ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ TOY VEGF ΚΑΙ ΤΗΣ ADA ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΙΤΙΚΟ ΥΓΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΟΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ ΤΩΝ
|
|
- Ῥέα Γκόφας
- 7 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑΣ & ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ TOY VEGF ΚΑΙ ΤΗΣ ADA ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΙΤΙΚΟ ΥΓΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΟΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ ΤΩΝ ΥΠΕΖΩΚΟΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ» ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΚΚΑΛΗΣ ΛΑΡΙΣΑ 2007
2 Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ & ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ Ειλικη Συλλογή «Γκρίζα Βιβλιογραφία» Αριθ. Εισ.: Ημερ. Εισ.: Δωρεά: Ταξιθετικός Κωδικός: 5888/ Π.Θ. ΠΤ - ΒΒ 2007 ΚΟΚ ΠΑΝΕΠΙΣΤΉΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
3 Η παρούσα διπλωματική εργασία εκπονήθηκε στο εργαστήριο της Πνευμονολογικής κλινικής του Περιφερειακού Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας. Υπεύθυνος καθηγητής : Κυρόπουλος Θεόδωρος, Διδάσκων Κλινικής Βιοχημείας Ν.407, Τμήμα Βιοχημείας & Βιοτεχνολογίας. Τριμελής επιτροπή: S Γουργουλιάνης Κωνσταντίνος, Διευθυντής της Πνευμονολογικής κλινικής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, S Κυρόπουλος Θεόδωρος, Διδάσκων Κλινικής Βιοχημείας, S Μπαλατσός Νικόλαος, Λέκτορας Βιοχημείας του τμήματος Βιοχημείας & Βιοτεχνολογίας. Ευχαριστίες: Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Καθηγητή Πνευμονολογίας κ. Γουργουλιάνη Κωνσταντίνο και τον Λέκτορα Βιοχημείας κ. Μπαλατσό Νικόλαο για τις πολύτιμες συμβουλές και την επικοδομητική κριτική τους, η οποία συνέβαλλε ουσιαστικά στην εκπόνηση της διπλωματικής μου εργασίας. Ευχαριστώ επίσης θερμά τον κ. Κυρόπουλο Θεόδωρο για την αμέριστη βοήθεια και συμπαράσταση που έδειξε καθ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας μας. 1
4 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ Περίληψη 6 Abstract 8 1. Εισαγωγή Σκοπός της εργασίας 11 2 Υπεζωκοτική κοιλότητα Ανατομία Υπεζωκοτικές συλλογές Σχηματισμός και απορρόφηση του πλευριτικού υγρού Παθοφυσιολογία παραγωγής του πλευριτικού υγρού Ανάλυση του πλευριτικού υγρού Χαρακτηριστικά του πλευριτικού υγρού σε παθολογικές καταστάσεις Φυματιώδης υπεζωκοτική συλλογή Κακοήθεια Καρδιακή ανεπάρκεια Πνευμονία Ρευματοειδής αρθρίτιδα 22 2
5 4. Αυξητικός παράγοντας του αγγειακού ενδοθηλίου (VEGF) Αδενοσινοδεαμινάση (ADA) Κατανομή του φυσιολογικού ενζύμου Ισοένζυμα της Αδενοσινοδεαμινάσης 26 Β. ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 6. Υλικά και μέθοδοι Πληθυσμός Κριτήρια διάγνωσης Συλλογή και ανάλυση δειγμάτων Μέθοδος προσδιορισμού της ADA Μέθοδος προσδιορισμού του VEGF Αποτελέσματα Γενικά χαρακτηριστικά των υπεζωκοτικών συλλογών ADA Διάκριση μεταξύ εξιδρωμάτων και διιδρωμάτων Επίπεδα στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό των ασθενών με εξιδρωματικές συλλογές 38 j
6 Ανάλυση ROC VEGF Διάκριση μεταξύ εξιδρωμάτων και διιδρωμάτων Επίπεδα του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό ασθενών με εξιδρώματα Επίπεδα του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα ή καρκίνο άλλης αιτιολογίας Ανάλυση ROC Συζήτηση Συμπεράσματα Βιβλιογραφία 53 4
7 Α. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
8 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Σκοπός. Ο προσδιορισμός της αδενοσινοδιαμινάσης (ADA) και του αγγειακού παράγοντα αύξησης του ενδοθηλίου (VEGF) στο υπεζωκοτικό υγρό και στο αίμα ασθενών με υπεζωκοτική συλλογή, έτσι ώστε να αποτιμηθεί η χρησιμότητα τους στη διαφοροδιάγνωση και παθογένεση των υπεζωκοτικών συλλογών. Υλικά και Μέθοδοι. Μελετήθηκαν 153 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν στην Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, οι συλλογές των οποίων ταξινομήθηκαν στις ακόλουθες ομάδες σύμφωνα με τη τελική διάγνωση. Παραπνευμονική συλλογή (η=19), εμπύημα (η=6), κακοήθεια (π=76), φυματιώδης πλευρίτιδα: (η=25) και Συμφορητική Καρδιακή Ανεπάρκεια (Διίδρωμα) (η=27). Ο προσδιορισμός της ADA έγινε με τη νεφελομετρική μέθοδο του Giusti, και του VEGF με τη χρήση της ανοσοπροσροφητικής ανάλυσης στερεάς φάσεως με σύνδεση ενζύμου (ELISA). Αποτελέσματα. Τα επίπεδα της ADA και του VEGF, στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερα στα εξιδρώματα σε σχέση με τα διιδρώματα. Τα επίπεδα της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό των ασθενών με φυματιώδη πλευρίτιδα βρέθηκαν σημαντικά αυξημένα 75,28±20,62 U/L συγκρινόμενα με αυτά της κακοήθους 18,36 ± 5,71 U/L (ρ<0,0001) και παραπνευμονικής συλλογής 29,59 ± 14,42 U/L (ρ<0,0001), ενώ οι τιμές της ADA στον ορό δεν παρουσίασαν σημαντική διαφορά μεταξύ των τριών ομάδων των εξιδρωμάτων (ρ> 0,05). Σημαντικά αυξημένη συγκέντρωση του VEGF βρέθηκε στο υπεζωκοτικό υγρό των ασθενών με κακοήθη υπεζωκοτική 6
9 συλλογή (1198 ± 960,7 pg/ml) συγκρινόμενη με αυτή των ασθενών με φυματιώδη πλευρίτιδα (304,9 ± 229,3 pg/ml, ρ=0,0001), αλλά δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τη συγκέντρωση του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό των ασθενών με παραπνευμονική συλλογή (896,7 ± 575,1 pg/ml, ρ>0,05). Συμπεράσματα. Ο προσδιορισμός της ADA και του VEGF, μπορεί συμβάλλει στη διάκριση των εξιδρωμάτων από τα διιδρώματα. Ο προσδιορισμός της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό μπορεί να διακρίνει με μεγάλη ευαισθησία και ειδικότητα την φυματιώδη πλευρίτιδα από υπεζωκοτικές συλλογές άλλης αιτιολογίας. Ο VEGF μπορεί να διακρίνει με υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα τις λεμφοκυτταρικές υπεζωκοτικές συλλογές (κακοήθεις και φυματιώδεις υπεζωκοτικές συλλογές). 7
10 ABSTRACT AIM. The determination of adenosine deaminase (ADA) and vascular endothelial growth factor (VEGF) in pleural fluid and serum of patients with pleural effusions, to assessment their utility in the differential diagnosis and pathogenesis of pleural effusions. Materials and Methods. We studied 153 patients at the respiratory medicine department of the University hospital oflarissa. The effusions classified into the following groups according to the final diagnosis: Parapneumonic effusion (n=19), empyema (n=6), malignancy (n=76), tuberculous pleurisy (n=25) congestive heart failure (transudate) (n=27). The levels of ADA were determinated by the nephelometric method of Giusti and the determination of VEGF by using Enzyme-Linked Immunoabsorbent Assays (ELISA). Results. The levels of ADA and VEGF in pleural fluid and serum were found significantly higher in exudative than in transudative pleural effusions. The ADA levels in pleural fluid of patients with tuberculous effusion were significantly higher 75,28±20,62 U/L in comparison with malignant 18,36 ± 5,71 U/L (p<0,0001) and parapneumonic effusions 29,59 ± 14,42 U/L (p<0,0001), while the activity of ADA in serum presents no significant differences among the three groups of exudates (p> 0,05). The concentration of VEGF in pleural fluid of patients with malignant pleural effusions were significantly higher (1198 ± pg/ml) in comparison with the patients with tuberculous pleurisy (304,9 ± 229,3 pg/ml, p=0,0001), but did not noticed remarkable differences correlated with the concentration of VEGF in pleural 8
11 fluid of the patients with paraneumonic effusions (896,7 ± 575,1 pg/ml, p>0,05). Conclusions. The determination of ADA and VEGF could help in separating exudates from trasudates. The determination of ADA in pleural fluid can separate with high sensitivity and specificity tuberculous pleurisy from pleural effusions of different origin. Also, VEGF can separate with great sensitivity and high specificity lymphocytic pleural effusions (malignant from tuberculous pleural effusions). 9
12 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Εκατομμύρια άνθρωποι κάθε χρόνο αναπτύσσουν υπεζωκοτικές συλλογές, ως αποτέλεσμα της επιπλοκής διαφόρων νοσημάτων. Παρ όλη τη βελτίωση των διαγνωστικών μεθόδων, ένα μεγάλο ποσοστό πλευριτικών συλλογών παραμένει με αδιευκρίνιστη αιτιολογία. Τα τελευταία χρόνια έγιναν μεγάλες προσπάθειες να ερμηνευτεί η παρουσία ορισμένων βιοχημικών παραμέτρων στο πλευριτικό υγρό, καθώς και οι μεταβολές τους ανάλογα με την αιτία που προκάλεσε την υπεζωκοτική συλλογή. Η παρουσία του πλευριτικού υγρού σηματοδοτεί μια ανώμαλη παθοφυσιολογική κατάσταση, αποτέλεσμα της διαταραχής της ισορροπίας σχηματισμού - απομάκρυνσής του \ Η υπεύθυνη νόσος συνηθέστερα βρίσκεται στους πνεύμονες ή στην υπεζωκοτική κοιλότητα, μπορεί όμως να είναι εξωπνευμονική, δηλαδή να ευθύνεται η καρδιά (καρδιακή ανεπάρκεια), οι νεφροί (νεφρωσικό σύνδρομο), το ήπαρ (κίρρωση με ασκίτη), το πάγκρεας (οξεία παγκρεατίτιδα) κ.λ.π. Πλευριτική συλλογή έχουμε επίσης σε συστηματικές νόσους, όπως στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, την ρευματοειδή αρθρίτιδα, ή και σαν επακόλουθο αντίδρασης σε κάποια φάρμακα 2. Η παρουσία του πλευριτικού υγρού προσφέρει στον κλινικό ιατρό τη δυνατότητα να διαγνώσει από αυτό την υπεύθυνη νόσο σε ένα μεγάλο ποσοστό περιπτώσεων. Με τη βοήθεια διαφόρων βιοχημικών εξετάσεων (μικροβιολογικών, βιοχημικών, κυτταρολογικών) και την κλινική εικόνα του ασθενούς, μπορούμε να έχουμε διάγνωση στο 85% περίπου των περιπτώσεων 3. 10
13 1.1 Σκοπός της εργασίας Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν να εκτιμηθεί κατά πόσον τα επίπεδα του Αυξητικού Παράγοντα του Αγγειακού Ενδοθηλίου (VEGF) και της αδενοσινοδεαμινάσης (ADA) στο πλευριτικό υγρό και στον ορό, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη διαφοροδιάγνωση και στην παθογένεση των υπεζωκοτικών συλλογών. 2. ΥΠΕΖΩΚΟΤΙΚΗ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ 2.1. Ανατομία Η υπεζωκοτική κοιλότητα ορίζεται από το τοιχωματικό και το σπλαγχνικό πέταλο του υπεζωκότα. Ο τοιχωματικός υπεζωκότας καλύπτει το θωρακικό τοίχωμα, το διάφραγμα και το μεσαύλιο, ενώ ο σπλαγχνικός τον πνεύμονα. Τα δύο πέταλα συνέρχονται στη πύλη του πνεύμονα, όπου διέρχονται τα πνευμονικά - βρογχικά αγγεία, οι στελεχιαίοι βρόγχοι και τα λεμφαγγεία (Εικόνα 1). Εικόνα 1. Δεξιός πνεύμονας. Ενδοϋπεζωκοτικό υγρό συγκρατεί σε επαφή τον πνευμονικό και τοιχωματικό υπεζωκότα. (J. G. McGeown: Συνοπτική Φυσιολογία του Ανθρώπου, ρρ 101) 11
14 Ο υπεζωκότας είναι ένας λεπτός ημιδιαφανής υμένας που συνίσταται από βασική μεμβράνη, μονήρη στιβάδα μεσοθηλιακών κυττάρων, αγγεία και συνδετικό ιστό. Νευρικές απολήξεις παρατηρούνται μόνο στο τοιχωματικό του πέταλο. Ο υπεζωκοτικός χώρος συμπεριφέρεται ως διάμεσος χώρος, εντός του οποίου ενδέχεται να συγκεντρωθούν μεγάλες ποσότητες υγρού. Φυσιολογικά, στην υπεζωκοτική κοιλότητα εύρους 10-20mm υπάρχει μια μικρή ποσότητα υγρού. Το υγρό αυτό αποτελεί κυριολεκτικά υπερδιήθημα του αίματος. Είναι διαυγές, άχρωμο, με λίγα κύτταρα ( /mm3) και μικρή ποσότητα πρωτεΐνης (<1,5g/100ml). Ακόμη, το πλευριτικό υγρό περιέχει νάτριο, κάλιο και ασβέστιο σε συγκεντρώσεις παρόμοιες με του ενδοκυττάριου υγρού. Η συγκέντρωση των μεγαλομοριακών πρωτεϊνών όπως η γαλακτική δεϋδρογονάση (MB ) στο πλευριτικό υγρό είναι μικρότερη από το 50% της συγκέντρωσης στο αίμα 2Α Υπεζωκοτικές συλλογές Ως υπεζωκοτική συλλογή χαρακτηρίζεται η αύξηση του πλευριτικού υγρού εντός της υπεζωκοτικής κοιλότητας. Για τη συλλογή αυτή ευθύνονται διαταραχές στη σχέση παραγωγής - απορρόφησης του πλευριτικού υγρού 2. Οι υπεζωκοτικές συλλογές διακρίνονται σε δύο μεγάλες ομάδες: Τις εξιδρωματικές και τις διιδρωματικές. Οι εξιδρωματικές είναι το αποτέλεσμα φλεγμονής του υπεζωκότα (πλευρίτιδες) και χαρακτηρίζονται από αυξημένη διαπερατότητα των τριχοειδών σε μεγαλομοριακές ενώσεις (λευκώματα). Στις διιδρωματικές, ο υπεζωκότας είναι αμέτοχος και η διίδρωση οφείλεται στην αύξηση της πίεσης διήθησης (υδροστατική-κολλοειδωσμωτική) στα τριχοειδή του 2. 12
15 2.3. Σχηματισμός και απορρόφηση του πλευριτικού υγρού Η ποσότητα του πλευριτικού υγρού που υπάρχει σε ένα υγιές άτομο ποικίλει από ένα κυβικό εκατοστό (στην πλειοψηφία), μέχρι και 20 κυβικά εκατοστά. Στα υγιή άτομα, ο σχηματισμός και η απορρόφηση του πλευριτικού υγρού στην υπεζωκοτική κοιλότητα ακολουθούν την εξίσωση του Starling και εξαρτώνται από ένα συνδυασμό υδροστατικών πιέσεων, κολοειδοωσμωτικών πιέσεων, καθώς και πιέσεων μεταξύ των ιστών. Οι πιέσεις μεταξύ των ιστών δεν είναι γνωστές, αλλά από τη γνώση των δύο πρώτων φαίνεται ότι στα υγιή άτομα το πλευριτικό υγρό σχηματίζεται στο τοιχωματικό πέταλο του υπεζωκότα και απορροφάται από το περισπλάχνιο. Η καθαρή υδροστατική πίεση που ωθεί το υγρό έξω από το τοιχωματικό πέταλο είναι αλγεβρικό άθροισμα της υδροστατικής πίεσης στα τριχοειδή που αιματώνουν το τοιχωματικό πέταλο (30οπι Η20) και της πλευρικής πίεσης (-5cm Η20). Έτσι, η απόλυτη τιμή της υδροστατικής πίεσης είναι 35cm Η20. Η κολλοειδοωσμωτική πίεση στα συστηματικά τριχοειδή είναι 34cm Η20 και στην υπεζωκοτική κοιλότητα 8cm Η20, με αλγεβρικό άθροισμα 26cm Η20 κολλοειδοωσμωτικής πίεσης και με φορά από την υπεζωκοτική κοιλότητα προς τα τριχοειδή του τοιχωματικού πετάλου ',5. Η διαφορά των δύο αυτών πιέσεων (35-26 = 9cm Η20) έχει φορά από το τοιχωματικό πέταλο προς την υπεζωκοτική κοιλότητα. Το περισπλάχνιο πέταλο, σε όλη του την έκταση εκτός από την περιοχή του μεσοθωράκιου, αιματώνεται από τα τριχοειδή της πνευμονικής κυκλοφορίας, των οποίων η υδροστατική πίεση είναι περίπου 11cm Η20. Έτσι, η καθαρή υδροστατική πίεση από το περισπλάχνιο πέταλο προς την υπεζωκοτική κοιλότητα είναι 13
