2. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ



Σχετικά έγγραφα
Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

ΠΠΣΠΑ ΜΑΘΗΜΑ:Γεωλογία & ΔΦΠ ΤΑΞΗ : Α ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ : 9/12/2013 Σχολικό έτος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ...

Δασική Εδαφολογία. Γεωχημικός, Βιοχημικός, Υδρολογικός κύκλος

Ανακύκλωση θρεπτικών στοιχείων λέγεται η κίνηση των θρεπτικών στοιχείων και ο ανεφοδιασμός δασικών οικοσυστημάτων με θρεπτικά συστατικά Οικοσύστημα

Διδακτέα ύλη μέχρι

Διαχείριση των εδαφικών πόρων στις ορεινές περιοχές υπό το πρίσμα της κλιματικής μεταβολής. Δημ. Αλιφραγκής Καθηγητής, ΑΠΘ

Ε ΑΦΟΣ. Έδαφος: ανόργανα οργανικά συστατικά

Αποσάθρωση. Κεφάλαιο 2 ο. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΔΑΦΩΝ

Ενεργειακές καλλιέργειες και προστασία εδάφους από διάβρωση.

«ΘΑΛΗΣ» Λάρισα, TEI/Θ, Π. ΒΥΡΛΑΣ. Π. Βύρλας

ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗ ΓΗ Δ. ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΟΥ

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

Μπορεί η διαχείριση των εδαφικών πόρων να συμβάλλει στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου;

Ο.Ε.Φ. / Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ

«ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ-ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΝΑΠΟΘΕΣΗ»

Τρίκαλα, 27/12/2011. Συνεντεύξεις. «Μεγαλύτερες σε διάρκεια ξηρασίες»

Έδαφος. Οι ιδιότητες και η σημασία του

ΦΥΣΙΚΗ -ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑ

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

Εδαφοκλιματικό Σύστημα και Άμπελος

Ο.Ε.Φ. / Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΟΥ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ: ΑΣΚΟΡΔΑΛΑΚΗ ΜΑΝΟΥ ΕΤΟΣ

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΥΔΑΤΙΝΗ ΡΥΠΑΝΣΗ-ΟΡΙΣΜΟΣ

ΘΕΜΑ: Δεύτερες εκτιμήσεις για την εξέλιξη του Ακαθάριστου

Αικ. Καρυώτη 1.2. & Ν. Γ. Δαναλάτος 1

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μέσω του σχεδιασμού διαχείρισης υδάτων στην Κύπρο 4/9/2014

ΝΕΡΟ. Η Σημασία του Υδάτινοι Πόροι Ο πόλεμος του Νερού. Αυγέρη Βασιλική Ανδριώτη Μαρινα Βλάχου Ελίνα

Η παράκτια ζώνη και η ανθεκτικότητα στην αύξηση στάθμης της θάλασσας.

Τι είναι άμεση ρύπανση?

Υδατικοί Πόροι -Ρύπανση

Τα Αίτια Των Κλιματικών Αλλαγών

ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΤΡΟΦΙΜΑ βιολογικά τρόφιμα Ως προς τη θρεπτική αξία των τροφίμων

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

τους ρυθμούς υδατικής, αιολικής και μηχανικής διάβρωσης των εδαφών

ΤΟ ΦΑΙΝOΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ

ΕΞΩΓΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ

Ερημοποιηση και Δεικτες

Όσα υγρά απόβλητα μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν, πρέπει να υποστούν

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Καθηγητής Χάρης Κοκκώσης

Συνολικός Προϋπολογισμός: Χρηματοδότηση Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ελλάδα Ισπανία. Ιταλία

ΑΣΚΗΣΗ. Πυκνότητα και πορώδες χιονιού. Ποια είναι η σχέση των δυο; Αρνητική ή Θετική; Δείξτε τη σχέση γραφικά, χ άξονας πυκνότητα, ψ άξονας πορώδες

Εργασία Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων

Έρευνα Περιφερειακής Κατανοµής της Ετήσιας Τουριστικής απάνης

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2011

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Εξάτμιση και Διαπνοή

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

ΥΔΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Το νερό καλύπτει τα 4/5 του πλανήτη

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

Η λίπανση της ελιάς μπορεί να εφαρμοστεί είτε με ανόργανα λιπάσματα, είτε με οργανικά υλικά (ζωική κοπριά, κομπόστα ή χλωρή λίπανση).

Κλιματική Αλλαγή και Επιπτώσεις στην Περιοχή μας

ΙΖΗΜΑΤΑ -ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΩ ΡΟΥ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Άσκηση 3: Εξατμισοδιαπνοή

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΔΑΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ( )

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου

Xαιρετισμός Προέδρου.Ε. ΓΕΩΤ.Ε.Ε./Κ.Ε. κου Ιωάννη Γεωργιάδη,Γεωπόνου Μsc στην ημερίδα

Το νερό στο φυσικό περιβάλλον συνθέτει την υδρόσφαιρα. Αυτή θα μελετήσουμε στα επόμενα μαθήματα.

Συμπίεση Αστικών Εδαφών Αιτίες-Επιπτώσεις-Έλεγχος

ΟΜΙΛΟΣ ΣEΡΡΩΝ ΓΙΑ UNESCO

Κλιματική αλλαγή και συνέπειες στον αγροτικό τομέα

: «Ιδιαίτερα» κλάσματα βιομάζας Δυναμικό

Στατιστικά στοιχεία αγοράς βιοθέρμανσης & pellets στην Ευρώπη από τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Βιομάζας

ΒΙΟΓΕΩΧΗΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ Βιογεωχημικός κύκλος

Newsletter ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ CONDENSE: ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΚΟΠΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΣΙΓΑΡΟ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. 1. Ποια από τις παρακάτω ενώσεις αποτελεί πρωτογενή ρύπο; α. το DDT β. το νιτρικό υπεροξυακετύλιο γ. το όζον δ.

Επίσης: Πολυτεμαχισμός γεωργικής γης στην Ελλάδα: γιατί; Κτηματολόγιο, χρήσεις γης, πολιτική γης

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2013

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΑΦΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ ΣΥΝΤΟΜΗΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ: ΕΤΟΣ 2018

Οδικα οχήματα. Μονάδα : Χιλιάδες. Drill Down to Area. Μηχανοκίνητο όχημα για μεταφορά προϊόντων. Μοτοσικλέτες (>50cm3)

Περιβαλλοντική Επιστήμη

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

Πειραιάς, 31 Ιουλίου 2018 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΑΦΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΕΙΣ ΣΤΑ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ ΣΥΝΤΟΜΗΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ: ΕΤΟΣ 2017

ΚΛΙΜΑΤΙΚH ΑΛΛΑΓH Μέρος Γ : Αντιμετώπιση

«Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα»

Αειφόρες στρατηγικές για τη βελτίωση σοβαρά υποβαθμισμένων αγροτικών περιοχών: Το παράδειγμα της καλλιέργειας του κελυφωτού φιστικιού.

Σκοπός «η θέσπιση πλαισίου για την προστασία των επιφανειακών και των υπόγειων υδάτων».

Πρακτικές Ορθής Διαχείρισης Στερεών Γεωργικών Υπολειμμάτων

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

μεταβολών χρήσεων - κάλυψης γης στη λεκάνη απορροής της Κάρλας

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ

Το Copernicus συμβάλλει στην παρακολούθηση του κινδύνου εδαφικής διάβρωσης στην Ευρώπη

Παγκόσµια εικόνα του περιβάλλοντος Θεοδότα Νάντσου WWF Ελλάς

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

Ο χώρος του πανεπιστηµίου περικλείεται από εκτάσεις βλάστησης σε όλη την περίµετρο του λόφου µε συνολική έκταση 18 στρεµµάτων. Για την καταγραφή των

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Transcript:

Ερημοποίηση Δρ. Μαρία Κ. Ντούλα Ινστιτούτο Εδαφολογίας Αθηνών, Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας Σοφ. Βενιζέλου 1, 14123 Λυκόβρυση, e-mail : mdoula@otenet.gr 1

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Το έδαφος και οι λειτουργίες του Έδαφος είναι το ανώτερο στρώμα του φλοιού της γης το οποίο αποτελείται από χαλαρά υλικά και το οποίο σχηματίστηκε από την αποσάθρωση πετρωμάτων και την περαιτέρω διαφοροποίηση, στην ίδια ή σε άλλη θέση, του χαλαρού υλικού που προέκυψε από αυτή (Πολυζόπουλος, 1976). Το έδαφος αποτελείται από στερεά συστατικά (ανόργανα και οργανικά) και από χώρους που περιέχουν αέρια (εδαφική ατμόσφαιρα) και το εδαφικό διάλυμα (αραιό υδατικό διάλυμα ανόργανων κυρίως αλάτων). Το έδαφος επίσης είναι πλούσιο σε μικροοργανισμοούς (soil biodiversity) οι οποίοι επιτελούν πολύ σημαντικό ρόλο στην διατήρηση των ιδιοτήτων του και κυρίως στη διατήρηση και τροφοδοσία του σε οργανική ύλη. Το έδαφος είναι πολύπλοκο, μεταβλητό και κυρίως ζωντανό σύστημα το οποίο διαδραματίζει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος, επηρεάζει και επηρεάζεται από το τοπικό οικοσύστημα στο οποίο ανήκει, επιδρά στην οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξη των τοπικών ανθρώπινων κοινωνιών αλλά και δέχεται τις επιδράσεις και τα αποτελέσματα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Σε παγκόσμια κλίμακα, η ποιότητα του εδάφους και η δυνατότητά του να υποστηρίξει τις ανθρώπινες δραστηριότητες σε βάθος χρόνου επηρέασε, από την αρχαιότητα ακόμα, και συνεχίζει να επηρεάζει την κατανομή του πληθυσμού και την ευημερία και ανάπτυξη των κρατών. Το έδαφος αποτελεί βάση για τις περισσότερες δραστηριότητες του ανθρώπου, είναι το υπόστρωμα για την ανάπτυξη των φυτών και την παραγωγή μέσω αυτών τροφής για τα ζώα και τους ανθρώπους, λειτουργεί ως αποθήκη άνθρακα, νερού και θρεπτικών συστατικών, είναι πηγή πρώτων υλών αλλά και φύλακας της γεωλογικής και αρχαιολογικής κληρονομιάς. Άλλες λειτουργίες του εδάφους είναι η παραγωγή βιομάζας, η διήθηση και μετατροπή θρεπτικών στοιχείων, η κατακράτηση διάφορων ρυπαντών αλλά και η βιοαποικοδόμηση πολλών από αυτούς καθώς και η υποδοχή του αποθέματος βιοποικιλότητας (Μπόβης και Ασημακόπουλος, 1989). Το έδαφος αποτελεί, ουσιαστικά, μη ανανεώσιμο πόρο, μια και οι διεργασίες σχηματισμού και ανανέωσής του είναι εξαιρετικά αργές ενώ οι διεργασίες υποβάθμισής του εξαιρετικά ταχείες. Καθ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης των ανθρώπινων κοινωνιών, οι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις ιδιότητες του εδάφους χωρίς όμως να λαμβάνονται μέτρα για την προστασία του και τη βελτίωση των ιδιοτήτων, όχι προς όφελος μόνο του ανθρώπου αλλά και προς όφελος του εδάφους. Ένας σημαντικός λόγος για αυτό, εκτός από την ελλιπή ή ανύπαρκτη ενημέρωση, είναι ότι οι επιπτώσεις της κακής διαχείρισης του εδάφους δεν είναι άμεσα ορατές, όπως για παράδειγμα στα ποτάμια ή τις λίμνες, ενώ η εντατικότερη χρήση λιπασμάτων μπορεί να βελτιώσει παροδικά την εμφανιζόμενη ελαττωμένη γονιμότητα, γεγονός που οδηγεί τους κατόχους γης στην αγνόηση του προβλήματος. Η υποβάθμιση όμως του εδάφους, δηλαδή η έκπτωση των ιδιοτήτων του έχει μεγάλη επίδραση σε πολλούς τομείς όπως στην ποιότητα των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, στην υγεία του ανθρώπου, στην αλλαγή του κλίματος, στην ασφάλεια των τροφίμων καθώς και στην προστασία της φύσης και της βιοποικιλότητας. 1.2. Κίνδυνοι που απειλούν τις λειτουργίες του εδάφους-ερημοποίηση Οι διεργασίες της εδαφικής υποβάθμισης γενικά οφείλονται στις ανθρώπινες δραστηριότητες αλλά μπορεί να είναι και φυσικές διεργασίες οι οποίες όμως επιτείνονται από τις δραστηριότητες αυτές. Η αλλαγή του κλίματος σε συνδυασμό με μεμονωμένα ακραία καιρικά φαινόμενα καθώς και οι καταστροφή οικοσυστημάτων λόγω πυρκαγιών παρατηρούνται ολοένα και συχνότερα και αναμένεται ότι έχουν και θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο έδαφος. Οι διαδικασίες εδαφικής υποβάθμισης είναι η διάβρωση (erosion), η ελάττωση/υποβάθμιση της οργανικής ουσίας (organic mater loss/degradation), η συμπίεση (compaction), η αλάτωση (salination), οι κατολισθήσεις (landslides), η ρύπανση (contamination), η σφράγιση (sealing) και η μείωση της βιοποικιλότητας (biodiversity decline) (Έκθεση Περιβαλλοντικής Αξιολόγησης, 1999). Ένα έδαφος 2

