ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
|
|
- Θεοδώρα Μπότσαρης
- 7 χρόνια πριν
- Προβολές:
Transcript
1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΑΝΙΔΑΣ ΣΚΛΗΡΟΥ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΚΟΛΠΟΥ ΤΗΣ ΓΕΡΑΣ (Ν. ΛΕΣΒΟΣ, Β. ΑΙΓΑΙΟ) Σακκάς Αναστάσιος Επιβλέπων καθηγητής: Δρ. Δρόσος Κουτσούμπας Μυτιλήνη
2 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η πραγματοπίηση της παρούσας εργασίας είχε δειάρκεια ενός χρόνου και πολλοί άνθρωποι συνετέλεσαν ώστε να έρθει σε πέρας. Πρώτα θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβέποντα καθ. Δ. Κουτσούμπα για την καθοριστική συμβολή και πολύτιμη βοήθειά του στην εκπόνηση της παρούσας διπλωματικής εργασίας και στην γενικότερη δομή και επιμέλεια του κειμένου. Πάρα πολλά οφείλω στους γονείς μου για την ηθική και οικονομική συμπαράσταση που μου παρείχαν όλα αυτά τα χρόνια. Θερμές ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω στην Βασιλειάδη, Κ. και στον Φρυγανιώτη, Κ. που βοήθησαν στη διαλογή των ειδών και στη πραγματοποίηση των δειγματοληψιών αντίστοιχα, καθώς και για την αμέριστη ηθική συμπαράστασή τους. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Μπεν, Γιώργο, Δημήτρη, Κατερίνα, Όλγα, Αγάθη που ήταν πάντα δίπλα μου όποτε χρειάστηκε. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής Κύριο Μπατζάκα και Κύριο Κόκκορη. 2
3 ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ Περιγραφή της περιοχής μελέτης Γεωγραφική θέση Γεωλογία της νήσου και της περιοχής Μορφολογία της νήσου και της περιοχής Υδρογραφία της νήσου και της περιοχής Ανεμολογικά στοιχεία της περιοχής Χημική σύσταση των νερών και των ιζημάτων της περιοχής Δειγματοληψίες Επεξεργασία δειγμάτων Διαχωρισμός των ειδών (Sorting) Αναγνώριση και ταξινόμηση των ειδών Ζύγιση των ειδών Στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων Μονομεταβλητές μέθοδοι ανάλυσης Πολυμεταβλητές μέθοδοι ανάλυσης Τεχνικές κατανομής Απεικόνηση των αποτελεσμάτων ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Ταξινομία Μορφολογικά χαρακτηριστικά Οικολογία και διανομή των ειδών Στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων Βάρος γονάδων εχινοδέρμων Κατανομές πληθυσμών στους σταθμούς Δείκτες βιολογικής ποικιλότητας Cluster analysis MDS Κατανομές Αφθονίας Βιομάζας Απεικόνιση κυρίαρχων ειδών
4 4. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
5 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία ουσιαστικά αποτελεί συμβολή στην μελέτη της μεγαπανίδας του σκληρού υποστρώματος του κόλπου της Γέρας στην νήσο Λέσβο (Β. Α. Αιγαίο). Σε σύγκριση με το Στενό της Μυτιλήνης η περιοχή μελέτης παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες σε μεγαβενθικό επίπεδο ως προς την εμφάνιση κάποιων ειδών ενώ στο σύνολό της παρουσιάζει ανομοιόμορφη κατανομή πληθυσμού ανάμεσα στα διάφορα είδη. Μεγαλύτερη βιοποικιλότητα παρουσιάζεται στις περιοχές του κόλπου οι οποίες και βρίσκονται πιο κοντά στο σημείο που κόλπος συναντά το Αιγαίο πέλαγος. Ο κόλπος της Γέρας είναι είναι δυνατόν να χωριστεί σε 2 ζώνες, μιας καλής (προς το εξωτερικό μέρος του κόλπου) και μιας μέτριας (προς το εσωτερικό) οικολογικής ποιότητας. Οι ισχυροί νότιοι ανατολικοί άνεμοι που πνέουν στην περιοχή μελέτης σε συνδυασμό με τον έντονο υδροδυναμικό της χαρακτήρα φαίνεται να παίζουν ρόλο στην εμφάνιση μικρού αριθμού ειδών, ενώ συνολικά η φυσική κατάσταση του κόλπου φαίνεται σχετικά καλή. 5
6 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ένα από τα πιο ιδιαίτερα οικοσυστήματα του θαλασσίου περιβάλλοντος είναι αυτό που περιλαμβάνει την βενθική ενότητα του σκληρού υποστρώματος της παραλιακής ζώνης, καθώς σε αυτό μπορεί κανείς να βρει ενδιαιτήματα τα οποία φιλοξενούν μια τεράστια ποικιλία φυτικών αλλά και ζωικών οργανισμών (Mojetta, 1996; Nybakken, 1996). Πάρα πολλοί ερευνητές έχουν υπογραμμίσει τα πλεονεκτήματα της μελέτης των βενθικών συναθροίσεων του σκληρού υποστρώματος, καθώς είναι εύκολος ο εντοπισμός και ο καθορισμός τους στο χώρο. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ευμετάβλητη περιοχή καθώς οι οργανισμοί είναι εκτεθειμένοι στις κλιματικές αλλαγές. Η σημασία των κοινοτήτων-συναθροίσεων του σκληρού υποστρώματος γίνεται ακόμα πιο πολύ φανερή εάν κάποιος εξετάσει το γεγονός ότι το 85% των βενθικών ειδών τα οποία χαρακτηρίζονται ως διακυβευμένα από το Πρωτόκολλο της Θαλάσσιας Βιοποικιλότητας της Μεσογείου Θάλασσας εμφανίζονται στο σκληρό υπόστρωμα. Συνήθως, οι συνευρέσεις του σκληρού υποστρώματος παρουσιάζουν υψηλότερη βιοποικιλότητα από αυτές του μαλακού υποστρώματος. Στην Ελλάδα, οι βραχώδεις ακτές καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των ακτών (Salomidi, 2001). Οι βιοκοινότητες του σκληρού υποστρώματος είναι πολύ ευαίσθητες εξαιτίας της δομικής και λειτουργικής τους πολυπλοκότητας, της θέσης τους στην τροφική αλυσίδα (πρωτογενείς και δυτερογενείς καταναλωτές), και την υψηλή παραγωγικότητά τους. Συγκεκριμένες διεργασίες έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις βιοκοινότητες του σκληρού υποστρώματος, όπως ο ευτροφισμός, η παράκτια μηχανική ( κυματοθραύστες, λιμάνια κ.λ.π), η εισαγωγή μολυσμένων υδάτων από την χέρσο και η διαλογή των ειδών για διάφορους λόγους. Ωστόσο η αύξηση του οργανικού φορτίου αποτελεί την μεγαλύτερη απειλή των βιοκοινοτήτων του σκληρού υποστρώματος (ΕΛ.ΚΕ.ΘΕ, 2005). Λόγω των λογιστικών δυσκολιών οι οποίες εμφανίζονται στις δειγματοληψίες στο σκληρό υπόστρωμα, όπως για παράδειγμα ότι είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες και ότι υπάρχει ταξινομική περιπλοκότητα, υπάρχουν συγκριτικά με άλλα οικοσυστήματα λίγες πληροφορίες που να αφορούν στην οικολογία αλλά και στην δυναμική των ειδών αυτών των ιδιαίτερων οικοσυστημάτων. Ταυτόχρονα όλο 6
7 και περισσότερες πετρώδεις ακτές συμπεριλαμβάνονται στην λίστα των Θαλασσιών Προστατευόμενων Περιοχών, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη για την αξιολόγηση και τον έλεγχο της βιοποικιλότητας αυτών των παράκτιων οικοσυστημάτων. Η ανάπτυξη γρήγορων τεχνικών βιολογικής αξιολόγησης αποτελεί έναν μεγάλο κοινό σκοπό στο πεδίο της θαλάσσιας βιολογίας (Salomidi, 2001). Η έκθεση στον κυματισμό, η θερμοκρασία και η αλατότητα αποτελούν φυσικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με τα οποία διακρίνονται οι βενθικές βιοκοινότητες του σκληρού υποστρώματος της παραλιακής ζώνης (Eleftheriou, 2003). Το κατά πόσο οι οργανισμοί είναι εκτεθειμένοι στην κυματική δράση επηρεάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την σύνθεση τόσο της χλωρίδας όσο και της πανίδας, ενώ παίζει σπουδαίο ρόλο και στην κάθετη και οριζόντια εξάπλωση των διαφόρων ειδών (Eleftheriou, 2003). Ένας άλλος αβιοτικός παράγοντας ο οποίος επηρεάζει την σύνθεση των βιοκοινωνιών είναι το βάθος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κασπία θάλασσα της οποίας η στάθμη συνεχώς μειώνεται, με αποτέλεσμα να απειλούνται με εξαφάνιση πάρα πολλά είδη (Peronaci, Künitzer 2000). Τέλος οι θερμοαλατικές κινήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στην σύνθεση των βιοκοινοτήτων με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Ατλαντικό ωκεανό, οποίος εμφανίζει αυξημένη ποικιλότητα, γεγονός το οποίο οφείλεται στις κινήσεις αυτές (Peronaci, Künitzer 2000). Βιοτικοί παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την σύνθεση των βιοκοινοτήτων αποτελούν η θήρευση και ο ανταγωνισμός (Dauwe et al.). Για παράδειγμα στις τροπικές περιοχές η σύνθεση των φυκών φαίνεται να εξαρτάται από τους φυτοφάγους οργανισμούς, σε αντίθεση με τις εύκρατες περιοχές όπου η σχέση είναι μάλλον αμφίδρομη. Είδη φυτοφάγα τα οποία αυξάνονται με πάρα πολύ μεγάλο ρυθμό έχουν την δυνατότητα να αποκλείσουν άλλα είδη από την βιοκοινότητα (Boudouresque et al., 2000). Οι πρώτες προσπάθειες και δραστηριότητες που αφορούσαν στο σκληρό υπόστρωμα έγιναν αρκετούς αιώνες νωρίτερα, με τις σημαντικότερες όμως να πραγματοποιούνται στα τέλη του 19 ου αιώνα έως και τις σύγχρονες μέρες μας. H υψηλή βιοποικιλότητα η οποία παρουσιάζεται στην Μεσόγειο θάλασσα είναι συνδυασμός της γεωλογικής ιστορίας της και των περιβαλλοντικών συνθηκών που επικρατούν σε αυτήν. Oι βιοκοινότητες της Μεσογείου έχουν αλλάξει δραματικά 7
8 κατά την διάρκεια του γεωλογικού παρελθόντος κάτω από την επίδραση τόσο του ανθρώπου όσο και του κλίματος (C. Nike Bianchi., Morri C., 2000). Πιο συγκεκριμένα οι πρώτες αυτές προσπάθειες αφορούσαν στην καταγραφή ειδών τόσο από το ζωικό όσο και από το φυτικό βασίλειο, με την βοήθεια ποιοτικών δειγμάτων τα οποία συλλέχθηκαν από τις βορειοδυτικές περιοχές της Μεσογείου και του βορειοανατολικού Ατλαντικού. Ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων και των ερευνών αυτών ήταν οι εκδόσεις Faune de France, Floridèes de France, Fauna and flora of the Bay of Naples (Andres, 1884; Bouvier, 1923; Fauve, από Αντωνιάδου, 2003). Οι πρώτες προσπάθειες ποσοτικής καταγραφής πραγματοποιήθηκαν σχεδόν στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, όπου καταγράφηκαν φυτοκοινωνίες καθώς και διάφορα αβιοτικά χαρακτηριστικά (φως, υδροδυναμισμός, οργανική ρύπανση), από πολλούς ερευνητές όπως οι Gislen, Ollivirr, Parenzan, Feldmann, (Αντωνιάδου, 2003). Περιγραφές ζωικών οργανισμών έγιναν για πρώτη φορά την διάρκεια της δεκαετίας του 1940, με την υποπαραλιακή ζώνη να διαχωρίζεται σε ότι αφορά τις βιοκοινωνίες σε 3 επιμέρους κατηγορίες από τους Pèrés & Picard: Βιοκοινωνίες των νιτρόφιλων φυκών Βιοκοινωνίες των φωτόφιλων φυκών Βιοκοινωνίες των λιμανιών Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι οι παραπάνω βιοκοινωνίες διαχωρίζονται σε μικρότερες επιμέρους φάσεις ανάλογα με την κυριαρχία ή όχι ενός είδους έναντι άλλων ειδών η οποία οφείλεται σε περιβαλλοντικές συνθήκες (Bellan-Santini, 1969 b). Τα βαθύτερα στρώματα της υποπαραλιακής ζώνης ερευνήθηκαν μετά την δεκαετία του 1960 λόγω της ανάπτυξης της αυτόνομης κατάδυσης, καθώς πάρθηκαν δείγματα από μεγαλύτερα βάθη, ενώ τα αποτελέσματα έγιναν ακόμα πιο λεπτομερή με την ανάπτύξη και άλλων επιστημών όπως η στατιστική και τα μαθηματικά. Την ίδια δεκαετία η ανώτερη υποπαραλιακή ζώνη διαχωρίστηκε σε 3 ενότητες οι οποίες περιλαμβάνουν (Molinier, 1960): Φωτόφιλα φύκη Σκιόφιλα φύκη Νιτρόφιλα περιβάλλοντα Από την δεκαετία του 1970 και ύστερα άρχισαν να γίνονται προσπάθειες παρακολούθησης των επιπτώσεων της ρύπανσης στις συνευρέσεις της 8
9 υποπαραλιακής ζώνης της Μεσογείου με τις περισσότερες έρευνες να αναφέρονται στην Δυτική Μεσόγειο και την Αδριατική και ένας μικρός αριθμός να αναφέρεται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (π.χ. Χαριτωνίδης, 1978). Η Μεσόγειος θάλασσα χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη ποικιλία ειδών, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται σε έναν μεγάλο αριθμό βιοτόπων που δημιουργήθηκαν εξ αιτίας της γεωλογικής ιστορίας της Μεσογείου, τις κλιματικές συνθήκες και την επίδραση των ανθρώπινων κατασκευών και τεχνικών έργων. Αυτή η ποικιλία αποτελείται από εύκρατα, υποτροπικά, αλλά και ενδημικά είδη, με την τελευταία κατηγορία να αγγίζει το 30%. Η Ανατολική Μεσόγειος δείχνει μεγαλύτερη ποικιλότητα σε σχέση με την Δυτική, γεγονός το οποίο πιθανότατα οφείλεται στην διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, την οποία εκμεταλλεύτηκαν ένας μεγάλος αριθμός ειδών και μεταφέρθηκαν από Ερυθρά θάλασσα στην Μεσόγειο. Τα είδη αυτά ονομάζονται Λεσεψιανοί μετανάστες (Zenetos et al., 2002; Bianchi et al. 2000; Peronaci, Künitzer, 2000). Σε αντίθεση με την ποικιλία η αφθονία των ειδών της Μεσογείου χαρακτηρίζεται μικρή (Jeftic et al, 1990). Ο αριθµός των ειδών των θαλάσσιων οργανισµών που εξαπλώνονται στη λεκάνη της Μεσογείου αναµένεται ότι θα αυξηθεί ακόµη περισσότερο, καθώς νέες αναφορές ειδών συνεχώς καταγράφονται σε θαλάσσια οικοσυστήµατα (π.χ. βαθιές θάλασσες, υποθαλάσσιες σπηλιές) ή θαλάσσιες περιοχές (π.χ. Βόρειες ακτές Αφρικής, ακτές Λιβάνου και Συρίας στη θάλασσα της Λεβαντίνης), που είχαν εξερευνηθεί ελάχιστα µέχρι τώρα. Την τελευταία δεκαετία όμως του προηγούμενου αιώνα αυξήθηκε η δραστηριότητα καθώς και ο αριθμός των δημοσιευμάτων που αφορούσαν στην Ανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα τις ελληνικές θάλασσες (π.χ. Chintiroglou & Koukouras, 1992; Chintiroglou, 2000; Arvanitidis, 2002; Antoniadou, 2003). Παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές θάλασσες χαρακτηρίζονται από μεγάλο αριθμό ακτογραμμών, οι μελέτες που έχουν γίνει έως τώρα στον Ελλαδικό χώρο είναι φτωχές. Ο μεγαλύτερος αριθμός των ερευνών αυτών αναφέρονται στο Αιγαίο πέλαγος ενώ μικρότερος είναι αυτός που αφορά στο Ιόνιο, με την περιοχή του Βορείου Αιγαίου να είναι σαφώς πιο πολύ μελετημένη σε σχέση με αυτήν του Νότιου Αιγαίου. Μερικές από τις εργασίες αυτές είναι των: Haritonidis & Tsekos, 1974; Diapoulis & Koussouris, 1988; Koutsoubas et al., 1999; Conides, Bogdanos & Diapoulis, 1999; Montesanto & Panayiotidis, 2001; Karalis Andoniadou & Chintiroglou, 2002; Αντωνιάδου,
