολλαπλά επεισόδια γεμίσματος (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 151). 140

158 ΕΝΟΤΗΤΑ Γ : ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 141

159 6. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6.1.ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ Η ταυτοποίηση των πρώτων υλών της τριπτής εργαλειοτεχνίας στην Τούμπα Κρεμαστή Κοιλάδα αποκάλυψε μία μεγάλη ποικιλία αξιοποιούμενων πρώτων υλών (Παράρτημα 1, Γράφ. Α13). Τα πετρώματα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τριπτών εργαλείων ήταν στο σύνολό τους φερτά, καθώς ο πυθμένας της λεκάνης συνίσταται από φυσική αργιλλόμαργα που δεν περιέχει μεγάλες πέτρες. Σύμφωνα μάλιστα με τις μελέτες που διεξήγαγε ο Φωτιάδης (1988, 45, 49) οποιαδήποτε πέτρα διαστάσεων μεγαλύτερων των 5 εκατοστών θα πρέπει να θεωρηθεί φερτή. Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα πετρώματα που χρησιμοποιήθηκαν επιχωριάζουν στην ευρύτερη περιοχή της θέσης, εκτός ορίων της Κίτρινης Λίμνης. Ωστόσο για την εξασφάλιση καλής ποιότητας πρώτων υλών θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ήταν αναγκαίο να διανυθούν σημαντικές αποστάσεις. Οι περιπτώσεις πετρωμάτων πιθανής εξωτικής προέλευσης, από περισσότερο απομακρυσμένες πηγές του Αιγαίου είναι ελάχιστες 98, χωρίς αυτό να αποκλείει την ιδέα των ανταλλαγών ως έναν τρόπο εισαγωγής εργαλείων στη θέση 99. Το υλικό υποδεικνύει ένα μοτίβο εκμετάλλευσης επιφανειακών πηγών πρώτων υλών 100. Η πλειονότητα των πετρωμάτων συλλέχθηκε με τη μορφή κροκάλων, διαφόρων μεγεθών, και ογκολίθων, λιγότερο ή περισσότερο αδρών και ακανόνιστων στη διαμόρφωσή τους. Η παρατήρηση αυτή στηρίζεται σε πολυάριθμα εργαλεία που διατηρούν τμήματα των αρχικών επιφανειών των φυσικών υποβάθρων τους, καμπυλόγραμμα και κατά τόπους απολειασμένα και αποστρογγυλεμένα λόγω φυσικών παραγόντων. Ο βαθμός ομαλοποίησης των επιφανειών είναι συνήθως μικρός, ενώ τα παραδείγματα εργαλείων με ίχνη εκτεταμένης και έντονης φυσικής απολείανσης στις σωζόμενες φυσικές επιφάνειες είναι ελάχιστα κυρίως βότσαλα μικρού μεγέθους. Υποδηλώνεται έτσι η περισυλλογή τους από αποθέσεις στις όχθες ρεμάτων και εποχιακών χειμάρρων, και σε μικρότερο ποσοστό 98 Οι σχετικές πληροφορίες προέρχονται από το γεωλόγο Δ. Δημητρίου. Η πιθανή παρουσία πρώτων υλών από απομακρυσμένες πηγές προελεύσεως αναφέρεται και για τριπτά εργαλεία από τον οικισμό του Μεγάλου Νησιού Γαλάνης (Φωτιάδης 1988, 60) 99 Παρόμοιες υποθέσεις έχουν γίνει και για τη γειτονική θέση Μεγάλο Νησί Γαλάνης, όπου η παρουσία εισηγμένου πυριτολίθου και σπονδύλου μαρτυρά την ύπαρξη ανεπτυγμένων δικτύων επικοινωνίας και ανταλλαγών μεταξύ πολύ απομακρυσμένων περιοχών (Στρούλια 2003, 572). 100 Ανάλογα είναι τα συμπεράσματα του Runnels (1981) από τη μελέτη του στην ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας, ο οποίος υποστήριξε ότι αυτή ήταν η μοναδική μέθοδος εξεύρεσης κατάλληλων πρώτων υλών που εφαρμόστηκε στη Νεολιθική. 142

160 από παραποτάμιες, παραλίμνιες ή ακόμη και παραθαλάσσιες τοποθεσίες, όπου η επίδραση του νερού θα ήταν εντονότερη. Μία άλλη πιθανή πηγή πρώτης ύλης, ιδιαίτερα στην περίπτωση σχιστωδών και άλλων πετρωμάτων που εντοπίζονται υπό μορφή πλακών, ήταν οι επιφανειακές εκθέσεις υλικού που είχε αποκολληθεί από το μητρικό κοίτασμα λόγω φυσικής αποσάθρωσης. Απουσιάζουν τελείως οι ενδείξεις για συστηματική εκμετάλλευση γεωλογικών κοιτασμάτων μέσω λατόμευσης υλικού, χωρίς ωστόσο η απουσία σχετικών ιχνών να αποκλείει εξ ορισμού το αντίθετο. Άλλωστε τα ίχνη αυτά θα μπορούσαν να εξαλειφθούν κατά τη μετέπειτα κατεργασία διαμόρφωσης του εργαλείου. Η συνολική ωστόσο εικόνα αποκλείει αυτό το ενδεχόμενο. Η εκμετάλλευση επιφανειακών πηγών ήταν λιγότερο επίπονη και απαιτητική από ό,τι η εξόρυξη υλικού και μπορούσε να πραγματοποιείται επανηλειμμένα, τακτικά ή σποραδικά και ευκαιριακά. Παρουσιάζει ωστόσο ένα βασικό μειονέκτημα, καθώς δεν ήταν καθόλου εξασφαλισμένη η επιτυχία της, όσον αφορά τον εντοπισμό κατάλληλου υλικού, εν αντιθέσει με τις μεγάλες γεωλογικές αποθέσεις που συνιστούσαν βέβαιες πηγές καλής ποιότητας και άφθονης ποσότητας πετρωμάτων. Επιπλέον, οι πρώτες ύλες με μορφή κροκάλας θα απαιτούσαν μεγάλη επιδεξιότητα στην κατεργασία τους, λόγω αυξημένης σκληρότητας των επιφανειών και μειωμένης πλαστικότητας. Η επιλογή μίας τέτοιας πρακτικής δεν θα ήταν τυχαία. Σήμαινε μάλλον ότι η πρόσβαση στις πηγές ήταν σχετικά ανοιχτή. Η συλλογή λίθου για την εξασφάλιση των αναγκαίων υλών πιθανόν πραγματοποιείτο με τη μορφή οργανωμένων εξορμήσεων παρέχοντας το πλαίσιο για εργασία των μελών της κοινότητας ή ίσως και διαφορετικών κοινοτήτων σε στενή επαφή (Edmonds 1995, 127). Ο εντοπισμός ημίεργων εργαλείων από διαφορετικά στάδια κατεργασίας, υποπροϊόντων αλλά και ακατέργαστων πρώτων υλών αποτελεί ισχυρή ένδειξη για ενδοκοινοτική παραγωγή κάποιων τουλάχιστον κατηγοριών εργαλείων (εργαλεία με κόψη, και κάποια ενεργητικά στελέχη τριβής κρούσης, όπως πιθανώς τα γουδοχέρια, οι τριπτήρες και οι στιλβωτήρες). Οι πρώτες ύλες μπορούσαν να μεταφέρονται στον οικισμό είτε στην αρχική, φυσική τους μορφή (υπάρχουν πολυάριθμα υποπροϊόντα κατεργασίας που διατηρούν τμήματα του φυσικού «φλοιού» του φορέα), είτε έχοντας δεχθεί μία πρώτη, αδρή διαμόρφωση in situ στον τόπο απολήψεως της πρώτης ύλης ή σε κάποιον άλλο χώρο εκτός του οικισμού. Αυτό δε φαίνεται να ισχύει για δύο συγκεκριμένους εργαλειακούς τύπους. Τα παθητικά και κάποια ενεργητικά εργαλεία τριβής από ψηφιδομιγή και λατυποπαγή υλικά, καθώς και 143

161 τα παθητικά εργαλεία τριβής από ψαμμίτη εντοπίζονται στο αρχαιολογικό αρχείο μονάχα στην τελική τους μορφή. Απουσιάζουν ημίεργα εργαλεία, υπολείμματα κατεργασίας, αλλά και ακατέργαστα κομμάτια των υλικών κατασκευής τους 101. Όλα δείχνουν να συνηγορούν υπέρ της ιδέας άφιξης των εργαλείων αυτών στον οικισμό σε ολοκληρωμένη μορφή. Αυτό δεν είναι παράδοξο για ογκώδη τεχνουργήματα, καθώς μία, τουλάχιστον αρχική, κατεργασία τους, είτε επιτόπια στην πηγή του υλικού, είτε σε κάποια πρόχειρη εγκατάσταση κοντά σε αυτή, θα σήμαινε περιορισμό του όγκου τους και κατά συνέπεια του βάρους τους, διευκολύνοντας τη μεταφορά τους στον οικισμό, αλλά και του κινδύνου αποτυχίας της κατασκευής 102. Οι ομάδες αυτές τεχνουργημάτων, από συγκεκριμένες πρώτες ύλες, πιθανόν προέρχονταν από συγκεκριμένες πηγές, γεγονός που ίσως είχε ιδιαίτερη σημασία για την αξία ή τη συμβολική δυναμική τους. Η κατασκευή θα πραγματοποιείτο in situ στον τόπο απολήψεως της πρώτης ύλης, σε κάποιον καταυλισμό στην εγγύς περιοχή ή ακόμη και σε γειτονικό οικισμό. Η ταύτιση των πετρωμάτων άφησε να διαφανεί, στο βαθμό που επιτρέπει το μέγεθος του εξεταζόμενου συνόλου, μία σύνδεση πρώτων υλών και εργαλείων, πιο άμεση και ορατή σε συγκεκριμένους εργαλειακούς τύπους. Χαρακτηριστικά, στην ευρύτερη κατηγορία παθητικών εργαλείων τριβής διακρίνεται μία υποκατηγορία εργαλείων από ψηφιδομιγή/λατυποπαγή υλικά, με παρόμοια μορφολογία και πιθανόν λειτουργία (τριβήάλεση). Ακόμα, η ειδική κατηγορία παθητικών επιφανειών τριβής με επιμελημένη κοίλανση συνίσταται αποκλειστικά από σχιστοψαμμίτες και αρκοζικούς ψαμμίτες, ενώ και στα εργαλεία με κόψη διακρίνεται μία προτίμηση σε συγκεκριμένα υλικά. Οι αντιστοιχίες αυτές επιτρέπουν να διαφανεί μία συνέπεια στην επιλογή των υλικών κατασκευής, ορισμένων τουλάχιστον εργαλείων. Ίσως συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους τα καθιστούσαν προτιμητέα για κάποιες λειτουργίες (Schneider 2002, 32, 34). Σίγουρα όμως η διαδικασία επιλογής ήταν ταυτόχρονα μία εκδήλωση συνδεδεμένη με αδιόρατους, αλλά πολύπλοκους «κανόνες» σχετικά με το πώς έπρεπε να φτιάχνονται και να χρησιμοποιούνται τα εργαλεία, συνιστώντας μία έκφανση της κοινωνικής πολιτισμικής διάστασης της τεχνολογίας. Στο πλαίσιο μελέτης της τριπτής λιθοτεχνίας της θέσης διενεργήθηκε επιτόπια αυτοψία για τη διερεύνηση κάποιων πιθανών πηγών πρώτων υλών και των φυσικών διαδρομών πρόσβασης σε αυτές. Αρχικά πραγματοποιήθηκε επίσκεψη στο ρέμα του Γερακιού, ένας 101 Ανάλογη απουσία ψαμμιτικών πετρωμάτων σε ακατέργαστη μορφή έχει παρατηρηθεί και στον οικισμό του Μεγάλου Νησιού Γαλάνης (Α. Στρούλια, προσ. επικ.). 102 Η προκαταρκτική διαμόρφωση του εργαλείου εμπεριείχε την εξέταση του φυσικού υποβάθρου για τυχόν ελαττώματα, ο κίνδυνος ωστόσο «τραυματισμού» του εργαλείου κατά τη μεταφορά θα ήταν πάντα υπαρκτός. 144

162 φυσικός γεωγραφικός σύνδεσμος μεταξύ της Κρεμαστής Κοιλάδας και του ποταμού Αλιάκμονα. Ήταν πλούσιο σε σχιστώδη πετρώματα και αδρά κομμάτια ασβεστολίθου, που υπάρχουν ωστόσο και στην περιοχή του Σαριγκιόλ, σε άμεση εγγύτητα με τον οικισμό. Δεν εντοπίστηκαν ωστόσο πετρώματα που χρησιμοποιούνταν στην τριπτή λιθοτεχνία της θέσης, αποδεικνύοντας ότι το ρέμα αυτό δεν ήταν πηγή πρώτων υλών. Αποτελούσε όμως σίγουρο φυσικό πέρασμα, παρότι όχι ιδιαίτερα εύκολο. Οι κάτοικοι της Τούμπας Κρεμαστής πιθανόν να ακολουθούσαν τη διαδρομή που χάρασσε το ρέμα και μέσω των σημερινών Λευκάρων να κατέληγαν στον Αλιάκμονα. Η διαδρομή από τους λόφους ακριβώς πάνω από το ρέμα, παρότι αρκετά ανώμαλη και κατά συνέπεια χρονοβόρα, ήταν πολύ ευκολότερη από ό,τι το πέρασμα μέσα από την κοίτη του ρέματος και πιθανότατα αυτή ακολουθούσαν. Στα σημεία του Αλιάκμονα, όπου οι κάτοικοι θα είχαν την πιο άμεση πρόσβαση, ο ποταμός δεν υπάρχει πια καθώς έχει καλυφθεί από την τεχνητή λίμνη Πολυφύτου. Στα πλαίσια της επιτόπιας έρευνας επισκεφθήκαμε, κοντά στη σύγχρονη πόλη της Αιανής, στο υπό κατασκευή φράγμα του Ιλαρίωνα, ένα τμήμα του ποταμού που αποκαλύπτεται, όταν πέφτει η στάθμη της λίμνης. Στόχος μας να ερευνήσουμε τα είδη των πετρωμάτων που μετέφερε το ποτάμι. Αποδείχθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, πως ο Αλιάκμων, πλούσιος σε διαθέσιμα υλικά, ποικίλων ειδών, μεγεθών και χρωμάτων, θα αποτελούσε μία βέβαιη, καλή πηγή, ιδιαίτερα για την κατασκευή εργαλείων κρούσης (αναγνωρίσθηκαν δολερίτες, βασάλτες και κροκάλες από χαλαζιακό υλικό που ταυτίζονται με πρώτες ύλες των υπό μελέτη τριπτών) 103. Δεν εντοπίστηκαν καθόλου ψηφιδομιγή/λατυποπαγή υλικά ή ψαμμίτες, που, όπως είδαμε, φαίνεται να κατέφθαναν στον οικισμό αποκλειστικά ως τεχνουργήματα σε προχωρημένο στάδιο ή τελική μορφή κατεργασίας. Οι αποστάσεις που έπρεπε να διανύσουν οι κάτοικοι της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας, μπορεί να μην ήταν τεράστιες, ήταν ωστόσο απαιτητικές σε κόπο και χρόνο. Ενδείξεις για ζώα έλκυσης δεν υπάρχουν πριν από την Πρώιμη και Μέση Εποχή Χαλκού, ούτε και ενδείξεις για τροχοφόρα οχήματα οποιουδήποτε είδους πριν από τη Μέση Εποχή Χαλκού (Runnels 1981, 178). Η διεκπεραίωση της μεταφοράς κατά συνέπεια βασιζόταν απόλυτα στην ανθρώπινη μυϊκή δύναμη. Ο δρόμος ήταν ανώμαλος και σε μεγάλο βαθμό ορεινός (προς τα Ν, ΝΑ και ΝΔ της θέσης), χαρακτηριστικά που θα δυσχέραιναν ακόμη περισσότερο την αποστολή προμήθειας πρώτων υλών, ιδιαίτερα κατά την επιστροφή στον οικισμό με το, κάθε άλλο παρά παραβλέψιμο, επιπρόσθετο βάρος των περισυλλεχθεισών υλών. 103 Το ποτάμι θεωρείται πηγή προέλευσης των πρώτων υλών κατασκευής εργαλείων και στον οικισμό των Σερβίων (Mould et al. 2000, 112) αλλά και στον οικισμό Μεγάλου Νησιού Γαλάνης (Α. Στρούλια, προσ. επικ.). 145

163 Τα ταξίδια στις πηγές πρώτων υλών, περισσότερο ή λιγότερο τακτικές, ίσως εντάσσονταν στα πλαίσια άλλων εποχιακών δραστηριοτήτων (π.χ. κυνήγι, μετακίνηση κοπαδιών στα πλαίσια της κτηνοτροφίας). Ιδίως οι επισκέψεις σε πιο απομακρυσμένες τοποθεσίες θα πρέπει να είχαν πιο οργανωμένη μορφή, με πολλαπλούς στόχους (π.χ. απόκτηση περισσότερων του ενός ειδών) και ίσως συνδύαζαν επισκέψεις σε παραπάνω από μία τοποθεσίες που κρίνονταν κατάλληλες για προμήθεια υλικού (Runnels 1981, 176). Το αν τα ταξίδια αυτά ήταν άμεσα, από τον οικισμό στην πηγή, ή έμμεσα, με επισκέψεις σε άλλους οικισμούς για την πραγματοποίηση ανταλλαγών, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να απαντηθεί με τα διαθέσιμα στοιχεία ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΡΙΠΤΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ Η δυναμική της τριπτής εργαλειοτεχνίας έγκειται στο γεγονός ότι μετέχει σε όλες ουσιαστικά τις τεχνικές δραστηριότητες, είναι με άλλα λόγια ένας τομέας του υλικού πολιτισμού παρών, λίγο πολύ, σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Για το λόγο αυτό κάθε μελέτη ενός τριπτού εργαλειακού συνόλου οφείλει να επιδιώκει την αποκατάστασή του στο κατεξοχήν πολυδιάστατο πλαίσιο χρήσης του που περιλαμβάνει πληθώρα τροφοπαρασκευαστικών, κατασκευαστικών και μορφοποιητικών δραστηριοτήτων. Σε μία γενική θέαση του υπό μελέτη υλικού παρατηρείται η αντιπροσώπευση όλων των βασικών εργαλειακών ομάδων της τριπτής λιθοτεχνίας, με εξαίρεση την απουσία στιλβωτήρων κεραμικής, και εργαλείων κατάλληλων για χρήση σε ξυλουργικές δραστηριότητες. Από το εξεταζόμενο σύνολο των εργαλείων με κόψη απουσιάζουν εν γένει οι τυπικοί «πέλεκεις», με απόλυτα συμμετρική κόψη, αλλά και τα ασύμμετρα εργαλεία που εντοπίζονται («αξίνες»), αν και είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν στην υλοτομία (βλ. Townsend 1969), δεν παρουσιάζουν την κατάλληλη μορφομετρία. Δεν υπάρχουν στιβαρά εργαλεία με μεγάλη κόψη, αναλογικά με το συνολικό μέγεθός τους, κατάλληλη για κοπή μεγάλης επιφάνειας με μειωμένη τριβή (Mills 1993, 408). Ούτε και οι πρώτες ύλες κατασκευής τους (ακέραια μεγάλα εργαλεία κυρίως από βασάλτη), θα υποστήριζαν μία τέτοια εργασία. Η παρατήρηση αυτή συμφωνεί με τη γενικότερη εικόνα από τη Νεολιθική Ελλάδα (Perlès 2001, 232), ωστόσο η απουσία αυτή, των εργαλείων κοπής ξύλου, φαίνεται να οφείλεται αποκλειστικά στα ποσοστά αντιπροσώπευσης στο υπό μελέτη δείγμα και όχι σε μία γενικευμένη εικόνα (Α. Στρούλια, προσ. επικ.). 146

164 Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός πιθανών εργαλείων κατεργασίας δορών. Πρόκειται για μία δραστηριότητα στενά συνδεδεμένη με την απολεπισμένη λιθοτεχνία, όπου μπορούν ωστόσο να εμπλέκονται και τριπτά εργαλεία, όπως αποδεικνύεται εθνογραφικά (για σχετική βιβλιογραφία βλ. Αdams 2002α, 96). Στόχος της χρήσης τους είναι η κατεργασία της επιφάνειας των δορών, μέσα από τη μεταβολή της υφής τους, το χρωματισμό τους, την αφαίρεση των υπολειμμάτων δέρματος, λίπους και πέλους. Μία τέτοια διαδικασία θα προϋπέθετε το μαλάκωμα των ιστών με βούτηγμα του εργαλείου σε νερό και την τριβή της επιφάνειας του δέρματος με κυκλικές ή ευθύγραμμες παλινδρομικές κινήσεις (Adams 1988, 312). Η αξιοποίηση τριπτών έναντι απολεπισμένων εργαλείων σε αυτή τη συγκεκριμένη εργασία είναι σπανιότερη, καθώς αποδείχθηκε εξαιρετικά χρονοβόρα 104. Αντίθετα ιδανική θα ήταν η συμμετοχή τους σε κατοπινά στάδια της κατεργασίας. Η φθορά που αναμένεται στην επιφάνεια ενός εργαλείου που δρα σε επαφή με δέρμα είναι μία εξαιρετικά έντονη λείανση και στίλβη σε όλη της την έκταση. Στο υλικό μας, όπως φαίνεται να ισχύει και στο σύνολο της εργαλειοτεχνίας της θέσης (Α. Στρούλια, προσ. επικ.), υπάρχουν ελάχιστα εργαλεία με ίχνη χρήσης που επιτρέπουν την υπόθεση χρησιμοποίησής τους στην κατεργασία δερμάτων (ακ.1997, 4107, 2409). Ο εντοπισμός επιπρόσθετων ενδείξεων ή η απουσία των αναμενόμενων συνέβαλε ώστε να επιχειρηθεί παρακάτω μία περισσότερο εξειδικευμένη διερεύνηση του ρόλου των τριπτών εργαλείων, στις τροφοπαρασκευαστικές διαδικασίες και στις τεχνικές δραστηριότητες παραγωγής χρωστικών ΛΙΘΙΝΑ ΤΡΙΠΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΔΩΔΙΜΩΝ ΥΛΩΝ Η μελέτη της τροφοπαρασκευαστικής τεχνολογίας προσφέρει δυνατότητες για την ανασύσταση των ανθρώπινων διατροφικών συνηθειών του παρελθόντος συμπληρώνοντας τη συνεισφορά της Παλυνολογίας και της Παλαιοεθνοβοτανικής. Αυτή η προσέγγιση της τεχνολογίας ως μέσου διερεύνησης των ανθρώπινων στρατηγικών επιβίωσης, εφαρμόστηκε εκτεταμένα, χωρίς ωστόσο πάντα την απαραίτητη λεπτομερή διάκριση εργαλειακών τύπων εξειδικευμένης χρήσης 105, κάτι που θα απαιτούσε τη συμβολή πολλών διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, όπως της μελέτης των ιχνών χρήσης, της 104 Σχετικό πείραμα έδειξε ότι για την πλήρη κατεργασία ενός δέρματος με τριπτό εργαλείο απαιτείτο περίπου ένα δωδεκάωρο, έναντι ενός δίωρου με τη χρήση απολεπισμένου ξέστρου (Adams 1988,313). 105 Βλ. ενδεικτικά Smith 1989, όπου δεν γίνεται καμία ειδική αναφορά στα διαγνωστικά κριτήρια ταυτοποίησης των εξειδικευμένων εργαλείων άλεσης σπόρων. 147

165 Πειραματικής Αρχαιολογίας, των χημικών αναλύσεων οργανικών καταλοίπων και φυτολίθων, αλλά και της Εθνοαρχαιολογίας (Smith 1989, 306, Stahl 1989, 174, Kraybill 1977, ). Πολύ πρώιμα, στο πλαίσιο των αρχαιολογικών ερευνών, η τριπτή λιθοτεχνία συνδέθηκε στενά με τις δραστηριότητες τροφοπαρασκευής, και θεωρήθηκε κύριος εξοπλισμός, ιδιαίτερα όσον αφορά το κοπάνισμα και την άλεση, δύο βασικές τεχνικές επεξεργασίας εδώδιμων ουσιών. Το ζεύγος «μυλόλιθος τριπτήρ» συσχετίστηκε με τη μεταβολή του μοτίβου ανθρώπινης εκμετάλλευσης των πηγών και ειδικότερα με την αρχή του παραγωγικού σταδίου, την υιοθέτηση της γεωργοκτηνοτροφίας και ενός πιο μόνιμου τρόπου ζωής (Kraybill 1977, 486). Παλαιότερες έρευνες, ιδίως με επίκεντρο την περιοχή της Εγγύς Ανατολής, πηγή των πρωιμότερων μαρτυριών για εξημέρωση των φυτών, στηρίχθηκαν σε μία υπόθεση αξιωματικά δεκτή ως αληθή, αυτή της σύνδεσης του ζεύγους τριβής κρούσης («γουδί γουδοχέρι») με άγριες εδώδιμες ύλες, προϊόντα περισυλλογής, και του αλεστικού ζεύγους με την κατεργασία καλλιεργούμενων ειδών (Adams 1999, 475). Πειραματικές έρευνες ωστόσο, υπέδειξαν την ανάγκη επανεξέτασης του μοντέλου αυτού. Μάλιστα, προς ανατροπή της επίμονης αυτής αντίληψης, αποδείχθηκε ότι η διαμόρφωση του εργαλείου καμία σχέση δεν έχει με τον άγριο ή εξημερωμένο χαρακτήρα των υπό κατεργασία σπόρων, αλλά αντίθετα συνδέεται με τις μεθόδους κατεργασίας και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (Adams 1999, 479, Wright 1994, 241, 242). Το ζήτημα της επεξεργασίας είναι καθοριστικής σημασίας στο πλαίσιο αξιοποίησης μίας διατροφικής πηγής (Hersh 1981, Stahl 1989, Wright 1994). Οι άνθρωποι κατά την προϊστορία είχαν τη δυνατότητα να επεξεργαστούν ποικιλοτρόπως τις εδώδιμες ύλες και να μεταβάλουν τη διατροφική τους αξία. Το κοπάνισμα και η άλεση συνιστούν διακριτές τεχνικές επεξεργασίας τροφών φυτικής προέλευσης, εφαρμόσιμες μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, με σημαντικές διατροφικές επιπτώσεις. Οι βασικοί στόχοι εφαρμογής τους περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το διαχωρισμό των επιθυμητών από τα ανεπιθύμητα στοιχεία, τη μεταβολή της φυσικής μορφής της τροφής (μείωση του μεγέθους των συστατικών) και τη διευκόλυνση της απομάκρυνσης τοξινών που τυχόν περιέχει. Κατ αυτόν τον τρόπο βελτιώνεται η διαδικασία χώνεψης και επιταχύνεται η αφομοίωση των θρεπτικών ουσιών (Stahl 1989, ). Παράλληλα, η άλεση αυξάνει τον όγκο του εδώδιμου προϊόντος, ενώ το βάρος του παραμένει το ίδιο (Foxhall & Forbes 1982). Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι σε ποιο βαθμό ήταν αναγκαία η κατεργασία της εκάστοτε φυτικής τροφής, μέσω κοπανίσματος ή/και άλεσης, για να καταστεί κατάλληλη 148

166 προς κατανάλωση, κάτι που εξακολουθεί να αποτελεί ένα ερευνητικό ζήτημα (βλ. ενδεικτικά Hersh 1981, Stahl 1989, Stroulia 2010). Στο πλαίσιο αυτό ανατράπηκε η ιδέα ότι η αλευροποίηση των σιτηρών συνιστά στάδιο προαπαιτούμενο για την κατανάλωσή τους. Αντιθέτως αναγνωρίζεται πλέον ότι τα δημητριακά μπορούν να δεχθούν διαφοροποιημένη κατεργασία (άλεση σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, καβούρντισμα, βρασμό) και να καταναλωθούν σε ποικιλία μορφών (ολόκληρα, χονδροαλεσμένα, με μορφή πλιγουριού, χυλού, ψωμιού) (Βαλαμώτη 2009, 128, Stroulia 2010, 49 50, και για εθνογραφικά δεδομένα βλ. Hersh 1981, , Hillman 1984 και 1985). Παράλληλα η ίδια η χρήση παθητικών εργαλείων τριβής για την αλευροποίηση των δημητριακών τέθηκε υπό αμφισβήτηση, τουλάχιστον όσον αφορά τη Νεολιθική εποχή και αντιπροτάθηκε η εφαρμογή τους σε διαφορετικού χαρακτήρα δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων και τροφοπαρασκευαστικές άλλου είδους 106 (Runnels 1981 και 1985, Kardulias & Runnels 1995). Η επιλογή της κατεργασίας που θα δεχθεί η τροφή καθορίζεται από μία ποικιλία παραγόντων. Η φύση του κατεργαζόμενου υλικού (μορφολογία και σύσταση) και η πρώτη ύλη κατασκευής του χρησιμοποιούμενου τεχνολογικού εξοπλισμού (ξύλινα ή λίθινα εργαλεία, τύπος πετρώματος) είναι καθοριστικά, καθώς δεν είναι όλα τα εδώδιμα υλικά κατάλληλα να δεχθούν την ίδια μορφή κατεργασίας, ούτε ενδείκνυνται όλα τα εργαλεία για την διεκπεραίωση των ίδιων τεχνικών εργασιών. Και φυσικά δε θα πρέπει να παραβλεφθεί η λανθάνουσα μεταβλητή της πολιτισμικής επιλογής, η οποία κινείται πέρα από «ορθολογικές» και «αντικειμενικές» εκτιμήσεις (Adams 1999, 479, Stahl 1989, 174). Εφόσον το άλεσμα των δημητριακών δεν συνιστά απαραίτητη προεργασία, αν υποθέσουμε ότι μία τέτοια πρακτική εφαρμοζόταν επιπροσθέτως των απολύτως αναγκαίων, τότε η επιλογή της δεν θα ισοδυναμούσε απλά με μία διαφοροποιημένη τεχνική κατεργασίας και κατ επέκταση μαγειρέματος της τροφής. Θα αντιπροσώπευε μία συνειδητή επιλογή που θα αποσκοπούσε σε διαφοροποιημένες «αποδόσεις». Με άλλα λόγια, είναι πιθανό τα οφέλη της διαδικασίας αυτής (βλ. παραπάνω) να την καθιστούσαν προτιμητέα, ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας τα εθνογραφικά δεδομένα που δείχνουν ότι το «κόστος» επεξεργασίας της τροφής επηρέαζε σημαντικά κατά περιπτώσεις τις διατροφικές επιλογές (Wright 1994, , Leach 1999, ). Η ποικιλία στις πρώτες ύλες, η διαφοροποίηση στον εργαλειακό 106 Η μη χρήση των εργαλειακών αυτών τύπων για την άλεση των σιτηρών δεν σημαίνει εν γένει τη μη κατεργασία οργανικών υλών. Αντιθέτως αποδεικνύεται ότι αξιοποιούνταν σε ένα εύρος υλών: ξερά και φρέσκα φρούτα, όσπρια, άγριους και εξημερωμένους καρπούς, κρέας ή ακόμη αλάτι (Runnels 1981, 153 πίν.8). 149

167 εξοπλισμό και στις τεχνικές επεξεργασίας συντελούν στην παραγωγή ενός εύρους διαφορετικών προϊόντων που μπορούσαν να ενσωματωθούν στην προϊστορική δίαιτα 107. Η μελέτη των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων από την Τούμπα Κρεμαστή αποκάλυψε την αναμφισβήτητη κυριαρχία των ντυμένων δημητριακών. Εντοπίστηκαν λέπυρα και σπόροι μονόκοκκου (Τriticum monococcum L.) και δίκοκκου σιταριού (T. dicoccum Schübl.) και λέπυρα σιταριού «νέου τύπου», με το πρώτο να υπερτερεί ελαφρώς έναντι των άλλων δύο ειδών. Μαρτυρείται επίσης η παρουσία κριθαριού, του δίστοιχου (H. vulgare L. subsp. distichum) και του εξάστοιχου είδους (H. vulgare L. subsp. vulgare), γυμνού και ντυμένου, που δεν φαίνεται ωστόσο να είχε την ίδια σημασία με τα ντυμένα σιτηρά. Ακόμη εντοπίστηκαν τρία είδη οσπρίων, το λαθούρι (Lathyrus sativus L./L. cicera L.), η ρόβη (Vicial ervilia (L.) Willd.) και η φακή (Lens sp.) και τέλος το ελαιοδοτικό φυτό λινάρι (cf. Linum sp.). Την εικόνα συμπληρώνουν διάφορα είδη καρπών, φρούτων, και σπόροι άγριων ειδών, σε μικρότερες ποσότητες, αλλά και απανθρακωμένες μάζες υλικού, η ταυτότητα των οποίων παραμένει αδιάγνωστη (Καραθάνου 2009). Τα ντυμένα σιτηρά είναι ιδιαίτερα απαιτητικά όσον αφορά την προετοιμασία τους για κατανάλωση. Αν και, όπως ήδη αναφέραμε, δεν προϋποθέτουν κάποια συγκεκριμένη μορφή κατεργασίας (όπως π.χ. το άλεσμα), η απομάκρυνση του σκληρού, ινώδους και δύσπεπτου περιβλήματός τους (λέπυρα) ήταν ένα αναπόφευκτο στάδιο, χρονοβόρο και κοπιαστικό 108. Η αφθονία λεπύρων σιταριού στις απορριμματικές επιχώσεις των ανασκαφέντων λάκκων της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας συνιστά ένδειξη της διαδικασίας αυτής καθαρισμού των σπόρων, αλλά και του προορισμού τους για ανθρώπινη κατανάλωση Βλ. Adams 1999, 481, πιν.1 για ένα δείγμα ποικιλίας τεχνικών κατεργασίας των σιτηρών και μαγειρικής αξιοποίησης των παραγώγων τους διαφορετικής υφής, αλεύρων και χονδροαλεσμένου σπόρου, ενώ για ποικιλία τεχνικών επεξεργασίας της τροφής εν γένει βλ. Stahl 1989 και Βαλαμώτη Πρόσφατα και αυτή η ιδέα άρχισε να επανεξετάζεται. Διατυπώθηκε η άποψη ότι οι άνθρωποι του παρελθόντος πιθανόν να είχαν διαφορετικές διατροφικές προτιμήσεις και μεγαλύτερη αντοχή στην κατανάλωση τροφών πλούσιων σε φυτικές ίνες και επομένως τη δυνατότητα επιλογής κατανάλωσης ημιαποφλοιωμένων ή ακόμη και πλήρως αναποφλοίωτων σπόρων (Willcox 2002, D Andrea 2003, Stroulia 2010). 109 Η διαδικασία καθαρισμού του σπόρου δεν είναι απαραίτητη, όταν οι σπόροι προορίζονται για ζωοτροφή. Ωστόσο η παρουσία λεπύρων δεν ισοδυναμεί εξ ορισμού με την ανθρώπινη κατανάλωση των δημητριακών, αφού πειραματικά αποδεικνύεται ότι η ζωική κοπριά θα περιέχει λέπυρα, όταν τα ζώα έχουν καταναλώσει ολόκληρα σταχίδια (δηλαδή το σπόρο μαζί με το περίβλημα του) (Βαλαμώτη 2009, 60). Κατά συνέπεια υπάρχει η πιθανότητα οι ενδείξεις αυτές να προέρχονται από την 150

168 Όσον αφορά τον απαραίτητο εργαλειακό εξοπλισμό, τα εθνογραφικά δεδομένα αποκαλύπτουν ένα εύρος εναλλακτικών τεχνικών για την αφαίρεση των λεπύρων, είτε με τη χρήση γουδιών είτε «μυλοπετρών» 110 (βλ. ενδεικτικά Hillman 1981 και 1984, Βαλαμώτη 2009). Οι πειραματικές έρευνες κατέδειξαν το κοπάνισμα των σπόρων σε γουδί ως την πιο αποτελεσματική μέθοδο από τις δύο (Meurers Balke & Luning 1992). Στην περίπτωση άλεσης σε μυλόπετρες το κόστος είναι μεν μικρό σε ενέργεια, είναι ωστόσο αρκετά υψηλό σε επίπεδο απώλειας προϊόντος και σε επίπεδο χρόνου, λόγω της μικρής ποσότητας υλικού που μπορεί να κατεργασθεί κανείς ανά φορά. Η χρήση γουδιών, από την άλλη, φαντάζει εν γένει πλεονεκτικότερη. Το επιθυμητό αποτέλεσμα αποδίδεται σε μικρότερο χρόνο, με λιγότερους σπασμένους σπόρους σε μεγαλύτερα θραύσματα, οπότε διευκολύνεται ο διαχωρισμός τους από τα περιβλήματα με τις κατάλληλες μεθόδους. Ταυτόχρονα είναι δυνατή η επεξεργασία μεγαλύτερων ποσοτήτων ανά φορά (Meurers Balke & Luning 1992, ). Στο υπό μελέτη υλικό, όπως είδαμε, εντοπίζεται ένα μόλις ενεργητικό επικρουστικό στέλεχος γουδοχέρι και κανένα λίθινο τεχνούργημα που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως γουδί. Συνολικά από την τριπτή λιθοτεχνία της θέσης προήλθε μόλις ένα γουδί, ενώ τα ενεργητικά στελέχη φαίνεται να αντιπροσωπεύονται επαρκώς (Στρούλια προσ. επικ.). Χωρίς να αποκλείουμε, λόγω της μη ανεύρεσής τους, την ύπαρξη και λίθινων γουδιών, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι τα εργαλεία αυτά, όπως κατά πάσα πιθανότητα και τα ενεργητικά, κατασκευάζονταν (και) από ξύλο. Οι εθνογραφικές έρευνες υποστηρίζουν μία τέτοια ερμηνεία, αποκαλύπτοντας ότι τα δύο στοιχεία του εργαλειακού ζεύγους ήταν δυνατό να κατασκευάζονται είτε μόνο από λίθο ή ξύλο είτε από διαφορετικό υλικό το καθένα (Kraybill 1977, 492) 111. Εθνογραφικές παρατηρήσεις (βλ. ενδεικτικά υποσ. 111), που μαρτυρούν έναν παρουσία κοπριάς στις επιχώσεις. Σε αυτήν την περίπτωση όμως κάτι τέτοιο φαίνεται απίθανο να ισχύει για το σύνολο των δειγμάτων (Καραθάνου & Βαλαμώτη 2008). 110 Στο Μαρόκο μάλιστα το κοπάνισμα πραγματοποιείτο σε επιδαπέδια γουδιά με τη μορφή λάκκων διανοιγμένων στο έδαφος και επιχρισμένων εσωτερικά με πηλό (Peña Chocarro et al. in press). Αλλού, στην Αυστραλία και στην Εγγύς Ανατολή, αναφέρεται η ύπαρξη γουδιών διαμορφωμένων σε έξεργα φυσικά πετρώματα στο τοπίο (Kraybill 1977). 111 Η συνέργια λίθινου και ξύλινου στελέχους, ή αποκλειστικά ξύλινων, αποδεικνύεται ιδανική για εργασίες, όπου επιδιώκεται η κατά το δυνατό ανέπαφη διατήρηση του σπόρου (αποφλοίωση). Λόγω της μαλακής φύσης του ξύλου, περιορίζεται ο θρυμματισμός του σπόρου, μειώνοντας τις απώλειες (Wright 1994, 243, Kraybill 1977, 492). Ωστόσο εθνογραφικά δεδομένα (ΒΔ Ανατολία) υποδεικνύουν ότι κάτι τέτοιο είναι εξίσου δυνατό με τη χρήση αποκλειστικά λίθινων εργαλειακών στελεχών (Hillman 1981, 130). Η επιλογή υλικού κατασκευής του εργαλείου πιθανότατα συνδεόταν (και) με τις προς επεξεργασία ύλες. Πειραματικές μελέτες δείχνουν πως τα ξύλινα γουδιά προορίζονταν για κατεργασία πιο μαλακών και υγρών υλικών (φυλλώδεις τροφές, σπόροι οσπρίων, αποφλοίωση δημητριακών), ενώ τα λίθινα εργαλεία για σκληρότερες ανόργανες ή οργανικές ουσίες, όπως τα ξερά φρούτα, οι άγριοι 151

169 «ευκαιριακό» κάποιες φορές χαρακτήρα της εμπλεκόμενης τεχνολογίας, προσφέρουν μία άλλη ερμηνευτική διάσταση σε τυχόν «απουσίες» στο αρχαιολογικό αρχείο. Τα πολύ περιορισμένα ανασκαφικά δεδομένα που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν να συμπεράνουμε κάτι όσον αφορά τα μεγέθη του εργαλειακού εξοπλισμού κοπανίσματος και κονιοποίησης. Τα λιγοστά παραδείγματα που διαθέτουμε είναι περιορισμένων διαστάσεων, τα εθνογραφικά στοιχεία όμως αποκαλύπτουν την ποικιλία που χαρακτηρίζει τον εργαλειακό αυτό εξοπλισμό. Γουδιά μικρών διαστάσεων (διαμέτρου μέχρι και 10 εκ.) είναι επαρκή για την τακτική κατεργασία σιτηρών στα πλαίσια των αναγκών μίας μικρής οικογένειας, ενώ παράλληλα υπάρχουν μεγάλων διαστάσεων εργαλεία (διαμέτρου έως και 1μ.) κατάλληλα για επεξεργασία πολύ μεγαλύτερων ποσοτήτων στα πλαίσια υπαίθριων δραστηριοτήτων (Hillman 1981, , 130). Το μέγεθος του εργαλείου συνδέεται στενά με την ποσότητα προϊόντος προς κατεργασία αλλά και με την κλίμακα εκτέλεσης της δραστηριότητας. Τα εργαλεία τριβής άλεσης συνιστούν την κυρίαρχη εργαλειακή κατηγορία στο υπό μελέτη σύνολο, αλλά και στο σύνολο της τριπτής εργαλειοτεχνίας της θέσης εν γένει 112. Ωστόσο το μέγεθος, η συνολική διαμόρφωσή τους, και το υλικό κατασκευής τους εγείρουν ερωτήματα κατά πόσο τα εργαλεία της κατηγορίας αυτής αποτελούν, στο σύνολό τους, κατάλληλο αλεστικό εξοπλισμό. Αρχαιολογικές μαρτυρίες και εθνογραφικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι τα αλεστικά εργαλεία τείνουν να είναι ογκώδη, συνδεδεμένα με βαριές και εντατικές εργασίες (Kraybill 1977, Hersch 1981, Runnels 1981, Baysal & Wright 2005, 323), αντίθετα το εξεταζόμενο υποσύνολο τριπτής λιθοτεχνίας από την Τούμπα Κρεμαστή δίνει μία αρκετά διαφοροποιημένη εικόνα. Κυριαρχούν παθητικά εργαλεία τριβής μικρού και εξημερωμένοι καρποί για κατανάλωση ή για εξαγωγή λαδιού, και τα άγουρα σταχίδια (Stahl 1989, 175, Wright 1994, 243, Adams 1999). 112 Βάσει της προκαταρκτικής εξέτασης του υλικού από την Α. Χονδρογιάννη οι παθητικές επιφάνειες τριβής άλεσης αριθμούν 928 κομμάτια και οι τριπτήρες 165. Μαζί αντιπροσωπεύουν το 40,5% του συνόλου των 2699 καταγεγραμμένων προϊόντων τριπτής λιθοτεχνίας της θέσης (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 386, 388, 389). Οι αριθμοί αυτοί ενδέχεται να μεταβληθούν σημαντικά μετά την αναλυτική μελέτη του υλικού από την Α. Στρούλια, η κυριαρχία ωστόσο της εργαλειακής αυτής κατηγορίας είναι αναμφισβήτητη. 152

170 και μεσαίου μεγέθους 113, σχετικά ελαφριά, και εν δυνάμει κινητά, που θα λειτουργούσαν με αντίστοιχα μικρά ενεργητικά στελέχη διαμορφωμένα για χρήση με το ένα χέρι 114. Ο Runnels (1981) διεξήγαγε πειράματα με δύο παθητικά εργαλεία τριβής άλεσης, διαστάσεων 30x21x10 εκ. και 37x18x7εκ., μεγαλύτερα δηλαδή από το σύνολο των υπό εξέταση εργαλείων, και κατέληξε στο συμπέρασμα πως ήταν μικρές για αποτελεσματική άλεση 115. Οι μύλες μικρών διαστάσεων θα επέτρεπαν την κατεργασία πολύ περιορισμένης ποσότητας υλικού ανά φορά, και θα παρουσίαζαν αναμφίβολα δυσκολίες στο «κράτημα» του σπόρου επάνω στην αλεστική επιφάνειά τους, καθιστώντας έτσι την επιλογή τους αμφισβητήσιμη υπό όρους αποτελεσματικότητας αν όχι εν γένει χρήσης (Hersh 1981, ). Παρόλα αυτά γεννιέται το ερώτημα κατά πόσο η πιστοποιούμενη από εθνοαρχαιολογικές και πειραματικές ενδείξεις σημασία των μεγάλων διαστάσεων αλεστικών εργαλείων συνεπάγεται αυτομάτως τη μη καταλληλότητα εξοπλισμού μικρότερων διαστάσεων. Το πρόβλημα αυτό συνδέεται άμεσα με το ζήτημα της κλίμακας, στην οποία διεξαγόταν μία τέτοια αλεστική δραστηριότητα. Ο καθαρισμός του σπόρου με κοπάνισμα, όπως και όλες οι διαδικασίες που προηγούνται (θερισμός, αλώνισμα, λίχνισμα), μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ευρεία κλίμακα, στο σύνολο της σοδειάς. Μπορεί ωστόσο να εφαρμοστεί και τμηματικά, σε συνδυασμό με την διαδικασία άλεσης, ως δραστηριότητες ενταγμένες στα καθημερινά οικιακά καθήκοντα σε άμεση σύνδεση με τις ημερήσιες ανάγκες σε σπόρο για την προετοιμασία των γευμάτων (Hillman 1981, 154, Runnels 1981, 244, Meurers Balke & Luning 1992, 357). Αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί για την περίπτωση της Τούμπας Κρεμαστής, αν δεν απορρίψουμε εξαρχής την πιθανότητα κάποια, μεσαίων ή μικρών διαστάσεων, εργαλεία να χρησιμοποιούνταν για άλεση 116. Σε μία τέτοια περίπτωση οι ενδείξεις (αριθμός των εργαλείων, μικρές διαστάσεις, περιορισμένες παραγωγικές δυνατότητες) υποδεικνύουν μικρής κλίμακας μονάδες προετοιμασίας της τροφής, πιθανόν σε επίπεδο νοικοκυριού (για μία παρόμοια ερμηνεία, όσον αφορά τον οικισμό του Μακρυγιάλου, βλ. Tsoraki 2007, ). Λαμβάνοντας υπόψη τον περιορισμένο όγκο 113 Η Χονδρογιάννη Μετόκη (2009, 389) διακρίνει τα συνολικά 27 ακέραια/σχεδόν ακέραια εργαλεία της κατηγορίας, βάσει των διαστάσεών τους, σε τρεις κατηγορίες: στα πολύ μεγάλα (μήκους εκ., πλάτους 15,5 28 εκ.), στα μεσαία (μήκους εκ., πλάτους εκ.) και στα μικρά (μήκους 13,5 18,5 εκ. και πλάτους 5 11 εκ.). 114 Το μεγαλύτερο από τα παθητικά εργαλεία τριβής άλεσης του υπό εξέταση συνόλου (ακ. 2405) που, λόγω μορφομετρικών χαρακτηριστικών, παραπέμπει σε μία πιο αποδοτική αλεστική δράση αποδεικνύεται «μικρό» συγκριτικά με τα εθνογραφικά δεδομένα. 115 Για ανάλογα συμπεράσματα βλ. Στρούλια 2003, Stroulia 2010, Alisøy 2002β. 116 Πειραματικά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται αδύνατο, με όλες ωστόσο τις συνεπαγόμενες αδυναμίες της μεθόδου (Hersch 1981, ). 153

171 «αποδόσεων» σε συνάρτηση με τις πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις σε επένδυση χρόνου και κόπου, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι το άλεσμα των δημητριακών δεν συνιστούσε πρωτεύουσα τροφοπαρασκευαστική τεχνική, αλλά είχε πιθανόν συμπληρωματικό χαρακτήρα, και δεν ήταν η μοναδική μέθοδος κατανάλωσης των δημητριακών. Η υπόθεση κάποιων ερευνητών για σύνδεση της κατανάλωσης των προϊόντων αυτών με μηκαθημερινές περιστάσεις, ιδιαίτερου χαρακτήρα (Μπεκιάρης 2007, 76), παρά την ύπαρξη εθνοαρχαιολογικών παραλλήλων (Dietler & Hayden 2001, Pearson 2003), είναι δύσκολο να αποδειχθεί 117. Στο υπό εξέταση σύνολο των παθητικών εργαλείων τριβής άλεσης δύο είναι οι βασικές υποκατηγορίες που πιθανότατα εμπλέκονταν σε τροφοπαρασκευαστικές δραστηριότητες, οι «μυλόπετρες» από ψηφιδομιγές υλικό και τα τριβεία. Στην περίπτωση του πολυάριθμου συνόλου παθητικών εργαλείων από ψηφιδομιγές/λατυποπαγές υλικό, ο τύπος και η ένταση της φθοράς των ενεργών επιφανειών, κάποιων τουλάχιστον εξ αυτών, και ο συνδυασμός ανθεκτικότητας, σκληρότητας και αδρότητας, υποστηρίζουν τη σύνδεση με την αλεστική δραστηριότητα. Η φύση του υλικού κατασκευής, πλούσιου σε εγκλείσματα, θα εξασφάλιζε την «αυτοανανέωση» της αλεστικής επιφάνειας επιτρέποντας τη διατήρηση της αποτελεσματικότητάς της για μεγαλύτερο διάστημα (Adams 1999, 487). Παράλληλα η μακροσκοπική μελέτη των ενεργών επιφανειών των αλεστικών αυτών εργαλείων αποκαλύπτει ίχνη απολείανσης, και πολλές φορές έντονης στίλβης, συχνά στο κεντρικό τμήμα τους, ίχνη που προσομοιάζουν πολύ σε αυτά που προκαλεί η κατεργασία σπόρων και ιδίως των δημητριακών (Adams 1989, ). Η παρουσία διαφοροποιήσεων στη συνεκτικότητα και την κοκκομετρία του υλικού των εργαλείων της κατηγορίας αυτής πιθανόν δεν ήταν καθόλου τυχαία, αλλά συνδεόταν με τον τρόπο χρήσης των τεχνουργημάτων, όπως υποστηρίζουν εθνογραφικές και πειραματικές έρευνες. Η χονδρόκοκκη υφή ενός πετρώματος είναι ιδανική για τα πρώτα στάδια θραύσης του σπόρου, από ένα σημείο και μετά ωστόσο δεν επιτρέπει την περαιτέρω μείωση του μεγέθους των κόκκων. Η συνέχιση της αλεστικής δραστηριότητας με αντικατάσταση του 117 Στην περίπτωση της Τούμπας Κρεμαστής, όπου το συγκειμενικό πλαίσιο εύρεσης του υλικού είναι εξ ορισμού ιδιαίτερο και υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν μία συμβολική διάσταση της εργαλειακής κατηγορίας τριβής άλεσης (βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο), δεν εντοπίζονται ενδείξεις που να μαρτυρούν κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όσον αφορά το υπό μελέτη σύνολο. Απουσιάζει, για παράδειγμα, κάποια μεγάλη συγκέντρωση ακέραιων «μυλολίθων» που να έχουν απορριφθεί μαζί ή άλλα στοιχεία που θα εγείραν υποψίες για μεγάλης κλίμακας ή/και ιδιαίτερου χαρακτήρα επεισόδια κατανάλωσης (για μία διαφορετική εικόνα βλ. το παράδειγμα του λάκκου 212 του Μακρύγιαλου I, Tsoraki 2007, 294). Ενδείξεις ωστόσο για επεισόδια επιδεικτικής κατανάλωσης δίνει το αρχαιοζωολογικό υλικό (Β. Τζεβελεκίδη, προσ. επικ.). 154

