ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ: ΜΙΑ ΚΡΥΦΗ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΕΤΑΡΤΟ Νο 15, 07/1986, σελ.16-18. (Επιµεληµένη επαναδηµοσίευση από οµότιτλο κείµενό µου στο εικαστικό περιοδικό ΣΗΜΑ, Αθήνα, Νοέµβριος 1979) Η Φωτογραφία, ο Κινηµατογράφος, η Τηλεόραση, το Βίντεο είναι φανερό ακόµα και για την κοινή λογική όχι αποτελούν µια συναρπαστική οικογένεια σύγχρονων µορφών επικοινωνίας και έκφρασης. Εκεί µέσα, η Φωτογραφία έχει τους πιο στενούς συγγενείς της, συγγενείς πρώτου βαθµού, όλοι κώδικες µια κοινής στην ουσία σύγχρονης οπτικής γλώσσας. Μια φαινοµενική συγγένεια ανάµεσα στη δυσδιάστατη εικόνα της Φωτογραφίας κι αυτή της Ζωγραφικής οδήγησε σε µια σειρά από παρανοήσεις που υιοθετήθηκαν κι απ τους φωτογράφους, αλλά κι απ τους ζωγράφους. Έτσι ανάµεσα στην πρώτη και τη δεύτερη παρουσίασε µια συγγένεια πρωταρχική και µοναδική, µια συγγένεια, βέβαια, κάθε άλλο παρά ισότιµης σχέσης Σήµερα, µια τέτοια θεώρηση της Φωτογραφίας είναι πλέον και απλοϊκή και παρωχηµένη. Οι διαφορές της µε τη Ζωγραφική είναι πολύ πιο ουσιαστικές απ ό,τι οι περιορισµένες οµοιότητές της. Η συστηµατική όµως µελέτη της φωτογραφικής γλώσσας αποκαλύπτει µια σειρά από πιο κρυφές αλλά πολύ σηµαντικές σχέσεις στενής συγγένειας και µε άλλες τέχνες, την Ποίηση, την Λογοτεχνία, το Κόµικ, την Αρχιτεκτονική, τη Γλυπτική, τη Μουσική, το Θέατρο, κ.ά. Σε σχέση µε όλες αυτές τις τέχνες είναι φανερό ότι µια στενή συγγένεια της Φωτογραφίας µε την Αρχιτεκτονική, σαν διατύπωση, µπορεί να θεωρηθεί περισσότερο σαν ένα ρητορικό σχήµα παρά σαν µια ουσιαστική επισήµανση. Τι είδους συγγένεια µπορεί να χει ο αρχιτέκτονας µε το φωτογράφο, θ αναρωτηθεί η κοινή λογική. Η Φωτογραφία, όπως ακριβώς και η Αρχιτεκτονική, έχει τον πολυσύνθετο χαρακτήρα της επιστήµης, της τέχνης, της εφηρµοσµένης επαγγελµατικής υπηρεσίας, της τεχνολογίας. Σαν ένα αναντικατάστατο µέσο οπτικής επικοινωνίας µεταποιεί συνεχώς πληροφορίες, απόψεις, σκέψεις, ιδεολογίες. Είναι ένα πολύτιµο εργαλείο του πολιτισµού µας, µε το οποίο η 1
πραγµατικότητα, ορατή κι «αόρατη», µ ένα µοναδικό τρόπο ανιχνεύεται, καταγράφεται, αναλύεται και ερµηνεύεται. Η εµβέλεια της Φωτογραφίας είναι τόσο µεγάλη ώστε σήµερα πια να µην υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα που να µην καλύπτεται απ αυτήν και, το σηµαντικότερο, που να µην την έχει ανάγκη. Όπως και για κάθε άλλον επιστήµονα ή καλλιτέχνη, η Φωτογραφία είναι ένα πολύτιµο βοήθηµα και για τον αρχιτέκτονα. Του προσφέρει µια πολύπλευρη ενηµέρωση για τη δουλειά των συναδέλφων του, επωνύµων και ανωνύµων, σ άλλους τόπους, πολιτισµούς, κοινωνίες, εποχές. Του «διατηρεί» και του παρουσιάζει αρχιτεκτονικά