16 16cm H20 (11- (-5cm) ). Η κολοειδοωσμωτική πίεση παραμένει σταθερή (26cm Η20) στην υπεζωκοτική κοιλότητα. Η διαφορά των δύο αυτών πιέσεων είναι 10cm Η20 (26-16cm) και με φορά προς τα τριχοειδή του περισπλάγχνιου πετάλου της υπεζωκοτικής κοιλότητας 1,5 (Εικόνα 2). SJ ν " 1 parietal visceral pleura pleura Εικόνα 2. Διαγραμματική παρουσίαση των αναπτυσσόμενων πιέσεων κατά το σχηματισμό και την απορρόφηση του πλευριτικού υγρού. (J. A. Pare, R. G. Fraser: Synopsis of disease of the chest, pp 66) 14
17 2.4. Παθοφυσιολογία παραγωγής του πλευριτικού υγρού Η παραγωγή του πλευριτικού υγρού γίνεται κατά κύριο λόγο από τα τριχοειδή του τοιχωματικού υπεζωκότα, λόγω της μεγαλύτερης πίεσης διήθησης στη μικροκυκλοφορία του. Η διαφορά αυτή δημιουργείται από το γεγονός ότι ενώ και τα δύο πέταλα του υπεζωκότα αιματώνονται από τη συστηματική κυκλοφορία, το φλεβικό δίκτυο του τοιχωματικού καταλήγει στην άνω-κάτω κοίλη φλέβα, ενώ το φλεβικό δίκτυο του σπλαγχνικού στις χαμηλότερης πίεσης πνευμονικές φλέβες. Η παροχέτευση του πλευρικού χώρου, επίσης επιτελείται κατά κύριο λόγο από τον τοιχωματικό υπεζωκότα μέσω ανοιγμάτων εύρους 2-12 μιπ που συνέχονται με λεμφοκόλπους, και αυτοί με τη σειρά τους με λεμφαγγεία που καταλήγουν στους λεμφαδένες του μεσαυλίου. Ανάλογα ανοίγματα δεν υφίστανται στο σπλαγχνικό υπεζωκότα. Ο σχηματισμός μεγάλης ποσότητας πλευριτικού υγρού μπορεί να οφείλεται σε έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω έξι μηχανισμούς: 1,6 1. Αύξηση της υδροστατικής πίεσης στη μικροκυκλοφορία του υπεζωκότα. 2. Καταστάσεις που ευθύνονται για μείωση της ογκωτικής πίεσης στη μικροκυκλοφορία. Ασθενείς με χαμηλή συγκέντρωση λευκωματίνης ορού, έχουν αυξημένη τάση σχηματισμού μεσοκυττάριου υγρού. 3. Μηχανισμοί που προκαλούν ελάττωση της πίεσης στην υπεζωκοτική κοιλότητα. 4. Καταστάσεις που ευθύνονται για αυξημένη διαπερατότητα των τριχοειδών αγγείων. 15
18 5. Παράγοντες εξ αιτίας των οποίων έχουμε ανεπαρκή απομάκρυνση του υγρού από το λεμφαγγειακό δίκτυο (π.χ. εξαιτίας όγκου ή ίνωσης). 6. Παθητική μετακίνηση του περιτοναϊκού υγρού μέσω διαφραγματικών ελλειμμάτων, λόγω της υφιστάμενης διαφοράς πίεσης μεταξύ περιτοναϊκής και υπεζωκοτικής κοιλότητας Ανάλυση του πλευριτικού υγρού Η παρουσία του πλευριτικού υγρού προσφέρει τη δυνατότητα στον κλινικό ιατρό να λάβει με παρακέντηση δείγμα υγρού, προκειμένου να ελέγξει την αιτία συσσώρευσης του. Έχει προταθεί η πραγματοποίηση κάποιων εξετάσεων του πλευριτικού υγρού με σκοπό να βοηθηθεί ο κλινικός ιατρός στη διάγνωση της υποκείμενης νόσου. Στην πραγματικότητα, λίγες είναι οι εξετάσεις που μπορούν να βοηθήσουν στο χαρακτηρισμό και τη διάγνωση των υπεζωκοτικών συλλογών, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος τους απλά υποστηρίζουν μια κλινική εντύπωση. Εξετάσεις που μπορούν να βοηθήσουν στη διάγνωση είναι: Τα μακροσκοπικά χαρακτηριστικά του πλευριτικού υγρού: Το χρώμα, η οσμή, το ιξώδες και η θολερότητα, αποτελούν τα πρώτα στοιχεία εκτίμησης 2 της συλλογής^. Ο προσδιορισμός των ολικών πρωτεϊνών και της γαλακτικής δεϋδρογονάσης (LDH) ταυτόχρονα στο πλευριτικό υγρό και στο αίμα αποτελεί το πρώτο βήμα για τη διάκριση του εξιδρώματος ή διιδρώματος. Τα εξιδρώματα πληρούν τουλάχιστον ένα, και τα διιδρώματα κανένα από τα παρακάτω τρία κριτήρια, γνωστά και σαν κριτήρια του Light 7: 16
19 i. Η σχέση των πρωτεϊνών του πλευριτικού υγρού προς τις πρωτεΐνες του ορού είναι > 0,5. ϋ. Η σχέση της LDH του πλευριτικού υγρού προς την LDH του ορού είναι > 0,6. ϊϋ. Τα επίπεδα της LDH του πλευριτικού υγρού είναι > 2/3 των ανώτερων φυσιολογικών τιμών του ορού. Με την εκτίμηση των λευκωμάτων και της LDH ολοκληρώνεται ο έλεγχος του υπεζωκότα στο 35-40% των συλλογών, δηλαδή των διιδρωμάτων, και στη συνέχεια αντιμετωπίζεται η κύρια νόσος. Ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων στο πλευριτικό υγρό δεν είναι ιδιαίτερα διαγνωστικός. Παρ όλα αυτά, τιμές μεγαλύτερες των /ml προσδίδουν σοβαρές φλεγμονές του υπεζωκότα (εμπύημα) και άλλες οξείες καταστάσεις, ενώ σε χρόνια εξιδρώματα (νεοπλασίες, φυματίωση) ο αριθμός των λευκών δεν ξεπερνά τις 5.000/ml2 ls. Ο τύπος των λευκών αντίθετα με τον αριθμό έχει καθοριστική σημασία στη διάκριση των πλευρίτιδων. Σε οξείες καταστάσεις προέχουν τα πολυμορφοπύρηνα, ενώ σε χρόνιες τα λεμφοκύτταρα. Χαρακτηριστικά, στη φυματιώδη πλευρίτιδα τα λεμφοκύτταρα ανέρχονται στο 85-90% του συνόλου των κυττάρων 2 4,8. Τα επίπεδα της γλυκόζης στα διιδρώματα και στα περισσότερα εξιδρώματα είναι παρόμοια με αυτά του αίματος. Η χαμηλή περιεκτικότητα σε γλυκόζη (<60mg/100ril) χαρακτηρίζει όλες τις παραπνευμονικές συλλογές και τη ρευματοειδή πλευρίτιδα. Επίσης, χαμηλή τιμή γλυκόζης απαντάται στις 17
20 νεοπλασίες (30%) και στις φυματιώδεις πλευρίτιδες (20%). Οι χαμηλότερες τιμές απαντώνται στη ρευματοειδή αρθρίτιδα και στο εμπύημα 2 4,8. Η τιμή του ph στο πλευριτικό υγρό υγιών ατόμων είναι 7,60, υψηλότερη δηλαδή της τιμής του ph του αίματος. Χαμηλή τιμή ph (< 7,30) σε συνδυασμό με φυσιολογικές τιμές ph αίματος, απαντώνται στις συλλογές που χαρακτηρίζονται από χαμηλή τιμή γλυκόζης και υψηλή LDH (έντονη φλεγμονή υπεζωκότα)2'4. Η τιμή της αμυλάσης, η οποία όταν υπερβαίνει την αντίστοιχη του αίματος βοηθά στη διαφορική διάγνωση των νεοπλασματικών πλευρίτιδων (10%)2. Η κυτταρολογική εξέταση του πλευριτικού υγρού, επισφραγίζει τη διάγνωση των νεοπλασματικών συλλογών σε ποσοστό που ξεπερνά το 50% των ασθενών. Το ποσοστό αυτό φθάνει στο 80-90% με την τρίτη δειγματοληψία2 4. Ο προσδιορισμός των ανοσιακών δεικτών, οι οποίοι συμβάλλουν αποφασιστικά στη διάγνωση της πλευρίτιδας του ερυθηματώδους λύκου και της ρευματοειδούς αρθρίτιδας 2. Ο προσδιορισμός του αιματοκρίτη σε περίπτωση που το πλευριτικό υγρό φαίνεται μακροσκοπικά ως αιμορραγικό 2. Η ανάλυση των λιπιδίων (τριγλυκερίδια, χοληστερόλη, ανάλυση λιποπρωτεϊνών) όταν το πλευριτικό υγρό είναι θολερό, βοηθά στη διαφορική διάγνωση μεταξύ εμπυήματος χυλοθώρακα και ψευδοχυλοθώρακα. 18
21 3. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΛΕΥΡΙΤΙΚΟΥ ΥΓΡΟΥ ΣΕ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Φυματιώδης υττεζωκοτική συλλογή Σύμφωνα με τα στοιχεία της παγκόσμιας οργάνωσης υγείας, το ένα τρίτο του πληθυσμού της Γης έχει μολυνθεί από το βάκιλο της φυματίωσης. Από αυτούς, 8-10 εκατομμύρια εκδηλώνουν τη νόσο κάθε χρόνο, και τα 3 εκατομμύρια πεθαίνουν. Ο βάκιλος της φυματίωσης θεωρείται σήμερα υπεύθυνος για περισσότερους θανάτους από οποιοδήποτε άλλο παθογόνο μικροοργανισμό και συγκεκριμένα, για το ένα τέταρτο των θανάτων που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Η επίπτωση της φυματίωσης αυξάνεται σε πολλές βιομηχανικά ανεπτυγμένες καθώς και σε αναπτυσσόμενες χώρες. Επίσης, λόγω της αύξησης του πληθυσμού, υπάρχουν σήμερα περισσότερα κρούσματα φυματίωσης από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία 9,10 Οι προσπάθειες για την καταπολέμηση της νόσου έχουν στηριχθεί αφ ενός στην προσπάθεια βελτίωσης της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και των συνθηκών υγιεινής σε παγκόσμια κλίμακα, και αφ ετέρου στην επιστημονική έρευνα. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η μείωση του άλλοτε υψηλού αριθμού κρουσμάτων άρχισε από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Ο μαζικός εμβολιασμός με BCG από το 1921 και η χρήση των αντιφυματικών φαρμάκων από το 1950, απλά επιτάχυναν τους ρυθμούς μείωσης των κρουσμάτων αυτών 9. Σε πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου αλλά και του ανεπτυγμένου κόσμου, η φυματίωση παραμένει η συχνότερη αιτία υπεζωκοτικής συλλογής χωρίς εμφανή πνευμονική νόσο. Η φυματιώδης πλευρίτιδα παρατηρείται 19
22 συχνότερα στους νέους με τη μορφή της μη επιλεγμένης υπεζωκοτικής συλλογής". Επίσης, παρατηρείται συχνότερα στους ενήλικες παρά στα παιδιά σαν εκδήλωση πρωτοπαθούς φυματίωσης. Έχει αναφερθεί συλλογή υγρού στην υπεζωκοτική κοιλότητα μόνο στο 10% παιδιών που έπασχαν από φυματίωση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους ενήλικες ανέρχεται σε 38% 12. Η φυματιώδης πλευρίτιδα παρατηρείται συνήθως μέσα σε έξι μήνες από την πρωτοπαθή λοίμωξη, συνοδεύοντας την εμφάνιση της κυτταρικής ανοσίας. Θεωρείται αντιδραστική εκδήλωση της επιβραδυνόμενης υπερευαισθησίας σε ένα μικρό αριθμό βακίλλων, που προκαλούν οξεία φλεγμονώδη αντίδραση στην υπεζωκοτική κοιλότητα ι3. Το πλευριτικό υγρό είναι συνήθως καθαρό, αργυρόχρωμο και περιέχει πάνω από 3,0 γραμμάρια λευκώματος ανά 100 κυβικά εκατοστά. Σπάνια είναι αιμορραγικό ή ακόμα και ροδόχρωμο. Η εξέτασή του με χρώση κατά Wright, αποτελεί μια από τις χρησιμότερες δοκιμασίες. Η τιμή γλυκόζης στο 60% των περιπτώσεων είναι χαμηλότερη από 60mg/100ml, ενώ η LDH έχει τιμή μεγαλύτερη από 200 μονάδες ανά λίτρο. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση του πλευριτικού υγρού παρατηρούνται κρύσταλλοι χοληστερόλης στο 30-70% των περιπτώσεων που είναι θετικοί σε οξεάντοχο βάκιλλο. Ο αριθμός των κυττάρων στο 5% ανέρχεται περίπου σε ερυθρά και στο 75% σε λευκοκύτταρα περίπου, τα οποία κυρίως είναι λεμφοκύτταρα. Στη φυματιώδη πλευριτική συλλογή, δεν παρατηρούνται μεσοθηλιακά κύτταρα κατά την κυτταρολογική εξέταση του πλευριτικού υγρού στο 75% των ασθενών κάτω από 25 ετών, και στο 50% των ασθενών πάνω από την ηλικία των 25. Η καλλιέργεια του πλευριτικού υγρού είναι θετική στο 10-70% των περιπτώσεων και το ειδικό του βάρος είναι ,δ. 20
23 Η φυματιώδης πλευρίτιδα αποτελεί ένα καλό παράδειγμα επιτυχημένης κυτταρικής ανοσολογικής απάντησης, δεδομένου ότι η νόσος είναι συνήθως αυτοπεριοριζόμενη. Αν και υπάρχει δηλαδή συχνά έντονη φλεγμονώδης απάντηση που εκδηλώνεται με ίνωση του υπεζωκότα, τις περισσότερες φορές η νόσος υποχωρεί χωρίς θεραπεία. Τα Τ- λεμφοκύτταρα και τα μακροφάγα ενορχηστρώνουν την ανοσολογική απάντηση στη φυματίωση, και ειδικότερα στη φυματιώδη πλευρίτιδα. Και τα δύο είδη κυττάρων είναι σήμερα γνωστό ότι συμμετέχουν σε κάθε είδους ανοσολογική απάντηση, και παράγουν φλεγμονώδεις κυτταροκίνες που προκαλούν τοπικά και συστηματικά συμπτώματα 14. Η μελέτη των Τ- λεμφοκυττάρων και των μακροφάγων από το πλευριτικό υγρό ασθενών με φυματιώδη πλευρίτιδα, δίνει την ευκαιρία να μελετηθεί η φλεγμονώδης κυτταρική αντίδραση στην περιοχή της ενεργού νόσου Κακοήθεια Το πλευριτικό υγρό είναι ροδόχρωμο και στο 90% των περιπτώσεων περιέχει λευκώματα πάνω από 3,0 γραμμάρια ανά 100 κυβικά εκατοστά. Η γλυκόζη σπάνια έχει τιμή χαμηλότερη από 60mg/100rOl και οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν οξέωση με ph χαμηλότερο από 7,30. Η κυτταρολογική εξέταση είναι θετική στο 30^10%, και ο αριθμός των κυττάρων στο 40% είναι περίπου λευκοκύτταρα (κυρίως λεμφοκύτταρα). Το ειδικό βάρος στο 75% είναι Η τιμή της αδενοσινοδεαμινάσης παρουσιάζει μια μέση τιμή 21U/L και αξιολογείται μόνο σε συνδυασμό με άλλες βιοχημικές εξετάσεις όπως το σάκχαρο ή ο τύπος των κυττάρων 5. 21
24 3.3. Καρδιακή ανεπάρκεια Το πλευριτικό υγρό είναι καθαρό (ορώδες) και τα λευκώματα που περιέχει είναι χαμηλότερα από 3,0 γραμμάρια ανά 100 κυβικά εκατοστά. Η γλυκόζη έχει φυσιολογικές τιμές και η LDH είναι χαμηλότερη από 200 μονάδες ανά λίτρο. Ο τύπος των κυττάρων είναι 10% ερυθρά και 10% λευκοκύτταρα (περίπου 1.000), και το ειδικό βάρος στο 90% κάτω από Πνευμονία Το πλευριτικό υγρό είναι ορώδες και τα λευκώματα που περιέχει είναι 3,0 γραμμάρια ή περισσότερο ανά 100 κυβικά εκατοστά. Η γλυκόζη είναι συνήθως χαμηλότερη από 60mg/100ml και το ειδικό βάρος είναι Η μικροσκοπική εξέταση του πλευριτικού υγρού μπορεί, ή όχι να είναι θετική για βάκιλλους, όπως μπορεί ή όχι να είναι θετική και η καλλιέργεια του πλευριτικού υγρού. Στον τύπο των κυττάρων επικρατούν τα πολυμορφοπύρηνα Ρευματοειδής αρθρίτιδα Το πλευριτικό υγρό είναι θολερό ή κιτρινοπράσινο με ειδικό βάρος Η τιμή των λευκωμάτων είναι 3,0 γραμμάρια ή και περισσότερο ανά 100 κυβικά εκατοστά, ενώ η τιμή της γλυκόζης είναι κάτω από 20mg/100ml. Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα επικρατούν τα λεμφοκύτταρα και η τιμή της αδενοσινοδεαμινάσης είναι χαρακτηριστικά υψηλή (> από 80U/L) παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη διάκριση από τον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο 5,1δ. 22
25 4. ΑΥΞΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΕΝΔΟΘΗΛΙΟΥ (VEGF). Ο VEGF είναι μέλος μιας μεγάλης οικογένειας αυξητικών παραγόντων του αγγειακού ενδοθηλίου η οποία περιλαμβάνει τον VEGF-A και τα ομόλογα του VEGF-B, C, D, Ε καθώς και τον αυξητικό παράγοντα του πλακούντα (PIGF)16. Ο VEGF έχει μελετηθεί περισσότερο από κάθε άλλο μέλος αυτής της οικογένειας, είναι μια ομοδιμερής γλυκοπρωτεΐνη17 MB kd, αποτελούμενη από πέντε ισομορφές (VEGF12i, VEGF-145, VEGF165, VEGF189, VEGF206) 01 οποίες παράγονται από εναλλακτικό μάτισμα του mrna18. Οι διαφορετικές ισομορφές παρουσιάζουν όμοιες βιολογικές δράσεις, διαφέρουν όμως ως προς τη πρόσδεση τους στην ηπαρίνη και στην εξωκυττάρια θεμέλια ουσία. Έχει βρεθεί ότι οι περισσότεροι κυτταρικοί τύποι παράγουν ταυτόχρονα διαφορετικές ισομορφές18. Ο VEGF παράγεται από τα ενεργοποιημένα μακροφάγα, τα ουδετερόφιλα, τα ηπατοκύτταρα, τα λεία μυϊκά κύτταρα, τα κύτταρα του Leydig και από το βρογχικό επιθήλιο (κυψελιδικά επιθηλιακά κύτταρα τύπου II)19. Ο VEGF έχει δύο κύριες λειτουργίες: 1. Αυξάνει την αγγειακή διαπερατότητα Διεγείρει την αγγειογένεση και την αγγειοδιαστολή 20,21. Οι παραπάνω λειτουργίες είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο VEGF μπορεί να προκαλεί μορφολογικές αλλαγές στο αγγειακό ενδοθήλιο των κυττάρων, να μεταβάλλει την έκφραση των γονιδίων τους, να διεγείρει τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και τη μετανάστευση, καθώς και να αναστέλλει την απόπτωση18. Αυτές οι ιδιότητες προσδίδουν στον VEGF ένα ρόλο κλειδί 23