172 ενός ή και των δύο στελεχών του εργαλειακού ζεύγους από πιο λεπτόκοκκο υλικό θα επέτρεπε μία πιο δραστική μεταποίηση του προϊόντος (Hersh 1981, 420, ). Η άλλη εργαλειακή ομάδα, τα τριβεία, ή αλλιώς «λεκανοειδείς μύλες» (basin grinding slabs), έχει συνδεθεί με μετατόπιση της έμφασης σε τροφές που προϋπέθεταν άλεση (Kraybill 1977, 514). Στο υλικό μας έχουμε δύο αποσπασματικά σωζόμενα παραδείγματα (ακ.1810, ακ ) από λεπτόκοκκο υλικό, πιθανόν σχετικά μεγάλων αρχικών διαστάσεων. Κατά την Adams (1999) η χρήση της λεκανοειδούς μύλης είναι πιο κουραστική από τους άλλους τύπους παθητικών εργαλείων τριβής άλεσης, επιτρέπει ωστόσο την άλεση κάθε είδους σπόρου και καρπού. Με τα υπερυψωμένα άκρα περιμετρικά της αλεστικής επιφάνειας πλεονεκτεί έναντι του λοιπού εξοπλισμού τριβής άλεσης διατηρώντας κατά την άλεση περιορισμένο το υπό κατεργασία υλικό μέσα στην κυκλική ή ελλειπτική βάθυνσή του (βλ. ακόμη Hersch 1981, ). Oι παραπάνω εργαλειακοί τύποι κρούσης τριβής και τριβής άλεσης («γουδιά», «μυλόλιθοι») μπορεί να συμμετείχαν στην κατεργασία ποικίλων άλλων φυτικών ειδών, πέραν των δημητριακών 118. Ενδιαφέρον έχει και η έντονη παρουσία λαθουριού στις επιχώσεις, σε βαθμό που υποδηλώνει την καλλιέργειά του. Το λαθούρι, όπως και η ρόβη που επίσης αντιπροσωπεύεται στα δείγματα της θέσης, περιέχει τοξικές ουσίες (Καραθάνου & Βαλαμώτη 2008, 7 8), η αφαίρεση των οποίων είναι αναγκαία για την κατανάλωση από ανθρώπους και ζώα. Η αποφλοίωση των σπόρων λαθουριού με κοπάνισμα, ίσως πριν από το μούλιασμά τους σε νερό, για επιτάχυνση της διεργασίας απομάκρυνσης των τοξινών, θα ήταν μία αποδοτική τεχνική, όπως στην περίπτωση της ρόβης η άλεση πριν το μούλιασμα των σπόρων σε νερό (Βαλαμώτη 2009, 78 79). Λαμβάνοντας υπόψη τον πολυλειτουργικό χαρακτήρα των εργαλείων κρούσης τριβής και τριβής άλεσης που αφορά την κατεργασία οργανικών και ανόργανων υλών, αλλά και διάφορες τεχνικές κατασκευαστικές δραστηριότητες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι η κατεργασία σιτηρών ήταν η πρωταρχική λειτουργία τους. Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέψουμε την ύπαρξη συγκεκριμένων υποομάδων, περισσότερο κατάλληλων για την κατεργασία εδώδιμων ουσιών. Αυτές οι κατηγορίες αποκαλύπτουν μία συνέπεια στη μορφολογία και τις επιλεγόμενες πρώτες ύλες κατασκευής («μυλόπετρες» από λατυποπαγές υλικό και τριβεία από ψαμμιτικό). Θα ήταν τουλάχιστον παρακινδυνευμένο να ισχυριστεί κανείς ότι η παρατηρούμενη ποικιλία αντιστοιχεί σε μία εξειδίκευση 118 Μάλιστα υπάρχουν πολυάριθμα εθνογραφικά παραδείγματα από τον Ελλαδικό χώρο για τη χρήση αλεύρων οσπρίων, είτε ως ξεχωριστό διατροφικό στοιχείο (παρασκευή ψωμιού), είτε ως στοιχείο άλλων συνταγών (Hersh 1981, 400, Βαλαμώτη 2009, 77 79). 155

173 κατεργαζόμενων υλών. Σίγουρα όμως αντανακλά μία σχέση του εξοπλισμού με τις λειτουργίες που εξυπηρετεί, όπου διάφοροι παράγοντες, όπως το υπό κατεργασία υλικό, οι μέθοδοι επεξεργασίας, τα χαρακτηριστικά του υλικού κατασκευής του εργαλείου, συνδέονται (Adams 1999, Schneider 2002) ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ ΧΡΩΣΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ Η τεχνολογία παραγωγής χρωστικών ουσιών συνιστά πιθανόν μία από τις παλαιότερες στον κόσμο, με πολλαπλές κοινωνικές και πολιτισμικές, πρακτικές και συμβολικές, προεκτάσεις. Πρόκειται για οξείδια του σιδήρου (ή μαγγανίου) με συνηθέστερα τον αιματίτη, τον γκαιτίτη και το λειμονίτη ή ώχρες, φυσικές γαιώδεις χρωστικές ουσίες με ένυδρα υπεροξείδια του σιδήρου 119. Οι τρόποι εξαγωγής και κατεργασίας της χρωστικής ποικίλουν. Στην περίπτωση των ορυκτών πετρωμάτων απαιτείτο η θραύση τους. Εν συνεχεία απαραίτητη ήταν η μετατροπή της πρώτης ύλης σε σκόνη είτε με την απευθείας τριβή της επάνω σε μία σκληρή επιφάνεια (ίσως ένα παθητικό εργαλείο τριβής), είτε με την κονιοποίησή της με τη χρήση ενός ζεύγους εργαλείων τριβής άλεσης ή συνδυασμού τριβής κρούσης (González & Ibáñez 2002, 72). Το κονιοποιημένο ορυκτό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε στεγνή μορφή (π.χ. για διακόσμηση του σώματος με πασπάλισμα) αλλά και σε υγρή, με την προσθήκη και ανάμιξη κάποιας συνεκτικής ουσίας (νερό, λιπαρές ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, ενώ έχουν προταθεί ακόμα τα ούρα, το αίμα και το μεδούλι των οστών) (Schmandt Besserat 1980, 137). Όπως ήδη έχει αναφερθεί στα αντίστοιχα κεφάλαια, οι ενδείξεις για την παρασκευή χρωστικών υλών στην Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας περιλαμβάνουν τόσο πιθανά στοιχεία του αξιοποιούμενου εργαλειακού εξοπλισμού, όσο και πιθανές πρώτες ύλες, σε αδρή ακατέργαστη μορφή ή ως απορριφθέντα υπολείμματα της διαδικασίας. Το εργαλείο «χρωματοτρίπτης» (ακ.3050) αποτελεί το μοναδικό στο υπό μελέτη σύνολο με μακροσκοπικά εντοπίσημα ίχνη κάποιας ερυθρής χρωστικής ουσίας. Ακόμη υπάρχει ένα σύνολο μικρών θραυσμάτων από πετρώματα ερυθρού χρώματος, με πολλαπλές επιπεδωμένες αλλά και ανώμαλες ακατέργαστες επιφάνειες, και συγκεντρώσεις πυκνών γραμμιδίων, ίχνη αποτριβής με κάποια σκληρότερη επιφάνεια. 119 Για μία αναλυτική παρουσίαση των ευρημάτων και μία συζήτηση για τις χρήσεις της χρωστικής βλ. Παπαευθυμίου Παπανθίμου 1997, Schmandt Besserat 1980, Wreschner 1980, Cullen 1995, Watts

174 Η ανάλυση της ουσίας που σώζεται πάνω στην επιφάνεια του εργαλείου στηρίζει την υπόθεση κατεργασίας κάποιου υλικού πιθανόν για την παρασκευή χρωστικής (Λ. Παπαδοπούλου, προσ. επικ.). Αντίθετα οι αναλύσεις από ένα θραύσμα ερυθρού πετρώματος δεν φαίνεται να υποστηρίζουν την πιθανότητα να αποτέλεσε συστατικό της ουσίας που εντοπίστηκε στην επιφάνεια του «χρωματοτρίπτη». Ωστόσο τα θραύσματα αυτά, στο σύνολό τους, δεν φαίνεται να αντιπροσωπεύουν το ίδιο πέτρωμα, και άρα οι ενδείξεις δεν αποκλείουν ολωσδιόλου την πιθανότητα κάποιο από αυτά να είναι πρώτη ύλη της εντοπισθείσας χρωστικής. Ούτε όμως η μη ταυτοποίηση της συγκεκριμένης πρώτης ύλης είναι απορριπτική μίας πιθανής λειτουργίας των θραυσμάτων ως υλών για παραγωγή χρωστικών. Μάλιστα η συνεύρεση του εργαλείου με ένα κομμάτι ερυθρού πετρώματος ενισχύει την πιθανότητα σύνδεσής τους. Όσον αφορά το σωζόμενο ενεργητικό εργαλείο με το ίχνος χρωστικής, οι ενδείξεις υποδεικνύουν χρήση του σε μία δευτερεύουσα δραστηριότητα στη διαδικασία παρασκευής της χρωστικής, που έπεται της άλεσης/κονιοποίησης της πρώτης ύλης και αφορά την ανάμειξη των κατάλληλων υλών. Πρόκειται για μία διαφορετική πρακτική από την αποτριβή τους κατά τη διάρκεια άμεσης εφαρμογής στην επιφάνεια προς χρωματισμό, χωρίς ωστόσο κάτι τέτοιο να αποκλείεται ως εναλλακτική δραστηριότητα. Παρά την απουσία εμφανών καταλοίπων χρωστικής σε επιφάνειες παθητικών εργαλείων τριβής θα πρέπει να υποθέσουμε τη χρήση τόσο κινητών όσο και σταθερών τεχνουργημάτων για τις διαδικασίες κατεργασίας. Υπάρχει η γενικευμένη, εντούτοις λανθασμένη, άποψη ότι η ανίχνευση ανόργανων καταλοίπων είναι ευκολότερη από ό, τι των οργανικών υλικών και συχνά αρκεί ένας απλός οπτικός έλεγχος για να δώσει τα επιθυμητά αποτελέσματα (βλ. ενδεικτικά McLaren & Evans 2002, 131). Ωστόσο ο εντοπισμός και η ταύτισή τους αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολος. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση των εργαλείων από ψαμμίτη τον εντοπισμό δυσχεραίνει η φυσική παρουσία οξειδίων του σιδήρου στο υλικό κατασκευής τους (Logan & Fratt 1993, 416, 421) Στο υλικό μας όλα τα εργαλεία από ψαμμίτη και αρκοζικό ψαμμίτη έχουν κοκκινωπό χρώμα, κάποια μάλιστα φέρουν περιοχές πολύ έντονου ερυθρού ή ερυθροκάστανου χρώματος, πιο συχνά σε όψεις των τεχνουργημάτων άλλες από τις ενεργές επιφάνειές τους, γεγονός που συνηγορεί στην τυχαία παρουσία και φυσική προέλευσή τους 120. Η δυσκολία αναγνώρισης αυξάνεται καθώς αποδεικνύεται πειραματικά πως διαφορετικές πρώτες ύλες αφήνουν 120 Βλ. όλα τα εργαλεία της ειδικής κατηγορίας παθητικών υποβάθρων α.κ. 1821, 3158, 1795, και σε μικρότερο βαθμό στα α.κ. 1889, 2122, 1812, αλλά και άλλου τύπου εργαλεία, 1925, , 2367, 2366, 2090, 3034, ,

175 διαφορετικά, ή και καθόλου, ίχνη πάνω στη σταθερή επιφάνεια τριβής (González & Ibáñez 2002, 421) ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΗΣ ΤΟΥΜΠΑΣ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ Η συνολική θέαση του υπό μελέτη υλικού τριπτής λιθοτεχνίας από την Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας αποκαλύπτει τον υψηλό βαθμό στρατηγικού σχεδιασμού του. Η πλειονότητα των εργαλείων (τουλάχιστον το 51,2%) 121 έχει δεχθεί σκόπιμες επεμβάσεις μορφοποίησης στο πλαίσιο της κατασκευαστικής αλληλουχίας αλλά, ορισμένα από αυτά, και σε μετέπειτα στάδιο, με σκοπό τη συντήρηση και επιμήκυνση της διάρκειας χρήσης τους (Γράφημα 6.3.1). Το χαρακτηριστικό αυτό της εν λόγω εργαλειοτεχνίας συνεπάγεται επένδυση χρόνου και εργασίας, και αποτελεί σαφέστατη επιλογή, απόρροια του συγκεκριμένου πολιτισμικού τεχνολογικού συστήματος μέσα στο οποίο γεννήθηκε. Η κατηγορία των εργαλείων με κόψη είναι ενδεικτική, αφού οι επεμβάσεις σε αυτά δεν αρκούνται αποκλειστικά στη μορφοποίηση του αρχικού φορέα, με σκοπό την απόδοση ενός λειτουργικού τεχνουργήματος, αλλά εκτείνονται και σε οπτικές αισθητικές αποδόσεις. Η απαιτητική διαδικασία απολείανσης και στίλβωσης όλων των εξωτερικών επιφανειών υπογραμμίζει την όχι αποκλειστικά πρακτική αξία των τεχνουργημάτων αυτών. Η περαιτέρω εξέταση των εργαλείων από την σκοπιά της μορφομετρίας και της κατασκευής φανερώνει την ύπαρξη στοιχείων ομοιομορφίας και μία κάθε άλλο παρά ευκαιριακή αντίληψη της τεχνολογικής παραγωγής. Η διαμόρφωση των εργαλείων, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν καθορίζεται από τη μορφολογία των πρώτων υλών. Αντίθετα, εξαιρουμένων των εργαλείων ευκαιριακού χαρακτήρα που διαμορφώθηκαν αποκλειστικά μέσω της χρήσης τους, οι τεχνικές και τα αποτελέσματα μοιάζουν να είναι αρκετά συγκεκριμένα 122. Η στοχευμένη δράση μέσα από την αναγωγική διαδικασία 121 Το ποσοστό αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση ακριβές εξαιτίας της αποσπασματικότητας του υλικού. Για τον υπολογισμό του δεν λήφθηκαν υπόψη τα αδιάγνωστα εργαλεία, αφού, λόγω του πολύ μικρού μεγέθους των σωζόμενων θραυσμάτων, ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας των εργαλείων προέλευσής τους. Δεν συμπεριελήφθησαν ούτε τα θραύσματα εργαλείων τριβής σε δεύτερη χρήση, καθώς δεν μπορεί να βεβαιωθεί το σκόπιμο ή μη της θραύσης διαμόρφωσής τους. Πρέπει πάντως να θεωρήσουμε βέβαιο ότι ο αριθμός των εργαλείων στρατηγικού σχεδιασμού ήταν ακόμη μεγαλύτερος, αν λάβουμε υπόψη μας τα κομμάτια εκείνα που δεν φέρουν ίχνη κατασκευής, λόγω θραύσης τους ή απαλοιφής τους μέσω της χρήσης. 122 Η ύπαρξη «κανόνων» (norms) σχετικά με το πώς έπρεπε να είναι τα εργαλεία δεν συνεπάγεται φυσικά άμεσα την οργανωμένη παραγωγή μεγάλης κλίμακας και την ύπαρξη εργαστηρίων με εκτεταμένη παραγωγή. Άλλωστε έχει αποδειχτεί, ιδίως με μελέτες απολεπισμένων λιθοτεχνιών, ότι 158

176 διαμόρφωσης των αρχικών φορέων, η συνέπεια στις αξιοποιούμενες πρώτες ύλες και τις εφαρμοζόμενες τεχνικές, αντανακλούν μία τελείως διαφορετική προσέγγιση του προς κατασκευή τεχνουργήματος σε σχέση με τα a posteriori αντικείμενα. Μαρτυρούν την ύπαρξη συγκεκριμένων επιθυμητών, μορφολογικών και λειτουργικών ταυτόχρονα, χαρακτηριστικών, τα οποία οι κατασκευαστές γνώριζαν πώς να αποδώσουν. Συνέπεια φαίνεται να χαρακτηρίζει και τη χρήση των εργαλείων. Η αντιπροσώπευση των πολυλειτουργικών εργαλείων είναι εξαιρετικά περιορισμένη (μόλις 2,4%), ενώ κυριαρχούν εργαλεία με έναν τύπο φθοράς, υποδηλώνοντας χρήση τους αποκλειστικά για μία συγκεκριμένη εργασία. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΚΡΟΥΣΗΣ ΣΧΙΣΤΩΔΗ "ΧΡΩΜΑΤΟΤΡΙΠΤΗΣ" ΒΟΤΣΑΛΑ ΛΕΙΑΝΤΗΡΕΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ "ΑΚΟΝΙ" A POSTERIORI ΠΑΘΗΤΙΚΟ A POSTERIORI ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΡΙΒΕΙΑ ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΜΕ ΚΟΨΗ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ A POSTERIORI ΕΡΓΑΛΕΙΑ Γράφημα 6.3.1: Γραφική απεικόνιση της αριθμητικής αναλογίας τεχνουργημάτων στρατηγικού και ευκαιριακού σχεδιασμού ανά εργαλειακή κατηγορία. μπορεί να υπάρχει τυποποίηση και αποτελεσματικότητα στην κατασκευή τεχνουργημάτων, χωρίς κατ ανάγκη να υπάρχει τεχνική εξειδίκευση (Yerkes 2003, 18). 159

177 Η μέριμνα που μαρτυρεί ο υψηλός βαθμός στρατηγικού σχεδιασμού των τεχνουργημάτων δεν αντανακλάται, όπως θα αναμενόταν, στον τρόπο μεταχείρισής τους κατά τη διάρκεια ή και μετά τη χρήση τους. Η εφαρμογή τεχνικών διαχείρισης φθοράς στα τεχνουργήματα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Ελάχιστα παθητικά και ενεργητικά στελέχη τριβής άλεσης φέρουν ίχνη σφυροκοπήματος στις επιφάνειες χρήσης τους για ανανέωση της αδρότητάς τους. Ακόμη μικρότερος αριθμός των παθητικών τεχνουργημάτων φέρει δύο, παράλληλα διαμορφωμένες, επιφάνειες χρήσης που θα επέτρεπαν, με την εναλλαγή τους, παράταση της διάρκειας χρήσης των εργαλείων προτού καταστούν εξαντλημένα λόγω φθοράς. Αλλά και πολλά εργαλεία με κόψη διατηρούνται με παροπλισμένο το ενεργό τους άκρο. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι ο αριθμός των τεχνουργημάτων που προορίζονταν ή είχαν δεχτεί δεύτερη χρήση με ή χωρίς επανασχεδιασμό τους είναι πάρα πολύ μικρός, μόλις το7,7% του συνόλου (ν=13 από τα 168 εργαλεία) (Γραφήματα και 6.3.3) ΣΥΝΟΛΟ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΣΕ/ΠΡΟΣ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ Γράφημα 6.3.2: Γραφική απόδοση του ποσοστού των εργαλείων προς ή σε επανάχρηση ως προς το σύνολο του υπό μελέτη υλικού σε ακέραιες μονάδες. ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΚΡΟΥΣΗΣ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΤΡΙΒΗΣ ΣΧΙΣΤΩΔΗ "ΧΡΩΜΑΤΟΤΡΙΠΤΗΣ" ΤΡΙΒΗΣ/ΑΛΕΣΗΣ ΣΕ 2Η ΒΟΤΣΑΛΑ ΛΕΙΑΝΤΗΡΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ "ΑΚΟΝΙ" A POSTERIORI A POSTERIORI ΜΕ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΡΙΒΕΙΑ ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΜΕ ΚΟΨΗ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΣΕ/ΠΡΟΣ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΕΠΑΝΑΣΧΕΔΙΑΣΜΟ 'Ή/ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ Γράφημα 6.3.3: Ποσοστό εργαλείων προς ή σε επανάχρηση ανά εργαλειακή κατηγορία. 160

178 Η παρατήρηση αυτή θα πρέπει πιθανόν να συνδυαστεί με την σκόπιμη απόρριψη/απόθεση του υλικού σε λάκκους. Μία τέτοια πρακτική σήμαινε τη λήξη της χρηστικής ζωής των αντικειμένων. Είναι ωστόσο πιθανό η «απόσυρσή» τους να ισοδυναμούσε, σε ιδεολογική βάση, με την μετάβασή τους σε μία «διαφορετική κατάσταση». Ο «καταληκτικός» χαρακτήρας της δραστηριότητας αυτής καθιστούσε περιττή την στρατηγική εκμετάλλευση των εργαλείων ή ίσως ακόμη και να επέβαλλε την ευκαιριακή διαχείρισή τους, τουλάχιστον στο στάδιο πριν από την τελική απομάκρυσή τους. Την σκέψη αυτή υποστηρίζει και η πρακτική απόρριψης, πλάι στα αποσπασματικά, και ακέραιων, ακόμη χρηστικών, εργαλείων. Το παραπάνω συμπέρασμα, όπως είναι φυσικό, αφορά αποκλειστικά το υπό μελέτη υλικό και όχι το σύνολο της τεχνολογίας της θέσης. Η παρουσία λιγοστών εργαλείων με ιδιαίτερες επεμβάσεις (π.χ. διαμόρφωση επιφανειών συγκράτησης) αποκαλύπτει την πρόθεση ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας κάποιων τεχνουργημάτων αποσκοπώντας σε μία πιο εντατική ή εκτεταμένη χρήση τους. Μεγάλο ενδιαφέρον σε σχέση με τα παραπάνω παρουσιάζει ο περιορισμένος βαθμός φθοράς του υλικού. Αν και ορισμένα τεχνουργήματα μαρτυρούν εκτεταμένη ή εντατική χρήση τους, η συνολική εικόνα δεν είναι αυτή του εξαντλημένου εργαλειακού εξοπλισμού. Για την ακρίβεια, εντοπίζονται δύο αντιθετικές εικόνες: από τη μία μεριά, λιγοστών εργαλείων εξαντλημένων έπειτα από εκτεταμένη χρήση, και από την άλλη, της πλειονότητας των τεχνουργημάτων, που απορρίφθηκαν σκόπιμα έχοντας ακόμη μεγάλη διάρκεια εναπομείνουσας λειτουργίας. Το μικρό υποσύνολο που εξετάστηκε δεν επιτρέπει την εις βάθος διερεύνηση των δύο διακριτών, και αντιθετικών αυτών μοτίβων «κατανάλωσης» της τριπτής λιθοτεχνίας, ούτε και την αποσαφήνιση των παραγόντων που τα επηρεάζουν. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ωστόσο το παράδειγμα ενός παθητικού εργαλείου τριβής με κοίλανση (ακ.2122), το οποίο αποτελεί το μοναδικό της εργαλειακής κατηγορίας, στην οποία εντάσσεται, που παρουσιάζει ίχνη επανασχεδιασμού και εντοπίζεται σε χρονικά μεταγενέστερο λάκκο. Παραπέμπει στο μοτίβο της «κατακόρυφης ανακύκλωσης», χρησιμοποιούμενο, επαναχρησιμοποιούμενο και τελικά απορριπτόμενο έχοντας πιθανόν αλλάξει χέρια κατόχου. Τίθεται το ερώτημα, αν η μεταχείριση αυτή αντανακλά μία πρακτική υπαρκτή, εντούτοις υποαντιπροσωπευόμενη στο αρχαιολογικό αρχείο και τελείως διαφορετική από αυτή που 161

179 οδήγησε σε γενικές γραμμές στη διαμόρφωσή του. Η απόρριψη υλικού κατά βάση λειτουργικού και αξιοποιήσιμου δίνει την αίσθηση μίας τεχνολογίας χωρίς άγχος και πίεση, μη αναμενόμενης σε έναν οικισμό που, λόγω της θέσης του, οι πρώτες ύλες, για τον εργαλειακό εξοπλισμό και όχι μόνο, ήταν κατ ανάγκη φερτές. Αντιθέτως θα φαινόταν λογική η εφαρμογή της επανάχρησης και ανακύκλωσης εργαλείων, και άλλων τεχνουργημάτων. Το ότι κάτι τέτοιο δεν αντανακλάται στο αρχαιολογικό αρχείο που εξετάζουμε, ωστόσο, δεν λειτουργεί ως επιχείρημα για το αντίθετο. Πρόκειται άλλωστε για δευτερογενείς αποθέσεις, αποτέλεσμα συγκεκριμένων δράσεων, και επηρεαζόμενες άμεσα ή έμμεσα από κοινωνικούς, πολιτισμικούς, συμβολικούς παράγοντες. Είναι λοιπόν αναμενόμενο το υλικό που έχει αποτεθεί στους λάκκους να αντανακλά συγκεκριμένες επιλογές, παρά αυτή καθεαυτή την παρελθούσα πραγματικότητα ΚΑΤΑΝΟΜΗ Ευρήματα της τριπτής εργαλειοτεχνίας, σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής τους (τελικά εργαλεία, ημίεργα, υποπροϊόντα κατεργασίας και πρώτες ύλες), εντοπίζονται σε όλους τους υπό μελέτη λάκκους και των τριών παλαιότερων χρονολογικών στρωμάτων (βλ. Παράρτημα 1, Γραφ. Α3 Α12). Πρόκειται επομένως για ένα υλικό που επιλέγεται για τη ΣΤΡΩΜΑ Δ' ΣΤΡΩΜΑ Γ' ΣΤΡΩΜΑ Β' 28,00% 42,35% 29,65% «σύνθεση» των επιχώσεων των λακκοειδών κατασκευών. Ωστόσο, αν Γράφημα 6.4.1: Ποσοστιαία κατανομή ευρημάτων ανά χρονολογικό στρώμα. και ευρεία, η συνολική κατανομή δεν είναι ομοιογενής. Βάσει της διασποράς αποκλειστικά των ευρημάτων βέβαιης προέλευσης 123 προκύπτει ότι οι πλουσιότεροι λάκκοι είναι ο λ.243 του στρώματος Δ (ποσοστό 31,35%) και ο λ.430 του στρώματος Β (20,4%) που, και οι δύο μαζί, περιείχαν πάνω από το μισό του υπό εξέταση υλικού. Μακράν οι φτωχότεροι αποδεικνύονται δύο λάκκοι του στρώματος Γ, οι λ.182 και λ.185 (0,85% και 2,55% αντίστοιχα). Σε κάθετη διάταξη, το μεγαλύτερο ποσοστό του υλικού μας προέρχεται από λάκκους του πρωιμότερου στρώματος Δ και ακολουθούν του στρώματος Γ και του Β 123 Πρόκειται για 236 από τα συνολικά 321 αντικείμενα, δηλαδή το 73,5% του μελετώμενου συνόλου. 162

180 (Γράφημα 6.4.1). Η εικόνα αυτή όμως είναι μάλλον πλασματική, όπως προκύπτει από την εξέταση του μέσου όρου υλικού που αναλογεί στον εκάστοτε λάκκο ανά στρώμα (Δ 21,18%, Γ 4,94%, Β 14%). Στην πραγματικότητα το στρώμα Γ είναι φτωχότερο από τα άλλα δύο. Οι λάκκοι που υπάγονται σε αυτό είναι περισσότεροι μεν κάτι που συνάδει με την εικόνα από το σύνολο του ανεσκαμμένου χώρου (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 126), αλλά περιέχουν πολύ πιο περιορισμένο υλικό (Γράφημα 6.4.2). Εξετάζοντας τις ποσοτικές συγκεντρώσεις ανά λάκκο και τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε κατασκευής δεν προκύπτει κάποιος συσχετισμός περιεχομένου και αριθμού επεισοδίων χρήσης ή μεγέθους των λάκκων. Έτσι για παράδειγμα ο πλουσιότερος λ.243 είχε πέντε διακριτά επεισόδια γεμίσματος και μεσαίες διαστάσεις, ενώ ο δεύτερος σε πυκνότητα υλικού λ.430 είχε πολύ μεγάλες διαστάσεις αλλά υπήρξε αποτέλεσμα ενός μεμονωμένου επεισοδίου απόρριψης. Μεσαίων διαστάσεων είναι και οι φτωχότεροι λάκκοι, λ.182 και λ.183, με 1 και 3 επεισόδια χρήσης αντίστοιχα. Όπως είδαμε στα επιμέρους κεφάλαια, και η κατανομή των επιμέρους εργαλειακών τύπων παρουσιάζει ανομοιογένεια. Οι συνδυασμοί που απαντώνται ανάμεσα σε διαφορετικούς λάκκους ή σε διαφορετικά στρώματα χρήσης του ιδίου, αλλά και η κατάσταση διατήρησης των 20% 10% 1% 5% τεχνουργημάτων παραπέμπει σε διαφορετικές προελεύσεις 31% 6% 5% 8% 11% 3% και τρόπους σχηματισμού των επιχώσεων των κατασκευών. Ενδεικτική είναι η διασπορά πρώτων υλών και υποπροϊόντων τεχνικών εργασιών στο σύνολο των λάκκων υπό Γράφημα 6.4.2: Ποσοστιαία κατανομή ευρημάτων ανά λάκκο. εξέταση, εν τούτοις όχι σε όλα τα στρώματά τους, στις περιπτώσεις λάκκων πολλαπλών επεισοδίων χρήσης. Αλλά και η συνύπαρξη τεχνουργημάτων με και χωρίς ίχνη φωτιάς, σε λάκκους χωρίς ίχνη επιτόπιας καύσης, αντανακλά διαφοροποιημένη προαποθετική μεταχείρισή τους και πιθανόν διαφορετική πηγή προέλευσης. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το τελευταίο και για τους λάκκους 163

181 μεμονωμένων επεισοδίων χρήσης γεμίσματος, είναι ωστόσο κάτι που με βάση το υπό μελέτη υλικό είναι δύσκολο να αποδειχθεί ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ/ΑΠΟΘΕΣΗΣ Όπως ήδη έχει αναφερθεί, το βασικό χαρακτηριστικό της εργαλειοτεχνίας της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας είναι η αποσπασματικότητά της. Η εικόνα αυτή εκ πρώτης όψεως δεν είναι απροσδόκητη, δεδομένης της προέλευσης των ευρημάτων από δευτερογενείς αποθέσεις, χωρίς πρόθεση επανάσυρσής τους. Εντύπωση ωστόσο προκαλεί το πολύ υψηλό ποσοστό των θραυσμένων εργαλείων που στο υπό μελέτη σύνολο αγγίζει το 79,2% του συνόλου (133 αντικείμενα από τα 168), συμπεριλαμβανομένων των εργαλείων ολοκληρωμένης κατασκευής αλλά και των ημιέργων. Μάλιστα, ανά εργαλειακή κατηγορία (Γράφημα 6.5.1), μεγάλο ενδιαφέρον προκαλούν τα ενεργητικά εργαλεία τριβής άλεσης και η ειδική κατηγορία εργαλείων με κοίλανση, που διατηρούνται αποσπασματικά στο σύνολό τους, και η ευρύτερη κατηγορία εργαλείων τριβής άλεσης με 93,6% ποσοστό αποσπασματικότητας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ανίχνευση μοτίβων που διέπουν τη διατήρηση των τεχνουργημάτων παραπέμπει σε μία πολύ πιο σύνθετη εικόνα ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΜΕ ΚΟΨΗ ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΤΡΙΒΕΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ A POSTERIORI ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ A POSTERIORI ΠΑΘΗΤΙΚΟ "ΑΚΟΝΙ" ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΛΕΙΑΝΤΗΡΕΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΕΣ ΒΟΤΣΑΛΑ ΤΡΙΒΗΣ/ΑΛΕΣΗΣ ΣΕ 2Η ΧΡΗΣΗ "ΧΡΩΜΑΤΟΤΡΙΠΤΗΣ" ΣΧΙΣΤΩΔΗ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΤΡΙΒΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΚΡΟΥΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΑΚΕΡΑΙΑ ΘΡΑΥΣΜΕΝΑ Γράφημα 6.5.1: Αναλογία θραυσμένων ακέραιων τεχνουργημάτων ανά εργαλειακή κατηγορία. 164

182 Η παρουσία πολυάριθμων θραυσμάτων, εκ των οποίων πολλά παρόμοιων διαστάσεων (Baysal & Wright 2005, 321), η αναγνώριση μίας μη λειτουργικής πρακτικής «απολέπισης» που καταστρέφει παρά μετασχηματίζει το κατεργαζόμενο τεχνούργημα, η ανίχνευση μοτίβων που δεν συνάδουν με την συνήθη και εθνογραφικά, αρχαιολογικά και πειραματικά πιστοποιούμενη μηχανική θραύση των τεχνουργημάτων (βλ. παθητικά και ενεργητικά εργαλεία τριβής και εργαλεία με κόψη) (Adams 2008) μαρτυρούν την σκόπιμη καταστροφή κάποιων εξ αυτών. Μάλιστα οι ενδείξεις πολυτεμαχισμού ορισμένων τεχνουργημάτων, σε τρία ή και παραπάνω θραύσματα, με σπασίματα ευθύγραμμα συνήθως, κάθετα στον άξονα του μήκους τους υποδεικνύουν θραύση σε επάλληλα στάδια. Επιπλέον, η καλή κατάσταση της συντριπτικής πλειονότητας των θραυσμένων εργαλείων περιορίζει τις πιθανότητες θραύσης λόγω φθοράς, ενώ η συμπαγής φύση πολλών τα καθιστούσε λιγότερο ευάλωτα σε ατυχήματα. Παράλληλα παρατηρείται το φαινόμενο της καύσης τεχνουργημάτων και μάλιστα συγκεκριμένων εργαλειακών κατηγοριών (παθητικά και ενεργητικά εργαλεία τριβής κυρίως από ψηφιδομιγή/λατυποπαγή υλικά) (Γράφημα 6.5.2). Η συνύπαρξη των εργαλείων αυτών με αντικείμενα χωρίς ίχνη καύσης, σε λάκκους που δεν προδίδουν στα τοιχώματά τους φθορές λόγω φωτιάς με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις, απορρίπτει τον in situ σχηματισμό των καμένων επιχώσεων (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 207). Μάλιστα ο εντοπισμός διαφοροποιημένων περιπτώσεων, όπου η καύση έχει επέλθει πριν ή μετά την θραύση των εργαλείων, μαρτυρεί τα ποικίλα στάδια στη ζωή των αντικειμένων κατά τα οποία υφίστανται την φθοροποιό δράση της φωτιάς, και κατά συνέπεια, τη διαφοροποιημένη μεταχείρισή τους. 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% ΧΩΡΙΣ ΚΑΥΣΗ ΜΕ ΙΧΝΗ ΚΑΥΣΗΣ Γράφημα 6.5.2: Ποσοτική και αριθμητική αναλογία τεχνουργημάτων με και χωρίς ίχνη καύσης. 165

183 Η συνολική εικόνα που μας δίνει η Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας κινείται πέρα από τον απλό ενταφιασμό ανεπιθύμητων «απορριμμάτων» 124. Η απόρριψη πολιτισμικού, και όχι μόνο, υλικού σε μία περιοχή εκτός του οικιστικού χώρου, μέσα σε λάκκους, είναι μία συμπεριφορά που ούτε τυχαία ούτε αποκλειστικά πρακτική μπορεί να θεωρηθεί. Με εξαίρεση ένα μικρό σύνολο 10 λάκκων αποθετών, με επιχώσεις που παρουσιάζουν βέβαια γνωρίσματα δομημένων εναποθέσεων και σαφέστατα συμβολική χρήση, το περιεχόμενο των υπολοίπων λάκκων δίνει μάλλον την εικόνα μίας χαοτικής σύνθεσης από ατάκτως ερριμμένα υλικά, ανθρωπογενή και μη. Παρόλα αυτά με μία πιο προσεχτική εξέταση των επιχώσεων αποκαλύπτεται ότι οι δράσεις που παρήγαγαν την εικόνα αυτή ήταν πολύ πιο σκόπιμες και σκηνοθετημένες και ότι διαπνέονται από την ύπαρξη μοτίβων και επαναληπτικότητας. Οι ενδείξεις ηθελημένης θραύσης, αλλά και η απόρριψη ακέραιων τεχνουργημάτων, η καύση κάποιων από αυτά και τέλος η αποκάλυψη συνανήκοντων τεμαχίων με προέλευση από διαφορετικούς λάκκους, συνιστούν μαρτυρίες για την ύπαρξη σύνθετων κοινωνικών πρακτικών, πολιτισμικά νοηματοδοτημένων, με λόγους και σκοπιμότητα για την εκδήλωσή τους. Η εικόνα αυτή δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο υπό μελέτη σύνολο τριπτής εργαλειοτεχνίας, αλλά δείχνει να συμφωνεί με την ευρύτερη εικόνα που έδωσε η προκαταρκτική εικόνα του υλικού που απέδωσε η θέση (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009). Χρονικά η κατανομή των ενδείξεων ηθελημένης καταστροφής και καύσης των εργαλείων καλύπτει και τα τρία παλαιότερα χρονολογικά στρώματα. Οι ενδείξεις είναι αρκετές ώστε το χρονικό αυτό εύρος να μην είναι αμφισβητίσιμο. Φανερώνουν την παρατεταμένη εφαρμογή επί αιώνες συγκεκριμένων κοινωνικών πρακτικών με επίκεντρό τους μία χωρική ζώνη με σαφώς ορισμένη λειτουργία συνδεδεμένη με τη χρήση των λάκκων και τον «ενταφιασμό» υλικού σε αυτούς. Η συνέχιση μίας πρακτικής μέσα στον χρόνο φυσικά δε σημαίνει κατ ανάγκη και την αμετάβλητη σημασιοδότησή της. Υπό το φως των δεδομένων και της απουσίας οποιασδήποτε εμφανούς λειτουργικής σκοπιμότητας στην καταστροφή και απόρριψη των τεχνουργημάτων, θα πρέπει να αναζητηθεί η συμβολική διάσταση της «διόλου πρακτικής» αυτής πρακτικής. Μονάχα 124 Η ίδια η έννοια του «απορρίμματος» έχει γίνει πολλάκις αντικείμενο συζήτησης. Μέσα στο πλαίσιο των μεταδιαδικαστικών προσεγγίσεων ασκήθηκε κριτική στη συμπεριφορική λειτουργική προσέγγισή της. Η αναγνώριση της εν λόγω έννοιας ως πολιτισμικά καθορισμένης και του τρόπου χρήσης της ως επηρεασμένου από τον δυτικό τρόπο σκέψης επέβαλε την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της. Υπάρχουν πολλαπλοί τρόποι διαχείρισης των «απορριμμάτων», και κανένας ενιαίος ορισμός τους (Hodder 1982, Hill 1995, Chapman 2000α, Martin & Russell 2000). 166

184 λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εργαλεία αυτά δεν ήταν απλά προϊόντα χρονοβόρων και απαιτητικών σε κόπο και ενέργεια κατασκευαστικών ακολουθιών, αλλά στην ουσία το ίδιο το «υλικό κεφάλαιο», τα τεχνικά μέσα που μετείχαν στις ποικίλες παραγωγικές διαδικασίες, μπορεί να γίνει αντιληπτό το κόστος μίας τέτοιας τακτικής. Η έμπρακτη καταστροφή (μέσω της θραύσης ή απολέπισης και της καύσης) αλλά και η έμμεση καταστροφή (μέσω της απόρριψης ακέραιων εργαλείων και «απόσυρσής τους από την ενεργό δράση») υποδηλώνουν ακριβώς μία δραστηριότητα που δεν υπολογίζει το κόστος που είναι πολλαπλό, δεδομένου ότι τα τεχνικά μέσα τα οποία καταστρέφονταν έπρεπε με κάποιο τρόπο να αντικατασταθούν. Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς τη σημασία που ενσωματώνει το τεχνούργημα μέσα από τον κύκλο ζωής του, τα εργαλεία αυτά, τα οποία μεταφέρθηκαν στον οικισμό από αλλού, είτε σε ακατέργαστη είτε σε τελική μορφή, πιθανόν να αντανακλούσαν μία αναγνωρίσιμη αξία. Αλλά και σε ένα ακόμη πιο απλό επίπεδο θέασης των πραγμάτων, η ίδια η τακτική της μεταφοράς πολιτισμικού υλικού εκτός οικισμού για την απόρριψή του, σε οποιαδήποτε πλαίσια και αν συνέβαινε αυτό, ήταν από μόνη της μία σκόπιμη και «ακριβή» συμπεριφορά. Η μετακίνηση και απόρριψη μίας ακέραιης «μυλόπετρας», όπως η ακ.2405 που ζύγιζε περίπου 10 κιλά, θα σήμαινε πέρα από το προσωπικό κόστος για τον χειριστή/ιδιοκτήτη της και προσωπικό κόπο. Οι ίδιοι οι λάκκοι αποδέκτες του υλικού αποτελούν σταθερές «αρνητικές» αρχιτεκτονικές δομές στον χώρο με τον πρωταρχικό σκοπό κατασκευής τους (π.χ. απόληψη πηλού για οικοδομικές εργασίες) εν δυνάμει διαφοροποιούμενο από την τελική λειτουργία τους (αποδέκτες «απορριμμάτων») (Pearce 2008, 19, 22). Η διάνοιξή τους σημαίνει την αφαίρεση υλικού, «φυσικού» ή «πολιτισμικού» (όταν διακόπτουν παλαιότερα στρώματα), ενώ το γέμισμά τους, σταδιακά ή μονομιάς, σημαίνει αντικατάσταση του αφαιρούμενου υλικού με νέο. Ταυτόχρονα με το σκάψιμό τους εκτείνονται στον κάθετο άξονα του χώρου και άρα στον χρόνο, επιτρέποντας την «διείσδυση» σε παλαιότερες επιχώσεις και τη σύνδεση με το παρελθόν. Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος ανταλλαγής ή προσφοράς θυσίας προς τους προγόνους, ενώ παράλληλα ίσως συνδέεται άμεσα με την «μεταμόρφωση» του τοπίου και την «οικειοποίησή» του. Η περιστοίχιση ενός οικισμού από λάκκους γεμάτους με υλικό του παρελθόντος πιθανόν να συνδέεται με τη χάραξη των ορίων, χωρικών αλλά και πολιτισμικών, και την ενίσχυση της ταυτότητας και της συνέχειας (Edmonds 1995, Thomas 1991 και 1999, Chapman 2000β, ). Το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλισσόταν η δραστηριότητα της διάνοιξης και του επαναγεμίσματος των λάκκων με ποικιλία ανθρωπογενών και μη επιχώσεων παραμένει 167

185 άγνωστο. Σίγουρα πάντως ο «σεβασμός» με τον οποίο αντιμετωπίζεται το περιεχόμενο των προγενέστερων λάκκων, όταν αυτοί διαταράσσονται από την κατασκευή νεοτέρων τάφρων, όπως μαρτυρούν οι αρχαιολογικές ενδείξεις, φανερώνει την αξία που οι επιχώσεις αυτές έχουν ενσωματώσει και διατηρούν, παρά την πάροδο του χρόνου και τον κάθε άλλο παρά μονοδιάστατο χαρακτήρα «απορριμμάτων» που έχουν. Κάποιες από τις αποθέσεις αυτές πιθανόν να συνδέονταν με μεμονωμένα ή επαναλαμβανόμενα γεγονότα, τελετουργικού ή κοσμικού χαρακτήρα, που λάμβαναν κάποια ιδιαίτερη σημασία ή λειτουργούσαν ως ορόσημο στη ζωή της κοινότητας. Παράδειγμα αποτελεί ο λ.430 που συνδέεται με το επεισόδιο καύσης κάποιου οικήματος, μέρος από τα υπολείμματα του οποίου συνελέχθηκε και αποτέθηκε εκεί. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι τα αντικείμενα υπόκεινται σε μία σειρά διαφοροποιημένων διαδικασιών μεταχείρισης και μετασχηματισμού τους: απόρριψη σε ημίεργο ή ολοκληρωμένο στάδιο κατασκευής, έπειτα από χρήση ή μη, σε ακέραιη κατάσταση ή παροπλισμένη, έπειτα από τυχαία ή σκόπιμη θραύση ή/και καύση (ένα είδος curation του υλικού προς απόρριψη). Αυτό μαρτυρεί περισσότερο από κάθετι την ύπαρξη σχεδιασμού πίσω από την φαινομενικά απλή διαδικασία του γεμίσματος των λάκκων. Η πρακτική του ενταφιασμού τεχνουργημάτων χωρίς καμία πρόθεση ανάσυρσής τους σήμαινε αυτομάτως τον αποκλεισμό τους από οποιαδήποτε περαιτέρω κοινωνική δράση (Adams 2008, 223). Αυτό ωστόσο δεν συνεπάγεται απαραίτητα την απογύμνωσή τους από τις πολιτισμικές συσχετίσεις που είχαν ενσωματωθεί σε αυτά καθόλη τη διάρκεια του κύκλου χρήσης τους. Αντιθέτως η απόρριψή τους σε συγκεκριμένο χώρο φαίνεται να υποδεικνύει μία πρόθεση διατήρησης ή και διαχείρισης της πολιτισμικής σημασιοδότησής τους. Τα αρχαιολογικά δεδομένα υποστηρίζουν την εκδοχή διενέργειας τελετουργιών που συνδέονταν με τη διαχείριση νοημάτων και συμβολισμών. Η ηθελημένη θραύση ή καύση είναι δράσεις με πολλαπλά νοήματα και μεγάλη δυναμική για τους εμπλεκόμενους: καταργούν τη λειτουργία των αντικειμένων κατά τον τρόπο που προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός τους, ενώ ταυτόχρονα «μεταποιούν» τη νοηματοδότησή τους, καταλύοντας παλιούς συσχετισμούς τους ή/και δημιουργώντας νέους. Τα «σκοτωμένα» τεχνουργήματα αποκτούν κατ αυτόν τον τρόπο μία νέα διάσταση που απουσιάζει από τα τυχαία κατεστραμμένα αντικείμενα. Η δραστηριότητα αυτή πιθανόν καλλιεργούσε αισθήματα λήξης και τελικότητας στους συμμετέχοντες, αλλά και διαιώνισης (Adams 2008, 216). Η ταφή σε γη κοντινή προς τον οικισμό, σε λάκκους όπου μπορεί να συνυπήρχαν με ανθρώπινα οστά, των προγόνων, ίσως υποδηλώνει μία πράξη «επένδυσης» στο παρελθόν 168

186 και τη μνήμη. Η ύπαρξη τύμβων πάνω από κάποιους λάκκους προδίδει πρόθεση σηματοδότησης, ώστε ο χώρος να είναι ορατός και αναγνωρίσιμος από απόσταση. Ο εντοπισμός συνανηκόντων τεμαχίων σε διαφορετικούς λάκκους, σε κάποιες περιπτώσεις διαφορετικού χρονολογικού στρώματος, αλλά και οι επτά περιπτώσεις χρονικών ανακολουθιών μεταξύ της χρονολόγησης λακκοειδών κατασκευών και του περιεχομένου τους (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 150) υποστηρίζουν την ιδέα ύπαρξης και χρήσης υλικού προγενέστερου των κατασκευών εναπόθεσης. Ίσως επρόκειτο για σωρούς πολιτισμικού υλικού που διαμορφώνονταν με την πάροδο του χρόνου και μεταφέρονταν τμηματικά για το γέμισμα των λάκκων (Thomas 1991 και 1996). Αλλά και η θεωρία της αλλογενούς προέλευσης και μεταφοράς των επιχώσεων, υποστηρίζεται και αυτή από τα γενικότερα ευρήματα. Από τους πολυάριθμους λάκκους με υπολείμματα καύσης μόλις τέσσερις φέρουν ενδείξεις επιτόπου ανάμματος φωτιάς (Χονδρογιάννη Μετόκη 2009, 207). Η παρουσία οικοδομικού υλικού, αλλά και επιχώσεων, που παραπέμπουν σε οικοτεχνικές δραστηριότητες, ενισχύουν την άποψη προέλευσης των επιχώσεων ή μέρους αυτών από τον χώρο του οικισμού. Όποια και αν είναι η πηγή προέλευσης του περιεχομένου των κατασκευών, είναι αδύνατο να αποσαφηνιστεί πλήρως, και σίγουρα δεν είναι μία, κοινή για όλες τις περιπτώσεις. Η διαφοροποίηση των επιχώσεων σε λάκκους πολλαπλών επεισοδίων, η απουσία συνανηκόντων ανάμεσα σε αυτές, και τα αντιθετικά ευρήματα (καμένα και μη ακέραια και θραυσμένα) είναι δηλωτικά των ποικίλων προελεύσεων των συνόλων από τελείως διαφορετικό πλαίσιο δημιουργίας. Η πυκνότητα τους σε πολιτισμικό υλικό καθιστά βέβαιο ότι παράχθηκε (ένα τμήμα του τουλάχιστον) εντός του οικισμού ή/και του νοικοκυριού, στο πλαίσιο καθημερινών δραστηριοτήτων ή ιδιαίτερων γεγονότων, ενσωματώνοντας την έννοια του τόπου και της συνέχειας. Ίσως η κατάχωση υλικού στους λάκκους γινόταν με αυτήν ακριβώς την ιδιότητά του. Με άλλα λόγια, η ιδέα πίσω από όλα αυτά δεν είναι η διαχείριση των «απορριμμάτων», αλλά πιθανότατα η ίδια η διαδικασία της δημιουργίας των κατάλληλων επιχώσεων και του γεμίσματος των λάκκων με αυτά. Το πώς ακριβώς κρίνεται το υλικό κατάλληλο για απόρριψή του εντός των λάκκων παραμένει άγνωστο και απροσέγγιστο, συνδέεται ωστόσο σίγουρα με τον σύνθετο τρόπο ταξινόμησης και νoηματοδότησης της υλικής και μη πραγματικότητας (Thomas 1999, 63). Αυτό που μπορούμε με σαφήνεια να διακρίνουμε πίσω από την πολύπλοκη εικόνα των ευρημάτων είναι το αποτέλεσμα της κινητικότητας του υλικού. Εισάγεται στον οικισμό ως 169

187 πρώτη ύλη προς διαμόρφωση ή με τη μορφή ακέραιων τεχνουργημάτων, για να φύγει και πάλι, αφότου έχει υποβληθεί σε ιδιαίτερες και διαφοροποιημένες χρήσεις και μεταποιητικές δράσεις. Η απόθεση του υλικού στους λάκκους, είτε ήταν απορριμματικού χαρακτήρα είτε άλλου είδους, είχε σημασία και νόημα, διαπνεόταν από κανόνες και συνδεόταν με πολιτισμικές πρακτικές που δύσκολα μπορούμε να «αναγνώσουμε» με σαφήνεια. 170

188 7.ΕΠΙΛΟΓΟΣ Τα συμπεράσματα της παρούσας εργασίας έχουν, όπως είναι φυσικό, την αξιοπιστία που τους επιτρέπει το εύρος του υπό μελέτη υλικού. Είναι άγνωστο το κατά πόσο θα αντέξουν το βάρος των δεδομένων που θα προκύψουν από την συνολική εξέταση της τριπτής λιθοτεχνίας της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας. Μία τέτοια ολική θέαση αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς, όπως επιδιώχθηκε να καταδειχθεί και στα πλαίσια αυτής της εργασίας, το εν λόγω υλικό παρουσιάζει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον και λόγω του αρχαιολογικού πλαισίου εύρεσής του και λόγω των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει από άποψη τεχνολογίας και διαχείρισής του. Η θέση της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας, ως κομμάτι ενός μεγάλου μωσαϊκού οικισμών σε μία πυκνοκατοικημένη, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, γεωγραφική περιοχή κρύβει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, τη δυνατότητα συγχρονικής και διαχρονικής σύγκρισης (μεταξύ διαφορετικών συνόλων). Σε μία τέτοια διευρυμένη προσέγγιση των αρχαιολογικών στοιχείων η μελέτη της τριπτής εργαλειοτεχνίας έχει πολλά να προσφέρει. Ως τεχνολογικός τομέας, παρών σε όλες σχεδόν τις πτυχές της καθημερινής ζωής των ανθρώπων του παρελθόντος και ταυτόχρονα ως ενεργό κομμάτι του πολιτισμού μίας κοινωνικής οντότητας, αποτελεί μία κατηγορία υλικού που μπορεί να δώσει πολύτιμες πληροφορίες, αρκεί να θέσουμε τα κατάλληλα ερωτήματα. 171