έργα που δεν υπάρχουν πια και, βέβαια, του δίνει τη δυνατότητα να ολοκληρώσει την παρουσίαση και της δικής του της δουλειάς σε πελάτες, υπηρεσίες, αρχιτέκτονες, στο πλατύτερο κοινό. Είναι σαφές, όµως, ότι αυτή η πληροφοριακή χρήση της Φωτογραφίας απ την Αρχιτεκτονική, χρήση κοινή σ όλες τις τέχνες και επιστήµες, δεν αποτελεί από µόνη της στοιχείο συγγένειας ανάµεσά τους. Ο αρχιτέκτονας δεν αρκείται βέβαια σ αυτό τον πολύτιµο ρόλο της φωτογραφικής γλώσσας, αλλά προχωρά και σε µια πιο άµεση εκµετάλλευσή της. Την χρησιµοποιεί σαν εργαλείο προσωπικής χρήσης σ όλη τη διαδικασία παραγωγής της δουλειάς του. Με τη δική του φωτογραφική µηχανή θα κρατήσει ένα πλήθος τέτοιων οπτικών σηµειώσεων, που ούτε µε το σχέδιο ούτε µε το σκαρίφηµα ούτε µε άλλο τρόπο µπορεί να καταγράψει τόσο άµεσα, γρήγορα, µε σαφήνεια διατυπωµένες. Ο συνδυασµός απ τον αρχιτέκτονα αυτών των δύο χρήσεων της Φωτογραφίας, σαν «µέσο πληροφορία» και σαν «µέσο εργαλείο», καλλιεργεί σ αυτόν, βέβαια, µια πιο ανεπτυγµένη φωτογραφική αντίληψη, αλλά ούτε αυτός ο συνδυασµός είναι επαρκής για να ορισθεί µια ουσιαστική συγγένεια Αρχιτεκτονικής και Φωτογραφίας. Τέτοια συνδυαστική χρήση της φωτογραφικής γλώσσας διαθέτουν κι άλλες επιστήµες όπως και τέχνες, χωρίς καµία ιδιαίτερη συγγένεια µε τη Φωτογραφία. Αναµφίβολα, ο αρχιτέκτονας πάσχει από την αγωνία που του δηµιουργεί το δισυπόστατο της δουλειάς του, η παλινδρόµησή του ανάµεσα στην τέχνη και την επιστήµη. Μια ιδιαιτερότητα που, ειδικά εδώ στην Ελλάδα όπου 2
κυριαρχεί ακόµα η ακαδηµαϊκή αντίληψη αντιπαράθεσης τέχνης και επιστήµης, «χειροποίητης» έκφρασης και «αντιδηµιουργικής» µηχανής, έχει ν αντιµετωπίσει σηµαντικά προβλήµατα. Παράλληλα, οι γνωστές συνθήκες «ανάπτυξης» της νεοελληνικής µας κοινωνίας µετά τον πόλεµο περιόρισαν και περιορίζουν ακόµα και σήµερα τις δηµιουργικές ανάγκες του αρχιτέκτονα. Απέναντι σ αυτή την πραγµατικότητα, ο τελευταίος αυτός, αµυνόµενος στη επιδροµή των εργολάβων, προσπαθούσε πάντοτε όχι µόνο να επιβιώσει οικονοµικά, αλλά και σαν άτοµο που είχε πολύ συχνά ιδιαίτερα ανεπτυγµένες εκφραστικές ανάγκες. Η φωτογραφική γλώσσα, ιδιαίτερα οικεία σ αυτόν, ήταν επόµενο να χρησιµοποιηθεί σαν µια από τις εκτονωτικές δυνατότητες προσωπικής έκφρασης που είχε στη διάθεσή του. Δυνατότητα που ήδη του είχε γνωστοποιηθεί και καλλιεργηθεί απ τον πρώτο κιόλας καιρό των σπουδών του. Αρχιτεκτονική και Φωτογραφία είναι κατ αρχήν εφαρµοσµένες τέχνες, µεταποιούν και οι δύο την ίδια πρώτη ύλη, το φυσικό και αστικό περιβάλλον. Η µία το µετουσιώνει σε οικοδόµηµα, η άλλη σε εικόνα. Και οι δύο τους οικειοποιούνται τη φύση εξίσου αποτελεσµατικά. Τα προϊόντα τους αγοράζονται, ενοικιάζονται, ανταλλάσσονται, επιδεικνύονται