26 ως διαμεσολαβητή στην παθογένεση των αγγειακών παθήσεων, από στεφανιαία έως περιφερική αγγειακή νόσο ή για παράδειγμα από αμφιβληστροειδικό νεοαγγείωμα έως πνευμονική υπέρταση. Επιπλέον, παίζει κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της αγγειακής διαπερατότητας και της αγγειογένεσης, οι οποίες είναι ουσιαστικές διαδικασίες στη μετανάστευση και την αύξηση των όγκων 22. Τα μεσοθηλιακά κύτταρα23 είναι η κύρια πηγή αυξημένης συγκέντρωσης του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό, αλλά φλεγμονώδη και κακοήθη κύτταρα μπορούν επίσης να συμβάλουν στη παραγωγή του24. Η υποξία, η ισχαιμία24, τα επίπεδα του transforming growth factor (TGF-β)23, άλλες κυτταροκίνες όπως η ιντερλευκίνη-1 και 6 24,22, αλλά και ο παράγοντας νέκρωσης όγκων (TNF-α)25, διεγείρουν την έκφραση του VEGF. Ο VEGF προσδιορίστηκε σε υπεζωκοτικές συλλογές διαφόρων αιτιολογιών και τα επίπεδα του έχουν βρεθεί υψηλότερα στις εξιδρωματικές σε σχέση με τις διιδρωματικές συλλογές26,27. Υψηλότερα επίπεδα του VEGF έχουν βρεθεί στο υπεζωκοτικό υγρό ασθενών με κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή σε σχέση με το υπεζωκοτικό υγρό ασθενών με καλοήθους αιτιολογίας υπεζωκοτική συλλογή19,28. Άλλες μελέτες αναφέρουν πως τα επίπεδα του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό ασθενών με εμπύημα, βρέθηκαν πάνω από πέντε φορές υψηλότερα απ ότι βρέθηκαν τα αντίστοιχα επίπεδα του στη μη επιπλεγμένη παραπνευμονική συλλογή19,27. FI αυξημένη συγκέντρωση του VEGF στην υπεζωκοτική κοιλότητα, πιστεύεται ότι οφείλεται σε τοπική παραγωγή, παρά στη διάχυση του από τη συστηματική κυκλοφορία. Έχει βρεθεί πως τα επίπεδα του VEGF στην κακοήθη 24
27 υπεζωκοτική συλλογή είναι πάνω από δέκα φορές υψηλότερα απ ότι τα αντίστοιχα επίπεδα του ορού ΑΔΕΝΟΣΙΝΟΔΕΑΜΙΝΑΣΗ (Αδενοσινοαμινοϋδρολάση, ADA-EC) 5.1. Κατανομή του φυσιολογικού ενζύμου Η αδενοσινοδεαμινάση (ADA) είναι ένα ένζυμο του καταβολισμού των πουρινών και καταλύει την μη αντιστρεπτή απαμίνωση της αδενοσίνης και της δεοξυαδενοσίνης σε ινοσίνη και 2' δεοξυαδενοσίνη 14. Το ένζυμο είναι κατανεμημένο παντού στους ιστούς και παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δραστηριότητα στο θύμο αδένα (~800 IU/mg πρωτεΐνης), και τη χαμηλότερη στα ερυθροκύτταρα (~1 IU/mg) Επίσης, σημαντική δραστηριότητα παρουσιάζει στο έντερο, το σπλήνα, τους πνεύμονες και το ήπαρ, ενώ πολύ μικρή είναι η δραστηριότητά του στους σκελετικούς μυς, στο δέρμα και στα οστά 32. Ιδιαίτερα σημαντικός όμως είναι ο ρόλος της αδενοσινοδεαμινάσης και στον λεμφικό ιστό. Τα επίπεδα της ADA είναι δέκα φορές υψηλότερα στα λεμφοκύτταρα από ότι στα ερυθροκύτταρα, και ειδικά στα Τ- λεμφοκύτταρα όπου υπάρχουν διαφορετικές συγκεντρώσεις του ενζύμου ανάλογα και με την κυτταρική διαφοροποίηση. Έτσι, φαίνεται ότι η δραστικότητα της αδενοσινοδεαμινάσης ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με την διαφοροποίηση των Τ- λεμφοκυττάρων. Στα Τ-λεμφοκύτταρα του ανθρώπου έχει παρατηρηθεί σημαντικά υψηλότερη δραστικότητα του ενζύμου (5-10 φορές υψηλότερη) από ότι στα Β- λεμφοκύτταρα
28 Η έλλειψη της δραστηριότητας του ενζύμου οφείλεται σε επίκτητη ή γενετικά καθορισμένη διαταραχή του ανοσολογικού συστήματος34. Τα επίπεδα του ενζύμου αυξάνονται σε ασθενείς με διαφορετικούς τύπους καρκίνου αλλά μειώνονται σε ασθενείς με λευχαιμία. Αυξημένη δραστηριότητα του ενζύμου στο αίμα βρέθηκε σε ασθενείς με ιογενή ηπατίτιδα και λοιμώδη μονοπυρήνωση και στο πλευριτικό, περιτοναϊκό και εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ) σε ασθενείς με φυματίωση Ισοένζυμα της αδενοσινοδεαμινάσης Η δραστηριότητα της ADA στα βιολογικά υγρά οφείλεται στη δράση δύο ισοενζύμων, της ADA-1 και της ADA-2. Το ισοένζυμο ADA-1 είναι μια μονομερής πρωτεΐνη με μοριακή μάζα ~35 kda που κωδικοποιείται στο χρωμόσωμα 20. Φυσιολογικά, η ADA-1 βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα στον ορό. Ο φυσικός της εντοπισμός είναι μέσα στα κύτταρα ιδίως στα λεμφοκύτταρα, μονοκύτταρα, μακροφάγα και ερυθροκύτταρα, και είναι ουσιαστική για μια ικανοποιητική ανοσολογική απάντηση. Συγγενής απουσία της ADA-1 στα λεμφοκύτταρα και στα ερυθροκύτταρα προκαλεί σοβαρό σύνδρομο ανασοανεπάρκειας 37,38,39. Το ισοένζυμο ADA-2 έχει μοριακή μάζα -100 kda και κωδικοποιείται από ένα ξεχωριστό γονιδιακό τόπο (locus). Η ADA-2 βρίσκεται μόνο στα μακροφάγα, και απελευθερώνεται μετά από διέγερση των κυττάρων αυτών λόγω της παρουσίας μικροοργανισμών σε αυτά 37,4. Η ADA -2 διαφέρει από την ADA-1 όχι μόνο ως προς τη μοριακή μάζα αλλά και ως προς τις ενζυμικές της ιδιότητες. Έτσι, το ισοένζυμο ADA-2 26
29 συγκρινόμενο με το ισοένζυμο ADA-1 έχει χαμηλότερο βέλτιστο ph (6,5 έναντι 7,5 της ADA-1), υψηλότερη Km για την αδενοσίνη (2000 μιτιοι/ι έναντι 50 pmol/l) και χαμηλότερη απαμινωτική δράση για την 2 -δεοξυαδενοσίνη σε σύγκριση με την αδενοσίνη (αριθμητική σχέση 0,2 έναντι 0,8)
30 Β. ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
31 6. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 6.1. Πληθυσμός Στη μελέτη έλαβαν μέρος 186 ασθενείς, οι οποίοι νοσηλεύτηκαν στην Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, για διαγνωστική διερεύνηση υπεζωκοτικής συλλογής. Σε όλους τους ασθενείς συμπληρώθηκε κοινό πρωτόκολλο στο οποίο καταγράφηκαν τα ακόλουθα: 1) Η αιτία εισόδου, ο εντοπισμός της υπεζωκοτικής συλλογής (Αριστερά, Δεξιά, Άμφω) και η τελική διάγνωση. 2) Η βιοψία υπεζωκότα για τις περιπτώσεις όπου υπήρχε ένδειξη. 3) Η κυτταρολογική του υπεζωκοτικού υγρού. 4) Η μικροβιολογική εξέταση του υπεζωκοτικού υγρού. 5) Η καλλιέργεια του υπεζωκοτικού υγρού. 6) Η γενική αίματος (αριθμός και τύπος λευκών αιμοσφαιρίων, Τ.Κ.Ε.). 7) Ο προσδιορισμός του σακχάρου, LDH, ολικών λευκωμάτων και ολικής ADA στο υπεζωκοτικό υγρό και το αίμα. Τριάντα τρεις (33) από τους παραπάνω ασθενείς εξαιρέθηκαν από τη μελέτη, είτε λόγω ύπαρξης πολλών πιθανών αιτιών της υπεζωκοτικής συλλογής, είτε λόγω αδιευκρίνιστης αιτιολογίας αυτής. Η διάκριση των συλλογών σε εξιδρώματα ή διιδρώματα έγινε σύμφωνα με τα κριτήρια του Light7: 29
32 i. Η σχέση των πρωτεϊνών του υπεζωκοτικού υγρού προς τις πρωτεΐνες του αίματος είναι > 0.5. ϋ. Η σχέση της LDH του υπεζωκοτικού υγρού προς την LDH του αίματος είναι > 0.6. iii. Η απόλυτη τιμή της LDH στο υπεζωκοτικό υγρό είναι > 2/3 των ανώτερων φυσιολογικών τιμών του πλάσματος Κριτήρια διάγνωσης Ο προσδιορισμός της αιτίας που προκάλεσε την υπεζωκοτική συλλογή βασίστηκε στη κλινική εικόνα, τον εργαστηριακό έλεγχο και την ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή. Μια συλλογή χαρακτηρίστηκε ως λεμφοκυτταρικό εξίδρωμα με βάση τα κριτήρια του Light, και αν ο αριθμός των λεμφοκυττάρων στο υπεζωκοτικό υγρό ήταν πάνω από 50%. Οι συλλογές ταξινομήθηκαν στις ακόλουθες ομάδες σύμφωνα με την τελική διάγνωση: 1) Παραττνευμονική συλλογή (π=19): Η διάγνωση στηρίχθηκε στη παρουσία λοίμωξης του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος που συνοδευόταν από παρουσία εμπυρέτου, πνευμονικής διήθησης, πυώδους απόχρεμψης και ανταπόκριση στη θεραπεία με αντιβιοτικά. Σε όλες τις περιπτώσεις, στο υπεζωκοτικό υγρό επικρατούσαν τα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα. 2) Εμπύημα (η=6): Είναι η συλλογή πύου στην υπεζωκοτική κοιλότητα ή υγρού με θετική καλλιέργεια ή Gram χρώση. 30
33 3) Κακοήθεις συλλογές με πρωτοπαθή εστία στον πνεύμονα (η=40): Η διάγνωση τέθηκε σε όλους τους ασθενείς με τη θετική κυτταρολογική εξέταση του υπεζωκοτικού υγρού ή τη βιοψία του υπεζωκότα. 4) Άλλες κακοήθεις συλλογές (η=36): Περιλαμβάνουν συλλογές με κακοήθη κύτταρα στην κυτταρολογική εξέταση, τα οποία αποδόθηκαν σε καρκίνο του μαστού (η=9), καρκίνο των ωοθηκών (π=7), καρκίνο του νεφρού (π=1), καρκίνο της ουροδόχου κύστεως (π=4), λέμφωμα (π=4) και αγνώστου πρωτοπαθούς εστίας (n=11). 5) Φυματιώδης πλευρίτιδα: (η=25): Η τελική διάγνωση τέθηκε με απομόνωση του μυκοβακτηριδίου της φυματίωσης: α) στην καλλιέργεια πτυέλων και υπεζωκοτικού υγρού β) με χρώση Zielh Neelsen και γ) με βιοψία υπεζωκότα. 6) Συμφορητική Καρδιακή Ανεπάρκεια (Διίδρωμα) (η=27): Η διάγνωση βασίστηκε στο ιστορικό των ασθενών, στην κλινική εικόνα και τα αντικειμενικά ευρήματα της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, καθώς και τα εργαστηριακά ευρήματα του υπεζωκοτικού υγρού που το χαρακτήριζαν ως διίδρωμα Συλλογή και ανάλυση των δειγμάτων Από κάθε ασθενή πριν την έναρξη της θεραπείας συλλέχθηκε το υπεζωκοτικό υγρό της πρώτης παρακέντησης, και ταυτόχρονα 10 ml φλεβικού αίματος. Το υπεζωκοτικό υγρό και το αίμα υποβλήθηκε σε ανάλυση για τον ολικό αριθμό και τον τύπο των κυττάρων, καθώς και τα επίπεδα της γλυκόζης, των ολικών πρωτεϊνών και της γαλακτικής δευδρογενάσης (LDH). Η 31
34 ανάλυση των βιοχημικών χαρακτηριστικών έγινε με ηλεκτροχημειοφωταύγεια, χρησιμοποιώντας εμπορικά διαθέσιμες μεθόδους και σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή (Olympus AU 600, Olympus Diagnostics Gmbh, Irish Branch, Lismeehan). Ο αριθμός και ο τύπος των κυττάρων έγινε με άμεση μικροσκόπιση. Όλα τα δείγματα υποβλήθηκαν σε κυτταρολογική εξέταση και καλλιέργεια για αερόβια και αναερόβια βακτήρια. Το υπεζωκοτικό υγρό και το αίμα που προοριζόταν για τον προσδιορισμό των βιοχημικών δεικτών αμέσως μετά την λήψη τους υποβάλλονταν σε φυγοκέντρηση στις 1500 στροφές για 15 λεπτά στους 4 Ό, και το υπερκείμενο αποθηκεύονταν στους - 80 Ό μέχρι τη στιγμή της ανάλυσης Μέθοδος προσδιορισμού της αδενοσινοδεαμινάσης (ADA) Η μέτρηση της αδενοσινοδεαμινάσης έγινε με τη μέθοδο του Giusti 42. Αρχή της μεθόδου Ο προσδιορισμός της ADA στηρίζεται στην υδρόλυση της αδενοσίνης σε ινοσίνη και αμμωνία, αντίδραση που καταλύεται από αυτό ακριβώς το ένζυμο. ADA Αδενοσίνη + Η Ινοσίνη + ΝΗ3 Η αμμωνία αντιδρά με υποχλωριώδες νάτριο και φαινόλη σε αλκαλικό περιβάλλον και με την παρουσία νιτροπρωσσικού νατρίου, παράγεται έγχρωμο (μπλε) σύμπλοκο της ινδοφαινόλης: 32
35 NH3+OCI +2 \ O / OH O = Oy= N-\0/-0 Na2(Fe (CN)5NO) To δείγμα επωάζεται κατ αρχάς για μια ώρα στους 37 C με διάλυμα αδενοσίνης 21 mm σε ρυθμιστικό διάλυμα φωσφορικών ph 6,5. Στη συνέχεια ακολουθεί μία δεύτερη επώαση στους 37 C αφού προσθέσουμε στο διάλυμα της πρώτης επώασης, αντιδραστήριο που αποτελείται από ίσα μέρη των εξής: ϊ. Νιτροπρωσικό νάτριο (106 πιμ φαινόλη - 0,17 πιμ νιτροπρωσικό νάτριο). ϋ. Αλκαλικό διάλυμα υποχλωριώδους νατρίου (11 mm NaCI- 125 πιμ NaOH). Η αμμωνία που παράγεται κατά την πρώτη ώρα της επώασης σχηματίζει με τα αντιδραστήρια αυτά ινδοφαινόλη. Η οπτική πυκνότητα του διαλύματος μετράται στα 620ηπι μετά από την παρέλευση άλλης μισής ώρας (δεύτερη επώαση), και συγκρίνεται με την οπτική πυκνότητα διαλύματος ινδοφαινόλης που παράγεται από πρότυπο διάλυμα αμμωνίας με γνωστή συγκέντρωση. 33
36 6.5. Μέθοδος προσδιορισμού VEGF Η συγκέντρωση του VEGF προσδιορίστηκε με εμπορικά διαθέσιμο kit (.Biosource, Europe S.A.) και σύμφωνα με τις αρχές του πρωτοκόλλου της κατασκευάστριας εταιρείας. Το χαμηλότερο όριο ανίχνευσης για τον VEGF <5 pg/ml. Ο ποσοτικός προσδιορισμός επιτεύχθηκε με τη χρήση της ανοσοπροσροφητικής ανάλυσης στερεός φάσεως με σύνδεση ενζύμου (Enzyme-Linked Immunoabsorbent Assays, ELISA). ΑΡΧΠ της μεθόδου Η βασική αρχή της μεθόδου (Εικόνα 3) στηρίζεται σε ένα ολιγοκλωνικό σύστημα, στο οποίο μονοκλωνικά αντισώματα στοχεύουν σε συγκεκριμένους επίτοπους του αντιγόνου. Τα αντιγόνα επωάζονται σε ισότονο διάλυμα αλάτων μέσα στα βοθρία της μικροπλάκας, με αποτέλεσμα να προσδένονται στα καθηλωμένα αντισώματα (MAbsl). Το ελεύθερο αντιγόνο απομακρύνεται με πλύση. Το πρώτο αντίσωμα (MAbl) ανιχνεύεται από ένα δεύτερο αντίσωμα (MAbll) σημασμένο με υπεροξειδάση (HRP). Ακολουθεί επώαση κατά την οποία δημιουργείται το σύμπλοκο της μορφής: παγιδευμένο MAbl αντιγόνο - Mabll HRP, και στη συνέχεια η μικροπλάκα πλένεται ώστε να απομακρυνθούν τα μη προοδεμένα σημασμένα αντισώματα 43. Το σημασμένο αντίσωμα καθίσταται ορατό με την προσθήκη χρωμογόνου υπό μορφή διαλύματος (ΤΜΒ+Η202), επάνω στο οποίο δρα η υπεροξειδάση για να παραχθεί ένα έγχρωμο τελικό προϊόν. Ακολουθεί επώαση και τερματισμός της αντίδρασης με την προσθήκη H2S04. Το ποσό του υποστρώματος που έχει καταναλωθεί, προσδιορίζεται εκτιμώντας την 34
37 ποσότητα του έγχρωμου τελικού προϊόντος με σάρωση της οπτικής πυκνότητας του πλακιδίου στα 450nm. Η τιμή της απορρόφησης που καταγράφεται είναι ανάλογη της συγκέντρωσης του αντιγόνου στο δείγμα ουνΰέουοα ουσ<α (binder) στερεά φάση αναλυόμενη ουσία (ligand) (πρώτο αντίσωμα) ένζυμο Εικόνα 3. Διαγραμματική παράσταση της ανοσοπροσροφητικής ενζυμικής δοκιμασίας (ELISA).