10 Η βιοποικιλότητα των ελληνικών θαλασσών χαρακτηρίζεται ως πλούσια κάτι το οποία οφείλεται κατά κύριο λόγω στην γεωγραφική της θέση, καθώς βρίσκεται μεταξύ τριών ηπείρων, στην μεγάλη τοπογραφική ποικιλία, στον συνδυασμό γεωλογικής και οικολογικής εξέλιξης, καθώς και στην σχετικά ήπια ανθρώπινη παρέμβαση (Lazaridou et al, 2002). Τα τελευταία 25 περίπου χρόνια έχει γίνει ένας σημαντικός αριθμός ερευνών που να αφορούν στην βενθική ενότητα της νήσου Λέσβου και κυρίως στους δύο μεγάλους κόλπους της, Καλλονής και Γέρας. Ο κόλπος της Γέρας, έχει μελετηθεί αρκετά από το Ε.Κ.Θ.Ε. (π.χ. Diapoulis & Bogdanos, 1983, Kelepertis & Chatsidimitriadis, 1983 κ.α) και από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (π.χ. Arhoditsis et al, 2002, Γαβριήλ, 2002). Πολλές πληροφορίες που αφορούν στην πανίδα ορισμένων ταξινομικών ομάδων βενθικών οργανισμών, όπως Μαλάκια και Εχινόδερμα, για την περιοχή της Λέσβου περιέχονται σε μια σειρά επιστημονικών εργασιών (Kisseleva, 1963; Bellan, 1964; Koutsoubas et al., 1997). Η παρούσα εργασία έχει ως βασικό και κεντρικό της στόχο και σκοπό: Να καταγράψει τη μεγαπανίδα της ανώτερης υποπαραλιακής ζώνης του σκληρού υποστρώματος του κόλπου της Γέρας Να συμβάλει στην εκτίμηση της βιοποικιλότητας του κόλπου Να αναλύσει τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά σύσταση των πληθυσμών σε σχέση με τον χώρο. 10
11 2. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ Περιγραφή της περιοχής μελέτης Γεωγραφική θέση Η πτυχιακή αυτή εργασία εκπονήθηκε στην ευρύτερη περιοχή του κόλπου της Γέρας, λίγο έξω από την πόλη της Μυτιλήνης, στο νοτιοανατολικό άκρο στο νησί της Λέσβου. Ο κόλπος εισέρχεται στο κύριο σώμα της νήσου σε βάθος επτάμιση περίπου μιλίων (14Km) από την στενότερη είσοδό του. Ο μεγαλύτερος άξονάς του έχει νοτιοανατολική διεύθυνση (Σκόυλλος, Μπάχα, Δασενάκη,1980). Ο κόλπος της Γέρας χαρακτηρίζεται από ένα σχετικά μικρό μέσο βάθος το οποίο δεν ξεπερνά τα 10 μέτρα, έχει συνολικά όγλο 9x10 8 m 3, και αποτελεί ένα ημίκλειστο θαλάσσιο οικοσύστημα (Αrhonditsis et al., 2000b) Γεωλογία της νήσου και της περιοχής Σε γενικές γραμμές το έδαφος του νησιού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ηφαιστειογενές, ανώμαλο, πετρώδες κατά τμήματα, με την πλειοψηφία των πετρωμάτων να ανήκουν στην εποχή του ηωκαίνου και του πλειοκαίνου. Τα πετρώματα που κυριαρχούν στην περιοχή είναι οι μεταμορφωσιγεμείς σχιστόλοθοι και τα μάρμαρα στο ανατολικό μέρος, και τα νεώτερα ηφαιστειογενή πετρώματα (χρωμίτες) στο δυτικό τμήμα (Κατσιλιέρη, 1989). Οι σεισμοί που έχουν γίνει κατα καιρούς στο νησί έχουν επιφέρει σημαντικές αλλοιώσεις στην μορφή των ακτών, όπως αποδεικνύει και η μορφολογία όλων των κόλπων της νήσου, μεταξύ των οποίων είναι και ο κόλπος της Γέρας. Οι μαρτυρίες τόσο αρχαίων όσο και νεώτερων ιστορικών αναφέρουν σοβαρές σεισμικές δονήσεις στην περιοχή του κόλπου, από τις οποίες η σημαντικότερη έλαβε χώρα το 1867 (Σκόυλλος, Μπάχα, Δασενάκη,1980). Σε ότι αφορά την κατανομή των ιζημάτων του κόλπου παρατηρείται μια συγκέντρωση λεπτόκοκκων ιζημάτων στο βόρειο και κεντρικό τμήμα του κόλπου, ενώ η άμμος κυριαρχεί σε όλο τον παράκτιο χώρο με εντονότερα σημεία 11
12 συγκέντρωσης μπροστά στις αλλουβιακές αποθέσεις και κατά μήκος του διαύλου. Επίσης έχουμε την εμφάνιση ενδιάμεσων μεριδίων ιζήματος σε μικρούς προφυλαγμένους ορμίσκους (Σταγωνάς, 2004) Μορφολογία της νήσου και της περιοχής Ο κόλπος της Γέρας έχει έκταση 50 km 2, ενώ αποτελείται από 2 τμήματα: Τον κυρίως κόλπο της Γέρας (εσωτερικό) που καταλαμβάνει έκταση 10 km 2 και βάθους 18 μέτρων, ενώ οι διαστάσεις του προσεγγιστικά είναι 2.8 x 4.4 μίλια, και ο συνολικός του όγκος 0.6 x 10 9 m 3. Tον μακρύ πορθμό δίαυλο οποίος ενώνει το Αιγαίο πέλαγος με τον εσωτερικό κόλπο, και έχει μήκος προσεγγιστικά περί τα 3 μίλια, ή 5.5 Km. Ο όγκος αυτού του τμήματος υπολογίζεται σε 0.6 x 10 8 m 3, δηλαδή υποδεκαπλάσιος του κυρίου κόλπου. Σε ότι αφορά την είσοδο του διαύλου αυτού από το Αιγαίο παρουσιάζεται περιορισμένη εξαιρετικά, με πλάτος m και βάθος 30 m περίπου. Όσο μεταφερόμαστε προς το εσωτερικό του κόλπου το βάθος ελαττώνεται, και έτσι το μέσο βάθος στην περιοχή του Περάματος είναι περίπου 15 m (Κατσιλιέρη, 1989). Μεταξύ του Περάματος και του βυρσοδεψίου παρατηρείται μία απότομη ανύψωση του βυθού. Ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι στην περιοχή βόρεια του Περάματος ο βυθός να έχει ένα βάθος το οποίο να κυμαίνεται μεταξύ 1-9 m. Το φαινόμενο αυτό της ανύψωσης του θαλασσίου πυθμένα είναι πολύ χαρακτηριστικό για πολλές κλειστές λεκάνες της Μεσογείου, όπως για παράδειγμα ο κόλπος της Ελευσίνας. Ύστερα από το σημείο αυτό ο πυθμένας αρχίζει πάλι να κατέρχεται, με σχετικά απότομο ρυθμό, με αποτέλεσμα να φτάσει στο κεντρικό τμήμα της λεκάνης να έχει βάθος 18 μέτρων περίπου (Σκόυλλος, Μπάχα, Δασενάκη,1980). Οι ακτές του κόλπου που βρίσκονται στο ανατολικό και βοειοανατολικό τμήμα αυτού είναι ιδιαίτερα απόκρημνες, σε αντίθεση με τις ακτές που βρίσκονται στο δυτικό τμήμα οι οποίες παρουσιάζουν σχετικά λίγο μικρότερη κλίση. Ειδικότερα οι ανατολικές ακτές του κόλπου χωρίζονται σε ακτές με χαμηλούς κρημνούς (3-4 m, κυρίως κόλπος), σε παλαιοεδάφη (palaeosols), στενές ζώνες παραλίας (4-6 m) και βραχώδεις δύσβατες περιοχές (στην περιοχή του διαύλου), ενώ στις δυτικές επικρατούν οι ακτές απόθεσης, πλούσιες κυρίως σε άμμο (Σταγωνάς, 2004). Εδώ θα 12
13 πρέπει να επισημανθεί ότι ανάλογες προς την παραλία κλίσεις που ακολουθούν το ίδιο μοτίβο και τις ίδιες τάσεις εμφανίζονται και στον πυθμένα. Κατ αυτόν τον τρόπο το ανατολικό τμήμα το οποίο είναι φτωχό σε προσφορά ιζημάτων παρουσίαζει μεγαλύτερες κλίσεις, σε αντίθεση με το δυτικό τμήμα που παρουσιάζεται ομαλότερο λόγω της έντονης προσφοράς υλικού (Κατσιλιέρη, 1989). Τέλος όλες οι ακτές καθώς και οι επικλινείς πλαγιές μέχρι και την κορυφή των λόφων καλύπτονται από πυκνά φυτευμένα ελαιόδεντρα που ανέρχονται στην ευρύτερη λεκάνη απορροής της περιοχής στην τάξη των μερικών εκατομμυρίων ( 3-4 εκ. ρίζες) (Σκόυλλος, Μπάχα, Δασενάκη,1980) Υδρογραφία της νήσου και της περιοχής Η επικοινωνία του κόλπου της Γέρας με το ανοικτό πέλαγος πραγματοποιείται μέσω ενός στενότατου στομίου. Αυτό το το γεγονός έχει σαν αποτέλεσμα η κυκλοφορία στον κόλπο να είναι περιορισμένη. Εκτός όμως από τα νερά του Αιγαίου αλλά και των βροχοπτώσεων ο κόλπος δέχεται την συνεισφορά από: Τα νερά ενός μικρού ποταμού (Ευεργέτουλας) στο βορειοδυτικό του άκρο Τις πηγές γλυκού νερού, τόσο θερμού όσο και ψυχρού κατά μήκος των βορειοανατολικών ακτών του Τις σημαντικές υποθαλάσσιες αναβλύσεις κατά μήκος των ανατολικών ακτών του κόλπου και του δίαυλου Ο κόλπος δεχόταν τα απόβλητα του βυρσοδεψείου Σουρλάγκα, ενώ συνεχίζει να δέχεται αυτά άλλων μικρών μονάδων, όπως ελαιουργεία, εργοστάσια κατεργασίας μαρμάρου κλπ. Τα λύματα τόσο από γεωργικές τόσο και από οικιακές χρήσεις, κυρίως στην δυτική πλευρά του κόλπου (Κατσιλιέρη, 1989). Εκτός από τις μόνιμες αυτές πηγές ύδατος (καθαρού και μη), καθώς και της επικοινωνίας του κόλπου με την ανοικτή θάλασσα, το μεγαλύτερο μέρος της τροφοδοσίας του με νερό παίρνει μέρος κατά την διάρκεια του φθινοπώρου, του χειμώνα και της άνοιξης από τις βροχοπτώσεις: Από την άμεση βροχόπτωση στον κόλπο (νερό καθαρό) 13
14 Από τα νερά της ευρύτερης λεκάνης απορροής Τα ύδατα της μεγάλης σε έκταση αυτής περιοχής, που συνιστούν την επιφανειακή απορροή ή Runoff, καταλήγουν στην θάλασσα για έναν κυρίως λόγο: Λόγω της μεγάλης κλίσης που παρουσιάζει το έδαφος, κάτι το οποίο συνεπάγεται και μικρό βαθμό απορροφήσεως. Τα ύδατα αυτά είναι επιβαρυμένα με μεγάλα ποσά φερτών σωματιδιακών και διαλελυμένων υλών, με την σωματιδιακή ύλη όπως είναι λογικό να αποτίθεται στα βαθύτερα τμήματα του πυθμένα, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο σημαντικότατες ποσότητες ιλύος (Σκόυλλος, Μπάχα, Δασενάκη,1980). Προσεκτικές μελέτες του κόλπου της Γέρας έδειξαν ότι ο κόλπος ανήκει στην κατηγορία των αβαθών μεσογειακών κλειστών συστημάτων, όπου για το μεγαλύτερο διάστημα του έτους (όλες οι εποχές εκτός του καλοκαιριού), υπάρχει έντονη ανάδευση και ομοιόμορφη κατανομή όλων των φυσικών καθώς και των χημικών ιδιοτήτων σε όλο μάλιστα το βάθος (Σκόυλλος, Μπάχα, Δασενάκη,1980). Το καλοκαίρι παρατηρείται το φαινόμενο μιας ισχυρότατης στρωμάτωσης και η δημιουργία θερμοκλινούς και πυκνοκλινούς στην περιοχή κυρίως έξω από τον κόλπο και στον δίαυλο, σε αντίθεση με τον κυρίως κόλπο που παρουσιάζεται ασθενέστερη. Την θερινή επίσης περίοδο παρατηρούνται υψηλες τιμές θερμοκρασίας και αλατότητας ( Τ=28 ο C, S=39.1 ). Ωστόσο θα πρέπει να πούμε ότι το μοτίβο αυτό μεταβάλλεται κατά τόπους από την επίδραση νερών που προέρχονται είτε από την ξηρά είτε από τον πυθμένα της θάλασσας. Έτσι ο δίαυλος μπορεί να θεωρηθεί περιοχή ανάμειξης των νερών που εξέρχονται από τον κόλπο και εκείνων του πελάγους, στο στρώμα πάνω από το πυκνοκλινές (Κατσιλιέρη, 1989). Τέλος θα πρέπει να προστεθεί ότι η παλίρροια του κόλπου της Γέρας είναι δι-ημερήσια με 2 πλημμυρίδες και 2 αμπώτιδες σε χρόνο 24 ωρών, 50 λεπτών και 5 δευτερολέπτων, ενώ θεωρείται ο βασικός παράγοντας που καθορίζει το υδροδυναμικό καθεστώς της περιοχής Ανεμολογικά στοιχεία της περιοχής Ο κόλπος είναι εκτεθειμένος σε νότιους και νοτιοανατολικούς ανέμους, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την μετακίνηση επιφανειακών θαλασσίων μαζών προς τον κόλπο. Βέβαια δεν είναι δυνατόν να γίνει ποσοτική εκτίμηση χωρίς προηγούμενη εκτέλεση συστηματικών ρευματομετρήσεων, υποδεικνύεται όμως από 14
15 τον ισχυρό κυματισμό που συχνά επικρατεί στον κόλπο. Οι άνεμοι που προαναφέρθηκαν επικρατούν κυρίως το καλοκαίρι, ενώ το χειμώνα οι άνεμοι που πνέουν είναι κυρίως βορειοανατολικής διευθύνσεως. Παράλληλα η ύπαρξη βόρειων ανέμων επηρεάζουν τον κόλπο, λόγω των υψηλών ταχυτήτων, οι οποίες όπως είναι γνωστό αναπτύσσονται σε παρόμοια συστήματα. Τέλος θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ταχύτητα των ρευμάτων στο δίαυλο παρουσιάζει τόσο εποχικές όσο και ημερήσιες διακυμάνσεις (Κατσιλιέρη, 1989). περιοχής Χημική σύσταση των νερών και των ιζημάτων της Ο κόλπος της Γέρας χαρακτηρίζεται από την καλή οξυγόνωση των νερών και την σχεδόν ομοιόμορφη κατανομή σε όλη την υδάτινη στήλη. Σε ότι αφορά τα θρεπτικά συστατικά οι συγκεντρώσεις τους παρουσιάζονται αυξημένες με αυτές των πυριτικών να εμφανίζονται ιδιαίτερα αυξημένες. Σε ότι αφορά τα βαρέα μέταλλα οι συγκεντρώσεις τους κυμαίνονται μέσα στα επιτρεπτά όρια για το θαλασσινό νερό που ισχύουν σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο παρατηρείται αύξηση, ιδίως του χρωμίου, στην περιοχή όπου και γινόταν η έκχυση των αποβλήτων του βυρσοδεψείου. Στα ιζήματα του κόλπου, οι συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων παρουσιάζουν μια διακύμανση μέσα στα επιτρεπτά διεθνή όρια, με τις μεγαλύτερες τιμές να παρουσιάζονται στην περιοχή όπου των εκβολών του βυρσοδεψείου ή σε σημεία απορροής των νερών της βροχής. Σαν παράδειγμα αναφέρονται τα μέταλλα χρώμιο και νικέλιο, με τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις του νικελίου να εμφανίζονται στον κυρίως κόλπο, και τις μικρότερες στον δίαυλο. Οι αυξημένες τιμές του νικελίου μπορούν να αποδοθούν σε προϊόντα διάβρωσης των περιδοτιτών, που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τα ιζήματα τα οποία προέρχονται από την βορειοδυτική λεκάνη απορροής. Η επιβάρυνση του δίαυλου σε χρώμιο είναι υψηλότερη από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόλπου, γεγονός το οποίο μπορεί να αποδοθεί κατά κύριο λόγο στην ύπαρξη του βυρσοδεψείου και κατά δεύτερο λόγο στα προϊόντα διάβρωσης των χρωμιτών (Σκόυλλος, Μπάχα, Δασενάκη,1980). Μάλιστα ενώ έχουν περάσει πάνω από 15 χρόνια από το κλείσιμο του βυρσοδεψείου, οι συγκεντρώσεις του χρωμίου στα 15
