ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Σχετικά έγγραφα
Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

Α.3.4. Προκαταρκτική Μελέτη Γεωλογικής Καταλληλότητας

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι).

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΤΑ KOPPEN Το κλίμα μιας γεωγραφικής περιοχής διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από τους 3 παρακάτω παράγοντες: 1) το

Το κλίμα της Ελλάδος. Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σ ε λ ί δ α 1

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

Yarlung Tsangpo River, Tibet. Πηγή: Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

Ταξιδεύοντας στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τάξη Φύλλο Εργασίας 1 Μάθημα Ε Δημοτικού Διαιρώντας την Ελλάδα σε διαμερίσματα και περιφέρειες Γεωγραφία

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

Εξωγενείς. παράγοντες ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ

Ταµιευτήρας Πλαστήρα

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Ο ΠΗΝΕΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου

Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

Κώστας Κωνσταντίνου Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

ΦΥΣΙΚΗ -ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΕΥΧΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ (Τ.Τ.Δ.)

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1.

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

ΜΑΘΗΜΑ 16 ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Υδροπερατοί σχηµατισµοί. Ανάπτυξη φρεάτιων υδροφόρων οριζόντων. α/α ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ.

«Οι επιπτώσεις της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής στο περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία της Ελλάδος»

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΜΑΤΑ

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΑΙΡΙΚΑ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΟ 2018

1. Το φαινόµενο El Niño

Γεωλογία - Γεωγραφία Β Γυμνασίου ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ. Τ μαθητ : Σχολικό Έτος:

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

Υγρασία Θερμοκρασία Άνεμος Ηλιακή Ακτινοβολία. Κατακρημνίσματα

ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Μάθημα Μετεωρολογίας-Κλιματολογίας Υπεύθυνη : Δρ Μάρθα Λαζαρίδου Αθανασιάδου

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ. Φύλλο εργασίας 1 Το φυσικό περιβάλλον της Αφρικής. Ονοματεπώνυμο Τάξη... Ημερομηνία.

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ

ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ - ΕΜΥ

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΛΗΜΜΥΡΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΥΔΑΤΟΡΡΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΕΜΠΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

«Διερεύνηση υδρολογικής αποκατάστασης της Υπέρειας Κρήνης στην περιοχή Βελεστίνου της Π.Π»

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. Α/Α ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΦΩΤ. ΠΕΡΙΟΧΗ 1 Π1 Γενική άποψη του ΝΑ/κού τμήματος της περιοχής Φ1

ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΔΑΤΩΝ

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

Διαχείριση Υδατικών Πόρων και Οικολογική Παροχή στον ποταμό Νέστο

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...

Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας. Υπόγεια Υδατικά Συστήματα Υδατικού Διαμερίσματος Θεσσαλίας

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2017 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ήταν ο κάθε ένας από αυτούς και σε ποιον από αυτούς σχηματίστηκε η Ελλάδα;


Ακραία Κλιματικά Φαινόμενα και Κλιματική Αλλαγή: Η περίπτωση της Ελλάδας

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. Κράτος μέλος: Ελλάδα. που συνοδεύει το έγγραφο

νήσο Λέσβο» Παρουσίαση Εργασίας µε Τίτλο: 11 ο ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΝΕ ΡΙΟ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Κατερίνα Τζαβέλλα ΝΑΥΠΛΙΟ 8-10 εκεµβρίου 2010

Η παράκτια ζώνη και η ανθεκτικότητα στην αύξηση στάθμης της θάλασσας.

Συντελεστές Χιονοσυγκράτησης

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2018 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ

Αθανασίου Έκτωρ, Ζαμπέτογλου Αθανάσιος, Μπογκντάνι Φίντο, Πάνος Δημήτριος, Παπαλεξίου Ευαγγελία Μαθητές Α Λυκείου, Αριστοτέλειο Κολλέγιο

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Tαξινόμηση υδρορρεύματος

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΦΡΑΓΜΑ ΕΝΙΠΕΑ ΣΚΟΠΙΑΣ

ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΗ ΡΕΥΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ Β. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

ΕΡΓΟ: ''Βελτίωση της γνώσης σχετικά με τον καθορισμό της ελάχιστα. απαιτούμενης στάθμης/παροχής υδάτινων σωμάτων''

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz)

1. ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ 2 2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2 3. ΓΕΝΙΚΑ 3 4. ΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 4 5. ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 6 6. ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ ΥΔΡΟΦΟΡΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ 13 7.

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

Μελέτη για την Ένταση και τη Διεύθυνση των Ανέμων στη Θαλάσσια Περιοχή της Μεσογείου.

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο

ΑΣΚΗΣΗ. Πυκνότητα και πορώδες χιονιού. Ποια είναι η σχέση των δυο; Αρνητική ή Θετική; Δείξτε τη σχέση γραφικά, χ άξονας πυκνότητα, ψ άξονας πορώδες

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ. Dr. Βανδαράκης Δημήτριος Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

EC - EIE Programme - SEIPLED Project. WP 2: «Μεθοδολογία & Εργαλεία» ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

Ευρωπαϊκά Γεωπάρκα. Αγγελική Καμπάνη Βασιλική Καμπάνη Μαρία Καλέλλη Δέσποινα Πάνου

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ III. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (ΛΑΚΜΟΣ)

ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.).

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

Άλλοι χάρτες λαμβάνουν υπόψη και το υψόμετρο του αντικειμένου σε σχέση με ένα επίπεδο αναφοράς


ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Transcript:

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ «ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ» Πτυχιακή εργασία του: Ευσταθίου Γεώργιου Αθήνα, Φεβρουάριος 2016

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ «ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ» Πτυχιακή εργασία του Ευσταθίου Γεώργιου Μέλη τριμελούς επιτροπής: Καρύμπαλης Ευθύμιος (Αναπληρωτής Καθηγητής, επιβλέπων) Χαλκιάς Χρίστος (Αναπληρωτής Καθηγητής) Παρχαρίδης Ισαάκ (Αναπληρωτής Καθηγητής) Αθήνα, Φεβρουάριος 2016 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΙΚΟΝΩΝ, ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ... 5 ΕΙΚΟΝΕΣ... 5 ΠΙΝΑΚΕΣ... 6 ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ... 7 ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ... 8 ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 9 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ... 13 1.1 ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ... 13 1.2 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΡΙΚΑΛΩΝ... 20 1.3 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ... 21 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ... 23 2.1 ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ... 23 2.2 ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ... 26 2.3 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ... 29 2.4 ΣΕΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ... 33 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΚΛΙΜΑ... 35 3.1 ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ... 35 3.2 ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ... 37 3.3 ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ... 39 3.4 ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ... 41 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ... 43 4.1 ΜΕΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ... 43 4.2 ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ... 44 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ... 47 5.1 ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ... 47 5.2 ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ... 53 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ... 55 6.1 ΓΕΝΙΚΑ... 55 6.2 ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΚΑΤΑ HORTON... 56 3

6.2.1 OI NOMOI TOΥ HORTON... 56 6.2.2 1 ος ΝΟΜΟΣ TOΥ HORTON (ΣΧΕΣΗ ΑΡΙΘΜΟΥ ΚΛΑΔΩΝ)... 56 6.2.3 2 ος ΝΟΜΟΣ TOΥ HORTON (ΣΧΕΣΗ ΜΕΣΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΚΛΑΔΩΝ)... 59 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ... 64 7.1 ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ (DRAINAGE DENSITY)... 67 7.2 ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ (DRAINAGE FREQUENCY)... 69 7.3 ΚΛΙΣΗ ΚΛΙΤΥΩΝ ΛΕΚΑΝΗΣ ΑΠΟΡΡΟΗΣ (SLOPE OF THE VALLEY SIDES).. 70 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΕΙΟΒΕΛΤΙΩΤΙΚΑ ΕΡΓΑ... 72 8.1 ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ... 72 8.2 ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ... 74 8.3 ΕΓΓΕΙΟΒΕΛΤΙΩΤΙΚΑ... 76 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 81 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 83 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 83 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 85 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 86 4

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΙΚΟΝΩΝ, ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΙΚΟΝΕΣ Εικόνα Ληθαίος ποταμός, Τρίκαλα εξωφύλλου Εικόνα 1 Χάρτης Γεωγραφικού διαμερίσματος Θεσσαλίας. (Σελίδα 13) Εικόνα 2: Δορυφορική εικόνα της ευρύτερης περιοχής του νομού Τρικάλων. Περιλαμβάνει το υδρογραφικό δίκτυο και την λεκάνη απορροής του Ληθαίου ποταμού. (Σελίδα 22) Εικόνα 3: Χάρτης ψηφιακού μοντέλου εδάφους (ανάλυσης 25 25 εικονοστοιχείων) της λεκάνης απορροής του Ληθαίου ποταμού που προέκυψε από τοπογραφικούς χάρτες κλίμακας 1:50000 της ΓΥΣ. Φαίνεται το υδρογραφικό δίκτυο και το όριο της λεκάνης. (Σελίδα 22) Εικόνα 4: Χάρτης ισοϋψών και υδρογραφικού δικτύου Ληθαίου ποταμού (Σελίδα 25) Εικόνα 5: Χάρτης γεωλογικών ζωνών Ελλάδας/Sp: Υποπελαγονική ζώνη. (Σελίδα 27) Εικόνα 6: Χάρτης λιθολογίας λεκάνης απορροής Ληθαίου ποταμού. (Σελίδα 29) Εικόνα 7: Νέος Χάρτης Σεισμικής Επικινδυνότητας (Σελίδα 34) Εικόνα 8: Απόσπασμα Σεισμοτεκτονικού χάρτη του ΙΓΜΕ (1989, 1:500.000) (Σελίδα 34) Εικόνα 9: Δενδριτικός τύπος. (Σελίδα 48) Εικόνα 10: Ορθογώνιος τύπος. (Σελίδα 48) Εικόνα 11: Κλιμακωτός τύπος (Σελίδα 49) Εικόνα 12: Οι πηγές του Ληθαίου στη Νέα Ζωή (Σελίδα 50) Εικόνα 13: Χάρτης του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού (Σελίδα 52) Εικόνα 14: Χάρτης με την αρίθμηση των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού κατά STRAHLER, 1952 (Σελίδα 52) Εικόνα 15: Πειρατεία υδρογραφικού δικτύου Ληθαίου ποταμού. (Σελίδα 53) Εικόνα 16: Χάρτης αρίθμησης λεκανών απορροής 4ης τάξης του Ληθαίου ποταμού. (Σελίδα 64) Εικόνα 17: Χάρτης εμβαδού λεκανών απορροής 4ης τάξης του Ληθαίου ποταμού. 5

(Σελίδα 65) Εικόνα 18: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής της υδρογραφικής πυκνότητας του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού. (Σελίδα 67) Εικόνα 19: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής της υδρογραφικής συχνότητας του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού. (Σελίδα 69) Εικόνα 20: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής της υδρογραφικής κλίσης κλιτυών του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού. (Σελίδα 70) Εικόνα 21: Καταστροφές από την πλημμύρα του Ληθαίου στις 4 Ιουνίου 1907. (Σελίδα 74) Εικόνα 22: Φράγμα μεταξύ Θεόπετρας και Αγίων Θεοδώρων, που διοχετεύει, μέσω καναλιού, μέρος των νερών του Ληθαίου προς τον Πηνειό ποταμό. (Σελίδα 77) Εικόνα 23: Το κανάλι το οποίο παροχετεύει τμήμα των νερών του Ληθαίου ποταμού, στον Πηνειό ποταμό (Σελίδα 78) Εικόνα 24: Η παλαιά (1) και η νέα (2) κοίτη του Ληθαίου, μετά τη διευθέτησή του, το έτος 1947. (Σελίδα 79) ΠΙΝΑΚΕΣ Πίνακας 1 Μόνιμος πληθυσμός κατά φύλο και Περιφέρεια (2011) (Σελίδα 15) Πίνακας 2: Θερμοκρασία Ν. Τρικάλων, 2010. (Σελίδα 39) Πίνακας 3: Μέση μηνιαία βροχόπτωση του Ν. Τρικάλων το έτος 2010. (Σελίδα 42) Πίνακας 4: Σχέση μεταξύ του αριθμού των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού και των ιδανικών τιμών κατά Horton, ανά τάξη. (Σελίδα 57) Πίνακας 5: Σχέση μεταξύ του μέσου «καθαρού» μήκους των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού και των ιδανικών τιμών κατά Horton ανά τάξη. (Σελίδα 60) Πίνακας 6: Σχέση μεταξύ του μέσου «αθροιστικού» μήκους των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού και των ιδανικών τιμών κατά Horton ανά τάξη. (Σελίδα 62) Πίνακας 7: Αναλυτικά χαρακτηριστικά λεκανών 4ης τάξης. (Σελίδα 66) 6

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ Διάγραμμα 1: Κατανομή της έκτασης του Ν. Τρικάλων (Σελίδα 20) Διάγραμμα 2: Μέση μηνιαία θερμοκρασία Ν. Τρικάλων, 2010. (Σελίδα 40) Διάγραμμα 3: Μέση μηνιαία βροχόπτωση του Ν. Τρικάλων το έτος 2010. (Σελίδα 42) Διάγραμμα 4: Γραφική παράσταση των αποκλίσεων του αριθμού των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού από τις ιδανικές τιμές ανά τάξη. (Σελίδα 58) Διάγραμμα 5: Γραφική παράσταση των αποκλίσεων του μέσου «καθαρού» μήκους των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού από τις ιδικές τιμές ανά τάξη. (Σελίδα 61) Διάγραμμα 6: Γραφική παράσταση των αποκλίσεων του μέσου «αθροιστικού» μήκους των κλάδων υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού από τις ιδανικές τιμές, ανά τάξη. (Σελίδα 63) 7

ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η παρούσα πτυχιακή εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του προπτυχιακού προγράμματος σπουδών μου του τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών και αφορά την Ποσοτική γεωμορφολογική ανάλυση του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού. Προκειμένου να υλοποιηθεί αυτή η εργασία ορισμένα άτομα συνέβαλλαν καθοριστικά και για αυτό οφείλω να τους ευχαριστήσω ξεχωριστά. Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Αναπληρωτή Καθηγητή του τμήματος Γεωγραφίας κ. Καρύμπαλη Ευθύμιο για την ανάθεση του θέματος, για την σωστή καθοδήγηση, τις χρήσιμες συμβουλές και παρατηρήσεις σε επιστημονικό επίπεδο καθώς επίσης και την εξαιρετική μας συνεργασία. Επιπλέον θα ήθελα να ευχαριστήσω την υποψήφια Διδάκτωρ κα Βαλκάνου Κανέλλα για την υποστήριξη που μου πρόσφερε καθώς και για την πολύτιμη βοήθεια της στο πρακτικό κομμάτι της εργασίας και κυρίως στα Συστήματα των Γεωγραφικών Πληροφοριών, δίνοντας μου χρήσιμες συμβουλές και επεξηγήσεις. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους καθηγητές του τμήματος Γεωγραφίας για τις γενικότερες γνώσεις για την επιστήμη της Γεωγραφίας και τη δυνατότητα να συνδυάσω αυτές τις γνώσεις ώστε να πραγματοποιηθεί αυτή η πτυχιακή εργασία. Ακόμα θα ήθελα να ευχαριστήσω και τα υπόλοιπα μέλη της τριμελής επιτροπής, κ. Χαλκιά Χρήστο και κ. Παρχαρίδη Ισαάκ για τις πολύτιμες γνώσεις που μου πρόσφεραν κατά τη διάρκεια της φοίτησης μου στο τμήμα. Θα ήταν παράλειψή μου να μην ευχαριστήσω τους φίλους και συμφοιτητές μου για την συμπαράσταση καθώς και την αμοιβαία κατανόηση τους κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου για την βοήθεια και την ηθική υποστήριξη που μου παρείχε όλα αυτά τα χρόνια των σπουδών μου. 8

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η πτυχιακή αυτή εργασία έχει ως αντικείμενο την ποσοτική γεωμορφολογική ανάλυση του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού. Επίσης, μελετήθηκαν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του υδρογραφικού δικτύου. Για την σκιαγράφηση του κλίματος της περιοχής αναλύθηκαν τα κλιματικά στοιχεία της βροχόπτωσης και της θερμοκρασίας του αέρα. Στο πλαίσιο της ποσοτικής γεωμορφολογικής μελέτης το δίκτυο αναλύθηκε σύμφωνα με τον 1 ο και 2 ο νόμο του Horton (1945) και εκτιμήθηκαν οι ιδανικές τιμές όσον αφορά τον αριθμό των κλάδων και το μέσο μήκος των κλάδων (καθαρό και αθροιστικό), ανά τάξη και διερευνήθηκε η σχέση μεταξύ πραγματικών και ιδανικών τιμών. Η σχέση αυτή έδειξε αρνητικές αποκλίσεις που δείχνουν ελλιπή ανάπτυξη τόσο του αριθμού των κλάδων όσο και του μήκους τους γεγονός που οδηγεί στη διαπίστωση ότι το υδρογραφικό δίκτυο διανύει το στάδιο νεότητας στη μεγαλύτερη έκτασή του. Επιπλέον μελετήθηκαν οι παράμετροι της υδρογραφικής υφής και η κλίση των λεκανών 4 ης τάξης, υπολογίζοντας τις μορφομετρικές παραμέτρους της υδρογραφικής πυκνότητας (D) και συχνότητας (F) και των κλίσεων των κλιτύων των λεκανών απορροής (S%). Για τη διερεύνηση της γεωγραφικής κατανομής των μορφομετρικών αυτών παραμέτρων κατασκευάστηκαν και οι αντίστοιχοι χάρτες (εικόνες 17, 18, 19) και αναλύθηκαν συγκριτικά με τη λιθολογία της περιοχής. Διαπιστώθηκε ότι η τεκτονική δομή, η λιθολογία των σχηματισμών της περιοχής και η επίδραση των εξωγενών διεργασιών όπως η διάβρωση, η μεταφορά και η απόθεση έχουν επηρεάσει σημαντικά την εξέλιξη του υδρογραφικού δικτύου και την μορφολογία του αναγλύφου της λεκάνης απορροής. 9

