ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ. Bιταμίνη D και Καρδιαγγειακή Νόσος. περιεχομενα. Άρθρο Σύνταξης Στήλη των Ομάδων Εργασίας Ενδιαφέροντα Άρθρα - Σχόλια Επιφυλλίδα

Σχετικά έγγραφα
Νεότερα φάρμακα : antiangptl3

Μεικτή αθηρογόνος δυσλιπιδαιμία: βελτιώνοντας το συνολικό λιπιδαιμικό προφίλ

Κωνσταντίνος Τζιόμαλος Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική ΑΠΘ, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ

ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑ. Νικολούδη Μαρία. Ειδικ. Παθολόγος, Γ.Ν.Θ.Π. «Η Παμμακάριστος»

Κωνσταντίνος Τζιόμαλος Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική ΑΠΘ, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ

Υπολιπιδαιμική αγωγή σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο

Αναστολείς της PCSK9. ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ ΡΑΛΛΙΔΗΣ, FESC Αναπληρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας Β ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ «ΑΤΤΙΚΟΝ»

Ν. Κατσίκη[1], Α. Γκοτζαμάνη-Ψαρράκου[2], Φ. Ηλιάδης[1], Τρ. Διδάγγελος[1], Ι. Γιώβος[3], Δ. Καραμήτσος[1]

Ασθενής που εμφανίζει μυαλγίες κατά τη χορήγηση στατινών

Δυσλιπιδαιμίες αντιμετώπιση. Κωνσταντίνος Τζιόμαλος Λέκτορας Παθολογίας ΑΠΘ Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική ΑΠΘ, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ

Αντιμετώπιση δυσλιπιδαιμιών. Κωνσταντίνος Τζιόμαλος Λέκτορας Παθολογίας

Ρύθμιση της γλυκόζης αίματος ή επίτευξη πολλαπλών θεραπευτικών στόχων?

Αποτελεσματικότητα και ασφάλεια των αναστολέων της πρωτεΐνης PCSK9: πότε και σε ποιους ασθενείς

Διαβητική περιφερική αρτηριοπάθεια και νευροπάθεια Οφέλη από τη ρύθμιση των λιπιδίων. Σ. Λιάτης

Αυξημένες τιμές Lp(a) ή ουρικού οξέος. Τι πρακτικά σημαίνουν για τον ασθενή και το γιατρό του

Ο ρόλος της ANGPTL3 στον μεταβολισμό των λιποπρωτεϊνών

Δυσλιπιδαιμία και καρδιαγγειακός κίνδυνος

Μεταβολισμός λιπιδίων Δυσλιποπρωτειναιμίες. Μαρίνα Νούτσου Διευθύντρια Β Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική Διαβητολογικό Κέντρο ΓΝΑ Ιπποκράτειο

Νέα θεραπευτική προσέγγιση: Από το the lower the better στο Lowest is best

Υπολειπόμενος καρδιαγγειακός κίνδυνος. Πώς υπολογίζεται, πώς αντιμετωπίζεται

ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ Ι

Γράφει: Ευθυμία Πετράτου, Ειδική Παθολόγος, Υπεύθυνη Ιατρείου Διαταραχής Λιπιδίων, Ιατρικού Π. Φαλήρου

Θεραπευτικός αλγόριθμος για την αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών Ελληνικές οδηγίες

ΛΙΠΩΔΗΣ ΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΔΟΘΗΛΙΟ: ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΣΧΕΣΗ. Κ. ΜΑΚΕΔΟΥ, Ιατρός Βιοπαθολόγος

Προλαμβάνοντας τα Καρδιαγγειακά Νοσήματα

Προλαμβάνοντας τα Καρδιαγγειακά Νοσήματα

gr

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΝΕΦΡΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Αναθεωρημένες Ελληνικές κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας

Κωνσταντίνος Τζιόμαλος Επίκουρος Καθηγητής Παθολογίας Α Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική ΑΠΘ, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ

Eίναι τελικά ο διαβήτης ισοδύναμο στεφανιαίας νόσου; Η αλήθεια για τον πραγματικό καρδιαγγειακό κίνδυνο στον ΣΔ τύπου 2

Dyslipidemia: Updated Guidelines Διαχείριση δυσλιπιδαιμιών

«Παράγοντες Κινδύνου και Καρδιαγγειακή Νόσος. Δύσκολες Κλινικές Περιπτώσεις»

15 o ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Προλαμβάνοντας τα Καρδιαγγειακά Νοσήματα

Μαρία Μουκταρούδη Παθολογος Επιμελήτρια Β

Προλαμβάνοντας τα Καρδιαγγειακά Νοσήματα

ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΑΣ 2019 ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΡΟΥΜΤΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ Νοσηλεύτρια CPN, MSc Α Παιδιατρικής κλινικής ΑΠΘ

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ. Γαργάνη Κωνσταντίνα: ΤΕ Νοσηλεύτρια Σ/Μ ΓΝΘ Παπανικολάου

Μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος. Κωνσταντίνος Τζιόμαλος Λέκτορας Παθολογίας ΑΠΘ

ΟΙΚΟΓΕΝΗΣ ΥΠΕΡΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΑΙΜΙΑ: ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ

Η στεφανιαία νόσος : πρώτη αιτία θανάτου στις Δυτικές Κοινωνίες

Παρουσίαση ενδιαφέροντος κλινικού περιστατικού Στεφανιαία Νόσος και δυσλιπιδαιμία

Διερεύνηση στεφανιαίας νόσου σε ασυµπτωµατικό διαβητικό ασθενή

Μεταβολισµός λιπιδίων υσλιποπρωτειναιµίες

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958. Περιεχόμενο

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΗΣ hs-crp ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΉ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΝΙΝΗΣ ΣΕ ΔΙΑΒΗΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ

Αθήνα Νοέμβριος 2018 Αγαπητοί συνάδελφοι και φίλοι του Ελληνικού Οργανισμού Εγκεφαλικών,

Θεραπευτικές παρεμβάσεις για την επίτευξη του στόχου της LDL χοληστερόλης στο διαβητικό ασθενή

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΑΙΜΙΑ

Μ. Δρακοπούλου*, Κ. Τούτουζας*, Γ. Μπενέτος*, Α. Συνετός*, Φ. Mητροπούλου*, Α. Μιχελόγγονα*, Α. Παπανικολάου*, Κ. Πρέκας, Η. Σιώρης, Δ.

gr

ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΕΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΠΙΔΙΟΛΟΓΙΑΣ, ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ KAI AΓΓEIAΚΗΣ ΝΟΣΟΥ

Θετική επίδραση της ιβαμπραδίνης στη συμπαθητική υπερδραστηριότητα και την αρτηριακή σκληρότητα σε υπερτασικούς ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο

Μονάδα Λιπιδίων Α Καρδιολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών Ιπποκράτειο Νοσοκομείο

ΠΕΜΠΤΗ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ Εγγραφές Έναρξη-Προσφωνήσεις Πρόεδρος:. Ρίχτερ

Νέες κατευθυντήριες οδηγίες για την θεραπεία της χοληστερόλης: Οριοθετήσεις και επισημάνσεις

MESODA. Διαβητολογικό Κέντρο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «Τζάνειο»

«Παράγοντες Κινδύνου και Καρδιαγγειακή Νόσος, Δύσκολες Κλινικές Περιπτώσεις»

ιονύσιος Τσαντίλας 1, Απόστολος Ι. Χαζητόλιος 2, Κωνσταντίνος Τζιόμαλος 2, Τριαντάφυλλος ιδάγγελος 2, ημήτριος Παπαδημητρίου 3, ημήτριος Καραμήτσος 2

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΑΣΘΕΝΗ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΗ ΝΟΣΟ ή ΚΑΡΔΙΟΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Διαβητική δυσλιπιδαιμία: νεότερα δεδομένα

Υπερλιπιδαιµίες Μεταβολισµός λιπιδίων. Μαρίνα Νούτσου Επιµελήτρια Α Παν. Παθολογικής Κλινικής Ιπποκράτειο Νοσοκοµείο Αθήνας

Ασθενής 55 ετών με υπέρταση και τυχαία ανεύρεση μικροϊσχαιμικών αλλοιώσεων σε MRI εγκεφάλου