16 επιφανειακά ιζήματα του διαύλου αν και έχουν μειωθεί παραμένουν σημαντικά αυξημένες με τιμές μεγαλύτερες του επιπέδου του υποβάθρου (90 ppm) (Κονταξή, 2003). Χάρτης 1: Περιοχή μελέτης Χάρτης 2: Σταθμοί δειγματοληψίας 16
17 2. 2. Δειγματοληψίες Για την λήψη των δειγμάτων πραγματοποιήθηκαν 3 δειγματοληψίες κατά την διάρκεια του Ιουλίου Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε μεταλλικός δειγματολήπτης σκληρού υποστρώματος τύπου πλαισίου, διαστάσεων 50 cm x 50 cm, ενώ για την αποκόλληση των οργανισμών χρησιμοποιήθηκαν μεταλλικές σπάτουλες. Στην συνέχεια οι οργανισμοί τοποθετήθηκαν σε δοχεία χωρητικότητας 5 lt, όπου και προστέθηκε διάλυμα φορμαλδεΰδης 10% για την συντήρηση τους Επεξεργασία δειγμάτων Διαχωρισμός των ειδών (Sorting) Αρχικά τα δείγματα ξεπλύθηκαν με άφθονο νερό βρύσης για την απομάκρυνση του διαλύματος της φορμόλης. Στην συνέχεια οι οργανισμοί διαχωρίστηκαν ανά είδος και τοποθετήθηκαν σε γυάλινα δοχεία που περιείχαν αιθυλική αλκοόλη 75%, κάτι που αποσκοπούσε στην συντήρησή τους μέχρι την αναγνώριση Αναγνώριση και ταξινόμηση των ειδών Η αναγνώριση και η ταξινόμηση των ειδών πραγματοποιήθηκε με την βοήθεια μιας σειράς Βασικών Εγχειριδίων και Επιστημονικών εργασιών, οι οποίες αναφέρονται παρακάτω: Pancucci- Παπαδοπούλου Μ.Α Hayward P., Nelson- Smith T., Shields C, G. D Angelo and S. Gorgiullo, Ζύγιση των ειδών 17
18 Για την μέτρηση του βάρους των ειδών χρησιμοποιήθηκε ζυγός ακρίβειας 2 δεκαδικών ψηφίων. Αρχικά οι οργανισμοί τοποθετήθηκαν σε διηθητικό χαρτί ώστε να απομακρυνθεί η αλκοόλη στην οποία διατηρούνταν και στην συνέχεια ακολούθησε η ζύγισή τους. Επιπροσθέτως δεν αφαιρέθηκαν από τους οργανισμούς ανόργανα μέρη του σώματος τους (π.χ. τα κελύφη από τα μαλάκια) για τον υπολογισμό της βιομάζας (Holme, McIntyre, 1971). Σε ότι αφορά τα εχινόδερμα, ύστερα από την μέτρηση του βάρους των οργανισμών, αφαιρέθηκαν οι γονάδες τους με την βοήθεια λαβίδας και ζυγίστηκαν ξεχωριστά Στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων Για την στατιστική ανάλυση των δεδομένων έγινε χρήση του λογισμικού Microsoft Excel και του προγράμματος Primer 5.0 (Plymouth Routines in Multivariate Ecological Research). Η χρήση των παραπάνω προγραμμάτων αποσκοπούσε στον υπολογισμό μονομεταβλητών μεθόδων όπως δείκτες ποικιλότητας και ποσοστιαία κατανομή, οι πολυμεταβλητές μέθοδοι (Cluster και MDS) και οι τεχνικές κατανομής (ABC) Μονομεταβλητές μέθοδοι ανάλυσης Δύο από τα χαρακτηριστικά των οργανισμικών συνευρέσεων είναι η αφθονία και η κατανομή τα οποία και απεικονίζονται με τις μονομεταβλητές μεθόδους ανάλυσης. Υπολογίστηκαν η ποσοστιαία κατανομή των ταξινομικών ομάδων και οι οικολογικοί δείκτες ποικιλότητας. Οι δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν είναι ο δείκτης ποικιλότητας Shannon Wiener (Shannon & Weaver, 1963), ο δείκτης αφθονίας Margalef (Magurran, 1988) και ο δείκτης ομοιόμορφης κατανομής Pielou (Pielou, 1969). Ο υπολογισμός των δεικτών αυτών βοηθά στην εξαγωγή εκτιμήσεων και συμπερασμάτων που αφορούν την ομοιόμορφη κατανομή των ειδών στα δείγματα και στην αφθονία. 18
19 Ο δείκτης ποικιλότητας Shannon- Wiener δίνεται από την σχέση: H = - Σi pi (log 2 pi) όπου pi είναι η σχετική αφθονία (ή βιομάζα κ.α.) ενός είδους (i) στο δείγμα. Ο δείκτης αυτός εκφράζει τον αριθμό των ειδών καθώς και την ομοιομορφία της κατανομής των ατόμων στα διάφορα είδη, ενώ παίρνει τιμές από 0 έως και άπειρο. Πιο συγκεκριμένα η τιμή 0 σημαίνει ότι στο δείγμα υπάρχουν άτομα μόνο ενός είδους, ενώ αύξηση της ποικιλότητας συνεπάγεται και θετικές τιμές για τον δείκτη. Ο δείκτης αφθονίας των ειδών Margalef δίνεται από την σχέση: d = S-1 / log N όπου S είναι ο αριθμός των ειδών και N ο συνολικός αριθμός των ατόμων του δείγματος και εκφράζει τον αριθμό των ειδών σε μια οργανισμική συνεύρεση και επηρεάζεται από το μέγεθος του δείγματος (Αντωνιάδου, 2003). Δείκτης ομοιόμορφης διανομής evenness, Pielou δίνεται από την σχέση: J = H / log (S) όπου Η είναι ο δείκτης Shannon- Wiener και S είναι ο αριθμός των ειδών που υπάρχουν σε κάθε δείγμα και εκφράζει την κατανομή των ατόμων ανάμεσα στα είδη και παίρνει τιμές από 0 έως 1. Τιμές που πλησιάζουν το 0 συνεπάγονται ύπαρξη ατομών στο δείγμα από ένα είδος, ενώ όταν οι τιμές τείνουν στο 1 φανερώνουν ότι στο δείγμα όλα τα άτομα ανήκουν σε διαφορετικά είδη Πολυμεταβλητές μέθοδοι ανάλυσης Οι πολυμεταβλητές μέθοδοι ανάλυσης ουσιαστικά κατατάσσουν τα δείγματα σε φυσικές ομάδες, ενώ κάθε ομάδα περιλαμβάνει δείγματα τα οποία έχουν μεταξύ τους μεγαλύτερη ομοιότητα και σχετίζονται με τα δείγματα γειτονικών ομάδων ή δημιουργούνται διαγράμματα ιεραρχίας. Η σχετική ομοιότητα της σύνθεσης των ειδών μέσα στα δείγματα απεικονίζεται από τις αποστάσεις μεταξύ των ζευγαριών των δειγμάτων (Αντωνιάδου, 2003, Κιλίντζη κ.α. 2003). Ο υπολογισμός διάφορων συντελεστών που ονομάζονται δείκτες ομοιότητας βοηθά στην εκτίμηση της ομοιότητας των δειγμάτων. Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης Bray- Curtis, ο οποίος θεωρείται ικανοποιητικός για βιολογικά δεδομένα. Ο δείκτης 19
20 αυτός παίρνει τιμές από 0 % έως 100 %, με το 0 % να συνεπάγεται εντελώς ανόμοια δείγματα και το 100% δείγματα με απόλυτη ομοιότητα. Τέλος χρησιμοποήθηκαν η τεχνική της Ιεραρχικής ομαδοποίησης (Cluster analysis) καθώς και η Πολυδιάστατη απεικόνιση (MDS). Με την τεχνική της Ιεραρχικής ομαδοποίησης τα δείγματα διαχωρίζονται σε ομάδες με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε ομάδα να συμπεριλαμβάνει δείγματα τα οποία να μοιάζουν μεταξύ τους. Η ομαδοποίηση αναπαρείσταται από δενδρόγραμμα δύο διαστάσεων, όπου στον οριζόντιο άξονα Χ φαίνονται τα υπό σύγκριση δείγματα, ενώ στον κάθετο άξονα Υ φαίνεται ο βαθμός ομοιότητας. Με την πολυδιάστατη κατάταξη (MDS) δημιουργείται ένας χάρτης δύο διαστάσεων και τοποθετούνται σε αυτόν τα δείγματα με τέτοιον τρόπο ώστε εκείνα που μοιάζουν να βρίσκονται σε κοντινές αποστάσεις μεταξύ τους. Το stress και οι τιμές που αυτό παίρνει αποτελούν κριτήριο για το κατά πόσο είναι επιτυχής η κατάταξη. Στον παρακάτω πίνακα απεικονείζεται η σχέση μεταξύ των τιμών stress και της επιτυχίας κατάταξης. Τιμές stress Επιτυχία κατάταξης stress < 0.01 Τέλεια 0.01 < stress < 0.05 Πολύ καλή 0.05 < stress < 0.1 Καλή Όταν η τιμή του stress κυμαίνεται μεταξύ 0.1 και 0.2 τότε απαιτείται επαλήθευση της κατάταξης με εναλλακτική τεχνική, ενώ σε περίπτωση που ξεπεράσει το 0.2 αλλά όχι και το 0.3 (0.2 < stress < 0.3) η τεχνική επιβάλλεται να χρησιμοποιηθεί με ιδιαίτερη προσοχή (Clarke & Warwick, 1994) Τεχνικές κατανομής Οι τεχνικές κατανομής αποτελούν μεθόδους οι οποίες στοχεύουν στην μελέτη των επιπτώσεων και την διερεύνηση των διαταράξεων στο οικοσύστημα. Στις τεχνικές κατανομής εμπεριέχεται η μέθοδος της παράλληλης συσχέτισης των γραφικών κατανομών της αφθονίας βιομάζας (ABC, Abundance Biomass comparison), σύμφωνα με την οποία τα διάφορα είδη των δειγμάτων κατατάσσονται 20
21 σε σειρά φθίνουσας αφθονίας, οπότε προκύπτει η καμπύλη της αφθονίας και κατά όμοιο τρόπο δημιουργείται η καμπύλη της βιομάζας για τα ίδια είδη. Η αναπαράσταση των καμπυλών στο ίδιο σχεδιάγραμμα βοηθά στην μεταξύ τους σύγκριση (Warwick, 1986). Στον άξονα Χ του σχεδιαγράμματος βρίσκονται τα είδη με μειούμενη σειρά σημαντικότητας σε λογαριθμική κλίμακα και στον Y το αθροιστικό ποσοστό κυριαρχίας, ενώ η απόσταση μεταξύ των δύο αυτών καμπυλών εκφράζεται με τον συντελεστή W. Σε ότι αφορά την αρχή της μεθόδου, έγκειται στο γεγονός ότι σε σταθερές περιβαλλοντικές συνθήκες και κατά συνέπεια σε μία μη διαταραγμένη συνεύρεση, τα είδη τα οποία αναμένεται να επικρατήσουν δεν πρόκειται να παρουσιάζουν πολύ μεγάλη αφθονία, σε αντίθεση με το σωματικό βάρος και τον χρόνο διαβιωσής τους τα οποία θα παρουσιάζονται αρκετά υψηλά. Αντίθετα σε μία διαταραγμένη συνεύρεση επικρατούν ευκαιριακά είδη τα οποία χαρακτηρίζονται από μεγάλη αφθονία και χαμηλή βιομάζα Απεικόνηση των αποτελεσμάτων Για την αποτύπωση και απεικόνηση των αποτελεσμάτων σε χάρτες χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα ARCVIEW και συγκεκριμένα η έκδοση 3.2 a αυτού. Αναλυτικότερα πάνω σε ήδη υπάρχων σκαναρισμένο χάρτη της νήσου Λέσβου αλλά και της ευρύτερης περιοχής του κόλπου της Γέρας έγινε ψηφιοποίηση τόσο του κόλπου της Γέρας. Κατόπιν έγινε τοποθέτηση των σταθμών δειγματοληψίας. Στην συνέχεια τοποθετήθηκαν και τα σημεία το καθένα από τα οποία αναφέρεται στο κυρίαρχο είδος για κάθε σταθμό. 21
22 3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Ταξινομία Κατά την διάρκεια των δειγματοληψιών συλλέχθηκαν και τελικά αναγνωρίστηκαν 14 είδη βενθικής μεγαπανίδας, εκ των οποίων τα 11 ανήκουν στα Μαλάκια 2 είδη ανήκουν στα Εχινόδερμα και 1 είδος στα Αρθρόποδα Μορφολογικά χαρακτηριστικά Στις επόμενες παραγράφους γίνεται αναφορά στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των κλάσεων στις οποίες ανήκαν τα είδη που αναγνωρίστηκαν. Εξαίρεση αποτελεί το ένα είδος αρθροπόδου στο οποίο αναφερόμαστε στην τάξη και υπόταξη στην οποία ανήκει. ΦΥΛΟ : ΜΑΛΑΚΙΑ ΚΛΑΣΗ : BIVALVIA Τα δίθυρα παρουσιάζουν εξαιρετικά μεγάλη εξάπλωση καθώς είναι κάτοικοι τόσο των γλυκών (σε ποσοστό 20% περίπου), όσο και των υφάλμυρων και θαλασσινών νερών. Είναι οργανισμοί που παρουσιάζουν την ικανότητα να ζουν στο ίζημα, να κολυμπούν ανοιγοκλείνοντας τις θυρίδες τους στην στήλη του νερού ή να είναι προσκολλημένα στο υπόστρωμα με την βοήθεια είτε του βύσσου είτε της μιας θυρίδας (Λαζαρίδου- Δημητριάδου, 1992, Hayward et al., 1996). Είναι ζώα ασπόνδυλα των οποίων το σώμα περικλείεται από ένα δίθυρο όστρακο ή κέλυφος, το οποίο αποτελείται από δύο κόγχες ή θυρίδες, συμμετρικές και ίσες στα ισόθυρα (μύδια), ασύμμετρες και άνισες στα ανισόθυρα (στρείδια). Οι θυρίδες ενώνονται μεταξύ τους με την βοήθεια ενός ελαστικού συνδέσμου, οποίος είναι υπεύθυνος για το άνοιγμά τους, ενώ το κλείσιμό τους ελέγχεται από ένα ή δύο μύες, που ονομάζονται προσαγωγοί μύες. Οι θυρίδες του οστράκου προστατεύουν τα μαλακά μέρη του σώματος του ζώου, καθώς σε περίπτωση κινδύνου οι προσαγωγοί μύες κλείνουν τις θυρίδες ερμητικά, προστατεύοντας το σώμα του ζώου από τους εχθρούς του ( Δρ. Δημήτριος Π. Παπαναστασίου). 22