38 7. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Γενικά Χαρακτηριστικά Υττεζωκοτικών Συλλογών Η αιτιολογία των υττεζωκοτικών συλλογών φαίνεται στον Πίνακα 1. Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά του πλευριτικού υγρού των 153 ασθενών που μελετήθηκαν παρουσιάζονται στον Πίνακα 2. Αίτιο Αριθμός ασθενών % Διιδρώματα (ΣΚΑ) 27 17,6 Εξιδρώματα ,4 Παραπνευμονική + Εμπύημα 25 19,8 Φυματίωση 25 19,8 Κακοήθεια 76 60,4 Καρκίνος πνεύμονα 40 52,6 Άλλες κακοήθειες* 36 47,4 Πίνακας 1. Ταξινόμηση των Υπεζωκοτικών Συλλογών (η = 153). *Άλλες κακοήθειες: Ωοθηκών (π = 7), Μαστού (π = 9), Νεφρού (π = 1), Ουροδόχου κύστεως (π = 4), Λέμφωμα (π = 4), και αγνώστου πρωτοπαθούς εστίας (η = 11). 36
39 ΠΣ και ΕΜΠ Φυματίωση Κακοήθεια Διίδρωμα (ΣΚΑ) (Π=19 + 6=25) (π=25) (π=76) (π=27) Ηλικία (έτη) 50 ±22 55 ± ± ±9 (21-86) (19-84) (27-92) (46-88) Φύλο (Α/Θ) 18/7 17/8 48/28 21/6 Αριθμός κυττάρων ΥΥ ± ± ± ± ( ) ( ) ( ) ( ) Αριθμός λεμφοκυττάρων % ΥΥ 12,8 ±6,7 (5-28) 77,1 ± 13 (50-95) 60,8 ± 18 (50-92) 50,4 ±21,4 (5-79) Αριθμός πολύμορφο ττύρηνων 73,8 ± 18,6 11,5 ±6,7 17,3 ±11,9 13,2 ±9 κυττάρων % ΥΥ (44-93) (0-25) (0-41) (0-30) Γλυκόζη ΥΥ (mg/dl) 49,2 ±48,1 90,7 ±22,1 111,8 ± 41,8 126,3 ±32,5 (3-132) (59-167) (12-226) (95-247) Ολικές πρωτεΐνες ΥΥ (g/l) 5± 0,6 5,2 ± 0,7 4,5 ± 0,9 2,1 ± 0,7 ( ) ( ) ( ) ( ) Ολικές πρωτεΐνες ορού (g/l) 7,1 ± 0,7 7,0 ±0,8 6,4 ±1,0 6,0 ±1,1 ( ) ( ) ( ) ( ) Ολικές πρωτεΐνες ΥΥ/Ορού 0,71 ±0,11 0,74 ± 0,09 0,70 ±0,14 0,34 ± 0,09 LDH ΥΥ (UI/L) 2563± ,3 ± 274,4 491,5 ±643,8 111,9 ±33,6 ( ) ( ) ( ) (65-199) LDH ορού (UI/L) 203 ±55 226,1 ± 68,8 308,7 ± 173,2 218,9 ±70,33 ( ) ( ) ( ) ( ) LDH ΥΥ/ορού 14,6 ± 18,8 2,6 ±1,5 1,5 ± 1 0,5± 0,1 Πίνακας 2. Δημογραφικά χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά υττεζωκοτικού υγρού. Τα στοιχεία παρουσιάζονται ως Μέση τιμή ± Σταθερά απόκλιση (SD). Το Εύρος δίνεται σε παρενθέσεις. ΥΥ = Υπεζωκοτικό Υγρό, ΣΚΑ = Συμφορητική Καρδιακή Ανεπάρκεια, ΠΣ = Παραπνευμονική Συλλογή, ΕΜΠ = Εμπύημα. 37
40 7.2. ΑΔΕΝΟΣΙΝΟΔΕΑΜΙΝΑΣΗ (ADA) Διάκριση μεταξύ εξιδρωμάτων και διιδρωμάτων Τα επίπεδα της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό των ασθενών με διιδρωματική και εξιδρωματική υπεζωκοτική συλλογή διαφορετικής αιτιολογίας παρουσιάζονται στον Πίνακα 3. Σύμφωνα με τα ευρήματά μας, τα επίπεδα της ADA βρέθηκαν σημαντικά αυξημένα στο υπεζωκοτικό υγρό των ασθενών με εξιδρωματική υπεζωκοτική συλλογή, συγκρινόμενα με εκείνα των διιδρωματικών υπεζωκοτικών συλλογών (ρ<0,0001) (Διάγραμμα 1) Επίπεδα της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό των ασθενών με εξιδρωματική συλλογή Τα επίπεδα της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό των ασθενών με φυματιώδη πλευρίτιδα βρέθηκαν σημαντικά αυξημένα 75,28±20,62 U/L συγκρινόμενα με αυτά της κακοήθους 18,36±5,71 U/L (ρ<0,0001) και παραπνευμονικής συλλογής 29,59±14,42 U/L (ρ<0,0001), (Πίνακας 3, Διάγραμμα 1). Σημαντικά αυξημένες βρέθηκαν οι τιμές της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό των ασθενών με εμπύημα 115,2±48.0 U/L σε σχέση αυτές των ασθενών με φυματιώδη πλευρίτιδα 75,28±20,62 U/L (ρ=0,002), (Πίνακας 3, Διάγραμμα 1). Οι τιμές της ADA στον ορό δεν παρουσίασαν σημαντική διαφορά μεταξύ των τριών ομάδων των εξιδρωμάτων (ρ>0,05), (Πίνακας 3) Ανάλυση ROC Η ικανότητα της ADA να διακρίνει τη φυματιώδη από τις άλλες ομάδες εξιδρωματικών υπεζωκοτικών συλλογών ελέγχθηκε με ανάλυση ROC (.Διάγραμμα 2). Με όριο την τιμή > 39,6 U/L, η ADA στο υπεζωκοτικό υγρό 38
41 παρουσίασε ευαισθησία 100%, ειδικότητα 90,1% και AUC 0,958 (95% CI 0,914-0,983) για τη διάγνωση της φυματιώδους υπεζωκοτικής συλλογής. Συγκεκριμένα, η ADA παρουσίασε ψευδώς θετικές τιμές σε έντεκα από τους εκατόν έναν ασθενείς με μη φυματιώδη πλευρίτιδα (11%), ενώ δεν παρουσίασε ψευδώς αρνητικές τιμές σε κανέναν από τους είκοσι πέντε ασθενείς με φυματίωση. Οι ψευδώς θετικές τιμές της ADA ανευρέθηκαν σε δύο ασθενείς με αιματολογική κακοήθεια, ένα με λέμφωμα Hodgkin s και ένα με λέμφωμα μανδύα, σε τρεις ασθενείς με παραπνευμονική συλλογή και σε όλους τους ασθενείς με εμπύημα. Διίδρωμα Εξίδρωμα ΠΣ ΕΜΠ Φυματίωση Κακοήθεια (η=27) (η=126) (π=19) (η=6) (η=25) (π=76) ΥΥ 8,19 ±2,60 33,39 ±26,51 29,59 ± 14,42 115,2 ±48,0 75,28 ±20,62 18,36 ±5,71 (1,83-12,88) (8,90-111,3) (13,60-66,20) (62,3-181,0) (35,15-111,3) (8,90-36,68) ADA Ορός 23,34 ± 8,22 21,66 ±7,71 18,66 ±6,75 22,2 ± 7,6 25,36 ± 10,54 20,99 ±6,09 (U/L) (10,79-46,28) (7,6-57,88) (10,52-35,30) (8,1-29,0) (14,12-57,88) (7,6-40,0) ΥΥ/Ορ 0,38 ± 0,17 1,58 ± 1,14 1,67 ± 0,69 7,2 ±7,5 3,21 ± 1,06 0,94 ± 0,38 (0,13-0,82) (0,29-5,92) (0,39-3,08) (2,1-22,3) (1,6-5,92) (0,29-2,84) Πίνακας 3. Επίπεδα της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό στον ορό των ασθενών με διιδρωματική ή εξιδρωματική συλλογή. Τα δεδομένα παρουσιάζονται ως μέση τιμή ± σταθερά απόκλιση (SD), με το εύρος εντός των παρενθέσεων. ΥΥ = Υπεζωκοτικό Υγρό, ΠΣ = Παραπνευμονική συλλογή, ΕΜΠ = Εμπύημα. 39
42 p< I p=0.002 Διάγραμμα 1. Επίπεδα της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό ασθενών με διιδρωματική υπεζωκοτική συλλογή (TRANS) n=27 j, και εξιδρωματική υπεζωκοτική συλλογή (ΕΧ) η=126λ. Κακοήθεια (MAL) n=76 j, Φυματίωση (ΤΒ) π=25, Παραπνευμονική συλλογή (PE) η=19, Εμπύημα (ΕΜΡ) η=6 π. Οι τιμές της ADA εκφράζονται σε U/L. Κάθε σύμβολο απεικονίζει ένα δείγμα. Η οριζόντια γραμμή απεικονίζει τη μέση τιμή. 100 w 80 \ > 60 «Ο C ο (Ο f? Optimal cut-off point 0 TT I I I Ϊ I I I I I I I I I I I I I I I I Specificity Διάγραμμα 2. Η καμπύλη ROC καθορίζει το όριο με το οποίο η ADA του υπεζωκοτικού υγρού μπορεί να διακρίνει τη φυματιώδη από τις άλλες ομάδες εξιδρωματικών υπεζωκοτικών. Το όριο για τη διάκριση της φυματιώδους συλλογής υπολογίστηκε ότι είναι >39,6 U/L. 40
43 7.3. ΑΓΓΕΙΑΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΑΥΞΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΝΔΟΘΗΛΙΟΥ VEGF Διάκριση μεταξύ εξιδρωμάτων και διιδρωμάτων Τα επίπεδα του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό των ασθενών με διιδρωματική και εξιδρωματική υπεζωκοτική συλλογή διαφορετικής αιτιολογίας παρουσιάζονται στον Πίνακα 4. Σύμφωνα με τα ευρήματα μας, τα επίπεδα του VEGF βρέθηκαν σημαντικά αυξημένα στο υπεζωκοτικό υγρό των ασθενών με εξιδρωματική υπεζωκοτική συλλογή συγκρινόμενα με εκείνα των διιδρωματικών υπεζωκοτικών συλλογών (ρ<0,0001) (Διάγραμμα 3). Ομοίως, σημαντικά αυξημένα βρέθηκαν τα επίπεδα του VEGF στα εξιδρώματα σε σχέση με τα διιδρώματα, στον ορό (ρ<0,0001) και στη σχέση του υπεζωκοτικού υγρού προς τον ορό (ρ<0,0001) (Πίνακας 4). Διίδρωμα Εξίδρωμα ΠΣ Φυματίωση Κακοήθεια (η=30) (π=124) (π=19) (π=29) (π=76) ΥΥ 58,20 ±29,83 943,2 ±871,6 896,7 ± 575,1 304,9 ± 229, ± (15-128) (3, ) ( ) (34, ) (3, ) VEGF Ορός 220,9 ± 123,5 463,5 ± 273,6 459,8 ± 187,9 498,6 ± 373,9 451,1 ±247,9 (Pg/mL) (79-547) (73,2-1829) ( ) (89, ) (73,2-1259) ΥΥ/Ορ 0,30 ±0,16 2,12 ±1,6 1,99 ± 0,87 0,66 ± 0,29 2,72 ± 1,69 (0,07-0,72) (0,1-11,28) (0,74-3,9) (0,14-1,79) (0,1-11,28) Πίνακας 4. Επίπεδα του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό των ασθενών με διιδρωματική ή εξιδρωματική συλλογή. Τα δεδομένα παρουσιάζονται ως μέση τιμή ± σταθερά απόκλιση (SD), με το εύρος εντός των παρενθέσεων. ΥΥ = Υπεζωκοτικό Υγρό, ΠΣ = Παραπνευμονική συλλογή, ΕΜΠ = Εμπύημα. 41
44 Επίπεδα του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό των ασθενών με εξιδρωματική συλλογή. Τα επίπεδα του VEGF στο. υπεζωκοτικό υγρό των ασθενών με κακοήθη (ρ <0,0001) και παραπνευμονική συλλογή (ρ <0,0001) (Πίνακας 4), βρέθηκαν σημαντικά αυξημένα σε σχέση με τον ορό. Αντιθέτως, τα επίπεδα του VEGF στους ασθενείς με φυματιώδη πλευρίτιδα βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερα στον ορό συγκρινόμενα με αυτά στο υπεζωκοτικό υγρό (498,6 ± 373,9 pg/ml vs 304,9 ± 229,3 pg/ml, ρ= 0,0168) (Πίνακας 4). Σημαντικά αυξημένη συγκέντρωση του VEGF βρέθηκε στο υπεζωκοτικό υγρό των ασθενών με κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή (1198 ± pg/πιε) συγκρίνοντας τη με αυτή των ασθενών με φυματιώδη πλευρίτιδα (304,9 ± 229,3 pg/ml, ρ= 0,0001), αλλά δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τη συγκέντρωση του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό των ασθενών με παραπνευμονική συλλογή (896,7 ± 575,1 pg/ml, ρ >0,05) (Πίνακας 4, Διάγραμμα 3). Στον ορό δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στη συγκέντρωση του VEGF σε καμία από τις τρεις εξιδρωματικές ομάδες (ρ >0,05) (Πίνακας 4). 42
45 NS p< p< p< η I Γ TRANS EX MAL TB T PE Διάγραμμα 3. Επίπεδα του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό ασθενών με διιδρωματική υπεζωκοτική συλλογή (TRANS) η = 27 [ και εξιδρωματική υπεζωκοτική συλλογή (ΕΧ) η=120 Λ. Κακοήθεια (MAL) π = 76;, Φυματίωση (ΤΒ) π = 25, Παραπνευμονική συλλογή (PE), η = 19. Οι τιμές του VEGF εκφράζονται σε pg/ml. Κάθε σύμβολο απεικονίζει ένα δείγμα. Η οριζόντια γραμμή απεικονίζει τη μέση τιμή. NS = non statistics Επίπεδα του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα ή καρκίνο άλλης αιτιολογίας. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στη συγκέντρωση του VEGF τόσο στο υπεζωκοτικό υγρό, όσο και στον ορό των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα ή καρκίνο άλλης αιτιολογίας (Πίνακας 5, Διάγραμμα 3). ΥΥ ΥΥ Ορός Ορός Ca Πνεύμονα Αλλα Ca Ca Πνεύμονα Αλλα Ca ± 908, ± ,4 ± 246,8 473,0 ± 250,9 Πίνακας 5. Επίπεδα του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα ή καρκίνο άλλης αιτιολογίας. Τα δεδομένα παρουσιάζονται ως μέση τιμή ± σταθερά απόκλιση (SD). ΥΥ = Υπεζωκοτικό Υγρό. 43
46 NS 5000η ε Ο) Ο Ο ID > 0J. i Τϊί LPF NLPF LS NLS Διάγραμμα 4. Επίπεδα του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα (LPF), η = 40 J και καρκίνο άλλης αιτιολογίας (NLPF), η = 36 Λ, καθώς και στον ορό των ίδιων ασθενών, με καρκίνο του πνεύμονα (LS), η = 40; και καρκίνο άλλης αιτιολογίας (NLS), η = 36. Οι τιμές του VEGF εκφράζονται σε pg/ml. Κάθε σύμβολο απεικονίζει ένα δείγμα. Η οριζόντια γραμμή απεικονίζει τη μέση τιμή. NS=non statistics Ανάλυση ROC Η ικανότητα του VEGF να διακρίνει τη κακοήθη από τη φυματιώδη υπεζωκοτική συλλογή (λεμφοκυτταρικά εξιδρώματα) ελέγχθηκε με ανάλυση ROC (Διάγραμμα 4). Με όριο την τιμή > 524 pg/ml ο VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό παρουσίασε ευαισθησία 77,6% και ειδικότητα 89,7% με AUC 0,910 (95% CI 0,839-0,957) για τη διάγνωση της κακοήθους υπεζωκοτικής συλλογής. Ψευδώς θετικά αποτελέσματα βρέθηκαν σε τρεις από τους είκοσι πέντε ασθενείς με φυματιώδη πλευρίτιδα (12%), ενώ ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα παρατηρήθηκαν σε δέκα επτά από του εβδομήντα έξι ασθενείς με κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή (22,3%). Επίσης, με την ανάλυση ROC ελέγχθηκε αν ο VEGF μπορεί να διακρίνει τις κακοήθεις από τις λοιμώδεις υπεζωκοτικές συλλογές (παραπνευμονική και φυματίωση) (Διάγραμμα 5). Σύμφωνα με την ανάλυση 44
47 ROC, o VEGF στο υττεζωκοτικό υγρό με όριο > 672 pg/ml μπορεί να διακρίνει με χαμηλή με ευαισθησία 69,7% και ειδικότητα 77,2% (AUC 0,785, 95% CI 0,702-0,855) τις κακοήθεις από τις λοιμώδεις υπεζωκοτικές. Ψευδώς θετικά αποτελέσματα βρέθηκαν σε δώδεκα από τους σαράντα τέσσερις ασθενείς με λοιμώδη υπεζωκοτική συλλογή (27%), ενώ ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα παρατηρήθηκαν σε δέκα επτά από του εβδομήντα έξι ασθενείς με κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή (22,3%). Διάγραμμα 5. Η καμπύλη ROC καθορίζει το όριο με το οποίο ο VEGF του υπεζωκοτικού υγρού μπορεί να διακρίνει την κακοήθη από τη φυματιώδη υπεζωκοτική συλλογή. Το όριο για τη διάκριση της κακοήθους συλλογής υπολογίστηκε ότι είναι > 524 pg/ml. 45
48 Specificity Διάγραμμα 6. Η καμπύλη ROC καθορίζει το όριο με το οποίο ο VEGF του υπεζωκοτικού υγρού μπορεί να διακρίνει την κακοήθη από τις λοιμώδεις υπεζωκοτικές συλλογές. Το όριο για τη διάκριση της κακοήθους συλλογής υπολογίστηκε ότι είναι > 672 pg^l. 46
49 8. ΣΥΖΗΤΗΣΗ Η υπεζωκοτική συλλογή αποτελεί ένα συχνό κλινικό πρόβλημα, που οφείλεται σε πολλές και ποικίλες αιτίες. Η διάγνωση και αντιμετώπιση των υπεζωκοτικών συλλογών αποτελεί μία κλινική πρόκληση με σημαντικό κόστος, τόσο για τους ασθενείς όσο και για το σύστημα υγείας44. Στην καθημερινή κλινική πράξη, χρησιμοποιούνται διάφορες εργαστηριακές δοκιμασίες στο υπεζωκοτικό υγρό και στον ορό, οι οποίες περιλαμβάνουν τις ολικές πρωτεΐνες, την γαλακτική δεϋδρογενάση (LDH), τη γλυκόζη, το ph και τον τύπο των κυττάρων45. Παρ όλα αυτά ένα μεγάλο ποσοστό υπεζωκοτικών συλλογών παραμένει αδιάγνωστο, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διάκριση των εξιδρωμάτων44,46. Εξαιτίας όλων των παραπάνω, τα τελευταία χρόνια ένας μεγάλος αριθμός βιοχημικών δεικτών έχει μελετηθεί για να διαπιστωθεί εάν συμβάλλουν στη διαφοροδιάγνωση των υπεζωκοτικών συλλογών. Η διαφορική διάγνωση της φυματιώδους από τη μή φυματιώδη πλευρίτιδα αποτελεί σημαντικό κλινικό πρόβλημα. Έχει δειχθεί ότι οι συνήθεις δοκιμασίες για τη διάγνωση της φυματιώδους πλευρίτιδας έχουν χαμηλή ευαισθησία, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να μη μπορεί να τεθεί οριστική διάγνωση. Το 1/3 των ασθενών έχουν αρνητική δερμοαντίδραση φυματίνης47, και μόνο περίπου το 5% ανιχνεύεται με τη χρώση Ziehl-Nielsen, η οποία απαιτεί συγκέντρωση βακίλων τουλάχιστον 10.ΟΟΟ/ml48. Η καλλιέργεια του Μυκοβακτηριδίου της φυματίωσης στο υπεζωκοτικό υγρό έχει ευαισθησία στο 10-47% των περιπτώσεων και χρειάζεται 2-6 εβδομάδες48. Η καλλιέργεια πτυέλων είναι θετική στο 30-50% 48, και η ευαισθησία της PCR49 ποικίλλει από 20-81% εξαρτώμενη κυρίως από τη συγκέντρωση των βακίλων 47