189 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Adams, J. L Use Wear Analyses on Manos and Hide Processing Stones. Journal of Field Archaeology 15 (3): Adams, J. L Methods for Improving Ground Stone Artifacts Analysis: Experiments in Mano Wear Patterns, στο D. S. Amick & R. P. Mauldin (eds.), Experiments in Lithic Technology, Oxford: BAR International Series 528. Adams, J. L Toward Understanding the Technological Development of Manos and Metates. KIVA, 58 (3): Adams, J. L Manual for a Technological Approach to Ground Stone Analysis. Tuscon: Center for Desert Archaeology. Adams, J. L Refocusing the Role of Food Grinding Tools as Correlates for Subsistence Strategies in the U. S. Southwest. American Antiquity 64 (3): Adams, J. L. 2002α. Ground Stone Analysis: a Technological Approach. Salt Lake City: The University of Utah Press. Adams, J. L. 2002β. Mechanisms of Wear on Ground Stone Surfaces, στο H. Procopiou & R. Treuil (eds.), Moudre et Βroyer I: Méthodes, Paris: CTHS. Adams, J. L Beyond the Broken, στο Y. M. Rowan & J. R. Ebeling (eds.), New Approaches to Old Stones: Recent Studies of Ground Stone Artifacts, London: Equinox. Alisøy, H. A. 2002α. Ground Stone Tools from Mesimeriani Toumba, στο Δ. Γραμμένος & Σ. Κώτσος (επιμ.) Ανασκαφή στον Προϊστορικό Οικισμό «Μεσημεριανή Τούμπα» Τριλόφου Ν.Θεσσαλονίκης. Ανασκαφικές περίοδοι 1992, , 2000, 2001, Θεσσαλονίκη: Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Βόρειας Ελλάδας. Alisøy, H. A. 2002β. Consumption of Ground Stone Tools at Stavroupoli, στο Δ. Γραμμένος & Σ. Κώτσος (επιμ.) Σωστικές Ανασκαφές στο Νεολιθικό Οικισμό Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη: Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Βόρειας Ελλάδας. 172

190 Amick, D. S., Mauldin, R. P. & L. R. Binford The Potential of Experiments in Lithic Technology, στο D. S. Amick & R. P. Mauldin (eds.), Experiments in Lithic Technology, Oxford: BAR International Series 528. Andrefsky, W Raw Material Availability and the Organization of Technology. American Antiquity 59 (1): Andreou, S., M. Fotiadis & K. Kotsakis Review of Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece. American Journal of Archaeology 100: Appadurai, A Introduction: Commodities and the Politics of Value, στο A. Appadurai (ed.) The Social Life of Things: Commodities in Cultural Perspective, Cambridge: Cambridge University Press. Bamforth, D. B Technological Efficiency and Tool Curation. American Antiquity 51 (1): Baysal, A. & K. I. Wright Cooking, Crafts, and Curation: Ground Stone Artefacts from Çatalhöyük, στο I. Hodder (ed.) Changing Materialities at Çatalhöyük: Reports from the Seasons. Çatalhöyük Research Project Volume 5. BIAA Monograph 39, Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research. Binford, L. R Interassemblage Variability: The Mousterian and the Functional Argument, στο C. Renfrew (ed.) The Explanation of Culture Change: Models in Prehistory, London: Duckworth. Binford, L. R Organization and Formation Processes: Looking at Curated Technologies. Journal of Anthropological Research 35 (3): Binford, L. R Debating Archaeology. San Diego: Academic Press. Bottema, S Palynological Investigations in Greece with Special Reference to Pollen as Indicator of Human Activity. Palaeohistoria 24: Carneiro, R. L Tree Felling with the Stone Ax: An Experiment Carried Out Among the Yanomamö Indians of Southern Venezuela, στο C. Kramer (ed.) Ethnoarchaeology: Implications of Ethnography for Archaeology, New York: Columbia University Press. Carter, G. F The Metate: An Early Grain Grinding Implement in the New World, στο C. A. Reed (ed.), Origins of Agriculture, The Hague & Paris: Mouton Publishers. 173

191 Carter, T. & M. Ydo The Chipped and Ground Stone, στο W. G. Cavanagh, J. H. Crouwel, R. W. V. Catling & G. Shipley (eds.) Continuity and Change in a Greek Rural Landscape: The Laconia Survey II. Archaeological Data, London: British School at Athens. Chapman, J. 2000α. Fragmentation in Archaeology: People, Places, and Broken Objects in the Prehistory of South Eastern Europe. London & New York: Routledge. Chapman, J. 2000β. Rubbish dumps or Places of Deposition? : Neolithic and Copper Age Settlements in Central and Eastern Europe, στο A. Ritchie (ed.) Neolithic Orkney in its European Context, Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research. Crawford, O. & J. Röder The Quern Quarries of Mayen in the Eifel. Antiquity 29: Cullen, T Mesolithic Mortuary Ritual at Franchthi Cave, Greece. Antiquity 69: Curwen, E. C Querns. Antiquity 11: D Andrea, A. C Social and Technological Aspects of Non Mechanized Emmer Processing, στο P. C. Anderson, L. S. Cummings, T. K. Schippers & B. Simonel (eds.), Le Traitement des récoltes: un regard sur la diversité du Néolithique au present, Antibes: APDCA. Deldado Raack, S Prácticas Económicas y Gestión Social de Recursos (Macro)líticos en la Prehistoria Reciente (III I milenios AC) del Mediterráneo Occidental. Διδακτορική διατριβή. Universitat Autònoma de Barcelona. Delgado Raack, S. & R. Risch La Tumba No 3 de Los Cipreses y la Metalurgia Argárica. AlbercA 4: Delgado Raack, S. & R. Risch Towards a Systematic Analysis of Grain Processing Technologies, στο M. Araujo & N. Clemente (eds.), Recent Functional Studies on Non flint Stone Tools: Methodological Improvements and Archaeological Inferences (Lisboa, May 2008). Διαθέσιμο σε ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδα: Dietler, M. & B. Hayden Digesting the Feast Good to Eat, Good to Drink, Good to Think: An Introduction, στο M. Dietler & B. Hayden (eds.) Feasts: Archaeological and 174

192 Ethnographic Perspectives on Food, Politics and Power, Washington DC: Smithsonian Institution Press. Dobres, M A Technology and Social Agency: Outlining a Practice Framework for Archaeology. Oxford: Blackwell Publishers. Dubreuil, L Functional Studies of Prehistoric Grindstones: A Methodological Research. Bulletin du CRFJ 9: Dyson, S From New to New Age Archaeology: Archaeological Theory and Classical Archaeology. American Journal of Archaeology 97(2): Edmonds, M Stone Tools and Society: Working Stone in Neolithic and Bronze Age Britain. London: B. T. Batsford Ltd. Elster, E. S Grindstones, Polished Edge tools, and Other Stone Artifacts, στο E. S. Elster & C. Renfrew (eds.) Prehistoric Sitagroi: Excavations in Northeast Greece, , vol.2: The Final Report, Los Angeles: Cotsen Institute of Archaeology at UCLA. Evely, R. D. G The Other Finds of Stone, Clay, Ivory, Faience, Lead etc., στο M. Popham (ed.) The Minoan Unexplored Mansion at Knossos. BSA Supplement 17, London. Evely, R. D. G Minoan Crafts: Tools and Techniques. An Introduction, vol.1, Göteborg: P. Åströms Förlag. Foxhall, L. & H. Forbes Sitometreia: The Role of Grain as a Staple Food in Classical Antiquity. Chiron 12: González, J. E. & J. J. Ibáñez The Use of Pebbles in Eastern Vizcaya between and B.P. στο H. Procopiou & R. Treuil (eds.) Moudre et Broyer I: Méthodes, Paris: CTHS. Gosden, C. & Y. Marshall The Cultural Biography of Objects. World Archaeology 31(2): Gould, R. A Living Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Hamon, C Functional Analysis of Stone Grinding and Polishing Tools from the Earliest Neolithic of North Western Europe. Journal of Archaeological Science 35 (6):

193 Hayden, B. & A. Cannon Where the Garbage Goes: Refuse Disposal in the Maya Highlands. Journal of Anthropological Archaeology 2: Hayden, B Traditional Metate Manufacturing in Guatemala Using Chipped Stone Tools, στο B. Hayden (ed.) Lithic Studies Among the Contemporary Highland Maya, Tucson: The University of Arizona Press. Hersh, T Grinding Stones and Food Processing Techniques of the Neolithic Societies of Turkey and Greece. Διδακτορική διατριβή. Columbia University. Hill, J. D Ritual and Rubbish in the Iron Age of Wessex: A Study on the Formation of a Specific Archaeological Record. BAR International Series 242. Oxford: Tempus Reparatum. Hillman, G Reconstructing Crop Husbandry Practices from Charred Remains of Crops, στο R. Mercer (ed.) Farming Practice in British Prehistory, Edinburgh: Edinburgh University Press. Hillman, G Traditional Husbandry and Processing of Archaic Cereals in Recent Times: The Operations, Products and Equipment which might feature in Sumerian Texts. Part I: The Glume Wheats. Bulletin on Sumerian Agriculture, vol.i. Cambridge. Hodder, I The Present Past: An Introduction to Anthropology for Archaeologists. London: Batsford. Hodder, I The Contextual Analysis of Symbolic Meanings, στο I. Hodder (ed.) The Archaeology of Contextual Meanings. Cambridge: Cambridge University Press. Horsfall, G. A Design Theory and Grinding Stones, στο B. Hayden (ed.) Lithic Studies Among the Contemporary Highland Maya, Tucson: The University of Arizona Press. Hoskins, J Agency, Biography and Objects, στο C. Tilley, W. Keane, S. Küchler, M. Rowlands & P. Spyer (eds.) Handbook of Material Culture, London: Sage Publications. Ingold, T The Perception of the Environment: Essays on Livelihood, Dwelling and Skill. London: Routledge. Kardulias, P. & C. Runnels, The Lithic Artifacts: Flaked Stone and Other Nonflaked Lithics, στο C. Runnels, D. J. Pullen & S. Langdon (eds.) Artifact and Assemblage: The Finds from a Regional Survey of the Southern Argolid, Greece. Volume I. The Prehistoric and Early 176

194 Iron Age Pottery and the Lithic Artifacts, Stanford, California: Stanford University Press. Keeley, L. H Hafting and Retooling: Effects on the Archaeological Record. American Antiquity 47 (4): Kopytoff, I The Cultural Biography of Things: Commoditization as Process, στο A. Appadurai (ed.) The Social Life of Things: Commodities in Cultural Perspective, Cambridge: Cambridge University Press. Kraybill, N Pre Agricultural Tools for the Preparation of Foods in the Old World, στο C. A. Reed (ed.), Origins of Agriculture, The Hague & Paris: Mouton Publishers. Leach, H. M Food Processing Technology: its Role in Inhibiting or Promoting Change in Staple Foods, στο C. Gosden & J. Hather (eds.) The Prehistory of Food. Appetites for Change, London & New York: Routledge. Lemonnier, P Introduction, στο P. Lemonnier (ed.), Technological Choices: Transformation in Material Cultures Since the Neolithic, London: Routledge. Logan, E. N. & L. Fratt Pigment Processing at Homol ovi III: a Preliminary Study. KIVA 58 (3): Martin L. & N. Russell Trashing Rubbish, στο I. Hodder (ed.) Towards Reflexive Method in Archaeology: the Example at Çatalhöyük, Cambridge & London: McDonald Institute. McLaren, F. & J. Evans Unlocking the Secrets of the Stones: Chemical Methods to Find Tool Usage in the Old World, στο H. Procopiou & R. Treuil (eds.) Moudre et Broyer I: Méthodes, Paris: CTHS. Meurers Balke, J. & J. Lüning Some Aspects and Experiments Concerning the Processing of Glume Wheats, στο P. C. Anderson (ed.), Préhistoire de l'agriculture: Nouvelles Approches Expérimentales et Ethnographiques (Monographie du C.R.A. No6), Paris: Centre National de la Recherche Scientifique. Mills, P. R An Axe to Grind: A Functional Analysis of Anasazi Stone Axes from Sand Canyon Pueblo Ruin (5MT765), Southwestern Colorado. KIVA 58 (3):

195 Moore, H. L The Interpretation of Spatial Patterning in Settlement Residues στο I. Hodder (ed.) Symbolic and Structural Archaeology, Cambridge: Cambridge University Press. Mould, C. A., Ridley, C. & K. A. Wardle The Small Finds: Stone, στο C. Ridley, K. A. Wardle & C. A. Mould (eds.) Servia I: Anglo Hellenic Rescue Excavations BSA Supplement 32, London: The British School at Athens. Ninou, I Analysis of Grinding Stones from Neolithic Sites of Northern Greece: Dispilio and Apsalos. Μεταπτυχιακή διατριβή. University of Southampton. Southampton. Odell, G. H. 1981α. The Mechanics of Use Breakage of Stone Tools: Some Testable Hypotheses. Journal of Field Archaeology 8 (2): Odell, G. H. 1981β. The Morphological Express at Function Junction: Searching for Meaning in Lithic Tool Types. Journal of Anthropological Research 37 (4): Parker Pearson, M Food, Identity and Culture: An Introduction and Overview, στο M. Parker Pearson (ed.) Food, Culture and Identity in the Neolithic and Early Bronze Age, BAR International Series Oxford: Archaeopress. Pearce, M Structured Deposition in Early Neolithic Northern Italy. Journal of Mediterranean Archaeology 21 (1): Peña Chocarro, L., L. Zapata Peña, J., E., González Urquijo & J. J. Ibáñez Estévez (in press). Einkorn (Triticum monococcum L.) Cultivation in Mountain Communities of the Western Rif (Morocco): An Ethnoarchaeological Project, στο A. Fairbairn & E. Weiss (eds.) Ethnobotanist of Distant Pasts: Archaeological and Ethnobotanical Studies in Honour of Gordon Hillman. Oxford: Oxbow. Perlès, C The Early Neolithic in Greece. Cambridge: Cambridge University Press. Poissonnier, B Pilons, Broyeurs, Bouchardes, Marteaux et autres Percuteurs: Les Interprétations Fonctionnelles au Risqué de l Expérimentation, στο H. Procopiou & R. Treuil (eds.), Moudre et Broyer I: Méthodes, Paris: CTHS. Preston, B The Functions of Things: a Philosophical Perspective on Material Culture, στο P. M. Graves Brown (ed.) Matter, Materiality and Modern Culture, London: Routledge. 178

196 Procopiou, H L Outillage de Mouture et de Broyage en Crète Minoenne. Διδακτορική διατριβή. Université de Paris I. Sorbonne. Risch, R Recursos Naturales y Sistemas de Producción en el Sudeste de la Península Ibérica entre 3000 y 1000 ANE. Διδακτορική διατριβή. Universitat Autònoma de Barcelona. Bellatera: Microforográfica. Risch, R Recursos Naturales, Medios de Producción y Explotación Social. Un Análisis Económico de la Industria Lítica de Fuente Álamo (Almería), ANE. Iberia Archaeologica 3. Mainz: P. von Zabern. Runnels, C A Diachronic Study and Economic Analysis of Millstones from the Argolid. Διδακτορική διατριβή. Indiana University. Bloomington. Runnels, C Trade and Demand for Millstones in the Southern Greece in the Neolithic and EBA, στο A. B. Knapp & T. Stech (eds.) Prehistoric Production and Exchange. The Aegean and Eastern Mediterranean, Los Angeles: Institute of Archaeology, UCLA. Salmon, M Philosophy and Archaeology. New York & London: Academic Press. Schiffer, M. B The Material Life of Human Beings: Artifacts, Behavior, and Communication. London: Routledge. Schmandt Besserat, D Ocher in Prehistory: 300,000 Years of the Use of Iron Ores as Pigments, στο T. A. Wertime & J. D. Muhly (eds.) The Coming of the Age of Iron. New Haven, London: Yale University Press. Schneider, J. S Milling Tool Design, Stone Textures, and Function, στο H. Procopiou & R. Treuil (eds.), Moudre et Broyer I: Méthodes, Paris: CTHS. Séfériadès, M La Pierre Polie, στο R. Treuil (ed.), Dikili Tash: Village Préhistorique de Macédoine Orientale, Fouilles de Jean Deshayes ( ), vol. 1, Bulletin de Correspondence Hellénique Supplement 16, Athens: École Française d Athènes. Semenov, S. A Prehistoric Technology: An Experimental Study of the Oldest Tools and Artefacts from Traces of Manufacture and Wear. Bradford on Avon, Wiltshire: Moonraker Press. Smith, M. A Seed Gathering in Inland Australia: Current Evidence from Seed Grinders on the Antiquity of the Ethnohistorical Pattern of Exploitation, στο D. R. Harris & G. C. Hillman (eds.) Foraging and Farming: the Evolution of Plant Exploitation, London: Unwin Hyman. 179

197 Stahl, A Plant Food Processing: Implications for Dietary Quality, στο D. R. Harris & G. C. Hillman (eds.), Foraging and Farming: the Evolution of Plant Exploitation, London: Unwin Hyman. Starnini, E. & B. Voytek New Lights on Old Stones: The Ground Stone Assemblage from the Bernabò Brea Excavation at Arene Candide. Memorie dell Istituto Italiano di Paleontologia Umana 5: Stout, D Skill and Cognition in Stone Tool Production: An Ethnographic Case Study from Irian Jaya. Current Anthropology, 43 (5): Stroulia, A Ground Stone Celts from Franchthi Cave: a Close Look. Hesperia 72 (1): Stroulia, A Flexible Stones. Ground Stone Tools from Franchthi Cave. Fascicle 14, Excavations at Franchthi Cave, Greece. Bloomington, Indianapolis: Indiana University Press. Thomas, J Rethinking the Neolithic. Cambridge: Cambridge University Press. Thomas, J Time, Culture and Identity: An Interpretive Archaeology. London: Routledge. Thomas, J Understanding the Neolithic. London: Routledge. Tilley, C Objectification, στο C. Tilley, W. Keane, S. Küchler, M. Rowlands & P. Spyer (eds.) Handbook of Material Culture, London: Sage Publications. Torrence, R Time Budgeting and Hunter Gatherer Technology, στο G. Bailey (ed.) Hunter Gatherer Economy in Prehistory, Cambridge: Cambridge University Press. Townsend, W. H Stone and Steel Tool Use in a New Guinea Society. Ethnology 8: Tsoraki, C Unravelling Ground Stone Life Histories: the Spatial Organization of Stone Tools and Human Activities at LN Makriyalos, Greece. Documenta Praehistorica XXXIV: Warren, P Myrtos. An Early Bronze Age Settlement in Crete, BSA Supplement 7. London. Watts, I Ochre in the Middle Stone Age of Southern Africa: Ritualised Display or Hide Preservative? The South African Archaeological Bulletin 57:

198 Willcox, G Charred Plant Remains from a 10 th Millennium B.P. Kitchen at Jerf el Ahmar (Syria).Vegetation History and Archaeobotany, 11 (1 2): Wreschner, E. E Red Ochre and Human Evolution: A Case for Discussion. Current Anthropology 21 (5): Wright, K. I A Classification System for Ground Stone Tools from the Prehistoric Levant. Paléorient 18 (2): Wright, K. I Ground Stone Tools and Hunter Gatherer Subsistence in Southwest Asia: Implications for the Transition to Farming. American Antiquity 59 (2): Yerkes, R. W Using Lithic Artifacts to Study Craft Specialization in Ancient Societies: The Hopewell Case, στο P. N. Kardulias & R. W. Yerkes (eds.), Written in Stone: The Multiple Dimensions of Lithic Analysis, Lanham: Lexington Books. Zurro, D., Risch, R. & I. Clemente Conte Analysis of an Archaeological Grinding Tool: What to Do With Archaeological Artefacts? στο X. Terradas (ed.), L'outillage Lithique en Contextes Ethnoarchéologiques. Actes du XIVème Congrès UISPP, Université de Liège, Belgique, 2 8 Septembre 2001, Oxford: BAR International Series ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αγατζιώτη, Σ Τριπτά Λίθινα Εργαλεία από τον Οικισμό της Τούμπας Θεσσαλονίκης. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη. Αναστόπουλος, Ι. Χ. & Κ. Ν. Κουκουζάς Γεωλογική και Κοιτασματολογική Μελέτη Νοτίου Τμήματος Λιγνιτοφόρου Λεκάνης Πτολεμαϊδος. Γεωλ. Γεωφ. Μελέτη ΙΓΕΥ. Αθήνα. Βαλαμώτη, Σ. Μ Η Αρχαιοβοτανική Έρευνα της Διατροφής στην Προϊστορική Ελλάδα. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Γερούση Σ Τριπτά και Λειασμένα Εργαλεία από το Μακρύγιαλο Πιερίας. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη. Ζιώτα, Χ Κίτρινη Λίμνη. Αρχαιολογικόν Δελτίον 51:

199 Ηodder, I Διαβάζοντας το Παρελθόν. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Καραθάνου, Α. & Σ. Μ. Βαλαμώτη, «Η Αρχαιοβοτανική Έρευνα στη Νεολιθική Θέση Κρεμαστή Κοιλάδας». Ανακοίνωση στο 22 ο Συνέδριο «Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη», 2 4 Απριλίου 2009, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη. Καραθάνου, Α Αρχαιοβοτανικές Έρευνες στη Νεολιθική Θέση Κρεμαστή Κοζάνης. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη. Καραμήτρου Μεντεσίδη, Γ Προϊστορικοί Οικισμοί Κίτρινης Λίμνης (Σαριγκιόλ) Κοζάνης, στον τόμο Αμητός. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο, Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Καραμήτρου Μεντεσίδη Γ Νομοί Κοζάνης και Γρεβενών: ΔΕΗ Α.Ε. (Φράγμα Ιλαρίωνα) και Αρχαιότητες. ΑΕΜΘ 18, 2004: Καραμήτρου Μεντεσίδη, Γ Μαυροπηγή 2005: Λιγνιτωρυχεία και Αρχαιότητες. ΑΕΜΘ 19, 2005: Καραμήτρου Μεντεσίδη Γ Αιανή και Νομός Κοζάνης: Δέκα Χρόνια Έρευνας, στον επετειακό τόμο ΑΕΜΘ 20 Χρόνια, Ματζάνας, Χ Πειραματική Αρχαιολογία: Διάνοιξη Οπής σε Εργαλεία Λειασμένου Λίθου. Αρχαιολογία και Τέχνες 70: Μουνδρέα Αγραφιώτη, Α Εργαλεία από Λειασμένο Λίθο, στο Λ. Μαραγκού (επιμ.), Μινωϊκός και Ελληνικός Πολιτισμός από τη Συλλογή Μητσοτάκη, Αθήνα : Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Μουνδρέα Αγραφιώτη, Α Οστέϊνα και Λίθινα στο Γ. Α. Παπαθανασόπουλος (επιμ.), Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Νικολάου Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Μουνδρέα Αγραφιώτη, Α Η Λάξευση του Λίθου στην Παλαιολιθική Εποχή: Τεχνικές και Σταθερότυποι, Αρχαιολογία και Τέχνες 61: Μουνδρέα Αγραφιώτη, Α Ακρωτήρι Θήρας Δυτική Οικία, ανάτυπο, αρ Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. 182

200 Μπεκιάρης, Τ Τριπτά Εργαλεία από τον Νεολιθικό Οικισμό της Μάκρης Έβρου. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη. Νίνου, Ι Τα Τριβεία του Δισπηλιού: Τυπολογία, Προέλευση, Ερωτήματα. Ανάσκαμα 1: Παπαευθυμίου Παπανθίμου, Α Τελετουργικός Καλωπισμός στο Προϊστορικό Αιγαίο. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. Σάμψων, Α Η Νεολιθική Περίοδος στα Δωδεκάνησα. Αθήνα: ΤΑΠΑ. Στρατούλη, Γ Τα Εργαλεία από Λειασμένο Λίθο, Οστό και Κέρατο, στο Γ. Χ. Χουρμουζιάδης (επιμ.) Δισπηλιό 7500 χρόνια μετά, Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Στρούλια, Α Λίθινα Τριπτά από την Κίτρινη Λίμνη Κοζάνης: Πρώτη Προσέγγιση, Πρώτα Ερωτήματα. ΑΕΜΘ 17, 2003: Στρούλια, Α «Τα Εργαλεία με Κόψη της Κρεμαστής Κοιλάδας: Καταστροφολογικές Παρατηρήσεις». Ανακοίνωση στο 24 ο Συνέδριο «Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη», Μαρτίου 2011, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη. Τουλουμής, Κ Η Οικονομία ενός Νεολιθικού Λιμναίου Οικισμού, στο Γ. Χ. Χουρμουζιάδης (επιμ.) Δισπηλιό 7500 χρόνια μετά, Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Τσιολάκη, Ε Τριπτά Λίθινα Εργαλεία της Μέσης και Ύστερης Εποχής του Χαλκού από την Τούμπα Θεσσαλονίκης. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη. Φωτιάδης, Μ. & Α. Χονδρογιάννη Μετόκη Κίτρινη Λίμνη: Διαχρονική Σύνοψη, Ραδιοχρονολογήσεις, και η Ανασκαφή του ΑΕΜΘ 7, 1993: Φωτιάδης, Μ Κίτρινη Λίμνη, Νομού Κοζάνης, Προϊστορική Έρευνα. ΑΕΜΘ 1, 1987: Φωτιάδης, Μ Προϊστορική Έρευνα στην Κίτρινη Λίμνη Ν. Κοζάνης, Μια Σύντομη Έκθεση. ΑΕΜΘ 2, 1988:

201 Χονδρογιάννη Μετόκη, Α Εγνατία Οδός, Ανασκαφή στην Προϊστορική θέση «Τούμπα Κρεμαστής Κοιλάδας», Νομού Κοζάνης. ΑΕΜΘ 13, 1999: Χονδρογιάννη Μετόκη, Α Μη Οικιστικές Χρήσεις Χώρου στους Νεολιθικούς Οικισμούς. Το Παράδειγμα της Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας. Διδακτορική διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη. Χριστοπούλου, Α Ίχνη Χρήσης στα Λειασμένα Λίθινα Εργαλεία του Σέσκλου Α, στο Διεθνές Συνέδριο για την Αρχαία Θεσσαλία στη Μνήμη του Δημήτρη Θεοχάρη, Αθήνα: Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού. 184

202 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

203 Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΚΩΔΙΚΟΣ ΤΟΜΗ ΠΑΣΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ 614 Ν12, Δ. παρειά Ν ή Ν ή 185 ή Ν Ν ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤΡΩΜΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΡΥΘΡΟΧΡΩΜΟΥ ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΡΥΘΡΟΧΡΩΜΟΥ ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΡΥΘΡΟΧΡΩΜΟΥ ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΡΥΘΡΟΧΡΩΜΟΥ ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΡΥΘΡΟΧΡΩΜΟΥ ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ 1744 Ξ12 επιφ. 430 ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 1745 Ν13 επιφ. 184 ή 185 ή 186 ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β ή Γ 1751 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ A POSTERIORI ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ 1752 Ν ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Γ 1753 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 1765 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΛΕΙΑΝΤΗΡΑΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΑΣ 1781 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Δ 1782 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Δ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 1783 Ξ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Δ 1784 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 1793 Ν ή 185 ή 186 ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Β ή Γ 1794 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 1795 Ν ή 185 ή 186 ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ 1796 Ν ή 185 ή 186 ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Β ή Γ 1797 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1798 Ν ή 185 ή 186 ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Β ή Γ 1799 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1800 Ν ή 185 ή 186 ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Β ή Γ 1801 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1802 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1810 Ξ μάλλον ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΤΡΙΒΕΙΟ Β μάλλον ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 1811 Ξ μάλλον ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β μάλλον 1812 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ 1813 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 1814 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ Γ Γ Β ή Γ Γ Γ Β Β Β ή Γ Δ

204 ΚΩΔΙΚΟΣ ΤΟΜΗ ΠΑΣΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ 1816 Ξ Ξ ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤΡΩΜΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΒΟΤΣΑΛΟ ΜΕ/ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ ΒΟΤΣΑΛΟ ΜΕ/ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ 1818 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ Δ 1819 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Δ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 1820 Ξ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Δ 1821 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ Δ 1822 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Δ 1823 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Δ 1824 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΕΣ ΠΕΤΡΩΜΑ 1825 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 1826 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 1828 Ξ μάλλον ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β μάλλον 1838 Ν ή 185 ή 186 ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Β ή Γ 1839 Ν ή 185 ή 186 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΕΣ ΠΕΤΡΩΜΑ 1840 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1841 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1842 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1843 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 1844 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 1845 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΧΡΗΣΗ 1846 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 1847 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 1848 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 1849 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΡΟΥΣΗΣ Δ 1857 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 1858 Ξ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Δ 1859 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΕΣ ΠΕΤΡΩΜΑ 1860 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΡΟΥΣΗΣ Δ 1863 Ν ή 183 ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Γ 1864 Ν ή 183 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 1865 Ν ή 183 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ Δ Δ Δ Β ή Γ Δ Δ

205 ΚΩΔΙΚΟΣ ΤΟΜΗ ΠΑΣΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤΡΩΜΑ 1866 Ν ή 185 ή 186 ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Β ή Γ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 1867 Ν ή 185 ή 186 ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β ή Γ 1877 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 1878 Ξ μάλλον ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β μάλλον 1879 Ξ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Β 1880 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Β 1882 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1883 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 1885 Ξ μάλλον ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β μάλλον 1886 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β 1889 Ν ή 185 ή 186 ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ 1890 Ν ή 185 ή 186 ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β ή Γ 1891 N ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1892 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1893 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1894 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1895 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1896 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 1897 Ξ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β 1898 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 1899 Ν ή Ν ή Ν ή Ξ Β ή Γ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΠΟ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΣΧΙΣΤΩΔΕΣ ΠΕΤΡΩΜΑ Γ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Γ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΒΟΤΣΑΛΟ ΜΕ/ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ ΛΕΙΑΝΤΗΡΑΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΑΣ 1918 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 1925 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β 1931 Ν ή 185 ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ή Γ 1934 Ν ή 183 ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Γ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 1936 Ξ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β 1937 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Β 1938 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Β 1939 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β 1940 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 1946 Ξ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Γ 1947 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ Γ Β

206 ΚΩΔΙΚΟΣ ΤΟΜΗ ΠΑΣΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤΡΩΜΑ 1950 Ν μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΡΟΥΣΗΣ Γ 1951 Ν μάλλον ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ μάλλον 1955 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΒΟΤΣΑΛΟ ΜΕ/ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ 1956 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 1957 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Β 1960 Ν ή 183 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ μάλλον 1965 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Γ 1966 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Β 1967 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΕΣ ΠΕΤΡΩΜΑ 1968 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 1969 Ξ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Β 1970 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΕΣ ΠΕΤΡΩΜΑ 1971 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Β 1975 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 1983 Ν ή 183 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΛΕΙΑΝΤΗΡΑΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΑΣ 1984 Ν ή 183 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ μάλλον 1985 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 1986 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 1987 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 1990 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Δ 1993 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Δ 1997 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ Γ 1999 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2000 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 2001 Ξ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β 2009 Ν Ν Ν Ν Ν ή 183 μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Γ 182 ή 183 μάλλον ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ μάλλον 182 ή 183 μάλλον ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ μάλλον 182 ή 183 μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ Γ 182 ή 183 μάλλον ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Γ 2014 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ Β 2015 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β Γ Β Β Γ

207 ΚΩΔΙΚΟΣ ΤΟΜΗ ΠΑΣΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤΡΩΜΑ 2016 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β 2017 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 2018 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 2019 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 2022 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΕΣ ΠΕΤΡΩΜΑ 2023 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 2025 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ A POSTERIORI ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ 2026 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2027 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2028 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2029 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2030 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2031 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2032 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2033 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2034 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2035 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2036 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2037 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2038 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Δ 2039 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2040 Ξ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Δ 2041 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2042 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2043 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2044 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2045 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2046 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2047 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2048 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 2049 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 2051 Ν μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Γ 2052 Ν μάλλον 2059 Ν12 9 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΕΣ ΠΕΤΡΩΜΑ Β Δ Β μάλλον 182 μάλλον ή 183 ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ Γ

208 ΚΩΔΙΚΟΣ ΤΟΜΗ ΠΑΣΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ 2060 Ν12 9 ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤΡΩΜΑ 182 μάλλον ή 183 ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Γ μάλλον 2061 Ν ή 183 ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΑΚΟΝΙ Γ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 2062 Ν ή 183 ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Γ 2063 Ν ή 183 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ μάλλον 2064 Ν ή 183 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ μάλλον 2065 Ν ή 183 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ μάλλον 2066 Ν ή 186 μάλλον ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Γ 2067 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 2068 Ξ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β 2069 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ 2070 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΧΡΗΣΗ ΒΟΤΣΑΛΟ ΜΕ/ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ Ξ13, Δ. παρειά 243 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2083 Ν ή 186 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ 2085 Ξ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Δ 2086 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Δ 2087 Ν μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Γ μάλλον 2088 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΒΟΤΣΑΛΟ ΜΕ/ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ 2089 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2090 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Γ 2103 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2113 Ν μάλλον ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ μάλλον 2115 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2121 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Γ 2122 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ 2123 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2127 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Β 2138 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΤΡΙΒΕΙΟ Δ 2188 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 2189 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 2190 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΒΟΤΣΑΛΟ ΜΕ/ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ 2201 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΤΡΙΒΕΙΟ Δ 2206 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β Β Β Γ Γ Β

209 ΚΩΔΙΚΟΣ ΤΟΜΗ ΠΑΣΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤΡΩΜΑ 2212 Ξ μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Δ μάλλον 2218 Ξ μάλλον ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ μάλλον 2219 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2220 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Β 2234 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2235 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2236 Ν ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ A POSTERIORI ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ 2237 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2238 Ν ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Γ 2239 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Γ 2250 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2251 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2266 Ν ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Γ 2267 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΡΟΥΣΗΣ Γ 2268 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Γ 2269 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΧΡΗΣΗ 2271 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2277 Ξ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Δ 2304 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Γ 2328 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Γ 2333 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Δ 2340 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΒΟΤΣΑΛΟ ΜΕ/ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ 2341 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2342 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2346 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 2347 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Γ 2348 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Γ 2353 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Β 2366 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Γ 2367 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2368 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Γ 2369 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Γ 2370 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2376 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Δ 2377 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Γ Γ Γ Δ

210 ΚΩΔΙΚΟΣ ΤΟΜΗ ΠΑΣΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤΡΩΜΑ 2378 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Δ 2397 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Δ 2402 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Δ 2405 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Δ 2407 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Δ 2408 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΕΣ ΠΕΤΡΩΜΑ 2409 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ Δ 2410 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Δ 2441 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΜΥΛΟΠΕΤΡΑ" Δ 2864 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2877 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2901 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2902 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2913 Ν ή τομή Ν10 ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ ίσως Γ 2950 Ν μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Γ μάλλον 2951 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2952 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2953 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΛΕΙΑΝΤΗΡΑΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΑΣ 2954 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2966 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2967 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Γ 2968 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Γ 2969 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Γ 2970 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2971 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 2974 Ν Ν Ν Ν Ν Ν μάλλον ή 243 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" 184 μάλλον ή 243 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" 184 μάλλον ή 243 ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ 184 μάλλον ή 243 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ 184 μάλλον ή 243 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ 184 μάλλον ή 243 ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ 2980 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Δ 2981 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ Δ Γ Β μάλλον ή Δ Β μάλλον ή Δ Β μάλλον ή Δ Β μάλλον ή Δ Β μάλλον ή Δ Β μάλλον ή Δ 2988 Ξ μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΡΟΥΣΗΣ Β μάλλον

211 ΚΩΔΙΚΟΣ ΤΟΜΗ ΠΑΣΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤΡΩΜΑ 2997 Ξ μάλλον ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β μάλλον 3005 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 3006 Ν ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΡΥΘΡΟΧΡΩΜΟΥ ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ 3028 Ν μάλλον ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Γ 3034 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 3050 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΧΡΩΜΑΤΟΤΡΙΠΤΗΣ" Γ 3058 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 3063 Ξ μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β μάλλον 3073 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β 3074 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β 3075 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β 3076 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β 3077 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Β 3084 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 3085 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 3086 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 3087 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 3099 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 3100 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΛΕΙΑΝΤΗΡΑΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΑΣ 3101 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 3102 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Β 3111 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 3112 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β 3113 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β 3115 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 3141 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ Β 3153 Ξ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Δ 3154 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Δ 3155 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 3156 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 3157 Ξ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Δ 3158 Ξ ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ 3272 Ξ μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Β μάλλον 3422 Ν μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Δ μάλλον 3902 Ν μάλλον ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ μάλλον 4040 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΕΣ ΠΕΤΡΩΜΑ Γ Β Δ Γ

212 ΚΩΔΙΚΟΣ ΤΟΜΗ ΠΑΣΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΤΡΩΜΑ 4106 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Γ 4107 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΛΕΙΑΝΤΗΡΑΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΑΣ 4108 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Γ 4109 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 4803 Ν μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ Γ μάλλον 4810 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 4811 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 4815 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΡΟΥΣΗΣ Γ 4825 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Γ 4838 Ξ μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΡΟΥΣΗΣ Δ μάλλον 4839 Ξ μάλλον ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ μάλλον 4840 Ξ μάλλον ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΡΥΘΡΟΧΡΩΜΟΥ ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ 4842 Ξ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Β 4856 Ν ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Β Γ Δ μάλλον 4859 Ξ μάλλον ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΜΕ ΚΟΨΗ Δ μάλλον 4860 Ξ μάλλον ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ μάλλον 4865 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 4866 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 4867 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 4868 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 4869 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 4870 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 4871 Ξ ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝ Δ 4872 Ξ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟ Δ 4880 Ν ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ ΛΕΙΑΝΤΗΡΑΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΑΣ 4881 Ν ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΚΡΟΥΣΗΣ Δ 4897 Ξ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΤΡΙΠΤΗΡΑΣ" Δ Δ *Οι υπογραμμισμένοι αριθμοί αντιπροσωπεύουν συνανήκοντα τεμάχια που εντοπίστηκαν σε διαφορετικές πάσες ή τομές και καταγράφηκαν ξεχωριστά, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής. Με τον ίδιο τρόπο καταγράφονται και εδώ. Πρόκειται για τα εξής πέντε ζεύγη συνανηκόντων: , , , , Πίνακας 1: Τα υπό μελέτη αντικείμενα συνολικά, κατά αύξοντα αριθμό.

213 ΛΑΚΚΟΙ εργαλεία με κόψη παθητικά εργαλεία τριβής "μυλόλιθοι" τριβεία 1 1 ειδική κατηγορία με κοίλανση a posteriori με κοίλανση a posteriori εργαλείο τριβής 1 1 ακόνι ενεργητικά εργαλεία τριβής "τριπτήρες" λειαντήρες στιλβωτήρες βότσαλα τριβής άλεσης σε 2η χρήση "χρωματοτρίπτης" εργαλεία από σχιστώδεις ύλες αδιάγνωστα τριβής εργαλεία κρούσης εργαλεία τριβής κρούσης αδιάγνωστα πρώτες ύλες υποπροϊόντα ερυθρόχρωμα πετρώματα ΣΥΝΟΛΟ: αριθμός ευρημάτων ποσοστό % επί του συνόλου 9,75% 0,85% 5,50% 7,60% 2,55% 11% 5,10% 5,90% 31,35% 20,40% Πίνακας Α2: Κατανομή των εργαλειακών τύπων στους υπό μελέτη λάκκους, σε αριθμητικές και ποσοστιαίες.

214 ΕΡΓΑΛΕΙΑΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΕΧΝΕΡΓΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΜΕ ΚΟΨΗ 27 ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ 13 ΤΡΙΒΕΙΑ 2 ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 6 A POSTERIORI ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ 2 A POSTERIORI ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ 1 "ΑΚΟΝΙ" 1 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ 32 ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΕΣ ΛΕΙΑΝΤΗΡΕΣ 7 ΒΟΤΣΑΛΑ ΜΕ 'Η ΧΩΡΙΣ ΣΑΦΗ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ 8 ΤΡΙΒΗΣ/ΑΛΕΣΗΣ ΣΕ 2Η ΧΡΗΣΗ 3 "ΧΡΩΜΑΤΟΤΡΙΠΤΗΣ" 1 ΣΧΙΣΤΩΔΗ 10 ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ 24 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΚΡΟΥΣΗΣ 8 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ 7 ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ 16 Σύνολο 168 ΕΡΥΘΡΟΧΡΩΜΑ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ 7 ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΑΠΟΛΕΠΙΣΜΑΤΑ 146 Σύνολο 153 Συνολικό άθροισμα 321 Πίνακας Α3: Σύσταση του υπό μελέτη υλικού εργαλειακοί τύποι και αντιπροσώπευσή τους. Γράφημα Α1: Ποσοτική σύνθεση της κατηγορίας των παθητικών εργαλείων τριβής 8% 4% 4% ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΤΡΙΒΕΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 24% 8% 52% A POSTERIORI ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ A POSTERIORI ΠΑΘΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ "ΑΚΟΝΙ"

215 Γράφημα Α2: Ποσοτική σύνθεση της κατηγορίας των ενεργητικών στελεχών τριβής 12% 2% 13% ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΤΡΙΒΗΣ/ΑΛΕΣΗΣ ΣΕ 2Η ΧΡΗΣΗ 52% ΣΧΙΣΤΩΔΗ 16% ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΕΣ ΛΕΙΑΝΤΗΡΕΣ 5% "ΧΡΩΜΑΤΟΤΡΙΠΤΗΣ" Γράφημα Α3: Λάκκος 181 αριθμητική και ποσοστιαία γραφική απόδοση των τριπτών ευρημάτων 14 61% 3 13% 1 4% 2 9% 2 9% 1 4% εργαλεία με κόψη "τριπτήρες" λειαντήρες στιλβωτήρες "χρωματοτρίπτης" εργαλεία κρούσης πρώτες ύλες υποπροϊόντα

216 Γράφημα Α4: Λάκκος 182 αριθμητική και ποσοστιαία γραφική απόδοση των τριπτών ευρημάτων 1 50% 1 50% βότσαλα πρώτες ύλες υποπροϊόντα Γράφημα Α5: Λάκκος 183 αριθμητική και ποσοστιαία γραφική απόδοση των τριπτών ευρημάτων a posteriori με κοίλανση 2 15% 1 7% 1 8% 1 8% "τριπτήρες" εργαλεία τριβής άλεσης σε 2η χρήση 4 31% 2 15% 1 8% 1 8% αδιάγνωστα τριβής εργαλεία κρούσης αδιάγνωστα πρώτες ύλες υποπροϊόντα κομμάτια ερυθρόχρωμων πετρωμάτων

217 Γράφημα Α6: Λάκκος 184 αριθμητική και ποσοστιαία γραφική απόδοση των τριπτών ευρημάτων 1 5% εργαλεία με κόψη 9 50% 3 17% 4 22% 1 6% "τριπτήρες" λειαντήρες στιλβωτήρες αδιάγνωστα τριβής πρώτες ύλες υποπροϊόντα Γράφημα Α7: Λάκκος 185 αριθμητική και ποσοστιαία γραφική απόδοση των τριπτών ευρημάτων εργαλεία με κόψη 2 33% 1 17% 1 16% 1 17% 1 17% "μυλόλιθοι" εργαλεία τριβής κρούσης πρώτες ύλες υποπροϊόντα κομμάτια ερυθρόχρωμων πετρωμάτων

218 Γράφημα Α8: Λάκκος 240 αριθμητική και ποσοστιαία γραφική απόδοση των τριπτών ευρημάτων εργαλεία με κόψη "μυλόλιθοι" 1 4% 1 4% 9 35% 3 11% 2 8% 3 11% 1 4% 4 15% 1 4% 1 4% τριβεία "τριπτήρες" βότσαλα εργαλεία τριβής από σχιστώδεις ύλες αδιάγνωστα τριβής εργαλεία τριβής κρούσης Γράφημα Α9: Λάκκος 241 αριθμητική και ποσοστιαία γραφική απόδοση των τριπτών ευρημάτων 7 59% 1 9% 1 8% 1 8% 1 8% 1 8% εργαλεία με κόψη "μυλόλιθοι" ειδική κατηγορία με κοίλανση "τριπτήρες" βότσαλα πρώτες ύλες υποπροϊόντα

219 Γράφημα Α10: Λάκκος 242 αριθμητική και ποσοστιαία γραφική απόδοση των τριπτών ευρημάτων εργαλεία με κόψη 5 36% 1 7% 1 7% 1 7% 3 22% 2 14% 1 7% "μυλόλιθοι" "τριπτήρες" "χρωματοτρίπτης" αδιάγνωστα τριβής πρώτες ύλες υποπροϊόντα κομμάτια ερυθρόχρωμων πετρωμάτων Γράφημα Α11: Λάκκος 243 αριθμητική και ποσοστιαία γραφική απόδοση των τριπτών ευρημάτων 43 58% 4 1 6% 1% 3 4% 1 1% 5 7% 4 6% 1 1% 3 4% 1 1% 2 3% 1 1% 2 3% 3 4% εργαλεία με κόψη "μυλόλιθοι" ειδική κατηγορία με κοίλανση a posteriori με κοίλανση "τριπτήρες" λειαντήρες στιλβωτήρες βότσαλα εργαλεία τριβής άλεσης σε 2η χρήση

220 Γράφημα Α12: Λάκκος 430 αριθμητική και ποσοστιαία γραφική απόδοση των τριπτών ευρημάτων 17 36% 7 15% 5 11% 4 8% 1 2% 3 6% 2 4% εργαλεία με κόψη "μυλόλιθοι" a posteriori εργαλείο τριβής "τριπτήρες" 2 4% 1 2% 3 6% 1 2% 2 4% λειαντήρες στιλβωτήρες βότσαλα ΨΑΜΜΙΤΗΣ ΧΑΛΑΖΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ ΦΥΛΛΙΤΗΣ ΣΧΙΣΤΟΨΑΜΜΙΤΗΣ ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΣ ΣΕΡΠΕΝΤΙΝΙΤΗΣ ΡΟΔΙΓΚΙΤΗΣ ΠΛΑΓΙΟΓΡΑΝΙΤΗΣ ΜΑΥΡΟΣ ΧΑΛΑΖΙΤΗΣ ΜΑΡΜΑΡΟ ΨΗΦΙΔΟΜΙΓΕΣ/ΛΑΤΥΠΟΠΑΓΕΣ ΔΟΛΕΡΙΤΗΣ ΔΙΟΡΙΤΗΣ ΓΡΑΝΙΤΗΣ ΓΝΕΥΣΙΟΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΣ ΓΝΕΥΣΙΟΣ ΓΑΒΒΡΟΣ ΒΑΣΑΛΤΗΣ ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΣ ΑΡΚΟΖΙΚΟΣ ΨΑΜΜΙΤΗΣ ΑΡΓΙΛΟΥΧΟΣ ΑΜΜΟΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΤΗΣ Γράφημα Α13: Ποσοτική αντιπροσώπευση των ποικίλων πρώτων υλών στο σύνολο του υπό εξέταση υλικού.

221 ΠΙΝΑΚAΣ ΛΑΚΚΩΝ ΛΑΚΚΟΣ ΣΤΡΩΜΑ ΜΕΓΕΘΟΣ* ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ ΣΤΟΜΙΟΥ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΒΑΘΟΣ ΣΧΗΜΑ ΣΕ ΤΟΜΗ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΧΡΗΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ** 181 Γ' μεσαίο (Μ.Δ. 2μ) 1,80μ. 0,60μ. κωδωνόσχημο 1 9,75% 182 Γ' μεσαίο (Μ.Δ. 1,60μ) 1,40μ. 0,45μ. ημισφαιρικό 1 0,85% 183 Γ' μεσαίο (Μ.Δ. 1,90μ) 1,40μ. 1μ. κωδωνόσχημο 5 5,50% 184 Β' μεγάλο (Μ.Δ. 2,40μ) 2,40μ. 0,90μ. ημισφαιρικό 1 7,60% 185 Γ' μεσαίο (Μ.Δ. 1,60μ) 1μ. 0,80μ. κωδωνόσχημο 3 2,55% 240 Δ' 241 Γ' 242 Γ' 243 Δ' 430 Β' μεγάλο (Μ.Δ. 2,50 χ 2,10μ) 1,80μ. 1,40μ. κωδωνόσχημο 3 11% μεσαίο (Μ.Δ. 2μ) 2μ. 0,60μ. κυλινδρικό 1 5,10% μεσαίο (Μ.Δ. 2μ) 1,60μ. 1,40μ. κωδωνόσχημο 2 5,90% μεσαίο (Μ.Δ. 2μ) 1,40μ. 1,50μ. κωδωνόσχημο 5 31,35% πολύ μεγάλο (Μ.Δ. 2,50 χ 2,50μ. Β Ν x 5μ) 5μ. A Δ 0,95μ. ημισφαιρικό 1 20,40% * Ακολουθήθηκε η κατηγοριοποίηση βάσει της μέγιστης διαμέτρου (Μ.Δ.) των λάκκων που εφάρμοσε η Χονδρογιάννη Μετόκη (2009, ) στη συνολική μελέτη του υλικού **Πρόκειται για το ποσοστό (%) επί του συνόλου των ευρημάτων τριπτής λιθοτεχνίας του υπό μελέτη υλικού Πίνακας Β1: Στοιχεία των λάκκων προέλευσης του υπό μελέτη υλικού.

222 Β. ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΣΕ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ SEM EDS ΣΤΟΙΧΕΙΟ Mg 4,59 2,69 Al 3,53 5,65 1,42 Si 17,77 21,22 3,45 Ca 5,12 2,97 1,67 Cr 0,95 Mn 1,51 Fe 31,53 27,45 65,51 O 37,47 40,02 25,5 Πίνακας Β1: Ανάλυση δειγμάτων της πιθανής χρωστικής ουσίας από τρία διαφορετικά σημεία της επιφάνειας του ακ Εντοπιζόμενα χημικά στοιχεία: μαγνήσιο, αργίλιο, πυρίτιο, ασβέστιο, χρώμιο, μαγγάνιο, σίδηρος και οξυγόνο. ΣΤΟΙΧΕΙΟ Mg 15,32 12,42 3,51 Al 11,2 14,59 3,16 Si 20,1 17,97 8,15 K 0,57 Ca 1,06 2,58 Mn 9,01 Fe 6,96 9,88 43,17 O 45,36 44,57 30,42 Πίνακας Β2: Ανάλυση δειγμάτων από τρία διαφορετικά σημεία της επιφάνειας του ακ.1845 με την ιδιάζουσα διαμόρφωση. Εντοπιζόμενα χημικά στοιχεία: μαγνήσιο, αργίλιο, πυρίτιο, κάλιο, ασβέστιο, μαγγάνιο, σίδηρος και οξυγόνο.

223 ΣΤΟΙΧΕΙΟ Na 1,05 1,89 Mg 16,34 9,17 1,55 Al 11,06 13,61 20,01 14,59 Si 19,83 18,04 24,16 17,52 S 0,78 Cl 0,64 K 0,53 0,64 7,56 4,82 Ca 0,53 0,78 Ti 7,75 Fe 6,38 14,46 6,6 O 45,33 43,29 47,23 43,84 Πίνακας Β3: Ανάλυση δειγμάτων από τέσσερα διαφορετικά σημεία του ακ.1845, δύο από την επιφάνεια με την ιδιάζουσα διαμόρφωση (Νο 3 και 4) και δύο από την επιφάνεια θραύσης του πετρώματος (Νο 5 και 6). Εντοπιζόμενα χημικά στοιχεία: νάτριο, μαγνήσιο, αργίλιο, πυρίτιο, θείο, χλώριο, κάλιο, ασβέστιο, τιτάνιο, σίδηρος και οξυγόνο. ΣΤΟΙΧΕΙΟ Mg 23,63 25,42 22,71 Al 1,22 Si 26,18 24,71 26,59 Fe 3,75 3,88 2,45 O 46,45 45,99 47,03 Πίνακας Β4: Ανάλυση δειγμάτων από τρία διαφορετικά σημεία του ακ.616. Εντοπιζόμενα χημικά στοιχεία: μαγνήσιο, αργίλιο, πυρίτιο, σίδηρος, οξυγόνο.