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ENDORSED BY. European Atherosclerosis Society. International Atherosclerosis Society ΔΙΟΙΚΗΤΙΚO ΣΥΜΒΟYΛΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚHΣ ΕΤΑΙΡΕIΑΣ ΑΘΗΡΟΣΚΛΗΡΩΣΗΣ

TIMI SCORE ΣΕ NSTEMI, ΗΜΕΡΕΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ, ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΔΙΑΒΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗ

Μεταβολικό σύνδρομο και νόσος Alzheimer

Άσκηση και Καρδιοπάθειες

Η εντόπιση του οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου και η σχέση της με τη φλεγμονή της ένοχης αθηρωματικής πλάκας

Επίτευξη Θεραπευτικών Στόχων της Δυσλιπιδαιμίας-Ο ρόλος του Evolocumab

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ

Κατανάλωση καφέ και 10-ετης επίπτωση του Διαβήτη ( ): μελέτη ΑΤΤΙΚΗ

ΚΥΤΟΚΙΝΕΣ, ΜΥΟΚΙΝΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ Χαρά Κ. Δελή, PhD

Ανθρώπινο σώμα: 1200 gr Ca. 99% στα οστά και τα δόντια Το υπόλοιπο βρίσκεται στους ιστούς

Η επίδραση των ανταγωνιστών αλδοστερόνης στους παχύσαρκους υπερτασικούς

19 η Αθηροσκλήρωσης. Επιστηµονική ιηµερίδα. Μαΐου Υπολιπιδαιµικά φάρµακα και ποιότητα ζωής. Ξενοδοχείο Porto Carras, Χαλκιδική

ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΜΟΝΑΔΑ ΕΡΕΥΝΑΣ Β'ΠΡΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Θ.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Διαβητική δυσλιπιδαιμία: νεότερα δεδομένα

Κατευθυντήριες οδηγίες για τις δυσλιπιδαιμίες: Διάγνωση και αντιμετώπιση

ΟΡΟΛΟΣΤΗΣΑΣΚΗΣΗΣΣΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΣΥΝ ΡΟΜΟ, ΣΤΑ ΛΙΠΙ ΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΕΣ

HDL-χοληστερόλη παραμένει ακόμα θεραπευτικός στόχος; Δημήτριος Β. Κιόρτσης Ενδοκρινολόγος Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Ιωαννίνων

Dyslipidemia: Updated Guidelines Διαχείριση

Παραρτημα III Μεταβολες στις περιληψεις των χαρακτηριστικων του προϊοντος και στα φυλλα οδηγιων χρησης

ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Μ. ΧΑΝΤΑΝΗΣ Διευθυντής Καρδιολογίας Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιάς

Μεταβολικό Σύνδρομο και Άσκηση στην παιδική ηλικία: Ο Ρόλος των Αδικοπινών. Θανάσης Τζιαμούρτας ΤΕΦΑΑ Παν. Θεσσαλίας

«Αντιμετωπίζοντας τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Δύσκολες κλινικές περιπτώσεις»

«ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ»

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Ι. ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ Καθηγητής Καρδιολογίας Α.Π.Θ.

ΟΞΥ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ

24-26 January καρδία, αγγεία & αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια

ΛΙΠΙΔΙΑ - ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΕΣ. ΛΙΠΙΔΙΑ Τι είναι; - Λειτουργίες. Η. ΜΥΛΩΝΗΣ Κλινική Χημεια Λιπίδια-Λιποπρωτεϊνες - May 12, 2015 ΛΙΠΙΔΙΑ - ΛΙΠΟΠΡΩΤΕΪΝΕΣ

Παράγοντες Καρδιαγγειακού Κινδύνου. Ενημέρωση & Πρόληψη

Η ΣΧΕΣΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΛΑΙΜΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΡΔΙΟΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ.

ΑΠΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΛΙΠΑΡΩΝ ΟΞΕΩΝ II ΚΕΤΟΝΟΣΩΜΑΤΑ

Α' Καρδιολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή Πανεπιστηµίου Αθηνών. Τµήµα Επιστήµης Διαιτολογίας Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήµιο

Συµβάλλει η γλυκόζη στην αθηρωµάτωση ;

Καρδιολογικός ασθενής και Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ)

Δ. Τερεντές-Πρίντζιος, Χ. Βλαχόπουλος, Γ. Γεωργιόπουλος, Ι. Σκούµας, Ι. Κουτάγιαρ, Ν. Ιωακειµίδης, Ν. Σκληρός, Χ. Στεφανάδης, Δ.

Transcript:

ΙSSN 1107-9754 1 ΤΟΜΟΣ 21, ΤΕΥΧΟΣ 3, ΙΟΥΛΙΟΣ-ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017 ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ Bιταμίνη D και Καρδιαγγειακή Νόσος Αγγελική Μελπίδου Χημικός, Eur. Clinical Chemist, Βιοχημικό Τμήμα, Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός» Το 1922 οι McCollum και συν. δημοσιεύουν στο J Biol Chem την πειραματική απόδειξη της ύπαρξης μιας βιταμίνης η οποία προάγει την απόθεση ασβεστίου στα οστά, θεραπεύοντας τη ραχίτιδα. Είναι η τέταρτη στη σειρά ανακάλυψης βιταμίνη, γι' αυτό την ονομάζουν βιταμίνη D. Από τότε μέχρι σήμερα, η γνώση μας πάνω στον κρίσιμο ρόλο της βιταμίνης D στην υγεία και στην ασθένεια συνεχώς επεκτείνεται. Ωστόσο οι περισσότερες μελέτες όσον αφορά στην επάρκεια της στο γενικό πληθυσμό δείχνουν ότι περίπου το 50% των ενηλίκων παγκοσμίως είναι είτε σε ανεπάρκεια, είτε σε έλλειψη. Το γεγονός αυτό φαίνεται να έχει σημαντική επίπτωση όχι μόνο στην παθοφυσιολογία των μυοσκελετικών ασθενειών αλλά και σε ασθένειες όπως ο καρκίνος, τα αυτοάνοσα νοσήματα, οι λοιμώξεις και η καρδιαγγειακή νόσος (ΚΝ). Σύνθεση και μεταβολισμός της βιταμίνης D H βιταμίνη D είναι μία στεροειδής προ-ορμόνη και οι δύο μορφές της είναι η D3 (χοληκαλσιφερόλη) και η D2 (εργοκαλσιφερόλη). Τα φυτά παράγουν τη μορφή D2, ενώ ο άνθρωπος και τα ζώα παράγουν τη μορφή D3. περιεχομενα Άρθρο Σύνταξης Στήλη των Ομάδων Εργασίας Ενδιαφέροντα Άρθρα - Σχόλια Επιφυλλίδα Η σύνθεση της βιταμίνης D3 ξεκινά στο εντερικό επιθήλιο με οξείδωση της χοληστερόλης σε 7-αφυδροχοληστερόλη (7- DHC). Η 7-DHC μεταφέρεται στις μεμβράνες των ινοβλαστών και των κερατινοκυττάρων της επιδερμίδας, φωτολύεται από την UVB ακτινοβολία του ηλίου (280-315 nm) σε προβιταμίνη D3 η οποία ισομερίζεται με τη θερμοκρασία σε βιταμίνη D3. Η ενδογενής αυτή σύνθεση αντιστοιχεί περίπου στο 80-90% της βιταμίνης D που χρειαζόμαστε. Ο άνθρωπος προσλαμβάνει επίσης τη βιταμίνη D σε μικρή ποσότητα, μέσω της τροφής, είτε στην D2, είτε στην D3 μορφή. Οι μορφές D2 και D3, αν και έχουν διαφορές ως προς την αποτελεσματικότητά τους, θεωρείται ότι μεταβολίζονται και λειτουργούν κατά τον ίδιο περίπου τρόπο, για το λόγο αυτό, στη συνέχεια του άρθρου θα αναφέρονται ως βιταμίνη D. Μετά τη σύνθεση στο δέρμα ή τη διατροφική πρόσληψη, η βιταμίνη D, μέσω της πρωτεΐνης δέσμευσης της (vitamin D Binding Protein-DBP), μεταφέρεται στο ήπαρ όπου υδροξυλιώνεται από το ένζυμο 25-υδροξυλάση (CYP2R1), σε 25-υδροξυβιταμίνη D (25(ΟΗ)D - καλσιδιόλη). Η μορφή αυτή είναι ακόμη αδρανής και μετατρέπεται στην ενεργό ορμονική μορφή της 1α,25-διυδροξυβιταμίνη D (1α,25(ΟΗ) 2 D - καλσιτριόλη), με δεύτερη υδροξυλίωση της από το μιτοχονδριακό ένζυμο 1α-υδροξυλάση (CYP27B1), κυρίως στους νεφρούς, στο εγγύς εσπειραμένο σωληνάριο. Η σύνθεση της 1α,25(ΟΗ) 2 D που ανευρίσκεται στην κυκλοφορία του αίματος, φαίνεται να συμβαίνει αποκλειστικά στους νεφρούς, διότι οι χρονίως πάσχοντες νεφροπαθείς εμφανίζουν χαμηλή δραστικότητα του ενζύμου 1α-υδροξυλάση και πολύ μειωμένα τα επίπεδα της 1α,25(ΟΗ) 2 D στον ορό. Η λειτουργία της ενεργού ορμονικής μορφής 1α,25(ΟΗ) 2 D, είτε προερχόμενη από τους νεφρούς είτε εξωνεφρικά, συνίσταται στη ρύθμιση της συγκέντρωσης του ασβεστίου και του φωσφόρου και κατά συνέπεια του οστικού μεταβολισμού, με δράση της στο έντερο, στα οστά, στους παραθυρεοειδείς ΑΤΗΕROΜΑ Quarterly publication of the Hellenic Society of Lipidiology, Atherosclerosis and Vascular Disease VOLUME 21, ISSUE 3, JULY-SEPTEMBER 2017