50 στο δείγμα. Η καλλιέργεια υλικού βιοψίας υπεζωκότα έχει ευαισθησία αττό 55-85% ενώ η ιστολογική εξέταση υλικού βιοψίας υπεζωκότα έχει ευαισθησία από 50-85%50. Διάφοροι βιοχημικοί δείκτες μεταξύ των οποίων η ADA και η IFN-γ έχουν μελετηθεί με σκοπό να αποτιμηθεί η διαγνωστική τους ικανότητα στη διάκριση της φυματιώδους από άλλης αιτιολογίας υπεζωκοτικής συλλογής. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι οι τιμές της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό ήταν σημαντικά αυξημένες στα εξιδρώματα σε σχέση με τα διιδρώματα. Επίσης, μεταξύ των εξιδρωματικών συλλογών η ADA βρέθηκε σημαντικά αυξημένη στη φυματιώδη πλευρίτιδα, διακρίνοντάς τη με μεγάλη ευαισθησία και ειδικότητα από την κακοήθη και παραπνευμονική υπεζωκοτική συλλογή. Η υψηλότερη δραστικότητα της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό ασθενών με φυματιώδη πλευρίτιδα (σε σχέση με το αίμα), οφείλεται πιθανότατα στη σύνθεσή της από κύτταρα μέσα στην υπεζωκοτική κοιλότητα. Μεγάλες συγκεντρώσεις ADA βρέθηκαν στα Τ-λεμφοκύτταρα51. Αυτό, σε συνδυασμό με την αυξημένη αναλογία των Τ-λεμφοκυττάρων στο υπεζωκοτικό υγρό, υποστηρίζει την τοπική κυτταρική ανοσολογική απάντηση ως αιτία των υψηλών τιμών ADA στη φυματίωση52. Αντίθετα, μικρότεροι αριθμοί λεμφοκυττάρων βρέθηκαν στο υπεζωκοτικό υγρό και στο αίμα ασθενών με κακοήθη πλευρίτιδα 52. Σύμφωνα με την ανάλυση ROC, ο υπολογισμός μόνο της ADA του υπεζωκοτικού υγρού και η διαπίστωση τιμών μεγαλύτερων των 39,6 U/L, έθεσαν τη διάγνωση της φυματιώδους πλευρίτιδας με ευαισθησία 100% και ειδικότητα 90,1%. Παρόμοια υψηλά ποσοστά ευαισθησίας (81-100%) και ειδικότητας (83-100%) με τιμές ADA μεγαλύτερες από 40 U/L, αναφέρονται 48
51 επίσης στη βιβλιογραφία53,54,55. Από τα αποτελέσματά μας, προέκυψε ότι το εμπύημα ήταν η κύρια αιτία των ψευδώς θετικών τιμών της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό, αφού και οι έξι ασθενείς αυτής της ομάδας είχαν τιμές πολύ μεγαλύτερες από 39,6 U/L. Επίσης, ψευδώς θετικές τιμές παρουσίασαν τρεις ασθενείς με παραπνευμονική συλλογή και δύο με αιματολογικές κακοήθειες. Ανάλογα είναι και τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη βιβλιογραφία, όπου ψευδώς θετικές τιμές κυρίως αναφέρονται σε εκείνες τις συλλογές που οφείλονται σε εμπύημα, παραπνευμονική και ρευματοειδή αρθρίτιδα, και σπανιότερα για τις μη φυματιώδεις λεμφοκυτταρικές υπεζωκοτικές συλλογές (< 3%), κυρίως αιματολογικές κακοήθειες56,57,58,59. Η διάκριση της παραπνευμονικής συλλογής και του εμπυήματος από τη φυματιώδη πλευρίτιδα μπορεί να γίνει εύκολα λόγω της επικράτησης των πολυμορφοπύρηνων κυττάρων, του ph και της παρουσίας πύου στην υπεζωκοτική κοιλότητα57,60. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα μικρό ποσοστό μη φυματιωδών λεμφοκυτταρικών υπεζωκοτικών συλλογών με υψηλά επίπεδα ADA. Μία πιθανή εξήγηση, θα μπορούσε να είναι ότι ενώ η ποσότητα της ADA σχετίζεται με το ποσό των Τ-λεμφοκυττάρων η ενεργότητα της ADA ποικίλει εξαρτώμενη από διάφορες παθολογικές καταστάσεις με αποτέλεσμα να αυξάνει στη φυματιώδη πλευρίτιδα και το λέμφωμα57. Μία άλλη πιθανή εξήγηση, είναι ότι η ενεργότητα της ADA εξαρτάται από το πόσο γρήγορα πολλαπλασιάζονται τα Τ-λεμφοκύτταρα57. Ο προσδιορισμός της ADA αποτελεί εύκολη, γρήγορη και οικονομικά προσιτή μέθοδο, η οποία δεν επιβαρύνει τον ασθενή και έχει μεγάλη διαγνωστική αξία στη διάκριση της φυματιώδους από άλλης αιτίας εξιδρωματικής υπεζωκοτικής συλλογής. 49
52 Στην παρούσα μελέτη, τα επίπεδα του VEGF βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερα στο υπεζωκοτικό υγρό και στο ορό των εξιδρωματικών υπεζωκοτικών συλλογών σε σχέση με αυτά στις διιδρωματικές (συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια) συλλογές. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με άλλες μελέτες61,62 και η παρατήρηση αυτή θα μπορούσε να είναι αναμενόμενη καθώς είναι γνωστό ότι τα διιδρώματα οφείλονται στη βαθμιαία μεταβολή της οσμωτικής ή υδροστατικής πίεσης 63. Στη κακοήθη και παραπνευμονική συλλογή η μέση τιμή του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό βρέθηκε σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη τιμή στον ορό γεγονός που αναφέρεται και σε άλλες μελέτες62'29. Οι Kraft και OQ, συν αναφεραν ότι τα επίπεδα του VEGF στην κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερα από ότι τα αντίστοιχα στον ορό, υποδηλώνοντας τοπική παραγωγή του VEGF απο τον όγκο εντός της υπεζωκοτικής κοιλότητας, παρά της διάχυσης του από το αίμα. Οι Momi και συν.64, αναφέρουν ότι η προέλευση του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό κακοήθους υπεζωκοτικής συλλογής ίσως οφείλεται στα μεσοθηλιακά και/ή κακοήθη κύτταρα της υπεζωκοτικής κοιλότητας για τους παρακάτω δύο λόγους: (ϊ) έχει αποδειχθεί ότι τα μεσοθηλιακά κύτταρα τα οποία επικαλύπτουν την υπεζωκοτική κοιλότητα παράγουν μεγάλες ποσότητες του VEGF26, (Μ) η παραγωγή του VEGF από τα υπεζωκοτικό μακροφάγα δεν συσχετίζεται με τα επίπεδα του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό στη κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή65. Επίσης, έχει αναφερθεί ότι ο VEGF είναι ο κύριος ρυθμιστής της αγγειογένεσης με σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη κοκκιώματος66. Με άλλα λόγια ο VEGF είναι ένας ισχυρός επαγωγέας της αγγειακής διαπερατότητας, και ίσως αποτελεί ένα σημαντικό διαμεσολαβητή 50
53 στο σχηματισμό του υπεζωκοτικού υγρού18. Οι αυξημένες τιμές του VEGF στον ορό των ασθενών με φυματιώδη πλευρίτιδα συγκρινόμενες με αυτές στο υπεζωκοτικό υγρό, δείχνουν ότι ο VEGF ίσως είναι υπεύθυνος για την αύξηση της αγγειακής διαπερατότητας η οποία οδηγεί στην ανάπτυξη φυματιώδους πλευρίτιδας 67. Επιπλέον, ενώ οι τιμές του VEGF στο υπεζωκοτικό υγρό των ασθενών με κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή βρέθηκαν σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με αυτές στη φυματιώδη πλευρίτιδα, δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ της κακοήθους και της παραπνευμονικής συλλογής. Τα αποτελέσματα αυτά όσον αφορά τις υψηλές τιμές του VEGF στη κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή συμφωνούν με αυτά άλλων μελετών19,29,61. Υψηλές τιμές του VEGF στη παραπνευμονική συλλογή αναφέρουν οι Cheng και συν.27, ενώ άλλες μελέτες αναφέρουν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις τιμές του VEGF στη κακοήθη υπεζωκοτική συλλογή σε σχέση με αυτές στη παραπνευμονική συλλογή 61,62. FI εκτίμηση με ανάλυση ROC της διαγνωστικής ικανότητας του VEGF, έδειξε ότι ο VEGF μπορεί να διακρίνει με υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα τις λεμφοκυτταρικές υπεζωκοτικές συλλογές (κακοήθεις και φυματιώδεις υπεζωκοτικές συλλογές), ενώ δεν παρουσιάζει ικανή διαγνωστική ικανότητα στη διάκριση των κακοήθων από τις λοιμώδεις υπεζωκοτικές συλλογές. 51
54 9. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Στην παρούσα εργασία φαίνεται πως ο συνδυασμός των βιοχημικών δεικτών που μελετήθηκαν, με την κλινική εικόνα και τις συνήθεις εργαστηριακές δοκιμασίες για τις.υπεζωκοτικές συλλογές, ίσως συμβάλλει σημαντικά στην διαφοροδιάγνωση των υπεζωκοτικών συλλογών, αποτελώντας έτσι ένα χρήσιμο εργαλείο στη καθημερινή κλινική πράξη. Συγκεκριμένα, από τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής μπορούμε να εξάγουμε τα παρακάτω συμπεράσματα: 1. Ο προσδιορισμός της ADA και του VEGF συμβάλλει στη διάκριση των εξιδρωμάτων από τα διιδρώματα. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός της ADA παρέχει τη δυνατότητα ασφαλούς διαχωρισμού μεταξύ διιδρώματος και εξιδρώματος με ευαισθησία και ειδικότητα που συγκρίνεται με αυτή των κριτηρίων του Light. 2. Ο προσδιορισμός της ADA στο υπεζωκοτικό υγρό μπορεί να διακρίνει με μεγάλη ευαισθησία και ειδικότητα τη φυματιώδη πλευρίτιδα από υπεζωκοτικές συλλογές άλλης αιτιολογίας. 3. Η μέθοδος προσδιορισμού της ADA εκτελείται γρήγορα, απλά και χωρίς να επιβαρύνει τον ασθενή. 4. Ο VEGF μπορεί να διακρίνει με υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα τις λεμφοκυτταρικές υπεζωκοτικές συλλογές (κακοήθεις και φυματιώδεις υπεζωκοτικές συλλογές), ενώ δεν παρουσιάζει ικανή διαγνωστική ικανότητα στη διάκριση των κακοήθων από τις λοιμώδεις υπεζωκοτικές συλλογές. 52
55 10. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Pistolesi Μ, Miniati Μ, Giuntini C: Pleural liquid and solute exchange: Am. Rev. Respir. Dis. 1989, 140: Παθολογία CECIL, τόμος 1 σελ Strankinga WFM, Nauta JJP, Straud JP, Stram J. Adenosine deaminase activity in tuberulous pleural effusions: A diagnostic test. Tubercle 1987, 68: CECIL,Textbook of medicine. 19th edition, Volume 1, J. A. Peter Pare MD, Robert G. Fraser MD. Synopsis of disease of the chest pp E. Agostoni: Mechanics of the pleural space. Physiol. Rev, 1972, 52: Light RW, MacGregor Ml, Luchinger PC et al: Pleural effusions: the diagnostic separation of transudates and exudates. Ann Int Med, 1972, 77: Δημήτριος A. Πάτακας. Επίτομη Πνευμονολογία, pp 111, Kochi A. The global tuberculosis and the new control strategy of the World Health Organization. Tubercle, 1991, 72: Seibert AF, Haynes J Jr, Middleton R, et al.. Tuberculous pleural effusion: twenty-years experience. Chest, 1991, 99: Wagner DC. The clinical presentation of tuberculous disease in children. Pediatr Ann, 1993, 22: Valdes L, Alvarez D, San Jose E, et al. Tuberculous pleurisy, a study of 254 patients. Arch Intern Med 1998, 158: James Penington, MD. Respiratory Infections Diagnosis and Management. Third edition, pp Cristalli G, Costanzi S, Lambertucci C, et all: Adenosine deaminase: functional implications and different classes of inhibitors: Med. Res. Rev. 2001, 21: Decker JL, Malone DG et al. NIH conference. Rheumatoid arthritis: evolving concepts of pathogenesis and treatment. Ann Intern Med, 1984, 101:
56 16. Benchimol S, Fuks A, Jothy S, et al. Carcinoembryonic antigen, a human tumor marker, functions as an intercellular adhesion molecule. Cell 1989; 57(2): Leung DW, Cachianes G, Knang WJ, et al. Vascular endothelial growth factor is a secreted angiogenic mitogen. Science 1989; 246: Grove CS, Gary LYC Vascular endothelial growth factor: the key mediator in pleural effusion formation. Curr Opin Pulm Med 2002; 8: Thickett DR, Armstrong L, Millar AB. Vascular endothelial growth factor (VEGF) in inflammatory and malignant pleural effusions. Thorax 1999; 54: Brown LF, Detmar M, Claffey K, et al. Vascular permeability factor/vascular endothelial growth factors: a multifunctional angiogenic cytokine. EXS 1997; 79: Donovan D, Harmey JH. Toomey D et al. TGF beta-1 regulation of VEGF production by breast cancer cells. Ann Surg Oncol 1997; 4: Neufeld G, Cohen T, Gengrinovitch S. Vascular endothelial growth factor and its receptors. FASEB J 1999; 13: Lee YCG, Malkerneker D, Thompson PJ, Light RW, Lane KB. Transforming growth factor-β induces vascular endothelial growth factor elaboration from pleural mesothelial cells in vivo and in vitro. Am J Respir Crit Care Med 2002; 165: Ferrara N, Keyt B. Vascular endothelial growth factor: Basic biology and clinical implications. EXS 1997; 79: Ryuto Μ, Ono M, Izumi H, et al. Induction of vascular endothelial growth factor by tumor necrosis factor alpha in human glioma cells. Possible roles of SP-1. J Biol Chem 1996; 271: Mohammed KA, Nasreen N, Hardwick J, Logie CS, Patterson CE, Antony VB. Bacterial induction of pleural mesothelial monolayer barrier dysfunction. Am J Physiol Lung Cell Mol Physiol 2001; 281:L119-L Cheng D, Rodriguez RM, Perkett EA, et al. Vascular endothelial growth factor in pleural fluid. Chest 1999; 116: Strizzi L, Catalano A, Vianale G, et al. Vascular endothelial growth factor is an autocrine growth factor in human malignant mesothelioma. J Pathol 2001; 193:
