5 µε δυσαρέσκεια, αρνητικές στάσεις απέναντι στην άλλη οµάδα και διάθεση για συλλογική διαµαρτυρία. Παράγοντες που διευκολύνουν την εκδήλωση κοινωνικής διαµαρτυρίας Ταύτιση: ρυθµιστικός παράγοντας µεταξύ σχετικής αποστέρησης και κοινωνικής διαµαρτυρίας Πιθανότητα επίτευξης κοινωνικής αλλαγής Αντίληψη της αδικίας (κατανεµητική διαδικαστική): διαδικαστική ίσως ισχυρό κίνητρο για διαµαρτυρία Με ποιους συγκρινόµαστε: η αυξηµένη οµοιότητα µε την ευνοηµένη εξωοµάδα αυξάνει την πρόσληψη της αδικίας Θεωρία Κοινωνικής Ταυτότητας Το υπόδειγµα των ελαχίστων οµάδων (βλ. Hogg, M.A., & Vaughan, G.M. (ελληνική έκδοση, 2010), Κοινωνική Ψυχολογία, Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg (σελ. 512-516). Κλασική έρευνα Το υπόδειγµα των ελαχίστων οµάδων Στρατηγικές κατανοµής και δείγµατα µητρών κατανοµής (οι συµµετέχοντες κύκλωσαν ζευγάρια αριθµών για να υποδείξουν πώς επιθυµούσαν να κατανείµουν τους πόντους) Α. ύο δείγµατα µητρών κατανοµής. Μέσα σε κάθε µήτρα, οι συµµετέχοντες κυκλώνουν τη στήλη των αριθµών που αντιπροσωπεύει πώς θα ήθελαν να κατανείµουν τους πόντους (που αντιπροσωπεύουν αληθινά χρήµατα) στη µήτρα µεταξύ των µελών της ενδο-οµάδας και της εξω-οµάδας. 1 Μέλος ενδο-οµάδας: 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 Μέλος εξω-οµάδας: 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 2 Μέλος ενδο-οµάδας: 18 17 16 15 14 13 12 11 10 9 8 7 6 Μέλος εξω-οµάδας: 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17
6 Β. Στρατηγικές κατανοµής. Από την ανάλυση των αποκρίσεων σε έναν µεγάλο αριθµό µητρών είναι δυνατόν να καθοριστεί ο βαθµός στον οποίο η κατανοµή των πόντων από τους συµµετέχοντες επηρεάζεται από καθεµία από τις ακόλουθες στρατηγικές. Αµεροληψία Ίση κατανοµή πόντων µεταξύ οµάδων Μέγιστο κοινό κέρδος Μεγιστοποίηση συνολικού αριθµού πόντων που παίρνουν και οι δύο λήπτες µαζί, ανεξάρτητα από το ποια οµάδα λαµβάνει περισσότερα Μέγιστο ενδο-οµαδικό Μεγιστοποίηση αριθµού πόντων για την ενδο-οµάδα κέρδος Μέγιστη διαφορά Μεγιστοποίηση της διαφοράς στον αριθµό των πόντων που απονέµονται προς όφελος της ενδο-οµάδας Εύνοια Σύνθετη εφαρµογή των δύο παραπάνω στρατηγικών Πηγή: Tajfel (1970) βασισµένο στους Hogg και Abrams (1988) Θεωρία κοινωνικής ταυτότητας Ο καίριος ρόλος της κοινωνικής κατηγοριοποίησης στη διοµαδική συµπεριφορά, όπως αναδεικνύεται στις έρευνες των ελαχίστων οµάδων, οδήγησε στην ανάπτυξη της έννοιας της κοινωνικής ταυτότητας από τους Tajfel και Turner (Tajfel, 1974 Tajfel & Turner, 1979). Αυτή η απλή ιδέα έχει αναπτυχθεί και εξελιχθεί µέσα στα χρόνια για να γίνει ίσως η πιο επιφανής σύγχρονη κοινωνικοψυχολογική ανάλυση των οµαδικών διαδικασιών, των διοµαδικών σχέσεων και του συλλογικού εαυτού η θεωρία κοινωνικής ταυτότητας. Η κοινωνική ταυτότητα και η υπαγωγή στην οµάδα Βασισµένη στην υπόθεση ότι η κοινωνία είναι δοµηµένη σε διακριτές κοινωνικές οµάδες που βρίσκονται σε σχέσεις ισχύος και status µεταξύ τους (π.χ. Μαύροι και Λευκοί στις Ηνωµένες Πολιτείες, Καθολικοί και Προτεστάντες στη Βόρεια Ιρλανδία, Σουνίτες και Σιίτες στο Ιράκ), µια κύρια προϋπόθεση για την προσέγγιση της κοινωνικής ταυτότητας είναι ότι οι κοινωνικές κατηγορίες (µεγάλες οµάδες όπως ένα έθνος ή µια εκκλησία, αλλά και ενδιάµεσες οµάδες όπως ένας οργανισµός, ή µικρές οµάδες όπως µια λέσχη) παρέχουν στα µέλη τους µια κοινωνική ταυτότητα έναν ορισµό και µια
