Paul Krugman Maurice Obsfeld Διεθνής Οικονομική Κεφάλαιο 21 Η Διεθνής Αγορά Κεφαλαίου και τα κέρδη από το Εμπόριο Διεθνής Τραπεζική Λειτουργία και Διεθνής Κεφαλαιαγορά Φιλίππου Ευαγγελία Α.Μ. 1207 Μ069
Ποιες είναι οι ωφέλειες που προκύπτουν από το διεθνές εμπόριο όσον αφορά τη διεθνή κεφαλαιαγορά; Η διεθνής κεφαλαιαγορά ορίζεται ως η αγορά στην οποία πραγματοποιούνται ανταλλαγές περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των κατοίκων διαφόρων χωρών μέσω ενός διεθνούς δικτύου χρηματοοικονομικών κέντρων. Τα περιουσιακά στοιχεία που ανταλλάσσονται είναι τραπεζικές καταθέσεις σε διάφορα νομίσματα, μετοχές και ομόλογα κ.ά.. Αν και υπάρχει μεγάλη συζήτηση, ιδιαίτερα τη σύγχρονη εποχή, σχετικά με το πόσο παραγωγικές ή κερδοσκοπικές είναι αυτές οι ανταλλαγές, ωστόσο το σίγουρο είναι ότι με τα κέρδη που αποκομίζουν οι συντελεστές τους, βελτιώνουν την οικονομική δυνατότητα των καταναλωτών, ενισχύοντας την ενεργό ζήτηση και την οικονομική δραστηριότητα γενικότερα. Το διεθνές εμπόριο εκτός από τις ωφέλειες που συνεπάγεται για τις συμμετέχουσες χώρες όσον αφορά στην παραγωγή και διακίνηση των αγαθών και των υπηρεσιών (ανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων μιας χώρας ανάλογα με τον τομέα στον οποίο είναι πιο αποτελεσματική, διαχρονικό εμπόριο) διευκολύνει επίσης και τις συναλλαγές στη διεθνή κεφαλαιαγορά. Γενικά, οι αγοραπωλησίες περιουσιακών στοιχείων βασίζονται στην εγγενή τάση των ατόμων να αποφεύγουν τον κίνδυνο. Τα άτομα αξιολογούν ένα χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων όχι μόνο με βάση την αναμενόμενη απόδοσή του, αλλά και με βάση τον κίνδυνο που ενσωματώνει αυτή η απόδοση. Έτσι αποφεύγουν να αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία τα οποία ίσως προσφέρουν μεγάλη απόδοση, αλλά συνεπάγονται και μεγάλους κινδύνους. Το διεθνές εμπόριο περιουσιακών στοιχείων εξασφαλίζει στους κατοίκους μιας χώρας τη δυνατότητα να διαφοροποιούν το χαρτοφυλάκιο των επενδύσεών τους, επεκτείνοντάς το σε διάφορες χώρες. Με αυτόν τον τρόπο διανέμουν το χρηματικό ποσό που διαθέτουν για την αγορά περιουσιακών
στοιχείων σε τίτλους χρέους και μετοχικούς τίτλους κρατών, επιχειρήσεων, τραπεζών σε διαφορετικές χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο μεγιστοποιώντας τα οφέλη και ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους της επένδυσής τους. Η μειωμένη απόδοση ενός μεριδίου του χαρτοφυλακίου τους πολύ λίγο μπορεί να επηρεάσει τη συνολική του απόδοση, ενώ η απρόσμενα μεγάλη απόδοση ενός άλλου μεριδίου έστω περιορισμένου - είναι σαφώς επιθυμητή. Ποιοι είναι οι κύριοι παράγοντες της διεθνούς αγοράς κεφαλαίων; Οι κυριότεροι παράγοντες της διεθνούς κεφαλαιαγοράς είναι οι ακόλουθοι: 1. Οι εμπορικές τράπεζες, οι οποίες αναλαμβάνουν την πραγματοποίηση των διεθνών πληρωμών και άλλων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων, όπως είναι η έκδοση μετοχών και ομολόγων επιχειρήσεων. Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλές φορές οι τράπεζες αναλαμβάνουν δραστηριότητες σε τομείς που δεν τους επιτρέπεται στη χώρα τους, αναπτύσσοντας αυτό που ονομάζουμε διεθνή τραπεζική δραστηριότητα. 2. Οι εταιρείες, οι οποίες σήμερα κυρίως μέσω των πολυεθνικών επιχειρήσεων χρηματοδοτούν τις επενδύσεις τους από εγχώριες και ξένες πηγές κεφαλαίων και για το λόγο αυτόν αναγκάζονται να πουλήσουν μετοχές ή να δανειστούν. 3. Μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δηλαδή ασφαλιστικές εταιρείες, συνταξιοδοτικά ταμεία, καθώς και τράπεζες επενδύσεων. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι τράπεζες επενδύσεων, οι οποίες ειδικεύονται στη διάθεση των μετοχών και ομολόγων επιχειρήσεων και κρατών. 4. Κεντρικές τράπεζες και κυβερνητικοί φορείς (π.χ. πολλές κυβερνήσεις και κυβερνητικοί οργανισμοί δανείζονται από πιστωτικά ιδρύματα αναπτυγμένων κρατών όταν αντιμετωπίζουν αυξημένα ελλείμματα και χρέη).