και µε την ίδια ευκολία χρησιµοποιούνται ακόµα κι αντίθετα µε το σκεπτικό του δηµιουργού τους. Φωτογραφική εικόνα και αρχιτεκτόνηµα καλλιεργούν και ενδυναµώνουν εξίσου καταλυτικά την ανάγκη της ιδιοκτησίας. Στις αστικές µας κοινωνίες φωτογραφίζουµε ό,τι πιστεύουµε πως κατέχουµε και νοµίζουµε πως κατέχουµε ό,τι φωτογραφίζουµε. Συσσωρεύουµε µέσα στο σπίτι µας φωτογραφίες µιας οικειοποιηµένης πραγµατικότητας, σ ένα σπίτι που θέλουµε να ναι δικό µας. Μέσα στην καθηµερινή πραγµατικότητα η συνεχής επέµβαση της Αρχιτεκτονικής και της Φωτογραφίας πάνω στο περιβάλλον επηρεάζει καθοριστικά την αντίληψη που διαµορφώνει ο άνθρωπος για τον Κόσµο που τον περιβάλλει. Το ασαφές, χαώδες, εχθρικό περιβάλλον µέσα από τη φωτογράφισή του και τη δόµησή του «εξανθρωπίζεται», γίνεται κατανοητό, 3
οικείο, χρήσιµο, φιλικό. Εξίσου δραστικά, Φωτογραφία και Αρχιτεκτονική «οικοπεδοποιούν» την πραγµατικότητα οπτικά, γνωστικά, ιδεολογικά. Καθησυχάζουν τον άνθρωπο απέναντι σ ένα συγκεχυµένο σύµπαν, καθώς του προσφέρουν και οι δύο ένα σταθερό, ασφαλές, σηµείο αναφοράς, ένα κέντρο τοποθέτησης και θέασης, ένα κέντρο στον Κόσµο. Αρχιτεκτονική και Φωτογραφία είναι διαδικασίες σύλληψης, οικειοποίησης και αναδιατύπωσης του χώρου. Η πραγµατικότητα κατακερµατίζεται σε χρήσιµα ή µη χρήσιµα κοµµάτια, η συνέχεια της µορφής και της ουσίας της µοιάζει σαν να εξαφανίστηκε. Ο χρόνος διασπάται επίσης, κάθε οικοδόµηµα, κάθε φωτογραφία, αντιπροσωπεύει ένα φωτογραφικό θραύσµα. Μέσα τους ο χρόνος µοιάζει σαν ν αλλάζει διάσταση, δείχνει ακίνητος αλλά όχι νεκρός. Η αντίληψη και η χρήση του χώρου και του χρόνου, η αναγνώριση του περιβάλλοντος σαν ένα µωσαϊκό αξιολογηµένων ψηφίδων, είναι µια ιδεολογική ερµηνεία της πραγµατικότητας. Φωτογραφία και Αρχιτεκτονική αντιλαµβάνονται το φυσικό και χτισµένο περιβάλλον ακριβώς σαν ένα τέτοιο µωσαϊκό. Σε κάθε ψηφίδα αναγνωρίζουν και επενδύουν αξίες, χρήσεις, σκοπιµότητες. Ό,τι υπάρχει έξω από το µωσαϊκό, ό,τι δεν ανασύρθηκε σαν θραύσµα απ την πραγµατικότητα, παραµένει χωρίς ενδιαφέρον, άχρηστο, σιωπηλό, κρυµµένο. Παραµένει έξω απ τα όρια του µωσαϊκού µιας κοινωνικοποιηµένης «πραγµατικότητας», έξω απ τα όρια του τι πρέπει να αρχιτεκτονηθεί, του τι πρέπει να εικονογραφηθεί. Κάθε φωτογραφική εικόνα διατυπώνεται σαν «χώρος», όπως και κάθε αρχιτεκτόνηµα διατυπώνεται σαν «εικόνα». Εικόνα και αρχιτεκτόνηµα αξιολογούνται συχνά σαν έργα που παλινδροµούν ανάµεσα στις δύο και τρεις «διαστάσεις». Άρτια, όταν εκµεταλλεύονται και τις τρεις, ανώριµα και ρηχά, όταν περιορίζονται στις δύο. Άξια ή Φωτογραφία όταν εκφράζει µια τρίτη διάσταση, όταν υπονοεί ένα εσωτερικό χώρο, ένα ουσιαστικό νόηµα. Ανάξιο το οικοδόµηµα όταν εµφανίζεται σαν δυσδιάστατο, σαν όψη σκηνογραφίας, σαν ρητορικό προσωπείο χωρίς ουσία. Εικόνα και αρχιτεκτόνηµα έχουν την ίδια εγγενή ανάγκη και ευκολία να φιλοξενήσουν µέσα τους ανθρώπους, αντικείµενα, νοήµατα και σύµβολα είτε αυτά καθαυτά είτε τα είδωλά τους. Είναι δύο µηχανισµοί δηµιουργίας 4