7 αξιολόγηση του τι είναι κάποιος και µια περιγραφή και αξιολόγηση του τι αυτό συνεπάγεται. Οι κοινωνικές ταυτότητες δεν περιγράφουν µόνο χαρακτηριστικά αλλά είναι πολύ σηµαντικό ότι επίσης υπαγορεύουν τι πρέπει κάποιος να σκέπτεται και πώς να συµπεριφέρεται ως µέλος. Για παράδειγµα, το να είσαι µέλος της οµάδας «τσιγγάνοι» σηµαίνει ότι όχι µόνο ορίζεις και αξιολογείς τον εαυτό σου και ορίζεσαι και αξιολογείσαι από τους άλλους ως τσιγγάνος, αλλά επίσης σκέφτεσαι και συµπεριφέρεσαι µε χαρακτηριστικούς τσιγγάνικους τρόπους. Ορισµός Η κοινωνική ταυτότητα αποτελείται από εκείνες τις όψεις της αυτοεικόνας ενός ατόµου που προέρχονται από τις κοινωνικές κατηγορίες στις οποίες το άτοµο θεωρεί ότι ανήκει (Tajfel & Turner, 1979, σελ. 40). Η κοινωνική ταυτότητα είναι εκείνο το µέρος της αυτο-αντίληψης που πηγάζει από την υπαγωγή στην οµάδα. Συνδέεται µε οµαδικές και διοµαδικές συµπεριφορές, που έχουν κάποια γενικά χαρακτηριστικά: εθνοκεντρισµός, ενδο-οµαδική εύνοια, διοµαδική διαφοροποίηση, συµµόρφωση σε ενδο-οµαδικές νόρµες, ενδο-οµαδική αλληλεγγύη και συνοχή, και αντίληψη του εαυτού, µελών της εξω-οµάδας και µελών της ενδοοµάδας σε όρους των σχετικών οµαδικών στερεοτύπων. Κοινωνική ταυτότητα και Προσωπική ταυτότητα (Από Χαντζή, Α., υπό δηµοσίευση): Η αυτοαντίληψη του ατόµου, δηλαδή η ταυτότητά του, αποτελείται από την προσωπική του ταυτότητα, που περιέχει τα ιδιαίτερα (ιδιοσυγκρασιακά) χαρακτηριστικά του ατόµου (π.χ. φιλικός, ήρεµος, γλεντζές, του αρέσουν τα πικάντικα φαγητά, είναι παντρεµένος µε τη Μαρία, αγαπά τα δυο παιδιά του και τους γονείς του) και την κοινωνική του ταυτότητα, που αντλείται από τις κοινωνικές κατηγορίες στις οποίες ανήκει. Η προσωπική και η κοινωνική ταυτότητα δεν είναι αλληλοαποκλειόµενες έννοιες, αλλά αποτελούν τους δύο πόλους ενός συνεχούς. Αν οι συνθήκες καθιστούν ευκρινή την προσωπική ταυτότητα, το άτοµο επικεντρώνεται στα χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούν από άλλους ανθρώπους και επιδεικνύει ατοµική συµπεριφορά. Ενώ αν οι συνθήκες καθιστούν ευκρινή την κοινωνική ταυτότητα, το άτοµο επικεντρώνεται στα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την οµάδα στην οποία ανήκει από άλλες σχετικές εξω-οµάδες και επιδεικνύει οµαδική συµπεριφορά. Στο σηµείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν είναι απαραίτητη η φυσική παρουσία άλλων ατόµων ή οµάδων για να ενεργοποιηθεί η προσωπική ή η κοινωνική ταυτότητα ενός ανθρώπου. Οι "άλλοι" είτε ως άτοµα είτε ως οµάδες είναι πάντα