23 Ένα άλλο χαρακτηριστικό των δίθυρων είναι ότι παρουσιάζουν υποτυπώδες κεφάλι και ένα δίλοβο μανδύα, η εξωτερική επιφάνεια του οποίου είναι προσκολλημένη στο εσωτερικό των θυρίδων. Η γραμμή που διαγράφουν τα όρια των λοβών σχηματίζει το μανδυακό αποτύπωμα. (Λαζαρίδου- Δημητριάδου, 1992, Hayward et al., 1996). Το στόμα των δίθυρων δεν έχει όργανα μάσησης και ξύστρο. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι περιβάλλεται από 4 φυλλοειδείς κεραίες, οι οποίες έχουν την ικανότητα να πάλλονται, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο την είσοδο του θαλασσινού νερού, που περιέχει τις τροφές τους ( Δρ. Δημήτριος Π. Παπαναστασίου). Τέλος τα δίθυρα ταξινομούνται σε υποκλάσεις ανάλογα με τη δομή του κλείθρου, το σχήμα τους, το μέγεθός τους και την μορφή των βραγχίων τους: Protobranchia, Pteriomorpha, Paleoheterodonta, Heterodonta, Anomalodesmata (Λαζαρίδου- Δημητριάδου, 1992). ΚΛΑΣΗ : GASTROPODA Τα γαστερόποδα είναι η μεγαλύτερη, πιο κοινή και ποικιλόμορφη ομάδα μαλακίων, η οποία περιλαμβάνει είδη εκ των οποίων η πλειοψηφία είναι κυρίως θαλάσσια (Peter Castro Michael e. Huber, 1999). Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα γνωστά μας σαλιγκάρια, τόσο της ξηράς όσο και της θάλασσας, οι πεταλίδες, οι πορφύρες, τα αυτιά της θάλασσας κλπ (Δρ. Δημήτριος Π. Παπαναστασίου). Παρουσιάζουν πολύ μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση, καθώς ζουν σε τροπικές, υποτροπικές περιοχές και στην ξηρά εμφανίζονται ακόμα και στις ερήμους. Η πλειοψηφία των ειδών είναι φυτοφάγα. Ωστόσο υπάρχουν σαρκοφάγα είδη αλλά και παράσιτα (Λαζαρίδου- Δημητριάδου, 1992). Σε ότι αφορά το σώμα των γαστερόποδων είναι ασύμμετρο και καλύπτεται από ένα ασύμμετρο όστρακο, το οποίο είναι πολλές φορές ελικοειδές. Περιλαμβάνει το κεφάλι το οποίο είναι πολύ ανεπτυγμένο, σαρκώδες και διαθέτει ένα ή δύο ζευγάρια κεραιών ως αισθητήρια όργανα. Το πρώτο ζεύγος χρησιμεύει ως όργανο αφής, ενώ το δεύτερο έχει τα μάτια. Στο κεφάλι βρίσκεται επίσης το ξύστρο, το οποίο είναι ένα ειδικό και ευλύγιστο όργανο που διαθέτει πολλά κεράτινα δόντια και χρησιμοποιείται από τους οργανισμούς αυτούς για την απόξεση της τροφής από τους βράχους και στον λεπτό τεμαχισμό της (Δρ. Δημήτριος Π. Παπαναστασίου). 23
24 Το σώμα επίσης περιλαμβάνει ένα μεγάλο μυϊκό πόδι, που είναι πλατύ, καλύπτοντας όλη την κοιλιακή χώρα και χρησιμεύει ως όργανο κίνησης, ώστε ο οργανισμός είτε να έρπει είτε να κολυμπά. Το χαρακτηριστικό τους αυτό τους δίνει και την ονομασία τους, καθώς το πόδι βρίσκεται κάτω από την κοιλιά γαστέρα (Δρ. Δημήτριος Π. Παπαναστασίου). Τα Γαστερόποδα χωρίζονται σε 5 υποκλάσεις: Prosobranchia, Heterobranchia, Opisthobranchia, Gymnomorpha και Pulmonata (Λαζαρίδου- Δημητριάδου, 1992, Hayward et al., 1996). Τα προσωβράγχια (έχουν τα βράγχια μπροστά από την καρδιά) περιλαμβάνουν κυρίως θαλάσσια είδη, ενώ αποτελούν τα πιο πρωτόγωνα Μαλάκια. Το όστρακό τους είναι κωνικό ή ελικοειδές. Ξεκινώντας από την κορυφή και ακολουθώντας τις περιστροφές των ελίκων, φτάνουμε στο άνοιγμά του, το οποίο βρίσκεται είτε αριστερά είτε δεξιά. Το άνοιγμα έχει συνήθως κυκλικό σχήμα ή καλά ανεπτυγμένα χείλη. Επάνω στο όστρακο είναι δυνατόν να σχηματίζονται πτυχώσεις, οι οποίες είναι κάθετες προς το άνοιγμα. Διαθέτουν ξύστρο και ως προς την τροφοληψία τους παρουσιάζουν ποικιλία, αφού σε αυτά συμπεριλαμβάνονται φυτοφάγα, μικροφάγα, σαρκοφάγα είδη ή και παράσιτα (Λαζαρίδου- Δημητριάδου, 1992, Hayward et al., 1996, Δρ. Δημήτριος Π. Παπαναστασίου). ΦΥΛΟ : ECHINODERMA ΚΛΑΣΗ : ΕCHINOIDEA Τα Εχινοειδή περιλαμβάνουν 2 βασικές κατηγορίες, τα Κανονικά των οποίων το σχήμα είναι υποσφαιρικό ή υποκωνικό και τα Ακανόνιστα των οποίων το σχήμα είναι καρδιοειδές, ωοειδές ή δισκοειδές. Έτσι η διάκριση ανάμεσα στα άτομα των 2 αυτών κατηγοριών είναι σχετικά εύκολη, ενώ και οι 2 ομάδες παρουσιάζουν πενταμερή διάταξη, δηλαδή 5 βαδιστικές περιοχές εναλλάσσονται με 5 μεσοβαδιστικές, αλλά η συμμετρία είναι ακτινωτή στα Κανονικά και αμφίπλευρη στα Ακανόνιστα (Pancucci, 1984). Κύριο χαρακτηριστικό του σώματος των Εχινοειδών είναι η ύπαρξη πινακιδίων, τα οποία χωρίζονται σε βαδιστικά και μεσοβαδιστικά, με τα πρώτα να είναι μικρότερα σε μέγεθος και να διαθέτουν πόρους από όπου εκφύονται οι ποδίσκοι, ενώ τα δεύτερα στερούνται πόρων, αλλά έχουν επάρματα, τα οποία 24
25 αποτελούν υπόστρωμα για την άρθρωση των ακάνθων (Λαζαρίδου- Δημητριάδου, 1992, Hayward et al., 1996). Από συστηματική άποψη πολύ σημαντικό είναι το λεγόμενο κορυφαίο σύστημα. Βρίσκεται στο κέντρο της ραχιαίας επιφάνειας και περιλαμβάνει: i. τον περιεδρικό δίσκο ή περιπρωκτό, ο οποίος είναι μία κεντρική περιοχή στρογγυλού σχήματος και σκεπασμένη από πινακίδια ανάμεσα στα οποία βρίσκεται η έδρα. ii. 5 γεννητικά μεσοβαδιστικά πινακίδια, τα οποία βρίσκονται γύρω από τον περιπρωκτό. Η εκβολή των γεννητικών προϊόντων από τις γονάδες διεξάγεται μέσω μίας οπής που κάθε ένα από τα μεσοβαδιστικά πινακίδια φέρει, ενώ το μεγαλύτερο από αυτά και διάτρητο ονομάζεται μητροπόρος πλάκα. iii. 5 τελικά πινακίδια. Τα τελευταία διακρίνονται σε εσωτερικά και εξωτερικά, ανάλογα με το αν έρχονται σε επαφή με τον περιπρωκτό ή αν δεν εφάπτονται μαζί του. Σε ότι αφορά το μέγεθός τους είναι πολύ μικρότερα σε σχέση με τα 5 γεννητικά μεσοβαδιστικά πινακίδια και βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις βαδιστικές περιοχές (Pancucci, 1984). Προχωρώντας κανείς στο κάτω μέρος του σώματος είναι δυνατόν να παρατηρήσει το περίστομα στο κέντρο του οποίου βρίσκεται το στόμα, που καλύπτεται από μεμβράνη. Επίσης στο στόμα βρίσκεται και μία συσκευή που χρησιμοποιείται για την τροφοληψία, ονομάζεται «λύχνος του Αριστοτέλη» και αποτελείται από ασβεστολιθικά κομμάτια. Υπάρχουν τόσο σαρκοφάγα όσο και φυτοφάγα είδη, ενώ υπάρχουν και μερικά παμφάγα. Tα Εχινοειδή παρατηρούνται σε διάφορα είδη υποστρωμάτων αλλά και βαθών, με τα Κανονικά να φαίνεται να προτιμούν το βραχώδες και τα Ακανόνιστα το κινητό υπόστρωμα (Λαζαρίδου- Δημητριάδου, 1992, Hayward et al., 1996). ΦΥΛΟ : ΑΡΘΡΟΠΟΔΑ ΤΑΞΗ : ΔΕΚΑΠΟΔΑ ΥΠΟΤΑΞΗ : ΑΝΟΜΟΥΡΑ Τα συγκεκριμένα καρκινοειδή έχουν σχήμα σώματος το οποίο ποικίλει. Ο κορμός τους είναι επιμήκης ή πεπλατυσμένος και το κύριο χαρακτηριστικό του είναι 25
26 ότι δεν μπερδεύεται με το εμπρόσθιο τμήμα του εξωσκελετού στο στόμα. Το πίσω μέρος τους είναι μακρύ και ευέλικτο κάτω από τον κυρίως κορμό ή μαλακό με ελικοειδή μορφή και μπορεί να καταλήγει σε ουρά. Τα πρώτα παραπόδια των ατόμων που ανήκουν στα ανόμουρα είναι μεγάλα και σχηματίζουν δαγκάνα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι το πέμπτο ζεύγος παραποδίων είναι μικρό και βρίσκεται τραβηγμένο μέσα στον σταθμό. Επίσης το δεύτερο ζεύγος κεραιών είναι μακρύ Οικολογία και διανομή των ειδών Στην συνέχεια ακολουθεί η οικολογία και η γεωγραφική εξάπλωση των κάποιων ειδών που αναγνωρίστηκαν κατα την δειάρκεια των δειγματοληψιών. Η επιλογή έγινε με βάση την αφθονία των ειδών στους σταθμούς δειγματοληψίας. Φύλο: Μαλάκια Κλάση:Βivalvia Υπόταξη: Autobranchia Τάξη: Cyrtodontida Οικογένεια: Mytilidae Mytilus galloprovinciallis Lamarck Διανομή: Πρόκειται για είδος ευρεός διαδεδομένο στη Μεσόγειο θάλασσα καθώς και τις νότιες και βόριες ακτές της Βρετανίας. Εμφανίζεται τόσο σε καθαρά όσο και σε ρυπασμένα νερά. 26
27 Οικολογία: Εγκαθίσταται σε σκληρό υπόστρωμα και βρίσκεται προσκολλημένο πάνω σε βράχους. Αποτελεί κάτοικο της ανώτερης υποπαραλιακής ζώνης. Φύλο: Μαλάκια Κλάση: Bivalvia Yπεροικογένεια: Μytiloida Οικογένεια: Mytilidae Modiolus barbatus Linnaeus Διανομή: Ευρέος διαδεδομένο στην Μεσόγειο θάλασσα, στις βορειοδυτικές ακτές της Αφρικής, αλλά και τις νότιες ακτές της Βρετανίας. Οικολογία: Εγκαθίσταται σε σκληρό υπόστρωμα και βρίσκεται προσκολλημένο πάνω σε βράχους στην ανώτερη υποπαραλιακή ζώνη. Φύλο: Μαλάκια Κλάση: Gastropoda Τάξη: Archaeogastropoda Yπεροικογένεια: Trochacea Οικογένεια: Trochidae turbinata Born 27
28 Διανομή: Το συγκεκριμένο γαστερόποδο παρατηρείται μόνο στις ακτές της Μεσογείου. Οικολογία: Πρόκειται για διαπαλλοιριακό είδος στα κατώτερα σημεία των βραχώδων ακτών. Φύλο: Μαλάκια Κλάση: Gastropoda Τάξη: Archaeogastropoda Yπεροικογένεια: Trochacea Οικογένεια: Trochidae articulata Lamarck, 1822 Φύλο: Μαλάκια Κλάση: Gastropoda Τάξη: Archaeogastropoda Yπεροικογένεια: Trochacea Οικογένεια: Trochidae mutabilis 28
29 Φύλο: Μαλάκια Κλάση: Gastropoda Τάξη: Patellogastropoda-Patellina Yπεροικογένεια: Patelloidea Οικογένεια: Patellidae Patella caerulea Linnaeus Διανομή: Πρόκειται για είδος το οποίο εμφανίζεται μόνο στην Μεσόγειο θάλασσα. Οικολογία:Είναι διαπαλλοιριακό είδος το οποίο προτιμά τις βραχώδεις ακτές και τα χαμηλότερα σημεία αυτών κοντά στην επιφάνεια του νερού. Φύλο: Μαλάκια Κλάση: Gastropoda Τάξη: Patellogastropoda-Patellina Yπεροικογένεια: Patelloidea Οικογένεια: Patellidae Patella caerulea L Linnaeus 29
30 Φύλο: Μαλάκια Κλάση: Gastropoda Τάξη: Patellogastropoda-Patellina Yπεροικογένεια: Patelloidea Οικογένεια: Patellidae Patella rustica (lusitanica) Linnaeus Διανομή: Αρκετά διαδεδομένο στην Μεσόγειο θάλασσα και στια Ατλαντικές ακτές της Ισπανίας και της πορτογαλίας. Οικολογία: Πρόκειται για διαπαλλοιριακό είδος και προτιμά τις βραχώδεις ακτές και τα σκληρά υποστρώματα. Φύλο: Μαλάκια Κλάση: Gastropoda Τάξη: Neogastropoda Yπεροικογένεια: Muricoidea Οικογένεια: Muricidae Hexaplex tranculus Linnaeus 30
31 Διανομή: Αρκετά διαδεδομένο είδος στην Μεσόγειο θάλασσα και κυρίως στις δυτικές ακτές της, όπως αυτές της Πορτογαλίας. Οικολογία: Πρόκειται για είδος που βρίσκεται στην ανώτερη υποπαραλιακή ζώνη και στο κινητό υπόστρωμα. Φύλο: Μαλάκια Κλάση: Gastropoda Cerithium vulgatum Bruguiere Διανομή: To συγκεκριμένο είδος γαστερόποδου μπορεί κανείς να το συναντήσει σε τροπικές και εύκρατες θάλασσες. 31
32 Οικολογία: Είναι κάτοικος της υποπαραλιακής ζώνης σε πολύ ρηχά νερά και προτιμά το κινητό υπόστρωμα. Φύλο: Echinodermata Κλάση: Echinoidea Paracentrotus lividus Lamarck Διανομή: Πρόκειται για ευρέος διαδεδομένο εχινόδερμο το οποίο παρατηρέιται σε όλη την Μεσόγειο θάλασσα, στις νοτιοδυτικές ακτές της Αφρικής, στις ακτές της Μεγάλης Βρετανίας Οικολογία: Είναι είδος το οποίο παρατηρείται στα πολύ ρηχά νερά μέχρι και βάθους 3 μέτρων, ενώ σπάνια παρατηρείται και ανάμεσα σε λειβάδια των φανερογάμων του γένους Ζostera ssp. Φύλο: Echinodermata Κλάση: Echinoidea Υποκλάση: Euechinoidea Τάξη: Phymosomatoida Οικογένεια: Arbaciidae Arbacia lixula Linnaeus 32
33 Διανομή: Είναι ένα πάρα πολύ διαδεδομένο εχινόδερμο το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί σε όλη σχεδόν την Μεσόγειο θάλασσα παρόλο που δεν είναι τόσο σύνηθες για κάποιον να το συναντήσει στις νοτιοδυτικές ακτές της. Οικολογία: Πρόκειται για είδος το οποίο βρίσκεται σε σκληρά και βραχώδη υποστρώματα σε βάθη έως και 50 μέτρα. Στον παρακάτω πίνακα εμφανίζονται τα μεγαβενθικά είδη στους σταθμούς δειγματοληψίας. Φύλο: Crustacea Κλάση: Decapoda Υποκλάση: Anomura Τάξη: Paguroidea Οικογένεια: Diogenidae Diogenus purgilator Roux Διανομή: Το συγκεκριμένο δεκάποδο παρουσιάζει μεγάλη διανομή, εμφανιζόμενο στις ακτές τις Βρετανίας, Ολλανδίας, Στην Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα αλλά και τις ακτές τις Αγκόλας. Οικολογία: Πρόκειται για είδος το οποίο ζει σε ρηχά νερά στην ανώτερη υποπαραλιακή ζώνη, σε προστατευμένες ακτές. 33
34 3. 4. Στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων Βάρος γονάδων εχινοδέρμων Στον παρακάτω πίνακα φαίνονται το σύνολο των εχινοδέρμων που αναγνωρίστηκαν καθώς και το συνολικό τους βάρος ανά είδος εκφρασμένο σε γραμμάρια. Αριθμός ατόμων Συνολικό βάρος ,12 Paracentrotus lividus ,63 Arbacia lixula Πίνακας 1: Αριθμός και συνολικό βάρος ειδών Παρακάτω παρατίθεται πίνακας στον οποίο απεικονίζονται τα βάρη των γονάδων των 2 ειδών εχινοδέρμων εκφρασμένα σε γραμμάρια, χωρισμένα κατά είδος και κατά φύλο. Paracentrotus lividus Arbacia lixula 9,35 gr 2,24 gr Αρσενικά άτομα 7,39 gr 4,78 gr Θυληκά άτομα Πίνακας 2: Βάρος γονάδων εχινοδέρμων 34
35 Κατανομές πληθυσμών στους σταθμούς Παρακάτω φαίνονται διαγράμματα στα οποία απεικονίζονται η αφθονία και η βιομάζα των ειδών στους διάφορους σταθμούς. Patella caerulea 8% Paracentrot us lividus 26% Αφθονία Σταθμός Μ1 Patella lusitanica 4% turbinata 44% Arbacia lixula 10% articulata 8% Διαγράμματα 1&2: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ1 Από το διάγραμμα 1 είναι φανερό ότι το μεγαλύτερο ποσοστό αφθονίας (44%) στο σταθμό Μ1 το είχε το γαστερόποδο turbinata, με το εχινόδερμο Paracentrotus lividus να ακολουθεί με ποσοστό 26%. Τα υπόλοιπα είδη εμφάνισαν πολύ μικρά ποσοστά. Στο διάγραμμα 2 φαίνεται καθαρά, σε ότι αφορά τη βιομάζα του σταθμού Μ1, το εχινόδερμο Paracentrotus lividus κυριαρχεί με ποσοστό 57% και το εχινόδερμο Αrbacia lixula ακολουθεί με ποσοστό 25%. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα άτομα του εχινοδέρμου Paracentrotus lividus ήταν αρκετά μεγάλα σε μέγεθος, με αποτέλεσμα το βάρος τους να είναι μεγάλο, σε αντίθεση με τα μικρότερα γαστερόποδα του είδους turbinata που ενώ κυριαρχούν σε ότι αφορά την αφθονία, υστερούν σε σωματικό βάρος. Patella caerulea 9% Paracentro tus lividus 25% Αφθονία Σταθμός Μ2 Patella lusitanica 6% turbinata 39% Arbacia lixula 13% articulata 8% Διαγράμματα 3&4: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ2 Ο σταθμός Μ2 όπως φαίνεται και στο διάγραμμα 3 παρουσιάζει παρόμοια ποικιλότητα με τα γαστερόποδα του είδους turbinata να έχουν το 35
