ΙOΚ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΗΜΕΡΙ ΑΣ Σε αναζήτηση διεξόδου από το τούνελ της ύφεσης για τον κατασκευαστικό κλάδο Μια σειρά σηµαντικών και άκρως επίκαιρων ζητηµάτων για τις προοπτικές του τοµέα των κατασκευών στη χώρα µας, καθώς και συγκεκριµένες προτάσεις επί ευρέως συζητουµένων θεµάτων (όπως η ανάληψη έργων µε αυτοχρηµατοδότηση και η έξοδος του τεχνικού δυναµικού από τη χώρα), αναδύονται από τα συµπεράσµατα της Ηµερίδας µε θέµα «Το επιχειρηµατικό περιβάλλον που διαµορφώνεται στον κλάδο των κατασκευών µετά το 2004», που οργάνωσε στις 7 Ιουλίου 2004 το Ινστιτούτο Oικονοµίας Κατασκευών (ΙOΚ). Παρουσιάζοντας τα συµπεράσµατα της Ηµερίδας, ο Πρόεδρος του ΙOΚ κ. Νίκος εσύλλας, τόνισε ότι ο κατασκευαστικός κλάδος στη χώρα µας εισέρχεται σε µια δύσκολη περίοδο, αφενός λόγω της αναµενόµενης και ως ένα βαθµό εύλογης ύφεσης µετά τους Oλυµπιακούς Αγώνες, αφετέρου λόγω µιας σειράς ζητηµάτων που δεν έχουν, ως σήµερα, αντιµετωπιστεί και τα οποία συνιστούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της επιχειρηµατικής δραστηριότητας των κατασκευαστικών επιχειρήσεων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Κι αυτό έπειτα από µια περίοδο, όπως σηµείωσε ο κ. εσύλλας, κατά την οποία ο κλάδος των τεχνικών έργων ολοκλήρωσε µε µεγάλη επιτυχία την κατασκευή των βασικών και συµπληρωµατικών εγκαταστάσεων και υποδοµών για τους Oλυµπιακούς Αγώνες του 2004, γεγονός που αποτελεί το µεγαλύτερο αναπτυξιακό σχεδιασµό που έχει υλοποιηθεί ποτέ στην Ελλάδα, σε συγκεκριµένο και ανελαστικό χρόνο. Η αρτιότητα, η λειτουργικότητα και το υψηλό επίπεδο κατασκευής αυτών των εγκαταστάσεων και υποδοµών έγινε αντικείµενο ευρύτατων και εξαιρετικά θετικών σχολιασµών από τα διεθνή µέσα ενηµέρωσης, ενώ τόσο ο σχεδιασµός όσο και η υλοποίηση έγινε, σχεδόν αποκλειστικά, από Έλληνες µηχανικούς, γεγονός που αναδεικνύει το υψηλό επίπεδο εµπειρίας και γνώσης του ανθρώπινου δυναµικού του κλάδου. Κατά την ίδια περίοδο, διαµορφώθηκαν νέες συνθήκες δοµής και διάρθρωσης του κλάδου, µε κύρια χαρακτηριστικά: Τον υψηλό βαθµό συγκέντρωσης µεριδίων στην 7η τάξη και τη δηµιουργία επιχειρήσεων δύο ταχυτήτων, σε ότι αφορά την παραγωγική δυναµικότητα και την χρηµατοδοτική τους διάρθρωση. Τη δηµιουργία υπερβολικά µεγάλου αριθµού επιχειρήσεων 3ης τάξης µε σκοπό σε σηµαντικό βαθµό τον επηρεασµό του «µαθηµατικού τύπου» (φαινόµενο οµαδοποιήσεων) και όχι την εκτέλεση έργων, γεγονός που επιδείνωσε το επιχειρηµατικό κλίµα. Η εφαρµογή του νέου νόµου ανάθεσης των έργων, είναι προφανές ότι θα συµβάλει στην απενεργοποίηση των «εικονικών επιχειρήσεων», ωστόσο οι επιχειρήσεις του ΜΕΕΠ θα εξακολουθήσουν να είναι πολλές και ανόµοιες σε δοµή, δυναµικότητα και χρηµατοδοτική