8 "γνωστικά" παρόντες και έτσι η ατοµική ή η οµαδική συµπεριφορά µπορεί να εµφανιστεί ακόµη κι' όταν κάποιος είναι µόνος του. Για παράδειγµα, κάποιος διαβάζει ένα µυθιστόρηµα, όπου ο µέθυσος και χαρτοπαίκτης κεντρικός ήρωας απατά τη γυναίκα του, και σκέφτεται ότι ο ίδιος είναι εντελώς διαφορετικός και χαµογελάει ευχαριστηµένος, δίνοντας ένα φιλί στη γυναίκα του. Το µυθιστόρηµα ενεργοποίησε την προσωπική ταυτότητα του ατόµου ως υποδειγµατικού συζύγου και τον οδήγησε σε ατοµική συµπεριφορά. Κάποιος άλλος παρακολουθεί στην τηλεόραση έναν ποδοσφαιρικό αγώνα µεταξύ της οµάδας που υποστηρίζει και του παραδοσιακού της αντιπάλου. Όταν βάζει γκολ η οµάδα του πανηγυρίζει και όταν βάζει γκολ η αντίπαλη οµάδα χρησιµοποιεί βαρύτατους χαρακτηρισµούς για τους τους παίκτες της και το διαιτητή. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας ενεργοποίησε την κοινωνική ταυτότητα του ατόµου ως οπαδού της συγκεκριµένης οµάδας και τόσο οι πανηγυρισµοί όσο και οι ύβρεις αποτελούν οµαδική συµπεριφορά. (βλ. Hogg & Vaughan, 2010) Παρόλα αυτά, η κοινωνική ταυτότητα είναι αρκετά ξέχωρη από την προσωπική ταυτότητα, που όπως είπαµε είναι εκείνο το µέρος της αυτο-αντίληψης που πηγάζει από τα προσωπικά χαρακτηριστικά και τις ιδιοσυγκρασιακές προσωπικές σχέσεις που έχουµε µε άλλους ανθρώπους (Turner, 1982). Η προσωπική ταυτότητα δεν συνδέεται µε τις οµαδικές και τις διοµαδικές συµπεριφορές συνδέεται µε τη διαπροσωπική και την ατοµική συµπεριφορά. Οι άνθρωποι έχουν ένα ρεπερτόριο τόσων κοινωνικών και προσωπικών ταυτοτήτων όσες είναι και οι οµάδες µε τις οποίες ταυτίζονται, ή οι στενές σχέσεις και τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά βάσει των οποίων ορίζουν τους εαυτούς τους. Εντούτοις, αν και έχουµε πολλές διακριτές κοινωνικές και προσωπικές ταυτότητες, βιώνουµε υποκειµενικά τον εαυτό ως ένα ενιαίο ολοκληρωµένο πρόσωπο µε µια συνεχή και αδιάλειπτη βιογραφία η υποκειµενική εµπειρία του εαυτού µε τη µορφή αποσπασµατικών και ασυνεχών εαυτών µπορεί να είναι προβληµατική και συνδέεται µε διάφορες ψυχοπαθολογίες. Η προσέγγιση της κοινωνικής ταυτότητας διακρίνει την κοινωνική από την προσωπική ταυτότητα σε µια συνειδητή απόπειρα αποφυγής της ερµηνείας των οµαδικών και διοµαδικών διαδικασιών σε όρους των χαρακτηριστικών προσωπικότητας και των διαπροσωπικών σχέσεων. Οι θεωρητικοί της κοινωνικής ταυτότητας πιστεύουν ότι πολλές κοινωνικο-ψυχολογικές θεωρίες των οµαδικών διαδικασιών και των διοµαδικών σχέσεων είναι περιορισµένες επειδή ερµηνεύουν τα
9 φαινόµενα αθροίζοντας τις επιδράσεις των προδιαθέσεων της προσωπικότητας ή των διαπροσωπικών σχέσεων. Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας στηρίζεται στις εξής βασικές αρχές (Από Χαντζή, Α. (2006), Κοινωνικά στερεότυπα και διοµαδικές σχέσεις. Στο Σ. Παπαστάµου (Επιµ.), Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία, τόµος β, σελ. 238-240): 1) Τα άτοµα επιδιώκουν να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν µια θετική κοινωνική ταυτότητα, γιατί αυτό τα βοηθά να εξυψώσουν ή να διατηρήσουν την αυτοεκτίµησή τους. 2) Η κοινωνική ταυτότητα στηρίζεται κυρίως στις συγκρίσεις που γίνονται µεταξύ της ενδο-οµάδας (δηλαδή της οµάδας στην οποία ανήκει το άτοµο) και άλλων σχετικών εξω-οµάδων, στις οποίες δεν ανήκει το άτοµο. Το αποτέλεσµα της σύγκρισης µεταξύ της ενδο-οµάδας και της εξω-οµάδας καθορίζει κατά πόσον η κοινωνική ταυτότητα θα είναι θετική (αν το αποτέλεσµα της σύγκρισης είναι ευνοϊκό για την ενδο-οµάδα), ή αρνητική (αν το αποτέλεσµα της σύγκρισης είναι δυσµενές για την ενδο-οµάδα). 