36 μεγαλύτερο ποσοστό (39%), και τα εχινόδερμα του είδους Paracentrotus lividus να ακολουθούν με ποσοστό 25%. Σε ότι αφορά τη βιομάζα του σταθμού Μ2, όπως φαίνεται από το παραπάνω διάγραμμα (Διαγρ.4) τα εχινόδερμα των ειδών Paracentrotus lividus και Αrbacia lixula κυριαρχούν με ποσοστά 50% και 31% αντίστοιχα. Η διαφορά στα διαγράμματα αφθονίας και βιομάζας οφείλεται πάλι στο μεγάλο μέγεθος των 2 ειδών εχινοδέρμων σε σχέση με το μικρότερο μέγεθος των γαστερόποδων turbinata. Paracentrot us lividus 14% Patella caerulea 4% Mytilus galloprovinc ialis 12% turbinata 19% Αφθονία Σταθμός Μ3 Patella lusitanica 2% mutabilis 4% Arbacia lixula 8% Gibulla rarilineata 4% articulata 7% Modiolus barbatus 26% Paracentrotus lividus 35% Patella caerulea 2% Mytilus galloprovinciali s 13% Βιομάζα Σταθμός M3 Patella lusitanica 2% turbinata 4% Διαγράμματα 5&6: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ3 Arbacia lixula 21% Gibulla rarilineata 1% Modiolus barbatus 19% articulata 2% mutabilis 1% Στο διάγραμμα 5 απεικονίζεται η κατανομή των ειδών σε ότι αφορά την αφθονία των ειδών στο σταθμό Μ3, απ όπου φαίνεται ότι κυρίαρχο είδος είναι το δίθυρο Modiolus barbatus με ποσοστό 26%. Ακολουθούν τα γαστερόποδα του είδους turbinata (19%), τα εχινόδερμα του είδους Paracentrotus lividus (14%) και τα δίθυρα του είδους Mytilus galloprovinciallis (12%). Τα υπόλοιπα είδη εμφανίζονται σε μικρότερα ποσοστά. Σε ότι αφορά την κατανομή των ειδών σε ποσοστά βιομάζας για τον ίδιο σταθμό, όπως είναι φανερό από το διάγραμμα 6, κυρίαρχο πάλι είδος είναι το Paracentrotus lividus (35%), ενώ ακολουθούν τα είδη Αrbacia lixula (21%), Modiolus barbatus (19%) και Mytilus galloprovinciallis (13%). Για άλλη μία φορά η διαφορά ανάμεσα στα 2 διαγράμματα οφείλεται στο μεγάλο μέγεθος των εχινοδέρμων του είδους Paracentrotus lividus αλλά και του είδους Αrbacia lixula σε σχέση με τα άτομα των υπόλοιπων ειδών και ιδιαίτερα εκείνων του Modiolus barbatus. Στο σταθμό Μ4 η κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας δείχνει ότι κυρίαρχο είδος είναι το turbinata σε ποσοστό 34%, ενώ δεύτερο έρχεται το Paracentrotus lividus με ποσοστό 26%. 36
37 Patella lusitanica Patella 6% caerulea 8% Paracentrot us lividus 26% Αφθονία Σταθμός Μ4 Arbacia lixula 10% turbinata 34% articulata 10% mutabilis 6% Διαγράμματα 7&8: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ4 Στο διάγραμμα 8 φαίνεται ότι σε ότι αφορά τη βιομάζα του σταθμού Μ4, κυρίαρχο είδος είναι το Paracentrotus lividus με 59% και ακολουθεί το άλλο είδος εχινοδέρμων το Αrbacia lixula με 25%. Τα υπόλοιπα είδη συμμετέχουν με πολύ μικρό ποσοστό, λόγω του μικρού βάρους τους σε σχέση με το βάρος των 2 ειδών εχινοδέρμων. Patella caerulea 12% Patella lusitanica 4% Paracentro tus lividus 24% Αφθονία Σταθμός Μ5 Arbacia lixula 10% turbinata 32% articulata 10% mutabilis 8% Διαγράμματα 9&10: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ5 Από το διάγραμμα 9 γίνεται αντιληπτό ότι και στον σταθμό Μ5 το είδος το οποίο υπερισχύει σε αφθονία είναι το γαστερόποδο turbinata σε ποσοστό 32%, με τα εχινόδερμα των Paracentrotus lividus και Αrbacia lixula να έχουν ποσοστό 24% και 10 %, ενώ η πεταλίδα Patella caerulea βρίσκεται σε ποσοστό πάνω του 10% για πρώτη φορά. Σε ότι αφορά τη βιομάζα του σταθμού Μ5 (Διαγρ.10) κυριαρχεί το εχινόδερμο Paracentrotus lividus (57%) και δεύτερο έρχεται το Αrbacia lixula (25%). Η διαφορά ανάμεσα στα 2 διαγράμματα οφείλεται στο μεγάλο μέγεθος των 2 ειδών εχινοδέρμων, σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη. Ο σταθμός Μ6 (Διαγρ.11) εμφανίζει μεγαλύτερη αφθονία ειδών σε σχέση με τον Μ5 με την παρουσία των mutabilis και Cerithium vulgatum σε ποσοστά 3% και 45% αντίστοιχα, ενώ μείωση παρατηρείται στα άτομα του είδους turbinata (20%) και Paracentrotus lividus (15%). 37
38 Paracentrot us lividus 15% turbinata 20% mutabilis 3% Αφθονία Σταθμός Μ6 Patella caerulea 4% Patella lusitanica 2% articulata 7% Arbacia lixula 4% Cerithium vulgatum 45% Διαγράμματα 11&12: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ6 Το διάγραμμα κατανομής ειδών σε ποσοστά βιομάζας στον σταθμό Μ6 δείχνει ότι κυρίαρχο είδος είναι το Cerithium vulgatum με ποσοστό 40%, ενώ δεύτερο ακολουθεί με πολύ μικρή διαφορά το είδος Paracentrotus lividus (38%). Το είδος turbinata συμμετέχει σε ποσοστό μόλις 4% παρόλο που σε ότι αφορά την αφθονία έρχεται δεύτερο (20%), κάτι το οποίο οφείλεται στο πολύ μικρό μέγεθός των ατόμων του είδους. Patella caerulea 7% Paracentro tus lividus 29% Αφθονία Σταθμός Μ7 Patella lusitanica 5% Arbacia lixula 11% turbinata 37% articulata 11% Διαγράμματα 13&14: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ7 Μείωση της αφθονίας έχουμε πάλι στον σταθμό Μ7, όπως φαίνεται από το διπλανό διάγραμμα, με το είδος turbinata να κυριαρχεί με ποσοστό 37%. Δεύτερο έρχεται το εχινόδερμο Paracentrotus lividus με ποσοστό 29%, ενώ υψηλό σε σχέση με τους υπόλοιπους σταθμούς είναι το ποσοστό του γαστερόποδου articulata (11%). Το διάγραμμα κατανομής ειδών σε ποσοστά βιομάζας (Διάγραμμα 14) στον ίδιο σταθμό φανερώνει ότι το εχινόδερμο του είδους Paracentrotus lividus κυριαρχεί με το εντυπωσιακό 61%, το εχινόδερμο του είδους Αrbacia lixula έρχεται δεύτερο με 24%, ενώ τα υπόλοιπα είδη έχουν ποσοστό όλα κάτω από 10%. 38
39 Patella caerulea 5% Paracentro tus lividus 18% turbinata 23% Αφθονία Σταθμός M8 Patella lusitanica 2% articulata 5% Hexaplex trunculus 5% Arbacia lixula 5% Cerithium vulgatum 32% Diogenus purgilator 5% Διαγράμματα 15&16: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ8 Ο σταθμός Μ8 (Διαγρ.15) παρουσιάζει μεγαλύτερη αφθονία σε σχέση με τον Μ7 με τα γαστερόποδα του είδους Cerithium vulgatum να κυριαρχούν με ποσοστό 32%. Αρκετά υψηλό είναι και το ποσοστό του εχινοδέρμου Paracentrotus lividus (18%) και του γαστερόποδου turbinata (23%). Στο διάγραμμα 16 της βιομάζας για τον ίδιο σταθμό μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι κυρίαρχο είδος είναι το εχινόδερμο Paracentrotus lividus (46%), με δεύτερο το γαστερόποδο Cerithium vulgatum (30%). Το μικρό βάρος των ατόμων του είδους αυτού ευθύνεται για την διαφορά που παρατηρείται στα δύο αυτά διαγράμματα. Patella caerulea 12% Αφθονία Σταθμός Μ9 Patella lusitanica 6% Arbacia lixula 10% articulata 10% Paracentrot us lividus 27% turbinata 35% Διαγράμματα 17&18: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ9 Στο διάγραμμα 17 απεικονίζεται η κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας στον σταθμό Μ9. Η αφθονία του συγκεκριμένου σταθμού είναι μικρότερη σε σχέση με την αφθονία του Μ8, με τα άτομα του γαστερόποδου turbinata να κυριαρχούν με ποσοστό 35%. Δεύτερο σε ποσοστό αφθονίας έρχεται το εχινόδερμο του είδους Paracentrotus lividus με ποσοστό 27%, ενώ ακολουθούν τα υπόλοιπα είδη (Αrbacia lixula, Patella caerulea, Patella lusitanica, articulata) σε μικρότερα ποσοστά. Στο διάγραμμα 18 φαίνεται η κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας στον ίδιο σταθμό. Το εχινόδερμο του είδους Paracentrotus lividus κυριαρχεί με πολύ μεγάλη 39
40 διαφορά έναντι του δεύτερου σε ποσοστό είδους του εχινοδέρμου Αrbacia lixula (57% έναντι 25%), ενώ τα υπόλοιπα είδη συμμετέχουν με πολύ μικρό ποσοστό, μικρότερο του 10%. Το μεγάλο μέγεθος των εχινοδέρμων και των 2 ειδών, κυρίως όμως του Paracentrotus lividus, προκαλεί την διαφορά ανάμεσα στα 2 διαγράμματα. Αφθονία Σταθμός Μ10 Patella caerulea 12% Paracentro tus lividus 30% Patella lusitanica 4% turbinata 36% Arbacia lixula 8% articulata 10% Διαγράμματα 19&20: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ10 Από το διάγραμμα 19 γίνεται αντιληπτό ότι κυρίαρχο είδος στον σταθμό Μ10 σε ότι αφορά την αφθονία είναι το γαστερόποδο turbinata με ποσοστό 36%, με το εχινόδερμο του είδους Paracentrotus lividus να ακολουθεί με ποσοστό 30%. Τα υπόλοιπα 4 είδη συμμετέχουν με πολύ μικρότερα ποσοστά. Η κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας στον ίδιο σταθμό (διάγραμμα 20) φανερώνει ότι κυριαρχούν τα δύο είδη εχινοδέρμων (Paracentrotus lividus, Arbacia lixula), με το πρώτο μάλιστα να έχει πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό (64%) και το δεύτερο να αντιπροσωπεύει σχεδόν το ένα πέμπτο (19%) του σταθμού Μ10 σε ότι αφορά τη βιομάζα. Το πολύ μεγάλο μέγεθος των δύο ειδών εχινοδέρμων ευθύνεται για την διαφορά στα διαγράμματα αφθονίας και βιομάζας στον σταθμό Μ10. Patella caerulea 6% Αφθονία Σταθμός Μ11 Patella lusitanica 4% Arbacia lixula 10% articulata 12% Paracentr otus lividus 27% turbinata 31% mutabilis 10% Διαγράμματα 21&22: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ11 Στον σταθμό Μ11 (Διαγρ.21) η κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας δείχνει ότι κυρίαρχο είδος είναι το γαστερόποδο του είδους turbinata με 40
41 ποσοστό 31%. Αρκετά υψηλό είναι και το ποσοστό του εχινοδέρμου Paracentrotus lividus (27%), ενώ αυξημένο σε σχέση με τα ποσοστά με τα οποία εμφανίστηκε σε προηγούμενους σταθμούς είναι το γαστερόποδο του είδους Μonodonta mutabilis (10%). Στο διάγραμμα 22 φαίνεται η κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας για τον ίδιο σταθμό, απ όπου είναι εύκολο να παρατηρηθεί διαφορά σε σχέση με το προηγούμενο διάγραμμα το οποίο αφορούσε την αφθονία, στο γεγονός ότι κυριαρχούν λόγω του μεγάλου τους μεγέθους τα εχινόδερμα των ειδών Paracentrotus lividus και Arbacia lixula με ποσοστά 60% και 23 % αντίστοιχα, ενώ το υπόλοιπο 17% αντιστοιχεί στα υπόλοιπα είδη. Patella caerulea 5% Paracentro tus lividus 14% turbinata 24% Αφθονία Σταθμός Μ12 Patella Diogenus Arbacia lusitanica purgilator lixula 2% 3% 7% Gibulla rarilineata 3% Hexaplex trunculus 3% Modiolus barbatus 35% articulata 4% Διαγράμματα 23&24: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ12 Η αφθονία του σταθμού Μ12 (Διαγρ.23) παρουσιάζεται σαφώς αυξημένη με την εμφάνιση γαστερόποδων όπως το Gibulla rarilineatα (3%). Κυριαρχούν τα δίθυρα του είδους Modiolus barbatus με ποσοστά 35%, ενώ ακολουθούν τα γαστερόποδα του είδους Μonodonta turbinata με ποσοστό 24% και τα εχινόδερμα του είδους Paracentrotus lividus με ποσοστό 14%. Τα υπόλοιπα είδη συμμετέχουν με ποσοστά κάτω του 10%. Η κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας για τον ίδιο σταθμό δείχνει ότι κυριαρχούν τα άτομα του εχινοδέρμου Paracentrotus lividus (37%). Δεύτερα έρχονται τα άτομα του δίθυρου Modiolus barbatus (29%), και τρίτα τα άτομα του εχινοδέρμου Arbacia lixula με ποσοστά 19%. Τα υπόλοιπα είδη εμφανίζονται με πολύ μικρότερο ποσοστό(διαγρ.24). Η διαφορά ανάμεσα στα δύο τελευταία διαγράμματα οφείλεται στο μεγάλο μέγεθος των εχινοδέρμων Paracentrotus lividus και Arbacia lixula. 41