ABSTRACT The content of this thesis is the quantitative geomorphological analysis of the hydrographic network of the Lethaeos River. Also, the morphological characteristics of the hydrographic network were studied. For the outline of the climate of the area, the climatic data of rainfall and air temperature were analysed. In the framework of the quantitative geomorphological study, the network was anlysed according to the 1st and 2nd laws of Horton (1945) and the ideal figures were estimated in terms of number of branches and the average length of the branches (net and cumulative), per class and the relationship between actual and ideal values was investigated. This relationship showed negative deviations showing poor growth both in the number of branches and their length which leads to the conclusion that the hydrographic network is now to its youth stage to its greater extent. Additionally, the parameters of hydrographic texture and slope of the basins of 4th order were studied, taking into account the morphometric parameters of hydrographic Density (D) and Frequency (F) and the slopes of the valley slides of the discharge basins (S%). For the investigation of the geographical distribution of these morphometric parameters the corresponding maps (figures 17, 18, 19) were constructed and analysed in comparison with the lithology of the area. It was found that the tectonic structure, lithology of the formations of the region and the influence of external processes such as erosion, transport and deposition have significally influenced the development of the hydrographic network and the morphology of the terrain of the discharge basin. 10

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα ποτάμια τροφοδοτούνται από νερά που προέρχονται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, από τις εκφορτίσεις των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων, από τις άμεσες τροφοδοσίες των λιμνών και τις υπερχειλίσεις τους. Επίσης, προέρχονται από τις πλευρικές μεταγγίσεις και διηθήσεις γεωλογικών σχηματισμών καθώς και από την τήξη των παγετώνων. Μεγάλη συνεισφορά στο σχηματισμό των ποταμών αποτελεί το νερό της βροχής, εκτός από τα τμήματα των λεκανών απορροής των ποταμών που καλύπτονται από λίμνες (Calow & Petts, 1994). Η επίδραση των εξωγενών διεργασιών όπως είναι η διάβρωση, η μεταφορά και η απόθεση, που λαμβάνουν χώρα στα ποτάμια συστήματα, επηρεάζουν σημαντικά την διαμόρφωση του αναγλύφου και τη δημιουργία και την εξέλιξη του υδρογραφικού δικτύου. (Παυλόπουλος, 1997). Η παρούσα πτυχιακή μελέτη έχει ως αντικείμενο την ποσοτική γεωμορφολογική ανάλυση του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού που βρίσκεται στη βορειοδυτική Θεσσαλία και συμβάλλει με τον Πηνειό ποταμό, λίγο έξω από την πόλη των Τρικάλων. Για την μελέτη του ποτάμιου συστήματος έγινε μέτρηση και στατιστική ανάλυση των μορφομετρικών χαρακτηριστικών και δεικτών των κλαδών και των αντίστοιχων λεκανών απορροής. Με τον όρο ποταμό αναφερόμαστε σε μια υδατοσυλλογή με τρεχούμενο νερό, το οποίο ρέει προς τα κατάντη λόγω της βαρύτητας. Το σύνολο των κλάδων ενός υδρογραφικού δικτύου αποτελεί ένα ενιαίο σύστημα. Απαρτίζεται από τον κυρίως ποταμό, τους παραπόταμους που συμβάλλουν σε αυτόν, τις εκβολές του μαζί με τη δελταϊκή περιοχή και το σύστημα των τεχνικών λιμνών. Η ποσοτική ανάλυση του υδρογραφικού δικτύου βοηθά στην εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το στάδιο εξέλιξης που διανύει το ανάγλυφο μιας περιοχής (νεότητα, ωριμότητα, γήρας, αναγέννηση), καθώς και τις δυναμικές διεργασίες που χαρακτηρίζουν τις λεκάνες απορροής. Οι ακραίες τιμές και οι αποκλίσεις που παρατηρούνται βοηθούν σημαντικά στην εύρεση των ανωμαλιών της πραγματικής κατάστασης σε σχέση με τη φυσιολογική εξέλιξη των δικτύων. Γενικότερα, η ποσοτική μελέτη και η υπαίθρια γεωμορφολογική έρευνα παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη γεωμορφολογική εξέλιξη μιας περιοχής καθώς και για τον ρυθμό και την ένταση της διάβρωσης εντός των λεκανών απορροής (Παυλόπουλος, Καρύμπαλης, 2003). 11

Ο κύριος σκοπός της ποσοτικής γεωμορφολογικής ανάλυσης είναι ο προσδιορισμός των αποκλίσεων των τιμών των μορφομετρικών χαρακτηριστικών και δεικτών του από τις αντίστοιχες, ενός ιδανικά εξελιγμένου υδρογραφικού δικτύου που αποστραγγίζει μια περιοχή με ενιαίο λιθολογικά υπόβαθρο, χωρίς τεκτονικές επιδράσεις, κλιματικές διαφοροποιήσεις και μεταβολές του βασικού επιπέδου. 12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ 1.1 ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ Το γεωγραφικό διαμέρισμα της Θεσσαλίας καταλαμβάνει τον κεντρικό και ανατολικό ηπειρωτικό κορμό της Ελλάδας και περιλαμβάνει συνολική έκταση 13.988 km 2, όπου αντιστοιχεί περίπου στο 10,6% της συνολικής επικράτειας. Η Θεσσαλία αποτελείται από 4 νομούς, το νομό Μαγνησίας με πρωτεύουσα τον Βόλο, το νομό Καρδίτσας με πρωτεύουσα την Καρδίτσα, το νομό Τρικάλων με πρωτεύουσα τα Τρίκαλα, και τέλος το νομό Λαρίσης με πρωτεύουσα τη Λάρισα. Το βόρειο τμήμα του συνορεύει με τις Περιφέρειες Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, το νότιο με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος το δυτικό με την Περιφέρεια Ηπείρου, ενώ το ανατολικό βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος. Σύμφωνα με το σχέδιο Καποδίστρια, περιλαμβάνει 92 Δήμους και 11 Κοινότητες. Εικόνα 1: Χάρτης Γεωγραφικού διαμερίσματος Θεσσαλίας. (Πηγή: Ιδία επεξεργασία) 13

Ο πληθυσμός (απογραφή 2001), ανέρχεται σε 753.888 κατοίκους και αποτελεί το 6,88% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Όσον αφορά τον πληθυσμό, αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας. Επιπλέον, ο μέσος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού της Περιφέρειας, την περίοδο 1981-2001, είναι μικρότερος από τον μέσο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού της χώρας (4,14% έναντι 6,10%). Η πληθυσμιακή πυκνότητα της Περιφέρειας Θεσσαλίας το έτος 2001 είναι 53,7 κάτοικοι/km 2, έναντι 83 κατοίκων/km 2 στο σύνολο της χώρας. Κατά το έτος 2003, το 29% των απασχολούμενων εργάζεται στον πρωτογενή τομέα, το 12,7% στον δευτερογενή τομέα και το 58,3% στον τριτογενή τομέα. Τα αντίστοιχα εθνικά ποσοστά είναι 15,7%, 14,3% και 70% (ΕΛΣΤΑΤ, 2013). Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή (2011), ο πληθυσμός της Περιφέρειας Θεσσαλίας ανέρχεται στους 732.762 κατοίκους και αποτελεί το 6,78% του πληθυσμού της χώρας. Συγκριτικά με την απογραφή του 2001, παρατηρείται μια αισθητή μείωση της τάξεως του 0,1% (=21126 κάτοικοι), αλλά συνεχίζει να αποτελεί την τρίτη σε πληθυσμιακά μέγεθος της χώρας. (ΕΛΣΤΑΤ, 2013). 14

Περιγραφή Σύνολα Ποσοστά επί συνόλου περιφέρειας Σύνολο Άρρενες Θήλεις Άρρενες Θήλεις ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ 10.815.197 5.302.703 5.512.494 49,0 51,0 Περιφέρεια Ανατολικής 608.182 299.643 308,539 49,3 50,7 Μακεδονίας και Θράκης Περιφέρεια Κεντρικής 1.881.869 912.577 969.292 48,5 51,5 Μακεδονίας Περιφέρεια Δυτικής 238.689 141.779 141.910 50,0 50,0 Μακεδονίας Περιφέρεια Ηπείρου 336.856 165.775 171.081 49,2 50,8 Περιφέρεια Θεσσαλίας 732.762 362.194 370.568 49,4 50,6 Περιφέρεια Στερεάς 547.390 277.475 269.915 50,7 49,3 Ελλάδας Περιφέρεια Ιόνιων Νήσων 207.855 102.400 105.455 49,3 50,7 Περιφέρεια Δυτικής 679.796 339.310 340.486 49,9 50,1 Ελλάδας Περιφέρεια Πελοποννήσου 577.903 291.777 286.126 50,5 49,5 Περιφέρεια Αττικής 3.827.624 1.845.279 1.982.345 48,2 51,8 Περιφέρεια Βορείου 199.231 99.984 99.247 50,2 49,8 Αιγαίου Περιφέρεια Νότιου Αιγαίου 308.975 155.845 153.130 50,4 49,6 Περιφέρεια Κρήτης 623.065 308.665 314.400 49,5 50,5 Πίνακας 1: Μόνιμος πληθυσμός κατά φύλο και Περιφέρεια (έτος 2011) Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2013) Ο Νομός Λάρισας αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο Νομό της χώρας σε έκταση και τον πρώτο Νομό σε καλλιεργούμενη έκταση. Σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη (πρωτογενής τομέας, γεωργία - κτηνοτροφία) της περιοχής έπαιξε η γεωγραφική θέση του νομού σε συνδυασμό με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του. Η Μαγνησία, βρίσκεται στο μέσον του οδικού και σιδηροδρομικού άξονα Αθήνας -Θεσσαλονίκης και διασχίζεται από την δρομολογημένη νέα οδική αρτηρία Ηγουμενίτσας - Βόλου. Στη φυσική κατάληξη αυτού του άξονα Δύσης - Ανατολής βρίσκεται το λιμάνι του Βόλου, πύλη και σύνδεση της Ευρώπης με τις Βαλκανικές αγορές, τις αγορές της Τουρκίας, της Ασίας και της Β. Αφρικής. Το φυσικό 15

περιβάλλον του Νομού παρουσιάζει μια πολύ ενδιαφέρουσα πολυμορφία, συνδυάζοντας μοναδικά ορεινές, ημιορεινές, πεδινές, παράκτιες και νησιωτικές περιοχές. Το κύριο χαρακτηριστικό της γεωμορφολογίας του Νομού Τρικάλων είναι η έντονη κάλυψη από παραγωγικά δάση, οι μεγάλες εκτάσεις των βοσκοτόπων και ο ορεινός χαρακτήρας του αναγλύφου. Η οικονομική ανάπτυξη του Νομού οφείλεται κατά κύριο λόγο στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία). Ο Νομός Καρδίτσας βρίσκεται γεωγραφικά στο κέντρο της χώρας (305 km από Αθήνα, 220km από Θεσσαλονίκη) αλλά και του θεσσαλικού διαμερίσματος (Λάρισα, Τρίκαλα, Βόλο). Χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι η αντίθεση μεταξύ του ορεινού νοτιοδυτικού τμήματος του Νομού (που αποτελεί και τμήμα της οροσειράς της Πίνδου) και του πεδινού Βορειοανατολικού τμήματος (το οποίο είναι τμήμα του Θεσσαλικού κάμπου). Η οικονομική ανάπτυξη του Νομού Καρδίτσας οφείλεται στη γεωργία και στις βαμβακοφυτείες (2 η παραγωγός περιοχή βαμβακιού της χώρας, μετά τη Λάρισα), που λαμβάνουν χώρα στο πεδινό τμήμα του Νομού. Στο ορεινό τμήμα του νομού η οικονομία στηρίζεται κυρίως στην κτηνοτροφία (βοοειδή) και στον οικοτουρισμό με κέντρο τη λίμνη Πλαστήρα. (Ίδρυμα Υποτροφιών Γεώργιος Αλλαμανή., Ο Νομός της Καρδίτσας: Γενικές πληροφορίες, http://idryma.allamanis.gr/karditsa:prefecture). Παρόλα αυτά η Θεσσαλία, συγκρίνοντάς την με το μέσο επίπεδο των χωρών της ΕΕ, παρουσιάζει αναπτυξιακή υστέρηση. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού της Θεσσαλίας κυμαίνεται στο μισό του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού της χώρας. Στη δεκαετία 1991-2001 (μεταβολή μεταξύ δύο απογραφών) και με εξαίρεση τα δύο πρώτα έτη της δεκαετίας του 90 (1991, 1992) η σχέση «γεννήσεις μείον θάνατοι» (καθαρή φυσική κίνηση) είναι αρνητική. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πληθυσμιακή αύξηση (2,6%), που παρατηρείται την προαναφερόμενη περίοδο, οφείλεται σε καθαρή εισροή πληθυσμού από την υπόλοιπη Ελλάδα ή το εξωτερικό. (ΕΛΣΤΑΤ, 2013). Τα κυριότερα μειονεκτήματα της Περιφέρειας Θεσσαλίας ομαδοποιούνται στα ακόλουθα (Μιγκίρος, 2009): Οικονομική ανάπτυξη: παρουσιάζει αναπτυξιακή υστέρηση, με μικρή μεταβολή του κατά κεφαλή ΑΕΠ (1991 στο 56% της ΕΕ και το 2001 στο 60%). Πληθυσμιακά-Δημογραφικά: ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού της Θεσσαλίας, όπως προαναφέρθηκε, κυμαίνεται στο μισό του ρυθμού αύξησης του 16

πληθυσμού της χώρας. Η παρατηρούμενη πληθυσμιακή αύξηση αυτής της περιόδου (2,6%) οφείλεται σε καθαρή εισροή πληθυσμού από τη λοιπή Ελλάδα ή το εξωτερικό. Τομεακά-κλαδικά: η οικονομική δραστηριότητα στρέφεται σταδιακά προς τον τριτογενή τομέα σε βάρος των άλλων δύο παραγωγικών τομέων. Υποδομές: η εμπορία και η διακίνηση αγροτικών προϊόντων παρουσιάζει πρόβλημα που αποδίδεται μεταξύ άλλων στην έλλειψη κεντρικών αγορών αγροτικών προϊόντων. Περιβαλλοντικά: παρουσιάζονται αρκετά προβλήματα στη διαχείριση του υδάτινου δυναμικού και της εξάντλησης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Το ισοζύγιο των υδάτινων πόρων είναι αρνητικό με σημαντικά προβλήματα: ταπείνωσης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, ελλιπούς αξιοποίησης των επιφανειακών υδάτων μη επαρκούς και ορθολογικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της οδηγίας 60/2000 και της Εθνικής Νομοθεσίας. πιέσεις στις χρήσεις γης και το φυσικό περιβάλλον (νησιά, ακτές, περιαστικές ζώνες, ορεινές ζώνες). υποβαθμίζονται τα εδάφη λόγω της χρήσης φυτοφαρμάκων και από την εντατική εκμετάλλευση τους. υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις σε εγκαταστάσεις βιολογικών και σε ΧΥΤΑ. προβλήματα αστικού χώρου (κυκλοφορία και στάθμευση, δημόσιος χώρος). Συμπερασματικά, το περιβάλλον αυτό πρέπει ταυτόχρονα να αξιοποιηθεί σωστά και να προστατευθεί. H Θεσσαλική Περιφέρεια, αποτελεί μία περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη γεωμορφολογική «ποικιλία»: υψηλοί ορεινοί όγκοι, μεγάλη πεδιάδα, θάλασσα, αστικά κέντρα, ιδιαίτερες διαμορφώσεις (Μετέωρα), τεχνητές λίμνες, ποτάμια. 17

Το 36,0% του αναγλύφου είναι πεδινό, το 17,1% ημιορεινό, ενώ το 44,9% είναι ορεινό. Η διαμόρφωση του αναγλύφου είναι τέτοια ώστε ορεινοί όγκοι μεγάλου υψομέτρου περιβάλλουν το Θεσσαλικό Κάμπο, ο οποίος αποτελεί τη μεγαλύτερη πεδιάδα της χώρας. Από τα δυτικά προς τα Ανατολικά διαρρέεται από τον Πηνειό το τρίτο μεγαλύτερο ποτάμι της Ελλάδας Τα όρη τα οποία περιβάλλουν την Θεσσαλική πεδιάδα, είναι ο Όλυμπος, ο Ιταμός, το Πήλιο και η Όθρυς. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η τεχνητή λίμνη του Ταυρωπού (επίσημη ονομασία της λίμνης Πλαστήρα), η οποία δημιουργήθηκε έπειτα από απόφραξη της κοίτης του Ταυρωπού, παραπόταμου του Αχελώου. Αυτό το ευρύ μορφολογικό φάσμα συνιστά ένα «μωσαϊκό» φυσικών πόρων και φυσικού περιβάλλοντος ανεκτίμητης αξίας από περιβαλλοντική, πολιτισμική και αναπτυξιακή σκοπιά. Αναλυτικότερα (Μιγκίρος, 2009): Η γεωγραφική θέση της Θεσσαλίας εξασφαλίζει στους επισκέπτες και τους κατοίκους της, σύντομη και άνετη πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος της χώρας. Οι κλιματολογικές, οικολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν, επιτρέπουν την ποιοτική παραγωγή εγχώριων προϊόντων. Η μεγάλη και γόνιμη πεδιάδα της Θεσσαλίας (5000km 2 περίπου) αποτελεί μια ισχυρή παραγωγική βάση για την παραγωγή άφθονης πρώτης ύλης προς εμπορία και μεταποίηση. Ο μικρός βαθμός εντατικοποίησης της παραγωγής σε ορισμένες περιοχές της Θεσσαλίας μειώνει την πιθανότητα επιβάρυνσης και ποιοτικής υποβάθμισης της καλλιεργούμενης γης. Η αξιόλογη ποικιλία οικοσυστημάτων και το ιδιαίτερα υψηλής αισθητικής περιβάλλον, προσδίδουν στην περιοχή αξιόλογη φυσική ομορφιά. Η Περιφέρεια Θεσσαλίας έχει πλούσιους υδάτινους πόρους καθώς και αξιόλογο ορυκτό πλούτο όπως χρωμίτη, αμίαντο, θειούχα μεταλλεύματα, ιλμενίτη και τελευταία ανακαλυφθέντα κοιτάσματα λιγνίτη. Οι παραδοσιακοί οικισμοί, το πλούσιο αρχαιολογικό, λαογραφικό και ιστορικό υλικό, η ανεπτυγμένη λαϊκή τέχνη και χειροτεχνία δίνουν πολιτισμικό και πολιτιστικό κύρος στην περιοχή. Η Περιφέρεια έχει αναπτύξει επίσης υποδομές τουρισμού και αγροτουρισμού, καθώς διαθέτει σημαντικούς τουριστικούς πόρους (φυσικό περιβάλλον, 18