θεωρείται υποβαθμισμένο όταν χαρακτηρίζεται από οποιαδήποτε μορφής και έκτασης έκπτωση των ιδιοτήτων του και συνεπώς αδυνατεί να επιτελέσει τις λειτουργίες του. Η ερημοποίηση ή απερήμωση (desertification) είναι ένας όρος ο οποίος εισήχθη καταρχήν από τον Aubreville το 1949 με σκοπό να περιγράψει το φαινόμενο της εδαφικής υποβάθμισης εξαιτίας των ανθρωπογενών επιδράσεων σε αυτό σε υγρές και ύφυγρες περιοχές. Οι ορισμοί που δόθηκαν στη συνέχεια για το ίδιο φαινόμενο χαρακτηρίζονται από την προσπάθεια να περιγράψουν σωστά τους παράγοντες που επιδρούν και επηρεάζουν το φαινόμενο καθώς και τα τελικά αποτελέσματά του. Το 1990 ο Nelson ορίζει την ερημοποίηση ως: Μία διαδικασία υποβάθμισης της αειφορικής υποστηρίζουσας χέρσου (εδάφους και βλάστησης) σε ξηρές, ημίξηρες και ύφυγρες περιοχές η οποία προκαλείται τουλάχιστον μερικώς από τον άνθρωπο. Η διαδικασία αυτή μειώνει ταυτόχρονα την ικανότητα ανάκαμψης και την παραγωγικότητα της γης σε τόση έκταση που δεν είναι ούτε εύκολα αναστρέψιμη με την αναίρεση της αιτίας, ούτε εύκολα επανορθώσιμη χωρίς σημαντική επένδυση κεφαλαίων. Χαρακτηριστικά του ορισμού αυτού είναι η αποδοχή των επιδράσεων του ανθρώπου αλλά και άλλων φυσικών παραγόντων, η αποδοχή μακροπρόθεσμων αλλαγών (διάρκειας μεγαλύτερης των 10 ετών) καθώς και ύπαρξη αποτελεσματικά αναστρέψιμων (με σημαντική επένδυση κεφαλαίων) και μη αναστρέψιμων καταστάσεων (Γεωργιάδης, 2004). Η ερημοποίηση, σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, απειλεί τη ζωή και την ανάπτυξη περισσότερων από 1.2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε τουλάχιστον 100 χώρες παγκοσμίως (ESA, 2007) και παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται σε τοπική κλίμακα και επηρεάζεται από τοπικά γεωγραφικά, γεωλογικά, υδρολογικά χαρακτηριστικά και κλιματικές συνθήκες, από τις κατά τόπους καλλιεργητικές πρακτικές ακόμα και τις νομοθεσίες των κρατών, εντούτοις συνολικά αποτελεί ένα παγκόσμιο, μεγάλης σοβαρότητας, πρόβλημα πάντως το οποίο τα κράτη θα πρέπει να επιλύσουν με πρωτοβουλίες που θα εφαρμοστούν εντός των συνόρων τους με ρυθμούς και επενδύσεις που καθορίζονται από τις δυνατότητές τους και τη βούλησή τους. Είναι λοιπόν αναμενόμενο ότι κάποιες χώρες έχουν ήδη λάβει μέτρα και επιδεικνύουν προσπάθεια και θέληση (π.χ. Βόρειες Ευρωπαϊκές Χώρες) σε αντίθεση με τις Βαλκανικές χώρες όπου ελάχιστες προσπάθειες έχουν καταβληθεί και ακόμα μικρότερες επενδύσεις έχουν γίνει. Σε αντίθεση με τον ατμοσφαιρικό αέρα και τα ύδατα, το έδαφος τελεί επί το πλείστον υπό ατομική ιδιοκτησία, δεν παύει όμως να αποτελεί φυσικό πόρο κοινού ενδιαφέροντος ο οποίος και πρέπει να προστατευθεί για τις μελλοντικές γενιές. Είναι λοιπόν ζήτημα δημοσίου συμφέροντος να απαιτείται από τους χρήστες γης και όχι μόνο από τις κυβερνήσεις των κρατών να λαμβάνουν προφυλακτικά μέτρα σε περιπτώσεις όπου η εκμετάλλευση και χρήση της γης ενδέχεται να παρεμποδίσει σοβαρά τις λειτουργίες του εδάφους. Από τους παράγοντες της εδαφικής υποβάθμισης που αναφέρθηκαν, πιο σημαντικοί για το φαινόμενο της ερημοποίησης θεωρούνται η διάβρωση, η μείωση της οργανικής ύλης και η αλάτωση (Έγγραφο ΕΕ., SEC(2006)1165). Θα πρέπει πάντως να τονιστεί ιδιαίτερα ότι όλοι παράγοντες μπορεί να έχουν ρόλο στο φαινόμενο προκαλώντας σειρά αποτελεσμάτων. Για παράδειγμα η παρουσία, λόγω βιομηχανικής ρύπανσης, βαρέων μετάλλων στο έδαφος μίας περιοχής προκαλεί ελάττωση της βιοποικιλότητας λόγω τοξικότητας των μετάλλων με τελικό αποτέλεσμα την ελάττωση της οργανικής ύλης του εδάφους. Τοξικά φαινόμενα αναμένεται να εμφανιστούν επίσης και στα φυτά της περιοχής με μελλοντική μείωση του αριθμού τους και συνεπώς της οργανικής ύλης που θα αποθηκευτεί στο έδαφος, ενώ αυξημένος κίνδυνος διάβρωσης αναμένεται ως συνέπεια της ελαττωμένης εδαφοκάλυψης. 2. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ Η ερημοποίηση είναι ένα φαινόμενο γνωστό από την αρχαιότητα ακόμα. Συγγραφείς όπως ο Σόλωνας, ο Πλάτωνας, ο Θεόφραστος, ο Κικέρωνας και άλλοι, έχουν περιγράψει στα κείμενά τους φαινόμενα υποβάθμισης του εδάφους και εκφράσει την ανησυχία τους για το φαινόμενο. Στην αρχαία Ελλάδα, η κοπή των δένδρων για την κατασκευή στόλου αλλά και για οικιακή και άλλη χρήση προκάλεσε εκτεταμένη διάβρωση αφήνοντας ένα ρηχό επιφανειακό στρώμα εδάφους. Αυτό εξηγεί, σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς, γιατί στην Ελλάδα επικράτησε η καλλιέργεια της ελιάς, η οποία 3

μπορεί να αναπτυχθεί σε λεπτά, φτωχά εδάφη (Rubio, 1995). Ο ίδιος ο Πλάτωνας αναφέρει στον Κριτία: «ότι σήμερα απομένει συγκρινόμενο με ότι τότε υπήρχε, μοιάζει με σκελετό άρρωστου άνδρα, όλη η παχιά και μαλακή γη έχει χαθεί και μόνον ο γυμνός σκελετός του εδάφους έχει απομείνει». Στην αρχαία ιστορία καταγράφονται και περιπτώσεις πολιτισμών οι οποίοι εξαφανίστηκαν ως αποτέλεσμα κακής διαχείρισης των φυσικών πόρων, όπως οι Σουμέριοι στη Μεσοποταμία. Η εντατική καλλιέργεια και η αλόγιστη άρδευση προκάλεσαν συσσώρευση αλάτων στην επιφάνεια του εδάφους καθιστώντας τα σταδιακά ακατάλληλα για γεωργία. Έτσι, οι περισσότεροι γεωργοί εγκατέλειψαν τις εκτάσεις τους ψάχνοντας διαφορετικούς τρόπους επιβίωσης. Η ερημοποίηση, ανάλογα με τις διαδικασίες που εμπλέκονται στην εξέλιξή της, μπορεί να διαχωριστεί σε φυσική και χημική (Thornes, 1988). Η φυσική ερημοποίηση, η οποία μπορεί να είναι αντιστρεπτή ή και όχι, εμφανίζεται σε επικλινείς περιοχές και είναι συχνά πολύ εκτεταμένη. Ο βασικός επιδρών παράγοντας είναι η διάβρωση του εδάφους ενώ εμφανίζεται κυρίως σε ημίξηρες και ύφυγρες περιοχές. Η ερημοποίηση θεωρείται αντιστρεπτή όταν η υγρασία του εδάφους έχει μειωθεί πέραν του ορίου ανεκτικότητας των υψηλής οικονομικής και περιβαλλοντικής αξίας φυτών, αλλά το βάθος του εδάφους όπου αναπτύσσονται οι ρίζες (ριζόστρωμα) δεν έχει ελαττωθεί περισσότερο από ένα συγκεκριμένο κρίσιμο όριο. Οι μηχανισμοί που είναι υπεύθυνοι σε αυτήν την περίπτωση είναι η διάβρωση του εδάφους και η υποβάθμιση της εδαφικής δομής, οι οποίοι προκαλούν μικρό ρυθμό κατακράτησης του νερού, μεγάλη απορροή και ελαττωμένη βλάστηση. Αντιστρεπτή ερημοποίηση έχουμε επίσης και στην περίπτωση που η υπερβολική βόσκηση έχει προκαλέσει την εισβολή και ανάπτυξη χαμηλής οικονομικής και περιβαλλοντικής αξίας φυτών σε μία περιοχή. Ρηχά εδάφη τύπου Leptosol και λοφώδεις περιοχές επηρεάζονται συχνά από τις διαδικασίες αυτές. Το τελικό στάδιο κατά το οποίο η διάβρωση έχει προκαλέσει μόνιμη ελάττωση του βάθους και της ικανότητας αποθήκευσης νερού ενός εδάφους πέρα από τα όρια που ορίστηκαν για την αντιστρεπτή ερημοποίηση, θεωρείται μη αντιστρεπτό. Πολύ ρηχά ασβεστολιθικά εδάφη τύπου Lithosol και νότιες κλίσεις διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο μη αντιστρεπτής διάβρωσης. (Yassoglou, 1987). Η κύρια διαδικασία (δευτερογενής) χημικής ερημοποίησης είναι η αλάτωση των εδαφών η οποία προκαλείται από την κακή διαχείριση υδάτων σε αρδευόμενες περιοχές. Επηρεάζει κυρίως αλουβιακά εδάφη και δεν είναι τόσο εκτεταμένη στην Ευρώπη, όσο σε ξηρές κυρίως περιοχές. (Yassoglou, 1987). 3. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ 3.1. Διάβρωση Διάβρωση : είναι η περαιτέρω χαλάρωση και μεταφορά σε νέες θέσεις από τον αέρα, το νερό, τον πάγο και τη βαρύτητα των υλικών που έχουν προκύψει από την αποσάθρωση 1 των μαγματικών πετρωμάτων του ανάγλυφου. Είναι μία φυσική διεργασία η οποία πραγματοποιείται συνεχώς σε όλη τη διάρκεια του γεωλογικού χρόνου και είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία του εδάφους (Γεωργιάδης και συνεργ., 2004). Διαφορετικοί τύποι διάβρωσης προκύπτουν από διαφορετικούς συνδυασμούς επιδρώντων παραγόντων και εδαφικών χαρακτηριστικών. Οι παράγοντες πάντως που θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψη στον προσδιορισμό της έκτασης και του τύπου της διάβρωσης είναι ο άνεμος, τα γεωλογικά χαρακτηριστικά, και η επίδραση του νερού, ενώ η επίδραση που θα δεχθεί τελικά ένα έδαφος εξαρτάται κυρίως από τα χαρακτηριστικά του τα οποία καθορίζονται από το μητρικό υλικό δημιουργίας του, ενώ και άλλοι παράγοντες, όπως η περιεκτικότητά του σε οργανική ουσία, επηρεάζουν την τελική μορφή του φαινομένου. Γενικά, η διάβρωση καθορίζεται από το κλίμα, το ποσοστό εδαφοκάλυψης, την τοπογραφία, τον τρόπο χρήσης της γης (δάση, καλλιέργειες, κτίρια), τη διαχείριση της γης (καλλιεργητικές πρακτικές, άρδευση, βόσκηση). 1 Τα μαγματικά πετρώματα μετά την άνοδό τους στην επιφάνεια με τη μορφή μάγματος, υφίστανται σειρά φυσικών, μηχανικών και χημικών επιδράσεων με αποτέλεσμα το θρυμματισμό των πετρωμάτων σε μικρότερα σωματίδια, διαδικασία η οποία είναι γνωστή ως αποσάθρωση. 4