2 και στο νεφρό. Επιπλέον, η δράση της περιλαμβάνει κυτταρική διαφοροποίηση και αντιπολλαπλασιαστική δράση σε διάφορες κατηγορίες κυττάρων, όπως κύτταρα του μυελού των οστών, κύτταρα του ανοσιακού συστήματος, επιθηλιακά κύτταρα δέρματος, μαστού και προστάτη, λεία μυϊκά κύτταρα του αγγειακού συστήματος και καρδιομυοκύτταρα. Η 1α,25(ΟΗ) 2 D επιτυγχάνει αυτές τις δράσεις μέσω ενός μεταγραφικού μηχανισμού, ο οποίος ενεργοποιείται με τη σύνδεση της 1α,25(ΟΗ) 2 D στον υποδοχέα της (Vitamin D Receptor-VDR). Με αυτόν τον τρόπο, η ορμόνη 1α,25(ΟΗ) 2 D ρυθμίζει άμεσα τη γονιδιακή έκφραση μιας πληθώρας γονιδίων που εξαρτώνται από τη βιταμίνη D, στα κύτταρα στόχους της. Έχει δειχθεί ότι η ενεργοποίηση του VDR μέσω σύνδεσης του με την 1α,25(ΟΗ) 2 D, ρυθμίζει περίπου το 3% του ανθρώπινου γονιδιώματος. Τιμές αναφοράς της βιταμίνης D Η 25-υδροξυβιταμίνη D είναι ο κύριος μεταβολίτης της βιταμίνης D που υπάρχει στην κυκλοφορία του αίματος και ο χρόνος ημίσειας ζωής της είναι 2 με 4 εβδομάδες. Επομένως, η μέτρηση της συγκέντρωσης της ολικής 25(ΟΗ)D (25(ΟΗ) D 2 +25(ΟΗ)D 3 ) στον ορό είναι αντιπροσωπευτικός δείκτης της επάρκειας ή μη της βιταμίνης D. Επίπεδα της 25(ΟΗ)D στον ορό <10 ng/ml (<25 nmol/l) είναι ενδεικτικά της έλλειψης της βιταμίνης D. Ως προς την επάρκεια όμως υπάρχει διαφωνία, με τη NAM (National Academy of Medicine-US) να θεωρεί επάρκεια επίπεδα της 25(ΟΗ)D >20 ng/ml (>50 nmol/l), ενώ οι κατευθυντήριες οδηγίες της US- Ενδοκρινολογικής Εταιρείας καθώς και του IOF (International Osteoporosis Foundation) προτείνουν ως επάρκεια επίπεδα >30 ng/ml (>75 nmol/l). Επίπεδα της 25(ΟΗ)D >150 ng/ml (>375 nmol/l) θεωρούνται τοξικά. Τα κριτήρια αυτά βασίζονται κυρίως σε μελέτες σχετικές με την παθοφυσιολογία των οστών, ενώ τα διαθέσιμα (ανεπαρκή) δεδομένα δεν επιτρέπουν ακόμη τη σύσταση τιμών αναφοράς της βιταμίνης D για ΚΝ και άλλες ασθένειες. Εικόνα. Σύνθεση της 1α,25-διυδροξυβιταμίνης D. Πειραματικές μελέτες H έκφραση του VDR και της 1α-υδροξυλάσης στο αγγειακό σύστημα και στην καρδιά υποδηλώνει το ρόλο της βιταμίνης D στην καρδιαγγειακή παθοφυσιολογία. Ο ρόλος αυτός υποστηρίζεται από πειραματικές μελέτες σε ποντίκια γενετικά τροποποιημένα με έλλειψη του VDR ή της 1α-υδροξυλάσης. Τα ποντίκια αυτά υποφέρουν από αρτηριακή υπέρταση με υπερέκφραση της ρενίνης, μυοκαρδιακή υπερτροφία και αυξημένη θρομβογένεση. Ένας μεγάλος αριθμός πειραματικών δεδομένων δείχνει ότι η ενεργοποίηση του VDR φαίνεται να έχει θετική επίδραση σε πολλούς τομείς της καρδιαγγειακής φυσιολογίας, όπως πρόληψη της υπερτροφίας της αριστερής κοιλίας μέσω μείωσης των επιπέδων της παραθορμόνης (PTH), καταστολή του πολλαπλασιασμού των λείων μυϊκών κυττάρων του αγγειακού συστήματος, παρεμπόδιση της μετατροπής των μακροφάγων σε αφρώδη κύτταρα με άμεση συνέπεια την παρεμπόδιση της ανάπτυξης αθηρωματικών αλλοιώσεων. Επιπλέον, η βιταμίνη D ρυθμίζει μερικώς και την ομοιοστασία του ασβεστίου στο μυοκάρδιο η οποία είναι κρίσιμη για την ηλεκτροφυσιολογία και τη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου. Επίσης σε πειραματικά μοντέλα ποντικών έχει δειχθεί ότι η ανεπάρκεια της βιταμίνης D συνδέεται με μειωμένη έκκριση μονοξειδίου του αζώτου (ΝΟ) στο ενδοθήλιο καθώς και με διαταραχές στη λειτουργία των ενδοθηλιακών και των λείων μυϊκών κυττάρων των αγγείων. Πέραν της άμεσης επίδρασης της βιταμίνης D στο καρδιαγγειακό σύστημα, πειραματικά δεδομένα δείχνουν ότι η βιταμίνη D φαίνεται να ασκεί ευνοϊκή δράση και σε παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως αρτηριακή υπέρταση, νεφρική δυσλειτουργία, φλεγμονή, δυσλιπιδαιμία, σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) τύπου 2 και παχυσαρκία. Ειδικότερα: Η αντιυπερτασική της επίδραση συνίσταται στη βελτίωση της λειτουργίας του ενδοθηλίου καθώς και στην καταστολή που φαίνεται να προκαλεί στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RAAS). Ο νεφροπροστατευτικός της ρόλος σχετίζεται πιθανά με θετική δράση της στα ποδοκύτταρα της κάψας του Bowman με αποτέλεσμα μείωση της πρωτεϊνουρίας. Η καταστολή του φλεγμονώδους μεταγραφικού πυρηνικού παράγοντα-κβ (NF-κΒ) καθώς και η διέγερση παραγωγής αντιφλεγμονωδών κυτοκινών είναι μερικές από τις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες που εμφανίζει η βιταμίνη D. Η θετική συμμετοχή της στο μεταβολισμό των λιπιδίων είναι πιθανόν να συνίσταται σε μείωση της συγκέντρωσης των τριγλυκεριδίων με ελάττωση της ηπατικής παραγωγής τριγλυκεριδίων. Επιπλέον, από δεδομένα πειραματικών μελετών, προτείνεται ότι η ενεργοποίηση του VDR μπορεί να προκαλέσει αύξηση της HDL-χολ και της απολιποπρωτεΐνης Α-1. (συνέχεια στη σελίδα 6) ΑΘΗΡΩΜΑ ΤΟΜΟΣ 21, ΤΕΥΧΟΣ 3, ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017