παραδοσιακούς οικισμούς, αρχαιολογικούς χώρους) που συγκεντρώνονται κυρίως στην ανατολική παραλιακή ζώνη. στα νησιά και στις ορεινές ζώνες. Η δυνατότητα παραγωγής αγροτικών προϊόντων επιτρέπει την ανάπτυξη μεταποιητικών και εμπορικών επιχειρήσεων αυτών των προϊόντων. Η πεδιάδα της Θεσσαλίας αποτελεί μία κλειστή λεκάνη, που περιβάλλεται από ορεινούς όγκους και πιο συγκεκριμένα, βόρεια από τα Αντιχάσια όρη, δυτικά από την οροσειρά της Πίνδου, νότια από το όρος Όρθυς και ανατολικά από τον Όλυμπο και την Όσσα, διαμέσου των οποίων ο ποταμός Πηνειός εκβάλλει στο Αιγαίο. Η Θεσσαλία διαιρείται από μικρούς κεντρικούς ορεινούς όγκους, σε δυο μικρότερες πεδιάδες, της Καρδίτσας στο δυτικό τμήμα και της Λάρισας στο ανατολικό. Τέλος, ο εύφορος Θεσσαλικός κάμπος αποτελούσε μια πολύ προσοδοφόρα περιοχή για το Οθωμανικό κράτος. Εκείνη την εποχή όμως είχαν σημειωθεί θανατηφόρες επιδημίες, μειώνοντας έτσι δραματικά τον πληθυσμό της Θεσσαλίας κατά τον 16 ο αιώνα, καθώς επίσης και αρκετές πλημμύρες που κατέστρεψαν τις καλλιέργειες. 19

1.2 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Ο Νομός Τρικάλων αποτελεί τον ορεινότερο νομό της Θεσσαλίας και περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής λεκάνης. Στα ανατολικά του νομού υψώνεται ο Τίτανος (693 μ.) και τα Όρη του Ζάρκου, που διαχωρίζουν τον νομό Τρικάλων από τον νομό Λαρίσης, ενώ ανάμεσα τους περνάει ο Πηνειός. Βορειότερα οι δυο νομοί χωρίζονται από τα Αντιχάσια (Οξυά 1.416 μ.) και Μετερίζια (1.381μ.). Βόρεια, στα σύνορα με τον νομό Γρεβενών βρίσκονται τα Χάσια, όπου συναντάμε τις υψηλότερες κορυφές (Κράτσοβο 1.554μ. και Ορθοβούνι 1.106μ.), που εισχωρούν στον νομό Τρικάλων. Στα δυτικά βρίσκεται ο ορεινός όγκος της Νότιας Πίνδου, ο οποίος καταλαμβάνει μεγάλο τμήμα του νομού. Συγκεκριμένα, στα σύνορα με τον νομό Ιωαννίνων υψώνονται οι κορυφές Άσπρα Λιθάρια (1823 μ.), βορειότερα της οποίας υπάρχει η διάβαση της Κατάρας (1.705 μ.). Νοτιότερα συναντάμε τα βουνά Λάκμος (Περιστέρι, 2.295), Τζουμέρκα (2,429 μ.). Δυτικότερα, στο εσωτερικό του νομού, υψώνονται οι κορυφές Κέδρος (1.796 μ.), Σκλίβα (2.007 μ.), Κουρούνα (1.988 μ.), Χατζή (2.038 μ.), Τριγγία (2.204), Τσούκα (1,727 μ.), Νεράιδα (2,067 μ.), Αβγό (2,148 μ.), Λουπάτα (2.066 μ.), Καραβούλα (1,862 μ.), Κόζιακας (Κερκέτιον όρος 1.901 μ.). Η έκταση του νομού στο μεγαλύτερο ποσοστό της είναι ορεινή με 71,21%, το πεδινό καταλαμβάνει 16,82% ενώ το υπόλοιπο 11,97% είναι ημιορεινό. Στο παρακάτω σχήμα απεικονίζεται η κατανομή της έκτασης του Νομού Τρικάλων (ΓΠΣ Τρικάλων, 2011). 11,97% 16,82% 71,21% ορεινή πεδινή ημιορεινή Διάγραμμα 1: Κατανομή της έκτασης του Ν. Τρικάλων (Πηγή: Ιδία επεξεργασία) 20

1.3 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ Ο Ληθαίος η Τρικαλινός ποταμός βρίσκεται στη ΒΔ Θεσσαλία και διασχίζει την πόλη των Τρικάλων. Πηγάζει από τα Αντιχάσια Όρη σε υψόμετρο 500m, διέρχεται από την πρωτεύουσα του Νομού με διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ και τελικά εκβάλει στον Πηνειό ποταμό λίγο έξω από την πόλη των Τρικάλων. Η λεκάνη απορροής του Ληθαίου ποταμού βρίσκεται στη Βορειοδυτική Θεσσαλία. Καταλαμβάνει συνολικό εμβαδόν 534 km 2 και το μήκος του ανέρχεται σε 36 km. Διαδραματίζει, ίσως και το σημαντικότερο ρόλο, τόσο στην διακίνηση του επιφανειακού νερού, όσο και στον εμπλουτισμό των υπογείων νερών της περιοχής. Η μέση μορφολογική της κλίση είναι 14,40%, ενώ το μέσο υψόμετρο της είναι 261,22m. Η λεκάνη του Ληθαίου δέχεται σημαντική ρύπανση από τα αστικά και βιομηχανικά απόβλητα καθώς και από την εντατική γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα του πληθυσμού που ζει και εργάζεται στο νομό. Σε πολλά τμήματα της κοίτης του ο ποταμός Ληθαίος έχει υποστεί αλλοιώσεις, από τις εγκιβωτίσεις, την κατασκευή φραγμάτων και αρδευτικών καναλιών καθώς και από τις υπεραντλήσεις. Οι παράγοντες αυτοί έχουν επηρεάσει ιδιαίτερα την ποιοτική σύσταση του ποταμού, κυρίως τους θερινούς μήνες, όπου οι απαιτήσεις σε νερό είναι πολύ μεγάλες συγχρόνως με τη μείωση της παροχής του ποταμού, οι συνέπειες από την ρύπανση είναι πλέον εμφανείς και έντονες. 21

Εικόνα 2: Δορυφορική εικόνα της ευρύτερης περιοχής του νομού Τρικάλων. Περιλαμβάνει το υδρογραφικό δίκτυο και την λεκάνη απορροής του Ληθαίου ποταμού. (Πηγή: Google earth) Εικόνα 3: Χάρτης ψηφιακού μοντέλου εδάφους (ανάλυσης 25 25 εικονοστοιχείων) της λεκάνης απορροής του Ληθαίου ποταμού που προέκυψε από τοπογραφικούς χάρτες κλίμακας 1:50000 της ΓΥΣ. Φαινεται το υδρογραφικό δίκτυο και το όριο της λεκάνης. (Πηγή: ίδια επεξεργασία 22

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ 2.1 ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Η μορφολογία αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα για την γεωλογική και υδρογεωλογική μελέτη μιας περιοχής. Η μελέτη του μορφολογικού ανάγλυφου βοηθά στην κατανόηση της ανάπτυξης των οικισμών και πόλεων σε συγκεκριμένες θέσεις και (αποτελεί μια σημαντική παράμετρο, που λαμβάνεται υπόψη κατά τη μελέτη της εκτίμησης των φυσικών κινδύνων όπως για παράδειγμα τα φαινόμενα των κατολισθήσεων, διαβρώσεων και πλημμύρων. Η περιοχή του Ν. Τρικάλων χαρακτηρίζεται γενικότερα από ένα πολυποίκιλο ανάγλυφο το οποίο οφείλεται κυρίως (Μπαθρέλλος, 2005): στην παρουσία των ορεινών όγκων, οι οποίοι αποτελούν το φυσικό όριο της περιοχής στο δυτικό, βόρειο και ανατολικό τμήμα της, στην ανάπτυξη της πεδινής περιοχής, σε μια επιμήκη ζώνη ΒΔ ΝΑ διεύθυνσης, στο κεντρικό και νότιο τμήμα του νομού. Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του ανάγλυφου αυτού, αποτέλεσε η γεωλογική και τεκτονική δομή της περιοχής, τόσο η αλπική, όσο και η μεταλπική. Επιπλέον οι διεργασίες αποσάθρωσης, διάβρωσης και απόθεσης έχουν επιδράσει σε μεγάλο βαθμό στην τελική μορφολογική εικόνα που παρουσιάζει η περιοχή. Η περιοχή του Νομού Τρικάλων μορφολογικά χωρίζεται σε δύο ζώνες, μία ορεινή και μία πεδινή. Η ορεινή ζώνη οριοθετεί την περιοχή και εκτείνεται περιμετρικά στο ΝΔ και ΒΑ τμήμα της. Στη ζώνη αυτή, το ανάγλυφο είναι υψηλό, αποτελείται από τους ορεινούς όγκους της οροσειράς της Νότιας Πίνδου, του Κύζιακα των Χασίων και Αντιχασίων και φτάνει μέχρι τα 2.204 μέτρα σε απόλυτο υψόμετρο. Οι υψομετρικές διαβαθμίσεις παρουσιάζουν μεγάλη κύμανση από τα 200 έως τα 500 μέτρα στους ημιορεινούς σχηματισμούς, και από τα 500 έως τα 2.200 μέτρα στους ορεινούς. Το ορεινό ανάγλυφο παρουσιάζει μεγαλύτερη εξάπλωση. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα ορεινά τμήματα του Νομού Τρικάλων καταλαμβάνουν το 71,21% της συνολικής έκταση του, ενώ τα ημιορεινά και τα πεδινά τμήματα του μόνο το 28,79% (Μπαθρέλλος,2005). Τα όρη με το υψηλότερο ανάγλυφο παρατηρούνται στο Δ και ΒΔ τμήμα της περιοχής. Οι γενικές διευθύνσεις των ορεινών αξόνων είναι Β - Ν, ΒΒΔ - ΝΝΑ, ΒΔ - ΝΑ και ΒΑ - ΝΔ με μικρές αποκλίσεις εκατέρωθεν. Το ορεινό 23

ανάγλυφο είναι εξαιρετικά έντονο και εμφανίζονται κρημνοί μεγάλου ύψους. Συχνά εμφανίζονται απότομες πλαγιές διακοπτόμενες από χαράδρες, οι οποίες άλλοτε καλύπτονται από πυκνή βλάστηση και άλλοτε εμφανίζονται γυμνές εξαιτίας της λιθολογίας, με αποτέλεσμα η περιοχή να γίνεται εξαιρετικά δύσβατη και επικίνδυνη (Μπαθρέλλος, 2005). Η πεδινή ζώνη της περιοχής αποτελεί τμήμα της τεκτονικής τάφρου της Καλαμπάκας Τρικάλων Καρδίτσας και περιλαμβάνει τις λεκάνες της Καλαμπάκας και των Τρικάλων. Μορφολογικά η πεδινή ζώνη αποτελεί μια επιμήκη λεκάνη, η οποία παρουσιάζει ανάπτυξη διεύθυνσης ΒΔ - ΝΑ. Το ανάγλυφο είναι χαμηλό και ομαλό με μικρές υψομετρικές διαφορές ως προς την επιφάνεια της θάλασσας. Το μικρότερο απόλυτο υψόμετρο είναι τα 92 μέτρα ενώ το μέσο απόλυτο υψόμετρο δεν ξεπερνά τα 200 μέτρα (Μπαθρέλλος, 2005). Η λεκάνη της Καλαμπάκας είναι το βορειότερο άκρο της Θεσσαλικής πεδιάδας και περικλείεται από τους ορεινούς όγκους της Νότιας Πίνδου, του Κύζιακα, των Χασίων και των Αντιχασίων. Παρουσιάζει σχήμα τριγώνου, το οποίο είναι προσανατολισμένο με την κορυφή προς τα ΒΔ και τη βάση προς τα ΝΑ (Λειβαδίτης, 1991). Η λεκάνη των Τρικάλων εκτείνεται στο νότιο τμήμα της πεδιάδας της Καλαμπάκας μεταξύ των ορεινών όγκων του Κύζιακα και των Αντιχασίων. Η μορφολογία της είναι σχεδόν επίπεδη και εμφανίζει μικρή ελάττωση του υψομέτρου προς τα ΝΑ, ενώ κατά θέσεις εμφανίζονται απομονωμένοι λόφοι χαμηλού υψομέτρου (Μπαθρέλλος, 2005). 24

Εικόνα 4: Χάρτης ισοϋψών και υδρογραφικού δικτύου Ληθαίου ποταμού. Πηγή: Ιδία επεξεργασία 25

2.2 ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Το αλπικό υπόβαθρο της ευρύτερης περιοχής του Νομού Τρικάλων αποτελείται από μια Υποπελαγωνική Ζώνη, η οποία ανήκει στις Εσωτερικές Ελληνίδες και επάνω στην οποία έχουν αποτεθεί ασύμφωνα Mεταλπικοί σχηματισμοί της Μεσοελληνικής Αύλακας. Η Υποπελαγονική ενότητα καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα της Πελαγονικής ενότητας και παρουσιάζει την ίδια διεύθυνση με αυτή των Ελληνίδων Οροσειρών, δηλαδή ΒΔ-ΝΑ. Η Υποπελαγονική ενότητα ξεκινάει από την Αλβανία, διατρέχει όλο τον κορμό της Ελλάδας. Επίσης, σε αυτή περιλαμβάνονται περιοχές, όπως: η Δυτική Θεσσαλία, η Ανατολική Ελλάδα τα νησιά Σαλαμίνα, Ύδρα και η Ανατολική Πελοπόννησος. Οι Rentz (1955) και Μαρίνος (1957) χαρακτήρισαν τη ζώνη αυτή ως Ζώνη Ανατολικής Ελλάδας, ενώ τον όρο Υποπελαγονική της τον έδωσε ο Aubouin το 1959 για να υπογραμμίσει την στενή λιθοστρωματογραφική συσχέτισή της με την Πελαγονική ενότητα. Αποτελείται από νηριτικής φάσεως ασβεστολίθους οι οποίοι υποδεικνύουν μετάβαση από μια νηριτική φάση επί της Πελαγονικής ενότητας προς την πελαγική φάση απόθεσης ασβεστολίθων στην ενότητα της Πίνδου. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Υποπελαγονικής ενότητας είναι οι μεγάλες οφιολιθικές μάζες, οι οποίες συνδέονται με μια σχιστοκερατολιθική διάπλαση, η οποία έχει πολύ μεγάλη εξάπλωση. (Μουντράκης, 1985). 26

Εικόνα 5: Χάρτης γεωλογικών ζωνών Ελλάδας/Sp: Υποπελαγονική ζώνη Πηγή: Μουντράκης, ΑΠΘ. Οι γεωλογικοί σχηματισμοί (μεταλπικοί), οι οποίοι έχουν αποτεθεί πάνω από την Υποπελαγονική Ζώνη, περιέχουν ένα αρκετά αξιόλογο «Ορυκτό Πλούτο» από ορυκτά και πετρώματα, ο οποίος είναι δυνατόν να αποδώσει πάρα πολλά και να συμβάλλει ουσιαστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη της περιοχής αυτής. Φυσικά στον ορυκτό αυτό πλούτο μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι υπάγεται και το νερό, που αποτελεί ίσως και το βασικότερο παράγοντα ανάπτυξης ολόκληρης της Θεσσαλίας (Μιγκίρος, 2009). Η περιοχή μελέτης του Δήμου Τρικάλων αποτελείται από σύγχρονες Τεταρτογενείς αποθέσεις οι οποίες καταλαμβάνουν την πεδινή περιοχή. Επίσης, αποτελείται από μολασσικούς σχηματισμούς της Μεσοελληνικής αύλακας (λοφώδης περιοχή). Οι σύγχρονες προσχώσεις και οι αλλουβιακές αποθέσεις αναπτύσσονται στη πεδινή περιοχή και αποτελούν σύγχρονες αποθέσεις λεκανών και κοιλάδων. Συνίστανται από άμμο, ιλύ, άργιλο με συμμετοχή χαλίκων και κροκάλων. Στις 27