42 Paracentrotus lividus 15% turbinata 22% Patella caerulea 6% Αφθονία Σταθμός Μ13 Patella lusitanica 3% articulata 6% Arbacia lixula 7% Modiolus barbatus 41% Διαγράμματα 25&26: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ13 Στο διάγραμμα το οποίο βρίσκεται παραπάνω απεικονίζεται η κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας στον σταθμό Μ13. Όπως φαίνεται κυριαρχεί το δίθυρο του είδους Modiolus barbatus με ποσοστό 41%, με το γαστερόποδο του είδους Μonodonta turbinata να ακολουθεί με ποσοστό 22%. Τα εχινόδερμα των ειδών Paracentrotus lividus και Arbacia lixula βρίσκονται σε ποσοστό 15% και 7% αντίστοιχα, ενώ τα υπόλοιπα είδη βρίσκονται πολύ μικρά ποσοστά. Η κατανομή ειδών σε ποσοστά βιομάζας στον σταθμό Μ13 (Διαγρ.26) δείχνει ότι το είδος το οποίο κυριαρχεί είναι το εχινόδερμο Paracentrotus lividus (38%). Δεύτερο ακολουθεί το δίθυρο Modiolus barbatus με ποσοστό 29% και τρίτο το εχινόδερμο Arbacia lixula. Τα υπόλοιπα είδη έχουν πολύ μικρό ποσοστό, γεγονός το οποίο οφείλεται στο πολύ μικρό τους βάρος και μέγεθος σε σχέση με το βάρος και το μέγεθος των ειδών εχινοδέρμων Paracentrotus lividus και Arbacia lixula αλλά και του δίθυρου Modiolus barbatus. Patella caerulea L 4% Patella caerulea 11% Αφθονία Σταθμός Μ14 Patella lusitanica 6% Arbacia lixula 9% articulata 6% Paracentrot us lividus 22% turbinata 42% Διαγράμματα 27&28: Κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας και βιομάζας στο σταθμό Μ14 Στο σταθμό Μ14 από την κατανομή ειδών σε ποσοστά αφθονίας (Διαγρ.27) φαίνεται ότι το γαστερόποδο του είδους turbinata κυριαρχεί με ποσοστό 42% και ακολουθεί το εχινόδερμο Paracentrotus lividus με ποσοστό 22%, ενώ τρίτο 42
43 είναι αυτή τη φορά το γαστερόποδο του είδους Patella caerulea με ποσοστό 11%. Tα υπόλοιπα είδη εμφανίζονται με ποσοστά μικρότερα του 10%, με το γαστερόποδο του είδους Patella caerulea L να βρίσκεται για πρώτη φορά με ποσοστό 2%. Η κατανομή των ειδών σε ποσοστά βιομάζας για τον ίδιο σταθμό (Διαγρ.28) φανερώνει ότι κυρίαρχα είναι το εχινόδερμα των ειδών Paracentrotus lividus και Arbacia lixula με ποσοστό 54% και 25% αντίστοιχα, με τα υπόλοιπα είδη να συμμετέχουν με πολύ μικρά ποσοστά. Η διαφορά στα 2 διαγράμματα αφθονίας και βιομάζας και αυτήν τη φορά οφείλεται στο μεγάλο μέγεθος των 2 ειδών εχινοδέρμων σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη Δείκτες βιολογικής ποικιλότητας Για τον υπολογισμό της βιοποικιλότητας των μεγαβενθικών συνευρέσεων του σκληρού υποστρώματος έγινε υπολογισμός των δεικτών βιολογικής ποικιλότητας Margalef, Shannon Wiener και Pielou. Στον πίνακα ο οποίος ακολουθεί φαίνονται οι τιμές των δεικτών. Επίσης παρατίθενται οι τιμές και των σημαντικών παραμέτρων που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της βιοποικιλότητας. Όπου S λοιπόν είναι ο αριθμός των ειδών του δείγματος, N ο συνολικός αριθμός των ατόμων του δείγματος και d, J, H, οι τιμές των δεικτών ποικιλότητας Margalef, Pielou και Shannon Wiener αντίστοιχα. S N d J' H'(log2) M , , , M , , , M , , , M , , , M , , , M , , , M , , , M , , , M , , , M , , , M , , , M , , , M , , , M , , , Είναι εύκολα παρατηρήσιμο ότι ο σταθμός ο οποίος παρουσίασε τον μεγαλύτερο πληθυσμό είναι ο Μ6, με τον σταθμό Μ1 να εμφανίζει το μικρότερο. Σε ότι αφορά τον αριθμό των ειδών οι σταθμοί Μ3 και Μ12 μοιράζονται την πρώτη 43
44 θέση, με τους σταθμούς Μ1, Μ2, Μ7, Μ9, και Μ10 να εμφανίζουν τον μικρότερο αριθμό. Στην συνέχεια παρατίθενται μία σειρά από διαγράμματα στα οποία και απεικονίζονται οι τιμές των δεικτών σε κάθ έναν από τους σταθμούς δειγματοληψίας (Μ1 Μ14). 2,5 Τιμές Δείκτη Margalef (d) 2 1,5 1 0,5 0 M1 M2 M3 M4 M5 M6 M7 M8 M9 M10 M11 M12 M13 M14 Σταθμοί Δειγματοληψίας Διάγραμμα 29 : Οι τιμές του δείκτη Margalef στους σταθμούς δειγματοληψίας Ο δείκτης Margalef (d) (Διαγρ.29) δείχνει ότι o σταθμός ο οποίος παρουσίασε τον μικρότερο αριθμό ειδών είναι ο Μ7, ενώ ο σταθμός που παρουσίασε τον μεγαλύτερο αριθμό ειδών είναι ο Μ3. Σε ότι αφορά τον δείκτη ομοιόμορφης διανομής Pielou (Διαγρ.30), όπως φαίνεται και από το διάγραμμα 30, παίρνει την μικρότερη τιμή του στον σταθμό Μ6 ενώ την μεγαλύτερη στον σταθμό Μ3. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στον σταθμό Μ6 το γαστερόποδο του είδους Cerithium vulgatum κυριαρχεί με ποσοστό 45%, ποσοστό μεγαλύτερο από κάθε άλλο σταθμό και από κάθε άλλο είδος, ενώ στον σταθμό Μ3 η κατανομή του πληθυσμού ανάμεσα στα διάφορα είδη είναι ομοιόμορφη. Τιμές Δείκτη Pielou 0,92 0,9 0,88 0,86 0,84 0,82 0,8 0,78 0,76 0,74 0,72 0,7 M1 M2 M3 M4 M5 M6 M7 M8 M9 M10 Σταθμοί Δειγματοληψίας M11 M12 M13 M14 Διάγραμμα 30 : Οι τιμές του δείκτη Pielou στους σταθμούς δειγματοληψίας Στο διάγραμμα το οποίο ακολουθεί απεικονίζεται η τιμή του δείκτη Shannon Wiener (Διαγρ.31), ο οποίος όπως φαίνεται παίρνει την μέγιστη τιμή του 44
45 στον σταθμό Μ3 και την ελάχιστη στον σταθμό Μ1. Σε αυτήν την περίπτωση το αποτέλεσμα οφείλεται στο γεγονός ότι το γαστερόποδο του είδους turbinata κυριαρχεί σε ποσοστό πολύ υψηλό 44% σε σχέση με το ποσοστό των υπολοίπων ειδών, ενώ ο σταθμός Μ3 παρουσιάζει κατανομή πληθυσμού ανάμεσα στα διάφορα είδη πολύ ομοιόμορφη. Τιμές Δείκτη Shannon - Wiener 3,5 3 2,5 2 1,5 1 0,5 0 M1 M2 M3 M4 M5 M6 M7 M8 M9 M10 M11 M12 M13 M14 Σταθμοί δειγματοληψίας Διάγραμμα 31 : Οι τιμές του δείκτη Shannon - Wiener στους σταθμούς δειγματοληψίας Cluster analysis - MDS Για την στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων εφαρμόστηκαν οι πολυμεταβλητές μέθοδοι της ιεραρχικής ομαδοποίησης (Cluster analysis) και της πολυδιάστατης διάταξης (MDS) στα δεδομένα αφθονίας των σταθμών Abundance Similarity M3 M12 M13 M11 M4 M5 M14 M1 M2 M7 M9 M10 M6 M8 Διάγραμμα 32 : Cluster analysis από τα δεδομένα των δειγματοληψιών 45
46 Abundance M6 M11 M4 M5 Stress: 0,09 M3 M10 M9 M2 M7 M14 M13 M8 M12 Διάγραμμα 33: MDS από τα δεδομένα των δειγματοληψιών Όπως μπορεί να παρατηρηθεί από τα διαγράμματα 32 και 33 δημιουργούνται δύο κύριες ομάδες (ποσοστό ομοιότητας 72,28%) με την πρώτη να περιλαμβάνει τους σταθμούς Μ3, Μ12 και Μ13 (ποσοστό ομοιότητας 80,38%) και την δεύτερη όλους τους υπόλοιπους τους σταθμούς (ποσοστό ομοιότητας 74,95%). Η πρώτη ομάδα σταθμών χωρίζεται σε δύο υποομάδες, όπου στην πρώτη έχουμε τον Μ3 μόνο του και στην δεύτερη τους Μ12 και Μ13 (ποσοστό ομοιότητας 87,06%). Η δεύτερη ομάδα χωρίζεται σε δύο και αυτή υποομάδες όπου στην πρώτη περιέχονται οι σταθμοί Μ6 και Μ8 (ποσοστό ομοιότητας 84,01%) και στην δεύτερη οι Μ1, Μ2, Μ4, Μ5, Μ7, Μ9, Μ10, Μ11 και Μ14 (ποσοστό ομοιότητας 89,38%). Η δεύτερη υποομάδα χωρίζεται σε 2 υποσύνολα, με το πρώτο να περιλαμβάνει τους σταθμούς Μ4, Μ5 και Μ11 (ποσοστό ομοιότητας 95,85%), ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει τους Μ1, Μ2, Μ7, Μ9, Μ10 και Μ14 (ποσοστό ομοιότητας 91,17%). Κάθε υποσύνολο διαιρείται σε μικρότερα τμήματα, όπου στο πρώτο βρίσκονται οι Μ4 και Μ5 (ποσοστό ομοιότητας 96,41%) και στο δεύτερο ο Μ11 μόνος του. Στο δεύτερο υποσύνολο δημιουργούνται 2 τμήματα, όπου στο πρώτο βρίσκεται ο Μ14 μόνος του και στο δεύτερο όλοι οι υπόλοιποι σταθμοί Μ1, Μ2, Μ7, Μ9, Μ10 (ποσοστό ομοιότητας 95,17%), ενώ το δεύτερο τμήμα χωρίζεται με τη σειρά του σε 2 υποτμήματα. Το πρώτο περιλαμβάνει τους σταθμούς Μ1 και Μ2 (ποσοστό ομοιότητας 96,73%) και το δεύτερο τους Μ7, Μ9 και Μ10 (ποσοστό 46
47 ομοιότητας 97,19%). Οι σταθμοί Μ7 και Μ9 αποτελούν ξεχωριστό μικρότερο υποτμήμα με ποσοστό ομοιότητας 97,19%. Με την πολυδιάστατη διάταξη (MDS) προκύπτει ένας χάρτης ο οποίος δίνει μια καλή εικόνα της ομαδοποίησης των σταθμών κατά την θερινή περίοδο, αφού το stress έχει τιμή μικρότερη του 0,1 (stress = 0,09) Κατανομές Αφθονίας Βιομάζας Για την στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων κατασκευάστηκαν οι καμπύλες κατανομής αφθονίας βιομάζας (ABC) για κάθε σταθμό δειγματοληψίας ξεχωριστά. 100 Cumulative Dominance% W = 0,19 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 34 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ1 Από το παραπάνω διάγραμμα είναι φανερό ότι ο σταθμός Μ1 δεν παρουσιάζει διατάραξη, αφού η καμπύλη της βιομάζας βρίσκεται πιο ψηλά σε σχέση με αυτήν της αφθονίας. 47
48 100 Cumulative Dominance% W = 0,211 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 35 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ2 Σύμφωνα με το διάγραμμα 35 ο σταθμός Μ2 δεν παρουσιάζει διατάραξη. 100 Cumulative Dominance% W = 0,22 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 36 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ3 Από το διάγραμμα 36 γίνεται αντιληπτό ότι ούτε ο σταθμός Μ3 παρουσιάζει διατάραξη. 48
49 100 Cumulative Dominance% W = 0,309 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 37 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ4 Σε ότι αφορά το σταθμό Μ4 δεν φαίνεται να παρουσιάζει διατάραξη σύμφωνα με τις καμπύλες αφθονίας βιομάζας του διαγράμματος Cumulative Dominance% W = 0,32 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 38 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ5 Ο σταθμός Μ5 δεν παρουσιάζει διατάραξη σύμφωνα με το διάγραμμα
50 100 Cumulative Dominance% W = 0,109 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 39 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ6 Οι κατανομές αφθονίας βιομάζας για τον σταθμό Μ6 δείχνουν ότι παρουσίαζε διατάραξη η περιοχή. 100 Cumulative Dominance% W = 0,284 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 40 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ7 Ο σταθμός Μ7 δεν φαίνεται να παρουσιάζει διατάραξη σύμφωνα με την κατανομή αφθονίας βιομάζας. 50
51 100 Cumulative Dominance% W = 0,206 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 41 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ8 Η κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ8 φανερώνει ότι πιθανότατα δεν υπάρχει διατάραξη. 100 Cumulative Dominance% W = 0,282 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 42 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ9 Σε ότι αφορά τον σταθμό Μ9, δεν φαίνεται να παρουσιάζει διατάραξη. 51
52 100 Cumulative Dominance% W = 0,255 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 43 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ10 Ο σταθμός Μ10 φαίνεται να μην παρουσιάζει διατάραξη. 100 Cumulative Dominance% W = 0,322 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 44 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ11 Η κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ11 δείχνει ότι ο σταθμός δεν παρουσιάζει διατάραξη. 52
53 100 Cumulative Dominance% W = 0,144 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 45 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ12 Σε ότι αφορά τον σταθμό Μ12 φαίνεται να παρουσιάζει διατάραξη πιθανότατα, σε οριακή όμως κατάσταση. 100 Cumulative Dominance% W = 0,092 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 46 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ13 Από το διάγραμμα 46 γίνεται αντιληπτό ότι η περιοχή όπου βρίσκεται ο σταθμός Μ13 παρουσιάζει οριακή διατάραξη. 53
54 100 Cumulative Dominance% W = 0,173 Abundance Biomass Species rank Διάγραμμα 47 : Κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ14 Η κατανομή αφθονίας βιομάζας του σταθμού Μ14 δείχνει περιοχή μη διαταραγμένη. 54
55 3. 5. Απεικόνιση κυρίαρχων ειδών Στον παρακάτω χάρτη γίνεται απεικόνιση των ειδών που κυριαρχούν σε ότι αφορά την αφθονία στους σταθμούς δειγματοληψίας της περιοχής μελέτης. Είναι φανερό από τον χάρτη ότι στην πλειοψηφία των σταθμών δειγματοληψίας κυριαρχεί το γαστερόποδο του είδους turbinatα με εξαιρέσεις τους σταθμούς Μ3, Μ12 και Μ13 όπου κυριαρχεί το δίθυρο Μodiolus barbatus, και τους σταθμούς Μ6 και Μ8 όπου παρατηρείται η κυριαρχία του γαστερόποδου Cerithium vulgatum. 55
2ο φύλο του ζωικού βασιλείου ( ~100.000 είδη) Μεγαλύτερο ασπόνδυλο
2ο φύλο του ζωικού βασιλείου ( ~100.000 είδη) Μεγαλύτερο ασπόνδυλο Απολιθώματα πολλά και σε όλο το γεωλογικό χρόνο Οικοσυστήματα Μέγεθος Διάρκεια ζωής Θηρευτές χρήσεις από τον άνθρωπο κόσμηματα τέχνη
Χρυσάνθη Αντωνιάδου & Χαρίτων Σ. Χιντήρογλου Τομέας Ζωολογίας Τμήμα Βιολογίας ΑΠΘ Με την ευγενική συμβολή της Msc. Δήμητρα Λήδας Ράμμου
Χρυσάνθη Αντωνιάδου & Χαρίτων Σ. Χιντήρογλου Τομέας Ζωολογίας Τμήμα Βιολογίας ΑΠΘ Με την ευγενική συμβολή της Msc. Δήμητρα Λήδας Ράμμου Λίγα Ιστορικά στοιχεία (π.χ. και μ.χ.) μια εικόνα = 1000 λέξεις 2009
5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C
5. κλίμα 5. κλίμα Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C 5. κλίμα 5. κλίμα Οι μεσογειακές περιοχές βρίσκονται μεταξύ 30 0 και
Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει
Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει χαρακτηριστικά «Mare Mediterraneum» ως μεταξύ δύο ηπείρων
Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ
Το κλίμα της Ευρώπης Το κλίμα της Ευρώπης Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ και ΚΛΙΜΑ Καιρός: Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες που επικρατούν σε μια περιοχή, σε
4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο
4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο 4. ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο /Ελληνικός χώρος Τα ελληνικά βουνά (και γενικότερα οι ορεινοί όγκοι της
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ ΙΟΥΝΙΟΣ 2013 Το εκπαιδευτικό υλικό αυτό στην αρχική του μορφή δημιουργήθηκε και
Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ
Β. Π. Γ. Π. Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χιλιόμετρα, ενώ με τα νησιά φτάνει τα 30,2
Ασκηση 10 η : «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» Φυσικές ιδιότητες θαλασσινού νερού Θερμοκρασία Αλατότητα Πυκνότητα Διαγράμματα Τ-S
Ασκηση 10 η : «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» Φυσικές ιδιότητες θαλασσινού νερού Θερμοκρασία Αλατότητα Πυκνότητα Διαγράμματα Τ-S Πυκνότητα (p): ο λόγος της μάζας του θαλασσινού νερού (gr) ανά μονάδα όγκου (cm 3
2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ
2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ 2.1 Ωκεανοί και Θάλασσες. Σύµφωνα µε τη ιεθνή Υδρογραφική Υπηρεσία (International Hydrographic Bureau, 1953) ως το 1999 θεωρούντο µόνο τρεις ωκεανοί: Ο Ατλαντικός, ο Ειρηνικός
6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O 6 + 6 O2
78 ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΥΔΑΤΙΝΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΦΥΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ (μακροφύκη φυτοπλαγκτόν) ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠAΡΑΓΩΓΟΙ ( μετατρέπουν ανόργανα συστατικά σε οργανικές ενώσεις ) φωτοσύνθεση 6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12
iv. Παράκτια Γεωμορφολογία
iv. Παράκτια Γεωμορφολογία Η παράκτια ζώνη περιλαμβάνει, τόσο το υποθαλάσσιο τμήμα της ακτής, μέχρι το βάθος όπου τα ιζήματα υπόκεινται σε περιορισμένη μεταφορά εξαιτίας της δράσης των κυμάτων, όσο και
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ. ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ - Σχολική χρονιά
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ - Σχολική χρονιά 2014-15 ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ 3, 16451 ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ,
Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς?
ΘΕΙΟ (S) 26 Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς? σημαντικό στοιχείο στη δομή των πρωτεϊνών (*) συνήθως δεν δρα ως περιοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη και την κατανομή των οργανισμών στα
Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες
Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες Ποιο Χάρτη θα χρησιμοποιήσω αν θέλω να μάθω τη θέση της Αφρικής στον κόσμο; Θα χρησιμοποιήσω τον Παγκόσμιο Χάρτη Ποια είναι η θέση της Αφρικής στον κόσμο; Η απάντηση μπορεί
Πρόλογος...11. 1. Οργανισμοί...15
Περιεχόμενα Πρόλογος...11 1. Οργανισμοί...15 1.1 Οργανισμοί και είδη...15 1.1.1 Ιδιότητες των οργανισμών...15 1.1.2 Φαινότυπος, γονότυπος, οικότυπος...17 1.1.3 Η έννοια του είδους και ο αριθμός των ειδών...19
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου Παρουσίαση Γιώργος Σέκκες Καθηγητής Γεωγραφίας Λευκωσία 2017 Ερώτηση! Ποια η διάφορα µεταξύ του κλίµατος
ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη
ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη Οι υδρίτες (εικ. 1) είναι χημικές ενώσεις που ανήκουν στους κλειθρίτες, δηλαδή
Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς
Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς Habitat: κυρίαρχη μορφή, γύρω από την οποία αναπτύσσεται ένας οικότοπος Χλωρίδα (π.χ. φυτό-φύκος) Πανίδα (π.χ. ύφαλος διθύρων) Γεωλογική μορφή (π.χ.
ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ
ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ Τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του νερού Μέρος 2 ο : Φυσική ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Θερμοκρασία 2. Πυκνότητα 3. Διάδοση του φωτός στο νερό 4. Διάδοση του ήχου στο νερό Μια από τις πιο σημαντικές
Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017
Ιωάννης Μ. Τσόδουλος Δρ. Γεωλόγος Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017 Αλλουβιακά ριπίδια (alluvial fans) Είναι γεωμορφές αποθέσεις, σχήματος βεντάλιας ή κώνου που σχηματίζονται, συνήθως, όταν
1. Το φαινόµενο El Niño
1. Το φαινόµενο El Niño Με την λέξη Ελ Νίνιο, προσφωνούν οι Ισπανόφωνοι το Θείο Βρέφος. Η ίδια λέξη χρησιµοποιείται για να εκφράσει µια µεταβολή του καιρού στις ακτές του Περού, που εµφανίζεται εδώ και
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τ Μ Η Μ Α Γ Ε Ω Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, 70 17671 ΚΑΛΛΙΘΕΑ-ΤΗΛ: 210-9549151 FAX: 210-9514759 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ E ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΣΚΗΣΗ 3 ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ ΝΕΡΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ
ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ
ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ Θαλάσσια ρεύματα και Ωκεάνια κυκλοφορία Οι θαλάσσιες μάζες δεν είναι σταθερές ΑΙΤΙΑ: Υπάρχει (αλληλ)επίδραση με την ατμόσφαιρα (π.χ., ο άνεμος ασκεί τριβή στην επιφάνεια της θάλασσας,
Και οι τρεις ύφαλοι βρίσκονται κοντά στην ακτογραμμή. Τα βάθη κυμαίνονται από 31 έως 35 m για τους Τ.Υ. Ιερισσού και Πρέβεζας και 20 έως 30 m για τον
ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΥΠΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΕΧΤΗΤΩΝ ΥΦΑΛΩΝ ΙΕΡΡΙΣΟΥ- ΠΡΕΒΕΖΑΣ-ΚΑΛΥΜΝΟΥ ΚΑΜΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας, Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός-ΔΗΜΗΤΡΑ, 64007 Ν. Πέραμος Καβάλας,
ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες
ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες Ωκεανοί Το νερό καλύπτει τα δύο τρίτα της γης και το 97% όλου του κόσµου υ και είναι κατοικία εκατοµµυρίων γοητευτικών πλασµάτων. Οι ωκεανοί δηµιουργήθηκαν
Ε λ Νίνιο (El Niño) ονοµάζεται το θερµό βόρειο θαλάσσιο ρεύµα που εµφανίζεται στις ακτές του Περού και του Ισηµερινού, αντικαθιστώντας το ψυχρό νότιο ρεύµα Humboldt. Με κλιµατικούς όρους αποτελει µέρος
μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές
μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους Οι οργανισμοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους σε πολλά επίπεδα στα πλαίσια ενός οικοσυστήματος Οι φυσικές
ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Τυπολογία ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών
ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Τυπολογία ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών Μήπως η Γη αποτελεί ενιαίο υδατικό οικοσύστηµα ; Η απάντηση εξαρτάται από το πώς
γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)
γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ) Α Κεφ. αβιοτικό κάθε στοιχείο που δεν έχει ζωή 4 αιολική διάβρωση Η διάβρωση που οφείλεται στον άνεμο 5 ακρωτήριο ακτογραμμή
ιάβρωση στις Παράκτιες Περιοχές
ΠΠΜ 477 ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ιάβρωση στις Παράκτιες Περιοχές Βαρνάβα Σοφία Ευαγόρου Χριστοδούλα Κασπαρίδου Μαρία Σµυρίλλη Στέφανη Στυλιανού ώρα ιάβρωση : φυσική διεργασία από την πρόσκρουση των κυµάτων στην
Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό
ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η και αξίες των υγροτόπω 03/12/10 Εαρινό 2010 2011 Εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφόρων στρωμάτων Ρόλο παίζουν οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους και του γεωλογικού
ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ Το κλίμα μιας γεωγραφικής περιοχής διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από τους 3 παρακάτω παράγοντες: 1)το γεωγραφικό πλάτος 2)την αναλογία ξηράς/θάλασσας 3)το
ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ. Μ.Δασενάκης ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΧΗΜΕΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ Μ.Δασενάκης ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ Ο ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ Επιφάνεια: 2600 km 2 Μέγιστο βάθος: 450 m
Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά
Ε ΑΦΟΣ Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Έδαφος Το έδαφος σχηµατίζεται από τα προϊόντα της αποσάθρωσης των πετρωµάτων του υποβάθρου (µητρικό πέτρωµα) ή των πετρωµάτων τω γειτονικών
«Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα
Αποτελέσματα και προκλήσεις της Πράξης: «Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα απαιτούμενης στάθμης/παροχής υδάτινων σωμάτων» Πρόγραμμα «GR02 ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Εκτίμηση των επιπτώσεων της παρουσίας ύφαλου κυματοθραύστη στα πρότυπα δομής και ποικιλότητας των μακροπανιδικών συνευρέσεων σκληρού
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ
Κ Kάνιγγος ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΟΛΛΙΝΤΖΑ 10, (5ος όροφ. Τηλ: 210-3300296-7. www.kollintzas.gr OΙΚΟΛΟΓΙΑ 1. Όσο το ποσό της ενέργειας: α) μειώνεται προς τα ανώτερα
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χλωρίδα και Πανίδα ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ Ερωτήσεις της µορφής σωστό-λάθος Σηµειώστε αν είναι σωστή ή λάθος καθεµιά από τις παρακάτω προτάσεις περιβάλλοντας µε ένα κύκλο το αντίστοιχο
ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται
ΜΑΘΗΜΑ 1 Π. Γ Κ Ι Ν Η Σ 1. Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται 2. Να μπορείς να δώσεις την σχετική γεωγραφική θέση ενός τόπου χρησιμοποιώντας τους όρους
ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10.
ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ 1. Ποιος από τους παρακάτω οργανισμούς χαρακτηρίζεται ως αυτότροφος; 1. αλεπού 2. βάτραχος 3. βελανιδιά 4. ψύλλος. 2. Ποιος από τους παρακάτω παράγοντες χαρακτηρίζεται ως αβιοτικός; 1.
Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα.
Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα. Γεωργιάδης Χρήστος Λεγάκις Αναστάσιος Τομέας Ζωολογίας Θαλάσσιας Βιολογίας Τμήμα Βιολογίας
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Όλα τα έμβια όντα συνυπάρχουν με αβιοτικούς παράγοντες με τους οποίους αλληλεπιδρούν. Υπάρχουν οργανισμοί: 1. Αυτότροφοι (Δεσμεύουν την ηλιακή ενέργεια και μέσω της
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ο Κεφάλαιο: Στατιστική ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Πληθυσμός: Λέγεται ένα σύνολο στοιχείων που θέλουμε να εξετάσουμε με ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά. Μεταβλητές X: Ονομάζονται
ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας
ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας Τί είναι ένα Οικοσύστημα; Ένα οικοσύστημα είναι μια αυτο-συντηρούμενη και αυτορυθμιζόμενη κοινότητα ζώντων
ΡΥΠΑΝΣΗ. Ρύποι. Αντίδραση βιολογικών συστημάτων σε παράγοντες αύξησης
ΡΥΠΑΝΣΗ 91 είναι η άμεση ή έμμεση διοχέτευση από τον άνθρωπο στο υδάτινο περιβάλλον ύλης ή ενέργειας με επιβλαβή αποτελέσματα για τους οργανισμούς ( ο ορισμός της ρύπανσης από τον ΟΗΕ ) Ρύποι Φυσικοί (εκρήξεις
ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ
ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Για τη διευκόλυνση των σπουδαστών στη μελέτη τους και την καλύτερη κατανόηση των κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ΓΕΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Σημείωση: Το βιβλίο καλύπτει την ύλη
Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...)