Εξαιτίας των πολλών διαφορετικών παραγόντων που επιδρούν στο φαινόμενο και της πολυπλοκότητας του εδάφους σαν σύστημα, είναι πραγματικά δύσκολη μία συνολική ποσοτικοποίησή της διάβρωσης αν και μετρήσεις έχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται από επιστημονικές ομάδες στην Ευρώπη και παγκοσμίως για τον προσδιορισμό των περιοχών που διατρέχουν κίνδυνο. Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι τα αποτελέσματα των μετρήσεων προέρχονται από διαφορετικές χρονικές στιγμές, υπό διαφορετικές κλιματικές συνθήκες, και με διαφορετικές μεθόδους, μην επιτρέποντας έτσι την αρμονική εξαγωγή συμπερασμάτων. Παρόλα αυτά, σοβαρή προσπάθεια έχει γίνει και μάλιστα τα τελευταία χρόνια γίνεται εκτεταμένα χρήση μοντέλων καταγραφής και πρόγνωσης του φαινομένου με δημιουργία ψηφιακών χαρτών (PESERA, USLE, CORINE, NUTS3, MARS, κλπ.) και τηλεσκοπικής παρακολούθησης των περιοχών που βρίσκονται σε κίνδυνο (DesertWatch).(Eckelmann et al., 2006; ESA, 2007). 3.1.1. Επίδραση φυσικών φαινομένων Τα φυσικά φαινόμενα που επιδρούν στη διάβρωση είναι (Van-Camp et al., 2004): 1. Καταιγίδες. Οι καταιγίδες είναι αιτία απώλειας μεγάλων ποσοτήτων εδαφικής μάζας, οι οποίες παρασύρονται και απομακρύνονται από την αρχική τους θέση. Η επίδραση των καταιγίδων εξαρτάται από το ποσοστό της εδαφοκάλυψης και τις ιδιότητες του εδάφους. Για το λόγο αυτό και έχουν μεγαλύτερη επίδραση στις ημίξηρες και στις ύφυγρες περιοχές. 2. Ξηρασία. Περίοδοι ξηρασίας εμφανίζονται στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής ηπείρου και ιδιαίτερα στις Μεσογειακές χώρες εκθέτοντας τα εδάφη σε υψηλό κίνδυνο διάβρωσης. Η έλλειψη νερού ελαττώνει σημαντικά την ικανότητα των εδαφών να υποστηρίξουν την τοπική βλάστηση με αποτέλεσμα να ελαττώνεται η εδαφοκάλυψη και τα γυμνά εδάφη να υφίστανται εύκολα διάβρωση, η οποία γίνεται εντονότερη εάν μετά από μία περίοδο ξηρασίας ακολουθήσουν δυνατές καταιγίδες, το νερό των οποίων παρασύρει μεγάλες ποσότητες εδάφους. Έμμεση επίδραση της ξηρασίας στο φαινόμενο της διάβρωσης θεωρείται και ο αυξημένος κίνδυνος πυρκαγιών. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί, ότι η ξηρασία αυτή καθ αυτή δεν προκαλεί διάβρωση, μια και ένα καλά διαχειριζόμενο έδαφος δεν θα επηρεαστεί από αυτή, ενώ μετά το τέλος της περιόδου θα μπορέσει να ανακάμψει. 3. Πυρκαγιές. Σε ολόκληρο τον πλανήτη έχουν απομείνει περίπου 13,5 δισεκατομμύρια στρέμματα δασών. Αν και η έκταση αυτή είναι δυο φορές μεγαλύτερη από την Αυστραλία, δεν είναι παρά το 1/5 της αρχικής έκτασης των δασών. Τα τελευταία 30 χρόνια έχουν καταστραφεί παγκοσμίως τροπικά δάση έκτασης μεγαλύτερης αυτής της Ε.Ε. ενώ υπολογίζεται ότι κάθε τριάμισι χρόνια καταστρέφεται δασική περιοχή έκτασης ίσης περίπου με την επιφάνεια της Γαλλίας. Η ύπαρξη δάσους σε μία περιοχή δρα προστατευτικά για το έδαφος, μειώνοντας σημαντικά τον κίνδυνο διάβρωσης. Τα δέντρα μειώνουν την ένταση με την οποία χτυπά το νερό των βροχών/καταιγίδων το έδαφος και το προστατεύει έτσι από το να παρασυρθεί. Επιπλέον το νερό αντί να κυλά και να χάνεται, απορροφάται από το έδαφος και αποθηκεύεται στον υδροφόρο ορίζοντα. Οι πυρκαγιές καταστρέφουν την φυτική κάλυψη καθώς και το επιφανειακό στρώμα του εδάφους τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στην παρεμπόδιση της διάβρωσης από τον αέρα και το νερό. Η φωτιά μπορεί επίσης να προκαλέσει μεταβολές στις φυσικές και χημικές ιδιότητες των εδαφών με αποτέλεσμα τα εδάφη των καμένων περιοχών να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα σε παράγοντες υποβάθμισης. Ο κίνδυνος υποβάθμισης του εδάφους είναι μεγάλος μετά την εκδήλωση της φωτιάς, ενώ ελαττώνεται εκθετικά με το χρόνο καθώς φυτική κάλυψη αρχίζει να εμφανίζεται ξανά. Οι πλημμύρες και οι κατολισθήσεις είναι συχνά φαινόμενα σε περιοχές που βρίσκονται κοντά σε καμένες δασικές εκτάσεις, φαινόμενο γνωστό ως διαδοχή πυρκαγιάς-πλημμύρας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πόλη Ντέβορ στην Καλιφόρνια. Το 2003, στην περιοχή γύρω από την πόλη εκδηλώθηκαν πυρκαγιές οι οποίες κατέκαψαν τα δάση στους γύρω από την πόλη λόφους. Οι αρχές στην προσπάθειά τους να φτάσουν τα πυροσβεστικά οχήματα στον τόπο της πυρκαγιάς κατασκεύασαν δρόμους που ξεκινούσαν από την πόλη και κατέληγαν στα δάση. Το χειμώνα που ακολούθησε τις πυρκαγιές, και μετά από έντονες καταιγίδες, τόνοι λάσπης από τις καμένες εκτάσεις οδηγήθηκαν στην πόλη προκαλώντας θανάτους ανθρώπων και υλικές καταστροφές. Η λάσπη οδηγήθηκε στην πόλη ακολουθώντας τους δρόμους που είχαν 5

κατασκευαστεί για την πυρόσβεση, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι η σωστή και προνοητική αντιμετώπιση καταστροφικών φαινομένων μπορεί να είναι σωτήρια και αποτρεπτική για μελλοντικά δυνητικώς καταστροφικά φαινόμενα (Discovery Channel, 2008). 4. Πλημμύρες. Επηρεάζουν κυρίως τις περιοχές που βρίσκονται στο ίδιο ή χαμηλότερο επίπεδο από τη θάλασσα. Ο όγκος του νερού από τις καταιγίδες δεν μπορεί να απορροφηθεί και παρουσιάζεται μειωμένη ικανότητα του φυσικού περιβάλλοντος να δράσει ως προστατευτικό μέσο (αμμόλοφοι, βάλτοι, κλπ). Μεγάλες εκτάσεις και εκατομμύρια άνθρωποι επηρεάζονται από αυτού του είδους τη διάβρωση, γνωστή ως παράκτια διάβρωση-coastal erosion. Οι πλημμύρες, όπως και οι κατολισθήσεις αποτελούν κίνδυνο για εδάφη που αποτυγχάνουν να διεκπεραιώσουν το ρόλο τους στον έλεγχο του κύκλου του νερού σαν αποτέλεσμα της συμπίεσης και της σφράγισης που έχουν υποστεί. 5. Ανύψωση της στάθμης της θάλασσας. Οι κλιματικές αλλαγές, περιλαμβανομένης και της ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας, και ο αυξανόμενος αριθμός έντονων καταιγίδων αναμένεται ότι θα επηρεάσει σημαντικά την εξέλιξη της παράκτιας διάβρωσης καθώς είναι δύσκολη/αδύνατη η προσαρμογή των περιοχών αυτών στις επιφερόμενες μεταβολές με αποτέλεσμα την καταστροφή και κατάρρευση του εδαφικού συστήματός τους. 6. Παρόχθια διάβρωση. Το φαινόμενο (bank erosion) εμφανίζεται σε περιοχές δίπλα σε λίμνες και σε όχθες ποταμών. Έντονες βροχοπτώσεις προκαλούν την ανύψωση της στάθμης των ποταμών και των λιμνών και την αύξηση της ταχύτητας του νερού, το οποίο στην κίνησή του παρασύρει όγκους χώματος από τις περιοχές δίπλα στις όχθες προκαλώντας κατολισθήσεις. Σε περιόδους με φυσιολογική ροή του νερού η διάβρωση περιορίζεται κατά μήκος της όχθης. 7. Ανεμοθύελλες. Έχουν άμεση επίδραση αυξάνοντας τον κίνδυνο διάβρωσης αλλά κυρίως σε εδάφη η διαχείριση των οποίων επέδρασε αρνητικά στη διατήρηση των ιδιοτήτων τους. (α) (β) Εικόνα 1. Παρόχθια διάβρωση (α) και διάβρωση από πλημμύρα (β). (Van-Camp et al., 2004) 3.1.2. Ανθρωπογενείς επιδράσεις Από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους του εκάστοτε περιβάλλοντός του εμφανίστηκαν και άλλοι παράγοντες, πέραν τον φυσικών, οι οποίοι επιδρούν και καθορίζουν την έκταση και τη μορφή του φαινομένου. Η διάβρωση επιτείνεται από την απογύμνωση εκτάσεων από τη φυσική χλωρίδα για καλλιεργητικούς σκοπούς, από την υπερβολική βόσκηση και τις έμμεσες προκαλούμενες μεταβολές στην εδαφοκάλυψη, από τις πυρκαγιές αλλά και τις ελεγχόμενες φωτιές στις καλλιεργούμενες εκτάσεις ή τους βοσκότοπους. 6