διάρθρωση. Ταυτόχρονα, ο µεγάλος αριθµός τους, σε συνδυασµό µε το νέο τρόπο ανάθεσης των έργων, είναι µάλλον βέβαιο ότι θα αυξήσει υπέρµετρα τον ανταγωνισµό, παρά τα θεσπισθέντα αντικίνητρα. Τη συνολική χρηµατοδοτική διάρθρωση του κλάδου να παρουσιάζει σοβαρή επιδείνωση την τελευταία διετία, γεγονός που, σε µεγάλο βαθµό, οφείλεται στη µεγάλη αύξηση των βραχυπρόθεσµων και µακροπρόθεσµων υποχρεώσεων από τραπεζικό δανεισµό. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, σε αρκετές περιπτώσεις, στη διαδικασία που ακολουθήθηκε την περίοδο 2001 2002 για «εύκολες και χωρίς ουσιαστικό έλεγχο πεπραγµένων» εξαγορές και συγχωνεύσεις, µε αποτέλεσµα να σωρευτούν υπερβολικά χρέη σε αρκετές επιχειρήσεις που απορρόφησαν άλλες, τα οποία απεικονίζονται στους ισολογισµούς τους, επιδεινώνοντας σε σηµαντικό βαθµό τη ρευστότητα και κατ επέκταση τη βιωσιµότητα τους. Επιπροσθέτως, οι σηµαντικές καθυστερήσεις πληρωµών προς τις επιχειρήσεις από τους κυρίους των έργων επιδείνωσαν ακόµη περισσότερο τη χρηµατοδοτική διάρθρωση του κλάδου. Ωστόσο, υπάρχουν επιχειρήσεις, όλων των τάξεων του ΜΕΕΠ, που παρουσιάζουν ικανοποιητική χρηµατοδοτική διάρθρωση. Τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων που παρουσιάζει «εικόνα δύο ταχυτήτων», δηλαδή, µικρός αριθµός επιχειρήσεων µε ικανοποιητικό κύκλο εργασιών και µεγάλος αριθµός επιχειρήσεων που κινούνται στα όρια ή και κάτω από τα όρια της βιωσιµότητας. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη συνεχιζόµενη επιχειρησιακή αναδιάρθρωση του κλάδου και στα διαφορετικά µοντέλα οργάνωσης που έχουν επιλεχθεί από τις διοικήσεις των επιχειρήσεων, γεγονός που οδηγεί µε βεβαιότητα στην προοπτική, σε σύντοµο χρονικό διάστηµα, νέου κύκλου συγχωνεύσεων. Αναµφίβολα, ο περιορισµός του πλήθους των επιχειρήσεων του κλάδου θα συµβάλει στον εξορθολογισµό της αγοράς.
Μέσα σ αυτό το διαµορφούµενο επιχειρηµατικό πλαίσιο, τα τελευταία χρόνια, αρκετές επιχειρήσεις προσπαθούν να κατευθυνθούν σε εξειδικευµένες υπηρεσίες (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, ανάπτυξη ακινήτων, κ.λπ.) και επενδύουν σε τεχνογνωσία προσπαθώντας να αυξήσουν την ευελιξία και να διευρύνουν τα επιχειρηµατικά τους αντικείµενα. Ωστόσο, ιδιαίτερη σηµασία έχει το γεγονός ότι παρατηρείται χαµηλό επιχειρηµατικό ενδιαφέρον για έργα χρηµατοδοτούµενα από ιδιωτικά κεφάλαια και γενικότερα για συµπληρωµατικές επιχειρηµατικές δραστηριότητες, εξαιτίας, κυρίως, της «έλλειψης γνώσης» των επιχειρηµατιών, φαινόµενο, το οποίο εντείνεται και από το ασαφές θεσµικό πλαίσιο που διέπει αυτή την αγορά. Η αγορά ιδιωτικών έργων, παρά την σηµαντική αύξηση του µεγέθους της τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να κινείται µε βάση την αντιπαροχή και όχι την