χώρων που κάτι µέσα σ αυτούς πρέπει να εγκλωβιστεί, να στεγαστεί. Αυτή η κοινή ανάγκη είναι η ουσία της ίδιας τους της ύπαρξης, ανάγκη τόσο επιτακτική που δεν υποχωρεί ούτε µπροστά στον έσχατο εγκλωβισµό που επιφυλάσσει η µία στην άλλη. Κάθε αρχιτεκτονικό έργο καταλήγει πλέον, αργά ή γρήγορα, µέσα σε µια φωτογραφική εικόνα και κάθε, βέβαια, φωτογραφία µέσα σε κάποιο αρχιτεκτόνηµα. Παρατηρώντας την πραγµατικότητα, αρχιτέκτονας και φωτογράφος αναπτύσσουν µια συγγενική αντίληψη. Είναι υποχρεωµένοι να γνωρίζουν ένα πλήθος από παραµέτρους που όχι µόνο την προσδιορίζουν σαν φυσικό µέγεθος αλλά πρωταρχικά σαν ένα δυναµικό πεδίο σηµάνσεων. Η ίδια η έννοια του χώρου όπως αυτή του χρόνου είναι µια κατασκευή ανθρώπινη. Όλα τα µορφολογικά δεδοµένα του, διαστάσεις, φυσική υπόσταση, χρώµα, φως, όγκοι, σχήµατα, προοπτική κ.λπ., κάθε άλλο παρά αθώα «φυσικά» µεγέθη είναι. Πίσω απ τη δήθεν «φυσικότητά» τους είναι µισοκρυµµένη η κοινωνική τους αξιολόγηση, η ιδεολογική τους ταυτότητα. Ο αρχιτέκτονας και ο φωτογράφος είναι υποχρεωµένοι να γνωρίζουν τους κοινωνικούς κώδικες µε τους οποίους αυτά τα «φυσικά» µεγέθη αναγνωρίζονται και ερµηνεύονται απ τους µηχανισµούς της αντίληψης. Ξέρουν ότι µια ελάχιστη µετατροπή µιας ευθείας σε καµπύλη ή τεθλασµένη δεν είναι απλώς µια γεωµετρική αθώα µεταβολή, αλλά µια «παραµόρφωση», µια αναδιατάραξη αξιών, εννοιών, συµβολισµών, κοινωνικών δηλαδή υποδηλώσεων. Καθώς ο ένας οριοθετεί το οικοδόµηµα κι ο άλλος την εικόνα, γνωρίζουν ότι καθετί µέσα και έξω απ το πλαίσιο που τοποθετούν πάνω στην πραγµατικότητα, είναι περισσότερο ή λιγότερο κοινωνικοποιηµένο. Οι σιδερένιες βέργες που ξεπροβάλλουν απ τις ταράτσες του νεοελληνικού τοπίου, ένδειξη µελλοντικού «πανωσηκώµατος», εκπέµπουν ένα σήµα προς τον αρχιτέκτονα και το φωτογράφο. Ένα σήµα, που ούτε µόνο αισθητικά ή µόνο τεχνικά µπορεί να ερµηνευτεί. Καθώς έχουν «µάθει να βλέπουν», θα αναγνωρίσουν σ αυτό µια σειρά από σύνθετες σηµάνσεις σ αντίθεση µε τον επιπόλαιο θεατή της οπτικής πραγµατικότητας. Θα αναγνωρίσουν ένα ευρύτατο φάσµα σηµάνσεων που διατρέχουν τη νεοελληνική κοινωνία, απ τον Γ.Ο.Κ. µέχρι την αστυφιλία, απ τη στεγαστική πολιτική ως το θεσµό της 5