Οι προκαλούμενες μεταβολές στην εδαφοκάλυψη επιτρέπουν την ευκολότερη επίδραση των φυσικών διαβρωτικών δυνάμεων και την απώλεια του εδάφους με πολύ ταχύτερους ρυθμούς από αυτούς που αποδεδειγμένα έχουν οι διαδικασίες σχηματισμού του. Οποιαδήποτε απώλεια εδάφους μεγαλύτερη από 1 τόνο/εκτάριο/χρόνο σε διάρκεια χρόνου από 50-100 χρόνια θεωρείται ως μη αντιστρεπτή για το οικοσύστημα που την υφίσταται (Gobin et al., 2002). Οι καλλιεργητικές πρακτικές επηρεάζουν σημαντικά τη διάβρωση του εδάφους. Οι απαιτήσεις για παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων τροφής αλλά και μεγαλύτερο οικονομικό όφελος οδήγησαν σε εντατικοποιημένη γεωργία με χρήση μεγαλύτερων εκτάσεων γης, πιο σύγχρονων και βαρύτερων μηχανημάτων η χρήση των οποίων αποδείχθηκε εξαιρετικά αποδοτική αλλά συγχρόνως προκάλεσε μεγαλύτερης έκτασης συμπίεση στα εδάφη, στη χρήση φυτοφαρμάκων και ανόργανων συνθετικών λιπασμάτων τα οποία αντικατέστησαν τη χρήση της παραδοσιακής κοπριάς ή κομπόστ κάθε είδους η χρήση των οποίων εκτός από περιβαλλοντικά φιλικά εξασφάλιζε και προσθήκη οργανικής ουσίας στο έδαφος, στην καλλιέργεια ποικιλιών με το μεγαλύτερο αναμενόμενο οικονομικό όφελος οι οποίες πολλές φορές δεν ήταν γηγενείς με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πρακτικές εχθρικές προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του τοπικού εδάφους, όπως για παράδειγμα η καλλιέργεια καλαμποκιού και πατάτας η οποία απαιτεί κατανάλωση νερού και δημιουργία αρδευτικού συστήματος, στην καλλιέργεια ποικιλιών με μικρή εδαφική κάλυψη όπως ελιές και σταφύλια, στη χρήση αρδευτικών συστημάτων τα οποία κατά κύριο λόγο είναι μη κατάλληλα και σωστά προσαρμοσμένα για τις περιοχές που προορίζονται ιδιαιτέρα όταν αυτές περιλαμβάνουν επικλινή εδάφη. Όλες αυτές οι πρακτικές οδήγησαν σε σημαντική υποβάθμιση του εδάφους με σημαντική μείωση της ικανότητας συγκράτησης νερού, της διηθητικότητας του, μεταβολή των χημικών και βιολογικών ιδιοτήτων, ελάττωση της συνοχής του με αποτέλεσμα να είναι ευκολότερη η παράσυρσή του με τον αέρα ή η ακόμα ευκολότερη απομάκρυνση του με το νερό της βροχής. Η εντατική γεωργία έχει άλλωστε άμεσα συνδεθεί με κίνδυνο διάβρωσης λόγω της βροχής (Gobin et al., 2002). (α) (β) Εικόνα 2. Δημιουργία σύννεφου εδαφικής σκόνης κατά τη διαδικασία όργωσης (α) (Riksen et al., 2002) και διάβρωση από τον άνεμο (β). (Schäfer et al., 2003) Η χρήση μεγάλων, ενιαίων εκτάσεων είχε σαν αποτέλεσμα την εξαφάνιση των παλιών προστατευτικών ζωνών και των διαχωριστικών τοίχων ανάμεσα στα χωράφια τα οποία δρούσαν προστατευτικά στην διαβρωτική επίδραση του ανέμου αλλά και του νερού. Οι σύγχρονες απαιτήσεις της γεωργίας οδήγησαν (και οδηγούν) στην αναδιαμόρφωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιηθούν μεγάλα γεωργικά μηχανήματα αλλά και να συμπεριληφθούν δραστηριότητες συλλογής, κατεργασίας και αποθήκευσης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλοι όγκοι εδάφους να απομακρυνθούν. Η μορφή αυτή διάβρωσης, γνωστή ως «καλλιεργητική διάβρωση» (tillage erosion) είναι ιδιαιτέρως σημαντική και απειλητική μιας και αρκετά συχνά μπορεί να προκαλέσει ρυθμό διάβρωσης μεγαλύτερο από 500 τόνους/εκτάριο/χρόνο. 7

Η εγκατάλειψη εκτάσεων καλλιεργητικά ασύμφορων ή μετά από μακροχρόνια εκμετάλλευσή τους όταν το όφελος παύει να είναι το προσδοκώμενο, ή ακόμα και λόγω εσωτερικής μετανάστευσης προς αστικές περιοχές, ακολουθείται από διαδικασίες που εξαρτώνται από την κατάσταση των εγκαταλελειμμένων εκτάσεων, τη γεωμορφολογία τους και το κλίμα της περιοχής. Ένα ποσοστό περίπου 40% κάλυψης του εδάφους με βλάστηση θεωρείται κρίσιμο για την εμφάνιση φαινομένων διάβρωσης (Thornes, 1988). Ποσοστό βλάστησης μικρότερο του 40% είναι παράμετρος που προκαλεί επιτάχυνση της διάβρωσης ενώ ποσοστό μεγαλύτερο θεωρείται ότι δρα προστατευτικά ενάντια στη διάβρωση. Το βάθος του εδάφους είναι ένας επίσης σημαντικός παράγοντας με κρίσιμη τιμή τα 25-30cm. Εδάφη με μικρότερο βάθος δεν μπορούν να υποστηρίξουν τη φυσική βλάστηση και συνεπώς η διάβρωση είναι εκτεταμένη στις περιοχές αυτές (Kosmas et al., 2000). Οι τρόποι που ασκούνται η δασοκομία και η υλοτομία επηρεάζουν επίσης τα φαινόμενα διάβρωσης του εδάφους. Υπολογίζεται ότι μόνο το 9% των δασών και των δασικών εκτάσεων που χρησιμοποιούνται για αυτές τις δραστηριότητες είναι ικανά να δράσουν προστατευτικά για το έδαφος, το νερό και το οικοσύστημα γενικά (EEA, 2003). Συχνά, κυρίως στις Μεσογειακές χώρες, γίνεται φύτευση σε εγκαταλελειμμένες περιοχές με χαμηλά υψόμετρα. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη αυτών των δασικών εκτάσεων δεν εγγυάται απαραίτητα τον περιορισμό της διάβρωσης, αντίθετα συχνά συνεισφέρει θετικά στην εξέλιξη του. Έτσι, φύτευση σε περιοχές με μεγάλες κλίσεις επιτείνουν το φαινόμενο των κατολισθήσεων, ενώ η όργωση πριν τη φύτευση αυξάνει τον κίνδυνο διάβρωσης εάν δε ληφθούν προφυλακτικά μέτρα όπως για παράδειγμα χρήση ειδικών εδαφικών υποστηριγμάτων ή η διατήρηση ενός στρώματος φυτικών υπολειμμάτων στα επιφανειακά εδαφικά στρώματα. Επιπλέον η δημιουργία δρόμων μέσα στις δασικές εκτάσεις παρέχει μονοπάτια διαφυγής του χώματος μαζί με τα νερά της βροχής. Σε πολλές περιπτώσεις, υπολογίζεται ότι η ύπαρξη δρόμων αυξάνει έως και 90% τα φαινόμενα διάβρωσης. Σωστός σχεδιασμός δικτύου δρόμων με πρόβλεψη κατασκευής δικτύου καναλιών διαφυγής του νερού και συστήματος συγκράτησης του εδάφους μπορούν να ελαττώσουν σημαντικά τον κίνδυνο απώλειας του εδάφους. Η αύξηση του πληθυσμού και η χρήση γης για την ανάπτυξη πόλεων και την κατασκευή έργων υποδομής επηρεάζει επίσης την έκταση του φαινόμενου καθώς οι δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνουν συχνά την απομάκρυνση μεγάλων εδαφικών όγκων και την τοποθέτησή τους σε άλλες περιοχές, την αύξηση της συμπίεσης του εδάφους λόγω του μεγάλου βάρους των κατασκευών αλλά κυρίως τη χρήση εδαφών που ενδείκνυνται λόγω ιδιοτήτων για καλλιέργεια με αποτέλεσμα λιγότερο γόνιμα εδάφη να παραμένουν ελεύθερα και διαθέσιμα για γεωργικές δραστηριότητες, η καλλιέργεια των οποίων όμως απαιτεί χρήση πιο δραστικών μεθόδων για αύξηση της παραγωγής. Οι περισσότερες από τις μεγάλες πόλεις είναι κτισμένες κατά μήκος της ακτογραμμής, ιδιαίτερα στις Μεσογειακές χώρες όπου η ανάπτυξη των πόλεων και του τουρισμού συναγωνίζονται τη γεωργία για χρήση επίπεδων εκτάσεων κοντά σε υδάτινους πόρους και σε οδικό δίκτυο. Η επικράτηση των πόλεων σε παραγωγικές εκτάσεις ανάγκασε τους καλλιεργητές γης να χρησιμοποιούν εκτάσεις λιγότερο πρόσφορες και με μεγαλύτερες κλίσεις, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο διάβρωσης (Christensen and Perdigao, 2000). Ο τουρισμός, όπως αναφέρθηκε, είναι ένας ακόμα αρνητικός παράγοντας εξαιτίας της δημιουργίας υποδομών σε περιοχές κυρίως κοντά στις ακτογραμμές ή τα δέλτα ποταμών όπου τα εδάφη έχουν μεγαλύτερο βάθος και ενδείκνυνται για καλλιέργεια καθώς και λόγω της εγκατάλειψης γεωργικών περιοχών από τους κατόχους τους προκειμένου να ασχοληθούν με πιο επικερδείς τουριστικές δραστηριότητες. Ο κίνδυνος διάβρωσης αυξάνει πολύ στις περιοχές με μεγάλο υψόμετρο, οι οποίες ούτως ή άλλως είναι περισσότερο εκτεθειμένες στη φυσική διάβρωση, στις οποίες δημιουργούνται υποδομές για σκι και άλλα χειμερινά σπορ. Προκειμένου να κατασκευαστούν χιονοδρομικές πίστες και ασανσέρ που μεταφέρουν τους τουρίστες από τη μία χιονοδρομική πίστα στην άλλη, απαιτείται κόψιμο δένδρων και απομάκρυνση μεγάλου ποσοστού της τοπικής βλάστησης. Επιπλέον, η συνεχιζόμενη για πολλά χρόνια χρήση των ίδιων δρόμων από τους σκιέρ προκαλούν τη σχεδόν ολική καταστροφή του ανώτερου εδαφικού στρώματος. Η αρνητική επίδραση του τουρισμού μπορεί να φανεί στο παράδειγμα των Άλπεων όπου η διάβρωση του εδάφους έχει αυξηθεί σημαντικά εξαιτίας της ελάττωσης της εδαφοκάλυψης η οποία προκαλείται από την καταστροφική επίδραση των αέριων εκπομπών των οχημάτων των τουριστών στην τοπική βλάστηση (Marin-Yaseli and Martinez, 2003). 8

Στις Εικόνες 3 και 4 παρουσιάζονται χαρακτηριστικές περιπτώσεις διάβρωσης εδαφών από το νερό και το χιόνι, η διαχείριση των οποίων δεν ήταν κατάλληλη να διατηρήσει τις ιδιότητες εκείνες του εδάφους που θα δρούσαν προστατευτικά στα διαβρωτικά φαινόμενα (Van-Camp et al., 2004). Ο τύπος της διάβρωσης που εμφανίζεται στην Εικόνα 3 (αυλακώδης διάβρωση- rill erosion) εμφανίζεται σε εδάφη με μειωμένο έλεγχο απορροής των υδάτων σαν αποτέλεσμα μειωμένης διηθητικότητας. Το νερό στην κίνησή του σχηματίζει κανάλια και χαντάκια προκαλώντας μία από τις πιο επικίνδυνες μορφές εδαφικής διάβρωσης. (α) (β) Εικόνα 3. Αυλακώδης διάβρωση εδαφών εξαιτίας απορροής υδάτων σε εδάφη της Ουγγαρίας (α) και της Αγγλίας (β) (Van-Camp et al., 2004). (α) (β) Εικόνα 4. Χαραδρώδης διάβρωση στην Ισπανία (α) και διάβρωση λόγω λιώσιμο των χιονιών (β) (Van- Camp et al., 2004). Στην Εικόνα 4α παρουσιάζεται η δημιουργία μεγάλου ρήγματος σε περιοχή της Ισπανίας όπου καλλιεργούνται επί πολλά χρόνια ελιές (χαραδρώδης διάβρωση-gully erosion). Τέτοιου είδους διάβρωση προκαλείται κυρίως σε περιοχές με ανώμαλο ανάγλυφο (απόκρημνες) από τα νερά δυνατών βροχοπτώσεων/καταιγίδων και η καταστροφή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κλασικές γεωργικές 9