αποθέσεις αυτές παρατηρούνται τόσο η λεπτόκοκκη φάση (αργιλούχος ιλύς και ιλυώδης άμμος) όσο και η χονδρόκοκκη φάση (χαλαρά αμμοχάλικα έως ημισυνεκτικά κροκαλοπαγή) με επικράτηση κυρίως της πρώτης. Η επικράτηση της λεπτομερούς φάσης επί της χονδρόκοκκης οφείλεται στη μικρή μεταφορική ικανότητα του ευρύτερου υδρογραφικού δικτύου της περιοχής μελέτης. Το συνολικό πάχος των αποθέσεων αυτών είναι δεκάδες μέτρα και το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ανισορροπία και η ετερογένεια των υλικών, τόσο κατά την οριζόντια, όσο και για την κατακόρυφη διάσταση. Οι μολασσικοί σχηματισμοί της Μεσοελληνικής αύλακας (m) που υπόκεινται των σύγχρονων προσχώσεων - αλλουβιακών αποθέσεων αναπτύσσονται στη λοφώδη περιοχή και αποτελούνται από μάργες κυανές έως φαιοκίτρινες, ιλυώδεις, μαργούχες με παρουσία ψαμμιτικών τραπεζών. Το μέγιστο πάχος τους είναι της τάξεως των 350μ. Το τεχνικογεωλογικό υπόβαθρο της πόλης των Τρικάλων μπορεί να διακριθεί στις εξής ενότητες: αργιλοιλύες έως ιλυούχες άργιλοι αμμούχες αργιλοιλύες αμμοιλύες έως αργιλοιλυούχες άμμοι αμμοχάλικα μολασσικά ιζήματα Σύγχρονες προσχώσεις - αλλουβιακές αποθέσεις (al) Μολασσικοί σχηματισμοί της μεσοελληνικής αύλακας (m). (ΓΠΣ Τρικάλων, 2011). 28

2.3 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Ο γεωλογικός χάρτης της περιοχής μελέτης που απεικονίζεται ακολούθως (εικόνα 5) είναι αποτέλεσμα της σύνθεσης των στοιχείων των γεωλογικών φύλλων Αγιόφυλλον, Δεσκάτη, Παναγιά, Καλαμπάκα και Τρίκαλα. Τα γεωλογικά φύλλα προέρχονται από το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε) και είναι κλίμακας 1:50.000. Εικόνα 6: Χάρτης λιθολογίας λεκάνης απορροής Ληθαίου ποταμού. (Πηγή: ΙΓΜΕ, γεωλογικά φύλλα( Αγιόφυλλον, Δεσκάτη, Παναγιά, Καλαμπάκα και Τρίκαλα ) ( κλίμακας 1:50000, Ιδία επεξεργασία) Σύμφωνα με το χάρτη της λιθολογίας, στο βόρειο τμήμα του συναντώνται σε μεγάλο ποσοστό συνεκτικά κροκαλοπαγή, ενώ στο κεντρικό και νότιο τμήμα του χάρτη παρατηρούνται κατά κύριο λόγο οι εξής δύο σχηματισμοί: σύγχρονα και παλαιά κορήματα και μάργες. Επίσης, στο κεντρικό τμήμα του χάρτη, αλλά σε πολύ μικρό ποσοστό απεικονίζονται η οφιολιθική σειρά και οι κώνοι κορημάτων. Τέλος, διάσπαρτα στο χάρτη παρατηρούνται ασβεστόλιθοι και μολασσικά ιζήματα. 29

Η λεκάνη απορροής του Ληθαίου ποταμού αποτελείται από Νεογενή ιζήματα και Τεταρτογενείς αποθέσεις. Οι γύρω ορεινοί όγκοι έχουν σύσταση ανθρακική (ασβεστόλιθοι, μάρμαρα) ενώ συναντώνται ακόμη ψαμμιτικά και σχιστολιθικά πετρώματα. Στην περιοχή μελέτης οι γεωλογικοί σχηματισμοί χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες με βάση την ηλικία τους. Τους Αλπικούς και τους Μεταλπικούς. Αναλυτικότερα: 1. Αλπικοί 1. Νεοπαλαιοζωικοί Μεσοτριαδικοί κλαστικοί σχηματισμοί: οι οποίοι αποτελούνται από γραουβάκες, κροκαλοπαγή, χαλαζίτες, σχιστόλιθους, φυλλίτες και σχιστοποιημένες μάργες. Μέσα σε αυτά απαντώνται και απολιθώματα ηλικίας Ανώτερου Περμίου. 2. Μεσοτριαδικοί Ανωιουρασικοί συμπαγείς λευκοί έως τεφροί ασβεστόλιθοι και δολομίτες. 3. Ανωιουρασικοί αργιλοπυριτικοί σχηματισμοί: ένα σύστημα αργιλικών σχιστόλιθων, κερατόλιθων και μαργαϊκών ασβεστόλιθων, οι οποίοι εναλλάσσονται μεταξύ τους. Προς τα ανώτερα μέλη τους αυξάνεται η παρουσία των ψαμμιτών, εν αντιθέσει με τους κερατόλιθους. Επίσης, υπάρχει παρουσία ολισθόλιθων κατά κανόνα από τα υποκείμενά τους ανθρακικά πετρώματα. 4. Σχηματισμοί Προανωκρητιδικού τεκτονικού καλύμματος: οφιολιθικά κυρίως πετρώματα, τα οποία είναι κυρίως υπερβασικές μάζες, στις οποίες κατά τόπους παρατηρούνται χρωμιτικές συγκεντρώσεις και εμφανίσεις πυροξενιτών, γάββρων, διαβασών κα βασαλτών. 5. Κατωκρητιδικοί ψαμμιτοαργιλικοί σχηματισμοί: πρόκειται κυρίως για εναλλαγές πηλιτών, ψαμμιτών και κροκαλοπαγών μέσα στα οποία βρίσκονται και ανθρακικά, αλλά και οφιολιθικά πετρώματα. 6. Κρητιδικής ηλικίας κροκαλοπαγή επικλύσεως: κροκαλοπαγείς σχηματισμοί μέσου κόκκου με συνδετικό υλικό μαργαϊκό ή ασβεστολιθικό και στρώσεις μάργας. Αποκαλύφθηκαν μέσω γεωτρήσεων που έλαβαν χώρα στο σπήλαιο της Ανάβρας. 7. Ανωκρητιδικοί ασβεστόλιθοι: πρόκειται για πλακώδεις μαργαϊκούς ασβεστόλιθους. Το υπερκείμενο στρώμα τους αποτελείται από μαργαϊκές στρώσεις με παρεμβολές μαργών. Μερικές φορές το τμήμα αυτό περιέχει και πυρήνες ή στρώσεις πυριτικού σχιστόλιθου. Οι 30

ασβεστόλιθοι προς τα πάνω, με παρεμβολή μεταβατικού ορίζοντα, πάχους 50 μέτρων περίπου, από φλύσχη ποικιλόχρωμο κυρίως ασβεστοψαμμιτικό, εξελίσσονται σε φλύσχη. Φαινομενικά το πάχος του ασβεστόλιθου μεταβάλεται σημαντικά. 8. Φλύσχης: πρόκειται για εναλλαγές αργιλικών σχιστόλιθων, ψαμμιτών κα ιλυόλιθων. Στα υποκείμενα αυτού σχηματισμού συναντώνται κροκαλοπαγή και στρώσεις κλαστικού ασβεστόλιθου. Ψηλότερα στην ακολουθία παρατηρούνται κυρίως μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι και σχιστόλιθοι. Έναρξη απόθεσης φλύσχη στο Μαιστρίχτιο. 2. Μεταλπικοί 1. Μολασσικοί σχηματισμοί Οι μολασσικοί σχηματισμοί της Μεσοελληνικής Αύλακας εμφανίζονται στις περιοχές Καρδίτσα Τρίκαλα Καλαμπάκα. Στη βάση της Μεσοελληνικής Αύλακας παρατηρείται ο σχηματισμός της Κρανιάς (Ανώτερο Ηώκαινο), όπου συναντώνται οι εξής σχηματισμοί: φλύσχης, οφιόλιθοι και κροκαλοπαγή. Πάνω από την Κρανιά συναντώνται κλαστικά ιζήματα, τα οποία είναι κυρίως μάργες, ψαμμίτες και κροκαλοπαγή. Οι σχηματισμοί αυτοί αλλάζουν ανάλογα με την τροφοδοσία του ποταμού. Στη μολάσσα της Μεσοελληνικής Αύλακας επάνω από το σχηματισμό της Κρανιάς, παρατηρούνται οι εξής σχηματισμοί, που είναι οι εξής: Ο σχηματισμός Επταχωρίου, που αποτελείται κατά κύριο λόγοι από μάργες (Ολιγόκαινο). Ο σχηματισμός Πενταλόφου, που αποτελείται από μεγάλες κροκαλοπαγών κα ψαμμιτών στα Μετέωρα (Ανώτατο Ολιγόκαινο-Ακουϊτάνιο). Ο σχηματισμός του Τσοτυλίου, από μάργες και ψαμμίτες (Κατώτερο Μειοόκαινο). Ο σχηματισμός του Όντρια,, που αποτελείται από ψαμμιτικούςασβεστολιθικούς (Μέσο προς Ανώτερο Μειόκαινο). Μέσα σε αυτούς τους σχηματισμούς περιέχονται παχυόστρακα κοράλλια, απολιθώματα ρηχής θάλασσας κ.α.. 31

2. Νεογενείς και Τεταρτογενείς σχηματισμοί Στο σύστημα λεκανών της Κεντρικής Ελλάδας 1 εντάσσεται και η λεκάνη της Θεσσαλίας. Στην Κεντρική Ελλάδα και στο γεωτεκτονικό χώρο της Πελαγονικής και Υποπελαγονικής κατά τη Νεογενή περίοδο δημιουργήθηκε μια σειρά από τεκτονικές λεκάνες, εκ των οποίων οι σημαντικότερες είναι: της Φλώρινας, της Πτολεμαΐδας, του Αλιάκμονα, της Ελασσόνας και της Θεσσαλίας. Κατά το Μειόκαινο, με την επενέργεια των ρηγμάτων ΒΒΑ- ΝΝΔ και Α-Δ διεύθυνσης, ξεκίνησε η ταφροποίηση του χώρου αυτού. Τα ρήγματα ΒΒΑ-ΝΝΔ διεύθυνσης δημιούργησαν το αξονικό βύθισμα της ζώνης που ορίζεται από τις λεκάνες. Από την άλλη πλευρά τα ρήγματα Α-Δ διεύθυνσης είναι η αιτία της δημιουργίας που προκλήθηκε η μονόκλινη-κλιμακωτή διάταξή τους από τη Φλώρινα έως τον Παγασητικό κόλπο και τον δίαυλο των Ωρεών στο θαλάσσιο χώρο. Μερικά από τα ρήγματα Α-Δ διεύθυνσης είναι ενεργά μέχρι και σήμερα, κυρίως στην περιοχή της Μαγνησίας, Νοτιοδυτικό τμήμα της Αταλάντης και των Καμένων Βούρλων. 1 Το σύστημα λεκανών της Κεντρικής Ελλάδας περιλαμβάνει τις εξής λεκάνες: Φλώρινα, Πτολεμαΐδας, Αλιάκμονα, Ελασσόνας και Θεσσαλίας. 32

2.4 ΣΕΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ Η θεσσαλική πεδιάδα αποτελεί ένα εκτεταμένο τεκτονικό βύθισμα που έλαβε χώρα κατά την περίοδο του Πλειόκαινου, στη Μεσοελληνική αύλακα. Αποτέλεσμα αυτών των τεκτονικών κινήσεων, ήταν η περαιτέρω καταβύθιση της λεκάνης ενώ τα κράσπεδά της συνεχώς ανυψώνονταν. Η υπολεκάνη της Καρδίτσας διαχωρίζεται από τις εξής υπολεκάνες: Τρικάλων και Καλαμπάκας, με εγκάρσιο ρήγμα διεύθυνσης ΝΔ ΒΑ έως ΔΝΔ ΑΒΑ. Το ρήγμα αυτό έχει ανυψώσει τις αποθέσεις του Νεογενούς της υπολεκάνης της Καρδίτσας σε σχέση με τις υπολεκάνες των Τρικάλων και της Καλαμπάκας. Κατά συνέπεια στην υπολεκάνη των Τρικάλων οι Νεογενείς αποθέσεις βρίσκονται σε μεγαλύτερο βάθος από την επιφάνεια του εδάφους και οι αποθέσεις του Τεταρτογενούς παρουσιάζουν μεγαλύτερο πάχος. (ΓΠΣ Τρικάλων, 2011). Τέλος, με βάση τον παρακάτω χάρτη σεισμικής επικινδυνότητας για την Ελλάδα του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας και τον Σεισμοτεκτονικό χάρτη του ΙΓΜΕ (1989, 1:500.000), στη στενή και ευρύτερη περιοχή δεν παρατηρείται ενεργός τεκτονική η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει παρεμβατικά ως προς την οικιστική ανάπτυξη του Δήμου Τρικάλων. (ΓΠΣ Τρικάλων, 2011). 33

Εικόνα 7: Νέος Χάρτης Σειεμικής Επικινδυνότητας Πηγή: www.oasp.gr/node/87 Εικόνα 8: Απόσπασμα Σεισμοτεκτονικού χάρτη του ΙΓΜΕ (1989, 1:500.000) 34

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΚΛΙΜΑ 3.1 ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Ο μεσογειακός τύπος κλίματος γεωγραφικά περιορίζεται σε μικρά τμήματα των Hπείρων, όπως στη λεκάνη της Μεσογείου, στην κεντρική Καλιφόρνια και κεντρική Χιλή, στο νότιο άκρο της Αφρικής, στη Νοτιοδυτική και Νότια Αυστραλία Πρόκειται για ένα μεταβατικό τύπο κλίματος μεταξύ τροπικής και εύκρατης ζώνης. Χαρακτηρίζεται από ξηρή, θερινή περίοδο και ήπια, βροχερή, χειμερινή περίοδο. Κατά το θέρος οι αέριες μάζες είναι πολικές και τροπικές που εναλλάσσονται διαδοχικά, προκαλώντας μεταβολές στον καιρό, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα στην περιοχή επικρατεί πολικό μέτωπο, με έντονη υφεσιακή δράση. Η ατμοσφαιρική κυκλοφορία εναλλάσσεται μεταξύ ζωνικής (καλοκαιρία) και μεσημβρινής (κακοκαιρία). Η άνοιξη είναι ασταθής και παρουσιάζει σειρά ημερών με χειμερινά χαρακτηριστικά, για να ακολουθήσουν ημέρες με θερινά χαρακτηριστικά. Το φθινόπωρο έχει μικρή διάρκεια με απότομη μετάβαση στο χειμώνα. Στην ενδοχώρα τα θερινά μέγιστα της θερμοκρασίας υπερβαίνουν τους 45 ο C, ενώ τα χειμερινά μπορούν να αγγίξουν και τους -30 ο C. Χαρακτηριστικό των κλιμάτων αυτών είναι οι παγετοί, κυρίως ακτινοβολίας, που προκαλούν καταστροφές σε ευπαθείς καλλιέργειες. Οι βροχοπτώσεις παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις από 200 έως και 5000mm. (Δικάρου, 2009). Οι γενικές αυτές κλιματικές συνθήκες, από τόπο σε τόπο, εμφανίζουν διαφοροποιήσεις καθώς και σημαντικές εναλλαγές, που οφείλονται αποκλειστικά στους φυσικογεωγραφικούς παράγοντες, τόσο του μακροκλίματος (γεωγραφική θέση κτλ), όσο και του μεσοκλίματος και μικροκλίματος (υψόμετρο, απόσταση από τη θάλασσα, μορφολογία ανάγλυφου, φύση, σύσταση και φυτοκάλυψη του εδάφους, κλπ) (Δικάρου, 2009). Η Ελλάδα βρίσκεται στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου μεταξύ των γεωγραφικών πλατών 34 0 44 53 και 41 ο 44 53. Το κλίμα χαρακτηρίζεται μεσογειακό και αυτό οφείλεται στους ήπιους βροχερούς χειμώνες και στα θερμά και ξηρά καλοκαίρια με μεγάλη ηλιοφάνεια. Βάση παρατηρήσεων του κλίματος ανά περιοχές εντοπίζονται μεγάλες διαφορές μεταξύ τους αλλά και ποικιλία κλιματικών τύπων. Αυτό οφείλεται στην πολυμορφία του ελληνικού ανάγλυφου (οροσειρές, κόλποι, χερσόνησοι, νησιά), αλλά και σε δυναμικούς παράγοντες όπως είναι οι 35

αντικυκλώνες της Ευρώπης, της νοτιοδυτικής Ρωσίας, ο Σιβηρικός αντικυκλώνας και ο θερμός αντικυκλώνας του βορείου Ατλαντικού. Το έτος μπορεί να διαιρεθεί σε δύο εποχές: Την ψυχρή (Οκτώβριος Μάρτιος) που χαρακτηρίζεται από πολλές βροχοπτώσεις και τη θερμή εποχή (Απρίλιος Σεπτέμβριος), κατά τη διάρκεια της οποίας υπάρχει έντονη ξηρασία (Ζαμπάκας, 1981). Οι χαμηλότερες θερμοκρασίες παρατηρούνται στα βόρεια και ορεινά διαμερίσματα και στις κοιλάδες που περιβάλλονται από ψηλά βουνά. Οι μεγαλύτερες θερμοκρασίες παρατηρούνται στη Θεσσαλική πεδιάδα, στις πεδινές εκτάσεις της Στερεάς καθώς και της Νοτίου Πελοποννήσου. Η μέση σχετική υγρασία κυμαίνεται μεταξύ 600 και 700 βαθμών ενώ οι περιοχές με την μεγαλύτερη υγρασία είναι οι βορειοδυτικές. Η υγρότερη εποχή είναι ο χειμώνας και μετά ακολουθεί το φθινόπωρο. Το καλοκαίρι η σχετική υγρασία είναι μικρότερη από τους 50. Οι άνεμοι έχουν σημαντικές μεταβολές ως προς την διεύθυνση και την ένταση τους, γεγονός που οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία του ανάγλυφου, στη συνεχή εναλλαγή ξηράς και θάλασσας και στη εναλλαγή υφεσιακών και αντικυκλωνικών καταστάσεων. Την περίοδο Μαΐου Σεπτεμβρίου σε όλη σχεδόν τη Ελλάδα επικρατούν οι ετήσιοι άνεμοι (μελτέμια). Το ετήσιο ύψος της βροχής είναι αρκετά υψηλό στο Ιόνιο ακόμη και στις παράκτιες περιοχές της δυτικής Ελλάδας. Οι μεγαλύτερες τιμές εμφανίζονται στις κεντρικές ορεινές περιοχές. Στην ανατολική Ελλάδα το ύψος της βροχής είναι συγκριτικά μικρότερο. Η πιο βροχερή εποχή του έτους είναι ο χειμώνας, ακολουθούν το φθινόπωρο και η άνοιξη. Η ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου σε ένα τόπο εξαρτάται από το κλίμα και το ανάγλυφο. Όμως και οι δύο αυτοί βασικοί παράγοντες επηρεάζονται ο ένας από τον άλλο. Στην Ελλάδα η γένεση των οροσειρών έχει επηρεάσει το κλίμα και διακρίνονται σε δύο ζώνες, τη δυτική και την ανατολική. Στην κάθε ζώνη τόσο το κλίμα όσο και τα υδρογραφικά δίκτυα διαφέρουν. Στην δυτική Ελλάδα παρατηρούνται περισσότερες βροχοπτώσεις και έτσι οι ποταμοί που πηγάζουν εκεί δέχονται μεγαλύτερες ποσότητες νερού σε σχέση με την έκταση που έχουν οι λεκάνες απορροής τους (Ζαμπάκας, 1981). 36