προίκας, απ την «αισιοδοξία» του νεοέλληνα ως το φυλετικό γνώρισµά του «βλέποντας και κάνοντας». Με την ανάπτυξη αυτή µιας διεισδυτικής οπτικής και νοηµατικής αντίληψης, φωτογράφος και αρχιτέκτονας πλησιάζουν σιγά - σιγά σ ένα συγγενικό ερµηνευτικό µηχανισµό, που επεκτείνεται ακόµα και απέναντι σ ένα φυσικό περιβάλλον όχι - ακόµα οικοδοµηµένο. Η συγγένεια αυτή αναπτύσσεται ακόµα περισσότερο, όταν απ τα µορφολογικά στοιχεία του χώρου περάσουµε στην αναπόσπαστη διάσταση του του χρόνου, και τέλος στη λειτουργία και τη χρήση του απ τον άνθρωπο. Φωτογράφος και αρχιτέκτονας παρατηρούν προσεκτικά τη συµπεριφορά του τελευταίου µέσα στο χώρο, τις κινήσεις, τις στάσεις, τις επεµβάσεις που πραγµατοποιεί, τα συναισθήµατα που µέσα σ αυτόν εκδηλώνει, τους ρόλους και τους ρυθµούς που του επιβάλλονται απ αυτόν. Κάθε χώρος και ένα πλαίσιο συµβολισµών, αξίών, κοινωνικών παραµέτρων, πλαίσιο που διευκολύνει, εµποδίζει ή απαγορεύει µια σειρά από ανθρώπινες δράσεις και εκφράσεις. Κι ύστερα ο χρόνος, το φως, οι εποχές, οι σκιές, ο προσανατολισµός, οι κινήσεις, η νύχτα, το κλίµα, η φθορά, οι συνήθειες, η εξέλιξη, η αισθητική, οι χειρονοµίες, το απρόοπτο, η τάξη, οι συµβάσεις, η ανατροπή κ.λπ., κ.λπ. Καθετί, η ελάχιστη λεπτοµέρεια που γεννιέται σαν σχήµα, την ίδια στιγµή αρθρώνεται και σαν ελάχιστη νοηµατική πρόταση. Κι αν ο αρχιτέκτονας δεν είναι υποχρεωµένος να «βλέπει» και να ερµηνεύει τα πάντα γύρω του, ο φωτογράφος δεν µπορεί να κάνει το ίδιο. Σαν δηµιουργός, που χρησιµοποιεί ένα τέτοιας εµβέλειας οπτικό µέσο επικοινωνίας και έκφρασης, είναι υποχρεωµένος να αντιµετωπίζει µια ολοένα ευρύτερη, πιο συνολική, αντίληψη της «ορατής» πραγµατικότητας κι ό,τι κρύβεται πίσω απ αυτήν κάθε φορά, κάθε στιγµή. Αρχιτέκτονας και φωτογράφος, απ την ίδια τους τη φύση, αυτοτοποθετούνται συνεχώς σ ένα κέντρο οπτικής θέασης, απ το οποίο η πραγµατικότητα ανιχνεύεται και συλλαµβάνεται µέσα από µια σειρά στάσεις του βλέπειν. Το προοπτικό σχέδιο, που κατασκευάζει ο αρχιτέκτονας, δεν είναι παρά µια «φωτογραφία» του χώρου, που δεν είναι παρά µόνο σκέψη. Ο θεατής του προοπτικού σχεδίου, όπως και της φωτογραφίας, είναι υποχρεωµένος ν αντιληφθεί ένα χώρο από ένα ορισµένο σηµείο. Αντίθετα, η τρισδιάστατη αρχιτεκτονική µακέτα του προτείνει µια ελευθερία να 6
µιµηθεί µια σειρά αποστάσεις του βλέπειν. Φωτογραφία, προοπτικό και µακέτα παρουσιάζονται σαν δηλώσεις µιας πραγµατικότητας. Η πρώτη δήθεν την επιβεβαιώνει, οι άλλες δύο δήθεν την υπόσχονται. Στην ουσία, παρά τις διαφορές τους, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να πλαστογραφούν την εικόνα της ρετίνας, εξαπατώντας ως ένα σηµείο τους µηχανισµούς της οπτικής αντίληψης του θεατή. Φωτογραφία και Αρχιτεκτονική διαθέτουν σηµαντικές διαδικασίες «εξαπάτησης» της οπτικής αντίληψης σ όλο το φάσµα παραγωγής των εικόνων και των αρχιτεκτονηµάτων. Εδώ, βέβαια, θα πρέπει να θυµηθούµε τον άλλο