πρακτικές, όπως όργωση η οποία θα μπορούσε να αποκαταστήσει μερικώς την περίπτωση της διάβρωσης που παρουσιάστηκε στην Εικόνα 3. Το φαινόμενο εξελίσσεται με το χρόνο οπότε και δημιουργείται σύμπλεγμα ρηγμάτων. Στην Εικόνα 4β παρουσιάζεται διάβρωση που οφείλεται στο λιώσιμο του χιονιού (showmelt erosion), περίπτωση ιδιαίτερα επικίνδυνη για τις Βόρειες Ευρωπαϊκές χώρες. Στις περιοχές αυτές τα εδάφη είναι παγωμένα την περίοδο του χειμώνα και συνεπώς χαρακτηρίζονται από μειωμένη διηθητικότητα. Ο κίνδυνος λοιπόν διάβρωσης είναι μεγάλος όταν, κατά το τέλος του χειμώνα/αρχή της άνοιξης, τα χιόνια λιώνουν και η απορροή των νερών είναι μεγάλη. Στη Νορβηγία, για παράδειγμα, ο κίνδυνος τέτοιου είδους διάβρωσης είναι μεγάλος σε περιοχές που καλλιεργούνται εντατικά σιτηρά διότι η φθινοπωρινή όργωση αφήνει το έδαφος απροστάτευτο στις έντονες βροχοπτώσεις της περιόδου και στα χιόνια του χειμώνα (Lundekvam et al., 2003). Ο συνδυασμός έντονης βροχόπτωσης, παγωμένου υπεδάφους και κορεσμένης εδαφικής επιφάνειας με μειωμένες ικανότητες αντοχής, μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε μεγάλη διάβρωση του τύπου της Εικόνας 4α (Øygarden, 2003). 3.1.3. Η κατάσταση στην Ευρώπη Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, 115 εκατομμύρια εκτάρια, δηλαδή ποσοστό 12% της συνολικής επιφάνειας της Ευρώπης επηρεάζονται από φαινόμενα υδατογενούς διάβρωσης, ενώ 42 εκατομμύρια εκτάρια υφίστανται αιολική διάβρωση, το 2% των οποίων θεωρείται ότι βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση. Στον Πίνακα 1 δίνονται οι τύποι διάβρωσης που παρατηρούνται στις χώρες της Ευρώπης. Απώλειες από 20 έως 40τόνους χώματος/εκτάριο κατά τη διάρκεια καταιγίδων παρατηρούνται στην Ευρώπη μία φορά κάθε δύο ή τρία χρόνια, απώλειες που μπορούν να φτάσουν και τους 100τόνους χώματος/εκτάριο σε ακραία φαινόμενα (Morgan, 1995). Ειδικά οι περιοχές της Μεσογείου είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στο φαινόμενο της διάβρωσης, κυρίως εξαιτίας των ιδιαίτερων κλιματικών και μορφολογικών/τοπογραφικών χαρακτηριστικών τους (Εικόνα 5). Έντονες και συνεχείς βροχοπτώσεις ακολουθούν συχνά μεγάλες περιόδους ξηρασίας, στη διάρκεια των οποίων εκδηλώνονται και πολλές πυρκαγιές, φαινόμενα τα οποία συνδυαζόμενα με τις μεγάλες κλίσεις της περιοχής, το ανώμαλο ανάγλυφο και την ύπαρξη μη ανθεκτικών τύπων εδαφών οδηγούν σε εκτεταμένη διάβρωση από το νερό και τον άνεμο. Τέτοια φαινόμενα και τοπογραφία δεν συνδυάζονται στις άλλες, βορειότερες περιοχές της Ευρώπης, όπου η βροχή είναι συχνό φαινόμενο καθ όλη τη διάρκεια του έτους και πέφτει σε εδάφη με μικρότερες κλίσεις. Σε ορισμένες περιοχές των Μεσογειακών κρατών η διάβρωση είναι πλέον μη αντιστρεπτή και θεωρείται ότι η εξέλιξή της έχει σταματήσει, απλά γιατί δεν υπάρχει πλέον χώμα! (Yassoglou et al., 1998). Όσον αφορά τη συμπίεση του εδάφους, η οποία δευτερογενώς εννοεί φαινόμενα διάβρωσης, υπολογίζεται ότι περίπου το 36% του ευρωπαϊκού υπεδάφους κινδυνεύει από υψηλή έως πολύ υψηλή συμπίεση. Υπάρχουν και υπολογισμοί σύμφωνα με τους οποίους 32% των εδαφών είναι ιδιαζόντως ευπαθή ενώ 18% των εδαφών έχουν μετρίως επηρεαστεί. Για τις κατολισθήσεις οι οποίες ως επί το πλείστον παρατηρούνται συχνότερα σε περιοχές με ιδιαζόντως διαβρώσιμα εδάφη, με πηλώδες υπέδαφος, απότομες υπώρειες, έντονες και υψηλές βροχοπτώσεις, και σε εγκαταλελειμμένες περιοχές, δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα δεδομένα σχετικά με την συνολική έκταση που αφορά το φαινόμενο των κατολισθήσεων στην ΕΕ. Η έκταση που έχει κατά μέσο όρο σφραγιστεί, δηλαδή η επιφάνεια του εδάφους που καλύπτεται από αδιάβροχα υλικά, ανέρχεται σε 9%, περίπου, του εδάφους των κρατών μελών. Την περίοδο 1990-2000, το εμβαδόν των σφραγισμένων εδαφών στην ΕΕ15 αυξήθηκε κατά 6%, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να αυξάνει η ζήτηση για νέες κατασκευές, λόγω της αύξησης των αστικών κέντρων, και για νέες μεταφορικές υποδομές (Van-Camp et al., 2004). 10

Πίνακας 1. Τύποι διάβρωσης στις Ευρωπαϊκές χώρες (Van-Camp et al., 2004) Χώρα 2 1 Αλβανία ΧΧ ΧΧ Χ ΧΧ Χ ΧΧ? ΧΧ Χ Χ Αυστρία ΧΧ Χ ΧΧ ΧΧ Χ Ν? ΧΧ Ν Ν Βέλγιο ΧΧ Χ Ν Χ Χ Ν Χ Χ Ν Χ Βοσνία-Ερζεγοβίνη ΧΧ ΧΧ Χ ΧΧ Χ Χ Χ Χ Χ Ν Βουλγαρία ΧΧ ΧΧ ΧΧ Χ Χ Χ Χ Χ? Ν Γαλλία ΧΧΧ ΧΧ ΧΧ ΧΧ Χ Χ ΧΧ Χ Χ Γερμανία ΧΧ Χ Χ Χ Χ? ΧΧ ΧΧ Χ Ν Δανία ΧΧΧ Χ Ν Χ Χ Ν ΧΧ? Ν Χ Εσθονία ΧΧ Ν Ν?? Χ Χ Ν Ν? Ελλάδα Χ ΧΧΧ Χ ΧΧ Χ ΧΧ Χ Χ Χ Χ Ελβετία Χ Χ ΧΧΧ ΧΧ? Χ? ΧΧ Ν Ν Ηνωμένο Βασίλειο ΧΧ Χ Χ ΧΧ Χ ΧΧ Χ Χ Χ Χ Ισλανδία Χ ΧΧ ΧΧΧ ΧΧ Ν Ν Χ ΧΧ Ν Χ Ιρλανδία Χ Ν Ν ΧΧ Χ ΧΧ Ν Ν Ν Χ Ιταλία ΧΧΧ ΧΧ Χ Χ ΧΧ? Χ ΧΧ Χ Χ Ισπανία ΧΧ ΧΧΧ Χ Χ Χ Χ Χ ΧΧ Χ Χ Κροατία ΧΧ ΧΧ Χ ΧΧ ΧΧ Χ Χ ΧΧ Χ Χ Κύπρος ΧΧ ΧΧ Χ Χ ΧΧ?? Χ Χ Χ Λετονία ΧΧ Ν Ν?? Χ? Ν Ν Χ Λιθουανία ΧΧ Ν Ν?? Χ? Ν Ν? Λουξεμβούργο Χ Ν Ν Χ Ν Ν Ν?? Ν Μάλτα Χ ΧΧ Ν Ν Ν Χ Ν Χ Χ Χ Μαυροβούνιο ΧΧ ΧΧ Χ ΧΧ Χ ΧΧ? Χ Χ Χ Νορβηγία Χ Χ ΧΧΧ Χ Ν Χ Χ ΧΧ Ν Χ Ολλανδία Χ Ν Ν? Ν? Χ Ν Ν? Ουγγαρία ΧΧ ΧΧ Χ Χ ΧΧ Χ Χ Χ Ν Ν Πολωνία ΧΧ Χ Χ Χ?? ΧΧ ΧΧ Ν Ν Πορτογαλία ΧΧ ΧΧΧ Ν Χ Χ?? Χ?? Ρουμανία ΧΧ ΧΧ Χ ΧΧ Χ Χ? Χ? Ν Σερβία ΧΧ ΧΧ Χ ΧΧ Χ Χ Χ Χ Χ Ν Σλοβακία ΧΧ Χ? Χ??? Χ? Ν Σλοβενία ΧΧ ΧΧ Χ Χ ΧΧ?? ΧΧ Χ Ν Σουηδία Χ ΧΧ Χ ΧΧ Ν Χ Χ ΧΧΧ Χ ΧΧ Τσεχία ΧΧΧ Χ Χ Χ Χ?? Χ? Ν Φιλανδία Χ Ν ΧΧ Χ? Χ Ν Ν Ν Ν FYROM ΧΧ ΧΧ Χ ΧΧ Χ Χ? Χ Χ Ν 1: Αυλακώδης διάβρωση; 2: Χαραδρώδης διάβρωση; 3: Λιώσιμο χιονιών; 4: Παρόχθια διάβρωση 5: Καλλιεργητικές πρακτικές; 6: Βόσκηση; 7: Άνεμος; 8: Κατολισθήσεις; 9: Υπόγεια ύδατα; 10: Παράκτια διάβρωση ΧXX : Κύρια, ΧX : Πολύ Σημαντική, X : Σημαντική, Ν: δεν βρέθηκε,? : Άγνωστη 11

Εικόνα 5. Δυνητικός κίνδυνος διάβρωσης του εδάφους στις Μεσογειακές Ευρωπαϊκές χώρες (α) και πραγματικός κίνδυνος διάβρωσης (β) όπως έχουν υπολογιστεί με χρήση του υπολογιστικού μοντέλου CORINE. (Corine, 1992). 3.2. Υποβάθμιση/ελάττωση της Οργανικής ύλης Όλοι οι τύποι εδαφών περιέχουν ποσότητες οργανικής ύλης η οποία προέρχεται από πρόσφατα φυτικά και ζωικά υπολείμματα, από ουσίες που προέκυψαν από τη διάσπαση των υπολειμμάτων αυτών αλλά και τη σύνθεση άλλων οργανικών ενώσεων με πρώτες ύλες τα προϊόντα της διάσπασης αυτής. Η διάσπαση των οργανικών ουσιών σε απλούστερες ενώσεις και η σύνθεση νέων οργανικών ενώσεων αποδίδεται στους μικροοργανισμούς του εδάφους. Η περιεκτικότητα ενός καλά στραγγιζόμενου ανόργανου εδάφους κυμαίνεται από 1% έως 6%, και αντίθετα με τη μικρή αυτή περιεκτικότητα, η επίδραση της οργανική ύλης στις ιδιότητες του εδάφους και κατ επέκταση στη γονιμότητά του είναι πολύ σημαντική και μεγάλη. Εκτός από τα φυτικά και ζωικά υπολείμματα και τα προϊόντα διάσπασης αυτών, στην οργανική ύλη του εδάφους περιλαμβάνονται και πιο σύνθετες ενώσεις οι οποίες αποδομούνται πιο δύσκολα. Το κλάσμα αυτό της οργανικής ουσίας ονομάζεται χούμος, έχει διάμετρο σωματιδίων μέσα στα όρια της περιοχής των κολλοειδών ενώ ακόμα και μικρή περιεκτικότητα ενός εδάφους σε χούμο αυξάνει κατά πολύ τη γονιμότητά του και την ικανότητά του για συγκράτηση νερού. Οι οργανικές ουσίες δεσμεύουν ανόργανα συστατικά και τα αποδίδουν στα φυτά κατά την ανάπτυξή τους, αυξάνουν την ικανότητα συγκράτησης νερού από το έδαφος, τη διηθητικότητά του, αποτελούν σημαντική πηγή φωσφόρου, αζώτου και θείου, ενώ είναι και η κύρια πηγή ενέργειας για τους μικροοργανισμούς του εδάφους. (Brady, 1990). Περίπου το 45% των ευρωπαϊκών εδαφών χαρακτηρίζονται από χαμηλή ή ιδιαζόντως χαμηλή συγκέντρωση οργανικής ύλης (ήτοι 0-2% οργανικό άνθρακα) ενώ το 45% είναι μέσης περιεκτικότητας ως προς τον άνθρακα (ήτοι 2-6% οργανικού άνθρακα). Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα αισθητό στις νότιες χώρες, αλλά και σε μέρη της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Σουηδίας. Οι παράγοντες που επιδρούν στην περιεκτικότητα ενός εδάφους σε οργανική ύλη μπορεί να είναι φυσικοί ή ανθρωπογενείς. 12