224 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

225 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ Η παρουσίαση των τεχνέργων γίνεται ανά εργαλειακή κατηγορία, ακολουθώντας τη σειρά παρουσίασής τους στην εργασία, και κατά αύξοντα αριθμό. Τα στοιχεία δίνονται με την ακόλουθη σειρά: αριθμός καταγραφής, λάκκος προελεύσεως ή πιθανή προέλευση, μήκος, πλάτος, πάχος, βάρος, υλικό και αναλυτική περιγραφή του αντικειμένου. Οι ενδείξεις εντός αγκύλης αποδίδουν σωζόμενες και όχι ακέραιες διαστάσεις. Ο αστερίσκος (*), δίπλα από μία μέτρηση, υποδηλώνει ότι το αντικείμενο έχει σπάσει σε άξονα άλλον από το μετρήσιμο, υπάρχει ωστόσο η πιθανότητα στο κομμάτι που έχει αποσπασθεί να αντιπροσωπεύονταν μεγαλύτερες τιμές. Όπου κρίνεται απαραίτητο, δίνεται μέγιστη και ελάχιστη τιμή μίας διάστασης, οπότε και δηλώνεται. Όλες οι διαστάσεις δίνονται σε χιλιοστά και το βάρος σε γραμμάρια. ακ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΜΕ ΚΟΨΗ δέχθηκε κατεργασία με σφυροκόπημα. Τα ίχνη του σώζονται κατά τόπους πυκνά, αλλού πιο αραιά και λιγότερο ευδιάκριτα. λ.243. [Μ]: 99, Πλ. μέγ.: 58*, Π. μέγ.: 40*, [Β]: 362. Γάββρος. Τμήμα ημίεργου, πιθανόν εργαλείου με κόψη, σε πρώιμο στάδιο διαμόρφωσης. Είναι θραυσμένο στο ένα άκρο του ευθύγραμμα. Έχει περίγραμμα επιμήκους τετραπλεύρου, με ελαφρώς αποκλίνουσες στενές πλευρές. Η τομή κατά μήκος είναι επιπεδόκυρτη, κατά πλάτος ελλειπτική, με τη μία πλευρά πιο πεπλατυσμένη. Ο φορέας έχει διαμορφωθεί ολικά με αδρή λάξευση. Ακολούθησε τοπική διαμόρφωση των δύο στενών πλαϊνών όψεων, με πυκνό σφυροκόπημα. Υπάρχουν αποθέσεις κοκκινωπού και λευκόφαιου ιζήματος. ακ λ.243. [Μ]: 70, [Πλ]: 57, [Π]: 29, [Β]: 188. Βασάλτης. Τμήμα ημίεργου εργαλείου, πιθανόν εργαλείου με κόψη, σε πολύ πρώιμο στάδιο διαμόρφωσης. Το θραύσμα έχει ακανόνιστο απιόσχημο περίγραμμα. Το αρχικό υπόβαθρο υπήρξε ένας ακανόνιστος αδρός λίθος που ακ.1819 λ.243. [Μ]: 68, Πλ. μέγ.: 39*, Π. μέγ.: 39*, [Β]: 144. Πλαγιογρανίτης. Τμήμα ημίεργου εργαλείου με κόψη, με ελλειπτικό περίγραμμα και επιπεδόκυρτη κατά πλάτος τομή. Η θραύση είναι παράλληλη με τον άξονα πλάτους του εργαλείου και ελαφρώς ακανόνιστη. Σώζεται το ήμισυ περίπου του αρχικού ημίεργου. Η οπίσθια όψη είναι αρκετά πεπλατυσμένη και επιπεδωμένη. Οι πλαϊνές όψεις συγκλίνουν σχηματίζοντας κόψη, κάθετη προς την πεπλατυσμένη οπίσθια όψη. Ο φορέας δέχθηκε αδρή σχηματοποίηση με ολική λάξευση διακρίνονται με σαφήνεια τα ίχνη της, κυρίως στην πλατιά όψη και ακολούθως με σφυροκόπημα. ακ λ.184 ή 185 ή 186. Μ. μέγ.: 33, Πλ. μέγ.: 28, Π. μέγ.: 9, Β: 13. Σερπεντινίτης. Ακέραια σωζόμενο εργαλείο με κόψη, μικρών διαστάσεων. Έχει περίγραμμα τραπεζιόσχημο,

226 με ευθύγραμμες ελαφρώς αποκλίνουσες πλευρές, και τομή κατά πλάτος επιπεδόκυρτη κυρτή. Οι όψεις συγκλίνουν ασυμμετρικά σε μία ελαφρώς καμπυλόγραμμη κόψη. Η επιφάνεια είναι ολικά λειασμένη. Σε όλη την έκταση των πλατιών όψεων υπάρχουν τα ίχνη αποτριβής των επιφανειών για λείανσή τους, συστάδες πυκνών γραμμιδίων πολλαπλών κατευθύνσεων. Η διατήρηση του εργαλείου είναι καλή, με εξαίρεση την φτέρνα που φέρει έντονες απολεπίσεις. Η κόψη διατηρείται κοφτερή, με λίγες μικροαπολεπίσεις, ιδίως στο ένα άκρο της, και δυσδιάκριτα γραμμίδια κάθετα στην ακμή της. ακ.1937 λ.430. [Μ]: 24, [Πλ]: 18, [Π]: 8, [Β]: 4. Σερπεντινίτης. Θραύσμα λίθινου εργαλείου με κόψη μικρών διαστάσεων. Σώζονται τμήματα δύο έντονα στιλβωμένων πλατιών επιφανειών. Δεν είναι ωστόσο δυνατό να συμπεράνουμε για το συνολικό σχήμα του εργαλείου, την τομή του (αν ήταν επιπεδόκυρτη ή αμφίκυρτη) και το προφίλ της κόψης (συμμετρικό ή ασύμμετρο). Η εμπρόσθια όψη, σωζόμενη σε μεγαλύτερο βαθμό, κυρτώνει ομαλά, για να καταλήξει στην κόψη που είναι θραυσμένη. Στη σωζόμενη επιφάνεια διακρίνονται ίχνη κατεργασίας: ενδείξεις ακονίσματος της κόψης, και πυκνά γραμμίδια, παράλληλα προς τον άξονα μήκους του εργαλείου. ακ λ.430. [Μ]: 109, Πλ. μέγ.: 50*, Π. μέγ.: 44*, [Β]: 333. Γάββρος. Ημίεργο εργαλείο με κόψη, που είχε θραυσθεί σε 4 τουλάχιστον μέρη. Σώζεται αποσπασματικά σε δύο συμπληρωματικά κομμάτια, ενώ τα δύο άκρα του έχουν απολεπισθεί. Περιμετρικά των θραύσεων διατηρούνται τα αρνητικά ίχνη των απολεπισμάτων που αφαιρέθηκαν. Το σώμα είχε σχήμα επίμηκες ελλειπτικό, τομή κατά το πλάτος ακανόνιστη ελλειπτική, κυρτή κυρτή. Η μία πλατιά όψη είναι κυρτή και κατά τους δύο άξονες, γωνιώδης κατά το πλάτος. Συνίσταται από δύο επιμήκεις έδρες που συγκλίνουν σχηματίζοντας ελαφρώς καμπυλόγραμμη «ράχη», παράλληλη προς τον άξονα μήκους. Η άλλη όψη αντίθετα είναι επιπεδωμένη, ελάχιστα κυρτή κατά πλάτος. Το εργαλείο βρισκόταν ακόμη σε αρχική φάση κατεργασίας. Έχει διαμορφωθεί αρκετά συμμετρικά με ολική λάξευση. Διατηρούνται τα ίχνη κατεργασίας, αλλού μεγαλύτερα και αλλού μικρότερα και πυκνότερα. ακ λ.430. Μ.μέγ.: 95, Πλ. μέγ.: 37, Π. μέγ.: 27, Β: 189. Βασάλτης. Ακέραια σωζόμενο επίμηκες εργαλείο με κόψη. Έχει ελλειπτικό σχήμα και επιπεδόκυρτη τομή κατά πλάτος, με τη μία πλατιά πλευρά κυρτή και την άλλη επιπεδωμένη. Η κόψη του είναι ελαφρώς καμπυλόγραμμη στο περίγραμμα και ασυμμετρική σε προφίλ, ενώ η φτέρνα καμπυλόγραμμης διαμόρφωσης και ελλειπτικού σχήματος. Οι δύο πλατιές πλευρές του εργαλείου φέρουν έντονη λείανση και στίλβωση σε όλη τους την έκταση. Η λείανση εκτείνεται και στο υπόλοιπο σώμα του εργαλείου. Οι στενές πλαϊνές όψεις και η φτέρνα όμως είναι πολύ πιο αδρές διατηρώντας ίχνη κατεργασίας με σφυροκόπημα, τα οποία δεν έχουν απολειανθεί πλήρως μέσω τριβής. Σε κάποια σημεία σώζονται έντονα γραμμίδια, αρκετά μεγάλου μήκους, παράλληλα μεταξύ τους και προς τον άξονα του πλάτους, ίχνη τριβής της επιφάνειας του εργαλείου για απολείανσή της στα πλαίσια της τελικής της διαμόρφωσης. Το εργαλείο είναι παροπλισμένο. Πέρα από τα ευδιάκριτα γραμμίδια με φορά κάθετη στον άξονα μήκους της κόψης, αποτέλεσμα χρήσης του εργαλείου, υπάρχουν απολεπίσεις σε όλη την έκτασή της. Εντούτοις πρόκειται για εργαλείο ακέραιο και εν δυνάμει λειτουργικό (προαπαιτούμενο το ακόνισμα της κόψης) με μακρά εναπομείνουσα διάρκεια ζωής. ακ. 1965

227 λ.185. Μ. μέγ.: 66, Πλ. μέγ.: 25, Π. μέγ.: 12, Β: 28. Βασάλτης. Επίμηκες εργαλείο με κόψη, σε στάδιο επανασχεδιασμού. Ελλειπτικού, ελαφρώς ασύμμετρου σχήματος, με τομή κατά το πλάτος επιπεδόκυρτη. Το εργαλείο βρίσκεται σε ημίεργο στάδιο, καθώς η κατασκευή του δεν έχει ολοκληρωθεί. Πρόκειται για κομμάτι που αφαιρέθηκε από ένα μεγαλύτερων διαστάσεων εργαλείο με κόψη. Η μία μακρά πλατιά όψη του διατηρεί την εξωτερική επιφάνεια του αρχικού εργαλείου κόψης από το οποίο προήλθε. Φέρει έντονη, ενιαία στίλβωση και ευδιάκριτα γραμμίδια σε πυκνές συγκεντρώσεις, με προσανατολισμό αυτόν του άξονα μήκους του εργαλείου, κατασκευαστικά ίχνη του αρχικού τεχνέργου. Η άλλη επιμήκης πλατιά όψη είναι αρκετά επιπεδωμένη και φέρει ολική αδρή διαμόρφωση με λεπτή λάξευση. Οι δύο αυτές πλατιές επιφάνειες, η μία κυρτή, η άλλη επιπεδωμένη συγκλίνουν σε μία στενή, ελαφρώς καμπυλόγραμμη κόψη. Η διαμόρφωσή της δεν έχει ολοκληρωθεί, αφού δεν έχει πραγματοποιηθεί λείανση στη μία από τις δύο πλευρές της και φέρει απολεπίσεις σε όλο της το μήκος, αποτέλεσμα της διαδικασίας ανασχεδιασμού. ακ λ.430. [Μ]: 70, Πλ. μέγ.: 45*, [Π]: 41, [Β]: 182. Βασάλτης. Ημίεργο, πιθανόν εργαλείο με κόψη, αποσπασματικά σωζόμενο. Έχει επίμηκες, απιόσχημο περίγραμμα και μορφολογικά ομοιάζει πάρα πολύ (ακόμη και στον τρόπο θραύσης) με το ακ Οι σωζόμενες επιφάνειες έχουν ανώμαλη διαμόρφωση, αποτέλεσμα της κατεργασίας με λάξευση. Διατηρούν σε όλη την έκτασή τους τα ίχνη των αποκρούσεων, ιδιαίτερα λεπτά και πυκνά σε κάποια σημεία. Σε δύο σημεία, υπάρχουν αποθέσεις ιζηματογενούς προέλευσης, πορτοκαλέρυθρης και έντονης ερυθρής απόχρωσης,. ακ λ.240. Μ.μέγ.: 110, Πλ. μέγ.: 42, Π. μέγ.: 28, Β: 241. Δολερίτης. Ακέραια σωζόμενο, επίμηκες εργαλείο με κόψη, ελλειπτικού σχήματος, επιπεδόκυρτης τομής, με τη μία πλατιά όψη του να κυρτώνεται έντονα. Οι πλατιές επιφάνειες απολήγουν σε μία λοξότμητη, ευθύγραμμη κόψη. Το εργαλείο απολειάνθηκε μέσω τριβής, όχι ωστόσο το ίδιο εντατικά σε όλες τις επιφάνειές του. Κατά τόπους, ιδίως στις πλαϊνές στενόμακρες όψεις, διακρίνονται ίχνη λάξευσης και σφυροκοπήματος που έχουν εν μέρει μόνο απολειανθεί, ενώ η ελαφρώς τετραγωνισμένη φτέρνα, αν και απολειασμένη, διατηρεί τις φυσικές ανωμαλίες του αρχικού φορέα. Μονάχα στην κόψη υπήρξε επιμελημένη και συστηματική λείανση που αφαίρεσε ολικά τα αρνητικά προετοιμασίας με κρούση. Στις επιφάνειες λείανσης διακρίνονται συγκεντρώσεις γραμμιδίων διαφορετικών προσανατολισμών, ίχνη από τη διαδικασία αποτριβής απολείανσης. Η κόψη είναι παροπλισμένη, με μεγάλες απολεπίσεις σε όλο το μήκος της που εκτείνονται και στις δύο πλευρές της. Δεν υπάρχουν ευδιάκριτα γραμμίδια χρήσης στις συγκλίνουσες πλευρές της. ακ λ.182 μάλλον ή 183. [Μ]: 53, Πλ. μέγ.: 44, [Π]: 12, [Β]: 39. Σερπεντινίτης. Μεγάλο, λεπτό απολέπισμα λίθινου εργαλείου με κόψη. Διατηρείται μεγάλο τμήμα της μίας πλατιάς επιφάνειας, τμήμα της φτέρνας και, σε πολύ μικρή έκταση, οι πλάγιες στενές όψεις. Το εργαλείο είχε σχήμα ορθογωνίου, με επιπεδωμένη, ελαφρώς κυρτή κατά το μήκος της φτέρνα και τομή πιθανώς ορθογωνισμένη. Η σωζόμενη επιφάνεια καλύπτεται από επιμελημένη λείανση, κατά τόπους στίλβη. Υπάρχουν συγκεντρώσεις λεπτών και πυκνών γραμμιδίων, παράλληλων προς τον άξονα μήκους του εργαλείου. Έντονες απολεπίσεις στο κέντρο της όψης συνιστούν υπολείμματα της αρχικής διαμόρφωσης του εργαλείου με λάξευση, που δεν απολειάνθηκαν πλήρως

228 μέσω τριβής. Απολεπίσεις ίχνη αποκρούσεων που συνδέονται με τη χρήση του εργαλείου υπάρχουν σε όλο το μήκος της φτέρνας. ακ λ.183 μάλλον. [Μ]: 66, Πλ. μέγ.: 45*, Π. μέγ.: 28*, [Β]: 85. Γάββρος. Τμήμα ημίεργου εργαλείου με κόψη. Είναι θραυσμένο κατά τον άξονα μήκους του και σώζεται μονάχα το τμήμα της φτέρνας. Το αρχικό περίγραμμα ήταν τριγωνικό, με έντονα κυρτή φτέρνα και αποκλίνουσες πλαϊνές όψεις. Η τομή κατά πλάτος είναι ελλειπτική. Ίχνη λάξευσης καλύπτουν τις επιφάνειες ολικά, ενώ λιγοστά ίχνη σφυροκοπήματος υπάρχουν στη μία μόνο πλατιά επιφάνεια. Απολεπίσεις φθοράς υπάρχουν σε όλες τις σωζόμενες επιφάνειες του ημίεργου. ακ λ.241. [Μ]: 37, Πλ. μέγ.: 52*, Π. μέγ.: 64*, [Β]: 189. Γρανίτης. Το τμήμα της φτέρνας ενός μεγάλων διαστάσεων ημίεργου εργαλείου με κόψη. Έχει απιόσχημη τομή κατά πλάτος, ελλειπτικό αρχικό περίγραμμα, κυρτές πλευρές αποκλίνουσες και φτέρνα επιπεδωμένη. Η διαμόρφωση ξεκίνησε με αδρή λάξευση, της οποίας ίχνη διατηρούνται κατά τόπους, και συνέχισε με πυκνό και έντονο σφυροκόπημα. ακ λ.240 μάλλον. Μ. μέγ.: 114, Πλ. μέγ.: 43, Π. μέγ.: 32, Β: 282. Βασάλτης. Ακέραια σωζόμενο εργαλείο με κόψη. Έχει επίμηκες, ελλειπτικό περίγραμμα, με μικρή ασυμμετρία στην κατανομή και επιπεδόκυρτη τομή κατά το πλάτος. Οι δύο πλατιές όψεις του εργαλείου, η μία έντονα κυρτή και η άλλη επιπεδωμένη, συγκλίνουν σε μία κυρτή, λοξότμητη κόψη. Οι πλευρικές στενόμακρες όψεις είναι η μία επιπεδόκυρτη και η άλλη ελαφρώς κυρτή, ενώ η φτέρνα είναι τετραγωνισμένη. Το εργαλείο καλύπτεται σε όλη του την επιφάνεια από στίλβωση που έχει απολείψει ολικά τα ίχνη των προγενέστερων σταδίων κατασκευής. Κατά τόπους στην επιφάνεια του σώματος, κυρίως στην πλατιά επιπεδωμένη όψη, διατηρούνται πυκνές συστάδες γραμμιδίων μεγάλου μήκους, σχεδόν παράλληλων με τον άξονα πλάτους, ίχνη τριβής για την μορφοποίηση της επιφάνειας του εργαλείου. Η έντονη στίλβωση διακόπτεται κατά περιοχές από πυκνά ίχνη σφυροκοπήματος, αλλού έντονα και ακανόνιστα (οπίσθια πλατιά όψη και ακμές) και αλλού πολύ πυκνά και συμπαγή (εμπρόσθια όψη). Αντιπροσωπεύουν ένα μεταγενέστερο στάδιο επέμβασης στο εργαλείο. Μάλιστα η εκτεταμένη συγκέντρωση ιχνών λεπτού σφυροκοπήματος σχεδόν στο κάτω μισό τμήμα (προς τη μεριά τη κόψης) της εμπρόσθιας όψης έχει δεχθεί μετέπειτα κάποιο βαθμό απολείανσης μέσω τριβής. Στην φτέρνα και περιμετρικά αυτής υπάρχουν έντονες απολεπίσεις που εν μέρει αποτελούσαν φυσική ανωμαλία της επιφάνειας του φορέα αλλά και υπολείμματα αρχικής διαμόρφωσής του με λάξευση. Το εργαλείο ήταν παροπλισμένο, όσον αφορά τη λειτουργική του κατάσταση. Η ακμή της κόψης είναι φθαρμένη: φέρει το αρνητικό ενός μεγάλου απολεπίσματος στο κέντρο της και μικρότερες απολεπίσεις στα δύο της άκρα. ακ λ.242. [Μ]: 54, Πλ. μέγ.: 37*, Π. μέγ.: 23*, [Β]: 60. Μαύρος χαλαζίτης. Αποσπασματικά σωζόμενο εργαλείο με κόψη. Σώζεται μονάχα το ένα άκρο του, το τμήμα της φτέρνας. Το αρχικό σχήμα του ήταν επίμηκες τριγωνικό, με αποκλίνουσες πλευρές και επιπεδόκυρτη κατά πλάτος τομή. Έντονη στίλβωση καλύπτει το σωζόμενο τμήμα του εργαλείου με εξαίρεση κάποιες απολεπίσεις στην φτέρνα και περιμετρικά αυτής, υπολείμματα της αρχικής διαμόρφωσης με αδρή λάξευση, που δεν απολειάνθηκαν πλήρως. Στην επιφάνεια του εργαλείου διακρίνονται πολυάριθμες συγκεντρώσεις λεπτών και πυκνών γραμμιδίων, διαφορετικών κατευθύνσεων, ίχνη από τη διαδικασία λείανσης του σώματος

229 μέσω τριβής. Στην φτέρνα και σε σημεία της περιφέρειάς της υπάρχουν ίχνη αποκρούσεων που «κόβουν» τη λείανση υποδηλώνοντας μεταγενέστερο επεισόδιο. Συνδέονται με τη χρήση του εν λόγω εργαλείου σε συνέργια με κάποιο επικρουστικό μέσο έμμεση κρούση. ακ λ.242. [Μ]: 77, Πλ. μέγ.: 36*, Π. μέγ.: 34*, [Β]: 141. Βασάλτης. Δύο συνανήκοντα κομμάτια, τμήματα ενός λίθινου εργαλείου με κόψη, σε στάδιο δευτερεύουσας κατεργασίαςεπανασχεδιασμού. Είναι σχήματος παραλληλογράμμου με ακανόνιστα διαμορφωμένες άκρες λόγω θραύσης. Το ένα θραύσμα, ακ. 2377, είναι επίμηκες στενόμακρο και πεπλατυσμένο, και αποτελεί ουσιαστικά την ευθύγραμμα αποκομμένη πλαϊνή όψη του ακ Το αρχικό εργαλείο καλυπτόταν, ίσως ολικά, από έντονη λείανση και κατά τόπους στίλβη. Στα πλαίσια επανασχεδιασμού του δέχθηκε λάξευση, που διακόπτει την επιφάνεια λείανσης. Στην εξωτερική επιφάνεια του λεπτού θραύσματος διατηρείται πυκνή συγκέντρωση ιχνών ραμφοκοπήματος. Στο ένα άκρο του εργαλείου υπάρχει διαμορφωμένη, μέσω λάξευσης, απόφυση, όπου διακρίνονται ίχνη ημιτελούς απόπειρας διάνοιξης οπής. Η βάθυνση είναι ελλειπτικού περιγράμματος και ημικυκλικής τομής και διανοίχθηκε με περιστροφικό τρυπανισμό με τη βοήθεια κάποιου οπέα. Το λεπτό, στενόμακρο θραύσμα (ακ. 2377), ισόπαχο σε όλη του την έκταση, αποκόπηκε ευθύγραμμα από το σώμα του εργαλείου. Μετά την αφαίρεση του υπήρξε μία μικρή κατεργασία στο μεγάλο κομμάτι. Μάλιστα το μήκος του λεπτού θραύσματος ακ.2377 είναι μεγαλύτερο από αυτό του αρχικού κομματιού (ακ.2347) από το οποίο αφαιρέθηκε, γεγονός που υποδεικνύει ότι η απόσπασή του υπήρξε προγενέστερη της θραύσης. Το ίδιο το ακ.2377 δεν δέχθηκε καμία περαιτέρω κατεργασία. ακ λ.242. [Μ]: 57, [Πλ]: 38, [Π]: 20, [Β]: 42. Γάββρος. Μικρών διαστάσεων πλευρικό θραύσμα λίθινου ημιέργου, πιθανόν εργαλείου με κόψη. Είναι θραυσμένο και κατά τους δύο άξονές του. Σώζει μονάχα τμήματα δύο όψεων, μίας πεπλατυσμένης και μίας πλαϊνής κυρτής όψης, με ίχνη απολέπισης και σφυροκοπήματος. ακ λ.240. Μ.μέγ.: 63, Πλ. μέγ.: 23, Π. μέγ.: 18, Β: 54. Γάββρος. Τμήμα εργαλείου με κόψη που έσπασε και εν συνεχεία δέχθηκε μερικό επανασχεδιασμό και επανάχρηση. Έχει στενόμακρο σχήμα, επιπεδόκυρτες πλευρές και επιπεδόκυρτη τομή κατά πλάτος. Οι δύο πλατιές όψεις συγκλίνουν ασυμμετρικά σε μία καμπυλόγραμμη κόψη με ελαφριά κλίση. Όλες οι επιφάνειες του εργαλείου, πλην της επιφάνειας θραύσης, είναι λειασμένες με κατά τόπους μικροαπολεπίσεις φθοράς. Η λείανση διακόπτεται από ίχνη σφυροκοπήματος, αλλού μικρότερα και πυκνότερα και αλλού μεγαλύτερα και πιο αραιά. Κάποια από τα ίχνη σφυροκοπήματος εντοπίζονται στην περιφέρεια της θραυσμένης όψης μαρτυρώντας επέμβαση, μεταγενέστερη της θραύσης, με στόχο την αναδιαμόρφωση του εργαλείου. Στην εμπρόσθια όψη, στο μέσον περίπου του σωζόμενου μήκους, υπάρχει ασύμμετρη κοιλότητα, σχεδόν ωοειδούς περιγράμματος. Η διαμόρφωσή της έγινε και αυτή στα πλαίσια επανασχεδιασμού του εργαλείου, με εφαρμογή λάξευσης και σφυροκοπήματος. Η κόψη είναι ασύμμετρη στο προφίλ, ευθύγραμμη και ελαφρώς κεκλιμμένη. Έχει αμβλυθεί από τη χρήση και φέρει μικρές απολεπίσεις. Υπάρχουν ενδείξεις ακονίσματός της. ακ.2913 λ. 181 ή τομή. Μ.μέγ.: 29, Πλ. μέγ.: 24, Π. μέγ.: 7, Β: 8. Ροδιγκίτης.

230 Μικρού μεγέθους και τριγωνικού σχήματος εργαλείο με κόψη. Σώζεται ακέραιο, με κάποιες απολεπίσεις στην φτέρνα, που διαμορφώνεται ευθύγραμμη. Η κόψη είναι καμπυλόγραμμη στο περίγραμμα, με έντονα ασύμμετρο προφίλ (η μία πλευρά της είναι πολύ μεγαλύτερη και πιο πεπλατυσμένη). Η ακμή της φέρει μικροφθορές λόγω χρήσης (αποτριβή και μικρές απολεπίσεις), ενώ στη μία πλατιά πλευρά της κόψης διακρίνονται γραμμίδια με κάθετη διάταξη ως προς την ακμή της κόψης. Γραμμίδια πυκνά, διαφόρων κατευθύνσεων καλύπτουν και το σώμα του εργαλείου, αποτέλεσμα της τριβής του με στόχο την ολική λείανσή του. ακ.2967 λ.181. [Μ]: 82, Πλ. μέγ.: 34*, Π. μέγ.: 39*, [Β]: 183. Ασβεστόλιθος. Τμήμα ημίεργου εργαλείου με κόψη. Είναι επίμηκες με ελαφρώς ασυμμετρική κατανομή. Είναι θραυσμένο ευθύγραμμα και διατηρεί μονάχα το ένα άκρο του, ίσως αυτό της φτέρνας. Το σωζόμενο ακέραιο άκρο του είναι παχύτερο, με τομή σχεδόν κυκλική, ενώ, προς το θραυσμένο τμήμα, το σώμα του εργαλείου στενεύει σε πλάτος καταλήγοντας σε ελλειπτική τομή. Η αρχική διαμόρφωση έγινε με πυκνό και λεπτό σφυροκόπημα που αρχικά κάλυπτε (ολικά;) το σώμα του ημιέργου. Ακολούθησε σχηματοποίηση με λάξευση, η οποία διακόπτει τις συγκεντρώσεις ιχνών σφυροκοπήματος. ακ.2968 λ.181. Μ.μέγ.: 120, Πλ. μέγ.: 35, Π. μέγ.: 25, Β: 183. Βασάλτης. Εργαλείο με κόψη σε στάδιο επανασχεδιασμού, σχεδόν ακέραια σωζόμενο. Έχει επίμηκες, ελλειπτικό περίγραμμα, με επιπεδόκυρτη τομή κατά πλάτος. Οι δύο πλατιές όψεις, η μία έντονα κυρτή, η άλλη επιπεδωμένη, συγκλίνουν σε μία ασύμμετρου προφίλ κόψη. Το ένα άκρο της είναι θραυσμένο ενώ σε όλο το σωζόμενο μήκος της φέρει έντονες απολεπίσεις φθοράς λόγω χρήσης και ενδείξεις αμφιπρόσωπου ακονίσματος της κόψης. Το εργαλείο πιθανόν υποβλήθηκε σε κατεργασία αναδιαμόρφωσης μετά τη θραύση τμήματος της κόψης του και, κατά συνέπεια, τη μείωση του μήκους της και τον παροπλισμό της. Το σώμα του εργαλείου καλυπτόταν ολικά από μέτριου βαθμού στίλβωση, όπως μαρτυρούν μικρά τμήματα στιλβωμένης επιφάνειας που διατηρούνται κατά τόπους. Η στίλβωση διακόπτεται από συγκεντρώσεις πυκνών ιχνών σφυροκοπήματος σε όλη την επιφάνεια του εργαλείου, ενώ όλη η μία πλαϊνή όψη του είναι ξαναδουλεμένη με αδρή λάξευση. Το απολεπισμένο τμήμα της φτέρνας φέρει και αυτό ίχνη σφυροκοπήματος στην περιφέρειά της, πιθανή απόπειρα να εξομαλυνθεί το σημείο και να διαμορφωθεί νέο πέρας. Πιθανότατα επιχειρήθηκε η διαμόρφωσή του σε περισσότερο στενόμακρο εργαλείο με μικρότερη σε μήκος κόψη. ακ.3077 λ.184. [Μ]: 48, [Πλ]: 29, Π. μέγ.: 46*, [Β]: 87. Ασβεστόλιθος. Τμήμα ημίεργου, ίσως εργαλείου με κόψη. Έχει επιπεδόκυρτη τομή και διατηρεί ίχνη λάξευσης και, στην επιπεδωμένη όψη, συγκέντρωση πυκνών, λεπτών ιχνών σφυροκοπήματος. ακ.3154 λ.243. [Μ]: 50, [Πλ]: 36, [Π]: 12, [Β]: 27. Γάββρος. Απολέπισμα ημίεργου, πιθανόν εργαλείου με κόψη. Σώζεται τμήμα μονάχα της εξωτερικής επιφάνειας που κυρτώνει σημαντικά σχηματίζοντας αμβλεία γωνία, ίσως το τμήμα λοξότμησης της μίας πλατιάς όψης πριν τον σχηματισμό της κόψης. Η επιφάνεια είναι αδρή και φέρει ίχνη λάξευσης αλλά κυρίως σφυροκοπήματος, λεπτού και πυκνού, που καλύπτουν όλη τη σωζόμενη έκτασή της. ακ.3272 λ.430 μάλλον. [Μ]: 40, Πλ. μέγ.: 46*, Π. μέγ.: 24*, [Β]: 79. Γρανίτης.

231 Εργαλείο με κόψη σωζόμενο αποσπασματικά, μονάχα κατά το τμήμα της κόψης. Οι πλατιές επιφάνειες του εργαλείου, η μία έντονα κυρτή, η άλλη επιπεδωμένη συγκλίνουν ασυμμετρικά για τη διαμόρφωση της καμπυλόγραμμης κόψης. Το σώμα του εργαλείου έχει απολειανθεί, ωστόσο μονάχα στη λοξότμησή του αρκετά συστηματικά, ώστε να αφαιρεθούν ολικά τα ίχνη του σφυροκοπήματος προηγούμενου σταδίου κατεργασίας. Κατά τόπους ωστόσο, ιδίως στις στενές πλευρικές όψεις, υπάρχουν πυκνές συγκεντρώσεις δευτερογενούς λεπτού σφυροκοπήματος που διακόπτουν εμφανώς το στρώμα ενιαίας λείανσης. Η κόψη φέρει μικροαπολεπίσεις, εξακολουθεί ωστόσο να είναι κοφτερή. ακ λ.243 μάλλον. Μ. μέγ.: 166, Πλ. μέγ.: 64, Π. μέγ.: 57, Β: 605. Γάββρος. Ημίεργο εργαλείο με κόψη σε αρχικό στάδιο διαμόρφωσης. Σώζεται πλήρως, θραυσμένο κατά τον άξονα μήκους του, σε δύο ισομεγέθη συνανήκοντα κομμάτια. Το σχήμα του είναι επίμηκες, ελλειπτικό, με τομή κατά πλάτος ακανόνιστη ωοειδή. Οι επιφάνειες διατηρούν ίχνη ολικής αδρής διαμόρφωσης με λάξευση. ακ.4106 λ.181. Μ. μέγ.: 81, Πλ. μέγ.: 52, Π. μέγ.: 22, Β: 188. Ροδιγκίτης. Ακέραια σωζόμενο εργαλείο με κόψη. Είναι ορθογωνίου σχήματος και τομής, με τις πλατιές όψεις, επιπεδωμένες και παράλληλες μεταξύ τους, να συγκλίνουν απόλυτα συμμετρικά, για να σχηματίσουν λοξότμητη κόψη, έντονα καμπυλόγραμμη. Αποτελεί μοναδικό παράδειγμα αυτού του διακριτού μορφολογικού τύπου. Ολόκληρο το σώμα του εργαλείου καλύπτεται από στίλβωση. Οι έντονες απολεπίσεις στις πλατιές όψεις του και κάποιες στην φτέρνα ήταν υπολείμματα της αρχικής προετοιμασίας του εργαλείου με λάξευση που δεν αφαιρέθηκαν ολικά μέσω της λείανσης. Σε όλη την στιλβωμένη επιφάνεια διακρίνονται ίχνη αποτριβήςαπολείανσης: πυκνές συγκεντρώσεις γραμμιδίων, με διαφοροποιούμενη ένταση, μήκος και προσανατολισμό. Η κόψη του εργαλείου εξακολουθεί να είναι κοφτερή, αν και υπάρχουν κατά τόπους μικροαπολεπίσεις φθοράς. Στη μία πλατιά όψη υπάρχει έντονος αποχρωματισμός. ακ.4842 λ.430. [Μ]: 82, [Πλ]: 45, [Π]: 18, [Β]: 79. Πλαγιογρανίτης. Λεπτό, επίμηκες, επιφανειακό απολέπισμα ενός ημίεργου εργαλείου με κόψη. Είναι ορθογωνίου σχήματος, ισοπαχές σε όλο του το μήκος, και αντιπροσωπεύει τμήμα μίας αρκετά πεπλατυσμένης εξωτερικής όψης του αρχικού ημιέργου. Σε όλη την επιφάνειά του σώζονται ίχνη αδρής επεξεργασίας με λάξευση, ενώ η μία πλατιά επιφάνειά του φέρει παχιά συμπαγή απόθεση ιζήματος. Ίσως πρόκειται για προϊόν ηθελημένης απολέπισης και προοριζόταν για επανασχεδιασμό. ακ ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ λ.185. [Μ]: 224, Πλ. μέγ.: 117*, Π. μέγ.: 82*. [Β]: Αρκοζικός ψαμμίτης. Παθητικό εργαλείο τριβής. Σώζεται σχεδόν ακέραιο, με θραυσμένα τα δύο άκρα του. Έχει επίμηκες ελλειπτικό σχήμα. Η τομή κατά πλάτος είναι ακανόνιστη τραπεζιόσχημη, επίπεδη κυρτή, ενώ κατά μήκος κοίλη κυρτή. Η ενεργή επιφάνεια είναι κοίλη κατά το μήκος (2 3 χιλ), επιπεδόκυρτη στο πλάτος: επιπεδωμένη στο κέντρο της, κυρτώνει ελαφρά (1 χιλ) στην περιφέρειά της. Στο μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από έντονη λείανση και στίλβη, ενώ η περιφέρειά της είναι πιο αδρή. Η διαμόρφωση αυτή είναι χαρακτηριστική των ενεργών επιφανειών εργαλείων τριβής και άλεσης. Δεν σώζονται ίχνη σφυροκοπήματος για την ανανέωση της επιφάνειας, υπάρχουν όμως κατά τόπους φθορές που διακόπτουν τη λείανση, όπως και

232 κάποιες ακανόνιστες βαθύνσεις. Η διαμόρφωση του εργαλείου έγινε με κατά τόπους αδρή λάξευση. Οι πλάγιες όψεις συγκλίνουν ασυμμετρικά σχηματίζοντας μία στενόμακρη επιφάνεια έδρασης που διατηρεί την επιφάνεια του αρχικού φορέα, με έντονη φυσική απολείανση. Η διαμόρφωσή της αυτή δεν θα εξασφάλιζε την αναγκαία σταθερότητα του εργαλείου, τουλάχιστον όχι χωρίς τη χρήση κάποιου υποστηρίγματος (πέτρες, κομμάτι ξύλο). Η λοξή θραύση του κάτω άκρου «κόβει» απότομα την ενεργή επιφάνεια. Δεν ισχύει το ίδιο για το άλλο άκρο, όπου η ακμή θραύσης είναι αρκετά απολειασμένη υποδηλώνοντας μετέπειτα χρήση του εργαλείου. Τα δύο σπασίματα πραγματοποιήθηκαν, όπως φαίνεται, σε διαφορετικό χρόνο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ύπαρξη στην περιφέρεια της ενεργής επιφάνειας κάποιων σημείων απολάξευσης που διακόπτουν τη λείανσή της και δίνουν την εντύπωση ηθελημένης επέμβασης, που δεν ακολουθήθηκε από χρήση του αντικειμένου. Κάτι ανάλογο παρατηρείται και στο εργαλείο ακ Σε όλες τις επιφάνειες υπάρχουν αποθέσεις ιζήματος καστανέρυθρου χρώματος. ακ λ.182 ή 183. [Μ]: 158, Πλ. μέγ.: 214*, Π. μέγ.: 68*. [Β]: Σχιστόλιθος. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής, ωοειδούς σχήματος και τομής κοιλόκυρτης κατά μήκος, κυρτής κυρτής κατά πλάτος. Σώζεται το ένα άκρο του, το 1/2 ή μικρότερο τμήμα του συνολικού τεχνέργου. Ο αρχικός φορέας, ένας ακανόνιστος ογκώδης λίθος, δέχθηκε αδρή κατεργασία με λάξευση, κυρίως περιμετρικά της επιφάνειας χρήσης. Η επιφάνεια έδρασης διατηρεί τη φυσική διαμόρφωση του πετρώματος/φορέα. Η ενεργή επιφάνεια είναι κοίλη κατά τον άξονα του μήκους, κυρτή κατά τον άξονα του πλάτους. Φέρει έντονη, ενιαία λείανση λόγω τριβής που διακόπτεται από μικροανωμαλίες οφειλόμενες στο υλικό κατασκευής και στην αποτριβή μικρών κομματιών της επιφάνειας κατά τη διάρκεια της χρήσης. Στην ενεργή επιφάνεια υπάρχει έντονος αποχρωματισμός, πιθανή ένδειξη έκθεσης σε φωτιά. Ιζηματικές αποθέσεις εντοπίζονται σε όλες τις επιφάνειες του εργαλείου. ακ λ.430. [Μ]: 102, Πλ. μέγ.: 146*, Π. μέγ.: 84*. [Β]:1844. Αρκοζικός ψαμμίτης. Δύο συνανήκοντα τμήματα λίθινου παθητικού εργαλείου τριβής. Το αρχικό σχήμα του ήταν επίμηκες, πιθανώς ελλειπτικό, με επιπεδόκυρτη τομή κατά τον άξονα πλάτους. Πρόκειται για ένα εργαλείο με γερή κατασκευή, από συμπαγές λεπτόκοκκο υλικό, και μεγάλο πάχος. Είχε, όπως όλα δείχνουν, αντίστοιχα μεγάλο μήκος, το οποίο έχει θραυσθεί σε πολλαπλά κομμάτια. Το σωζόμενο τμήμα αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1/3 του συνολικού εργαλείου. Απουσιάζουν τα άκρα του, έχει δηλαδή σπάσει τουλάχιστον σε τρία μέρη κατά τον άξονα του μήκους και, εν συνεχεία, το κομμάτι που σώζεται έσπασε και κατά τον άξονα του πλάτους, ευθύγραμμα και ακριβώς στη μέση του. Η ενεργή επιφάνεια είναι επίπεδη κατά το μήκος, ελαφρώς επιπεδόκυρτη κατά το πλάτος (βαθμός κυρτότητας 1 χιλ.) με έντονη ενιαία λείανση και σποραδική στίλβη, εντονότερη στο εσωτερικό της επιφάνειας. Διατηρούνται ωστόσο μικρές ρηχές βαθύνσεις, ίχνη αρχικής διαμόρφωσης της επιφάνειας που δεν έχουν πλήρως εξομαλυνθεί. Η παθητική επιφάνεια έδρασης, στο βαθμό που σώζεται, αλλά και η μία πλαϊνή όψη που διατηρείται, φέρουν ίχνη αδρής διαμόρφωσης με λάξευση. Αδρές απολαξεύσεις υπάρχουν και περιμετρικά της ενεργής επιφάνειας, στα όρια της περιφέρειάς της. Το εργαλείο είχε μικρή διάρκεια χρήσης, όπως άλλωστε φαίνεται από την φθορά της ενεργής όψης του, και θα εξακολουθούσε να είναι χρηστικό, αν δεν είχε θραυσθεί. ακ.1971 λ.430. [Μ]: 177, [Πλ]: 62, Π. μέγ.: 42*. [Β]:509. Λατυποπαγής ψαμμίτης.

233 Επίμηκες τμήμα λίθινου εργαλείου τριβής. Η θραύση υπήρξε παράλληλη προς τον άξονα μήκους του εργαλείου. Αν και το σωζόμενο μήκος δεν είναι το μέγιστο του συνολικού εργαλείου, καθώς τα άκρα είναι απολεπισμένα και το ένα θραυσμένο, σίγουρα το συνολικό μέγεθος, κατά τον άξονα αυτόν, δεν θα υπερέβαινε πολύ του σωζόμενου. Η ενεργή επιφάνεια παρουσιάζει έντονη κοίλανση κατά το μήκος, επιπεδότητα κατά το πλάτος, και είναι αρκετά απολειασμένη λόγω χρήσης, πολύ εντονότερα στο ένα άκρο της, με κατά τόπους «κρατήρες» λόγω φυσικής ανανέωσης της επιφάνειας με αφαίρεση εγκλεισμάτων του υλικού. Η παθητική επιφάνεια έδρασης διατηρεί την αδρή φυσική διαμόρφωση του αρχικού φορέα κροκάλας, ενώ απουσιάζουν ευδιάκριτα ίχνη κατεργασίας. Στο μεγαλύτερο τμήμα του εργαλείου παρατηρείται έντονος αποχρωματισμός, ένδειξη έκθεσής του σε φωτιά. Σε κάποιες επιφάνειες υπάρχουν αποθέσεις ιζήματος, ιδίως στη μία επιφάνεια θραύσης. ακ λ.243. [Μ]: 92, [Πλ]: 82, [Π]: 104. [Β]: 960. Λατυποπαγής ψαμμίτης. Θραύσμα παθητικού εργαλείου τριβής, αρκετά ογκώδους αρχικού μεγέθους. Η ενεργή επιφάνεια φέρει τη χαρακτηριστική λείανση των εργαλείων τριβής άλεσης, ενώ δεν υπήρξε απόπειρα ανανέωσης της αδρότητάς της με νέο σφυροκόπημα. Ο βαθμός κοίλανσης της επιφάνειας χρήσης είναι πολύ μικρός, συνηγορώντας, μαζί με το μεγάλο πάχος, σε μικρής διάρκειας χρήση του εργαλείου. Δεν σώζονται πλευρικές επιφάνειες του εργαλείου και δεν υπάρχουν ενδείξεις για την τεχνική διαμόρφωσής του. ακ λ.185 ή 186. [Μ]: 109, [Πλ]: 110, Π. μέγ.: 39*. [Β]: 638. Λατυποπαγές. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής, καμπυλόγραμμου, ίσως ελλειπτικού, αρχικού σχήματος, με σχετικά μικρό πάχος και μία ενεργή επιφάνεια. Είναι θραυσμένο και κατά τους δύο άξονες του και σώζει τμήμα των επιφανειών χρήσης και έδρασης και δύο πλευρικών όψεων. Δεν εντοπίζονται ίχνη διαμόρφωσης. Οι παθητικές επιφάνειες διατηρούν την ανώμαλη, κατά τόπους φυσικά απολειασμένη, διαμόρφωση του αρχικού φορέα, μίας λατυποπαγούς κροκάλας. Η ενεργή επιφάνεια είναι κοιλόκυρτη κατά το μήκος, κοίλη κατά το πλάτος και φέρει λείανση, αλλού εντονότερη και αλλού στο κέντρο της πιο ασθενή, με ανωμαλίες λόγω αποτριβής εγκλεισμάτων. Δεν υπάρχουν ίχνη σφυροκοπήματος. Υπάρχουν ίχνη καύσης, ιδίως στην οπίσθια όψη. ακ λ.241. [Μ]: 103, [Πλ]: 95, Π. μέγ.: 69*. [Β]: 775. Αρκοζικός ψαμμίτης. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής. Διατηρεί μονάχα τμήμα της ενεργής επιφάνειας και μίας πλευρικής. Η αποσπασματικότητά του δεν επιτρέπει τον βέβαιο προσδιορισμό του αρχικού σχήματος του τεχνέργου, σε κάτοψη και τομή, ούτε του μεγέθους του. Κρίνοντας ωστόσο από τη μορφολογία και το σωζόμενο πάχος πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλο. Η ενεργή επιφάνεια είναι κοίλη κατά το μήκος και επίπεδη κατά το πλάτος. Φέρει ενιαία λείανση λόγω χρήσης, κατά τόπους εντονότερη. Δεν υπάρχουν ευδιάκριτα ίχνη κατασκευής. ακ λ.430. [Μ]: 97, [Πλ]: 83, Π. μέγ.: 44*. [Β]: 467. Αρκοζικός ψαμμίτης. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής με μία ενεργή επιφάνεια. Σώζεται μόνο τμήμα της εμπρόσθιας ενεργής και της οπίσθιας παθητικής επιφάνειας έδρασης. Η τομή του τεχνέργου κατά τον άξονα μήκους είναι κοιλόκυρτη. Η επιφάνεια χρήσης του είναι κοίλη στο μήκος, επίπεδη στο πλάτος. Φέρει σε όλη την επιφάνειά της λείανση που διακόπτεται από μικρές βαθύνσεις, στοιχείο του υλικού κατασκευής κι όχι αποτέλεσμα κατασκευαστικής επέμβασης. Η οπίσθια όψη,

234 ελαφρώς ανώμαλης διαμόρφωσης, δεν δέχθηκε κατεργασία, αλλά αντιπροσωπεύει την αρχική επιφάνεια του φορέα, μίας κροκάλας, με κατά τόπους λείανση, αποτέλεσμα φυσικών παραγόντων. Όλες οι όψεις του εργαλείου φέρουν ιζηματογενείς αποθέσεις, ενώ στην οπίσθια όψη υπάρχει αποχρωματισμός με μορφή σκουρόχρωμης κηλίδας. ακ λ.430. [Μ]: 157, [Πλ]: 192, Π. μέγ.: 53, Π. ελάχ.: 45. [Β]: Σχιστόλιθος. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής. Είναι θραυσμένο σε διάφορα σημεία της περιφέρειάς του, το καθοριστικό σπάσιμο ωστόσο είναι ευθύγραμμο, παράλληλο με τον άξονα μήκους του. Σώζονται τμήματα του αδρού «φλοιού» του αρχικού υποβάθρου, μίας πεπλατυσμένης λιθόπλακας ακανόνιστου σχήματος. Φέρει δύο παράλληλες πλατειές επιφάνειες εργασίας με έντονη λείανση. Η μία από αυτές, με τα εντονότερα ίχνη χρήσης, σώζει ίχνη καύσης. Η διαμόρφωσή της παρουσιάζει ανωμαλίες: είναι κοίλη κατά το μήκος και ανώμαληκοιλόκυρτη κατά το πλάτος με διαμορφωμένες επιμήκεις βαθύνσεις διαφορετικού βαθμού κοίλανσης (το δεξιό τμήμα της παρουσιάζει βαθμό κοίλανσης 4 χιλ. ενώ το αριστερό περίπου 2 χιλ.). Είναι αποτέλεσμα χρήσης της ανακρουστικής επιφάνειας, με διαφορετικού μεγέθους ενεργητικά στελέχη. Η λείανση της επιφάνειας είναι ενιαία και διακόπτεται μονάχα κατά τόπους από αποσάθρωση του υλικού. Η δεύτερη επιφάνεια χρήσης φέρει και αυτή λείανση σε όλη της την έκταση. Είναι επιπεδόκοιλη στο μήκος (κοίλανση περίπου 1 χιλ. στο κέντρο της) και έντονα κοίλη κατά το πλάτος (3 χιλ.). Το εργαλείο χρησιμοποιήθηκε χωρίς καμία προεργασία διαμόρφωσης. ακ λ.242. [Μ]: 257, [Πλ]: 81, Π. μέγ.: 90*, Π. ελάχ.: 83*. [Β]: Ψηφιδομιγής ψαμμίτης. Επίμηκες τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής, θραυσμένο καθ όλο τον άξονα μήκους του. Η σωζόμενη περιφέρεια είναι ακανόνιστου σχήματος. Το αρχικό σχήμα του εργαλείου ήταν πιθανόν ελλειπτικό. Η ενεργή επιφάνεια είναι κοίλη κατά το μήκος και επίπεδη κατά το πλάτος. Κατά τόπους και ιδιαίτερα στην περιφέρειά της, φέρει έντονη λείανση λόγω της επαφής με το ενεργητικό στέλεχος κατά τη χρήση, διατηρεί ωστόσο κάποια ίχνη σφυροκοπήματος από κάποιο επεισόδιο ανανέωσής της. Στις υπόλοιπες εξωτερικές πλευρές σώζονται ελάχιστα ίχνη κατεργασίας. Ο αρχικός φορέας ήταν μία ογκώδης κροκάλα με μικρό βαθμό φυσικής απολείανσης που δέχθηκε αδρή διαμόρφωση με λάξευση και σφυροκόπημα. Ιδιαίτερο στοιχείο αποτελεί μία κοιλότητα στη μία παθητική πλευρά, κοντά στο κάτω άκρο (το πλησιέστερο στον χρήστη) με ίχνη λεπτότερου σφυροκοπήματος στην περιφέρειά της. Η επιφάνεια έδρασης δεν είναι επίπεδη και δεν φαίνεται να δέχθηκε καμία επεξεργασία διαμόρφωσης, αντίθετα διατηρεί ήπια λείανση εξαιτίας φυσικών παραγόντων. ακ λ.240. Μ. μέγ.: 435, Πλ. μέγ.: 151, Π. μέγ.: 110, Π. ελάχ.: 72. Β: Αρκοζικός ψαμμίτης. Ακέραια σωζόμενο, παθητικό εργαλείο τριβής, το μεγαλύτερο αντικείμενο του υπό μελέτη συνόλου. Έχει επίμηκες, ελαφρώς ακανόνιστο, ελλειπτικό σχήμα και επιπεδόκυρτη τομή κατά πλάτος. Ο αρχικός φορέας ήταν ένας ευμεγέθης ογκόλιθος που δέχθηκε κατεργασία με λάξευση. Η επιφάνεια έδρασης είναι κυρτή κατά το μήκος, κυρτή και γωνιώδης κατά το πλάτος, διαμόρφωση που δεν θα επέτρεπε την σταθερή τοποθέτηση του εργαλείου χωρίς τη χρήση υποστηρίγματος. Η ενεργή επιφάνεια είναι κοίλη κατά το μήκος, ελαφρώς κυρτή κατά το πλάτος. Φέρει ασυνεχή λείανση και στίλβη. Κατά τόπους διατηρούνται τα υπολείμματα ενός επεισοδίου ανανέωσης της αδρότητάς της με σφυροκόπημα. Τα ίχνη αυτά είναι μεγαλύτερα και πυκνότερα στο κέντρο και