3 ΣΤΗΛΗ ΟΜΑΔΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Χρήστος Ρίζος Παθολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης της Β Παθολογικής Κλινικής του Πγνι Μωυσής Ελισάφ Καθηγητής Παθολογίας του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ο ρόλος της angptl 3 στο μεταβολισμό των λιποπρωτεϊνών Θεραπευτικές προοπτικές Η οικογενής υποβηταλιποπρωτεϊναιμία είναι μια κληρονομική νόσος του μεταβολισμού των λιποπρωτεϊνών που χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης (LDL-χολ) και απολιποπρωτεΐνης (Apo B). Η νόσος είναι γενετικά ετερογενής και μπορεί να οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου που κωδικοποιεί την Apo B με αποτέλεσμα τη μειωμένη ηπατική παραγωγή VLDL σωματιδίων ή σε μεταλλάξεις του γονιδίου που κωδικοποιεί την angiopoietin-like 3 protein (ANGPTL 3), μια πρωτεΐνη που παράγεται στο ήπαρ και αναστέλλει τη δραστηριότητα της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης (LPL) αλλά και της ενδοθηλιακής λιπάσης (EL). Οι ασθενείς με μεταλλάξεις αυτού του γονιδίου εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα LDL-χολ, τριγλυκεριδίων (TRG) και HDL-χολ, εμφανίζουν δηλαδή το φαινότυπο της οικογενούς συνδυασμένης υπολιπιδαιμίας (familial combined hypolipidemia, FHBL2) 1. Η αύξηση της δραστηριότητας της LPL και EL μπορεί να εξηγήσει τη μείωση των TRG και της HDL-χολ, αντίστοιχα που παρατηρείται σε αυτά τα άτομα. Η μείωση της LDL-χολ πιθανά οφείλεται στον αποτελεσματικό καταβολισμό των λιποπρωτεϊνών που περιέχουν Apo B κατά τη διάρκεια της λιπόλυσής τους με αποτέλεσμα να μειώνεται το ποσοστό των VLDL σωματιδίων που μετατρέπονται στην κυκλοφορία σε LDL σωματίδια 2. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι άτομα με μεταλλάξεις που κωδικοποιούν το γονίδιο της Apo B εμφανίζουν λιπώδη διήθηση του ήπατος και χαμηλότερα επίπεδα LDL-χολ σε σύγκριση με ασθενείς με FHBL2, οι οποίοι έχουν ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα HDL-χολ 3. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η ANGPT 3 πιθανά διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ομοιοστασία των υδατανθράκων. Πράγματι μια πειραματική μελέτη έδειξε ότι η πλήρης απουσία αυτής της πρωτεΐνης έχει ως αποτέλεσμα αύξηση της δραστηριότητας της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης, μείωση των επιπέδων των ελεύθερων λιπαρών οξέων (FFA) στην κυκλοφορία (μείωση της κινητοποίησης των λιπαρών οξέων από το λιπώδη ιστό) και βελτίωση της ευαισθησίας των περιφερικών ιστών στη δράση της ινσουλίνης 2. Η μειωμένη ροή λιπαρών οξέων στο ήπαρ μπορεί να εξηγήσει τη μείωση της ηπατικής παραγωγής πλούσιων σε TRG λιποπρωτεϊνών που σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρήθηκε σε αυτούς τους ασθενείς. Η βελτίωση της ευαισθησίας των περιφερικών ιστών στη δράση της ινσουλίνης πιθανά οφείλεται στη μείωση της συγκέντρωσης των FFA (μείωση της λιποτοξικότητας) και επιβεβαιώνεται από πληθυσμιακή μελέτη που έδειξε ότι αυξημένη επίπτωση μεταλλάξεων του γονιδίου της ANGPTL 3 σε άτομα με χαμηλά επίπεδα γλυκόζης 4. Πρόσφατα δεδομένα επισημαίνουν τη σημασία της ANG- PTL3 που παράγεται από τα ηπατοκύτταρα στην ομοιοστασία της ενέργειας στο λιπώδη ιστό. Πράγματι κατά τη διάρκεια νηστείας ο λιπώδης ιστός απελευθερώνει λιπαρά οξέα στην κυκλοφορία που προσλαμβάνονται από τους ιστούς και χρησιμεύουν ως καύσιμο υλικό. Αντίθετα, μετά τα γεύματα καταστέλλεται διαμέσου της ινσουλίνης η απελευθέρωση FFA από το λιπώδη ιστό, ενώ λιπαρά οξέα που προέρχονται από τον καταβολισμό διαμέσου της LPL των TRG κατευθύνονται στο λευκό λιπώδη ιστό (WAT). Σε πειραματόζωα με έλλειψη της ANGPTL 3 μειώνεται η πρόσληψη λιπαρών οξέων από το λευκό λιπώδη ιστό σε περιπτώσεις επανασίτισης και ταυτόχρονα αυξάνεται η πρόσληψη γλυκόζης και η μετατροπή της σε λιπαρά οξέα και TRG στο λιπώδη ιστό για τη διατήρηση των αποθηκών των TRG. Πιθανά αυτή η μείωση της πρόσληψης των λιπαρών οξέων οφείλεται σε αυξημένη λιπόλυση των TRG σε ιστούς που οξειδώνουν λιπαρά οξέα, όπως οι μυς, η καρδιά και o καφές (brown) λιπώδης ιστός. Έτσι φαίνεται ότι η ANGPTL 3 προάγει τη ροή των λιπαρών οξέων στον WAT (λευκό λιπώδη ιστό) μεταγευματικά για την αναπλήρωση των αποθηκών των TRG που μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της νηστείας 5,6. Επιπρόσθετα, σε περιπτώσεις έλλειψης της ANGPTL 3 παρατηρείται μείωση της λιπόλυσης στο λιπώδη ιστό κατά τη διάρκεια της νηστείας και μείωση των επιπέδων των FFA στο πλάσμα. Μεγάλο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι σήμερα υπάρχει η δυνατότητα φαρμακευτικής παρέμβασης όσον αφορά την ANGPTL 3. Πράγματι σε μια πρόσφατη τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη φάσης Ι η ενδοφλέβια ή και υποδόρια χορήγηση μονοκλωνικού αντισώματος κατά της ANGPTL 3 (evinacumab) σε υγιείς εθελοντές που είχαν επίπεδα TRG 150-450mg/dl ή LDL-χολ 100mg/dl είχε ως αποτέλεσμα σημαντική δοσοεξαρτώμενη μείωση των TRG (μέχρι 76%) και της LDL-χολ (μέχρι 23%), καθώς και μείωση της HDL-χολ (μέχρι 18%) σε σύγκριση με άτομα που πήραν εικονικό φάρμακο, μια θεραπεία που ήταν καλά ανεκτή. Στην ίδια μελέτη η χορήγηση του μονοκλωνικού αντισώματος σε πειραματόζωα είχε ως αποτέλεσμα επιβράδυνση της εξέλιξης των αθηρωματικών βλαβών και μείωση του νεκρωτικού τους περιεχομένου. Πληροφορίες για την Εταιρεία μας και τα τεύχη του Αθηρώματος μπορείτε να τα βρείτε στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα http://www.eelia.gr