3) Κατά συνέπεια, η ενδο-οµαδική εύνοια, δηλαδή η τάση να ευνοείται η ενδο-οµάδα (και παράλληλα, αν και όχι απαραίτητα, να µειώνεται η εξω-οµάδα), είναι µια διαδικασία που συµβάλει στη διατήρηση ή και την εξύψωση της κοινωνικής ταυτότητας του ατόµου. 4) Τα µέλη των οµάδων που βιώνουν µια αρνητική κοινωνική ταυτότητα, είτε θα εγκαταλείψουν την ενδο-οµάδα και θα επιδιώξουν να γίνουν µέλη µιας εξωοµάδας που θα τους προσδώσει θετική κοινωνική ταυτότητα, είτε θα επιδιώξουν µε κάποιο τρόπο κάποια θετική διάκριση της ενδο-οµάδας σε σχέση µε την εξω-οµάδα. Όπως είναι σε όλους φανερό, οι διοµαδικές σχέσεις συνήθως χαρακτηρίζονται από µια ασυµµετρία όσον αφορά την κατανοµή των οικονοµικών πόρων, του κύρους και της ισχύος. Σύµφωνα λοιπόν µε τη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας, τα µέλη της οµάδας που σε µια ασύµµετρη διοµαδική σχέση κατέχει τη χαµηλότερη θέση θα νιώσουν την κοινωνική τους ταυτότητα να απειλείται και θα προσπαθήσουν να την αποκαταστήσουν µε διάφορους τρόπους. Στο πλαίσιο αυτό, η ενδο-οµαδική εύνοια θεωρείται αποτέλεσµα της προσπάθειας για τη διατήρηση ή την εξύψωση της
10 κοινωνικής ταυτότητας της οµάδας, αλλά όπως θα δούµε παρακάτω, υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να οδηγηθεί η οµάδα στο επιθυµητό αποτέλεσµα. Η κοινωνική ταυτότητα και οι διοµαδικές σχέσεις (βλ. Hogg & Vaughan, 2010, σελ. 518-521). Η προσέγγιση της κοινωνικής ταυτότητας αρχικά θεµελιώθηκε σε µια προσπάθεια για την ερµηνεία της διοµαδικής σύγκρουσης και της κοινωνικής αλλαγής αυτή ήταν η αρχική θεωρία κοινωνικής ταυτότητας του Tajfel (Tajfel, 1974 Tajfel & Turner, 1979). Κατά την αναζήτηση θετικής κοινωνικής ταυτότητας, οι οµάδες και τα άτοµα µπορούν να υιοθετήσουν µια σειρά από διαφορετικές στρατηγικές, η επιλογή των οποίων καθορίζεται από τις πεποιθήσεις των ανθρώπων για τη φύση των σχέσεων µεταξύ των δικών τους και των άλλων οµάδων. Η επιλογή της στρατηγικής διαχείρισης της κοινωνικής ταυτότητας είναι συνάρτηση της αντίληψης των µελών µιας οµάδας αναφορικά µε το «κοινωνικό κλίµα» που χαρακτηρίζει τη διοµαδική κατάσταση. Η αντίληψη του κοινωνικού κλίµατος εξαρτάται από την εκτίµηση τριών παραγόντων (κοινωνικο-δοµικές µεταβλητές): 1) της διαπερατότητας των ορίων µεταξύ ενδο-οµάδας και εξω-οµάδας 2) της σταθερότητας της θέσης της ενδο-οµάδας στο ορατό µέλλον 3) της νοµιµότητας του συστήµατος κατανοµής των θέσεων
11 ιάγραµµα Θεωρία κοινωνικής ταυτότητας: οµές πεποιθήσεων και στρατηγικές για τη βελτίωση της κοινωνικής ταυτότητας Σύστηµα πεποιθήσεων Τύπος στρατηγικής για τη βελτίωση της κοινωνικής ταυτότητας Συγκεκριµένες τακτικές Κοινωνική κινητικότητα (όρια διαπερατά) Ατοµική κινητικότητα «Έξοδος» και «πέρασµα»: αφοµοίωση στην οµάδα υψηλού status Νέες διαστάσεις διοµαδικής σύγκρισης Έλλειψη γνωστικών εναλλακτικών (Υψ. Σταθ. Νοµ.) Κοινωνική δηµιουργικότητα Επαναπροσδιορισµός της αξίας των υπαρχουσών διαστάσεων Κοινωνική αλλαγή (όρια µη διαπερατά) Σύγκριση µε διαφορετικές εξωοµάδες Γνωστικές εναλλακτικές (Χαµ. Σταθ. Νοµ.) Κοινωνικός ανταγωνισµός ραστηριότητα κοινωνικών δικαιωµάτων, πολιτικής τροµοκρατία, επανάσταση, κ.