Θαλάσσια ιζήματα_2 (συνέχεια...) Τα υδρογενή ή αυθιγενή ιζήματα σχηματίζονται από την καθίζηση χημικών στοιχείων ή ενώσεων, τα οποία εξέρχονται της διαλελυμένης φάσης τους στην υδάτινη στήλη. κόνδυλοι
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ. Ερευνητικό Έργο:
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ Ερευνητικό Έργο: Διερεύνηση των επιπτώσεων της διασποράς αδρανών υλικών στο θαλάσσιο περιβάλλον των βόρειο-ανατολικών ακτών της Κιμώλου DRAFT 27/11/2006 Τεχνική Έκθεση με θέμα:
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία Οικολογία Οικολογία είναι η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών (συνεπώς και του ανθρώπου)
ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΣΤΕΡΕΟΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΚΤΩΝ
ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΣΤΕΡΕΟΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΚΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΥΛΙΚΟΥ ΑΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΩΝ ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΩΝ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ
ΚΛΙΜΑ. ιαµόρφωση των κλιµατικών συνθηκών
ΚΛΙΜΑ ιαµόρφωση των κλιµατικών συνθηκών ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 Κλίµα Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η γνώση του κλίµατος που επικρατεί σε κάθε περιοχή, για τη ζωή του ανθρώπου και τις καλλιέργειες. Εξίσου
Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη
Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη ΙΟΥΝΙΟΣ 2018 Τελική Έκθεση Για την Κατάσταση της Μεσογειακής φώκιας στη νήσο Γυάρο Περίληψη Σελίδα
Η έννοια του οικοσυστήματος Ροή ενέργειας
ΘΕΜΑ 1 ο Η έννοια του οικοσυστήματος Ροή ενέργειας Α. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής Στις παρακάτω ερωτήσεις, να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της ερώτησης και δίπλα του το γράμμα που αντιστοιχεί στη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του οικοσυστήματος 11
1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3 9 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του οικοσυστήματος 11 Κεφάλαιο Πρώτο: Το μοντέλο του οικοσυστήματος 1.1. Βασικές αρχές και ορισμοί της Οικολογίας των Οικοσυστημάτων 1.2. Η
ΕΠΑΝ II, KOYΠΟΝΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κωδικός Αριθμός Κουπονιού:
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ, ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΡΓΟΛΙΚΟΥ
Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά
Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΠΙΛΕΞΑΜΕ: Η χλωρίδα και η πανίδα στην χώρα μας είναι ένα πολύ σημαντικό
Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον
Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 2 ο : Άνθρωπος και Περιβάλλον Οικολογία: η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών, και φυσικά του ανθρώπου, με τους βιοτικούς (ζωντανούς οργανισμούς του ίδιου
ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών
ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών Μεταβατικά ύδατα (transitional waters) σύµφωνα µε την Οδηγία Πλαίσιο για τα
ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 3 Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ (2 Ο κεφάλαιο) ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑ Α Να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό καθεμιάς από τις παρακάτω ημιτελείς προτάσεις Α1 έως Α5 και δίπλα το γράμμα που αντιστοιχεί
Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός
Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός Ποτάμι είναι το ρεύμα γλυκού νερού που κινείται από τα ψηλότερα (πηγές) προς τα χαμηλότερα μέρη της επιφάνειας της Γης (πεδινά) και
Παράκτια Ωκεανογραφία
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Διάλεξη 1η: Φυσικές Παράμετροι Θαλασσίων Μαζών Γιάννης Ν. Κρεστενίτης Άδειες Χρήσης Το παρόν εκπαιδευτικό υλικό υπόκειται σε άδειες χρήσης
Συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος στη θέση Βούδια, Ν. Μήλου, για τα έτη 2011-2014
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ Συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος στη
3. Να αναφέρεις να μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε μια σχολική μονάδα πριν, κατά την διάρκεια και μετά από ένα σεισμό.
ΜΑΘΗΜΑ 10 1. Ποιες είναι οι επιπτώσεις των σεισμών και των ηφαιστειακών εκρήξεων. 2. Ποια είναι η κοινή προέλευση και των δύο παραπάνω φαινομένων; 3. Γιατί είναι μικρός ο αριθμός ο αριθμός των ανθρώπινων
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΟΝ ΜΑΛΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ. Αν. Καθηγητης Μ.Δασενακης. Δρ Θ.Καστριτης Ε.Ρουσελάκη
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΗΜΕΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ ΕΥΤΡΟΦΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΜΑΛΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ Αν. Καθηγητης Μ.Δασενακης Δρ Θ.Καστριτης Ε.Ρουσελάκη Φ.Σάλτα Κύκλος αζώτου Κύκλος φωσφόρου Kύκλος πυριτίου
Ασκηση 9 η : «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» Φυσικές ιδιότητες θαλασσινού νερού Θερμοκρασία Αλατότητα
Ασκηση 9 η : «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» Φυσικές ιδιότητες θαλασσινού νερού Θερμοκρασία Αλατότητα H Αλατότητα (S: salinity) είναι το μέτρο συγκέντρωσης του συνόλου των διαλυμένων αλάτων στο θαλασσινό νερό Τα
ΥΠΟΕΡΓΟ 6 Αξιοποίηση βιοχημικών δεδομένων υποδομής Αξιολόγηση κλιματικών και βιογεωχημικών μοντέλων. Πανεπιστήμιο Κρήτης - Τμήμα Χημείας
ΥΠΟΕΡΓΟ 6 Αξιοποίηση βιοχημικών δεδομένων υποδομής Αξιολόγηση κλιματικών και βιογεωχημικών μοντέλων Πανεπιστήμιο Κρήτης - Τμήμα Χημείας Το CO 2 στην ατμόσφαιρα της Α. Μεσογείου Το CO 2 στην ατμόσφαιρα
Συμβολή στην Χαρτογράφηση Θαλάσσιων Οικοτόπων των Όρμων Κορθίου και Χώρας Άνδρου (Νοτιοανατολική Άνδρος, Κυκλάδες)
Συμβολή στην Χαρτογράφηση Θαλάσσιων Οικοτόπων των Όρμων Κορθίου και Χώρας Άνδρου (Νοτιοανατολική Άνδρος, Κυκλάδες) 1 1. Εισαγωγή Οι θαλάσσιοι τύποι οικοτόπων αποτελούν τμήμα του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας
Άνθρωπος και Περιβάλλον
Άνθρωπος και Περιβάλλον Οικολογία είναι: η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις των οργανισμών (και φυσικά του ανθρώπου) με: τους αβιοτικούς παράγοντες του περιβάλλοντός τους, δηλαδή το κλίμα (υγρασία, θερμοκρασία,
ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ. Αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της Θαλάσσιας Βιολογίας και της Ωκεανογραφίας.
ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ Η Λιμνολογία είναι μία σχετικά νέα επιστήμη: πρώτη αναφορά το 1895 από τον Ελβετό F. A. Forel στο βιβλίο του με τίτλο: Le Leman: Monographie limnologique. Αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» «Θαλάσσια Ιζήματα» Άσκηση 5 Ιζήματα Τα ιζήματα είναι ανόργανοι και οργανικοί κόκκοι διαφόρων μεγεθών, οι οποίοι καθιζάνουν διαμέσου της υδάτινης στήλης και αποτίθονται
ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ
INTERREG IIIA / PHARE CBC ΕΛΛΑΔΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ: ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ Καθηγητής Βασίλειος A. Τσιχριντζής Διευθυντής, Εργαστήριο Οικολογικής Μηχανικής και Τεχνολογίας
Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών
Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών 30-12-2014 EVA PAPASTERGIADOU Ανακύκλωση των Θρεπτικών είναι η χρησιμοποίηση, ο μετασχηματισμός, η διακίνηση & η επαναχρησιμοποίηση των θρεπτικών στοιχείων στα οικοσυστήματα
Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):
Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ): Μιχάλης Βραχνάκης Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΙ Θεσσαλίας ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 6 ΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΓΗ ΚΑΙ Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΗΛΙΑΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ
Περιβαλλοντικά Προβλήματα και Σύγχρονα Εργαλεία ιαχείρισής τους στο θαλάσσιο περιβάλλον του Στρυμονικού Κόλπου και των εκβολών του π.
Περιβαλλοντικά Προβλήματα και Σύγχρονα Εργαλεία ιαχείρισής τους στο θαλάσσιο περιβάλλον του Στρυμονικού Κόλπου και των εκβολών του π. Στρυμόνα ρ. Γεώργιος Συλαίος Εργαστήριο Οικολογικής Μηχανικής & Τεχνολογίας
Συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος στη θέση Τσιγκράδο, Ν. Μήλου, για τα έτη 2011-2014
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ Συστηματική παρακολούθηση της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος στη
Σε αντίθεση με τις θάλασσες, το νερό των ποταμών δεν περιέχει σχεδόν καθόλου αλάτι - γι' αυτό το λέμε γλυκό νερό.
Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Καστρίου 2013 Tι είναι τα ποτάμια; Τα ποτάμια είναι φυσικά ρεύματα νερού. Δημιουργούνται από το νερό των βροχών και των λιωμένων πάγων, που κατεβαίνει από πιο ψηλές περιοχές
Επιπτώσεις στη Βιοποικιλότητα και τα Οικοσυστήματα
Τοποθέτηση & Λειτουργία Μηχανών Θαλάσσιας Ενέργειας: Επιπτώσεις στη Βιοποικιλότητα και τα Οικοσυστήματα Αναστασία Μήλιου Αρχιπέλαγος Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας www.archipelago.gr Αρχικό στάδιο ανάπτυξης
Β) ΜΕΡΟΠΛΑΓΚΤΟ. 1) ΠΡΟΝΥΜΦΕΣ ΚΑΡΚΙΝΟΕΙΔΩΝ : περιλαμβάνει δύο κύριες κατηγορίες :
50 Β) ΜΕΡΟΠΛΑΓΚΤΟ 1) ΠΡΟΝΥΜΦΕΣ ΚΑΡΚΙΝΟΕΙΔΩΝ : περιλαμβάνει δύο κύριες κατηγορίες : α) Δεκάποδα (αστακοί, γαρίδες, καβούρια) β) Θυσσανόποδα (καρκινοειδή που ζούνε προσκολλημένα σε σκληρές επιφάνειες του
2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
2. 2.1 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται συνοπτικά το Γεωλογικό-Σεισμοτεκτονικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής του Π.Σ. Βόλου - Ν.Ιωνίας. Η ευρύτερη περιοχή της πόλης του
ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ 2013-14
ΘΕΜΑΤΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ Μπορεί να λειτουργήσει ένα οικοσύστημα α) με παραγωγούς και καταναλωτές; β) με παραγωγούς και αποικοδομητές; γ)με καταναλωτές και αποικοδομητές; Η διατήρηση των οικοσυστημάτων προϋποθέτει
Κωνσταντίνος Στεφανίδης
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ-ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ & ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Διατριβή Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Οικολογική
Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.
Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν. 1 Που συμβαίνουν οι περισσότερες βροχοπτώσεις; Κυρίως στη θάλασσα. Και μάλιστα στο Ισημερινό. Είδαμε γιατί στο προηγούμενο μάθημα. Ρίξε μία ματιά.
Γεωργιάδου Μαριλένα Καμασιά Άννα Καμπουράκης Γιώργος Χαραλάμπους Σωκράτης
Συγγραφείς : Γεωργιάδου Μαριλένα Καμασιά Άννα Καμπουράκης Γιώργος Χαραλάμπους Σωκράτης Τι είναι το Τσουνάμί; tsu και nami κύμα του λιμανιού σειρά από ωκεάνια κυμάτα κατά τα οποία μετατοπίζονται μεγάλες
ΦΥΣΙΚΗ ΧΗΜΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ
ΦΥΣΙΚΗ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ Αρχές και έννοιες της Ωκεανογραφίας, με ιδιαίτερη έμφαση στις φυσικές διεργασίες των ωκεάνιων συστημάτων. Φυσικές ιδιότητες και οι φυσικές παράμετροι του θαλασσινού νερού, και χωροχρονικές
Οι μόνιμοι κάτοικοι των ελληνικών θαλασσών
Οι μόνιμοι κάτοικοι των ελληνικών θαλασσών Στις ελληνικές θάλασσες ζουν μόνιμα 9 είδη θηλαστικών, ενώ άλλα 5 έχουν μόνο περιστασιακή παρουσία: Μόνιμοι κάτοικοι είναι η πτεροφάλαινα, ο φυσητήρας, ο ζιφιός,
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τ Μ Η Μ Α Γ Ε Ω Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, 70 17671 ΚΑΛΛΙΘΕΑ-ΤΗΛ: 210-9549151 FAX: 210-9514759 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ Από Καψιμάλη Βασίλη Δρ. Γεωλόγο - Ωκεανογράφο
lysianassa, για να συγκριθεί η πυκνότητα του πληθυσμού αυτού με εκείνη του πληθυσμού στη Βουρβουρού. Κατά τη χρονική περίοδο Μάρτιος 2003 Μάρτιος
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Κεντρικός στόχος της έρευνας αυτής ήταν η κάλυψη του κενού πληροφόρησης για τη βιολογία και την οικολογία του καβουριού Portumnus latipes (Pennant, 1777), κάτοικου των αμμωδών υποπαραλιακών υποστρωμάτων
ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ. Πρακτική Άσκηση 4- Θεωρητικό Υπόβαθρο ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ Πρακτική Άσκηση 4- Θεωρητικό Υπόβαθρο Κοκκομετρική ανάλυση
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Οδηγίας της Επιτροπής
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 17.5.2017 C(2017) 2842 final ANNEX 1 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της Οδηγίας της Επιτροπής για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά
ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ Η ΡΟΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ Η ροή του νερού μεταξύ των άλλων καθορίζει τη ζωή και τις λειτουργίες των έμβιων οργανισμών στο ποτάμι. Διαμορφώνει το σχήμα του σώματός τους, τους
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τ Μ Η Μ Α Γ Ε Ω Γ Ρ Α Φ Ι Α Σ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, 70 17671 ΚΑΛΛΙΘΕΑ-ΤΗΛ: 210-9549151 FAX: 210-9514759 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ E ΕΞΑΜΗΝΟ ΑΣΚΗΣΗ 2 ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ-ΑΛΑΤΟΤΗΤΑ-ΠΙΕΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ
ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΚΤΩΝ ΚΟΛΠΟΥ ΧΑΝΙΩΝ
Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας Τομέας Θαλάσσιας Γεωλογίας και Γεωφυσικής ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΚΤΩΝ ΚΟΛΠΟΥ ΧΑΝΙΩΝ Εφαρμογή μαθηματικού μοντέλου MIKE21 Coupled Model
ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ
ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ ΜΑΜΜΑΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΑΜ:331/2003032 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2010 Ευχαριστίες Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους με βοήθησαν να δημιουργήσω την παρούσα
ΦΑΣΗ 5. Ανάλυση αποτελεσμάτων αλιευτικής και περιβαλλοντικής έρευνας- Διαχειριστικές προτάσεις ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΥΔΑΤΙΚΩΝ & ΕΔΑΦΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ Ρωμανού 3 Χαλέπα - 73 133 Χανιά Κρήτης - http://triton.chania.teicrete.gr/
Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία. Υδροκρίτης-Πιεζομετρία
Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία Υδροκρίτης-Πιεζομετρία Οριοθέτηση υδρολογικής λεκάνης Χάραξη υδροκρίτη Η λεκάνη απορροής, παρουσιάζει ορισμένα γνωρίσματα που ονομάζονται φυσιογραφικά χαρακτηριστικά και μπορούν
ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ. Το σύνολο των μετασχηματισμών βιολογικής ή χημικής φύσης που λαμβάνουν χώρα κατά την ανακύκλωση ορισμένων στοιχείων
ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Το σύνολο των μετασχηματισμών βιολογικής ή χημικής φύσης που λαμβάνουν χώρα κατά την ανακύκλωση ορισμένων στοιχείων Επιβίωση οργανισμών Ύλη o Η ύλη που υπάρχει διαθέσιμη στη βιόσφαιρα
Θεωρίες της Εξέλιξης
1 ο ΘΕΜΑ Θεωρίες της Εξέλιξης Α. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής Στις παρακάτω ερωτήσεις, να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της ερώτησης και δίπλα του το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση. 1.
Στην Κεντρική Ασία βρίσκεται η έρημος Γκόμπι και της Αραβίας. Στην Αμερική η Μοχάβι(Βόρεια) και η Ατακάμα (Νότια).
H ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ Στη Γη υπάρχουν μεγάλες αφιλόξενες άνυδρες εκτάσεις που ονομάζονται έρημοι.καλύπτουν το 1/3 της ξηράς και βρίσκονται κυρίως κοντά στους δύο Τροπικούς ( Αιγόκερω και Καρκίνου) Στην Κεντρική