57 29. Kraft A, Weindel K, Ochs A, Marth C, Zmija J, Schumacher P, Unger C, Marme D, Gastl G. Vascular endothelial growth factor in the sera and effusions of patients with malignant and nonmalignant disease. Cancer 1999; 85: Van der Weyden MB, Kelley WN: Human adenosine deaminase: distribution and properties. J Biol. Chem. 1976, 251: Charles R. Scriver, Arthur L. Beadet, et al: The metabolic and molecular bases of inherited disease. Seventh edition, Volume III, Pages K. Γουργουλιάνης, Δ. Ορφανίδου, K. Χατζησταύρου, κ.α.: Η μέτρηση της αδενόσινοδεαμινάσης στη διάγνωση των νόσων των πνευμόνων. Ιατρική 1991, 59: Inma Ocana MD, Jose M. Martinez- Vazquez MD, Rosa M. Segura ScD, etal : Adenosine deaminasein pleyral fluids. Test for diagnosis of tuberculous pleura effusion. CHEST 1983, 84: Scott CR, Chen SH, Giblett ER. Detection of the carrier in Combined Immunodeficiency Disease associated with adenosine deaminase deficiency. 1974, 53: Piras MA, Gakis CS, Budroni M, Andrea G. Adenosine deaminase activity in pleura effusions : an aid to differential diagnosis. Br Med J 1978, K. I. Γουργουλιάνης. Διαγνωστική αξία των βιοχημικών εξετάσεων του πλευριτικού υγρού. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 1993, 10: J. Ρ. J. Ungerer, Η. Μ. Oosthuizen, S. Η. Bisssbort, W. J. Η. Vermaak. Serum adenosine deaminase: Isoenzymes and diagnostic application. Clin. Chem. 1992, 38: C. Gakis MD, A. Naitana MD, A. Riccardo Ortu Mdet al. Adenosine deaminase activity in the diagnosis of infectious diseases: Infect Med. 1992, 11:216, , Howard Ratech, Rochelle Hiirschhorn. Serum adenosine deaminase in normals and in a patient with adenosine deaminase deficient- severe combined immunodeficiency: Clinica Chimica Acta 1981, 115: Y. P. Kataria MD, I. Khrshid MB. Adenosine deaminase in the diagnosis of tuberculous pleural effusion: CHEST 2001, 120:
58 41. Hirrschhorn R. Conversion of human erythrocyte-adenosine deaminase activity to different tissue- specific isozymes evidence for a catalytic unit. J. Clin. Invest. 1975, 55: Giusti G. Adenosine deaminase. In: Bergmeyer HU, ed. Methods of enzymate analysis. New York, NY: Academic Press, 1974; Whiteside TL. Assays for human cytokines and their interpretation. Clin Immunol Newslett 1998;18: Marel M, Stastny B, Melinova L, et al. Diagnosis of pleural effusions. Experience with clinical studies, 1986 to Chest 1995; 107: Ernam D, Atalay F, Canan Hasanoglu H, Kaplan O. Role of biovhemical tests in the diagnosis of exudative pleural effusions. Clin Bioch 2005; 38: Romero S, Martinez A, Hernandez L, et al. Light's criteria revisited: consistency and comparison with new proposed alternative criteria for separating pleural transudates from exudates. Respiration 2000; 67: Roth BJ. Searccing for tuberculous in the pleural space. Chest 1999; 116: Aoe K, Hiraki A, Murakami T, et al. Diagnostic significance of interferon-γ in tuberculous pleural effusions. Chest 2003; 123: Lima D, Colares B, da Fonseca A. Combined use of the polymerase chain reaction and detection of adenosine deaminase activity on pleural fluid improves the rate of diagnosis of pleural tuberculosis. Chest 2003; 124: Yew WW, Chan CY, Kwan SY, Cheung SW, French GL. Diagnosis of tuberculous pleural effusions by the detection of tuberculo estearic acid in pleural aspirates. Chest 1991; 100: Barton R, Martiniuk F, Hirschhom R, Goldschneider I The distribution of adenosine deaminase among lymphocyte population in the rat. Immunol 1979; 122: Ellner JJ. Pleural fluid and peripheral blood lymphocyte function in tuberculosis. Ann Intern Med 1978; 73: Chen ML, Yu WC, Lam CW, Au KM, Kong FY, Chan A. Diagnostic value of pleural fluid adenosine deaminase activity in tuberculous pleurisy. Clin Chim Acta 2004; 34:
59 54. Villegas MV, Labrada LA, Saravia MG. Evaluation of polymerase chain reaction, adenosine deaminase and interferon-gamma in pleural fluid for the differential diagnosis of pleural tuberculosis. Chest 2000; 118: Perez-Rodrigez E, Castro DJ. The use of adenosine deaminase and adenosine deaminase isoenzymes in the diagnosis of tuberculous pleuritis. Curr Opin Pulm Med 2000; 6: Joseph J, Sahn SA. Connective tissue diseases and the pleura. Chest 1993; 104: Gary YC, Rogers T, Rodriguez RM, Miller KD, Light RW. Adenosine deaminase levels in nontuberculous lymphocytic pleural effusion. Chest 2001; 20: Valdez L, San Jose E, Alvarez D, Valle GM. Adenosine deaminase (ADA) isoenzyme analysis in pleural effusions: diagnostic role, and relevance to the origin of increased ADA in tuberculous pleurisy. Eur Respir J 1996; 9: Ocana I, Ribera E, Martinez-Vazquez JM, et al. Adenosine deaminase activity in rheumatoid pleural effusion. Ann Rheum Dis 1988; 47: Castro DJ, Nuevo GD, Perez-Rodrigez E, Light RW. Diagnostic value of adenosine deaminase in nontuberculous lymphocytic pleural effusion. Eur Respir J 2003;21: Kaya A, Poyraz B, Celik G, Ciledag A, Gulbay BE, Savas H, Savas I. Vascular endothelial growth factor in benign and malignant pleural effusions. Arch Bronconeumol 2005; 41(7): Sack U, Hoffmann M, Zhao XJ, Chan KS, Hui DSC, Gosse H, Engelmann L, Schauer J, Emmrich F, Hoheisel G. Vascular endothelial growth factor in pleural effusions of different origin. Eur Respir J 2005; 25: Thickett DR, Armstrong L, Millar AB. Vascular endothelial growth factor (VEGF) in inflammatory and malignant pleural effusions. Thorax 1999; 54: Momi H, Matsuyama W, Inoue K,et al. Vascular endothelial growth factor and proinflammatory cytikines in pleural efussions. Respir Med 2002; 96: Yanagawa H, Takauchi E, Suzuki Y, Ohmato Y, Bando H, Sone S. Vascular endothelial growth factor in malignant pleural effusions 57
60 associated with lung cancer. Cancer Immunol Immunother 1999; 48: Sekiya M, Ohwada A, Miura K, et al. Serum vascular endothelial growth factor as a possible prognostic indicator in sarcoidosis. Lung 2003; 181: Kiropoulos TS, Kostikas, Gourgoulianis K. Vascular endothelial growth factor levels in pleural fluid and serum of patients with tuberculous pleural effusions. Chest 2005; 128:
61
Προσδιορισµός Αλκαλικής Φωσφατάσης (ALP) & Απαµινάσης της Αδενοσίνης (ADA) στο υπεζωκοτικό υγρό ασθενών µε υπεζωκοτική συλλογή
Προσδιορισµός Αλκαλικής Φωσφατάσης (ALP) & Απαµινάσης της Αδενοσίνης (ADA) στο υπεζωκοτικό υγρό ασθενών µε υπεζωκοτική συλλογή Ειρήνη Τσιλιώνη, Μάρκος Μηνάς, Βασιλική Τσολάκη, Απόστολος Τριαντάρης, Χρήστος
Υπεζωκοτικές συλλογές σε παθήσεις κάτω του διαφράγματος
Υπεζωκοτικές συλλογές σε παθήσεις κάτω του διαφράγματος Γιάννης Καλομενίδης 2η Πνευμονολογική Κλινική Ιατρικής Σχολής Αθηνών ΔΙΙΔΡΩΜΑΤΑ Κίρρωση Περιτοναϊκή κάθαρση Ουροθώρακας Γλυκινοθώρακας ΕΞΙΔΡΩΜΑΤΑ
Φλεγμονή. Α. Χατζηγεωργίου Επίκουρος Καθηγητής Φυσιολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ
Φλεγμονή Α. Χατζηγεωργίου Επίκουρος Καθηγητής Φυσιολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Μη ειδική ανοσολογική άμυνα ΑΝΑΤΟΜΙΚΟΙ ΦΡΑΓΜΟΙ Φυσικοί: δέρμα, βλεννογόνοι, βλέννα, βήχας Χημικοί: λυσοζύμη, αντιμικροβιακά
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΙΩΑΝΝΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΚΠΑ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ STRESS ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΥΨΟΜΕΤΡΟΥ Η ατμοσφαιρική
ΑΠΑΜΙΝΑΣΗ ΑΔΕΝΟΣΙΝΗΣ. Κων/νος Τσιβεριώτης Iατρός Bιοπαθολόγος Επιμελητής Α Ε.Σ.Υ Μικροβιολογικό Εργαστήριο ΓΝΑ Κοργιαλένειο-Μπενάκειο Ε.Ε.
ΑΠΑΜΙΝΑΣΗ ΑΔΕΝΟΣΙΝΗΣ Κων/νος Τσιβεριώτης Iατρός Bιοπαθολόγος Επιμελητής Α Ε.Σ.Υ Μικροβιολογικό Εργαστήριο ΓΝΑ Κοργιαλένειο-Μπενάκειο Ε.Ε.Σ απαμινάση αδενοσίνης (adenosine deaminase, ADA) ένζυμο που εμπλέκεται
ΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΜΕ ΥΠΕΖΩΚΟΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΣΑΟΥΣΗΣ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΟΣ - ΦΥΜΑΤΙΟΛΟΓΟΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ Α ΓΝΘ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΜΕ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΣΑΟΥΣΗΣ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΟΣ - ΦΥΜΑΤΙΟΛΟΓΟΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ Α ΓΝΘ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Τί είναι η υπεζωκοτική συλλογή; Συλλογή υγρού
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ Π.Σ.Ε. ΙΑΤΡΙΚΗ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ Π.Σ.Ε. ΙΑΤΡΙΚΗ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑ ΘΕΜΑ: Προσδιορισμός της αδενοσινοδεαμινάσης (ADA) στο πλευριτικό υγρό και στο αίμα ασθενών με υπεζωκοτική συλλογή Διπλωματική Εργασία Εκπόνηση:
Εισαγωγή στη Βιοχημεία των Βιολογικών Υγρών. Πέτρου Καρκαλούσου
Εισαγωγή στη Βιοχημεία των Βιολογικών Υγρών Πέτρου Καρκαλούσου Καθηγητή εφαρμογών Κλινικής Χημείας, ΤΕΙ Αθήνας Εισαγωγή Αν και το βιοχημικό εργαστήριο είναι το κατ εξοχήν εργαστήριο όπου αναλύονται δείγματα
4. ΛΕΜΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. περιλαμβάνονται ο σπλήνας και ο θύμος αδένας (εικ.4.1). Το λεμφικό σύστημα είναι πολύ σημαντικό γιατί:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 4. ΛΕΜΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Το λεμφικό σύστημα αποτελείται από τα λεμφαγγεία, τη λέμφο και τους λεμφαδένες. Οι λεμφαδένες είναι δομές που αποτελούνται από εξειδικευμένη μορφή συνδετικού ιστού, το λεμφικό
ΑΝΟΣΟΠΡΟΣΡΟΦΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΛΟΠΡΩΤΕΪΝΑΣΗΣ-9 (ΜΜΡ-9) ΣΤΟ ΥΠΕΖΩΚΟΤΙΚΟ ΥΓΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΥΠΕΖΩΚΟΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑΣ-ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΑΝΟΣΟΠΡΟΣΡΟΦΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΛΛΟΠΡΩΤΕΪΝΑΣΗΣ-9 (ΜΜΡ-9) ΣΤΟ ΥΠΕΖΩΚΟΤΙΚΟ ΥΓΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΥΠΕΖΩΚΟΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
Στην περισσότερο επιτυχημένη αντιμετώπιση του καρκίνου έχει συμβάλλει σημαντικά η ανακά-λυψη και εφαρμογή των καρκινι-κών δεικτών.
Όλες μαζί οι μορφές καρκίνου αποτελούν, παγκοσμίως τη δεύτερη αιτία θανάτου μετά από τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Τα κρούσματα συνεχώς αυξάνονται και σε πολλές αναπτυγμένες χώρες αποτελεί την πρώτη αιτία
Ασθενής 48 ετών με εμπύρετο, πλευριτική συλλογή και σπληνομεγαλία ιαφορική διάγνωση
Ασθενής 48 ετών με εμπύρετο, πλευριτική συλλογή και σπληνομεγαλία ιαφορική διάγνωση Σοφία Κατσίλα Ειδικευόμενη Γ Παθολογικής Κλινικής Πλευριτικό υγρό ph 7.404 Glu 104 Αμυλάση 35 Ολικές πρωτείνες 5.84 Αλβουμίνη
ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (ΤΚΕ)
ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (ΤΚΕ) ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (ΤΚΕ) {Erythrocyte Sedimentation Rate (ESR)} η ταχύτητα με την οποία καθιζάνουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια μέσα στον εξεταστικό σωλήνα του μεγαλύτερου
ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ. Διευθυντής: Καθηγητής Κ.Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ. Διδακτορική Διατριβή " Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΥΑΛΟΥΡΟΝΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ(HA) ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧ ΟΛΗ ΕΠ ΙΙΣΤ ΗΜΩΝ Υ ΓΕ ΙΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΙΑΤ Ρ ΙΙ ΚΗΣ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ Διευθυντής: Καθηγητής Κ.Ι. ΓΟΥΡΓΟΥΛΙΑΝΗΣ Διδακτορική Διατριβή " Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΥΑΛΟΥΡΟΝΙΚΟΥ ΟΞΕΟΣ(HA) ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ. Σχηµατική απεικόνιση της µεγάλης και της µικρής κυκλοφορίας
ΤΕΙ ΠΑΤΡΑΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΑ Ι ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : Γεράσιµος Π. Βανδώρος ΑΙΜΟΦΟΡΑ ΑΓΓΕΙΑ ΑΡΤΗΡΙΕΣ - ΦΛΕΒΕΣ - ΤΡΙΧΟΕΙ Η 1 ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ Μεγάλη και µικρή κυκλοφορία Σχηµατική
ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Λ. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Λ. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Παθήσεις των νεφρών: 5. α. Σπειραματοπάθεια ΣΠΕΙΡΑΜΑΤΟΠΑΘΕΙΕΣ Μορφολογικές (ιστολογικές
ιατρική θωρακοσκόπηση: Συσχετίζονται µε την ιστολογική διάγνωση ;
Ταξινόµηση των ευρηµάτων στην ιατρική θωρακοσκόπηση: Συσχετίζονται µε την ιστολογική διάγνωση ; Φ. Εµµανουήλ 1,. Ροντογιάννη, 2 Ρ.Τριγγίδου 3,. Χιώτης 4, Μ. Στρατίκη 4, Κ.Κοντογιάννη 1, Ν.Κουφός 1, Σ.Γεννηµατά
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ Καθώς η επιστημονική γνώση και κατανόηση αναπτύσσονται, ο μελλοντικός σχεδιασμός βιοτεχνολογικών προϊόντων περιορίζεται μόνο από τη φαντασία μας Βιοτεχνολογία
ΑΡΙΆΔΝΗ ΟΜΆΔΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ ΑΣΘΕΝΏΝ ΜΕ ΧΛΛ. Εισαγωγή στην αιματολογία
ΑΡΙΆΔΝΗ ΟΜΆΔΑ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΗΣ ΑΣΘΕΝΏΝ ΜΕ ΧΛΛ Εισαγωγή στην αιματολογία Αιματολογία Κλινική και εργαστηριακή Διαγνωστική και θεραπευτική Αυτόνομη και συνεργατική Αίμα-Λειτουργίες Μεταφορά οξυγόνου Απομάκρυνση
8 η Παρουσίαση Εισαγωγή στο Αίμα
ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ 8 η Παρουσίαση Εισαγωγή στο Αίμα ΠΗΓΕΣ :ADAM,AMERICAN SOCIETY OF HEMATOLOGY, www.blood.co.uk Συστατικά του κυκλοφορικού
Ινοθώρακας. Γιάννης Καλομενίδης. 2η Πνευμονολογική Κλινική Ιατρική Σχολή Αθηνών Νοσοκομείο «Αττικόν»
Ινοθώρακας Γιάννης Καλομενίδης 2η Πνευμονολογική Κλινική Ιατρική Σχολή Αθηνών Νοσοκομείο «Αττικόν» Μηχανισμοί ίνωσης Σύνθεση κολλαγόνου Ανισορροπία πήξης και ινοδώλυσης Οι μηχανισμοί αυτοί κινητοποιούνται
3. Με ποιο άλλο σύστημα είναι συνδεδεμένο το κυκλοφορικό σύστημα;
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ 3 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ «ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ» ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ 1. Ποιος είναι ο ρόλος του κυκλοφορικού συστήματος;...... 2. Το κυκλοφορικό σύστημα αποτελείται από: i 3.