Οι πιο σημαντικοί φυσικοί παράγοντες είναι : - Το κλίμα. Ιδιαίτερη επίδραση έχουν η θερμοκρασία και η συχνότητα/ένταση βροχοπτώσεων. Έτσι η οργανική ύλη αυξάνεται όσο κινούμαστε από θερμές προς τις ψυχρότερες περιοχές διότι η διαδικασία της αποσύνθεσης της οργανικής ύλης ευνοείται και επιταχύνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας (αύξηση του ρυθμού αποσύνθεσης κατά 2 ή 3 φορές για κάθε 10 βαθμούς αύξηση θερμοκρασίας, Buckman και Brady, 1960). Η υγρασία του εδάφους των περιοχών μέσης και χαμηλής έντασης βροχοπτώσεων έχει επίσης θετική επίδραση στην διατήρηση και αύξηση της οργανικής ουσίας του εδάφους, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι επιταχύνεται η δράση των μικροοργανισμών. Έντονες βροχοπτώσεις οδηγούν σε οξίνιση των εδαφών λόγω έκπλυσης στοιχείων από το έδαφος και περιορισμό της δραστηριότητας των μικροοργανισμών σε χαμηλές τιμές ph. - Οι ιδιότητες του εδάφους. Η περιεκτικότητα σε οργανική ύλη εξαρτάται από την κοκκομετρική (μηχανική) σύσταση του εδάφους. Έτσι, ένα αμμώδες έδαφος (sandy) περιέχει λιγότερη οργανική ουσία από ένα έδαφος αργιλώδες (clay) ή πηλώδες (loam) επειδή στο αμμώδες έδαφος, εξαιτίας της μικρότερης υγρασίας και του καλύτερου αερισμού, ευνοούνται οι διαδικασίες οξείδωσης της οργανικής ύλης. Γενικά τα κακώς στραγγιζόμενα εδάφη έχουν μεγαλύτερη υγρασία και δυσκολότερο αερισμό. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα εδάφη αυτά να έχουν μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε οργανική ύλη σε σχέση με εδάφη καλά στραγγιζόμενα. Επειδή η δραστηριότητα των μικροοργανισμών εξαρτάται και από το ph, οποιαδήποτε δραστηριότητα μεταβάλλει το ph ενός εδάφους επιδρά συγχρόνως και στην περιεκτικότητά σε οργανική ουσία. Έτσι, για παράδειγμα, η προσθήκη αλκαλικών μέσων (πχ. ασβέστωση) επιδρά αρνητικά προκαλώντας την καταστροφή της οργανικής ύλης με ταυτόχρονη αύξηση της έκλυσης CO 2 στην ατμόσφαιρα, απελευθέρωση των συγκρατούμενων από την οργανική ουσία P, N, S και τη δέσμευσή τους από ανόργανα συστατικά του εδάφους (mineralization) (Jones et al., 2004). - Εδαφοκάλυψη. Το ποσοστό εδαφοκάλυψης είναι σημαντικός παράγοντας τροφοδότησης του εδάφους με οργανικά συστατικά και συνεπώς όταν η βλάστηση μιας περιοχής είναι αραιή αναμένεται η περιεκτικότητα των εδαφών σε οργανική ύλη να είναι περιορισμένη (Jones et al., 2004). - Τοπογραφία, διάβρωση. Με δεδομένο ότι η οργανική ουσία εντοπίζεται, στο μεγαλύτερο ποσοστό της, στα ανώτερα 30cm του εδάφους, η διάβρωση (φυσική) από τον αέρα και το νερό έχει αρνητική επίδραση στην περιεκτικότητα σε οργανική ουσία διότι η διαδικασία αυτή απομακρύνει κυρίως το επιφανειακό εδαφικό στρώμα. Από την άποψη αυτή όλοι οι τοπογραφικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη φυσική διάβρωση (ανάγλυφο, ύπαρξη ποταμιών, κλπ) αναμένεται να επιδρούν και στην περιεκτικότητα των εδαφών σε οργανική ουσία (Jones et al., 2004). Οι πιο σημαντικοί ανθρωπογενείς παράγοντες είναι οι καλλιεργητικές πρακτικές που ακολουθούνται σε μια περιοχή, η διαχείριση του εδάφους, η έκταση της υποβάθμισης που έχει υποστεί το έδαφος, η μετατροπή λιβαδιών, δασών και περιοχών με φυσική βλάστηση σε γεωργικές περιοχές, η υπερβολική βόσκηση, οι πυρκαγιές, κλπ. Οι ακολουθούμενες καλλιεργητικές πρακτικές έχουν πολύ σημαντική επίδραση στην περιεκτικότητα και την ποιότητα της οργανικής ουσίας του εδάφους. Έτσι, κατά τη διάρκεια συνηθισμένων γεωργικών εργασιών, όπως όργωση, δημιουργία αυλακιών, σκάψιμο, κλπ., τα συσσωματώματα του εδάφους διαταράσσονται και σταδιακά καταστρέφονται, εκθέτοντας νέες επιφάνειες των σωματιδίων (μεγάλο ποσοστό των οποίων διαθέτουν οργανικό κάλυμμα ή περιέχουν δεσμευμένες οργανικές ενώσεις) στις περιβαλλοντικές συνθήκες επιταχύνοντας τη διαδικασία αποσύνθεσης της οργανικής ύλης και κυρίως των πιο ευκίνητων μορφών της (αμινοξέα, σάκχαρα, κλπ) οι οποίες παίζουν σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση της εδαφική δομής.. Στο τέλος απομένει στο έδαφος ένα μέρος της οργανικής ουσίας (υπολειμματική οργανική ουσία) η οποία είναι λιγότερη ευκίνητη, λιγότερη διαθέσιμη και συνεπώς λιγότερη αποτελεσματική στη σταθεροποίηση της εδαφικής δομής. Εάν ένα τέτοιο σύστημα δεν τροφοδοτηθεί εκ νέου με οργανική ουσία τότε θεωρείται ότι βρίσκεται σε στάδιο υποβάθμισης (World Bank, 1993). Θετικά στην υποβάθμιση της οργανικής ουσίας του εδάφους δρουν επίσης η καλλιέργεια επί σειρά ετών της ίδια ποικιλίας και η μη τήρηση χρόνων αγρανάπαυσης ανάμεσα στις καλλιεργητικές περιόδους. 13

Εδάφη που έχουν υποστεί μεταβολές στην περιεκτικότητά τους σε οργανική ύλη και βρίσκονται σε υγρές ή ύφυγρες περιοχές είναι πολύ πιο εύκολο να ανακάμψουν σε σχέση με εδάφη σε πιο ξηρές πιο περιοχές, όπως στις Μεσογειακές χώρες (Martinez-Mena et al., 2002). Γενικά, η ελάττωση της περιεκτικότητας ενός εδάφους σε οργανική ουσία είναι ένας αρχικό σημάδι ερημοποίησης μια και αυτή σχετίζεται κυρίως με τη γονιμότητα των εδαφών. Πάντως θα πρέπει να τονιστεί ότι στην περίπτωση της οργανικής ουσίας του εδάφους δεν είναι εύκολο να οριστούν όρια στην περιεκτικότητα, πέρα από τα οποία θα μπορούσε ένα έδαφος να κατηγοριοποιηθεί σαν υποβαθμισμένο ή μη. Υπάρχουν για παράδειγμα εδάφη με μικρή φυσική περιεκτικότητα σε οργανική ουσία τα οποία όμως δεν εμφανίζουν τάση περαιτέρω μείωσής της, ενώ αντίθετα υπάρχουν εδάφη με μέση περιεκτικότητα τα οποία όμως εμφανίζουν τάση μείωσής της. Για το λόγο αυτό πολλοί επιστήμονες έχουν προτείνει ότι καλύτερη περιγραφή της κατάστασης θα είχαμε εάν δημιουργούνταν τοπικά όρια λαμβάνοντας υπόψη τiς κλιματικές συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής (Eckelmann et al., 2004). 3.3. Αλάτωση Η αλάτωση οφείλεται στη συσσώρευση διαλυτών αλάτων, κυρίως νατρίου, μαγνησίου και ασβεστίου σε τέτοιο ποσοστό που επηρεάζουν αρνητικά τη γονιμότητα του εδάφους. Επηρεάζει περίπου 3,8 εκατομμύρια εκτάρια στην Ευρώπη. Ως επί το πλείστον, οι θιγόμενες περιοχές βρίσκονται στην Καμπανία της Ιταλίας, στην κοιλάδα του ποταμού Έβρου στην Ισπανία, και στην περιοχή του Great Alföld στην Ουγγαρία, ενώ μικρότερες περιοχές βρίσκονται στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, τη Γαλλία, τη Σλοβακία και την Αυστρία (Έγγραφο ΕΕ., SEC(2006)1165). Η εξέλιξη του φαινομένου σχετίζεται τόσο με την άρδευση καλλιεργούμενων περιοχών καθώς το νερό που χρησιμοποιείται περιέχει άλατα ιδίως σε περιοχές με μικρό ύψος βροχής, μεγάλο ρυθμό εξατμισοδιαπνοής ή μηχανική σύσταση εδάφους, όσο και στη χρήση λιπασμάτων που περιέχουν ποσότητες αλάτων. Καθώς το έδαφος στεγνώνει επιφανειακά, η συγκέντρωση των αλάτων αυξάνεται στο εδαφικό διάλυμα προκαλώντας την άνοδο νερού από τα βαθύτερα στρώματα και την εξάτμισή του. Σε πολλές περιπτώσεις τα άλατα που απομένουν σχηματίζουν μία λευκή ή ανοικτή καφέ, λόγω διασποράς σε αυτή οργανικής ουσίας, κρούστα. Τα άλατα προκαλούν τοξικά φαινόμενα στα φυτά, πλασμόλυση των κυττάρων των φυτών και των μικροοργανισμών, και σημαντική ελάττωση της υγρασίας του εδάφους (Tisdale et al., 2003). Σε παράκτιες περιοχές το φαινόμενο μπορεί επίσης να οφείλεται στην αλόγιστη κατανάλωση (σπατάλη) πόσιμου νερού ή νερού χωρίς σημαντική ποσότητα αλάτων για οικιακή και γεωργική χρήση με αποτέλεσμα την πτώση της στάθμης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα και την εισβολή σε αυτόν θαλάσσιου νερού (υφαλμύριση). Τοπικά φαινόμενα και διαχειρίσεις μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο φαινόμενο, όπως για παράδειγμα η χρήση μεγάλων ποσοτήτων άλατος στις Σκανδιναβικές χώρες για το λιώσιμο των χιονιών στους δρόμους (Van-Camp et al., 2004). Οι κλιματικές συνθήκες που ευνοούν την εκδήλωση του φαινομένου είναι αυτές των ξηρών, ημίξηρων και ύφυγρων περιοχών. Η ακριβής εκτίμηση της έκτασης της επίδρασης που έχει υποστεί ένα έδαφος είναι αρκετά δύσκολη επειδή το φαινόμενο εξελίσσεται αργά και σταδιακά και δεν είναι εύκολος ο προσδιορισμός του σε αρχικό στάδιο. Παγκοσμίως πάντως, υπολογίζεται ότι περίπου το 10% των εδαφών έχει επηρεαστεί (Szabolc, 1996). Όσον αφορά την Ευρώπη (Katakouzinos, 1968) : -η αλάτωση που οφείλεται στην εκτεταμένη άρδευση εντοπίζεται στο μισή περίπου έκτασή της αλλά κυρίως στη Ρωσία και την Ουκρανία με πιθανό κίνδυνο να αντιμετωπίζουν περίπου 41 εκατομμύρια εκτάρια γης. -η αλάτωση εξαιτίας των κλιματικών μεταβολών επηρεάζει 2.8 εκατομμύρια εκτάρια γης κυρίως στις Μεσογειακές και τις Βαλκανικές χώρες (Dazzi and Fierotti, 1996). Υπολογίζεται ότι στην Ισπανία περίπου το 3% από τα 3.5 εκατομμύρια εκτάρια που αρδεύονται συστηματικά έχουν υποστεί σοβαρή επίδραση από την αλάτωση, ελαττώνοντας σε μεγάλο βαθμό την παραγωγική δυνατότητα και ακόμα 15% του εδάφους βρίσκονται υπό σοβαρή απειλή. Στην Ελλάδα το ίδιο συμβαίνει στο 30% περίπου από τα 0.5 εκατομμύρια καλλιεργήσιμα εκτάρια. 14