4 Επιπρόσθετα, άτομα με μεταλλάξεις που μειώνουν τη δραστηριότητα της ANGPTL 3 (ετεροζυγώτες) είχαν χαμηλότερα επίπεδα TRG, LDL-χολ και HDL-χολ και μικρότερη επίπτωση στεφανιαίας νόσου (σχετικός κίνδυνος 0,59, 95% όρια αξιοπιστίας 0,41-0,85, p=0,004) 7. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ένα άλλο φάρμακο που στοχεύει στην ANGPTL 3 και συγκεκριμένα ένα antisense oligonucleotide που στοχεύει στο mrna της ANGPTL 3 το οποίο χορηγήθηκε σε 44 ασθενείς με αυξημένα επίπεδα TRG είχε ως αποτέλεσμα πέρα από τη μείωση των επιπέδων της ANGPTL3 κατά 46,6-85% ανάλογα με τη δόση του φαρμάκου που χρησιμοποιήθηκε, παράλληλη μείωση της LDL-χολ (εύρος 1,3-32,9%), των TRG (εύρος 33,2-63,1%), της non HDL-χολ (εύρος 10-36%), της Apo B (εύρος 3,4-25,7%) και της Apo CIII (εύρος 18,9%-58,8%), ενώ η θεραπεία και σε αυτή την περίπτωση έγινε καλά ανεκτή. Η αντίστοιχη πειραματική μελέτη σε ποντίκια έδειξε ότι πέραν της βελτίωσης του λιπιδαιμικού προφίλ η χορήγηση του φαρμάκου μείωσε την εναπόθεση TRG στο ήπαρ, την εξέλιξη των αθηρωματικών βλαβών, ενώ αύξησε και την ευαισθησία των περιφερικών ιστών στη δράση της ινσουλίνης 8. Τέλος, σε μια μικρή μελέτη χορηγήθηκε το evinacumab σε 9 άτομα με ομόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία. Η για χρονικό διάστημα 4 εβδομάδων χορήγηση του φαρμάκου είχε ως αποτέλεσμα μείωση της LDL-χολ κατά 49±23% με μια απόλυτη μείωση των επιπέδων της LDL-χολ της τάξης των 157±90mg/ dl, με παράλληλη μείωση των TRG, της HDL-χολ και της Apo B 9. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι ενδεχόμενα η ANGPTL 3 να αποτελέσει μετά την PCSK9 ένα στόχο της θεραπευτικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών 10,11 (Πίνακας). Πίνακας: Συσχέτιση ANGPTL 3 με την αθηρωματική νόσο 1. Πειραματικές μελέτες έδειξαν ότι μείωση της ANGPTL 3 συσχετίζεται με επιβράδυνση της εξέλιξης της αθηρωματικής νόσου 2. Άτομα ομοζυγώτες για έλλειψη της ANGPTL 3 δεν εμφανίζουν στεφανιαία νόσο 3. Η επίπτωση καρδιαγγειακής νόσου είναι μειωμένη σε ετεροζυγώτες με μεταλλάξεις που μειώνουν τη δραστηριότητα της ANGPTL 3 4. Άτομα με τα χαμηλότερα επίπεδα του ενζύμου έχουν μικρότερη επίπτωση καρδιαγγειακής νόσου σε σύγκριση με άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα του ενζύμου 5. Η έλλειψη της ANGPTL 3 μπορεί να συσχετίζεται με βελτίωση της ομοιοστασίας των υδατανθράκων Άλλη πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι 1/309 άτομα στο γενικό πληθυσμό είναι ετεροζυγώτες για μεταλλάξεις του γονιδίου που κωδικοποιεί την ANGPTL 3, οι οποίες μειώνουν τη δραστηριότητα της (loss of function). Τα άτομα αυτά είχαν χαμηλότερα επίπεδα TRG (κατά 17%) και LDL-χολ (κατά 12%) αλλά και μειωμένο κίνδυνο για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου κατά 34% (p=0,04). Επιπρόσθετα στην ίδια μελέτη τα άτομα με τα χαμηλότερα επίπεδα του ενζύμου είχαν κατά 35% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου σε σύγκριση με τα άτομα που είχαν τα υψηλότερα επίπεδα (p<0,001). Στη μελέτη αυτή απομονώθηκαν 3 άτομα με οικογενή συνδυασμένη υπολιπιδαιμία που οφείλονταν σε 2 μεταλλάξεις του γονιδίου που κωδικοποιεί την ANGPTL 3 οι οποίοι δεν εμφάνιζαν αθηρωμάτωση των στεφανιαίων αγγείων παρότι ένα από τα άτομα αυτά είχε πολλούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου 12. Συμπέρασμα: Φάρμακα που μειώνουν τη δραστηριότητα της ANGPTL 3 θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών (και της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας) σε ασθενείς που δεν επιτυγχάνουν το στόχο της αγωγής με τα διαθέσιμα υπολιπιδαιμικά φάρμακα. Η βελτίωση της ευαισθησίας στη δράση της ινσουλίνης αποτελεί ένα επιπρόσθετο πλεονέκτημα αυτών των φαρμάκων. Ωστόσο, τα φάρμακα αυτά μειώνουν επίσης τα επίπεδα της HDL-χολ (εξαιτίας μείωσης της ενδοθηλιακής λιπάσης). Ωστόσο, γενετικές μελέτες δεν επιβεβαίωσαν τη συσχέτιση της μείωσης της HDL-χολ με την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου. Βιβλιογραφία 1. Musunuru K, Pirruccello JP, Do R, et al. Exome sequencing, ANGPTL3 mutations, and familial combined hypolipidemia. N Engl J Med 2010;363: 2220-7. 2. Robciuc MR, Maranghi M, Lahikainen A, et al. Angptl3 deficiency is associated with increased insulin sensitivity lipoprotein lipase activity and decreased serum free fatty acids. Arterioscler Thromb Vac Biol 2013;33: 1706-13. 3. Di Costanzo A, Di Leo E, Noto D, et al. Clinical and biochemical characteristics of individuals with low cholesterol syndromes: a comparison between familial hypobetalipoproteinemia and familial combined hypolipidemia. J Clin Lipidol 2017 pii: S1933-2874 (17)30357-4. 4. Romeo S, Yin W, Koztilina J, et al. Rare loss-of-function mutations in ANGPTL family members contribute to plasma triglyceride levels in humans. J Clin Invest 2009;119: 70-9. 5. Tikka A, Jauhiainen M. The role of ANGPTL 3 in controlling lipoprotein metabolism. Endocrine 2016;52: 187-93. 6. Wang Y, McNutt MC, Banfi S, et al. Hepatic ANGPTL3 regulates adipose tissue energy homeostasis. Proc Natl Acad Sci USA 2015;112: 11630-5. 7. Dewey FE, Gusarova V, Dunbar RL, et al. Genetic and pharmacologic inactivation of ANGPTL3 and cardiovascular disease. N Engl J Med 2017;377: 211-221. 8. Graham MJ, Lee RG, Brandt TA, et al. Cardiovascular and metabolic effects of ANGPTL 3 antisense oligonucleotides. N Engl J Med 2017;377: 222-32. 9. Gaudet D, Gipe DA, Pordy R, et al. ANGPTL3 inhibition in homozygous familial hypercholesterolemia. N Engl J Med 2017;377: 296-7. 10. Lim GB. Dyslipidemia: ANGPTL 3: a therapeutic target for atherosclerosis. Nat Rev Cardiol 2017;14: 381. 11. Musunuru K, Kathiresan S. Cardiovascular Endocrinology: is ANGPTL3 the next PCSK9? Nat Rev Endocrinol 2017;13: 503-504. 12. Stitziel NO, Khera AV, Wang X, et al. ANGPTL 3 deficiency and protection against coronary artery disease. J Am Coll Cardiol 2017;69: 2054-2063. Η ηλεκτρονική διεύθυνση της Γραμματείας της Εταιρείας μας είναι: lipid_athero@yahoo.gr ΑΘΗΡΩΜΑ ΤΟΜΟΣ 21, ΤΕΥΧΟΣ 3, ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017