3.2 ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Γενικά, το κλίμα του νομού Τρικάλων είναι ηπειρωτικό, με δριμύ κρύο το χειμώνα και εξαιρετικά ζεστό καλοκαίρι. Αναλυτικότερα, το υδατικό διαµέρισµα της Θεσσαλίας, όπου υπάγονται τα Τρίκαλα, διαιρείται σε τρεις περιοχές: 1. την ανατολική παράκτια και ορεινή, µε μεσογειακό κλίµα 2. την κεντρική πεδινή, µε ηπειρωτικό κλίµα 3. 3. τη δυτική ορεινή, µε ορεινό κλίµα Οι κυριότεροι φυσικογεωγραφικοί παράγοντες που διαμορφώνουν το μεσοκλίμα του νομού Τρικάλων είναι οι εξής (Μιγκίρος, 2009): Τα γεωμετρικά και μορφολογικά κυρίως χαρακτηριστικά του ανάγλυφου του νομού (έκταση, σχήμα, προσανατολισμός και κλίση). Τα περιβάλλοντα χαρακτηριστικά του ανάγλυφου των ορεινών όγκων. Πιο συγκεκριμένα, ανατολικά του Νομού υψώνεται ο Τίτανος (693m) και τα όρη του Ζάρκου, που διαχωρίζουν το νομό από το νομό Λαρίσης. Βόρεια βρίσκονται τα Αντιχάσια όρη (~1400m) ενώ βορειοανατολικά, στα σύνορα με το νομό Γρεβενών, βρίσκονται τα Χάσια όρη(~1500m). Στα δυτικά του νομού υψώνεται ο ορεινός όγκος της νότιας Πίνδου, που καταλαμβάνει ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του, στα σύνορα με το νομό Ιωαννίνων, υψώνονται οι κορυφές Άσπρα Λιθάρια (1823m) και Κατάρα (1705m). Τέλος, τα νότια τμήματα του νομού περιβάλλονται από τα όρη Λάκμος (Περιστέρι 2295m) και Τζουμέρκα (2429m). Συμπερασματικά, η περιοχή του νομού Τρικάλων διαθέτει χαρακτηριστικά του μεσογειακού τύπου κλίματος, που παρουσιάζεται κυρίως στις ηπειρωτικές περιοχές. Χαρακτηρίζεται από ξηρά και ιδιαίτερα ζεστά καλοκαίρια και ήπιους σχετικά χειμώνες, οι οποίοι όμως είναι πιο ψυχροί από τις γειτονικές παραθαλάσσιες περιοχές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση έντονων διαφορών της θερμοκρασίας μεταξύ της καλοκαιρινής και της χειμερινής περιόδου. Οι χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών οφείλονται κυρίως στους ορεινούς όγκους, οι οποίοι αποτελούν τα φυσικά όρια του νομού και τον τροφοδοτούν με ψυχρές αέριες μάζες (χαμηλής έντασης) έτσι οδηγούν στη μείωση των θερμοκρασιών καθώς και στην εμφάνιση παγετού. Επίσης, λόγω των ορεινών όγκων παρατηρούνται βροχοπτώσεις και φαινόμενα ορεογραφικής νέφωσης. 37

Αντιθέτως κατά τη θερινή περίοδο, τα φυσικά αυτά όρια, εμποδίζουν την είσοδο αέριων μαζών από τη θαλάσσια περιοχή με αποτέλεσμα να σημειώνονται πολύ υψηλές θερμοκρασίες. 38

3.3 ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ Η μέση ετήσια θερμοκρασία στις πεδινές περιοχές του Νομού Τρικάλων κυμαίνεται μεταξύ 16-17 C (έτος 2010) και ελαττώνεται προς τις ορεινές περιοχές. Παρόλα αυτά και στα πεδινά τμήματα οι θερμοκρασίες μπορούν να φτάσουν σε αρκετά χαμηλά επίπεδα (έχει καταγραφεί θερμοκρασία της τάξης των -19 C), εξαιτίας των καταβατικών ανέμων, που προαναφέρθηκαν, που πνέουν από τα χιονισμένα βουνά. Το θέρος χαρακτηρίζεται ως εξαιρετικά θερμό (έχει καταγραφεί θερμοκρασία της τάξης των 44,5 C). Το ετήσιο θερμοκρασιακό εύρος ξεπερνά τους 22 C. Οι πιο θερµοί µήνες είναι ο Ιούλιος (υψηλότερη θερμοκρασία 39,4 ο C) και ο Αύγουστος ενώ οι πιο ψυχροί είναι ο Ιανουάριος, ο Φεβρουάριος και ο Δεκέμβριος (χαμηλότερη θερμοκρασία -6,1 ο C). ΕΤΟΣ ΜΗΝΑΣ ΜΕΣΗ ΜΕΣΗ ΜΕΣΗ ΥΨΗΛΟΤΕΡΗ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΜΗΝΙΑΙΑ 2010 Ιανουάριος 9,6 4,1 6,7 20,7-1,3 2010 Φεβρουάριος 12,3 4,6 8,2 21,9-1,6 2010 Μάρτιος 16,2 6,2 11,1 24,1 0,1 2010 Απρίλιος 21,7 10,5 15,8 26,3 6,2 2010 Μάϊος 27,5 14,7 20,8 34,1 10,3 2010 Ιούνιος 30,8 18,1 24,3 38,1 12,9 2010 Ιούλιος 34,3 20,8 27 39,4 17,2 2010 Αύγουστος 35,7 22,4 28,9 39,2 18,8 2010 Σεπτέμβριος 27,8 17,1 21,8 33,8 14,7 2010 Οκτώβριος 18,2 11,5 14,5 24 3,9 2010 Νοέμβριος 18,8 10 14 25,3 4,9 2010 Δεκέμβριος 12,1 4,4 8 24,4-6,1 Πίνακας 2: Θερμοκρασία Ν. Τρικάλων, 2010. (Πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, Μετεωρολογικός σταθμός Τρικάλων) 39

35 30 25 20 15 10 5 0 6,7 Μέση θερμοκρασία το έτος 2010 27 24,3 20,8 15,8 11,1 8,2 28,9 21,8 14,5 14 8 Μέση μηνιαία θερμοκρασία Μήνες Διάγραμμα 2: Μέση μηνιαία θερμοκρασία Ν. Τρικάλων, 2010. (Πηγή: Ιδία επεξεργασία, Μετεωρολογικός σταθμός Τρικάλων) 40

3.4 ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ Με βάση τα δεδομένα των μέσων τιμών βροχοπτώσεων του μετεωρολογικού σταθμού του νομού Τρικάλων, καταλαβαίνουμε πως υπάρχει άνιση κατανομή των βροχοπτώσεων. Οι πιο υψηλές τιμές των κατακρημνισμάτων παρατηρούνται κατά το χειμώνα και το φθινόπωρο, ενώ οι πιο χαμηλές παρατηρούνται τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Ο μέσος όρος ετήσιου ύψους βροχής για το νομό Τρικάλων είναι τα 850,8 mm. Ο μήνας Οκτώβριος είναι ο πλέον βροχερός μήνας με ένα μέγιστο ύψος βροχής τα 177 mm για το 2010. Ο Ιούλιος πάλι χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλό ύψος βροχής, 10 mm για την ίδια περίοδο. Ενώ τον Αύγουστο του 2010 παρατηρήθηκε ολική ανομβρία (ύψος βροχής 0mm). Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί λοιπόν είναι πως στο συγκεκριμένο νομό παρατηρείται μια υγρή περίοδος από τα τέλη του Σεπτεμβρίου έως τα μέσα Μαΐου, οπότε και ξεκινά η ξηρή περίοδος, η οποία και με τη σειρά της τελειώνει στα τέλη του Σεπτεμβρίου. Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (Ε.Α.Α.), έχει εγκαταστήσει τρεις μεγάλους μετεωρολογικούς σταθμούς στο Νομό Τρικάλων, το σταθμό Τρικάλων (163m) που βρίσκεται υπό την επίβλεψη του Δήμου Τρικκαίων, το σταθμό Κονίσκου (832m) που παρακολουθείται από το Δήμο Τυμφαίων και το σταθμό Περτουλίου (1170m). 41

ΕΤΟΣ ΜΗΝΑΣ ΣΥΝΟΛΟ (mm) 2010 Ιανουάριος 76,6 2010 Φεβρουάριος 126,6 2010 Μάρτιος 99,2 2010 Απρίλιος 22,4 2010 Μάϊος 72,2 2010 Ιούνιος 41,6 2010 Ιούλιος 10 2010 Αύγουστος 0 2010 Σεπτέμβριος 126,2 2010 Οκτώβριος 177 2010 Νοέμβριος 65,2 2010 Δεκέμβριος 33,8 Πίνακας 3: Μέση μηνιαία βροχόπτωση του Ν. Τρικάλων το έτος 2010. (Πηγή: http://penteli.meteo.gr/meteosearch/, Μετεωρολογικός σταθμός Τρικάλων) 200 180 160 140 120 100 80 60 40 20 0 76,6 Μέση μηνιαία βροχόπτωση το έτος 2010 126,6 99,2 22,4 72,2 41,6 10 0 126,2 177 65,2 33,8 Χιλιοστά (mm) Μήνες Διάγραμμα 3: Μέση μηνιαία βροχόπτωση του Ν. Τρικάλων το έτος 2010. (Πηγή: Ιδία επεξεργασία, Μετεωρολογικός σταθμός Τρικάλων) 42

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ 4.1 ΜΕΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ Για τις μετρήσεις των μορφομετρικών παραμέτρων με σκοπό την ποσοτική γεωμορφολογική ανάλυση του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού χρησιμοποιήθηκαν τοπογραφικοί χάρτες κλίμακας 1:50.000 της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού και συγκεκριμένα τα φύλλα Δεσκάτην, Αγιόφυλλον, Παναγιά, Καλαμπάκα και Τρίκαλα. Σύμφωνα με τους χάρτες αυτούς έγινε η σχεδίαση και η αρίθμηση του δικτύου, η χάραξη της κύριας υδροκριτικής γραμμής και των επιμέρους λεκανών καθώς και όλες οι μετρήσεις που αφορούν μήκη εμβαδά και υψόμετρα. Η αρίθμηση ενός υδρογραφικού δικτύου είναι ο καθορισμός της σχέσης μεταξύ των κλάδων, που βασίζεται στον τρόπο με τον οποίο οι κλάδοι συνδέονται μεταξύ τους, για την αποστράγγιση μιας περιοχής. Η αρίθμηση των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου και των αντίστοιχων λεκανών απορροής έγινε με την μέθοδο του A. Strahler (1957). Σύμφωνα με αυτή οι κλάδοι που δεν δέχονται ποσότητες νερού από μικρότερα ρεύματα ονομάζονται I ης τάξης. Όταν δυο κλάδοι I ης τάξης ενωθούν προκύπτει ένας κλάδος II ης τάξης. Με τον ίδιο τρόπο όταν δύο κλάδοι II ης τάξης ενωθούν προκύπτει ένας κλάδος III ης τάξης κοκ. Στην περίπτωση που συμβάλουν δύο κλάδοι διαφορετικής τάξης, ο κλάδος που προκύπτει διατηρεί τον αριθμό της μεγαλύτερης τάξης. Στη συγκεκριμένη λεκάνη μετρήθηκαν συνολικά 2056 κλάδοι από τους οποίους στην πρώτη τάξη ανήκουν 1579, στη δεύτερη 360, στην τρίτη 87,στην τέταρτη 21, στην πέμπτη 6 και στην έκτη 3 αντίστοιχα. Τέλος στην 7 τάξη ανήκει η κεντρική κοίτη του Ληθαίου ποταμού. Με τους νόμους του Horton (1945) πραγματοποιήθηκε η ανάλυση του υδρογραφικού δικτύου, μέσω των οποίων εκτιμήθηκαν οι ιδανικές τιμές σε ότι αφορά του αριθμού και του μέσου μήκους των κλάδων και του μέσου εμβαδού των λεκανών απορροής ανά τάξη. Τέλος, χρησιμοποιώντας τις παραμέτρους της υδρογραφικής πυκνότητας και συχνότητας, της κλίσης των κλιτύων, δημιουργήθηκαν οι αντίστοιχοι χάρτες γεωγραφικής κατανομής. 43

4.2 ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ Με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών παρέχονται νέες δυνατότητες για την ανάλυση και την επίλυση πολύπλοκων προβλημάτων σε διάφορους τομείς έρευνας και ανάπτυξης. Στο τομέα της Γεωγραφίας αυτό επιτυγχάνεται τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών. Κατά την εφαρμογή της ποσοτικής γεωμορφολογικής ανάλυσης στο υδρογραφικό δίκτυο του Ληθαίου ποταμού χρησιμοποιήθηκαν αναλογικά γεωγραφικά δεδομένα, δηλαδή τοπογραφικοί χάρτες κλίμακας 1:50.000 έκδοσης Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (ΓΥΣ). Η διαχείριση και η επεξεργασία των γεωγραφικών δεδομένων έγινε με το λογισμικό ArcGis 10.3.1 τις ESRI. Τα γεωγραφικά δεδομένα είναι ένα σύνολο από καταγραφές μετρήσεις που σχετίζονται με αντικείμενα του γεωγραφικού χώρου. Στην διαδικασία οργάνωσης των χωρικών δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το διανυσματικό μοντέλο καθώς και το ψηφιδωτό μοντέλο της περιοχής μελέτης. Συνήθως, τα διανυσματικά μοντέλα οργανώνονται σε θεματικά επίπεδα (layers). Στη συγκεκριμένη μελέτη τα διανυσματικά θεματικά επίπεδα είναι τα εξής: Ισοϋψείς είναι shp polyline, στον πίνακα περιγραφών (attribute table) είναι καταχωρημένα και τα υψόμετρα. Έπειτα, για την καλύτερη εξαγωγή αποτελεσμάτων, δημιουργήθηκε ένα νέο θεματικό επίπεδο (shapefile) όπου απεικονίζονται οι ισοϋψείς ανά 100 μέτρα. Αυτό πραγματοποιήθηκε με την εντολή Merge από την εργαλειοθήκη του Data Management Tools. Υδρογραφικό Δίκτυο είναι shp τύπου polyline. Το συγκεκριμένο shapefile, αποτελεί το υδρογραφικό δίκτυο ολόκληρου του νομού των Τρικάλων. Για να βγει το υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής μελέτης, ενώθηκαν όλα τα φύλλα των τοπογραφικών χαρτών της ΓΥΣ (Δεσκάτην, Αγιόφυλλον, Παναγιά, Καλαμπάκα και Τρίκαλα), εντοπίστηκε η θέση του ποταμού και έπειτα επιλέχθηκαν όλα τα υπόλοιπα τμήματα υδρογραφικού δικτύου (εκτός Ληθαίου) και διαγράφηκαν. Στο attribute table έχουν δημιουργηθεί 2 στήλες όπου καταγράφονται η τάξη και ο αριθμός του κάθε κλάδου (η αρίθμηση έχει γίνει σύμφωνα με το σύστημα Strahler 1957) και το μήκος κάθε κλάδου Λεκάνες απορροής είναι shp polygon. Για τη δημιουργία αυτού του shapefile, έγινε πρώτα ο εντοπισμός των λεκανών των κλάδων 4 ης τάξης σε έντυπη μορφή. Έπειτα έγινε σάρωση του υδρογραφικού δικτύου με τις λεκάνες και 44