235 στο νότιο τμήμα της ενεργής επιφάνειας, ενώ δεν εκτείνονται καθόλου στην περιφέρειά της, όπου υπάρχει μία λεπτή ζώνη έντονης λείανσης. Στο κάτω άκρο του εργαλείου (το εγγύτερο στον χρήστη) το σφυροκόπημα είναι εντονότερο και η διάταξη των ιχνών σχεδόν καμπυλόγραμμη. Διακόπτεται ωστόσο από ασύμμετρη βάθυνση που αντιπροσωπεύει μεταγενέστερη επέμβαση με χαρακτήρα ηθελημένης κατεργασίας. Πρόκειται ίσως για απόπειρα μερικού ανασχεδιασμού του εργαλείου με αποκοπή της στενής απόληξης του κάτω άκρου του, ώστε να αποκτήσει πιο πλατύ αποστρογγυλεμένο σχήμα. Περιμετρικά της ενεργής επιφάνειας οι δύο μακριές πλευρές έχουν απολεπιστεί κατά τόπους. Μάλιστα, στην αριστερή σώζεται ένα προεξέχον τμήμα που δεν αφαιρέθηκε και μαρτυρεί το προηγούμενο, πιο πλατύ περίγραμμα της ενεργής όψης. Το επεισόδιο αυτό, που όπως φαίνεται δεν ολοκληρώθηκε, υπήρξε σίγουρα ηθελημένο και μεταγενέστερο της αρχικής κατασκευής και χρήσης του εργαλείου, της οποίας τα ίχνη (περιμετρική ζώνη έντονης λείανσης) διακόπτει. Η κατεργασία αυτή έχει ως αποτέλεσμα οι πλαϊνές όψεις, που συγκλίνουν απότομα, για να σχηματίσουν την έντονα γωνιώδη επιφάνεια έδρασης, να αλλάζουν φορά στο άνω τμήμα τους και να παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα. Έτσι, η διαμορφούμενη ενεργή επιφάνεια έχει περιφέρεια μικρότερη από τη μέγιστη δυνατή. ακ λ [Μ]: 168, Πλ. μέγ.: 172*, Π. μέγ.: 49*, Π. ελάχ.: 25*. [Β]: Σχιστόλιθος. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής. Σώζεται το ένα άκρο του, το ήμισυ ή μικρότερο τμήμα του συνολικού τεχνέργου. Είχε αρχικό σχήμα επίμηκες, ελαφρώς ακανόνιστο ελλειπτικο περίγραμμα, με ασυμμετρική κατανομή και τομή κατά μήκος κοιλόκυρτη, κατά πλάτος επιπεδόκυρτη κυρτή. Το ακανόνιστο σχήμα του τεχνέργου φαίνεται πως υπαγόρευσε η φυσική διαμόρφωση του αρχικού υποβάθρου, μίας κροκάλας μεσαίων διαστάσεων. Οι κατασκευαστικές επεμβάσεις φαίνεται ότι περιορίστηκαν μονάχα στη διαμόρφωση της ενεργής επιφάνειας. Περιμετρικά της σώζονται τα αρνητικά λεπτής λάξευσης, κατά τόπους ιδιαίτερα πυκνά. Η ενεργή επιφάνεια είναι έντονα κοίλη κατά τον άξονα του μήκους και ελαφρώς κυρτή κατά το πλάτος. Σώζει αρνητικά ίχνη σφυροκοπήματος, αλλά κατά τόπους είναι επιπεδωμένη λόγω χρήσης, ιδίως στην περιφέρεια. Η ενεργή επιφάνεια πλαταίνει στο ένα σωζόμενο άκρο της και στενεύει προς το κέντρο, παρουσιάζοντας ένα μάλλον ασυνήθιστο, οχτώσχημο σχήμα, που πιθανόν οφειλόταν στη διαμόρφωση του αρχικού φορέα και όχι σε ηθελημένη επέμβαση. Η επιφάνεια έδραση είναι έντονα κυρτή, ανώμαλη, και ασταθής λόγω ασύμμετρης κατανομής και κλίσης της προς τη μία μεριά και δε φέρει κανένα ίχνος επέμβασηςδιαμόρφωσης. Αν και σώζεται αποσπασματικά, διατηρεί έντονο βαθμό κοίλανσης μαρτυρώντας μεγάλη διάρκεια χρήσης του εργαλείου. Το πάχος του έχει μειωθεί σημαντικά, ιδίως στο κέντρο του σώματός του, όπου και ασκούνταν οι εντονότερες δυνάμεις, και σημειώθηκε η θραύση. ακ.2441 λ Μ. μέγ.: 194, Πλ. μέγ.: 151, Π. μέγ.: 140. Β: Γρανίτης ημιμεταμορφωμένος. Παθητικό εργαλείο τριβής, εξαιρετικά αποσαθρωμένο, γεγονός που δυσχεραίνει την αναγνώριση ιχνών. Έχει περίγραμμα ελλειπτικό και τομή κατά το πλάτος επιπεδόκυρτη. Το εργαλείο είναι ογκώδες, με ιδιαίτερα μεγάλο πάχος και με επιφάνεια έδρασης που, αν και ελαφρώς κυρτή κατά τους δύο άξονες, επέτρεπε την σταθερή τοποθέτησή του. Το σχήμα του εργαλείου θα πρέπει να καθορίστηκε από τις διαστάσεις και τη φυσική διαμόρφωση του αρχικού φορέα, κάποιας ογκώδους κροκάλας. Δεν διακρίνονται καθόλου ίχνη διαμόρφωσης. Η ενεργή επιφάνεια είναι ελάχιστα κοίλη κατά τον άξονα του μήκους (βαθμός κοίλανσης, μικρότερος του 1 χιλιοστού) και επίπεδη κατά

236 τον άξονα του πλάτους. Καλύπτεται από έντονη λείανση, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου ίχνη σφυροκοπήματος για τη διαμόρφωση ή ανανέωσή της. Όπως όλες οι επιφάνειες του τεχνέργου, είναι αποσαθρωμένη, στην περιφέρειά της αλλά και κατά τόπους στην επιφάνειά της, διακόπτοντας τη σωζόμενη λείανση. Κατά τόπους οι επιφάνειες φέρουν καστανέρυθρο ή κοκκινωπό χρώμα. Φαίνεται ότι το εργαλείο εκτέθηκε στη φωτιά, γεγονός στο οποίο οφείλεται και ο μεγάλος βαθμός αποσάθρωσής του. ακ ΤΡΙΒΕΙΑ λ. 430 μάλλον. [Μ]: 79, [Πλ]: 89, Π. μέγ.: 55*. [Β]: 482. Ψαμμίτης. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής με μία ενεργή επιφάνεια χρήσης. Αρχικός φορέας ήταν μία κροκάλα που χρησιμοποιήθηκε από τη μία πλατιά της όψη, χωρίς κατεργασία διαμόρφωσης του υπόλοιπου σώματος του εργαλείου. Τόσο η παθητική επιφάνεια έδρασης όσο και οι πλαϊνές σωζόμενες όψεις διατηρούν τη φυσική τους διαμόρφωση. Οι χαραγμές στην οπίσθια όψη είναι φυσικές, το ίδιο και οι δύο αβαθείς οπές στη μία πλευρική όψη. Το σχήμα του εργαλείου πιθανότατα ήταν πεπλατυσμένο, ωοειδές, με τομή κοίλη κυρτή. Η επιφάνεια χρήσης, είναι κοίλη και κατά τους δύο άξονές της. Φέρει έντονη λείανση σε όλη τη σωζόμενη έκτασή της που διακόπτεται μονάχα από περιορισμένη αποσάθρωση. Στο βαθμό που σώζεται, έχει έντονα καμπυλόγραμμο περίγραμμα και δεν εκτείνεται μέχρι το πέρας της εμπρόσθιας επιφάνειας. Αντίθετα, οι πλαϊνές όψεις κυρτώνουν έντονα προς το εσωτερικό, ώστε η ενεργή επιφάνεια που σχηματίζεται να έχει διάμετρο μικρότερη της συνολικής μέγιστης διαμέτρου του εργαλείου. Η κύρτωση και υπερύψωση των επιφανειών γύρω από την κοίλη διαμόρφωση της επιφάνειας χρήσης λειτουργούν ως χαμηλό «περιχείλωμα». ακ λ [Μ]: 104, [Πλ]: 94, [Π]: 78. [Β]: 930. Αρκοζικός ψαμμίτης. Δύο συνανήκοντα τεμάχια και ένα μικρό θραύσμα παθητικού εργαλείου τριβής. Το αρχικό περίγραμμα ήταν πιθανώς ωοειδές ή κυκλικό, και η τομή και κατά τους δύο άξονες κοίλη επίπεδη. Το αρχικό υπόβαθρο του εργαλείου ήταν μία ογκώδης κροκάλα. Η οπίσθια όψη του διατηρεί τμήμα του φυσικά απολειασμένου «φλοιού» του αρχικού φορέα, ενώ έχει δεχθεί περαιτέρω απολείανση μέσω της επαφής με το επίπεδο έδρασης. Η εμπρόσθια πλατιά όψη του εργαλείου, η επιφάνεια χρήσης του, είναι λεκανοειδής στη διαμόρφωση και χαρακτηρίζεται από έντονο βαθμό κοίλανσης και κατά τους δύο άξονες. Τα πλαϊνά τοιχώματα του εργαλείου κυρτώνονται έντονα με εξωστρεφή φορά, με αποτέλεσμα η εμπρόσθια επιφάνεια (χρήσης) να έχει μεγαλύτερες διαστάσεις από την οπίσθια (έδρασης), αλλά ταυτόχρονα μικρότερη των μέγιστων δυνατών λόγω της περιμετρικής διαμόρφωσης περιχειλώματος. Το περίγραμμά της διαφέρει και αυτό από της παθητικής επιφάνειας έδρασης: η οπίσθια όψη είναι επιμήκης ελλειψοειδής, ενώ η ενεργή ωοειδής ή κυκλική. Η συνολική διαμόρφωση του εργαλείου περιελάμβανε λάξευση και κάποιου βαθμού αποτριβή, εντονότερη περιμετρικά της ενεργής επιφάνειας. Τα δύο συμπληρωματικά τεμάχια αντιπροσωπεύουν το 1/4 περίπου του αρχικού μεγέθους του εργαλείου. Τα κοκκινωπά ίχνη που εντοπίζονται σε μεγάλη έκταση σε δύο από τις όψεις των τεμαχίων είναι στοιχεία του πετρώματος. ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΑΘΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 94, [Πλ]: 87, Π. μέγ.: 23*, Π. ελάχ.: 7*. [Β]: 150. Σχιστοψαμμίτης. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής με δύο ενεργές επιφάνειες. Το θραύσμα έχει σωζόμενο περίγραμμα ακανόνιστο τριγωνικό και τομή κοίλη κοίλη. Δεν έχουμε ενδείξεις

237 για το αρχικό σχήμα του, καθώς δεν σώζονται οι πλαϊνές όψεις του, παρά μόνο τμήματα των δύο πλατιών επιφανειών χρήσης. Η εμπρόσθια όψη είναι κοίλη, όχι ωστόσο ομαλή στη διαμόρφωσή της, με ένα σημείο της να κυρτώνεται ελαφρά. Φέρει έντονη λείανση σε όλη τη σωζόμενη έκτασή της. Η οπίσθια όψη έχει ανάλογη διαμόρφωση με την εμπρόσθια, όχι ωστόσο την ίδια υφή: αν και φέρει λείανση, είναι πιο αδρή. Πιθανόν δέχθηκε διαφορετική ή λιγότερο έντονη χρήση. Η κοίλανση έχει ασύμμετρη διαμόρφωση με κάποια εγκλείσματα να προεξέχουν. Το εργαλείο ήταν στην ουσία εξαντλημένο. Είχε δεχθεί έντονη χρήση, τουλάχιστον από τη μία ενεργή επιφάνεια. Το πάχος προς το κέντρο, όπου πρέπει να ασκούνταν οι ισχυρότερες δυνάμεις, είναι πολύ μικρό και δεν αποκλείεται να έσπασε κατά τη χρήση. ακ.1812 λ [Μ]: 90, [Πλ]: 65, Π. μέγ.: 37*, Π. ελάχ.: 24*. [Β]: 313. Σχιστοψαμμίτης. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής, τετράπλευρου αρχικού περιγράμματος. Έχει μία επιφάνεια χρήσης, ασύμμετρη στη διαμόρφωση, κοιλόκυρτη και κατά τους δύο άξονες. Καλύπτεται σε όλη την έκτασή της από έντονη λείανση, αποτέλεσμα της χρήσης με τριβή. Στην περιφέρειά της, κατά μήκος της σωζόμενης πλάγιας εξωτερικής πλευράς σχηματίζεται μία μικρή, λεπτή υπερύψωση που φαίνεται πως λειτουργούσε ως χαμηλό περιχείλωμα. Η πλαϊνή όψη, σχετικά επίπεδη στη διαμόρφωση, έχει δεχθεί κατεργασία με τριβή, για να εξομαλυνθεί. Αντίθετα η οπίσθια επιφάνεια έδρασης έχει έντονα ανώμαλη διαμόρφωση, χωρίς σαφή ίχνη κατεργασίας. Το εργαλείο φέρει έντονους αποχρωματισμούς στην επιφάνεια χρήσης μαρτυρώντας την έκθεσή του σε φωτιά. ακ λ [Μ]: 95, [Πλ]: 61, Π. μέγ.: 32*, Π. ελάχ.: 26*. [Β]: 302. Αρκοζικός ψαμμίτης. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής που αντιπροσωπεύει το 1/4 ή λιγότερο του αρχικού τεχνέργου. Η θραύση είναι ευθύγραμμη, παράλληλη με τον άξονα του μήκους. Έχει ορθογώνιο προφίλ, και πιθανώς αρχικό συνολικό σχήμα επίσης ορθογώνιο. Η τομή του εργαλείου κατά το μήκος και κατά το πλάτος είναι κοίλη επιπεδόκυρτη. Το εργαλείο παρουσιάζει επιμελημένη κατασκευή. Οι πλευρικές όψεις του είναι κάθετες ως προς την επιφάνεια έδρασης και διατηρούν ίχνη λεπτής κατεργασίας με λάξευση, ενώ η εμπρόσθια όψη έχει δεχθεί λείανση με τριβή περιμετρικά της κοιλότητας. Η βάθυνση παρουσιάζει ελλειπτικό, ελαφρώς ακανόνιστο περίγραμμα, με κυματοειδή διαμόρφωση του (σωζόμενου) ορίουπεριγράμματός της, αποτέλεσμα της ασκούμενης πίεσης και της φοράς της δύναμης και κίνησης. Περιμετρικά της υπάρχει διαμορφωμένο περιχείλωμα. Η βάθυνση φέρει λείανση λόγω τριβής χρήσης και μικρό αποχρωματισμό, ίσως από έκθεση σε υψηλή θερμοκρασία. Η επιφάνεια έδρασης είναι κυρτή και ανώμαλη στην υφή της, καθώς έχει απολεπισθεί σχεδόν στο σύνολό της, σώζει ωστόσο ένα μικρό τμήμα λειασμένης επιφάνειας, υποδηλώνοντας ότι αρχικά ήταν επιπεδωμένη και ομαλοποιημένη, όπως οι υπόλοιπες παθητικές επιφάνειες, αν και ίσως σε μικρότερο βαθμό. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 100, [Πλ]: 32, Π. μέγ.: 18*, Π. ελάχ.: 9*. [Β]: 66. Αρκοζικός ψαμμίτης. Επίμηκες θραύσμα λίθινου παθητικού εργαλείου τριβής, με τομή κοίλη επιπεδόκυρτη. Φέρει μία επιφάνεια με ενιαία λείανση λόγω τριβής και μεγάλο βαθμό κοίλανσης, καθώς το ένα άκρο υπερυψώνεται έντονα. Η οπίσθια όψη, αν και επιπεδωμένη σε ένα τμήμα της, είναι αρκετά ανώμαλη και δεν φαίνεται να δέχθηκε κάποια ιδιαίτερη κατεργασία διαμόρφωσης. Στο σημείο, όπου παρατηρείται η μεγαλύτερη κοίλανση της ενεργής όψης, το πάχος του εργαλείου είναι εξαιρετικά μικρό (λιγότερο από 2 εκ.), όπως

238 περιορισμένες θα ήταν και οι υπόλοιπες διαστάσεις του. ακ.2122 λ [Μ]: 126, [Πλ]: 82, Π. μέγ.: 40*, Π. ελάχ.: 17*. [Β]: 577. Αρκοζικός ψαμμίτης. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής σε δεύτερη χρήση. Έχει περίγραμμα και προφίλ σχεδόν ορθογώνιο, και τομή κοίλη κοίλη και κατά τους δύο άξονες. Οι ενεργές επιφάνειες είναι τρεις και αντιπροσωπεύουν διαφορετικά επεισόδια χρήσης. Οι δύο είναι πλατιές και παράλληλες μεταξύ τους, ενώ η τρίτη, κάθετη σε αυτές, συνιστά επιφάνεια θραύσης. Η επιφάνεια που αντιπροσωπεύει την αρχική χρήση του εργαλείου φέρει κοίλανση που σώζεται τμηματικά, περίπου το 1/4 της. Είχε αρχικό περίγραμμα κυκλικό ή ωοειδές και μεγάλο βαθμό κοίλανσης, ενώ το συνολικό τέχνεργο ήταν τετράπλευρο, τετράγωνου ή ορθογώνιου περιγράμματος. Περιμετρικά της κοίλανσης σχηματίζεται περιχείλωμα ασύμμετρου πλάτους (μεγαλύτερου πλάτους στην επάνω πλευρά, μικρότερου στην αριστερή). Η κατασκευή υπήρξε εξαιρετικά επιμελής. Δεν διακρίνονται ωστόσο άλλα ίχνη διαμόρφωσης πέρα από την εφαρμογή τριβής για την απολείανση τόσο του συνόλου της αρχικής επιφάνειας χρήσης περιμετρικά της βάθυνσης, όσο και των πλάγιων παθητικών όψεων. Η θραύση που καθόρισε τη διακοπή της πρώτης χρήσης του έγινε ευθύγραμμα, παράλληλα με τον άξονα του μήκους. Η άλλη πλατιά όψη συνιστά την ενεργή επιφάνεια της δεύτερης χρήσης του εργαλείου. Είναι κοίλη σε μεγάλο βαθμό και κατά τους δύο άξονες, χωρίς να δημιουργείται περιχείλωμα. Σε όλη την έκταση της καλύπτεται από έντονη λείανση και κατά τόπους στίλβη. Η δεύτερη αυτή χρήση διακόπηκε με την θραύση του τεχνέργου παράλληλα με τον άξονα πλάτους του. Η ακμή της επιφάνειας χρήσης με την θραυσμένη όψη είναι κατά τόπους κοφτερή, έχει ωστόσο απολειανθεί σε μεγάλο βαθμό και έκταση, το ίδιο και η ίδια η επιφάνεια θραύσης, αποκαλύπτοντας ένα τελευταίο σύντομο επεισόδιο χρήσης του θραυσμένου αντικειμένου, πιθανόν ως εργαλείου λείανσης και ακονίσματος. Στις επιφάνειες του εργαλείου, παθητικές και ενεργητικές, κυρίως όμως στην μία πλατιά επιφάνεια χρήσης, διατηρούνται ίχνη που μαρτυρούν έκθεση σε φωτιά. ακ λ [Μ]: 80, [Πλ]: 79, Π. μέγ.: 24*, Π. ελάχ.: 21*. [Β]: 242. Σχιστοψαμμίτης. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής με μία ενεργή επιφάνεια. Σώζεται αποσπασματικά, διατηρώντας μονάχα τμήμα της επιφάνειας χρήσης και της οπίσθιας επιφάνειας έδρασης. Στην ενεργή όψη σώζεται τμηματικά βάθυνση μικρού σχετικά βαθμού κοίλανσης και ελλειπτικού πιθανώς περιγράμματος. Είναι εξαιρετικά λειασμένη και ομαλή σε όλη της την έκταση και όχι μόνο εντός της βάθυνσης. Η οπίσθια επιφάνεια είναι, και αυτή, λεία, όχι πλήρως επιπεδωμένη, δεν φαίνεται όμως η διαμόρφωση να οφείλεται σε χρήση, αλλά σε κατασκευή. Στην επιφάνεια υπάρχουν αποχρωματισμοί που μαρτυρούν καύση. ακ.2025 A POSTERIORI ΜΕ ΚΟΙΛΑΝΣΗ λ Μ. μέγ:170, Πλ. μέγ.: 65, Π. μέγ.: 20, Π. ελάχ.: 6. Β: 272. Σχιστοψαμμίτης. Παθητικό εργαλείο τριβής. Σώζεται πλήρως, θραυσμένο παράλληλα προς τον άξονα του πλάτους σε δύο σχεδόν ισομεγέθη συνανήκοντα κομμάτια. Είναι επίμηκες, με ασυμμετρική κατανομή σώματος, κλίση προς τη μία μεριά και άνισο πάχος. Οι πλαϊνές όψεις του είναι καμπύλες, η μία κοίλη και η άλλη κυρτή. Η τομή του εργαλείου είναι κοίλη κοίλη και κατά τους δύο άξονες. Έχει δύο παράλληλες ενεργές επιφάνειες, με ενιαία λείανση, χωρίς βαθύνσεις ή «κρατήρες» κρούσης. Και οι δύο έχουν κοιλανθεί έντονα λόγω αποτριβής τους (βαθμός κοίλανσης 8 και 6 χιλ. αντίστοιχα) με τα πλαϊνά τους να διατηρούνται ακανόνιστα υπερυψωμένα λόγω της μη επαφής τους με το ενεργητικό στέλεχος τριβής (ίσως κάποιο

239 βότσαλο ή κροκάλα μικρών διατάσεων ή κάποιο τέχνεργο οστέινο ή ξύλινο). Αρχικό φορέα του τεχνέργου αποτέλεσε μία φυσική πλάκα πετρώματος μικρών διαστάσεων που δεν δέχθηκε καμία επεξεργασία, αλλά διαμορφώθηκε αποκλειστικά μέσω της χρήσης. ακ λ [Μ]: 101, [Πλ]: 138, Π. μέγ.: 28*, Π. ελάχ.: 11*. [Β]: 539. Σχιστοψαμμίτης. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής, με δύο παράλληλες πλατιές επιφάνειες χρήσης. Είχε σπάσει σε τουλάχιστον 3 κομμάτια κατά τον άξονα πλάτους του, στα δύο άκρα και το μεσαίο τμήμα, το οποίο και βρέθηκε, αλλά και κατά τον άξονα μήκους του, καθώς απουσιάζει η μία πλευρική όψη. Το αρχικό του σχήμα ήταν τετράπλευρο, πιθανόν ορθογώνιο. Η τομή του είναι κοίλη κοίλη και κατά τους δύο άξονες. Η κατανομή είναι ασύμμετρη, με το πάχος να είναι μεγαλύτερο στη μία πλευρά, κατά τον άξονα του πλάτους, κάτι που πρέπει να οφείλεται στην αρχική διαμόρφωση του φορέα. Στην σωζόμενη πλευρική όψη δεν διακρίνονται κατασκευαστικά ίχνη, είναι πάντως αρκετά επιπεδωμένη. Αλλά και η διαμόρφωση των δύο ενεργών επιφανειών οφείλεται εξολοκλήρου στη χρήση. Καλύπτονται ολικά από ενιαία λείανση και παρουσιάζουν έντονη κοίλανση: η εμπρόσθια όψη πιο φθαρμένη (βαθμός κοίλανσης 6 7 χιλ. κατά τον άξονα πλάτους), ενώ στην οπίσθια σχηματίζεται μικρότερη βάθυνση, λιγότερο συμμετρική στη διαμόρφωσή της (η κατανομή της κατά τον άξονα του μήκους είναι επιπεδόκοιλη) και με μικρότερη κοίλανση (5 χιλ.). Το κομμάτι διασχίζουν μεγάλες ρωγμές, ενώ στη μία πλατιά επιφάνεια χρήσης υπάρχουν «κρατήρες» απόκρουσης, φθορά από χτυπήματα που δεν συνδέονται με τη χρήση. Στην άλλη επιφάνεια εντοπίζονται τα αρνητικά ίχνη μικρών απολεπισμάτων που αφαιρέθηκαν, όταν προκλήθηκαν οι ρωγμές. ακ A POSTERIORI ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΡΙΒΗΣ λ Μ. μέγ:265, Μ.ελάχ.: 242, Πλ.μέγ.: 102, Πλ.ελάχ.: 60, Π. μέγ.: 65, Π.ελάχ.: 51 Β: Ασβεστόλιθος ημιμεταμορφωμένος. Παθητικό εργαλείο τριβής πλήρως σωζόμενο, σε δύο συνανήκοντα τεμάχια. Είναι θραυσμένο το επάνω άκρο του (το πιο απομακρυσμένο από τον χειριστή) το οποίο αντιπροσωπεύει περίπου το 1/3 του συνολικού όγκου του. Η θραύση ωστόσο είναι σύγχρονη, το εργαλείο δηλαδή είχε απορριφθεί ακέραιο και εν δυνάμει προς χρήση. Είναι μεσαίων διαστάσεων, με περίγραμμα τετραπλεύρου, ελαφρώς καμπυλόγραμμου, με κλίση προς τη μία πλευρά, και τομή τραπεζιόσχημη, κοίληεπίπεδη και κατά τους δύο άξονες. Η μία μακρά πλευρά είναι έντονα καμπύλη ενώ οι δύο στενές σχεδόν ευθύγραμμες, το ένα άκρο το πιο απομακρυσμένο από τον χειριστή πολύ μικρότερο σε μήκος, από ό,τι το άλλο. Το ασύμμετρο και έντονα γωνιώδες αυτό σχήμα καθορίστηκε από τη φυσική διαμόρφωση του αρχικού υποβάθρου, ενός ακανόνιστου ογκολίθου. Έχει μία ενεργή επιφάνεια με ενιαία, κατά τόπους έντονη λείανση. Στο κάτω τμήμα της (το εγγύτερο στο χειριστή) εμφανίζει ελαφριά υπερύψωση, ενώ στο μέσο σχηματίζεται μία ρηχή βάθυνση γωνιώδους διαμόρφωσης που ακολουθεί το σχήμα της ενεργής επιφάνειας. Είναι αποτέλεσμα χρήσης και άσκησης μεγαλύτερης δύναμης, επικεντρωμένης σε πιο περιορισμένη έκταση της συνολικής διαθέσιμης επιφάνειας. Στο επάνω τμήμα της επιφάνειας χρήσης διατηρούνται πυκνές συγκεντρώσεις γραμμιδίων, έντονων και μεγάλου μήκους, με προσανατολισμό αυτόν του άξονα μήκους του εργαλείου. ακ «ΑΚΟΝΙ» λ. 182 μάλλον ή 183. [Μ]:90, Πλ.μέγ.: 94*,Π. μέγ.: 58*, [Β]: 477. Ψαμμίτης. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής ακονιού με ασυμμετρική κατανομή και κοιλόκυρτη τομή κατά το μήκος. Το αρχικό σχήμα του ήταν πιθανόν ακανόνιστο τετράπλευρο. Φέρει

240 αυλακώσεις και στις δύο πλατιές όψεις του αλλά και οπές βαθύνσεις στη μία εξ αυτών που διαμορφώθηκαν λόγω χρήσης και συνδέονται με το ακόνισμα αντικειμένων, επιμήκων κυλινδρικών οι πρώτες, και αιχμηρών οι δεύτερες. Οι αυλακώσεις είναι παράλληλες με τον άξονα μήκους. Η μία, μεγάλη και βαθιά, με έντονα καμπυλόγραμμη διαμόρφωση, διατρέχει από άκρη σε άκρη, σε όλο το σωζόμενο μήκος της, τη μία πλατιά επιφάνεια. Η δεύτερη, πολύ μικρότερη και ρηχή, βρίσκεται στην παράλληλη πλατιά όψη. Και οι δύο αυλακώσεις έχουν τομή U, η μία με διάμετρο περίπου 13 χιλ. και η άλλη 7 χιλ. Στη μία πλατιά επιφάνεια υπάρχουν οπές που φαίνεται να συνδέονται και αυτές με ακόνισμα: μία μεγάλη (διάμετρος: 11 χιλ., βάθος: 5 χιλ.), μία δεύτερη μικρότερη (διάμετρος: 4 χιλ., βάθος: 2 χιλ.), ενώ η τρίτη, ακόμη μικρότερη, φαίνεται να είναι τυχαία. Οι επιφάνειες του εργαλείου αν και κατά τόπους αδρές είναι σε μεγάλο βαθμό απολειασμένες, αποτέλεσμα φυσικών παραγόντων παρά κατεργασίας. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ/ΑΛΕΣΗΣ ακ λ.184 ή 185 ή 186. [Μ]: 121, [Πλ]: 87, Π. μέγ.: 38*, Β: 618. Ψηφιδομιγές. Τμήμα εργαλείου, σε δύο συνανήκοντα και σχεδόν ισομεγέθη τεμάχια. Έχει σπάσει σε τρία τουλάχιστον κομμάτια κατά τον άξονα του μήκους (τα δύο άκρα του εργαλείου και το μεσαίο τμήμα του). Αλλά και κατά τον άξονα του πλάτους υπάρχουν περιφερειακές απολεπίσεις. Έχει σχήμα που παραπέμπει σε μικρογραφία παθητικού εργαλείου τριβήςάλεσης, εντούτοις η ενεργή επιφάνεια θα ήταν πολύ μικρή και κυρίως στενή, για να χρησιμοποιηθεί ως τέτοιο. Είναι επίμηκες, ελλειψοειδούς περιγράμματος με τομή κατά μήκος κοίλη κυρτή και κατά πλάτος κυρτήκυρτή. Έχει μία ενεργή επιφάνεια, κοίλη στο μήκος και κυρτή στο πλάτος, με έντονη φθορά λόγω χρήσης. Καλύπτεται από λείανση, εντονότερη στο σωζόμενο πέρας της, που είναι σχεδόν εξολοκλήρου απολειασμένο. Η υπόλοιπη επιφάνεια, κυρίως το πιο κεντρικό της τμήμα, διατηρεί αδρότητα με εναλλαγή λειασμένων σημείων και βαθύνσεων που δημιουργήθηκαν από την αφαίρεση εγκλεισμάτων του υλικού κατά τη διάρκεια της χρήσης. Η διαμόρφωση της επιφάνειας και η κατεύθυνση των βαθύνσεων που διακόπτουν τη λείανση υποδηλώνουν κίνηση του εργαλείου με προσανατολισμό τον άξονα του πλάτους του. Δεν σώζονται ίχνη σφυροκοπήματος για ανανέωση. Η επιφάνεια λαβής χειρισμού είναι αδρή, με λιγοστά αραιά ίχνη σφυροκοπήματος. ακ.1783 λ.243. [Μ]: 122, [Πλ]: 36, Π. μέγ.: 54*, Β: 248. Ψηφιδομιγές. Τμήμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης, θραυσμένο παράλληλα με τον άξονα μήκους του. Σώζεται ένα στενόμακρο κομμάτι του συνολικού σώματός του με δακρύσχημο περίγραμμα σε προφίλ και τομή, κατά μήκος, σφηνοειδή. Η επιφάνεια χρήσης φέρει σε όλη την έκτασή της λείανση και βαθύνσεις. ακ λ.430 μάλλον. [Μ]:63, [Πλ]: 112,Π. μεγ.: 68*, Π. ελ.: 45*, Β: 814. Γνεύσιος. Τμήμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης. Στενόμακρο θραύσμα, που αποσπάσθηκε από το μεσαίο τμήμα του σώματος του εργαλείου. Το αρχικό τέχνεργο είχε επίμηκες, πιθανόν καμπυλόγραμμο, περίγραμμα και τομή κυρτήεπίπεδη κατά πλάτος. Έσπασε σε τουλάχιστον τρία κομμάτια κατά τον άξονα του μήκους (τα δύο άκρα του εργαλείου και το μεσαίο τμήμα του), ενώ το σωζόμενο τμήμα είναι θραυσμένο και κατά το πλάτος του. Η ενεργή επιφάνεια του τεχνέργου είναι πλήρως ομαλοποιημένη λόγω της τριπτικής δράσης του και φέρει έντονη λείανση και κατά τόπους στίλβη. Διακόπτεται μονάχα από απολεπίσεις υλικού. Στις πλάγιες σωζόμενες όψεις η κακή διατήρηση δεν επιτρέπει τη σαφή διάκριση ιχνών κατασκευής. Η οπίσθια παθητική επιφάνεια λαβής χειρισμού του εργαλείου είναι επίπεδη/επιπεδόκυρτη κατά τους δύο

241 άξονες και διατηρεί την ανώμαλη διαμόρφωση του αρχικού υποβάθρου, μίας ακανόνιστης κροκάλας κατά τόπους απολειασμένης λόγω φυσικών παραγόντων. ακ λ.243. Μ. μέγ.: 104*, [Πλ]: 67, [Π]: 52, Β: 436. Γνευσιοσχιστόλιθος. Αποσπασματικά σωζόμενο ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης με αρχικό σχήμα ακανόνιστο ωοειδές ή απιόσχημο και κατά μήκος τομή σφηνοειδή. Η ενεργή επιφάνειά του είναι κοίλη κατά το μήκος, επίπεδη κατά το πλάτος, και φέρει μερική λείανση. Οι πλαϊνές όψεις του εργαλείου που σώζονται χωρίς να έχουν θραυσθεί ή απολεπιστεί είναι κυρτές και αδρές και δεν μαρτυρούν ίχνη κατασκευής. Υπάρχουν ιζηματικές αποθέσεις σε όλες τις επιφάνειες του εργαλείου και έντονα ίχνη καύσης. ακ λ.243. [Μ]:113, [Πλ]: 110,Π. μεγ.: 43*, Π. ελ.: 26*, Β: 707. Γνεύσιος. Τμήμα ενεργητικού εργαλείου τριβής. Φορέας ήταν μία ακανόνιστης διαμόρφωσης κροκάλα με φυσικά απολειασμένη επιφάνεια. Η σαθρή υφή του πετρώματος δεν επιτρέπει τη σαφή ανάγνωση ιχνών, δεν φαίνεται ωστόσο να υπήρξε κατεργασία. Η ενεργή επιφάνεια, κοίλη κατά τον άξονα του μήκους, επίπεδη με κάποιες μικροανωμαλίες κατά το πλάτος, και κατά τόπους απολειασμένη, πιθανόν διαμορφώθηκε αποκλειστικά μέσω της χρήσης. ακ.1828 λ.430 μάλλον. [Μ]: 83, [Πλ]: 30, [Π]: 40, Β: 90. Λατυποπαγές. Επίμηκες θραύσμα της περιφέρειας ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης. Διατηρεί μία λεπτή επιμήκη «λωρίδα» της επιφάνειας χρήσης και τμήμα μίας πλάγιας όψης. Η ενεργή επιφάνεια είναι ελαφρώς κυρτή και κατά τους δύο άξονες και φέρει ενιαία, πολύ έντονη λείανση, λόγω χρήσης, που εκτείνεται μέχρι τα όρια της περιφέρειάς της. Δεν σώζονται ίχνη κατασκευής. ακ λ.243. [Μ]:150, [Πλ]: 127,Π. μεγ.: 52, Π. ελ.: 19, Β: Γνευσιοσχιστόλιθος. Τμήμα ενεργητικού εργαλείου τριβήςάλεσης. Σώζεται περίπου το ήμισυ του συνολικού τεχνέργου, θραυσμένο κατά τον άξονα του μήκους. Είναι ελλειπτικού αρχικού σχήματος, με επιπεδόκυρτη, ελαφρώς σφηνοειδή κατά το πλάτος τομή. Έχει μία ενεργή επιφάνεια, κοίλη κατά το μήκος, επίπεδη με ελάχιστο βαθμό κυρτότητας κατά το πλάτος. Είναι αδρή και κατά τόπους φέρει «κρατήρες», κάποιους ιδιαίτερα μεγάλους (διάμετρος 4 11 χιλ.) που οφείλονται στη φυσική διαμόρφωση του υλικού, παρά σε επεξεργασία διαμόρφωσης της επιφάνειας. Ο βαθμός χρήσης του εργαλείου πρέπει να υπήρξε περιορισμένος, αφού δεν επήλθε ιδιαίτερη μορφοποίηση της επιφάνειας τριβής μέσω φθοράς, αλλά αντίθετα διατηρήθηκε η αδρή διαμόρφωσή της. Στο κέντρο της επιφάνειας εντοπίζονται σκουρόχρωμα ίχνη. Η επιφάνεια χρήσης έχει δεχθεί περιμετρικά απολάξευση λοξής φοράς με αποτέλεσμα η συνολική έκτασή της να είναι μικρότερη της μέγιστης περιφέρειας του εργαλείου και να φαίνεται πιο υπερυψωμένη από αυτήν. Η επιφάνεια λαβής χειρισμού του εργαλείου διατηρεί την ανώμαλη διαμόρφωση του αρχικού υποβάθρου, μιας ακανόνιστης λατύπης. Κατά τόπους στην εμπρόσθια και οπίσθια όψη υπάρχουν ιζηματικές αποθέσεις. ακ λ.184 ή 185 ή 186. [Μ]: 95, [Πλ]: 77, Π. μέγ.: 35*, Β: 327. Λατυποπαγές. Τμήμα εργαλείου, θραυσμένο ευθύγραμμα, κατά τον άξονα πλάτους, αλλά και κατά το μήκος στην κάτω πλευρά του. Το σχήμα ήταν ακανόνιστο επίμηκες ωοειδές και το μέγεθός του δεν θα πρέπει να υπερέβαινε το διπλάσιο του ήδη σωζόμενου, με το μήκος να προσεγγίζει αρκετά το αρχικό. Το εργαλείο

242 έχει δεχθεί εκτεταμένη επέμβαση διαμόρφωσης. Η πλατιά επιφάνεια χρήσης φέρει σε όλη την έκτασή της ίχνη χοντρού και πυκνού σφυροκοπήματος που διακόπτουν την έντονη φυσική λείανση στο κάτω τμήμα της. Ίχνη αποτριβής και απολείανσης μαρτυρούν χρήση του εργαλείου ακολούθως του σφυροκοπήματος, αντιπροσωπεύουν όμως ένα σύντομο επεισόδιο χρήσης. Η τομή του εργαλείου είναι κυρτή επίπεδη, με την επιφάνεια χρήσης να κυρτώνει και κατά τους δύο άξονες. Η παθητική επιφάνεια λαβής είναι επιπεδωμένη, κατά τόπους επιπεδόκοιλη. Αρχικός φορέας ήταν μία κροκάλα ακανόνιστου σχήματος, με πολύ έντονη φυσική λείανση που δέχθηκε διαμόρφωση με λάξευση και αποτριβή. ακ.1885 λ.430 μάλλον. [Μ]: 128, Πλ. μέγ.: 89*, Π. μέγ.: 45*, Π. ελ.: 24*, Β: 690. Λατυποπαγές. Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης με δύο επιφάνειες χρήσης. Σώζεται αποσπασματικά, κατά τα 2/3 περίπου, με το ένα άκρο του να έχει θραυσθεί. Έχει ελλειπτικό σχήμα και τομή κατά πλάτος σφηνοειδή. Η διαμόρφωση του εργαλείου πραγματοποιήθηκε με αδρή περιμετρική λάξευση. Φαίνεται ότι το μέγεθος του εργαλείου καθορίστηκε από το μέγεθος της πρώτης ύλης. Οι δύο πλατιές επιφάνειες χρήσης είναι έντονα ομαλοποιημένες και απολειασμένες λόγω χρήσης, ιδίως στην περιφέρειά τους. Κατά τόπους υπάρχει εναλλαγή επιπεδωμένων σημείων και βαθύνσεων, λόγω αφαίρεσης κόκκων υλικού και όχι σφυροκοπήματος ανανέωσης. Παρουσιάζουν διαφοροποιημένη διαμόρφωση, η μία κοίλη και κατά τους δύο άξονες, η άλλη κοίλη κατά μήκος, επιπεδόκυρτη κατά πλάτος. ακ.1897 λ.430. [Μ]: 64, [Πλ]: 66, Π. μέγ.: 49*, Β: 297. Μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος. Μικρό τμήμα λίθινου εργαλείου τριβήςάλεσης. Σώζεται πολύ αποσπασματικά και δεν επιτρέπει την ανασύσταση του συνολικού μεγέθους του εργαλείου ή του αρχικού του σχήματος. Πιθανόν πρόκειται για ενεργητικό εργαλείο, αν κρίνουμε από το πάχος του και τις συνολικές διαστάσεις στις οποίες αυτό παραπέμπει. Η ενεργή επιφάνεια είναι ελαφρώς κοίλη ως προς το μήκος, επίπεδη ως προς το πλάτος. Καλύπτεται από λείανση που διακόπτεται κατά τόπους από μικροφθορές. Η οπίσθια όψη είναι επίπεδη και κατά τους δύο άξονες, αλλά αδρή. Ίσως αντιπροσωπεύει κι αυτή μία επιφάνεια χρήσης που δεν χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό και γι αυτό δεν απολειάνθηκε. ακ λ.182 ή 183. [Μ]: 138, [Πλ]: 125, Π. μέγ.: 42*, Β: 745. Σχιστοψαμμίτης. Τμήμα εργαλείου, θραυσμένο ακανόνιστα από τις τρεις πλαϊνές όψεις του. Αρχικός φορέας ήταν μία, καμπυλόγραμμου σχήματος, κροκάλα που χρησιμοποιήθηκε χωρίς καμία προεργασία διαμόρφωσης. Έχει τομή κυρτή κυρτή κατά το πλάτος και μία ενεργή επιφάνεια, επίπεδη κατά τον άξονα μήκους, κυρτή κατά το πλάτος. Σε όλη την επιφάνειά της φέρει λείανση που διακόπτεται κατά τόπους από απολεπίσεις φθοράς και έντονες χαραγμές, αποτέλεσμα προσπάθειας αφαίρεσης του σκληρού ιζήματος με νυστέρι κατά τις εργασίες συντήρησης. Σε μεγάλη έκτασή της διατηρούνται έντονοι αποχρωματισμοί. Η επιφάνεια χειρισμού διατηρεί την ανώμαλη διαμόρφωση του φορέα, με σημεία φυσικής απολείανσης. ακ λ.430. [Μ]: 90, Πλ. μέγ.: 127*, Π. μέγ.: 38*, Β: 466. Αρκοζικός ψαμμίτης. Τρία συνανήκοντα θραύσματα ενός ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης, με αρχικό περίγραμμα ελλειπτικό και κοιλόκυρτη τομή κατά τον άξονα του πλάτους. Μορφολογικά παραπέμπει σε μικρογραφία παθητικού υποβάθρου. Έχει μία πλατιά ενεργή επιφάνεια, κοίλη κατά το μήκος, επίπεδη κατά το πλάτος, με λείανση σε όλη της την έκταση, εντονότερη στην περιφέρειά

243 της. Κατά τόπους διακόπτεται από βαθύνσεις, τα αρνητικά ίχνη σφυροκοπήματος που δεν έχουν απολειανθεί πλήρως. Οι σωζόμενες πλευρικές όψεις φέρουν ίχνη λάξευσης, πιο ευδιάκριτα στη μία πλευρά (αριστερή πλαϊνή όψη ακ.2001). Η αριστερη και επάνω πλευρική όψη παρουσιάζουν διαφοροποιημένη εικόνα σε σχέση με τη δεξιά: η λάξευση είναι πιο αδρή και εμφανής, ενώ αντίθετα η δεξιά όψη έχει απολειανθεί αποκτώντας μία πιο καμπύλη διαμόρφωση. Συνολικά αντιπροσωπεύεται το 1/2 1/3 του συνολικού εργαλείου. Τα τρία συνανήκοντα τεμάχια, δεν συγκολλούνται πλήρως: δεν έχουν επιφάνειες επαφής, παρά μόνο ακμές που συνταιριάζουν, ενώ, ανάμεσά τους υπάρχει κενό λόγω ενός απόντος τεμαχίου. Επιπλέον το πάχος του ενός τεμαχίου (ακ.2001) είναι πολύ μεγαλύτερο από των άλλων δύο, υποδηλώνοντας θραύση, τουλάχιστον εν μέρει, και της οπίσθιας επιφάνειας. Ίχνη κοκκινωπού χρώματος που σώζονται στην ενεργή όψη, αλλά και στην μία παθητική, και στις εσωτερικές πλευρές θραύσης, είναι στοιχείο της πρώτης ύλης του εργαλείου. ακ λ.241. [Μ]:70, [Πλ]: 26, [Π]: 31, Β: 65. Λατυποπαγές. Στενόμακρο περιφερειακό απολέπισμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης, καμπυλόγραμμου αρχικού περιγράμματος. Σώζεται πολύ μικρό τμήμα της περιφέρειας της ενεργούς επιφάνειας. Είναι ελάχιστα κοίλη κατά το μήκος, επίπεδη κατά το πλάτος και φέρει λείανση που εκτείνεται μέχρι τα όρια της. Κατά τόπους διακόπτεται από βαθύνσεις, αποτέλεσμα αφαίρεσης εγκλεισμάτων κατά τη χρήση του εργαλείου. Η αποσπασματικά σωζόμενη πλαϊνή όψη διατηρεί τη φυσικά απολειασμένη επιφάνεια του αρχικού φορέα κροκάλας. ακ λ.182 μάλλον ή 183. [Μ]: 68, [Πλ]: 33, Π. μέγ.: 53*, Β: 120. Αρκοζικός ψαμμίτης. Μικρό περιφερειακό θραύσμα. Σώζει πολύ μικρό τμήμα της επιφάνειας χρήσης και της επιφάνειας λαβής χειρισμού. Η σωζόμενη πλευρική επιφάνεια είναι θραυσμένη, το ένα τμήμα της ευθύγραμμα, παραπέμποντας περισσότερο σε ηθελημένη απολάξευση. Η διαμόρφωση του αρχικού φορέα έγινε με λεπτό και πυκνό σφυροκόπημα, ίχνη του οποίου σώζονται στην παθητική επιφάνεια. Η ενεργή επιφάνεια είναι επίπεδη και κατά τους δύο άξονες και φέρει λείανση λόγω τριβής. Το κατά τόπους πιο σκούρο χρώμα της μάζας του εργαλείου, η βαθειά ρωγμή που διατρέχει το σώμα του και η ψαθυρότητά του υποδηλώνουν καύση του αντικειμένου. ακ λ.430. [Μ]: 93, [Πλ]: 77, Π. μέγ.: 42*, Π. ελ.: 26*, Β: 334. Λατυποπαγές. Τμήμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης, σφηνοειδούς τομής κατά πλάτος. Το κομμάτι είναι θραυσμένο σχεδόν από όλες τις πλευρές του και είναι σε μεγάλο βαθμό αποσαθρωμένο, ιδίως στις ακμές του και στις επιφάνειες θραύσης. Σώζει τμήμα δύο πεπλατυσμένων ενεργών όψεων που συγκλίνουν στη μία τους πλευρά σχηματίζοντας οξεία γωνία. Και οι δύο είναι κοίλες επιπεδόκοιλες, και κατά τους δύο άξονες, και φέρουν λείανση λόγω τριβής, διατηρώντας ωστόσο κάποιο βαθμό αδρότητας. Δεν διακρίνονται ίχνη κατασκευής. Το εμφανώς πιο σκούρο χρώμα των σωζόμενων εξωτερικών επιφανειών του εργαλείου, σε αντίθεση με το έντονο ανοιχτόχρωμο καστανέρυθρο χρώμα στο εσωτερικό του θραύσματος, υποδηλώνουν έκθεση του αντικειμένου σε φωτιά και μάλιστα πριν την θραύση του. ακ λ.240. [Μ]: 113, [Πλ]: 105, Π. μέγ.: 35*, Β: 372. Λατυποπαγές. Αποσπασματικά σωζόμενο ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης, με μία ενεργή επιφάνεια. Έχει τομή, κατά μήκος, σφηνοειδή και αρχικό περίγραμμα πιθανόν τριγωνικό. Η

244 επιφάνεια χρήσης είναι έντονα κοίλη κατά το μήκος, ελαφρώς κυρτή κατά το πλάτος και ο βαθμός φθοράς της υποδηλώνει έντονη χρήση. Η επιφάνειά της είναι λειασμένη, διατηρεί ωστόσο εν μέρει τη φυσική αδρότητα του υλικού με έντονη αναγλυφότητα, λόγω εγκλεισμάτων που προεξέχουν ή που έχουν αφαιρεθεί αφήνοντας μικρές βαθύνσεις. Η περιφέρειά της είναι ελάχιστα πιο λεία. Οι παθητικές επιφάνειες σώζονται σε πολύ μικρό βαθμό, χωρίς διακριτά ίχνη κατασκευής. Έντονος αποχρωματισμός υποδηλώνει έκθεση του εργαλείου σε υψηλή θερμοκρασία. ακ λ.183. [Μ]: 119, [Πλ]: 76, Π. μέγ.: 57*, Β: 574. Ψαμμίτης. Τμήμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης, με σφηνοειδή, κατά μήκος, τομή. Η επιφάνεια χρήσης είναι λειασμένη και σε μεγάλο τμήμα της στιλβωμένη, χωρίς όμως μακροσκοπικά ορατά γραμμίδια. Είναι επιπεδόκυρτη (με πολύ μικρό βαθμό κυρτότητας) και κατά τους δύο άξονές της. Οι σωζόμενες παθητικές όψεις του δεν διατηρούν εμφανή ίχνη διαμόρφωσης. ακ λ.242. [Μ]:61, [Πλ]: 54, Π. μέγ.: 39*, Π. ελ.: 12*, Β: 115. Ψαμμίτης. Μικρών διαστάσεων θραύσμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης, με δύο ενεργές επιφάνειες και τομή σφηνοειδή. Φέρει πολύ έντονη, ενιαία λείανση και στις δύο πλατιές, συγκλίνουσες όψεις χρήσης. Η μία είναι κοίλη κατά το μήκος, επίπεδη κατά το πλάτος και η άλλη επίπεδη κατά μήκος, ελαφρώς κυρτή κατά το πλάτος. Οι υπόλοιπες πλευρές είναι θραυσμένες. Υπάρχουν κατά τόπους αποχρωματισμοί που ίσως οφείλονται σε καύση. ακ λ.242. [Μ]:91, [Πλ]: 92,Π. μεγ.: 46*, Π. ελ.: 31*, Β: 530. Λατυποπαγές. Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης που σώζεται αποσπασματικά, σχεδόν κατά το ήμισυ. Έχει ελλειπτικό περίγραμμα, μικρό σχετικά μέγεθος, κατάλληλο για να ταιριάζει στην παλάμη του χεριού, και σφηνοειδή τομή. Η ενεργή επιφάνειά του είναι έντονα λειασμένη σε όλη της την έκταση λόγω χρήσης, διατηρώντας ωστόσο ακόμη ως ένα βαθμό τη φυσική αδρότητα και αναγλυφότητα της πρώτης ύλης. Είναι επιπεδόκυρτη και κατά τους δύο άξονές της. Η διαμόρφωση του εργαλείου έγινε πάνω σε μία κροκάλα κατάλληλου σχήματος και διαστάσεων με αδρή λάξευση. ακ λ.240. [Μ]:74, [Πλ]: 125,Π. μεγ.: 53*, Β: 672. Αρκοζικός ψαμμίτης. Τμήμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης, ελλειπτικού ή ωοειδούς αρχικού περιγράμματος, με επιπεδόκυρτη τομή κατά το πλάτος. Έχει μία ενεργή επιφάνεια, επιπεδωμένη και κατά τους δύο άξονες, με πολύ μικρό βαθμό κοίλανσης κατά το μήκος και ελάχιστη κυρτότητα κατά το πλάτος. Η διαμόρφωση του υποβάθρου υπήρξε επιμελημένη με λεπτό πελέκημα και σφυροκόπημα σε όλες τις επιφάνειές του, και τριβή, αποκλειστικά στο επάνω τμήμα των πλευρικών όψεων, περιμετρικά της ενεργούς επιφάνειας. Διαμορφώνεται κατ αυτόν τον τρόπο στενή (πλάτος 19 χιλ.), ομαλοποιημένη «ζώνη», με κεκλιμένη διάταξη, με αποτέλεσμα να είναι η περιφέρεια της ανακρουστικής όψης μικρότερη της μέγιστης περιφέρειας του εργαλείου. Ο βαθμός χρήσης του εργαλείου υπήρξε μάλλον περιορισμένος. Αν και υπάρχει απολείανση και επιπεδοποίηση, λόγω χρήσης, που εκτείνεται μέχρι τα όρια της επιφάνειας χρήσης του, τα ίχνη σφυροκοπήματος από τη διαμόρφωσή της, δεν έχουν απολειανθεί πλήρως. ακ.2378 λ.240. [Μ]: 86, [Πλ]: 61, Π. μέγ.: 32*, Β: 229. Γνεύσιος.