5 ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ - ΣΧΟΛΙΑ Επιμέλεια: Χρήστος Μιχαλακέας Καρδιολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης Β Καρδιολογικής Κλινικής, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν» Λουκιανός Ραλλίδης Αναπληρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας, Β Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν» Anacetrapib και καρδιαγγειακή νόσος Bowman L, Hopewell JC, Chen F, et al. N Eng J Med. 2017. doi: 10.1056/NEJMoa1706444. Τα νεώτερα υπολιπιδαιμικά φάρμακα που δρουν μέσω αναστολής της τρανσφεράσης των εστέρων χοληστερόλης (CETP) δεν έχουν μέχρι στιγμής δείξει κλινικό όφελος για τους ασθενείς. Στη μελέτη HPS3/TIMI55-REVEAL (Randomized Evaluation of the Effects of Anacetrapib through Lipid Modification) μελετήθηκε η επίδραση του νεώτερου αναστολέα της CETP, anacetrapib στην εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων. Στη μελέτη συμμετείχαν 30.499 πάσχοντες από αθηροσκληρωτική αγγειακή νόσο υπό υπολιπιδαιμική αγωγή με ατορβαστατίνη και με μέση LDL-χολ = 61 mg/dl, HDL-χολ = 40 mg/ dl και non-hdl-χολ = 92 mg/dl. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν στην προσθήκη 100 mg anacetrapib ή εικονικού φαρμάκου. Πρωταρχικό τελικό σημείο της μελέτης ήταν η πρώτη εμφάνιση μείζονος στεφανιαίου επεισοδίου (έμφραγμα μυοκαρδίου, θάνατος λόγω στεφανιαίας νόσου ή στεφανιαία επαναγγείωση). Η ομάδα του anacetrapib εμφάνιζε αύξηση της HDL-χολ κατά 43 mg/dl (αύξηση κατά 104%) και ελάττωση της non- HDL-χολ κατά 17 mg/dl (μείωση κατά 18%) κατά μέσο όρο συγκριτικά με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Μετά από διάμεση παρακολούθηση 4,1 ετών φάνηκε ότι η χορήγηση anacetrapib οδήγησε σε ελάττωση κατά 9% της εμφάνισης μειζόνων στεφανιαίων επεισοδίων, χωρίς σημαντική αύξηση κακοηθειών ή μεταβολή της θνητότητας. Στους ασθενείς που έλαβαν anacetrapib καταγράφηκε μικρή αύξηση της αρτηριακής πίεσης και ελάττωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης, ενώ υπήρξε μικρή ελάττωση των περιστατικών πρωτοεμφανιζόμενου σακχαρώδη διαβήτη. Οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι η προσθήκη anacetrapib σε εντατική υπολιπιδαιμική αγωγή με ατορβαστατίνη επιφέρει κλινικό όφελος σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο. Παθητικό κάπνισμα και στεφανιαία νόσος Yankelevitz DF, Cham MD, Hecht H, et al. JACC Cardiovasc Imaging. 2017;10:652-659 Η σχέση του καπνίσματος με την αθηροσκλήρωση των αρτηριών είναι τεκμηριωμένη. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν η συσχέτιση της έκτασης της αθηροσκλήρωσης των στεφανιαίων αρτηριών με την παθητική έκθεση στον καπνό σε ασυμπτωματικούς μη-καπνιστές. Εκτιμήθηκαν δεδομένα από 268 άτομα ηλικίας από 40 έως 80 ετών που υπεβλήθησαν σε χαμηλής δόσης αξονική στεφανιογραφία και παράλληλα συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και έκθεσης σε παθητικό κάπνισμα από το οποίο υπολογίσθηκε σχετική βαθμολογία. Παρουσία αθηροσκλήρωσης των στεφανιαίων αρτηριών εντοπίσθηκε σε ποσοστό 48% των συμμετεχόντων στη μελέτη. Φάνηκε ότι η μεγάλη έκθεση σε παθητικό κάπνισμα τριπλασιάζει τον κίνδυνο παρουσίας στεφανιαίας νόσου συγκριτικά με μηδενική έκθεση. Η παρουσία σακχαρώδη διαβήτη, δυσλιπιδαιμίας, αρτηριακής υπέρτασης και νεφρικής νόσου εξασθένιζε αυτή τη συσχέτιση με το παθητικό κάπνισμα. Παράλληλα, η αυξημένη έκθεση στον καπνό σχετιζόταν με την έκταση της στεφανιαίας νόσου (ποσοστό των μεγάλων αρτηριών που προσβάλλονται, αριθμός τμημάτων, ασβέστωση των αθηρωματικών πλακών). Στην εικόνα 1 παρουσιάζεται το ποσοστό των στεφανιαίων αρτηριών με αθηρωματική πλάκα ή στένωση στις 3 κατηγορίες ατόμων βάσει του βαθμού έκθεσης στο παθητικό κάπνισμα. Συχνότητα (%) Ελάχιστη (n=60) Χαμηλή-Μέση (n=141) Υψηλή (n=67) Αθηρωματική πλάκα ή στένωση 50% 1-49% Καμία Εικόνα 1. Ποσοστό των στεφανιαίων αρτηριών με αθηρωματική πλάκα ή στένωση στις 3 κατηγορίες ατόμων βάσει του βαθμού έκθεσης στο παθητικό κάπνισμα, δηλαδή ελάχιστη, χαμηλή-μέση ή υψηλή έκθεση. Συμπερασματικά, η έκθεση σε παθητικό κάπνισμα σχετίζεται με την παρουσία και την έκταση της στεφανιαίας νόσου. Το αντιφλεγμονώδες φάρμακο canakinumab στην καρδιαγγειακή νόσο Ridker PM, Everett BM, Thuren T, et al. N Eng J Med. 2017. DOI: 10.1056/NEJMoa1707914 Η φλεγμονή μπορεί να επιδράσει δυσμενώς στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και πειραματικά και κλινικά δεδομένα δείχνουν ελάττωση του κινδύνου με την καταπολέμηση της