στη συνέχεια έγινε γεωαναφορά του μέσω ArcGis. Ακολούθησε, η ψηφιοποίηση των λεκανών και δημιουργήθηκε το shapefile basin 4.shp. Στον πίνακα περιγραφών (attribute table) του basin 4.shp υπάρχουν οι εξής στήλες: Αρίθμηση λεκανών: πόσες λεκάνες υπάρχουν στην 4 η τάξη, Εμβαδό: εμβαδόν της κάθε λεκάνης, Αριθμός κλάδων: πόσους κλάδους περιέχει η κάθε λεκάνη Μήκος ισοϋψών: όπου περιλαμβάνει το μήκος των ισοϋψών που βρίσκονται μέσα στην λεκάνη Μήκος κλάδων: όπου περιλαμβάνει το μήκος των κλάδων που βρίσκονται μέσα στην λεκάνη Επιπλέον σε αυτό το shapefile έχουν υπολογιστεί η υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα, η κλίση των κλιτύων. Γεωλογία είναι shp polygon. Αυτό το shapefile περιέχει τη γεωλογία για όλο το νομό Τρικάλων. Για τη δημιουργία του (shp) της γεωλογίας όπου απεικονίζονται οι γεωλογικοί σχηματισμοί της περιοχής μελέτης, χρησιμοποιήθηκε η εντολή Clip από την εργαλειοθήκη του Analysis Tools. Σαν εισαγωγικό αρχείο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η εκτέλεση της εντολής είναι η λεκάνη της 7 ης τάξης. Ψηφιακό Μοντέλο Εδάφους (ΨΜΕ): Το ΨΜΕ της περιοχής μελέτης δημιουργήθηκε από την εντολή Topo to Raster της εργαλειοθήκης 3D Analyst Tools, χρησιμοποιώντας το αρχείο των ισοϋψών καμπυλών (contours.shp). Το ΨΜΕ έχει ανάλυση 25 25 εικονοστοιχείων. Για τους χάρτες της υδρογραφικής πυκνότητας, συχνότητας και κλίσεων κλυτίων, επειδή οι τιμές είναι συνεχείς χρειάζεται να τις κατηγοριοποιήσουμε σε ομάδες. Εξ ορισμού το ArcGIS χρησιμοποίει τη μέθοδο Natural Breaks, η οποία αναπτύχθηκε από τον Jenks και δημιουργεί κατηγορίες από συνεχείς τιμές, με βάση την ομαδοποίηση των τιμών και τις ασυνέχειες τους. Επομένως, επιλέγοντας τον αριθμό των κατηγοριών (4 κατηγορίες), το ArcGIS κατασκεύασε τους αντίστοιχους χάρτες. Οι περιοχές με την μεγαλύτερη τιμή εμφανίζονται με καφέ χρώμα ενώ οι περιοχές με τις μικρότερες τιμές με κίτρινο. Για να οργανωθούν τα δεδομένα πρέπει να ορισθεί ένα κοινό σύστημα συντεταγμένων. Το σύστημα συντεταγμένων που χρησιμοποιήθηκε είναι το 45

ΕΓΣΑ 87. Με την εισαγωγή του χάρτη στο Arc Map επιλέγονται τέσσερα σημεία γνωστών συντεταγμένων από τον τοπογραφικό χάρτη και στην συνέχεια γίνεται η αγκίστρωση του. Με αυτό τον τρόπο οι συντεταγμένες του χάρτη (Χ,Ψ) μετατρέπονται σε συντεταγμένες του συστήματος (χ,ψ). Η διαδικασία της ψηφιοποίησης πραγματοποιήθηκε χειροκίνητα. Μετά από κάθε ψηφιοποίηση γεωγραφικού στοιχείου ενός θεματικού επιπέδου γίνεται η ανάθεση των τιμών στον πίνακα περιγραφικών χαρακτηριστικών. Το λογισμικό ArcGis 10.3.1 διαθέτει διάφορες λειτουργίες που αφορούν την ανάλυση του χώρου όπως: ταυτότητα (identity), ένωση (union), τομή (intersect), διαμελισμός (split), κόψιμο (clip), κ.α. 46

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ 5.1 ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ Η μελέτη των υδρογραφικών δικτύων έχει μεγάλη σημασία διότι περιέχει πληροφορίες για την γεωμορφολογική και τεκτονική εξέλιξη μιας περιοχής. Οι παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την ανάπτυξη ενός υδρογραφικού δικτύου είναι η τοπική μορφολογία, που έχει καθοριστεί από την τεκτονική δομή και την φύση των πετρωμάτων. Η τεκτονική δομή είναι εκείνη που καθορίζει τη διεύθυνση ροής των ποταμών. Το απότομο πολυσχιδές και τραχύ ανάγλυφο των ορεινών περιοχών και οι ραγδαίες βροχοπτώσεις εντός των λεκανών απορροής δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για τον σχηματισμό χειμάρρων. Ο τύπος του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού είναι σύνθετος. Στο μεγαλύτερο τμήμα του είναι κλιμακωτός, ενώ σε άλλα τμήματά του είναι ορθογώνιος (στο δυτικό τμήμα και στη βορειοανατολική απόληξή του) και δενδριτικός (στο κεντρικό του τμήμα). 47

Εικόνα 9: Δενδριτικός τύπος. Πηγή: Καρύμπαλης Ε., Σημειώσεις εργαστηριακών ασκήσεων. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Τμήμα Γεωγραφίας./Ιδία επεξεργασία. Εικόνα 10: Ορθογώνιος τύπος. Πηγή: Καρύμπαλης Ε., Σημειώσεις εργαστηριακών ασκήσεων. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Τμήμα Γεωγραφίας./Ιδία επεξεργασία. 48

Εικόνα 11: Κλιμακωτός τύπος Πηγή: Καρύμπαλης Ε., Σημειώσεις εργαστηριακών ασκήσεων. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Τμήμα Γεωγραφίας./Ιδία επεξεργασία. Η κλιμακωτή και ορθογώνια μορφή του είναι αποτέλεσμα τεκτονικών διεργασιών ενώ η σύνθετη μορφή του οφείλεται στην πολύπλοκη γεωλογική δομή και τη σύνθετη γεωμορφολογική εικόνα της περιοχής. Το νότιο τμήμα της λεκάνης εμφανίζει διαφορές σε σχέση με την υπόλοιπη λεκάνη απορροής του Ληθαίου, καθώς η αποστράγγιση της γινόταν στο παρελθόν μέσω της ελώδους περιοχής, η οποία εκτεινόταν στο τμήμα αυτό. Η ύπαρξη του έλους διαπιστώθηκε από τον πρώτο τοπογραφικό χάρτη της περιοχής, που σχεδιάστηκε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, φύλλο «Άρτα Τρίκαλα Καρδίτσα», κλίμακας 1: 200.000, έκδοσης 1881 (Χρυσοχόου, 1881). Τελικός αποδέκτης της περιοχής αυτής είναι ο Ληθαίος ποταμός. Ο Ληθαίος ποταμός εμφανίζει μια σχεδόν παράλληλη διεύθυνση ανάπτυξης με τον Πηνειό ποταμό, τόσο κατά την πορεία τους στη λεκάνη της Καλαμπάκας, όσο και μετά τη στροφή τους στην πεδιάδα των Τρικάλων, μέχρι την συμβολή τους στο ύψος των Γεωργανάδων (Μπαθρέλλος, 2005). Η γενική διεύθυνση της ανάπτυξης του Ληθαίου ποταμού είναι ΒΑ ΝΔ, μέχρι τη Θεόπετρα και μετά την έξοδο του στην πεδιάδα της Καλαμπάκας. Στη Θεόπετρα η κοίτη του στρέφεται και αποκτά διεύθυνση ΒΔ ΝΑ και στην πόλη των Τρικάλων επαναστρέφεται και αποκτά διεύθυνση ΔΒΔ ΑΝΑ και εκβάλει στον Πηνειό ποταμό λίγο έξω από τα Τρίκαλα, σε υψόμετρο 110 μ. περίπου (Μοράκης, 49

2004). Διακρίνεται σε τρεις γεωμορφολογικές ενότητες, άνω και μέσο ρους και εκβολές. Το Άνω ρους είναι το τμήμα του ποταμού που βρίσκεται πιο κοντά στις πηγές του. Σε αυτό το τμήμα παρατηρούνται μεγάλες κλίσεις, με αποτέλεσμα τα νερά να κυλάνε με πολύ μεγάλη ταχύτητα δημιουργώντας έτσι, φαράγγια και καταρράκτες κυρίως σε πετρώδη εδάφη. Χαρακτηριστικά του άνω ρου των ποταμών είναι: Γρήγορη και ταραχώδης ροή Εκτεταμένη διάβρωση Χαμηλές θερμοκρασίες Εικόνα 12 Οι πηγές του Ληθαίου στη Νέα Ζωή Πηγή: (Ληθαίος το ποτάμι της πόλης μας). Στο μέσο ρους οι κλίσεις είναι μικρές και τα εδάφη πεδινά, οπότε η ταχύτητα των νερών μειώνεται. Το ποτάμι περιέχει περισσότερο νερό, και αυτό οφείλεται στο ότι τα ποτάμια, χείμαρροι και παραπόταμοί του έχουν ενωθεί μαζί του. Γι αυτό το φορτίο του είναι μεγαλύτερο. Το νερό όμως, επειδή κινείται αργά, δεν έχει την ικανότητα να μεταφέρει όλο το φορτίο. Έτσι, ένα μέρος του, το πιο βαρύ, αποτίθεται στην κοίτη του ποταμού και μένει εκεί. Η ταχύτητα του νερού είναι διαφορετική στις δύο όχθες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να διαβρώνεται η όχθη, που έχει τη μεγαλύτερη ταχύτητα ροής, οπότε το ίζημα μεταφέρεται στην απέναντι. Σχηματίζοντας με αυτόν τον τρόπο μαιάνδρους και ποταμονησίδες. Στο μεσαίο τμήμα του ποταμού 50

παρατηρείται διαφοροποίηση των ειδών χλωρίδας και πανίδας, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας των νερών σε θρεπτικά στοιχεία. Τέλος, οι εκβολές ενός ποταμού είναι το χαμηλότερο και πιο διαπλατυσμένο τμήμα της κοίτης, το σημείο που ο ποταμός εκβάλλει (στην συγκεκριμένη περίπτωση στον Πηνειό ποταμό). Το ποτάμι κυλάει ακόμη πιο αργά, αποθέτοντας το λεπτόκοκκο φορτίο του. Στο Ληθαίο ποταμό συμβάλλουν πολλά μικρά ρέματα όπως Αβδέλω, Αγοραστό, Αϊλία, Αρκουδόρεμα, Ασμάνι, Βλαχοπλατανιά, Βολόλακα, Γάτας, Κρανόρεμα, Γομαρόστρατα, Καβρόλακκος, Κρανιάς, Κρυβοσάντια, Λεϊμόνας, Μέτσοβο, Μπιστιριά, Ξηρόλακκος, Πλαγγερό, Τραπέζιο και Τσοπράνα. 51

Εικόνα 13 Χάρτης του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού (Πηγή: ιδία επεξεργασία) Εικόνα 14 Χάρτης με την αρίθμηση των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού κατά STRAHLER, 1952 (Πηγή: ιδία επεξεργασία) 52

5.2 ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ Κατά την εξέλιξη ενός τυπικού ποτάμιου κύκλου τα χαρακτηριστικά ενός υδρογραφικού δικτύου διαφοροποιούνται ανάλογα με το στάδιο εξέλιξης που βρίσκεται αυτό. Στο στάδιο της ωριμότητας συχνά λαμβάνουν χώρα πειρατείες οι οποίες αφορούν στη σύλληψη των υδάτων ενός υδρογραφικού δικτύου από ένα γειτονικό του. Κυρίως οφείλονται στα διαφορετικά υψόμετρα των βασικών επιπέδων των δύο λεκανών απορροής, με τον πειρατή ποταμό να έχει χαμηλότερο βασικό επίπεδο. Η πειρατεία οδηγεί στη δημιουργία μεγαλύτερου δικτύου και συμβαίνει συνήθως σε ορεινές περιοχές με έντονο ανάγλυφο, διαφοροποιήσεις στη λιθολογία ή/και ρηξιγενή τεκτονισμό. Επιτυγχάνεται κυρίως με οπισθοδρομούσα ή πλευρική διάβρωση (Lauder W.R. 1968, Sala Μ. 2004). Εικόνα 15: Πειρατεία υδρογραφικού δικτύου Ληθαίου ποταμού. Πηγή: Ιδία επεξεργασία Από το υδρογραφικό δίκτυο των κοιτών της περιοχής μελέτης παρατηρείται μία περιοχή πειρατείας στους κλάδους της τέταρτης τάξης. Στο ΝΑ τμήμα της 53

υδρολογικής λεκάνης 4 ης τάξης (Νο 21), όπου ενώ οι κλάδοι του δικτύου έχουν μια πορεία από Δ προς Α αποκόπτονται και στρέφονται με μια γωνία περίπου 60 μοιρών προς τα ΒΔ. 54

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ 6.1 ΓΕΝΙΚΑ Ορισμένοι από τους παράγοντες που επηρεάζουν τις συνθήκες ροής των υδρογραφικών δικτύων είναι: η λιθολογία, η τεκτονική, οι κλίσεις του γήινου ανάγλυφου, το κλίμα (διακυμάνσεις θερμοκρασίας, η υγρασία), οι ανθρώπινες επεμβάσεις (οικιστική ανάπτυξη, επέκταση οδικού δικτύου) κ.α. Η εξέλιξη ενός υδρογραφικού δικτύου όπως είναι φυσικό επηρεάζεται και ελέγχεται από την οποιαδήποτε μεταβολή ενός ή περισσοτέρων από τους παράγοντες αυτούς (Παυλόπουλος, 2011). Όπως έχει αναφερθεί η ποσοτική γεωμορφολογική ανάλυση του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού προϋποθέτει την μέτρηση και τον υπολογισμό μορφομετρικών παραμέτρων και δεικτών των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου και των λεκανών απορροής τους, την στατιστική τους επεξεργασία και τον προσδιορισμό μορφομετρικών παραμέτρων και δεικτών των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου και των λεκανών απορροής τους. 55

6.2 ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΥΔΡΟΓΑΦΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΚΑΤΑ HORTON 6.2.1 OI NOMOI TOΥ HORTON O Horton, (1945) πρώτος υποστήριξε ότι η ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου υπάγεται σε ορισμένους φυσικούς νόμους. Έχοντας ως κύριο σκοπό να απλοποίηση τα σύνθετα υδρολογικά φαινόμενα σε λίγα μετρούμενα μεγέθη, δημιούργησε ταυτόχρονα μια ικανή θεωρητική βάση για την υδρολογική προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν κάποια αμετάβλητα χαρακτηριστικά υδρολογικών λεκανών που συσχετίζονται με την απόκριση της. Τα μεγέθη αυτά έχουν τη δυνατότητα να υπολογίσουν την επιφανειακή απορροή. Με αυτό το σκεπτικό διατύπωσε τρείς νόμους οι οποίοι χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των παραμέτρων αποστραγγιστείς της υδρογραφικού δικτύου. 6.2.2 1 ος ΝΟΜΟΣ TOΥ HORTON (ΣΧΕΣΗ ΑΡΙΘΜΟΥ ΚΛΑΔΩΝ) Ο πρώτος νόμος του Horton, αναφέρεται ότι ο αριθμός των διαδοχικά μικρότερης τάξης κλάδων της υδρογραφικού δικτύου, τείνει να σχηματίσει μια αύξουσα γεωμετρική ακολουθία, της οποίας πρώτος όρος είναι η μονάδα και λόγος, ο λόγος διακλάδωσης (Rb). Για την διερεύνηση της σχέσεις μεταξύ του αριθμού των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού μετρήθηκε ο αριθμός των κλάδων ανά τάξη (Nu) και υπολογίστηκαν οι λόγοι διακλάδωσης (Rb), ο ιδανικός αριθμός κλάδων κάθε τάξης και τα ποσοστά απόκλισης των πραγματικών από τις ιδανικές τιμές (Πίνακας ), επίσης σχεδιάστηκε και η γραφική παράσταση της σχέσης πραγματικών ιδανικών τιμών. 56

Όπου: Nu: ο αριθμός των κλάδων τάξης u K: η μέγιστη τάξη U: η ζητούμενη τάξη Rb: ο λόγος διακλάδωσης Τάξη u Αριθμός κλάδων Nu Λόγος διακλάδωσης Rb Μέσος λόγος διακλάδωσης Rb Ιδανικός αριθμός κλάδων Απόκλιση % από την ιδανική τιμή I 1579 1838-14,10% II 360 4,4 525-31,42% III 87 4,1 150-42% IV 21 4,1 3,5 43-51,16% V 6 3,5 12-50% VI 3 2 4-25% VII 1 3 1 0% Πίνακας 4:Σχέση μεταξύ του αριθμού των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού και των ιδανικών τιμών κατά Horton, ανά τάξη. Από τον παραπάνω πίνακα παρατηρείται πως οι κλάδοι πρώτης τάξης του υδρογραφικού δικτύου δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένοι καθώς απέχουν από τις ιδανικές τιμές. Αυτό συμβαίνει πιθανώς επειδή το υδρογραφικό δίκτυο της πρώτης τάξης του Ληθαίου ποταμού, δεν έχει προλάβει να αποκτήσει την ιδανική ανάπτυξη από πλευράς πλήθους κλάδων. Από αυτό συμπεραίνεται πως οι κλάδοι της πρώτης τάξης είναι σε εξέλιξη και πως το δίκτυο βρίσκεται στο στάδιο νεότητας 2. Το ίδιο 2 Κύρια χαρακτηριστικά: είναι η γρήγορη μεταβολή της μορφής του αναγλύφου. Κοιλάδες σχήματος V Μεγάλες ταχύτητες ροής (μεγάλη μεταφορική ικανότητα των κλάδων) Καταρράκτες Δεν υπάρχουν πλημμυρικές πεδιάδες Υδροκρίτες μεγάλου εύρους σχετικά επίπεδες μεσοποτάμιες περιοχές και μη καλά διαμορφωμένες από τη διάβρωση 57

Αριθμός κλάδων ισχύει για όλους τους κλάδους των υπόλοιπων τάξεων, αφού οι αποκλίσεις τους παρουσιάζονται αρνητικές. Όλο το δίκτυο του Ληθαίου βρίσκεται σε στάδιο νεότητας. Εξαίρεση αποτελεί ο κλάδος VII ης τάξης, ο οποίος είναι σε στάδιο ωριμότητας. 10000 1000 100 10 1 1838 525 1579 150 360 43 87 12 21 4 6 1 3 I II III IV V VI VII Τάξεις (u) Αριθμός κλάδων (Nu) Ιδανικός αριθμός κλάδων Διάγραμμα 4: Γραφική παράσταση των αποκλίσεων του αριθμού των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού από τις ιδανικές τιμές ανά τάξη. Πηγή: Ιδία επεξεργασία Οι κοιλάδες εκβαθύνονται Γρήγορη μεταβολή αναγλύφου. 58