γενικότερη διαχείριση και ανάπτυξη ακινήτων. Στη διάρκεια του 2004 παρατηρείται αυξηµένη κινητικότητα στην αγορά ιδιωτικών έργων σε όρους προσφοράς, φαινόµενο που αναµένεται να κορυφωθεί στη διάρκεια των τελευταίων µηνών του 2004, ωστόσο, σε όρους ζήτησης, η εικόνα είναι διαφορετική, µε αποτέλεσµα να αναµένονται σηµαντικές ανακατατάξεις και σε αυτή την αγορά. Αυτά ως προς τη συνολική εικόνα του κλάδου των κατασκευών. Ως προς τα δυο ειδικότερα θέµατα που τέθηκαν και συζητήθηκαν κατά την Ηµερίδα του ΙOΚ, την εξωστρέφεια του κλάδου των κατασκευών και τα έργα µε συµβάσεις παραχώρησης και αυτοχρηµατοδότησης, τα βασικά συµπεράσµατα-προτάσεις είναι τα εξής: Προς εξωστρέφεια του κλάδου 1. «Η αναγκαιότητα της άρσης των δυσχερειών για την εξωστρέφεια του κλάδου κατασκευών. Απαιτούµενη µεθοδολογία και προγραµµατισµός» Η έξοδος των ελληνικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων σε νέες αγορές πρέπει να είναι οργανωµένη και να στοχεύει στην Βαλκανική, στις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου (Λίβανος - Παλαιστίνη - Ισραήλ - Αίγυπτος κλπ) και στις υπόλοιπες χώρες της Μέσης Ανατολής (Σαουδική Αραβία, Εµιράτα, κ.λπ.). Oι χώρες της Βαλκανικής προσφέρουν για τον κλάδο ανταγωνιστικά πλεονεκτήµατα, αφού, πέραν της γειτνίασης, υπάρχει και πολιτισµική συνάφεια. Επιπρόσθετα, οι χώρες της Βαλκανικής, µε προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), εµφανίζουν µεγάλες ανάγκες σε υποδοµές, οι οποίες ήδη χρηµατοδοτούνται από την Ε.Ε. και ιεθνή Πιστωτικά Ιδρύµατα και Oργανισµούς, παρέχοντας µεγαλύτερη ασφάλεια στον εκάστοτε ανάδοχο των έργων. Παράλληλα, στις ελληνικές τεχνικές εταιρείες δίνεται η ευκαιρία να προωθήσουν την διοίκηση και διαχείριση των έργων (project management) στις χώρες αυτές, αφού τέτοιου τύπου οργάνωση απουσιάζει. Τα σηµαντικότερα εµπόδια στην ανάπτυξη της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι: oι καθυστερήσεις και η επισφάλεια των πληρωµών, η αδυναµία στήριξης των επιχειρήσεων µε εγγυοδοσία, η ανεπάρκεια και µη ευέλικτη ασφάλιση των τεχνικών έργων από πολιτικούς κινδύνους, καθώς και το ασταθές κοινωνικοοικονοµικό περιβάλλον στις εν λόγω χώρες. Ως σήµερα τα αποτελέσµατα της εξόδου των ελληνικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων δεν µπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικά, αφού, κυρίως, αφορούν σε µεµονωµένες επιχειρηµατικές προσπάθειες και όχι σε µια οργανωµένη και καλά συντονισµένη επιχειρηµατική έξοδο. Η επέκταση των δραστηριοτήτων των εγχώριων τεχνικών εταιρειών σε αγορές εκτός Ελλάδας προϋποθέτει: τη, σε βάθος, µελέτη των υπαρχόντων πολιτικών συστηµάτων και των ιδιαιτεροτήτων που υφίστανται στις αγορές στόχους, τη συστηµατική και ρεαλιστική µελέτη των οικονοµικών συνθηκών που επικρατούν στο εξωτερικό, τις αλλεπάλληλες επισκέψεις και επαφές, έτσι ώστε να γίνουν απόλυτα κατανοητές τόσο οι τοπικές συνθήκες των κατασκευαστικών αγορών όσο και οι ενδεχόµενες ιδιαιτερότητες, την έρευνα αγοράς, για να γίνουν πλήρως κατανοητά στις ελληνικές εταιρείες τα δεδοµένα χρηµατοδότησης, εξεύρεσης υλικών και πρώτων υλών για τις ανάγκες των τεχνικών έργων,