6 φλεγμονής. Εντούτοις, η φλεγμονώδης υπόθεση της αθηροθρόμβωσης δεν έχει αποδειχθεί. Στη μελέτη CANTOS (Canakinumab Antiinflammatory Thrombosis Outcome Study) αξιολογήθηκε η επίδραση του μονοκλωνικού αντισώματος κατά της ιντερλευκίνης-1β, canakinumab στην εμφάνιση αθηροσκληρωτικών επεισοδίων. Στη μελέτη συμμετείχαν ασθενείς με ιστορικό εμφράγματος μυοκαρδίου και επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) >2 mg/l. Μελετήθηκαν τρεις δόσεις του canakinumab (υποδόρια χορήγηση 50 mg, 150 mg και 300 mg ανά τρίμηνο) έναντι εικονικού φαρμάκου. Πρωταρχικό τελικό σημείο της μελέτης ήταν η εμφάνιση μη-θανατηφόρου εμφράγματος μυοκαρδίου, μη-θανατηφόρου αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και καρδιαγγειακού θανάτου. Μετά από παρακολούθηση 2 ετών φάνηκε ελάττωση της CRP κατά 26%, 37% και 41% με τη δόση των 50 mg, 150 mg και 300 mg canakinumab αντίστοιχα, χωρίς να επηρεαστούν σημαντικά τα επίπεδα των λιπιδίων των ασθενών. Στην παρακολούθηση 3,7 ετών μόνο η δόση των 150 mg του canakinumab έδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά στην ελάττωση του πρωταρχικού τελικού σημείου κατά 15% (Εικόνα 2) και επιπλέον μείωσε τον αριθμό των νοσηλειών επείγουσας επαναγγείωσης λόγω στηθάγχης κατά 7%. Οι ασθενείς που έλαβαν canakinumab εμφάνισαν μεγαλύτερο ποσοστό θανατηφόρων λοιμώξεων, ενώ δεν υπήρχε διαφορά στη συνολική θνητότητα. Καρδιαγγειακά συμβάματα % 25 20 15 10 5 0 Σχετικός κίνδυνος, 0.85 (95% CI, 0.74-0.98) P=0.021 Εικονικό φάρμακο Canakinumab, 150 mg 0 1 2 3 4 5 Έτη Εικόνα 2. Η δόση των 150 mg του canakinumab ελάττωσε τα πρωταρχικά τελικά σημεία κατά 15% μετά από διάμεση παρακολούθηση 3,7 ετών. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η στοχοποίηση του μηχανι σμού ανοσίας με αναστολή της ιντερλευκίνης-1β με το φάρμακο canakinumab οδηγεί σε ελάττωση των καρδιαγγειακών επεισοδίων ανεξάρτητα από την επίδραση στις λιπιδαιμικές παραμέτρους. (συνέχεια από τη σελίδα 2) Η ανεπάρκεια-έλλειψη της βιταμίνης D οδηγεί επίσης, μέσω μηχανισμών που εξαρτώνται από το ασβέστιο, σε δυσλειτουργία των β-κυττάρων του παγκρέατος και αντίσταση στην ινσουλίνη. Όσον αφορά στην παχυσαρκία, πειραματικά δεδομένα δείχνουν ότι η έλλειψη βιταμίνης D είναι συνέπεια και όχι αιτία της παχυσαρκίας, διότι φαίνεται ότι η βιταμίνη D «εγκλωβίζεται» στο λιπώδη ιστό. Κλινικές μελέτες Ήδη από το 1981, ο Robert Scragg υπέθεσε ότι η εποχιακή μείωση της ΚΝ κατά τη διάρκεια του θέρους, πιθανά να είναι συνέπεια της προστατευτικής δράσης της βιταμίνης D στην καρδιαγγειακή παθοφυσιολογία. Βέβαια είναι γνωστό ότι η συσχέτιση δεν ισοδυναμεί με αιτιότητα. Επομένως μπαίνει το ερώτημα κατά πόσο από τα διαθέσιμα δεδομένα μπορεί να υποστηριχθεί η σχέση αιτιότητας της ανεπάρκειας-έλλειψης της βιταμίνης D με ΚΝ. Για το λόγο αυτό, πληθώρα επιδημιολογικών μελετών, μελετών παρατήρησης, προοπτικών μελετών, μελετών παρέμβασης, έχουν διερευνήσει τη συσχέτιση της 25(ΟΗ)D με τους παράγοντες κινδύνου για ΚΝ, με τα ΚΝ συμβάματα καθώς και με τη θνησιμότητα από ΚΝ, χωρίς ωστόσο να υπάρχει συμφωνία ως προς τα συμπεράσματα μεταξύ των διαφόρων μελετών. Όσον αφορά στους παράγοντες κινδύνου για ΚΝ, έχουν δειχθεί τα εξής: Υπέρταση: Από μετανάλυση 18 μελετών (απογραφικών και προοπτικών) συμπεραίνεται ότι χαμηλά επίπεδα της 25(ΟΗ)D συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για υπέρταση καθώς και με αυξημένη δραστικότητα του RAAS. Από μελέτες παρέμβασης με συμπληρώματα βιταμίνης D προκύπτουν όμως αντιφατικά αποτελέσματα. ΣΔ τύπου 2: Προοπτικές μελέτες έδειξαν ότι άτομα με επίπεδα 25(ΟΗ)D μεγαλύτερα από 25 ng/ml είχαν 43% λιγότερο κίνδυνο να αναπτύξουν ΣΔ τύπου 2 συγκρινόμενα με άτομα με μειωμένα επίπεδα. Αρκετές μελέτες παρέμβασης με βιταμίνη D έδειξαν βελτιωμένη εικόνα της λειτουργίας των β-κυττάρων του παγκρέατος και της αντίστασης στην ινσουλίνη. Δυσλιπιδαιμία: Οι περισσότερες μελέτες δείχνουν αντίστροφη σχέση 25(ΟΗ)D και τριγλυκεριδίων και θετική συσχέτιση της 25(ΟΗ)D με την HDL χοληστερόλη και την απολιποπρωτεΐνη Α1. Νεφρική δυσλειτουργία: Σε προοπτική ανάλυση της μελέτης CHS (Cardiovascular Health Study), χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D αναγνωρίζονται ως παράγοντας κινδύνου για ταχεία ελάττωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης (GFR). Φλεγμονή: Συσχέτιση χαμηλών συγκεντρώσεων 25(ΟΗ) D και C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) παρατηρήθηκε στη συνεχιζόμενη μελέτη NHANES. Αρκετές μελέτες παρέμβασης με βιταμίνη D έδειξαν αύξηση της ιντερλευκίνης-10 (IL-10) και μείωση του παράγοντα νέκρωσης όγκων α (TNF-α). Ενδοθηλιακή δυσλειτουργία: Ευρήματα μερικών, όχι όμως όλων, μελετών υποστηρίζουν συσχέτιση της χαμηλής συγκέντρωσης της 25(ΟΗ)D με ενδοθηλιακή δυσλειτουργία καθώς και με υψηλό βαθμό αρτηριακής σκληρίας. Όσον αφορά στα καρδιαγγειακά συμβάματα, από πολυάριθμες μελέτες φαίνεται ότι υπάρχει συσχέτιση της ανεπάρκειαςέλλειψης της βιταμίνης D με το έμφραγμα του μυοκαρδίου. Για παράδειγμα, δεδομένα από την προοπτική μελέτη των απογόνων της μελέτης Framingham δείχνουν αντίστροφη σχέση μεταξύ των επιπέδων της βιταμίνης D και της εμφάνισης νέων περιπτώσεων ΚΝ. Επίσης, πολλές μελέτες παρατήρησης ΑΘΗΡΩΜΑ ΤΟΜΟΣ 21, ΤΕΥΧΟΣ 3, ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2017

7 συνδέουν τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D με την καρδιακή ανεπάρκεια. Συστηματικές ανασκοπήσεις και μεταναλύσεις προοπτικών μελετών αναφέρουν ισχυρή συσχέτιση της ανεπάρκειαςέλλειψης της βιταμίνης D με αυξημένο κίνδυνο για αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Αρκετές προοπτικές μελέτες παρατήρησης έχουν δείξει ότι η χαμηλή συγκέντρωση 25(ΟΗ)D είναι ανεξάρτητος προγνωστικός παράγων για ολική θνησιμότητα καθώς και για καρδιαγγειακή θνησιμότητα. Η προοπτική ανάλυση της μελέτης Copenhagen City Heart Study σε 10.170 ασθενείς έδειξε ότι τα χαμηλότερα επίπεδα της 25(ΟΗ)D σχετίζονταν με 40% υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου, 64% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφράγματος, 57% αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου και 81% μεγαλύτερο κίνδυνο θανατηφόρου ισχαιμικής καρδιακής νόσου. Από ανάλυση των δεδομένων της NHANES III συμπεραίνεται επίσης ότι τα επίπεδα της 25(ΟΗ) D εμφανίζουν αντίστροφη σχέση με ολική θνησιμότητα αλλά όχι και με καρδιαγγειακή θνησιμότητα. Τα αποτελέσματα των RCTs που αφορούν συμπληρώματα βιταμίνης D και ΚΝ είναι όμως αντιφατικά. Μελέτες παρέμβασης σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών δίνουν περιορισμένες ενδείξεις μείωσης των καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Σε μία μετανάλυση από 18 RCTs που περιελάμβανε 57000 συμμετέχοντες βρέθηκε ότι ο συνολικός σχετικός κίνδυνος για ολική θνησιμότητα μειώθηκε κατά 7% μετά από παρέμβαση με βιταμίνη D. Ωστόσο μία άλλη μετανάλυση από 8 RCTs έδειξε μη στατιστικά σημαντική μείωση του κινδύνου για ΚΝ. Η ασυμφωνία των διαφόρων μελετών παρέμβασης σχετίζεται με σημαντική ετερογένεια στο σχεδιασμό, στη δοσολογία των συμπληρωμάτων της βιταμίνης D καθώς και στο γεγονός ότι λίγες έχουν ως κύριο καταληκτικό κριτήριο την ΚΝ. Οι τελευταίες μεγάλης κλίμακας RCTs, με σκοπό την αξιολόγηση της παρέμβασης με βιταμίνη D στα καρδιαγγειακά συμβάματα και την καρδιαγγειακή θνησιμότητα, είναι οι εξής: Η μελέτη EVITA: έδειξε ότι καθημερινή παρέμβαση με 4000 IU βιταμίνης D δεν μείωσε τη θνησιμότητα σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Η μελέτη ViDA: έδειξε ότι υψηλές δόσεις (100.000 IU) βιταμίνης D μία φορά το μήνα δεν μειώνουν τον κίνδυνο για ΚΝ. Έχει επίσης ολοκληρωθεί, με τα αποτελέσματα της να αναμένονται στα τέλη του 2017, η μεγάλης κλίμακας διπλά τυφλή μελέτη VITAL η οποία ελέγχει τα οφέλη της βιταμίνη D3 (2000 UI/d) και των Ω-3 λιπαρών οξέων (1g/d) στην πρωτογενή πρόληψη καρκίνου και ΚΝ σε 25875 συμμετέχοντες στις ΗΠΑ, ηλικίας >50 έτη. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ασθενείς με ΚΝ ή με παράγοντες κινδύνου για ΚΝ, λόγω του τρόπου ζωής τους, έχουν συνήθως μειωμένη έκθεση στον ήλιο, γεγονός το οποίο καθιστά δυσκολότερη την ερμηνεία των διαφόρων μελετών, ως προς το κατά πόσον η παρατηρούμενη σύνδεση των επιπέδων της βιταμίνης D με την ΚΝ αντανακλά μια «αληθή» παθοφυσιολογική συσχέτιση. Από τα προαναφερθέντα, φαίνεται ότι είναι αμφίδρομη η σχέση μεταξύ ανεπάρκειας-έλλειψης της βιταμίνης D με ΚΝ καθώς και με παράγοντες κινδύνου για ΚΝ. Επί του παρόντος συμπεραίνεται ότι η ανεπάρκεια-έλλειψη της βιταμίνης D είναι ένας δείκτης αυξημένου κινδύνου για ΚΝ, με ασαφή ακόμη την απάντηση, κατά πόσον υποκρύπτεται σχέση αιτιότητας. Σε αντίθεση δε, με τις οδηγίες που υφίστανται ως προς την πρόσληψη βιταμίνης D για τις μυοσκελετικές παθήσεις, δεν μπορούν ακόμη, από τα διαθέσιμα μέχρι σήμερα δεδομένα, να εξαχθούν γενικές συστάσεις χορήγησης συμπληρωμάτων βιταμίνης D για πρόληψη και θεραπεία της ΚΝ. Βιβλιογραφία 1. McCollum EV, Simmonds N, Becker JE, et al. An experimental demonstration of the existence of a vitamin which promotes calcium deposition. J Biol Chem 1922; 53:293-8. 2. Van Shoor NM, Lips. Worldwide vitamin D status. Best Pract Res Clin Endocrinol Metab 2011;25:671-80. 3. Holick MF. Chapter 2: Photobiology of Vitamin D. In: Feldman D, Pike JW, Adams M, editors. Vitamin D. 3rd Edition. Academic Press 2011. Pp. 13-22. 4. Holick MF, Binkley NC, Bischoff-Ferrari HA, et al. Evaluation, treatment and prevention of vitamin D deficiency: an endocrine society clinical practice guideline. J Clin Endocrinol Metab 2011;96:1911-30. 5. Bouillon R, et al. Vitamin D and human heath: lessons from vitamin D receptor null mice. Endocr Rev 2008;29:726-76. 6. Pilz S, Tomaschitz A, Drechsler C, et al. Vitamin D deficiency and myocardial diseases. Mol Nutr Food Res 2010;54:1103-13. 7. http://www.acc.org/latest-in-cardiology/articles/2015/06/ 08/12/ 06/vitamin-d-and-cardiovascular-disease-where-we-currently-are 8. Pradhan AD, Manson JE. Update of the Vitamin D and Omega-3 trial (VITAL) J Steroid Biochem Mol Biol 2016;155(Pt B): 252-6. Προσεχή Ελληνικά και Διεθνή Συνέδρια 88 38 ο Πανελλήνιο ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟ Συνέδριο 70 Χρόνια Καρδιολογίας (ΕΚΕ) 19-21 Οκτωβρίου 2017, Αθήνα, Ξενοδοχείο Ηilton Athens 88 20 ο Πανελλήνιο Συνέδριο Λιπιδιολογίας, Αθηροσκλήρωσης και Αγγειακής Νόσου 2-4 Νοεμβρίου 2017, Αθήνα, Ξενοδοχείο Divani Caravel

