http://hallofpeople.com/gr/ Ζαν Πιαζέ Περίοδοι ανάπτυξης της σκέψης σύμφωνα με τη θεωρία του Jean Piaget 1. Αισθησιοκινητική (από τη γέννηση έως 2 ετών) Διαφοροποιεί τον εαυτό του από τους άλλους. Αναγνωρίζει τον εαυτό του ως δράστη της ενέργειας και αρχίζει να ενεργεί σκόπιμα. Για παράδειγμα, σπρώχνει ένα σύρμα για να θέσει σε κίνηση ένα αντικείμενο που μπορεί να κινηθεί ή κουνάει μια κουδουνίστρα για να κάνει θόρυβο. Επιτυγχάνει τη μονιμότητα του αντικειμένου: αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα και όταν δεν είναι παρόντα.
2. Προεννοιολογική (2 έως 7 ετών) Μαθαίνει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα και να αναπαριστά τα αντικείμενα με εικόνες και λέξεις. Η σκέψη του είναι ακόμα εγωκεντρική: έχει δυσκολία να λάβει υπόψη του τη γνώμη των άλλων. Κατηγοριοποιεί τα αντικείμενα με βάση μόνο ένα χαρακτηριστικό: Για παράδειγμα, βάζει στην ίδια ομάδα όλους τους κόκκινους κύβους ανεξάρτητα από το σχήμα ή όλους τους τετράγωνους κύβους ανεξάρτητα από το χρώμα. 3. Συγκεκριμένων λογικών ενεργειών (7 έως 12 ετών) Μπορεί να σκέφτεται λογικά για τα αντικείμενα και τα γεγονότα. Επιτυγχάνει τη διατήρηση του αριθμού (6 ετών), της μάζας (7 ετών) και του βάρους (9 ετών). Κατηγοριοποιεί τα αντικείμενα με βάση περισσότερα του ενός χαρακτηριστικά και μπορεί να τα σειροθετεί με βάση μόνο μια διάσταση όπως π.χ. το μέγεθος. 4. Τυπικών λογικών ενεργειών (12 ετών και άνω) Μπορεί να σκέφτεται λογικά για αφηρημένες έννοιες και να ελέγχει τις υποθέσεις συστηματικά. Αρχίζει να ενδιαφέρεται για υποθετικά, μελλοντικά και ιδεολογικά προβλήματα.
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από εργασία Η Θεωρία του Πιαζέ Στέλλα Βοσνιάδου Πανεπιστήμιο Αθηνών (βρεθηκε ως pdf στο διαδίκτυο) Το παρακάτω απόσπασμα είναι αναδημοσίευση από: http: //tvxs. gr/news/paideia/zan- piaze- %C2%ABo- frointtis- sxolikis- taksis%c2%bb [ ] Κατά την παραμονή του στο Παρίσι (του Ζαν Πιαζέ) παρουσιάστηκε η ευκαιρία που έμελλε να διαγράψει και να καθορίσει την κατεύθυνση της μελλοντικής επιστημονικής του εξέλιξης. Το 1920 αποδέχθηκε μια θέση συνεργασίας με το Δρα Τεοφίλ Σιμόν (Theophile Simon) στο Εργαστήριο Binet στο Παρίσι (ο Σιμόν και ο Αλφρέ Μπινέ (Alfred Binet) είχαν τότε δημιουργήσει το πρώτο επιτυχές τεστ ευφυϊας). Η εργασία του εκεί αφορούσε την ανάπτυξη μιας σταθμισμένης γαλλικής έκδοσης συγκεκριμένων αγγλικών τεστ ευφυϊας. Σε ένα σταθμισμένο τεστ η έκφραση των ερωτήσεων και η σειρά παρουσίασής τους είναι επακριβώς καθορισμένα και ο εξεταστής δεν πρέπει να παρεκκλίνει καθόλου από την προκαθορισμένη αυτή τακτική. Ο σκοπός ενός σταθμισμένου τεστ είναι να παρουσιάζει σε όλους τους εξεταζόμενους ακριβώς τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες ερωτήσεις έτσι ώστε οι επερχόμενες διαφορές στην απόδοσή τους να μπορούν να αποδοθούν όχι σε διαφοροποιήσεις των ερωτήσεων αλλά σε διαφοροποιήσεις της ευφυϊας τους.