στενό συγγενή, την αποθέωση της οπτικής εξαπάτησης, τον Κινηµατογράφο, που δεν σταµατά ούτε µπροστά στους συγγενείς του. Φωτογραφίες που δήθεν κινούνται και αρχιτεκτονικά έργα δύο διαστάσεων. Οι τρεις αυτοί «συγγενείς» έχουν βοηθήσει πολύ ο ένας τον άλλον εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο φωτογράφος, ο αρχιτέκτονας και ο κινηµατογραφιστής έχουν αναπτύξει µια πολύ συγγενική αντίληψη δράσης και «διευθέτησης» της πραγµατικότητας και έχουν πάρει πολλά δάνεια ο ένας απ τον άλλον. Ίσως ο Κινηµατογράφος να είναι ένα σηµαντικό κλειδί για την πιο πέρα ερµηνεία της συγγένειας ανάµεσα στη Φωτογραφία και την Αρχιτεκτονική. Η σύγχρονη δηµιουργική φωτογραφία έχει σε πολλά είδη έκφρασής της αναπτύξει µια ιδιαίτερα αρχιτεκτονική αντίληψη στη προσέγγιση, αξιοποίηση και τελική διατύπωση του θέµατος «Φωτογραφικές σειρές» όπου ερµηνεύονται εξελικτικά καταστάσεις και χώροι, «κοινωνικό ντοκουµέντο» όπου καταγράφονται οι συνθήκες στέγασης και τα προβλήµατα που δηµιουργούνται απ αυτές, «αστικά τοπία» όπου ανιχνεύονται οι σηµάνσεις του χτισµένου περιβάλλοντος της πόλης που επηρεάζουν τη συµπεριφορά και την αντίληψη του κατοίκου της, «σύγχρονο πορτρέτο» όπου ο φωτογραφιζόµενος, καθώς φωτογραφίζεται µέσα στο δικό του, προσωπικό χώρο, προσφέρει µια σειρά από σηµειολογικά δεδοµένα που συχνά «λένέ» περισσότερα γι αυτόν απ ότι η οποία στιγµιαία έκφραση του προσώπου του. Ο άνθρωπος είναι γνωστό ότι θέλει να ελέγχει την εντύπωση που έχουν οι άλλοι γι αυτόν. Το σπίτι του και η εικόνα του είναι δύο απ τα πιο βασικά 7
µεγέθη αυτής της αγωνίας του. Μπροστά στο φακό, όπως και απέναντι σ επισκέπτες και γειτόνους, «οργανώνει» µια σειρά από καθώς πρέπει εικόνες. Θέλει να είναι ιδιοκτήτης αυτών των εικόνων, του σπιτιού του και της µορφής του. Απ τον αρχιτέκτονα όπως κι απ το φωτογράφο απαιτεί εξίσου µια αισθητική επιβεβαίωση, αλλά και µια καθησυχαστική επικύρωση της παρουσίας του σ αυτό τον κόσµο. Το σπίτι του, όπως και οι φωτογραφίες του, είναι από τα πιο σίγουρα ίχνη που µπορεί ν αφήσει πίσω του. Σαν αντίτιµο είναι πάντα πρόθυµος να υπακούει στις απαιτήσεις τους. Αρχιτέκτονας και φωτογράφος τον «υποχρεώνουν» εφ όρου ζωής πως να κινείται, πως να στέκεται, πως να συµπεριφέρεται, πως να ελέγχει και να ελέγχεται απ την «εικόνα» του. Πως δηλαδή να αισθάνεται ασφαλής σαν ένα µικροσκοπικό, ανεστραµµένο, δυσδιάστατο είδωλο στο πίσω µέρος των µατιών των «άλλων. Κι όταν πια πεθάνει, Αρχιτεκτονική και Φωτογραφία θα συνεχίζουν να τον ορίζουν, στενοί συγγενείς ακόµα κι απέναντι στα φαινόµενα της φθοράς και του θανάτου. Η έσχατη φωτογραφική εικόνα του νεκρού τοποθετηµένη πάνω στην έσχατη κατοικία του. Νίκος Παναγιωτόπουλος Αθήνα 1986 8