6.2.3 2 ος ΝΟΜΟΣ TOΥ HORTON (ΣΧΕΣΗ ΜΕΣΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΚΛΑΔΩΝ) Ο δεύτερος νόμος του Horton, αναφέρεται στο μήκος των κλάδων ενός υδρογραφικού δικτύου. Η εφαρμογή του νόμου οδήγησε σε παρατηρήσεις σχετικά με τη σχέση μεταξύ του μέσου μήκους των κλάδων ανά τάξη του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού. Σύμφωνα με το 2 νόμο:tα μέσα μήκη των διαδοχικά μεγαλύτερης τάξης κλάδων ενός υδρογραφικού δικτύου τείνουν να σχηματίσουν μια αύξουσα γεωμετρική ακολουθία, της οποίας πρώτος όρος είναι το μέσο μήκος των κλάδων πρώτης τάξης και λόγος, ο λόγος του μήκους (Κ. Παυλόπουλος, Ε. Καρύμπαλης, 2003). Ο νόμος αυτός εφαρμόστηκε με δύο τρόπους. Αρχικά χρησιμοποιώντας τα καθαρά μήκη των κλάδων και στην συνέχεια τα αθροιστικά μήκη ανά τάξη. Για τη διερεύνηση της σχέσης αυτής του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού κατασκευάσθηκαν ο Πίνακας 6, ο οποίος περιλαμβάνει τα μέσα «καθαρά» μήκη των κλάδων ανά τάξη, τους λόγους μήκους (RL) και τις αποκλίσεις των πραγματικών από τις ιδανικές τιμές κατά Horton, και η γραφική παράστασή του είναι: Όπου: Lu: το μέσο μήκος των κλάδων τάξης u L1: το μέσο μήκος κλάδων 1ης τάξης U: η ζητούμενη τάξη RL: ο λόγος του μήκους 59

Τάξη (u) Μέσο Μέσος Ιδανικό Απόκλιση μήκος (Lu) Λόγος μήκους (R L ) λόγος μήκους μήκος κλάδων σε (%) από την ιδανική τιμή (R L ) km Ι 0,24 0,24 0% ΙΙ 0,49 2,04 1,02-51,96 ΙΙΙ 1,05 2,14 4,37-75,97% ΙV 2,84 2,7 4,27 18,68-84,80% V 3,44 1,21 79,78-95,69% VI 2,59 0,75 340,68-99,23% VII 43,47 16,8 1454,72-97,01% Πίνακας 5:Σχέση μεταξύ του μέσου «καθαρού» μήκους των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού και των ιδανικών τιμών κατά Horton ανά τάξη. Συγκρίνοντας το μέσο μήκος των κλάδων ανά τάξη με τις ιδανικές τιμές, σύμφωνα με το νόμο του Horton, παρατηρείται ότι υπάρχει μεγάλη αρνητική απόκλιση μεταξύ τους. Οι αρνητικές αποκλίσεις οφείλονται, όπως και προηγουμένως, στο στάδιο νεότητας, στο οποίο βρίσκεται ο ποταμός καθώς και στην τεκτονική και λιθολογική δομή της περιοχής. Σημαντικό ποσοστό της VΙ ης τάξης και ένα μικρό ποσοστό μήκους κλάδων II ης και III ης τάξης, απορρέει απευθείας στην κεντρική κοίτη του ποταμού. Την μεγαλύτερη απόκλιση από την ιδανική τους τιμή παρουσιάζουν οι τρεις τελευταίοι κλάδοι (V η, VI η VII η τάξη), με μεγαλύτερο αυτό της VI ης τάξης (-99,23%). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο κλάδος αυτός συμβάλλει απευθείας με την κεντρική κοίτη του ποταμού (VII ης τάξης) και δεν έχει αποκτήσει το ικανοποιητικό μήκος ακόμα. Το ίδιο παρατηρείται και στους υπόλοιπους κλάδους απλά όχι σε τόσο μεγάλο ποσοστό. 60

Μέσο μήκος κλάδων 10000 1000 100 10 1 0,1 1454,72 340,68 79,78 18,68 43,47 4,37 1,02 2,59 1,05 2,84 3,44 I II III IV V VI VII 0,24 0,49 Τάξη (u) Μέσο μήκος κλάδων (km) Ιδανικό μήκος κλάδων (km) Διάγραμμα 5: Γραφική παράσταση των αποκλίσεων του μέσου «καθαρού» μήκους των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού από τις ιδικές τιμές ανά τάξη. Πηγή: Ιδία επεξεργασία 61

6.2.4 2 ος ΝΟΜΟΣ TOΥ HORTON (ΣΧΕΣΗ ΜΕΣΟΥ«ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΟΥ» ΜΗΚΟΥΣ ΚΛΑΔΩΝ) Για τη μελέτη της σχέσης μεταξύ του «αθροιστικού» μήκους των κλάδων ανά τάξη ώστε να συγκριθούν οι παράμετροι μήκους και εμβαδού, υπολογίστηκαν τα μέσα «αθροιστικά» μήκη. Τάξηu Μέσο «αθροιστικό» μήκος κλάδων σε km (L U ) Λόγος «αθροιστικού» μήκους (R L ) Μέσος λόγος «αθροιστι κού» μήκους Ιδανικός «αθροιστικό» μήκος κλάδων σε km Απόκλισ η % από την ιδανική τιμή (R L ) I 0,24 0,24 0% 3 II 0,73 0,65 12,30 2,44 III 1,78 1,75 5,25 IV 4,62 2.60 2,7 4,72-2,12 1,74 V 8,06 12,7-36,53 VI 10,65 1.32 34,43-69,07 5,08 VII 54,12 92,98-41,79 Πίνακας 6: Σχέση μεταξύ του μέσου «αθροιστικού» μήκους των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού και των ιδανικών τιμών κατά Horton ανά τάξη. Η μεγαλύτερη απόκλιση, εδώ εμφανίζεται στην IIΙ η τάξη (5,25%). Από την σύγκριση των αποτελεσμάτων της εφαρμογής του 2 ου νόμου χρησιμοποιώντας καθαρά και αθροιστικά μήκη, παρατηρούνται μεταβολές στις απόλυτες τιμές των αποκλίσεων των πραγματικών τιμών από τις ιδανικές. Οι μεγάλες αρνητικές αποκλίσεις, αποτελούν κι εδώ ένδειξη του σταδίου νεότητας που διανύουν οι επιμέρους λεκάνες του υδρογραφικού δικτύου, με εξαίρεση των λεκανών της ΙΙ ης και ΙΙΙ ης τάξης. Συγκρίνοντας τους πίνακες των «καθαρών» και «αθροιστικών» μηκών των κλάδων, παρατηρείται ότι οι μέσοι λόγοι μήκους μειώθηκαν. Όσον αφορά τις αποκλίσεις από τις ιδανικές τιμές παρατηρείται μείωση της απόλυτης τιμής τους, 62

Μήκος κλάδων εκτός από την απόλυτη τιμή του κλάδου της ΙΙI ης τάξης. Η μεγαλύτερη απόκλιση παρουσιάζεται στην απόλυτη τιμή του κλάδου της ΙΙI ης τάξης (171,43%). Οι αποκλίσεις όλων των τάξεων είναι αρνητικές, εκτός από την ΙΙ η και την ΙΙΙ η τάξη, όπου οι τιμές εμφανίζονται θετικές. 100 12,7 92,98 34,43 54,12 10 1 1,75 4,72 4,62 8,06 10,65 0,65 1,78 I II III IV V VI VII 0,73 Μέσο μήκος κλάδων (km) Ιδανικό μήκος κλάδων (km) 0,1 0,24 Τάξη (u) Διάγραμμα 6: Γραφική παράσταση των αποκλίσεων του μέσου «αθροιστικού» μήκους των κλάδων υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού από τις ιδανικές τιμές, ανά τάξη. Πηγή: Ιδία επεξεργασία 63

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΡΦΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ Η ανάλυση των μορφομετρικών παραμέτρων της υδρογραφικής πυκνότητας, συχνότητας και κλίσης, έγινε μόνο για τις λεκάνες απορροής 4 ης τάξης, λόγο του μεγάλου πλήθους λεκανών 1ης τάξης. Ο παρακάτω χάρτης παρουσιάζει τις λεκάνες στις όποιες υπολογίστηκαν και μελετήθηκαν οι μορφομετρικοί παράμετροι (εικόνα 15). Εικόνα 16: Χάρτης αρίθμησης λεκανών απορροής 4 ης τάξης του Ληθαίου ποταμού. Πηγή: Ιδία επεξεργασία 64

Εικόνα 17: Χάρτης εμβαδού λεκανών απορροής 4 ης τάξης του Ληθαίου ποταμού. Πηγή: Ιδία επεξεργασία Στον παραπάνω χάρτη (εικόνα 16) εμφανίζεται το εμβαδό το λεκανών σε τέσσερις κατηγορίες: πολύ μικρή, μικρή, μεγάλη και πολύ μεγάλη. Οι περισσότερες λεκάνες ανήκουν στις δύο μεσαίες κατηγορίες, ενώ οι λιγότερες ανήκουν στην κατηγορία με το μικρότερο εμβαδό. Οι λεκάνες με το μεγαλύτερο εμβαδό, παρατηρούνται στο κεντρικό και βόρειο τμήμα του χάρτη. 65

Λεκάνες 4 ης τάξης Μήκος κλάδων(km) Αριθμός κλάδων Μήκος ισοϋψών(km) 1 6,81721 20 23,302814 2 20,08273 52 65,568348 3 6,65 32 15,873739 4 12,35632 44 40,14391 5 41,03256 136 232,309959 6 22,00364 65 104,80577 7 42,77055 148 207,257203 8 35,25854 117 170,743332 9 62,81359 165 295,992112 10 19,25 46 94,63406 11 14,96971 40 84,626168 12 26,07845 79 95,855417 13 13,82542 49 53,283427 14 11,92519 54 32,739495 15 16,91914 54 48,313649 16 25,59827 78 57,793254 17 15,36081 41 35,432841 18 45,59919 146 143,667131 19 34,9784 102 134,129375 20 33,35559 89 153,778767 21 14,63389 27 56,315146 Πίνακας 7: Αναλυτικά χαρακτηριστικά λεκανών 4ης τάξης. Πηγή: Ιδία επεξεργασία 66

7.1 ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ (DRAINAGE DENSITY) Υδρογραφική πυκνότητα (D) ενός υδρογραφικού δικτύου ονομάζεται ο δείκτης που συγκρίνει την σχετική διαβρωτική δράση ή αλλιώς την ικανότητα διαβρωτικής δράσης των κοιτών των ποταμών μεταξύ των λεκανών απορροής. Ως υδρογραφική πυκνότητα (D), ορίζεται ο λόγος του συνολικού μήκους των κλάδων όλων των τάξεων (ΣL) προς το εμβαδόν (Ε) της λεκάνης απορροής του δικτύου. Η εξίσωση που δίνει την πυκνότητα είναι η εξής: Η υδρογραφική πυκνότητα μαζί με την υδρογραφική συχνότητα συνθέτουν την υδρογραφική υφή (drainage texture) μιας λεκάνης. Υψηλές τιμές πυκνότητας και συχνότητας είναι ένδειξη λεπτής υδρογραφικής υφής, ενώ χαμηλές τιμές υδρογραφικής πυκνότητας και συχνότητας χαρακτηρίζουν τραχεία υδρογραφική υφή. Οι παράμετροι της υδρογραφικής υφής εξαρτώνται από το κλίμα της περιοχής, τις φυσικές ιδιότητες του πετρώματος και του εδαφικού καλύμματος, τη βλάστηση και το ανάγλυφο. Εικόνα 18: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής της υδρογραφικής πυκνότητας του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού. Πηγή: Ιδία επεξεργασία 67

Οι τιμές της πυκνότητας του υδρογραφικού δικτύου, του Ληθαίου ποταμού, που εντάσσεται στις λεκάνες απορροής της 4 ης τάξης, έχουν μικρό εύρος και κυμαίνονται μεταξύ 0,92 και 14,60. Οι λεκάνες με την μεγαλύτερη πυκνότητα παρουσιάζονται στο κεντρικό τμήμα του χάρτη, καθώς και στο βορειοανατολικό και βορειοδυτικό τμήμα του. Εύλογο συμπέρασμα, αφού σε αυτά τα τμήματα παρατηρούνται κυρίως ψαμμίτες, οι οποίοι είναι αδιαπέρατα πετρώματα. Εν αντιθέσει, η μικρότερη πυκνότητα παρουσιάζεται στο βορειανατολικό τμήμα του χάρτη και ένα μικρό ποσοστό στο κεντρικό-ανατολικό τμήμα του, όπου συναντούνται κυρίως μάργες και μολάσσα, τα οποία συγκαταλέγονται στα διαπερατά πετρώματα και το νερό δε ρέει επιφανειακά αλλά κατεισδύει. 68

7.2 ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ (DRAINAGE FREQUENCY) Η συχνότητα (F) ενός υδρογραφικού δικτύου είναι ο λόγος του συνολικού αριθμού των κλάδων όλων των τάξεων (Ν) προς το εμβαδόν (Ε) της λεκάνης απορροής του δικτύου. Οι τιμές της υδρογραφικής συχνότητας εξαρτώνται μόνο από τον αριθμό των κοιτών ενός υδρογραφικού δικτύου. Είναι προφανές ότι η συχνότητα εξαρτάται μόνο από τον αριθμό των κοιτών. Η εξίσωση που δίνει την υδρογραφική συχνότητα είναι η εξής: Εικόνα 19: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής της υδρογραφικής συχνότητας του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού. Πηγή: Ιδία επεξεργασία Οι λεκάνες απορροής του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου έχουν μικρό εύρος και οι τιμές της υδρογραφικής συχνότητας κυμαίνονται μεταξύ 5,9 και 18,61. Οι μεγαλύτερες τιμές της συχνότητας, όπως απορρέει από τον παραπάνω χάρτη, παρατηρούνται στο κεντρικό τμήμα του χάρτη και ένα μικρό τμήμα στο δυτικό τμήμα του. Οι μικρότερες από την άλλη πλευρά, παρατηρούνται κυρίως στο νότιονοτιοανατολικό τμήμα και στο βορειοανατολικό του τμήμα. όπου κυριαρχούν οι ασβεστόλιθοι και οι σχιστόλιθοι. 69

7.3 ΚΛΙΣΗ ΚΛΙΤΥΩΝ ΛΕΚΑΝΗΣ ΑΠΟΡΡΟΗΣ (SLOPE OF THE VALLEY SIDES) Κλίση κλιτύων (S) της λεκάνης απορροής είναι ο λόγος του γινομένου του συνολικού μήκους των ισοϋψών καμπυλών (ΣΜ) (μίας συγκεκριμένης ισοδιάστασης που οριοθετούνται από τον υδροκρίτη της λεκάνης) επί την ισοδιάσταση (20m στη συγκεκριμένη περίπτωση) αυτή προς το συνολικό εμβαδόν (Ε) της λεκάνης. Η κλίση εκτιμά την τραχύτητα του αναγλύφου. Εκφράζεται επί τοις εκατό (%) και όσο πιο μεγάλη είναι η τιμή της τόσο πιο απότομο είναι το ανάγλυφο της κοιλάδας που έχει δημιουργήσει η κοίτη του συγκεκριμένου κλάδου. Η κλίση μιας λεκάνης απορροής εξαρτάται κυρίως από τον τεκτονισμό και τη λιθολογία, το κλίμα και τη βλάστηση της περιοχής μελέτης. Η εξίσωση που δίνει την κλίση είναι η εξής: Εικόνα 20: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής της υδρογραφικής κλίσης κλιτυών του υδρογραφικού δικτύου του Ληθαίου ποταμού. Πηγή: Ιδία επεξεργασία 70

Για τον Ληθαίο ποταμό οι τιμές της κλίσης κυμαίνονται από 17 έως 45. Οι μεγαλύτερες τιμές εντοπίζονται στο βόρειο τμήμα του παραπάνω χάρτη και οι μικρότερες νοτιοανατολικό και νοτιοδυτικό τμήμα του. Αυτό οφείλεται στην ύπαρξη των κροκαλοπαγών και ψαμμιτών στο βόρειο τμήμα του χάρτη και στην ύπαρξη μαργών και σύγχρονων προσχώσεων στο νοτιοανατολικό και νοτιοδυτικό τμήμα του αντίστοιχα. 71