-αλάτωση σε έκταση περίπου 1 εκατομμυρίων εκταρίων εμφανίζεται στα βόρεια της Ευρώπης (Ολλανδία, Βέλγιο, Βόρεια Γαλλία και Νοτιοανατολική Αγγλία) εξαιτίας της ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας. 4. Η ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η Ελλάδα ανήκει στις Μεσογειακές χώρες της ΕΕ οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο από την ερημοποίηση. Η αλόγιστη και μη αειφόρος διαχείριση των φυσικών πόρων της χώρας κατά τη διάρκεια των 3500 χρόνων της ιστορίας της την κατατάσσουν στις Ευρωπαϊκές εκείνες χώρες που αντιμετωπίζουν μεγάλο κίνδυνο ερημοποιήσης. Υπολογίζεται ότι μεγάλο μέρος (σχεδόν το 35%) του ελληνικού εδάφους, κυρίως στην ζώνη εξάπλωσης της ελιάς, αντιμετωπίζει υψηλό κίνδυνο ερημοποίησης, μεγάλες εκτάσεις αντιμετωπίζουν μέτριο κίνδυνο (Εικόνα 6), ενώ η αντιμετώπιση του φαινομένου δεν ευνοείται από τη μορφολογία του εδάφους καθώς το 50% περίπου του ελλαδικού χώρου αποτελείται από λοφώδεις περιοχές με κλίσεις μεγαλύτερες του 10%. Στις περιοχές "υψηλού κινδύνου" συγκαταλέγονται τμήμα της Θεσσαλίας, η Ανατολική Στερεά Ελλάδα, η Ανατολική Πελοπόννησος, η Νότιο-ανατολική Κρήτη αλλά και τα νησιά του Αιγαίου που απειλούνται από την αιολική διάβρωση των εδαφών. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι πρέπει να βγουν εκτός εκμετάλλευσης 3 εκατομμύρια στρέμματα, δηλαδή το 8% της γεωργικής γης ενώ το ίδιο ισχύει και για το 15% των παραθαλάσσιων πεδινών περιοχών, δηλαδή περίπου 6 εκατομμύρια στρέμματα που καλλιεργούνται υπερεντατικά. (ΠΑΣΕΓΕΣ, 2008). Μεγάλης έκτασης πρόβλημα για την Ελλάδα αποτελούν οι πυρκαγιές που ξεσπούν κυρίως του καλοκαιρινούς μήνες με συνεχώς αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης την τελευταία δεκαετία και ένταση τέτοια, που επιτρέπει να χαρακτηρίζεται το αποτέλεσμα ως βιβλική καταστροφή. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν η Ελλάδα αποσπάσθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1830 το 48% των εκτάσεών της ήταν δασικές περιοχές. Περισσότερο από ενάμιση αιώνα αργότερα, και παρά την χωρική επέκταση της Ελλάδας, μόνο το 19% της συνολικής έκτασής της αποτελείται από δάση (Pyne, 1997). Η καταστροφή των δασών συντελεί στην επιδείνωση της κατάστασης, πιο ανησυχητικό όμως μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι ελάχιστο ποσοστό των καμένων εκτάσεων αναδασώνεται. Χιλιάδες καμένα στρέμματα αλλάζουν χρήση μετά την πυρκαγιά (βοσκότοποι, ανοικοδόμηση) με αποτέλεσμα να αυξάνεται επικίνδυνα η διάβρωση του εδάφους και τα αποτελέσματα πολλές φορές είναι τραγικά για τους χρήστες της γης ή για όσους κατοικούν κοντά στις περιοχές αυτές (πλημμύρες, κατολισθήσεις). Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες από την Πολιτεία για το συντονισμό των επιστημονικών και λοιπών φορέων και την αντιμετώπιση του προβλήματος. Έτσι, έχει ήδη συσταθεί Εθνική Επιτροπή για την Αντιμετώπιση της Απερήμωσης (96990/9361/11.12.1996 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας) με κύριους στόχους: - Προώθηση της έρευνας για την προστασία του εδάφους και των υδάτων και παροχή βοήθειας για την εφαρμογή των αποτελεσμάτων και απαιτήσεων. - Σύνταξη προτάσεων για την αντιμετώπιση της ερημοποίηση - Συντονισμός και έλεγχος της εφαρμογής των εθνικών και τοπικών μέτρων δράσεων - Προώθηση της συνεργασίας με την ΕΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς - Προώθηση προγραμμάτων για οικονομική ενίσχυση άλλων πληγέντων χωρών - Συντονισμός προγραμμάτων ευαισθητοποίησης του πληθυσμού Το 2000 με δελτίο τύπου το Υπουργείο Γεωργίας αναλύει τα αίτια, τα αποτελέσματα του φαινομένου, όσον αφορά τις συνθήκες της Ελλάδας, και περιγράφει ένα προσχέδιο δράσης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση αυτή, οι παράγοντες που ευνοούν την εμφάνιση της ερημοποίησης στην Ελλάδα είναι (Ανακοίνωση Τύπου Υπ. Γεωργίας, 2000): 1. Οι ημιερηματικές κλιματικές συνθήκες οι οποίες επηρεάζουν το 54% της χώρας 15

2. Τα φτωχά, πετρώδη και αβαθή εδάφη με μεγάλο δείκτη διαβρωσιμότητας 3. Η μη-ομαλή τοπογραφία και οι μεγάλες κλίσεις του εδάφους 4. Η έντονη υποβάθμιση και καταστροφή της βλάστησης από την υπερεκμετάλλευσης των εδαφών και τις συχνές πυρκαγιές 5. Η έλλειψη ορθολογικής εκμετάλλευσης των υδατικών πόρων 6. Η συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας του πληθυσμού στις πεδινές και παραθαλάσσιες περιοχές 7. Η έλλειψη μακροχρόνιας και σταθερής πολιτικής για τα δάση, που προκλήθηκε από τις συχνές περιόδους πολιτικής αστάθειας και τις καταλήψεις από ξένες δυνάμεις κατά την διάρκεια του 20 ου αιώνα 8. Τα μεγάλα συγκοινωνιακά και ενεργειακά έργα που θέτουν σε κίνδυνο την συνοχή και την υγεία των δασών και των δασικών εκτάσεων Εικόνα 6. Στατιστικός χάρτης ερημοποίησης όπου απεικονίζονται περιοχές της Ελλάδας με μικρό κίνδυνο (πράσινο), μέσο κίνδυνο λόγω διάβρωσης (κίτρινο), υψηλό κίνδυνο λόγω αλάτωσης (ροζ) και υψηλό κίνδυνο λόγω διάβρωσης (κόκκινο). (Yassoglou, 1996) Πέραν της ανακοίνωσης αυτής, η Ελλάδα έχει υπογράψει τις κυριότερες διεθνείς συμβάσεις για το περιβάλλον, έχει επικυρώσει τη Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση της 16

Eρημοποίησης (κυρώθηκε από την Βουλή των Ελλήνων στις 28 Φεβρουαρίου 1997, κατέστη Νόμος του Κράτους και επιβάλλει τη σύνταξη Εθνικού Προγράμματος Δράσης για την αντιμετώπιση του φαινομένου), ενώ, σαν μέλος της ΕΕ, έχει υιοθετήσει στη νομοθεσία της όλες τις σχετικές οδηγίες και τη νομοθεσία της Κοινότητας (NCCD, 2000). Υπάρχουν επίσης πολλοί ερευνητές, σε ΑΕΙ (Γεωπονικές σχολές, Πολυτεχνικές σχολές, κλπ) και Ερευνητικά Ιδρύματα (πχ. ΕΘΙΑΓΕ) οι οποίο ασχολούνται με το πρόβλημα για πολλά χρόνια. Μπορούμε σήμερα να πούμε ότι υπάρχουν στοιχεία για πολλές περιοχές της Ελλάδας μια και αρκετά δεδομένα έχουν συγκεντρωθεί και αρκετοί χάρτες με προβληματικές περιοχές έχουν γίνει. Αυτό που απαιτείται είναι συντονισμός της δράσης των φορέων έρευνας και σύνταξη όλων πίσω από τον κοινό στόχο. 5. ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ Η ερημοποίηση, όπως εκτενώς εξηγήθηκε, δεν είναι ένα μονοδιάστατο πρόβλημα το οποίο θα είχε μία απλή μονοδιάστατη λύση. Οι παράγοντες που επιδρούν στην υποβάθμιση της ποιότητας των εδαφών είναι πολλοί και διαφορετικοί ανά τόπο και χρόνο. Συνεπώς την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος εγγυάται μόνο η κατανόηση και η λεπτομερής ανάλυση των συνιστωσών του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι σε καμία από τις οδηγίες της ΕΕ δεν αναφέρονται και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης, αλλά μέτρα για την αντιμετώπιση όλων εκείνων των παραγόντων που υποβαθμίζουν την ποιότητα του εδάφους. Η καταγραφή των προβληματικών περιοχών και των κινδύνων που αντιμετωπίζουν είναι το πρώτο βήμα και αυτό που θα καθορίσει τον τρόπο και τον χρόνο δράσης. Αυτή θα καθορίσει και τους φορείς (υπηρεσίες, ερευνητικά ιδρύματα, επιστήμονες, αγροτικοί συνεταιρισμοί, τουριστικοί φορείς, εμπορικοί σύνδεσμοι, κλπ) που θα πρέπει να εμπλακούν και να αναλάβουν ρόλους ώστε να επιτευχθεί ο τελικός στόχος : η αποκατάσταση των προβληματικών εδαφών και η μελλοντική αειφόρος διαχείρισή τους. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αναπτυχθεί εθνική στρατηγική αντιμετώπισης του προβλήματος η οποία, όσον αφορά τα κράτη μέλη της ΕΕ, θα είναι εναρμονισμένη με τους στόχους της ΕΕ, και οι οποίοι σαφώς περιγράφονται στην Θεματική Στρατηγική για το Έδαφος (Soil Thematic Strategy). Για κάθε έναν από τους παράγοντες ερημοποίησης που αναφέρθηκαν υπάρχουν και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν μία σειρά μέτρων, περιλαμβανομένων και των νομοθετικών, ώστε να επιτευχθεί αφενός προστασία των μη πληγέντων περιοχών και αφετέρου βελτίωση των ποιοτικών/ποσοτικών χαρακτηριστικών των υποβαθμισμένων. Κάποια από αυτά θα μπορούσαν να είναι : τήρηση των κανόνων καλής γεωργική πρακτικής, περιορισμός της χρήσης λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων με εφαρμογή ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης που θα προκύψουν από τη μελέτη των κατά τόπους χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων των καλλιεργειών, όχι βαθιά όργωση, όχι εργασίες που εκθέτουν σε κίνδυνο διάβρωσης τα καλλιεργούμενα εδάφη, καλλιέργεια γηγενών ποικιλιών, χρήση οργανικών πρόσθετων (κομπόστ) προς αύξηση της οργανικής ουσίας του εδάφους που θα προκύψουν από διαδικασίες κομποστοποίησης, ιδιωτικά ή από συνεταιρισμούς, βοηθώντας έτσι και στην επίλυση ενός άλλου μεγάλου περιβαλλοντικού προβλήματος, αυτού της ελεγχόμενης ή μη απόρριψης γεωργικών/κτηνοτροφικών και λοιπών αποβλήτων στο έδαφος και στους υδάτινους αποδέκτες, εναλλαγή καλλιεργούμενων ειδών (όχι μονο-καλλιέργεια), υποστηρικτικά έργα για εδάφη με έντονες κλίσεις ή στις όχθες των ποταμών, σωστή διαχείριση του νερού (πόσιμου και αρδευτικού) από τις τοπικές ή εθνικές αρχές, κατασκευή αρδευτικών έργων, περιοδική παρακολούθηση με χημικές αναλύσεις του νερού άρδευσης, χρήση τεχνολογιών απομάκρυνσης αλάτων (π.χ. φίλτρα) για αρδευτικά νερά με υψηλή κίνδυνο για αλάτωση των εδαφών, υποστηρικτικά/αντιπλημμυρικά/αντιδιαβρωτικά έργα στις πυρόπληκτες περιοχές και αποκατάσταση της βλάστησης/δενδροφύτευση, ελεγχόμενη βόσκηση ή απαγόρευση ανάλογα με την έκταση του προβλήματος, χρήση τεχνολογιών για την αποκατάσταση ρυπασμένων εδαφών (βιοποικοδόμηση, προσροφητικά υλικά), εφαρμογή στην πράξη του «ο ρυπαίνων πληρώνει», συστηματικοί έλεγχοι στις βιομηχανίες/εργοστάσια/βιοτεχνίες και προσδιορισμός της έκτασης της ρύπανσης που προκαλούν στα εδάφη των περιοχών τους, επιβολή χρήσης αντιρυπαντικής 17