λπ. άσκηση πίεσης, πόλεµος Αυτές οι πεποιθήσεις, που µπορεί να είναι ή να µην είναι σύµφωνες µε την πραγµατικότητα των διοµαδικών σχέσεων (είναι ιδεολογικές κατασκευές), στηρίζονται καταρχήν στο αν είναι δυνατόν, κάποιος ως άτοµο, να «περάσει» από µια οµάδα χαµηλότερου status και να κερδίσει την αποδοχή σε µια οµάδα υψηλότερου status. Ένα σύστηµα πεποιθήσεων κοινωνικής κινητικότητας αναστέλλει την οµαδική δράση από την πλευρά των υποδεέστερων οµάδων και, αντίθετα, ενθαρρύνει τα άτοµα να αποσυνδέσουν τους εαυτούς τους από την οµάδα και να προσπαθήσουν να κερδίσουν αποδοχή για τους εαυτούς τους και την άµεση οικογένειά τους εντός της κυρίαρχης οµάδας. Η πεποίθηση στην κοινωνική κινητικότητα τηρείται µε ευλάβεια στα υτικά δηµοκρατικά πολιτικά συστήµατα.
12 Όπου τα άτοµα πιστεύουν ότι τα διοµαδικά όρια είναι αδιαπέραστα στο οποιοδήποτε «πέρασµα», υπάρχει ένα σύστηµα πεποιθήσεων κοινωνικής αλλαγής (π.χ. το σύστηµα κάστας των Ινδουιστών στην Ινδία). Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η θετική κοινωνική ταυτότητα µπορεί να επιτευχθεί µόνο µέσα από µορφές οµαδικής δράσης, και το είδος της δράσης επηρεάζεται από το αν η καθεστηκυία τάξη πραγµάτων (η υπάρχουσα ιεραρχία status και ισχύος) γίνεται αντιληπτή ως ασφαλής ή επισφαλής. Αν το status quo θεωρείται σταθερό, νόµιµο και άρα ασφαλές, είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς µια εναλλακτική κοινωνική δοµή (δηλαδή, δεν υπάρχουν γνωστικές εναλλακτικές), πόσο µάλλον ένα µονοπάτι προς την πραγµατική κοινωνική αλλαγή. Οι οµάδες τείνουν να υιοθετούν στρατηγικές κοινωνικής δηµιουργικότητας: Μπορούν να επιδοθούν σε διοµαδικές συγκρίσεις πάνω σε πρωτότυπες ή ανορθόδοξες διαστάσεις που τείνουν να ευνοούν την υποδεέστερη οµάδα. Για παράδειγµα, ο Lemaine (1966, 1974) έβαλε παιδιά να εµπλακούν σε έναν διοµαδικό διαγωνισµό για την κατασκευή της καλύτερης καλύβας και βρήκε ότι οι οµάδες στις οποίες είχαν δοθεί χειρότερα υλικά κατασκευής, και εποµένως δεν είχαν δυνατότητα να νικήσουν, προχώρησαν δίνοντας έµφαση στο πόσο καλό κήπο είχαν κάνει. Μπορούν να αποπειραθούν να αλλάξουν τη συναινετική αξία που προσδίδεται στα ενδο-οµαδικά χαρακτηριστικά (π.χ. µέσα από το σλόγκαν «το µαύρο είναι όµορφο»). Μπορούν να συγκρίνουν τους εαυτούς τους µε άλλες οµάδες χαµηλού ή χαµηλότερου status (π.χ. «o ρατσισµός των φτωχών-λευκών») Όπου η κοινωνική αλλαγή συνδέεται µε την αναγνώριση ότι το status quo δεν είναι νόµιµο και είναι ασταθές, και εποµένως επισφαλές, και όπου υπάρχουν γνωστικές εναλλακτικές (δηλαδή, µπορούν να νοηθούν και να επιτευχθούν εναλλακτικές κοινωνικές δοµές), τότε εµφανίζεται άµεσος κοινωνικός ανταγωνισµός δηλαδή, άµεση διοµαδική σύγκρουση (π.χ. πολιτική δράση, συλλογική διαµαρτυρία, επαναστάσεις, πόλεµος). Τα κοινωνικά κινήµατα συστηµατικά αναδύονται κάτω από τέτοιες συνθήκες (π.χ. Klandermans, 1997). Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας, ως η µακρο-κοινωνική διάσταση της προσέγγισης της κοινωνικής ταυτότητας, έχει ελεγχθεί επιτυχώς σε µια σειρά εργαστηριακών και νατουραλιστικών πλαισίων.