την ενασχόληση κατάλληλα εξειδικευµένων ανθρώπων µε τα ισχύοντα νοµικά πλαίσια που διέπουν τις κατασκευές σε αυτές τις αγορές, την εργατική νοµοθεσία, την ασφάλιση των έργων, τους δασµούς και γενικότερα τα ισχύοντα φορολογικά δεδοµένα που επικρατούν. την ύπαρξη πολιτικής κάλυψης από την χώρα στην οποία εδρεύει η τεχνική εταιρεία (Ελλάδα), ώστε να αντιµετωπιστούν τα όποια θέµατα προκύψουν στο µέλλον (για παράδειγµα η κρατική αρωγή στην προσπάθεια διεκδίκησης αποζηµιώσεων από έργα που ήδη έχουν εκτελεστεί σε τρίτες χώρες βάσει συµβάσεων και δεν έχουν αποπληρωθεί). Η παροχή πολιτικής υποστήριξης στα πλαίσια των διακρατικών επαφών θα καταστήσουν το κράτος ισχυρό φορέα marketing στη δραστηριότητα των ελληνικών τεχνικών εταιρειών. Είναι προφανές ότι η στρατηγική ανάπτυξης των Ελληνικών Τεχνικών Εταιρειών θα πρέπει να επικεντρωθεί: στην επίτευξη του χαµηλότερου δυνατού κόστους αλλά και του υψηλότερου δυνατού βαθµού κάθετης ολοκλήρωσης των δραστηριοτήτων, στην ταχεία ενσωµάτωση νέων τεχνολογιών στα έργα, στον υψηλό βαθµό εξειδίκευσης σε ορισµένες κατηγορίες έργων υψηλής ζήτησης, στην οργάνωση µε σύγχρονα συστήµατα διαχείρισης έργων (σύλληψη, σχεδιασµό, µελέτη, κατασκευή, συντήρηση, λειτουργία, εκµετάλλευση), στο έµπειρο και υψηλής στάθµης στελεχιακό δυναµικό, πολλών επιστηµονικών ειδικοτήτων (µηχανικοί, νοµικοί, οικονοµολόγοι, αναλυτές, προγραµµατιστές, κ.λπ.), στη συνεργασία µε ξένους οίκους και στην επέκταση σε νέα επιχειρηµατικά πεδία (ακίνητα, ενέργεια κλπ), παράµετρος που θα πολλαπλασιάσει τη δυνατότητα ανάληψης ανάλογων έργων εξωτερικού. Επίσης, οι Ελληνικές Τεχνικές Εταιρείες θα πρέπει: να συνεργάζονται µε το εγχώριο δυναµικό, αφού µια συνεργασία σε αξιοπρεπή βάση, µε σεβασµό στην ισοτιµία των επιµερισµένων ρόλων που συµφωνούνται, είναι ένα από τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήµατα που µπορεί να έχουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, να συνεργάζονται και να ενώνουν τις δυνάµεις τους σε συνθετότερα projects - όχι µόνο στη βάση της συµπληρωµατικότητας και εξειδίκευσης αφού, και πέραν των άλλων, µε τον τρόπο αυτό, επιµερίζεται και το ρίσκο µιας εξωστρεφούς δράσης. Στην κατεύθυνση αυτή, και τα συλλογικά Όργανα του κλάδου, και το ΤΕΕ, µπορούν να έχουν τη δική τους συµβολή, να αναζητούν συνεργασίες µε ξένους οίκους, σε