τεχνολογίας, ενημέρωση της κοινής γνώμης με χρήση όλων των διαθέσιμων έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων για τους κινδύνους και τις προοπτικές αντιμετώπισης του προβλήματος. Και αν τα μέτρα αυτά φαίνονται, και ίσως να είναι, δύσκολα στην εφαρμογή τους, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα παράδειγμα κράτους που μπόρεσε με σωστή διαχείριση των φυσικών πόρων του να αντιστρέψει το φαινόμενο. Το Ισραήλ, το οποίο ανέπτυξε τη γεωργία του σε ένα εξαιρετικά εχθρικό περιβάλλον και κατάφερε σήμερα να είναι από τους σημαντικότερους τροφοδότες σε γεωργικά προϊόντα, κυρίως φρούτα, της Ευρώπης και της Αμερικής, εξασφαλίζοντας συγχρόνως τις προϋποθέσεις αειφορικής ανάπτυξης. Προγράμματα αποκατάστασης εδαφών έχουν χρηματοδοτηθεί και χρηματοδοτούνται από την ΕΕ και διεθνείς οργανισμούς με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Παραδείγματα επιτυχούς αναστροφής του φαινομένου σε πολλές περιοχές της γης αναφέρονται λεπτομερώς στην ιστοσελίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (http://www.unep.org/desertification/successstories/). 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η ερημοποίηση αγγίζει ήδη το 41% των περιοχών της Γης και υπολογίζεται ότι έχει ήδη πλήξει 1.2 δισεκατομμύρια ανθρώπους σε τουλάχιστον 100 χώρες. Το φαινόμενο εξελίσσεται πολύ αργά και παρουσιάζει χρονική και τοπική ασυνέχεια. Έτσι δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό από τους χρήστες της γης ή τις τοπικές κοινωνίες μέχρις ότου τις πλήξει. Η εξέλιξη του φαινομένου έχει επιταχυνθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της βιομηχανοποίησης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και της υπερκατανάλωσης του νερού. Για τους λόγους αυτούς οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί άρχισαν να λαμβάνουν μέτρα τόσο πρόληψης όσο και αντιμετώπισης της ερημοποίησης. Η διάβρωση του εδάφους θεωρείται ως η κύρια και πιο διαδεδομένη μορφή εδαφικής υποβάθμισης η οποία επιδρά στην αειφόρο χρήση της αγροτικής γης. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή των κανόνων χρήσης των εδαφών είναι το αποτελεσματικότερο μέτρο πρόληψης και αντιμετώπισης του προβλήματος. Το υφιστάμενο καθεστώς χρήσης γης παραμένει επί το πλείστον χαώδες και άναρχο. Για αυτό τον λόγο πρέπει να δημιουργηθούν κατάλληλοι μηχανισμοί και προϋποθέσεις έτσι ώστε οι κάτοικοι των περιοχών να εφαρμόσουν πρακτικές φιλικές προς το περιβάλλον. Θα πρέπει επίσης να εφαρμοστούν μέτρα πρόληψης των κινδύνων μέσω καλύτερης διαχείρισης των φυσικών πόρων, πιο στοχευμένης έρευνας, καλύτερης χρήσης των τεχνολογιών, των πληροφοριών και των επικοινωνιών αλλά και μέσω ελεγκτικών μηχανισμών. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ενημέρωση του κοινού, και η ενεργός συμμετοχή του στην όλη προσπάθεια με έμφαση στην νεολαία και τους αγρότες οι οποίοι θα είναι οι κύριοι αποδέκτες τόσο του φαινομένου της ερημοποίησης, όσο και των μέτρων αντιμετώπισης του. Θα πρέπει πάντως να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι το η ερημοποίηση είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα και ότι τα κράτη που περισσότερο απειλούνται από αυτήν βρίσκονται στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Και ενώ τα κράτη του αναπτυγμένου-βόρειου Ημισφαιρίου φαίνεται να έχουν μία προοπτική, έστω και επιμέρους αντιμετώπισης του προβλήματος, είτε γιατί σε κάποια από αυτά έχει αναπτυχθεί, διαδοθεί και κατανοηθεί η αναγκαιότητα λήψης μέτρων είτε γιατί υποχρεούνται από τη νομοθεσία των Ενώσεών τους να λάβουν μέτρα, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αν λοιπόν δεν βρεθούν τρόποι να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στην παγκόσμια διάστασή του, τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που θα επιφέρει η εξάπλωση του φαινομένου (μετανάστευση, εγκατάλειψη περιοχών, μεγαλύτερη εξάπλωση της φτώχιας, κλπ) θα επηρεάσουν την παγκόσμια κοινότητα με τρόπο μη αντιστρεπτό και εξαιρετικά ζημιογόνο. 18

Ελληνική Βιβλιογραφία Ανακοίνωση Τύπου Υπ. Γεωργίας, 27/6/2000. http://www.minagric.gr/greek/press/2000/06/greek270600.shtml Γεωργιάδης, Θ., Καλλέργης, Γ., και Φερεντίνος, Γ. 2004. Φυσικό Περιβάλλον και Ρύπανση-Το χερσαίο περιβάλλον ως αποδέκτης αποβλήτων Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, σελ.35. Γεωργιάδης, Θ. 2004. Ερημοποίηση στο Φυσικό Περιβάλλον και Ρύπανση-Διάθεση Αποβλήτων και οι Επιπτώσεις τους στο Περιβάλλον των Γεωργιάδη, Θ., Ζιώμα, Ι., Ιγνατιάδου, Λ., Καλλέργης, Γ., Καμπεζίδης, Χ., Κομνίτσας, Κ., Παπαθεοδώρου, Γ., Ρεμουντάκη, Ε., Σκορδίλης, Α., και Φερεντίνος, Γ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα., σελ. 90. Έκθεση Περιβαλλοντικής Αξιολόγησης αρ. 2, Περιβάλλον στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις αρχές του αιώνα- Εδαφική Υποβάθμιση, ΕΕΑ, 1999. Θεματική Στρατηγική για την Προστασία του Εδάφους-Σύνοψη της Μελέτης Επιπτώσεων, SEC(2006)1165, Βρυξέλες 22.09.2006. Μπόβης, Κ. και Ασημακόπουλος Ι., 1989. Γενική Εδαφολογία, Σημειώσεις Μαθήματος, Γεωργικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Εγγείων Βελτιώσεων και Γεωργικής Μηχανικής. ΠΑΣΕΓΕΣ, 2008. http:/www.paseges.gr Πολυζόπουλος, Ν. 1976. Εδαφολογία Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα. Διεθνής Βιβλιογραφία Brady, N.C., 1990. The Nature and Properties of Soils, Macmillan Publishing Company, New York, 10 th Ed. pp. 12-13. Buckman, H.O. and Brady, N.C. 1960. The nature and properties of soils. Macmillian, New York, 565pp. Christensen, S. and Perdigao, V. 2000. The LACOAST Atlas: Land Cover changes in European Coastal Zones. European Commission - Joint Research Centre- Space Applications Institute CORINE 1992: Soil Erosion Risk and Important Land Resources in the Southern Regions of the European Community. EUR 13233, Luxembourg. Dazzi C. and Fierotti G. 1996. Problems and management of salt-affected soils in Sicily. In: Soil Salinisation and alkalinisation in Europe. European society for soil conservation. Special publication.thessaloniki, Greece, pp.129-137 Discovery Channel, 2008. When Disaster strikes-flooding and Landslides Documentary film. Eckelmann, W., Baritz, R., Bialousz, S., Bielek, P., Carre, F., Houšková, B., Jones, R.J.A., Kibblewhite, M.G., Kozak, J., Le Bas, C., Tóth, G., Tóth, T., Várallyay, G., Yli Halla, M. & Zupan, M. 2006. Common Criteria for Risk Area Identification according to Soil Threats. European Soil Bureau Research Report No.20, EUR 22185 EN, 94pp. Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg. EEA, 2003. Europe's environment: the third assessment.office for Official Publications of the European Communities, LuxembourgEUCC The Coastal Union. European Space Agency. Severity Of Desertification On World Stage. ScienceDaily 20 June 2007. <http://www.sciencedaily.com /releases/2007/06/070619180431.htm>. Gobin, A., Govers, G., Jones, R.J.A., Kirkby, M.J. and Kosmas, C. 2002. Assessment and reporting on soil erosion: Background and workshop report, EEA Technical Report No.84, 131pp. Copenhagen. Jones, R.J.A., Hiederer, R., Rusco, E., Loveland, P.J. and Montanarella, L. 2004. The map of organic carbon in topsoils in Europe, Version 1.2, September 2003: Explanation of Special Publication Ispra 2004 No.72 (S.P.I.04.72). European Soil Bureau Research Report No.17, EUR 21209 EN, 26pp. and 1 map in ISO B1 format. Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg. Katakouzinos, D. 1968. Pedology Fertilisation- Improvement, fertilisation, classification, mapping of soil. Vol. B.,Spiros Spirou & Sons Ltd., Athens, 605 pp. Kosmas, C., Gerontidis, S., and Marathianou, M., 2000. The effect of land use change on soils and vegetation over various lithological formations on Lesvos (Greece). CATENA, 40 (1):51-68. 19

Lundekvam, H., Romstad, E., and Øygarden, L. 2003. Agricultural policies in Norway and effects on soil erosion. Environmental Science & Policy 6, 57-67. Marin-Yaseli, M.L. and Martinez, T.L., 2003. Competing for meadows - A case study on tourism and livestock farming in the Spanish Pyrenees. Mountain Research and Development, 23,169-176. Martinez-Mena, M., Alvarez-Rogel,J., Castillo, V. and J.Albaladejo 2002. Organic carbon and nitrogen losses influenced by vegetation removal in a semiarid Mediterranean soil. Biogeochemistry 61, 309-321. Morgan, R.P.C. 1995. Soil Erosion and Conservation. Second Edition. Longman, Essex. NCCD: National Committee for Combating Desertification, First National Report on the implementation of the United Nations Convention to combat Desertification, Athens March 2000. Øygarden, L. 2003. Rill and gully development during an extreme winter runoff event in south-eastern Norway. Catena 50(2-4), 217-242. Pyne, S. 1997. World Fire. The culture of fire on Earth. Weyerhaeuser Environmental Books. University of Washington Press. Seattle and London Riksen, M., Arrue, J.L. and Lopez, M.V. 2002. What to do about wind erosion. In: Wind erosion on agricultural land in Europe. A Warren (ed.), EUR 20370 EN, 39-52, Office for the Official Publications of the European Communities, Luxembourg. Schäfer, W., Severin, K., Mosimann, T., Brunotte, J., Thiermann, A. and Bartelt, R. 2003. Bodenerosion durch Wasser und Wind. In: Bodenqualitätszielkonzept Niedersachsen Teil 1: Bodenerosion und Bodenversiegelung. Niedersächsisches Landesamt f. Ökologie [Hrsg.], Hildesheim, Germany. Szabolcs, I. 1996. An overview on soil salinity and alkalinity in Europe. In: Soil Salinisation and alkalinisation in Europe. European Society for Soil Conservation. Special Publication. Thessaloniki, Greece, p.1-12. Thornes, J.B., 1988. Erosional equilibria under grazing. In: Bintliff, J., Davidson, D., Grant, E. (Eds.), Conceptual Issues in Environmental Archaeology, Edinburgh University Press, pp.193 210. Tisdale, L.S., Nelson, W.L., Beaton, J.D., and Havlin, J.L. 2003. Soil Fertility and Fertilizers 5 th Ed. Prentice-Hall of India, Private Ltd., New Delhi, India. Van-Camp. L., Bujarrabal, B., Gentile, A-R., Jones, R.J.A., Montanarella, L., Olazabal, C. and Selvaradjou, S-K. 2004. Reports of the Technical Working Groups Established under the Thematic Strategy for Soil Protection. EUR 21319 EN/2, 872 pp. Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg. World Bank 1993. Conserving Soil Moisture and Fertility in the Warm Seasonally Dry Tropics. (Jitendra P. Srivastava, Prabhakar Mahedeo Tamboli, John C. English, Rattan Lal, and Bobby Alton Stewart (eds). Technical Paper 221. Washington DC. Yassoglou, N.J., 1987. The production potential of soils. Part II: Sensitivity of the soil systems in Southern Europe to degrading influxes, In: H. Barth and D. L Hermite (Eds.), Scientific basis for soil protection in the European Community. Elsevier, N. Y. Yassoglou, N.J., 1996. Greece: Soil mapping and soil databases. In: Soil Databases to support Sustainable Development. C. Le Bas and M. Jamagne (Eds.) European Soil Bureau Research Report No.2. EUR. 16371 EN. Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg. Yassoglou, N., Montanarella, L., Govers, G., Van Lynden, G., Jones, R.J.A., Zdruli, P., Kirkby, M., Giordano, A., Le Bissonnais, Y., Daroussin, J. & King, D. 1998. Soil Erosion in Europe. European Soil Bureau Technical Report. 20