13 (Από Χαντζή, Α. (2006), Κοινωνικά στερεότυπα και διοµαδικές σχέσεις. Στο Σ. Παπαστάµου (Επιµ.), Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία, τόµος β, σελ. 241-244): Μετά την αρχική διατύπωση της Θεωρίας της Κοινωνικής Ταυτότητας, προτάθηκαν και διάφορες άλλες στρατηγικές και έγιναν κάποιες προσπάθειες µιας πιο «τυπικής» ταξινόµησης των στρατηγικών διαχείρισης της κοινωνικής ταυτότητας. Μια τέτοια ταξινόµηση πρότειναν οι Blanz, Mummendey, Mielke, Klink (1998), χρησιµοποιώντας δύο βασικές διαστάσεις, τις οποίες θεώρησαν ορθογώνιες µεταξύ τους. Με βάση την πρώτη διάσταση, που αφορά το στόχο της αλλαγής, οι στρατηγικές είναι ή ατοµικές, αν οι αποκρίσεις-αντιδράσεις στοχεύουν στη βελτίωση της θέσης ενός µέλους της οµάδας (π.χ. αν κάποιος συµβασιούχος προσπαθήσει από µόνος του να µονιµοποιηθεί), ή συλλογικές, αν στοχεύουν στη βελτίωση της θέσης της οµάδας στο σύνολό της (π.χ. αν οι συµβασιούχοι προσπαθήσουν να µονιµοποιηθούν ως οµάδα). Με βάση τη δεύτερη διάσταση, που αφορά τον τρόπο αντίδρασης-απόκρισης, οι στρατηγικές είναι ή συµπεριφορικές, αν υιοθετούνται έµπρακτες αποκρίσειςαντιδράσεις για την πραγµατική βελτίωση της θέσης της οµάδας (π.χ. αν οι συµβασιούχοι αγωνιστούν να µονιµοποιηθούν), ή γνωστικές, αν υιοθετούνται γνωστικές αποκρίσεις-αντιδράσεις για την «ψυχολογική» βελτίωση της θέσης της οµάδας (π.χ. αν οι συµβασιούχοι µειώσουν γνωστικά την αξία της µονιµοποίησης).
14 Στόχος Αλλαγής Ατοµικές Συλλογικές Τρόπος Απόκρισης Συµπεριφορικές (α) Ατοµική κινητικότητα (β) Αφοµοίωση Εξατοµίκευση (α) ανταγωνισµός (β) ανταγωνισµός Κοινωνικός Ρεαλιστικός (α) Επαναξιολόγηση διάστασης σύγκρισης (β) Νέα διάσταση σύγκρισης (γ) νέα οµάδα σύγκρισης Γνωστικές (δ) Επανακατηγοριοποίηση σε ανώτερο επίπεδο (ε) Επανακατηγοριοποίηση σε κατώτερο επίπεδο (στ) Χρονική σύγκριση (ζ) Σύγκριση µε σταθερές (standards) Σύµφωνα µε αυτή την ταξινόµηση, υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες στρατηγικών: 1. Ατοµικές/συµπεριφορικές: (α) ατοµική κινητικότητα (βλ. παραπάνω), (β) αφοµοίωση (προσπάθεια από κάποια µέλη της χαµηλής θέσης ενδο-οµάδας να µοιάσουν στα µέλη της υψηλότερης θέσης εξω-οµάδας ώστε να αφοµοιωθούν και να µην ξεχωρίζουν) 2. Ατοµικές/γνωστικές: (α) εξατοµίκευση (προσπάθεια από κάποια µέλη της χαµηλής θέσης ενδο-οµάδας να διαχωρίσουν γνωστικά τη θέση τους από τα υπόλοιπα µέλη, τονίζοντας την προσωπική τους ταυτότητα, π.χ. «εγώ δεν είµαι σαν τους άλλους συµβασιούχους») 3. Συλλογικές/συµπεριφορικές: (α) κοινωνικός ανταγωνισµός (τα µέλη της χαµηλής θέσης ενδο-οµάδας αγωνίζονται για θετικότερη αξιολόγηση της οµάδας τους, π.χ. «εµείς οι