245 Τμήμα πιθανώς ενεργητικού εργαλείου τριβής. Σώζει τμήμα της επιφάνειας χρήσης που, αν και επιπεδωμένη αρκετά, διατηρεί ανωμαλίες, μαρτυρώντας μικρή διάρκεια λειτουργίας. Μία από τις σωζόμενες παθητικές επιφάνειες διατηρεί ίχνη διαμόρφωσης με λάξευση, ενώ κατά τόπους, τουλάχιστον στην οπίσθια επιφάνεια επιφάνεια χειρισμού φαίνεται να διατηρείται η φυσική διαμόρφωση του αρχικού φορέα του εργαλείου. ακ λ.240. [Μ]: 97, [Πλ]: 32, [Π]: 32, Β: 120. Λατυποπαγές. Περιφερειακό θραύσμα εργαλείου τριβής καμπυλόγραμμου αρχικού σχήματος. Σώζεται μικρό τμήμα της επιφάνειας χρήσης με έντονη κοίλανση κατά το μήκος, και τμήμα μίας πλευρικής όψης, με πιθανά ίχνη λάξευσης (περιφερειακά της ενεργής επιφάνειας) και ίσως μικρό βαθμό απολείανσης μέσω τριβής. ακ λ.181. Μ. μέγ.: 101*, [Πλ]: 46, Π. μέγ.: 33*, Β: 186. Ψηφιδομιγές. Τμήμα λίθινου ενεργητικού εργαλείου τριβής μικρών διαστάσεων, ευθύγραμμα θραυσμένο. Το αρχικό σχήμα ήταν καμπυλόγραμμο, πιθανόν ελλειπτικό, με τομή επίπεδη κυρτή κατά τον άξονα του μήκους. Η ενεργή όψη του φέρει ενιαία, πολύ έντονη λείανση λόγω τριβής. Είναι ολικά επιπεδωμένη, με ελάχιστη κατά μήκος κοίλανση (μικρή βάθυνση στο κέντρο της επιφάνειας περίπου 1 χιλ.), και αντίστοιχα μικρή κυρτότητα κατά το πλάτος. Η επιφάνεια λαβής φέρει κατά τόπους τη φυσική λείανση του αρχικού φορέα κροκάλας. Τα ίχνη διαμόρφωσης περιορίζονται σε αρνητικά λεπτής λάξευσης περιμετρικά της επιφάνειας χρήσης. ακ λ.184 μάλλον ή 243. Μ. μέγ.: 104*, [Πλ]: 62, Π. μέγ.: 63*, Β: 269. Ψηφιδομιγές. Τμήμα ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης με ασυνήθιστο σχήμα, σαφήνεια και λεπτομέρεια στο σχεδιασμό. Σώζεται κατά το ήμισυ. Έχει σπάσει ευθύγραμμα, παράλληλα με τον άξονα μήκους του. Έχει τομή κατά το μήκος τριγωνική σφηνοειδή και περίγραμμα τριγωνικό. Η ενεργή επιφάνεια είναι κυρτή και κατά τους δύο άξονες με ενιαία λείανση. Οι άλλες δύο σωζόμενες, παθητικές, επιφάνειες έχουν ελαφρώς ανώμαλη διαμόρφωση και διατηρούν έντονα ίχνη λάξευσης. Οι ακμές τους διαμορφώνονται προεξέχουσες, με μία ελαφρώς «κυματοειδή» διαμόρφωση λόγω των αραιών βαθύνσεων απολάξευσης. Το εργαλείο φέρει εμφανή ίχνη καύσης σε όλες του τις επιφάνειες, ενώ τη μάζα του διατρέχουν μεγάλες ρωγμές αποτέλεσμα της υψηλής θερμοκρασίας. Δεν είναι βέβαιο πώς και πότε σε σχέση με το επεισόδιο της καύσης συνέβη η θραύση. Θα μπορούσε να έχει καεί ήδη θραυσμένο ή ακέραιο και να έσπασε μετέπειτα λόγω της φωτιάς. Ωστόσο το πιθανότερο είναι η καύση να ακολούθησε την θραύση του τεχνέργου, δεδομένης της έντασης και ομοιογένειας των μελανών ιχνών καύσης που καλύπτουν εξολοκλήρου τις επιφάνειές του. ακ.2975 λ.184 μάλλον ή 243. [Μ]: 89, [Πλ]: 28, Π. μέγ.: 32*, Β: 85. Λατυποπαγές. Τέσσερα συνανήκοντα θραύσματα μικρού μεγέθους, τμήμα ενός εργαλείου τριβής με σφηνοειδή τομή και δύο επιφάνειες χρήσης. Το υλικό είναι εξαιρετικά εύθρυπτο, σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης. Οι ενεργές επιφάνειες διαμορφώνονται επίπεδες και συγκλίνουσες μεταξύ τους. Εντοπίζονται κάποια ίχνη λείανσης, στη μία εντονότερα, στην άλλη πιο περιορισμένα. Οι κατά τόπους «κρατήρες» δεν είναι αποτέλεσμα σφυροκοπήματος αλλά αφαίρεσης εγκλεισμάτων του υλικού. ακ λ.183 μάλλον. [Μ]: 92, [Πλ]: 86, Π. μέγ.: 37*, Β: 343. Ψηφιδομιγές.

246 Θραύσμα ενεργητικού εργαλείου τριβής με κοίλη κυρτή τομή. Σώζει μονάχα τμήμα της ενεργής όψης και μίας πλευρικής. Η επιφάνεια χρήσης είναι κοίλη και κατά τους δύο άξονες και είναι σε μεγάλο βαθμό επιπεδωμένη, χωρίς ίχνη σφυροκοπήματος για ανανέωσή της. ακ λ.184. [Μ]: 70, [Πλ]: 35, [Π]: 49, Β: 100. Ψηφιδομιγές. Περιφερειακό θραύσμα λίθινου ενεργητικού εργαλείου τριβής άλεσης. Το σωζόμενο τμήμα της επιφάνειας χρήσης παρουσιάζει κοίλη κατανομή κατά το μήκος, επιπεδότητα κατά το πλάτος. Καλύπτεται από λείανση, χωρίς ίχνη σφυροκοπήματος. Στη σωζόμενη παθητική επιφάνεια υπάρχουν διαμορφωμένες έδρες, τα αρνητικά ίχνη αδρής πλευρικής κατεργασίας με λάξευση. Οι περιμετρικές απολεπίσεις πραγματοποιήθηκαν σε λοξή κατεύθυνση, με αποτέλεσμα η διάμετρος της ενεργούς επιφάνειας να διαμορφώνεται μικρότερη από τη μέγιστη περιφέρεια του εργαλείου. Υπάρχει συμπαγής απόθεση ιζήματος σε όλη τη μία θραυσμένη όψη. ακ λ.184. [Μ]: 103, [Πλ]: 80, Π. μέγ.: 50*, Β: 665. Γάββρος. Τμήμα ενεργητικού εργαλείου τριβής θραυσμένο ακανόνιστα. Πιθανό αρχικό σχήμα ωοειδές, με τομή, κατά πλάτος, σφηνοειδή. Η επιφάνεια χειρισμού του εργαλείου διατηρεί τη φυσική λείανση του αρχικού φορέα. Δεν σώζει ίχνη κατασκευής, ούτε και οι πλαϊνές όψεις που καλύπτονται κατά τόπους από ίζημα. Η ενεργή επιφάνεια είναι κυρτή κατά τους δύο άξονες και έχει έντονο βαθμό εναλλαγής λείανσης βαθύνσεων. ακ λ.184. [Μ]: 76, Πλ. μέγ.: 76*, Π. μέγ.: 34*, Β: 214. Λατυποπαγές. Τμήμα ενεργητικού εργαλείου τριβής με μία ενεργή επιφάνεια. Σώζεται το ένα άκρο του ακανόνιστα θραυσμένο. Το αρχικό σχήμα του τεχνέργου ήταν ελλειπτικό με τομή κατά πλάτος κυρτή κυρτή. Αρχικός φορέας ήταν μία κροκάλα που δέχθηκε αδρή διαμόρφωση με λάξευση. Η όψη λαβής χειρισμού του εργαλείου διατηρεί την ανώμαλη φυσική διαμόρφωση του υποβάθρου, με κατά τόπους σημεία φυσικής λείανσης, και ελάχιστα ίχνη αδρής μορφοποίησης. Η ενεργή επιφάνεια είναι κοιλόκυρτη κατά το μήκος, ελαφρώς κυρτή κατά το πλάτος και φέρει έντονη ενιαία λείανση λόγω χρήσης. ακ λ.184. [Μ]: 93, [Πλ]: 75, [Π]: 51, Β: 412. Λατυποπαγές. Τμήμα εργαλείου, με τομή κατά το πλάτος επίπεδη κυρτή. Η ενεργή όψη είναι επιπεδωμένη, με μικρό βαθμό κυρτότητας και κατά τους δύο άξονες. Φέρει εκτεταμένη λείανση διατηρώντας παράλληλα την αδρότητα του υλικού. ακ λ.181. [Μ]: 110, [Πλ]: 91, Π. μέγ.: 59*, Β: 584. Ψηφιδομιγές. Θραύσμα ακανόνιστου σχήματος. Διατηρεί μεγάλο κομμάτι του «πυρήνα» εσωτερικού του εργαλείου και λιγοστή έκταση των εξωτερικών επιφανειών του. Έχει σφηνοειδή τομή κατά το πλάτος και μία επιφάνεια χρήσης, επιπεδωμένη και κατά τους δύο άξονες, με έντονη λείανση. Δεν υπάρχουν καθόλου ίχνη σφυροκοπήματος. Η άλλη επιφάνεια που σώζεται ήταν παθητική και διατηρεί τη φυσική διαμόρφωση του αρχικού φορέα κροκάλας με μεγάλο βαθμό απολείανσης, χωρίς ίχνη διαμόρφωσης. Όλες οι επιφάνειες, θραυσμένες και μη, πλην της ενεργής, φέρουν έντονο σκούρο χρώμα, ενώ ρωγμές διατρέχουν το σώμα του εργαλείου, ένδειξη ότι κάηκε, μετά την θραύση του. ακ. 4897

247 λ.243. [Μ]:85, Πλ.μέγ.: 97*,Π. μέγ.: 59*, Β: 622. Ψαμμίτης. Ενεργητικό εργαλείο τριβής άλεσης σωζόμενο κατά το ήμισυ ή το 1/3 των αρχικών του διαστάσεων. Είναι θραυσμένο ευθύγραμμα, παράλληλα με τον άξονα του πλάτους, και αντιπροσωπεύει το ένα άκρο του. Το αρχικό περίγραμμα του εργαλείου ήταν ωοειδές και η τομή του κατά πλάτος ελλειπτική. Το υπόβαθρο ήταν κροκάλα που επιλέχθηκε για το κατάλληλο μέγεθος και σχήμα της και δέχθηκε επιμέρους σχηματοποίηση με αραιή λάξευση και τριβή. Η ενεργή όψη είναι επιπεδόκυρτη κατά μήκος, κυρτή κατά πλάτος. Είναι ομαλοποιημένη, χωρίς βαθύνσεις και ίχνη σφυροκοπήματος, και διατηρεί κατά τόπους λείανση λόγω χρήσης. ακ ΛΕΙΑΝΤΗΡΕΣ ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΕΣ λ.430. [Μ]: 137, [Πλ]: 77, Π. μέγ.: 31*,Π. ελ. 17*, Β: 374. Σχιστοψαμμίτης. Τμήμα ενεργητικού εργαλείου τριβής, θραυσμένο στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές του. Οι συνολικές διαστάσεις ωστόσο του αρχικού εργαλείου δεν πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερες, επιτρέποντας το κράτημα στο χέρι. Το αρχικό σχήμα ήταν ακανόνιστο ελλειπτικό, με τομή κοίληκοιλόκυρτη κατά το πλάτος. Οι σωζόμενες παθητικές επιφάνειες είναι τραχιές, χωρίς ίχνη κατεργασίας. Αρχικός φορέας του τεχνέργου ήταν μία ακανόνιστη πεπλατυσμένη κροκάλα που χρησιμοποιήθηκε χωρίς καμία προεργασία διαμόρφωσης. Η ενεργή επιφάνεια φέρει, σε όλη της την έκταση, λείανση και κατά τόπους στίλβη. Εντούτοις διατηρεί κατά τόπους φυσικές ανωμαλίες (κοιλάνσεις, χαμηλά εξογκώματα) που δεν απολειάνθηκαν πλήρως μέσω της χρήσης, γεγονός στο οποίο οφείλεται και η ελαφρώς κοιλόκυρτη, κατά το μήκος και το πλάτος, διαμόρφωσή της. ακ λ.430. Μ. μέγ.: 55, Πλ. μέγ.: 54, Π. μέγ.: 49, Β: 234. Διορίτης. Ακέραιο ενεργητικό εργαλείο τριβής. Αρχικός φορέας ήταν μία μικρού μεγέθους κροκάλα, σφαιροειδούς σχήματος, που δέχθηκε σπάνια επιμελημένη ολική κατεργασία με λεπτό και πυκνό σφυροκόπημα και σε δεύτερο στάδιοήπια τριβή για ομαλοποίηση. Δημιουργήθηκαν κατ αυτόν τον τρόπο πολλαπλές έδρες στο σύνολο της επιφάνειάς του, ώστε να προσαρμόζεται (το εργαλείο) τέλεια στο χέρι του χρήστη. Η επιφάνεια χρήσης είναι μικρή και πεπλατυσμένη, με λείανση και κατά τόπους στίλβη. Το εργαλείο σώζεται ακέραιο, με ελάχιστες φθορές λόγω χρήσης, και επομένως αποτελούσε λειτουργικό τέχνεργο με μεγάλη εν δυνάμει διάρκεια ζωής χρήσης. ακ λ.182 ή 183. [Μ]: 26, [Πλ]: 48, [Π]: 25, Β: 36. Γάββρος. Τμήμα εργαλείου τριβής. Το αρχικό περίγραμμα είναι αδιάγνωστο (ίσως ελλειπτικό ή κυκλικό), όπως και το συνολικό μέγεθος. Διατηρείται τμήμα μίας πλατιάς επιφάνειας, ελαφρώς κυρτής και κατά τους δύο άξονες, με έντονη λείανση στίλβωση σε όλη της την έκταση που διακόπτεται κατά τόπους από απολεπίσεις. Το σωζόμενο κομμάτι μίας πλευρικής όψης φέρει ίχνη εξαιρετικά λεπτού και επιμελημένου σφυροκοπήματος, στοιχείο κατασκευής και διαμόρφωσης του εργαλείου, που εκτείνεται σε όλη τη σωζόμενη έκταση, μέχρι και την περίμετρο της λειασμένης επιφάνειας. Η πρασινωπή απόχρωση μεγάλου τμήματος της ενεργούς επιφάνειας οφείλεται στο υλικό κατασκευής του εργαλείου. ακ.2953 λ.181. Μ. μέγ.: 112, Πλ. μέγ.: 68, Π. μέγ.: 22, Β: 260. Σχιστόλιθος. Ελαφρώς επιμήκης, πεπλατυσμένη κροκάλα, με κοιλόκυρτη τομή και κατά τους δύο άξονες. Διατηρείται ακέραια, χωρίς ιδιαίτερες

248 φθορές (η μικρή θραύση στο ένα άκρο ήταν στοιχείο της αρχικής μορφής του φορέα, καθώς η ακμή θραύσης είναι εν μέρει απολειασμένη). Δεν υπάρχουν ίχνη ηθελημένης διαμόρφωσης ούτε σαφή ίχνη χρήσης. Αν πράγματι χρησιμοποιήθηκε θα ήταν στα πλαίσια κάποιου επεισοδίου μικρής έντασης και διάρκειας. Ενεργή επιφάνεια θα αποτέλεσε η μία πεπλατυσμένη όψη, ελαφρώς κοίλη και κατά τους δύο άξονές της (περίπου 1 χιλ.), με μέτριο βαθμό λείανσης. Κατά τόπους μικρές βαθύνσεις, ανόμοιου μεγέθους, αποτελούν στοιχείο του πετρώματος. ακ λ.184. Μ. μέγ.: 73, Πλ. μέγ.: 22, Π. μέγ.: 13, Β: 27. Ψαμμίτης. Επίμηκες ενεργητικό εργαλείο τριβής, περιορισμένων διαστάσεων και ελλειπτικού περιγράμματος. Η ενεργή επιφάνεια είναι κυρτή και κατά τους δύο άξονες και φέρει έντονα ομαλοποιημένη έδρα ελλειπτικού περιγράμματος, διαμορφωμένη μέσω της τριβής χρήσης. Έντονη ενιαία λείανση καλύπτει όλη της την έκταση. ακ λ.181. Μ. μέγ.: 95, Πλ. μέγ.: 85, Π. μέγ.: 26, Β: 340. Ασβεστόλιθος. Πρόκειται για μία πεπλατυσμένη κροκάλα, ωοειδούς περιγράμματος, που χρησιμοποιήθηκε ως ενεργητικό εργαλείο τριβής χωρίς προηγούμενη κατεργασία διαμόρφωσης. Σώζεται ακέραια, με κάποιες μικρές απολεπίσεις φθοράς στη μία πλατιά όψη και σε ένα τμήμα της περιφέρειάς της. Η παθητική επιφάνεια χειρισμού, φέρει την αρκετά λεία, γεμάτη ρηχές βαθύνσεις φυσική διαμόρφωση του αρχικού φορέα. Στην επιφάνεια χρήσης η διάκριση ιχνών είναι εξαιρετικά δύσκολη λόγω αποθέσεων ιζήματος και φθορών που προκλήθηκαν κατά την προσπάθεια αφαίρεσης αυτού. Κατά τόπους μόνο διατηρείται η επιφάνεια του φορέα με έντονη λείανση στίλβη, αποτέλεσμα της χρήσης του. Κατά τόπους αποχρωματισμοί και ρωγμές που διατρέχουν το σώμα του εργαλείου μαρτυρούν έκθεση σε φωτιά. ακ.4880 λ Μ. μέγ.: 74*, [Πλ]: 35, Π. μέγ.: 31*, Β: 124. Γάββρος. Θραύσμα ημίεργου εργαλείου τριβής μικρών διαστάσεων. Σώζεται λιγότερο από το ήμισυ του εργαλείου, θραυσμένο ευθύγραμμα. Το αρχικό σχήμα του ήταν πιθανώς ελλειπτικό με τομή επιπεδόκυρτη. Όλες οι σωζόμενες επιφάνειες έχουν διαμορφωθεί με λάξευση, το ίδιο και η επιφάνεια που επρόκειτο να αποτελέσει την όψη χρήσεως. Σε ορισμένα σημεία υπάρχουν ίχνη λεπτού σφυροκοπήματος, ενώ κατά τόπους διατηρείται ο «φλοιός» του αρχικού φορέα που πρέπει να ήταν κάποια κροκάλα με μικρό βαθμό φυσικής απολείανσης. ΒΟΤΣΑΛΑ ΜΕ Ή ΧΩΡΙΣ ΣΑΦΗ ΙΧΝΗ ΧΡΗΣΗΣ ακ.1816 λ Μ. μέγ.: 43, Πλ. μέγ.: 36, Π. μέγ.: 24, Β: 53. Μάρμαρο. Βότσαλο ακανόνιστου ωοειδούς περιγράμματος, με κυρτή κυρτή τομή και κατά τους δύο άξονες. Οι επιφάνειές του φέρουν πάρα πολλά ίχνη φθοράς λόγω προσπάθειας αφαίρεσης του ιζήματος στα πλαίσια συντήρησης, γι αυτό και είναι αδύνατος ο μακροσκοπικός εντοπισμός ιχνών χρήσης. Ωστόσο οι δύο πεπλατυσμένες επιφάνειες φέρουν λείανση και κατανομή που τουλάχιστον για τη μία, πιο επιπεδωμένη, καθιστά πολύ πιθανή τη χρήση της ως επιφάνειας τριβής. ακ λ Μ. μέγ.: 33, Πλ. μέγ.: 32, Π. μέγ.: 25, Β: 39. Βασάλτης. Ακέραια σωζόμενο βότσαλο, πιθανόν σε χρήση εργαλείου τριβής. Σχήμα ακανόνιστο ωοειδές και τομή, κατά μήκος, έντονα

249 ελλειπτική. Οι δύο πλατιές επιφάνειες είναι έντονα κυρτές και λείες, όχι ωστόσο απόλυτα απολειασμένες. Η μία από τις δύο είναι περισσότερο επιπεδωμένη και πιθανόν αποτελούσε την επιφάνεια χρήσης. Η άλλη, αντίθετα, κυρτώνει πιο έντονα αφήνοντας να σχηματιστούν μικρότερες έδρες, κάτι που θα επέτρεπε το σταθερότερο κράτημα του εργαλείου. Η λείανση των επιφανειών οφείλεται με βεβαιότητα ως ένα βαθμό σε φυσικούς παράγοντες. Σαφή ίχνη χρήσης (γραμμίδια) δεν διακρίνονται μακροσκοπικά. ακ λ. 182 ή 183. Μ. μέγ.: 42, Πλ. μέγ.: 37, Π. μέγ.: 19, Β: 46. Ασβεστόλιθος. Βότσαλο ωοειδούς περιγράμματος και ελλειπτικής τομής. Δεν διακρίνονται καθόλου ίχνη στην επιφάνεια του, καθώς, αν και ομαλοποιημένη, φαίνεται στο μεγαλύτερο μέρος της να έχει διαβρωθεί λόγω χρήσης οξέως στο πλαίσιο συντήρησης. Το μικρό τμήμα της που παραμένει ανέπαφο είναι ομαλό και λείο, χωρίς ωστόσο μακροσκοπικά εντοπίσιμα ίχνη. ακ λ Μ. μέγ.: 46, Πλ. μέγ.: 39, Π. μέγ.: 21, Β: 58. Βότσαλο ωοειδούς περιγράμματος και ελλειπτικής τομής. Και οι δύο πλατιές επιφάνειές του είναι λείες, κατά τόπους στιβωμένες, και κυρτές στην κατανομή τους. Η επιφάνεια φέρει ίχνη από τις εργασίες συντήρησης του εργαλείου και αφαίρεσης του ιζήματος με νυστέρι. Δεν διακρίνονται σαφή ίχνη χρήσης. ακ λ Μ. μέγ.: 41, Πλ. μέγ.: 23, Π. μέγ.: 9, Β: 14. Μικρού μεγέθους βότσαλο, ασύμμετρου ελλειπτικού περιγράμματος και επιπεδόκυρτης επίπεδης τομής κατά τον άξονα πλάτους. Η επιφάνειά του είναι έντονα λειασμένη, εκτός της μίας πλατιάς επιφάνειάς του, όπου υπάρχουν ανωμαλίες ενδεικτικές συντήρησης με οξύ, ενώ κατά τόπους υπάρχουν υπολείμματα ιζηματικών αποθέσεων. Μακροσκοπικά δεν διακρίνονται ίχνη χρήσης. ακ λ Μ. μέγ.: 35, Πλ. μέγ.: 27, Π. μέγ.: 22, Β: 32. Βότσαλο που χρησιμοποιήθηκε ως ενεργητικό εργαλείο τριβής. Έχει ωοειδές σχήμα και τομή κατά μήκος κοιλόκυρτηκυρτή. Η επιφάνεια χρήσης του είναι πεπλατυσμένη, ελάχιστα κοίλη κατά το μήκος και επίπεδη κατά το πλάτος. Καλύπτεται από ίχνη έντονης στίλβωσης και λεπτά γραμμίδια σε πολύ πυκνή διάταξη με κοινό προσανατολισμό, αυτόν του άξονα μήκους του. Κάποιες μικρές βαθύνσεις στην επιφάνεια χρήσης, όπως και η μικρή, ρηχή κοιλότητα στο κέντρο της είναι στοιχεία της φυσικής διαμόρφωσης του βοτσάλου. Οι υπόλοιπες όψεις του είναι λείες λόγω φυσικών διεργασιών (δράση του νερού) άλλωστε δεν υπάρχουν ίχνη χρήσης, ωστόσο η στίλβη που παρουσιάζεται σε δύο σημεία παθητικών επιφανειών (η επιφάνεια χειρισμού και η μία πλαϊνή) οφείλεται στην επαφή και τριβή με τα δάχτυλα του χρήστη. ακ λ Μ. μέγ.: 29, Πλ. μέγ.: 21, Π. μέγ.: 15, Β: 16. Μικρό βότσαλο, ακανόνιστου ωοειδούς περιγράμματος με επίπεδη κυρτή τομή κατά το μήκος. Όλες οι επιφάνειές του είναι λείες και ομαλοποιημένες, δεν διακρίνονται ωστόσο καθόλου γραμμίδια. ακ λ Μ. μέγ.: 48, Πλ. μέγ.: 36, Π. μέγ.: 22, Β: 62. Ασβεστόλιθος. Ακέραια σωζόμενο βότσαλο, ωοειδούς σχήματος και ασύμμετρης κατανομής, που χρησιμοποιήθηκε, χωρίς καμία επέμβαση διαμόρφωσης, ως ενεργητικό εργαλείο

250 τριβής. Έχει δύο πλατιές ενεργές επιφάνειες, επιπεδόκυρτες και κατά τους δύο άξονές τους. Φέρουν έντονη στίλβωση και συστάδες πολύ λεπτών και πυκνών γραμμιδίων, όχι ευδιάκριτων λόγω σύγχρονων εκδορών από την απόπειρα καθαρισμού του εργαλείου με νυστέρι. ΤΜΗΜΑΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΤΡΙΒΗΣ/ΑΛΕΣΗΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΧΡΗΣΗ ακ λ [Μ]: 144, [Πλ]: 48, Π. μέγ.: 44*, Β: 393. Λατυποπαγές. Τμήμα παθητικού εργαλείου τριβής άλεσης, θραυσμένο παράλληλα με τον άξονα μήκους του, με σχήμα επίμηκες, δακρύσχημο. Διατηρεί τμήμα μίας ενεργής επιφάνειας με αρκετά μεγάλο βαθμό κοίλανσης και τη χαρακτηριστική εικόνα μίας τριπτικής/αλεστικής επιφάνειας: έντονες εναλλαγές λειασμένων σημείων και βαθύνσεων συνθέτουν την αδρή υφή της. Το υλικό είναι πλούσιο σε εγκλείσματα μικρού και μεσαίου μεγέθους. Κατά τόπους έντονοι αποχρωματισμοί, σε εξωτερικές και θραυσμένες επιφάνειες, μαρτυρούν έκθεση του εργαλείου σε φωτιά μετά την θραύση του. Η οπίσθια όψη, και εν μέρει η δεξιά πλευρική, παρουσιάζουν ιδιόμορφη διαμόρφωση. Δίνει την εικόνα κάποιου είδους επάλειψης επίστρωσης και θυμίζει την υφή αργιλώδους υλικού. Η επιφάνεια, αν και λεία, δεν είναι ομαλή. Φέρει γραμμίδια βαθιά, έντονα και παράλληλα μεταξύ τους με κατεύθυνση τον άξονα μήκους του εργαλείου. Η θραυσμένη πλευρική όψη αντίθετα φέρει αδρή διαμόρφωση. ακ.2069 λ [Μ]: 163, [Πλ]: 51, [Π]: 90, Β: Λατυποπαγές. Μεγάλο κομμάτι πετρώματος, πιθανό θραύσμα εργαλείου τριβής. Δεν διατηρεί σαφή κατασκευαστικά ίχνη. Οι επιφάνειες έχουν αδρή και ακανόνιστη διαμόρφωση λόγω θραύσης τους, εκτός από μία που φέρει ιδιόμορφη διαμόρφωση ανάλογη με αυτή των ακ.1845 και 2269, θραύσματα και τα δύο εργαλείων τριβής άλεσης. Η εν λόγω επιφάνεια, παρ ότι τραχιά και ανώμαλη, φέρει κάποιο βαθμό απολείανσης. Διατηρεί έντονα ίχνη με τη μορφή γραμμιδίων μεγάλου πάχους και μήκους, κοινού προσανατολισμού κατά τον άξονα μήκους του τεμαχίου. ακ λ [Μ]: 89, [Πλ]: 68, [Π]: 41, Β: 302. Λατυποπαγές. Τμήμα εργαλείου τριβής άλεσης, ίσως ενεργητικού. Το κομμάτι, αν και πολύ αποσπασματικό, σώζει τμήμα της επιφάνειας χρήσης και μίας πλευρικής όψης. Η ενεργή επιφάνεια είναι κυρτή κατά τον άξονα μήκους και αρκετά επιπεδωμένη κατά το πλάτος. Φέρει σε όλη τη σωζόμενη έκτασή της λείανση λόγω χρήσης. Η πλευρική επιφάνεια είναι ιδιόμορφη και δίνει την εικόνα επάλειψής της με κάποιο αργιλούχο υλικό. Διατηρεί πυκνά και έντονα γραμμικά ίχνη με κοινή φορά, παράλληλη με τον επιμήκη άξονα του θραύσματος. ακ «ΧΡΩΜΑΤΟΤΡΙΠΤΗΣ» λ [Μ]: 47, Πλ. μέγ.: 24*, Π. μέγ.: 25*, Β: 50. Βασάλτης. Τμήμα λίθινου εργαλείου σε δεύτερη χρήση, ως «χρωματοτρίπτη». Έχει επίμηκες σχήμα με τομή ελλειψοειδή αμυγδαλόσχημη. Το άνω άκρο του απολήγει σε αμβλεία κόψη, ενώ το άλλο έχει θραυσθεί. Στις σωζόμενες επιφάνειες διακρίνονται ίχνη διαφοροποιημένης κατεργασίας, μίας επιμελημένης και μίας πιο αδρής. Η πρώτη αντιστοιχεί στην αρχική διαμόρφωση και χρήση του τεχνέργου, πιθανότατα ως εργαλείου με κόψη. Πρόκειται για προσεκτική διαμόρφωση με λεπτό σφυροκόπημα που στη συνέχεια απολειάνθηκε ομοιόμορφα μέσω τριβής, όχι ωστόσο σε βαθμό που να απαλειφθούν πλήρως τα αρνητικά ίχνη της

251 κρουστικής κατεργασίας. Στις υπόλοιπες όψεις του εργαλείου αδρή λάξευση «κόβει» τις επιφάνειες επιμελημένης διαμόρφωσης. Αντιπροσωπεύει ένα μεταγενέστερο επεισόδιο επέμβασης, με στόχο την αναδιαμόρφωση και επανάχρηση του αντικειμένου. Στο άκρο της εμπρόσθιας επιφάνειας σώζεται παχιά απόθεση ερυθρού χρώματος (Munshell: 10R 4/4 weak red 4/6 red) κυκλικού σχήματος, διαμέτρου 1 εκ. ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΑΠΟ ΣΧΙΣΤΩΔΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ακ λ [Μ]: 128, [Πλ]: 36, [Π]: 43, Β: 244. Γνεύσιος. Θραύσμα σχιστολιθικού πετρώματος με περίγραμμα παραλληλόγραμμο. Η μία πλατιά επιφάνεια είναι κοίλη κατά το μήκος, επίπεδη κατά το πλάτος και φέρει λείανση σε όλη τη σωζόμενη επιφάνειά της. Διακόπτεται κατά τόπους από βαθύνσεις που οφείλονται στη φυσική διαμόρφωση του πετρώματος. Διακρίνονται λίγα πυκνά γραμμίδια με κατεύθυνση παράλληλη προς τον άξονα μήκους του αντικειμένου. Οι υπόλοιπες όψεις είναι αδρές και ελαφρώς ακανόνιστες, με εξαίρεση τη μία πλευρική στενόμακρη επιφάνεια που, αν και όχι λεία, παρουσιάζει μία ομαλότητα. Δεν υπάρχουν ίχνη κατεργασίας. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 81, [Πλ]: 68, Π. μέγ.: 23*, Β: 177. Γνεύσιος. Τμήμα τριπτικού εργαλείου σωζόμενο αποσπασματικά, θραυσμένο από όλες τις πλευρικές επιφάνειές του. Η εμπρόσθια όψη είναι επιπεδόκοιλη και φέρει λείανση λόγω χρήσης. Η πίσω όψη είναι ανώμαλη και διατηρεί τη φυσική διαμόρφωση του φορέα, χωρίς ίχνη επεξεργασίας. ακ λ [Μ]: 90, [Πλ]: 55, Π. μέγ.: 20*, Β: 111. Γνεύσιος. Ακανόνιστου τριγωνικού περιγράμματος θραύσμα. Η μία πλατιά όψη φέρει στενή επιπεδωμένη ζώνη λείανσης, ελαφρώς υπερυψωμένη από την υπόλοιπη επιφάνεια, που είναι αδρή και κοίλη στην κατανομή. Δεν υπάρχουν ίχνη χρήσης. Αντιθέτως η διαμόρφωση του τεμαχίου παραπέμπει σε ακατέργαστο και μη χρησιμοποιημένο τμήμα πετρώματος. ακ λ. 182 ή 183. [Μ]: 64, [Πλ]: 51, Π. μέγ.: 52*, Β: 200. Σχιστόλιθος. Κομμάτι πετρώματος ακανόνιστου περιγράμματος. Οι δύο πλατιές παράλληλες όψεις είναι επιπεδωμένες και λείες, διατηρούν ωστόσο ανωμαλίες οφειλόμενες στο είδος του πετρώματος, ενώ δεν υπάρχουν ευδιάκριτα ίχνη που να υποδηλώνουν χρήση. ακ λ [Μ]: 85, [Πλ]: 59, [Π]: 15, Β: 97. Γνεύσιος. Θραύσμα πεπλατυσμένο και μικρό σε πάχος, χωρίς σαφή ίχνη διαμόρφωσης ή χρήσης. Η μία πλατιά του όψη είναι ανώμαλη, με κατά τόπους βαθύνσεις. Ένα τμήμα της φέρει λείανση που φαίνεται να είναι φυσική, ενώ η υπόλοιπη σωζόμενη έκτασή της έχει θραυσθεί και απολεπισθεί. ακ λ [Μ]: 73, [Πλ]: 50, Π. μέγ.: 32*, Β: 170. Σχιστόλιθος. Κομμάτι πετρώματος με μία πλατιά επιφάνεια αδρή και επιπεδωμένη, με ελάχιστο βαθμό κοίλανσης κατά το μήκος της. Οι υπόλοιπες όψεις είναι αδρές, με εξαίρεση μία στενόμακρη πλευρική επιφάνεια που είναι επίπεδη επιδόκυρτη και λεία, λόγω φυσικής διαμόρφωσης. Δεν υπάρχουν ευδιάκριτα ίχνη κατασκευής ή χρήσης. ακ λ [Μ]: 122, [Πλ]: 48, Π. μέγ.: 35*, Β: 302. Γνευσιοσχιστόλιθος.

252 Θραύσμα παραλληλόγραμμου σχήματος και επιπεδόκυρτης, κατά το πλάτος, τομής. Όλες οι επιφάνειες είναι αδρές και ανώμαλες, με εξαίρεση τη μία πλατιά όψη που παρουσιάζει λείανση. Η παράλληλη πεπλατυσμένη επιφάνεια φέρει αποχρωματισμό. ακ λ.184 μάλλον. [Μ]: 99, [Πλ]: 44, Π. μέγ.: 17*, Β: 87. Σχιστόλιθος. Κομμάτι πετρώματος, τριγωνικού περιγράμματος. Οι πλατιές επιφάνειες είναι επιπεδωμένες και η μία φέρει λείανση, χωρίς ωστόσο εμφανή ίχνη σκόπιμης επεξεργασίας ή χρήσης. ακ λ.240. [Μ]: 84, [Πλ]: 82, [Π]: 29, Β: 200. Γνεύσιος. Κομμάτι πετρώματος χωρίς ορατά ίχνη κατεργασίας και χρήσης. Η επιφάνεια σε πολλά σημεία της είναι φυσικά απολειασμένη. ακ λ.181. [Μ]: 113, [Πλ]: 83, Π. μέγ.: 24*, Β: 379. Σχιστόλιθος. Πεπλατυσμένο επίμηκες θραύσμα πετρώματος, σε δύο συνανήκοντα τεμάχια. Είναι αδιάγνωστο λόγω κακής διατήρησής του. Σε κάποια σωζόμενα σημεία εντοπίζεται λείανση και ομαλοποίηση, εντούτοις δεν διακρίνονται ίχνη κατασκευής ή χρήσης. ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΑΛΕΣΗΣ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ακ λ [Μ]: 36, [Πλ]: 29,[Π]: 11, Β: 13. Γάββρος. Θραύσμα λίθινου εργαλείου πολύ μικρών διαστάσεων. Είναι επίμηκες, τριγωνικού περιγράμματος, με ασύμμετρη κατανομή. Όλες οι όψεις του είναι ακανόνιστες, αποτέλεσμα θραύσης. Διατηρείται μονάχα ένα μικρό κομμάτι εξωτερικής επιφάνειας του εργαλείου, επίπεδο ως προς τους δύο άξονες και λειασμένο σε όλη την έκτασή του. ακ.1823 λ.243. [Μ]: 57, [Πλ]: 59, Π. μέγ.: 67*, Β: 257. Γνεύσιος. Πιθανό θραύσμα εργαλείου τριβής. Η κακή και πολύ αποσπασματική διατήρησή του δεν επιτρέπει σαφή αναγνώριση ιχνών. Σώζονται τμήματα δύο πιθανών παθητικών επιφανειών. Η μία, κοίλη κατά το μήκος, και λειασμένη, διατηρεί τη φυσική διαμόρφωση του υλικού. Στην άλλη όψη σώζονται πιθανά ίχνη αδρής διαμόρφωσης με λάξευση. Αποθέσεις ιζήματος υπάρχουν σε όλες τις επιφάνειες του θραύσματος. ακ λ.430. [Μ]: 99, [Πλ]: 98, [Π]: 43, Β: 520. Ψηφιδομιγές. Τμήμα εργαλείου τριβής από ψηφιδομιγές υλικό σκληρό και συμπαγές, πλούσιο σε εγκλείσματα. Η αποσπασματικότητά του δεν επιτρέπει την ανασύσταση του αρχικού σχήματος και μεγέθους του εργαλείου. Σώζεται μονάχα ένα μικρό τμήμα της ενεργής επιφάνειας. Είναι επίπεδη, έντονα ομαλοποιημένη και λειασμένη λόγω χρήσης, και κατά τόπους διατηρεί στίλβη. Υπάρχουν ελάχιστες βαθύνσεις λόγω αφαίρεσης εγκλεισμάτων με αποτριβή, αλλά κανένα ίχνος σφυροκοπήματος. Σχεδόν όλες οι επιφάνειες θραύσης καλύπτονται από παχιές και συμπαγείς ιζηματικές αποθέσεις. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 43, [Πλ]: 31,[Π]: 26, Β: 39. Αρκοζικός ψαμμίτης. Πολύ μικρό θραύσμα εργαλείου τριβής. Διατηρεί τμήμα της ενεργής επιφάνειας, επιπεδωμένης και κατά τους δύο άξονες, με έντονη λείανση που διακόπτεται από σημάδια αποσάθρωσης του υλικού. Δεν

253 σώζονται ίχνη διαμόρφωσης. Στην παράλληλη επιφάνεια υπάρχουν ίχνη καύσης. ακ λ.430. [Μ]: 105, [Πλ]: 43,[Π]: 90, Β: 547. Αρκοζικός ψαμμίτης. Τμήμα εργαλείου τριβής, σχετικά μεγάλων αρχικών διαστάσεων. Σώζονται μονάχα τμήματα δύο εξωτερικών παθητικών πλευρών του. Το αρχικό υπόβαθρο, κάποιος τραχύς λίθος, δέχθηκε πολύ αδρή κατεργασία διαμόρφωσης μέσω λάξευσης. ακ λ.182 ή 183. Β: 134. Ψηφιδομιγές. Θρυμματισμένο κομμάτι πετρώματος, ίσως κομμάτι εργαλείου τριβής, σε 4 συνανήκοντα κομμάτια. ακ.1939 λ.430. [Μ]: 91, [Πλ]: 39, [Π]: 56, Β: 203. Λατυποπαγές. Θραύσμα πετρώματος, διαβρωμένο, με ρωγμές και ενδείξεις καύσης. Οι επιφάνειες του είναι αδρές και ανώμαλες λόγω τυχαίας θραύσης, εκτός από μία πολύ αποσπασματικά σωζόμενη με πιθανά ίχνη λείανσης λόγω τριβής χρήσης και μίας πλευρικής όψης που φέρει πιθανά ίχνη αδρής λάξευσης. Πρόκειται ίσως για περιφερειακό θραύσμα εργαλείου τριβής που σώζει τμήμα της περιφέρειας της επιφάνειας χρήσης και μίας παθητικής επιφάνειας. ακ.1940 λ.430. [Μ]: 33, [Πλ]: 32, [Π]: 19, Β: 22. Ψαμμίτης. Πολύ μικρό θραύσμα, ίσως εργαλείου τριβής. Όλες οι όψεις είναι ανώμαλες λόγω θραύσης, πλην μίας ομαλοποιημένης και απολειασμένης, επίπεδης και κατά τους δύο άξονες. ακ λ. 182 ή 183 μάλλον. [Μ]: 89, [Πλ]: 83, Π. μέγ.: 33*, Β: 256. Μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος. Πιθανό τμήμα εργαλείου τριβής, με περίγραμμα ακανόνιστου τετραπλεύρου και επιπεδόκυρτη τομή και κατά τους δύο άξονες. Έχει μία επιφάνεια επιπεδωμένη και απολειασμένη, αν και έντονα αποσαθρωμένη. Έχει μικρό πάχος και έντονα ίχνη καύσης. Παρουσιάζει ομοιότητες με το ακ.2950: έχουν το ίδιο υλικό κατασκευής, την ίδια διαμόρφωση και ενδείξεις καύσης. ακ.2016 λ.430. [Μ]: 38, [Πλ]: 25, [Π]: 18, Β: 58. Ψηφιδομιγές. Τμήμα εργαλείου τριβής, σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης, θραυσμένο σε οχτώ πολύ μικρά κομμάτια. Το μεγαλύτερο διατηρεί επιφάνεια απολειασμένη, κυρτή και κατά τους δύο άξονες. ακ λ.243. [Μ]: 72, [Πλ]: 37, [Π]: 16, Β: 54. Σχιστόλιθος. Επίμηκες θραύσμα πιθανόν εργαλείου τριβής. Σώζει τμήμα επιφάνειας, ελαφρώς κοίλης κατά το μήκος και επίπεδης κατά το πλάτος, με έντονη λείανση. ακ λ.182 μάλλον. [Μ]: 40, [Πλ]: 18,[Π]: 25, Β: 18. Αρκοζικός ψαμμίτης. Πολύ μικρό θραύσμα εργαλείου τριβής. Σώζει ένα μικρό τμήμα της επιφάνειας χρήσης, με λείανση που διακόπτεται κατά τόπους από μικροαπολεπίσεις φθοράς. Δεν υπάρχουν ίχνη σφυροκοπήματος. ακ λ.240. [Μ]: 61, [Πλ]: 55,[Π]: 71, Β: 303. Αρκοζικός ψαμμίτης. Τμήμα πιθανού εργαλείου τριβής αποσπασματικά σωζόμενο, θραυσμένο σε 3 πλευρές του. Διατηρείται μικρό τμήμα

254 επιφάνειας με έντονη λείανση που διακρίνεται μονάχα κατά τόπους, λόγω φθοράς και ύπαρξης μικρών αποθέσεων ιζήματος. ακ.2206 λ.430. [Μ]: 57, [Πλ]: 31, [Π]: 41, Β: 275. Λατυποπαγές. Αποσαθρωμένο και θρυμματισμένο μέρος εργαλείου τριβής. Κάποια από τα κομμάτια σώζουν μικρά τμήματα απολειασμένων επιφανειών. ακ λ [Μ]: 126, [Πλ]: 74, Π. μέγ.: 64*, Β: 495. Ψηφιδομιγές. Τμήμα λίθινου εργαλείου τριβής, θραυσμένο στις τρεις πλευρές του. Σώζεται σε μεγαλύτερο βαθμό κατά τον κάθετο άξονα, δηλαδή το πάχος του, παρά κατά το μήκος και πλάτος του. Σύμφωνα με το σωζόμενο πάχος του πρέπει να ήταν αρκετά ευμεγέθες εργαλείο. Το τμήμα της επιφάνειας χρήσης που διατηρείται είναι επιπεδωμένο, ελαφρώς επιπεδόκυρτο και κατά τους δύο άξονες, και φέρει έντονη λείανση. Δεν διακρίνονται ίχνη διαμόρφωσης. Το υλικό είναι σκληρό, συμπαγές και βαρύ, με μικρά εγκλείσματα. ακ.2304 λ [Μ]: 64, [Πλ]: 32, [Π]: 20, Β: 44. Λατυποπαγές. Θραύσμα εργαλείου τριβής, πολύ μικρών διαστάσεων. Το σωζόμενο τμήμα της ενεργούς επιφάνειας είναι ελάχιστα κοίλο κατά το μήκος, επίπεδο κατά το πλάτος και φέρει λείανση που διακόπτεται από βαθύνσεις του υλικού. ακ λ.240. [Μ]: 33, [Πλ]: 22,[Π]: 15, Β: 15. Ψαμμίτης. Θραύσμα πολύ μικρών διαστάσεων. Διατηρεί ένα πολύ μικρό τμήμα ομαλοποιημένης επιφάνειας με λείανση, έντονη και ενιαία, που διακόπτεται από μικρές φθορές και ανωμαλίες. Η επιφάνεια είναι έντονα σκουρόχρωμη, πιθανή ένδειξη καύσης. ακ λ.240. [Μ]: 69, [Πλ]: 24, [Π]: 35, Β: 61. Λατυποπαγές. Θραύσμα εργαλείου τριβής. Διατηρεί πολύ μικρό τμήμα της επιφάνειας χρήσης, επίπεδης και κατά τους δύο άξονες. ακ.2950 λ. 181 μάλλον. [Μ]: 72, [Πλ]: 71, Π. μέγ.: 23*, Β: 170. Σχιστόλιθος. Μικρό θραύσμα εργαλείου τριβής. Διατηρεί τμήμα της επιφάνειας χρήσης και της παράλληλης παθητικής επιφάνειας. Η ενεργή όψη είναι έντονα ομαλοποιημένη και επιπεδωμένη, ελάχιστα κοίλη κατά πλάτος. Μόνο κατά τόπους σώζονται σημεία της αρχικής επιφάνειας, με μέτρια λείανση λόγω χρήσης. Τμήμα της φέρει αποχρωματισμό λόγω καύσης. ακ λ.243. [Μ]: 67, [Πλ]: 50,[Π]: 34, Β: 135. Ψηφιδομιγές. Δύο συνανήκοντα κομμάτια, πιθανόν τμήμα κάποιου εργαλείου τριβής. Όλες οι επιφάνειες είναι ανώμαλες πλην μίας που, αν και σε μεγάλο βαθμό αποσαθρωμένη, είναι επίπεδη και απολειασμένη. Το κομμάτι παρουσιάζει ενδείξεις έκθεσης στη φωτιά: οι επιφάνειές του είναι σκουρόχρωμες και σαθρές. Δεν είναι δυνατή η αναγνώριση ιχνών διαμόρφωσης. ακ λ.430 μάλλον. [Μ]: 85, [Πλ]: 113, [Π]: 75, Β: 866. Γρανίτης. Τμήμα εργαλείου τριβής έντονα αποσαθρωμένο. Η διατήρησή του δεν επιτρέπει την αναγνώριση ιχνών κατασκευής. Σώζεται τμήμα της ενεργής επιφάνειας, ελαφρώς κυρτής κατά το μήκος και το πλάτος,

255 με χαρακτηριστική λείανση λόγω τριβής, χωρίς ίχνη σφυροκοπήματος. Το αρχικό σχήμα και μέγεθος δεν μπορεί να ανασυσταθεί με βεβαιότητα. ακ λ.184. [Μ]: 107, [Πλ]: 21,[Π]: 50, Β: 125. Ψηφιδομιγές. Επίμηκες τμήμα εργαλείου τριβής, αποτελούμενο από δύο συνανήκοντα θραύσματα. Πρόκειται για περιφερειακό απολέπισμα από το σώμα του εργαλείου. Διατηρεί τμήμα της πλευρικής και της ενεργής όψης. Η επιφάνεια χρήσης φέρει λείανση με έντονη εναλλαγή επιπεδότητας και βαθύνσεων. Η πλαϊνή όψη είναι κυρτή και σώζει ίχνη διαμόρφωσης με λεπτή λάξευση. ακ λ.184. [Μ]: 80, [Πλ]: 44, [Π]: 48, Β: 159. Λατυποπαγές. Θραύσμα εργαλείου τριβής, μικρών διαστάσεων. Σώζει τμήμα της ενεργής επιφάνειας, η οποία είναι επίπεδη και κατά τους δύο άξονες και φέρει, σε ένα μικρό τμήμα της, έντονη λείανση λόγω τριβής. Δεν υπάρχουν ίχνη σφυροκοπήματος, μονάχα βαθύνσεις λόγω φθοράς και αφαίρεσης εγκλεισμάτων. Υπάρχουν μεγάλες αποθέσεις ιζήματος σε όλες τις επιφάνειες. ακ λ.184. [Μ]: 54, [Πλ]: 39,[Π]: 44, Β: 81. Ψαμμίτης. Θραύσμα τριπτού εργαλείου τριβής πολύ μικρών διαστάσεων, σε κακή κατάσταση διατήρησης. Είναι έντονα αποσαθρωμένο και φέρει στη μία όψη του βαθιές ρωγμές. Σώζει τμήμα της ενεργής και μίας πλευρικής όψης. Δεν διατηρούνται ίχνη κατασκευής. ακ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΡΟΥΣΗΣ λ.243. [Μ]: 60, [Πλ]: 56, [Π]: 25, Β: 143. Γάββρος. Θραύσμα ενεργητικού επικρουστικού στελέχους. Πρόκειται για μία ποταμίσια κροκάλα, ακανόνιστου σφαιροειδούς σχήματος με ελλειπτική τομή που συλλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε χωρίς πρότερη κατεργασία. Σώζεται η μία κυρτή όψη του εργαλείου. Καλύπτεται ολικά από πυκνές απολεπίσεις και ρωγμές, φθορές λόγω χρήσης. ακ λ.243. Μ. μέγ.: 43, Πλ. μέγ.: 39, Π. μέγ.: 38, Β: 114. Γάββρος. Ακέραια σωζόμενο βότσαλο, σφαιροειδούς σχήματος και ακανόνιστης ελλειπτικής τομής, που χρησιμοποιήθηκε ως ενεργητικό εργαλείο κρούσης χωρίς πρότερη επεξεργασία. Ίχνη χρήσης καλύπτουν ολικά την επιφάνειά του. Τα ίχνη αυτά, κρατήρες, ρωγμές, και αρνητικά απολέπισης λεπτών φολίδων, είναι μικρά, αβαθή, ομοιόμορφα και πυκνά. Μαρτυρούν χρήση του εργαλείου με ριχτή ελεγχόμενη επίκρουση ήπιας έντασης. ακ λ.183 μάλλον. [Μ]: 44, [Πλ]: 27, [Π]: 28, Β: 43. Γάββρος. Θραύσμα εργαλείου κρούσης. Σώζει μικρό τμήμα της συνολικής εξωτερικής επιφάνειάς του που καλύπτεται εξολοκλήρου από «κρατήρες» και απολεπίσεις, τα αρνητικά ίχνη κρούσης. Αρχικός φορέας ήταν μία κροκάλα, μικρού μεγέθους και σφαιρικού σχήματος, που χρησιμοποιήθηκε, χωρίς προηγούμενη κατεργασία. ακ λ.183. [Μ]: 56, [Πλ]: 32, [Π]: 27, Β: 79. Γάββρος. Θραύσμα εργαλείου κρούσης. Αρχικός φορέας ήταν μία σφαιρική κροκάλα, μικρών διαστάσεων. Διατηρείται μονάχα μία μικρή ζώνη της κυρτής εξωτερικής επιφάνειας. Δεν υπάρχουν ίχνη κατεργασίας, παρά μόνο πυκνά ίχνη χρήσης που καλύπτουν όλη την

256 σωζόμενη έκτασή της: «κρατήρες», απολεπίσεις και λιγοστές ουλές. Τα ίχνη αυτά, αν και μικρών διαστάσεων, είναι έντονα και κατά τόπους βαθιά. ακ.2988 λ.430 μάλλον. [Μ]: 28, Πλ. μέγ.: 41*, Π. μέγ.: 35*, Β: 66. Γάββρος. Ημίεργο εργαλείο με κόψη σε δεύτερη χρήση ως κρουστικό εργαλείο. Σώζεται αποσπασματικά, μονάχα το τμήμα της φτέρνας. Είναι ελαφρώς επιπεδωμένη, με αποκλίνουσες πλευρές, και τομή επιπεδόκυρτη. Η σωζόμενη επιφάνεια σώζει σε όλη της την έκταση ίχνη κατεργασίας με λεπτό και πυκνό σφυροκόπημα. Η ύπαρξη απολεπίσεων στην περιφέρεια της φτέρνας και περιμετρικά αυτής, που «κόβουν» τη σφυροκοπημένη επιφάνεια, μαρτυρεί μία μεταγενέστερη χρήση ως κρουστικού εργαλείου με το άκρο της φτέρνας ως ενεργή επιφάνεια. λ.243 μάλλον. [Μ]: 65, [Πλ]: 45, Π. μέγ.: 44*, Β: 165. Σερπεντινίτης. Τμήμα κροκάλας, ωοειδούς περιγράμματος. Οι σωζόμενες επιφάνειες έχουν ανώμαλη κατανομή και κατά τόπους διατηρούν φυσική απολείανση. Υπάρχουν μικρές συγκεντρώσεις απολεπίσεων, λόγω της κρουστικής χρήσης του τεχνέργου. ακ λ.243. Μ. μέγ.: 69, Πλ. μέγ.: 59*, Π. μέγ.: 57, Β: 383. Ροδιγκίτης. Ενεργητικό εργαλείο κρούσης, σφαιρικού σχήματος. Χρησιμοποιήθηκε χωρίς πρότερη κατεργασία. Η ακανόνιστη διαμόρφωση των όψεών του είναι αποτέλεσμα της χρήσης του για κρούσεις έντονης ισχύος. Τρεις από τις πλευρές του είναι εν μέρει θραυσμένες. Υπάρχουν σκουρόχρωμες και ανοιχτόχρωμες αποθέσεις σε τμήματα της επιφάνειας του εργαλείου αλλά και στις επιφάνειες θραύσης. ακ.4815 λ.181. [Μ]: 54, [Πλ]: 50, [Π]: 37, Β: 206. Διορίτης. Αποσπασματικά σωζόμενη κροκάλα, σφαιρικού σχήματος, που χρησιμοποιήθηκε ως κρουστικό εργαλείο χειρός, χωρίς καμία προεργασία διαμόρφωσης. Σώζεται αποσπασματικά, σε ποσοστό περίπου 1/4 του συνόλου της. Η εξωτερική επιφάνεια είναι ομαλή, σε κάποια σημεία περισσότερο απολειασμένη, στοιχείο της φυσικής διαμόρφωσης του φορέα, και διατηρεί κατά τόπους αρνητικά ίχνη κρούσης, σε πυκνές συγκεντρώσεις, μικρά σε μέγεθος και όχι ιδιαίτερα έντονα. Το εργαλείο αντανακλά μέτριο βαθμό χρήσης, σε εργασίες όχι ιδιαίτερης έντασης. Το υλικό κατασκευής είναι λεπτόκοκκο, σκληρό και βαρύ, ιδανικό για εργαλείο κρούσης. Ιζηματικές αποθέσεις υπάρχουν σε όλη την επιφάνεια, ιδιαίτερα στις επιφάνειες θραύσης. ακ ακ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΚΡΟΥΣΗΣ λ.243. Μ.μέγ.: 60, Πλ. μέγ.: 57, Π. μέγ.: 55, Β: 339. Διορίτης. Αποστρογγυλεμένη κυβοειδής κροκάλα που χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο τριβής κρούσης χωρίς καμία πρότερη επεξεργασία. Η διαμόρφωση των έξι, κυρτών και λείων, εδρών υπήρξε αποτέλεσμα της σταδιακής χρήσης τριβής. Τα λιγοστά αρνητικά ίχνη κρούσεων εντοπίζονται κατά βάση στις ακμές των επιφανειών, και σε μικρότερο βαθμό στην επιφάνεια των ίδιων των εδρών. Τα κρουστικά ίχνη, σχετικά μικρά και αβαθή, υποδηλώνουν εργασίες ήπιας έντασης. Μονάχα κατά τόπους κάποιες βαθιές, αλλά μικρές σε διαστάσεις, ουλές στο υλικό μαρτυρούν ισχυρότερα χτυπήματα. Οι επιφάνειες τριβής αν και ομαλοποιημένες, διατηρούν ένα βαθμό αδρότητας. Δεν εντοπίζονται γραμμίδια, ούτε περιοχές έντονης λείανσης και στίλβης.