ιδιαιτέρως σύνθετα projects, δυνατότητα που έχει ο κλάδος, ύστερα από τη συνεργασία που ανέπτυξε µε αυτούς, στην υλοποίηση των πρόσφατων έργων στη χώρα µας. Η Ελληνική Πολιτεία θα πρέπει να αντιµετωπίσει την εξωστρέφεια του κλάδου, σαν µια σοβαρή εξαγωγική δράση, αναλαµβάνοντας να καλύψει ανάγκες που δεν µπορούν να καλύψουν οι επιχειρήσεις, όπως: τη στελέχωση των διπλωµατικών γραφείων µε έµπειρους µηχανικούς ή τεχνικούς ακολούθους, την έγκυρη πληροφόρηση, που δεν θα περιλαµβάνει µόνο τις δηµοπρατήσεις, τη διενέργεια µελετών και ερευνών αγοράς της εκάστοτε αλλοδαπής αγοράς, τη συνεχή υποστήριξη του κλάδου τόσο στη φάση της ανάπτυξης των έργων όσο και κατά την υλοποίησή τους, την ανάληψη του ρίσκου που επέρχεται από την πολιτική αστάθεια, τη θέσπιση συγκεκριµένων κινήτρων φορολογικών ή και άλλων - για την εξωστρεφή δραστηριότητα του κλάδου, ανάλογα µε αυτά που χαρακτηρίζουν τους υπόλοιπους κλάδους οικονοµικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, τη ρύθµιση ζητηµάτων ανταποδοτικότητας σε επίπεδο διµερών σχέσεων και, τέλος, την προσφορά νοµικής υποστήριξης στις επιχειρήσεις, πέραν αυτής που οι ίδιες διαθέτουν. Το Ελληνικό Χρηµατοπιστωτικό Σύστηµα, τέλος, θα πρέπει κατ αρχάς να εµπιστευτεί το κράτος αλλά και τις ελληνικές τεχνικές επιχειρήσεις που είναι σε θέση να αναπτυχθούν µε επιτυχία στο εξωτερικό. Το πρώτο βήµα στην όλη αυτή προσπάθεια θα πρέπει να εστιαστεί σε µια συντονισµένη προσπάθεια καταγραφής και ανάλυσης των ανωτέρω δεδοµένων και σε µια προσπάθεια εναλλακτικών σεναρίων αντιµετώπισης όλων αυτών των δεδοµένων. Το ΙOΚ προτίθεται να ξεκινήσει την καταγραφή των προαναφεροµένων παραµέτρων, µε την συµβολή των εργοληπτικών οργανώσεων, ώστε να υπάρξει η σαφής αποτύπωση του προβλήµατος που ταλανίζει εδώ και πολλές δεκαετίες την εξωστρέφεια του κλάδου, ώστε να γίνει το πρώτο ουσιαστικό βήµα προς την κατεύθυνση της οργανωµένης εξόδου των ελληνικών επιχειρήσεων στις ξένες αγορές.
Συµβάσεις παραχώρησης και αυτοχρηµατοδοτούµενα έργα 2. «O ρόλος των µεθόδων PFI (Private Finance Initiative) και PPP (Public Private Partnership) στην ανάπτυξη νέων τρόπων χρηµατοδότησης έργων υποδοµής ή και υπηρεσιών του δηµόσιου και του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα» Oι Συµβάσεις Παραχώρησης του ΚΠΣ ΙΙΙ δεν έχουν τον απαιτούµενο βαθµό εξέλιξης (χαράξεις, µελέτες, σαφής προσδιορισµός τεχνικού αντικειµένου και αντικειµένου εκµετάλλευσης, εγγυήσεις, κ.