Ποιος είναι ο ρόλος της διεθνούς τραπεζικής λειτουργίας στη σύγχρονη κεφαλαιαγορά και ποιοι είναι οι λόγοι αύξησής της; Μετά τη δεκαετία του 70 παρατηρούμε μια αλματώδη αύξηση των συναλλαγών στη διεθνή κεφαλαιαγορά. Ο όγκος των συναλλαγών στη διεθνή κεφαλαιαγορά έχει αυξηθεί με ταχύτερους ρυθμούς από το ρυθμό αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η διεθνής λειτουργία των τραπεζών, που αποτελούν βασικό παράγοντα της διεθνούς κεφαλαιαγοράς, ήταν καθοριστική στην ανάπτυξη και διευκόλυνση αυτών των συναλλαγών. Οι τράπεζες ανέπτυξαν εξωχώριες τραπεζικές δραστηριότητες (μέσω ιδρύσεων πρακτορείων στο εξωτερικό, θυγατρικών τραπεζών και υποκαταστημάτων). Οι λόγοι για τους οποίους αυξήθηκε η διεθνής λειτουργία των τραπεζών είναι βασικά τρεις: 1. Η αύξηση του όγκου του διεθνούς εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών. Για παράδειγμα οι εισαγωγείς αμερικανικών προϊόντων είχαν αυξημένες ανάγκες σε δολάρια, τις οποίες έσπευσαν να ικανοποιήσουν τράπεζες που εγκαταστάθηκαν στις χώρες τους και οι οποίες πρόσφεραν φθηνότερες συναλλαγές. 2. Οι χώρες προκειμένου να ελέγξουν την εγχώρια προσφορά χρήματος και να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη αστάθεια την τιμή του νομίσματός τους και ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους, έθεσαν περιοριστικές ρυθμίσεις στις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες των τραπεζών που εδράζουν στη χώρα τους (π.χ. με τη μεταφορά υποχρεωτικών διαθεσίμων στην κεντρική τράπεζα) με αποτέλεσμα οι τράπεζες να μεταφέρουν τις λειτουργίες τους στο εξωτερικό προκειμένου να εξασφαλίσουν μεγαλύτερα κέρδη. Περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων και στις τραπεζικές δραστηριότητες τέθηκαν για παράδειγμα από τις ΗΠΑ τη δεκαετία του 60, καθώς λόγω των εξόδων
που προέκυψαν από τον πόλεμο στο Βιετνάμ, αναγκάστηκαν να θέσουν ένα ανώτερο όριο στα επιτόκια καταθέσεων που προσέφεραν οι αμερικανικές τράπεζες προκαλώντας έτσι την ίδρυση υποκαταστημάτων τους στο εξωτερικό, όπου με υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων προσέλκυσαν περισσότερες καταθέσεις. Επιπλέον, διαπιστώνουμε ότι οι χώρες ασκούν μια ασύμμετρη στάση απέναντι στο εγχώριο νόμισμα και στα ξένα νομίσματα, διευκολύνοντας έτσι την εγκατάσταση στην επικράτειά τους τραπεζικών καταστημάτων με διεθνή δραστηριότητα. 3. Πολιτικοί παράγοντες. Το ψυχροπολεμικό κλίμα δημιουργούσε αβεβαιότητα στη Σοβιετική Ένωση σχετικά με τον τόπο κατάθεσης των δολαρίων που εισέπραττε από την πώληση χρυσού και πρώτων υλών. Η ίδρυση ευρωτραπεζών έδωσε λύση στο πρόβλημά της, αφού με αυτόν τον τρόπο δεν ήταν υποχρεωμένη να καταθέτει τα δολάρια σε τράπεζες των ΗΠΑ αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο δέσμευσης των καταθέσεών της. Το ίδιο συνέβη αργότερα και με τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες του ΟΠΕΚ. Ποιες είναι οι πιθανές επιπτώσεις από τις αυξημένες καταθέσεις σε ευρωνομίσματα; Δύο είναι οι μακροοικονομικές επιπτώσεις που ενδεχομένως προκαλούνται από τις αυξημένες καταθέσεις σε ευρωνομίσματα: 1. Παγκόσμιος πληθωρισμός. Επειδή