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΕΙΟΒΕΛΤΙΩΤΙΚΑ ΕΡΓΑ 8.1 ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΛΗΘΑΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ Ήδη από τα αρχαία χρόνια, επειδή η ανθρωπότητα αναπτύχθηκε κοντά στα γλυκά νερά, τα ποτάμια χρησιμοποιούνται για μεταφορά και απόσπαση νερού, αλλά επίσης και ως αποθήκη αποβλήτων. Η διαχείριση των ποταμών, ανέκαθεν, συνδυαζόταν συχνά με μια ποικιλία παρεμβάσεων στο ποτάμιο σύστημα που αποσκοπεί να μεγιστοποιήσει τους υδάτινους πόρους, να επιτύχει προστασία από πλημμύρες, να αναπτύξει την αλιευτική δυνατότητα και αργότερα όλες τις ευκολίες αναψυχής. Παρ όλα αυτά, τέτοιου είδους διαχείριση ποταμών συχνά οδηγεί σε επιδείνωση του ποτάμιου οικοσυστήματος και της ποιότητας των υδάτων, στη μετακίνηση της χλωρίδας, στην εκδάσωση, στην αφαίρεση των υδάτων, στη ρύθμιση της ροής και στην ανάπτυξη ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στην ποτάμια λεκάνη. Οι περισσότερες δραστηριότητες οδηγούν σε ρύπανση των ποτάμιων υδάτων από ακραίες και μη ακραίες πηγές ρύπανσης (Angelidis et al., 1995). Η σταθερότητα του ποτάμιου οικοσυστήματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους εξωτερικούς παράγοντες όπως αστικά και βιομηχανικά απόβλητα, αγροτικά λιπάσματα, φυτοφάρμακα και εντομοκτόνα. Στις περιοχές της Μεσογείου, λόγω του εύκρατου κλίματος (υψηλές θερμοκρασίες και αραιές βροχοπτώσεις), παρατηρείται μια ποικιλία διαδικασιών, όπως διακυμάνσεις στην επιφανειακή ροή, ευτροφισμός και πλημμύρες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, βασικό παράγοντα εισαγωγής ανόργανου αζώτου και φωσφόρου, αποτελούν τα προϊόντα της διάβρωσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι στη Μεσόγειο, τα ποτάμια είναι πιο επιρρεπή σε εξωτερικούς παράγοντες, από άποψη εισαγωγής ρύπων και κλιματικών αλλαγών (Sawidis, 1997). Σημαντικό θέμα αποτελεί η ποιότητα των επιφανειακών υδάτων. Η αλλοίωση της ποιότητας των επιφανειακών νερών και της καταστροφής της χρησιμότητά τους για πόση, βιομηχανικές, αγροτικές, ψυχαγωγικές και άλλες χρήσεις, οφείλεται σε ανθρωπογενείς επιδράσεις (αστικές, βιομηχανικές, αγροτικές δραστηριότητες που οδηγούν στην υπερκατανάλωση των υδάτινων πηγών) και φυσικές διεργασίες (μεταβολές στα ιζήματα, διάβρωση των εδαφών). (Simeonov, 2003). Δείκτη περιβαλλοντικής ρύπανσης αποτελούν οι υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων στο νερό και στα υδάτινα ιζήματα, κατά κύριο λόγο σε βιομηχανικές και 72

πυκνοκατοικημένες περιοχές (Samanidou and Fytianos, 1987; Angelidis et al., 1995). Τα περισσότερα ιζήματα είναι εμπλουτισμένα σε βαρέα μέταλλα από αστικά και βιομηχανικά απόβλητα. Η χημεία των ρυπασμένων ιζημάτων είναι από τη φύση της σύνθετη, αφού η αναλογία των μετάλλων ποικίλλει σημαντικά (Samanidou and Fytianos, 1987). Οι μεταφερόμενοι ρύποι περιλαμβάνουν οργανική ύλη, θρεπτικά υλικά, εντομοκτόνα και βαρέα μέταλλα. Σημαντικά προβλήματα στο οικοσύστημα του υγροτόπου δημιουργούνται από τη ρύπανση που προέρχεται από τα εντομοκτόνα και τα βαρέα μέταλλα, λόγω των τοξικών τους επιδράσεων και της βιοαποικοδόμησής τους στη χλωρίδα και στην πανίδα. (Angelidis et al., 1995). Τα αιωρούμενα σωματίδια μπορεί να περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων, ωστόσο οι επιπτώσεις τους στους οργανισμούς, εξαρτώνται από τη διαθεσιμότητα, τις χημικές μορφές των μετάλλων, το χρόνο παραμονής και τις γεωχημικές διεργασίες (Samanidou and Fytianos, 1987). Η εξόρυξη μεταλλευμάτων έχει οδηγήσει σε συγκεντρώσεις ιχνοστοιχείων σε πολλά ποτάμια συστήματα ανά τον κόσμο, που ξεπερνούν κατά πολύ τα φυσικά, γνωστά επίπεδα (Burton et al., 2001). Η λεκάνη απορροής της Θεσσαλίας έχει γίνει θέμα πολλών υδρολογικών μελετών λόγω της μεγάλης της έκτασης, του γόνιμου εδάφους της, καθώς επίσης και για τις γεωργικές δυνατότητές της. Τα συμπεράσματα αυτών των μελετών υποδεικνύουν πως, το ιδιαίτερο γεωλογικό ανάγλυφο της πεδιάδας της Θεσσαλίας, η οποία περιβάλλεται από όρη που εμποδίζουν την κυκλοφορία του αέρα, δέχεται σημαντικές επιδράσεις από τις κλιματικές μεταβολές (Stamatis, 1999). Η ποιοτική σύσταση του ποταμού επηρεάζεται ιδιαίτερα από τις εντατικές αγροτικές εργασίες, τα αστικά λύματα και τα βιομηχανικά απόβλητα (Sawidis, 1997). Τέλος, σύμφωνα με μετρήσεις θρεπτικών αλάτων και βαρέων μετάλλων που έχουν γίνει στον ποταμό Ληθαίο, τον χαρακτηρίζουν σαν ένα μετρίως ρυπασμένο ποτάμι, με την εμφάνιση κάποιων υψηλών συγκεντρώσεων βαρέων μετάλλων και/ή οργανικών ρύπων σε συγκεκριμένα σημεία του ποταμού (Dassenakis et al., 1998). 73

8.2 ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ Η πεδινή περιοχή της πεδιάδας της Θεσσαλίας μαστιζόταν παλαιότερα από το έντονο πρόβλημα των πλημμύρων, χωρίς αυτό να έχει εξαλειφθεί εντελώς σήμερα, παρά την κατασκευή πολλών εγγειοβελτιωτικών έργων. Ο Δωρόθεος Σχολάριος, Μητροπολίτης Λάρισας, το 1877, στο σπάνιο βιβλίο του με τίτλο «Έργα και ημέραι - επιλογή αλληλογραφίας», περιγράφει τον Ληθαίο ως έναν ήρεμο και ομαλό ποταμό, ο οποίος χρησιμοποιούταν για μεταφορές, ύδρευση, άρδευση, καθαριότητα, όσο και για αναψυχή, χωρίς να υπάρχει κανένας κίνδυνος για την πόλη αλλά και τους κατοίκους της. Επί Τουρκοκρατίας και μέχρι τα νεότερα χρόνια, ο ποταμός πλημμύριζε με τα ορμητικά νερά του, την γύρω περιοχή προκαλώντας βιβλικές καταστροφές. Υπάρχουν πολλές ιστορικές αναφορές για πλημμύρες, (Οκτώβριος 1883, Μάιος & 1885, Ιανουάριος 1886 κ.α.), με σημαντικότερη την μεγάλη πλημμύρα του Ληθαίου ποταμού στις 4 Ιουνίου 1907. Στην πλημμύρα αυτή σημειώθηκαν μεγάλες καταστροφές στα Τρίκαλα και καταγράφηκαν αρκετοί θάνατοι και τραυματισμοί. Επίσης, τεράστιες ζημιές σημειώθηκαν σε ζωικό κεφάλαιο, σπίτια, καλλιέργειες και περιουσίες. Όταν αποσύρθηκαν τα νερά του Ληθαίου, τα Τρίκαλα παρουσίαζαν μια εικόνα βιβλικής καταστροφής. Όμως εκείνη η πλημμύρα αποδείχτηκε στη συνέχεια ευεργετική στην διαμόρφωση του σύγχρονου και ωραίου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Τρικάλων. Εικόνα 21: Καταστροφές από την πλημμύρα του Ληθαίου στις 4 Ιουνίου 1907. Πηγή: http://trikkipress.gr/wp-content/uploads/2014/06/lithaios_old-599x275.jpg 74

Όπως αναφέρει ο Θ. Τριαντάφυλλου (1976): «η πλημμύρα εκείνη έμεινε ιστορική. Από τότε, άλλη τέτοια καταστρεπτική πλημμύρα δεν καταγράφηκε. Πάντοτε όμως κάθε φθινόπωρο, με τα δυνατά πρωτοβρόχια, και κάθε άνοιξη, όταν έλιωναν τα χιόνια και ξεσπούσαν καταιγίδες και νεροποντές, τα νερά του Ληθαίου θύμωναν, ξεχείλιζαν αφρισμένα και πότε παρέσερναν γέφυρες και πότε κατέκλυζαν εκτάσεις στις συνοικίες. Όταν αγρίευε ο Ληθαίος, ο τελάλης γυρνούσε στους δρόμους και φώναζε: ακούτε. Τρικαλινοί, τα νερά του Ληθαίου υψώθηκαν και είναι φόβος να ξεχειλίσει...» Όλες όμως οι πλημμύρες του Ληθαίου οφείλονταν στην παρουσία του φράγματος στο Καραμανλή, η κατεδάφιση του οποίου αργότερα, από το Δήμαρχο Τρικάλων Γ. Κανούτα, μετά την πλημμύρα του 1907, έδωσε τέλος στις πλημμύρες. Λόγω των διαρρυθμιστικών έργων που έλαβαν χώρα στην κοίτη του Ληθαίου μεταπολεμικά τα ορμητικά ύδατά του σταμάτησαν να πλημμυρίζουν τις γύρω περιοχές. Επίσης, λόγω αυτών της κατασκευής φράγματος (1936 1939) μεταξύ Θεόπετρας και Αγ. Θεοδώρων, η ροή του ποταμού Ληθαίου κατευθύνθηκε (μέσω διανοιχθέντος καναλιού) προς τον Πηνειό, όπου και εκβάλει. Η χρήση του φράγματος αυτού, καθίσταται ουσιαστική σε περίπτωση μεγάλης παροχής του Ληθαίου ποταμού ή σε υπερχείλισης του. Επιπροσθέτως σε όλη την πεδινή έκταση κατασκευάστηκαν εγγειοβελτιωτικά έργα και κανάλια, όπως θα αναφερθεί στο επόμενο κεφάλαιο, με τα οποία ελαττώθηκε, αλλά δεν εξαλείφθηκε ο κίνδυνος μιας καταστροφικής πλημμύρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πλημμύρες αν και καταστροφικές, είναι κατά μία έννοια ευπρόσδεκτες από τον αγροτικό πληθυσμό, λόγω του ότι εμπλουτίζονται τα αγροτικά κτήματα με νέο επιφανειακό υλικό και αναζωογονείται το εδαφικό κάλυμμα με πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά έδαφος (Μπαθρέλλος, 2005). 75

8.3 ΕΓΓΕΙΟΒΕΛΤΙΩΤΙΚΑ Οι μεγάλες καταστροφές, που προκάλεσαν κατά καιρούς οι πλημμύρες στις κατοικημένες περιοχές και στις αγροτικές καλλιέργειες, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται περιουσίες και να χάνονται ανθρώπινες ζωές, κάποιες φορές οδήγησαν στην αφύπνιση της κοινής γνώμης για την κατασκευή ορισμένων εγγειοβελτιωτικών έργων, τα οποία θα απέτρεπαν τις καταστροφές αυτές. Η αφύπνιση της κοινής γνώμης των πολιτών και των τοπικών αρχών, οδήγησε στη λήψη απόφασης, στο να γίνουν κάποιες παρεμβατικές κινήσεις για τη λύση του προβλήματος (Βαρελάς, 1993). Ένας επιπλέον παράγοντας που συνηγόρησε στη λήψη της απόφασης αυτής ήταν και η έλλειψη επαρκών υδατικών αποθεμάτων κατά τη θερινή κυρίως περίοδο του έτους, τόσο για τις ανάγκες της ύδρευσης όσο και της άρδευσης, παρόλο τον πλούτο του νομού σε νερά. Μετά την πλημμύρα του 1907 έγινε η κατεδάφιση του φράγματος στο Καραμανλή, το οποίο βρισκόταν στο ύψος του σημερινού βιολογικού καθαρισμού της πύλης των Τρικάλων, από το Δήμαρχο Γ. Κανούτα, και το οποίο ευθυνόταν σε μεγάλο βαθμό για τα πολλά θύματα και τις μεγάλες καταστροφές που προξένησε η πλημμύρα. Σύμφωνα με αναφορές, τα νερά έφταναν κατά τη διάρκεια της μεγάλης πλημμύρας, μέχρι το φράγμα αυτό και μη μπορώντας να συνεχίσουν την πορεία τους, επέστρεφαν πίσω κατακλύζοντας όλους τους συνοικισμούς της πόλης και συνέχιζαν την πορεία τους προς την υπόλοιπη θεσσαλική πεδιάδα, ακολουθώντας το ρου του Πηνειού ποταμού, και με τελική κατάληξη τους τη θάλασσα (Μπαθρέλλος, 2005). Ένα ακόμη αντιπλημμυρικό έργο, είναι η κατασκευή ενός φράγματος (1936-1939), μεταξύ Θεόπετρας και Αγίων Θεοδώρων (Εικόνα #), το οποίο διοχετεύει μέρος των νερών του Ληθαίου προς τον Πηνειό μέσω διανοιχθέντος καναλιού. 76

Εικόνα 22: Φράγμα μεταξύ Θεόπετρας και Αγίων Θεοδώρων, που διοχετεύει, μέσω καναλιού, μέρος των νερών του Ληθαίου προς τον Πηνειό ποταμό. Πηγή: http://3.bp.blogspot.com/- q2l7pgokfgy/ubcramhi7yi/aaaaaaaaucw/qk7hec4niac/s1600/fragma.jpg Η χρήση του φράγματος αυτού καθίσταται σημαντική σε περίπτωση μεγάλης παροχής του Ληθαίου ή σε περίπτωση υπερχείλισης του. Το τεχνητό κανάλι είναι κατάλληλα διαμορφωμένο με πλαϊνά αναχώματα, μεγάλου βάθους, που υπερβαίνει τα τέσσερα μέτρα από τον πυθμένα του έως την κορυφή των αναχωμάτων και κοίτη πλάτους μεγαλύτερη των δέκα μέτρων. Το κανάλι αυτό ξεκινά από την Θεόπετρα, ακολουθεί τη ροή του Ληθαίου και καταλήγει λίγο πριν την Περιστέρα. 77

Εικόνα 23: Το κανάλι το οποίο παροχετεύει τμήμα των νερών του Ληθαίου ποταμού, στον Πηνειό ποταμό Πηγή: τοπογραφικό υπόβαθρο Φ.Χ. Καλαμπάκα 1:50.000, ΓΥΣ) Τα μεγάλα όμως εγγειοβελτιωτικά και αντιπλημμυρικά έργα στην πεδιάδα των Τρικάλων ξεκίνησαν το 1947. Η αρχή έγινε με τη διευθέτηση του Ληθαίου ποταμού, μέσα από την πόλη των Τρικάλων. Αρχικά αλλάζει η κοίτη του από τον Άγιο Κωνσταντίνο και έπειτα. Η παλαιά κοίτη του όπως φαίνεται στο χάρτη της εικόνας 23 σημειωμένη με τον αριθμό 1, έχει διεύθυνση Α Δ, ενώ η νέα κοίτη του, έχει αρχικά μια γενικευμένη διεύθυνση Β - Ν και σημειώνεται με τον αριθμό 2, στο κανάλι αυτό οδηγούνται και τα νερά του Αγιαμονιώτικου ρέματος και εν συνέχεια τα νερά του καναλιού διοχετεύονται στον Πηνειό. Αρχικά κόβονται τα παρόχθια ψηλά δένδρα (ιτιές, λεύκες και πλατάνια), και κατόπιν χαράσσεται και διανοίγεται η νέα κοίτη του, η οποία βαθαίνει και αναχώματα ανυψώνονται αριστερά και δεξιά αυτής. Κατά τη διευθέτηση του Ληθαίου στο σημείο αυτό, λόγω της μεταφοράς της κοίτης και την εμβάθυνσή της καταστράφηκαν η ξακουστή βρύση της Μαρούγγενας και οι γνωστές αμμουδιές σε διάφορες θέσεις, όπως η Δέση και η Πλατεΐτσα που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι των Τρικάλων την θερινή περίοδο για αναψυχή (Κατσόγιαννος, 2001). 78

Εικόνα 24: Η παλαιά (1) και η νέα (2) κοίτη του Ληθαίου, μετά τη διευθέτησή του, το έτος 1947. Πηγή: υπόβαθρο από χάρτη της πόλεως των Τρικάλων του Ν. Κατσόγιαννου, 2001) Έπειτα σχεδιάστηκε και διανοίχτηκε ένα δίκτυο αρδευτικών καναλιών σε όλη την πεδιάδα των Τρικάλων Καλαμπάκας. Μέσω του δικτύου αυτού των καναλιών, αποστραγγίστηκαν τα έλη της περιοχής και διοχετεύονται τα νερά των ποταμών σε ολόκληρη την πεδιάδα για να χρησιμοποιηθούν για την άρδευση εξαιρετικά υδροβόρων καλλιεργειών, όπως καλλιέργειες βαμβακιού, καλαμποκιού, κλπ. Ένα πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι ότι τους καλοκαιρινούς μήνες λόγω της υπερκατανάλωσης νερού για άρδευση, οι ποταμοί σε αρκετά σημεία στερεύουν. Η έλλειψη αυτή νερού παρατηρείται ακόμη και στους μεγάλους ποταμούς όπως ο Ληθαίος και ο Πηνειός. Τα τελευταία χρόνια, ανά το κόσμο, είναι σε ισχύ δύο τύποι διοχέτευσης των νερών ενός ποταμού. Ο πρώτος τύπος αποτελεί ένα προσχεδιασμένο έργο, αναπόσπαστα μέρη του οποίου είναι τα εξής: ο τελικός σχεδιασμός και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ο δεύτερος τύπος αποτελεί ένα έργο διοχέτευσης, μέσω καναλιών, των νερών ενός ποταμού, εξαιτίας έκτακτης ανάγκης, που ακολουθεί καταιγίδες ή πλημμύρες. Στη δεύτερη περίπτωση οι κάτοικοι των Τρικάλων διαχειρίζονται έκτακτες ανάγκες που ενδέχεται να προκύψουν, συνήθως με μικρή ή καθόλου εκπαίδευση και γνώση της φύσης των ποταμών και των χειμάρρων, καθώς και των ιδιοτήτων τους καλούνται να καθαρίσουν και να ευθυγραμμίσουν τις κοίτες αυτών. Η έκβαση αυτής της απροσχεδίαστης και δίχως εποπτείας διοχέτευσης, μέσω 79