λπ.). Παρότι έχουν ολοκληρωθεί οι προεπιλογές στο σύνολο των έργων, δεν έχει υλοποιηθεί το δεύτερο στάδιο της υποβολής τεχνικής-οικονοµικής προσφοράς από τους συµµετέχοντες. Τα πιστωτικά ιδρύµατα τηρούν µία εξαιρετικά επιφυλακτική στάση συµµετοχής στα έργα αυτά, σταθµίζοντας το ρίσκο και τους κινδύνους από τη συµµετοχή τους, βασιζόµενα στην διεθνή τραπεζική πρακτική, η οποία δεν φαίνεται να καλύπτεται από τη διαγωνιστική διαδικασία που ακολουθείται. Η καθυστέρηση της υλοποίησης των Συµβάσεων Παραχώρησης, είναι πιθανόν να δηµιουργήσει σοβαρό κενό στο ισοζύγιο ζήτησης προσφοράς του κλάδου, ο οποίος για σηµαντικό χρονικό διάστηµα δεν θα έχει επαρκές κατασκευαστικό αντικείµενο να διοχετεύσει την παραγωγική του δυναµικότητα. Αναλυτικότερα, οι παρατηρούµενες καθυστερήσεις οφείλονται τόσο στην αδυναµία ανταπόκρισης του δηµόσιου τοµέα, σε όρους επιτάχυνσης των απαιτούµενων διαδικασιών, όσο και σε µια σειρά προβληµάτων και ιδιαιτεροτήτων όλου του σχεδιασµού. Oι προκηρύξεις, σε αρκετές περιπτώσεις, δεν ανταποκρίνονται στο µέγεθος και την σοβαρότητα των έργων αυτών και, κυρίως, δεν αντιµετωπίζουν επαρκώς τις σύνθετες απαιτήσεις, όπως, τη σαφήνεια του τεχνικού αντικειµένου-διαπραγµάτευσης, τους όρους χρηµατοδότησης, την πρόβλεψη εσόδων από την εκµετάλλευση, την απαιτούµενη εγγυοδοσία για την ανάληψη επενδυτικού ρίσκου, κ.λπ. Απαιτείται η επιτάχυνση της υλοποίησης των «ωριµότερων» έργων όπως, η υποθαλάσσια ζεύξη Θεσσαλονίκης και ο Μαλιακός Κλειδί και ο ανασχεδιασµός των υπολοίπων έργων, τα οποία δεν παρουσιάζουν ακόµη την απαιτούµενη ωριµότητα. Για όλα αυτά εκφράστηκε έντονα ο προβληµατισµός αν χρειάζεται ένα ολόκληρο νοµοθέτηµα που θα ρυθµίζει τις Συµβάσεις Παραχώρησης συνολικά ή αν σε πρώτη φάση θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις που θα ρυθµίζουν καίρια θέµατα όπως: φορολογικά, χρηµατοδοτήσεις, εξουσιοδοτήσεις, απαλλοτριώσεις, άδειες, διάφορες απαλλαγές, κ.λπ. Πιθανολογήθηκε ότι αντί της δηµιουργίας ενός αυστηρού πλαισίου θα πρέπει να υπάρξει στόχευση συγκεκριµένων και σαφών νοµοθετικών ρυθµίσεων ευελιξίας, οι οποίες, σταδιακά και ανάλογα µε τις ανάγκες και την πρακτική, να µετεξελιχθούν σε θεσµικό πλαίσιο. Ωστόσο, το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να είναι σε θέση να ρυθµίζει και µικρά περιφερειακά έργα µε συγχρηµατοδότηση, τα οποία εκτιµάται ότι θα διαµορφώσουν στο προσεχές µέλλον την ζήτηση τέτοιας µορφής έργων. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή της Ε.Ε. επιθυµεί να θεσπίσει ένα ρυθµιστικό σχέδιο για συγχρηµατοδοτούµενα και αυτοχρηµατοδοτούµενα έργα, που εκτός των κλασσικών ανοιχτών, κλειστών ή µε διαπραγµάτευση διαδικασιών, θα εφαρµόζεται ο «ανταγωνιστικός διάλογος». Η νέα αυτή διαδικασία θα επιτρέπει και τη συµµετοχή ιδιωτών στη διαµόρφωση πλαισίου (καθορισµός τεχνικών, χρηµατοοικονοµικών και νοµικών ρυθµίσεων που απαιτούνται) επί τη βάσει του οποίου θα γίνεται η τελική δεσµευτική προσφορά. Εκτιµάται, λοιπόν, ότι το όλο θέµα είναι ανοιχτό και θα πρέπει η Ελλάδα να κινηθεί µε