257 ακ.1997 λ [Μ]: 56, Πλ. μέγ.: 79*, Π. μέγ.: 47*, Β: 343. Γάββρος. Αποσπασματικά σωζόμενο ενεργητικό εργαλείο τριβής με δύο επιφάνειες χρήσης. Είναι θραυσμένο ευθύγραμμα, παράλληλα προς τον άξονα πλάτους του. Σώζεται το ένα άκρο του, πιθανότατα το 1/3 ή λιγότερο του συνολικού μεγέθους του εργαλείου. Το αρχικό περίγραμμά του ήταν ελλειπτικόωοειδές, με ελλειπτική εγκάρσια τομή, κατά το πλάτος με τη μία επιφάνεια πιο επιπεδωμένη. Φορέας του εργαλείου ήταν μία κροκάλα που δέχθηκε μικρή, αλλά επιμελημένη, επέμβαση διαμόρφωσης στις πλαϊνές όψεις με ήπιο σφυροκόπημα και τριβή. Οι δύο παράλληλες, κυρτές επιφάνειες χρήσης, καλύπτονται από έντονη στίλβωση και φέρουν γραμμίδια, πυκνά και μεγάλου μήκους, με φορά παράλληλη προς τον άξονα πλάτους. Στη στενή πλευρά του σωζόμενου άκρου του εργαλείου εντοπίζονται συγκεντρώσεις ιχνών κρούσης. Διαφοροποιούνται από τα ίχνη του κατασκευαστικού σφυροκοπήματος, καθώς έχουν μεγαλύτερη ένταση και ακανόνιστη κατανομή, και αντανακλούν μία άλλη χρήση του τεχνέργου ως επικρουστικού στελέχους. Ίσως η λειτουργία αυτή να ήταν παράλληλη με την τριπτική, εφόσον τα ίχνη της δεν διακόπτουν τις επιφάνειες τριβής. ακ λ. 183 μάλλον ή 182. Μ.μέγ.: 94, Πλ. μέγ.: 56, Π. μέγ.: 47, Β: 482. Γάββρος. Ενεργητικό εργαλείο τριβής κρούσης («γουδοχέρι»). Έχει σχήμα επίμηκες κυλινδρικό, με μία πλευρά του επιπεδωμένη και τομή, κατά πλάτος, ασύμμετρη επιπεδόκυρτη. Η διαμόρφωσή του έγινε με πυκνό και χοντρό σφυροκόπημα που καλύπτει όλες τις σωζόμενες επιφάνειες, πέραν των δύο άκρων του. Το ένα εξ αυτών αποτελεί την επιφάνεια χρήσης (ενεργό άκρο). Είναι έντονα κυρτό και φέρει μικρά ίχνη κρούσης σε όλη του την επιφάνεια, ενώ ταυτόχρονα είναι έντονα ομαλοποιημένο, με μικρότερες, ήπια διαμορφωμένες, έδρες, ως αποτέλεσμα τριβής κατά τη χρήση. Στην περιφέρεια και την επιφάνεια του ενεργού άκρου υπάρχουν απολεπίσεις φθοράς. Το άλλο άκρο είναι θραυσμένο. Η κοίλη διαμόρφωσή του αντανακλά το αρνητικό ίχνος του φολιδόσχημου θραύσματος που αποκολλήθηκε από το σώμα του εργαλείου. Περιμετρικά του διατηρούνται απολεπίσεις και ουλές που διακόπτουν τα ίχνη ολικού σφυροκοπήματος και συνδέονται με το ίδιο επεισόδιο θραύσης. Ωστόσο στις ακμές θραύσης του άκρου διακρίνεται στενή ζώνη από λεπτότερα ίχνη σφυροκοπήματος, μαρτυρία δευτερογενούς επέμβασης μορφοποίησης επανασχεδιασμού του εργαλείου, μετά την θραύση του. ακ λ Μ. μέγ.: 75, Πλ. μέγ.: 74, Π. μέγ.: 60*, Β: 444. Δολερίτης. Αποσπασματικά σωζόμενη κροκάλα σφαιρικού σχήματος με χρήση τριπτικούκρουστικού στελέχους, πιθανόν για την σύνθλιψη και κονιοποίηση ουσιών. Η ενεργή επιφάνεια είναι θραυσμένη και διατηρούνται μονάχα τμήματα της περιφέρειάς της με συγκεντρώσεις πυκνού και πολύ λεπτού σφυροκοπήματος. Τα κατασκευαστικά αυτά ίχνη, με στόχο την αδρή διαμόρφωση της επιφάνειας χρήσης, φαίνεται να έχουν εν μέρει απολειανθεί μέσω τριβής. Η επιφάνεια αυτή διακόπτεται κατά τόπους από το σπάσιμο, που αντιπροσωπεύει μεταγενέστερο επεισόδιο. Στην επιφάνεια λαβής του εργαλείου υπάρχει βάθυνση ελλειπτικού σχήματος που φέρει ίχνη σφυροκοπήματος στις πλευρές και την περιφέρειά της. Πρόκειται για φυσική κοιλότητα της κροκάλας που δέχθηκε κατεργασία, ώστε να λειτουργήσει ως σημείο κρατήματος του εργαλείου. Μία μικρή περιοχή ήπιας στίλβωσης, που εντοπίζεται κοντά στη βάθυνση, πιθανόν προήλθε από την επαφή και τριβή με το χέρι του χρήστη. ακ. 2059

258 λ. 182 μάλλον ή 183. Μ.μέγ.: 72, Πλ. μέγ.: 47, Π. μέγ.: 43, Β: 268. Χαλαζιακό υλικό. Ακέραια σωζόμενο εργαλείο κρούσης. Ο αρχικός φορέας, μία κροκάλα επιμήκους ελλειπτικού σχήματος, έχει δεχθεί επεξεργασία με λάξευση σε όλες τις πλατιές όψεις του, ώστε να λάβουν πιο επιπεδωμένη ή κοίλη διαμόρφωση, για καλύτερο κράτημα στο χέρι. Όλη η υπόλοιπη επιφάνεια, τα δύο άκρα του και η μία πλευρική όψη, αλλά και οι ακμές των υπολοίπων, φέρουν ίχνη κρούσης. Στα δύο άκρα του παρατηρείται διαφοροποίηση: τα ίχνη είναι αρκετά εξομαλυσμένα και υπάρχουν ήπια διαμορφωμένες έδρες. Μαρτυρούν συνδυασμένη κρουστική τριπτική δράση, ίσως ανάλογη της χρήσης των γουδοχεριών (τα ίχνη στα ενεργά άκρα τους ομοιάζουν). Στις άλλες επιφάνειες τα ίχνη, μικρά και πυκνά, συνδέονται με χρήση του εργαλείου αποκλειστικά ως επικρουστικού στελέχους. Η μη αλληλοκάλυψη των δύο ειδών ιχνών και η διάταξή τους σε διακριτές επιφάνειες επιτρέπει να υποθέσουμε την παράλληλη άσκηση των δύο διαφορετικών ενεργειών. ακ λ Μ.μέγ.: 57*, [Πλ]: 36, Π. μέγ.: 44*, Β: 144. Ασβεστόλιθος. Κροκάλα μικρών διαστάσεων που σώζεται κατά το ήμισυ, θραυσμένη ευθύγραμμα. Το αρχικό περίγραμμά της ήταν ακανόνιστο ελλειπτικό, με τομή ωοειδή. Χρησιμοποιήθηκε χωρίς να υποβληθεί σε οποιαδήποτε κατεργασία διαμόρφωσης. Οι δύο παράλληλες, πλατιές πλευρές της είναι κυρτές και κατά τους δύο άξονες, έντονα λείες και στιλβωμένες λόγω χρήσης. Την επιφάνειά τους διατρέχουν επάλληλα λεπτά και επιμήκη γραμμίδια, χωρίς ενιαίο προσανατολισμό. Φαίνεται να τέμνουν την επιφάνεια στίλβης, υποδηλώνοντας μία αλληλουχία μάλλον διαφορετικών χρήσεων, παρά ταυτόχρονη διαμόρφωση γραμμιδίων και στίλβης. Στην περιφέρεια του εργαλείου, στις πλευρικές του όψεις, επάλληλα ίχνη κρούσης με μορφή μεγάλων αλλά αβαθών κρατήρων, διακόπτουν και παράλληλα περιορίζουν σε έκταση τις επιφάνειες στίλβωσης. ακ.4803 λ. 181 μάλλον. Μ.μέγ.: 45, Πλ. μέγ.: 32, Π. μέγ.: 25, Β: 65. Διορίτης. Ενεργητικό εργαλείο τριβής κρούσης, με δύο ενεργά άκρα. Έχει περίγραμμα ακανόνιστου τετραπλεύρου και τομή σχεδόν ορθογώνια, κυρτή κοίλη κατά μήκος, κυρτή κυρτή κατά πλάτος. Σώζεται σχεδόν ακέραιο με θραυσμένο ένα μικρό τμήμα της πλαϊνής και της μίας ενεργής όψης. Οι πλευρικές παθητικές όψεις είναι καλά λειασμένες μέσω αποτριβής και απολείανσης, ως κατασκευαστικής τεχνικής, μαρτυρώντας επιμελημένη διαμόρφωση του εργαλείου. Τα δύο ενεργά άκρα του φέρουν σε όλη την επιφάνειά τους ίχνη κρούσης που διακόπτουν στην περιφέρεια τη λείανση των πλαϊνών όψεων. Είναι πυκνά και μικρά στη μία, μεγαλύτερα στην άλλη. Οι επιφάνειες είναι ομαλοποιημένες και υπάρχουν διαμορφωμένες έδρες, ένδειξη ότι η λειτουργία του εργαλείου περιελάμβανε τριβή και κρούση. Το εργαλείο είναι παροπλισμένο. Οι αρχικές διαστάσεις του θα ήταν πολύ μεγαλύτερες, αλλά σταδιακά, μέσω της χρήσης, μειώθηκε το μήκος του. ακ ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]:68, Πλ.μέγ.: 30*,Π. μέγ.: 20*, [Β]: 72. Γρανίτης. Τμήμα αδιάγνωστου λίθινου τεχνέργου, αποσπασματικά σωζόμενου κατά το ήμισυ περίπου του μήκους του. Είναι επίμηκες με πλευρές ελάχιστα αποκλίνουσες και άκρο αποστρογγυλεμένο, κυρτό και αμβλύ. Η κατά πλάτος τομή του είναι ελλειπτική με τη μία πλατιά όψη έντονα κυρτή, και κατά τους δύο άξονες, και την άλλη κοίλη κατά το μήκος, κυρτή, αν και περισσότερο επιπεδωμένη, κατά το πλάτος. Ολόκληρη η επιφάνεια καλύπτεται από ίχνη σφυροκοπήματος,

259 λεπτότερα και πυκνότερα στη μία πλατιά όψη, χοντρότερα και πιο αραιά στην άλλη. Διακόπτουν λείανση που φαίνεται ότι κάλυπτε εξολοκλήρου το εργαλείο, υποδηλώνοντας δευτερεύουσα ολική κατεργασία της επιφάνειας άγνωστο αν συνδεόταν με δεύτερη χρήση του εργαλείου. Κατά τόπους στην εμπρόσθια όψη υπάρχουν απολεπίσεις φθοράς. Μία πυκνή συγκέντρωση μικρών απολεπίσεων εντοπίζεται στο σωζόμενο αμβλύ άκρο, όχι ωστόσο στην ακμή του, αλλά δίπλα σε αυτήν, και συνεπώς δεν συνδέονται με μία πιθανή χρήση του ως εργαλείου με κόψη. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]:115, [Πλ]: 46,[Π]: 74, [Β]: 281. Γάββρος. Μεγάλο θραύσμα ημίεργου εργαλείου. Σώζει τμήματα τριών όψεων που φέρουν ευδιάκριτα ίχνη κατεργασίας με λάξευση, αλλού αδρή και αλλού πιο λεπτή, πυκνή και επιμελημένη. Σε ένα σημείο διατηρείται επιφάνεια αρκετά απολειασμένη και διαφοροποιημένη χρωματικά, τμήμα της επιφάνειας του αρχικού φορέα, πιθανόν μίας κροκάλας. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]:54, [Πλ]: 46, [Π]: 30, [Β]: 99. Γάββρος. Πολύ αποσπασματικό τμήμα αδιάγνωστου λίθινου τεχνέργου. Σώζει τμήμα κυρτής επιφάνειας με ίχνη λάξευσης και σφυροκοπήματος, σε κάποια σημεία πυκνού και λεπτού. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]:78, [Πλ]: 43, [Π]: 33, [Β]: 162. Βασάλτης. Πολύ αποσπασματικό τμήμα τριπτού εργαλείου, αδιάγνωστου τύπου αλλά και σταδίου της βιογραφίας του (τελικό προς/σε χρήση ή ημίεργο). Σώζει τμήματα δύο επιφανειών. Η μία, κυρτή κατά μήκος, επίπεδη κατά πλάτος, φέρει λείανση, ενώ η άλλη, ανώμαλης διαμόρφωσης, διατηρεί ίχνη αδρού πελεκήματος. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]:43, [Πλ]: 38, [Π]: 36, [Β]: 83. Γάββρος. Μικρό θραύσμα που διατηρεί τμήματα δύο ομαλοποιημένων επιφανειών, χωρίς ευδιάκριτα ίχνη κατασκευής ή χρήσης. ακ λ [Μ]: 38, [Πλ]: 31, [Π]: 11, [Β]: 13. Γάββρος. Απολέπισμα ελλειπτικού περιγράμματος. Στη μία πλατιά επιφάνειά του παρουσιάζει ανώμαλη διαμόρφωση με πιθανά ίχνη λεπτής λάξευσης. ακ λ [Μ]: 25, [Πλ]: 24, [Π]: 11, [Β]: 9. Αρκοζικός ψαμμίτης. Θραύσμα πολύ μικρών διαστάσεων με όψεις ακανόνιστες και αδρές, αποτέλεσμα θραύσης, πλην μίας πλατιάς επιφάνειας που, αν και κατά τόπους διαβρωμένη, παρουσιάζει λείανση. Θα μπορούσε να είναι μία φυσικά λειασμένη επιφάνεια ή μία επιφάνεια τριπτού τεχνέργου απολειασμένη στα πλαίσια διαμόρφωσής του ή μέσω της χρήσης του. Δεν υπάρχουν ευδιάκριτα γραμμίδια. ακ λ. 183 μάλλον ή 182. [Μ]: 70, Πλ. μέγ.: 27*, Π. μέγ.: 35, [Β]: 82. Γάββρος. Επίμηκες, ελλειπτικού περιγράμματος, και τριγωνικής εγκάρσιας τομής κομμάτι ημίεργου τριπτού τεχνέργου. Σώζεται ένα άκρο του με ίχνη αδρής λάξευσης. ακ λ [Μ]: 44, [Πλ]: 34, [Π]: 18, [Β]: 26. Γάββρος.

260 Απολέπισμα ημίεργου εργαλείου. Σώζει τμήμα επιφάνειας με ίχνη λεπτής λάξευσης και σφυροκοπήματος. ακ λ [Μ]: 69, [Πλ]: 33, Π.μέγ.: 41, [Β]: 171. Ασβεστόλιθος. Τμήμα πιθανώς ημίεργου εργαλείου, με επιπεδόκυρτη τομή κατά πλάτος και επίμηκες αρχικό σχήμα. Σώζονται ίχνη αδρής λάξευσης, στις δύο παράλληλες όψεις και κατά τόπους ίχνη λεπτού και πυκνού σφυροκοπήματος. Σώζεται αποσπασματικά. Είχε σπάσει σε τρία κομμάτια, κατά το μήκος του, και (τουλάχιστον) το μεσαίο από αυτά κατά το ήμισυ του πλάτους του. ακ λ [Μ]: 83, [Πλ]: 41, [Π]: 17, [Β]: 75. Γάββρος. Μεγάλο λεπιδόσχημο απολέπισμα ημίεργου εργαλείου, ελλειπτικού σχήματος και τομής κατά πλάτος κυρτής κυρτής. Σώζει τμήμα μίας εξωτερικής επιφάνειας με σαφή ίχνη λάξευσης. Πρόκειται για προϊόν σκόπιμης επέμβασης, και ίσως προοριζόταν να δεχθεί ξεχωριστή κατεργασία για περαιτέρω διαμόρφωσή του. ακ λ [Μ]: 86, Πλ.μέγ.: 75*, Π.μέγ.: 54*, [Β]: 531. Γάββρος. Τμήμα ημίεργου εργαλείου. Σώζεται το ένα άκρο του, το 1/3 ή μικρότερο τμήμα του αρχικού. Είναι ελλειπτικού ελαφρώς ορθογωνισμένου περιγράμματος και ελλειπτικής τομής. Η κατεργασία υπήρξε προσεγμένη και περιελάμβανε αρχική διαμόρφωση με λάξευση και, συμπληρωματικά, με έντονο χοντρό σφυροκόπημα. ακ Πολύ μικρό θραύσμα τριπτού τεχνέργου. Διατηρεί τμήμα μίας εξωτερικής επιφάνειας, έντονα κυρτής κατά τον έναν άξονα, με μικρά ομοιόμορφα ίχνη σφυροκοπήματος. Πρόκειται είτε για ημίεργο, είτε για κομμάτι εξωτερικής παθητικής επιφάνειας εργαλείου σε/προς χρήση, όπου το σφυροκόπημα αποτέλεσε μέρος της τελικής του κατεργασίας χωρίς πρόθεση απαλοιφής του. ακ λ [Μ]: 58, [Πλ]: 48, [Π]: 12, [Β]: 47. Γάββρος. Απολέπισμα ημίεργου, ίσως εργαλείου με κόψη ή κάποιου ενεργητικού στελέχους τριβής κρούσης. Έχει ελλειπτικό περίγραμμα και μία σωζόμενη εξωτερική επιφάνεια κυρτή και κατά τους δύο άξονες. Όλη η επιφάνειά της καλύπτεται από πυκνά και ευδιάκριτα ίχνη σφυροκοπήματος, πλην ενός σημείου που έχει απολαξευθεί ή απολεπισθεί σε μεταγενέστερο στάδιο. ακ λ [Μ]: 41, [Πλ]: 19, [Π]: 12, [Β]: 12. Διορίτης. Θραύσμα ημίεργου εργαλείου. Διατηρεί μία εξωτερική επιφάνεια, κυρτή και κατά τους δύο άξονες, με ανώμαλη διαμόρφωση και συγκέντρωση ιχνών σφυροκοπήματος. ακ λ [Μ]: 42, Πλ. μέγ.: 29*, Π. μέγ.: 18*, [Β]: 38. Γάββρος. Πιθανό τμήμα ημίεργου τεχνέργου. Ακανόνιστου ελλειπτικού περιγράμματος και σχεδόν τραπεζιόσχημης τομής, επίπεδης επίπεδης, με δύο πεπλατυσμένες όψεις. Το ένα στενό άκρο είναι θραυσμένο. Η επιφάνεια σώζει ίχνη διαμόρφωσης με λεπτό και πυκνό σφυροκόπημα στις πλάγιες όψεις και τη μία πεπλατυσμένη, και ίχνη λάξευσης στην άλλη. λ. 184 μάλλον ή 243. [Μ]: 35, [Πλ]: 32, [Π]: 13, [Β]: 24. Γάββρος.

261 ακ.1753 ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ λ [Μ]: 128, [Πλ]: 116, [Π]: 22, [Β]: 412. Γνεύσιος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ.1784 λ [Μ]: 100, [Πλ]: 58, [Π]: 34, [Β]: 210. Ψηφιδομιγές. Θραύσμα πετρώματος ακανόνιστου τριγωνικού περιγράμματος χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ.1794 λ [Μ]: 88, [Πλ]: 40, [Π]: 21, [Β]: 80. Σερπεντινίτης. Θραύσμα πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 80, [Πλ]: 43, [Π]: 27, [Β]: 99. Γάββρος. Κομμάτι πρώτης ύλης χωρίς σαφή ίχνη κατεργασίας/χρήσης. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 61, [Πλ]: 45, [Β]: 47. Γάββρος. Απολέπισμα πετρώματος. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 42, [Πλ]: 39, [Β]: 310. Γάββρος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 84, [Πλ]: 66, [Β]: 17. Κροκαλοπαγές. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ.1813 λ [Μ]: 92, [Πλ]: 61, [Π]: 32, [Β]: 175. Σερπεντινίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ.1814 λ [Μ]: 68, [Πλ]: 49, [Π]: 28, [Β]: 94. Κροκαλοπαγές. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 41, [Πλ]: 22, [Π]: 21, [Β]: 29. Γνεύσιος. Μικρό ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 44, [Πλ]: 33, [Π]: 7, [Β]: 17. Σχιστόλιθος. Μικρό ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 51, [Πλ]: 35, [Β]: 45. Γάββρος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 39, [Πλ]: 24, [Β]: 16. Γάββρος. Απολέπισμα χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 107, [Πλ]: 70, [Β]: 740. Σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 76, [Πλ]: 62, [Π]: 17, [Β]: 111. Φυλλιτικός σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος.

262 ακ λ [Μ]: 105, [Πλ]: 69, [Π]: 20, [Β]: 163. Σχιστόλιθος. Μεγάλου μεγέθους κομμάτι πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας ή χρήσης. ακ.1846 λ [Μ]: 110, [Πλ]: 60, [Π]: 52, [Β]: 388. Γάββρος. Μεγάλο κομμάτι πετρώματος. ακ.1847 λ [Μ]: 78, [Πλ]: 45, [Π]: 42, [Β]: 156. Ψηφιδομιγές. Κομμάτι πετρώματος μεσαίου μεγέθους, με μεγάλη απόθεση ιζήματος. ακ.1848 λ [Μ]: 40, [Πλ]: 28, [Π]: 7, [Β]: 9. Σχιστόλιθος. Μικρό θραύσμα πετρώματος. ακ.1857 λ [Μ]: 105, [Πλ]: 49, [Π]: 28, [Β]: 182. Σχιστόλιθος. Κομμάτι πετρώματος με περίγραμμα επιμήκους, ακανόνιστου τετραπλεύρου. Η μία επιφάνειά του είναι αρκετά ομαλοποιημένη λόγω φυσικών παραγόντων. Δεν διακρίνονται σαφή ίχνη χρήσης, ούτε οποιασδήποτε μορφής κατεργασία. ακ λ. 182 ή 183. [Μ]: 47, [Πλ]: 40, [Β]: 34. Σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ. 182 ή 183. [Μ]: 46, [Πλ]: 37, [Β]: 29. Μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 36, [Πλ]: 32, [Β]: 8. Σερπεντινίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ. 430 μάλλον. [Μ]: 57, [Πλ]: 45, [Π]: 30, [Β]: 84. Γάββρος. Κομμάτι πετρώματος, ακανόνιστου τριγωνικού περιγράμματος και επιπεδόκυρτης τομής, χωρίς σαφή ίχνη κατεργασίας. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 35, [Πλ]: 26, [Β]: 25. Γάββρος. Απολέπισμα πετρώματος. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 48, [Πλ]: 25, [Β]: 15. Αμφιβολίτης. Απολέπισμα πετρώματος. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 30, [Πλ]: 15, [Π]7. Γάββρος. Λεπιδόσχημο απολέπισμα. Δεν σώζεται σε όλο το μήκος του. Σώζεται μονάχα το κάτω τμήμα του. Η μία πλατιά όψη κυρτώνει κατά το πλάτος σχηματίζοντας δύο επιμήκεις έδρες, εκ των οποίων η μία διατηρεί την επιφάνεια του «φλοιού» του πετρώματος πρώτης ύλης ή του τεχνέργου, από το σώμα του οποίου απολεπίσθηκε. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 68, [Πλ]: 67, [Β]: 143. Γάββρος. Κομμάτι πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 73, [Πλ]: 43, [Β]: 62. Γάββρος.

263 Κομμάτι πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 65, [Πλ]: 27, [Β]: 13. Γάββρος. Απολέπισμα. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 44, [Πλ]: 27, [Β]: 13. Γάββρος. Απολέπισμα τυχαίας θραύσης ή υποπροϊόν κατεργασίας. Σώζει τμήμα του «φλοιού» του πετρώματος με κάποια ίχνη, σε καμπυλόγραμμη διάταξη, ίσως από μικρές αποκρούσεις. Όλες οι άλλες επιφάνειες παρουσιάζουν ανώμαλη διαμόρφωση λόγω θραύσης. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 38, [Πλ]: 15, [Β]: 5. Γάββρος. Απολέπισμα χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ [Μ]: 91, [Πλ]: 60, [Π]: 20, [Β]: 190. Ασβεστόλιθος. Κομμάτι πετρώματος, με κοίλη κυρτή τομή κατά πλάτος, χωρίς ίχνη κατεργασίας ή/και ίχνη χρήσης. Διατηρεί τη φυσική διαμόρφωση του πετρώματος. Υπάρχει συμπαγής απόθεση ιζήματος αλλά και ίχνη από την προσπάθεια αφαίρεσής του. ακ λ [Μ]: 44, [Πλ]: 21, [Π]: 14, [Β]: 13. Σχιστόλιθος. Πολύ μικρού μεγέθους ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ. 184 ή 185 ή 186. [Μ]: 44, [Πλ]: 26, [Β]: 11. Αργιλικός σχιστόλιθος. Απολέπισμα πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ [Μ]: 81, [Πλ]: 63, [Π]: 27, [Β]: 224. Σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ. 183 μάλλον. [Μ]: 44, [Πλ]: 22, [Β]: 13. Σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 128, [Πλ]: 115, [Π]: 30, [Β]: 805. Σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ.1960 λ. 182 ή 183 μάλλον. [Μ]: 56, [Πλ]: 44, [Π]: 10. Γάββρος. Φολιδόσχημο απολέπισμα. ακ λ [Μ]: 49, [Πλ]: 36, [Π]: 7, [Β]: 16. Γάββρος. Λεπιδόσχημο απολέπισμα ελαφρώς ακανόνιστου, τριγωνικού περιγράμματος. Η μία πλατιά επιφάνειά του, ανώμαλη στη διαμόρφωσή της, διατηρεί τον φυσικό «φλοιό» του αρχικού φορέα. Στη μία πλευρά υπάρχει έντονη απόθεση ιζήματος. ακ λ [Μ]: 59, [Πλ]: 53, [Π]: 21, [Β]: 103. Γάββρος. Απολέπισμα πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ. 182 ή 183. [Μ]: 51, [Πλ]: 33, [Β]: 71. Αμφιβολίτης.

264 Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 78, [Πλ]: 72, [Β]: 238. Σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 57, [Πλ]: 34, [Π]: 33, [Β]: 72. Μεταγάββρος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ.1987 λ [Μ]: 69, [Πλ]: 19, [Π]: 8, [Β]: 14. Σχιστόλιθος. Επίμηκες κομμάτι πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ [Μ]: 58, [Πλ]: 44, [Π]: 33, [Β]: 100. Γάββρος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 55, [Πλ]: 38, [Π]: 37, [Β]: 155. Γάββρος. Κομμάτι πετρώματος με σχήμα ελαφρώς ακανόνιστου τετραπλεύρου. Η μία όψη διατηρεί τμήμα του «φλοιού» του πετρώματος. ακ λ. 183 μάλλον ή 182. [Μ]: 31, [Πλ]: 20, [Β]: 73. Σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος, πολύ μικρών διαστάσεων, με πιθανά ίχνη καύσης. ακ λ. 183 μάλλον ή 182. [Μ]: 86, [Πλ]: 43, [Π]: 13, [Β]: 8. Σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος με κατά τόπους φυσική απολείανση των επιφανειών του. ακ λ [Μ]: 91, [Πλ]: 79, [Π]: 24, [Β]: 191. Σχιστόλιθος. Δύο συνανήκοντα κομμάτια πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας. Έχουν υποστεί μεγάλο βαθμό αποσάθρωσης. ακ.2017 λ [Μ]: 60, [Πλ]: 36, [Π]: 29, [Β]: 105. Ασβεστόλιθος. Κομμάτι πετρώματος, σχήματος επιμήκους, ακανόνιστου τετραπλεύρου. Υπάρχει έντονη απόθεση σκληρού συμπαγούς ιζήματος σε όλη τη μία πλατιά όψη αλλά και σε τμήματα των υπολοίπων. Δεν διακρίνονται ίχνη κατεργασίας ή χρήσης. Οι πλατιές επιφάνειες είναι έντονα απολειασμένες λόγω φυσικών παραγόντων. Στη μία σωζόμενη στενή πλευρά υπάρχουν κάποια σποραδικά ίχνη αποκρούσεων που έχουν τυχαίο χαρακτήρα. Κάποια γραμμίδια στις πλατιές επιφάνειες είναι ίχνη της απόπειρας καθαρισμού από το ίζημα. ακ λ [Μ]: 40, [Πλ]: 16, [Π]: 14, [Β]: 10. Γάββρος. Απολέπισμα. Σώζει τμήμα του «φλοιού» του αρχικού φορέα. ακ λ [Μ]: 84, [Πλ]: 64, [Π]: 35, [Β]: 170. Γάββρος. Θραύσμα πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας ή/και χρήσης. Σώζει τμήμα της επιφάνειας του «φλοιού» του υλικού. ακ λ [Μ]: 43, [Πλ]: 24, [Π]: 13, [Β]: 17. Γάββρος.

265 Τμήμα λεπιδόσχημου απολεπίσματος. Διατηρεί τμήμα του «φλοιού» του πετρώματος από τον οποίο απολεπίσθηκε, καθώς και αποθέσεις καστανόχρωμου ιζήματος. ακ λ [Μ]: 54, [Πλ]: 36, [Π]: 12, [Β]: 19. Γάββρος. Πιθανό απολέπισμα κατεργασίας, επιμήκους σχήματος. Διατηρεί ίχνη απολεπίσεων. ακ λ [Μ]: 48, [Πλ]: 40, [Π]: 7, [Β]: 12. Γάββρος. Λεπτό απολέπισμα ακανόνιστου σχήματος. Στη μία επιφάνειά του σώζει στενή «ζώνη» πιθανών ιχνών απόκρουσης κατεργασίας με κρούση. ακ λ [Μ]: 40, [Πλ]: 31, [Π]: 25, [Β]: 26. Γάββρος. Απολέπισμα πρισμοειδούς σχήματος. ακ λ [Μ]: 39, [Πλ]: 18, [Π]: 6, [Β]: 5. Γάββρος. Επίμηκες, ελλειπτικού περιγράμματος λεπιδόσχημο απολέπισμα. ακ λ [Μ]: 37, [Πλ]: 20, [Π]: 6, [Β]: 5. Γάββρος. Επίμηκες απολέπισμα. ακ λ [Μ]: 36, [Πλ]: 26, [Π]: 7, [Β]: 6. Γάββρος. Απολέπισμα τριγωνικού σχήματος. ακ λ [Μ]: 34, [Πλ]: 22, [Π]: 8, [Β]: 7. Γάββρος. Απολέπισμα, ίσως υποπροϊόν κατεργασίας, με πιθανά ίχνη σφυροκοπήματος στη μία όψη του. ακ λ [Μ]: 31, [Πλ]: 20, [Π]: 12, [Β]: 6. Γάββρος. Απολέπισμα τριγωνικού περιγράμματος. ακ λ [Μ]: 27, [Πλ]: 25, [Π]: 6, [Β]: 5. Γάββρος. Απολέπισμα σχήματος ακανόνιστου τετραπλεύρου. ακ λ [Μ]: 34, [Πλ]: 16, [Π]: 4, [Β]: 3. Γάββρος. Απολέπισμα ελλειπτικού σχήματος. Σώζει τμήμα του «φλοιού» του αρχικού φορέα. ακ λ [Μ]: 98, [Πλ]: 61, [Π]: 37, [Β]: 190. Γνεύσιος. Μεγάλο θραύσμα πετρώματος, με ανώμαλες επιφάνειες, πλην ενός πολύ μικρού τμήματος ως ένα βαθμό απολειασμένου. Φαίνεται πιθανότερο να αποτέλεσε τυχαία διαμόρφωση. ακ λ [Μ]: 103, [Πλ]: 72, [Π]: 12, [Β]: 116. Σχιστόλιθος. Κομμάτι πετρώματος, χωρίς ίχνη κατεργασίας ή χρήσης. ακ λ [Μ]: 46, [Πλ]: 30, [Π]: 9, [Β]: 14. Ψαμμίτης.

266 Πολύ μικρό κομμάτι πετρώματος, χωρίς ίχνη διαμόρφωσης/χρήσης. ακ λ [Μ]: 100, [Πλ]: 66, [Π]: 64, [Β]: 418. Σχιστόλιθος. Κομμάτι πετρώματος τραπεζιόσχημου περιγράμματος. ακ λ [Μ]: 75, [Πλ]: 66, [Π]: 26, [Β]: 176. Γάββρος. Κομμάτι πετρώματος τετράπλευρου σχήματος. ακ λ [Μ]: 66, [Πλ]: 46, [Π]: 32, [Β]: 76. Γάββρος. Επίμηκες απολέπισμα ακανόνιστου σχήματος. ακ λ [Μ]: 70, [Πλ]: 50, [Π]: 10, [Β]: 45. Γάββρος. Πολύ λεπτό απολέπισμα, πιθανό υποπροϊόν κατεργασίας. Έχει περίγραμμα ωοειδές και φέρει στην περιφέρεια της μίας πλευράς του λεπτή «ζώνη» με αρνητικά ίχνη κρούσης σε πυκνή διάταξη. ακ λ [Μ]: 64, [Πλ]: 33, [Π]: 10, [Β]: 23. Γάββρος. Απολέπισμα ακανόνιστου ελλειπτικού σχήματος. ακ λ [Μ]: 113, [Πλ]: 93, [Π]: 82, [Β]: Γάββρος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ.2047 λ [Μ]: 78, [Πλ]: 56, [Π]: 15, [Β]: 76. Γάββρος. Απολέπισμα πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας, σχήματος ακανόνιστου ελλειπτικού. ακ λ [Μ]: 61, [Πλ]: 34, [Π]: 23, [Β]: 46. Ψαμμίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 33, [Πλ]: 21, [Π]: 9, [Β]: 7. Γάββρος. Λεπιδόσχημο απολέπισμα, επιμήκους ακανόνιστου σχήματος, με αιχμηρές ακμές. Δεν σώζεται σε όλο το μήκος του, αλλά έχει θραυσθεί ένα τμήμα του και σώζεται το κάτω τμήμα της. Η μία πλατιά όψη κυρτώνει κατά το πλάτος σχηματίζοντας δύο επιμήκεις έδρες, η μία εκ των οποίων διατηρεί την επιφάνεια του «φλοιού» του πετρώματος πρώτης ύλης ή του τεχνέργου, από το σώμα του οποίου απολεπίσθηκε. ακ λ. 182 μάλλον ή 183. [Μ]: 104, [Πλ]: 57, [Β]: 372. Γάββρος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ. 182 μάλλον ή 183. [Μ]: 84, [Πλ]: 38, [Β]: 52. Ψηφιδομιγές. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ. 182 μάλλον ή 183. [Μ]: 40, [Πλ]: 31, [Β]: 14. Ψαμμίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 107/42, [Πλ]: 87/30, [Π]: 24/15, [Β]: 239/22. Σερεκιτικός σχιστόλιθος.

267 Δύο κομμάτια, μη συνανήκοντα, χωρίς σαφή ίχνη κατεργασίας ή/και χρήσης. ακ λ [Μ]: 46, [Πλ]: 37, [Π]: 43, [Β]: 82. Ασβεστόλιθος. Τριγωνικού περιγράμματος θραύσμα πετρώματος, μικρών διαστάσεων, με κάποιες επιφάνειες φυσικά απολειασμένες. Δεν υπάρχουν ίχνη επεξεργασίας ή χρήσης. ακ λ. 185 ή 186. [Μ]: 85, [Πλ]: 77, [Π]: 19, [Β]: 166. Ψαμμίτης. Τμήμα ενός ακατέργαστου κομματιού πετρώματος που σώζεται σε τέσσερα συνανήκοντα τεμάχια, αποτέλεσμα μετααποθετικής θραύσης. Είναι επίμηκες και πεπλατυσμένο, με μία επιφάνεια φυσικά απολειασμένη. Δεν σώζει ίχνη κατασκευής ή χρήσης. ακ.2089 λ [Μ]: 147, [Πλ]: 34, [Π]: 24, [Β]: 125. Ασβεστόλιθος. Επίμηκες, ασύμμετρο κομμάτι πετρώματος σωζόμενο σε δύο συμπληρωματικά κομμάτια. Η θραύση είναι κάθετη σχεδόν στον άξονα μήκους του εργαλείου. Οι πλευρές είναι ανακόνιστες και ανώμαλες στη διαμόρφωσή τους. Απολήγουν σε κοφτερές ακμές. Η τομή κατά τον άξονα του πλάτους είναι ακανόνιστη τριγωνική. Δε διακρίνονται ίχνη χρήσης, ούτε ίχνη κατασκευής. ακ λ [Μ]: 28, [Πλ]: 26, [Π]: 12, [Β]: 10. Σερπεντινίτης. Μικρού μεγέθους, φολιδόσχημο κομμάτι ακατέργαστου πετρώματος με ίχνη καύσης. ακ λ. 183 μάλλον. [Μ]: 37, [Πλ]: 28, [Β]: 20. Σερπεντινίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ.2115 λ [Μ]: 132, [Πλ]: 86, [Π]: 38, [Β]: 444. Σχιστόλιθος μαρμαρυγιακός. Κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 87, [Πλ]: 55, [Π]: 41, [Β]: 160. Γάββρος. Μεγάλου μεγέθους θραύσμα πετρώματος. Υπάρχουν ίχνη από προσπάθειες συντήρησης αφαίρεσης του ιζήματος. ακ λ [Μ]: 45, [Πλ]: 32, [Π]: 17, [Β]: 35. Σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 49, [Πλ]: 15, [Π]: 9, [Β]: 6. Γάββρος. Επίμηκες στενόμακρο απολέπισμα με ελαφρώς καμπύλη διαμόρφωση. Η μία κυρτή όψη του διατηρεί τμήμα του «φλοιού» του αρχικού φορέα. ακ λ. 240 μάλλον. [Μ]: 48 / 45, [Πλ]: 44 / 41, [Π]: 12 / 15, [Β]: 43. Αργιλούχος άμμος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 70, [Πλ]: 24, [Π]: 22, [Β]: 35. Ψηφιδομιγές. Μικρό θραύσμα πετρώματος, επίμηκες, ακανόνιστου σχήματος. Δεν σώζει σαφή ίχνη κατεργασίας ή / και χρήσης. ακ λ [Μ]: 60, [Πλ]: 31, [Β]: 30. Σερεκιτικός σχιστόλιθος.

268 Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 30, [Πλ]: 31, [Β]: 14. Σερεκιτικός σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 88, [Πλ]: 84, [Π]: 20, [Β]: 216. Φυλλιτικός σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 51, [Πλ]: 20, [Π]: 11, [Β]: 9. Γάββρος. Απολέπισμα, πιθανό θραύσμα κατεργασίας ή χρήσης, ακανόνιστου ελλειπτικού περιγράμματος, με λιγοστά πιθανά ίχνη κρούσης σε μία στενή καμπυλόγραμμη ακμή. ακ λ [Μ]: 50, [Πλ]: 34, [Π]: 10, [Β]: 19. Γάββρος. Απολέπισμα χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ [Μ]: 45, [Πλ]: 41, [Β]: 68. Φυλλίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 60, [Πλ]: 56, [Π]: 34, [Β]: 107. Διορίτης. Θραύσμα ακανόνιστου σχήματος, χωρίς ίχνη χρήσης ή ευδιάκριτα ίχνη διαμόρφωσης. ακ λ [Μ]: 58, [Πλ]: 30, [Π]: 22, [Β]: 45. Μεταβασάλτης. Κομμάτι πετρώματος, ακανόνιστου τριγωνικού περιγράμματος και τραπεζοειδούς τομής. Δεν διακρίνονται ίχνη κατεργασίας ή χρήσης. ακ λ [Μ]: 48, [Πλ]: 41, [Π]: 11, [Β]: 19. Γάββρος. Απολέπισμα ακανόνιστου γωνιώδους περιγράμματος. ακ λ [Μ]: 45, [Πλ]: 32, [Π]: 38, [Β]: 49. Αρκοζικός ψαμμίτης. Κομμάτι πετρώματος, μικρών διαστάσεων. Όλες οι όψεις του είναι θραυσμένες και ανώμαλες στη διαμόρφωσή τους. Μονάχα μία διατηρεί ένα πολύ μικρό κομμάτι επιφάνειας απολειασμένης και επιπεδωμένης και κατά τους δύο άξονες. ακ λ [Μ]: 59, [Πλ]: 23, [Π]: 26, [Β]: 32. Ψηφιδομιγές. Κομμάτι πετρώματος, με μικρή επιφάνεια φυσικής λείανσης. ακ λ [Μ]: 82 / 85, [Πλ]: 82 / 48, [Π]: 18 / 17, [Β]: 118 / 66. Σχιστόλιθος. Δύο λεπτά πεπλατυσμένα κομμάτια σχιστολιθικής πλάκας που δεν συγκολλούνται. Δεν διακρίνονται ίχνη χρήσης ούτε κατεργασίας. Η έντονα ανώμαλη διαμόρφωση των επιφανειών οφείλεται σε φυσικούς παράγοντες. ακ.2877 λ [Μ]: 83, [Πλ]: 68, [Π]: 21, [Β]: 145. Σχιστόλιθος. Ακανόνιστου ελλειπτικού περιγράμματος θραύσμα χωρίς ίχνη διαμόρφωσης ή/και χρήσης. Μία επιφάνεια παρουσιάζει αρκετά ομαλοποιημένη διαμόρφωση από φυσικά αίτια, με κατά τόπους ανωμαλίες (βαθύνσεις και εξογκώματα).

269 ακ λ [Μ]: 42, [Πλ]: 21, [Π]: 12, [Β]: 11. Σχιστόλιθος. Κομμάτι πετρώματος χωρίς ίχνη κατασκευής / χρήσης. ακ λ [Μ]: 24, [Πλ]: 17, [Π]: 11, [Β]: 5. Σχιστόλιθος. Πολύ μικρών διαστάσεων ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 39, [Πλ]: 25, [Π]: 13, [Β]: 16. Ψηφιδομιγές. Κομμάτι πετρώματος χωρίς ίχνη κατασκευής / χρήσης. ακ λ [Μ]: 34, [Πλ]: 23, [Π]: 14, [Β]: 14. Ασβεστόλιθος. Πολύ μικρών διαστάσεων ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 35, [Πλ]: 20, [Π]: 6, [Β]: 5. Γάββρος. Θραύσμα πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας / χρήσης. ακ.2966 λ [Μ]: 44, [Πλ]: 30, [Π]: 17, [Β]: 32. Σχιστόλιθος. Κομμάτι πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας / χρήσης. ακ λ [Μ]: 48, [Πλ]: 37, [Π]: 9, [Β]: 23. Σχιστόλιθος. Απολέπισμα χωρίς ίχνη κατεργασίας / χρήσης. ακ λ [Μ]: 45, [Πλ]: 36, [Π]: 14, [Β]: 24. Γρανίτης. Τριγωνικού σχήματος απολέπισμα που διατηρεί κάποια ίχνη απόκρουσης στην επάνω στενή του πλευρά. Δεν υπάρχουν ίχνη χρήσης. ακ λ. 184 μάλλον ή 243. [Μ]: 78, [Πλ]: 33, [Π]: 13, [Β]: 32. Γάββρος. Απολέπισμα χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ. 184 μάλλον ή 243. [Μ]: 40, [Πλ]: 18, [Π]: 6, [Β]: 5. Σερπεντινίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ. 184 μάλλον ή 243. [Μ]: 39, [Πλ]: 42, [Π]: 32, [Β]: 52. Διορίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 32, [Πλ]: 21, [Π]: 6, [Β]: 5. Γάββρος. Απολέπισμα επιμήκους τριγωνικού σχήματος και ασυμμετρικής κατανομής. Η μία πλατιά επιφάνεια, επίπεδη κατά το μήκος, κυρτή κατά το πλάτος, φέρει πιθανά ίχνη κατεργασίας με λεπτή λάξευση. ακ λ. 240 ίσως. [Μ]: 27, [Πλ]: 20, [Π]: 4, [Β]: 2. Γάββρος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 62, [Πλ]: 34, [Π]: 36, [Β]: 81. Σερπεντινίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος.

270 ακ λ [Μ]: 58, [Πλ]: 57, [Π]: 36, [Β]: 136. Σχιστοψαμμίτης. Τριγωνικού περιγράμματος και μικρών διαστάσεων κομμάτι πετρώματος. Υπάρχει έντονη απόθεση ιζήματος στη θραυσμένη πλευρά, το υλικό είναι αρκετά σαθρό. ακ λ [Μ]: 42, [Πλ]: 40, [Π]: 38, [Β]: 65. Διορίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 58, [Πλ]: 24, [Π]: 7, [Β]: 12. Γάββρος. Επίμηκες απολέπισμα, ελλειπτικού σχήματος, πιθανό υποπροϊόν κατεργασίας. Διατηρεί ένα πολύ μικρό τμήμα επιφάνειας με πιθανά ίχνη σφυροκοπήματος. ακ λ [Μ]: 28, [Πλ]: 21, [Π]: 8, [Β]: 3. Γάββρος. Μικρό απολέπισμα χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ [Μ]: 31, [Πλ]: 24, [Π]: 6, [Β]: 3. Γάββρος. Μικρό απολέπισμα χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ [Μ]: 39, [Πλ]: 21, [Π]: 4, [Β]: 2. Σχιστόλιθος. Πολύ μικρό απολέπισμα χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ [Μ]: 65, [Πλ]: 33, [Π]: 13, [Β]: 28. Σερπεντινίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 62, [Πλ]: 44, [Π]: 13, [Β]: 39. Γάββρος. Θραύσμα πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ [Μ]: 24, [Πλ]: 20, [Π]: 8 [Β]: 4. Γάββρος. Απολέπισμα χωρίς ίχνη κατεργασίας. ακ λ [Μ]: 30, [Πλ]: 28, [Π]: 12 [Β]: 10. Σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 110, [Πλ]: 92, [Π]: 75 [Β]: 867. Σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 66, [Πλ]: 54, [Π]: 28, [Β]: 124. Διορίτης. Κομμάτι πετρώματος με περίγραμμα ακανόνιστου τετραπλεύρου, χωρίς ίχνη κατασκευής ή χρήσης. Μία στενή επιφάνειά του παρουσιάζει διαφοροποιημένη υφή, σώζει πιθανόν τμήμα του φλοιού του πετρώματος. ακ λ [Μ]: 36, [Πλ]: 29, [Π]: 9, [Β]: 9. Γάββρος. Απολέπισμα ακανόνιστου ελλειπτικού περιγράμματος. ακ λ. 182 ίσως. [Μ]: 71, [Πλ]: 64, [Π]: 69, [Β]: 447. Γάββρος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος που σώζει τμήμα του φυσικού «φλοιού».