8 ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ Δ. Ρίχτερ Πρόεδρος ΕΕΛΙΑ Το Πανευρωπαϊκό Καρδιολογικό Συνέδριο στη Βαρκελώνη (2017) θα μείνει στην ιστορία της Καρδιολογίας; Δύσκολο να απαντήσει κανείς σήμερα, για το αν ένα πρόσφατο γεγονός μπορεί να μείνει στην ιστορία ως σημαντικό, γιατί ο χρόνος είναι που αναδεικνύει τα πραγματικά σημαντικά γεγονότα. Αν μείνουν κάποιες μελέτες στην ιστορία, αυτές θα είναι η COMPASS και η CANTOS, που για τελείως διαφορετικούς λόγους προσθέτουν σημαντική καινούργια γνώση, ανοίγουν νέους θεραπευτικούς και παθοφυσιολογικούς δρόμους και δέκα χρόνια μετά μπορεί να μνημονεύονται ως μελέτες ορόσημα στην Καρδιολογία. Η μελέτη COMPASS ανέδειξε για πρώτη φορά τη χρυσή τομή αντιπηκτικών-αντιαιμοπεταλιακών στη χρόνια στεφανιαία νόσο. Η προσθήκη χαμηλής δόσης ριβαροξαμπάνης 2,5 mg 2, επιπρόσθετα της ασπιρίνης σε ασθενείς με χρόνια στεφανιαία και/ή περιφερική νόσο έναντι της χορήγησης μόνο ασπιρίνης, οδήγησε σε στατιστικά σημαντικά μείωση καρδιαγγειακής θνησιμότητας, και εγκεφαλικών με αύξηση μόνο των μη θανατηφόρων αιμορραγιών. Για πρώτη φορά σε ασθενείς με χρόνια αγγειακή νόσο, συνδυάζουμε με επιτυχία αντιπηκτικό και αντιαιμοπεταλιακό και οδηγούμαστε σε πλήρη αλλαγή των κατευθυντήριων οδηγιών. Η μελέτη CANTOS εξέτασε την υπόθεση της φλεγμονής. Επί χρόνια λέμε πως η χρόνια φλεγμονή επιδεινώνει τη στεφανιαία νόσο. Στην καρδιαγγειακή νόσο, όπως οι στατίνες ή οι α-μεα δρουν και μειώνοντας την αγγειακή φλεγμονή. Για πρώτη φορά δοκιμάστηκε ένα φάρμακο, η κανακινουμάμπη, που δρα μειώνοντας την ιντερλευκίνη-β, και επαγωγικά μειώνοντας σημαντικά τη φλεγμονή (μέσω μέτρησης της hs-crp) χωρίς να επηρεάζει καθόλου τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης ή χοληστερόλης. Στη μελέτη αυτή είδαμε στατιστικά σημαντική μείωση των καρδιαγγειακών συμβάντων σε όσους έλαβαν κανακινουμάμπη. Δεν νομίζω πως το φάρμακο θα περάσει στην κλινική χρήση στην Καρδιολογία στις υπάρχουσες ενδείξεις και δόσεις (πολύ υψηλό κόστος, αύξηση σηπτικών θανάτων, μείωση μόνο εμφραγμάτων και όχι θανάτων), αλλά θα έχει ανοίξει ένα νέο θεραπευτικό πεδίο στο χώρο της Καρδιολογίας πάνω στο οποίο θα ακολουθήσει η εξέλιξη. Αν το 2017 μείνει ως σημαντικό έτος στην ιστορία της Καρδιολογίας, θα είναι για τις εξελίξεις στη θρόμβωση και τη φλεγμονή των αγγείων. Το μέλλον θα δείξει... Iδιοκτητης-Εκδοτης: Eλληνική Εταιρεία Λιπιδιολογίας, Αθηροσκλήρωσης και Αγγειακής Νόσου Επίτιμος Πρόεδρος: Γ. Τσιτούρης Διοικητικό Συμβούλιο Πρόεδρος: Δ. Ρίχτερ Αντιπρόεδρος: Γ. Υφαντή Γεν. Γραμματέας: Κ. Μακρυλάκης Ειδ. Γραμματέας: Λ. Ραλλίδης Ταμίας: Μέλη: Θ. Αποστόλου Χ. Βλαχόπουλος Α. Ζαμπέλας ι. Λεκάκης Δ. Σταμάτης Υπεύθυνος Σύνταξης Λ. Ραλλίδης Σύμβουλοι Σύνταξης Κ. Βέμμος, Δ. Παναγιωτάκος OWNER: Hellenic Society of Lipidiology, Atherosclerosis and Vascular Disease Ηonorary President: G. Τsitouris Executive Committee President: D. Richter Vice President: G. Yfanti General Secretary: K. Makrilakis Secretary: L. Rallidis Treasurer: Th. Apostolou Members: Ch. Vlachopoulos Α. Ζampelas I. Lekakis D. Stamatis Editor in Chief L. Rallidis Consultant Editors Κ. Vemmos, D. Panagiotakos ΑΘΗΡΩΜΑ Eκτύπωση: ΤΕΧΝΟΓΡΑΜΜΑmed ΤΟΜΟΣ 15, - ΤΕΥΧΟΣ Τηλ.: 210 6000643, 2 ΑΠΡΙΛΙΟΣ fax: 210 - ΙΟΥΝΙΟΣ 6002295 2011 Publishing: ΤΕCHΝΟGRΑΜΜΑmed - Τηλ.: 210 6000643, fax: 210 6002295