15 συµβασιούχοι θα δείξουµε στους µόνιµους υπαλλήλους ότι είµαστε πιο αποτελεσµατικοί από αυτούς») (β) ρεαλιστικός ανταγωνισµός (τα µέλη της χαµηλής θέσης ενδο-οµάδας αγωνίζονται για την απόκτηση περισσότερων πόρων, π.χ. «εµείς οι συµβασιούχοι θα διεκδικήσουµε να προσληφθούµε κατά προτεραιότητα»). 4. Συλλογικές/γνωστικές: (α) επαναξιολόγηση της διάστασης σύγκρισης (τα µέλη της χαµηλής θέσης ενδοοµάδας αντιστρέφουν την αξιολόγησή τους αναφορικά µε τη διάσταση σύγκρισης βάσει της οποίας είναι σε δυσµενή θέση, π.χ. οι συµβασιούχοι µειώνουν ή αρνούνται την αξία της µονιµότητας) (β) νέα διάσταση σύγκρισης (επιλογή διάστασης σύγκρισης ως προς την οποία η ενδο-οµάδα υπερτερεί της εξω-οµάδας, π.χ. «εµείς οι συµβασιούχοι είµαστε νεότεροι και δεν έχουµε αποτελµατωθεί») (γ) νέα οµάδα σύγκρισης (επιλογή εξω-οµάδας σύγκρισης µε χαµηλότερη θέση από την ενδο-οµάδα, π.χ. οι συµβασιούχοι µπορεί να επιλέξουν να συγκριθούν µε τους ανέργους) (δ) επανα-κατηγοριοποίηση σε ανώτερο επίπεδο (τα µέλη της ενδο-οµάδας και της εξω-οµάδας επαναπροσδιορίζονται σε ένα ανώτερο επίπεδο κατηγοριοποίησης ως µια οµάδα που επιδιώκει να αποκτήσει θετική διάκριση σε σχέση µε κάποια άλλη πλέον εξω-οµάδα, π.χ. τόσο οι συµβασιούχοι όσο και µόνιµοι επαναπροσδιορίζονται ως δηµόσιοι υπάλληλοι σε αντιδιαστολή µε τα στελέχη των πολυεθνικών που απολαµβάνουν ανώτερους µισθούς) (ε) επανα-κατηγοριοποίηση σε κατώτερο επίπεδο (η ενδο-οµάδα «διασπάται γνωστικά» σε υποοµάδες µε διαφορετική θέση, π.χ. συµβασιούχοι µέσης και ανώτερης εκπαίδευσης, και έτσι οι ανώτερης εκπαίδευσης αισθάνονται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση µε αυτούς της µέσης). 5. Εκτός από τις παραπάνω, που αποτελούν στρατηγικές κοινωνικής δηµιουργικότητας, οι Blanz et al (1998) ενέταξαν σ αυτήν την κατηγορία και δυο άλλες στρατηγικές: (στ) χρονική σύγκριση (σύγκριση της οµάδας µε τον εαυτό της σε άλλη χρονική στιγµή, π.χ. «τώρα είµαστε συµβασιούχοι εργαζόµενοι ενώ πριν ήµασταν άνεργοι»)
16 (ζ) σύγκριση µε σταθερές (standards) (σύγκριση της οµάδας όχι µε άλλη οµάδα, αλλά µε κοινωνικά αποδεκτές σταθερές, δηλ. στόχους, αξίες, νόρµες, π.