Αρχικά ο Πιαζέ δεν ήταν καθόλου ενθουσιασμένος με αυτή την εργασία. Του φαινόταν εξαιρετικά μηχανική και πρακτική. Πολλά όμως γεγονότα άλλαξαν την οπτική του και χάραξαν σταδιακά ένα νέο σημαντικό αντικείμενο μελέτης. Καταρχήν, σε ένα τέτοιο τεστ η σημασία και η προσοχή αποδίδονται αποκλειστικά στην ικανότητα του παιδιού να δίνει «σωστές» απαντήσεις. Ο ίδιος όμως άρχισε να παρατηρεί ότι, αντιθέτως, οι λανθασμένες απαντήσεις των παιδιών ήταν οι πιο ενδιαφέρουσες. Επίσης άρχισε να παρατηρεί ότι παιδιά της ίδιας ηλικίας έτειναν να δίνουν τις ίδιες λανθασμένες απαντήσεις στο τεστ καθώς επίσης ότι υπήρχαν και διαφορετικά είδη κοινών λανθασμένων απαντήσεων που δίδονταν σε διαφορετικές ηλικίες. Ο Πιαζέ άρχισε να προβληματίζεται σχετικά με τη σημασία αυτών των «λαθών». Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μεγαλύτερα παιδιά δεν ήταν «πιο έξυπνα» από τα μικρότερα παιδιά, αλλά ότι απλά η σκέψη των μικρότερων παιδιών ήταν «ποιοτικά διαφορετική» από εκείνη των μεγαλύτερων. Με άλλα λόγια, κατέληξε στην απόρριψη μιας «ποσοτικής» καταμέτρησης της ευφυϊας, που βασιζόταν αποκλειστικά στον αριθμό των σωστών απαντήσεων που δίδονταν στο τεστ. Το πραγματικό πρόβλημα σχετικά με την ευφυϊα ήταν, κατά τον Πιαζέ, η ανακάλυψη του διαφορετικού τρόπου με τον οποίο σκέφτονται τα παιδιά διαφορετικών ηλικιών. Ο Πιαζέ απέκλεισε εξαρχής από τη μέθοδό του τον τυποποιημένο τρόπο ερωτήσεων προς χάριν μιας λιγότερο δομημένης μεθόδου συνεντεύξεως που του έδινε περισσότερη ελευθερία συνομιλίας με τα παιδιά. Τη μέθοδο αυτή την γνώριζε ήδη από την κλινική του εμπειρία στην Ψυχοπαθολογία. Με τον τρόπο αυτό άφηνε τις απαντήσεις των παιδιών να οδηγούν
ουσιαστικά τη σειρά των ερωτήσεων καθώς σκοπός του ήταν να ακολουθεί τη γραμμή σκέψης του παιδιού, χωρίς ο ίδιος να επιβάλλει τον οποιοδήποτε έλεγχο ή κατεύθυνση σε αυτόν. Σε μια καταγεγραμμένη γνωστή συνομιλία του με ένα πεντάχρονο κοριτσάκι θέτει το ερώτημα «τι είναι αυτό που δημιουργεί τον αέρα;», και αρχίζει να περισυλλέγει απαντήσεις. Όταν το παιδί τού απαντά «τα δένδρα», εκείνος συνεχίζει τον διάλογο με ένα ακόμη ανοιχτό ερώτημα: «πώς το ξέρεις;». «Τα είδα να κουνούν τα χέρια τους». «Και πώς αυτό δημιουργεί τον αέρα;». Εδώ η μικρή αρχίζει να κουνά το χέρι της μπροστά από το πρόσωπό της αποφαινόμενη με άκρως σοβαρό ύφος: «Να έτσι. Μόνο που είναι μεγαλύτερα. Και υπάρχουν πολλά δένδρα».