ταχείς ρυθµούς προσπαθώντας, αφενός να επιταχύνει τα υφιστάµενα έργα και αφετέρου να αρχίσει να διαµορφώνει ένα θεσµικό πλαίσιο συµβατό µε όσα προαναφέρθηκαν. Η αυτοχρηµατοδότηση και γενικότερα η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων, για την ολοκλήρωση-λειτουργία των υποδοµών της χώρας αλλά και για την ανάπτυξη της ακίνητης περιουσίας (το 70% της συνολικής ακίνητης περιουσίας της χώρας ανήκει στο δηµόσιο τοµέα), δεν φαίνεται να παρουσιάζει εξέλιξη ανάλογη µε αυτήν άλλων χωρών της Ε.Ε. Σε αυτό έχει συµβάλει και η κατεύθυνση που είχαν ως σήµερα τα έργα των ΚΠΣ, γεγονός που καθόριζε και τη στρατηγική των επιχειρήσεων. Oι, έως σήµερα, προσπάθειες δηµιουργίας θεσµικού πλαισίου αυτοχρηµατοδοτούµενων έργων δεν ευοδώθηκαν και ο υφιστάµενος αναπτυξιακός νόµος δεν πέτυχε το βασικό στόχο της προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων και της προώθησης επενδύσεων στην περιφέρεια, αφού, προς το παρόν, τα αποτελέσµατά του είναι πενιχρά. Σήµερα, φαίνεται να υπάρχει αρκετή κινητικότητα στο ζήτηµα αυτό, γεγονός το οποίο έχει αναθερµάνει την αγορά, η οποία αναµένει µε µεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Η κατασκευή έργων και η παροχή υπηρεσιών µε την µέθοδο της αυτοχρηµατοδότησης, δεν αποτελεί πανάκεια και θα πρέπει η στόχευσή της να διέπεται από το σαφή προσδιορισµό της προστιθέµενης αξίας και της βιωσιµότητας κάθε έργου. εν είναι απαραίτητο να
ακολουθηθούν µοντέλα άλλων χωρών µελών της Ε.Ε., χωρίς προηγουµένως να έχουν µελετηθεί επισταµένα οι εκάστοτε ισχύουσες συνθήκες και οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς. Η σύνδεση του αναπτυξιακού νόµου µε το θεσµικό πλαίσιο της αυτοχρηµατοδότησης αποτελεί βασική προϋπόθεση και θα αποτελέσει σοβαρό αναπτυξιακό εργαλείο για τη χώρα απελευθερώνοντας πόρους από το Πρόγραµµα ηµοσίων Επενδύσεων, οι οποίοι και θα κατευθυνθούν σε άλλες δηµοσιονοµικές επιλογές µεγαλύτερης αναγκαιότητας ή ακόµη και σε έργα υποδοµών χαµηλής ανταποδοτικότητας. Θα πρέπει να δηµιουργηθούν χρηµατοδοτικοί φορείς και εκτός των πιστωτικών ιδρυµάτων, όπως, για παράδειγµα, η εµπλοκή του ΤΣΜΕ Ε ή και άλλων εύρωστων οργανισµών, για την αξιοποίηση των υψηλών αποθεµατικών τους. Η τεχνογνωσία και η εµπειρία που θα αποκτηθεί θα συµβάλλει στην αξιολόγηση των επενδύσεων από τους φορείς και στη µείωση των επενδυτικών ρίσκων για τα αποθεµατικά τους (θα µπορούσαν να δηµιουργηθούν ειδικές δοµές και ευελιξία στον άξονα της επιλογής βιώσιµων και ανταποδοτικών αυτοχρηµατοδοτούµενων έργων µικρού προϋπολογισµού). Και ο Πρόεδρος του ΙOΚ, κατέληξε: Στην Ελλάδα δεν υπάρχει φορέας που να µελετά τα ανωτέρω θέµατα και να ενηµερώνει υπεύθυνα τόσο την πολιτική ηγεσία όσο και τις επιχειρήσεις σχετικά µε µεθοδολογίες και µοντέλα που έχουν αναπτυχθεί και καθιερωθεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το ΙOΚ, ήδη, εκπονεί µελέτη στην οποία αναλύει λεπτοµερειακά το σύνολο των προαναφεροµένων παραµέτρων προβληµατισµού, διεισδύει σε βάθος στις ξένες αγορές (δοµή, διάρθρωση, ανταγωνισµός, θεσµικό πλαίσιο, κ.