ο πληθωρισμός συνδέεται με το ρυθμό αύξησης προσφοράς του χρήματος (άθροισμα νομισματικής κυκλοφορίας και καταθέσεων όψεως), οι κεντρικές τράπεζες σε περιόδους αυξημένων καταθέσεων σε ευρωνομίσματα δεν μπορούν να παρακολουθήσουν και να αξιολογήσουν τις συνέπειες και τις ενδεχόμενες πιέσεις που μπορούν να προκαλέσουν στα επίπεδα τιμών των χωρών. Οι καταθέσεις σε ευρωνομίσματα μπορεί μεν να αφορούν διατραπεζικές καταθέσεις, αλλά αποτελούν επίσης χρήμα με την ευρεία έννοια του όρου, το οποίο διακινείται από θυγατρικές ή υποκαταστήματα εγχώριων τραπεζών, που δεν υποχρεούνται να
αποδίδουν μέρος του χρήματος που διακινούν στις κεντρικές τράπεζες της χώρας τους ως υποχρεωτικά διαθέσιμα. Η παγκόσμια συνεργασία των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων ίσως να έδινε μια λύση στο πρόβλημα, όμως είναι πρακτικά και πολιτικά πολύ δύσκολη. Ο κίνδυνος του παγκόσμιου πληθωρισμού αν και είναι υπαρκτός δεν θα πρέπει να μεγαλοποιείται. 2. Περιορισμένος νομισματικός έλεγχος. Οι ευρωτράπεζες δεν έχουν την υποχρέωση που έχουν οι εγχώριες τράπεζες, να καταβάλλουν δηλαδή ένα ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίμων στην κεντρική τράπεζα. Τα ποσοστά υποχρεωτικών διαθεσίμων ωστόσο προσδιορίζουν το μέγεθος των πολλαπλασιαστών χρήματος που επηρεάζουν τα νομισματικά μεγέθη και κατ επέκταση τη νομισματική βάσης της χώρας, με αποτέλεσμα οι κεντρικές τράπεζες να μην μπορούν να ασκήσουν έλεγχο στα νομισματικά μεγέθη και την προσφορά του χρήματος, τουλάχιστον βραχυχρόνια. Γενικά, το σύστημα των ευρωνομισμάτων μειώνει το κόστος των διεθνών ανταλλαγών περιουσιακών στοιχείων και ενθαρρύνει τις αλλαγές χαρτοφυλακίων. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται μακροοικονομικές ανησυχίες για τις κυβερνήσεις, οι καταναλωτές όμως απολαμβάνουν χαμηλότερο κόστος στις συναλλαγές τους με όλες τις θετικές συνέπειες που αυτό επιφέρει στην οικονομία.
Γλωσσάρι Τίτλοι χρέους: τους τίτλους χρέους συνιστούν τα ομόλογα και οι τραπεζικές καταθέσεις. Ο εκδότης αυτών των τίτλων θα πρέπει να καταβάλλει ένα σταθερό ποσό, δηλαδή το άθροισμα του αρχικού ποσού και των τόκων, ανεξάρτητα από την οικονομική συγκυρία. Η πραγματική όμως χρηματική τους απόδοση εξαρτάται από το εθνικό επίπεδο τιμών και τις ισχύουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες. Μετοχικοί τίτλοι: είναι οι μετοχές που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις έναντι των κερδών μιας επιχείρησης. Η απόδοση των μετοχών εξαρτάται από την οικονομική συγκυρία. Eυρωνομίσματα: οι εξωχώριες καταθέσεις διαφόρων νομισμάτων. Ευρωδολλάρια: οι καταθέσεις δολαρίων εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Ευρωτράπεζες: οι τράπεζες που δέχονται καταθέσεις ευρωνομισμάτων και ευρωδολλαρίων. Νομισματική βάση: τη νομισματική βάση (Η) συνιστά το άθροισμα των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία (C ) με τα υποχρεωτικά διαθέσιμα των τραπεζών (RE), δηλαδή Η=C+RE. Πολλαπλασιαστής χρήματος: o πολλαπλασιαστής χρήματος μας δείχνει πόσες φορές θα μεταβληθεί η προσφορά του χρήματος αν μεταβληθεί η νομισματική βάση.
Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών 1. Από το διεθνές εμπόριο προκύπτουν: α. Οφέλη για τις χώρες, διότι οι παραγωγικές τους δραστηριότητες συγκεντρώνονται εκεί που είναι πιο αποτελεσματικές. β. Οφέλη για μια χώρα, διότι εισάγοντας πρώτες ύλες ή εξειδικευμένο εξοπλισμό, δύναται να πραγματοποιήσει ένα μελλοντικό επενδυτικό σχέδιο (διαχρονικό εμπόριο). γ. Οφέλη όσον αφορά τις διεθνείς ανταλλαγές περιουσιακών στοιχείων, διότι εξασφαλίζει τη διαφοροποίηση χαρτοφυλακίου των συναλλασσομένων. δ. Όλα τα παραπάνω. 2. Οι συναλλασσόμενοι ανταλλάσσουν περιουσιακά στοιχεία με κριτήριο: α. Την αναμενόμενη απόδοση που θα προκύψει. β. Τον κίνδυνο που ενέχει αυτή η ανταλλαγή. γ. Τα α και β. δ. Συναισθηματικές προτιμήσεις. 3. Η βασική λειτουργία της διεθνούς κεφαλαιαγοράς είναι: α. Ο περιορισμός της κερδοσκοπίας. β. Η διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου εκείνων που εμπλέκονται σε ανταλλαγές περιουσιακών στοιχείων. γ. Τα α και β. δ. Ο περιορισμός του πληθωρισμού.
4. Παράγοντες της διεθνούς κεφαλαιαγοράς είναι: α. Εταιρείες. β. Εμπορικές τράπεζες και μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. γ. Κεντρικές τράπεζες και κυβερνητικά ιδρύματα. δ. Όλα τα παραπάνω. 5. Η ραγδαία αύξηση της διεθνούς τραπεζικής λειτουργίας οφείλεται: α. Στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, στην προσπάθεια να αποφύγουν οι εγχώριες τράπεζες τα χρηματοοικονομικά εμπόδια που θέτουν οι κυβερνήσεις και σε πολιτικούς λόγους. β. Στη ραγδαία αύξηση του διεθνούς εμπορίου. γ. Στις ρυθμίσεις που επιβάλλει η Παγκόσμια Τράπεζα. δ. Σε κανένα από τα παραπάνω. 6. Ο σημαντικότερος παράγοντας που καθιστά τις ανταλλαγές ευρωνομισμάτων ελκυστικές για τις τράπεζες και τους πελάτες τους είναι: α. Το ανώτατο όριο επιτοκίων. β. Η καλύτερη διοικητική λειτουργία των ευρωτραπεζών. γ. Η απαλλαγή από το ποσοστό υποχρεωτικών διαθεσίμων που πρέπει να καταβάλλουν οι ευρωτράπεζες στην κεντρική τράπεζα, που έχει ως συνέπεια τη μείωση του κόστους συναλλαγών. δ. Η αυξημένη συναλλαγματική αξία των νομισμάτων της Ευρώπης.
7. Οι αυξημένες καταθέσεις σε ευρωδολλάρια μπορεί να οδηγήσουν: α. Σε καλπάζοντα διεθνή πληρωρισμό. β. Σε στασιμοπληθωρισμό. γ. Στα α και β. δ. Σε περιορισμένες πληθωριστικές πιέσεις. 8. Το σύστημα των ευρωνομισμάτων: α. Προκαλεί σημαντική μακροοικονομική αστάθεια. β. Αν και μπορεί να προκαλέσει κάποια περιορισμένη μακροοικονομική αστάθεια, διευκολύνει τις διεθνείς ανταλλαγές περιουσιακών στοιχείων και μειώνει το κόστος τους. γ. Βοήθησε στην καθιέρωση κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. δ. Κανένα από τα παραπάνω.