χ. «οι συµβασιούχοι καλύπτουν ανάγκες και παρέχουν σηµαντικές υπηρεσίες»). Οι Blanz et al (1998) σχεδίασαν µια έρευνα µε σκοπό τη µελέτη των στρατηγικών διαχείρισης της κοινωνικής ταυτότητας, ισχυριζόµενοι ότι οι «Ανατολικογερµανοί» πληρούν τις προϋποθέσεις για να θεωρηθούν οµάδα χαµηλότερης θέσης σε σχέση µε τους «υτικογερµανούς» ακόµα και στο πλαίσιο της ενοποιηµένης Γερµανίας. Βάσει των αποτελεσµάτων της έρευνάς τους, που δεν επιβεβαίωσαν πλήρως την αρχικά προτεινόµενη ταξινόµηση, κατέληξαν σε µια άλλη ταξινόµηση, όπου αντικατέστησαν την πρώτη διπολική διάσταση (ατοµικές συλλογικές στρατηγικές) µε µια µεταβλητή που αντανακλά την αλλαγή των παραµέτρων σύγκρισης και έχει τρία επίπεδα: (α) ούτε η ενδο-οµάδα ούτε η εξω-οµάδα αλλάζει, (β) η ενδο-οµάδα δεν αλλάζει και αλλάζει η εξω-οµάδα, (γ) τόσο η ενδο-οµάδα όσο και η ενδο-οµάδα αλλάζουν. Σε συνδυασµό µε την δεύτερη διπολική διάσταση (συµπεριφορικές γνωστικές στρατηγικές) κατέληξαν σε µια 3 x 2 ταξινόµηση: 1. Συµπεριφορικές στρατηγικές όπου ούτε η ενδο-οµάδα ούτε η εξω-οµάδα αλλάζει, οι οποίες στοχεύουν στην αλλαγή της ασύµµετρης σχέσης status µεταξύ ενδοοµάδας και εξω-οµάδας (κοινωνικός ανταγωνισµός, ρεαλιστικός ανταγωνισµός), 2. Γνωστικές στρατηγικές όπου ούτε η ενδο-οµάδα ούτε η εξω-οµάδα αλλάζει, οι οποίες στοχεύουν στην αλλαγή της διάστασης σύγκρισης (επαναξιολόγηση της διάστασης σύγκρισης, νέα διάσταση σύγκρισης), 3. Συµπεριφορικές στρατηγικές όπου η ενδο-οµάδα δεν αλλάζει και αλλάζει η εξω-οµάδα, οι οποίες στοχεύουν στη συµπεριφορική αλλαγή του αντικειµένου σύγκρισης, 4. Γνωστικές στρατηγικές όπου η ενδο-οµάδα δεν αλλάζει και αλλάζει η εξωοµάδα, οι οποίες στοχεύουν στη γνωστική αλλαγή του αντικειµένου σύγκρισης (νέα οµάδα σύγκρισης, χρονική σύγκριση, σύγκριση µε σταθερές), 5. Συµπεριφορικές στρατηγικές όπου τόσο η ενδο-οµάδα όσο και η ενδοοµάδα αλλάζουν, οι οποίες στοχεύουν στην αλλαγή οµάδας υπαγωγής (ατοµική κινητικότητα, αφοµοίωση),
17 Αλλαγή παραµέτρων σύγκρισης ενδο-οµάδα αλλάζει/ δεν ενδο-οµάδα δεν αλλάζει/ ενδο-οµάδα αλλάζει/ εξω-οµάδα αλλάζει δεν εξω-οµάδα αλλάζει εξω-οµάδα αλλάζει αλλαγή ασύµµετρης σχέσης status της συµπεριφορική αλλαγή του αντικειµένου σύγκρισης αλλαγή υπαγωγής οµάδας Συµπεριφορικές 1. κοινωνικός ανταγωνισµός 1.ατοµική κινητικότητα Τρόπος απόκρισης 2. ρεαλιστικός ανταγωνισµός αλλαγή διάστασης σύγκρισης της γνωστική αλλαγή του αντικειµένου σύγκρισης 2.αφοµοίωση αλλαγή της κατηγοριοποίησης Γνωστικές 1.επαναξιολόγηση της διάστασης σύγκρισης 2.νέα διάσταση σύγκρισης 1.νέα οµάδα σύγκρισης 2.χρονική σύγκριση 3.σύγκριση µε σταθερές 1.εξατοµίκευση, 2.επανακατηγοριοποίηση σε ανώτερο επίπεδο 3.επανακατηγοριοποίηση σε κατώτερο επίπεδο 6. Γνωστικές στρατηγικές όπου τόσο η ενδο-οµάδα όσο και η ενδο-οµάδα αλλάζουν, οι οποίες στοχεύουν στην αλλαγή της κατηγοριοποίησης (εξατοµίκευση, επανα-κατηγοριοποίηση σε ανώτερο επίπεδο, επανακατηγοριοποίηση σε κατώτερο επίπεδο).