271 ακ λ [Μ]: 95, [Πλ]: 65, [Π]: 37, [Β]: 274. Γάββρος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος μεσαίου μεγέθους. ακ λ [Μ]: 114, [Πλ]: 84, [Π]: 67, [Β]: 676. Γάββρος. Μεγάλο ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος χωρίς ίχνη κατεργασίας. Η μία πλατιά επιφάνεια καλύπτεται από συμπαγή απόθεση ιζήματος. ακ λ [Μ]: 46, [Πλ]: 26, [Π]: 6, [Β]: 10. Σχιστόλιθος. Κομμάτι πετρώματος χωρίς ίχνη κατασκευής / χρήσης. ακ λ [Μ]: 59, [Πλ]: 56, [Π]: 15, [Β]: 41. Μάρμαρο. Απολέπισμα πετρώματος. ακ λ. 243 μάλλον. [Μ]: 25, [Πλ]: 18, [Π]: 5, [Β]: 3. Γάββρος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ [Μ]: 82, [Πλ]: 45, [Π]: 30, [Β]: 132. Γρανίτης. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. ακ λ. 243 μάλλον. [Μ]: 82, [Πλ]: 57, [Π]: 19, [Β]: 90. Φυλλιτικός σχιστόλιθος. Ακατέργαστο κομμάτι πετρώματος. λ [Μ]: 60, [Πλ]: 30, [Π]: 17, [Β]: 24. Γάββρος. Επίμηκες λεπιδόσχημο απολέπισμα. ακ λ [Μ]: 44, [Πλ]: 26, [Π]: 6, [Β]: 7. Γάββρος. Επίμηκες απολέπισμα, λεπτό με ασύμμετρες κοφτερές ακμές. Όλες οι επιφάνειές του είναι ανώμαλες και φέρουν αποθέσεις ιζήματος. ακ λ [Μ]: 46, [Πλ]: 24, [Π]: 8, [Β]: 12. Γάββρος. Απολέπισμα, επίμηκες, ελλειπτικού περιγράμματος. ακ λ [Μ]: 34, [Πλ]: 27, [Π]: 6, [Β]: 7. Γάββρος. Απολέπισμα, επίμηκες, ακανόνιστου περιγράμματος, με κοφτερές ακμές. ακ λ [Μ]: 23, [Πλ]: 23, [Π]: 5, [Β]: 3. Γάββρος. Μικρό απολέπισμα, τριγωνικού περιγράμματος. ακ λ [Μ]: 22, [Πλ]: 18, [Π]: 5, [Β]: 2. Γάββρος. Μικρό απολέπισμα με ακανόνιστο τετράπλευρο περίγραμμα. ακ λ [Μ]: 26, [Πλ]: 13, [Π]: 4, [Β]: 2. Γάββρος. Μικρό, επίμηκες απολέπισμα, με ακανόνιστο περίγραμμα. ακ. 4865

272 ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΕΡΥΘΡΟΧΡΩΜΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΙΧΝΗ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ ακ.614 λ Μ. μέγ.: 27, Πλ. μέγ.: 23, Π. μέγ.: 7. Τριγωνικού περιγράμματος κομμάτι πετρώματος, χρώματος 10R 4/3 (weak red). Η μία όψη του είναι ακανόνιστα θραυσμένη, η διαμόρφωση όμως του διατηρημένου τμήματος υποδεικνύει ότι είχε μάλλον πυραμιδοειδές σχήμα, ανάλογο του ακ Οι σωζόμενες επιφάνειες καλύπτονται από έντονη λείανση και, κατά τόπους μόνο, στίλβη. Διατηρούνται πυκνές συγκεντρώσεις γραμμιδίων κοινού μεταξύ τους προσανατολισμού, διαφορετικής όμως κατεύθυνσης από έδρα σε έδρα. ακ.615 λ. 182 ή 183. Μ. μέγ.: 22, Πλ. μέγ.: 20, Π. μέγ.: 10. Κομμάτι πετρώματος χρώματος 10 R 4/3 (weak red). Έχει τριγωνικό περίγραμμα και πολλαπλές διαμορφωμένες έδρες. Καλύπτονται όλες από έντονη λείανση και κατά τόπους στίλβη. Σε όλες τις επιφάνειες διακρίνονται πυκνές συγκεντρώσεις έντονων γραμμιδίων με κοινό προσανατολισμό σε κάθε έδρα. Κατά τόπους υπάρχουν απολεπίσεις φθοράς. ακ.616 λ. 184 ή 185 ή 186. Μ. μέγ.: 30, Πλ. μέγ.: 27, Π. μέγ.: 8. Θραύσμα πετρώματος με περίγραμμα ακανόνιστου τετραπλεύρου και χρώμα 10R 4/3 (weak red) 3/4 (dusky red). Διατηρείται μία επιφάνεια με έντονη λείανση και στίλβη, και πυκνά γραμμίδια, αλλού λεπτότερα και αλλού παχύτερα. Οι άλλες όψεις είναι ακανόνιστα θραυσμένες. ακ.617 λ Μ. μέγ.: 71, Πλ. μέγ.: 36, Π. μέγ.: 22. Πολυεδρικό κομμάτι πετρώματος, χρώματος 2,5 YR 4/3 (reddish brown) 4/2 (weak red), θραυσμένο κατά τον άξονα μήκους. Οι μη θραυσμένες επιφάνειες έχουν διαμορφωμένες έδρες και καλύπτονται από έντονη ενιαία λείανση και κατά τόπους στίλβη. Υπάρχουν συγκεντρώσεις λεπτών γραμμιδίων, λιγότερο ορατών σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια ερυθρών πετρωμάτων, κάτι που ίσως οφείλεται σε διαφορετική σύστασή τους. ακ.627 λ Μ. μέγ.: 35, Πλ. μέγ.: 11, Π. μέγ.: 9. Επίμηκες κομμάτι πετρώματος, χρώματος 10R 4/1 (dark reddish grey) 4/2 (weak red). Όλες οι επιφάνειες του παρουσιάζουν αδρή διαμόρφωση λόγω ακανόνιστης θραύσης. ακ.3006 λ Μ. μέγ.: 29, Πλ. μέγ.: 10, Π. μέγ.: 10. Επίμηκες κομμάτι πετρώματος, τριγωνικής τομής, χρώματος 10R 4/2 (weak red) 3/2 (dusky red). Δύο από τις τρεις στενόμακρες επιφάνειές του διατηρούν ενιαία λείανση και στίλβη. Υπάρχουν γραμμίδια κοινού προσανατολισμού, λιγοστά στη μία επιφάνεια, λεπτότερα και περισσότερα στην άλλη. ακ.4840 λ. 243 μάλλον. Μ. μέγ.: 35, Πλ. μέγ.: 28, Π. μέγ.: 22. Ακανόνιστου σχήματος κομμάτι πετρώματος, χρώματος 2,5YR 4/3 (reddish brown). Τμήμα της επιφάνειάς του φέρει ήπιας έντασης διαμορφωμένες έδρες και έντονη λείανση.

273 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

274

275 ΣτρώμαΒ ΣτρώμαΓ ΣτρώμαΔ Εικόνα2:Λεπτομέρειατουανασκαφικούσχεδίου-οιυπόεξέτασηλάκκοι. Εικόνα3:ΣτρώμαΑ -Χωρικήκατανομήτωνλάκκωντουστρώματος.

276

277 Εικόνα6:ΣτρώμαΑ -Χωρικήκατανομήτωνλάκκωντουστρώματος. Εικόνα7:Αποψητουχώρου. Ηθέσητουγηλόφου(μπροστά)καιτηςανασκαφήςτου1998/1999(πίσω).

278 Εικόνα8:Στρωματογραφικήκατανομήτουσυνόλουτωνλάκκων.

279 Εικόνα 9: Πυθμένας του λάκκου 240 κατά τόπους καμένος. Εικόνα 10: Λάκκος 430.

280 Εικόνα11α:ΤούμπαΚρεμαστήΚοιλάδα-πλάνοαπότηνανασκαφήτου1999. Εικόνα11β:ΤούμπαΚρεμαστήΚοιλάδα-πλάνοαπότηνανασκαφήτου1999.

281 Εικόνα12:Σχεδιαστικήαπόδοσητουτρόπουοριοθέτησηςτωνεπιφανειώνενόςτεχνέργου. Τομήκατάτονάξοναμήκουςτου τριπτήρα,κατάτονάξοναπλάτουςτης μυλόπετρας. 1.Ενεργητικόστέλεχοςμήκουςίσουμετοπλάτοςτουπαθητικού 2.Ενεργητικόστέλεχοςμήκουςμεγαλύτερουτουπλάτουςτουπαθητικού 3.Ενεργηικόστέλεχοςμήκουςμικρότερουτουπλάτουςτουπαθητικού Τομήκατάτονάξοναπλάτουςτου τριπτήρα,κατάτονάξοναμήκουςτης μυλόπετρας. Α.Κίνησητουενεργητικούστελέχουςκάθετουπροςτηνεπιφάνειατουπαθητικού Β.Κίνησητουενεργητικούστελέχουςμεελαφριάταλάντωσήτουωςπροςτονάξονατουμήκουςτου Εικόνα13:Μορφολογικήαντιστοιχίατωνδύοστελεχώντουεργαλειακούζεύγουςτριβής-άλεσης. Διαφορετικέςεκδοχέςσυμπληρωματικήςδιαμόρφωσηςτωνεπιφανειώνχρήσηςτους.

282 Εικόνα14:ακ.2025,aposterioriπαθητικόεργαλείοτριβήςμεκοίλανση. Γραμμίδιαπαράλληλαπροςτονάξοναμήκουςτουεργαλείου. Εικόνες15και16:ακ.1745-Ενεργητικόεργαλείοτριβής-άλεσης.Επιπεδοποίησητωνκόκκωντου πετρώματοςκαιβαθύνσειςλόγωαφαίρεσηςεγκλεισμάτωνκαιφυσικήςδιαμόρφωσηςτουυλικού. Εικόνες17και18:ακ.2088-Βότσαλομεενεργητικήτριπτικήλειτουργία. Στίλβηκαιπυκνάγραμμίδιακοινούπροσανατολισμού.

283 Εικόνα19:ακ.2407-Εργαλείομεκόψη.Μικροαπολεπίσειςτμημάτωντουενεργούάκρου. Εικόνες20και21:ακ.2441-Παθητικόεργαλείοτριβής-άλεσης.Επιφάνειαμεέντονηαποσάθρωση. Εικόνες22και23:ακ.1845-Τμήμαεργαλείουτριβής-άλεσηςσεδεύτερηχρήση. Λεπτομέρειααπότηνεπιφάνειαμετηνιδιαίτερηδιαμόρφωση.

284

285

286

287

288

289 Εικόνα36:ακ.1966-Ημίεργοεργαλείομεκόψη. Εμπρόσθιαεπιφάνεια. Εικόνα37:ακ.4842-Ημίεργοεργαλείομεκόψη. Εμπρόσθιαεπιφάνεια. Εικόνα38:ακ.2967-Ημίεργοεργαλείομεκόψη. Εμπρόσθια,δεξιάπλευρική,οπίσθιαεπιφάνειακαιτομήκατάμήκος.

290

291

292

293 Εικόνα45:ακ.2405-Παθητικόεργαλείοτριβής-άλεσης.Εμπρόσθιακαιοπίσθιαόψη.

294 Εικόνα46:ακ.2405-Παθητικόεργαλείοτριβής-άλεσης. Τομήκατάπλάτος,εμπρόσθιαενεργήεπιφάνειακαιτομήκατάμήκος. Εικόνες47και48:ακ.2405.Λεπτομέρειεςαπότηναριστερήπλευρικήεπιφάνεια.

295

296 Εικόνα52:ακ.2066-Παθητικόεργαλείοτριβής-άλεσης.Εμπρόσθιακαιοπίσθιαόψη. Εικόνες53και54:ακ.2353-Παθητικόεργαλείοτριβής. Εμπρόσθιαόψηκαιπλάγιαλήψη.

297

298 Εικόνα58:ακ.1752-Παθητικόεργαλείοτριβής-άλεσης.Εμπρόσθιαεπιφάνειαεργασίαςκαιοπίσθιαόψη. Εικόνα59:ακ.2441-Παθητικόεργαλείοτριβής-άλεσης.Τομήκατάμήκοςκαιεμπρόσθιαεπιφάνειαεργασίας.

299

300 Εικόνα63:ακ.2122-Παθητικόεργαλείοτριβής,ειδικήκατηγορία. Εμπρόσθια,οπίσθιαόψηκαιτομήκατάπλάτος. Εικόνα64:ακ.3158-Παθητικόεργαλείοτριβής,ειδικήκατηγορία. Εμπρόσθιακαιοπίσθιαόψη.

301

302 Εικόνα68:ακ.2236-Aposterioriπαθητικόεργαλείοτριβής. Τομήκατάπλάτοςκαικατάμήκος,εμπρόσθιακαιοπίσθιαόψη. Εικόνα69:ακ.2025-Aposterioriπαθητικόεργαλείοτριβής. Κατάπλάτοςτομή,εμπρόσθιαόψη,κατάμήκοςτομήκαιοπίσθιαεπιφάνεια.

303 Εικόνα70:ακ.1751-Aposterioriπαθητικόεργαλείοτριβής. Τομήκατάμήκος,εμπρόσθιαόψη,τομήκατάπλάτος. Εικόνα71:ακ.1751.

304 Εικόνα72:ακ.2061-Ακόνι.Εμπρόσθιακαιοπίσθιαόψη,επάνωκαικάτωτομήκατάπλάτος

305

306 Εικόνα75:ακ.2969-Πλευρικόθραύσμαενεργητικούεργαλείουτριβής-άλεσης. Εμπρόσθιαεπιφάνεια,τομήκατάμήκοςκαιοπίσθιαόψη. Εικόνα76:ακ.2402-Πλευρικόαπολέπισμαενεργητικούεργαλείουτριβής-άλεσης. Εμπρόσθιαεπιφάνειαεργασίας,τομήκατάμήκοςκαιοπίσθιαόψη.

307

308 Εικόνα79:ακ.1745-Ενεργητικόεργαλείοτριβής-άλεσης. Εμπρόσθιαεπιφάνεια,κατάμήκοςτομή,οπίσθιαόψη. Εικόνα80:ακ.4108-Ενεργητικόεργαλείοτριβής-άλεσης.Εμπρόσθιακαιοπίσθιαόψη.

309 Εικόνα81:ακ.1885-Ενεργητικόεργαλείοτριβής-άλεσης.Εμπρόσθιαεπιφάνειαχρήσης, τομήκατάμήκος,οπίσθιαεπιφάνειαχρήσηςκαιτομήκατάπλάτος. Εικόνα82:ακ.1783-Ενεργητικόεργαλείοτριβής-άλεσης. Πλάγιαόψηκαιεμπρόσθιαεπιφάνειαχρήσης.

310

311 Εικόνα85:ακ.2974-Ενεργητικόεργαλείοτριβής-άλεσης. Εμπρόσθιαενεργήκαιοπίσθιαπαθητικήόψη, τομήκατάμήκος. Εικόνα86:ακ.2974-Λεπτομέρεια διαμόρφωσηςακμών.

312 Εικόνα87:ακ Ενεργητικόεργαλείοτριβής-άλεσης. Εμπρόσθιαεπιφάνειαχρήσης,τομήκατάμήκος, οπίσθιαόψηκαιτομήκατάπλάτος. Εικόνα88:ακ.1900-Ενεργητικόεργαλείοτριβής-άλεσης.Εμπρόσθιακαιοπίσθιαόψη.

313

314 Εικόνα92:ακ.1908-Εργαλείολείανσης.Ενεργήεπιφάνειακαιπλάγιαόψη (Σχέδιοσεκλίμακα1:1,Δ.Γκουλιάφας). Εικόνα93:ακ.1983-Εργαλείολείανσης/στίλβωσης. Ενεργήεπιφάνεια. Εικόνα94:ακ.3100-Εργαλείολείανσης. Ενεργήεπιφάνεια. Εικόνα95:ακ.4880-Εργαλείολείανσης/στίλβωσης. Εμπρόσθιαόψη,τομήκατάμήκος,οπίσθιαόψη.

315 Εικόνα96:ακ.4107-Εργαλείολείανσης/στίλβωσης. Εμπρόσθιαενεργήόψηκαιοπίσθιαπαθητική. Εικόνα97:ακ.2022-Κομμάτισχιστώδους πετρώματος.μίαπλατιάόψη. Εικόνα98:ακ.4040-Κομμάτισχιστώδους πετρώματος.μίαπλατιάόψη.

316 Εικόνα99:ακ.1817-Βότσαλο.Εμπρόσθιαόψη,τομήκατάμήκοςκαιοπίσθιαόψη. Εικόνα100:ακ.1901-Βότσαλο.Εμπρόσθιαόψη,τομήκατάμήκοςκαιοπίσθιαόψη. Εικόνα101:ακ.1955-Βότσαλο.Εμπρόσθιακαιοπίσθιαόψη.

317 Εικόνα102:ακ.1845-Εργαλείοτριβήςσεδεύτερηχρήση.Τομήκατάμήκος,εμπρόσθιακαιοπίσθιαόψη. Εικόνα103:ακ.3050-Χρωματοτρίπτης.Εμπρόσθιακαιοπίσθιαόψη. Εικόνες104και105:Τοπιθανόίχνοςχρωστικήςουσίας.

318 Εικόνα106:ακ.1793-Αδιάγνωστοτριπτότέχνεργο.Πλευρικήόψη, εμπρόσθια,τομήκατάμήκοςκαιοπίσθιαεπιφάνεια. Εικόνα107:ακ.3153-Μεγάλοαπολέπισμααδιάγνωστουεργαλείου. Εμπρόσθιακαιοπίσθιαεπιφάνεια. Εικόνα108:ακ.2266-Μεγάλοαπολέπισμααδιάγνωστουεργαλείου. Εμπρόσθιακαιοπίσθιαεπιφάνεια.

319

320

321

322

323 Εικόνα125:ακ.2012-Γουδοχέρι.Εμπρόσθιακαι οπίσθιαόψη,άνωάκροκαικάτω-ενεργό. Εικόνα126:ακ.1818-Εργαλείοτριβής-κρούσης. Τρειςενεργέςόψεις. Εικόνα127:ακ.2014-Εργαλείοτριβής-κρούσης.Εμπρόσθιαεπιφάνειαχρήσηςκαιπλευρικέςόψεις.

324 Εικόνα128:ακ.4803-Εργαλείοτριβής-κρούσης. Εμπρόσθια,οπίσθιαόψηκαιδύοενεργάάκρα. Εικόνα129:ακ.2409-Εργαλείοτριβής-κρούσης. Εμπρόσθια,οπίσθιακαιπλευρικήόψη. Εικόνα130:ακ.2059-Εργαλείοτριβής-κρούσης. Εμπρόσθια,οπίσθιαόψηκαιδύοενεργάάκρα.

325 Εικόνα131: Σχεδιαστικήαπόδοσητωνδιαφόρων μορφολογικώντύπωνενεργώνάκρων πουπροέκυψανμέσωτηςχρήσηςστο πλαίσιοπειραμάτωντουb.poisonnier. Εικόνα132και133:Φωτογραφίεςτουεργαλειακούτύπου1(εικ.131). Προφίλκαιλεπτομέρειατουενόςενεργούάκρου.

326

327 Εικόνα137:Λεπτομέρειααπόταίχνηστηνεπιφάνεια τουακ.615, θραύσματοςερυθρόχρωμουπετρώματος. Εικόνα138:Λεπτομέρειααπόταίχνηστηνεπιφάνειατουακ.617, θραύσματοςερυθρόχρωμουπετρώματος. Εικόνα139:Γραμμίδιαστηνεπιφάνειαβοτσάλου πουπροέκυψανπειραματικάμέσωτηςτριβής ξερούδέρματοςμετηνπαρεμβολήώχρας (μεγέθυνση5x). Εικόνα140:Γραμμίδια(μεγέθυνση17x)

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων Νίκος Ναγόπουλος Για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας χρησιμοποιούνται ποσοτικές ή/και ποιοτικές μέθοδοι που έχουν τις δικές τους τεχνικές και

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Σπύρος Τσιπίδης Γεω - οπτικοποίηση χωρωχρονικών αρχαιολογικών δεδομένων Περίληψη διατριβής H παρούσα εργασία

Διαβάστε περισσότερα

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο Σχολή ΣΑΚΕ Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Σπουδών ΕΛΠΟΛ Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό Θεματική Ενότητα ΕΛΠ42

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Η καθημερινή ζωή στις κοινότητες της 5ης

Διαβάστε περισσότερα

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΑΝΙΑΤΣΑΣ' Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης» Α. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Το θέμα του συνεδρίου, Ήέες πόλεις πάνω σε παλιές", είναι θέμα με πολλές

Διαβάστε περισσότερα

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ 1 Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ Η ποιοτική έρευνα έχει επιχειρηθεί να ορισθεί με αρκετούς και διαφορετικούς τρόπους εξαιτίας

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος [IA11] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Α Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (1100-480 π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος Πηγές και μέθοδοι (συνέχεια) Ο κλασικός αρχαιολόγος ταξινομεί το υλικό του: Κατά χρονική

Διαβάστε περισσότερα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 21

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 21 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η ραγδαία αύξηση της διαθεσιμότητας των παρεχόμενων πληροφοριών σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (επαγγελματικούς και μη), σε συνδυασμό

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014 Η ΚΘ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Επιστημονική Ομάδα των Ανασκαφών Αυγής οργανώνουν για πέμπτη χρονιά εκπαιδευτικές δράσεις με αφορμή

Διαβάστε περισσότερα

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο Μορφές Εκπόνησης Ερευνητικής Εργασίας Μαρία Κουτσούμπα Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι «η τηλεδιάσκεψη». Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε ερευνητικό ερώτημα που θέσαμε πριν από λίγο Κουτσούμπα/Σεμινάριο

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας 1 Δρ. Αλέξανδρος Αποστολάκης Email: aapostolakis@staff.teicrete.gr Τηλ.: 2810379603 E-class μαθήματος: https://eclass.teicrete.gr/courses/pgrad_omm107/

Διαβάστε περισσότερα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παιδική ηλικία είναι ένα ζήτημα για το οποίο η κοινωνιολογία έχει δείξει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα βρίσκεται υπό εξέλιξη ένα πρόγραμμα

Διαβάστε περισσότερα

Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας. Μυλωνά Ιφιγένεια

Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας. Μυλωνά Ιφιγένεια Ποιοτικοί μέθοδοι έρευνας Μυλωνά Ιφιγένεια Έρευνες για την απόκτηση πληροφοριών η γνωμών από τους χρήστες Χρησιμοποιήθηκαν από τις κοινωνικές επιστήμες για τη χρήση κοινωνικών φαινομένων Ο όρος «ποιοτική

Διαβάστε περισσότερα

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Σ Χ Ο Λ Η Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ω Ν Τομέας 1 -Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ ΟΔΟΣ: ΠΑΤΗΣΙΩΝ 42, ΑΘΗΝΑ 10682 ΤΗΛ: 010-772

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ: 3028/2002 ΦΕΚ: Α 153/28.06.2002 ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΘΡΟ 1: ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ 1. Στην προστασία που παρέχεται

Διαβάστε περισσότερα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Προϊστορικές Κοινωνίες Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα Ντούσκα Ούρεμ-Κώτσου durem@hist.auth.gr Νεολιθική εποχή μόνιμη εγκατάσταση Νεολιθική εποχή Αρχή της παραγωγής της τροφής. Νεολιθική εποχή Αρχή της καλλιέργειας

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan)

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) On-the-fly feedback, Upper Secondary Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan) Τάξη: Β Λυκείου Διάρκεια ενότητας Μάθημα: Φυσική Θέμα: Ταλαντώσεις (αριθμός Χ διάρκεια μαθήματος): 6X90

Διαβάστε περισσότερα

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» «Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)» Εισαγωγικά Στη σημερινή πρώτη μας συνάντηση θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με απλό και ευσύνοπτο τρόπο

Διαβάστε περισσότερα

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Μάρκος Κατσιάνης Ανασκαφική Μεθοδολογία και Σχεδιασμός Πληροφοριακού Συστήματος για τη Διαχείριση Αρχαιολογικών Τεκμηρίων

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου Κάποιες έννοιες Επιστήμη : κάθε συστηματικό πεδίο μελέτης ή σύστημα γνώσης που έχει ως σκοπό

Διαβάστε περισσότερα

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΣΑ88: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το σεμινάριο βοηθά τους φοιτητές να εμπεδώσουν

Διαβάστε περισσότερα

ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΙΣΧΥΟΥΝ ΤΟ ΔΕΠΠΣ

Διαβάστε περισσότερα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η δημιουργικότητα είναι η λειτουργία που επιτρέπει στο νου να πραγματοποιήσει ένα άλμα, πολλές φορές εκτός του αναμενόμενου πλαισίου, να αναδιατάξει τα δεδομένα με απρόσμενο τρόπο, υπερβαίνοντας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ιωάννα Καταπίδη, PhD, Research Fellow, University of Birmingham

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ιωάννα Καταπίδη, PhD, Research Fellow, University of Birmingham ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Ιωάννα Καταπίδη, PhD, Research Fellow, University of Birmingham Περιεχόμενο Ορισμοί Παραδοσιακοί οικισμοί στην Ελλάδα Κριτήρια επιλογής και δημιουργίας των οικισμών

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Τομέας Έρευνας ΚΕΘΕΑ Η ποιοτική έρευνα επιχειρεί να περιγράψει, αναλύσει, κατανοήσει, ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα, έννοιες ή συμπεριφορές επιχειρεί να απαντήσει το γιατί

Διαβάστε περισσότερα

Ερευνητικές Εργασίες

Ερευνητικές Εργασίες Ερευνητικές Εργασίες 1. Οδηγίες μεθοδολογίας της έρευνας, συλλογής δεδομένων και εξαγωγής συμπερασμάτων. 2. Συγγραφή της ερευνητικής εργασίας. Απόστολος Ντάνης Σχολικός Σύμβουλος Η ΜΕΘΟΔΟΣ PROJECT Επιλογή

Διαβάστε περισσότερα

Τρόποι αναπαράστασης των επιστημονικών ιδεών στο διαδίκτυο και η επίδρασή τους στην τυπική εκπαίδευση

Τρόποι αναπαράστασης των επιστημονικών ιδεών στο διαδίκτυο και η επίδρασή τους στην τυπική εκπαίδευση Τρόποι αναπαράστασης των επιστημονικών ιδεών στο διαδίκτυο και η επίδρασή τους στην τυπική εκπαίδευση Κ. Χαλκιά Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών 2 Το διαδίκτυο: αποτελεί ένα νέο διδακτικό

Διαβάστε περισσότερα

Κατάλογος Εικόνων και Πινάκων... xi Εκδοτική Επιτροπή... xiii Πρόλογος...xv. ΜΕΡΟΣ 1ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΤΥΠΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ

Κατάλογος Εικόνων και Πινάκων... xi Εκδοτική Επιτροπή... xiii Πρόλογος...xv. ΜΕΡΟΣ 1ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΤΥΠΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κατάλογος Εικόνων και Πινάκων... xi Εκδοτική Επιτροπή... xiii Πρόλογος...xv ΜΕΡΟΣ 1ο ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΤΥΠΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ 1. Πληροφοριακή Συμπεριφορά: Εισαγωγή... 3 1.1.

Διαβάστε περισσότερα

Εννοιολογική Ομοιογένεια

Εννοιολογική Ομοιογένεια Ιόνιο Πανεπιστήμιο Τμήμα Αρχειονομίας Βιβλιοθηκονομίας Εργαστήριο Ψηφιακών Βιβλιοθηκών και Ηλεκτρονικής Δημοσίευσης Εννοιολογική Ομοιογένεια Αξιοποίηση Ταξινομικών Συστημάτων Γεωργία Προκοπιάδου, Διονύσης

Διαβάστε περισσότερα

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών Πηγή: Δημάκη, Α. Χαϊτοπούλου, Ι. Παπαπάνου, Ι. Ραβάνης, Κ. Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών: μια ποιοτική προσέγγιση αντιλήψεων μελλοντικών νηπιαγωγών. Στο Π. Κουμαράς & Φ. Σέρογλου (επιμ.). (2008).

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.) ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (Π.Ι.Ε.)

Διαβάστε περισσότερα

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10

<5,0 5,0 6,9 7 7,9 8 8,9 9-10 ΚΡΙΤΗΡΙΑ Εύρος θέματος Τίτλος και περίληψη Εισαγωγή Βαθμολογία

Διαβάστε περισσότερα

εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151)

εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151) εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151) Βασική (ή Καθαρή) και Εφαρμοσμένη 1 Η Βασική ή Καθαρή έρευνα δεν στοχεύει σε οικονομικά ή κοινωνικά οφέλη και δεν καταβάλλονται προσπάθειες για την εφαρμογή

Διαβάστε περισσότερα

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Σύνοψη κεφαλαίου Σύνδεση θεωρίας και ανάλυσης Επεξεργασία ποιοτικών δεδομένων Δεοντολογία και ανάλυση ποιοτικών δεδομένων Αξιολογώντας την ποιότητα των ποιοτικών ερευνών Εισαγωγή

Διαβάστε περισσότερα

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία Μετά τον εντοπισμό και καθορισμό των αρχαιολογικών θέσεων, καθώς και τη μεταφορά των απαραίτητων υλικών και εργαλείων, το επόμενο σημαντικό στάδιο είναι η ανασκαφή

Διαβάστε περισσότερα

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Εισαγωγή Η χώρα μας απέκτησε Νέα Προγράμματα Σπουδών και Νέα

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ στη «ΝΑΥΤΙΛΙΑ»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ στη «ΝΑΥΤΙΛΙΑ» ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ στη «ΝΑΥΤΙΛΙΑ» ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ

Διαβάστε περισσότερα

Η αποκάλυψη της τεχνικής της δομής ενός έργου τέχνης, αναγκαίο εργαλείο για την αναγνώριση και λύση των προβλημάτων συντήρησης και διατήρησής του.

Η αποκάλυψη της τεχνικής της δομής ενός έργου τέχνης, αναγκαίο εργαλείο για την αναγνώριση και λύση των προβλημάτων συντήρησης και διατήρησής του. Η αποκάλυψη της τεχνικής της δομής ενός έργου τέχνης, αναγκαίο εργαλείο για την αναγνώριση και λύση των προβλημάτων συντήρησης και διατήρησής του. Μελέτη υποδομής για την συντήρηση του εντοίχιου ζωγραφικού

Διαβάστε περισσότερα

ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Επιστημολογία κοινωνικής έρευνας ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΣ: Νικόλαος Ναγόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου

ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Επιστημολογία κοινωνικής έρευνας ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΣ: Νικόλαος Ναγόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Επιστημολογία κοινωνικής έρευνας ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΣ: Νικόλαος Ναγόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου ΣΤΟΧΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: Η κοινωνική έρευνα επιχειρεί να ανταποκριθεί και να ανιχνεύσει

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016 ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016 ΚΕΘΕΑ Τομέας Έρευνας Η ποιοτική έρευνα επιχειρεί να περιγράψει, αναλύσει, κατανοήσει, ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016 ΚΕΘΕΑ Τομέας Έρευνας Η ποιοτική έρευνα επιχειρεί να περιγράψει, αναλύσει, κατανοήσει, ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα,

Διαβάστε περισσότερα

ΔΙΔΑΚΤΙΚΉ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΏΝ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΉ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΏΝ ΔΙΔΑΚΤΙΚΉ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΏΝ 2. Εκπαιδευτικό Λογισμικό για τα Μαθηματικά 2.1 Κύρια χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού λογισμικού για την Διδακτική των Μαθηματικών 2.2 Κατηγορίες εκπαιδευτικού λογισμικού για

Διαβάστε περισσότερα

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία

Περιεχόμενα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έρευνα και θεωρία Περιεχόμενα Σχετικά με τους συγγραφείς... ΧΙΙΙ Πρόλογος... XV Eισαγωγή...XVΙΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Κατευθύνσεις στην έρευνα των επιστημών υγείας Εισαγωγή... 1 Τι είναι η έρευνα;... 2 Τι είναι η έρευνα των επιστημών

Διαβάστε περισσότερα

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης: «Σπουδές στην Εκπαίδευση» Οδηγός Σχολιασμού Διπλωματικής Εργασίας (βιβλιογραφική σύνθεση) ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: «ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676)

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676) Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676) Το Τμήμα Το Τμήμα με το νόμο 4521/2018 εντάχτηκε στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής μετά την κατάργηση του ΤΕΙ Αθήνας. Το Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (# 252) Ε ΕΞΑΜΗΝΟ 9 η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΛΙΓΗ ΘΕΩΡΙΑ Στην προηγούμενη διάλεξη μάθαμε ότι υπάρχουν διάφορες μορφές έρευνας

Διαβάστε περισσότερα

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση

12 Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ στην εκπαιδευση προλογοσ Το βιβλίο αυτό αποτελεί καρπό πολύχρονης ενασχόλησης με τη θεωρητική μελέτη και την πρακτική εφαρμογή του παραδοσιακού χορού και γράφτηκε με την προσδοκία να καλύψει ένα κενό όσον αφορά το αντικείμενο

Διαβάστε περισσότερα

Έρευνα για την Απόδοση των Κοινωνικών Επιχειρήσεων

Έρευνα για την Απόδοση των Κοινωνικών Επιχειρήσεων Έρευνα για την Απόδοση των Κοινωνικών Επιχειρήσεων Σάνδρα Κοέν και Ελένη Σαλαβού Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ελλάδα Υπεύθυνη Επικοινωνίας: Ελένη Σαλαβού, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Πατησίων 76,

Διαβάστε περισσότερα

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Επιστημονική Επετηρίδα, Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Τόμος 8 (2015) Παρουσίαση Βιβλίου Ρέντζου, Κ., Σακελλαρίου, Μ. (2014). Ο χώρος ως παιδαγωγικό πεδίο σε προσχολικά περιβάλλοντα

Διαβάστε περισσότερα

Μεθοδολογία ερευνητικής εργασίας

Μεθοδολογία ερευνητικής εργασίας Μεθοδολογία ερευνητικής εργασίας Σύντομος οδηγός επιβίωσης Μεθοδολογία Ερευνητικής Εργασίας: Γ. Τράπαλης & Ά. Μητρέλης 1 Τι είναι Έρευνα: η παραγωγή πρωτότυπων αποτελεσμάτων μέσω της συστηματικής, ορθολογικής

Διαβάστε περισσότερα

Προσεγγίζοντας την «εξαέρωση»: διδακτικές επιλογές των νηπιαγωγών και αναλυτικό πρόγραμμα

Προσεγγίζοντας την «εξαέρωση»: διδακτικές επιλογές των νηπιαγωγών και αναλυτικό πρόγραμμα Προσεγγίζοντας την «εξαέρωση»: διδακτικές επιλογές των νηπιαγωγών και αναλυτικό πρόγραμμα Παρασκευή Καβαλάρη Υποψήφια διδάκτορας ΠΤΠΕ ΠΘ Δόμνα-Μίκα Κακανά Καθηγήτρια ΠΤΠΕ ΠΘ Βασιλεία Χρηστίδου Καθηγήτρια

Διαβάστε περισσότερα

Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ

Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ Ρετσινάς Σωτήριος ΠΕ 1703 Ηλεκτρολόγων ΑΣΕΤΕΜ Τι είναι η ερευνητική εργασία Η ερευνητική εργασία στο σχολείο είναι μια δυναμική διαδικασία, ανοιχτή στην αναζήτηση για την κατανόηση του πραγματικού κόσμου.

Διαβάστε περισσότερα

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών Τίτλος Ερευνητικού Έργου «Από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες στους

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: Κριτήρια αξιολόγησης αυτοαξιολόγησης γραπτής ερευνητικής εργασίας με έμφαση στην πτυχιακή εργασία

Διαβάστε περισσότερα

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι δυσκολίες μάθησης των παιδιών συνεχίζουν να απασχολούν όλους όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη των παιδιών και με την εκπαίδευση. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, μέσα στην τάξη τους, βρίσκονται

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Σημειώσεις Μαθήματος Ανθρωπογεωγραφίας-Ανάλυση Περιφερειακού Χώρου Ηλίας Μπεριάτος ΒΟΛΟΣ 2000 «Ανάλυση του Περιφερειακού Χώρου»

Διαβάστε περισσότερα

Μεταγνωστικές διαδικασίες και κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών στα μαθηματικά: ο ρόλος των σχολικών εγχειριδίων

Μεταγνωστικές διαδικασίες και κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών στα μαθηματικά: ο ρόλος των σχολικών εγχειριδίων Μεταγνωστικές διαδικασίες και κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών στα μαθηματικά: ο ρόλος των σχολικών εγχειριδίων Πέτρος Χαβιάρης & Σόνια Καφούση chaviaris@rhodes.aegean.gr; kafoussi@rhodes.aegean.gr

Διαβάστε περισσότερα

Διαφοροποιημένη Διδασκαλία. Ε. Κολέζα

Διαφοροποιημένη Διδασκαλία. Ε. Κολέζα Διαφοροποιημένη Διδασκαλία Ε. Κολέζα Τι είναι η διαφοροποιημένη διδασκαλία; Είναι μια θεώρηση της διδασκαλίας που βασίζεται στην προϋπόθεση ότι οι δάσκαλοι πρέπει να προσαρμόσουν τη διδασκαλία τους στη

Διαβάστε περισσότερα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Διαστάσεις της διαφορετικότητας Τα παιδιά προέρχονται

Διαβάστε περισσότερα

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι γνωστό ότι, παραδοσιακά, όπως άλλα εκπαιδευτικά συστήματα έτσι και το ελληνικό στόχευαν στην καλλιέργεια και ενδυνάμωση της εθνοπολιτιστικής ταυτότητας. Αυτό κρίνεται θετικό, στο βαθμό που

Διαβάστε περισσότερα

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης Clements & Sarama, 2009; Sarama & Clements, 2009 Χωρική αντίληψη και σκέψη Προσανατολισμός στο χώρο Οπτικοποίηση (visualization) Νοερή εικονική αναπαράσταση Νοερή

Διαβάστε περισσότερα

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι Τίτλος Κωδικός Τύπος μαθήματος Επίπεδο Έτος / Εξάμηνο φοίτησης Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι LAW 202 Υποχρεωτικό Προπτυχιακό 2 ο / 3 ο (Χειμερινό) ECTS 6 Διαλέξεις / εβδομάδα Στόχος 1 Εργαστήρια / εβδομάδα

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης

Συγγραφή ερευνητικής πρότασης Συγγραφή ερευνητικής πρότασης 1 o o o o Η ερευνητική πρόταση είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό τμήμα της έρευνας. Η διατύπωσή της θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, περιεκτική και βασισμένη στην ανασκόπηση

Διαβάστε περισσότερα

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών Τμήμα Μηχανολογίας ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ Κώστας Κιτσάκης Μηχανολόγος Μηχανικός ΤΕ MSc Διασφάλιση ποιότητας Επιστημονικός Συνεργάτης Αρχές Μεθοδικής Πορείας

Διαβάστε περισσότερα

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ (1) ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΠΗΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟ ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΝAOME1372 ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ 10 ο ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ

Διαβάστε περισσότερα

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης http://users.uoa.gr/~dhatziha Αριθμός: 1 Η εισαγωγή σε μια επιστήμη πρέπει να απαντά σε δύο ερωτήματα: Ποιον τομέα και με ποιους τρόπους

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος Αναπαράσταση του κλασικού: Το κλασικό παρελθόν δεν ανασκάπτεται ώστε να μελετηθεί ως αυτόνομη ιστορική οντότητα,

Διαβάστε περισσότερα

Κριτικά σχόλια για τις στρατηγικές επιπολιτισμοποίησης. Ζητήματα μέτρησης Ταυτοποίηση Επιπολιτισμοποίηση και προσαρμογή

Κριτικά σχόλια για τις στρατηγικές επιπολιτισμοποίησης. Ζητήματα μέτρησης Ταυτοποίηση Επιπολιτισμοποίηση και προσαρμογή Κριτικά σχόλια για τις στρατηγικές επιπολιτισμοποίησης Ζητήματα μέτρησης Ταυτοποίηση Επιπολιτισμοποίηση και προσαρμογή Μέτρηση των στρατηγικών επιπολιτισμοποίησης (Arends-Tóth & van de Vijver, 2006) Οι

Διαβάστε περισσότερα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Εισαγωγή Η Μεθοδολογία της Έρευνας (research methodology) είναι η επιστήμη που αφορά τη μεθοδολογία πραγματοποίησης μελετών με συστηματικό, επιστημονικό και λογικό τρόπο, με σκοπό την παραγωγή

Διαβάστε περισσότερα

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ονοματεπώνυμο: Τουφεξή Ασπασία Σειρά: 12 Επιβλέπων καθηγητής: Ιωαννίδης Α. Διευθυντής ΠΜΣ: Σιώμκος Γεώργιος Ο ρόλος του μουσείου

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

Φυσικές Επιστήμες. Επιμόρφωση εκπαιδευτικών στα νέα βιβλία των Φ.Ε. για την Ε Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης. Πέτρος Κλιάπης 12η Περιφέρεια Θεσσαλονίκης

Φυσικές Επιστήμες. Επιμόρφωση εκπαιδευτικών στα νέα βιβλία των Φ.Ε. για την Ε Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης. Πέτρος Κλιάπης 12η Περιφέρεια Θεσσαλονίκης Φυσικές Επιστήμες Επιμόρφωση εκπαιδευτικών στα νέα βιβλία των Φ.Ε. για την Ε Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ «Το νέο βιβλίο είναι χειρότερο από το παλιό όχι επειδή διαφέρει ως προς το περιεχόμενο

Διαβάστε περισσότερα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 5 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Συγγραφή επιστημονικής εργασίας. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 5 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Συγγραφή επιστημονικής εργασίας. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 5 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Συγγραφή επιστημονικής εργασίας Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου Συγγραφή επιστημονικής εργασίας Κάθε επιστημονική εργασία

Διαβάστε περισσότερα

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Αναπτυξιακή Ψυχολογία Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης Θέματα διάλεξης Η σημασία της αυτοαντίληψης Η φύση και το περιεχόμενο της αυτοαντίληψης Η ανάπτυξη της αυτοαντίληψης Παράγοντες

Διαβάστε περισσότερα

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία 1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία Ο διδακτικός σχεδιασμός (instructional design) εμφανίσθηκε στην εκπαιδευτική διαδικασία και στην κατάρτιση την περίοδο

Διαβάστε περισσότερα

παράγραφος Εκταση Περιεχόμενο Δομή Εξωτερικά στοιχεία 8-10 σειρές Ολοκληρωμένο νόημα Οργανωμένη και λογική Εμφανή και ευδιάκριτα

παράγραφος Εκταση Περιεχόμενο Δομή Εξωτερικά στοιχεία 8-10 σειρές Ολοκληρωμένο νόημα Οργανωμένη και λογική Εμφανή και ευδιάκριτα παράγραφος Εκταση 8-10 σειρές Περιεχόμενο Ολοκληρωμένο νόημα Δομή Οργανωμένη και λογική Εξωτερικά στοιχεία Εμφανή και ευδιάκριτα Δομή παραγράφου Θεματική περίοδος- πρόταση Βασικές λεπτομέρειες /σχόλια

Διαβάστε περισσότερα

Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας Σύντομες οδηγίες συγγραφής της Πτυχιακής Εργασίας

Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας Σύντομες οδηγίες συγγραφής της Πτυχιακής Εργασίας Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας Σύντομες οδηγίες συγγραφής της Πτυχιακής Εργασίας Περίληψη (τυπική έκταση: 2-3 παράγραφοι) Η Περίληψη συνοψίζει την εργασία και τα κύρια ευρήματα αυτής με τέτοιον τρόπο, ώστε

Διαβάστε περισσότερα

Εισαγωγή στο ίκαιο των Πληροφοριακών Συστημάτων, των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και του ιαδικτύου Α.Μ 30437. Χριστίνα Θεοδωρίδου 2

Εισαγωγή στο ίκαιο των Πληροφοριακών Συστημάτων, των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και του ιαδικτύου Α.Μ 30437. Χριστίνα Θεοδωρίδου 2 Α.Μ 30437 Χριστίνα Θεοδωρίδου 2 Περιεχόμενα Περιεχόμενα... 3 1. Εισαγωγή... 7 2. Θέματα νομικής ορολογίας... 9 2.1. Η νομική έννοια του διαδικτύου και του κυβερνοχώρου... 9 2.2. Το πρόβλημα της νομικής

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηματικά A Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης Σεπτέμβρης 2007

Μαθηματικά A Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης Σεπτέμβρης 2007 Μαθηματικά A Δημοτικού Πέτρος Κλιάπης Σεπτέμβρης 2007 Το σύγχρονο μαθησιακό περιβάλλον των Μαθηματικών Ενεργή συμμετοχή των παιδιών Μάθηση μέσα από δραστηριότητες Κατανόηση ΌΧΙ απομνημόνευση Αξιοποίηση

Διαβάστε περισσότερα

Παιδαγωγοί και παιδαγωγική σκέψη στον ελληνόφωνο χώρο (18ος αιώνας Μεσοπόλεμος)

Παιδαγωγοί και παιδαγωγική σκέψη στον ελληνόφωνο χώρο (18ος αιώνας Μεσοπόλεμος) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Παιδαγωγοί και παιδαγωγική σκέψη στον ελληνόφωνο χώρο (18ος αιώνας Μεσοπόλεμος) Ενότητα 2: Ιστορική-ερμηνευτική μέθοδος Βασίλειος Φούκας

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1 ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΧΑΡΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΧΡΗΣΗ β. φιλιππακοπουλου 1 Αναλυτικό Πρόγραµµα 1. Εισαγωγή: Μια επιστηµονική προσέγγιση στη χαρτογραφική απεικόνιση και το χαρτογραφικό σχέδιο

Διαβάστε περισσότερα

ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. Αναστασία Κ. Καδδά Δρ.Κοινωνιολογίας Υγείας Μsc Διοίκηση Μονάδων Υγείας

ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. Αναστασία Κ. Καδδά Δρ.Κοινωνιολογίας Υγείας Μsc Διοίκηση Μονάδων Υγείας ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Αναστασία Κ. Καδδά Δρ.Κοινωνιολογίας Υγείας Μsc Διοίκηση Μονάδων Υγείας ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ «Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες»,

Διαβάστε περισσότερα

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Περιεχόμενα Επιστημονική έρευνα Σε τι μας βοηθάει η έρευνα Χαρακτηριστικά της επιστημονικής

Διαβάστε περισσότερα

Θέµα ιερεύνησης: Ο καιρός

Θέµα ιερεύνησης: Ο καιρός Θέµα ιερεύνησης: Ο καιρός Αντικείµενο της συγκεκριµένης δραστηριότητας είναι η µεθοδική παρατήρηση των καιρικών συνθηκών για ένα σχετικά µεγάλο χρονικό διάστηµα, η καταγραφή και οργάνωση των παρατηρήσεων

Διαβάστε περισσότερα

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια ΕΜΠ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ Πρόγραμμα Διατμηματικών Μεταπτυχιακών Σπουδών Εξειδίκευσης ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Σοφία

Διαβάστε περισσότερα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ Οδηγός Εκπόνησης Διπλωματικής Εργασίας ΣΠΑΡΤΗ 2010-11 Περιεχόμενα 1.ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Της ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ

Διαβάστε περισσότερα

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων Ενότητα 2 : Αποτυπώσεις Μνημείων Τοκμακίδης Κωνσταντίνος Τμήμα Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών

Διαβάστε περισσότερα

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. 2 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ (Ι) ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ; Στο μάθημα «Κοινωνική Θεωρία της Γνώσης (I)» (όπως και στο (ΙΙ) που ακολουθεί) παρουσιάζονται

Διαβάστε περισσότερα

Μαθηματικά Ε Δημοτικού

Μαθηματικά Ε Δημοτικού Μαθηματικά Ε Δημοτικού Πέτρος Κλιάπης 2014 Πέτρος Κλιάπης 12η Περιφέρεια Θεσσαλονίκης Το σύγχρονο μαθησιακό περιβάλλον των Μαθηματικών Ενεργή συμμετοχή των παιδιών Μάθηση μέσα από δραστηριότητες Κατανόηση

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Ενότητα 12: Συστημική Προσέγγιση στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση Πολυξένη Ράγκου Άδειες Χρήσης

Διαβάστε περισσότερα

9. Τοπογραφική σχεδίαση

9. Τοπογραφική σχεδίαση 9. Τοπογραφική σχεδίαση 9.1 Εισαγωγή Το κεφάλαιο αυτό εξετάζει τις παραμέτρους, μεθόδους και τεχνικές της τοπογραφικής σχεδίασης. Η προσέγγιση του κεφαλαίου γίνεται τόσο για την περίπτωση της συμβατικής

Διαβάστε περισσότερα

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας Ομιλία με θέμα: ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ & ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ Εκδήλωση αριστούχων μαθητών: Οι μαθητές συναντούν τη Φυσική και η Φυσική

Διαβάστε περισσότερα

Συγγραφή Επιστημονικής Εργασίας (ΨΧ126) Οι βασικές λειτουργίες της ακαδημαϊκής γραφής και οι απαιτούμενες δεξιότητες

Συγγραφή Επιστημονικής Εργασίας (ΨΧ126) Οι βασικές λειτουργίες της ακαδημαϊκής γραφής και οι απαιτούμενες δεξιότητες Συγγραφή Επιστημονικής Εργασίας (ΨΧ126) Οι βασικές λειτουργίες της ακαδημαϊκής γραφής και οι απαιτούμενες δεξιότητες Σκοπός του μαθήματος Να προετοιμάσει τις φοιτήτριες/τους φοιτητές για το εγχείρημα της

Διαβάστε περισσότερα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ MANAGEMENT ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ορισμοί

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ MANAGEMENT ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ορισμοί Ορισμοί Ηγεσία είναι η διαδικασία με την οποία ένα άτομο επηρεάζει άλλα άτομα για την επίτευξη επιθυμητών στόχων. Σε μια επιχείρηση, η διαδικασία της ηγεσίας υλοποιείται από ένα στέλεχος που κατευθύνει

Διαβάστε περισσότερα

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Περιγραφή του μαθήματος - στόχοι: Το μάθημα εξετάζει τις κοινωνικές, πολιτισμικές και ιστορικές διαστάσεις της ανάπτυξης του θεσμού του μουσείου και η ανάπτυξη

Διαβάστε περισσότερα

Κυριακή Αγγελοπούλου. Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης

Κυριακή Αγγελοπούλου. Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης Κυριακή Αγγελοπούλου Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης Οι πρώτες προσπάθειες μελέτης του τρόπου επιστημονικής εργασίας έγιναν το 1970. Πραγματοποιήθηκαν μέσω της άμεσης παρατήρησης των επιστημόνων

Διαβάστε περισσότερα

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας Τμήμα Ιατρικών εργαστηρίων & Προσχολικής Αγωγής Συντονίστρια: Επίκουρη Καθηγήτρια, Ελένη Μουσένα [Σύγχρονες Τάσεις στην Παιδαγωγική Επιστήμη] «Παιδαγωγικά μέσω Καινοτόμων

Διαβάστε περισσότερα

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Δημήτρης Πλάντζος ΙΑ119: Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης Το μάθημα προφέρει μια συστηματική και

Διαβάστε περισσότερα

Διδακτική Εννοιών τη Φυσικής για την Προσχολική Ηλικία

Διδακτική Εννοιών τη Φυσικής για την Προσχολική Ηλικία Διδακτική Εννοιών τη Φυσικής για την Προσχολική Ηλικία Ενότητα 1η: Η Διδακτική στα πλαίσια της παραδοσιακής Παιδαγωγικής Κώστας Ραβάνης Σχολή Ανθρωπιστικών & Κοινωνικών Επιστημών Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης

Διαβάστε περισσότερα

Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή

Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή Ενότητα 2 Η Προϊστορική Ανασκαφή Α.Μουνδρέα-Αγραφιώτη Προϊστορικές ανασκαφές Αφορούν ανθρώπινες εγκαταστάσεις, από 2,3 εκ. χρόνια πριν, μέχρι 1000 π.χ. 2.300.000-5.000 πριν (Παλαιολιθική, Μεσολιθική και

Διαβάστε περισσότερα