Κυκλοφορικό Σύστηµα. Σοφία Χαβάκη. Λέκτορας
Κυκλοφορικό Σύστηµα Σοφία Χαβάκη Λέκτορας Εργαστήριο Ιστολογίας Εβρυολογίας, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ Κυκλοφορικό Σύστηµα Αιµοφόροκυκλοφορικό σύστηµα Λεµφoφόροκυκλοφορικό σύστηµα Αιµοφόρο Κυκλοφορικό Σύστηµα
ηλικία περιεκτικότητα σε λίπος φύλο
ΥΓΡΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ Το ύδωρ αποτελεί το 60% του βάρους σώματος α) από την ηλικία (νεογνά 75%) β) περιεκτικότητα σε λίπος (ο λιπώδης ιστός έχει μικρή περιεκτικότητα σε ύδωρ) γ) το φύλο ( το ύδωρ είναι λιγότερο
Ανατομία - Φυσιολογία
ΦΥΣΙΟ ΠΝΕΥΜΩΝ Ανατομία - Φυσιολογία Φυσιολογική α/α Ακτινοανατομία Ακτινοανατομία Αγγειογραφία πνευμονικών αρτηριών Β ρ ο γ χ ο γ ρ α φ ί α Πύκνωση Αντικατάσταση του αέρα των κυψελίδων από υλικό, συνήθως
ΑΣΚΗΣΗ 8 ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ : ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΕΡΓΟΤΗΤΑΣ ΓΑΛΑΚΤΙΚΗΣ ΑΦΥΔΡΟΓΟΝΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΟΡΟ
ΑΣΚΗΣΗ 8 ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ : ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΕΡΓΟΤΗΤΑΣ ΓΑΛΑΚΤΙΚΗΣ ΑΦΥΔΡΟΓΟΝΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΟΡΟ Σκοπός της άσκησης Η εισαγωγή των φοιτητών στην ενζυμική και κλινική ανάλυση Η εξοικείωση τους με τις έννοιες της
Διάγνωση λανθάνουσας φυματίωσης. Χαράλαμπος Μόσχος Επιμελητής Α Πνευμονολόγος-Φυματιολογος ΝΝΘΑ Η ΣΩΤΗΡΙΑ
Διάγνωση λανθάνουσας φυματίωσης 1 Χαράλαμπος Μόσχος Επιμελητής Α Πνευμονολόγος-Φυματιολογος ΝΝΘΑ Η ΣΩΤΗΡΙΑ Τι είναι η λανθανουσα φυματική λοίμωξη (ΛΦ)? 2 Υποκλινική νόσος ΛΦ είναι η παρουσία M. tuberculosis
Σύνοψη της προσέγγισης ασθενούς με πανκυτταροπενία. Ιατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Πατρών Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία Αργύρης Συμεωνίδης
Σύνοψη της προσέγγισης ασθενούς με πανκυτταροπενία Ιατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Πατρών Απαρτιωμένη διδασκαλία στην Αιματολογία Αργύρης Συμεωνίδης Αρχική κλινική προσέγγιση Συμπτωματικός ή μη συμπτωματικός
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΙΩΑΝΝΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΚΠΑ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗΣ Η ακριβής ρύθμιση των ιόντων υδρογόνου (Η
Συχνότητα. Άντρες Γυναίκες 5 1. Νεαρής και μέσης ηλικίας
Η αιτιολογία της πάθησης είναι άγνωστη, αν και έχει μεγάλη σχέση με το κάπνισμα καθώς το 90% των ασθενών είναι ενεργείς καπνιστές Συχνότητα Άντρες Γυναίκες 5 1 Νεαρής και μέσης ηλικίας Στο 60% των περιπτώσεων
ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ Διακρίνονται σε: - Πρωτογενή και - Δευτερογενή Πρωτογενή είναι τα όργανα στα οποία γίνεται η ωρίμανση των κυττάρων του ανοσοποιητικού: - Θύμος
ΩΣΜΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΦΡΟΙ
ΩΣΜΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΦΡΟΙ ΠΩΣ ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΟΙ ΟΥΣΙΕΣ ΣΤΑ ΥΓΡΑ Μεταφορά τροφών και αποβολή μη χρήσιμων ουσιών: Διάχυση (π.χ. το CO 2 που παράγεται κατά τον μεταβολισμό των κυττάρων, διαχέεται από τα κύτταρα
ΔΕΙΚΤΕΣ ΗΠΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ. Λ.Β. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής, Π.Θ.
ΔΕΙΚΤΕΣ ΗΠΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Λ.Β. Αθανασίου Παθολογική Κλινική, Τμήμα Κτηνιατρικής, Π.Θ. ΔΕΙΚΤΕΣ ΗΠΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Δείκτες βλάβης ηπατοκυττάρων Δείκτες χολόστασης Δείκτες ηπατικής δυσλειτουργίας ΔΕΙΚΤΕΣ
Λόγοι έκδοσης γνώμης για τον χαρακτηρισμό φαρμακευτικού προϊόντος ως ορφανού
Παράρτημα 1 Λόγοι έκδοσης γνώμης για τον χαρακτηρισμό φαρμακευτικού προϊόντος ως ορφανού Η Επιτροπή Ορφανών Φαρμάκων (COMP), έχοντας εξετάσει την αίτηση, κατέληξε στα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος
Φυματίωση με νέα «πρόσωπα»
Φυματίωση με νέα «πρόσωπα» Φιλίππου Δ., Τιτόπουλος Ηρ., Κωνσταντίνου Ελ., Οικονόμου Δ. Πνευμονολογική & Θωρακοχειρουργική Κλινική Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο, Θεσσαλονίκη περιστατικό 1 στοιχεία ασθενούς
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: το πρότυπο των αυτόάνοσων ρευματικών νοσημάτων Φ.Ν. Σκοπούλη Καθηγήτρια τον Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αθηνών συστηματικός ερυθηματώδης λύκος θεωρείται η κορωνίδα των αυτοάνοσων
Γυναίκα 53 ετών με ιστορικό καρκίνου ωοθηκών,, αυξανόμενη τιμή CA125 και λεμφαδενοπάθεια τραχήλου μεσοθωρακίου
Γυναίκα 53 ετών με ιστορικό καρκίνου ωοθηκών,, αυξανόμενη τιμή CA125 και λεμφαδενοπάθεια τραχήλου μεσοθωρακίου με μετρίου βαθμού ανοσολογική διέγερση ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Διευθυντής Δ Παθολογικής Κλινικής
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ
23-10-11 ΘΕΡΙΝΑ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑ 1 Ο Α. Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: 1. Όλα τα βακτήρια: Α. διαθέτουν κυτταρικό
ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ. Λειτουργία των νεφρών. Συμπτώματα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας
ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΗ ΝΕΦΡΟΥ Η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια είναι η προοδευτική, μη αναστρέψιμη μείωση της νεφρικής λειτουργίας, η οποία προκαλείται από βλάβη του νεφρού ποικίλης αιτιολογίας. Η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΛΕΥΡΙΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ. Αικ. Χανιώτου, Ι. Βρυώνη Πνευμονολογική Κλινική ΓΟΝΚ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΛΕΥΡΙΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ Αικ. Χανιώτου, Ι. Βρυώνη Πνευμονολογική Κλινική ΓΟΝΚ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ Αύξηση της παραγωγής πλευριτικού υγρού (ΠΥ) Διατήρηση της φυσιολογικής διαπερατότητας
Παρακέντηση πλευριτικής συλλογής Ενότητα 3: Διαγνωστικές εξετάσεις. Κυριάκος Καρκούλιας, Επίκουρος Καθηγητής Σχολή Επιστημών Υγείας Τμήμα Ιατρικής
Παρακέντηση πλευριτικής συλλογής Ενότητα 3: Διαγνωστικές εξετάσεις Κυριάκος Καρκούλιας, Επίκουρος Καθηγητής Σχολή Επιστημών Υγείας Τμήμα Ιατρικής Σκοποί ενότητας Ενδείξεις παρακέντησης υπεζωκοτικής συλλογής
Γνωριμία με τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα
Γνωριμία με τα αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα Αντώνης Φανουριάκης Μονάδα Ρευματολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας Δ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν» Αθήνα, 01/02/2016
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΗΣ Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α Μ Ε Τ Α Π Τ Υ Χ Ι Α Κ Ω Ν Σ Π Ο Υ Δ Ω Ν ΠΡΩΤ ΟΒ ΑΘ ΜΙΑ ΦΡΟ ΝΤ ΙΔΑ Υ ΓΕΙΑΣ Διπλωματική Εργασία Συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΨΥΧΡΟΣΥΓΚΟΛΛΗΤIΝΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ
ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΨΥΧΡΟΣΥΓΚΟΛΛΗΤIΝΩΝ ΣΤΟΝ ΟΡΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ 2013-2017 Σπαθαράκη Παρασκευή επιμ. Α Αιματολογικό Εργαστήριο ΠΑΓΝΗ Απρίλιος 2018 1 Εισαγωγή Η νόσος των ψυχροσυγκολλητινών
Συλλογή Υπεζωκοτικού Υγρού σε Συστηματικά Νοσήματα
Συλλογή Υπεζωκοτικού Υγρού σε Συστηματικά Νοσήματα Γιάννης Καλομενίδης Πνευμονολόγος B Πνευμονολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο «Αττικόν» Τύπος προσβολής «Ξηρά» Πλευρίτιδα Υπεζωκοτική συλλογή
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΙΩΑΝΝΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΚΠΑ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗΣ Η ακριβής ρύθμιση των ιόντων υδρογόνου (Η
Simponi (γολιμουμάμπη)
EMA/792301/2018 EMEA/H/C/000992 Περίληψη EPAR για το κοινό Ανασκόπηση του Simponi και αιτιολογικό έγκρισης στην ΕΕ Τι είναι το Simponi και σε ποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται; Το Simponi είναι αντιφλεγμονώδες
Η ΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΟΣΤΕΟΠΟΝΤΙΝΗΣ (OPN) ΣΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΠΝΕΥΜΟΝΑ
Η ΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΟΣΤΕΟΠΟΝΤΙΝΗΣ (OPN) ΣΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΠΝΕΥΜΟΝΑ Αικατερίνη Καζάκου 1, Θεοδώρα Κερενίδη 1, Μάρθα Λαδά 1, Ειρήνη Τσιλιώνη 1, Γεωργία Λαµπροδήµου 2, Κωνσταντίνος Ι. Γουργουλιάνης
ΠΑΡΟΞΥΣΜΙΚΗ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΟΥΡΙΑ (PNH) Αχιλλέας Θ. Καραμούτσιος Μονάδα Μοριακής Βιολογίας, Αιματολογικό Εργαστήριο ΠΓΝ Ιωαννίνων
ΠΑΡΟΞΥΣΜΙΚΗ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΟΥΡΙΑ (PNH) Αχιλλέας Θ. Καραμούτσιος Μονάδα Μοριακής Βιολογίας, Αιματολογικό Εργαστήριο ΠΓΝ Ιωαννίνων Ιωάννινα, Σεπτέμβριος 2013 PNH Σπάνια διαταραχή του αρχέγονου αιμοποιητικού
ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Απαντήσεις του κριτηρίου αξιολόγησης στη βιολογία γενικής παιδείας 1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΘΕΜΑ 1 ο Να γράψετε τον αριθμό καθεμίας από τις ημιτελείς προτάσεις 1 έως και 5, και δίπλα σε αυτόν το γράμμα που αντιστοιχεί
Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΜΑΛΟΥΝΤΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΙΟΥ 2017
Β ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΜΑΛΟΥΝΤΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2016 2017 ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΒΑΘΜΟΣ: ΤΑΞΗ: Β ΟΛΟΓΡΑΦΩΣ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 26-05-2017 ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΧΡΟΝΟΣ: 1ώρα 30
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Ν. ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ( Ε.Κ.Φ.Ε ) ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Ν. ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ( Ε.Κ.Φ.Ε ) ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ Θέμα: ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΜΟΝΙΜΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΟΣ ΑΙΜΑΤΟΣ (άσκηση 4 του εργαστηριακού οδηγού) Μέσος χρόνος πειράματος:
2 ο Εργαστήριο: Φλεγμονές. Μακροσκοπική εικόνα. Διδάσκουσα: Α. Κόνδη Παφίτη uoa gr
Παθολογική Ανατομική 1 Χειμερινό Εξάμηνο 2011 2012 2012 Υποχρεωτικές Εργαστηριακές Ασκήσεις 2 ο Εργαστήριο: Φλεγμονές Εισαγωγή Μακροσκοπική εικόνα Διδάσκουσα: Α. Κόνδη Παφίτη akondi@med uoa gr Φλεγμονή
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. πλβυριτικό υγρό και στο αίμα ασθενών με υπεζωκοτική συλλογή
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑΣ-ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ : Προσδιορισμός IL-6 και CRP στο πλβυριτικό υγρό και στο αίμα ασθενών με Εκπόνηση: Τσιλιώνη Ειρήνη Τριμελής
Το Simponi είναι αντιφλεγμονώδες φάρμακο. Χορηγείται για τη θεραπεία των ακόλουθων νόσων:
EMA/412395/2016 EMEA/H/C/000992 Περίληψη EPAR για το κοινό γολιμουμάμπη Το παρόν έγγραφο αποτελεί σύνοψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του. Επεξηγεί τον τρόπο με τον οποίο ο Οργανισμός
ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΙΝΟΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3
ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΙΝΟΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3 ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΙΝΟΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ Ονομάζουμε την ένωση ενός σωματιδιακού αντιγόνου με το ομόλογο αντίσωμα και τον σχηματισμό κροκίδων. Η συγκόλληση αυτή είναι ορατή με γυμνό
ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΙΝΟΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3
ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΙΝΟΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3 ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΙΝΟΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ Ονομάζουμε την ένωση ενός σωματιδιακού αντιγόνου με το ομόλογο αντίσωμα και τον σχηματισμό κροκίδων. Η συγκόλληση αυτή είναι ορατή με γυμνό
Έλεγχος της λειτουργίας της εξωκρινούς μοίρας του παγκρέατος
Έλεγχος της λειτουργίας της εξωκρινούς μοίρας του παγκρέατος Φλεγμονή Ανεπάρκεια ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΑΓΚΡΕΑΤΟΣ ΦΛΕΓΜΟΝΗ ΤΟΥ ΠΑΓΚΡΕΑΤΟΣ Φλεγμονή που συνοδεύεται από διάφορα συμπτώματα στο σκύλο και
Μήπως έχω Σκληρόδερµα;
Μήπως έχω Σκληρόδερµα; Για να πληροφορηθώ µýëïò ôçò Σπάνιος ναι... Μόνος όχι Η Πανελλήνια Ένωση Σπανίων Παθήσεων (Π.Ε.Σ.ΠΑ) είναι ο μόνος φορέας, μη κερδοσκοπικό σωματείο, συλλόγων ασθενών σπανίων παθήσεων
Όταν χρειάζεται ρύθμιση της ποσότητας των χορηγούμενων υγρών του ασθενή. Όταν θέλουμε να προλάβουμε την υπερφόρτωση του κυκλοφορικού συστήματος
Ερωτήσεις Αξιολόγησης Εργαστηριακού Μαθήματος Θέμα: «Κεντρική Φλεβική Πίεση» 1. Τι είναι η Κεντρική Φλεβική Πίεση (ΚΦΠ); Είναι η υδροστατική πίεση των μεγάλων φλεβών που είναι πλησιέστερα στην καρδιά,
ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Π.Γ.Ν.Θ.ΑΧΕΠΑ ΙΑΤΡΟΣ ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΟΛΥΝΟΥ
ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Π.Γ.Ν.Θ.ΑΧΕΠΑ ΙΑΤΡΟΣ ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΟΛΥΝΟΥ Τα λεμφοκύτταρα προέρχονται από την λεμφική σειρά, ενώ τα μονοπύρηνα, τα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα (κοκκιοκύτταρα) και τα βασεόφιλα
ΧΡΟΝΙΑ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ/ΝΕΦΡΟΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΩΝ ΜΟΣΧΕΥΜΑΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΓΟΥΜΕΝΟΣ
ΧΡΟΝΙΑ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ/ΝΕΦΡΟΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΑ ΝΕΦΡΙΚΩΝ ΜΟΣΧΕΥΜΑΤΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΓΟΥΜΕΝΟΣ Εισαγωγή Η πρόληψη των επεισοδίων οξείας απόρριψης και η μακροχρόνια διατήρηση του νεφρικού μοσχεύματος αποτελούν
Ασθενής 82 ετών, συνταξιούχος Προοδευτικά επιδεινούμενη δύσπνοια από 3μήνου. Η δύσπνοια αυξάνεται προοδευτικά και τις τελευταίες εβδομάδες έγινε πολύ
Ασθενής 82 ετών, συνταξιούχος Προοδευτικά επιδεινούμενη δύσπνοια από 3μήνου. Η δύσπνοια αυξάνεται προοδευτικά και τις τελευταίες εβδομάδες έγινε πολύ έντονη, ακόμα και στην ήπια προσπάθεια. Ατομικό αναμνηστικό:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΑΝΟΣΟΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΜΕΣΗ COOMBS
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΑΝΟΣΟΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΜΕΣΗ COOMBS ΑΜΕΣΗ COOMBS Θεμελιώδες γνώρισμα του κάθε οργανισμού είναι ότι αναγνωρίζει τα κύτταρα των άλλων οργανισμών ως ξένα Αντιδρά με σκοπό την καταστροφή ΑΝΟΣΟΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
Το Simponi είναι αντιφλεγμονώδες φάρμακο. Χορηγείται σε ενήλικες για τη θεραπεία των ακόλουθων νόσων:
EMA/411054/2015 EMEA/H/C/000992 Περίληψη EPAR για το κοινό γολιμουμάμπη Το παρόν έγγραφο αποτελεί σύνοψη της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Έκθεσης Αξιολόγησης (EPAR) του. Επεξηγεί τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ
23 10 2011 ΘΕΡΙΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑ 1 Ο Α. Να επιλέξετε τη φράση που συμπληρώνει ορθά κάθε μία από τις ακόλουθες προτάσεις: 1. Όλα τα βακτήρια: Α. διαθέτουν
Το λεμφικό σύστημα είναι ένα σύστημα παροχέτευσης
ΛΕΜΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Το λεμφικό σύστημα είναι ένα σύστημα παροχέτευσης Αποτελείται από: Λεμφικά αγγεία (περιέχουν τη λέμφο) Λεμφαδένες (αποτελούν σταθμούς διήθησης της απαγόμενης λέμφου) Λεμφικά όργανα (σπλήνας,
ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΣΠΛΗΝΟΜΕΓΑΛΙΑ. Λ. Β. Αθανασίου
ΕΙΔΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΣΠΛΗΝΟΜΕΓΑΛΙΑ Λ. Β. Αθανασίου ΣΠΛΗΝΑΣ - Τοπογραφία ΣΠΛΗΝΑΣ - Τοπογραφία Σύνδεση με στόμαχο (γαστροσπληνικός σύνδεσμος) Θέση - Πλήρωση στομάχου Κενός στόμαχος Ενδοθωρακική μοίρα κοιλιακής
Ο ρόλος και η σημασία των μοριακών τεχνικών στον έλεγχο των. μικροβιολογικών παραμέτρων σε περιβαλλοντικά δείγματα για την προστασία
Ο ρόλος και η σημασία των μοριακών τεχνικών στον έλεγχο των μικροβιολογικών παραμέτρων σε περιβαλλοντικά δείγματα για την προστασία της Δημόσιας Υγείας Α. Βανταράκης Εργαστήριο Υγιεινής, Ιατρική Σχολή,
2 Ο ΜΑΘΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
2 Ο ΜΑΘΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΜΗ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ 1. Ανατομικοί φραγμοί - Δέρμα - Βλεννώδεις μεμβράνες 2. Φυσιολογικοί φραγμοί
Πέτρος Καρακίτσος. Καθηγητής Εργαστήριο Διαγνωστικής Κυτταρολογίας Ιατρικής Σχολής Παμεπιστημίου Αθηνών
Πέτρος Καρακίτσος Καθηγητής Εργαστήριο Διαγνωστικής Κυτταρολογίας Ιατρικής Σχολής Παμεπιστημίου Αθηνών Οσφυϊκή παρακέντηση στο μεσοσπονδύλιο διάστημα 3ου-4ου σπονδύλου Η σπονδυλική στήλη σε παράλληλη θέση
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ Η πρώτη γραπτή αναφορά στο φαινόμενο της ανοσίας μπορεί να αναζητηθεί στον Θουκυδίδη, τον μεγάλο ιστορικό του Πελοποννησιακού Πολέμου Ανάπτυξη και επιβίωση o
Το γόνατο ως στόχος ρευματικών νοσημάτων
Το γόνατο ως στόχος ρευματικών νοσημάτων Χ. Μ. ΜουτσόπουΛος Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών α ρευματικά νοσήματα είναι ασθένειες που προσβάλλουν
ΘΕΩΡΙΑ 3 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΕΣ ή ΚΥΤΤΟΚΙΝΕΣ Dr ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
ΘΕΩΡΙΑ 3 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΕΣ ή ΚΥΤΤΟΚΙΝΕΣ Dr ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Είδαμε ότι οι ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΜΗ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ είναι 1. Ανατομικοί φραγμοί - Δέρμα - Βλεννώδεις
ΚΟΝΤΟ ΠΑΙΔΙ. Σαββίδου Αβρόρα
ΚΟΝΤΟ ΠΑΙΔΙ Σαββίδου Αβρόρα Ως χαμηλό ανάστημα θεωρείται το ανάστημα ενός ατόμου όταν βρίσκεται μείον δύο σταθερές αποκλίσεις κάτω από τη μέση τιμή, δηλαδή κάτω από την 3η Εκατοστιαία Θέση στις καμπύλες.
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΣΜΩΝ ΣΤΟ ΓΟΝΙ Ι0 MYD88 ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΣΜΩΝ ΣΤΟ ΓΟΝΙ Ι MYD88 ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ Φωτεινή Μάλλη 1, Ειρήνη Γερογιάννη 1 Καλλιόπη Αγγέλου 1, Βίκυ Μολλάκη 2, Φωτεινή Μπαρδάκα 1, Κωνσταντίνος Ι. Γουργουλιάνης
ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΡΙΝΙΚΗ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ ΣΤΟΜΑΤΙΚΗ ΚΟΙΛΟΤΗΤΑ ΦΑΡΥΓΓΑΣ ΛΑΡΥΓΓΑΣ ΤΡΑΧΕΙΑ ΒΡΟΓΧΟΙ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ ΠΛΕΥΡΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Θυρεοειδής χόνδρος Κρικοθυρεοειδής σύνδεσμος ΤΡΑΧΕΙΑ Κρικοειδής χόνδρος
ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑ ΥΠΕΖΩΚΟΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ
ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑ ΥΠΕΖΩΚΟΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ Γιάννης Καλομενίδης 2η Πνευμονολογική Κλινική Ιατρικής Σχολής Αθηνών Το ΥΥ σε φυσιολογικές συνθήκες 0,26 ± 0,1 ml/kg ανά ημιθωράκιο Κύτταρα 1716 /μl Μακροφάγα
να ταράξουν την λειτουργία των ιστών και των οργάνων του; α. τη θέση τους στο ανθρώπινο σώμα β. την γενικευμένη ή εξειδικευμένη δράση
Ερωτήσεις κατανόησης της θεωρίας του 1 ο κεφαλαίου (συνέχεια) 1. Από τι εξαρτάται η επιβίωση του ανθρώπου και ποιοι εξωτερικοί παράγοντες θα μπορούσαν να ταράξουν την λειτουργία των ιστών και των οργάνων
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΚΤΙΝΟΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ Από το σημείο στη διάγνωση
ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ Σ. ΜΠΕΝΑΚΗ Επ. Καθηγητή Ακτινολογίας ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΚΤΙΝΟΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ Από το σημείο στη διάγνωση Έκδοση αναθεωρημένη ISBN 960-90471-0-6 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Οξεία μυελογενής λευχαιμία
Οξεία μυελογενής λευχαιμία Γενικά στοιχεία Ταξινόμηση και τύποι Ενδείξεις και συμπτώματα Αίτια πρόκλησης Διάγνωση Παρουσίαση και επαναστόχευση από Βικιπαίδεια Οξεία μυελογενής λευχαιμία : Ζήσου Ιωάννης
94 95 96 97 98 Ο ρόλος της αγγειογένεσης στη μετάσταση Η νεοαγγείωση αποτελεί ένα απαραίτητο τμήμα της ογκογόνου διεργασίας που διασφαλίζει τη γρηγορότερη και ανεμπόδιστη ανάπτυξη του όγκου. Η λειτουργική
Αρχές μοριακής παθολογίας. Α. Αρμακόλας Αν. Καθηγητής Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ
Αρχές μοριακής παθολογίας Α. Αρμακόλας Αν. Καθηγητής Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ Μοριακή Παθολογία Ανερχόμενος κλάδος της Παθολογίας Επικεντρώνεται στην μελέτη και τη διάγνωση νοσημάτων Στον καθορισμό και την πιστοποίηση
ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΑΓΓΕΙΪΤΙΣ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ
ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΑΓΓΕΙΪΤΙΣ ΚΑΙ ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΣΗ Πνευμονική αγγειίτις και κοκκιωμάτωση είναι ένας περιγραφικός όρος που χαρακτηρίζεται από κυτταρική διήθηση του τοιχώματος των αγγείων (αγγειίτις) με καταστροφή και
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΕΡΙΩΝ ΠΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΙΣΤΟΥΣ
ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΑΕΡΙΩΝ ΠΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΙΣΤΟΥΣ Μεταφορά οξυγόνου (Ο 2 ) από τον αέρα μέσω κυψελίδων στο αίμα και ιστούς Μεταφορά διοξειδίου άνθρακα (CO 2 ) από ιστούς σε κυψελίδες Οι κλίσεις των μερικών
ΙΦΝΕ (ΕΚ, ν.crohn, απροσδιόριστη) Συνήθεις λοιμώδεις, παρατεταμένες συστηματικές, αφροδισιακές-παρασιτικές, ιογενείς λοιμώξεις Φάρμακα και τοξίνες
ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ Π.Ε ΙΦΝΕ (ΕΚ, ν.crohn, απροσδιόριστη) Συνήθεις λοιμώδεις, παρατεταμένες συστηματικές, αφροδισιακές-παρασιτικές, ιογενείς λοιμώξεις Φάρμακα και τοξίνες (ΜΣΑΦ κ.ά) Ισχαιμική Μετακτινική
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΙΟΨΙΑ ΗΠΑΤΟΣ
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΗΠΑΤΟΛΟΓΟΥΣ, ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΒΙΟΨΙΑ ΗΠΑΤΟΣ Πρόδρομος Χυτίρογλου Εργαστήριο Γενικής Παθολογίας και Παθολογικής Ανατομικής Τμήματος Ιατρικής Α.Π.Θ. ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΒΙΟΨΙΑΣ ΗΠΑΤΟΣ Χρόνια
CT ΘΩΡΑΚΟΣ Λ.ΘΑΝΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΜΒΑΤΙΚΗΣ ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΑΣ «ΣΩΤΗΡΙΑ>>
CT ΘΩΡΑΚΟΣ Λ.ΘΑΝΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΜΒΑΤΙΚΗΣ ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΑΣ «ΣΩΤΗΡΙΑ>> Εισαγωγικά 1. Τύποι αξονικής τομογραφίας CT Ανατομία 2. Μελετούμενες ανατομικές περιοχές
Βιολογία Α Λυκείου Κεφ. 3. Κυκλοφορικό Σύστημα. Καρδιά Αιμοφόρα αγγεία Η κυκλοφορία του αίματος Αίμα
Βιολογία Α Λυκείου Κεφ. 3 Κυκλοφορικό Σύστημα Καρδιά Αιμοφόρα αγγεία Η κυκλοφορία του αίματος Αίμα Η μεταφορά των θρεπτικών ουσιών στα κύτταρα και των ιστών και η απομάκρυνση από αυτά των άχρηστων γίνεται
ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2013-2014 ΓΡΑΠΤΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014
ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ 2013-2014 ΓΡΑΠΤΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΜΑΘΗΜΑ:ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:3.6.2014 ΤΑΞΗ: Γ ΧΡΟΝΟΣ:1.30 ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ:10 ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:. ΤΜΗΜΑ:. ΑΡ:... ΒΑΘΜΟΣ:...
ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑ -ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑ -ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΩ ΑΕΡΟΦΟΡΟΣ ΟΔΟΣ ρίνα φάρυγγας στοματική κοιλότητα ΚΑΤΩ ΑΕΡΟΦΟΡΟΣ ΟΔΟΣ λάρυγγας τραχεία 2 βρόγχοι πνεύμονες ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Υπεζωκοτικές συλλογές σε παθήσεις κάτω του διαφράγματος
Υπεζωκοτικές συλλογές σε παθήσεις κάτω του διαφράγματος Γιάννης Καλομενίδης 2η Πνευμονολογική Κλινική Ιατρικής Σχολής Αθηνών ΔΙΙΔΡΩΜΑΤΑ Ηπατική Κίρρωση Περιτοναϊκή κάθαρση Ουροθώρακας Γλυκινοθώρακας ΕΞΙΔΡΩΜΑΤΑ
ΟΜΑΔΑ Β ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Ε. ΚΟΥΡΤΗ, ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ: Α. ΤΟΣΚΑΣ, ΠΑΘΟΛΟΓΟΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΣΥ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ Ασθενής με πλευριτικού τύπου άλγος και εμπύρετο ΟΜΑΔΑ Β ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Ε. ΚΟΥΡΤΗ, ΕΙΔΙΚΕΥΟΜΕΝΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ: Α. ΤΟΣΚΑΣ, ΠΑΘΟΛΟΓΟΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΣΥ Αιτία εισόδου Πλευριτικού
ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ
Οι όζοι του θυρεοειδούς είναι συχνοί και αποτελούν το συχνότερο ενδοκρινολογικό πρόβλημα σε πολλές χώρες. Οι πιθανότητες ότι κάποιος θα ανακαλύψει έναν τουλάχιστον όζο θυρεοειδούς είναι 1 στις 10 ενώ σε
Προεκλαμψία. Έγκαιρη εκτίμηση κινδύνου στις 11 13+6 εβδομάδες
Προεκλαμψία Έγκαιρη εκτίμηση κινδύνου στις 11 13+6 εβδομάδες Ο έλεγχος για προεκλαμψία μεταξύ των εβδομάδων 11 έως 13+6 μπορεί να εντοπίσει κυήσεις υψηλού κινδύνου, επιτρέποντας τη θεραπεία με α σπιρίνη
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑΣ-ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ. Εκπόνηση: Οικονομίδη Σμαράγδα-Ελένη
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΧΗΜΕΙΑΣ-ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Εκπόνηση: Οικονομίδη Σμαράγδα-Ελένη ΘΕΜΑ: Προσδιορισμός TNF-α & CEA στο πλευριτικό υγρό και στο αίμα ασθενών με υπεζωκοτική
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑΣ Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Ε. ΠΕΤΕΙΝΑΚΗ Aναπληρώτρια Καθηγήτρια Μικροβιολογίας Διευθύντρια Εργαστηρίου Μικροβιολογίας ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ φάση της κλινικής ιατρικής Η μικροβιολογία
Θέματα Πανελλαδικών
Θέματα Πανελλαδικών 2000-2015 ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΘΕΤΙΚΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ Κεφάλαιο 8 Περιεχόμενα Περιεχόμενα 1 Κεφάλαιο 1 ο Το γενετικό υλικό Θέμα 1 ο 2 Θέμα 2 ο 8 Θέμα 3 ο 12 Θέμα
Ι) ΗΠΑΤΕΚΤΟΜΗ ΓΙΑ ΕΝ ΟΗΠΑΤΙΚΟ ΧΟΛΑΓΓΕΙΟΚΑΡΚΙΝΩΜΑ: ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ:
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ ΕΚΤΟΜΗΣ ΧΟΛΑΓΓΕΙΟΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΟΣ Β. Τζιούφα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής Εργαστηρίου Παθολογικής Ανατοµικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης Ι) ΗΠΑΤΕΚΤΟΜΗ ΓΙΑ
Εργασία στο μάθημα της βιολογίας υπεύθυνη καθηγήτρια : Ζαρφτσιάν Μαρία Ελένη
Εργασία στο μάθημα της βιολογίας υπεύθυνη καθηγήτρια : Ζαρφτσιάν Μαρία Ελένη Εισαγωγή: Το κυκλοφορικό είναι από τα πιο σημαντικά αλλά και από τα πιο ευαίσθητα συστήματα του οργανισμού μας. Τα προβλήματα