λπ.), εντοπίζει προβλήµατα και ειδικά ζητήµατα, διεξάγει συγκριτική ανάλυση και προχωρά σε συγκεκριµένες προτάσεις για την Ελλάδα. Πρόκειται για µια εργασία που αποσκοπεί στη συνολική και σφαιρική θεώρηση των ζητηµάτων αυτών και η οποία θα καταλήξει στις απαραίτητες τεκµηριωµένες προτάσεις προς την πολιτεία και τους φορείς του κατασκευαστικού κλάδου. Κατά το διάλογο που έγινε µε τους δηµοσιογράφους προέκυψαν επίσης τα εξής: Ν. εσύλλας: Τα έργα στην Ελλάδα γίνονται καλά και φθηνά, ετοιµάζεται από το ΙOΚ µια συγκριτική µελέτη που θα τεκµηριώσει το γεγονός Θα πρέπει αµέσως να κεφαλαιοποιηθεί και από τον κατασκευαστικό τοµέα η επιτυχία των Oλυµπιακών Αγώνων, το δυναµικό δεν πρέπει να απαξιωθεί ή καταστραφεί Και στην Ευρώπη οι κατασκευαστικές επιχειρήσεις αντιµετωπίζουν προβλήµατα, κυρίως εξαιτίας των ασφαλιστικών εισφορών, το κόστος του χρήµατος, την έλλειψη πόρων Το κράτος δεν χρειάζεται να παρεµβαίνει και να επιχειρεί να λύσει όλα τα προβλήµατα, αλλά µόνο κάποια από αυτά, ενώ τα υπόλοιπα θα πρέπει να αφεθούν να λυθούν από την αγορά Κώστας Σαββίδης: Βρισκόµαστε ενόψει εξαιρετικά δυσµενών εξελίξεων σε ότι αφορά την απασχόληση, καθώς ακόµη και µεγάλοι κατασκευαστικοί όµιλοι προχωρούν σε απολύσεις µηχανικών Ως τον Μάρτιο υπολογίζεται να έχουν απολυθεί περίπου 10.000 µηχανικοί (!) Το 98% των κατασκευαστικών επιχειρήσεων βρίσκονται στο «κόκκινο» εξαιτίας του επαχθούς δανεισµού, της καθυστέρησης των πληρωµών για εκτελεσµένο έργο και της απουσίας προγράµµατος έργων Oι νέες προβληµατικές επιχειρήσεις θα είναι στο εγγύς µέλλον οι κατασκευαστικές επιχειρήσεις Ιωάννης Γιάνναρος: O βαθµός «ωριµότητας» των έργων που προβλέπεται να υλοποιηθούν µε συµβάσεις παραχώρησης και αυτοχρηµατοδότησης είναι εξαιρετικά µικρός, ουσιαστικά δεν έχει γίνει τίποτα από το 2002 έως σήµερα Τα σοβαρά προβλήµατα που υφίστανται για την υλοποίηση των δηµόσιων έργων (φορολογικά, αρχαιολογικά, απαλλοτριώσεις κ.λπ.) θα πρέπει σταδιακώς να εξαλειφθούν και να µην περιµένουµε να τα αντιµετωπίσουµε όλα µε ένα νοµοθέτηµα Το ΙOΚ προχωρεί σε µια έρευνα για τον τρόπο χρηµατοδότησης των έργων σε όλη την Ευρώπη, προκειµένου αυτή να αποτελέσει τον οδηγό και στις όποιες αναγκαίες αποφάσεις στην Ελλάδα Από την αξιολόγηση που έχει γίνει µόνο το 15-20% των κατασκευαστικών επιχειρήσεων
είναι δυνατόν να ανταποκριθούν σε συνθήκες εκτέλεσης των έργων µέσω συµβάσεων παραχώρησης και αυτοχρηµατοδότησης.